Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίοι Γερόντων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίοι Γερόντων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2012

Ὁ γέροντας Ἰωάννης Καλαΐδης Γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τραπεζανλίδης



Εἰσαγωγικὰ

.       Οἱ μαθητὲς καὶ κατ’ ἐπέκταση ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ θέλουν καὶ ζοῦνε σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Κύριο στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ὡς τὸ φῶς καὶ τὸ ἅλας τῆς γῆς, ἀλλὰ καὶ ὡς πόλη ποὺ βρίσκεται χτισμένη πάνω σὲ ὅρος καὶ φαίνεται ἀπὸ παντοῦ. Τονίζοντας τὶς κοσμοσωτήριες διαστάσεις ἑνὸς τέτοιου τρόπου ζωῆς, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν σύνδεση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν θεία ζωὴ καὶ εἶναι καρπὸς τῆς ἐλεύθερης βούλησης καὶ τῆς συνέργειάς του μὲ τὸν ἐνεργοῦντα Τρισυπόστατο Θεὸ – ὁ Ὁποῖος τὸν ἐξομοιώνει μαζί του καὶ ἀπὸ θνητὸ τὸν καθιστᾶ κατὰ χάριν Θεό, ὥστε οἱ χριστιανοὶ διὰ τῆς μετοχῆς τοὺς αὐτῆς καὶ τὴ λαμπρὴ ἐνάρετη καὶ μεστὴ ἀπὸ καλὰ ἔργα ζωή τους, νὰ ἐξελίσσονται σὲ μαγνήτη ποὺ ἕλκει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν πλάνη στὴν ἀλήθεια, ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας στὸ φῶς τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ ἐπιστρέφουν στὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀποδίδουν ὀρθὴ δόξα στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.
.       Μιά τέτοια πόλη ψηλὰ κτισμένη, ὥστε νὰ μὴ διαφεύγει τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ νὰ τοὺς ἕλκει κοντά της, γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει ἀνάπαυση καὶ ἕνα τέτοιο φῶς ποὺ νὰ φωτίζει τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος περιπλανιέται στὸ σκοτάδι ἀλλὰ καὶ ἕνα τέτοιο ἅλας ποὺ ἐπιφέρει θεραπεία στὴ σήψη, τὴν ὁποία πληρώνει ἡ ἁμαρτία στὸν ἄνθρωπο, ὑπῆρξε καὶ ὁ μακαριστὸς Γέροντας Ἰωάννης τοῦ Νεοχωρίου. Ὁ λαμπρὸς αὐτὸς γέροντας τοῦ καιροῦ μας ἔλαμψε μὲ τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή του στὴν ταλαιπωρημένη γενεά μας, ἡ ὁποία μὲ τὴν πορεία της στὴ δική της ἔρημο δοκιμάζεται στὴν κρίση καὶ τὴν ὀδύνη τῆς μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐποχῆς μας.

Παιδικὰ καὶ νεανικὰ χρόνια

.       Ὁ πατὴρ Ἰωάννης Καλαΐδης γεννήθηκε στὸ Καμαρωτὸ Σερρῶν ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Χρυσόστομο καὶ τὴ Θεοδώρα, στὶς 8 Μαΐου τοῦ 1925, ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Πῆρε ἔτσι τὸ ὄνομα τοῦ εὐαγγελιστοῦ καὶ ἀγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου μας, Ἰωάννη – ἐνέργεια ποὺ φανερώνει τὸν φόβο Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχαν οἱ γονεῖς του πρὸς τὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς ἁγίους της.
.       Σημαντικὸ ρόλο στὸ ἔναυσμα τῆς καλῆς πνευματικῆς του πορείας ὑπῆρξε τὸ πρόσωπο τῆς μητέρας του, ἡ ὁποία ἦταν γυναίκα μὲ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐκκλησία του. Ἡ Θεοδώρα ἤθελε τὰ παιδιά της νὰ ἔχουν Θεὸ μέσα τους καὶ ἔτσι τὰ καθοδηγοῦσε στὴν προσευχὴ καὶ στὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό. Ἡ θεοφοβούμενη αὐτὴ γυναίκα εἶχε τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία, τὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας. Στὸ ὄρος αὐτὸ τὰ βυζαντινὰ χρόνια γεννήθηκε καὶ ἄκμασε μία ὁλόκληρη μοναστικὴ πολιτεία ὁμόλογη στὸ πνευματικὸ ὕψος τῆς Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς μοναστικῆς Ἀθωνικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ ἡ ὁποία ἔδωσε στὴν ἐκκλησία πλῆθος ἁγίων, ἀσκητῶν καὶ μαρτύρων. Στὰ χαλεπὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας τὰ μοναστήρια ὑπῆρξαν φάρος καὶ προπύργιο τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ὀρθοπραξίας. Αὐτὴ ἡ πνευματικότητα ἐπηρέασε τοὺς ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς καὶ ἔφτασε ἕως καὶ τὴν ἐποχὴ τῆς μητέρας του Θεοδώρας. Ἔτσι, ὅταν κατὰ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφὴ βίωσαν τὸν ξεριζωμὸ ἀπὸ τὰ πάτρια ἐδάφη τους καὶ ἔχασαν τὴν ὑλική τους περιουσία, κατάφεραν νὰ κρατήσουν μέσα τους τὴν πνευματικὴ περιουσία ποὺ γνώρισαν.
.       Ὁ Γέροντας εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὴν μάνα του, ἔτρεφε μεγάλη ἀδυναμία πρὸς τὸ πρόσωπό της, ἔτσι ὥστε ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία στὸ Καμαρωτὸ Σερρῶν νὰ γίνεται δέκτης τῶν πνευματικῶν ἀντανακλάσεων, ποὺ κληρονόμησε ἐκείνη καὶ ἐκ τῶν ἀντανακλάσεων αὐτῶν νὰ διαμορφώνεται μέσα του ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό.
.       Ἡ παιδικὴ ἡλικία τοῦ Γέροντα διέφερε ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων παιδιῶν ποὺ ὡς προτεραιότητά τους εἶχαν τὸ παιχνίδι, κάτι πολὺ φυσικὸ γιὰ τὴν ζωή τους. Ὁ ἴδιος ἦταν σοβαρὸς καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν παραμονὴ μέσα σ’αὐτήν. Θαύμαζε τὴν ζωὴ τοῦ λειτουργοῦ καὶ ἤθελε καὶ ὁ ἴδιος νὰ διακονήσει τὸν Θεὸ μὲ τὸ ἴδιο ἱερὸ ἔργο. Εἶχε ἐπιθυμία νὰ γίνει κληρικός, νὰ ἀνήκει στὸν κλῆρο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ποιμάνει τὰ λογικὰ πρόβατα, τὴν ποίμνη, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς προσέφερε τὸ αἷμα του καὶ τὴν ζωὴ του θυσία στὸν Ἐπουράνιο Πατέρα του. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «καθὼς θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου, πήγαινα τακτικὰ στὴν ἐκκλησία καὶ βοηθοῦσα τὸν ἱερέα στὸ ἱερὸ βῆμα, καὶ ἔλεγα νὰ μὲ ἀξιώσει καὶ μένα ὁ καλὸς Θεὸς νὰ γίνω ἕνας ἱερεὺς καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσω, καὶ ὁ καλὸς Θεός, ποὺ ἀκούει τὰ πάντα, ἄκουσε τὴν παιδική μου προσευχή».
.       Ὁ Γέροντας βίωσε πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα στὴν ζωή του καὶ ἡ διήγηση τοῦ βίου του θυμίζει τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων, τὰ ὁποῖα εἶναι γεμάτα ἀπὸ ἀνάλογες διηγήσεις καὶ προκαλοῦν ἔκπληξη στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν ἀνάλογες ἐμπειρίες τέτοιων πνευματικῶν ἀποκαλύψεων – ἐνῶ ταυτόχρονα ἐνισχύουν τὴν πίστη τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν στὸν Κύριο τῆς δόξης. Ἡ ἀρχὴ τῶν ἀποκαλύψεων αὐτῶν ξεκίνησε ἀπὸ πολὺ νωρίς. Στὴν ἡλικία τῶν δέκα ἐτῶν, ἔζησε ἕνα θαυμαστὸ γεγονός, ὄχι σὲ ὄνειρο ἀλλὰ ζωντανά. Εἶδε τρεῖς ἀρχιερεῖς ντυμένους τὰ ἱερὰ ἄμφια, νὰ μπαίνουν στὸ σπίτι τους καὶ νὰ θυμιατίζουν τὰ δίδυμα τῆς οἰκογένειας, τὸν Γιῶργο καὶ τὴν Ἀναστασία, καὶ αὐθόρμητα εἶπε στὴν μητέρα του: «Βλέπεις τοὺς τρεῖς ἱεράρχες;». Ἡ μητέρα του τότε μονολόγησε μὲ θαυμασμὸ καὶ φόβο Θεοῦ «Τί βλέπει αὐτὸ τὸ παιδί;». Τὸ ἴδιο βράδυ ἡ μικρή ἀδερφὴ του Ἀναστασία ἄφησε τὸν πρόσκαιρο κόσμο καὶ πέρασε στὸν οὐράνιο κόσμο τοῦ Θεοῦ.
.       Ὁ γέροντας ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ στὶς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 1947 ἕως καὶ τὶς 20 Μαρτίου τοῦ 1950. Μία πολὺ δύσκολη περίοδος γιὰ τὴν πατρίδα μας, καθὼς αὐτὰ τὰ χρόνια συνέπεσαν μὲ τὴν περίοδο ποὺ σπάραζε τὸ δοκιμασμένο ἔθνος μας ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου (1946-1949). Ὁ π. Ἰωάννης ἀγαποῦσε πολὺ τὴν πατρίδα του καὶ πονοῦσε πολὺ ἀπὸ τὸν βίαιο πόνο ποὺ βίωσε τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. Συνήθιζε νὰ λέει: «Ἀδελφὸς παρέδιδε στὸν θάνατο τὸν ἀδελφό του, φοβερὸ πράγμα». Βλέποντας τὸν φόβο καὶ τὸν θάνατο νὰ κυριαρχοῦν παντοῦ, πονοῦσε πολὺ καὶ δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑποφέρουν. Ὁ ἴδιος κινδύνευσε πολλὲς φορὲς καὶ σώθηκε ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Ἡ κυριαρχία τοῦ θανάτου πάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ ἀπουσία τῆς ἀγάπης συγκλόνισαν τὸν Γέροντα βαθύτατα, ἔτσι κατέφευγε στὴν προσευχή, γιὰ νὰ σταματήσουν αὐτὰ τὰ δεινά, νὰ πάψουν οἱ ἄνθρωποι νὰ βιαιοπραγοῦν, νὰ διαφυλάξει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν ἴδιο ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ νὰ βασιλεύσει ἡ εἰρήνη στὸ ἔθνος μας. Προσευχόμενος κάποτε ὁ π. Ἰωάννης ἀξιώθηκε μία θαυμαστὴ ἀποκάλυψη: εἶδε τὴν ὥρα τῆς καρδιακῆς του προσευχῆς στὸν στρατιωτικὸ θάλαμο τὸν Κύριο ζωντανό, ὅπως εἰκονίζεται στὶς ἐκκλησίες μας, στὴν εἰκόνα τοῦ Παντοκράτορος καὶ ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου νὰ τὸν καθησυχάζει. Πράγματι ἡ θεία πρόνοια τὸν προστάτεψε πολλὲς φορὲς καὶ ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἴδιος: «Εὐχαριστῶ τὸν καλὸ Θεὸ ποὺ μὲ ἐνεθάρρυνε καὶ μὲ γλύτωσε ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ πολέμου». Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1949 τελείωσε ὁ ἐμφύλιος καὶ ὁ ἴδιος ἀφοῦ ἀπολύθηκε, ἐπέστρεψε σῶος καὶ ἀβλαβὴς στὸ χωριό του κοντὰ στοὺς γονεῖς του.
.       Ἦταν εὐσεβὴς ἄνθρωπος, πιστὸς στὸν Θεό, ἁπλός, ἥσυχος, εὐγενικὸς πρὸς ὅλους, ἐργατικὸς καὶ ντροπαλός. Ἡ ἐπιστροφὴ στὸ χωριό του, δὲν ἦταν μόνο ἐπιστροφὴ στὸ πατρικό του, κοντὰ στοὺς γονεῖς του, ποὺ σεβόταν καὶ τιμοῦσε, ἀλλὰ ἦταν καὶ ἐπιστροφὴ στὴν ἐκκλησία, ποὺ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θητείας του τοῦ ἔλειψε καὶ αὐτὸ τὸν στενοχωροῦσε πολύ. Ἐνῶ ἐργαζόταν στὰ χωράφια δὲν παρέλειπε νὰ ἐκκλησιάζεται τὶς Κυριακές, νὰ μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ διαβάζει χριστιανικὰ ἔντυπα τῆς ἐποχῆς του.
.       Τὸ 1955 σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, ἄμεμπτος ἀπὸ σαρκικὴ ἁμαρτία, ἦλθε σὲ νόμιμο γάμο μὲ τὴν Πολυξένη, ἀπέκτησε μαζί της τὰ τρία πρῶτα του τέκνα, τὴν Θεοδώρα, τὸν Χρῆστο, καὶ τὴν Σοφία. Οἱ δυσκολίες τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς δὲν τὸν ἐμπόδισαν ἀπὸ τὰ πνευματικά του καθήκοντα. Ἐξ ἄλλου, δὲν μποροῦσε νὰ ζεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ θεία Λειτουργία καὶ ἔδειχνε πολὺ ζῆλο νὰ εἶναι μέσα στὸν ναό, νὰ ἵσταται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία του καὶ τὴν σωτηρία ὅλων. Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ ἔλθει ὁ πειρασμός: πολλοὶ χωριανοὶ ποὺ τὸν ἔβλεπαν νὰ πηγαίνει μὲ τέτοια σπουδὴ στὴν ἐκκλησία, παρ᾽ ὅλη τὴν καθημερινὴ κούραση ἀπὸ τὴν ἐργασία του στοὺς ἀγρούς, ἄρχισαν νὰ τὸν πειράζουν σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ πηγαίνει κρυφὰ καὶ νὰ ἔχει λογισμοὺς νὰ βραδύνει τὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό του. Εὐρισκόμενος τότε στὸν χῶρο τῆς ἐργασίας του καὶ συνομιλώντας μὲ τοὺς λογισμοὺς ἐκείνους, δέχτηκε θεία ὑπόδειξη νὰ μὴν ἐγκαταλείψει τὴν ἱερή του συνήθεια, ἀλλὰ νὰ ἐκκλησιάζεται. Αὐτὴ τὴν φωνὴ τὴν ἄκουσε τρεῖς φορὲς στὴν ζωή του καὶ ἔκλαψε πικρά, γιατί αἰσθάνθηκε πὼς λύπησε τὸν Κύριο καὶ τὸν πρόδωσε ὅπως ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ἔκτοτε δὲν ἐπανέφερε ποτὲ ξανὰ τοὺς λογισμοὺς ἐκείνους μέσα του, πρόσεχε δὲ πολὺ νὰ μὴν λυπήσει τὸν Κύριό του, ὄχι μόνο διὰ λόγων καὶ ἔργων, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν λογισμῶν του. Γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι τὸ πονηρὸ πνεῦμα πρῶτα προσπαθεῖ νὰ ἀποσπάσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν θεία ζωὴ μὲ τὴν ὑποβολὴ τῶν λογισμῶν καὶ ἔπειτα νὰ τοὺς ἀποσπάσει καὶ σωματικῶς. Ἔτσι ἄρχισε τὴν ἐργασία τῆς ἱερῆς νήψεως καὶ δὲν παρέλειπε τὸν ἐκκλησιασμό του. Παρέλειψε νὰ λειτουργηθεῖ μόνο δύο φορές, ὡς ἐπίστρατος, ὅταν λόγῳ τῆς στρατιωτικῆς του ὑπηρεσίας δὲν μπόρεσε νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀγαπημένη του ἐργασία. Μάλιστα, εἶχε κάνει τότε καὶ ἔντονα παράπονα πρὸς τοὺς ἀνωτέρους του, ζητώντας νὰ μὴν τὸν ἀποσποῦν ἀπὸ τὴν εὐλογημένη συνήθειά του, ποὺ εἶναι τόσο ἀρεστὴ στὸν Θεό, καὶ τοὺς προειδοποίησε πὼς τὴν ἑπόμενη φορὰ δὲν θὰ ἀκολουθοῦσε στὸ καθορισμένο πρόγραμμα. Ἕως τὸ 1970 διακόνησε στὴν ἐκκλησία ὡς νεωκόρος, ἐπίτροπος καὶ ψάλτης, διατηρώντας τὴν αἴσθηση πὼς δὲν εἶχε προσφέρει στὴν ἐκκλησία ἀπολύτως τίποτα. Εἶχε ταπείνωση στὴν καρδιὰ καὶ ὄχι στὰ λόγια καὶ αὐτὴ ἡ ταπείνωση ἦταν συνοδοιπόρος του σὲ ὅλα τὰ χρόνια της ζωῆς του. Ἔτσι μὲ μία τέτοια ζωή, σιγὰ σιγὰ ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ τὴν Ἱερωσύνη του.

