Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Βασίλειος Καλλιακμάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Βασίλειος Καλλιακμάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουνίου 28, 2020

Πνευματική πατρότητα καὶ ποιμαντικές ἀρχές










1. Εἰσαγωγικὰ

Στὶς μέρες μας, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ πνευματικὸ πατέρα ἐννοεῖται ὁ ἐξομολόγος κληρικός. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας εἶναι πολὺ εὐρύτερη. Πατέρας εἶναι μόνο ὁ Θεὸς1. Ὁ Χριστὸς ἐπίσης, ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτεται καὶ ὡς πατέρας τῶν ἀνθρώπων φανερώνοντας στὸ κόσμο τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός. Ἡ πατρικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐντονότερα αἰσθητὴ κατὰ τὴν Ἀνάληψή του. Οἱ μαθητὲς προαισθάνονται τὴν πνευματικὴ ὀρφάνια καὶ διακατέχονται ἀπὸ ἀπερίγραπτη ὀδύνη. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς ἀφήνει ὀρφανούς. Ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»2.

Οἱ ἀπόστολοι διὰ τοὺ Ἁγίου Πνεύματος γεννοῦν πνευματικὰ τέκνα καὶ μεταδίδουν τὸ χάρισμα στοὺς ἐπισκόπους, κι αὐτοὶ στοὺς διαδόχους τους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναγνωρίσθηκαν ὡς Πατέρες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων3. Στοὺς νεότερους χρόνους ἡ λέξη «πνευματικὸς» ἀποτελεῖ συντόμευση τῆς φράσης «πνευματικὸς πατέρας». Ὅμως, εἶναι ἀμφίβολο ἐὰν μὲ τὸν ὅρο «πνευματικὸς» νοεῖται ἐκεῖνος ποὺ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συμβάλλει στὴν καλλιέργεια τῆς χάριτος καὶ θεμελιώνει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Συνήθως «πνευματικὸς» θεωρεῖται ὁ καθοδηγητὴς τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ὁ σύμβουλος, ὁ «ψυχολόγος τῆς θρησκείας», ὁ φύλακας νόμων καὶ κανόνων ἤ ἁπλῶς ὁ ἐξομολόγος καὶ χορηγός της ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.


2. Πνευματικὴ πατρότητα

Ἂς ἀναζητήσουμε ὅμως τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας στὴν βιβλικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Γράφει ὁ Ἄπ. Παῦλος: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, «ἀλλ' οὐ πολλοὺς πατέρας∙ ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»4. Σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει: «Τεκνία μου...πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ὑμῖν»5. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γεννᾶ διὰ τοῦ εὐαγγελίου τέκνα καὶ ὀδυνᾶται νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς στὸ ἀνθρώπινο εἶναι.

Στὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων (4ος αἵ.) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἐπισκόπων χαρίζει τὴ θεία υἱοθεσία. Γὶ αὐτὸ ὡς πνευματικοὺς γονεῖς «τιμᾶν αὐτοὺς καὶ στέργειν», «τοὺς δι’ ὕδατος ἀναγεννήσαντας (βάπτισμα), τοὺς τῷ ἁγίῳ πνεύματι πληρώσαντας (χρίσμα-ἐπίθεση χειρῶν), τοὺς τῷ λόγῳ γαλακτοτροφήσαντας, τοὺς ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀναθρεψαμένους (κήρυγμα), τοὺς ἐν ταῖς νουθεσίαις στηρίξαντας (κατ' ἰδίαν διδαχή), τοὺς τοῦ σωτηρίου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος ἀξιώσαντας, τοὺς τῶν ἁμαρτιῶν λύσαντας (μετάνοια-ἄφεση) καὶ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς εὐχαριστίας μετόχους ποιήσαντας (κοινωνία)»6.

Ἀνάλογες θέσεις ἀπαντοῦν καὶ στὰ κείμενα τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας.Ἔτσι, τόσο τὰ ἀποστολικὰ ὅσο καὶ τὰ μεταποστολικα κείμενα προσδίδουν στὴν πνευματικὴ πατρότητα ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς «τύπος τοῦ πατρός7» δὲν εἶναι ὑπεύθυνος μόνο τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» τὶς ἁμαρτίες, ἀλλά ἀναγεννᾶ μὲ τὸ βάπτισμα, τρέφει μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς νουθεσίες καὶ παρέχει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ μετάνοια κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς εἶναι κυρίως προβαπτισματική.

Μὲ τὴν ἄνθιση τοῦ μοναχικοῦ βίου παρατηρεῖται καὶ ἐκεῖ ἀνάλογη ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς πατρότητας. Ἡ λέξη ἀββᾶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ σανσκρητικά καὶ ἐκφράζει τὴ νέα σχέση τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, χρησιμοποιήθηκε παράλληλα μὲ τὴ λέξη Γέρων κυρίως γιὰ τοὺς χαρισματούχους ἀσκητές καὶ μοναχούς. Πατέρας στὴ μοναχικὴ παράδοση εἶναι ὁ διακριτικὸς μοναχός, ὁ θεοδίδακτος, ὁ γέρων, ὁ ἀββᾶς, ὁ στάρετς. Ἐκεῖνος ποὺ μέσῳ τῆς κάθαρσης ἀξιώθηκε τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης. Ἡ πατρότητα αὐτὴ δὲν πηγάζει ἀπὸ κάποιο Ἱερατικὸ λειτούργημα, εἶναι χαρισματικὴ καὶ συνήθως ἔχει προσωπικὸ χαρακτῆρα. Τὸ χάρισμα ὅμως ἀναπτύσσεται ἐντός της ἐκκλησίας. Συχνὰ οἱ ἐπίσκοποι ἀπευθύνονται σὲ αὐτούς, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ συμβουλὴ καὶ τὴ βοήθεια τους8. Ἀντίστοιχα γιὰ τὶς γυναῖκες, μητέρες τῆς ἐρήμου, ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὰ πνευματικά τους χαρίσματα καὶ βοήθησαν καὶ ἄλλους στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, ἀπαντᾶ ὁ ὅρος «ἀμμᾶς-ἀμμάδες»9.

Κατὰ τὸν 4ο αἰώνα ὑπῆρχαν ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ πρεσβύτερος ἦσαν ἴσοι ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ πατρότητα. Ἀπαντώντας καὶ ἐλέγχοντας τὴν πλάνη αὐτὴ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει ὅτι ἡ «τάξις» τοῦ ἐπισκοποῦ εἶναι « τάξις πατέρων γεννητική». Ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴ χειροτονία «πατέρας γὰρ γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ», ἐνῷ ἡ «τάξις» τοῦ πρεσβυτέρου, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει πατέρες, «διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλλιγγενεσίας τέκνα γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ»10. Βαπτίζει δηλαδὴ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς καθιστᾷ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπως συνέβη μετὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Δεκίου, οἱ ἐπὶσκοποι εἰσάγουν τὸ θεσμὸ τοῦ «ἐπὶ τῆς μετανοίας πρεσβυτέρου», ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ἀτόνησε.

Ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (956-1036) ἀναφέρει ὅτι ἡ πνευματικὴ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» δόθηκε ἀρχικά ἀπό τους ἁγίους ἀποστόλους στοὺς ἀρχιερεῖς. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀπό τους ἀρχιερεῖς μεταβιβάσθηκε στοὺς ἰερεῖς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους, καὶ ἐν συνεχείᾳ στοὺς μοναχούς. Δύο ἦταν οἱ σημαντικότεροι λόγοι ποὺ συνέβαλαν στὴν ἐξέλιξη τῆς μετάδοσης τοῦ χαρίσματος στοὺς μοναχούς. Πρῶτον ἡ ραγδαία διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ αὔξηση τῶν χριστιανῶν καὶ δεύτερον ἡ ἀλλοτρίωση καὶ σχετικοποίηση τῆς χριστιανικῆς ζωης τῶν ἀρχιερέων καὶ ἰερέων. Ἡ ἴδια ἀσθένεια ὅμως προσέβαλε καὶ τοὺς μοναχούς, ὑπὸστηρίζει ὁ Συμεών, καὶ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ «μοναχοὶ πάμπαν ἀμόναχοι»11. Ἡ αὐστηρὴ κριτικὴ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, καθὼς καὶ τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν του δὲ σημαίνει ἄμφισβητηση ἤ ὑποτίμηση τῆς θεσμικῆς διάστασης τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναγέννηση τῆς μοναχικῆς καὶ εὐρύτερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ χαρίσματος τῆς πνευματικῆς πατρότητας.

Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου γιὰ τὴν ἱκανότητα τῶν μοναχῶν νὰ ἀσκοῦν τὸ διακὸνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀμφισβητήθηκαν ἔντονα, κυρίως ὠς πρὸς τὸ «δεσμεῖν καὶ λύειν». Ἔτσι ὁ Βαλσαμών ἕναν αἰώνα ἀργότερα διακρίνει σαφέστατα τὴ διακονία νὰ ἀναδέχονται οἱ μοναχοί τους λογισμοὺς καὶ νὰ δίδουν συμβουλές, ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», ποὺ δίδεται ἀπό τούς ἐπισκόπους μόνο στοὺς ἐξουσιοδοτημένους πρεσβυτέρους12. Πιὸ κατηγορηματικὸς εἶναι ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (1429). «Ἐπίσης καὶ τὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος δὲν πρέπει νὰ παραχωρεῖται σὲ ἁπλούς μοναχούς, ποὺ δὲν ἔχουν χειροτονία. Καὶ τοῦτο, γιατί εἶναι τόσο ἱερὸ αὐτό, ὥστε εἶναι ἔργο μόνο τῶν ἐπισκόπων καὶ ὄχι τῶν ἱερέων, ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες. Οἱ πρεσβύτεροι τὸ ἀσκοῦν μόνο κατ' ἀνὰγκην καὶ ὅταν δὲν εἶναι παρὼν ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλά ἀπών. Τὰ δὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως, ἡ ἁμαρτία τοῦ φόνου καὶ τὰ παραπτώματα τῶν ἱερέων, πρέπει νὰ ἀναφέρονται στὸν ἐπίσκοπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσα διαφεύγουν τὴν γνώση τοῦ πνευματικοῦ. Ὅλα δὲ νὰ γίνονται μὲ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, γιατί ἡ μετάνοια εἶναι δικό του ἔργο, τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν χορήγηση προτρεπτικοῦ γράμματος»13.

Παρόλα αὐτά, σὲ νομοκανονικὲς συλλογὲς τῆς τουρκοκρατίας, λόγῳ τῆς ἔλλειψης ἱκανῶν ἱερέων, προτρέπονται οἱ ἀρχιερεῖς νὰ δίδουν ἐνταλτήριο γράμμα, ὥστε νὰ ἀσκοῦν τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ μοναχοί. Ὁ ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης διαφωνεῖ μὲ τὴν παραπάνω ἄποψη. Ἔτσι ἐπικαλούμενος τὴν προγενέστερη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γράφει ὅτι: «Ἀνίεροι δὲ καὶ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ ἐξομολογοῦν, οὔτε μοναχαί, παρὰ κανόνας γὰρ τοῦτο»14. Ἐπίσης, τὸ Ἐξομολογητάριον ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς καὶ στὴν ἐφαρμογὴ καὶ συμφωνία τῶν ἱερῶν κανόνων. Τὴν πνευματικὴ πατρότητα πρέπει νὰ ἀναλαμβάνουν καὶ νὰ ἀσκοῦν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἔφθασαν μὲ τὴν ἄσκηση στὴν ἀπάθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπειδὴ γνωρίζει τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλλείψεις τῆς ἐποχῆς του, συνιστᾶ στοὺς ἀρχιερεῖς νὰ ἐπιλέγουν τουλάχιστον τοὺς ἐμπειρότερους καὶ γεροντοτέρους «καὶ τούτους νὰ καθιστῶσι Πνευματικούς∙ ἐπειδὴ αὐτοί διὰ τὴν ἡλικίαν, εἶναι καὶ ἐμπειρότεροι εἰς τὴν γνῶσιν, καὶ τὰ πάθη ἔχουν ὁπωσοῦν καταδαμασμένα»15. Δὲν ἀπὸκλείει καὶ τοὺς νεοτέρους, ἂν αὐτοἰ διαθέτουν ἀρετή καὶ φρόνηση γεροντική. Υἱοθετεῖ ἀκόμη τὴν ἄποψη νὰ γίνονται πνευματικοί, «οἱ ἐν γάμῳ ἱερεῖς ὄντες, δηλ. καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἄξιοι, πάρεξ οἱ παρθένοι καὶ ἄγαμοι ἱερομόναχοι»16.


3. Οἱ ποιμαντικὲς ἀρχὲς καὶ ἡ διάκριση

Ὁ κληρικὸς στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση δὲν νοεῖται ὠς ἁπλός θρησκευτικὸς λειτουργός, ὅπως ἀπαντᾶ σὲ νομικὰ κείμενα ἀλλά καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες. Στὶς πηγὲς ὑπάρχει ποικιλία ὅρων μὲ τοὺς ὁποίους ἐκφράζεται τὸ ἔργο τοῦ ποιμένα, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἱερουργία τῶν μυστηρίων. Εἶναι ἱερεύς, καθὼς ἐπίσης καὶ προεστῶς ἤ προϊστάμενος, πρόεδρος, ἡγούμενος, διδάσκαλος, μυσταγωγός, ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, οἰκονόμος τῶν μυστηρίων17. Στοὺς ἕλληνες Πατέρες καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὁ κληρικὸς εἶναι θεραπευτής18, ὑπηρέτης καὶ συνεργὸς στὴν πορεία πρὸς τὴ θὲωση19.

Ὑπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις ἀρχές, μὲ βάση τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν ἱστορία ποιμαίνει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ὁ πνευματικὸς τὶς ἀγνοεῖ, διατρέχει τὸν κίνδυνο τῆς αὐθαιρεσίας. Οἱ γενικὲς ποιμαντικὲς ἀρχὲς εἶναι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ οἰκονομία20. Ὡς ἀκρίβεια ὁρίζεται ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐνῶ ὡς οἰκονομία ἡ πρόσκαιρη παρέκκλιση ἀπὸ αὐτή. Εἰδικότερες ποιμαντικὲς ἀρχές εἶναι ἡ ἀναλογία (μὲ διπλὴ ἔννοια), ἡ ἱστορικότητα καὶ ἡ προσαρμογὴ στὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καθὼς καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου. Γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πνευματικὸς ἀνάλογα μὲ τὴ βαρύτητα τοῦ θέματος, λαμβάνουν ὑπόψη τὶς παραπάνω ἀρχές. Θεμέλιο ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, τὸ consensus patrum. Ἂν ἀγνοοῦμε τὴ θεολογία καὶ τὴν πράξη τῆς ἐκκλησίας, ἡ ποιμαντικὴ κινδυνεύει νὰ μείνει μετέωρη ἤ νὰ προσλάβει κανονιστικὸ καὶ ἀφιλάνθρωπο χαρακτῆρα. Χρειάζεται ὅμως οἱ πνευματικοὶ πατέρες ὡς ὑπεύθυνοι ποιμένες νὰ γνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκρίβεια γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν οἰκονομία, διότι δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο περιπτωτικὲς καὶ γιὰ λόγους οἰκονομίας ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκλαμβάνονται ὡς ἀκρίβεια. Καὶ τὰ ἐπιτίμια ἔχουν θεραπευτικό, ἐκκλησιολογικό, παιδαγωγικὸ καὶ φιλάνθρωπο χαρακτήρα. Δὲν εἶναι ποινὲς ἐξιλέωσης, ὅπως στὴ δυτικὴ θεολογία.

