Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντινός Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντινός Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουνίου 21, 2015

Κεκαυμένος, Στρατηγικόν / Οι συμβουλές ενός βυζαντινού πατέρα προς τα παιδιά του

Παναγιώτης Καμπάνης 
Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός 
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού

Ένα από τα αριστουργήματα της βυζαντινής γραμματείας και ταυτόχρονα της παγκόσμιας λογοτεχνίας αποτελεί το έργο Στρατηγικόν, συγγραφέας του οποίου θεωρείται ο βυζαντινός στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος. Ο τίτλος Στρατηγικόν ή Τακτικόν στη βυζαντινή γραμματεία χαρακτήριζε ένα πρακτικό εγχειρίδιο, που απευθυνόταν σε στρατιωτικούς και περιείχε κυρίως θεωρητικές πραγματείες περί του πολέμου ή συμβουλές στρατιωτικής τακτικής.
Εκείνο που κάνει το συγκεκριμένο έργο να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα του είδους, είναι οι πληροφορίες που μας παρέχει παράλληλα σχετικά με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Η τεράστια αξία του έγκειται στο ότι αποτελεί ένα γνήσιο και σπάνιο πορτρέτο της βυζαντινής κοινωνίας, μιας και στην ουσία πρόκειται περισσότερο για μια πνευματική παρακαταθήκη ενός πατέρα προς τα παιδιά του. Χρονικά τοποθετείται μεταξύ των ετών 1075 και 1078.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο στη συνέχεια.


Κυριακή, Μαρτίου 01, 2015

Τα ζώδια στη βυζαντινή κοσμοαντίληψη

Τα ζώδια στη βυζαντινή κοσμοαντίληψη δηλώνουν συγκεκριμένους αστερισμούς του Σύμπαντος, παραπέμπουν στο Θεό-Δημιουργό και ουδόλως έχουν σχέση με τα λεγόμενα ζώδια της σημερινής Αστρολογίας. 
Διακηρύσσουν από κοινού μετά των αγγέλων την αϊδιότητα του Λόγου και συγχρόνως δοξολογούν ακαταπαύστως τον Δημιουργό, κατά τον ψαλμωδό (αινείτε αυτόν πάντα τα άστρα και το φως). Είναι, επίσης, σε όλους γνωστό, ότι ο κύκλος των ζωδίων ιστορείται σε πλήθος ναών  και φορητών έργων, ήδη στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια. 

Μονή Lesnovo

Στη μονή Lesnovo (1346/7) έχουν φιλοτεχνηθεί οι Αίνοι με τα σύμβολα του ζωδιακού κύκλου γύρω από τη μορφή του Παντοκράτορος. 
Το θέμα κοσμεί επίσης το παρεκκλήσιο της Κουκουζέλισσας στη Μ. Λαύρα (1715). 

Ο ζωδιακός κύκλος περιβάλλει την Παναγία σε μεγάλο αριθμό εικόνων κρητικής τέχνης με θέμα το «Επί σοι χαίρει» Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ζώδια καθώς και προσωποποιήσεις Μηνών και Εποχών απαντούν και σε λειτουργικά βιβλία της βυζαντινής περιόδου, όπως στο Τυπικό της μονής Βατοπαιδίου του έτους 1346 (κωδ. 1199)
 Ο Φ. Κόντογλου υποδεικνύει ακόμη και την ιεραρχική τάξη με την οποία τα ζώδια πρέπει να εικονίζονται!
“Σπάνια απεικόνιση αποτελεί η αγιογράφηση του ζωδιακού κύκλου γύρω από τον Ήλιο και τη Σελήνη, συμβολίζοντας εμφανώς, την Υπεραγία Θεοτόκο ως υπερλάμπουσαν κάθε αστερισμού ή πλανήτη, μέσα από την οποίαν πέρασε ο Χριστός, ο νοητός Ήλιος για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γίνεται αναφορά ακόμα στο Θεοτοκάριον που έγραψε ο Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης ο Νάξιος:… χαίρε κύκλε λαμπρότατε, δώδεκα ζωδίων, δι ου μέσου ώδευσεν Χριστός ο ήλιος. Και οικονομίας ενσάρκου, υπέρ σωτηρίας ανθρώπων, πάσαν την περίοδον επλήρωσεν.

Λεπτομέρεια από το βημόθυρο  του Αγίου Γεωργίου της Άρπερας στην Τερσεφάνου
Τα κεφαλαία γράμματα ανά δύο μέσα σε κύκλο Κ.Κ – Α.Ξ – Τ.Θ – Ε.Λ. που τοποθετεί ο αγιογράφος Θεοφάνης ερμηνεύονται με τη φράση: ΚΥΡΙΕ ΚΥΡΙΕ [Κ.Κ] ΑΝΟΙΞΟΝ [Α.Ξ] ΤΗΝ ΘΥΡΑ [Τ.Θ] του ΕΛΕΟΥΣ [Ε.Λ.].
Πηγή: Βασίλης Βασιλείου, Ο ιστορικός ναός του Αγίου Γεωργίου της Άρπερας στην Τερσεφάνου, σσ.54 – 55, 2011. Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο.



Μια σπάνια εξαιρετική παράσταση – τοιχογραφία, ανώνυμου αγιογράφου, από τον νάρθηκα του Ι. Ν. των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στις Μηλιές του Πηλίου, ο οποίος φέρει την επιγραφή «Ο μάταιος βίος του πλάνου κόσμου». Ένας τροχός συμβολίζει το έτος που κυλάει. Μια περιστροφή του τροχού αντιστοιχεί στο πέρασμα ενός ημερολογιακού έτους. Στην περιφέρεια του τροχού είναι ζωγραφισμένος ο ζωδιακός κύκλος. Κάθε ζώδιο συμβολίζει κι ένα μήνα του έτους. Στο εσωτερικό του τροχού οι εποχές. Για την άνοιξη ένας νέος παίζει λύρα, το καλοκαίρι θερίζει ενώ το χειμώνα, γέροντας, ζεσταίνεται στη φωτιά. Στο κέντρο του κύκλου ηλικιωμένος βασιλιάς «ο Μάταιος Κόσμος».
''Ο ζωδιακός κύκλος''Ι.Ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης
''Ο ζωδιακός κύκλος''Ι.Ν.Αγίου Ιωάννου Πλάτσα Μάνης
Padova-Baptistery-The Creation of the World
''Ο ζωδιακός κύκλος''.Λεπτομέρεια από τοιχογραφία με θέμα την δημιουργία του κόσμου από το Βαπτιστήριο του Καθεδρικού Ναού της Πάδοβα(1378)
Greece-Mani-Dekoulou Monastery-zodiac
''Ο ζωδιακός κύκλος''Ιερά Μονή Δεκούλου στο Οίτυλο της Μάνης.
''Ο ζωδιακός κύκλος''σε ναό της Γεωργίας(17ος αιώνας)

Επιμέλεια - proskynitis.blogspot

Κυριακή, Ιουνίου 09, 2013

Άγιοι, μοναχοί και αυτοκράτορες

Δεν είναι χωρίς λόγο που το Βυζάντιο αποκλήθηκε «εικόνα της ουράνιας Ιερουσαλήμ». Η θρησκεία βρισκόταν σε κάθε πτυχή της ζωής του Βυζαντίου. Οι γιορτές του Βυζαντινού ήσαν θρησκευτικά πανηγύρια· οι αγώνες που παρακολουθούσε στον Ιππόδρομο άρχιζαν με ύμνους· στα εμπορικά του συμβόλαια επικαλείτο την Αγ. Τριάδα και έβαζε σ’ αυτά το σημείο του σταυρού. Σήμερα, σε μια αθεολόγητη εποχή, είναι αδύνατο να καταλάβουμε πόσο τρομερό ενδιαφέρον έδειχνε η κάθε κοινωνική τάξη, οι λαϊκοί και οι κληρικοί, οι φτωχοί και οι αγράμματοι, αλλά συνάμα οι αυλικοί και οι λόγιοι, για τα θρησκευτικά ζητήματα. 