 Ἱερεύς τοῦ Ὑψίστου

.       Ἀρχὲς τοῦ 1970, στὶς 3 Ἰανουαρίου, εἶδε ἕνα περίεργο ὄνειρο, ὅπως συνήθιζε συχνὰ νὰ διηγεῖται, ἰδίως σὲ κληρικούς, γιὰ νὰ τονίσει ὅτι ἡ ἱεροσύνη εἶναι δωρεὰ τοῦ Κυρίου: «Εἶδα στὸν ὕπνο μου, τὸν σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας Ἰωάννη νὰ μὲ καλεῖ στὴν Μητρόπολη καὶ νὰ μοῦ δίνει τὸ εὐαγγέλιο, λέγοντάς μου νὰ διαβάσω τοὺς στίχους “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη” (Ματθ. κη´ 19). Ἐγὼ τοὺς διάβασα, μοῦ λέει καλῶς, μέχρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου θὰ σὲ κάνω ἱερέα». Τὸ ὄνειρο αὐτὸ ἐπαληθεύτηκε μερικοὺς μῆνες ἀργότερα, ὅταν ὁ π. Γερβάσιος τὸν κάλεσε στὴν Μητρόπολη καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἐξελίχτηκαν, ὅπως τὰ προεῖδε. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὶς 3 Ἰουλίου ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου Ἰωάννη. Ἡ χαρά του ἦταν ἀπερίγραπτη καὶ διατηρήθηκε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ὑπόλοιπης ζωῆς του.
.       Ὁ λόγος του διανθιζόταν μὲ διάφορα παραδείγματα καὶ συμβουλές, ὥστε νὰ παρουσιάσει τὸ μεγαλεῖο τῆς θεοσύστατης ἱερωσύνης, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνεπανάληπτης χάρης ποὺ προσφέρει ὁ Θεὸς στοὺς κληρικούς του. Πίστευε ὅτι οἱ ἱερεῖς πρέπει νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ μέρα καὶ νύχτα, ποὺ τοὺς ἀξίωσε μία τέτοια δωρεά, γιατί δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄξιος γιὰ νὰ τὴν ντυθεῖ. Ἔλεγε ἀκόμα πώς, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε, δὲν θὰ γινόταν κληρικὸς κάποιος ποὺ εἶχε τὴν ἐπιθυμία αὐτή, γιατί ὁ Κύριος καλεῖ, αὐτὸς ὁ Κύριος εἶναι ἡ θύρα. Γνώριζε πολὺ καλὰ πόσο ὁ Θεὸς σέβεται τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν καταργεῖ τὸ ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο. Ἡ ἀγαπημένη του διήγηση, ἦταν ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Γένεσης, γιὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, γιὰ τὸ κατ᾽ εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωσιν: εἶχε τὴν ἄποψη ὅτι ἐκεῖ κρύβεται ὅλη ἡ θεολογία τῆς ἐκκλησίας μας. Χρησιμοποιοῦσε παραδείγματα ἀπὸ τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, τὰ ὁποῖα καταδεικνύουν τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς ἔχει καταμετρημένες καὶ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας καὶ χωρὶς τὴν θέλησή του, δὲν πέφτει καμία τρίχα μας στὴ γῆ. Ὁ Θεὸς ἤθελε, γι’ αὐτὸ γίνατε ἱερεῖς του». Ἀφοῦ, δηλαδή, δείχνει ἐνδιαφέρον γιὰ μία τέτοια μικρὴ ὑπόθεση, πῶς θὰ ἀμελοῦσε τότε γιὰ ἕνα τόσο βαρυσήμαντο γεγονός, γιὰ τὸ ποιὸς θὰ γίνει ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων του, γιὰ τὸ ποιὸς θὰ διδάσκει τὸν λόγο του καὶ θὰ τελεῖ τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας του, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἁγιάζεται καὶ θὰ ἁγιάζει τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπίσης, ἐπισύναπτε σὲ αὐτὸ πὼς ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τὴν βασιλικὴ ἐξουσία καὶ ἔλεγε στοὺς κληρικοὺς πὼς εἶναι ἀσύγκριτη μὲ κάθε ἄλλη κοσμικὴ θέση ἐπὶ τῆς γῆς, τονίζοντας πὼς δὲν ἀνταλλάσσεται μὲ τίποτα: «Ἄν μοῦ ἔλεγε ὁ Θεὸς νὰ ἐπιλέξω νὰ γίνω βασιλιὰς ὴ παπάς, παπὰς θὰ ἔλεγα χίλιες φορές !».
.       Δίδασκε ὅτι οἱ Λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου θὰ πρέπει νὰ ζοῦνε μὲ μεγάλη προσοχή, νὰ εἶναι διὰ τῆς προσευχῆς σὲ διαρκῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο, νὰ δίνουν ἀγώνα κατὰ τὶς ἁμαρτίας, νὰ εἶναι καθαροὶ ἀπὸ αὐτήν, νὰ ἀναπαύουν τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἱερουργοῦν, νὰ μελετοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ: «Νὰ ἔχετε μία μικρὴ Ἁγία Γραφὴ πάνω σας συνέχεια, γιὰ νὰ τὴν διαβάζετε σὲ κάθε στιγμὴ καὶ νὰ εἶναι ὁ νοῦς σας στὸν Θεό». Νουθετοῦσε νὰ κατηχοῦν οἱ ἱερεῖς τὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν παροτρύνουν μὲ πολὺ ἀγάπη νὰ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τηροῦν τὶς ἐντολές του, γιὰ νὰ μὴ φανοῦν τελικὰ ἀνάξιοι τῆς ἱερωσύνης στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔπαυε νὰ παραινεῖ γιὰ τὴν ταπείνωση, πάνω στὴν ὁποία ἀναπαύεται ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ γιὰ τὴν μετὰ βδελυγμίας ἀποστροφὴ τῆς ὑπερηφάνειας, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων τὸν κακῶν: «Ἡ ταπείνωση κάνει τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους καὶ ἡ ὑπερηφάνεια τοὺς ἀγγέλους δαίμονες». Γιὰ τὶς πρεσβυτέρες ἔλεγε πὼς πρέπει νὰ εἶναι εἰρηνικὲς καὶ φιλόξενες, νὰ φροντίζουν τὸν ἱερέα τους μὲ ἀγάπη. Σὲ μία συζήτηση στὸ σπίτι τοῦ Γέροντα κάποιος ἱερομόναχος μᾶς εἶπε ὅτι ἡ παπαδιὰ κάνει τὸν μισὸ παπὰ καὶ τότε ἀναφώνησε ὁ π. Ἰωάννης: «Ὄχι τὸν μισὸ παπά, ὅλον τὸν παπὰ κάνει ἡ πρεσβυτέρα!». Ὄντως ἡ ἀγάπη τῆς πρεσβυτέρας γιὰ τὴν ἐκκλησία δίνει φτερὰ στὸν παπὰ ποὺ στέκεται δίπλα της.
.       Ὁ π. Ἰωάννης διακόνησε σὲ διάφορες ἐνορίες τῆς ἐπαρχίας τῆς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου καὶ ἀπ’ ὅπου πέρασε ὁ κόσμος τὸν ἀγάπησε. Ὅταν ὑπηρετοῦσε στὸ Σιδηροχώρι, στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, ἀπέκτησε τὸ τέταρτό του παιδί. Ἐκεῖ ξεκίνησε μία ἀπ’ τὶς πρῶτες του δοκιμασίες, καθὼς τὸ μικρότερο καὶ νεώτερο μέλος τῆς οἰκογενείας του νόσησε ἀπὸ ὀξεία λευχαιμία, οἱ γιατροὶ τοῦ ΑΧΕΠΑ ἔδωσαν στὸ παιδὶ τρεῖς μῆνες ζωή. Ἄρχισαν ἔτσι νὰ σκεπάζουν τὴ ζωὴ τῆς οἰκογενείας του τὰ πρῶτα μαῦρα σύννεφα. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη ὕψωνε τὰ χέρια του στὸν οὐρανό, ζητώντας νὰ παρατείνει ὁ Θεὸς τὴ ζωὴ τοῦ μικροῦ Φίλιππα. Ὄντως, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη τῶν γιατρῶν, τὸ παιδὶ συνέχιζε νὰ ζεῖ καὶ τελικὰ ἄφησε τὴ ζωή του σὲ ἡλικία ἑπτὰ χρονῶν στὴν νέα ἐνορία τοῦ γέροντα, τὰ Κάτω Πορόϊα.
.        Στὰ Κάτω Πορόια ὑπηρέτησε στὸν ναὸ τοῦ Προδρόμου, ὅπου ἀνήγειρε καὶ ἀποπεράτωσε τὸν ναὸ τῆς ἁγίας Εἰρήνης τῆς Μεγαλομάρτυρος. Ὑπηρέτησε ἀκόμα στὴ Λειβαδειά, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ στὸ Νεοχώρι, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἔκτισε μὲ τὴν βοήθεια πολλῶν εὐλαβῶν ἀνθρώπων τὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ραφαὴλ Νικολάου καὶ Εἰρήνης, τοὺς ὁποίους ὀνόμαζε ἐφημερεύοντες ἰατροὺς τῆς ἐποχῆς μας. Σήμερα αὐτὸς ὁ ναὸς εἶναι προσκύνημα τῆς Μητροπόλεώς μας (σημ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙ.»: Σιδηροκάστρου) καὶ ἐδῶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου κ.κ. Μακάριος, ἀναγνωρίζοντας τὸν ζῆλο του καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντα, κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῶν νεοφανῶν μαρτύρων, τοῦ ἀπένειμε τὸ ὀφφίκιο τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου. Μὲ την πίστη του καὶ τὴν ταπείνωσή του κέρδιζε τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν γνώρισαν μιλᾶνε μὲ πολὺ θαυμασμὸ γιὰ τὴν προσωπικότητά του, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ποτὲ τέτοιες ἀξιώσεις. Ἀπέδιδε τὰ πάντα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, δὲν ἤθελε νὰ τὸν ὀνομάζουν ἅγιο, οὔτε νὰ διαφημίζουν τὶς ἀρετές του – ὅσο ὅμως ποθοῦσε τὴν ἀφάνεια, τόσο ἡ θεία χάρις τὸν δόξαζε.