Ἡ πνευματικὴ ἀνακαίνιση, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ τῆς ἐλεύθερης βούλησης τῶν ἀνθρώπων, προϋποθέτει ὠδίνες καὶ κόπους. Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ πνευματικοὶ πόνοι ἀπορρέουν ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες, τὶς πτώσεις, τὴν ἀμετανοησία, τὴ σκληροκαρδία, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἐγκαταλείψεις τῆς πατρικῆς ἑστίας ἐκ μέρους τῶν πνευματικῶν τέκνων. Κοπιώδης ὅμως προσπάθεια καὶ ἄσκηση χρειάζεται προκειμένου νὰ ἀνακαλύπτει καὶ ὁ ποιμένας σὲ κάθε περίπτωση «τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθόν, τὸ εὐάρεστον καὶ τέλειον»21. Διότι, ἂν ἀκολουθεῖ τὴ δική του γνώμη, ἑπόμενο εἶναι νὰ γίνονται λάθη καὶ σφάλματα. «Πᾶσαι αἱ συμφοραί ἐπέρχονται εἰς ἡμᾶς, διότι δὲν ἐρωτῶμεν τους πνευματικοὺς πατέρας οἵτινες ἐτέθησαν, ἵνα καθοδηγοῦν ἡμᾶς∙ οἱ δὲ ἱεράρχαι καὶ πνευματικοί, διότι δὲν ἐρωτοῦν τὸ Κύριον πῶς πρέπει νὰ ἐνεργήσουν», διδάσκει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης22.

Ἡ ὀρθὴ ποιμαντικὴ χειραγώγηση διασφαλίζεται, ὅταν ὁ πνευματικὸς πατέρας ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τὶς θεῖες ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες. Ἡ διάκριση θεωρεῖται στὴ νηπτικὴ παράδοση ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἀρετές. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος διηγεῖται ὅτι στὴ σκήτη τῆς Θηβαΐδας εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ γέροντες καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καὶ πὼς μπορεῖ νὰ φυλαχθεῖ ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό. Ὁ καθένας κατέθετε τὴ δική του γνώμη δίδοντας τὴν πρώτη θέση σὲ κάποια ἀρετή. Ἄλλοι πρόβαλαν τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, ἄλλοι τὴν ἁγνότητα, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν καταφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἄγαθων, ἐνῶ ἄλλοι τὴν ἐλεημο-σύνη καὶ διάφορες ἄλλες ἀρετές. Ὅταν πέρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μὲ τὴ συζήτηση, τελευταῖος μίλησε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος. Ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι ἀπαραίτητες εἶπε, ἀλλά δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δώσουμε σὲ αὖτες τὰ πρωτεῖα, διότι πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης, εἴτε ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ εἴτε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη. Ἡ διάκριση ὡς «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς»,«πάσας τὰς ἐνθυμήσεις καὶ τὰς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου διερευνῶσα, διαστέλλει καὶ διαχωρίζει πᾶν φαῦλον καὶ ἀπαρέσκον Θεῷ πρᾶγμα καὶ μακρὰν αὐτοῦ ποιεῖ τὴν πλάνην»23. Χωρὶς τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καμιὰ ἀρετή δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσφαλἠς μέχρι τέλους. Ἔτσι ἡ διάκριση «πασῶν τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καὶ φύλαξ ὑπάρχει». Μὲ τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου συμφώνησαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι πατέρες24. Ἡ ἀρετή τῆς διάκρισης πρέπει νὰ κοσμεῖ ἰδιαίτερα τὸν πνευματικὸ πατέρα.


4. Συμπερασματικὰ

Ὁ πνευματικὸς μὲ βάση τὶς γενικὲς καὶ εἰδικὲς ποιμαντικὲς ἀρχές ἀλλά καὶ τὴ διάκριση πρέπει νὰ κάνει σωστὴ διάγνωση τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ μετανοοῦντος. Ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει μὲ κάθε τρόπο στὴν πνευματικὴ καρποφορία ἀξιοποιώντας τὸ χάρισμα τοῦ καθενός. Σκοπὸς τῆς ποιμαντικῆς χειραγώγησης δὲν εἶναι ὁ πειθαναγκασμὸς τοῦ πιστοῦ σὲ ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα, ἀλλά ἡ καθοδήγησή του στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει ἡ πνευματικὴ πατρότητα καὶ ἡ πνευματικὴ υἱότητα νὰ καλλιεργοῦνται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, τῆς κοινῆς ἀναφορᾶς καὶ τῆς ὑπακοῆς στο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὅταν διασφαλίζεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἄνθρωπων γεννιοῦνται ὑγιῆ πνευματικὰ τέκνα, ὁλοκληρωμένα πρόσωπα. Ὁ πνευματικὸς δὲν εἶναι κανονοφύλακας, ἀλλά χαρισματικὸς νομοθέτης καὶ μυσταγωγὸς στὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Καὶ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἄθλημα πνευματικό, ποὺ βοηθᾶ στὴν ὡρίμανση καὶ τὴ χειραφέτηση. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση πίσω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τὸ πρόσχημα τῆς ὑπακοῆς μπορεῖ νὰ κρύπτονται δικανικὲς ἀντιλήψεις, αὐτοδικαιωτικὲς νοοτροπίες, ψυχοπαθολογικὲς ἐξαρτήσεις, ποὺ ἀφοροῦν κατὰ κύριο λόγο στοὺς πνευματικοὺς πατέρες ἀλλά καὶ στὰ πνευματικὰ τέκνα.




1. «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς∙ εἰς γὰρ ἔστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὔρα-νοῖς» (Μάτθ. 23,9).
2. Πρβλ. Ἰωαν. 16,13
3. Βλ. π. Γ. Φλορόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μετάφρ. Δ. Τσάμη, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 147.
4. Α' Κόρ. 4,14.
5. Γάλ. 4,12.
6. Αἰαταγαὶ Ἀποστόλων, 2,33, ΒΕΠΕΣ τόμ. 2, ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας, Ἀθῆναι 1955, σ. 38-39.
7. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Μαγνησιεῖς 6,1 PG 5, 669AB∙ Τραλλιανοῖς 3 PG5, 677AB.
8. Παῦλος Εὐδοκίμωφ, «Ἡ πνευματικὴ πατρότητα», μτφρ. Γ. Κυθραιώτης, στὸ συλλογικὸ ἔργο, Ὀρθοδοξος μοναχισμός, ἐκδ. Ἁρμός, σ. 53.
9. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ἱστορία α', τόμ. 1, μετάφραση-εἰσαγωγὴ-σχόλια, Ν.Θ. Μπουγάτσου - Α.Μ. Μπατιστάτου, ἔκδ. Τῆνος, Ἀθήνα χ.χ., σ. 182.
10. «Καὶ ὅτι μὲν ἀφροσύνης ἔστι τὸ πᾶν ἔμπλεων, τοῖς σύνεσιν κεκτημένοις τοῦτο δῆλον τὸ λέγειν αὐτὸν ἐπίσκοπον καὶ πρεσβύτερον ἴσον εἶναι. Καὶ πῶς ἔσται τοῦτο δυνατόν; Ἡ μὲν γὰρ ἔστι πατέρων γεννητικὴ τάξις∙ πατέρας γὰρ γεννᾷ τὴ Ἐκκλησίᾳ ἡ δὲ πατέρας μὴ δυναμένη γεννᾶν, διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὐ μὴν πατέρας καὶ διδασκάλους». Κατὰ αἱρέσεων 3,1, 55,4 PG 42, 508CD.
11. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 52-53.
12. Β. Χριστοφορίδη, ὅ.π.,σ.57.
13. Περὶ μετανοίας, μτφρ. Ἰ. Φουντούλη, Τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς μετανοίας, Εἰσηγήσεις-Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας ἔτους 2002, Δράμα 2002, σ. 407.
14. Πηδάλιον σ. 313.
15. Ἐξομολογητάριον, σέλ. 12.
16. Ὅπ.π., σελ 13.
17. John H. Erickson, The challenge of our past, Studies in Orthodox Canon Law and Church History, St. Vladimir's Seminary Press, NY 1991, σ. 54.
18. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 21, PG 35, 492C.
19. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 26, PG 35, 436ΑΒ.
Βλ. J. Erickson, ὅπ. π., σ. 56.
20. Βλ. περισσότερα γιὰ τὸ θέμα στὴ μελέτη μας Μεθοδολογικὰ πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, σ. 73 κ.ε. ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.
21. Ρωμ. 12,2.
22. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1995, σ. 505.
23. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρὸς Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία τόμ. Α', ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1982, σ. 86.
24. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, ὁ.π, σ. 87. Στὴ συνέχεια ὁ ὅσιος Κασσιανὸς διηγεῖται διάφορα παραδείγματα μοναχῶν ποὺ πλανήθηκαν, διότι δὲν εἶχαν τὴν ἀρετή της διάκρισης. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ περίπτωση τοῦ ἀσκητή Ἤρωνα, ὁ ὁποῖος ἐνῶ νήστευε καὶ ἐγκρατευόταν μὲ αὐστηρότητα, ἔφθασε στὸ σημεῖο ἀκολουθώντας τὸ λογισμό του νὰ μὴ συνεορτάζει τὸ Πάσχα μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς γιὰ νὰ μὴ διακόψει τὸν «κανόνα του». Ἀπατημένος ὅμως ἀπὸ τὸ «ἴδιον θέλημα» καὶ τὸν διάβολο τὸν προσκύνησε ὡς ἄγγελο φωτός. Ἔτσι μὲ σκοτισμένο νοῦ ἔπεσε ἑκούσια σὲ πηγάδι πιστεύοντας τὰ λόγια τοῦ Σατανᾶ, ὅτι θὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ σῶος. Οἱ πατέρες μὲ πολὺ κόπο τὸν ἔβγαλαν μισοπεθαμένο καὶ μετὰ τρεῖς μέρες ξεψύχησε. Ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος φιλάνθρωπα φερόμενος δὲν τοῦ στέρησε τὰ μνημόσυνα καὶ τὶς προσευχὲς ποὺ γίνονται στοὺς κεκοιμημένους, διότι θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὁ θάνατος τοῦ ὡς αὐτοκτονία. Ὅ.π., σ. 87.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 03, 2018

«Φωτισμός, Βάπτισμα και ποικιλία των χαρισμάτων»


του π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη
 
Τα Θεοφάνεια μαρτυρείται ως η αρχαιότερη χριστιανική εορτή μετά το Πάσχα. Κατά την εορτή αυτή αποκαλύπτεται το φως της τρισηλίου θεότητος και γίνεται της «Τριάδος η φανέρωσις».

Φωτίζεται το γένος των ανθρώπων, αγιάζονται τα ύδατα και η ολόκληρη η κτίση. Ο Δαμασκηνός Στουδίτης σε ένα Λόγο στα Άγια Θεοφάνεια γράφει τα εξής: «Και Φως ονομάζεται ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα… Φως ονομάζεται και εκείνο που έδιωξε το πρωτόγονον σκότος· Φως ονο­μά­ζεται και η ε­ντολή, πού έδωκεν ο Θεός εις τον Αδάμ, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ· «Λύχ­νος τοις ποσί μου ο νόμος σου, και Φως ταις τρίβοις μου»… Φως ονομάζεται και εκείνο που εφάνη εις τους ποιμένας, όταν εγεννήθη ο Χριστός εις το σπήλαιον· Φως ονομάζεται και του αστέρος η λάμψις, που ωδήγει τους Μάγους από την Ανατολήν έως την Βηθλεέμ· Φως ονομάζεται και εκείνο που έδειξεν ο Χριστός εις το Θα­βώ­ριον όρος, και έλαμψεν εμπρός εις τους Μαθητάς· … Φως ονομάζεται και εκείνο, που μέλλουν να λάμψουν οι δίκαιοι εις την δευτέραν Παρουσίαν· Φως ονομάζεται κα­θαρώς και καθολικά το Άγιον Βάπτισμα… Βάπτισμα από νερόν, και από Άγιον Πνεύμα.. ο άνθρωπος είναι διπλούς, από κορμί και από ψυχήν·… Το σώμα καθαρίζεται με το νερό, την δε ψυχή το Άγιον Πνεύμα την καθαρίζει και την λαμπρύνει».

Στο μεθέορτο αποστολικό ανάγνωσμα (Εφεσ. 4, 7-13) που έχει επιλεγεί για την Κυριακή μετά τα Φώτα εστιάζεται το ενδια­φέ­ρον στη χάρη που απορρέει από το πρόσωπο του Χρι­στού, στην ποικιλία των χαρισμάτων και την πνευματική ωρίμανση των χριστια­νών. Γράφει ο Απόστολος: Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ… καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

Λί­γο πιο πάνω, στην αρχή του κεφαλαίου ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στην ενότητα της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί «εν σώμα» που ζωογονείται και τροφοδοτεί­ται από «εν Πνεύμα». Τα μέλη του σώματος αυτού συνδέει «μία πίστη», «ένα βάπτισμα» και η κοινή αναφορά στον «ένα Κύριο».

Αφού το εν λόγω αποστολικό ανάγνωσμα σφραγίζει το τέλος του αγίου δωδεκα­ημέρου να σημειωθεί ότι, κατά την εορτή των Χριστουγέννων ο Χριστός αποκαλύπτεται ως «βρέφος σπαργανούμενον». Στα Θεοφάνεια όμως, φανερώνεται ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ως «Υιός του Θεού ο αγαπητός», ως το φως του κόσμου που χορηγεί πλουσιοπάροχα το φωτισμό σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στη ζωή. Και στον κα­θένα δίδεται χάρισμα πνευματικό σύμφωνα με το μέτρο που μοιράζει ο Χριστός τη δωρεά του. Αυ­τός έδωσε άλλοι να είναι απόστολοι, άλλοι προφήτες, άλλοι ευαγγελιστές, άλ­λοι ποιμένες και διδάσκαλοι.