Ο Βυζαντινός επίσκοπος δεν ήταν απλώς μια απόμακρη μορφή που παρακολουθούσε αφ’ υψηλού τις συνόδους· ήταν σε πολλές περιπτώσεις και ο αληθινός πατέρας για τον λαό του, ένας φίλος και προστάτης στον οποίο ο κόσμος στρεφόταν με εμπιστοσύνη όταν βρισκόταν σε ανάγκη. Τη μέριμνα για τους φτωχούς και καταπιεσμένους που έδειχνε ο αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος τη βρίσκουμε και σε πολλούς άλλους. Ο αγ. “Ιωάννης ο Ελεήμων, Πατριάρχης Αλεξάνδρειάς (πέθανε το 619), παραδείγματος χάριν, αφιέρωνε όλον τον πλούτο της επισκοπής του για να βοηθεί εκείνους που ονόμαζε «αδελφούς και αδελφές μου, τους φτωχούς». Όταν στέρεψαν οι δικοί του πόροι, έκανε έκκληση στους άλλους: «Συνήθιζε να λέει», όπως μας το διέσωσε κάποιος σύγχρονός του, «πως αν κάποιος, χωρίς βέβαια να το κάνει από έχθρα, γύμνωνε κάποιον πλούσιο από τα πλούτη του για να τα δώσει στους φτωχούς, δεν θα έκανε κακό». «Αυτούς που εσύ ονομάζεις φτωχούς και ζητιάνους», έλεγε ο αγ. Ιωάννης, «εγώ τους αποκαλώ κυρίους και βοηθούς μου. Γιατί αυτοί, και μόνον αυτοί, μπορούν να μας βοηθήσουν πραγματικά να εισέλθουμε στη Βασιλεία των Ουρανών». Η Εκκλησία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν παρέβλεπε τις κοινωνικές υποχρεώσεις της, και μια από τις κύριες λειτουργίες της ήταν το φιλανθρωπικό έργο. 

Ο Μοναχισμός έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή του Βυζαντίου, όπως και σε κάθε άλλη Ορθόδοξη χώρα. Πολύ σωστά έχει ειπωθεί πως «ο καλύτερος τρόπος για να διεισδύσει κάποιος στην Ορθόδοξη πνευματικότητα είναι μέσω του Μοναχισμού». «Μεγάλος πλούτος μορφών πνευματικής ζωής βρίσκεται μέσα στην Ορθοδοξία, αλλά ο Μοναχισμός παραμένει η κλασικότερη μορφή απ’ όλες». Η μοναχική ζωή ως καθορισμένος θεσμός εμφανίστηκε κατ’ αρχάς στην Αίγυπτο και στη Συρία τον τέταρτο αιώνα και από εκεί επεκτάθηκε ραγδαία σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη. Δεν είναι σύμπτωση το ότι ο Μοναχισμός αναπτύχθηκε αμέσως μετά τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου, όταν δηλαδή έπαυσαν οι διωγμοί και ο Χριστιανισμός έγινε της μόδας. Οι μοναχοί, με την αυστηρή τους ζωή, έγιναν μάρτυρες σε μια εποχή που δεν υφίστατο πλέον το μαρτύριο του αίματος· αποτελούσαν το αντίβαρο σ’ έναν κατεστημένο Χριστιανισμό. Οι άνθρωποι στη Βυζαντινή κοινωνία κινδύνευαν να ξεχάσουν πως το Βυζάντιο ήταν μια εικόνα και ένα σύμβολο, και όχι μια πραγματικότητα· διέτρεχαν τον κίνδυνο να ταυτίσουν τη Βασιλεία του Θεού μ’ ένα επίγειο βασίλειο. Οι μοναχοί, αποσυρόμενοι στην έρημο, εκπλήρωναν ένα προφητικό και εσχατολογικό λειτούργημα στη ζωή της Εκκλησίας. Υπενθύμιζαν στους χριστιανούς πως η Βασιλεία του Θεού δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. 

Ο Μοναχισμός έλαβε τρεις κυρίες μορφές, που είχαν και οι τρεις εμφανιστεί στην Αίγυπτο ήδη από το 350 μ.Χ. και παραμένουν εν ισχύι μέχρι σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατ’ αρχήν είναι οι ερημίτες, ασκητές που ζουν μόνοι τους σε καλύβες ή σπηλιές, ακόμη και σε τάφους, στα κλαδιά των δέντρων και στην κορυφή στύλων. Το μέγα πρότυπο της ερμητικής ζωής είναι ο πατέρας του ίδιου του Μοναχισμοί, ο άγ. Αντώνιος της Αιγύπτου (251-356). Μετά έρχεται η κοινοβιακή ζωή, στην οποία οι μοναχοί μένουν μαζί υπό κοινό κανόνα, σε ένα καθιδρυμένο μοναστήρι, Εδώ πρωτοπόρος υπήρξε ο άγ. ΙΙαχώμιος της Αιγύπτου (286-346). συντάκτης του κανόνα τον οποίο αργότερα χρησιμοποίησε ο άγ. Βενέδικτος στη Δύση. Ο Μέγας Βασίλειος, που τα ασκητικά του γραπτά επηρέασαν αποφασιστικά τον ανατολικό Μοναχισμό, ήταν σφοδρός υπέρμαχος της κοινοβιακής ζωής, αν και επηρεάστηκε μάλλον περισσότερο από τα Συριακά παρά τα Παχωμιανά μοναστήρια που επισκέφτηκε. Προσέδωσε μια κοινωνική έμφαση στον Μοναχισμό, παρακινώντας τα μοναστήρια να φροντίζουν για τους αρρώστους και τους φτωχούς, ιδρύοντας νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, και να εργάζονται άμεσα για το καλό ολόκληρης της κοινωνίας. Εν γένει όμως τον ανατολικό Μοναχισμό τον απασχολεί πολύ λιγότερο η δράση απ’ ό,τι τον δυτικό. Στην Ορθοδοξία το πρωταρχικό καθήκον ενός μοναχού είναι η ζωή της προσευχής και μέσω αυτής μπορεί να διάκονεί τους άλλους. Δεν ενδιαφέρει τόσο πολύ τί κάνει ένας μοναχός όσο το τί είναι. Τελικά υπάρχει μία μορφή μοναχικής ζωής μεταξύ των δύο πρώτων, μια ημι-ερημητική ζωή, «ένας μέσος δρόμος», όπου αντί της μιας πολύ οργανωμένης κοινότητας υπάρχει ένα σύνολο μικρών οικημάτων με χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους, όπου το κάθε οίκημα περιλαμβάνει περίπου δύο έως έξι μέλη, τα οποία ζουν μαζί υπό την καθοδήγηση ενός γέροντα. Τα μεγάλα κέντρα της ημι-ερημιτικής ζωής στην Αίγυπτο ήταν η Νιτρία και η Σκήτις, τα οποία με το τέλος του τέταρτου αιώνα είχαν δημιουργήσει πολλούς φημισμένους μοναχούς -τον Άμμωνα, ιδρυτή της Νιτρίας, τον Μακάριο τον Αιγύπτιο και τον Μακάριο Αλεξάνδρειάς, τον Ευάγριο Ποντικό και τον Αρσένιο τον Μεγάλο. (Αυτό το ημι-ερημιτικό σύστημα δεν απαντάται μόνο στην Ανατολή, αλλά και στην ακρότατη Δύση, στον Κελτικό Χριστιανισμό.) Από την αρχή η μοναχική ζωή θεωρήθηκε σε Ανατολή και Δύση ως μια κλήση για άνδρες και γυναίκες, και υπήρχαν αναρίθμητα γυναικεία μοναστήρια. 

Λόγω αυτών των μοναστηριών η Αίγυπτος του τέταρτου αιώνα θεωρείτο ως μια δεύτερη Αγία Γη και αυτοί που ταξίδευαν στην Ιερουσαλήμ θεωρούσαν πως το προσκύνημά τους δεν θα ολοκληρωνόταν αν δεν περιλάμβανε και τα ασκητήρια του Νείλου. Τον πέμπτο και έκτο αιώνα τα σκήπτρα στο μοναστικό κίνημά τα πήρε η Παλαιστίνη, με τον άγ. Ευθύμιο τον Μεγάλο (πέθανε το 473) και τον μαθητή του άγ. Σάββα (πέθανε το 532). Το μοναστήρι που ίδρυσε ο άγ. Σάββας στην κοιλάδα του Ιορδάνη έχει μια αδιάλειπτη ιστορία μέχρι σήμερα· σ’ αυτήν την κοινότητα ανήκε ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός. Η Μονή της αγ. Αικατερίνης του όρους Σινά, ιδρυμένη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό (βασίλεψε 527-565), έχει σχεδόν την ίδια αδιάλειπτη ιστορία. Όταν η Παλαιστίνη και το Σινά έπεσαν στα χέρια των Αράβων, τα σκήπτρα του Μοναχισμού πέρασαν, τον ένατο αιώνα, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στη Μονή του Στουδίου, στην Κωνσταντινούπολη. Ο άγ. Θεόδωρος, που έγινε Ηγούμενος εκεί το 799, επανενεργοποίησε την κοινότητα, αναθεώρησε τον κανονισμό της και έτσι προσέλκυσε μεγάλο πλήθος μοναχών. 

