Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2020

Ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος

 




Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν µποροῦσε νὰ ἔρθει στὸ Θεό, ὁ Θεὸς ἦρθε στὸν ἄνθρωπο, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό του µὲ τὸν ἄνθρωπο µὲ τὸν πιὸ ἄµεσο τρόπο. Ὁ αἰώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ ἐµᾶς. Συµµετέχει ἀπόλυτα στὸ κάθε τί ποὺ µᾶς ἀποτελεῖ κι ἔτσι µᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ συµµετέχουµε σ’ αὐτὰ ποὺ τὸν ἀποτελοῦν, στὴ θεϊκή του ζωὴ καὶ στὴ δόξα του. Ἔγινε ὅ,τι εἴµαστε γιὰ νὰ µᾶς κάνει ὅ,τι εἶναι αὐτός.

Ὁ Θεὸς ἑνώνεται µὲ τὴ δηµιουργία του πιὸ στενὰ ἀπ’ τὴ κάθε δυνατὴ ἕνωση, καθὼς γίνεται ὁ ἴδιος αὐτὸ ποὺ δηµιούργησε. Ὁ Θεὸς σὰν ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τὸ µεσολαβητικὸ ἔργο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπέκρουσε κατὰ τὴ πτώση. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας µας, γεφυρώνει τὴν ἄβυσσο ἀνάµεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο γιατί εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὅπως λέµε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ὕµνους τῆς παραµονῆς τῶν Χριστουγέννων. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ σήµερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήµερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».

Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν εἶναι ἡ ὑπέρτατη πράξη τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ µᾶς ἀπολυτρώσει καὶ νὰ ξανασυνδέσει τὴν ἐπικοινωνία µας µαζί του. Ἔχει περισσότερη σηµασία ἀπὸ µιὰ ἀναίρεση τῆς πτώσης ἢ µιὰ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχική του κατάσταση µέσα στὸ Παράδεισο. Ὅταν ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, αὐτὸ σηµαδεύει τὴν ἀρχὴ ἑνὸς οὐσιαστικὰ νέου σταδίου στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι µόνο τὴν ἐπιστροφή του στὸ παρελθόν.

Ἡ Ἐνσάρκωση ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο σ’ ἕνα καινούριο ἐπίπεδο, ἡ τελευταία κατάσταση εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Μόνο µέσα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ βλέπουµε νὰ ἀποκαλύπτονται ὅλες οἱ δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης µας. Μέχρι νὰ γεννηθεῖ, ἡ ἀληθινὴ σηµασία τῆς προσωπικότητάς µας ἦταν κρυµµένη. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ἡ γενέθλια ἡµέρα ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους».

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος τέλειος ἄνθρωπος- τέλειος δηλαδὴ ὄχι µόνο δυναµικά, ὅπως ἦταν ὁ Ἀδὰµ µὲ τὴν ἀθωότητά του πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἀλλὰ µὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπόλυτα πραγµατοποιηµένης «ὁµοίωσης». Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν δὲν εἶναι µόνο ἕνας τρόπος γιὰ ν’ ἀπαλειφθοῦν τὰ ἀποτελέσµατα τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος, ἀλλὰ εἶναι ἕνα οὐσιαστικὸ στάδιο στὸ ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν θεία εἰκόνα στὴ θεϊκὴ ἐξοµοίωση. Ἡ ἀληθινὴ αἰτία λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση δὲν βρίσκεται στὴν ἁµαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ στὴ πεπτωκυία φύση του, στὴν ὕπαρξή του ποὺ ἔγινε σύµφωνα µὲ τὴ θεϊκὴ εἰκόνα καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἑνωθεῖ µὲ τὸ Θεό.

Ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: «κἀγὼ τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς µοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡµεῖς ἕν ἐσµέν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐµοί, ἵνα ὦσι τετελειωµένοι εἰς ἕν» (Ἰωαν. 17, 22-23). Ὁ Χριστὸς µᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ συµµετέχουµε στὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Πατέρα. Εἶναι ὁ σύνδεσµος καὶ τὸ σηµεῖο ἐπαφῆς. Ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα µὲ ἐµᾶς, ἐπειδὴ εἶναι ὁ Θεός, εἶναι ἕνα µὲ τὸν Πατέρα. Ἔτσι µέσῳ καὶ ἐν αὐτῷ εἴµαστε ἕνα µὲ τὸ Θεό, καὶ ἡ δόξα τοῦ Πατέρα γίνεται δική µας δόξα.

Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει τὸ δρόµο γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ νὰ θεωθεῖ κανεὶς σηµαίνει, µὲ µεγαλύτερη σαφήνεια, νὰ «χριστοποιηθεῖ». Ἡ θεϊκὴ ὁµοιότητα ποὺ καλούµαστε νὰ φτάσουµε εἶναι ἡ ὁµοίωση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ ποὺ εἶναι Θεάνθρωπος ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι «θεούµεθα», θεοποιούµαστε, γινόµαστε «θείας κοινωνοὶ φύσεως» (Β Πέτρου 1,4). Προσλαµβάνοντας τὴν ἀνθρώπινή µας φύση ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ φύση Του µᾶς ἔχει κάνει γιοὺς τοῦ Θεοῦ κατὰ χάρη. Ἐν αὐτῷ εἴµαστε «υἱοθετηµένοι» ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, καὶ γινόµαστε γιοὶ ἐν τῷ Υἱῷ.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2018

Τα έσχατα


Τα έσχαταΓια τον χριστιανό δεν υπάρχουν παρά δύο έσχατες επιλογές: ο ουρανός και η κόλαση. Η Εκκλησία προσδοκά την τελική ολοκλήρωση, που στην Ελληνική θεολογία αποκαλείται αποκατάστασις, όταν ο Χριστός θα επιστρέψει «ἐν δόξῃ» για να κρίνει «ζῶντας καὶ νεκρούς». Η τελική αποκατάσταση περιλαμβάνει, όπως ήδη είδαμε, τη λύτρωση και τον δοξασμό της ύλης: κατά την Εσχάτη Ημέρα οι δίκαιοι θα εγερθούν εκ των νεκρών και θα ξαναβρούν τα σώματά τους, όχι όπως αυτά είναι τώρα, αλλά μεταμορφωμένα και «πνευματικά», στα οποία η εσωτερική αγιότητα θα εκχέεται προς τα έξω. Δεν θα μεταμορφωθούν δε μόνο τα σώματά μας, αλλ’ ολόκληρη η υλική τάξη της κτίσης: ο Θεός θα δημιουργήσει «καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴν γῆν».
Αλλ’ η κόλαση υπάρχει όσο και ο ουρανός. Πρόσφατα πολλοί χριστιανοί, όχι μόνο στη Δύση, αλλά κατά καιρούς και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έφταναν στο σημείο να πιστεύουν πως η ιδέα της κόλασης είναι ασυμβίβαστη με την πίστη σ’ ένα Θεό που αγαπά. Ο ισχυρισμός όμως αυτός φανερώνει μια θλιβερή και επικίνδυνη «σύγχυση φρενών». Ενώ βεβαίως αληθεύει πως ο Θεός μας αγαπά με μια άπειρη αγάπη, είναι εξίσου αληθές πως μας προίκισε μ’ ελεύθερη βούληση. Και εφόσον διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, έχουμε τη δυνατότητα ν’ απορρίψουμε τον Θεό. Αν αρνηθούμε την κόλαση, αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση. «Οὐδεὶς οὕτως ἀγαθὸς καὶ οἰκτίρμων, ὡς ὁ Θεός», γράφει ο Μάρκος ο Μοναχός ή Ερημίτης (αρχές 5ου αιώνα), «τῷ δὲ μὴ μετανοοῦντι, οὐδὲ αὐτὸς ἀφίησι».[1] Ο Θεός δεν μaς υποχρεώνει να Τον αγαπάμε, επειδή η αγάπη δεν είναι αγάπη αν δεν είναι ελεύθερη. Πώς λοιπόν μπορεί ο Θεός να συμφιλιωθεί μ’ αυτούς που αρνούνται κάθε συμφιλίωση;
Η Ορθόδοξη στάση απέναντι στα Έσχατα και στην κόλαση εκφράζεται κατά σαφή τρόπο στην επιλογή των Ευαγγελικών αναγνωσμάτων που διαβάζονται κατά τη λειτουργία των τριών διαδοχικών Κυριακών λίγο πριν από τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Την πρώτη Κυριακή διαβάζεται η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, τη δεύτερη η παραβολή του Ασώτου Υιού: και οι δύο ιστορίες παρουσιάζουν παραστατικά την άπειρη συγγνώμη και το έλεος του Θεού προς τους αμαρτωλούς που μετανοούν. Το Ευαγγέλιο όμως της τρίτης Κυριακής, στην παραβολή των προβάτων και των ερίφων, μάς υπενθυμίζει την άλλη αλήθεια: πvς είναι δυνατό να απορρίψει κάποιος τον Θεό και να στραφεί στην κόλαση. «Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον…» (Ματθ. 25, 41).
Δεν υπάρχει φυσικά καμιά τρομοκρατία στην Ορθόδοξη περί Θεού διδασκαλία. Οι Ορθόδοξοι δεν σκύβουν δουλικώς μπροστά στον Θεό από φόβο, αλλά Τον θεωρούν ως φιλάνθρωπο, «ἐραστὴ τοῦ ἀνθρώπου». Δεν ξεχνούν όμως πως ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα έρθει ως κριτής.
Η κόλαση δεν είναι τόσο ένας τόπος όπου ο Θεός φυλακίζει τους ανθρώπους, όσο ένας τόπος τον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι, καταχρώμενοι την ελεύθερη θέλησή τους, διαλέγουν για να φυλακίσουν τον εαυτό τους. Ακόμη και στην κόλαση οι κολασμένοι δεν στερούνται της αγάπης του Θεού, αλλ’ αυτό που οι άγιοι βιώνουν ως χαρά, αυτοί το βιώνουν ως βάσανα, πράγμα που είναι αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής. «Η αγάπη του Θεού θα είναι ένα ανυπόφορο βάσανο γι’ αυτούς που δεν την έχουν αποκτήσει μέσα τους».[2]
Η κόλαση υπάρχει ως τελική δυνατότητα, αλλ’ αρκετοί Πατέρες πιστεύουν, παρ’ όλα αυτά, πως στο τέλος όλοι θα συμφιλιωθούν με τον Θεό. Είναι αιρετικό το να λέμε πως όλοι υποχρεούνται να σωθούν, επειδή μ’ αυτό αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση που διαθέτει ο άνθρωπος. Είναι όμως θεμιτό να ελπίζουμε πως όλοι ίσως σωθούν. Μέχρι να έρθει η Έσχατη Ημέρα, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε για τη σωτηρία κανενός, και επιβάλλεται να προσευχόμαστε και να επιθυμούμε τη συμφιλίωση των πάντων χωρίς εξαίρεση. Κανείς δεν πρέπει να διαφεύγει από τις πρεσβείες της αγάπης μας. «Τίς ἐστιν καρδία ἐλεήμων;» ρωτά ο αγ. Ισαάκ ο Σύρος. «Είναι η καρδιά που καίει με αγάπη για ολόκληρη την κτίση, για τους ανθρώπους, τα πουλιά, τα θηρία, για τους δαίμονες, για όλα τα δημιουργήματα».[3] Ο Γρηγόριος Νύσσης λέει πως είναι θεμιτό οι χριστιανοί να ελπίζουν ακόμη και για τη λύτρωση του διαβόλου.
Η Βίβλος καταλήγει σε μια φράση έντονης προσδοκίας: «Ναι, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Αποκαλ. 22, 20). Με το ίδιο πνεύμα έντονης ελπίδας οι πρώτοι χριστιανοί συνήθιζαν να προσεύχονται, «Ἡ χάρις ἐλθέτω καὶ ὁ κόσμος παρελθέτω».[4] Από κάποια άποψη όμως οι πρώτοι χριστιανοί είχαν άδικο: φαντάζονταν πως το τέλος του κόσμου θα συνέβαινε σχεδόν αμέσως, ενώ στην πραγματικότητα έχουν περάσει δύο χιλιετίες και το τέλος δεν έχει έρθει ακόμη. Δεν ανήκει σε μας να γνωρίζουμε τους χρόνους και τους καιρούς, και ίσως η παρούσα τάξη να διαρκέσει για πολύ περισσότερες χιλιετίες. Από κάποια όμως άλλη άποψη, η αρχαία Εκκλησία είχε δίκιο. Επειδή όποτε κι αν έρθει το τέλος, νωρίς ή αργά, είναι πάντοτε επικείμενο, πνευματικά βρίσκεται διαρκώς κοντά μας, κι όταν ακόμη δεν βρίσκεται χρονικά κοντά μας. Η ημέρα του Κυρίου θα έλθει «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (Α΄ Θεσσαλ. 5, 2), την ώρα που δεν την περιμένουμε. Συνεπώς οι χριστιανοί, όπως στους αποστολικούς χρόνους, έτσι και σήμερα πρέπει να είναι συνεχώς έτοιμοι, γεμάτοι αναμονή. Ένα από τα πιο ενθαρρυντικά σημεία ανανέωσης στη σύγχρονη Ορθοδοξία είναι η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη Δευτέρα Παρουσία και τη σημασία της. «Όταν κάποιος πάστορας, που βρισκόταν σ’ επίσκεψη στη Ρωσία, ρώτησε ποιο είναι το πιο καυτό πρόβλημα της Ρωσικής Εκκλησίας, ένας ιερέας του απάντησε χωρίς δισταγμό: η Δευτέρα Παρουσία».[5]
Όμως η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι απλώς ένα γεγονός του μέλλοντος, επειδή στη ζωή της Εκκλησίας ο Μέλλοντας Αιώνας έχει ήδη προβάλει μέσα στον παρόντα αιώνα. Για τα μέλη της Εκκλησίας, οι «Ἔσχατοι Χρόνοι» έχουν ήδη τεθεί σε ενέργεια, καθότι εδώ και τώρα οι χριστιανοί απολαμβάνουν τους πρώτους καρπούς της Βασιλείας του Θεού. Ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησού. Έχει ήδη έρθει, στη θεία Λειτουργία και στη λατρεία της Εκκλησίας.
[1] Περὶ τῶν δικούντων δικαιοῦσθαι ἐκ τῶν ἔργων, 71 (PG 65, 940D).
[2] V. Lossky, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μτφρ. Στ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 253.
[3] Mystic Treatises, εκδ. A. J. Wensinck (Amsterdam 1923), σελ. 341.
[4] Διδαχή, 10, 6.
[5] P. Evdokimov, L’ Orthodoxie, σελ. 9.
Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016

Ἐπίθεση κατὰ τοῦ οὐρανοῦ




(Οἱ ἀντιδράσεις ἐξ ἀφορµῆς τῆς γνωστῆς ὑποθέσεως τῆς µονῆς Βατοπαιδίου, τὸ κλίµα ποὺ ἔχει δηµιουργηθεῖ, οἱ τρόποι ἔκφρασης ποὺ χρησιµοποιοῦνται, δηµιουργοῦν στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ ἰδιαίτερα συναισθήµατα. Ἐν µέσῳ αὐτῶν τῶν συναισθηµάτων ἔπεσε στὰ χέρια µας τὸ θαυµάσιο βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware «H ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Παραθέτουµε ἀπόσπασµα τοῦ βιβλίου ἀναφερόµενο στὸ τρόπο ποὺ ἔζησε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τὴν περίοδο 1917-1988. Εὐκαιρία γιὰ ἐκτίµηση τῆς σχέσης µας µὲ τά µεγάλα καί καίρια τῆς ζωῆς.)


«Αὐτοί πού ἐπιθυµοῦν νά Μέ δοῦν, θά περάσουν µέσα ἀπό βάσανα καί ἀπελπισία»
Ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα vii, 11.


Ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1917, ὅταν οἱ Μπολσεβίκοι κατέλαβαν τὴν ἐξουσία, µέχρι περίπου τὸ 1988, τὸ ἒτος ποὺ ὁ Ρωσικὸς Χριστιανισµὸς γιόρτασε τὴ χιλιετηρίδα του, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση ἔζησε σὲ µία κατάσταση πολιορκίας. Ἡ ἔνταση τοῦ διωγµοῦ διέφερε ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχὴ σ’ αὐτὰ τὰ ἑβδοµήντα χρόνια, ἀλλὰ ἡ βασικὴ στάση τῶν Κοµµουνιστικῶν Ἀρχῶν παρέµεινε ἡ ἴδια: ἡ θρησκευτικὴ πίστη, σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις, εἶναι ἕνα λάθος ποὺ πρέπει νὰ καταπνιγεῖ καὶ νὰ ξερριζωθεῖ. Σύµφωνα µὲ τὰ λόγια τοῦ Στάλιν, «Τὸ Κόµµα δὲν µπορεῖ νὰ παραµείνει οὐδέτερο µπροστὰ στὴ θρησκεία. Διεξάγει ἕναν ἀντιθρησκευτικὸ ἀγώνα ἐναντίον κάθε θρησκευτικῆς προκατάληψης». Γιὰ νὰ κατανοήσουµε τὴν πλήρη σηµασία ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ λόγια, θὰ πρέπει νὰ θυµηθοῦµε πὼς τὸ Κόµµα, ὑπὸ τὸν Σοβιετικὸ Κοµµουνισµό, ἦταν ἐντελῶς ταυτισµένο µὲ τὸ Κράτος.

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀπὸ τὸ 1917 καὶ ἐφεξῆς, οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ βρέθηκαν µπροστὰ σὲ µία κατάσταση, ποὺ ὅµοιά της δὲν ὑπῆρξε ἄλλη στὴν ἱστορία τοῦ ἀρχέγονου Χριστιανισµοῦ. Ἡ Ρωµαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἂν καὶ κατὰ καιροὺς καταδίωκε τοὺς χριστιανούς, ὅµως δὲν ἦταν κατὰ καµία ἔννοια ἀθειστικό κράτος, προσανατολισµένο στὴν καταπίεση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς θρησκείας. Οἱ Ὀθωµανοί Τοῦρκοι, πιστοὶ τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ἂν καὶ δὲν ἦσαν χριστιανοί, φάνηκαν ἀρκετὰ ἀνεκτικοὶ ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία, καθὼς εἴδαµε. Ὁ Σοβιετικὸς ὅµως Κοµµουνισµός, λόγω τῶν βασικῶν του ἀρχῶν, ἦταν στραµµένος σὲ µιά ἐπιθετικὴ καὶ στρατευµένη ἀθεία. Δὲν τοῦ ἀρκοῦσε ἕνας οὐδέτερος χωρισµὸς µεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἀλλά ἐπεζήτησε µὲ ὅλα τὰ µέσα, εὐθέα καὶ πλάγια, νὰ ἀναποδογυρίσει ὅλη τὴν ὀργανωµένη ἐκκλησιαστικὴ ζωή, καὶ νὰ ἐξαλείψει κάθε θρησκευτικὴ πίστη.

Οἱ Μπολσεβίκοι, µόλις κατέλαβαν τὴν ἐξουσία, ἔσπευσαν νὰ βάλουν σὲ ἐνέργεια τὸ πρόγραµµά τους. Ἡ Νοµοθεσία τοῦ 1918 ἀπέκλεισε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ κάθε συµµετοχὴ στὴν ἐκπαίδευση καὶ δήµευσε ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία. Ἡ Ἐκκλησία ἔπαυσε νὰ ἒχει ὁποιοδήποτε δικαίωµα ἁπλῶς δὲν διέθετε καµιὰ νοµικὴ ὑπόσταση. Τὰ ἄρθρα τοῦ Σοβιετικοῦ Συντάγµατος ἔγιναν ὅλο καὶ πιὸ σκληρά.

Τὸ Σύνταγµα τοῦ 1918 ἐπέτρεπε τὴν «ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας» (ἄρθρο 13), ἀλλά στὸν «Νόµο γιὰ τὶς θρησκευτικὲς Ἑνώσεις» ποὺ µπῆκε σ’ ἐφαρµογὴ τὸ 1929, αὐτὸ ἄλλαξε καὶ ἒγινε «ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς πίστης καὶ τῆς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας». Εἶναι πολὺ σηµαντικὴ ἐδῶ ἡ διάκριση: στοὺς χριστιανοὺς ἐπιτρεπόταν -τουλάχιστον θεωρητικά- ἐλευθερία πίστης, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἐπιτρεπόταν καµιὰ ἐλευθερία προπαγάνδας.

Η Ἐκκλησία ἐθεωρεῖτο ἁπλῶς ὡς µία λατρευτικὴ Ἕνωση. Οὐσιαστικά τῆς ἐπετράπη νὰ τελεῖ τὶς θρησκευτικὲς ἀκολουθίες καὶ στὴν πράξη -µετὰ µάλιστα ἀπὸ τὸ 1943-ἀποδόθηκαν ὁρισµένες ἐκκλησίες στὴ λατρεία. Ἐπίσης µετὰ ἀπὸ τὸ 1943 ἐπετράπη στὴν Ἐκκλησία νὰ διατηρεῖ λίγες ἱερατικὲς σχολὲς καὶ νὰ ἔχει κάποια περιορισµένη ἐκδοτικὴ δραστηριότητα. Ἀλλά πέρα ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς ἐπετράπη οὐσιαστικὰ τίποτε ἄλλο.

Μ’ ἄλλα λόγια οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὁ κλῆρος δὲν µποροῦσαν ν’ ἀσχοληθοῦν µὲ τὸ φιλανθρωπικὸ ἤ τὸ κοινωνικὸ ἔργο.Ἡ ἐπίσκεψη τῶν ἀσθενῶν ἦταν πολὺ περιορισµένη. Ἦταν ἀδύνατο τὸ ποιµαντικὸ ἔργο στὶς φυλακές, στὰ νοσοκοµεῖα ἤ στὰ ψυχιατρεῖα. 0ἱ ἐνοριακοὶ ἱερεῖς δὲν µποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν κανενὸς είδους νεανικὲς ὁµάδες ἤ κύκλους µελέτης. Δὲν µποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν κατηχητικὰ γιὰ τὰ παιδιά. Ἡ µόνη κατήχηση ποὺ οὐσιαστικὰ µποροῦσαν νὰ προσφέρουν στὸ ποίµνιό τους ἦταν µέσω τοῦ κηρύγµατος κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν. (Συχνὰ µάλιστα δὲν ἄφηναν ἀνεκµετάλλευτη µία τέτοια εὐκαιρία: θυµᾶµαι τὴ συµµετοχή µου στὴν τέλεση µιᾶς Λειτουργίας, στὴ δεκαετία τοῦ ‘70, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἔγιναν τέσσερα ἤ πέντε διαφορετικὰ κηρύγµατα. Τὸ ἐκκλησίασµα τὰ παρακολούθησε µὲ µεγάλη προσοχὴ καὶ στὸ τέλος εὐχαρίστησε τὸν κήρυκα µὲ ἐκδηλώσεις µεγάλης εὐγνωµοσύνης - ἦταν µιά ἐµπειρία ποὺ δὲν τὴν ἒχω συνήθως ὅταν κηρύττω στὴ Δύση!)

Ὁ κλῆρος δὲν µποροῦσε νὰ ὀργανώσει κάποια ἐνοριακὴ βιβλιοθήκη, καθόσον τὰ µόνα βιβλία ποὺ ἐπιτρεπόταν νὰ ὑπάρχουν στὴν ἐκκλησία ἦσαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία γιὰ λατρευτικὴ χρήση. Δὲν διέθεταν οὔτε φυλλάδια, οὔτε τὸ παραµικρότερο ἄλλο πληροφοριακὸ ὑλικό. Ἀκόµη καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἦταν σπάνιο εἶδος, ποὺ ἀνταλλασσόταν στὴ µαύρη ἀγορὰ σὲ τεράστιες τιµές. Τὸ χειρότερο δὲ ἀπ’ ὅλα ἦταν πὼς ὁ κάθε κληρικός, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο µέχρι τὸν ταπεινότερο ἐνοριακὸ ἱερέα, χρειαζόταν νὰ ἒχει ἄδεια ἀπὸ τὸ Κράτος γιὰ νὰ ἐξασκήσει τὸ λειτούργηµά του, καὶ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴ στενὴ καὶ ἀνελέητη παρακολούθηση τῆς µυστικῆς ἀστυνοµίας. Κάθε λέξη ποὺ ἔλεγε ὁ ἱερέας στὰ κηρύγµατά του σηµειωνόταν προσεκτικά. Ὁλόκληρη τή µέρα, κάποια ἐχθρικὰ καὶ παρατηρητικὰ µάτια θὰ παρακολουθοῦσαν ποιὸς ἐπισκεπτόταν τὴν ἐκκλησία γιὰ βαπτίσεις ἤ γάµους, γιὰ ἐξοµολόγηση ἤ ἁπλὴ προσωπικὴ συζήτηση.

Τὸ ὁλοκληρωτικὸ κοµµουνιστικὸ καθεστὼς χρησιµοποίησε ὅλες τὶς δυνατὲς µορφὲς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας, ἐνῶ εἶχε στερήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κάθε δικαίωµα ἀνταπάντησης. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὑπῆρχε ἡ ἀθειστικὴ διδασκαλία ποὺ µεταδιδόταν συστηµατικὰ σὲ κάθε σχολεῖο. Οἱ δάσκαλοι ἔπαιρναν ἐντολές, σὰν αὐτή:

΄΄Ὁ Σοβιετικὸς δάσκαλος πρέπει νὰ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἐπιστηµονικοῦ πνεύµατος τοῦ Κόµµατος. Ὑποχρεοῦται ὄχι µόνον νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ἄπιστος, ἀλλά καὶ νὰ εἶναι ἕνας δραστήριος προπαγανδιστὴς τῆς Ἀθεΐας µεταξὺ τῶν ἄλλων, νὰ εἶναι φορέας τῶν ἰδεῶν τοῦ στρατευµένου προλεταριακοῦ ἀθεϊσµοῦ. Μὲ ἱκανότητα καὶ ἠρεµία, µὲ λεπτότητα καὶ ὑποµονὴ θὰ πρέπει ὁ Σοβιετικὸς δάσκαλος νὰ ἀποκαλύπτει καὶ νὰ ὑπερβαίνει τὶς θρησκευτικὲς προκαταλήψεις στὴ διάρκεια τῆς ἐργασίας του στὸ σχολεῖο ἀλλά καί ἔξω ἀπ’ αὐτό, κάθε µέρα΄΄.

Ἔξω ἀπὸ τὸ σχολεῖο, µιά τεράστια ἀντιθρησκευτικὴ ἐκστρατεία διεξαγόταν ἀπὸ τὸν Σύνδεσµο Στρατευµένων Ἀθέων. Τὸν Σύνδεσµο αὐτὸν ἀντικατέστησε τὸ 1942 ἡ λιγότερο ἐπιθετικὴ «Πανενωσιακὴ Ἑταιρεία γιὰ τὴ διάδοση τῆς Ἐπιστηµονικῆς καὶ Πολιτικῆς Γνώσης». Ἡ ἀθεΐα καλλιεργεῖτο συστηµατικὰ µεταξὺ τῶν νέων ἀπὸ τὸν Σύνδεσµο Νέων Κοµµουνιστῶν. Δηµιουργήθηκαν Μουσεῖα Θρησκείας καὶ Ἀθεΐας, συχνὰ σὲ πρώην ἐκκλησίες, ὅπως στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Στὴ δεκαετία τοῦ ‘20 διοργανώνονταν στοὺς δρόµους ἀντιθρησκευτικὲς «λιτανεῖες» µὲ ὠµὸ καὶ προκλητικὸ χαρακτήρα, ἰδιαίτερα τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ ἔχουµε µιά περιγραφὴ ἀπὸ κάποιον αὐτόπτη µάρτυρα: ΄΄Δὲν ὑπῆρχαν διαµαρτυρίες ἀπό τούς σιωπηλοὺς δρόµους -τὰ χρόνια τοῦ τρόµου, εἶχαν κάνει καλὰ τὴ δουλειά τους — καὶ ὅλοι προσπαθοῦσαν νὰ παρακάµψουν τὸν δρόµο ὅταν συναντοῦσαν αὐτὴ τὴν προκλητικὴ «λιτανεία». Ἐγώ, προσωπικά, ποὺ παραβρέθηκα στὸ Καρναβάλι τῆς Μόσχας, µπορῶ νὰ διαβεβαιώσω πὼς δὲν ὑπῆρχε οὔτε µιά σταγόνα λαϊκῆς εὐχαρίστησης σ’ αὐτό. Ἡ πορεία ἐκινεῖτο σὲ ἄδειους δρόµους καὶ ἡ προσπάθειά της νὰ δηµιουργήσει γέλιο ἤ πρόκληση συναντοῦσε τὴ βαθιὰ σιωπὴ τῶν τυχαίων περαστικῶν.΄΄

Ὄχι µόνο ἔκλεισε ἕνας µεγάλος ἀριθµὸς ἐκκλησιῶν στὶς δεκαετίες τοῦ ‘20 καὶ τοῦ ‘30, ἀλλά καὶ πάρα πολλοὶ ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, µοναχοί, µοναχὲς καὶ λαϊκοὶ κλείστηκαν σὲ φυλακὲς καὶ σὲ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δὲν µποροῦµε νὰ ὑπολογίσουµε πόσοι ἐκτελέστηκαν ἤ πέθαναν ἀπὸ τὰ βασανιστήρια. Ὁ Νικήτας Στροῦβε µᾶς δίνει ἕναν κατάλογο µὲ 130 ὀνόµατα µαρτύρων ἐπισκόπων, ἀλλὰ ἀκόµη κι αὐτὸν τὸν ἀποκαλεῖ «προσωρινὸ καὶ ἀτελῆ». Ὁ συνολικὸς ἀριθµὸς τῶν ἱερέων ποὺ µαρτύρησαν πρέπει νὰ φτάνει σὲ δεκάδες χιλιάδες. Φυσικὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἦσαν κατὰ κανένα τρόπο οἱ µόνοι ποὺ ὑπέφεραν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς τροµοκρατικῆς ἐξουσίας τοΰ Στάλιν, ἀλλ’ ὑπέφεραν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Τίποτε δὲν θὰ µποροῦσε νὰ συγκριθεῖ µὲ ὅ,τι συνέβαινε στοὺς διωγµοὺς κατὰ τὴ Ρωµαϊκὴ περίοδο. Τὰ λόγια τοῦ Πρωτόπαπα Ἀββακούµ, ποὺ ἒζησε τὸν δέκατο ἕβδοµο αἰώνα, βγῆκαν ἀληθινὰ στὴν περίοδο τοῦ κοµµουνιστικοῦ καθεστῶτος, τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα: «Ὁ Σατανᾶς ἀπέσπασε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ φωτεινὴ Ρωσία µας, γιὰ νὰ γίνει κόκκινη ἀπὸ τὸ αἷµα τῶν µαρτύρων».

Πῶς ἐπηρέασε τὴν Ἐκκλησία ἡ κοµµουνιστικὴ προπαγάνδα καὶ οἱ διωγµοί; Σὲ πολλὲς περιοχὲς ὑπῆρξε µιά καταπληκτικὴ ἀναζωογόνηση τῆς πνευµατικῆς ζωῆς. Οἱ ἀληθινοὶ Ὀρθόδοξοι πιστοί, καθαρισµένοι ἀπὸ τὰ κοσµικὰ στοιχεῖα, ἐλευθερωµένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψευδῶν µελῶν τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἁπλῶς συµµορφώνονταν µὲ τοὺς τύπους γιὰ κοινωνικοὺς λόγους, «κεκαθαρµένοι ὡς διὰ πυρός», συγκεντρώθηκαν καὶ ἀντιστάθηκαν µὲ ἡρωισµὸ καὶ ταπείνωση. Ἕνας Ρῶσος τῆς διασπορᾶς ἒχει γράψει: «Ἐκεῖ ὅπου δοκιµάστηκε ἡ πίστη, ἡ χάρις ξεχύθηκε ἄφθονη, καὶ συνέβησαν τὰ πιὸ καταπληκτικὰ θαύµατα: εἰκόνες ποὺ ἀνακαινίστηκαν µπροστὰ στὰ ἔκθαµβα µάτια τῶν πιστῶν(1), θόλοι τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ἔλαµψαν µ’ ἕνα φῶς ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσµο αὐτό... Μολαταῦτα, πολὺ λίγοι τὰ πρόσεξαν αὐτά. Ἡ ἔνδοξη πλευρὰ ὅσων συνέβησαν στὴν Ρωσία δὲν ἐνδιέφερε σχεδὸν καθόλου τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας... Ὁ σταυρωµένος καὶ ἐνταφιασµένος Χριστὸς πάντοτε θὰ κρίνεται ἔτσι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι τυφλοὶ στὸ φῶς τῆς ἀναστάσεώς Του». Τὸ ἐκπληκτικὸ δὲν εἶναι πὼς ἕνας τόσο µεγάλος ἀριθµὸς ἀνθρώπων ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία στὴν ὥρα τοῦ διωγµοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ ἀνέκαθεν συνέβαινε, καὶ χωρὶς ἀµφιβολία θὰ ξανασυµβεῖ. Ἐκπληκτικότερο εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς τόσοι πολλοὶ παρέµειναν πιστοί.



(1). Lossky, Ή Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας. Ἡ θαυµατουργή «ἀνακαίνιση τῶν εἰκόνων», στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Λόσσκυ, ἔλαβε χώρα σέ ἀρκετές περιοχές ὑπό τό κοµµουνιστικό καθεστώς. Εἰκόνες καί τοιχογραφίες, µαυρισµένες καί παραµορφωµένες ἀπό τόν καιρό, ξαφνικά, χωρίς καµιά ἀνθρώπινη ἐπέµβαση, ἀπόκτησαν ξανά τά λαµπρά καί φωτεινά χρώµατά τους.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2016

Τρεῖς δεῖχτες



Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ἕνας πού ἀγαπᾶμε, ὁ προσωπικός μας φίλος. Δέν χρειάζεται ν' ἀποδείξουμε τήν ὕπαρξη ἑνός προσωπικοῦ φίλου. Ὁ Θεός, λέει ὁ Olivier Clement, «δέν εἶναι ἐξωτερική μαρτυρία, ἀλλά τό μυστικό κάλεσμα μέσα μας». Ἄν πιστεύουμε στό Θεό, εἶναι γιατί τόν γνωρίζουμε ἄμεσα ἀπό τή δική μας ἐμπειρία καί ὄχι ἀπό λογικές ἀποδείξεις. Παρ' ὄλ' αὐτά, εἶναι ἀνάγκη νά γίνει ἐδῶ μία διάκριση ἀνάμεσα στήν «ἐμπειρία» καί στίς «ἐμπειρίες». Ἄμεση ἐμπειρία μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς νά συνοδεύεται ἀναγκαστικά ἀπό ἰδιαίτερες ἐμπειρίες. Ὑπάρχουν πράγματι πολλοί πού ἔφτασαν νά πιστέψουν στό Θεό ἀπό κάποια φωνή ἤ ἀπό κάποιο ὅραμα, σάν κι αὐτό πού δέχθηκε ὁ Ἀπ. Παῦλος στό δρόμο γιά τή Δαμασκό (Πράξ. 9, 1-9). Ὑπάρχουν ὅμως πολλοί ἄλλοι πού ποτέ δέν ἔχουν περάσει ἀπό ἰδιαίτερες ἐμπειρίες αὐτοῦ τοῦ τύπου ἀλλά μποροῦν νά βεβαιώσουν ὅτι, σ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους καί στό σύνολό της, αἰσθάνονται μία ὁλοκληρωτική ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, μία πεποίθηση πού ὑφίσταται σ' ἕνα ἐπίπεδο πιό στέρεο ἀπ' ὅλες τίς ἀμφιβολίες τους. Ἀκόμη κι ἄν δέν μποροῦν νά δώσουν μαρτυρία γιά μίαν ὁρισμένη θέση ἤ στιγμή, ὅπως μπόρεσε ὁ ἅγ. Αὐγουστῖνος, ὁ Pascal ἤ ὁ Wesley, μποροῦν νά ἰσχυριστοῦν μ' ἐμπιστοσύνη: Ξέρω τό Θεό προσωπικά.

Τέτοια ἑπομένως, εἶναι ἡ βασική «μαρτυρία» γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ: μία πρόσκληση γιά ἄμεση ἐμπειρία (ἀλλά ὄχι ἀναγκαστικά γιά ἐμπειρίες). Ὅμως, ἐνῶ δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν λογικές ἀποδείξεις γιά τή θεία πραγματικότητα, ὑπάρχουν ὁρισμένοι «δεῖχτες». Στόν κόσμο γύρω μας ὅπως ἐπίσης μέσα μας, ὑπάρχουν γεγονότα, πού ζητοῦν μίαν ἑρμηνεία, ἀλλά πού μένουν ἀνερμήνευτα, ἄν δέν ἀφεθοῦμε στήν πίστη σ' ἕνα προσωπικό Θεό. Τρεῖς τέτοιοι δεῖχτες πρέπει ν' ἀναφερθοῦν ἰδιαίτερα.
 
*
 
Πρῶτος, εἶναι ὁ κόσμος γύρω μας. Τί βλέπουμε; Πολλή ἀκαταστασία καί φανερή φθορά, πολύ τραγική ἀπελπισία καί φαινομενικά ἄχρηστο πόνο. Αὐτό εἶναι ὅλο; Βέβαια ὄχι. Ἄν ὑπάρχει ἕνα «πρόβλημα κακοῦ», ὑπάρχει ἐπίσης κι ἕνα «πρόβλημα καλοῦ». Ὁπουδήποτε κοιτάξουμε, δέν βλέπουμε μόνο σύγχυση ἀλλά καί ὀμορφιά. Στή χιονονιφάδα, στό φύλλο ἤ στό ἔντομο, ἀνακαλύπτουμε σχέδια δομημένα μέ μίαν εὐαισθησία καί ἰσορροπία πού τίποτε φτιαγμένο ἀπ' τήν ἀνθρώπινη ἐπιδεξιότητα δέν μπορεῖ νά τό φτάσει. Δέν πρόκειται νά ἑρμηνέψουμε συναισθηματικά αὐτά τά πράγματα ἀλλά δέν μποροῦμε νά τ' ἀγνοήσουμε. Πῶς καί γιατί ἐμφανίστηκαν αὐτά τά σχέδια; Ἄν πάρω ἕνα πακέτο μέ κάρτες μόλις φερμένες ἀπό τό ἐργοστάσιο, μέ τίς τέσσερις ἄκρες τακτικά τοποθετημένες σέ σειρά κι ἀρχίσω νά τό ἀνακατεύω, τότε ὅσο ἀνακατεύονται τόσο τό ἀρχικό σχέδιο θά ἐξαφανίζεται καί θ' ἀντικαθίσταται ἀπό μίαν ἀνόητη ἀντιπαράθεση. Ἀλλά στήν περίπτωση τοῦ σύμπαντος ἔχει συμβεῖ τό ἀντίθετο. Μεσ' ἀπό ἕνα χάος ἀρχικό ἔχουν ξεπηδήσει σχέδια μέ πολυμορφία καί νόημα πού ὁλοέν' αὐξάνουν, κι ἀνάμεσα σέ ὅλ' αὐτά τά σχέδια τό πιό πολύμορφο καί τό πιό σημαντικό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Γιατί θάπρεπε ἡ διαδικασία ποὺ συμβαίνει στό πακέτο μέ τίς κάρτες ν' ἀντιστραφεῖ ἀκριβῶς στό ἐπίπεδο τοῦ σύμπαντος; Τί ἤ ποιός εἶναι ὑπεύθυνος γι' αὐτή τήν κοσμική τάξη καί τό σχέδιο; Τέτοια ἐρωτήματα δέν εἶναι παράλογα. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ λογική πού μέ σπρώχνει νά ψάξω γιά μίαν ἑρμηνεία ὁπουδήποτε διακρίνω τάξη καί νόημα.

«Τό Καλαμπόκι ἦταν Ἀνατολή καί Ἀθάνατο Σιτάρι πού ποτέ δέν θάπρεπε νά θεριστεῖ, μήτε ποτέ εἶχε σπαρθεῖ. Νόμιζα πώς ἦταν ἐκεῖ αἰώνια. Ἡ Σκόνη καί οἱ Πέτρες τοῦ Δρόμου ἦταν πολύτιμα σάν Χρυσάφι... Τά Πράσινα Δένδρα, ὅταν τά πρωτοεῖδα μέσα ἀπό μία Πύλη μέ γήτεψαν καί μέ μάγεψαν• ἡ Γλύκα τους καί ἡ ἀλλόκοτη Ὀμορφιά τους ἔκαναν τήν καρδιά μου νά πηδήξει, καί σχεδόν τρελός ἀπό Ἔκσταση πού ὑπῆρχαν τέτοια περίεργα καί θαυμάσια Πράγματα...» Ἡ ἀντίληψη τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Thomas Traherne γιά τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου μπορεῖ νά παραλληλιστεῖ μέ πολυάριθμα κείμενα ἀπό Ὀρθόδοξες πηγές. Ἐδῶ π.χ. εἶναι τά λόγια του Πρίγκηπα Vladimir Monomakh τοῦ Κιέβου:

Κοίταξε τόν οὐρανό, τόν ἥλιο καί τή σελήνη καί τ' ἀστέρια, τό σκοτάδι καί τό φῶς, καί τή γῆ πού εἶναι ἁπλωμένη πάνω στά νερά, πῶς εἶναι ρυθμισμένα, Κύριε, ἀπό τήν πρόνοιά σου!

Κοίταξε τά διάφορα ζῶα καί τά πουλιά καί τά ψάρια πῶς στολίζονται μέ τή στοργική σου φροντίδα, Κύριε! Καί γι' αὐτό τό θαῦμα, ἐπίσης ἀποροῦμε: πῶς ἔχεις δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή σκόνη καί πόσο διαφέρουν στήν ἐμφάνιση τ' ἀνθρώπινα πρόσωπα: ἀκόμη κι ἄν μπορούσαμε νά συγκεντρώσουμε ὅλους τους ἀνθρώπους ἀπ' ὅλο τόν κόσμο, δέν θά ὑπῆρχε οὔτε ἕνας μέ τήν ἴδια ἐμφάνιση ἀλλά ὁ καθένας, μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ, ἔχει τή δική του ἐμφάνιση. Ἄς θαυμάσουμε ἀκόμη πῶς τά πουλιά τ' οὐρανοῦ φεύγουν ἀπ' τόν παράδεισό τους: δέ μένουν σέ μία χώρα ἀλλά φεύγουν δυνατά καί ἀδύνατα μαζί, πρός ὅλες τίς χῶρες στήν προσταγή τοῦ Θεοῦ, σ' ὅλα τά δάση καί τούς ἀγρούς.
 
*
 
Αὐτή ἡ παρουσία τοῦ νοήματος μέσα στόν κόσμο μαζί μέ τή σύγχυση, τῆς συνοχῆς καί τῆς ὀμορφιᾶς μαζί μέ τήν ἀσημαντότητα μᾶς δίνει ἕνα πρῶτο «δείχτη» πρός τό Θεό. Βρίσκουμε ἕνα δεύτερο «δείχτη» μέσα μας. Γιατί, περ' ἀπ' τήν ἐπιθυμία μου γιά εὐχαρίστηση καί τήν ἀπαρέσκειά μου γιά τόν πόνο, νά ἔχω μέσα μου ἕνα αἴσθημα καθήκοντος καί ἠθικῆς ὑποχρέωσης, μίαν αἴσθηση τοῦ σωστοῦ καί τοῦ λάθους, μία συνείδηση; Καί αὐτή ἡ συνείδηση δέν μοῦ λέει ἁπλῶς νά ὑπακούω σέ κανόνες πού μέ δίδαξαν ἄλλοι• εἶναι προσωπική. Γιατί, ἐπί πλέον, ἔτσι καθώς εἶμαι τοποθετημένος μέσα στό χρόνο καί στό χῶρο, βρίσκω μέσα μου αὐτό ποῦ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας ὀνομάζει «ἀπέραντη δίψα» ἤ δίψα γιά ὅ,τι εἶναι αἰώνιο; Ποιός εἶμαι; Τί εἶμαι;

Ἡ ἀπάντηση σ' αὐτές τίς ἐρωτήσεις κάθε ἄλλο παρά φανερή εἶναι. Τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐξαιρετικά πλατιά• ὁ καθένας ἀπό μᾶς ξέρει πολύ λίγα γιά τόν ἀληθινό καί βαθύ ἑαυτό του. Μέ τίς ἐξωτερικές κι ἐσωτερικές ἀντιληπτικές μας ἱκανότητες, μέ τή μνήμη μας καί μέ τή δύναμη τοῦ ἀσυνειδήτου, ἐκτεινόμαστε πάνω ἀπ' τό διάστημα, ἁπλωνόμαστε πρός τά πίσω καί πρός τά ἐμπρός μέσα στό χρόνο, καί φτάνουμε περ' ἀπ' τό χῶρο καί τό χρόνο μεσ' τήν αἰωνιότητα. «Μέσα στήν καρδιά εἶναι ἀπύθμενα βάθη», βεβαιώνουν οἱ Ὁμιλίες τοῦ ἁγ. Μακαρίου. «Δέν εἶναι παρά ἕνα μικρό σκεῦος: κι ὅμως ὑπάρχουν ἐκεῖ δράκοι καί λιοντάρια καί δηλητηριώδη πλάσματα καί ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς κακίας: ἄγρια, ἀπότομα μονοπάτια ὑπάρχουν ἐκεῖ καί ἀνοιχτά χάσματα. Ἐκεῖ ἐπίσης ὑπάρχει ὁ Θεός, ὑπάρχουν οἱ ἄγγελοι, ὑπάρχει ζωή καί Βασιλεία, ὑπάρχει φῶς καί οἱ Ἀπόστολοι, οἱ οὐράνιες πολιτεῖες καί οἱ θησαυροί τῆς χάριτος: τά πάντα ὑπάρχουν ἐκεῖ»

Μ' αὐτό τόν τρόπο ἔχουμε ὁ καθένας μέσα στή δική μας καρδιά, ἕνα δεύτερο «δείχτη» Τί σημαίνει ἡ συνείδησή μου; Ποιά εἶναι ἡ ἑρμηνεία γιά τήν αἴσθηση τοῦ ἀπείρου ποὺ ἔχω; Μέσα μου ὑπάρχει κάτι πού, συνέχεια, μέ κάνει νά κοιτάζω περ' ἀπ' τόν ἑαυτό μου. Μέσα μου φέρνω μία πηγή θαύματος, μία πηγή γιά μία συνεχῆ αὐτοϋπέρβαση.
 