΄Ετσι η Εκ­κλη­σία που έχει κεφαλή τον Χριστό δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για να παρέχει χάρη και αγιασμό στα μέλη της, να ζωογονεί και να ανα­δει­κνύει τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους. Οπότε, με την ενότητα της πίστεως και την κοι­νω­νία του Αγίου Πνεύματος ζωογονούνται όλα τα χαρίσματα του εκκλησια­στι­κού σώματος και συγκροτείται θεία αρμονία. Το πρώτο δώρο που παρέχει η Εκκλησία στον κα­θένα είναι το βάπτισμα. Με το βάπτισμα αλλοιώνεται οντολογικά ο άνθρωπος. Μπολιάζεται με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα οποία στη βιβλική παράδοση πα­ρουσιάζονται κυρίως ως σοφία και σύνεση, γνώση και ευσέβεια, φόβος Θεού και χαρά, ειρήνη και δικαιοσύνη, χρηστότητα και αγαθοσύνη, πίστη, ελπίδα και αγάπη. Με την ελεύθερη βούληση καλείται ο χριστιανός να αναδείξει τα χαρίσματα αυτά στη ζωή του, συνεργώντας στο έργο της χάριτος.


Στις μέρες μας επικρατεί ο νηπιοβαπτισμός κι όλα τα παραπάνω γίνονται δυσδιάκριτα. Το βάπτισμα συχνά μετατρέπεται σε κοσμικό γεγονός, που χάνει την ιερότητά του και το βαθύ εκκλησιολογικό του περιεχόμενο. Θεωρείται ως μια καλή συνήθεια και πολιτιστικό αυτονόητο. Ετσι, όταν δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκ μέ­ρους των γονέων, των ανα­δόχων, αλλά και των κληρικών για ουσιαστική πνευματική καρποφορία των παιδιών που σταδιακά ενηλικιώνονται, το βάπτισμα και οι ευεργετικές του συνέπειες λησμονούνται.

Κι ενώ η χριστιανική ζωή παραπέμπει στη ζωή του φωτός, τη ζωή της πραγμα­τικής ελευθερίας και της χάριτος, οι άνθρωποι αγαπούν μάλλον το σκοτάδι παρά το φως. Γι’ αυτό τα Θεοφάνεια, που θυμίζουν στους χριστιανούς τα αγια­σμέ­να ύδατα της κολυμβήθρας του βαπτί­σματος, αποτελούν αφορμή για ανα­νέωση της σχέσης με τον Χρ­στό και την Εκκλησία. Πάντως δεν είναι τυχαίο ότι στη λαϊκή παράδοση και στο συλλογικό υποσυνείδητο του ελληνικού λαού το χριστιανικό βάπτισμα δεν λησμο­νεί­ται εντελώς.

Είναι χαρα­κτηριστικό, ότι κατά την εορτή των Θεοφανείων πλήθη λαού προσέρχονται στους ιερούς ναούς, για να αγιασθούν και να μεταλάβουν του μεγάλου αγια­σμού. Τα Θεοφάνεια, που λέγονται και Φώτα, θυμίζουν στον καθένα την ημέρα του θείου φωτισμού και της εισόδου του στην Εκκλησία. Δεν αρκεί όμως η εθιμική υπενθύμιση του βαπτίσματος, χρειάζεται και υπαρξιακή μετοχή στη ζωή του φωτός. Όταν οι κληρικοί καταρτίζουν πνευματικά και μυσταγωγούν τους πιστούς στην εν Χριστώ ζωή, οικοδομεί­ται το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία. Απώτερος στόχος η κατά Χριστόν τελείωση και η πνευμα­τική ωρίμανση, ώστε να φθάσουμε στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός.

Ο Ιανουάριος είναι γεμάτος από μνήμες αγίων, που αποτελούν πραγματικά φώτα στο σύγχρονο κόσμο. Το πώς βέβαια έχουν ανατραπεί τα πράγματα, και η Εκκλησία από κατεξοχήν χώρος της χάριτος και του φωτός παρουσιάζεται συχνά ως φορέας σκοταδιστικών αντιλήψεων είναι μεγάλο θέμα, που δεν μπορεί να αναλυθεί στην παρούσα συνάφεια. Υπάρχουν ιστορικές ευθύνες κυρίως της δυτικής χριστιανοσύνης γι’ αυτό. Όμως, σε κάθε περίπτωση όποιος θέλει προσωπικά να μεταλάβει του θείου φωτισμού, μπορεί να καλλιεργήσει τη χάρη που έλαβε στο Βάπτισμα και να γίνει φωτοφόρος. Κανείς δεν μπορεί να τον εμποδίσει!

Παρασκευή, Μαΐου 06, 2016

Κυριακή του Θωμά: Απιστία και θεία συγκατάβαση

Κυριακή του Θωμά: Απιστία και θεία συγκατάβαση



α) Η θεία συγκατάβαση ως συνέχεια του μυστηρίου της θείας κένωσης δεν περιορίζεται στον Σταυρό και την ταφή. Συνεχίζεται και μετά την Ανάσταση. Ο αναστάς Κύριος δεν ήλθε να επιβάλει βιαίως το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως στους ανθρώπους. Ούτε τους υποχρέ-σε να το ασπασθούν απροϋπόθετα. Αποδέχεται και ως δοξασμένος Κύριος να γίνει αντικείμενο έρευνας. Αναγνωρίζει στον Θωμά τη λογική αδυναμία να πιστέψει και συγκαταβαίνει για μια ακόμη φορά στην ανθρώπινη αμφισβήτηση.
β) Ας δούμε όμως συνοπτικά το περιεχόμενο του σημερινού ευαγγελίου, όπως περιγράφεται από τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Ιωάν. 20.19-29). Μετά τη σταύρωση και την ταφή του Ιησού οι μαθητές σκορπίστηκαν και φόβος κατέλαβε τις ψυχές τους. Ο διδάσκαλός τους είχε θανατωθεί με ατιμωτικό θάνατο. Και οι ίδιοι κινδύνευαν από τη μήνη των γραμματέων και Φαρισαίων. Συγχρόνως με δυσπιστία άκουγαν τις διαβεβαιώσεις των μυροφόρων γυναικών, ότι είδαν τον αναστημένο Κύριο.
γ) Κι ενώ οι μαθητές το εσπέρας της Κυριακής ήταν συναγμένοι στο υπερώο «διά τον φόβον των Ιουδαίων», και παρότι οι πόρτες ήταν κλειστές, παρουσιάστηκε ο Κύριος και τους λέγει: «Η ειρήνη να είναι μαζί σας». Ταυτόχρονα τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Στη συνέχεια φύ-ση-ξε στα πρόσωπά τους λέγοντας: «Λάβετε Πνεύμα άγιον, εάν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κάποιου του είναι συγχωρημένες• αν δεν τις συγχωρήσετε, θα μείνουν ασυγχώρητες». Ο Θωμάς δεν ήταν μαζί τους όταν ήλθε ο Ιησούς. Του είπαν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο». Εκείνος απαντά: «Εάν δεν δω στα χέρια του το σημάδι από τα καρφιά και δεν βάλω το δάκτυλό μου σε αυτά και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω».
δ) Ύστερα από οκτώ ημέρες ήταν πάλι οι μαθητές συναγμένοι στο σπίτι και ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο Χριστός, κι ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στο μέσον και τους είπε: «Η ειρήνη να είναι μαζί σας». Έπειτα λέγει στον Θωμά: «Φέρε το δάκτυλό σου εδώ και κοίταξε τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός». Ο Θωμάς αποκρίθηκε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
ε) Το πρώτο μέρος του ευαγγελίου, που αναφέρεται στην εμφάνιση στους μαθητές εκτός του Θωμά, αναγινώσκεται σε διάφορες γλώσσες στον εσπερινό της Αγάπης του Πάσχα. Όταν κάποιος ζει το μυστήριο της ορθοδόξου πίστεως και η καρδιά του γεύεται τη σταυροαναστάσιμη εμπειρία αισθάνεται την ανάγκη να την εκφράσει και προς τους έξω. Έτσι το φως της λαμπρής εκχέεται και σε άλλους λαούς, φυλές και γλώσσες. Τηρείται, έστω συμβολικά με τον τρόπο αυτό, η εντολή του Χριστού προς τους μαθητές να κηρύξουν την Ανάσταση «εις πάντα τα έθνη». Η βεβαιότητα για την αλήθεια καθιστά αναγκαία τη μαρτυρία της προς κάθε άνθρωπο καλής προαίρεσης. Στα λειτουργικά βιβλία περιλαμβάνεται το σημερινό ευαγγέλιο και στα τουρκικά και απαγγέλλονταν εμμελώς στα μέρη της Μ. Ασίας, όπου προφανώς έρχονταν και το άκουγαν Τούρκοι αλλά και κρυπτοχριστιανοί.
στ) Ο απόστολος Θωμάς αποτέλεσε στο διάβα των αιώνων το σύμβολο του «απίστου». Όμως, ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος. Ήταν ειλικρινής αναζητητής της αλήθειας. Η αμφισβήτησή του ήταν γνήσια. Δεν είχε ιδεολογικό υπόβαθρο και αντιχριστιανικό πνεύμα. Γι' αυτό και ο Χριστός ανταποκρίνεται και διαλύει τις αμφιβολίες του. Φανερώνεται και δεν αρνείται να ψηλαφηθεί από τον «άπιστο» μαθητή του. Τα λειτουργικά κείμενα κάνουν λόγο για «καλή απιστία» του Θωμά, διότι αυτή γέννησε τη βέβαιη πίστη. Στο τέλος του ευαγγελίου φαίνεται ο Κύριος να επιτιμά τον Θωμά. «Επειδή με είδες, πίστεψες», του λέει. «Μακάριοι εκείνοι που δεν με είδαν και όμως πίστεψαν». Έτσι μακαρίζονται οι χριστιανοί όλων των αιώνων, που αποδέχονται και βιώνουν το κήρυγμα της Αναστάσεως.
ζ) Ίσως κάποιος αναρωτηθεί: Γιατί ο αναστημένος Χριστός επέλεξε να εμφανισθεί στους μαθητές, τον Θωμά και τις μυροφόρες και δεν παρουσιάσθηκε κατευθείαν στους σταυρωτές του, για να πιστέψουν και εκείνοι; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο ιερός Χρυσόστομος: «Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θα αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Κι αυτό το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου, που ήταν τέσσερις μέρες νεκρός και τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, μα εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν και αυτόν και τον Λάζαρο». Τέλος, το γεγονός ότι ο «άπιστος» μαθητής θυσίασε μαρτυρικά τη ζωή του, για να μεταφέρει το ελπιδοφόρο αναστάσιμο μήνυμα στα βάθη της Ανατολής, αποτελεί μια ακόμη μαρτυρία της Ανάστασης και δικαιώνει τη θεία συγκατάβαση.

Δευτέρα, Ιουλίου 06, 2015

Οι περίοδοι κρίσεων και η επίκληση του Θεού

Σε περιόδους κρίσεων, ασθενειών, οικονομικής δυσπραγίας και δύσκολων κοινωνικών καταστάσεων πολλοί άνθρωποι ενθυμούνται και το Θεό. Και θα μπορούσαμε σχηματικά να τους χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Οι πρώτοι κρίνοντας με πνευματικό τρόπο τα πράγματα ανανεώνουν την πίστη τους, μετανοούν, προσεύχονται, προσφεύγουν με ελπίδα σε Αυτόν και στρέφονται με πνεύμα αλληλεγγύης στο συνάνθρωπο, στον οποίο αναγνωρίζουν την εικόνα του ζώντος Θεού. Βλέπουν την κρίση ως ευκαιρία πνευματικής τροφοδοσίας και έκφρασης της ανιδιοτελούς αγάπης. Οι δεύτεροι επαναστατούν εναντίον του Θεού, άλλοτε τον απορρίπτουν ενώ άλλοτε διαμαρτύρονται για τη φαινομενική απουσία του από τον κόσμο ή ακόμη και τη μυστηριώδη σιωπή του, οπότε αγγίζουν τα όρια της θεοδικίας, θεωρώντας τον υπεύθυνο για τα δεινά των ανθρώπων.
agiiob2
Στη θέση αυτή δε φθάνουν μόνο όσοι αρνούνται την ύπαρξη του Θεού, αλλά κάποιες φορές κι εκείνοι που τον σέβονται και τον τιμούν, όπως ο πολύαθλος Ιώβ[1], ο οποίος ενώ υπέμεινε καρτερικά τα βάσανά του, εξέφραζε θυελλωδώς και τις διαμαρτυρίες του, όταν οι φίλοι του τα απέδωσαν στις αμαρτίες του[2]. Απευθυνόμενος στο Θεό λέει: «Αν έσφαλα χωρίς να το γνωρίζω, εσένα σε τι σε έβλαψα τον φύλακα του ανθρώπου; Γιατί με έβαλες στη θέση του κατηγόρου σου (κατεντευκτή); Τόσο σού είμαι βάρος; Την ανομία μου να συγχωρήσεις δεν μπορείς; Την ανομίαν μου να σβήσεις; Αφού σε λίγο θα πλαγιάζω μες στο χώμα κι αν με γυρεύεις, δε θα υπάρχω πια».
Είναι χαρακτηριστικά επίσης όσα αναφέρει ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ο οποίος όντας το 1925 στο Παρίσι και βλέποντας τις συμφορές της ανθρωπότητας προσευχόταν μετά κλαυθμού στο Θεό και τον παρακαλούσε να σώσει όλο τον κόσμο, όλους τους «διεφθαρμένους και αξέστους». Η προσευχή του Γέροντος Σωφρονίου ήταν ζέουσα και συνοδευόταν από τις εξής σκέψεις: «Εάν εγώ, δι’ όλης της δυνάμεως της καρδίας μου, συμπάσχω μετά της ανθρωπότητος, πως να θεωρήσω δυνατόν ότι ο Θεός βλέπει αδιαφόρως την κάκωσιν πολλών εκατομμυρίων υπ’ Αυτού κτισθέντων ανθρώπων; Διατί ούτος επιτρέπει τας αμέτρους βιαιότητας εν τω κόσμω;». Έτσι στρέφονταν προς το Θεό με δἀκρυα και ρωτούσε: «Πού είσαι Συ;». Τότε, όπως ομολογεί ο ίδιος, άκουσε μυστικά στην καρδία μου τους λόγους: «Μήπως συ εσταυρώθης δι’ αυτούς;». Οι πράοι αυτοί λόγοι τον συγκλόνισαν, αφού ο Σταυρωθείς Κύριος του απάντησε ως Θεός! [3]
Οι άνθρωποι άλλοτε αμφισβητούν το Θεό, ενώ άλλοτε τον λησμονούν και τον εγκαταλείπουν λατρεύοντας τα πάσης φύσεως είδωλα [4]. Στις μέρες μας τα είδωλα αυτά δεν είναι ξόανα και αγάλματα άψυχα, αλλά παρουσιάζονται με τη μορφή χρηματιστηρίων, οικονομικών δεικτών ή ακόμη και εφευρέσεων της επιστήμης. Ο Θεός όμως δε θέλει να λατρεύεται έστω ως εκλεπτυσμένο είδωλο, αλλά να έχει ουσιαστική σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο. Γίνεται για τον καθένα πατέρας, αδελφός, φίλος, συνοδοιπόρος, προστάτης και βοηθός. Κι όταν ακόμη φαινομενικά κρύπτεται, περιμένει να ακουσθεί η φωνή Του μέσα από τα πλάσματά Του, τους θεοειδείς ανθρώπους, τους οποίους έπλασε ελεύθερους και αυτεξούσιους με περισσή σοφία. Αρκεί αυτοί να αντιλαμβάνονται και να καλλιεργούν τις θείες δωρεές, όπως ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο οποίος μετά την παραπάνω εμπειρία είχε «πικρόν αίσθημα αισχύνης διά την άφρονα και υπερήφανον σκέψιν του», ότι δήθεν αυτός ήταν περισσότερο ελεήμων από το Θεό. Η επίγνωση της αστοχίας του τον οδήγησε σε αυτομεμψία και μετάνοια, και του χαρίσθηκε η «προσευχή της ευσπλαχνίας»[5] ως θεϊκή ενέργεια στην καρδιά του.
Όπως μαρτυρεί ολόκληρη η βιβλική ιστορία, ο Θεός ποτέ δεν άφησε απροστάτευτο τον άνθρωπο, αφού μετά την πτώση δεν τον εγκατέλειψε. Τον επισκέφθηκε πολυμερώς και πολυτρόπως[6]. Απέστειλε προφήτες, πατριάρχες, δικαίους, ακόμη και αγγέλους. Τέλος, εξαπέστειλε τον Υιό του, ο οποίος γεννήθηκε από γυναίκα και υποτάχθηκε στο νόμο, για να εξαγοράσει όσους ήταν υποδουλωμένοι στο νόμο, για να γίνουμε παιδιά του Θεού[7]. Οπότε η επικοινωνία του Θεού με τον άνθρωπο είναι συνεχής και ζωντανή.
[Συνεχίζεται]
πηγή
[1] Ιώβ 6, 1 κ.ε.
[2] «Ει εγώ ήμαρτον, τι δηνήσομαι πράξαι, ο επιστάμενος τον νούν των ανθρώπων; Διατί έθου με κατεντευκτήν σου, ειμί δε επί σοι φορτίον; Καί διατί ουκ εποιήσω της ανομίας μου λήθην και καθαρισμόν της αμαρτίας μου; νυνί δε εις γην απελεύσομαι, ορθρίζων δε ουκέτι ειμί». Ιώβ 7, 20-21.
[3] Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί Προσευχής, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1994, σ. 51-52.
[4] Βλ. Ψαλμ. 134, 15.
[5] Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), ο.π., σ. 54.
[6] Βλ. Εβρ. 1,1.
[7] Γαλ. 4, 4-5.