Ἡ μεγάλη ἀγάπη του γιὰ τὴν προσευχὴ

 .             Ἀφιέρωνε πολὺ ὥρα στὴν προσευχή· ἐξ ἄλλου, ἡ προσευχὴ εἶναι ἀρετὴ καὶ μητέρα τῶν ἀρετῶν καὶ ὡς μητέρα μυσταγωγεῖ τὴ σύναψη μὲ τὸν Θεό, κατὰ τὸν Μάρκο τὸν ἐρημίτη. Ὁ γέροντας κατέστη ὁ ἴδιος μία ἀδιάλειπτη προσευχή, μὲ τὴν ἑνοποίηση ποὺ προσφέρει ἡ προσευχὴ στὸν ἄνθρωπο μέσα του καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἔκαμε τὶς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως, τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τοῦ Ὄρθρου, διάβαζε Παράκληση καὶ μνημόνευε πλῆθος ὀνομάτων, τὰ ἀπογεύματα διάβαζε τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸ Ἀπόδειπνο, ἀγρυπνοῦσε καὶ ἔλεγε τὴν εὐχὴ στὸν Κύριο, στὴ Θεοτόκο καὶ σὲ διαφόρους ἁγίους τῆς ἐκκλησίας. Πολλὲς φορὲς γιὰ ὧρες προσευχόταν ἔτσι. Ἂν λειτουργοῦσε, διάβαζε τὴν ἀκολουθία τῆς θείας μεταλήψεως καὶ μετὰ τὴν εὐχαριστία. Στὴν ἐκκλησία ὣς τὰ βαθιά του γεράματα κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν καὶ τῆς θείας λειτουργίας προσευχόταν ὄρθιος ἢ γονατιστός.
.              Νήστευε ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους, ἔτρωγε μία σούπα μὲ ρύζι, καρότα καὶ πατάτες. Ἀκόμα καὶ στὴ διάρκεια τῶν ἀσθενειῶν του δὲν ἄλλαζε τὴν συνήθειά του, ὅσο καὶ ἂν ἐπέμεναν τὰ παιδιά του καὶ οἱ γιατροί. Συνέχεια ἀναφερόταν στὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἔπαθε γιὰ ἐμᾶς, στὶς ὕβρεις καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς, στὸ μαστίγιο, στὴν φραγγέλωση καὶ στὸν σταυρικὸ θάνατο, ὥστε νὰ κατανοήσουμε τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Κυρίου πρὸς ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς καὶ ταπείνωσης στὶς διάφορες δοκιμασίες μας, καὶ νὰ διάγουμε τὴν ζωή μας μὲ δοξολογία, ἀποβλέποντες στὸν στέφανο τῆς αἰωνίου ζωῆς κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας Του. Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Κυρίου πρὸς ἐμᾶς εἶναι ποὺ εἵλκυε καὶ ὁδηγοῦσε τὸν ἴδιο σὲ τέτοια μέτρα ἀσκήσεως.
.              Ὁ π. Σωτήριος Βραμπάκης, ποὺ στὰ γεράματα τοῦ π. Ἰωάννη ἐρχότανε μὲ ἐντολὴ τῆς Μητροπόλεώς μας νὰ τὸν βοηθήσει στὴ λειτουργία, ἀφοῦ λειτούργησε κάποτε μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα κι ἐμένα στὸν Ἅγιο Γεώργιο Νεοχωρίου, μοῦ πρότεινε νὰ πᾶμε γιὰ ἕναν καφέ. Ἐγὼ ἐπέμενα νὰ περιμένουμε καὶ τὸν Γέροντα καὶ μοῦ ἀπάντησε γνωρίζοντας τὶς συνήθειες τοῦ γέροντα: «Τὸν παπα-Γιάννη; Τὸ μεσημέρι θὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία!». Ἀργότερα ρώτησα τὴν πρεσβυτέρα του Πολυξένη ἂν εἶχε συνήθεια νὰ μένει προσευχόμενος στὸν Ναὸ μετὰ ἀπὸ τὴν θεία λειτουργία καὶ τότε μοῦ ἀποκάλυψε πὼς ἐρχόταν κατὰ τὴ μία μὲ δύο τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι. Ἡ ἀπάντησή της μὲ κατέπληξε, γιατί πέραν τοῦ ὅτι ἦταν μεγάλος στὴν ἡλικία, ἦταν καὶ πολὺ φιλάσθενος. Κάποια νύχτα βυθισμένος μέσα στὸ πέλαγος μιᾶς τέτοιας προσευχῆς πρὸς τὴν θεομήτορα ὁ Γέροντας Ἰωάννης, ἡ ὁποία ξεκίνησε τὸ βράδυ καὶ τελείωσε 7 ὧρες μετά, λέγοντας τὸ «Ὑπεραγία θεοτόκε, σῶσον ἠμᾶς» καὶ ἐναλλάσσοντάς το μὲ τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας μας. Ἔξαφνα ἐμφανίστηκε ζωντανὰ μπροστά του μέσα σὲ φῶς ἡ Κυρία Θεοτόκος ἀνάμεσα σὲ δύο χοροὺς ἁγίων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες ἔψαλλαν διαφόρους θεομητορικοὺς ὕμνους, ἀπὸ τὰ δεξιὰ ὁ χορὸς τῶν μαρτύρων γυναικῶν, ποὺ ὑπέφεραν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ τῶν ὁσίων γυναικῶν, ποὺ ἔλαμψαν μὲ τὴν ἄθλησή τους ἀφήνοντας ὅλα τὰ ἐγκόσμια. Τότε ἡ Θεομήτωρ μέσα στὴν δόξα της τὸν χαιρέτισε καὶ τοῦ εἶπε νὰ συμβουλεύει ὅλους καὶ κυρίως τοὺς κληρικοὺς νὰ καταφεύγουν στὶς πρεσβεῖες της καὶ θὰ λαμβάνουν μεγάλη χάρη στὸ ὄνομά της. Ἀμέσως χάθηκαν ὅλα καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλη χαρὰ ὁ ἴδιος λιποθύμησε.

 Τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς του

.            Θαύμαζε κανεὶς τὴν ἀσκητικότητά του, ἡ ὁποία πήγαζε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον. Ἔκπληξη προκαλοῦσε ἀκόμα ἡ ὑπομονή του καὶ ἡ χαρὰ ποὺ δοκίμαζε κατὰ τὶς ἀσθένειές του. Δὲν ἔδειχνε ποτὲ τὴν παραμικρὴ ἐνόχληση, συνέχεια τὰ χείλη του ψιθύριζαν τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός, χίλιες φορὲς δόξα σοι ὁ Θεός». Στὴν ἐρώτηση πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιμετωπίζει ἔτσι τὰ πράγματα, ἔδινε τὴν ἀπάντηση: «Ἂν δὲν πονέσουμε, πῶς θὰ καταλάβουμε; Πῶς θὰ αἰσθανθοῦμε τὸν πόνο τοῦ ἀδελφοῦ μας καὶ πῶς θὰ προσευχηθοῦμε μὲ τὴν καρδιά μας μὲ πόνο γιὰ αὐτόν;». Ἀκριβῶς γιὰ αὐτὸν τὸ λόγο, παράδοξο γιὰ ἐμᾶς, θεωροῦσε τὶς δοκιμασίες τῶν ἀσθενειῶν εὐλογίες. Ἔνοιωθε διὰ τοῦ πόνου του τοὺς ἀνθρώπους μέσα του καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς του ἔχυνε δάκρυα γιὰ ὅλους, πονοῦσε γιὰ ὅλους. Σὲ ὅλους φαινόταν πολὺ παράξενο πῶς μποροῦσε καὶ ἀγαποῦσε ἔτσι. Ὅπως ἀναφέραμε καὶ προηγουμένως, τὸ τέταρτο κατὰ σειρὰ παιδί του ἄφησε τὸν κόσμο μας σὲ ἡλικία 7 ἐτῶν· σὲ ἄλλη περίπτωση κόντευε νὰ χάσει τὸν ἐγγονό του καὶ – ὢ τοῦ θαύματος, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος τὸ προεῖπε – τὸ παιδὶ ἔμεινε στὴ ζωή· κάποτε ἔσπασε τὸν γοφό του, εἶχε μεγάλα προβλήματα μὲ τὴν πίεσή του, μὲ τὸ ἀναπνευστικό του καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ στεκόταν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ στὰ τεμάχια τῶν λειψάνων τῶν πολυαγαπημένων του ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καὶ Εἰρήνης καὶ παρακαλοῦσε μὲ πόνο γιὰ ὅλους, μνημονεύοντας τὰ ὀνόματά τους.
.            Πῶς πονοῦσε ἔτσι γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ τοὺς περισσότερους δὲν τοὺς ἤξερε; Ἂν κανεὶς ἐμβαθύνει στὴ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ δεῖ πὼς ὅλα αὐτὰ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό: μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ βρίσκει κανεὶς τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸν κόσμο, σὲ μία ὀντολογικὴ ἕνωση. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ὁδοῦ ποὺ διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, μὲ τὰ στάδια τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως. Ὅταν θελήσει ὁ ἄνθρωπος νὰ συνεργήσει μὲ τὸν Θεό, ἀναδεικνύεται σὲ ἀληθινὴ ὑπόσταση. Ὅσοι ἔμειναν κοντὰ στὸν π. Ἰωάννη καὶ τὸν γνώριζαν, ἔβλεπαν ἀνθρώπους φοβισμένους, πονεμένους ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς, ἀπογοητευμένους καὶ μπερδεμένους, νὰ ἔρχονται κοντά του καὶ νὰ φεύγουν γεμάτοι ἀπὸ χαρά: Ζοῦσαν τὸ δικό τους προσωπικὸ θαῦμα, ἔμεναν ἔκπληκτοι ὅταν προγνώριζε τὰ αἰτήματά τους, τὰ προβλήματά τους, τὰ ὀνόματά τους, ἀλλὰ καὶ ἔβρισκαν τὴν λύση στὰ προβλήματά τους. Ἤθελε ὅλοι νὰ ἐνεργοποιήσουν τὸ μεγάλο χάρισμα τῆς Πίστεως στὸν Χριστό, συμβούλευε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐξομολογοῦνται, νὰ κάνουν εὐχέλαιο μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ ἔχοντας τὴν ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ τους νὰ κοινωνοῦν μὲ πίστη τῶν ἁγίων μυστηρίων. Ὁ ἴδιος κοινωνοῦσε μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του πάντοτε ἀνέβλυζαν δάκρυα πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας, δὲν ἐξοικειώθηκε ποτὲ μὲ τὰ ἅγια, συμβούλευε νὰ μεταλαμβάνουμε δακρυσμένοι, κι ἂν δὲν μπορούσαμε, ἔλεγε, ἂς προσφέρουμε τουλάχιστον ἕναν ἀναστεναγμὸ συναισθανόμενοι τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ τὴν ἀπέραντη δωρεὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔλεγε ἀκόμη: «παιδιά μου πάντα νὰ χαιρετᾶτε τὶς ἱερὲς εἰκόνες, ὅταν εἰσέρχεστε στὴν ἐκκλησία· σκέφτεστε νὰ ἔρθει κανεὶς στὸ σπίτι σας καὶ νὰ μὴ σᾶς χαιρετήσει; Δὲν θὰ σᾶς ἀρέσει ἡ συμπεριφορά του, θὰ στενοχωρηθεῖτε». Ἀπερίγραπτος ἦταν ὁ τρόπος τῆς εἰσόδου του στὴν ἐκκλησία – ξέρουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἔβλεπαν: ἔκανε κοντὰ στὰ δέκα λεπτὰ ἢ καὶ παραπάνω, γιὰ νὰ φτάσει στὸ ἱερό, ἔμενε μπροστὰ στὶς εἰκόνες καὶ μιλοῦσε σὰν νὰ ἦταν ζωντανές.
.            Πολλὰ ἦταν αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση στὸν π. Ἰωάννη. Κάποτε πῆγα μὲ ἕναν φίλο μου ἱερομόναχο νὰ τὸν δοῦμε, ἀφοῦ μᾶς μίλησε καὶ σηκωθήκαμε νὰ φύγουμε, ἤθελε νὰ εὐχαριστήσει τὸν ἱερομόναχο. Πῆρε μερικὰ φροῦτα καὶ τοῦ τὰ ἔδινε στὸ χέρι, ἐκεῖνος ἀπὸ εὐγένεια καὶ ντροπὴ ἀρνιότανε νὰ τὰ πάρει καὶ ἔλεγε πὼς δὲν τὰ ἔχει ἀνάγκη. Τότε ὁ Γέροντας μᾶς ἀποστόμωσε λέγοντας «ἐγὼ τὰ ἔχω ἀνάγκη, γι’ αὐτὸ τὰ δίνω»: ἤξερε καλὰ πὼς ἀναπαύοντας τοὺς ἀνθρώπους, ἀναπαύεις τὸν Θεὸ καὶ πὼς ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη στὸν πλησίον. Εἶχε ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο νὰ διδάσκει, δίδασκε μὲ τὴν ζωή του. Ἀκόμη ἔλεγε καὶ τὸ ἐννοοῦσε ἀπὸ τὴν ψυχή του, ἀπὸ τὸ εἶναι του, πὼς εἶναι ὁ τελευταῖος παπὰς τῆς Ἑλλάδας, ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό του ἐλεεινὸ καὶ «σκωλήκων βρῶμα», ἀσπαζόταν μὲ πολὺ χαρὰ τὸ χέρι τῶν ἐπισκόπων της Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ τῶν νεωτέρων ἱερέων. Μετὰ τὴν θεία Λειτουργία μᾶς φιλοῦσε στὸ μέτωπο, ἐγὼ παραπονιόμουν καὶ ἔλεγα «μὴ Γέροντα, εἶμαι ἱδρωμένος» καὶ ἔλεγε «παιδί μου αυτὸ δὲν εἶναι ἱδρώτας, εἶναι ἁγιασμός».