*
 
Ἕνα τρίτος «δείχτης» πρέπει νά βρεθεῖ στίς σχέσεις μου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Γιά τόν καθένα ἀπό μᾶς -ἴσως μία ἤ δύο φορές μόνο σ' ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς μας- ἔχουν ὑπάρξει ξαφνικές ἀποκαλυπτικές στιγμές, ὅπου μᾶς φανερώθηκε ἡ πιό βαθειά ὕπαρξη καί ἡ ἀλήθεια ἑνός ἄλλου, καί ἀποκτήσαμε ἐμπειρία τῆς ἐσωτερικῆς του ζωῆς σάν νά ἦταν δική μας. Καί αὐτή ἡ συνάντηση μέ τήν ἀληθινή προσωπικότητα ἑνός ἄλλου εἶναι, γι' ἄλλη μία φορά, μία ἐπαφή μέ τό ὑπερβατικό καί τό ἄχρονο, μέ κάτι πιό δυνατό ἀπ' τό θάνατο. Τό νά ποῦμε στόν ἄλλο, μ' ὅλη μας τήν καρδιά, «Σ' ἀγαπῶ», εἶναι σάν νά λέμε, «Δέν θά πεθάνεις ποτέ». Σέ τέτοιες στιγμές προσωπικῆς μετοχῆς ξέρουμε, ὄχι ἀπό ἐπιχειρήματα ἀλλ' ἀπό ἄμεση βεβαιότητα, ὅτι ὑπάρχει ζωή περ' ἀπ' τό θάνατο. Γι' αὐτό στίς σχέσεις μας μέ ἄλλους, καθώς καί στήν ἐμπειρία μας μέ τούς ἑαυτούς μας, ἔχουμε στιγμές ὑπερβατικότητας πού μαρτυροῦν ὅτι κάτι βρίσκεται πιό πέρα. Πῶς θά μπορέσουμε νά εἴμαστε πιστοί σ' αὐτές τίς στιγμές καί νά τίς νοιώθουμε;

Αὐτοί οἱ τρεῖς «δεῖχτες» - στόν κόσμο γύρω μας, στόν κόσμο μέσα μας, καί στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις- μποροῦν νά βοηθήσουν ὅλοι μαζί, σάν ἕνας τρόπος προσέγγισης, φέρνοντάς μας στό κατώφλι τῆς πίστης στό Θεό. Κανείς ἀπ' αὐτούς τούς «δεῖχτες» δέν ἀποτελεῖ μία λογική ἀπόδειξη. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ἄλλη ἐκλογή; Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ φανερή τάξη στό σύμπαν εἶναι ἁπλή σύμπτωση, ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι μόνο τό ἀποτέλεσμα τοῦ κοινωνικοῦ ἐθισμοῦ, καί ὅτι, ὅταν ἡ ζωή σ' αὐτό τόν πλανήτη τελικά ἐκλείψει, ὅλ' αὐτά πού τό ἀνθρώπινο γένος ἔχει ζήσει ὡς ἐμπειρίες καί ὅλες οἱ δυνατότητές μας θά εἶναι σάν νά μήν εἶχαν ὑπάρξει ποτέ; Μία τέτοια ἀπάντηση μοῦ φαίνεται ὄχι μόνο καθόλου ἱκανοποιητική καί ἀπάνθρωπη, ἀλλά καί τρομερά παράλογη.

Εἶναι βασικό στοιχεῖο στό χαρακτήρα μου σάν ἀνθρώπου νά ψάχνω παντοῦ γιά σημαντικές ἑρμηνεῖες. Τό κάνω αὐτό καί μέ τά μικρότερα πράγματα στή ζωή μου: δέν θά τό κάνω μέ τά μεγαλύτερα; Ἡ πίστη στό Θεό μέ βοηθάει νά καταλάβω γιατί ὁ κόσμος θάπρεπε νἄναι ὅπως εἶναι, ὄχι μόνο μέ τήν ὀμορφιά του ἀλλά καί μέ τήν ἀσχήμια του• γιατί θάπρεπε νἄμαι ὅπως εἶμαι, ὄχι μόνο μέ τήν εὐγένειά μου ἀλλά καί μέ τήν εὐτέλειά μου καί γιατί θάπρεπε ν' ἀγαπῶ τούς ἄλλους, βεβαιώνοντας τήν αἰώνιαν ἀξία τους. Δίχως τήν πίστη στό Θεό δέν μπορῶ νά δῶ ἄλλη ἑρμηνεία γιά ὅλ' αὐτά. Ἡ πίστη στό Θεό μέ κάνει ἱκανό ν' ἀντιλαμβάνομαι τά πράγματα, νά τά βλέπω σάν ἕνα σύνολο ἁρμονικό, μ' ἕνα τρόπο πού τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά μοῦ τό δώσει. Ἡ πίστη μέ κάνει ἱκανό νά κάνω ἀπό τά πολλά τό ἕνα.
πηγή

Τρίτη, Μαΐου 10, 2016

Ὁ θάνατος ὡς νίκη





Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό δέν εἶναι μία ἀποτυχία πού ἀποκαταστάθηκε κάπως μετά τήν Ἀνάστασή του. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος πάνω στό Σταυρό εἶναι μία νίκη. Νίκη τίνος πράγματος; Μόνο μία ἀπάντηση μπορεῖ νά ὑπάρξει: Ἡ νίκη τῆς ὀδυνώμενης ἀγάπης. «Κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη...ὕδωρ πολύ οὐ δυνήσεται σβέσαι τήν ἀγάπην» (Ἆσμα ᾎσμ. 8, 6-7). Ὁ Σταυρός μᾶς δείχνει μίαν ἀγάπη πού εἶναι δυνατή σάν τό θάνατο, μίαν ἀγάπη ἀκόμη πιό δυνατή.

Ὁ ἅγ. Ἰωάννης κάνει τήν εἰσαγωγή τῆς διηγήσης του γιά τό Μυστικό Δεῖπνο καί τό Πάθος μ' αὐτά τά λόγια: «...ἀγαπήσας τούς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσμω, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς» (Ἰω. 13,1). Τό ἑλληνικό κείμενο λέει εἰς τέλος, πού σημαίνει «ὡς τό τέλος», «ὡς τό ἔσχατο σημεῖο». Κι αὐτή ἡ λέξη τέλος ἐπαναλαμβάνεται ἀργότερα στήν τελευταία κραυγή τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό: «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30). Αὐτό πρέπει νά ἐννοηθεῖ ὄχι σάν κραυγή αὐτοεγκατάλειψης ἤ ἀπόγνωσης, ἀλλά σάν κραυγή νίκης: Τελείωσε, κατορθώθηκε, ἐκπληρώθηκε!

Τί ἐκπληρώθηκε; Ἀπαντᾶμε: Τό ἔργο τῆς ὀδυνώμενης ἀγάπης, ἡ νίκη τῆς ἀγάπης πάνω στό μίσος. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Θεός μας, ἀγάπησε τούς δικούς του ὡς τό ἔσχατο σημεῖο. Ἀπό ἀγάπη δημιούργησε τόν κόσμο, ἀπό ἀγάπη γεννήθηκε σάν ἄνθρωπος μέσα σ' αὐτό τόν κόσμο, ἀπό ἀγάπη πῆρε πάνω του τή διασπασμένη ἀνθρώπινη φύση μας καί τήν ἔκανε δική του. Ἀπό ἀγάπη ταυτίστηκε μ' ὅλη μας τήν ἀπελπισία. Ἀπό ἀγάπη πρόσφερε τόν ἑαυτό του θυσία, διαλέγοντας στή Γεθσημανή νά πάει ἑκούσια πρός τό Πάθος του: «...τήν ψυχήν μου τίθημι ὑπέρ τῶν προβάτων... οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ' ἐμοῦ, ἀλλ' ἐγώ τίθημι αὐτήν ἀπ' ἐμαυτοῦ» (Ἰω. 10: 15,18). Ἦταν θεληματική ἀγάπη κι ὄχι καταναγκασμός αὐτό πού ἔφερε τόν Ἰησοῦ στό θάνατό του. Στήν ἀγωνία του μέσα στόν κῆπο καί στή Σταύρωσή του οἱ σκοτεινές δυνάμεις τοῦ ἐπιτίθενται μ' ὅλη τους τήν ὁρμή, ἀλλά δέν μποροῦν ν' ἀλλάξουν τή συμπόνια του σέ μίσος• δέν μποροῦν νά ἐμποδίσουν τήν ἀγάπη του νά συνεχίσει νά εἶναι ἡ ἴδια. Ἡ ἀγάπη του δοκιμάζεται ὡς τό ἔσχατο σημεῖο, ἀλλά δέν καταπνίγεται. «Τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν» (Ἰω. 1,5. Στή νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό θά μπορούσαμε νά ἐφαρμόσουμε τά λόγια πού εἰπώθηκαν ἀπό κάποιο Ρῶσο ἱερέα, ὅταν ἀπελευθερώθηκε ἀπό τό στρατόπεδο συγκεντρώσεως: «Ὁ πόνος ἔχει καταστρέψει τά πάντα. Ἕνα μόνο πράγμα ἔχει μείνει σταθερό, ἡ ἀγάπη».

Ὁ Σταυρός σάν νίκη μᾶς θέτει τό παράδοξο τῆς παντοδυναμίας τῆς ἀγάπης. Ὁ Dostoevsky πλησιάζει τήν ἀληθινή ἔννοια τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ μέ μερικά λόγια, πού βάζει στό στόμα τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ:

Μπροστά σέ μερικές σκέψεις ὁ ἄνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ἰδίως μπροστά στή θέα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καί ἀναρωτιέται ἄν θά τήν πολεμήσει μέ βία ἤ μέ ταπεινή ἀγάπη.

Πάντα ν' ἀποφασίζεις: «Θά τήν πολεμήσω μέ ταπεινή ἀγάπη». Ἄν ἀποφασίσεις πάνω σ' αὐτό μιὰ γιά πάντα, μπορεῖς νά κατακτήσεις ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μιὰ τρομερή δύναμη: εἶναι τό πιό δυνατό ἀπ' ὅλα τά πράγματα καί δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σάν κι αὐτή.

Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μία τρομερή δύναμη• ὅποτε θυσιάζουμε κάτι ἤ ὑποφέρουμε ὄχι μ' αἴσθηση ἐπαναστατικῆς πίκρας, ἀλλά μέ τή θέλησή μας καί ἀπό ἀγάπη, αὐτό μᾶς κάνει πιό δυνατούς κι ὄχι πιό ἀδύνατους. Αὐτό σημαίνει προπάντων στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἡ ἀδυναμία του ἦταν ἀπό δύναμη», λέει ὁ ἅγ. Αὐγουστῖνος. Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ φαίνεται ὄχι τόσο πολύ μέσα στή δημιουργία τοῦ κόσμου ἤ μέσα στά θαύματά του, ὅσο στό γεγονός ὅτι ἀπό ἀγάπη ὁ Θεός «ἐκένωσεν ἑαυτόν» (Φίλ. 2,7), πρόσφερε τόν ἑαυτό του, μέ γενναιόδωρη αὐτοδιάθεση, μέ τή δική του ἐλεύθερη ἐκλογή συγκατανεύοντας νά ὑποφέρει καί νά πεθάνει. Κι αὐτό τό ἄδειασμα τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι συνάμα μία πλήρωση: ἡ κένωση εἶναι πλήρωση. Ὁ Θεός δέν εἶναι ποτέ τόσο δυνατός, ὅσο ὅταν βρίσκεται στήν ἔσχατη ἀδυναμία.

Ἡ ἀγάπη καί τό μίσος δέν εἶναι ἁπλῶς ὑποκειμενικά συναισθήματα πού ἐπηρεάζουν τό ἐσωτερικό σύμπαν αὐτῶν πού τά αἰσθάνονται, ἀλλά εἶναι καί ἀντικειμενικές δυνάμεις πού ἀλλάζουν τόν κόσμο ἔξω ἀπό μᾶς. Ἀγαπώντας ἤ μισώντας τόν ἄλλο, τόν κάνω, ὡς ἕνα σημεῖο, νά γίνει αὐτό πού ἐγώ βλέπω μέσα του. Ὄχι μόνο γιά τόν ἑαυτό μου, ἀλλά καί γιά τίς ζωές ὅλων γύρω μου, ἡ ἀγάπη μου εἶναι δημιουργική, ἔτσι ὅπως τό μίσος μου εἶναι καταστροφικό. Κι ἄν αὐτό ἀληθεύει γιά τή δική μου ἀγάπη, ἀληθεύει σέ ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἔκταση γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ νίκη τῆς γεμάτης πόνο ἀγάπης του πάνω στό Σταυρό δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα παράδειγμα γιά μένα πού μοῦ δείχνει τί θά μποροῦσα νά πετύχω ἐγώ ὁ ἴδιος ἄν μποροῦσα νά τόν μιμηθῶ μέ τίς δικές μου δυνάμεις. Πολύ περισσότερο ἀπ' αὐτό, ἡ πονεμένη τοῦ ἀγάπη ἔχει πάνω μου ἕνα δημιουργικό ἀποτέλεσμα, μεταμορφώνοντας τήν καρδιά μου καί τή θέλησή μου, ἐλευθερώνοντάς με ἀπό τά δεσμά, ὁλοκληρώνοντάς με, κάνοντας δυνατό γιά μένα ν' ἀγαπῶ μ' ἕνα τρόπο πού θά ἦταν τελείως περ' ἀπό τίς δυνάμεις μου, ἄν πρῶτα δέν εἶχ' ἀγαπηθεῖ ἀπ' αὐτόν. Γιατί μέσα στήν ἀγάπη ταυτίστηκε μαζί μου• καί ἡ νίκη του εἶναι νίκη μου. Κι ἔτσι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό εἶναι πράγματι, ὅπως τόν περιγράφει ἡ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ἕνας «ζωοποιός θάνατος».

Ἑπομένως ἡ ὀδύνη τοῦ Χριστοῦ καί ὁ θάνατος ἔχουν ἀντικειμενική ἀξία• ἔκανε γιά μᾶς κάτι πού θάμασταν τελείως ἀνίκανοι νά κάνουμε δίχως αὐτόν. Ταυτόχρονα δέν θάπρεπε νά λέμε ὅτι ὁ Χριστός ὑπέφερε «ἀντί γιά μᾶς», ἀλλ' ὅτι ὑπέφερε γιά χάρη μας. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὑπέφερε «ἕως θανάτου», ὄχι γιά ν' ἁπαλλαγοῦμ' ἐμεῖς ἀπ' τήν ὀδύνη, ἀλλά γιά νάναι ἡ ὀδύνη μας σάν τή δική του. Ὁ Χριστός δέν μᾶς προσφέρει ἕνα δρόμο πού παρακάμπτει τήν ὀδύνη, ἀλλά ἕνα δρόμο μέσα ἀπ' αὐτήν• ὄχι ὑποκατάσταση, ἀλλά λυτρωτική συμπόρευση.

Αὐτή εἶναι ἡ ἀξία τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ γιά μᾶς. Ἄν τή συνδέσουμε μέ τήν Ἐνσάρκωση καί τή Μεταμόρφωση πού προηγήθηκε, καί μέ τήν Ἀνάσταση πού τήν ἀκολουθεῖ -γιατί ὅλ' αὐτά εἶναι ἀχώριστα μέρη μιᾶς μοναδικῆς πράξης ἤ «δράματος»- ἡ Σταύρωση πρέπει νά κατανοηθῆ σάν ὕψιστη καί τέλεια νίκη, θυσία καί πρότυπο. Καί σέ κάθε περίπτωση ἡ νίκη, ἡ θυσία καί τό πρότυπο εἶναι τῆς ἀγάπης πού πάσχει. Ἔτσι βλέπουμε τό Σταυρό:

ὡς τήν τέλεια νίκη τῆς ταπείνωσης πού ξέρει ν' ἀγαπάει πάνω στό μίσος καί τό φόβο•

ὡς τήν τελεία θυσία ἤ τήν ἑκούσια αὐτοπροσφορά τῆς συμπόνιας πού ξέρει ν' ἀγαπάει•

ὡς τό τέλειο πρότυπο τῆς δημιουργικῆς δύναμης τῆς ἀγάπης.

Μέ τά λόγια της Julian τοῦ Norwich: Θάθελες νά μάθεις τό νόημα τοῦ Κυρίου σου πάνω σ' αὐτό τό πράγμα; Μάθε το καλά: Ἡ ἀγάπη ἦταν τό νόημά του. Ποιός στό ἔδειξε; Ἡ ἀγάπη. Τί σοῦ ἔδειξε ἐκεῖνος; Ἀγάπη. Γιατί στό ἔδειξε; Ἀπό ἀγάπη. Κρατήσου ἀπ' αὐτό καί θά μάθεις περισσότερα. Ἀλλά ποτέ δέν θά ξέρεις οὔτε θά μάθεις μέσα σ' αὐτό τιποτ' ἄλλο.

Τότε εἶπε ὁ καλός μας Κύριος Ἰησοῦς Χριστός: Εἶσαι εὐχαριστημένος ποὺ ὑπέφερα γιά σένα; Εἶπα: Ναί, Κύριέ μου, σ' εὐχαριστῶ• ναί, Κύριέ μου, ἄς εἶσαι εὐλογημένος. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς, ὁ Κύριος: Ἄν ἐσύ εἶσαι εὐχαριστημένος, εἶμαι κι ἐγώ εὐχαριστημένος: εἶναι μιὰ χαρά, μιὰ εὐδαιμονία, μιὰ ἀτέλειωτη ἱκανοποίηση γιά μένα τό ὅτι κάτι ὑπέφερα γιά σένα• κι ἄν μποροῦσα νά ὑποφέρω περισσότερο, θά ὑπέφερα περισσότερο.

Σάββατο, Απριλίου 30, 2016

Ἡ πασχάλια χαρά




Τό Πάσχα, ἡ γιορτή τῆς Ἀνάστασης τοῦ Σωτῆρος, εἶναι, πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ γιορτή μεγάλης χαρᾶς. Ὅταν ὁ ἀναστημένος Χριστός συναντᾶ τίς μυροφόρες καθώς φεύγουν ἀπό τό μνῆμα, τό πρῶτο πράγμα πού τούς λέει εἶναι ἡ λέξη «Χαίρετε». Ὅσον ἀφορᾶ σ’ αὐτή τήν πασχάλια χαρά, τρία σημεῖα ἔχουν ἰδιαίτερη ἀξία: εἶναι χαρά προσωπική, εἶναι χαρά συμπαντική καί εἶναι χαρά εὐχαριστιακή.

Τό Πάσχα εἶναι μιὰ χαρά προσωπική. Ἔτσι καταπῶς τό βεβαιώνουμε στόν πασχάλιο κανόνα τῆς ἀναστάσιμης ἀκολουθίας: «Χθές συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι». Ὁ θάνατος τοῦ Σωτῆρος, ἡ Ταφή καί ἡ Τριήμερος Ἀνάστασή Του, δέν ὑπάρχουν γιά νά τά ἀτενίζουμε ἁπλά ὡς συμβάντα τοῦ ἀπώτερου παρελθόντος, ἀλλά γιά νά τά βιώνει ὁ καθένας μας ὡς τεκταινόμενα μέσα στήν ἴδια του τή ζωή. Ὑπάρχουν γιά νά εἶναι ἄμεσα καί προσωπικά. Ἐγώ σταυρώνομαι μέ τό Χριστό, ἐγώ θάβομαι μαζί Του καί εἶμαι ἐγώ πού ἀνασταίνομαι ἐκ νεκρῶν μαζί μέ Ἐκεῖνον. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ ἀνακαίνιση ἡ δική μου, ἡ ἐπαναδημιουργία μου. Εἶναι εὐλογημένοι ὅσοι τό αἰσθάνονται αὐτό στήν καρδιά τους τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως!

Τό Πάσχα εἶναι μιὰ χαρά συμπαντική. Οἱ ἀκτίνες τοῦ ἀναστάσιμου φωτός διεισδύουν σ’ ὁλόκληρη τήν κτίση. Μέσα ἀπό ἐμᾶς, τούς ἀνθρώπους, ἡ πασχάλια χαρά κοινωνεῖται στό κόσμο τῆς φύσης – στά ζῶα, στόν ἀέρα, στό νερό, σέ καθετί πού ἔρχεται στή ζωή τήν ἄνοιξη. Καί πάλι, ὁ ἀναστάσιμος κανόνας τονίζει ἐμφατικά αὐτό τό στοιχεῖο• «Οὐρανοί μέν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δέ ἀγαλλιάσθω, ἑορταζέτω δέ κόσμος, ὁρατός τε ἅπας καί ἀόρατος• Χριστός γάρ ἐγήγερται». Στήν Ὀρθόδοξη Ρωσία, ὑπῆρχε κάποτε τό ἔθιμο -μπορεῖ καί νά ἐπιβιώνει μέχρι σήμερα σέ κάποιες περιοχές- νά σταματᾶνε οἱ ἀγρότες, γυρίζοντας ἀπό τήν ἀναστάσιμη ἀκολουθία καί κρατώντας τό ἅγιο φῶς, στούς στάβλους τῶν ζώων, καί νά ψέλνουν τόν ἀναστάσιμο ὕμνο στά ἄλογα καί τά κοπάδια – «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…». Δέν ὑπῆρχε τίποτα τό γλυκερό σ’ αὐτό• ἦταν μία ἀναγνώριση τῆς ζωντανῆς ἀλήθειας. Οἱ ἄνθρωποι δέν σώζονται ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά μαζί μέ τόν κόσμο. Εὐλογημένοι εἶναι αὐτοί πού κατά τή διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης νύχτας εἰσέρχονται σέ ἕνα μεταμορφωμένο κόσμο!


 



Τό Πάσχα εἶναι ἐπίσης μιὰ χαρά εὐχαριστιακή. Ὁ Κύριος δέν ἀποσύρθηκε ἀπό ἀνάμεσά μας κατά τήν Ἀνάληψη, ἀλλά μᾶς ἄφησε τή Θεία Εὐχαριστία ὡς ἕνα διαρκῆ δεσμό. Τρώγοντας τόν οὐράνιο Ἄρτο καί πίνοντας ἀπό τό Ποτήριο τῆς ζωῆς, ἑνωνόμαστε, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, μέ τόν ἀναστημένο καί δοξασμένο Χριστό. Γιά νά παραπέμψουμε γιά μία ἀκόμη φορὰ στόν ἀναστάσιμο: «ὦ Πάσχα τό μέγα, καί ἱερώτατον Χριστέ, ὦ σοφία καί Λόγε, τοῦ Θεοῦ καί δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ Ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου ». Ἡ πασχάλια χαρά σχετίζεται ἄμεσα μέ τή χαρά τῆς Κοινωνίας. Δεχόμενοι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ στήν Εὐχαριστία, συμμετέχουμε ἀπό τώρα στό Μεσσιανικό Δεῖπνο, πού θά γευτοῦμε «ἐκτυπώτερον» κατά τήν «ἀνέσπερη ἡμέρα» τῆς οὐράνιας Βασιλείας.

Τό Πάσχα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀφετηρία, ὁ διαφανής καί ἀμετάθετος ἐγκαινιασμός αὐτῆς τῆς «ἀνέσπερης ἡμέρας». Κι εἶναι πραγματικά εὐλογημένοι ἐκεῖνοι πού, καθώς λαμβάνουν τή Θεία Κοινωνία τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, βιώνουν τήν παρουσία τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας!



Πραγματική κι ὅμως παράδοξη!

Τό Πάσχα, ἡ νίκη τοῦ Σωτήρα καταπάνω στό θάνατο, εἶναι τό κέντρο ὅλης μας τῆς λατρείας, τό θεμέλιο ὅλης τῆς ἐλπίδας καί τῆς χαρᾶς μας. Ἄν ὁ Ἰησοῦς δέν ἀναστήθηκε πραγματικά ἀπό τούς νεκρούς, τότε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅλη μας ἡ πίστη εἶναι «ματαία» (Α’ Κόρ. 15,17) κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων» (Α’ Κόρ. 15,19). Χωρίς τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ζωντανή Χριστιανοσύνη.

Οἱ εὐαγγελικές ἀναφορές στήν Ἀνάσταση ἐπιμένουν ἰδιαίτερα σέ δύο σημεῖα. Καταρχάς, τονίζουν ἐμφατικά τήν πραγματικότητά της. Μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὁ Χριστός δέν ἐμφανίστηκε ἁπλά, σάν σέ ὅραμα, στούς μαθητές Του, ἀλλά τούς κατέστησε ὁλότελα σαφές ὅτι ἦταν παρών γιά μία ἀκόμη φορὰ μέ τό πραγματικό -φυσικό Του σῶμα – τό ἴδιο σῶμα πού προσηλώθηκε καί πέθανε πάνω στό Σταυρό. Ἐκεῖνο τό δειλινό τῆς πασχάλιας ἡμέρας, τό πρῶτο πράγμα πού κάνει, ἀφοῦ τούς ἀπευθύνει τόν χαιρετισμό Του, εἶναι νά τούς δείξει τίς πληγές στά χέρια καί τήν πλευρά Του. Μιὰ ἑβδομάδα μετά, ξαναεμφανίζεται καί λέει στό Θωμᾶ: «φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός» (Ἰωάν. 20,27). Οἱ μαθητές καλοῦνται νά μήν ἔχουν τήν παραμικρή ἀμφιβολία πώς τό σῶμα τοῦ Πάθους στό Γολγοθᾶ καί τό σῶμα τῆς Ἀνάστασης, πού τώρα ἀντικρίζουν μπροστά τους, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό. Ὁ ἀναστημένος Σωτήρας δέν εἶναι ἄσαρκο πνεῦμα• «ψηλαφήσατέ με καί ἴδετε», τούς λέει, «ὅτι πνεῦμα, σάρκα καί ὀστέα οὐκ ἔχει καθώς ἐμέ θεωρεῖτε ἔχοντα… καί λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγε» (Λουκ. 24, 39-43). Τά Εὐαγγέλια δέν ἀφήνουν χῶρο γιά καμιά ἀμφισημία: ἡ Ἀνάσταση εἶναι πραγματική.

Ὅμως τήν ἴδια στιγμή, ὑπάρχει μιὰ παραδοξότητα, ἕνα μυστήριο γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Περνᾶ μέσα ἀπό κλειστές θύρες (Ἰωάν. 20,19). Μετά τήν Ἀνάσταση, οἱ μαθητές δέν ἀναγνωρίζουν ἀμέσως τόν Ἰησοῦ στή λίμνη τῆς Τιβεριάδας (Ἰωάν. 21,4)• οὔτε ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας στό δρόμο πρός Ἐμμαούς (Λουκ. 24,16). Ἔχει τό ἴδιο σῶμα πού εἶχε καί πρίν, κι ὡστόσο εἶναι διαφορετικό, διότι τώρα εἶναι «σῶμα πνευματικόν» (Α’ Κόρ. 15,44),

Αὐτό δέν σημαίνει πώς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση εἶναι, ὑπό μία ἔννοια, μή πραγματικό ἤ ἐξαϋλωμένο. Ὄχι: παραμένει ἕνα ὁλότελα φυσικό σῶμα, ἀποτελούμενο ἀπό ὕλη. Ὅμως ἡ ὑλικότητά του ἔχει πλέον μεταμορφωθεῖ ἀπό τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, καί ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια, ἔχει ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τούς περιορισμούς πού ὑφίστανται συνήθως τά σώματά μας. Διαθέτει ἐλαφράδα, ἄνωση καί ἐλευθερία – ἰδιότητες πού τά σώματα τῶν δικαίων θά ἀποκτήσουν κατά τή γενική ἀνάσταση τῶν ἐσχάτων, ἀλλά πού ἐμεῖς πρός τό παρόν δυσκολευόμαστε νά φανταστοῦμε. Ὅμως, παρότι θαυμαστά μεταμορφωμένο, παραμένει τό ἴδιο μέ πρίν, ἕνα φυσικό σῶμα.

Ἄς μήν χάνουμε τήν εὐκαιρία, σέ κάθε πασχάλια γιορτή, νά ἐκδηλώνουμε τήν πίστη μας στήν πραγματικότητα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασης τοῦ Σωτῆρος, νά ἀνοίγουμε κάθε φορὰ τά μάτια μας ἐκστατικά ἐνώπιον τοῦ ἀναστημένου σώματός Του, καί νά κοιτᾶμε μπροστά προσδοκώντας τή δική μας μελλοντική ἀνάσταση τῶν ἐσχάτων.

 
Τρία δῶρα καί μία ἀποστολή

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας, εἰσέρχεται μετά τήν Ἀνάσταση, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καί ἐμφανίζεται, «οὔσης ὀψίας», στούς μαθητές Του. Κομίζει στούς Ἀποστόλους τρία δῶρα, καί σέ ἀνταπόδοση τούς δίνει τήν ἐντολή ἤ τούς παραγγέλλει νά φέρουν εἰς πέρας μία ἀποστολή. Ποιά εἶναι αὐτά τά τρία ἀναστάσιμα δῶρα καί ποιά ἡ ἀποστολή ποὺ τά συνοδεύει;

Τό πρῶτο δῶρο εἶναι τό δῶρο τῆς Εἰρήνης; «Ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς• εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. 20,19). Ἡ εἰρήνη σημαίνει μία αἴσθηση κατεύθυνσης: Ὄχι τήν ἀπουσία πειρασμῶν καί ἀγώνα -αὐτά συνεχίζονται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας- ἀλλά τήν ἀπουσία ἐκείνης τῆς σύγχυσης, τῆς παραζάλης καί τῆς ἀβεβαιότητας, πού κάνουν τόν ἄνθρωπο νά παραλύει. Τέτοια ἦταν ἡ κατάσταση τῶν μαθητῶν. Ὅταν εἶδαν τόν Κύριό τους νά πεθαίνει στό Σταυρό, ἀπογοητεύτηκαν βαθιά καί τράπηκαν σέ φυγή, ὅπως τά πρόβατα χωρίς ποιμένα. Δέν εἶχαν ἰδέα τί θά ἔπρατταν στή συνέχεια. Ὅμως τώρα πού συνάντησαν τόν ἀναστημένο Σωτήρα, ἔχουν πλέον μέσα τούς εἰρήνη. Ἔχουν μία αἴσθηση προσανατολισμοῦ καί ξέρουν πού πηγαίνουν.

Τό δεύτερο δῶρο εἶναι τό δῶρο τῆς Χαρᾶς: «ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰωάν. 20,20). Ἡ ἀπόγνωση πού ἔνιωσαν οἱ μαθητές ὅταν εἶδαν τόν Χριστό σταυρωμένο μετατράπηκε τώρα σέ ἀγαλλίαση. Συντετριμμένοι προηγουμένως, ζαρωμένοι ἀπό τό φόβο πίσω ἀπό κλειδωμένες πόρτες, μεταμορφώνονται ἔξαφνα ἀπό μία μεγάλη χαρά.

Τό τρίτο δῶρο εἶναι τό σημαντικότερο ὅλων, εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» (Ἰωάν. 20,22). Προεξοφλώντας τήν πληρέστερη ἀποκάλυψη κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ ἀναστημένος Χριστός καθιστᾶ τοὺς Ἀποστόλους «πνευματοφόρους». Αὐτό, ἀπό μία ἄποψη, μπορεῖ κανείς νά τό δεῖ ὡς τό πλήρωμα τοῦ σκοποῦ τῆς Ἐνσάρκωσης: ὅπως βεβαιώνουν οἱ Πατέρες, «ὁ Λόγος ἐνσαρκώθηκε γιά νά μπορέσουμε ἐμεῖς νά ἀξιωθοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα». Ὅπως λέει καί ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ: «Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας -προσωπική καί ἀναφαίρετη στόν καθένα μας- εἶναι τό θεμέλιο ὅλης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς».

Αὐτό εἶναι τό τριπλό δῶρο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ: Εἰρήνη, Χαρά καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅμως τά δῶρα ὑπάρχουν πάντα γιά νά μοιράζονται μέ τούς ἄλλους καί νά γίνονται χρήσιμα γιά τό καλό τῶν ἄλλων γι’ αὐτό καί τό τριπλό δῶρο κουβαλᾶ μαζί του καί μία πρόσκληση ἀποστολῆς. «Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωαν. 20, 21): ἡ Εἰρήνη, ἡ Χαρά καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνεπάγονται τό στάλσιμο τῶν Ἀποστόλων σέ μία ἀποστολή. Πρέπει νά προεκτείνουν τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στό χρόνο καί τό χῶρο, φέρνοντας τό δικό Του μήνυμα συγχωρήσεως στούς ἀπεγνωσμένους καί ἐξουθενωμένους. Ἐνδυναμώθηκαν διά τοῦ Πνεύματος γιά νά κομίσουν μαρτυρία: «ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48).

Κι ὡστόσο, ὁ Κύριος, καθώς προσφέρει τά τρία δῶρα Του καί ἐμπιστεύεται στούς Ἀποστόλους ἕνα ἔργο, κάνει καί κάτι ἄλλο: «Ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας καί τήν πλευράν» (Ἰωάν, 20,20). Γιατί; Δέν χωρᾶ καμία ἀμφιβολία πώς νά τούς διαβεβαιώσει πώς αὐτός πού στέκεται μπροστά τους εἶναι πράγματι Ἐκεῖνος ὁ Ἴδιος, ἀναστημένος ἀπό τούς νεκρούς μέ τό ἴδιο φυσικό σῶμα πού ὑπέφερε πάνω στό Σταυρό. Ὅμως ὑπάρχει σίγουρα κι ἕνας βαθύτερος λόγος. Ἄν ὁ Σωτήρας τούς δείχνει τά πέντε στίγματα τῶν πληγῶν τοῦ Πάθους, νωπά ἀκόμα στή σάρκα Του, εἶναι γιά νά τούς καταστήσει σαφές πώς μόνο ἕνας τρόπος ὑπάρχει νά ἐκπληρώσουν μέ ἐπιτυχία τήν ἀποστολή πού τούς παρέδωσε. Κι αὐτός ὁ τρόπος εἶναι νά Τόν ἀκολουθήσουν στό δρόμο τοῦ Σταυροῦ, νά μοιραστοῦν μαζί Του τήν οὐσιαστική αὐτοπροσφορά Του, νά βαστάξουν «ἐν τῷ σώματι, τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Γαλ. 6,17). «Ὑμεῖς ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48): ὅσο ὁ καθένας μας γίνεται μάρτυρας, δηλαδή σύν-πάσχει καί σύν-μαρτυρεῖ μαζί μέ τό Χριστό, ὅσο εἴμαστε ἐκτεθειμένοι, ἀνοιχτοί στό πόνο τῶν διπλανῶν μας, τόσο θά μποροῦμε κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ἀληθινοί ἀπόστολοι.

Στίς βιτρίνες τῶν γραφείων κηδειῶν ὑπάρχει κάποιες φορές ἡ ἐπιγραφή «Δεχόμαστε παραγγελίες στεφάνων ἤ σταυρῶν». Ὅμως στή πραγματικότητα δέν ὑπάρχει δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξύ τῶν δύο: δέν μποροῦμε νά φορέσουμε τό στεφάνι τῆς ἀναστάσιμης νίκης, ἄν δέν σηκώσουμε μαζί μέ τό Χριστό τό Σταυρό. Κατά τό Μεσαίωνα, τά «πασχάλια μνήματα», οἱ κατασκευές δηλαδή ἐκεῖνες πού ἑτοιμάζονταν γιά νά στολίσουν κάθε Πάσχα τούς ἀγγλικούς ναούς, ἔφεραν πάνω τους τήν ἐπιγραφή «Vincit qui patitur» – «Αὐτός πού πάσχει νικᾶ». Αὐτό συνέβη μέ τό Σωτήρα μας καί αὐτό πρέπει νά συμβεῖ καί μέ μᾶς. Ἄς βαστάξουμε λοιπόν στό σῶμα μας τά στίγματα τοῦ σταυρωθέντα Ἰησοῦ, καί στή συνέχεια, μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά μοιραστοῦμε μαζί μέ τούς ἄλλους τήν Εἰρήνη καί τή Χαρά τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ!

Δευτέρα, Ιουλίου 13, 2015

Ἡ ἰδιωτικὴ προσευχή



Ὅταν ἕνας Ὀρθόδοξος σκέφτεται γιὰ προσευχὴ ἔχει κυρίως ὑπ’ ὄψιν του τὴν κοινὴ λειτουργικὴ προσευχή. Ἡ κοινὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πολὺ μεγαλύτερο μέρος στὴν θρησκευτική του ἐμπειρία παρὰ σ’ αὐτὴν τοῦ μέσου δυτικοῦ Χριστιανοῦ. Βέβαια αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν προσεύχονται παρὰ μόνο ὅταν βρίσκονται στὴν ἐκκλησία. Ἀντίθετα ὑπάρχουν εἰδικὰ προσευχητάρια μὲ τὶς καθημερινὲς προσευχὲς γιὰ νὰ εἰπωθοῦν ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθόδοξους, πρωὶ καὶ βράδυ μπροστὰ στὶς εἰκόνες στὸ σπίτι τους. Οἱ προσευχὲς σ’ αὐτὰ τὰ βιβλία εἶναι κατὰ μεγάλο ποσοστὸ παρμένες ἀπὸ τὸ Ὡρολόγιον ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν κοινὴ Λατρεία, καὶ ἔτσι ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι του ὁ Ὀρθόδοξος προσεύχεται «μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία». Ἀκόμη καὶ στὸ σπίτι του συναδελφώνεται μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς ποὺ προσεύχονται μὲ τὰ ἴδια λόγια ὅπως κι αὐτός. Ἡ προσωπικὴ προσευχὴ εἶναι δυνατὴ μόνο μέσα στὰ πλαίσια τῆς κοινότητας. Κανένας δὲν εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ μόνο σὰν μέλος τοῦ Σώματος. Ἀκόμη καὶ σὲ ἀπομόνωση «στὸ ταμεῖον» ὁ Χριστιανὸς προσεύχεται σὰν μέλος τῆς λυτρωμένης κοινότητας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ μαθαίνει πῶς νὰ λατρεύει» (1). 

Στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ὅπως δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς μεταξὺ Λειτουργίας καὶ προσωπικῆς λατρείας, ἔτσι δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς μεταξὺ μοναχῶν καὶ ὅσων ζοῦν στὸν κόσμο. Οἱ προσευχὲς στὰ προσευχητάρια ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ λαϊκοί, εἶναι ἀκριβῶς οἱ ἴδιες ποὺ ἐπαναλαμβάνονται καθημερινὰ στὰ μοναστήρια σὰν μέρος τῆς Θείας Λατρείας. Τὰ ἀνδρόγυνα ἀκολουθοῦν τὸν ἴδιο Χριστιανικὸ δρόμο ὅπως οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχὲς κι ἔτσι ὅλοι παρόμοια χρησιμοποιοῦν τὶς ἴδιες προσευχές. Φυσικὰ τὰ προσευχητάρια αὐτὰ στοχεύουν μόνο σὰν ὁδηγοί, σὰν πλαίσια προσευχῆς, καὶ ὁ κάθε Χριστιανὸς εἶναι ἐλεύθερος νὰ προσευχηθεῖ ὅπως τὸ νοιώθει μὲ δικά του λόγια.

Οἱ ὁδηγίες στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τῶν πρωϊνῶν προσευχῶν δίνουν ἔμφαση στὴν ἀνάγκη περισυλλογῆς γιὰ μιὰ «ζωντανὴ» προσευχὴ στὸν «Ζῶντα » Θεό. Στὴν ἀρχὴ λέγουν: «Μόλις ξυπνήσεις προτοῦ ξεκινήσεις τὴ μέρα στάσου μὲ σεβασμὸ μπρὸς στὸν Παντεπόπτη Θεό. Κάμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ πές: Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀμήν. Προσφωνώντας ἔτσι τὴν Ἁγία Τριάδα μεῖνε γιὰ λίγο σιωπηλὸς ὥστε οἱ σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά σου νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ κοσμικὲς ἔγνοιες. Μετὰ ἀπάγγειλε τὶς ἀκόλουθες προσευχὲς χωρὶς βιασύνη καὶ μ’ ὅλη σου τὴν καρδιά».

Στὸ τέλος τῶν πρωινῶν προσευχῶν σημειώνεται: «Ἂν ἡ ὥρα στὴ διάθεσή σου εἶναι λίγη καὶ ἡ ἀνάγκη ν’ ἀρχίσεις δουλειὰ εἶναι πιεστική, εἶναι καλύτερα νὰ πεῖς μερικὲς ἀπὸ τὶς προσευχὲς ποὺ εἰσηγοῦνται, μὲ προσοχὴ καὶ ἀφιέρωση, παρὰ νὰ τὶς ἀπαγγείλεις ὅλες βιαστικὰ καὶ χωρὶς αὐτοσυγκέντρωση».

Ὑπάρχει ἐπίσης μία σημείωση στὶς πρωινὲς προσευχὲς γιὰ ὅλους, ποὺ τοὺς ἐνθαρρύνει νὰ διαβάσουν τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας.

Γιὰ παράδειγμα, ἂς πάρουμε δύο προσευχὲς ἀπὸ τοὺς «Ὁδηγοὺς» ἡ πρώτη γιὰ τὸ ξεκίνημα τῆς ἡμέρας γραμμένη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Κύριε κάνε ὥστε νὰ συναντήσω τὴν ἐρχόμενη μέρα εἰρηνικά. Βοήθα με σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ στηρίζομαι πάνω στὸ θεῖο Σου θέλημα. Σὲ κάθε ὥρα τῆς ἡμέρας ἀποκάλυψε τὸ θέλημά Σου σὲ μένα. Εὐλόγησε τὶς συναλλαγὲς μ’ ὅλους ὅσους μὲ περιτριγυρίζουν. Δίδαξέ με νὰ μεταχειρίζομαι τὸ κάθε τί ποὺ συναντῶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς μέρας μὲ ψυχικὴ γαλήνη καὶ μὲ σταθερὴ πεποίθηση ὅτι ἡ θέλησή Σου τὰ κυβερνᾶ ὅλα. Σ’ ὅλα μου τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια κυβέρνησε τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά μου. Σὲ ἀπρόβλεπτα γεγονότα μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ξεχάσω ὅτι ὅλα στέλλονται ἀπὸ Σένα. Δίδαξὲ με νὰ ἐνεργῶ σταθερὰ καὶ σοφά, χωρὶς νὰ πικραίνω καὶ νὰ στενοχωρῶ τοὺς ἄλλους. Δός μου δύναμη νὰ ἀντέξω τὴν κόπωση τῆς μέρας ποὺ ἔρχεται μὲ ὅλα ὅσα θὰ φέρει. Καθοδήγησε τὴν θέλησή μου, δίδαξέ με νὰ προσεύχομαι· προσεύχου ὁ ἴδιος σὲ μένα. Ἀμήν».

Αὐτὲς εἶναι μερικὲς φράσεις ποὺ κλείνουν τὴν βραδυνὴ προσευχή: «Τοῖς μισοῦσιν καὶ ἀδικοῦσιν ἡμᾶς συγχώρησον, Κύριε. Τοῖς ἀγαθοποιοῦσιν ἀγαθοποίησον, τοῖς ἀδελφοις καὶ οἰκείοις ἡμῶν χάρισαι τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον. Τοὺς ἐν ἀσθενείᾳ ἐπίσκεψαι καὶ ἴασιν δώρησαι, τοὺς ἐν θαλάσσῃ κυβέρνησον, τοῖς ἐν ὁδοιπορίαις συνόδευσον... Τοὺς ἐντειλαμένους ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπὲρ αὐτῶν ἐλέησον κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος. Μνήσθητι Κύριε τῶν προκοιμηθέντων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ ἀνάπαυσον αὐτούς, ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου....»

Ὑπάρχει ἕνα εἶδος προσωπικῆς προσευχῆς ποὺ χρησιμοποιεῖται πλατειὰ στὴ Δύση ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἀποτελέσει ποτὲ χαρακτηριστικό τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας: ὁ τυπικὸς «Διαλογισμός», σύμφωνα μὲ μιὰ μέθοδο, τὴν Ἰγνατιανή, τὴν Σαλπικιακή, τὴν Σαλεσιανή, ἤ κάποια ἄλλη. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐνθαρρύνονται νὰ διαβάζουν τὴν Βίβλο ἤ τοὺς Πατέρες ἀργὰ καὶ σὲ βάθος. Ἀλλὰ τέτοια ἄσκηση ἐνῶ εἶναι ἐξαιρετικὴ στὸ σύνολό της δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ προσευχή, οὔτε ἔχει συστηματοποιηθεῖ καὶ περιορισθεῖ σὲ καμμιὰ μέθοδο. Κάθε ἕνας προτρέπεται νὰ διαβάζει ὅπως τὸν ἀναπαύει.

Μὰ ἂν οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἀσκοῦν τυπικὸ Διαλογισμὸ ὑπάρχει ἕνα ἄλλο εἶδος προσωπικῆς προσευχῆς ποὺ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἔχει παίξει ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ, Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Μιὰ καὶ κάποτε λέγεται ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν δίνουν ἀρκετὴ σημασία στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωμένου Χριστοῦ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι αὐτὴ ποὺ εἶναι σίγουρα ἡ πιὸ κλασσικὴ ἀνάμεσα σ’ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες προσευχὲς εἶναι βασικὰ Χριστοκεντρικὴ• ἀπευθύνεται καὶ συγκεντρώνεται στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ὅσοι ἔχουν μεγαλώσει μέσα στὴν παράδοση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ δὲν μποροῦν οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ ξεχάσουν τὸν Ἐνσαρκωμένο Χριστό.

Σὰν βοήθημα στὴν ἀπαγγελία αὐτῆς τῆς προσευχῆς πολλοὶ Ὀρθόδοξοι χρησιμοποιοῦν κομβοσχοίνι ποὺ διαφέρει κάπως ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιοῦν στὴν Δύση. Τὸ Ὀρθόδοξο κομβοσχοίνι εἶναι καμωμένο ἀπὸ μαλλὶ ἔτσι δὲν κάνει θόρυβο ὅπως ἕνας σπόγγος μὲ χάντρες.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι προσευχὴ θαυμαστῆς εὐελιξίας, εἶναι προσευχὴ γιὰ ἀρχάριους μὰ συνάμα, προσευχὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὰ βαθύτερα μυστήρια τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ ὁποιονδήποτε, ὁποτεδήποτε, ὀπουδήποτε• περιμένοντας στὴ σειρά, περπατώντας, ταξιδεύοντας, σὲ λεωφορεῖο ἤ στὸ τραῖνο, δουλεύοντας, ὅταν δὲν μπορεῖς νὰ κοιμηθεῖς τὸ βράδυ σὲ ὧρες σοβαρῆς ἀνησυχίας, ὅταν ἀδυνατεις νὰ συγκεντρωθεῖς σὲ ἄλλες προσευχές. Μὰ ἂν βέβαια κάθε Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ λέγει τὴν «εὐχὴ» σὲ σκόρπιες περιστάσεις μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, εἶναι διαφορετικὸ θέμα νὰ τὴν ἐπαναλαμβάνεις λίγο - πολὺ συνεχῶς καὶ νὰ χρησιμοποιεῖς τὶς φυσικὲς ἀσκήσεις ποὺ ἔχουν συνδεθεῖ μαζί της. Ὀρθόδοξοι πνευματικοὶ συγγραφεῖς ἐπιμένουν ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἐργάζονται συστηματικὰ στὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει, ὅπου εἶναι δυνατόν, νὰ μποῦν κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση πεπειραμένου διδασκάλου καὶ νὰ μὴν κάνουν τίποτα ἀπὸ μόνοι τους.

Γιὰ μερικοὺς ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ «εἰσέρχεται στὴν καρδιὰ» ὥστε δὲν ἐπαναλαμβάνεται κατόπιν συνειδητῆς προσπάθειας ἀλλὰ ἀπαγγέλεται ἀπὸ μόνη της, συνεχίζοντας ἀκόμη κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μιλᾶ ἤ γράφει, στὰ ὄνειρά του, ξυπνώντας τὸν τὸ πρωί.

Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος λέγει: «Ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατοικήσει μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματᾶ νὰ προσεύχεται ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα θὰ προσεύχεται συνεχῶς μέσα του. Τότε, οὔτε ὅταν κοιμᾶται οὔτε ὅταν εἶναι ξύπνιος θὰ ἀποκοπεῖ ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὴν ψυχὴ του• μὰ ὅταν τρώγει κι ὅταν πίνει, ὅταν ξαπλώνει ἤ ὅταν ἐργάζεται, ἀκόμα κι ὅταν κοιμᾶται βαθειὰ ἡ εὐωδία τῆς προσευχῆς θὰ εἰσπνέεται μέσα στὴν καρδιά του ἀπὸ μόνη της.»

Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουν ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἔτσι ὥστε ἡ ἐπίκληση αὐτοῦ τοῦ θείου ὀνόματος ἐνεργεῖ σὰν ἕνα ἀποτελεσματικὸ σημάδι τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, σὰν ἕνα εἶδος μυστηρίου» (2). «Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν βρίσκεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, συνδέει τὴν καρδιὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς θέωσης... Λάμποντας μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τὸ φῶς τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, φωτίζει ὅλον τὸ Σύμπαν» (3)

Σ’ ἐκείνους ποὺ τὴν ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς ὅπως καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν σὲ μερικὲς στιγμές, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἀποδεικνύεται μεγάλη πηγὴ διαβεβαίωσης καὶ χαρᾶς.

«Νὰ πῶς προχωρῶ τώρα καὶ ἐπαναλαμβάνω συνέχεια τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἡ ὁποία εἶναι γιὰ μένα τὸ πιὸ πολύτιμο καὶ γλυκὺ πράγμα στὸν κόσμο. Κάποτε περπατῶ 43 ἡ 44 μίλια τὴν μέρα καὶ νοιώθω ὅτι δὲν περπατῶ καθόλου. Ἔχω μόνο τὴν συναίσθηση ὅτι λέγω τὴν «εὐχή». Ὅταν μὲ διαπερνᾶ τὸ τσουχτερὸ κρύο ἀρχίζω καὶ λέγω τὴν εὐχὴ μὲ πιὸ πολὺ ζῆλο καὶ σύντομα ζεσταίνομαι ὅλος. Ὅταν ἡ πείνα μὲ καταβάλλει καλῶ πιὸ συχνὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ξεχνάω τὴν ἐπιθυμία μου γιὰ φαγητό. Ὅταν πέσω ἄρρωστος μὲ ρευματισμοὺς στὴν ράχη καὶ στὰ πόδια συγκεντρώνω τὶς σκέψεις μου στὴν «εὐχὴ» καὶ δὲν νοιώθω τὸν πόνο. Ἂν κάποιος μοῦ κάνει κακό, τὸ μόνο ποὺ ἔχω εἶναι νὰ σκεφτῶ πόσο γλυκειὰ εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ τὸ τραῦμα κι ὁ θυμὸς περνοῦν μακρυὰ καὶ τὰ ξεχνάω ὅλα... Εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ ποὺ μπορῶ καὶ καταλαβαίνω τώρα τὸ νόημα τῆς περικοπῆς τοῦ Ἀποστόλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Α' Θεσσαλονικεῖς ε' 17).» (4)


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1) Γ. Φλωρόφσκυ — Prayer private and Corporate ( Ologos publications, Saint Louis), p. 3.
2) In Moine de l’ Eglise d’ Orient. - La Priere Jesus, Chevetogne, 1952, p. 87.
3) S. Bulgakov - The Orthodox Church, p. 170-1
4) Οἱ περιπέτειες ἑνὸς Προσκυνητοῦ, σ. 26-8

Μετάφραση: Θεοφάνη Τομάζου
πηγή

Τρίτη, Ιουνίου 30, 2015

Ο ΓΑΜΟΣ ΩΣ ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ


               Οι Άγιοι Απόστολοι Ακύλας και Πρίσκιλλα

 Απόσπασμα από την εισαγωγή
 του Επισκόπου Κάλλιστου Διοκλείας 
    για το βιβλίο "Έγγαμοι Άγιοι".

“Παράλαβε τους στεφάνους αυτών εν τη Βασιλεία Σου” λέει ο ιερέας στον Κύριό μας λίγο πριν την τελική ευλογία του γαμπρού και της νύμφης στο Ορθόδοξο μυστήριο του γάμου […]
Η Ορθόδοξη πίστη δεν είναι αφηρημένη, αλλά προσωπική. Δίνει σημασία όχι στις γενικές αρχές ή σε κάποιον θεωρητικό κώδικα ηθικής, αλλά στη σωτηρία μοναδικών και ιδιαίτερων προσώπων δημιουργημένων κατ’ εικόνα Θεού. […]
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αποκαλεί το γάμο “θείον μυστήριον της αγάπης”. Ως τέτοιος ο γάμος εκφράζει κάτι συνολικά ουσιαστικό για την ανθρώπινη υπόστασή μας. Γιατί εμείς, τα ανθρώπινα όντα, έχουμε κτιστεί κατ’ εικόνα Θεού και συγκεκριμένα κατ’ εικόνα του Θεού της Αγίας Τριάδος, “Ο Θεός αγάπη έστιν” (κατά Ιωάννη, 14:8) όχι ένα άτομο μόνο του που αγαπά μόνο τον εαυτό του, αλλά μια κοινότητα ή κοινωνία τριών προσώπων που αγαπούν το ένα το άλλο. Ο Θεός δεν είναι απλά προσωπικός μα διαπροσωπικός, όχι απλά μία μονάδα αλλά μία ενότητα. Ο Θεός είναι αλληλεγγύη, ανταλλαγή, απόκριση, αμοιβαιότητα. Αν όλα αυτά ισχύουν για το Θεό, τότε πρέπει α ισχύουν και για τον άνθρωπο που κτίστηκε κατ’ εικόνα Θεού. Αν ο Θεός είναι αγάπη, τότε κι ο άνθρωπος είναι αγάπη – όχι αγάπη προς τον εαυτό, αλλά αγάπη που μοιράζεται. Κι ο άνθρωπος είναι επίσης αλληλεγγύη, ανταλλαγή, απόκριση, αμοιβαιότητα. Κι εμείς τα ανθρώπινα όντα, όπως και τα τρία θεϊκά πρόσωπα, βρίσκουμε την τελείωση ζώντας σε κοινότητα ή κοινωνία. “Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ του Θεού έστι” (Ιωάννου Α΄ 4:7)
Υπάρχουν, όπως είναι φυσικό, διαφορετικοί τρόποι έκφρασης αυτής της αμοιβαίας αγάπης. Ο μοναχισμός και η μοναστική ζωή μπορούν να είναι επίσης “θεία μυστήρια της αγάπης”. Η εντολή “αγαπάτε αλλήλους” απευθύνεται σ’ όλους εξίσου κι όχι μόνο στα παντρεμένα ζευγάρια. Αλλά η βασική και πρωταρχική μορφή της ανθρώπνιης κοινωνίας ή κοινότητας θα είναι πάντα η αμοιβαία αγάπη του άνδρα και της γυναίκας μέσα στο γάμο. Αυτή είναι η πρωτογενής ανθρώπινη σχέση πάνω στην οποία βασίζονται όλες οι άλλες εκφράσεις της διαπροσωπικής κοινότητας. Ο γάμος, εξάλλου, ως “θείο μυστήριο της αγάπης”, εκφράζει τη θεμελιώδη ανθρώπινη υπόσταση σύμφωνα με τη θεία εικόνα. Κι αυτό συμβαίνει εξαιτίας του ότι εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε σ’ έναν Θεό που είναι Τριάδα κι έχουμε κτιστεί κατά την Τριαδική του εικόνα.
“Τίμιος ο γάμος εν πάσι” (προς Εβραίους, 13:4). Σε πολυάριθμες ασκητικές ομάδες στο περιθώριο της Εκκλησίας, κατά την διάρκεια των πρώτων αιώνων, η έγγαμη κατάσταση θεωρείτο ασυμβίβαστη ως προς μια ολοκληρωτική χριστιανική παράδοση. Αυτοί που επρόκειτο να βαπτισθούν, αν ήταν ακόμα άγαμοι, έπρεπε να διατηρήσουν την παρθενία τους για το υπόλοιπο της ζωής τους, ενώ τα παντρεμένα ζευγάρια έπρεπε να μείνουν χώρια πριν αρχίσει η μύησή τους στο χριστιανισμό. Όμως, η Εκκλησία στο σύνολό της απέρριψε τις απαιτήσεις αυτών των “εγκρατικών” κινημάτων, επιμένοντας ότι ο γάμος αποτελεί πραγματικά οδό προς την αγιότητα. Τα παντρεμένα ζευγάρια, όχι σε μικρότερο βαθμό από τους μονάζοντες, μπορούν να κατορθώσουν την πληρότητα της θεώσεως ή την εν Χριστώ θεοποίηση.
Είναι αλήθεια ότι οι Πατέρες, τόσο οι Έλληνες όσο και οι Λατίνοι, δηλώνουν συχνά ότι η μοναχική κλήση – νοητή ως “αγγελική” ή εσχατολογική προσδοκώμενη κατάσταση μετά την ανάσταση ( βλ. κατά Μάρκον 12:25, κατά Λουκά 20:3-36) είναι εγγενώς ανώτερη από την έγγαμη κατάσταση. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κι ο γάμος δεν είναι “τίμιος εν πάσι”. Επιπλέον, υπάρχουν πατερικά κείμενα τα οποία αναφέρουν ότι η ανώτερη κατάσταση για κάθε πρόσωπο είναι πάντα η συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει κληθεί. Κάποτε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού σε κάποια πόλη είπαν στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο που θα έβρισκε δύο ανθρώπους πιο προχωρημένους στην πνευματική ζωή από τον ίδιο. Τελικά, αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν δύο παντρεμένες γυναίκες που ζούσαν μία συνηθισμένη ζωή με τους συζύγους τους. “Πραγματικά”, αναφώνησε ο Αγ. Μακάριος με θαυμασμό, “δεν υπάρχει ούτε παρθένος ούτε έγγαμος, ούτε μοναχός ούτε κοσμικός, παρά μόνο ο Θεός που δίνει το Άγιο Πνεύμα Του σε όλους, σύμφωνα με την προαίρεση του καθενός” (Vitae Patrum VI, iii, 17). Σύμφωνα με τον Άγ. Συμεών το Νέο Θεολόγο ” Σε κάθε κατάσταση όποιο κι αν είναι το έργο ή η εργασία που περιλαμβάνει, η ζωή που βιώνεται για τον Κύριο και σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου αυτή είναι, που ευλογείται συνολικά” (Κεφάλαια iii 65).
Πως, όμως, μπορεί ο καθένας μας ν’ ανακαλύψει για ποια κατάσταση έχει κληθεί; Σ’ αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να υπάρξει μία μοναδική απάντηση. Δεν υπάρχει κάποια εξωτερική μέθοδος που μηχανικά κι αυτόματα θα μας αποκαλύψει ποια είναι η προσωπική μας κλήση, μοναχισμός ή γάμος. Αν περιμένουμε το Πνεύμα, χωρίς να έχουμε αποφασίσει μόνοι μας, μένοντας υπάκουοι στον Πνευματικό μας πατέρα, το Πνεύμα στην δική Του ώρα και με τον δικό Του τρόπο θα μας μιλήσει στις συγκεκριμένες συνθήκες που βρισκόμαστε. Ταυτόχρονα, ενόσω περιμένουμε το Πνεύμα, θα είναι η μεγαλύτερη βοήθεια για μας να έχουμε μπροστά στα μάτια της καρδιά μας τα παραδείγματα εκείνων που ακολούθησαν την κλήση του γάμου.[…]
Όπως επισημαίνει ο Παύλος Ευδοκίμωφ υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μάθει κανείς την ιδιαίτερη αξία της μοναχικής κλήσης κι αυτός είναι μαθαίνοντας να εκτιμά το θαύμα και την αγιότητα στην έγγαμη κατάσταση. Με τον ίδιο τρόπο, τα παντρεμένα ζευγάρια δεν μπορούν να αντιληφθούν όπως πρέπει το κάλλος της δικής τους κλήσης, αν δεν τιμούν εξίσου τη μοναχική ζωή. Οι δύο κλήσεις δεν είναι αντίθετες μα συμπληρωματικές, η μια επιβεβαιώνει την άλλη. “Παράλαβε τους στεφάνους αυτών εν τη Βασιλεία Σου”. Ο απώτερος σκοπός του γάμου είναι οι δύο σύζυγοι να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο να εισέλθει στο θεϊκό Βασίλειο. Μέσω της αμοιβαίας αγάπης και της κοινής τους ζωής, οι δυο τους – μαζί με τα παιδιά τους, αν ο Κύριος τους έχει δώσει απογόνους – καλούνται να φέρουν ο ένας τον άλλον πιο κοντά στο Χριστό. Σαν μια αιώνια ένωση μεταξύ δύο μοναδικών κι αιωνίων προσωπικοτήτων, το θείο Μυστήριο του Γάμου δεν έχει άλλο τέλος απ’ αυτό.
Μετάφραση: Καλλιόπη Λευκαδίτη
Επιμέλεια: Βιβή Κυριακού
το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Μαΐου 28, 2015

Εἰς τὴν Πεντηκοστήν Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος

     


 



Ὁ Ὀρθόδοξος ἔχει πλήρη συνείδηση πὼς ἀνήκει σὲ μία κοινότητα. «Γνωρίζουμε πὼς ὅποιος ἀπὸ μᾶς πέσει», ἔγραφε ὁ Χομιάκωφ, «πέφτει μόνος του, κανεὶς ὅμως δὲν σώζεται ἀπὸ μόνος του. Σώζεται ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα μέλη της».

Εἶναι ὅμως σίγουρο πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι πνευματικὴ καὶ μυστικὴ ὑπὸ τὴν ἔννοια πὼς ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ποτὲ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐπίγεια πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας μεμονωμένα, ἀλλὰ θεωρεῖ πάντοτε τὴν Ἐκκλησία «ἐν Χριστῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἰδιαίτερη σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Τρεῖς φάσεις μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ ν᾿ ἀποδώσουν αὐτὴ τὴ σχέση: ἡ Ἐκκλησία εἶναι: α) εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, β) Σῶμα Χριστοῦ καὶ γ) μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι Τριαδική, Χριστολογικὴ καὶ «Πνευματολογική».

α) Εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας.
Ὅπως ἀκριβῶς κάθε πρόσωπο ἔχει δημιουργηθεῖ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς ὅλον εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἀναπαράγοντας πάνω στὴ γῆ τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ποικιλίας. Στὴν ἁγία Τριάδα τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός, χωρὶς ὅμως νὰ παύουν νὰ εἶναι τέλεια πρόσωπα.

Στὴν Ἐκκλησία ἕνα πλῆθος διαφορετικῶν ἀνθρώπων ἑνώνεται σ᾿ ἕνα σῶμα, στὸ ὁποῖο ὅμως ὁ καθένας καὶ ἡ καθεμιὰ διατηρεῖ ἀτόφια τὴν προσωπικότητά του. Τὸ κάθε πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδας κατοικεῖ στὸ ἄλλο καὶ αὐτὸ ἐξεικονίζεται στὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει διάσταση μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ αὐθεντίας. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα καὶ ὄχι ὁλοκληρωτισμός. Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδίδουν στὴν Ἐκκλησία τὸν ὅρο «Καθολική», ἔχουν κατὰ νοῦ (μεταξὺ ἄλλων) καὶ αὐτὸ τὸ ζωντανὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας τῶν πολλῶν προσώπων σὲ ἕνα.

Αὐτὴ ἡ σύλληψη τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνας τῆς ἁγίας Τριάδας, μᾶς βοηθᾶ ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε γιατὶ οἱ Ὀρθόδοξοι δίνουν τεράστια σημασία στὶς Συνόδους. Ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ Τριαδικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ μυστήριό της ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, νὰ ἐφαρμόζεται στὴν πράξη, ὅταν οἱ πολλοὶ ἐπίσκοποι, οἱ συναγμένοι στὴ σύνοδο, φτάνουν ἐλεύθερα σὲ κοινὴ ἀπόφαση ὑπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

β) Σῶμα Χριστοῦ.
«Οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμα ἐσμὲν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. 12, 5). Ὁ στενότερος δυνατὸς δεσμὸς ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας: κατὰ τὴν περίφημη φράση τοῦ Ἰγνατίου, «ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς Σάρκωσης, τὸ πεδίο ὅπου συνεχίζεται ἡ Σάρκωση. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸν Ἕλληνα θεολόγο Χρῆστο Ἀνδροῦτσο, εἶναι τὸ «κέντρο καὶ τὸ ὄργανο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ... δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία συνέχιση καὶ μία ἐπέκταση τοῦ προφητικοῦ, τοῦ ἱερατικοῦ καὶ βασιλικοῦ Του ἀξιώματος... Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Ἱδρυτής της εἶναι ἀδιάρρηκτα ἑνωμένοι... Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς «μεθ᾿ ἡμῶν».

Ὁ Χριστὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία ὅταν ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὑποσχέθηκε (Ματθ. 28, 20), ἐπειδὴ «οὗ γὰρ εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20).

Ἡ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του πραγματώνεται, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, μέσῳ τῶν μυστηρίων. Στὸ Βάπτισμα ὁ νέος χριστιανὸς θάπτεται καὶ ἀνίσταται μὲ τὸν Χριστό. Στὴν Εὐχαριστία τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τὸ Σῶμα Του μέσῳ τῶν μυστηρίων. Ἡ Εὐχαριστία, ἑνώνοντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, τὰ ἑνώνει ταυτόχρονα μεταξύ τους: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοὶ ἐσμὲν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν» (Α´ Κορ. 10, 17). Ἡ Εὐχαριστία δημιουργεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία (ὅπως τὴν εἶδε ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος) εἶναι μία Εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ἕνας μυστηριακὸς ὀργανισμὸς ποὺ σαρκώνεται ὅπου τελεῖται ἡ Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ὅτι ὁ ὅρος «Σῶμα Χριστοῦ» σημαίνει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ μυστήριο. Καὶ πὼς ἡ φράση sommunio sanctrorum στὸ Ἀποστολικὸ Σύμβολο σημαίνει οὐσιαστικὰ «κοινωνία τῶν ἁγίων» καὶ «κοινωνία τῶν μυστηρίων». Πρέπει νὰ θεωροῦμε πρωταρχικὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς μυστήριο. Ἡ ἐξωτερική της ὀργάνωση, ὅσο σημαντικὴ κι ἂν εἶναι, ἔρχεται μετὰ τὴ μυστηριακή της ζωή.

γ) Μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή.
Εἶναι εὔκολο νὰ ὑπερτονίσουμε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ καὶ νὰ ξεχαστεῖ ὁ ρόλος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε, στὸ ἔργο τους μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀλληλοσυμπληρώνονται, καὶ αὐτὸ ἰσχύει τόσο στὴν Ἐκκλησιολογία ὅσο καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς θεολογίας. Ἐνῷ ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος λέγει πὼς «ὅπου Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία», ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος γράφει τὸ ἐξίσου ἀληθὲς πὼς «ὅπου ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐπίσης ναὸς καὶ κατοικία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Πνεῦμα ἐλευθερίας. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὄχι μόνο μᾶς ἑνώνει, ἀλλ᾿ ἐγγυᾶται καὶ τὴν ἄπειρη ποικιλία τῶν προσώπων μέσα στὴν Ἐκκλησία: κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ οἱ γλῶσσες πυρὸς «διαμοιράστηκαν» καὶ ἐκάθησαν «ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον» τῶν παρόντων. Τὸ δῶρο τοῦ Πνεύματος εἶναι δῶρο στὴν Ἐκκλησία, ταυτόχρονα ὅμως εἶναι καὶ προσωπικὸ δῶρο, προσαρμοσμένο στὸν χαρακτῆρα τοῦ καθενὸς καὶ τῆς καθεμιᾶς. «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα» (Α´ Κορ. 12, 4). Ζωὴ στὴν Ἐκκλησία δὲν σημαίνει ἰσοπέδωση τῆς ποικιλίας τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἐπιβολὴ ἐνὸς ἄκαμπτου καὶ ὁμοιόμορφου προτύπου πάνω σ᾿ ὅλους, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο δὲν παρουσιάζουν κάποια ἀνιαρὴ μονοτονία, ἀλλ᾿ ἔχουν ἀναπτύξει τὴν πιὸ ἔντονη καὶ διακεκριμένη προσωπικότητα. Πληκτικὸ εἶναι τὸ κακὸ κι ὄχι ἡ ἁγιότητα.

Αὐτὴ ἐν συντομίᾳ εἶναι ἡ σχέση Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία – εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, σῶμα Χριστοῦ, πληρότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος- εἶναι ταυτόχρονα ὁρατὴ καὶ ἀόρατη, θεία καὶ ἀνθρώπινη. Εἶναι ὁρατή, ἐπειδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ συγκεκριμένες κοινότητες, ποὺ λειτουργοῦν πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ἀόρατη, ἐπειδὴ περιλαμβάνει τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι ἀνθρώπινη, ἐπειδὴ ἁμαρτωλοὶ ἀποτελοῦν τὰ ἐπίγεια μέλῃ της, εἶναι θεία, ἐπειδὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει χωρισμὸς μεταξὺ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου, μεταξὺ στρατευμένης Ἐκκλησίας καὶ θριαμβευούσας (σύμφωνα μὲ τὴ δυτικὴ ὁρολογία), ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ συνιστοῦν μία μοναδικὴ καὶ συνεχῆ πραγματικότητα. «Ἡ ὁρατὴ Ἐκκλησία, ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία, ζεῖ σὲ πλήρη κοινωνία καὶ ἑνότητα μὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας Κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός». Βρίσκεται στὸ σημεῖο συνάντησης τοῦ Παρόντος αἰῶνος καὶ τοῦ Μέλλοντος, καὶ ζεῖ ταυτόχρονα στοὺς δυὸ Αἰῶνες.

Τετάρτη, Μαΐου 06, 2015

Το κακό και ο πόνος

Φωτο:plus.google.com
Φωτο:plus.google.com
(Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ)

Στο μεγαλύτερο μυθιστόρημα του Dostoevsky, Οι Αδελφοί Καραμάζοφ, ο Ιβάν προκαλεί τον αδελφό του: «Ας υποθέσουμε ότι δη­μιουργείς το οικοδόμημα της ανθρώπινης μοίρας με τον αντικειμενι­κό σκοπό να κάνεις τους ανθρώπους επί τέλους ευτυχισμένους και να τους δώσεις ειρήνη και ανάπαυση· όμως, για να το κάνεις αυτό είναι ανάγκη να βασανίσεις ένα μόνο μικρούλικο μωρό… και να ιδρύσεις το οικοδόμημά σου πάνω στα δάκρυά του· — θα συμφωνού­σες ν’ αναλάβεις το οικοδόμημα υπ’ αυτό τον όρο;» — «Όχι, δε θα συμφωνούσα», απαντάει ο Alyosha. Και αν εμείς δεν θα συμφωνούσα­με να το κάνουμε, γιατί, λοιπόν, προφανώς το κάνει ο Θεός;
Ο Somerset Maugham μας λέει, ότι, αφότου είχε δει ένα μικρό παιδί ν’ αργοπεθαίνει από μηνιγγίτιδα, δεν μπορούσε πια να πιστέψει σ’ ένα Θεό αγάπης. Άλλοι έπρεπε να δουν ένα σύζυγο, ή μια σύζυ­γο, ένα παιδί ή ένα γονιό να καταρρέουν σε μιαν ολοκληρωτική κα­τάθλιψη: σ’ ολόκληρο το βασίλειο του πόνου ίσως δεν υπάρχει τίπο­τε τόσο τρομερό να δει κανείς, όσο μία ανθρώπινη ύπαρξη με χρόνια μελαγχολία. Ποιά είναι η απάντησή μας; Πώς θα μπορέσουμε να συμβιβάσουμε την πίστη σ’ ένα Θεό αγάπης, που δημιούργησε όλα τα πράγματα και είδε ότι ήταν «καλά λίαν», με την ύπαρξη του πό­νου, της αμαρτίας και του κακού;
Αμέσως πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι δεν είναι δυνατή μια εύ­κολη απάντηση ή ένας φανερός συμβιβασμός. Ο πόνος και το κακό μας αντιμετωπίζουν ασύμμετρα. Η δυστυχία η δική μας και των άλ­λων, είναι μία εμπειρία που πρέπει να ζήσουμε και όχι ένα θεωρητι­κό πρόβλημα που μπορούμε να λύσουμε.
Αν υπάρχει μια εξήγηση είναι σ’ ένα επίπεδο βαθύτερο απ’ τα λόγια. Η δυστυχία δεν μπορεί να «δικαιωθεί»· μπορεί όμως να χρη­σιμοποιηθεί, να γίνει αποδεκτή — και μέσω αυτής της αποδοχής να μεταμορφωθεί. «Το παράδοξο της δυστυχίας και του κακού», λέει ο Nicolas Berdyaev, «λύνεται με την εμπειρία της ευσπλαχνίας και της αγάπης».
Αλλά, ενώ δικαιολογημένα υποπτευόμαστε κάθε εύκολη λύση του «προβλήματος του κακού», μπορούμε να βρούμε στη διήγηση για την πτώση του ανθρώπου που δίνεται στο γ’ κεφάλαιο του βι­βλίου «Γένεση» — άσχετα αν αυτό ερμηνευτεί κυριολεκτικά ή συμβο­λικά — δύο ζωτικά σημεία, που πρέπει να διαβαστούν με προσοχή.
Πρώτον, η αφήγηση στη Γένεση αρχίζει κάνοντας λόγο για τον «όφιν» (Γεν. 3,1), δηλ. το διάβολο — τον πρώτον από τους αγγέλους εκείνους που έφυγαν απ’ το Θεό προς την κόλαση του δικού τους θελήματος. Έγινε διπλή πτώση: πρώτα των αγγέλων και ύστερα του ανθρώπου. Για την Ορθοδοξία η πτώση των αγγέλων δεν είναι γρα­φικό παραμύθι αλλά πνευματική αλήθεια. Πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου, είχε ήδη συμβεί ένας χωρισμός στους δρόμους του νοητικού βασιλείου: μερικοί από τους αγγέλους παρέμειναν σταθεροί υπακούοντας στο Θεό, ενώ άλλοι τον αρνήθηκαν. Σχετικά μ’ αυτό τον «πόλεμον εν τω ουρανώ» (Αποκ. 12,7) έχουμε μόνον απόκρυφες αναφορές μέσα στη Γραφή· δεν μας λέγεται με λεπτομέρειες τι συνέ­βη· και ακόμη λιγότερα ξέρουμε για το τι σχέδια έχει ο Θεός για μια δυνατή συμφιλίωση μέσα στο νοητικό βασίλειο, ή πως (αν όχι καθό­λου) ο διάβολος θα μπορούσε τελικά να σωθεί. Ίσως, όπως υπαινίσσεται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ιώβ, ο Διάβολος δεν εί­ναι τόσο μαύρος όπως συνήθως τον ζωγραφίζουν. Για μας σ’ αυτό εδώ το στάδιο της γήινης ύπαρξής μας, ο Διάβολος είναι ο εχθρός· ο Διάβολος όμως έχει επίσης μιαν άμεση σχέση με το Θεό, για την οποία δεν ξέρουμε τίποτε και για την οποία δεν είναι σοφό από μέ­ρους μας να φανταζόμαστε.
Παρ’ όλ’ αυτά θάπρεπε να σημειωθούν τρία σημεία που μας αφορούν, στις προσπάθειές μας να καταπιαστούμε με το πρόβλημα του πόνου. Πρώτον, έκτος απ’ το κακό, για το οποίο εμείς οι άνθρω­ποι είμαστε προσωπικά υπεύθυνοι, υπάρχουν στο σύμπαν δυνάμεις με τεράστια ισχύ, που η θέλησή τους είναι στραμμένη στο κακό. Αυτές οι δυνάμεις, αν και μη ανθρώπινες, είναι μολαταύτα προσωπικές. Η ύπαρξη τέτοιων δαιμονικών δυνάμεων δεν είναι μια υπόθεση ή έ­νας μύθος αλλά — για πολλούς από μάς, αλλοίμονο! — ένα ζήτημα άμεσης εμπειρίας. Δεύτερο, η ύπαρξη των εκπτώτων πνευματικών δυνάμεων μάς βοηθάει να καταλάβουμε γιατί, σε κάποιο χρονικό ση­μείο προφανώς πριν απ’ τη δημιουργία του ανθρώπου, θάπρεπε να επικρατούσε στο φυσικό κόσμο αταξία, φθορά και σκληρότητα. Τρί­το, η ανταρσία των αγγέλων αποδεικνύει πολύ καθαρά ότι το κακό προέρχεται όχι από κάτω αλλ’ από πάνω, όχι από την ύλη, αλλ’ από το πνεύμα. Το κακό, όπως έχει ήδη τονιστεί, είναι «τίποτε»· δεν είναι μια υφιστάμενη ύπαρξη ή ουσία, αλλά μια λανθασμένη στάση απέναντι σ’ αυτό που είναι απ’ τη φύση του καλό. Η πηγή του κακού βρίσκεται επομένως στην ελεύθερη θέληση των πνευματι­κών υπάρξεων, που είναι προικισμένες με ηθική εκλογή και που χρησιμοποιούν αυτή τη δύναμη της εκλογής λανθασμένα.
Αυτά σχετικά με το πρώτο σημάδι, τον υπαινιγμό για τον «όφιν». Αλλά (κι’ αυτό ίσως χρησιμέψει σαν δεύτερο σημάδι) η διήγη­ση στη Γένεση διασαφηνίζει ότι, αν και ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή μέσα σ’ ένα κόσμο ήδη φθαρμένο από την πτώση των αγγέλων, ό­μως ταυτόχρονα τίποτα δεν ανάγκασε τον άνθρωπο ν’ αμαρτήσει. Η Εύα ελκύστηκε από τον «όφιν», αλλά ήταν ελεύθερη ν’ αποκρούσει τις προτάσεις του. Το δικό της και του Αδάμ το «προπατορικό αμάρτημα» ήταν μια συνειδητή πράξη ανυπακοής, μία εσκεμμένη απόκρουση της αγάπης του Θεού, μια ελεύθερα διαλεγμένη στροφή από το Θεό στον εαυτό μας (Γεν. 3: 2,3,11).
Στην κατοχή και άσκηση της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου δεν θα βρούμε καθόλου μια πλήρη εξήγηση αλλά τουλάχιστον την αρχή για μιαν απάντηση στο πρόβλημά μας. Γιατί ο Θεός άφησε τους αγγέλους και τον άνθρωπο ν’ αμαρτήσουν; Γιατί ο Θεός επι­τρέπει το κακό και τη δυστυχία; Απαντάμε: Γιατί είναι ένας Θεός αγάπης. Η αγάπη προϋποθέτει μετοχή, και η αγάπη επίσης προϋπο­θέτει ελευθερία. Σαν μια Τριάς αγάπης ο Θεός επιθύμησε να μοιρα­στεί τη ζωή του με δημιουργημένα πρόσωπα, φτιαγμένα κατά την ει­κόνα του, που θα μπορούσαν να του ανταποκριθούν ελεύθερα και εκούσια σε μια σχέση αγάπης. Όπου δεν υπάρχει ελευθερία, δεν μπο­ρεί να υπάρξει αγάπη. Ο καταναγκασμός αποκλείει την αγάπη· όπως συνήθιζε να λέει ο Paul Evdokimov, ο Θεός μπορεί να κάνει το κάθε τι εκτός από το να μας εξαναγκάσει να τον αγαπάμε. Ο Θεός, επομένως — επιθυμώντας να μοιραστεί την αγάπη του — δεν εδημιούργησε ρομπότ που θα τον υπάκουαν μηχανικά, αλλ’ αγγέλους και ανθρώπινες υπάρξεις προικισμένες μ’ ελεύθερη εκλογή. Και μ’ αυτό, για να θέσουμε το ζήτημα με ανθρωπομορφικό τρόπο, ο Θεός ριψο­κινδύνεψε: γιατί μαζί μ’ αυτό το δώρο της ελευθερίας δόθηκε επίσης και η δυνατότητα της αμαρτίας. Αλλ’ αυτός που δεν ριψοκινδυνεύει, δεν αγαπάει. Δίχως ελευθερία δεν θα υπήρχε αμαρτία. Αλλά δίχως ελευθερία ο άνθρωπος δεν θα ήταν κατ’ εικόνα Θεού· δίχως ελευθε­ρία ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει με το Θεό με μια σχέση αγάπης.

(Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ, Ο Ορθόδοξος δρόμος, εκδ. Επτάλοφος, σ. 66-69).
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...