Τρίτη, Μαΐου 26, 2015

Πνευματική πατρότητα καὶ ποιμαντικές ἀρχές








1. Εἰσαγωγικὰ

Στὶς μέρες μας, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ πνευματικὸ πατέρα ἐννοεῖται ὁ ἐξομολόγος κληρικός. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας εἶναι πολὺ εὐρύτερη. Πατέρας εἶναι μόνο ὁ Θεὸς1. Ὁ Χριστὸς ἐπίσης, ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτεται καὶ ὡς πατέρας τῶν ἀνθρώπων φανερώνοντας στὸ κόσμο τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός. Ἡ πατρικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐντονότερα αἰσθητὴ κατὰ τὴν Ἀνάληψή του. Οἱ μαθητὲς προαισθάνονται τὴν πνευματικὴ ὀρφάνια καὶ διακατέχονται ἀπὸ ἀπερίγραπτη ὀδύνη. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς ἀφήνει ὀρφανούς. Ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»2.

Οἱ ἀπόστολοι διὰ τοὺ Ἁγίου Πνεύματος γεννοῦν πνευματικὰ τέκνα καὶ μεταδίδουν τὸ χάρισμα στοὺς ἐπισκόπους, κι αὐτοὶ στοὺς διαδόχους τους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναγνωρίσθηκαν ὡς Πατέρες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων3. Στοὺς νεότερους χρόνους ἡ λέξη «πνευματικὸς» ἀποτελεῖ συντόμευση τῆς φράσης «πνευματικὸς πατέρας». Ὅμως, εἶναι ἀμφίβολο ἐὰν μὲ τὸν ὅρο «πνευματικὸς» νοεῖται ἐκεῖνος ποὺ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συμβάλλει στὴν καλλιέργεια τῆς χάριτος καὶ θεμελιώνει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Συνήθως «πνευματικὸς» θεωρεῖται ὁ καθοδηγητὴς τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ὁ σύμβουλος, ὁ «ψυχολόγος τῆς θρησκείας», ὁ φύλακας νόμων καὶ κανόνων ἤ ἁπλῶς ὁ ἐξομολόγος καὶ χορηγός της ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.


2. Πνευματικὴ πατρότητα

Ἂς ἀναζητήσουμε ὅμως τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας στὴν βιβλικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Γράφει ὁ Ἄπ. Παῦλος: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, «ἀλλ' οὐ πολλοὺς πατέρας∙ ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»4. Σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει: «Τεκνία μου...πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ὑμῖν»5. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γεννᾶ διὰ τοῦ εὐαγγελίου τέκνα καὶ ὀδυνᾶται νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς στὸ ἀνθρώπινο εἶναι.

Στὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων (4ος αἵ.) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἐπισκόπων χαρίζει τὴ θεία υἱοθεσία. Γὶ αὐτὸ ὡς πνευματικοὺς γονεῖς «τιμᾶν αὐτοὺς καὶ στέργειν», «τοὺς δι’ ὕδατος ἀναγεννήσαντας (βάπτισμα), τοὺς τῷ ἁγίῳ πνεύματι πληρώσαντας (χρίσμα-ἐπίθεση χειρῶν), τοὺς τῷ λόγῳ γαλακτοτροφήσαντας, τοὺς ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀναθρεψαμένους (κήρυγμα), τοὺς ἐν ταῖς νουθεσίαις στηρίξαντας (κατ' ἰδίαν διδαχή), τοὺς τοῦ σωτηρίου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος ἀξιώσαντας, τοὺς τῶν ἁμαρτιῶν λύσαντας (μετάνοια-ἄφεση) καὶ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς εὐχαριστίας μετόχους ποιήσαντας (κοινωνία)»6.

Ἀνάλογες θέσεις ἀπαντοῦν καὶ στὰ κείμενα τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας.Ἔτσι, τόσο τὰ ἀποστολικὰ ὅσο καὶ τὰ μεταποστολικα κείμενα προσδίδουν στὴν πνευματικὴ πατρότητα ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς «τύπος τοῦ πατρός7» δὲν εἶναι ὑπεύθυνος μόνο τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» τὶς ἁμαρτίες, ἀλλά ἀναγεννᾶ μὲ τὸ βάπτισμα, τρέφει μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς νουθεσίες καὶ παρέχει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ μετάνοια κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς εἶναι κυρίως προβαπτισματική.

Μὲ τὴν ἄνθιση τοῦ μοναχικοῦ βίου παρατηρεῖται καὶ ἐκεῖ ἀνάλογη ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς πατρότητας. Ἡ λέξη ἀββᾶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ σανσκρητικά καὶ ἐκφράζει τὴ νέα σχέση τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, χρησιμοποιήθηκε παράλληλα μὲ τὴ λέξη Γέρων κυρίως γιὰ τοὺς χαρισματούχους ἀσκητές καὶ μοναχούς. Πατέρας στὴ μοναχικὴ παράδοση εἶναι ὁ διακριτικὸς μοναχός, ὁ θεοδίδακτος, ὁ γέρων, ὁ ἀββᾶς, ὁ στάρετς. Ἐκεῖνος ποὺ μέσῳ τῆς κάθαρσης ἀξιώθηκε τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης. Ἡ πατρότητα αὐτὴ δὲν πηγάζει ἀπὸ κάποιο Ἱερατικὸ λειτούργημα, εἶναι χαρισματικὴ καὶ συνήθως ἔχει προσωπικὸ χαρακτῆρα. Τὸ χάρισμα ὅμως ἀναπτύσσεται ἐντός της ἐκκλησίας. Συχνὰ οἱ ἐπίσκοποι ἀπευθύνονται σὲ αὐτούς, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ συμβουλὴ καὶ τὴ βοήθεια τους8. Ἀντίστοιχα γιὰ τὶς γυναῖκες, μητέρες τῆς ἐρήμου, ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὰ πνευματικά τους χαρίσματα καὶ βοήθησαν καὶ ἄλλους στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, ἀπαντᾶ ὁ ὅρος «ἀμμᾶς-ἀμμάδες»9.

Κατὰ τὸν 4ο αἰώνα ὑπῆρχαν ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ πρεσβύτερος ἦσαν ἴσοι ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ πατρότητα. Ἀπαντώντας καὶ ἐλέγχοντας τὴν πλάνη αὐτὴ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει ὅτι ἡ «τάξις» τοῦ ἐπισκοποῦ εἶναι « τάξις πατέρων γεννητική». Ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴ χειροτονία «πατέρας γὰρ γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ», ἐνῷ ἡ «τάξις» τοῦ πρεσβυτέρου, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει πατέρες, «διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλλιγγενεσίας τέκνα γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ»10. Βαπτίζει δηλαδὴ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς καθιστᾷ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπως συνέβη μετὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Δεκίου, οἱ ἐπὶσκοποι εἰσάγουν τὸ θεσμὸ τοῦ «ἐπὶ τῆς μετανοίας πρεσβυτέρου», ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ἀτόνησε.

Ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (956-1036) ἀναφέρει ὅτι ἡ πνευματικὴ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» δόθηκε ἀρχικά ἀπό τους ἁγίους ἀποστόλους στοὺς ἀρχιερεῖς. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀπό τους ἀρχιερεῖς μεταβιβάσθηκε στοὺς ἰερεῖς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους, καὶ ἐν συνεχείᾳ στοὺς μοναχούς. Δύο ἦταν οἱ σημαντικότεροι λόγοι ποὺ συνέβαλαν στὴν ἐξέλιξη τῆς μετάδοσης τοῦ χαρίσματος στοὺς μοναχούς. Πρῶτον ἡ ραγδαία διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ αὔξηση τῶν χριστιανῶν καὶ δεύτερον ἡ ἀλλοτρίωση καὶ σχετικοποίηση τῆς χριστιανικῆς ζωης τῶν ἀρχιερέων καὶ ἰερέων. Ἡ ἴδια ἀσθένεια ὅμως προσέβαλε καὶ τοὺς μοναχούς, ὑπὸστηρίζει ὁ Συμεών, καὶ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ «μοναχοὶ πάμπαν ἀμόναχοι»11. Ἡ αὐστηρὴ κριτικὴ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, καθὼς καὶ τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν του δὲ σημαίνει ἄμφισβητηση ἤ ὑποτίμηση τῆς θεσμικῆς διάστασης τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναγέννηση τῆς μοναχικῆς καὶ εὐρύτερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ χαρίσματος τῆς πνευματικῆς πατρότητας.

Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου γιὰ τὴν ἱκανότητα τῶν μοναχῶν νὰ ἀσκοῦν τὸ διακὸνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀμφισβητήθηκαν ἔντονα, κυρίως ὠς πρὸς τὸ «δεσμεῖν καὶ λύειν». Ἔτσι ὁ Βαλσαμών ἕναν αἰώνα ἀργότερα διακρίνει σαφέστατα τὴ διακονία νὰ ἀναδέχονται οἱ μοναχοί τους λογισμοὺς καὶ νὰ δίδουν συμβουλές, ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», ποὺ δίδεται ἀπό τούς ἐπισκόπους μόνο στοὺς ἐξουσιοδοτημένους πρεσβυτέρους12. Πιὸ κατηγορηματικὸς εἶναι ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (1429). «Ἐπίσης καὶ τὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος δὲν πρέπει νὰ παραχωρεῖται σὲ ἁπλούς μοναχούς, ποὺ δὲν ἔχουν χειροτονία. Καὶ τοῦτο, γιατί εἶναι τόσο ἱερὸ αὐτό, ὥστε εἶναι ἔργο μόνο τῶν ἐπισκόπων καὶ ὄχι τῶν ἱερέων, ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες. Οἱ πρεσβύτεροι τὸ ἀσκοῦν μόνο κατ' ἀνὰγκην καὶ ὅταν δὲν εἶναι παρὼν ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλά ἀπών. Τὰ δὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως, ἡ ἁμαρτία τοῦ φόνου καὶ τὰ παραπτώματα τῶν ἱερέων, πρέπει νὰ ἀναφέρονται στὸν ἐπίσκοπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσα διαφεύγουν τὴν γνώση τοῦ πνευματικοῦ. Ὅλα δὲ νὰ γίνονται μὲ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, γιατί ἡ μετάνοια εἶναι δικό του ἔργο, τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν χορήγηση προτρεπτικοῦ γράμματος»13.

Παρόλα αὐτά, σὲ νομοκανονικὲς συλλογὲς τῆς τουρκοκρατίας, λόγῳ τῆς ἔλλειψης ἱκανῶν ἱερέων, προτρέπονται οἱ ἀρχιερεῖς νὰ δίδουν ἐνταλτήριο γράμμα, ὥστε νὰ ἀσκοῦν τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ μοναχοί. Ὁ ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης διαφωνεῖ μὲ τὴν παραπάνω ἄποψη. Ἔτσι ἐπικαλούμενος τὴν προγενέστερη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γράφει ὅτι: «Ἀνίεροι δὲ καὶ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ ἐξομολογοῦν, οὔτε μοναχαί, παρὰ κανόνας γὰρ τοῦτο»14. Ἐπίσης, τὸ Ἐξομολογητάριον ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς καὶ στὴν ἐφαρμογὴ καὶ συμφωνία τῶν ἱερῶν κανόνων. Τὴν πνευματικὴ πατρότητα πρέπει νὰ ἀναλαμβάνουν καὶ νὰ ἀσκοῦν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἔφθασαν μὲ τὴν ἄσκηση στὴν ἀπάθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπειδὴ γνωρίζει τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλλείψεις τῆς ἐποχῆς του, συνιστᾶ στοὺς ἀρχιερεῖς νὰ ἐπιλέγουν τουλάχιστον τοὺς ἐμπειρότερους καὶ γεροντοτέρους «καὶ τούτους νὰ καθιστῶσι Πνευματικούς∙ ἐπειδὴ αὐτοί διὰ τὴν ἡλικίαν, εἶναι καὶ ἐμπειρότεροι εἰς τὴν γνῶσιν, καὶ τὰ πάθη ἔχουν ὁπωσοῦν καταδαμασμένα»15. Δὲν ἀπὸκλείει καὶ τοὺς νεοτέρους, ἂν αὐτοἰ διαθέτουν ἀρετή καὶ φρόνηση γεροντική. Υἱοθετεῖ ἀκόμη τὴν ἄποψη νὰ γίνονται πνευματικοί, «οἱ ἐν γάμῳ ἱερεῖς ὄντες, δηλ. καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἄξιοι, πάρεξ οἱ παρθένοι καὶ ἄγαμοι ἱερομόναχοι»16.