Από τον δέκατο αιώνα ο Άθωνας έγινε το κύριο κέντρο του Ορθόδοξου Μοναχισμού. Ο Άθωνας είναι μια βραχώδης χερσόνησος στη Βόρεια Ελλάδα που εισχωρεί στο Αιγαίο και καταλήγει σε μια κορυφή ύψους περίπου 2000 μ. Γνωστός ως «Άγιον Όρος», ο Άθωνας περιλαμβάνει είκοσι «κυρίαρχες» μονές και ένα μεγάλο αριθμό μικρότερων κτισμάτων καθώς και ερημητήρια. Ολόκληρη η χερσόνησος είναι αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στη μοναστική διαβίωση, και την εποχή της μεγάλης του ακμής λέγεται πως περιλάμβανε γύρω στους σαράντα χιλιάδες μοναχούς. Η Μεγίστη Λαύρα, η μεγαλύτερη από τις είκοσι κυρίαρχες μονές, έχει η ίδια αναδείξει 2ο πατριάρχες και 144 επισκόπους: αυτό δίνει κάποια ιδέα για τη σημασία που έχει ο Άθωνας στην Ορθόδοξη ιστορία. 

Δεν υπάρχουν «Τάξεις» στον Ορθόδοξο Μοναχισμό. Στη Δύση ο μοναχός ανήκει στους Καρθουσιανούς, στους Σιστερσιανούς ή σε κάποια άλλη Τάξη· στην Ανατολή είναι απλώς μέλος μιας μεγάλης αδελφότητας που περιλαμβάνει όλους τους μοναχούς και τις μοναχές, σε οποιοδήποτε μοναστήρι κι αν ανήκει ο καθένας ή η καθεμία. Δυτικοί συγγραφείς μερικές φορές αποκαλούν τους Ορθόδοξους μοναχούς «Βασιλειανούς μοναχούς» ή «μοναχούς της Βασιλείου Τάξεως», αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Ο άγ. Βασίλειος είναι μια σπουδαία μορφή στον Ορθόδοξο Μοναχισμό, αλλά δεν ίδρυσε κάποια Τάξη, και παρόλο που δύο έργα του είναι γνωστά ως Εκτενείς Κανόνες και Βραχείς Κανόνες δεν μπορούν καθόλου να συγκριθούν με τον Κανόνα του αγ. Βενεδίκτου. 

Μια χαρακτηριστική μορφή του Ορθόδοξου Μοναχισμού είναι ο «γέροντας» (στα ρωσικά στάρετς, πληθ, στάρτσι). Ο γέροντας είναι ένας μοναχός με πνευματική διάκριση και σοφία, τον οποίον οι άλλοι είτε μοναχοί είτε κοσμικοί τον αποδέχονται ως πνευματικό τους καθοδηγητή. Μερικές φορές είναι ιερέας, αλλά συνήθως είναι ένας απλός μοναχός· δεν έχει λάβει καμιά ειδική χειροτονία ή τοποθέτηση για το έργο του γέροντα, αλλά καθοδηγείται σ’ αυτό υπό την άμεση επίνευση του αγ. Πνεύματος. Σ’ αυτό το λειτούργημα μπορούν να προσκληθούν άνδρες και γυναίκες, επειδή είναι γνωστό πως στην Ορθοδοξία υπάρχουν «πνευματικές μητέρες» όπως και «πνευματικοί πατέρες». Ο γέροντας διακρίνει μ’ ένα συγκεκριμένο και πρακτικό τρόπο πιο είναι το θέλημα του Θεού σε σχέση με τον κάθε άνθρωπο που έρχεται να τον συμβουλευτεί: αυτό είναι το ιδιαίτερο χάρισμα του γέροντα. Ο αρχαιότερος και γνωστότερος γέροντας ήταν ο ίδιος ο Μέγας Αντώνιος. Το πρώτο μέρος της ζωής του, από τα δέκα οκτώ μέχρι τα πενήντα πέντε του, το πέρασε σε απομόνωση και αναχώρηση. Κατόπιν, παρόλο που συνέχισε να ζει στην έρημο, εγκατέλειψε τη ζωή της πλήρους απομόνωσης, και άρχισε να δέχεται επισκέπτες. Γύρω του μαζεύτηκαν αρκετοί μαθητές του, και πέρα απ’ αυτούς τους μαθητές του υπήρχε ένας πολύ ευρύτερος κύκλος ανθρώπων που έρχονταν, συχνά από μακρινά μέρη, για να τον συμβουλευτούν· ήταν τέτοιο το ρεύμα των προσκυνητών, ώστε, σύμφωνα με τον βιογράφο του άγ. Αθανάσιο, έγινε ο γιατρός όλης της Αιγύπτου. Ο Μέγας Αντώνιος είχε πολλούς διαδόχους, και στους περισσότερους βρίσκουμε την ίδια σειρά εξωτερικών γεγονότων την απόσυρση με σκοπό την επάνοδο. Ο μοναχός πρέπει πρώτα να αποσυρθεί, και να μάθει στην ησυχία την αλήθεια για τον Θεό και τον εαυτό του. Κατόπιν, μετά τη μακρά και έντονη προετοιμασία στην απομόνωση, έχοντας αποκτήσει το χάρισμα της διάκρισης, το τόσο αναγκαίο για ένα γέροντα, μπορεί να ανοίξει την πόρτα του κελλιού του και να δεχτεί τον κόσμο από τον οποίο είχε πριν απομακρυνθεί. 

Στην καρδιά του χριστιανικού πολιτεύματος του Βυζαντίου βρισκόταν ο Αυτοκράτορας, που δεν ήταν ένας συνηθισμένος κυβερνήτης αλλά ο εκπρόσωπος του Θεού πάνω στη γη. Αν το Βυζάντιο ήταν η εικόνα της ουράνιας Ιερουσαλήμ, τότε η επίγεια μοναρχία του Αυτοκράτορα ήταν η εικόνα της μοναρχίας του Θεού πάνω στη γη· στην εκκλησία οι άνθρωποι προσκυνούσαν την εικόνα του Χριστού, και στο παλάτι προσέπεφταν μπροστά στη ζωντανή εικόνα του Θεού στον Αυτοκράτορα. Το πολυδαίδαλο παλάτι, η Αυλή με το εκλεπτυσμένο τελετουργικό, η αίθουσα του θρόνου όπου μηχανικά λιοντάρια βρυχιούνταν και μουσικά πτηνά τραγουδούσαν: όλα αυτά τα πράγματα ήσαν σχεδιασμένα για να φανερώνουν την ιδιότητα του Αυτοκράτορα ως εκπροσώπου του Θεού. «Μ΄ αυτά τα μέσα», έγραφε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, «προβάλλουμε την αρμονική κίνηση του Δημιουργού Θεού μέσα στο σύμπαν, ενώ η αυτοκρατορική εξουσία διακρατείται κατ’ αναλογία και τάξη». Ο Αυτοκράτορας κατείχε μια ειδική θέση στη λατρεία της Εκκλησίας: δεν μπορούσε φυσικά να τελέσει τη θεία Ευχαριστία, αλλά κοινωνούσε με «τον τρόπο των ιερέων», -λαμβάνοντας στα χέρια του τον καθαγιασμένο άρτο και πίνοντας από το ποτήριο αντί να κοινωνήσει με το κοχλιάριο-, κήρυσσε, και σε ορισμένες γιορτές μάλιστα θυμιάτιζε την αγία Τράπεζα. Τα άμφια, που φορούν τώρα οι Ορθόδοξοι επίσκοποι, ήσαν η στολή που κάποτε φορούσε ο Αυτοκράτορας στην εκκλησία. 

Η ζωή του Βυζαντίου αποτελούσε ένα ενιαίο όλο, και δεν υπήρχε καμία σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ του θρησκευτικού και του κοσμικού, μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας: και οι δύο θεωρούνταν ως τμήματα ενός μόνου οργανισμού. Γι’ αυτό ήταν αναπόφευκτο ο Αυτοκράτορας να παίζει έναν τέτοιο ενεργητικό ρόλο στις υποθέσεις της Εκκλησίας. Όμως δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει ταυτόχρονα το Βυζάντιο για Καισαροπαπισμό, για υποταγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία. Αν και Εκκλησία και Πολιτεία σχημάτιζαν ένα οργανικό σύνολο, όμως μέσα σ’ αυτόν τον οργανισμό υπήρχαν δύο διακεκριμένα στοιχεία, η ιερωσύνη (sacerdotium) και η αυτοκρατορική εξουσία (imperium)· αν και τα στοιχεία αυτά συνεργάζονταν στενά, το καθένα βρισκόταν στη δική του σφαίρα αυτονομίας. Μεταξύ τους υπήρχε μία «συμφωνία» ή «αρμονία», και κανένα στοιχείο δεν εξασκούσε απόλυτο έλεγχο πάνω στο άλλο. 

Αυτή είναι η πρακτική που ενσωματώθηκε από τον Ιουστινιανό στον μεγάλο νομικό κώδικα του Βυζαντίου (βλ. την έκτη Νεαρά) και επαναλήφθηκε σε τόσα άλλα Βυζαντινά κείμενα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα λόγια του Αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή: «Αναγνωρίζω δύο αρχές, την ιερωσυνη και την αυτοκρατορία· ο Δημιουργός του κόσμου εμπιστεύτηκε στην πρώτη τη φροντίδα των ψυχών και στη δεύτερη τον έλεγχο των σωμάτων. Καμιά από τις δύο αρχές δεν πρέπει να προσβληθεί, για να μπορεί έτσι ο κόσμος να απολαμβάνει την ευημερία». Ήταν λοιπόν καθήκον του Αυτοκράτορα να συγκαλεί συνόδους και να θέτει σε εφαρμογή τις αποφάσεις τους, το να υπαγορεύει όμως το περιεχόμενο αυτών των αποφάσεων βρισκόταν πέρα από τις δυνάμεις του: μόνο οι επίσκοποι, οι συγκεντρωμένοι εν συνόδω μπορούσαν να αποφασίσουν ποιά ήταν η αληθινή πίστη. Οι επίσκοποι αναδεικνύονταν από τον Θεό ως διδάσκαλοι της πίστεως, ενώ ο Αυτοκράτορας ήταν προστάτης της Ορθοδοξίας, και όχι διερμηνευτής της. Αυτή ήταν η θεωρία, και αυτή ήταν επίσης η πράξη κατά μεγάλο μέρος. Ομολογουμένως υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που ο Αυτοκράτορας αναμείχτηκε άνευ εγγυήσεων στα εκκλησιαστικά ζητήματα· όταν όμως ανέκυπτε ένα σοβαρό ζήτημα αρχών (principle), τότε οι εκκλησιαστικές αρχές γρήγορα έδειχναν πως διέθεταν τη δική τους θέληση. Η Εικονομαχία, παραδείγματος χάριν, υποστηρίχτηκε από μία σειρά Αυτοκράτορες, όμως παρ’ όλα αυτά απορρίφθηκε από την Εκκλησία. Στη Βυζαντινή ιστορία, Εκκλησία και Πολιτεία ήσαν στενά συνδεδεμένες, καμιά όμως δεν ήταν υποταγμένη στην άλλη. 

Υπάρχουν πολλοί σήμερα, και όχι μόνο έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, που ασκούν οξεία κριτική στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στην ιδέα της Χριστιανικής κοινωνίας που αυτή εκπροσωπούσε. Είχαν όμως οι Βυζαντινοί εντελώς άδικο; Πίστευαν πως ο Χριστός, που έζησε ως άνθρωπος πάνω στη γη, είχε λυτρώσει κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, και υποστήριζαν πως κατέστη έτσι δυνατό να βαπτίζονται όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ολόκληρο το πνεύμα και η οργάνωση της κοινωνίας. Έτσι αγωνίστηκαν να δημιουργήσουν ένα εντελώς Χριστιανικό Πολίτευμα ως προς τις αρχές (principles) της διακυβέρνησης και ως προς την καθημερινή ζωή. Το Βυζάντιο στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να γίνουν αποδεκτές και να μπουν σε πράξη οι πλήρεις συνέπειες της Σάρκωσης. Βεβαίως, η προσπάθεια αυτή είχε τους κινδύνους της: συγκεκριμένα οι Βυζαντινοί συχνά έπεσαν στο λάθος να ταυτίσουν το επίγειο βασίλειο του Βυζαντίου με τη Βασίλεια του Θεού, τους Έλληνες ή μάλλον τούς «Ρωμαίους», σύμφωνα με τον όρο που οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν για να περιγράφουν τους εαυτούς τους, με τον λαό του Θεού. Βεβαίως το Βυζάντιο δεν ήρθη πολλές φορές στο ύψος των στόχων που είχε θέσει στον εαυτό του, και η αποτυχία του ήταν συχνά αξιοθρήνητη και καταστροφική. Οι ιστορίες για τη διπλοπροσωπία του Βυζαντίου, τη βιαιότητα και την απανθρωπιά είναι τόσο γνωστές που δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε εδώ. Είναι αληθινές – αλλά είναι μέρος της αλήθειας. Πίσω όμως απ’ όλες τις ελλείψεις του Βυζαντίου μπορούμε πάντοτε να διακρίνουμε το μεγάλο δράμα που ενέπνεε τους Βυζαντινούς: να εγκαθιδρύσουν εδώ πάνω στη γη μια ζωντανή εικόνα της επουράνιας πολιτείας του Θεού. 

(Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Ware, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», εκδ. Ακρίτας, σ. 64-76)

πηγή

Τρίτη, Μαΐου 21, 2013

Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


AYTOKRATVR_KVNSTANTINOS
Ἰωάννης Β. Βελιτσιάνος
Διδάκτωρ Θεολογίας Α.Π.Θ.  –
Επιστημονικός Συνεργάτης (Ι.Ε.Θ.Π.)
                                                           
Ο  Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Constantinus) ή Μέγας Κωνσταντίνος  ή  Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος  υπήρξε  Ρωμαίος  αυτοκράτορας από το 274 μ.Χ. έως τον  θάνατό  του  το 337 μ.Χ.. Υπήρξε  αυτοκράτορας  της Δύσεως από  το  312 μ.Χ.  έως  το 324 μ.Χ.  και  μονοκράτορας  από  το 324 μ.Χ.  ως  το  337 μ.Χ.[1] .
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι μόνο αυτός ο χαρισματικός ηγέτης, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και όχι κάποιος άλλος, καθιέρωσε αμετάκλητα τη χριστιανική διδασκαλία ως την επίσημη θρησκεία και αφιέρωσε όλη του την πολιτική δραστηριότητα υπέρ της επικρατήσεως του χριστιανισμού, τον οποίο ισχυροποίησε και ενδυνάμωσε. Η μεγάλη του βέβαια προσφορά – η οποία δέχεται και την σκληρότερη κριτική – ήταν να αντιληφθεί το μεγαλείο του Χριστιανισμού, για τον οποίο πίστεψε πως μπορεί να διαδραματίσει μέγιστο ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία. Πράγματι το αποτέλεσμα τον δικαίωσε, γιατί ο Χριστιανισμός μαζί με τον Ελληνισμό, τον Ανθρωπισμό, την Αναγέννηση, τη Γαλλική Επανάσταση και τις άλλες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, δημιούργησαν τον σύγχρονο πολιτισμό του λεγόμενου Δυτικού κόσμου.
            Ο Κωνσταντίνος ενώ ζούσε στην αυλή του Διοκλητιανού, γνώριζε όλα τα αίτια καθώς και την έκταση των άγριων διωγμών εναντίον των χριστιανών. Το τέλος αυτών των διωγμών άρχισε μόνο μετά το όραμα του Κωνσταντίνου πριν από τη μάχη της Μαλβίας γέφυρας το 312 μ.Χ., όταν είδε (Κωνσταντίνο) στον ουρανό σχηματισμένο το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού, με την προτροπή: «εν τούτω νίκα»  (στα λατινικά: hoc signo victor eris)[2].
Αρχές του έτους 313 μ.Χ. αρχίζει η  εποχή του Χριστιανισμού με το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (σημερινό Μιλάνο), με το οποίο δόθηκε στη χριστιανική θρησκεία απόλυτη ελευθερία και το οποίο δικαίως θεωρείται ως η Magna Charta της χαρακτηριστικής ομολογίας του Χριστιανισμού. Η ευνοϊκή και θετική στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στο Χριστιανισμό, από πολλούς θεωρήθηκε ως καιροσκοπισμός και ως ένας πολιτικός ελιγμός για την ενότητα της αυτοκρατορίας του. Αυτό όμως δεν ευσταθεί για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Ήδη σπέρματα συμπάθειας του προς τον Χριστιανισμό υπήρχαν από το οικογενειακό του περιβάλλον. Όπως είναι γνωστό η μητέρα του Ελένη ήταν Χριστιανή. Αλλά και ο πατέρας του Κωνστάντιος Χλωρός αν και ειδωλολάτρης διάκειτο ευμενώς προς τους Χριστιανούς και όπως μας διασώζει και ο Ευσέβιος, όχι μόνο δεν τους κατεδίωκε αλλά συμβούλεψε τον Κωνσταντίνο, να πράξει και αυτός το ίδιο: « Ο βασιλεύς Κωνστάντιος, αφού πέρασε όλη του την ζωή πραότατα, φέρθηκε ευνοϊκά προς τους υπηκόους του και φιλικά προς τον θείο λόγο»[3]Την ειλικρινή μεταστροφή του στο Χριστιανισμό δείχνει και το εξής γεγονός. Το 326 μ.Χ. μετέβη ο Κωνσταντίνος στη Ρώμη για να γιορτάσει τα Βικενάλια, τα εικοσάχρονα δηλ. της βασιλείας του. Όταν κλήθηκε από την Σύγκλητο να συμμετάσχει σε ειδωλολατρική γιορτή, με θυσίες στους θεούς, όχι μόνο αρνήθηκε αλλά και τις ειρωνεύτηκε, με αποτέλεσμα ο οργισμένος όχλος να λιθοβολήσει το άγαλμά του. Όπως μας μαρτυρεί ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, όταν το έμαθε ο Κωνσταντίνος, όχι μόνο δεν τιμώρησε τους ενόχους, αλλά χαριτολογώντας ρώτησε τους αυλικούς του, αν βλέπουν κάποια σημάδια στο πρόσωπό του και όταν έλαβε αρνητική απάντηση, άφησε ελεύθερους τους ενόχους[4]
 Επιπλέον όσων έχουμε αναφέρει,  δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας και τούτο, ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στέλνει επιστολή στον βασιλιά των Περσών, Σαπώρ, στην οποία εκθειάζει το μεγαλείο της χριστιανικής πίστης[5] .  Περιττό, βέβαια, θεωρούμε να αναφερθούμε στα γνωστά μέτρα που πήρε υπέρ του Χριστιανισμού και τα οποία προκάλεσαν τη μήνιν των Εθνικών (ειδωλολατρών), π.χ. ανέγερση Ναών, σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, καθιέρωση Πάσχα και Κυριακής αργίας και τόσων άλλων που μπορεί να βρει ο αναγνώστης, στον «Βίον Κωνσταντίνου» του Ευσέβιου.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προσπάθησε να αποκαταστήσει την ενότητα της Εκκλησίας, έπειτα από τέσσερα χρόνια διωγμών, όμως, άρχισε να δείχνει ανοχή στους σχισματικούς, γιατί αυτό που τον ενδιέφερε κυρίως ήταν η ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας και η ομόνοια μεταξύ των θρησκευτικών λειτουργών.
Από όλα τα θρησκευτικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο Κωνσταντίνος στην Ανατολή, το μεγαλύτερο ήταν η διαμάχη του Αλεξάνδρου, επισκόπου Αλεξανδρείας, με τον πρεσβύτερο Άρειο. Η διδασκαλία του Αρείου έως τον 7ο αιώνα είχε μεγάλη απήχηση και πέρα από τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος αμφισβητούσε τη θεϊκή ιδιότητα του Ιησού, τον οποίο θεωρούσε κτίσμα του Θεού. Σε πολλές τοπικές συνόδους η διδασκαλία αυτή όπως και οι οπαδοί της είχαν καταδικαστεί και αναθεματιστεί, ωστόσο η επιρροή της αυξανόταν. Τον Φεβρουάριο του 325, ο Άρειος καταδικάστηκε ακόμα μία φορά στην Αντιόχεια, σε άλλη μια τοπική σύνοδο. Την ίδια χρονιά, λίγο αργότερα, ο Άρειος προσπάθησε να συναντήσει τον Κωνσταντίνο στη Νικομήδεια για να τον πείσει για το θεμιτό της διδασκαλίας του. Ο αυτοκράτορας, όμως, λόγω της δυσάρεστης πείρας του από το δονατιστικό σχίσμα της Βόρειας Αφρικής – για το οποίο αν και προηγείται χρονικά θα αναφερθούμε παρακάτω – εγκατέλειψε τα διπλωματικά μέσα και τα ημίμετρα και συγκάλεσε στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α΄ Σύνοδο της Εκκλησίας. H Σύνοδος αυτή δεν συγκλήθηκε ως «οικουμενική». Ο όρος αυτός είναι μεταγενέστερος, έχει θεολογικό και κυρίως δογματικό περιεχόμενο. Μία σύνοδος χαρακτηρίζεται οικουμενική από κάποια επόμενη που αποδέχεται τις αποφάσεις της προηγούμενης ως δογματικό θέσφατο και κυρίως για να αποδείξει ότι δέχεται το κύρος της προηγούμενης. Έτσι κατά τη Σύνοδο του 381 στην Κωνσταντινούπολη η Σύνοδος της Νίκαιας του 325 χαρακτηρίστηκε «Α΄ Οικουμενική».
Σύμφωνα με τον Ευσέβιο, 250 επίσκοποι και αναρίθμητοι πρεσβύτεροι, διάκονοι και ακόλουθοι συνέρρευσαν στη Νίκαια προς το τέλος της άνοιξης του 325 από κάθε άκρη της χριστιανοσύνης: «Καί Πέρσης ἐπίσκοπος τῇ συνόδῳ παρῆν, οὐδέ Σκύθης ἀπελιμπάνετο τῆς χορείας»[6]. Παρόλο που ο αυτοκράτορας ήταν αβάπτιστος και τότε ήταν ακόμα κατηχούμενος, ο ίδιος κήρυξε την έναρξη της Συνόδου και προήδρευε στις συνεδριάσεις της[7]. Η έναρξη οργανώθηκε, έτσι ώστε να συντελέσει στην προβολή του αυτοκρατορικού αξιώματος με τονισμό της υπόστασης του ηγεμόνα ως pontifex maximus του ρωμαϊκού κράτους. Όταν μαζεύτηκαν όλοι και δόθηκε το σύνθημα, οι πύλες άνοιξαν και εμφανίστηκε ο Κωνσταντίνος «οἵα Θεοῦ ἄγγελος, λαμπράν μεν ὣσπερ φωτός μαρμαρυγαῖς ἐξαστραπῶν περιβολήν, ἀλουργίδος πυρωποῖς καταλαμπόμενος ἀκτῖσι, χρυσοῦ τε καί λίθων πολυτελῶν διαυγέσι φέγγεσι κοσμούμενος»[8].9 Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος αποκρυστάλλωσε την ιερατική εικόνα του ηγεμόνα για ολόκληρη τη Βυζαντινή εποχή,10 τονίζοντας τον καισαροπαπισμό του κρατικού συστήματος κατά το Μεσαίωνα στην Ανατολή. Υποβάλλοντας όμως στους επισκόπους την ιδέα για το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος, ο Κωνσταντίνος θέλησε να επιδείξει στο κοινό και τη χριστιανική ταπεινότητα, που τυπικά τη θεωρούσε απαραίτητο χαρακτηριστικό του ηγεμόνα. Έτσι αρνήθηκε το κάθισμα που του πρότειναν, περιμένοντας ευλαβικά να πάρουν θέση πρώτα οι ιερείς, ενώ κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων προσπαθούσε συνέχεια να δημιουργεί κλίμα εγκαρδιότητας, εκφράζοντας με σπασμένα ελληνικά τη γνώμη του πάνω σε κάθε θέμα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ευσέβιου.11 Τον εναρκτήριο λόγο του εκφώνησε στα λατινικά και τόνισε το θέμα της ειρήνης και της ομόνοιας μέσα στην Εκκλησία. Μετά τον εναρκτήριο λόγο του Κωνσταντίνου, ο αυτοκράτορας πήρε και έκαψε γραπτά αιτήματα που του είχαν παραδώσει προηγουμένως οι επίσκοποι και τα οποία περιείχαν αλληλοκατηγορίες, λέγοντας: «Ο Χριστός απαιτεί από εκείνον που επιζητεί να λάβει συγχώρηση να συγχωρεί τον αδελφό του»[9].
Η Σύνοδος τελικά συνέταξε τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως[10]με τον κρίσιμο χαρακτηρισμό του Υιού ως «ομοουσίου» με τον Πατέρα, καθώς και 20 κανόνες που καθόριζαν θέματα θρησκευτικής προτεραιότητας και συμπεριφοράς. Επίσης ορίστηκε ο τρόπος υπολογισμού της ημέρας του εορτασμού του Πάσχα. Αποφασίστηκε επίσης, σχεδόν ομόφωνα, να εξοριστεί ο Άρειος από την Αίγυπτο[11] – ενώ στην εξορία και την ταπείνωση τον ακολούθησαν οι οπαδοί του Ευσέβιου Νικομήδειας και του Θεόγνιδος  Νικαίας. Είναι σχεδόν αδύνατο να διαμορφωθεί ακριβής γνώμη για τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθησαν οι συνεδριάσεις, επειδή τα πρακτικά αυτής της συνόδου δεν έχουν διασωθεί.[12] Το βέβαιο όμως είναι ότι ο Κωνσταντίνος με τον ενεργό και αποφασιστικό ρόλο του σε όλη τη διαδικασία θεμελίωσε την αρχή της ανάμειξης της κοσμικής εξουσίας στα εκκλησιαστικά.
Το 313 ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε, όπως είδαμε, μαζί με τον συνάρχοντά του Λικίνιο το διάταγμα εκείνο που χάρισε την ειρήνη στην Εκκλησία.  Μετά από το διάταγμα εκείνο ακολούθησαν και άλλα με τα οποία παραχωρήθηκαν διάφορα προνόμια στην Εκκλησία. Η συνεννόηση όμως των δύο αρχόντων δεν κράτησε για πολύ. Ο Λικίνιος άρχισε πάλι να υποστηρίζει την εθνική (ειδωλολατρική) θρησκεία. Έτσι ο πόλεμος μεταξύ των δύο αρχόντων (το 323) ήταν πόλεμος ανάμεσα σε δύο θρησκείες. Ο Χριστιανισμός νίκησε στο πρόσωπο του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος από τότε πλέον αναδείχτηκε μονοκράτορας.  Ο Κωνσταντίνος υποστήριξε τον Χριστιανισμό με όλη του την δύναμη, χωρίς όμως να εμποδίσει την εθνική θρησκεία. Μέχρι τον θάνατό του διατήρησε τον τίτλο του «μέγιστου ποντίφικα»της εθνικής θρησκείας, ενώ ταυτόχρονα ήταν κατηχούμενος στον Χριστιανισμό. Επάνω στα νομίσματά του ήταν αποτυπωμένες οι εικόνες του Χριστού και του ήλιου. Αλλά αυτά μονάχα ήταν τα κοινά σημεία που συνέδεαν ακόμη τον Κωνσταντίνο με την αρχαία πίστη, γιατί ήταν φανερό ότι είχε εγκαταλείψει όλα τα υπόλοιπα εθνικά θρησκευτικά έθιμα. Στις περισσότερες μεγαλουπόλεις της Ανατολής ανήγειρε χριστιανικούς ναούς. Επάνω στον πανάγιο τάφο οικοδόμησε το ναό της Αναστάσεως του Χριστού. Τότε, κατά την παράδοση, βρήκε η μητέρα του, η αγία Ελένη, τον τίμιο Σταυρό.  Το 330 μετέφερε την έδρα του Ρωμαϊκού κράτους από την Ρώμη στο Βυζάντιο, το οποίο μετονόμασε Κωνσταντινούπολη και Νέα Ρώμη και κατέστησε πρωτεύουσα του χριστιανικού Ελληνισμού. Βαπτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν τον θάνατό του που συνέβη στην Νικομήδεια στις 21 Μαΐου του 337.
Ο Κωνσταντίνος διείδε με το αλάθητο της διορατικότητας, στην πειθαρχική αρμονία την οποία διέθετε η χριστιανική θρησκεία ότι επρόκειτο για ένα ζωντανό οργανισμό, γεμάτο σφρίγος και έτοιμο να διαδραματίσει ένα παγκόσμιο θετικό για το σύνολο του κράτους σκοπό. Έβλεπε παράλληλα, ότι η χριστιανική Εκκλησία αποτελούσε τον εγγυητή μιας εσωτερικής γαλήνης και ασφάλειας και με δοσμένη από το Θεό ελπίδα και βεβαιότητα θα συντελούσε στη στερέωση μιας διαρκούς ειρήνης. Μπορεί, στην ενέργειά του να αναγνωρίσει  επίσημα τη χριστιανική θρησκεία, να συντέλεσαν και λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας. Όμως η ρίψη όλου του βάρους της αυτοκρατορικής του ιδιότητας υπέρ της θρησκείας αυτής, υπό τις συνθήκες που έχουν ήδη εκτεθεί, θα αποτελούσε έναν επικίνδυνο πειραματισμό, εάν δεν συνοδεύονταν από την προσωπική του πίστη, ότι αυτή είναι από Θεού δοσμένη θρησκεία.
Ο Χριστιανισμός, από τις πρώτες ώρες της επίσημης αναγνωρίσεώς του, έτυχε πολλαπλών προνομιών και άρχισε έτσι η επίσημη στερέωσή του με την κρατική συμπαράσταση, την ενεργητικότητα των επισκόπων, την πίστη των χριστιανών.
Ο όρος Καθολική Εκκλησία, αποτελούσε απ’ αρχής για τον Κωνσταντίνο έναν πολύ σπουδαίο ρόλο. Επιθυμούσε να είναι η Εκκλησία ενωμένη και αδιαίρετη, καθολική σε όλο του το κράτος. Την επιθυμία του και πρόθεσή του για το σκοπό αυτόν, εξέφρασε σε μία του επιστολή προς τον επίσκοπο Ελάφιο το 314 μ.Χ., στην οποία γράφει τα εξής παρακάτω: «Μόνο τότε θα είμαι ευτυχής και απόλυτα βέβαιος, ότι θα τύχω της ευτυχίας και της θεραπείας του παντοδύναμου Θεού, εάν διαπιστώσω ότι όλοι υπό την προκαθορισθείσα μορφή της καθολικής Εκκλησίας του Παναγίου Θεού τον τιμούν εν αδελφική ειρήνη».
Η επιστολή του αυτή γράφτηκε επ’ ευκαιρία του γενόμενου σχίσματος στην Αφρικανική εκκλησία, εξαιτίας των Δονατιστών. Ο Κωνσταντίνος ανέθεσε σε εκκλησιαστικό δικαστήριο υπό την προεδρεία του επισκόπου Ρώμης Μιλτιάδη, ο οποίος συγκάλεσε σχετική επ’ αυτού Σύνοδο. Όταν οι Δονατιστές διαμαρτυρήθηκαν για την εκδοθείσα απόφαση, η οποία ήταν εναντίον τους, ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε το 314 μια νέα Σύνοδο στην Άρλη και για την οποία και πάλι οι Δονατιστές διαμαρτυρήθηκαν. Τότε ο Κωνσταντίνος έγραψε και απέστειλε σ’ όλους του συνοδικούς επισκόπους μια επιστολή, στην οποία επισήμανε ότι οι αποφάσεις θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές από τους ιερωμένους σαν να είναι παρών ο Κύριος. Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος ήθελε να καθιερώσει και στη πράξη το θεσμό των Συνόδων, στον οποίο προσέδωσε μια ιδιαίτερη αρμοδιότητα Κανονικού Δικαίου, παράλληλα όμως ανέθεσε στους διοικητικούς υπάλληλους του κράτους του την παρακολούθηση της πιστής εφαρμογής των Συνοδικών αποφάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση των Δονατιστών σε μια επιστολή του προς τον αναπληρωτή επίσκοπο της Αφρικανικής Εκκλησίας Κέλσο έγραφε ότι θα μεταβεί ο ίδιος στην Αφρική με την απόφαση να διασκορπίσει και να εξαφανίσει τους ανυπότακτους, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά πόσο μεγάλη σημασία έδινε στην ενότητα της εκκλησίας.
Σε ένδειξη της μεγαλοσύνης του και προκειμένου να επιτύχει την ενότητα στην εκκλησία της Αφρικής, ακύρωσε τις αποφάσεις του περί εξορίας πολλών Δονατιστών και τους επέτρεψε να επανέλθουν στις έδρες τους. Θα ήταν λάθος αν θεωρούσε κάποιος, ότι οι ενέργειές του αυτές αποτελούσαν μια παρέκκλιση της αρχής να αναμιγνύεται στην αυτονομία της εκκλησίας. Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε ότι, η εκκλησία, με δεδομένη την παραχωρηθείσα ειρήνη και την απελευθέρωσή της σε μεγάλο βαθμό από την κρατική εξουσία, θα έπρεπε να αποδείξει έμπρακτα την αρμονική της συνεργασία με τις Διοικητικές Αρχές, ώστε Εκκλησία και κράτος να παγιώσουν τη γενική ειρήνη.
Παράλληλα η εκκλησία, απελευθερωμένη από τις διώξεις απολάμβανε σε πολύ μεγάλο βαθμό μια ελευθερία στην αυτοδιοίκησή της και ήταν πρόθυμη να αναγνωρίσει στον Κωνσταντίνο την ιδιαιτερότητα της χάρης του Θεού και προς το συμφέρον των πιστών της. Το χωρίς αντίρρηση αναγνωρισθέν από την εκκλησία στον Κωνσταντίνο δικαίωμα να συγκαλεί Συνόδους, βασιζόταν στην πεποίθηση της ηγεσίας της, ότι δια του ορθοδόξου αυτού τρόπου, η δική της πλειοψηφία αποφάσιζε και για θέματα καθαρά δογματικά για την ενότητα και την στερέωση της υπαρξής της. Δημιουργήθηκε έτσι, εκ των πραγμάτων, μια ανώτατη Εκκλησιαστική Αρχή, κυρίως μετά την εμφάνιση της Αρειανής αιρέσεως, η οποία διατηρήθηκε επί αιώνες και είχε αρμοδιότητα να αποφασίζει η ίδια η εκκλησία για την τύχη της. Στη λειτουργία αυτής της Αρχής, έγινε απ’ αρχής ολοφάνερο, ότι αδιάκοπη μέριμνα της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν να καθορισθεί, σύμφωνα με τις Αγίες Γραφές, μια ενιαία μορφή πίστης, η οποία θα θωράκιζε όλη την εκκλησία από τις προσπάθειες των αιρετικών να τη διασπάσουν και να καταστήσουν τον αυτοκράτορα προμαχώνα και παλλάδιο στην υπεράσπιση της πίστης αυτής.
Κατ’ εφαρμογή αυτής της αρχής και σαν απότοκο της Συνόδου της Νίκαιας, συντάχθηκε το σύμβολο της Πίστεως και άλλοι Εκκλησιαστικοί Κανόνες, που υπογράφτηκαν τη 19η Ιουλίου του 325. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, με την ενέργεια αυτή και την προσωπική του συμμετοχή στη Σύνοδο, κατόρθωσε να φέρει την ενότητα στην Εκκλησία και στο κράτος του.
Άλλωστε και ο Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του «Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας», αναφέρει για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ως θεμελιωτή της ενότητας της Εκκλησίας, τα εξής παρακάτω: «Αν στα πρόσωπα των Αποστόλων είδε η Εκκλησία τους «θεμελίους» της θείας οικοδομής της «όντος ακρογωνιαίου αυτού του Χριστού – τους θεμελιωτές της φανέρωσης – Βασιλείας του Θεού πάνω στη γη – στο πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου είδε τον Ισαπόστολο, τον θεμελιωτή της ορατής καθολικότητας και οικουμενικότητας της Εκκλησίας».






[1]               The Oxford History of the Biblical World, OxfordUniversity Press, 2001, σ. 424.
[2]            Ευσέβιος, Εκκλησιαστική  Ιστορία (Historia ecclesiastica).

[3]               Ευσέβιος, «Εκκλ. Ιστ.»,βιβλίο 8, 13». 
[4]              Κυρ. Σιμόπουλος, «Βασανιστήρια και Εξουσία», σ. 276 
[5]               N.H. Baynes, «Constantine the Great and the Christian Church», σ. 26.
[6]               Ευσέβιος, Vita Constantini, βιβλ. 3, 7, 1.
[7]                Βλάσιος Φειδάς, ΕκκλΙστορία, σ. 427.
[8]               Ευσέβιος, Vita Constantini, βιβλ. 3, 10, 3-4.
[9]            Charles Matson Odahl, Constantine and the Christian Empire, 2004, Routledge, σ. 196. Επίσης, ο ιστορικός Foakes-Jackson αναφέρει: «Οι επίσκοποι άρχισαν να παρουσιάζουν τα πολυάριθμα αιτήματά τους στον Αυτοκράτορα αναφέροντας τις πικρίες τού ενός προς τον άλλον· αλλά ο Κωνσταντίνος τα συγκέντρωσε όλα μαζί και τα έκαψε στις φλόγες, έτσι ώστε ο κόσμος να μην γνωρίσει ότι χριστιανοί επίσκοποι είχαν διαφορές μεταξύ τους». (F.J. Foakes-Jackson, A History of the Christian Church: From the Earliest Times to A.D. 461, Cosimo Classics, 1891/2005, σ. 306). Ο Σωζόμενος αναφέρει: «Οἷα δὲ φιλεῖγίνεσθαιπολλοὶ τῶν ἱερέωνὡς ὑπὲρ ἰδίων πραγμάτων ἀγωνίσασθαι συνελθόντεςκαιρὸν ἔχειν ἐνόμισαντῆς τῶν λυπούντων διορθώσεως· καὶ περὶ ὧν ἕκαστος τὸν ἄλλον ἐμέμφετοβιβλίον ἐπιδοὺς βασιλεῖ τὰ εἰςαὐτὸν ἡμαρτημένα προσήγγελλενΕπεὶ δὲ ἐφ΄ ἑκάστης εὐχερῶς τοῦτο συνέβαινεπροσέταξεν  βασιλεὺς εἰςῥητὴν ἡμέραν ἕκαστον περὶ ὧν ἐνεκάλει δῆλον ποιεῖνΑφικομένης δὲ τῆς προθεσμίας τὰ ἐπιδοθέντα βιβλίαδεξάμενος αὗται μένἔφη· «Αἱ κατηγορίαι καιρὸν οἰκεῖον ἔχουσι τὴν ἡμέραν τῆς μεγάλης κρίσεωςδικαστὴνδὲ τὸν μέλλοντα πᾶσι τότε κρίνειν· ἐμοὶ δὲ οὐ θεμιτὸν ἀνθρώπῳ ὄντι τοιαύτην εἰς ἑαυτὸν ἕλκειν ἀκρόασιν,ἱερέων κατηγορούντων καὶ κατηγορουμένωνοὓς ἥκιστα χρὴ τοιούτους ἑαυτοὺς παρέχεινὡς παρ΄ ἑτέρουκρίνεσθαιἄγε οὖν μιμησάμενοι τὴν θείαν φιλανθρωπίαν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους συγγνώμῃ ἀπαλειφθέντωντῶν κατηγορουμένων σπεισώμεθα καὶ τὰ περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμενοὗ ἕνεκεν δεῦρο συνεληλύθαμεν».Ταῦτα εἰπὼν  βασιλεὺς τὴν ἑκάστου γραφὴν ἀργεῖν καὶ τὰ βιβλία καυθῆναι προσέταξε».(Σωζόμενος, Εκκλησιαστική Ιστορία 1.17.3-5) Βλέπε επίσης The Papacy and the Civil Power υπό Richard Wigginton Thompson, σ. 306.
[10]             Η ονομασία είναι μεταγενέστερη.
[11]             Μόνο δύο επίσκοποι ψήφισαν κατά. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή ιστορία Α΄ (Θεσσαλονίκη 1992), σ. 137.
[12]             Η έκδοση του Revillont στα κόπτικα των πρακτικών της Α΄ Συνόδου θεωρείται πλαστή από τη σύγχρονη έρευνα. Για τα πρακτικά των οικουμενικών συνόδων βλ. Mansi, J.D., Sacrorum conciliorum, nova et amplissima I (Florentiae 1759, επανεκτύπωση 1960-1961)· Schwartz, E., Acta conciliorum oecumenicorum (ACO), τόμ. I-IV 2 (Berolini et Lipsiae 1913-1940), κ.α.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Τι ψάχνουν να βρουν οι τούρκοι στις υπόγειες μυστικές στοές της Αγιάς Σοφιάς;


ΕΚΤΑΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Μια ομάδα τούρκων κινηματογραφιστών σε συνεργασία με αρχαιολόγους ερευνά από το 2009 τα μυστικά υπόγεια της Αγιάς Σοφιάς, που εδώ και αιώνες παρέμεναν σφραγισμένα.
Στο Έκτακτο Παράρτημα , επειδή είμαστε λίγο περίεργοι, ψάξαμε να βρούμε φωτογραφίες από τις έρευνες και κυρίως να μάθουμε τι ακριβώς προσπαθούνε να βρουν...