Θεῖες Ἐμπειρίες

.            Ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, κατὰ τοὺς ἱεροὺς νηπτικοὺς της Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἡ ὑψίστη κατάσταση ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει κάποιος καὶ ἀναφέρεται στοὺς τελείους. Ἤθελα πολλὲς φορὲς νὰ τὸν ρωτήσω, ἂν εἶχε τέτοια ἐμπειρία, νὰ δεῖ τὸ ἄκτιστο Φῶς. Δὲν μποροῦσα νὰ πιστέψω πὼς δὲν ἀξιώθηκε ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μὲ τέτοια πίστη στὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ τέτοια ταπείνωση νὰ δεχτεῖ τὴν ἀποκάλυψη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Εἶχα τὴν πίστη πὼς ὁ Γέροντας σίγουρα εἶδε τὸ ἅγιο Φῶς, καθὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν γνώριζαν, μιλοῦσαν γιὰ τὴν λάμψη φωτὸς τοῦ προσώπου του.
.            Ἔτσι μιὰ μέρα ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκα μαζὶ μὲ ἕνα παιδὶ τῆς ἐνορίας μας (ἀφοῦ προσκυνήσαμε τὰ ἱερὰ λείψανα, ἔψαλε τροπάρια ἁγίων, μᾶς ἔχρισε μὲ τὸ ἱερὸ ἔλαιο ποὺ ἔκαιγε μπροστὰ στὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα, διαβάζοντας εὐχὲς ὑπὲρ ὑγείας φωτίσεως καὶ σωτηρίας – αὐτὸ γινόταν ὅλη μέρα σὲ ὅποιον καὶ ἂν ἔμπαινε στὴν οἰκία του – περάσαμε στὸ καθιστικὸ ὅπου κερνοῦσε σὲ ὅλους χυμὸ πορτοκάλι), τοῦ ἔθεσα τὴν ἐρώτηση ἂν ἔχει δεῖ τὸ Ἅγιο Φῶς. Ἐκεῖνος κατέβασε ἀμέσως τὸ κεφάλι του, ἐγὼ ἔκανα τὴν ἐρώτηση καὶ πάλι, καὶ τότε ἔγνεψε ἀρνητικά. Τοῦ εἶπα λοιπόν: «λένε πὼς ἔχει ἕνα γαλάζιο φῶς» καὶ αὐτὸς ἀπάντησε: «ναὶ παιδί μου». Ἀναθάρρησα, εἶπα ὅτι θὰ μάθω, θὰ μοῦ πεῖ. Μᾶς ἀποκάλυψε λοιπὸν πὼς εἶχε δεῖ τὸ ἅγιο Φῶς ἀρκετὲς φορὲς ἀλλὰ ἡ πιὸ συγκλονιστικὴ ἦταν στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ τιμίου Προδρόμου στὰ Κάτω Πορόϊα. «Στὶς 24 Ἀπριλίου τοῦ 1976, Μεγάλο Σάββατο, τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ποὺ ἔριχνα τὶς δάφνες στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ ἔψαλλα “ἀνάστα ὁ Θεός”, ὅταν ἔφτασα στὸ δεξιὸ μέρος τῆς ἁγίας τραπέζης, φῶς ἔλαμψε ἀπὸ ψηλὰ σὰν ἀστραπὴ καὶ μὲ περιέλουσε ὁλόκληρο. Ἔνιωσα νὰ φεύγω ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, πλημμύρισε ὅλη ἡ ψυχή μου χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πολλὰ ἄτομα μέσα στὸν ναὸ ὁμολογοῦσαν πὼς πάνω στὸ κεφάλι μου ἔλαμψε φῶς καὶ κράτησε ἀρκετὰ λεπτά. Αὐτὸ ἔγινε ὅταν ἤμουν ἐφημέριος ἐκεῖ στὸν Τίμιο Πρόδρομο, ὅπου ὑπηρέτησα ἀπὸ τὸ 1973 ἕως τὸ 1989».
.            Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ἀπὸ τότε ἔζησε μὲ τὴν πρεσβυτέρα του σὰν νὰ ἦταν ἀδέρφια καὶ πὼς τότε ἀπέκτησε τὸ διορατικὸ καὶ τὸ ἰαματικὸ χάρισμα. Τὴν ἴδια χρονιὰ ἐπισκέφτηκε τὸν πρώην γραμματέα τῆς κοινότητας Καμαρωτοῦ, ὁ ὁποῖος νοσηλευόταν σὲ κρίσιμη κατάσταση στὴν κλινικὴ Γαληνός. Τοῦ διάβασε εὐχὲς ὑπὲρ ὑγείας καὶ τὸν σταύρωσε μὲ ἕναν ξύλινο Σταυρὸ ποὺ ἔφερε πάντα μαζί του. Ἀμέσως ὁ ἀσθενὴς θεραπεύτηκε καὶ ἀπέστειλε εὐχαριστήρια ἐπιστολή, ἡ ὁποία διαβάστηκε τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία τοῦ Καμαρωτοῦ.

 Ποιμαντική διδασκαλία

.            Ἰδιαίτερη ἀγάπη ἔτρεφε στὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους. Δὲν ἤθελε νὰ κατακρίνουμε κανέναν καὶ ἰδίως αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς μίλησε μὲ τόση τρυφερότητα. Ἤθελε οἱ νέοι νὰ ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία καὶ ἂς ἔρχονται ὅπως θέλουν. Δὲν ἤθελε νὰ τραυματίσουμε κανένα παιδὶ μὲ τὴν αὐστηρὴ συμπεριφορά μας. Ἦρθε κάποτε μία νέα κοπέλα στὴν ἐνορία, γιὰ νὰ τὴν διαβάσει ὁ Γέροντας καὶ κοντά του ἦταν μία ἀφιερωμένη στὸν Θεὸ γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπέπληξε τὴν νέα γιατί εἶχε ἔρθει μὲ παντελόνι. Ὁ Γέροντας δὲν εἶπε τίποτα, διάβασε τὴν νέα καὶ τῆς εἶπε μὲ πολὺ ἀγάπη, ἀφοῦ ἔφυγε ἡ μοναχή: «Παιδί μου μὴ στεναχωριέσαι ἐσὺ εἶχες τὸν πόνο σου καὶ ἤθελες νὰ τὸν θεραπεύσεις, γι’ αὐτὸ ἦρθες ἔτσι». Ἤξερε πὼς καὶ ἡ μοναχὴ ἀπὸ ὑπερβάλλοντα ζῆλο ἀντέδρασε ἔτσι καὶ ἀπὸ εὐγένεια δὲν τῆς εἶπε τίποτα. Ἔλεγε συνήθως: «Μὴν τὰ κατακρίνετε τὰ παιδιά, φταῖνε πολλὰ πράγματα ποὺ εἶναι ἔτσι ἀντιδραστικά, ἡ τηλεόραση, τὰ φαγητὰ ποὺ εἶναι γεμάτα μὲ διάφορες οὐσίες καὶ ὁ ἐγωισμὸς ἀπὸ τοὺς γονεῖς, γιατί τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ παιδιά». Ἐπίσης ἔλεγε: «Ἐμένα μὴν μὲ κοιτᾶτε, ἐμένα μὲ ἐπισκέφτηκε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μικρό· ἂν δὲν γινόταν αὐτὸ ποιὸς ξέρει τί θὰ γινόμουνα».
.            Ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Ἐκκλησία, ἀγαποῦσε τοὺς ἐπισκόπους, ἔρχονταν ἀρχιερεῖς νὰ τὸν δοῦνε καὶ ποτὲ δὲν ἔλεγε τίποτα, γιατί πίστευε πὼς δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἐπισκέπτονται οἱ ἀρχιερεῖς. Ἤθελε ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ψηλὰ στὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ, νὰ κατέχει τὴν πρωτοκαθεδρία στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, ποὺ ἔρχονταν πολὺ συχνὰ στὸν π. Ἰωάννη, ἦταν ὁ μακαριστὸς Σιατίστης Ἀντώνιος. Ἐπισκεπτόταν τὸν π. Ἰωάννη πολὺ συχνὰ καὶ εἶχαν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον πολὺ μεγάλη ἀγάπη, ποὺ δὲν διέφυγε τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων.

Μὲ τὸν μακαριστὸ μητροπολίτη Σισανίου καὶ Σιατίστης κυρὸ Ἀντώνιο

.            Δὲν ἤθελε νὰ κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία: «Ὅποιος κατηγορεῖ τὴν Ἐκκλησία, κατηγορεῖ τὸν Χριστό», ὑπενθύμιζε στοὺς πιστούς. Σὰν παράδειγμα μνημόνευε τὸ γεγονὸς ἀπὸ τὶς πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. θ´ 4-5) ὅπου o Σαοὺλ/Παῦλος πρὶν τὴν μεταστροφή του στὸν Χριστιανισμὸ ἐδίωκε τὴν Ἐκκλησία καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀποκαλύφθηκε στὸ δρόμο πρὸς τὴν Δαμασκὸ καὶ τοῦ εἶπε: Σαούλ, Σαούλ, τί μὲ διώκεις. Ἔλεγε, πὼς τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολύ, μόνο μέσα στὴν ἐκκλησία μποροῦμε νὰ Τὸν βροῦμε, ἐδῶ πρέπει νὰ τὸν βροῦμε τόνιζε, καὶ ἂν τὸν βροῦμε, θὰ χαιρόμαστε τὴν αἰώνια ζωὴ ἀπὸ τώρα. Στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ Θεοτόκος, στὴν ἐκκλησία εἶναι οἱ ἅγιοι, ἐδῶ βλέπεις τὴν αἰώνια ζωή. Ἔφερνε σὰν παράδειγμα τοὺς ἁγίους Ραφαήλ, Νικόλαο καὶ Εἰρήνη, ποὺ ἔζησαν τόσα χρόνια πρίν, πὼς μᾶς ἀκοῦνε, πὼς ἔρχονται καὶ μᾶς βοηθᾶνε, πὼς κάνουν τέτοια θαύματα σὲ ὅλον τὸν κόσμο, πὼς μᾶς ἀποκάλυψαν τὴν ζωή τους καὶ τὸ μαρτύριό τους γιὰ τὸν Χριστό. «Ὁρίστε, νὰ ἡ αἰώνιος ζωή, ἀφοῦ πέθαναν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ εἶναι ζωντανοί, τί ἄλλο θέλουμε; Ἡ πίστη μας εἶναι ζωντανὴ καὶ μοναδική». Ἐπίσης ἔλεγε σὲ ὅσους ρωτοῦσαν γιὰ τὰ ἡμερολόγια πὼς «δὲν μᾶς σώζουν τὰ ἡμερολόγια ἀλλὰ ἡ Πίστη καὶ τὰ ἔργα μας». Γιὰ τὸ θέμα τὸν ταυτοτήτων εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀναγράφεται στὶς ταυτότητες ἡ ὁμολογία “Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος”».

 Χριστιανά τὰ τέλη

 .            Ἡ κοίμησή του συνέβη στὶς 4 Αὐγούστου τοῦ 2009 στὸ Νεοχώρι, ποὺ ἦταν καὶ ὁ τελευταῖος σταθμὸς τῆς ἱερατικῆς του διακονίας. Στὸ κρεβάτι πλέον, γιὰ πολὺ καιρὸ ἀποδυναμωμένος, περίμενε νὰ τὸν καλέσει ὁ Κύριος, ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ μὲ τόσο ζῆλο ὑπηρέτησε, τηρώντας τὸν νόμο του, ποὺ συγκεφαλαιώνεται στὶς δύο ἐντολές, νὰ ἀγαπήσεις τὸν Θεό σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτό σου. Πηγαίναμε γιὰ πολλοὺς μῆνες καὶ τὸν κοινωνούσαμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Πάντα περίμενε μὲ εὐλάβεια καὶ ὅσο τὸν κρατοῦσαν τὰ πόδια του, σηκωνότανε ὄρθιος μόνος του. Ἔπειτα προσπαθοῦσε νὰ εἶναι ὄρθιος μὲ τὴν βοήθεια τῶν παιδιῶν του, ἢ κάποιων ἀνθρώπων ποὺ τύχαινε νὰ εἶναι στὴν οἰκία του. Ὅταν πλέον τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις του, περίμενε στὸ κρεβάτι, ὅπου βίωνε μὲ ἰώβεια ὑπομονὴ τοὺς τελευταίους πόνους καὶ ἐμεῖς δὲν ἀντέχαμε νὰ τὸν βλέπουμε νὰ δοκιμάζεται.
.            Κάποτε ἀνεβήκαμε μαζὶ μὲ τὴν πρεσβυτέρα μου Πηνελόπη νὰ πάρουμε τὴν εὐχή του, συναισθανόμενοι ὅτι ὁ Γέροντας ἑτοιμάζεται νὰ ἀφήσει τὰ ἐπίγεια. Ἀφοῦ τὸν ἀσπασθήκαμε γιὰ τελευταία φορὰ ἐν ζωῇ, φύγαμε ἀπὸ τὴν οἰκία του. Κοντά του ἦταν ἡ πρεσβυτέρα του Πολυξένη, ποὺ τοῦ ἔκανε πολὺ μεγάλη ὑπακοὴ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, τὰ παιδιά του, ἡ Θεοδώρα, ὁ Χρῆστος καὶ ἡ νύφη του Ἀναστασία. Δὲν πρόλαβε νὰ περάσει μία ὥρα καὶ μᾶς ἐνημέρωσαν τὰ παιδιά του γιὰ τὴν κοίμησή του, τὴν ὁποία βίωσαν ὡς μετάσταση. Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα κατέφτασαν ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς μας, γιὰ νὰ ἑτοιμάσουν τὸ σκήνωμά του, νὰ τὸ ντύσουν τὰ ἱερὰ ἄμφια, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Σταυρός του, κατὰ παράδοξο τρόπο, παρατηρήσαμε πὼς εὐωδίαζε. Πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ τὸν γνώρισαν καὶ ἔμαθαν γιὰ τὴν κοίμησή του, ἄρχισαν πολὺ νωρὶς νὰ ἔρχονται, γιὰ νὰ πάρουν γιὰ τελευταία φορὰ τὴν εὐχή του. Τὸ σκήνωμά του παρέμεινε ζεστὸ ἕως καὶ τὴν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του. Τὴν ἑπομένη ἔφτασε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Μακάριος, πρωτοστάτησε καὶ ἐκφώνησε τὸν ἐπικήδειο λόγο γιὰ τὸν Γέροντα. Ψάλαμε ὅλοι μαζὶ τὴν νεκρώσιμο ἀκολουθία εἰς ἱερέα, οἱ ἱερεῖς σήκωσαν τὸ σεπτό του σκήνωμα καὶ ἡ πομπὴ ὅδευε στὴν τελευταία κατοικία τοῦ λειψάνου του. Ἐνταφιάστηκε πίσω ἀπὸ τὸν Ναὸ τῶν Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καὶ Εἰρήνης, στὸν τόπο ποὺ ὑπέδειξε καὶ ἑτοίμασε ὁ ἴδιος δύο χρόνια πρίν. Ζήτησε νὰ μοιραστεῖ τὸ βιβλίο «Κατάθεση μαρτυρίας», ποὺ ἔγραψε ὁ ἴδιος καὶ φρόντισε νὰ ἐκδοθεῖ μὲ δικά του ἔξοδα, εὐλογία τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας του πρὸς δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

.                 Ἡμέρα ἡλιόλουστη, 4 τοῦ Αὐγούστου, ὥρα δώδεκα τὸ μεσημέρι, ζέστη πολύ, ὅμως μαζὶ μὲ τὴν συγκίνηση καὶ τὸν θρῆνο ὅλων μας, ἦρθε νὰ θρηνήσει καὶ ἡ φύση, ὅπως διαβάζουμε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Ἀμέσως μαζεύτηκαν σύννεφα καὶ ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει γιὰ λίγο, μὲ διάκριση ἔκλαψε γιὰ λίγο ὁ οὐρανός, φόρεσε τὰ πένθιμα ἡ φύση, καὶ ἔπειτα γιὰ τὸν λόγο, ὅτι παραδίδαμε δίκαιο στὴ γῆ, ἦρθε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου γιὰ νὰ μὴν χαλάσει ἡ τελευταία ἀκολουθία τοῦ κόσμου μὲ τὸν Γέροντα τῆς Ἀγάπης.
.           Ὁ Γέροντας ἀνέβηκε γιὰ τοὺς οὐρανοὺς κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ στοὺς πολυαγαπημένους του ἁγίους. Θὰ φύγω, ἔλεγε, ἀλλὰ θὰ σᾶς βλέπω. Ὁ π. Εὐσέβιος Βίττης εἶπε σὲ πνευματικοπαίδι του: «παιδί μου, ἂν εἶδες τὸν πάπα-Γιάννη τοῦ Νεοχωρίου, εἶδες Ἅγιο».

Γεώργιος Ι. Τραπεζανλίδης
Πρωτοπρεσβύτερος

πηγή

μεταφορά απο..

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 02, 2012

Γέροντας Τύχων, η αγνή ψυχή των δασών


πηγή



Από το βιβλίο «ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ» του ΓέροντοςΠαϊσίου Αγιορείτου


ΓΕΝΝΗΣΗ - ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ: ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

O Παπα - Τυχών γεννήθηκε στη Ρωσία, στη Νόβια Μιχαλόσκα το 1884. Οι γονείς του, ο Παύλος και ή Ελένη, ήταν ευλαβείς άνθρωποι, και επόμενο ήταν και ο καρπός τους, ο Τιμόθεος κατά κόσμον, να έχη κληρονομική την ευλάβεια και την αγάπη προς τον Θεό και να θέλη να αφιερωθή στον Θεό από μικρό παιδί.
Έβλεπαν οι γονείς τον μεγάλο θείο ζήλο του παιδιού τους, αλλά δίσταζαν να του δώσουν την ευχή τους να πάη σε Μοναστήρι, επειδή το έβλεπαν εύσωμο και με ζωηρή φύση. Ήθελαν να ωρίμαση και στην σκέψη και μετά να αποφασίση μόνος του ο Τιμόθεος. Του έδωσαν όμως ευλογία να επισκέπτεται τις Μονές το διάστημα των τριών ετών, από δέκα επτά μέχρι είκοσι χρονών. Τότε έκανε τα μεγάλα και ατέλειωτα προσκυνήματα στα Μοναστήρια της Ρωσίας και πέρασε περίπου από διακόσιες Μονές. Στα Μοναστήρια πού πήγαινε, παρόλο πού ήταν κατάκοπος και εξαντλημένος από την οδοιπορία του, απέφευγε με τρόπο την φιλοξενία, για να ασκείται ο ίδιος και να μην επιβαρύνη τους άλλους.
Σε μια επαρχία όμως είχε ταλαιπωρηθή πολύ, γιατί οι κάτοικοι εκεί έτρωγαν ψωμί από βρίζα (σίκαλη). Επειδή δε ο Τιμόθεος δεν έτρωγε τίποτε άλλο εκτός από ψωμί, και το ψωμί της σίκαλης έχει συνήθως μια άσχημη μυρωδιά και είναι σαν λάσπη, δεν μπορούσε να το φάη. Γι' αυτό είχε εξαντληθή ο νέος. Πηγαίνει λοιπόν στον φούρναρη, από τον όποιο είχε ζητήσει και άλλη φορά, να τον ξαναπαρακαλέση για λίγο άσπρο ψωμί, επειδή νόμιζε ότι θα έχη για τον εαυτό του καλό ψωμί. Εκείνος όμως, μόλις είδε τον Τιμόθεο από μακριά ακόμη, του είπε να φυγή.
Λυπημένος και εξαντλημένος όπως ήταν ο νέος, έπιασε μια άκρη και με όλη την παιδική του απλότητα έκανε προσευχή στην Παναγία: «Παναγία μου, θέλω να με βοηθήσης, γιατί θα πεθάνω στο δρόμο, πρίν να γίνω Καλόγηρος, δεν μπορώ να το φάω αυτό το ψωμί». Δεν πρόλαβε να τελείωση την προσευχή του, και ξαφνικά του παρουσιάζεται μια Κόρη με λαμπερό πρόσωπο, του δίνει μια φραντζόλα άσπρο ψωμί και αμέσως εξαφανίζεται! Εκείνη την στιγμή τόχασε ο Τιμόθεος. Δεν μπορούσε να το εξηγήση αυτό το γεγονός! Του περνούσαν διάφοροι λογισμοί. Ένας λογισμός ήταν μήπως τον ακούσε η κόρη του φούρναρη και τον λυπήθηκε και είπε στον πατέρα της να του δώση λίγο καλό ψωμί. Σηκώνεται πάλι ο νέος και πηγαίνει να τον ευχαρίστηση. Άλλα ο φούρναρης νόμιζε πώς τον κορόιδευε ο Τιμόθεος, και τον έβρισε θυμωμένος.
- Άντε, φύγε από εδώ! ούτε γυναίκα έχω ούτε κόρη. Αφού έφαγε μετά από το ευλογημένο εκείνο ψωμί ο Τιμόθεος και δυνάμωσε και πνευματικά, συνέχισε το προσκύνημα του και στα επίλοιπα Μοναστήρια, άλλ' όμως το ανεξήγητο εκείνο γεγονός συνέχεια τριγύριζε στο νου του. Πέρασε αρκετό διάστημα με την απορία αυτή, αλλά αργότερα, όταν του έδωσε ένας Μοναχός ένα βιβλίο με τις θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας της Ρωσίας, και είδε την Παναγία του Κρεμλίνου, σκίρτησε η καρδιά του από ευλάβεια, τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης, και είπε: «Αυτή η Παναγία μου έδωσε το άσπρο ψωμί!» Από τότε πια την Παναγία την ένιωθε πιο κοντά, όπως το παιδί την μάνα του.


Μετά, λοιπόν, από τα Μοναστήρια της Πατρίδος του, έκανε προσκύνημα στο Θεοβάδιστον Όρος του Σινά, όπου παρέμεινε δύο μήνες, και από εκεί στους Αγίους Τόπους, όπου και ασκήτεψε ένα χρονικό διάστημα, πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό. Ενώ τον βοηθούσε ο Άγιος Τόπος, ησυχία όμως δεν έβρισκε από το ανήσυχο κοσμικό πνεύμα της εποχής μας, που κατέστρεψε, δυστυχώς, με τον δήθεν πολιτισμό της και τα άγια ακόμη ερημικά μέρη, που γαληνεύουν και αγιάζουν τις ψυχές. Γι' αυτό αναγκάστηκε να φυγή για το Άγιον Όρος.
Ό πειρασμός όμως, βλέποντας με την πολυχρόνιο πείρα του ότι ο ευλαβής αυτός νέος πολύ θα προχώρηση στην πνευματική ζωή και πολλές ψυχές θα βοηθήση για να σωθούν, βάλθηκε να τον αχρηστέψη. Ενώ είχε επιστρέψει από την έρημο του Ιορδανού στην Ιερουσαλήμ, για να ετοιμασθή και να προσκύνηση για τελευταία φορά τον Πανάγιο Τάφο και να αποχαιρετήση και τους γνωστούς του, χρησιμοποίησε ο πονηρός για όργανά του δύο αθεόφοβες γυναίκες, πατριώτισσες του, οι όποιες τον κάλεσαν στο σπίτι, όπου έμειναν, για να του δώσουν δήθεν ονόματα να μνημόνευση στο Άγιον Όρος. Ό απονήρευτος Τιμόθεος, πού είχε όλο καλούς λογισμούς, το πίστεψε και πήγε. Άλλα, όταν τον έκλεισαν μέσα στο σπίτι και όρμησαν επάνω του με ανήθικες διαθέσεις, ταχασε! Κοκκίνησε και δίνει μια σπρωξιά σ' αυτές και άλλη μια στην πόρτα και ξέφυγε από τα νύχια των γερακιών, σαν νέος Ιωσήφ, και φυλάχτηκε αγνός.
Ήρθε μετά, όπως ήταν αγνό λουλούδι, και φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας και πρόκοψε και ευωδίασε με τις αρετές του, όπως θα ιδούμε πιο κάτω.
 
Η Παναγία ως Ηγουμένη του Αγίου Όρους (από εδώ)

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η πρώτη του μετάνοια ήταν το Κελλί του Μπουραζέρι, όπου και παρέμεινε πέντε χρόνια. Επειδή σ' αυτό δεν εύρισκε ησυχία από τους πολλούς προσκυνητάς, Ρώσους, πήρε ευλογία και πήγε στα Καρούλια και εκεί ασκήτεψε δεκαπέντε χρόνια. Όλο το διάστημα στα Καρούλια περνούσε με σκληρούς αγώνες. Το εργόχειρο του ήταν οι μεγάλες και οι μικρές μετάνοιες μαζί με την ευχή και την μελέτη. Δανειζόταν βιβλία από τις Μονές, άπ' όπου έπαιρνε και ευλογία, παξιμάδι, από τα περισσεύματα των κλασμάτων, για την οποία έκανε κομποσχοίνι. Έτσι φιλότιμα αγωνιζόταν, για να γίνη και εσωτερικά Άγγελος και όχι μόνο εξωτερικά με το Αγγελικό Σχήμα.
Μετά από τα Καρούλια ήρθε στην άκρη της Καψάλας (πάνω από την Καλιάγρα), σ' ένα Κελλί Σταυρονικητιανό, και γηροκόμησε έναν Γέροντα. Αφού πέθανε το Γεροντάκι, και πήρε την ευχή του, έμεινε μόνος του στην Καλύβη. Από τότε όχι μόνο δεν αμέλησε τους πνευματικούς του αγώνες, αλλά τους αύξησε, και επόμενο ήταν να δεχθή πλούσια την Χάρη του Θεού, αφού αγωνιζόταν φιλότιμα και με πολλή ταπείνωση.


Η Θεία Χάρις πια τον φανέρωνε στους ανθρώπους, κι έτρεχαν πολλοί πονεμένοι άνθρωποι, για να τον συμβουλευθούν και να παρηγορηθούν από την πολλή του αγάπη. Άλλοι τον παρακαλούσαν να ιερωθή [=να γίνει παπάς], για να βοηθάη πιο θετικά με το Μυστήριο της θείαςΕξομολογήσεως, αφού θα έδινε και την άφεση των αμαρτιών. Αυτή την ανάγκη, να βοηθηθούν οι άλλοι, την διεπίστωσε και ο ίδιος και δέχτηκε να χειροτονηθή.

ΠΩΣ ΜΕΝΕΙΣ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ;

Στο Κελλί του όμως Ναός δεν υπήρχε, ενώ ήταν πια απαραίτητος, ούτε και χρήματα είχε, αλλά είχε μεγάλη πίστη στον Θεό. Έκανε λοιπόν προσευχή και ξεκίνησε για τις Καρυές με την εμπιστοσύνη στον Θεό ότι θα του οικονομούσε τα χρήματα, πού θα χρειαζόταν για τον Ναό. Πριν φθάση ακόμη στις Καρυές, τον είδε από μακριά τον Παπα - Τύχωνα ο Δικαίος του Προφήτη Ηλία (Ρωσικού) και τον φώναξε. Όταν πλησίασε κοντά, του είπε:
- Κάποιος καλός Χριστιανός από την Αμερική μου έστειλε μερικά δολάρια, να τα δώσω σ' εκείνον πού δεν έχει Ναό, για να κτίση. Εσύ δεν έχεις Ναό, πάρ' τα και φτιάξε.
Δάκρυσε ο Γέροντας από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στον Θεό, ευχαρίστησε και τον Δίκαιο και είπε το «Θεός συγχωρέσοι» για τον άνθρωπο του Θεού πού του έστειλε την ευλογία. Ό Καλός Θεός, σαν καρδιογνώστης, είχε φροντίσει για τον Ναό του, πριν ακόμη Τον παρακάλεση ο Γέροντας, για να του έχη έτοιμα τα χρήματα, την ώρα πού θα Του τα ζητούσε. Επόμενο ήταν να τον ακούση ο Θεός, αφού ο Γέροντας από μικρό παιδί άκουγε και τηρούσε τις θείες εντολές του Θεού και δεχόταν ουράνιες ευλογίες.
Στην συνέχεια βρίσκει δύο Μοναχούς τεχνίτες, για να λένε και την ευχή την ώρα πού θα εργάζωνται. Όταν, λοιπόν, τελείωσε ο Ναός, τον αφιέρωσε στον Τίμιο Σταυρό, γιατί τον είχε σε ευλάβεια, αλλά και για να αποφεύγη τα Πανηγύρια με τον φυσιολογικό αυτόν τρόπο, επειδή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού νηστεύουν, και η ημέρα είναι πένθιμη. Ό Γέροντας δεν αναπαυόταν στα Πανηγύρια, γιατί δημιουργούν ανησυχία και περισπασμό, ενώ αυτός πανηγύριζε κάθε μέρα πνευματικά με το ήσυχο Σταυροαναστάσιμο τυπικό του, με την πολλή του άσκηση και με την καθόλου σχεδόν ανθρώπινη παρηγοριά μέσα στο λάκκο της Καλιάγρας, όπου έβλεπε ουρανό και ζούσε παραδεισένιες χαρές μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους. Όταν τον ρωτούσε κανείς «μόνος σου μένεις εδώ στην ερημιά», απαντούσε ο Γέροντας:
- Όχι, εγώ μένω μαζί με τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους, με τους Αγίους Πάντες, με την Παναγία και με τον Χριστό.
 

Πράγματι την ένιωθε την παρουσία των Αγίων και την βοήθεια του φύλακα Αγγέλου του. Μια μέρα πού τον είχα επισκεφθη, ενώ ανέβαινε τα σκαλάκια, έπεσε ανάποδα και σφηνώθηκε στην πόρτα, γιατί φορούσε πολλά καπιά, και δυσκολεύτηκα να τον σηκώσω. Όταν τον ρώτησα μετά «τι θα έκανες, Γέροντα, μόνος σου, εάν δεν ήμουν εδώ», με κοίταξε παράξενα και μου απήντησε με βεβαιότητα:
- Ο φύλακας μου Άγγελος θα με σήκωνε.
Ενώ βρισκόταν σε έρημο τόπο, μόνος του, και το Κελλί του δεν είχε σχεδόν τίποτα, για να έχη όμως τον Χριστό μέσα του, δεν του χρειαζόταν τίποτα, γιατί όπου Χριστός εκεί Παράδεισος, και για τον Παπα - Τύχωνα το Περιβόλι της Παναγίας ήταν επίγειος Παράδεισος.

ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΠΟΛΗ, ΑΛΛΑ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΚΑΣΤΑΝΙΕΣ

Είχε χρόνια αρκετά να βγη στον κόσμο, αλλά χωρίς να το θέλη, τον ανάγκασαν κάποτε, που είχε γίνει πυρκαϊά στην Καψάλα, μαζί με άλλους Πατέρες να πάη κι αυτός ως μάρτυρας στην Θεσσαλονίκη. Όταν επέστρεψε στο Άγιον Όρος ο Γέροντας, τον ρωτούσαν οι Πατέρες:
- Πώς είδες την πόλη και τον κόσμο μετά από τόσα χρόνια πού είχες να ιδής τον κόσμο;
Ό Γέροντας απήντησε:
- Εγώ δεν είδα πολιτεία με ανθρώπους, αλλά δάσος με καστανιές.
Έφθασε σ' αυτή την πνευματική αγία κατάσταση ο Γέροντας, γιατί αγάπησε πολύ τον Χριστό, την ταπείνωση και την φτώχεια. Μέσα στο κελλί του Γέροντα δεν έβλεπες ούτε ένα πράγμα της προκοπής, που να εξυπηρετή άνθρωπο. Από αυτά πού είχε μέσα στο κελλί του έβρισκε κανείς όσα ήθελε πεταγμένα άπ' έξω, στο λάκκο. Άλλα για τους πνευματικούς ανθρώπους, ό,τι παλιό και εάν είχε ο Παπα - Τυχών, είχε μεγάλη αξία, γιατί ήταν αγιασμένο. Ακόμη και τα κουρέλια του τα έβλεπαν με ευλάβεια και τα έπαιρναν για ευλογία. Ο,τι επίσης παλιό φορούσε ή ασουλούπωτο, δεν φαινόταν άσχημο, γιατί ομόρφαινε και αυτό από την εσωτερική ομορφιά της ψυχής του. Για σκουφιά έραβε μόνος του με την σακοράφα κομμάτια ράσου, σαν σακούλες, και τα φορούσε, αλλά σκορπούσαν περισσότερη χάρη από τις πολύτιμες μίτρες τις δεσποτικές (όταν, φυσικά, δεν υπάρχη στην καρδιά του Μητροπολίτου «ο Πολύτιμος Μαργαρίτης»).
Κάποτε τον φωτογράφισε ένας επισκέπτης, όπως ήταν με την σακούλα για σκουφί και με μια πιτζάμα που του είχε ρίξει στις πλάτες του, γιατί είδε τον Γέροντα να κρυώνη. Και τώρα, όσοι βλέπουν στην φωτογραφία τον Παπα - Τύχωνα, νομίζουν ότι φορούσε δεσποτικό μανδύα, ενώ ήταν μια παλιά παρδαλή πιτζάμα.
Πολύ αναπαυόταν στα φτωχά και ταπεινά πράγματα και πολύ αγαπούσε την άκτημοσύνη, η οποία και τον ελευθέρωσε και του έδωσε τα πνευματικά φτερά, και έτσι με φτερουγισμένη ψυχή αγωνιζόταν πολύ, χωρίς να αισθάνεται τον σωματικό κόπο, όπως το παιδάκι δεν νιώθει κούραση, όταν κάνη τα θελήματα του πατέρα του, αλλά νιώθει την αγάπη και την στοργή με τα χάδια. Φυσικά, αυτά δεν συγκρίνονται με τα θεϊκά χάδια της Χάριτος ούτε κατά διάνοια.

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ

Όπως ανέφερα, το εργόχειρο του ήταν οι πνευματικοί αγώνες: νηστεία, αγρυπνία, ευχή, μετάνοιες κ.α. όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλες τις ψυχές του κόσμου (ζωντανούς και πεθαμένους). Όταν πια είχε γεράσει και δεν μπορούσε να σηκωθή, όταν έπεφτε κάτω με τις στρωτές μετάνοιες, έδεσε ένα χονδρό σχοινί ψηλά και τραβιόταν για να σηκωθή. Έτσι, πάλι έκανε μετάνοιες και προσκυνούσε τον Θεό με ευλάβεια. Αυτό το τυπικό τηρούσε μέχρι πού έπεσε πια στο κρεβάτι, όπου ξεκουράστηκε για είκοσι μέρες, και μετά έφυγε για την αληθινή αιώνια ζωή, όπου και ξεκουράζεται πια αιώνια κοντά στον Χριστό.
Το ίδιο επίσης τυπικό της ξηροφαγίας, πού είχε από νέος, τηρούσε και στην συνέχεια μέχρι τα γεράματα του. Την μαγειρική την θεωρούσε και για σπατάλη χρόνου, εκτός πού δεν ταιριάζουν στην Καλογερική τα καλομαγειρευμένα φαγητά. Φυσικά, μετά από τόση άσκηση και τέτοια πνευματική κατάσταση δεν του έκανε καμιά αίσθηση η καλή τροφή, Αφού κατοικούσε μέσα του ο Χριστός, πού τον γλύκαινε και τον έτρεφε παραδεισένια.
Στις συζητήσεις του πάντα ανέφερε για τον γλυκό Παράδεισο, και από τα μάτια του κυλούσαν τα γλυκά δάκρυα, και δεν του έκανε καρδιά να ασχολήται με μάταια πράγματα, όταν τον ρωτούσαν κοσμικοί άνθρωποι.
Τα ελάχιστα πράγματα που του χρειάζονταν, για να συντηρηθή, τα οικονομούσε από το λίγο εργόχειρο που έκανε' αγιογραφούσε έναν Επιτάφιο κάθε χρόνο και τον έδινε πεντακόσιες ή εξακόσιες δραχμές και μ' αυτά τα χρήματα περνούσε ολόκληρη την χρονιά του.
Όπως ανέφερα, ήταν πολύ λιτοδίαιτος και ολιγαρκής, αφού ένα Άποστολιάτικο σύκο το έκοβε στα δύο και το έτρωγε δύο φορές. Μου έλεγε: «Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό είναι πολύ μεγάλο!» - ενώ εγώ, για να χορτάσω, έπρεπε να φάω ένα κιλό.


Κάθε Χριστούγεννα ο Γέροντας θα οικονομούσε μια ρέγκα, για να πέραση όλες τις χαρμόσυνες ήμερες του Δωδεκαημέρου με κατάλυση ιχθύος. Την δε ραχοκοκαλιά της ρέγκας δεν την πετούσε, αλλά την κρεμούσε με μια κλωστή και, όποτε ήταν καμιά Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή και είχε κατάλυση ιχθύος, έβραζε λίγο νερό σ' ένα κονσερβοκούτι, βουτούσε την ραχοκοκαλιά δυο -τρεις φορές στο νερό, για να πάρη λίγη μυρωδιά, και μετά έριχνε λίγο ρύζι. Έτσι έκανε κατάλυση και κατηγορούσε και τον εαυτό του ότι τρώει και ψαρόσουπες στην έρημο! Την ραχοκοκαλιά αυτή την κρεμούσε πάλι στο καρφί και για άλλη κατάλυση, μέχρι που άσπριζε πια και τότε την πετούσε.
Όταν έβλεπε τους ανθρώπους να του συμπεριφέρονται με ευλάβεια, αυτό τον στενοχωρούσε και τους έλεγε:
- Εγώ δεν είμαι ασκητής, αλλά ψεύτης ασκητής.
Μόνο στα τελευταία του πια δέχθηκε λίγη περιποίηση από τους ανθρώπους πού τον αγαπούσαν ιδιαίτερα, για να μη τους λύπηση.
 
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ & Ο ΛΗΣΤΗΣ

Όταν του έδινε κανείς ευλογία από τρόφιμα, την κρατούσε και μετά την έστελνε σε Γεροντάκια στην Καψάλα. Εάν του έστελναν χρήματα, τα έδινε σ' έναν ευλαβή μπακάλη, για να αγοράζη ψωμιά και να τα μοιράζη στους φτωχούς.
Κάποτε του είχε στείλει κάποιος από την Αμερική μια επιταγή. Την ώρα όμως πού την έπαιρνε ο Γέροντας από το Ταχυδρομείο, τον είδε ένας κοσμικός και νικήθηκε από τον πειρασμό της φιλαργυρίας. Πήγε λοιπόν την νύχτα στο Κελλί του Γέροντα, για να τον ληστέψη, με τον λογισμό ότι θα εύρισκε και άλλα χρήματα, χωρίς να ξέρη ότι και εκείνα που είχε πάρει ο Γέροντας τα είχε δώσει την ίδια ώρα στον κυρ - Θόδωρο, για να πάρη ψωμιά για τους φτωχούς. Αφού τον βασάνισε αρκετά τον Γέροντα - τον έσφιγγε με ένα σχοινί στον λαιμό του - διεπίστωσε ότι πράγματι δεν είχε χρήματα και ξεκίνησε να φυγή. Ό Παπα - Τυχών του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου. 
Ο κακοποιός αυτός άνθρωπος πήγε και σε άλλον Γέροντα με τον ίδιο σκοπό, αλλά εκεί τον έπιασε ή Αστυνομία, και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και στον Παπα - Τύχωνα. Ό Αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και ζήτησε τον Γέροντα για ανάκριση, επειδή θα γινόταν η δίκη του κλέφτη. Ό Γέροντας στενοχωρέθηκε γι' αυτό και έλεγε στον χωροφύλακα:
- Παιδί μου, εγώ τον συγχώρεσα με όλη την καρδιά μου τον κλέφτη.
Εκείνος όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του Γέροντα, γιατί εκτελούσε ανώτερη διαταγή, και τον τραβούσε και του έλεγε: - Άντε, γρήγορα, Γέροντα! εδώ δεν έχει συγχώρεση και «ευλόγησαν».
Τελικά τον λυπήθηκε ο Διοικητής και τον άφησε από την Ιερισσό να γυρίση στο Κελλί του, επειδή έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ότι θα γίνη και αυτός αιτία να τιμωρηθή ο κλέφτης.
Όταν το θυμόταν αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέση στο μυαλό του και μου έλεγε:
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν. Δεν έχουν το «εύλόγησον», «Θεός συγχωρέσοι» - ενώ ο Γέροντας την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον», όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «ο Κύριος να σε ευλόγηση». 

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
- Εγώ τώρα κεράσματα.
Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα - Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. 
Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ· ευλογείτε!» και περίμενε να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.


Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:
- Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.
Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:
-Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω' πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής καλά.
Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Η προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.

ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ

Κάποτε τον είχε επισκεφθή ο Πατήρ Άγαθάγγελος ο Ίβηρίτης, ως Διάκος. Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ό Παπα - Τυχών προεΐδε τον κίνδυνο, πού θα διέτρεχε ο Διάκος, και ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και ευλογούσε συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να εύλογη ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να μπή στο κελλί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια, σαν τον Μωυσή, προσευχόταν και ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζε ξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών, πού περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξη, αλλά οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον κυνηγό από την φυλακή. Γι' αυτό μου έλεγε πάντα ο Γέροντας:
-Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία περπατούν, και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι...
Ακόμη και για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, πού θα τον βοηθούσε και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωΐ με το φώτισμα. Την ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέη το Κύριε, ελέησαν, για να νιώθη τελείως μόνος του και να κινήται άνετα στην προσευχή του. Όταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα -Τυχών ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης θα έπρεπε να επαναλάβη πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούση τις περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο. "Όταν τον ρωτούσα μετά στο τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:
-Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό.
Έλεγε επίσης στην συνέχεια:
- Έμενα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακας μου Άγγελος και τότε συνεχίζω την Θεία Λειτουργία.
Κάποτε, τον είχε επισκεφθή ο π. Θεόκλητος ο Διονυσιάτης. Επειδή η πόρτα του Παπα - Τύχωνα ήταν κλειστή, και από τον Ναό ακούγονταν γλυκιές ψαλμωδίες, δεν θέλησε να ενόχληση με το χτύπημα της πόρτας, αλλά περίμενε να τελειώσουν, γιατί νόμιζε ότι βρίσκονται στο «Κοινωνικό». Σε λίγο βγαίνει ο Παπα - Τυχών και ανοίγει την πόρτα. Όταν μπήκε ο π. Θεόκλητος, δεν βρήκε κανέναν άλλον εκτός από τον Παπα - Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ότι οι ψαλμωδίες εκείνες ήταν Αγγελικές.
Στα γεράματα του πια, επειδή έτρεμαν τα πόδια του, έρχονταν συνήθως και λειτουργούσαν ο Παπα - Μάξιμος και ο Παπα - Αγαθάγγελος, οι Ιβηρίτες, πού ήταν πιο κοντά, και του άφηναν και Άγιον Άρτο, γιατί κοινωνούσε κάθε μέρα. Φυσικά, ήταν προετοιμασμένος κάθε μέρα με την αγία του ζωή.
Για τον Παπα - Τύχωνα όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου ήταν Διακαινήσιμες, και ζούσε πάντα την Πασχαλινή χαρά. Συνέχεια άκουγε κανείς από το στόμα του το Δόξα σοι ο Θεός, Δόξα σοι ο Θεός. Αυτό συνιστούσε και σε όλους: να λέμε το Δόξα σοι ο Θεός, όχι μόνο όταν περνάμε καλά, αλλά και όταν περνάμε δοκιμασίες, γιατί και τις δοκιμασίες τις επιτρέπει ο Θεός για φάρμακα της ψυχής.
Πολύ πονούσε για τις ψυχές που υπέφεραν στο άθεο καθεστώς της Ρωσίας. Μου έλεγε με δακρυσμένα μάτια:
-Παιδί μου, η Ρωσία έχει ακόμη κανόνα από τον Θεό
· θα πέραση όμως.

Ο ΤΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΛΛΙ

Για τον εαυτό του ό Γέροντας δεν νοιαζόταν καθόλου ούτε και φοβόταν, γιατί είχε πολύ φόβο Θεού (θεία συστολή) και ευλάβεια. Επειδή αγωνιζόταν και με πολλή ταπείνωση, δεν διέτρεχε ούτε τον πνευματικό κίνδυνο της πτώσεως. Επομένως, πώς να φοβηθή και τι να φοβηθή; Τους δαίμονες, πού τρέμουν από τον ταπεινό άνθρωπο, ή τον θάνατο, πού συνέχεια τον μελετούσε και ετοιμαζόταν χαρούμενος γι' αυτόν; Μάλιστα, είχε ανοίξει και τον τάφο του μόνος του, για να είναι έτοιμος, και έμπηξε και τον Σταυρό, πού και αυτόν τον είχε κάνει ο ίδιος, και έγραψε τα εξής, αφού είχε προαισθανθή τον θάνατο του: «Αμαρτωλός Τυχών, Ιερομόναχος, 60 χρόνια στο Άγιον Όρος. Δόξα σοι ο Θεός».
Πάντα με το Δόξα σοι ο Θεός θα άρχιζε και με το Δόξα σοι ο Θεός θα τελείωνε ο Γέροντας. Είχε συμφιλιωθή πια με τον Θεό, γι' αυτό χρησιμοποιούσε περισσότερο το Δόξα σοι ο Θεός παρά το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Κινείτο, όπως είδαμε, στον θείο χώρο, αφού λάμβανε μέρος και στην ουράνια δοξολογία με τους Αγίους Αγγέλους την ώρα της Θείας Λειτουργίας.
Επειδή είχε ανάψει πια η φλόγα του θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του, γι' αυτό και δεν τον συγκινούσαν τα μάταια πράγματα, όπως ανέφερα. Το κελλί του ήταν και αυτό μικρό. Είχε ένα τραπεζάκι πού ακουμπούσε εικόνες, καθώς και το ακοίμητο κανδήλι και το θυμιατήρι. Δίπλα είχε το Αγγελικό του Σχήμα και το τριμμένο του ράσο. Από την άλλη πλευρά του τοίχου είχε τον Εσταυρωμένο και σε μια άκρη είχε τρεις σανίδες για κρεβάτι με μια κουρελιασμένη κουβέρτα απλωμένη για στρώμα. Για σκέπασμα είχε ένα παλιό πάπλωμα με τα βαμβάκια άπ' έξω, από το όποιο έπαιρναν και τα ποντίκια βαμβάκι, για να κάνουν τις φωλιές τους. Επάνω στο δήθεν μαξιλάρι του είχε το Ευαγγέλιο και ένα βιβλίο με ομιλίες του Αγίου Χρυσοστόμου. Το δε πάτωμα του κελλιού του ήταν μεν από σανίδες, αλλά φαινόταν σαν σουβαντισμένο, επειδή δεν σκούπιζε ποτέ, και οι λάσπες, πού έμπαιναν από έξω, με τα γένια και τα μαλλιά, πού έπεφταν κάτω χρόνια ολόκληρα, είχαν σχηματίσει κανονικό σουβά.
Ο Παπα - Τυχών δεν έδινε καμιά σημασία στο καθάρισμα του κελλιού του αλλά στο καθάρισμα της ψυχής του, γι' αυτό και κατόρθωσε να γίνη δοχείο της Χάριτος του Θεού. Συνέχεια έπλενε την ψυχή του με τα πολλά του δάκρυα και χρησιμοποιούσε χονδρά προσόψια, επειδή τα συνηθισμένα μανδήλια δεν τον εξυπηρετούσαν.