3. Οἱ ποιμαντικὲς ἀρχὲς καὶ ἡ διάκριση

Ὁ κληρικὸς στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση δὲν νοεῖται ὠς ἁπλός θρησκευτικὸς λειτουργός, ὅπως ἀπαντᾶ σὲ νομικὰ κείμενα ἀλλά καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες. Στὶς πηγὲς ὑπάρχει ποικιλία ὅρων μὲ τοὺς ὁποίους ἐκφράζεται τὸ ἔργο τοῦ ποιμένα, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἱερουργία τῶν μυστηρίων. Εἶναι ἱερεύς, καθὼς ἐπίσης καὶ προεστῶς ἤ προϊστάμενος, πρόεδρος, ἡγούμενος, διδάσκαλος, μυσταγωγός, ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, οἰκονόμος τῶν μυστηρίων17. Στοὺς ἕλληνες Πατέρες καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὁ κληρικὸς εἶναι θεραπευτής18, ὑπηρέτης καὶ συνεργὸς στὴν πορεία πρὸς τὴ θὲωση19.

Ὑπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις ἀρχές, μὲ βάση τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν ἱστορία ποιμαίνει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ὁ πνευματικὸς τὶς ἀγνοεῖ, διατρέχει τὸν κίνδυνο τῆς αὐθαιρεσίας. Οἱ γενικὲς ποιμαντικὲς ἀρχὲς εἶναι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ οἰκονομία20. Ὡς ἀκρίβεια ὁρίζεται ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐνῶ ὡς οἰκονομία ἡ πρόσκαιρη παρέκκλιση ἀπὸ αὐτή. Εἰδικότερες ποιμαντικὲς ἀρχές εἶναι ἡ ἀναλογία (μὲ διπλὴ ἔννοια), ἡ ἱστορικότητα καὶ ἡ προσαρμογὴ στὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καθὼς καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου. Γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πνευματικὸς ἀνάλογα μὲ τὴ βαρύτητα τοῦ θέματος, λαμβάνουν ὑπόψη τὶς παραπάνω ἀρχές. Θεμέλιο ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, τὸ consensus patrum. Ἂν ἀγνοοῦμε τὴ θεολογία καὶ τὴν πράξη τῆς ἐκκλησίας, ἡ ποιμαντικὴ κινδυνεύει νὰ μείνει μετέωρη ἤ νὰ προσλάβει κανονιστικὸ καὶ ἀφιλάνθρωπο χαρακτῆρα. Χρειάζεται ὅμως οἱ πνευματικοὶ πατέρες ὡς ὑπεύθυνοι ποιμένες νὰ γνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκρίβεια γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν οἰκονομία, διότι δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο περιπτωτικὲς καὶ γιὰ λόγους οἰκονομίας ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκλαμβάνονται ὡς ἀκρίβεια. Καὶ τὰ ἐπιτίμια ἔχουν θεραπευτικό, ἐκκλησιολογικό, παιδαγωγικὸ καὶ φιλάνθρωπο χαρακτήρα. Δὲν εἶναι ποινὲς ἐξιλέωσης, ὅπως στὴ δυτικὴ θεολογία.

Ἡ πνευματικὴ ἀνακαίνιση, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ τῆς ἐλεύθερης βούλησης τῶν ἀνθρώπων, προϋποθέτει ὠδίνες καὶ κόπους. Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ πνευματικοὶ πόνοι ἀπορρέουν ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες, τὶς πτώσεις, τὴν ἀμετανοησία, τὴ σκληροκαρδία, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἐγκαταλείψεις τῆς πατρικῆς ἑστίας ἐκ μέρους τῶν πνευματικῶν τέκνων. Κοπιώδης ὅμως προσπάθεια καὶ ἄσκηση χρειάζεται προκειμένου νὰ ἀνακαλύπτει καὶ ὁ ποιμένας σὲ κάθε περίπτωση «τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθόν, τὸ εὐάρεστον καὶ τέλειον»21. Διότι, ἂν ἀκολουθεῖ τὴ δική του γνώμη, ἑπόμενο εἶναι νὰ γίνονται λάθη καὶ σφάλματα. «Πᾶσαι αἱ συμφοραί ἐπέρχονται εἰς ἡμᾶς, διότι δὲν ἐρωτῶμεν τους πνευματικοὺς πατέρας οἵτινες ἐτέθησαν, ἵνα καθοδηγοῦν ἡμᾶς∙ οἱ δὲ ἱεράρχαι καὶ πνευματικοί, διότι δὲν ἐρωτοῦν τὸ Κύριον πῶς πρέπει νὰ ἐνεργήσουν», διδάσκει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης22.

Ἡ ὀρθὴ ποιμαντικὴ χειραγώγηση διασφαλίζεται, ὅταν ὁ πνευματικὸς πατέρας ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τὶς θεῖες ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες. Ἡ διάκριση θεωρεῖται στὴ νηπτικὴ παράδοση ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἀρετές. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος διηγεῖται ὅτι στὴ σκήτη τῆς Θηβαΐδας εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ γέροντες καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καὶ πὼς μπορεῖ νὰ φυλαχθεῖ ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό. Ὁ καθένας κατέθετε τὴ δική του γνώμη δίδοντας τὴν πρώτη θέση σὲ κάποια ἀρετή. Ἄλλοι πρόβαλαν τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, ἄλλοι τὴν ἁγνότητα, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν καταφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἄγαθων, ἐνῶ ἄλλοι τὴν ἐλεημο-σύνη καὶ διάφορες ἄλλες ἀρετές. Ὅταν πέρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μὲ τὴ συζήτηση, τελευταῖος μίλησε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος. Ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι ἀπαραίτητες εἶπε, ἀλλά δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δώσουμε σὲ αὖτες τὰ πρωτεῖα, διότι πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης, εἴτε ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ εἴτε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη. Ἡ διάκριση ὡς «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς»,«πάσας τὰς ἐνθυμήσεις καὶ τὰς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου διερευνῶσα, διαστέλλει καὶ διαχωρίζει πᾶν φαῦλον καὶ ἀπαρέσκον Θεῷ πρᾶγμα καὶ μακρὰν αὐτοῦ ποιεῖ τὴν πλάνην»23. Χωρὶς τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καμιὰ ἀρετή δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσφαλἠς μέχρι τέλους. Ἔτσι ἡ διάκριση «πασῶν τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καὶ φύλαξ ὑπάρχει». Μὲ τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου συμφώνησαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι πατέρες24. Ἡ ἀρετή τῆς διάκρισης πρέπει νὰ κοσμεῖ ἰδιαίτερα τὸν πνευματικὸ πατέρα.


4. Συμπερασματικὰ

Ὁ πνευματικὸς μὲ βάση τὶς γενικὲς καὶ εἰδικὲς ποιμαντικὲς ἀρχές ἀλλά καὶ τὴ διάκριση πρέπει νὰ κάνει σωστὴ διάγνωση τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ μετανοοῦντος. Ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει μὲ κάθε τρόπο στὴν πνευματικὴ καρποφορία ἀξιοποιώντας τὸ χάρισμα τοῦ καθενός. Σκοπὸς τῆς ποιμαντικῆς χειραγώγησης δὲν εἶναι ὁ πειθαναγκασμὸς τοῦ πιστοῦ σὲ ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα, ἀλλά ἡ καθοδήγησή του στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει ἡ πνευματικὴ πατρότητα καὶ ἡ πνευματικὴ υἱότητα νὰ καλλιεργοῦνται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, τῆς κοινῆς ἀναφορᾶς καὶ τῆς ὑπακοῆς στο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὅταν διασφαλίζεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἄνθρωπων γεννιοῦνται ὑγιῆ πνευματικὰ τέκνα, ὁλοκληρωμένα πρόσωπα. Ὁ πνευματικὸς δὲν εἶναι κανονοφύλακας, ἀλλά χαρισματικὸς νομοθέτης καὶ μυσταγωγὸς στὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Καὶ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἄθλημα πνευματικό, ποὺ βοηθᾶ στὴν ὡρίμανση καὶ τὴ χειραφέτηση. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση πίσω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τὸ πρόσχημα τῆς ὑπακοῆς μπορεῖ νὰ κρύπτονται δικανικὲς ἀντιλήψεις, αὐτοδικαιωτικὲς νοοτροπίες, ψυχοπαθολογικὲς ἐξαρτήσεις, ποὺ ἀφοροῦν κατὰ κύριο λόγο στοὺς πνευματικοὺς πατέρες ἀλλά καὶ στὰ πνευματικὰ τέκνα.




1. «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς∙ εἰς γὰρ ἔστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὔρα-νοῖς» (Μάτθ. 23,9).
2. Πρβλ. Ἰωαν. 16,13
3. Βλ. π. Γ. Φλορόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μετάφρ. Δ. Τσάμη, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 147.
4. Α' Κόρ. 4,14.
5. Γάλ. 4,12.
6. Αἰαταγαὶ Ἀποστόλων, 2,33, ΒΕΠΕΣ τόμ. 2, ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας, Ἀθῆναι 1955, σ. 38-39.
7. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Μαγνησιεῖς 6,1 PG 5, 669AB∙ Τραλλιανοῖς 3 PG5, 677AB.
8. Παῦλος Εὐδοκίμωφ, «Ἡ πνευματικὴ πατρότητα», μτφρ. Γ. Κυθραιώτης, στὸ συλλογικὸ ἔργο, Ὀρθοδοξος μοναχισμός, ἐκδ. Ἁρμός, σ. 53.
9. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ἱστορία α', τόμ. 1, μετάφραση-εἰσαγωγὴ-σχόλια, Ν.Θ. Μπουγάτσου - ΑΜ. Μπατιστάτου, ἔκδ. Τῆνος, Ἀθήνα χ.χ., σ. 182.
10. «Καὶ ὅτι μὲν ἀφροσύνης ἔστι τὸ πᾶν ἔμπλεων, τοῖς σύνεσιν κεκτημένοις τοῦτο δῆλον τὸ λέγειν αὐτὸν ἐπίσκοπον καὶ πρεσβύτερον ἴσον εἶναι. Καὶ πῶς ἔσται τοῦτο δυνατόν; Ἡ μὲν γὰρ ἔστι πατέρων γεννητικὴ τάξις∙ πατέρας γὰρ γεννᾷ τὴ Ἐκκλησίᾳ ἡ δὲ πατέρας μὴ δυναμένη γεννᾶν, διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὐ μὴν πατέρας καὶ διδασκάλους». Κατὰ αἱρέσεων 3,1, 55,4 PG 42, 508CD.
11. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 52-53.
12. Β. Χριστοφορίδη, ὅ.π.,σ.57.
13. Περὶ μετανοίας, μτφρ. Ἰ. Φουντούλη, Τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς μετανοίας, Εἰσηγήσεις-Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας ἔτους 2002, Δράμα 2002, σ. 407.
14. Πηδάλιον σ. 313.
15. Ἐξομολογητάριον, σέλ. 12.
16. Ὅπ.π., σελ 13.
17. John H. Erickson, The challenge of our past, Studies in Orthodox Canon Law and Church History, St. Vladimir's Seminary Press, NY 1991, σ. 54.
18. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 21, PG 35, 492C.
19. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 26, PG 35, 436ΑΒ.
Βλ. J. Erickson, ὅπ. π., σ. 56.
20. Βλ. περισσότερα γιὰ τὸ θέμα στὴ μελέτη μας Μεθοδολογικὰ πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, σ. 73 κ.ε. ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.
21. Ρωμ. 12,2.
22. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1995, σ. 505.
23. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρὸς Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία τόμ. Α', ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1982, σ. 86.
24. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, ὁ.π, σ. 87. Στὴ συνέχεια ὁ ὅσιος Κασσιανὸς διηγεῖται διάφορα παραδείγματα μοναχῶν ποὺ πλανήθηκαν, διότι δὲν εἶχαν τὴν ἀρετή της διάκρισης. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ περίπτωση τοῦ ἀσκητή Ἤρωνα, ὁ ὁποῖος ἐνῶ νήστευε καὶ ἐγκρατευόταν μὲ αὐστηρότητα, ἔφθασε στὸ σημεῖο ἀκολουθώντας τὸ λογισμό του νὰ μὴ συνεορτάζει τὸ Πάσχα μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς γιὰ νὰ μὴ διακόψει τὸν «κανόνα του». Ἀπατημένος ὅμως ἀπὸ τὸ «ἴδιον θέλημα» καὶ τὸν διάβολο τὸν προσκύνησε ὡς ἄγγελο φωτός. Ἔτσι μὲ σκοτισμένο νοῦ ἔπεσε ἑκούσια σὲ πηγάδι πιστεύοντας τὰ λόγια τοῦ Σατανᾶ, ὅτι θὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ σῶος. Οἱ πατέρες μὲ πολὺ κόπο τὸν ἔβγαλαν μισοπεθαμένο καὶ μετὰ τρεῖς μέρες ξεψύχησε. Ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος φιλάνθρωπα φερόμενος δὲν τοῦ στέρησε τὰ μνημόσυνα καὶ τὶς προσευχὲς ποὺ γίνονται στοὺς κεκοιμημένους, διότι θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὁ θάνατος τοῦ ὡς αὐτοκτονία. Ὅ.π., σ. 87.