Σύμφωνα λοιπόν με τον Κουτσί Ακιλί (μέλος της ομάδας κινηματογραφιστών), κρυφή επιθυμία της ομάδας είναι να βρουν το κρυφό δωμάτιο της Αγίας Σοφίας από όπου διέφυγε ο ιερέας στη λειτουργία της 29ης Μαΐου 1453, αλλά και το δισκοπότηρο που χάθηκε κατά την Άλωση της Πόλης και ο μύθος το θέλει να βρίσκεται κάπου στα βάθη της! «Αυτό το δωμάτιο δεν μπορεί να είναι μακριά, είναι κάπου εκεί. Και όταν ανακαλυφθεί, πολύ πιθανόν μέσα σε αυτό να βρίσκονται πολλά σημαντικά, ιερά κειμήλια της χριστιανοσύνης», λέει ο Κουτσί Ακιλί και υπογραμμίζει ότι το κρυφό δωμάτιο είναι το πιο σημαντικό από όλα. Δεν αποκλείει μάλιστα μέσα σε αυτό να βρίσκονται ακόμη και ιστορικές έρευνες που έγιναν τα βυζαντινά χρόνια καταγράφοντας στοιχεία για τον πληθυσμό και τις συνθήκες ζωής του.

Να υπενθυμίσω τέλος τα λόγια του Γέροντα για την Πύλη, για να μην ψάχνουν και άδικα...

"Θα πάρουμε την Αγία Σοφία και θ΄ανοίξει και η πύλη. Αυτήν την πύλη δεν την ξέρει κανείς..."
 ,


Κυριακή, Μαΐου 27, 2012

Πρωτοπρ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Η Αγία Υπομονή και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Πηγή

Η Αγία Υπομονή και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Γράφει ο πατήρ Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Το σημείο του σταυρού που αποκαλύφθηκε στον Μέγα Κωνσταντίνο, τον πρώτο βυζαντινό αυτοκράτορα που συνέβαλε στην εδραίωση της χριστιανικής πίστης, δεν προμήνυε απλώς την πανηγυρική δικαίωση του χριστιανισμού. Σφράγιζε ταυτόχρονα και υπογράμμιζε την αλήθεια ότι εκείνος που αναλαμβάνει οποιαδήποτε εξουσία πρέπει να είναι έτοιμος να θυσιαστεί για το λαό του ή μαζί με το λαό του.
β) Έτσι και ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αρνήθηκε να συνθηκολογήσει και να παραδώσει εθελοντικά τη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης στους εχθρούς, έστω κι αν έβλεπε την επερχόμενη καταστροφή. Αρνήθηκε επίσης να εγκαταλείψει την πόλη, όπως του συνιστούσαν οι συγκλητικοί και ο πατριάρχης. «Μπορεί η απομάκρυνσή μου να είναι ευνοϊκή για μένα», απάντησε, «μου είναι όμως αδύνατο να φύγω. Πώς να αφήσω τις εκκλησίες του Κυρίου μας και το θρόνο και το λαό μου σε τέτοιο κακό;»..

γ) Το ήθος αυτό είχε προφανώς διδαχθεί από την πολύτεκνη και καλλίτεκνη μητέρα του αυτοκράτειρα Ελένη, σύζυγο του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου (1349-1425), η οποία ανέθρεψε έξι αγόρια και δύο κορίτσια. Η Ελένη μετά το θάνατο του συζύγου της αναχώρησε από το κοσμικό παλάτι και έζησε για 25 χρόνια στο μοναστήρι της κυρα-Μάρθας ως μοναχή με το όνομα Υπομονή. Πέθανε λίγα χρόνια πριν από την Άλωση και η Εκκλησία την τιμά ως αγία και την εορτάζει στις 29 Μαΐου. Η Αγία Υπομονή μπορεί να επέλεξε το μοναχικό κελί, αλλά πάντοτε ενέπνεε το ανδρείο, φιλειρηνικό αλλά και θυσιαστικό φρόνημα στα παιδιά της.
δ) Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έστειλε στον Μιστρά ως διοικητές τα αδέλφια του Θωμά και Δημήτριο, μεταξύ των οποίων υπήρχε κάποια ψυχρότητα, η Υπομονή δεν έμεινε μόνο στον εθιμοτυπικό χαιρετισμό. Κάλεσε στο μοναστήρι τον αυτοκράτορα και υιό της, τα άλλα δύο παιδιά της, τους συγκλητικούς και τον κοινό φίλο Φραντζή και αφού τα συμβούλεψε, τα δέσμευσε με όρκους να τηρήσουν τις συμφωνίες και τις συμβάσεις, «Ίνα μηδείς του ετέρου τους τόπους και τα όρια υπερπηδά και αρπάζει, αλλά ειρηνικώς να συνεργάζονται». Επέτυχε δηλαδή, ως καλή παιδοτρόφος και αρίστη μητέρα, το «ομόγνωμον». Κι αυτό συνέβαινε πάντοτε, όπως σημειώνει ο Γεώργιος Πλήθων - Γεμιστός. Έτσι οι γιοι της ήσαν ομονοούντες και με το κύρος της μητρικής παρέμβασης «αθορύβως και ησύχως επέλυον τας διαφοράς των».
ε) Η Αγία Υπομονή δεν ωφέλησε μόνο την οικογένειά της. Καθένας που βρισκόταν κοντά της αποκόμιζε καρπούς πνευματικούς. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει ο Γ. Σχολάριος που μετά την Άλωση αναδείχθηκε πατριάρχης: Όταν την επισκεπτόταν κάποιος σοφός, έφευγε κατάπληκτος από τη σοφία της. Όταν τη συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά τη συνάντηση, ντροπιασμένος για τη φτώχεια της αρετής του. Όταν τη συναντούσε κάποιος συνετός, πλουτιζόταν με περισσότερη σύνεση. Όταν την έβλεπε κάποιος νομοθέτης, γινόταν προσεκτικότερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διαπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτο κανόνα Δικαίου.
στ) Και συνεχίζει ο Σχολάριος: Όταν την επισκεπτόταν κάποιος θαρραλέος, ένιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξη από την υπομονή, τη σύνεση και τη δύναμη του χαρακτήρα της. Όταν την πλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονότερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν τη συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεση και μετανοούσε, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό της την ταπείνωση. Όταν τη γνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερο ζήλο. Κάθε πονεμένος καταλάγιαζε κοντά της τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας περιόριζε τη φιλαυτία του. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθε σε επικοινωνία μαζί της και να μην έγινε καλύτερος.
ζ) Στο Βυζάντιο υπήρξε το φαινόμενο αυτοκράτορες, μέλη αυτοκρατορικών οικογενειών άνδρες και γυναίκες, ή άλλοι αξιωματούχοι που είχαν ασκήσει διοίκηση να ασπάζονται ύστερα από κάποιο γεγονός το μοναχικό βίο. Όμως, η εγκατάλειψη των κοσμικών αξιωμάτων και η επιλογή του «εμφιλόσοφου μοναχικού βίου», της «πρακτικής φιλοσοφίας», της άσκησης και της προσευχής, συνοδεύονταν από διαφορετικά κίνητρα. Ορισμένοι «δυσημερούσαν», βρίσκονταν σε δυσμένεια ή σε έκπτωση από το αξίωμά τους και προκειμένου να οδηγηθούν στη φυλακή ή την εξορία αναγκάζονταν να κλεισθούν σε μοναστήρι. Υπήρχαν όμως κι εκείνοι, που εκουσίως εγκατέλειπαν τα εγκόσμια και ζούσαν «εν μετανοία», όπως η Αγία Υπομονή, η οποία αναδείχθηκε πρότυπο συζύγου και μητέρας, αλλά και υπόδειγμα οσιακού βίου. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...