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Είχε φθάσει σε μεγάλη κατάσταση πνευματική ο Γέροντας! Η ψυχή του είχε γίνει πολύ ευαίσθητη, αλλά, για να βρίσκεται ο νους του συνέχεια στον Θεό, είχε φθάσει και σε αναισθησία σωματική, Αφού δεν αισθανόταν πια καμιά ενόχληση από τις μύγες, τα κουνούπια και τους ψύλλους, που είχε χιλιάδες. Το κορμί του ήταν κατατρυπημένο και τα ρούχα του γεμάτα από κόκκινα στίγματα. Μου λέει ο λογισμός μου ότι και με τις σύριγγες να του τραβούσαν το αίμα του τα ζουζούνια, πάλι δεν θα το αισθανόταν. Μέσα στο κελλί του κυκλοφορούσαν όλα ελεύθερα, από ζουζούνια μέχρι ποντίκια.
Κάποτε του είπε ένας Μοναχός, επειδή έβλεπε τα ποντίκια να χοροπηδούν:
-Γέροντα, θέλεις να σου φέρω μια γάτα; Εκείνος απήντησε:
- Όχι, παιδί μου. Εγώ έχω μια γάτα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την γάτα. Έρχεται εδώ, την ταΐζω, την χαϊδεύω, και μετά πηγαίνει στην καλύβα της κάτω στο λάκκο και ησυχάζει.
Ήταν μια αλεπού, η οποία επισκεπτόταν τον Γέροντα τακτικά, σαν καλός γείτονας.
Είχε επίσης και μία αγριόχοιρο, πού γεννούσε κάθε χρόνο κοντά στο φράχτη του κήπου του, για να την προστατεύη ο Γέροντας. Όταν έβλεπε κυνηγούς να περνούν από την περιοχή του, τους έλεγε ο Παπα - Τυχών:
- Παιδιά μου, εδώ δεν υπάρχουν μεγάλα γουρούνια.
Φύγετε.
Οι κυνηγοί νόμιζαν ότι δεν υπάρχουν αγριόχοιροι στην περιοχή του και έφευγαν.


Ο άγιος Γέροντας σαν καλός πατέρας τους μεν ανθρώπους έτρεφε πνευματικά, τα δε μεγάλα άγρια ζώα τα ταΐζε από την λίγη τροφή πού είχε και τα χόρταινε περισσότερο από την πολλή του αγάπη, και τα μικρά ζουζούνια τ' αφήνε να θηλάζουν από το λίγο του αίμα.
Είχε γερή κράση ο Γέροντας, αλλά από την πολλή άσκηση είχε έξαντληθή. "Όταν τον ρωτούσε κανείς «τι κάνεις, Γέροντα, είσαι καλά», απαντούσε:
- Δόξα σοι ο Θεός, καλά είμαι, παιδί μου. Εγώ δεν είμαι άρρωστος, αλλά αδυναμία έχω.
Πολύ στενοχωριόταν, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο νέο, και περισσότερο, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, επειδή δεν ταιριάζουν τα παχιά με το Αγγελικό Σχήμα [δηλ. το ένδυμα που φοράει ο γέρονας στη φωτογραφία (σαν πετραχήλι), χαρακτηριστικό των μοναχών].
Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει:
- Γέροντα, έχω πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, πού δεν μ' αφήνουν καθόλου να ησυχάσω.
Ο Παπα - Τυχών του είπε:
- Εάν, παιδί μου, εσύ θα κάνης υπακοή, με την Χάρη του Χρίστου εγώ θα σε κάνω Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και να περνάς όλες τις ήμερες με ψωμί και νερό, και το Σάββατο και την Κυριακή να τρως φαγητό με λίγο λάδι. Να κάνης και από εκατόν πενήντα μετάνοιες την νύκτα και να διαβάζης μετά την Παράκληση της Παναγίας και ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο και τοΣυναξάρι του Αγίου της ημέρας.
Μετά από έξι μήνες, πού τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να τον γνωρίση, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια παχιά, και με ευκολία πια χωρούσε από την στενή πόρτα του Ναού του. Ο Γέροντας τον ρώτησε:
- Πώς περνάς τώρα, παιδί μου; Και εκείνος απήντησε:
- Τώρα νιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε σαρκικές ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι πολύ ελαφρός, πού έφυγαν τα πάχυ.

Με τέτοιες πρακτικές συμβουλές νουθετούσε τους ανθρώπους πού του ζητούσαν βοήθεια. Έκτος, φυσικά, από την μεγάλη πείρα πού είχε αποκτήσει, είχε λάβει και θείο φωτισμό από τους μεγάλους ασκητικούς του αγώνες. Μετά από τις νουθεσίες του επακολουθούσαν οι προσευχές του, πού τις αισθάνονταν οι επισκέπτες έντονα, όταν έφευγαν.
Το πετραχήλι σχεδόν ποτέ δεν το έβγαζε, γιατί πολλες φορές το σήκωνε από τον έναν άνθρωπο και το άπλωνε στον άλλον και έπαιρνε τις αμαρτίες από τους συνανθρώπους του και τους ξαλάφρωνε με το Μυστήριο της θείας Έξομολογήσεως. Τις εξομολογήσεις, πού του έκαναν οι άνθρωποι, τις ξεχνούσε αμέσως και έτσι έβλεπε όλους τους ανθρώπους πάντοτε καλούς και όλο καλούς λογισμούς είχε για όλους, γιατί είχε εξαγνισθή πια η καρδιά του και ο νους του.
Κάποτε τον είχε ρωτήσει ένας Ηγούμενος: 
-Γέροντα, ποιος αδελφός είναι πιο καθαρός μέσα στο Κοινόβιο;
Ο Παπα - Τυχών απήντησε:
- Άγιε Καθηγούμενε, όλοι οι αδελφοί είναι καθαροί. 
Ποτέ δεν πλήγωνε άνθρωπο, αλλά του θεράπευε τα τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χρίστου. Έλεγε στην πονεμένη ψυχή:
- Παιδί μου, εσένα ο Χριστός σε αγαπάει, σε συγχώρεσε. Ο Χριστός αγαπάει περισσότερο τους αμαρτωλούς που μετανοούν και ζουν με ταπείνωση.
Πάντα τόνιζε την ταπείνωση και έλεγε χαρακτηριστικά:
- Ένας ταπεινός άνθρωπος έχει περισσότερη Χάρη από πολλούς ανθρώπους. Κάθε πρωΐ ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι, άλλ' όταν ιδή κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δυο Του χέρια.Πά-πά-πά, παιδί μου! εκείνος που έχει μεγαλύτερη ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους.
Επίσης, έλεγε γι' αυτούς που παρθενεύουν πως πρέπει να έχουν και ταπείνωση, γιατί αλλιώς δεν σώζονται μόνο με την παρθενία, διότι η κόλαση είναι γεμάτη και από υπερήφανους παρθένους.
- Όταν καυχάται κανείς ότι είναι παρθένος -έλεγε- θα του πή ο Χριστός: «Επειδή δεν έχεις και ταπείνωση, πήγαινε στην κόλαση». Ενώ σ' εκείνον που ήταν αμαρτωλός και μετανόησε και ζή ταπεινά με συντριβή καρδίας και ομολογεί ότι είναι αμαρτωλός, θα του πή ο Χριστός: «Έλα, παιδί μου, εδώ στον γλυκό Παράδεισο».

Έκτος από την ταπείνωση και την μετάνοια τόνιζε πολύ την μελέτη του Θεού, δηλαδή ο νους του άνθρωπου να γυρίζη συνέχεια γύρω από τον Θεό. Επίσης, τόνιζε την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων: Ευεργετινό, Φιλοκαλία, Άγιο Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Άγιο ΜάξιμοΣυμεών Νέο Θεολόγο, Αββά Μακάριο και Αββά Ισαάκ. «Η μελέτη, έλεγε ο Γέροντας, θερμαίνει και την ψυχή, καθαρίζει και τον νου και έτσι ασκείται με προθυμία ο άνθρωπος και αποκτάει αρετές, ενώ, όταν δεν ασκήται, αποκτάει πάθη».
Μια μέρα με ρώτησε:
- Εσύ, παιδί μου, τι βιβλία διαβάζεις; Του απήντησα:
-Άββα Ισαάκ.
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτός ο Άγιος είναι μεγάλος! Ούτε έναν ψύλλο δεν σκότωνε ο Άββας Ισαάκ. ["Νεκρός": Σημαντικό: δεν είπε πως ο άγιος Ισαάκ είναι μεγάλος επειδή έγραψε σπουδαία βιβλία, αλλά επειδή αγαπούσε όλα τα πλάσματα!].
Ήθελε με αυτό που είπε να τονίση την μεγάλη πνευματική ευαισθησία του Αγίου.


Ο Παπα - Τύχων προσπαθούσε να μιμηθή τον Άγιο Ισαάκ, όχι μόνο στο ησυχαστικό του πνεύμα αλλά και στην ευαισθησία της πνευματικής του αρχοντιάς, και δεν επιβάρυνε κανέναν άνθρωπο. Έλεγε στους Μοναχούς ότι πρέπει να ζουν ασκητικά, για να ελευθερωθούν από τις μέριμνες, και όχι να δουλεύουν σαν εργάτες και να τρώνε σαν κοσμικοί. Γιατί το έργο του Μοναχού είναι οι μετάνοιες, οι νηστείες, οι προσευχές, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για όλο τον κόσμο, ζωντανούς και πεθαμένους, και λίγη δουλειά για τα απαραίτητα, για να μην επιβαρύνη τους άλλους, διότι με την πολλή δουλειά και μέριμνα ξεχνάει κανείς τον Θεό. Έλεγε χαρακτηριστικά:
- Ο Φαραώ έδινε πολλή δουλειά και πολύ φαγητό στον λαό του Ισραήλ, για να ξεχάσουν τον Θεό.
Πριν αρχίση τις συμβουλές του ο Γέροντας, είχε τυπικό να κάνη πρώτα προσευχή, να επικαλεσθή το Άγιο Πνεύμα, για να τον φώτιση, και αυτό συνιστούσε και στους άλλους. Έλεγε: «Ό Θεός άφησε το Άγιο Πνεύμα, για να μας φωτίζη. Αυτό είναι νοικοκύρης. Γι' αυτό και η Εκκλησία μας αρχίζει με το Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας». Ενώ έλεγε αυτά για το Άγιο Πνεύμα, αλλοιωνόταν το πρόσωπο του, και πολλοί ευλαβείς άνθρωποι την έβλεπαν αυτή την αλλοίωση.
Μερικοί τον τραβούσαν και καμιά φωτογραφία κρυφά. Άλλοι του ζητούσαν ευλογία για να τον φωτογραφίσουν, και αυτός το δεχόταν απλά. Σηκωνόταν αμέσως, πήγαινε στο Ναό και φορούσε το Αγγελικό του Σχήμα. Έπαιρνε και τον Σταυρό στο ένα χέρι και με το άλλο ξέπλεκε την μεγάλη του γενειάδα, την οποία έδενε κότσο, και φαινόταν πράγματι σαν τον Πατριάρχη Αβραάμ, ιδίως στα υστερνά του, που είχε γίνει ολόλευκος πια εσωτερικά και εξωτερικά. Αφού λοιπόν ετοιμαζόταν, στεκόταν κάτω από την ελιά, για να τον φωτογραφίσουν, και έπαιρνε μια στάση μικρού παιδιού. Είχε ωριμάσει πια πνευματικά και είχε γίνει σαν μικρό παιδί, όπως μας συνιστα ο Χριστός να γίνουμε σαν τα άκακα παιδιά.
 
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ & ΤΑ "ΜΕΤΑ"

Οι Πατέρες πού τον συμβουλεύονταν, στα γεράματα του τον επισκέπτονταν πιο τακτικά, για να του προσφέρουν καμιά βοήθεια, και τον ρωτούσαν:
- Γέροντα, μήπως θέλεις να σου κόψουμε ξύλα; Εκείνος απαντούσε:
- Κάνετε υπομονή, εάν δεν πεθάνω το καλοκαίρι, να μου κόψετε ξύλα για τον χειμώνα.
Το 1968 είχε προαισθανθή πια τον θάνατο του, γιατί συνέχεια ανέφερε για τον θάνατο. Τον είχαν εγκαταλείψει και οι λίγες σωματικές του δυνάμεις. Μετά της Παναγίας (τον Δεκαπενταύγουστο) είχε πέσει στο κρεβάτι και έπινε μόνο νερό, γιατί καιγόταν εσωτερικά. Παρόλο πού βρισκόταν σ΄ αυτή την κατάσταση, πάλι δεν ήθελε να μένη άνθρωπος κοντά του, για να μη τον περισπά στην αδιάλειπτη προσευχή του.
Όταν είχε πλησιάσει η τελευταία εβδομάδα της ζωής του επί της γης, τότε μου είπε να καθήσω κοντά του, γιατί θα αποχωριζόμασταν πια, αφού θα έφευγε εκείνος για την αληθινή ζωή. Ακόμη και αυτές τις δέκα ήμερες δεν με άφηνε να μένω συνέχεια κοντά του, αλλά μου έλεγε να πηγαίνω στο διπλανό κελλάκι, για να προσεύχωμαι κι εγώ μετά από την μικρή βοήθεια πού του πρόσφερα. Φυσικά, δεν είχα τα απαιτούμενα για να τον ανακουφίσω όσο έπρεπε, αλλά, επειδή δεν είχε ανακουφισθή ποτέ το ταλαιπωρημένο του σώμα, και ή ελάχιστη βοήθεια του φαινόταν πολύ μεγάλη.