Πέμπτη, Απριλίου 16, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ: ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΣΗ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!
                ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!
Κυριακή του Θωμά: Απιστία και θεία συγκατάβαση  του καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ και Πρωτοπρεσβυτέρου, Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη:

α) Η θεία συγκατάβαση ως συνέχεια του μυστηρίου της θείας κένωσης δεν περιορίζεται στον Σταυρό και την ταφή. Συνεχίζεται και μετά την Ανάσταση. Ο αναστάς Κύριος δεν ήλθε να επιβάλει βιαίως το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως στους ανθρώπους. Ούτε τους υποχρέ-σε να το ασπασθούν απροϋπόθετα. Αποδέχεται και ως δοξασμένος Κύριος να γίνει αντικείμενο έρευνας. Αναγνωρίζει στον Θωμά τη λογική αδυναμία να πιστέψει και συγκαταβαίνει για μια ακόμη φορά στην ανθρώπινη αμφισβήτηση.
β) Ας δούμε όμως συνοπτικά το περιεχόμενο του σημερινού ευαγγελίου, όπως περιγράφεται από τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Ιωάν. 20.19-29). Μετά τη σταύρωση και την ταφή του Ιησού οι μαθητές σκορπίστηκαν και φόβος κατέλαβε τις ψυχές τους. Ο διδάσκαλός τους είχε θανατωθεί με ατιμωτικό θάνατο. Και οι ίδιοι κινδύνευαν από τη μήνη των γραμματέων και Φαρισαίων. Συγχρόνως με δυσπιστία άκουγαν τις διαβεβαιώσεις των μυροφόρων γυναικών, ότι είδαν τον αναστημένο Κύριο.
γ) Κι ενώ οι μαθητές το εσπέρας της Κυριακής ήταν συναγμένοι στο υπερώο «διά τον φόβον των Ιουδαίων», και παρότι οι πόρτες ήταν κλειστές, παρουσιάστηκε ο Κύριος και τους λέγει: «Η ειρήνη να είναι μαζί σας». Ταυτόχρονα τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Στη συνέχεια φύ-ση-ξε στα πρόσωπά τους λέγοντας: «Λάβετε Πνεύμα άγιον, εάν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κάποιου του είναι συγχωρημένες• αν δεν τις συγχωρήσετε, θα μείνουν ασυγχώρητες». Ο Θωμάς δεν ήταν μαζί τους όταν ήλθε ο Ιησούς. Του είπαν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο». Εκείνος απαντά: «Εάν δεν δω στα χέρια του το σημάδι από τα καρφιά και δεν βάλω το δάκτυλό μου σε αυτά και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω».
δ) Ύστερα από οκτώ ημέρες ήταν πάλι οι μαθητές συναγμένοι στο σπίτι και ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο Χριστός, κι ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στο μέσον και τους είπε: «Η ειρήνη να είναι μαζί σας». Έπειτα λέγει στον Θωμά: «Φέρε το δάκτυλό σου εδώ και κοίταξε τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός». Ο Θωμάς αποκρίθηκε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
ε) Το πρώτο μέρος του ευαγγελίου, που αναφέρεται στην εμφάνιση στους μαθητές εκτός του Θωμά, αναγινώσκεται σε διάφορες γλώσσες στον εσπερινό της Αγάπης του Πάσχα. Όταν κάποιος ζει το μυστήριο της ορθοδόξου πίστεως και η καρδιά του γεύεται τη σταυροαναστάσιμη εμπειρία αισθάνεται την ανάγκη να την εκφράσει και προς τους έξω. Έτσι το φως της λαμπρής εκχέεται και σε άλλους λαούς, φυλές και γλώσσες. Τηρείται, έστω συμβολικά με τον τρόπο αυτό, η εντολή του Χριστού προς τους μαθητές να κηρύξουν την Ανάσταση «εις πάντα τα έθνη». Η βεβαιότητα για την αλήθεια καθιστά αναγκαία τη μαρτυρία της προς κάθε άνθρωπο καλής προαίρεσης. Στα λειτουργικά βιβλία περιλαμβάνεται το σημερινό ευαγγέλιο και στα τουρκικά και απαγγέλλονταν εμμελώς στα μέρη της Μ. Ασίας, όπου προφανώς έρχονταν και το άκουγαν Τούρκοι αλλά και κρυπτοχριστιανοί.
στ) Ο απόστολος Θωμάς αποτέλεσε στο διάβα των αιώνων το σύμβολο του «απίστου». Όμως, ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος. Ήταν ειλικρινής αναζητητής της αλήθειας. Η αμφισβήτησή του ήταν γνήσια. Δεν είχε ιδεολογικό υπόβαθρο και αντιχριστιανικό πνεύμα. Γι' αυτό και ο Χριστός ανταποκρίνεται και διαλύει τις αμφιβολίες του. Φανερώνεται και δεν αρνείται να ψηλαφηθεί από τον «άπιστο» μαθητή του. Τα λειτουργικά κείμενα κάνουν λόγο για «καλή απιστία» του Θωμά, διότι αυτή γέννησε τη βέβαιη πίστη. Στο τέλος του ευαγγελίου φαίνεται ο Κύριος να επιτιμά τον Θωμά. «Επειδή με είδες, πίστεψες», του λέει. «Μακάριοι εκείνοι που δεν με είδαν και όμως πίστεψαν». Έτσι μακαρίζονται οι χριστιανοί όλων των αιώνων, που αποδέχονται και βιώνουν το κήρυγμα της Αναστάσεως.
ζ) Ίσως κάποιος αναρωτηθεί: Γιατί ο αναστημένος Χριστός επέλεξε να εμφανισθεί στους μαθητές, τον Θωμά και τις μυροφόρες και δεν παρουσιάσθηκε κατευθείαν στους σταυρωτές του, για να πιστέψουν και εκείνοι; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο ιερός Χρυσόστομος: «Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θα αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Κι αυτό το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου, που ήταν τέσσερις μέρες νεκρός και τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, μα εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν και αυτόν και τον Λάζαρο». Τέλος, το γεγονός ότι ο «άπιστος» μαθητής θυσίασε μαρτυρικά τη ζωή του, για να μεταφέρει το ελπιδοφόρο αναστάσιμο μήνυμα στα βάθη της Ανατολής, αποτελεί μια ακόμη μαρτυρία της Ανάστασης και δικαιώνει τη θεία συγκατάβαση.


Read more: http://www.newsbomb.gr/bombplus/blogs/story/437945/kyriaki-toy-thoma-apistia-kai-theia-sygkatavasi#ixzz3XQQnUomi

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2015

Η εξορία των πρωτόπλαστων - Το στάδιο των αρετών




Η εξορία των πρωτόπλαστων - Το στάδιο των αρετών
Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Η λατρευτική γλώσσα της Εκκλησίας είναι ιστορική αλλά και εσχατολογική, πρακτική αλλά και θεωρητική, ρεαλιστική αλλά και συμβολική. Η συμβολική γλώσσα έχει παιδαγωγικό, αναγωγικό και μυσταγωγικό χαρακτήρα.

Η Μεγάλη Σαρακοστή παρομοιάζεται στην υμνολογία της εκκλησίας με «στάδιο αρετών».
Στο πνευματικό αυτό στάδιο εισέρχεται ο φιλότιμος αγωνιστής οπλισμένος με την «πανοπλία του Σταυρού». Έτσι, αγωνιζόμενος σταθερά με ακράδαντη πίστη, καρδιακή προσευχή, ελεημοσύνη και νηστεία, αναμένει το στεφάνι της δόξας από τον δωρεοδότη Κύριο.
β) Οι τρεις εβδομάδες πριν από τη Σαρακοστή είναι προπαρασκευαστικές, καθώς ανοίγει το Τριώδιο και οι πιστοί μυσταγωγούνται στην τελωνική προσευχή, στο ήθος της συντετριμμένης καρδίας, στην άνευ όρων μετάνοια και την ευσπλαχνία του Θεού. Παράλληλα την Κυριακή της Απόκρεω αναγγέλλεται ότι μέτρο κρίσεως των ανθρώπων στην έσχατη κρίση θα είναι η αγάπη, η οποία έχει ευρύτατο κοινωνικό περιεχόμενο. Ο Κύριος ταυτίζει τον εαυτό του με τους καταφρονεμένους, τους ξένους, τους φυλακισμένους και τους γυμνούς του κόσμου τούτου. Κι εκείνος που συμπονάει και φροντίζει για όλους αυτούς, τον ίδιο το Χριστό περιποιείται και «φιλεύει».
γ) Στο σημερινό Συναξάρι αναφέρεται: «Τη Κυριακή της Τυροφάγου, ανάμνησιν ποιούμεθα της από του παραδείσου της τρυφής εξορίας του πρωτοπλάστου Αδάμ». Η υπενθύμιση της πτώσεως των πρωτοπλάστων αλλά και των δεινών που επακολούθησαν για το ανθρώπινο γένος, λειτουργεί αφυπνιστικά για κάθε άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό δείχνεται «εμπράκτως πόσον καλόν και ωφέλιμον πράγμα είναι η νηστεία εις την ανθρωπίνην φύσιν, και πάλιν εκ του εναντίου, πόσον κακόν και αισχρόν είναι η αδηφαγία». Η νηστεία όμως των τροφών δεν αποτελεί αυτοσκοπό, είναι υπομνηστική της αποχής από τις κακίες και τα πάθη.
Γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει: «Αληθής νηστεία η των κακών αλλοτρίωσις». Και η πραγματική νηστεία αφορά ολόκληρο τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική οντότητα, όλες τις αισθήσεις και όλα τα μέρη της ψυχής του, το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό.
δ) Η Κυριακή της Τυρινής είναι γνωστή και ως Κυριακή της συγχωρήσεως. Κλήρος και λαός συνηθίζουν μετά τον κατανυκτικό εσπερινό να συγχωρούν και να συγχωρούνται, για να εισέλθουν απερίσπαστοι στο πνευματικό στάδιο της Μεγάλης Σαρακοστής. Κάτι ανάλογο γίνεται και σε πολλές χριστιανικές οικογένειες. Διότι δεν μπορεί κάποιος να λάβει μέρος στον αγώνα αυτό με προοπτική τη νίκη, αν δεν απαλλαγεί από τη μνησικακία, την έχθρα, το μίσος, το φθόνο και όλα εκείνα τα πάθη που οδηγούν στη διατάραξη των σχέσεων κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
ε) Η Α’ Κυριακή των Νηστειών έχει χαρακτηριστεί ως Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ο αγώνας της άσκησης, της μετάνοιας, της προσευχής και της νηστείας δεν φέρνει καρπούς, αν δεν στηρίζεται στην ορθή πίστη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής έχει το προνόμιο να διασώζει την αλήθεια της πίστεως για το Θεό, τον ανθρωπο και τον κόσμο. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που εορτάζεται τη Β’ Κυριακή των Νηστειών επιμένει στην κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και επικαλείται τη θεία βοήθεια για τον φωτισμό του νοός. Την Γ’ Κυριακή των Νηστειών προβάλλεται ο ζωοποιός Σταυρός, που μοιάζει με ευσκιόφυλλο δένδρο. Κι όπως οι οδοιπόροι αναψύχονται στην έρημο όταν βρίσκουν μικρή όαση, έτσι και οι χριστιανοί αναπαύονται πνευματικά στο μέσον της ειρηνικής πορείας όταν αντικρίζουν τον Σταυρό του Χριστού.
στ) Την Δ’ Κυριακή των Νηστειών η εκκλησία μνημονεύει τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, θυμίζοντας ότι η πνευματική ζωή ομοιάζει με ανοδική κλίμακα. Απώτερος στόχος να φθάσει ο πιστός στην ενδιάθετη πίστη, την ελπίδα και την ανιδιοτελή αγάπη. Την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών προβάλλεται το πρόσωπο της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Φανερώνεται έτσι ο καρπός της μετάνοιας, της άσκησης, της προσευχής, της ταπείνωσης και της αληθινής νηστείας.
ζ) Η Σαρακοστή υπενθυμίζει ακόμη την τεσσαρακονθήμερη νηστεία του Κυρίου στην έρημο, αλλά και την επίπονη πορεία του Μωυσή προς τη γη της επαγγελίας. Μακάριος ο γνήσιος αθλητής του Χρι-στού, που ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή θα αγωνισθεί φιλότιμα, ειρηνικά και φιλάδελφα χωρίς υποκρισία και αυτάρέσκεια πνευματική. Αυτός θα γευθεί όντως το στέφανο της νίκης ενάντια στη φθορά και τον θάνατο. Θα γευθεί τη χαρά της λαμπροφόρου Αναστάσεως του Κυρίου μας.
Το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2014

Άγιος Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως: ο καρτερικός επίσκοπος

α) Η μεγαλύτερη προσφορά της Εκκλησίας στον κόσμο είναι οι άγιοι. Όταν η Εκκλησία αναδεικνύει αγίους, είναι ζωντανή και ακμάζουσα. Οι άγιοι αισθητοποιούν το μυστήριο της πίστεως. 

Φανερώνουν με την αγία βιοτή τους την οδό της σωτηρίας. Μπορεί να είναι διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά τους ενώνει η χάρη του Θεού. Οι άγιοι παρουσιάζουν σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο βιωμένο το Ευαγγέλιο του Χριστού. Κι ενώ ζουν στη γη, πολιτεύονται στον ουρανό, αφού εμπνευστής, οδηγός, συμπαραστάτης και βοηθός τους είναι ο Ζωοδότης Χριστός.
AgiosProklosPatriarhis

β) Στις 20 Νοεμβρίου μαζί με άλλους αγίους η Εκκλησία τιμά και τον Άγιο Πρόκλο, που διετέλεσε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο άγιος αυτός είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό, αλλά ο βίος του είναι αξιοθαύμαστος. Παρότι ικανός και μορφωμένος, διακρινόταν για την άμετρη ταπείνωσή του, αφού δεν ενδιαφερόταν τόσο για τη δική του ανάδειξη όσο για το καλό και την ειρήνευση της Εκκλησίας. Τέσσερις φορές υποψήφιος για τον πατριαρχικό θρόνο, μόλις την τέταρτη αναδείχθηκε πατριάρχης.
γ) Στον Συναξαριστή αναφέρεται ότι: «Ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Πρόκλος, ήκμαζε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού, εν έτει 408. Mε το να ήτον δε ευλαβής και ενάρετος, εχειροτονήθη επίσκοπος Kυζίκου από τον Άγιον Σισίνιον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Πηγαίνωντας δε εις την Kύζικον, δεν έγινε δεκτός από τους κληρικούς της επαρχίας του, διατί είχον χειροτονήση έτερον, Δαλμάτον ονόματι. Όθεν εγύρισεν οπίσω εις την Kωνσταντινούπολιν μένωντας σχολάζων από επαρχίαν».
δ) Χωρίς να λυπηθεί, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπορεί να ζούσε ως «σχολάζων», αλλά η προσφορά του ήταν μεγάλη, αφού δίδασκε με ευγλωττία την ορθόδοξη πίστη. Όταν πέθανε ο πατριάρχης Σισίνιος, προτάθηκε για πατριάρχης ο Πρόκλος. Παρότι δεν εξελέγη, συνέχισε να διακονεί την Εκκλησία. Όταν εμφανίστηκε η αίρεση του Νεστορίου, ο ενάρετος και ειρηνικός επίσκοπος υπερασπίστηκε θερμά την ορθή πίστη. Μετά την καταδίκη του Νεστορίου και παρότι είχε δώσει πλείστες όσες πνευματικές μάχες, παραγκωνίζεται για τρίτη φορά και στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως εκλέγεται ο Μαξιμιανός. Διακόνησε με ταπείνωση και αφοσίωση τον νέο πατριάρχη και μετά τον θάνατό του επελέγη τελικά πατριάρχης.
ε) Η προσήλωση του Πρόκλου στα ουσιώδη της χριστιανικής ζωής και η καρτερία του στην περιφρόνηση και τον παραγκωνισμό συνέβαλαν ώστε να αναδειχθεί σπουδαίος. Συνεχιστής της εκκλησιαστικής παράδοσης του ιερού Χρυσοστόμου και συνεργάτης του ιερού πατρός, εργάσθηκε με επιείκεια και σύνεση για να επαναφέρει στην Εκκλησία τόσο τους αιρετικούς οπαδούς του Νεστορίου όσο και εκείνους που είχαν σκορπίσει εξαιτίας των εξοριών του αγίου Ιωάννου. Ανεξίκακος, πράος και μετριοπαθής βοήθησε σημαντικά στη διαμόρφωση του χριστολογικού δόγματος, ειρήνευσε την Εκκλησία και με τις θαυμάσιες ομιλίες στην Παναγία καθιέρωσε τα προσωνύμια «Θεοτόκος» και «αειπάρθενος».
στ) Η Παναγία από τον άγιο Πρόκλο χαρακτηρίζεται «εργαστήριον ενώσεως των δύο φύσεων» του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού. Όπως ακριβώς η λυχνία δεν είναι η αιτία του φωτός, αλλά όχημά του, έτσι και η Παναγία δεν είναι Θεός, αλλά ναός του Θεού. Ο Άγιος Πρόκλος στηρίζει το «αειπάρθενον» της Παναγίας και τον όρο «Θεοτόκος» στην επίσκεψη του Θεού Λόγου. Η θεία επίσκεψη, που ονομάζεται «ανιστόρητη είσοδος και ανερμήνευτη έξοδος», καθιστά την Παναγία Θεοτόκο.
ζ) Εκτός από τις διασαφήσεις στο δόγμα της ενανθρώπησης, ο άγιος εισήγαγε στη λατρεία κατά τη διάρκεια καταστροφικών σεισμών στην Κωνσταντινούπολη τον γνωστό Τρισάγιο Ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς». Ακόμη, φρόντισε για την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τη μεταφορά τους από τα Κόμανα στην Κωνσταντινούπολη και την απόθεσή τους στο ναό των Αγίων Αποστόλων, αφήνοντας τη φήμη αγίου ανδρός.
Πηγή: www.makthes.gr

Δευτέρα, Ιουλίου 14, 2014

Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης εναντίον των αφορισμών!

