Δεν πρόλαβα να καθίσω και ήλθαν βροχή οι συμβουλές:
- Κανένα άνθρωπο μη λύπησης, άλλα και για κανένα μη λυπηθείς. Μη κοιτάς να Ικανοποίησης όλους τους ανθρώπους. Ότι και να κάνης δεν ικανοποιούνται. Να κάνης μόνον ότι θεωρείς αναγκαίο η καθήκον σου. Από τους ανθρώπους να μη απογοητεύεσαι. Μη περιμένεις να είναι τέλειοι. Κανένας δεν είναι τέλειος. Όλοι παλεύουμε με τα πάθη μας. Δεν πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη ούτε εις τον εαυτόν του. Πόσον μάλλον εις τους άλλους. Άς φαίνονται καλοί, ας φαίνονται δυνατοί, ας φαίνονται σοφοί! Ποιος περίμενε, ό σοφός Σολομών να πέσει! Στα λέγω αυτά, όχι διά να περιφρονάς τους ανθρώπους. Είμεθα όλοι αδελφοί και οφείλομαι σεβασμό και αγάπη, αλλά διά να σε προφυλάξω, διά να προλάβω. Ή μπορεί και αργότερα, αυτά που τώρα σε λέγω, να σε βοηθήσουν. Εγώ δεν θα 'μαι πάντα έδώ, διά να στα λέγω.
Εκείνη την ώρα κτύπησε πάλιν ή πόρτα και ήλθε ένας νέος. Είπε ή Γερόντισσα ποιος είναι και της λέει ό Γέροντας:
-Ας έλθει μέσα, δεν πειράξει πού είναι και ή κόρη έδώ. Θα τα πούμε όλοι μαζί. Ετοίμασε και καφέδες, καλογραία, και λουκούμια.
Ό νέος, είχε ξαναπάει στον Γέροντα, τον γνώριζε. Τον γνώριζα κι εγώ.
- Κάθισε, του λέει ό Γέροντας. Αύτη την γνωρίζεις, μη ντρέπεσαι. Τί κάνεις; Τί σου συμβαίνει;
- Γέροντα, όλες αυτές τις ημέρες παλεύω με τις σκέψεις μου. Απεφάσισα να φύγω από το σπίτι. Όλοι με λυπούν. Δεν αγαπά κανείς την Εκκλησία. Φωνάξουν, γιατί να θέλω να σπουδάσω Θεολογία, γιατί να θέλω να γίνω κληρικός! Εγώ δεν τους ενοχλώ σε τίποτα, δεν επεμβαίνω. Αλλά δεν θέλω να μείνω άλλο. Ούτε ησυχία να μελετήσω έχω, ούτε να προσευχηθώ. Δεν με έχουν καμία ανάγκην για να μείνω από καθήκον κοντά τους. Θέλω να πάω σε μοναστήρι και από κει να σπουδάσω. Απεφάσισα να πάω στο τάδε μοναστήρι. Τί λέτε, είναι καλά;
- Άκουσε: Θα κάνης όλες αυτές τις ήμερες πολλή προσευχή και θα παρακάλεσης τον Θεό να σου φανέρωση τί πρέπει να κάνης. Δηλ. να φύγεις τώρα ή να είσαι σπίτι, να σπουδάσεις και έπειτα βλέπεις. Εις το μοναστήρι αυτό πού λες να πάς, αφού σ αρέσει, πήγαινε. Αλλά να ξέρεις ότι παντού υπάρχει και το φώς και το σκότος. Ότι και νάναι, καλόγεροι είναι, από κάποιον καλόν ζήλο ξεκίνησαν. Δεν είναι και κοσμικοί.
Και στο πιο καλό μέρος να πάς, σκότος κάπου θα υπάρχει. Από σένα εξαρτάται τί θα διάλεξης. Αν θα διάλεξης το φως, ή αν διάλεξης η σε τραβήξει το σκότος. 'Αν εσύ δεν θέλεις, μη φοβάσαι τίποτα. Να μη λέγεις «θέλω» να γίνω ιερεύς, αλλά «αν θέλει ό Θεός και ότι Αυτός θέλει». Να μη ζητάς δηλαδή μόνος σου αξιώματα. Εγώ ένδεκα χρόνια ήμουν διάκονος και δεν ήθελα να γίνω ιερεύς. Διά της βίας έγινα. Αργότερα μου είπαν να εξομολογήσω. Πήρα λοιπόν ένα βιβλίο, το «έξομολογητάρι». Είδα εκεί πράγματα πού δεν τα γνώριζα, ούτε τα είχα ακούσει ποτέ. Βρήκα ένα γέρο παπά και του λέω: Αν θέλεις, σε παρακαλώ, πόρτο αυτό το βιβλίο. Εγώ δεν εξομολογώ. Δεν ξέρω τί να πω σ αυτά.