Ο άγιος Γέροντας Παΐσιος, συγγραφέας αυτού του κειμένου

Μια μέρα, είχα οικονομήσει δύο λεμόνια και του έκανα μια λεμονάδα. Μόλις ήπιε λίγο δροσίστηκε και με κοιτούσε παράξενα.
-Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό το νερό είναι πολύ καλό! Που το βρήκες; Ό Χριστός να σου δώση σαράντα χρυσά στεφάνια.
Φαίνεται δεν είχε πιή ποτέ λεμονάδα ή είχε πιή, όταν ήταν πολύ μικρός, και είχε ξεχάσει την γεύση της.
Επειδή ήταν ακίνητος πια στο κρεβάτι, γιατί είχε παραδώσει σ' αυτό τις λίγες του σωματικές δυνάμεις και δεν μπορούσε να σηκωθή να πάη στο Ναό του Τιμίου Σταυρού, όπου λειτουργούσε με ευλάβεια χρόνια ολόκληρα, μου ζήτησε να του φέρω τον Σταυρό από την Αγία Τράπεζα για παρηγοριά. Όταν είδε τον Σταυρό, γυάλισαν τα μάτια του και, αφού τον ασπάσθηκε με ευλάβεια, τον κρατούσε σφιχτά στο χέρι του με όλη την δύναμη πού του είχε απομείνει. Είχα δέσει και ένα κλωνάρι βασιλικό στον Σταυρό και του έλεγα:
-Μυρίζει καλά, Γέροντα; Εκείνος μου απαντούσε:
- Ο Παράδεισος, παιδί μου, μυρίζει πολύ καλύτερα.
Μια μέρα από εκείνες τις τελευταίες του, είχα βγει έξω, για να του φέρω λίγο νερό. Όταν άνοιξα μετά και μπήκα στο κελλί του, με κοιτούσε παράξενα και μου λέγει:
- Εσύ, ο Άγιος Σέργιος είσαι;
- Όχι, Γέροντα, είμαι ο Παΐσιος.
-Τώρα, παιδί μου, ήταν εδώ η Παναγία, ο Άγιος Σέργιος και ο Άγιος Σεραφείμ. Που πήγαν; 
Κατάλαβα ότι κάτι γίνεται και τον ρώτησα:
- Τι σου είπε ή Παναγία;
- Θα πέραση η Πανήγυρη και μετά θα με πάρη.
Ήταν απόγευμα, παραμονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου του 1968, και μετά από τρεις ήμερες, στις 10 Σεπτεμβρίου, αναπαύθηκε εν Κυρίω. ["Νεκρός": η ημερομηνία είναι με το παλαιό ημερολόγιο, που ακολουθούν οι Αγιορείτες
·
 με το νέο είναι 23 Σεπτ].
Την προτελευταία ήμερα μου είχε πει ο Γέροντας:
- Αύριο θα πεθάνω και θέλω να μη κοιμηθής, για να σε ευλογήσω.
Εγώ τον λυπόμουνα εκείνο το βράδυ, που κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεις ώρες είχε τα χέρια του επάνω στο κεφάλι μου, με ευλογούσε και με ασπαζόταν για τελευταία φορά. Για να έκφραση και την ευγνωμοσύνη του για το λίγο νερό πού του είχα δώσει στα τελευταία του, μου έλεγε:
- Γλυκό μου Παΐσιο, εμείς, παιδί μου, θα έχουμε αγάπη εις αιώνας αιώνων, η αγάπη είναι ακριβή η δική μας. Εσύ θα κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα κάνω από τον Ουρανό. Πιστεύω ότι θα με ελεήση ο Θεός, γιατί εξήντα χρόνια, παιδί μου, Καλόγηρος, συνέχεια έλεγα Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Έλεγε επίσης:
- Εγώ θα λειτουργώ πια στον Παράδεισο. Εσύ να κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω. Εάν εσύ θα καθήσης στό Κελλί αυτό, εγώ θα έχω χαρά, αλλά όπως ο Θεός θέλει, παιδί μου. Σου έχω και κουμπάνια, για τρία χρόνια κονσέρβες, και μου έδειχνε, δίπλα, έξι μικρά κουτιά σαρδέλες και αλλά τέσσερα κουτιά καλαμάρια, πού τα είχε φέρει κάποιος από καιρό, και έμειναν στην ίδια θέση, όπου τα είχε αφήσει ο επισκέπτης τότε. (Για μένα αυτές οι κονσέρβες δεν έφθαναν ούτε για μια εβδομάδα).
Ξανά επανελάμβανε ο Γέροντας:
- Εμείς, παιδί μου, θα έχουμε ακριβή αγάπη εις αιώνας αιώνων, και θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω, και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα συνέχεια.

Δυο Ρώσοι άγιοι ασκητές της εποχής μας στο Άγιο Όρος: ο άγιος Σιλουανός (κοιμήθηκε 24 Σεπτ.) & ο Γέροντας Τύχων (κρατάει το σταυρό), που κοιμήθηκε 23 Σεπτ. Από αυτό το post.

Είναι αλήθεια ότι εκείνες οι δέκα τελευταίες ήμερες πού παρέμεινα κοντά του, ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του Θεού για μένα, γιατί βοηθήθηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, Αφού μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ζήσω λίγο από κοντά και να τον γνωρίσω καλύτερα. Αυτό πού μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το πόσο στα ζεστα είχε πάρει το θέμα της σωτηρίας της ψυχής! Δίπλα από το κρεβάτι του είχε έτοιμες επιστολές, για να τις ταχυδρομήσω, μόλις πεθάνη, σε γνωστούς του Επισκόπους, για να τον μνημονεύουν. Επίσης μου έδωσε εντολή να φέρω Επίσκοπο να τον διάβαση στον τάφο και να τον αφήσω εκεί - να μη του κάνω την εκταφή - μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου.
Είχα ειδοποιήσει εν τω μεταξύ στο Μοναστήρι ότι είναι πια στα τελευταία του ο Παπα - Τυχών, και ήρθε ο Πατήρ Βασίλειος, για να τον ετοιμάσουμε. Έβλεπες πια σιγά - σιγά να σβήνη ο Γέροντας, σαν το κανδήλι, πού τελειώνει το λάδι από την κούπα και μένει λίγο στο φυτίλι, και κάνει τις τελευταίες του αναλαμπές.

ΤΑ "ΜΕΤΑ"...

Έτσι μας έφυγε η αγιασμένη του ψυχή και μας άφησε το σώμα του και ένα μεγάλο κενό. Τον ετοιμάσαμε οι δυο μας και ειδοποιήσαμε το πρωΐ και τους άλλους Πατέρες, και του διάβασαν την νεκρώσιμη ακολουθία οι γνωστοί του Ιερείς με ευλάβεια. Μας άφησε πόνο, φυσικά, στις ψυχές μας με τον αποχωρισμό του, γιατί η παρουσία του έπαιρνε πόνο και σκορπούσε παρηγοριά. Τώρα πια ο Γέροντας θα μας επισκέπτεται εκείνος από τον Ουρανό και θα μας βοηθάη περισσότερο. Άλλωστε, το είχε υποσχεθή ο ίδιος: «Εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω».
Πέρασαν τρία χρόνια ολόκληρα, χωρίς να μου παρουσιασθή, και αυτό με έβαλε σε λογισμούς: «μήπως έσφαλα σε κάτι;» Μετά από τρία χρόνια μου έκανε την πρώτη του επίσκεψη. Εάν εννοούσε ο Γέροντας ότι το «...κάθε χρόνο» θα άρχιζε μετά από τα τρία χρόνια, αυτό με παρηγορεί, γιατί έτσι δεν ήμουν εγώ αίτια σ' αυτό το θέμα.
Η πρώτη λοιπόν φορά ήταν στις 10 Σεπτεμβρίου 1971, βράδυ, μετά το μεσονύκτιο. Ενώ έλεγα την ευχή, βλέπω ξαφνικά τον Γέροντα να μπαίνη στο κελλί! Πετάχτηκα και του έπιασα τα πόδια και τα φιλούσα με ευλάβεια. Δεν κατάλαβα όμως πώς ξεγαντζώθηκε από τα χέρια μου και, καθώς έφευγε, τον είδα να μπαίνη στο Ναό, και εξαφανίστηκε. Φυσικά, τα χάνει κανείς εκείνη την ώρα, όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Ούτε και μπορεί να τα εξήγηση αυτά με την λογική, γι' αυτό και λέγονται θαύματα. Άναψα αμέσως το κερί, γιατί μόνο το κανδήλι είχα αναμμένο, όταν συνέβη αυτό, για να σημειώσω στο ημερολόγιο την ήμερα αυτή που μου είχε παρουσιασθή ο Γέροντας, για να το θυμάμαι. Όταν είδα ότι ήταν η ήμερα που είχε κοιμηθή ο Γέροντας (10η Σεπτεμβρίου), πολύ λυπήθηκα και ελέγχθηκα, πού μου πέρασε τελείως απαρατήρητη εκείνη η ήμερα. Πιστεύω να με συγχώρησε ο καλός Πατέρας, γιατί εκείνη την ήμερα, από το φώτισμα το ηλιοβασίλεμα, είχα επισκέπτες στο Καλύβι και είχα κουραστή και ζαλιστή και ξεχάστηκα τελείως. Αλλιώς, κάτι θα έκανα για να βοηθηθώ ο ίδιος και να δώσω λίγη χαρά στον Γέροντα με ολονύκτια προσευχή.

Δεν ξέρω εάν είχε παρουσιασθη σε άλλον, πριν από την πρώτη αυτή επίσκεψη που μου έκανε. Στο Κελλί μου πάντως είχε παρουσιασθή και σ' έναν άγνωστο Μοναχό (πρώην Καρακαλληνό), στον Πατέρα Ανδρέα, ως έξης:
Είχε έρθει στο Κελλί μου, για να τον εξυπηρετήσω σε κάτι πού ήθελε. Φυσικά, ούτε με γνώριζε ούτε και εγώ τον γνώριζα. Περίμενε λοιπόν έξω από το Κελλί μου, κάτω από την ελιά, γιατί νόμιζε ότι απουσιάζω. Εγώ ήμουν μέσα στο εργαστήρι και δεν ακουγόμουνα, γιατί βερνίκωνα εικονάκια. Όταν τελείωσα, έψαλα το Άγιος ο Θεός και βγήκα έξω. Μόλις με είδε ο Πατήρ Ανδρέας, ξαφνιάστηκε και μου διηγήθηκε με θαυμασμό το έξης γεγονός:
«Ενώ περίμενα κάτω από την ελιά, είχαν κλείσει τα μάτια μου, αλλά τις αισθήσεις μου τις είχα. Βλέπω, λοιπόν, έναν Γέροντα να βγαίνη από εκείνα τα δενδρολίβανα και να μου λέη:
— Ποιόν περιμένεις;
Και εγώ του απήντησα:
-Τον Πατέρα Παΐσιο.
Ό Γέροντας μου είπε:
- Εδώ είναι, και έδειχνε με το δάκτυλο προς το κελλί.
Έκείνη την στιγμή πού έδειχνε, άκουσα να ψέλνης το Άγιος ο Θεός και βγήκες έξω. Αυτός, Πάτερ Παΐσιε, θα είναι κανένας Άγιος, γιατί τους καταλαβαίνω. Έχω ιδεί και άλλες φορές τέτοια!»
Τότε του διηγήθηκα μερικά για τον Γέροντα και του είπα ότι εκεί στα δενδρολίβανα είναι ο τάφος του. Είχα φυτέψει γύρω - γύρω δενδρολίβανα, τα όποια είχαν μεγαλώσει, και δεν διακρινόταν ο τάφος, για να μη πατιέται το Λείψανο του, μια πού μου έδωσε εντολή να μη του κάνω εκταφή.
Νομίζω ότι από τα λίγα αυτά πού ανέφερα και από τα λίγα πού έγραψα γύρω από την ζωή του σεβαστού Γέροντος, πολλά θα καταλάβουν όσοι έχουν εσωτερικά βιώματα. Φυσικά, όσοι ζούνε ταπεινά και στην αφάνεια μπορούν να καταλάβουν πόσο αδικούνται οι Άγιοι, με το να βλέπουμε μόνο τις εξωτερικές αρετές των Αγίων - όσες δεν κρύβονται - και αυτές μόνο να γράφουμε, ενώ ο πνευματικός πλούτος των Αγίων μας είναι σχεδόν άγνωστος. Αυτά τα λίγα, συνήθως, πού έχουμε από τους Αγίους ή τους ξέφυγαν, διότι δεν μπόρεσαν να τα κρύψουν, ή τους ανάγκαζε η μεγάλη τους αγάπη να κάνουν αυτή την πνευματική ελεημοσύνη.
Φυσικά, μόνο ο Θεός γνωρίζει τα πνευματικά μέτρα των Αγίων. Ούτε και οι ίδιοι οι Άγιοι τα γνώριζαν, διότι οι Άγιοι μόνο τις αμαρτίες τους μετρούσαν και όχι τα πνευματικά τους μέτρα. Έχοντας λοιπόν ύπ' όψιν μου το άγιο αυτό τυπικό των Αγίων, πού δεν αναπαύονται στους ανθρώπινους επαίνους, προσπάθησα να περιοριστώ στα απαραίτητα γεγονότα.
Πιστεύω ότι είναι ευχαριστημένος και ο Παπα - Τυχών και δεν θα παραπονεθή, όπως παραπονέθηκε σ' αυτόν ο φίλος του Γερο - Σιλουανός, όταν είχε γράψει για πρώτη φορά τον Βίο του ο Πατήρ Σωφρόνιος. Είχε παρουσιασθή τότε ο Γερο - Σιλουανός στον Παπα - Τύχωνα και του είπε:
-Αυτός ο ευλογημένος Πατήρ Σωφρόνιος πολλά εγκώμια μου έγραψε, δεν το ήθελα.
Γι' αυτό φυσικά είναι και Άγιοι. Επειδή απέφευγαν την ανθρώπινη δόξα, τους δόξασε ο Θεός.
Οι ευχές του Παπα - Τύχωνα και όλων των γνωστών και αγνώστων Αγίων να μας βοηθάνε στα δύσκολα χρόνια πού περνάμε. Αμήν.

Το εξαιρετικό βιβλίο του Γέροντα Παΐσιου, απ' όπου προέρχεται αυτό το κείμενο. Άλλα αποσπάσματα εδώ. Για το βιβλίο δες εδώ.

,

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...