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο εκκλησιαστικός θεσμός δείχνει να είναι αφιλάνθρωπος και αυστηρός. Λόγω της εθναρχικής θέσης του, ήταν ο μοναδικός μοχλός στις τάξεις του υπόδουλου Γένους, που θα μπορούσε να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή ανάμεσα στους χριστιανούς. Έτσι, προσπαθώντας να επιβάλει τις αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, χρησιμοποιεί το επιτίμιο του αφορισμού. Αυτή η ποινή, είτε ως απειλή που επικρέμεται είτε ως δικονομικό, κατασταλτικό και αποτρεπτικό μέτρο, συναντάται σε συνοδικές πράξεις και σε πατριαρχικά έγγραφα και σιγίλλια.
nikodhmos1
Ουσιαστικά, ο αφορισμός από πνευματικό επιτίμιο μεταβάλλεται σε διοικητικό μέτρο για την επίτευξη της κοινωνικής ευταξίας. Παρά την κατά κόρον χρήση του στους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, δεν έγινε κατά βάθος αποδεκτός από τη συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος και σταδιακά η χρήση του εξέλιπε. Όχι τυχαία, εξάλλου, δεν συμπεριελήφθη σε νομοκανονικές συλλογές, σε Εξομολογητάρια, σε Ευχολόγια και λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας.
Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης ήταν αντίθετος με το επιτίμιο του αφορισμού, θεωρώντας το ως αντικανονικό. Διέκρινε, μάλιστα, 3 είδη αφορισμού: 1) τον θείο, 2) τον κανονικό και εύλογο, και 3) αυτόν που επιβάλλεται “παρά τους κανόνας”. Ακόμη, διαχώριζε τον αφορισμό της εποχής του από αυτόν που επιβάλλονταν σε παλαιότερες εποχές. Θεωρούσε, δηλαδή, ότι ο παλαιότερος ισοδυναμούσε κατά βάση με εξωεκκλησιασμό, ενώ ο σύγχρονός του με ένα βαρύ ανάθεμα.
Απευθυνόμενος, μάλιστα, στον ξάδερφό του, επίσκοπο Ευρίπου Ιερόθεο, του συνιστά να μην καταράται και να αποφεύγει τον αφορισμό, διότι αυτό αποτελεί γνώρισμα βαρβάρων και απαιδεύτων ανθρώπων και απαγορεύεται από τους θείους και ιερούς κανόνες. Θεωρεί δε ότι έργο του αρχιερέα είναι να εύχεται και να ευλογεί το ποίμνιό του αλλά και τους εχθρούς (σύμφωνα με τα ευαγγελικά λόγια) και όχι να καταράται!
Πηγή:Πρωτ. Βασιλείου Καλλιακμάνη, Μεθοδολογικά Πρότερα της Ποιμαντικής. Λεντίω ζωννύμενοι, Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 78-80.

Δευτέρα, Μαΐου 26, 2014

Πνευματική πατρότητα καὶ ποιμαντικές ἀρχές


1. Εἰσαγωγικὰ

Στὶς μέρες μας, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ πνευματικὸ πατέρα ἐννοεῖται ὁ ἐξομολόγος κληρικός. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας εἶναι πολὺ εὐρύτερη. Πατέρας εἶναι μόνο ὁ Θεὸς1. Ὁ Χριστὸς ἐπίσης, ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτεται καὶ ὡς πατέρας τῶν ἀνθρώπων φανερώνοντας στὸ κόσμο τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός. Ἡ πατρικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐντονότερα αἰσθητὴ κατὰ τὴν Ἀνάληψή του. Οἱ μαθητὲς προαισθάνονται τὴν πνευματικὴ ὀρφάνια καὶ διακατέχονται ἀπὸ ἀπερίγραπτη ὀδύνη. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς ἀφήνει ὀρφανούς. Ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»2.

Οἱ ἀπόστολοι διὰ τοὺ Ἁγίου Πνεύματος γεννοῦν πνευματικὰ τέκνα καὶ μεταδίδουν τὸ χάρισμα στοὺς ἐπισκόπους, κι αὐτοὶ στοὺς διαδόχους τους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναγνωρίσθηκαν ὡς Πατέρες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων3. Στοὺς νεότερους χρόνους ἡ λέξη «πνευματικὸς» ἀποτελεῖ συντόμευση τῆς φράσης «πνευματικὸς πατέρας». Ὅμως, εἶναι ἀμφίβολο ἐὰν μὲ τὸν ὅρο «πνευματικὸς» νοεῖται ἐκεῖνος ποὺ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συμβάλλει στὴν καλλιέργεια τῆς χάριτος καὶ θεμελιώνει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Συνήθως «πνευματικὸς» θεωρεῖται ὁ καθοδηγητὴς τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ὁ σύμβουλος, ὁ «ψυχολόγος τῆς θρησκείας», ὁ φύλακας νόμων καὶ κανόνων ἤ ἁπλῶς ὁ ἐξομολόγος καὶ χορηγός της ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.


2. Πνευματικὴ πατρότητα

Ἂς ἀναζητήσουμε ὅμως τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας στὴν βιβλικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Γράφει ὁ Ἄπ. Παῦλος: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, «ἀλλ' οὐ πολλοὺς πατέρας∙ ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»4. Σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει: «Τεκνία μου...πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ὑμῖν»5. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γεννᾶ διὰ τοῦ εὐαγγελίου τέκνα καὶ ὀδυνᾶται νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς στὸ ἀνθρώπινο εἶναι.

Στὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων (4ος αἵ.) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἐπισκόπων χαρίζει τὴ θεία υἱοθεσία. Γὶ αὐτὸ ὡς πνευματικοὺς γονεῖς «τιμᾶν αὐτοὺς καὶ στέργειν», «τοὺς δι’ ὕδατος ἀναγεννήσαντας (βάπτισμα), τοὺς τῷ ἁγίῳ πνεύματι πληρώσαντας (χρίσμα-ἐπίθεση χειρῶν), τοὺς τῷ λόγῳ γαλακτοτροφήσαντας, τοὺς ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀναθρεψαμένους (κήρυγμα), τοὺς ἐν ταῖς νουθεσίαις στηρίξαντας (κατ' ἰδίαν διδαχή), τοὺς τοῦ σωτηρίου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος ἀξιώσαντας, τοὺς τῶν ἁμαρτιῶν λύσαντας (μετάνοια-ἄφεση) καὶ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς εὐχαριστίας μετόχους ποιήσαντας (κοινωνία)»6.

Ἀνάλογες θέσεις ἀπαντοῦν καὶ στὰ κείμενα τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας.Ἔτσι, τόσο τὰ ἀποστολικὰ ὅσο καὶ τὰ μεταποστολικα κείμενα προσδίδουν στὴν πνευματικὴ πατρότητα ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς «τύπος τοῦ πατρός7» δὲν εἶναι ὑπεύθυνος μόνο τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» τὶς ἁμαρτίες, ἀλλά ἀναγεννᾶ μὲ τὸ βάπτισμα, τρέφει μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς νουθεσίες καὶ παρέχει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ μετάνοια κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς εἶναι κυρίως προβαπτισματική.

Μὲ τὴν ἄνθιση τοῦ μοναχικοῦ βίου παρατηρεῖται καὶ ἐκεῖ ἀνάλογη ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς πατρότητας. Ἡ λέξη ἀββᾶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ σανσκρητικά καὶ ἐκφράζει τὴ νέα σχέση τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, χρησιμοποιήθηκε παράλληλα μὲ τὴ λέξη Γέρων κυρίως γιὰ τοὺς χαρισματούχους ἀσκητές καὶ μοναχούς. Πατέρας στὴ μοναχικὴ παράδοση εἶναι ὁ διακριτικὸς μοναχός, ὁ θεοδίδακτος, ὁ γέρων, ὁ ἀββᾶς, ὁ στάρετς. Ἐκεῖνος ποὺ μέσῳ τῆς κάθαρσης ἀξιώθηκε τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης. Ἡ πατρότητα αὐτὴ δὲν πηγάζει ἀπὸ κάποιο Ἱερατικὸ λειτούργημα, εἶναι χαρισματικὴ καὶ συνήθως ἔχει προσωπικὸ χαρακτῆρα. Τὸ χάρισμα ὅμως ἀναπτύσσεται ἐντός της ἐκκλησίας. Συχνὰ οἱ ἐπίσκοποι ἀπευθύνονται σὲ αὐτούς, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ συμβουλὴ καὶ τὴ βοήθεια τους8. Ἀντίστοιχα γιὰ τὶς γυναῖκες, μητέρες τῆς ἐρήμου, ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὰ πνευματικά τους χαρίσματα καὶ βοήθησαν καὶ ἄλλους στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, ἀπαντᾶ ὁ ὅρος «ἀμμᾶς-ἀμμάδες»9.

Κατὰ τὸν 4ο αἰώνα ὑπῆρχαν ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ πρεσβύτερος ἦσαν ἴσοι ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ πατρότητα. Ἀπαντώντας καὶ ἐλέγχοντας τὴν πλάνη αὐτὴ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει ὅτι ἡ «τάξις» τοῦ ἐπισκοποῦ εἶναι « τάξις πατέρων γεννητική». Ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴ χειροτονία «πατέρας γὰρ γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ», ἐνῷ ἡ «τάξις» τοῦ πρεσβυτέρου, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει πατέρες, «διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλλιγγενεσίας τέκνα γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ»10. Βαπτίζει δηλαδὴ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς καθιστᾷ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπως συνέβη μετὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Δεκίου, οἱ ἐπὶσκοποι εἰσάγουν τὸ θεσμὸ τοῦ «ἐπὶ τῆς μετανοίας πρεσβυτέρου», ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ἀτόνησε.

Ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (956-1036) ἀναφέρει ὅτι ἡ πνευματικὴ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» δόθηκε ἀρχικά ἀπό τους ἁγίους ἀποστόλους στοὺς ἀρχιερεῖς. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀπό τους ἀρχιερεῖς μεταβιβάσθηκε στοὺς ἰερεῖς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους, καὶ ἐν συνεχείᾳ στοὺς μοναχούς. Δύο ἦταν οἱ σημαντικότεροι λόγοι ποὺ συνέβαλαν στὴν ἐξέλιξη τῆς μετάδοσης τοῦ χαρίσματος στοὺς μοναχούς. Πρῶτον ἡ ραγδαία διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ αὔξηση τῶν χριστιανῶν καὶ δεύτερον ἡ ἀλλοτρίωση καὶ σχετικοποίηση τῆς χριστιανικῆς ζωης τῶν ἀρχιερέων καὶ ἰερέων. Ἡ ἴδια ἀσθένεια ὅμως προσέβαλε καὶ τοὺς μοναχούς, ὑπὸστηρίζει ὁ Συμεών, καὶ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ «μοναχοὶ πάμπαν ἀμόναχοι»11. Ἡ αὐστηρὴ κριτικὴ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, καθὼς καὶ τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν του δὲ σημαίνει ἄμφισβητηση ἤ ὑποτίμηση τῆς θεσμικῆς διάστασης τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναγέννηση τῆς μοναχικῆς καὶ εὐρύτερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ χαρίσματος τῆς πνευματικῆς πατρότητας.

Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου γιὰ τὴν ἱκανότητα τῶν μοναχῶν νὰ ἀσκοῦν τὸ διακὸνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀμφισβητήθηκαν ἔντονα, κυρίως ὠς πρὸς τὸ «δεσμεῖν καὶ λύειν». Ἔτσι ὁ Βαλσαμών ἕναν αἰώνα ἀργότερα διακρίνει σαφέστατα τὴ διακονία νὰ ἀναδέχονται οἱ μοναχοί τους λογισμοὺς καὶ νὰ δίδουν συμβουλές, ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», ποὺ δίδεται ἀπό τούς ἐπισκόπους μόνο στοὺς ἐξουσιοδοτημένους πρεσβυτέρους12. Πιὸ κατηγορηματικὸς εἶναι ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (1429). «Ἐπίσης καὶ τὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος δὲν πρέπει νὰ παραχωρεῖται σὲ ἁπλούς μοναχούς, ποὺ δὲν ἔχουν χειροτονία. Καὶ τοῦτο, γιατί εἶναι τόσο ἱερὸ αὐτό, ὥστε εἶναι ἔργο μόνο τῶν ἐπισκόπων καὶ ὄχι τῶν ἱερέων, ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες. Οἱ πρεσβύτεροι τὸ ἀσκοῦν μόνο κατ' ἀνὰγκην καὶ ὅταν δὲν εἶναι παρὼν ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλά ἀπών. Τὰ δὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως, ἡ ἁμαρτία τοῦ φόνου καὶ τὰ παραπτώματα τῶν ἱερέων, πρέπει νὰ ἀναφέρονται στὸν ἐπίσκοπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσα διαφεύγουν τὴν γνώση τοῦ πνευματικοῦ. Ὅλα δὲ νὰ γίνονται μὲ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, γιατί ἡ μετάνοια εἶναι δικό του ἔργο, τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν χορήγηση προτρεπτικοῦ γράμματος»13.

Παρόλα αὐτά, σὲ νομοκανονικὲς συλλογὲς τῆς τουρκοκρατίας, λόγῳ τῆς ἔλλειψης ἱκανῶν ἱερέων, προτρέπονται οἱ ἀρχιερεῖς νὰ δίδουν ἐνταλτήριο γράμμα, ὥστε νὰ ἀσκοῦν τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ μοναχοί. Ὁ ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης διαφωνεῖ μὲ τὴν παραπάνω ἄποψη. Ἔτσι ἐπικαλούμενος τὴν προγενέστερη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γράφει ὅτι: «Ἀνίεροι δὲ καὶ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ ἐξομολογοῦν, οὔτε μοναχαί, παρὰ κανόνας γὰρ τοῦτο»14. Ἐπίσης, τὸ Ἐξομολογητάριον ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς καὶ στὴν ἐφαρμογὴ καὶ συμφωνία τῶν ἱερῶν κανόνων. Τὴν πνευματικὴ πατρότητα πρέπει νὰ ἀναλαμβάνουν καὶ νὰ ἀσκοῦν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἔφθασαν μὲ τὴν ἄσκηση στὴν ἀπάθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπειδὴ γνωρίζει τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλλείψεις τῆς ἐποχῆς του, συνιστᾶ στοὺς ἀρχιερεῖς νὰ ἐπιλέγουν τουλάχιστον τοὺς ἐμπειρότερους καὶ γεροντοτέρους «καὶ τούτους νὰ καθιστῶσι Πνευματικούς∙ ἐπειδὴ αὐτοί διὰ τὴν ἡλικίαν, εἶναι καὶ ἐμπειρότεροι εἰς τὴν γνῶσιν, καὶ τὰ πάθη ἔχουν ὁπωσοῦν καταδαμασμένα»15. Δὲν ἀπὸκλείει καὶ τοὺς νεοτέρους, ἂν αὐτοἰ διαθέτουν ἀρετή καὶ φρόνηση γεροντική. Υἱοθετεῖ ἀκόμη τὴν ἄποψη νὰ γίνονται πνευματικοί, «οἱ ἐν γάμῳ ἱερεῖς ὄντες, δηλ. καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἄξιοι, πάρεξ οἱ παρθένοι καὶ ἄγαμοι ἱερομόναχοι»16.


3. Οἱ ποιμαντικὲς ἀρχὲς καὶ ἡ διάκριση

Ὁ κληρικὸς στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση δὲν νοεῖται ὠς ἁπλός θρησκευτικὸς λειτουργός, ὅπως ἀπαντᾶ σὲ νομικὰ κείμενα ἀλλά καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες. Στὶς πηγὲς ὑπάρχει ποικιλία ὅρων μὲ τοὺς ὁποίους ἐκφράζεται τὸ ἔργο τοῦ ποιμένα, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἱερουργία τῶν μυστηρίων. Εἶναι ἱερεύς, καθὼς ἐπίσης καὶ προεστῶς ἤ προϊστάμενος, πρόεδρος, ἡγούμενος, διδάσκαλος, μυσταγωγός, ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, οἰκονόμος τῶν μυστηρίων17. Στοὺς ἕλληνες Πατέρες καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὁ κληρικὸς εἶναι θεραπευτής18, ὑπηρέτης καὶ συνεργὸς στὴν πορεία πρὸς τὴ θὲωση19.

Ὑπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις ἀρχές, μὲ βάση τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν ἱστορία ποιμαίνει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ὁ πνευματικὸς τὶς ἀγνοεῖ, διατρέχει τὸν κίνδυνο τῆς αὐθαιρεσίας. Οἱ γενικὲς ποιμαντικὲς ἀρχὲς εἶναι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ οἰκονομία20. Ὡς ἀκρίβεια ὁρίζεται ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐνῶ ὡς οἰκονομία ἡ πρόσκαιρη παρέκκλιση ἀπὸ αὐτή. Εἰδικότερες ποιμαντικὲς ἀρχές εἶναι ἡ ἀναλογία (μὲ διπλὴ ἔννοια), ἡ ἱστορικότητα καὶ ἡ προσαρμογὴ στὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καθὼς καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου. Γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πνευματικὸς ἀνάλογα μὲ τὴ βαρύτητα τοῦ θέματος, λαμβάνουν ὑπόψη τὶς παραπάνω ἀρχές. Θεμέλιο ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, τὸ consensus patrum. Ἂν ἀγνοοῦμε τὴ θεολογία καὶ τὴν πράξη τῆς ἐκκλησίας, ἡ ποιμαντικὴ κινδυνεύει νὰ μείνει μετέωρη ἤ νὰ προσλάβει κανονιστικὸ καὶ ἀφιλάνθρωπο χαρακτῆρα. Χρειάζεται ὅμως οἱ πνευματικοὶ πατέρες ὡς ὑπεύθυνοι ποιμένες νὰ γνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκρίβεια γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν οἰκονομία, διότι δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο περιπτωτικὲς καὶ γιὰ λόγους οἰκονομίας ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκλαμβάνονται ὡς ἀκρίβεια. Καὶ τὰ ἐπιτίμια ἔχουν θεραπευτικό, ἐκκλησιολογικό, παιδαγωγικὸ καὶ φιλάνθρωπο χαρακτήρα. Δὲν εἶναι ποινὲς ἐξιλέωσης, ὅπως στὴ δυτικὴ θεολογία.

Ἡ πνευματικὴ ἀνακαίνιση, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ τῆς ἐλεύθερης βούλησης τῶν ἀνθρώπων, προϋποθέτει ὠδίνες καὶ κόπους. Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ πνευματικοὶ πόνοι ἀπορρέουν ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες, τὶς πτώσεις, τὴν ἀμετανοησία, τὴ σκληροκαρδία, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἐγκαταλείψεις τῆς πατρικῆς ἑστίας ἐκ μέρους τῶν πνευματικῶν τέκνων. Κοπιώδης ὅμως προσπάθεια καὶ ἄσκηση χρειάζεται προκειμένου νὰ ἀνακαλύπτει καὶ ὁ ποιμένας σὲ κάθε περίπτωση «τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθόν, τὸ εὐάρεστον καὶ τέλειον»21. Διότι, ἂν ἀκολουθεῖ τὴ δική του γνώμη, ἑπόμενο εἶναι νὰ γίνονται λάθη καὶ σφάλματα. «Πᾶσαι αἱ συμφοραί ἐπέρχονται εἰς ἡμᾶς, διότι δὲν ἐρωτῶμεν τους πνευματικοὺς πατέρας οἵτινες ἐτέθησαν, ἵνα καθοδηγοῦν ἡμᾶς∙ οἱ δὲ ἱεράρχαι καὶ πνευματικοί, διότι δὲν ἐρωτοῦν τὸ Κύριον πῶς πρέπει νὰ ἐνεργήσουν», διδάσκει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης22.

Ἡ ὀρθὴ ποιμαντικὴ χειραγώγηση διασφαλίζεται, ὅταν ὁ πνευματικὸς πατέρας ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τὶς θεῖες ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες. Ἡ διάκριση θεωρεῖται στὴ νηπτικὴ παράδοση ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἀρετές. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος διηγεῖται ὅτι στὴ σκήτη τῆς Θηβαΐδας εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ γέροντες καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καὶ πὼς μπορεῖ νὰ φυλαχθεῖ ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό. Ὁ καθένας κατέθετε τὴ δική του γνώμη δίδοντας τὴν πρώτη θέση σὲ κάποια ἀρετή. Ἄλλοι πρόβαλαν τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, ἄλλοι τὴν ἁγνότητα, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν καταφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἄγαθων, ἐνῶ ἄλλοι τὴν ἐλεημο-σύνη καὶ διάφορες ἄλλες ἀρετές. Ὅταν πέρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μὲ τὴ συζήτηση, τελευταῖος μίλησε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος. Ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι ἀπαραίτητες εἶπε, ἀλλά δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δώσουμε σὲ αὖτες τὰ πρωτεῖα, διότι πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης, εἴτε ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ εἴτε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη. Ἡ διάκριση ὡς «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς»,«πάσας τὰς ἐνθυμήσεις καὶ τὰς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου διερευνῶσα, διαστέλλει καὶ διαχωρίζει πᾶν φαῦλον καὶ ἀπαρέσκον Θεῷ πρᾶγμα καὶ μακρὰν αὐτοῦ ποιεῖ τὴν πλάνην»23. Χωρὶς τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καμιὰ ἀρετή δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσφαλἠς μέχρι τέλους. Ἔτσι ἡ διάκριση «πασῶν τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καὶ φύλαξ ὑπάρχει». Μὲ τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου συμφώνησαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι πατέρες24. Ἡ ἀρετή τῆς διάκρισης πρέπει νὰ κοσμεῖ ἰδιαίτερα τὸν πνευματικὸ πατέρα. 


4. Συμπερασματικὰ

Ὁ πνευματικὸς μὲ βάση τὶς γενικὲς καὶ εἰδικὲς ποιμαντικὲς ἀρχές ἀλλά καὶ τὴ διάκριση πρέπει νὰ κάνει σωστὴ διάγνωση τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ μετανοοῦντος. Ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει μὲ κάθε τρόπο στὴν πνευματικὴ καρποφορία ἀξιοποιώντας τὸ χάρισμα τοῦ καθενός. Σκοπὸς τῆς ποιμαντικῆς χειραγώγησης δὲν εἶναι ὁ πειθαναγκασμὸς τοῦ πιστοῦ σὲ ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα, ἀλλά ἡ καθοδήγησή του στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει ἡ πνευματικὴ πατρότητα καὶ ἡ πνευματικὴ υἱότητα νὰ καλλιεργοῦνται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, τῆς κοινῆς ἀναφορᾶς καὶ τῆς ὑπακοῆς στο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὅταν διασφαλίζεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἄνθρωπων γεννιοῦνται ὑγιῆ πνευματικὰ τέκνα, ὁλοκληρωμένα πρόσωπα. Ὁ πνευματικὸς δὲν εἶναι κανονοφύλακας, ἀλλά χαρισματικὸς νομοθέτης καὶ μυσταγωγὸς στὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Καὶ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἄθλημα πνευματικό, ποὺ βοηθᾶ στὴν ὡρίμανση καὶ τὴ χειραφέτηση. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση πίσω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τὸ πρόσχημα τῆς ὑπακοῆς μπορεῖ νὰ κρύπτονται δικανικὲς ἀντιλήψεις, αὐτοδικαιωτικὲς νοοτροπίες, ψυχοπαθολογικὲς ἐξαρτήσεις, ποὺ ἀφοροῦν κατὰ κύριο λόγο στοὺς πνευματικοὺς πατέρες ἀλλά καὶ στὰ πνευματικὰ τέκνα.




1. «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς∙ εἰς γὰρ ἔστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὔρα-νοῖς» (Μάτθ. 23,9).
2. Πρβλ. Ἰωαν. 16,13
3. Βλ. π. Γ. Φλορόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μετάφρ. Δ. Τσάμη, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 147.
4. Α' Κόρ. 4,14.
5. Γάλ. 4,12.
6. Αἰαταγαὶ Ἀποστόλων, 2,33, ΒΕΠΕΣ τόμ. 2, ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας, Ἀθῆναι 1955, σ. 38-39.
7. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Μαγνησιεῖς 6,1 PG 5, 669AB∙ Τραλλιανοῖς 3 PG5, 677AB.
8. Παῦλος Εὐδοκίμωφ, «Ἡ πνευματικὴ πατρότητα», μτφρ. Γ. Κυθραιώτης, στὸ συλλογικὸ ἔργο, Ὀρθοδοξος μοναχισμός, ἐκδ. Ἁρμός, σ. 53.
9. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ἱστορία α', τόμ. 1, μετάφραση-εἰσαγωγὴ-σχόλια, Ν.Θ. Μπουγάτσου - Α.Μ. Μπατιστάτου, ἔκδ. Τῆνος, Ἀθήνα χ.χ., σ. 182.
10. «Καὶ ὅτι μὲν ἀφροσύνης ἔστι τὸ πᾶν ἔμπλεων, τοῖς σύνεσιν κεκτημένοις τοῦτο δῆλον τὸ λέγειν αὐτὸν ἐπίσκοπον καὶ πρεσβύτερον ἴσον εἶναι. Καὶ πῶς ἔσται τοῦτο δυνατόν; Ἡ μὲν γὰρ ἔστι πατέρων γεννητικὴ τάξις∙ πατέρας γὰρ γεννᾷ τὴ Ἐκκλησίᾳ ἡ δὲ πατέρας μὴ δυναμένη γεννᾶν, διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὐ μὴν πατέρας καὶ διδασκάλους». Κατὰ αἱρέσεων 3,1, 55,4 PG 42, 508CD.
11. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 52-53.
12. Β. Χριστοφορίδη, ὅ.π.,σ.57.
13. Περὶ μετανοίας, μτφρ. Ἰ. Φουντούλη, Τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς μετανοίας, Εἰσηγήσεις-Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας ἔτους 2002, Δράμα 2002, σ. 407.
14. Πηδάλιον σ. 313.
15. Ἐξομολογητάριον, σέλ. 12.
16. Ὅπ.π., σελ 13.
17. John H. Erickson, The challenge of our past, Studies in Orthodox Canon Law and Church History, St. Vladimir's Seminary Press, NY 1991, σ. 54.
18. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 21, PG 35, 492C.
19. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 26, PG 35, 436ΑΒ.
Βλ. J. Erickson, ὅπ. π., σ. 56.
20. Βλ. περισσότερα γιὰ τὸ θέμα στὴ μελέτη μας Μεθοδολογικὰ πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, σ. 73 κ.ε. ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.
21. Ρωμ. 12,2.
22. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1995, σ. 505.
23. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρὸς Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία τόμ. Α', ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1982, σ. 86.
24. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, ὁ.π, σ. 87. Στὴ συνέχεια ὁ ὅσιος Κασσιανὸς διηγεῖται διάφορα παραδείγματα μοναχῶν ποὺ πλανήθηκαν, διότι δὲν εἶχαν τὴν ἀρετή της διάκρισης. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ περίπτωση τοῦ ἀσκητή Ἤρωνα, ὁ ὁποῖος ἐνῶ νήστευε καὶ ἐγκρατευόταν μὲ αὐστηρότητα, ἔφθασε στὸ σημεῖο ἀκολουθώντας τὸ λογισμό του νὰ μὴ συνεορτάζει τὸ Πάσχα μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς γιὰ νὰ μὴ διακόψει τὸν «κανόνα του». Ἀπατημένος ὅμως ἀπὸ τὸ «ἴδιον θέλημα» καὶ τὸν διάβολο τὸν προσκύνησε ὡς ἄγγελο φωτός. Ἔτσι μὲ σκοτισμένο νοῦ ἔπεσε ἑκούσια σὲ πηγάδι πιστεύοντας τὰ λόγια τοῦ Σατανᾶ, ὅτι θὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ σῶος. Οἱ πατέρες μὲ πολὺ κόπο τὸν ἔβγαλαν μισοπεθαμένο καὶ μετὰ τρεῖς μέρες ξεψύχησε. Ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος φιλάνθρωπα φερόμενος δὲν τοῦ στέρησε τὰ μνημόσυνα καὶ τὶς προσευχὲς ποὺ γίνονται στοὺς κεκοιμημένους, διότι θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὁ θάνατος τοῦ ὡς αὐτοκτονία. Ὅ.π., σ. 87.
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...