Για να εξομολογήσω, πρέπει, ότι μου πουν, να πάω κάτω, να ρωτήσω ένα γέρο παπά και ότι μου απάντηση, αυτό και εγώ να απαντήσω. Δεν ήθελα να εξομολογώ. Εις τον Δεσπότη, πού μου είπες την άλλη φορά, με ευλάβεια, με σέβας να ομιλείς και να υπάκουης. Καλόν είναι να είσαι κοντά του. Δεν θα σου πη και να κλέψεις.
Ας μου συγχωρεθεί, εν προκειμένω, ή έξης διευκρίνησης: Ίσως με μια του σκέψη ό Γέροντας είδε, γνώρισε τον Δεσπότη και είδε ότι ό νέος δεν είχε να πάρει πολλά απ' αυτόν, αλλά διά να μη κατακρίνει και διά να μη απογοήτευση τον νέον, ό όποιος αγαπούσε πολύ τον Δεσπότη, του απήντησε επιγραμματικά αλλά με νόημα: «Δεν θα σου πει και να κλέψεις!» Διά την μονή επίσης, ως ανέφερα, του απήντησε: «Παντού υπάρχει και το φώς και το σκότος κλπ.». Ό νέος αυτός είχε σχεδόν αποφασίσει να πάει εις εκείνη την Μονή. Ήτο ενθουσιασμένος, ώστε ακόμη και όχι να του έλεγε ό Γέροντας, εκείνος θα πήγαινε.
Ό Γέροντας, λοιπόν και διά τα δύο θέματα (Δεσπότη και Ί. Μονή), δεν απήντησε απ' ευθείας αρνητικώς, αλλά διά να μη λυπήσει και απογοήτευση, απήντησε ως προανέφερα. Σύστημα του όμως είχε ό Γέροντας να αναλαμβάνει εκείνος την αγωνία και το βάρος. Μετά δηλαδή πού έφευγε ό επισκέπτης, ό όποιος του απηύθυνε παρόμοια ερωτήματα, ό π. Ιερώνυμος ύψωνε τα χέρια του και προσηύχετο θερμώς, να φέρει ό Θεός το εμπόδιο ή να μεταβάλει τα πράγματα, κατά το συμφέρον. Αυτό έφθανε διά να γίνει εκείνο πού ό Γέροντας απ' ευθείας δεν είπε. Αυτήν την τακτική του την γνώριζα. Όταν τέλος έφυγα μαζί με τον εν λόγω νέον, μου λέγει καθ' οδό με μεγάλη χαρά: «Ό Γέροντας και διά τα δύο δεν μου είπε όχι. Δόξα τω Θεώ». Του απήντησα λοιπόν: «Δεν είπε όχι, αλλά ούτε και ναι με ευχαρίστηση. Είπε να προηγηθεί προσευχή, από σένα, άλλα και εκείνος θα κάνη σίγουρα. Πάντως μετά από λίγες ήμερες ν' αποφασίσεις.
Δεν πέρασε ούτε μια εβδομάδα και το μεν θέμα της Ιεράς Μονής είχε ήδη λήξει, δηλ. ούτε καν το ξανασκέφτηκε, διότι εξέτασε καλώς τα πράγματα και διαπίστωσε ότι δεν έπρεπε να πάει. Όσο διά τον «Δεσπότη», μετά ένα μήνα περίπου, είχε τελείως απομακρυνθεί από εκείνον. Συγκεκριμένως, εις το διάστημα αυτό τον γνώρισαν μ' ένα εξαίρετο Μητροπολίτη, ό όποιος θα τον βοηθούσε δι' όλα τα μετέπειτα, και ό όποιος μετά τας σπουδάς τού νέου αυτού, τον χειροτόνησε Διάκονον και εν συνεχεία ιερέα - αρχιμανδρίτη.
Ό νέος, ένα μήνα μετά την επίσκεψι αυτήν, όταν είδε με πόσην ευκολία και πόσον άνωδύνως άπεμακρύνθη και από τον «Δεσπότη του», άρχισε να νοιώθει πολλή αγάπη, ευλάβεια και συμπάθεια διά τον Γέροντα Ιερώνυμο και για τις «τέχνες» του, ως χαρακτηριστικά παρατήρησε. Τα πράγματα, δηλαδή, εξελίχθησαν διά τον νεαρό διαφορετικά (και σύμφωνα με την θέληση τού Γέροντος) απ' ότι φαντάζετε, κατ' εκείνη την επίσκεψι, εις την συνέχιση της οποίας και ας επιστρέψαμε.
Στρέφει ό Γέροντας, λοιπόν, εις εμέ και λέγει:
- Αμάν κόρη! Το επαναλαμβάνω, πρόσεχε την υγεία σου. Το κεφάλι σου μη το βαρύνεις με λύπη και έγνοιες. Θεωρώ ότι θα πληγωθείς από τους ανθρώπους, διά τούτο πρέπει να γνωρίζεις πώς να σκέπτεσαι, διά να μη καμφθείς. Σε λέγω: Δι' ότι θέλεις και εις όποιον πειρασμό ή θλίψιν ευρέθης, παρακάλεσε τον Θεό, εις ανθρώπους μη εμπιστεύεσαι, μη ελπίζεις. Θα με ενθυμηθείς αργότερα και το επιθυμώ, δηλ. να με ενθυμάσαι, διά να βοηθείσαι, να γλυτώνεις. Θα δοκιμαστής και θα καταλάβεις αυτά πού τώρα σε λέγω. Πάντως μη φοβάσαι!
Ό νέος αυτός, καλός είναι αλλά μικρός. Φόβο έχει. Εις την θάλασσα πού ζώμεν, αν χρειαστεί, άπλωσε το χέρι, βοήθησε τον. Μου ενθυμίζει (και στρέφεται και θωρεί με συμπάθεια τον νέον), έναν άλλον πού ήλθε προ ήμερων εδώ. Ητο πολύ μορφωμένος, γνώριζε πολλά, ήτο δυνατός, καθαρός, αλλά εις τα πνευματικά δεν κατάλαβα να έχει βαθειά γνώσιν.
Γέροντα, με λέγει, θέλω να υπάγω εις το 'Άγιον Όρος, να μείνω διά πάντα εκεί, εσείς τί λέτε;
Του απήντησα: "Όχι, να μη πάς τώρα, διότι θα σε πολεμήσει ή γνώσις... αργότερα όταν θάσαι λίγο πιο μεγάλος.
Μου έκανε εντύπωση, κόρη, το κατάλαβε, έσκυψε το κεφάλι σκεπτικός, δεν με είπε δεύτερον λόγο. Ναι, πρέπει κάνεις να μελετά τα πράγματα, δηλ. με πολλή διάκριση και μετά πολλή προσευχή να αποφασίζει.
Και στρέφει εις τον νέον και πάλιν:
- Είναι καλόν ή μόρφωσης, τα γράμματα, αλλά δια τα πνευματικά και την προκοπή εις την κλήση σου δεν είναι το πάν. Το πάν είναι και να πράττομαι και να ζούμε ορθώς. Και τα πνευματικά θέλουν επιμέλεια, θέλουν σπουδή και ζήλο. Να προσπαθείς και θα επιτυχής.
Διά να διατηρείται και το σώμα και ό νους εις κατάσταση υγείας, πρέπει να προσέχετε ιδίως εις το θέμα του ύπνου. Τουλάχιστον, κατά τους Ιατρούς, πρέπει εξ ώρες να κοιμάται κανείς. Πολλοί κοιμούνται δύο, τρεις ώρες, αλλά εσείς τώρα δεν πρέπει. Κοπιάζετε πολύ, νέοι είσθε, προσέχετε.
Ναι, τώρα να πηγαίνετε. Ό Θεός μαζί σας. Να προλάβετε το καράβι αυτό πού είναι τώρα δηλ. όχι το τελευταίο, δεν γνωρίζετε τί καιρό θα κάνη αργότερα.
ΒΙΒΛ. ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ.