Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2017

Πώς βραβεύει ο Χριστός εκείνους που κάνουν υπομονή;



«Ένας γέροντας μου διηγήθηκε το εξής: Στην Κρήτη, στο χωριό του, στη γειτονιά του, μια γυναίκα πολύ υπέφερε από τον άνδρα της. Ήσαν φτωχοί, πάμφτωχοι. Ο άνδρας ήτο καπνιστής μανιώδης, και όταν δεν είχε τσιγάρο, στη γυναίκα του ξεθύμαινε. Πολύ ξύλο της έδινε.




Μια βραδιά πήγε στο σπίτι του και εκτύπησε τη γυναίκα του πολύ. Η Μαρία όμως, έτσι λεγόταν η γυναίκα του, υπέμενε γενναίως και όλο την Παναγία επεκαλείτο. Τα μεσάνυχτα σηκώθηκε, λούστηκε, χτενίστηκε, φόρεσε τα καλά της ρούχα, και πλάγιασε, για να μην ξυπνήσει πλέον. Απέθανε. Όταν μετά από έναν χρόνο την έκαμαν ανακομιδή, όλος ο τόπος ευωδίασε! Δεν είχαν φθάσει ακόμη σκάπτοντας στα οστά της και μια άρρητος ευωδία εξήλθε.

Όταν έβγαλαν τα οστά της, γέμισε ο τόπος αρρήτου ευωδίας. Έκλαιγαν όλοι. Ο άνδρας της συγκινημένος κι αυτός άλλαξε πλέον βίον. “Όταν είδα”, έλεγε στον Γέροντα αυτόν, που μου διηγείτο αυτήν την ιστορία, “αυτήν την ευωδία στην γυναίκα μου, άλλαξα ζωή! Δεν καπνίζω πλέον, δεν μαλώνω, δεν πίνω, είμαι ειρηνικός”. Δηλαδή ό,τι δεν κατόρθωσε η γυναίκα του εν ζωή να το κάνει, το έκανε αποθαμένη. Έτσι λοιπόν βραβεύει, έτσι ανταμείβει ο Χριστός εκείνους που κάνουν υπομονή».

Από το βιβλίο «Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης. Ο Θεολόγος και Παιδαγωγός της ερήμου» του Γεωργίου Κρουσταλάκη

ΠΗΓΗ
Το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 15, 2017

Ἀπὸ τὶς Διδαχὲς τοῦ Γέροντα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη


 




Διάλογος ἑνός ὑποτακτικοῦ μέ τόν γέροντά του, (τοῦ πατέρα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη):

- Γέροντα, λέω τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἀλλά δέν καταλαβαίνω τίποτα.

- Δέν καταλαβαίνεις ἐσύ πού τή λές τήν εὐχή, ἀλλά καταλαβαίνει ὁ διάβολος καί καίγεται, καί φεύγει.
Ἔ, καλά παιδί μου, θέλεις νά δεῖς θαῦμα, ἀπό τήν εὐχή, ἀπ’ τήν προσευχή;

- Καί βεβαίως θέλω!

- Καλά, τοῦ λέει, θά προσευχηθῶ στόν Θεό νά σοῦ δείξει ἕνα θαῦμα νά καταλάβεις πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχή. Αὐτό τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» πού στήν ὁποίαν εὐχή ἀναφέρονται ὅλα τά πατερικά μας βιβλία∙ καί εἰδικότερα βέβαια ἡ Φιλοκαλία.
Ἔκανε προσευχή ὁ γέροντας, ἔκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο μέ λίγο νερό.

- Ἔλα δῶ παιδί μου τώρα,
τοῦ λέει, ὕστερα ἀπό τίς τρεῖς ἡμέρες, τοῦ ἔδωσε ἕνα καλάθι – ξέρετε τί ἦταν τά καλάθια;- καί

- Πήγαινε νά τό γεμίσεις νερό.

- Γέροντα, λέει, με συγχωρεῖς, τά μυαλά τά ἔχω, τό λογικό τό ἔχω, πῶς θά γεμίσει αὐτό νερό; Γεμίζει τό καλάθι νερό; Βρέχεται, ναί, ἀλλά νά γεμίσει νερό;

- Καλά, παιδί μου, τοῦ λέει, δέν ἤθελες νά δεῖς ἕνα θαῦμα;

Λέει:
- Μάλιστα.

- Ἔ, καί νά δεῖς τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή; Τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» τί δύναμη ἔχει; Γιατί τήν παντοδυναμία τῆς εὐχῆς τήν παίρνει ἀπ’ τόν παντοδύναμο Θεό, διότι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι καί σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι καί Θεός ἀληθινός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ. Δέ θέλεις νά τή δεῖς;

- Πῶς, πῶς, πῶς!

- Ἔ, κάνε αὐτό πού λέω, ἀλλά θά λές τήν εὐχή, ὅλο τήν εὐχή. Θά πᾶς καί θἄρθεις χωρίς νά τήν διακόψεις καθόλου. Θά λές συνέχεια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».

- Νἄ’ναι εὐλογημένο.
Πάει λοιπόν στό δρόμο, περπατάει νά πάει μέχρι τήν, ἐκεῖ πού ἦταν τό νερό,

- «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰσηοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Καί βάζει τό καλάθι στη βρύση καί κάτω. Τό νερό γεμίζει τό καλάθι! Καί τό καλάθι δέν τρέχει! Δέν βγάζει οὔτε ἀπό τά πλάγια, οὔτε ἀπό κάτω σταγόνα νερό. Συνέχεια ὅμως, δέν διακόπτει τήν εὐχή καί τή λέει.

- «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».

Ἐννοεῖται βέβαια ὅτι ὁ γέροντας, στό κελάκι του προσηύχετο γιά νά δείξει ὁ Θεός θαῦμα στόν ὑποτακτικό του. Τό γέμισε τό καλάθι. Μόλις τό εἶδε, τρέχει λοιπόν, νά τό δείξει στόν γέροντά του. Νά τοῦ πεῖ δηλαδή ὅτι «Γέροντα, τό καλάθι γέμισε νερό, καί δέν τρέχει».
Στόν δρόμο λοιπόν πηγαίνοντας αὐτά τά πενήντα μέτρα, φανερώνεται ὁ διάβολος, ἀλλά μέ ἀνθρώπινη μορφή. Σάν καλόγεροι, σάν καλόγερος.
Τοῦ λέει:
- Καλόγερε, τοῦ λέει, ποῦ πᾶς;

- Πάω στό γέροντά μου.

- Πῶς σέ λένε;

- Γεώργιο.

- Πόσα χρόνια ἔχεις ἐδῶ;

- Λέει, πέντε – ἔξι.

- Καί τί δουλειά κάνεις; Τί διακόνημα κάνεις;

- Φτιάχνουμε σφραγίδια.

Μέ τό διάλογο, ἀδειάζει τό καλάθι καί τό νερό φεύγει ἀπό κάτω ὁλόκληρο. Ἔπιασε ἀργολογία, ἄφησε τήν εὐχή. Πῆγε στό γέροντά του μέ ἄδειο τό καλάθι.

- Τί συμβαίνει παιδί μου; Γιατί μοῦ φέρνεις τό καλάθι ἄδειο;

- Γέροντα ἔτσι κι’ ἔτσι.

Ἄαα. Ἄφησες τήν εὐχή παιδί μου. Καί ἔπιασες διάλογο καί διάλογο μέ αὐτόν πού φαινόταν σάν καλόγερος ἀλλά δέν ἦταν καλόγερος, ἀλλά ἦταν ὁ διάβολος. Ἐάν δέν τοῦ μιλοῦσες, τό καλάθι θά ἦταν γεμᾶτο νερό. Τώρα ὅμως πού μίλησες καί ἄφησες τήν εὐχή, ἔφυγε τό νερό. Βλέπεις λοιπόν, ὅταν ἔλεγες καί ὅσο ἔλεγες τήν εὐχή τό καλάθι κρατοῦσε τό νερό. Ὅταν τή σταμάτησες καί ἄρχισες τήν ἀργολογία σου, ἔφυγε τό νερό. Ἡ προσευχή, τό κομποσχοίνι μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ πνευματική, διότι τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» εἶναι πνευματική ἐλεημοσύνη, νικᾶ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καμμιά ἁμαρτία δέν εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ (δηλ. τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά σβήσει κάθε δική μας ἁμαρτία). Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλο.

Πέμπτη, Μαΐου 19, 2016

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης: Ο Οικουμενισμός κυριαρχείται από ακάθαρτα πνεύματα




Στή συνέχεια, θά πῶ κάτι, τό ὁποῖο ἔχει νά κάνει μέ προσωπική κατάθεση. Συνδεόμουνα ἐπί δεκαετίες μέ τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τοῦ ὁποίου τό ἦθος καί τό φρόνημα εἶναι ἐγνωσμένα. Εἶναι ἐγνωσμένο, ἐπίσης, ὅτι εἶχε κι αὐτός «πνευματική τηλεόραση». 

Ὅσον ἀφορᾶ ἐμένα, πολλές φορές πήγαινα μέ τήν πρόθεση, νά θέσω κάποια ἐρωτήματα πολύ συγκεκριμένα, μέ μία ἀξιολογική σειρά, καί χρησιμοποιώντας τό δικό μου λεξιλόγιο. 
Καί ὅταν πήγαινα κοντά του, χωρίς νά τοῦ θέσω κἄν τήν ἐρώτηση, μοῦ ἀπαντοῦσε μέ αὐτήν τή διαδοχή τῶν ἐρωτημάτων πού εἶχα καί μέ τό λεξιλόγιό μου. Τό λέω, ὡς προσωπική πείρα. Δέν ἀποτελεῖ κάτι καινοφανές. Αὐτό συνέβαινε καί μέ πολλούς ἄλλους.

Κάποτε, λοιπόν, νεαρός τότε καθηγητής στή Θεολογική, μιλᾶμε τώρα πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, τοῦ εἶπα τό ἑξῆς. Ἐπειδή καί στή Θεολογική Σχολή, ἰδιαίτερα τῆςΘεσσαλονίκης, τό κλῖμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀνθεῖ, εἶχα κάποια ἔντονα προβλήματακαί ἐρωτήματα, ἐπειδή ἔβλεπα νά ἐκπροσωπεῖται ἀπό σεβαστούς, κατά τά ἄλλα,καθηγητές. Φυσικά, τόσο ἡ συνείδησή μου ὅσο καί οἱ γνώσεις μου ἀντιδροῦσαν μέν,ἤθελα ὅμως, πέρα ἀπό τήν ἐπιστημονική μου θέση, νά ἔχω καί τήν χαρισματικήἀπάντηση, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔκανα καί σέ πάρα πολλά ἄλλα θέματα.

Τόν ρώτησα, λοιπόν, ἐπί τοῦ συγκεκριμένου, μήπως μπορεῖ νά μοῦ πεῖ τί πρᾶγμα εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Μοῦ ἀπήντησε ἀπερίφραστα καί χωρίς καμμία δυσκολία: «Αὐτήν τήν ἐρώτηση, παιδί μου, μοῦ τήν ἔχει κάνει κι ἕνας ἀκόμη νωρίτερα ἀπό σένα. Ἐγώ, ἐδῶ πέρα ἐπάνω, βρίσκομαι σαράντα χρόνια στά βράχια. Ἔχω ξεχάσει καί τά ἑλληνικά μου»- σημειωτέον τελείωσε σχολαρχεῖο – «ἀλλά μ’ αὐτό τό θέμα δέν ἔχω ἀσχοληθεῖ. Γι’ αὐτό, ἐπειδή ἔπρεπε νά τό ἀπαντήσω, ἀφοῦ δέχτηκα ἐρώτημα καί δέν εἶχα καμμία γνώμη πάνω στό θέμα, πῆγα στό κελλί μου καί προσευχήθηκα καί ρώτησα τόν Χριστό νά μέ πληροφορήσει τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός.

Πῆρα τήν ἀπάντησή του, ἡ ὁποία εἶναι, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει πνεῦμα πονηρίας καί κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα». Καί τόν ρώτησα, πῶς ἀκριβῶς πιστοποιήθηκε αὐτό. Μοῦ ἀπάντησε, πώς «μετά τήν προσευχή γέμισε τό κελλί μου ἀπό ἀφόρητη δυσωδία, ἡ ὁποία μοῦ ἔφερνε ἀσφυξία στήν ψυχή, δέν μποροῦσα νά ἀναπνεύσω πνευματικά».

Τόν ρώτησα, ἄν αὐτό ἦταν ἕνα ἔκτακτο γεγονός γι’ αὐτόν ἤ ἄν ἔτσι τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός σέ ἀνάλογες περιπτώσεις, καί μέ βεβαίωσε, ὅτι «σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, πού εἶναι μπλεγμένες μέ μάγια, μέ ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση, στήν ὁποία μέ εἰσάγει. Μερικές φορές ὑπάρχει καί λεκτική ἀπάντηση, ἀλλά στήν προκειμένη περίπτωση, αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντηση καί ἔχω ἀπόλυτη τή βε­βαιότητα, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός δέν ἔχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἀκάθαρτο».

Αὐτό πού λέγω αὐτή τή στιγμή, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ἐνδεχομένως, ὅτι ἔχειχαρακτῆρα ἐντυπώσεων. Σᾶς πληροφορῶ, ὅτι χάρηκα πάρα πολύ, ἐπειδή αὐτό, πού εἶπε σέ μένα προσωπικά, τό εἶδα καταγραμμένο καί ἀπό τήν εὐλαβῆ συνοδεία του, πού δημοσίευσε ἕναν τιμητικό Τόμο γύρω ἀπό τό πρόσωπό του, τήν πνευματικότητά του καί τά λόγια του. Πιστοποιεῖται λοιπόν καί ἀπό ἐκεῖ, ἀλλά ἐγώ τό διεσταύρωσα καί μέ ἄλλους ἀξιόπιστους θεολόγους, οἱ ὁποῖοι συνέβη νά τό ἀκούσουνπροσωπικά. Δέν τό ἔχω πεῖ δημοσίᾳ μέχρι τώρα, ἀλλά τό ἔφεραν ἔτσι τά πράγματα, πού μέ ἀναγκάζουν νά τό πῶ.

 Βεβαίως, αὐτό ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στή στάση μου ἀπέναντι στόν Οἰκουμενισμό. Ἐγώ, βεβαίως, ὡς καθηγητής, ὡς ἐπιστήμων, ὀφείλω σέ κάθε περίπτωση νά τό ἀνακρίνω τό θέμα μέ ἐπιστημονικά κριτήρια καί νά τεκμηριώνω τήν ἄποψή μου ἐπιστημονικά καί αὐτό κάνω καί στά μαθήματά μου, βῆμα πρός βῆμα.

Ὅμως θεωρῶ πώς ἡ κατάθεση αὐτή εἶναι σημαντική, γιατί γίνεται μέ τρόπο χαρισματικό ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει κάτι γύρω ἀπό αὐτό τόπρόβλημα, δέν ἔχει διαβάσει, δέν ἔχει ἀκούσει, ἀλλά καταθέτει τήν ἄμεση πνευματικήἐμπειρία του. Νομίζω ὅτι μιλοῦν ἐδῶ τά ἴδια τά πράγματα.

* Ἀπό τό βιβλίο «“Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”. Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητας καί Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας», σελίδες 80, διαστ. 17×24 ἑκ., ἔκδοση «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν “Φώτης Κόντογλου”», Τρίκαλα, Μάρτιος 2016. Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ τήν ἀπομαγνητοφωνημένη μορφή τῆς τρίωρης ἐκπομπῆς – συνομιλίας τοῦ διευθυντοῦ τοῦ ραδιοφωνικοῦ σταθμοῦ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας κ. Λυκούργου Μαρκούδη μέ τόν καθηγητή κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη.

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΑΚΑΘΑΡΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ*
Μαρτυρία π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτη στόν καθηγητή κ. Δημ. Τσελεγγίδη

Περιοδικό Παρακαταθήκη -Μάρτιος – Απρίλιος 2016

Κυριακή, Μαΐου 08, 2016

Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2015

Πόση δύναμη ἔχει τό ἱερό Πετραχήλι !!!


Στον καιρό της Τουρκοκρατίας γύριζαν πολλοί παπάδες, αλλά ένας παπάς γύριζε και μάζευε ονόματα και τα μνημόνευε στη Λειτουργία.
Και είπε ο καϊμακάμης, ο Τούρκος αστυνομικός: «Βρε, αυτός εγείρει τον κόσμο σε επανάσταση».
Τον πιάνει και τον βάζει μέσα. Και στον ύπνο του φανερώνονται όλοι αυτοί που μνημόνευε και λένε: «Άκουσε, ή βγάζεις τον παπά έξω, διότι αυτός μας μνημονεύει και μας παρηγορεί, ή θα σου πάρουμε το πρώτο παιδί»...
Κι ο Τούρκος φοβήθηκε. Έπί Τουρκοκρατίας. «Άντε, παπά, πάνε στο καλό», λέει, «πάνε, εγώ θα χάσω το παιδί μου;»
Μεγάλη δύναμη έχει το πετραχήλι, παιδί μου, μεγάλη δύναμη. Όσο μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις.
Πηγή: Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου
 «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια Αγίου Όρους, Α’ έκδοση 2000.
 

Παρασκευή, Μαΐου 08, 2015

Γέροντας Εφραίμ: Οι θλίψεις γεννούν την ταπείνωση

Γέροντας Εφραίμ: Οι θλίψεις γεννούν την ταπείνωση
Εις τι θα μας ωφελήσει εμάς αν μάθουμε ότι η φωνή ήταν του Πατρός η ο Θεός μιλείδι᾿ αγγέλου για το ῾να και τ᾿ άλλο.
Εις τι θα μας ωφελήσει εις τον δρόμο της σωτηρίας μας, αν γνωρίζουμε αυτό; Εσύ μιλάς θεολογικά. Τι θα μας ωφελήσει; Τίποτε.
Θα σε προσβάλω. Άφησες το δρόμο της ταπεινώσεως και πιάνεις υψηλά επίπεδα θεολογικά. Όχι. Άφησε αυτόν το δρόμο κι ακολούθησε το δρόμο της καλογερικής. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Άφησε αυτόν τόδρόμο της ερεύνης, διότι...
Ήρθε κάποιος στο σπίτι και λέει: «Πάτερ, το σώμα που μεταλαμβάνομε είναι τόΣώμα του Χριστού, το είπανε λέει...» Λέω: «Πάτερ, δεν μπορούμε να θεολογήσουμε, διότι δεν είμαστε θεολόγοι. Μεταλαμβάνουμε Σώμα και Αίμα Χριστού. Περισσότερο δεν μπορούμε να πούμε, μήπως και πέσουμε σε κάνα δογματικό λάθος και θα τόβρούμε εμπόδιο μετά το θάνατό μας».
Τέτοια δεν μας ωφελούν, πάτερ. Άφησε αυτόν το δρόμο και πάρε το δρόμο τήςυπακοής και άφησε τα υψηλά επίπεδα.
* Αι θλίψεις γεννούν την ταπείνωση και η ταπείνωση έχει κατόπιν!! Συντρίβεται οάνθρωπος, συντρίβεται ο άνθρωπος μέσα του.
Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης - Λόγοι Διδαχής

Τρίτη, Μαΐου 05, 2015

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης: Εκεί που κάνεις μετάνοιες, εκεί είναι τα ποδάρια του Χριστού!



Υπάρχουν πολλά, τα οποία ο άνθρωπος τα συναντά εις τον βίο του, να πούμε

Πολλές φορές απορούσα, πως οι άγιοι Πατέρες, όταν προσηύχοντο, σήκωναν τα χέρια ψηλά; Δεν μπορούσα να το καταλάβω. 
Όταν ήρθε η σειρά, τότες το κατάλαβα.

Δεν μπορείς, πάτερ, να συγκρατήσεις τον εαυτό σου, όταν έρχεται αυτή η χάρις, να πούμε, δεν μπορείς. Αλλά ποτές, όμως, στη ζωή μου δεν σήκωσα κι εγώ τα χέρια ψηλά στον ουρανό. Ψυχικώς τα σήκωσα πολλές φορές. Ως υιός προς Πατέρα...Δεν μπορείς να συγκρατήσεις τον εαυτό σου. Όταν υπερεκχυλίσει η χάρις, τότες κι εσύ τα χάνεις. Όταν συσταλεί η χάρις, τότε σε πιάνει ρίγος. Πού προχώρησα! Πού προχώρησα!

Άλλη φορά μάζευα μύγδαλα στην περιοχή μας, να πούμε, και πέρασε ένα αεροπλάνο, επειδή το μέρος μας είναι μεταξύ δύο, ένα βουνό εδώ κι άλλο εκεί, κι είμαστε στη χαράδρα· και το έφερνε σαν μελωδία, να πούμε, σαν χορωδία. Ο βόμβος του αεροπλάνου, το ‘φερνε σαν μελωδία, σαν μουσική, να πούμε.
Έφυγε η ψυχή μου αμέσως, απότομα, έφυγε η ψυχή μου προς ύπάντησιν του Νυμφίου, όπως λέει., νομίζω, στον Απόστολο: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου, και ούτω πάντοτε μετά του Κυρίου εσόμεθα» (Α’ Θεσ. 4, 17). Έτσι τότες από την πείρα καταλαμβάνεις τι εννοεί ο Απόστολος. Όταν δεν το περάσεις, το καταλαμβάνεις εν μέρει, πλήρως δεν το καταλαμβάνεις. Το καταλαμβάνεις όταν τον περνάς αυτόν τον δρόμο, να πούμε. Και λέω, νά, γι’ αυτό λέει ο Απόστολος: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα».

Κάτι τέτοια δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αλλιώς είναι να τα σχεδιάζεις, να τα μελετάς, να τα γράφεις, και αλλιώς είναι μονάχα τους να έρχονται, να πούμε.

Έκανα μετάνοιες. Έρχεται ο λογισμός: Έκεί που κάνεις μετάνοιες, εκεί είναι τα ποδάρια του Χριστού». Πέφτω και φιλώ το έδαφος εκεί που πάτησε ο Χριστός, το φιλώ και το ασπάζομαι το έδαφος όπου πάτησε ο Χριστός. Μά, μονάχα τους έρχονται, δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αυτή είναι η χάρις, αδελφέ μου.
 

Το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Απριλίου 17, 2015

Μόνο τη νύχτα μπορεί ο άνθρωπος, εάν θέλει ο Θεός να τον χαριτώσει

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
            ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!

Μόνο τη νύχτα μπορεί ο άνθρωπος, εάν θέλει ο Θεός να τον χαριτώσει
Χθες, προχθές διαβάσαμε τον Εσπερινό της Μεταμορφώσεως. Εκεί που λέει ο Θεός στον προφήτη Ηλία ότι, μετά που έφυγε και περπάτησε σαράντα μέρες, το πρώτο λέει: «Φωτιά, συντριβών όρη και βουνά, και ουκ ην εκεί ο Θεός».
Έπειτα λέει: «Ως εν συσσεισμώ, και ουκ ην ο Θεός εν τω συσσεισμω», κι έπειτα «πύρ, και ουκ ην ο Θεός εν τώ πυρί», και «αύρα λεπτή, εκεί ην ο Θεός» (Γ’ Βασ. 19, 11-12).
Στην αύρα τη λεπτή, η οποία μόνο τη νύχτα μπορεί ο άνθρωπος, εάν θέλει ο Θεός να τον χαριτώσει.
Την ημέρα δύσκολα απολαμβάνει αυτό ο άνθρωπος.
Διότι την ημέρα έχει πολλούς λογισμούς μέσα. Τη νύχτα το απολαμβάνει.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια Αγίου Όρους, Α’ έκδοση 2000.

Τετάρτη, Απριλίου 01, 2015

Ὅταν ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης αἰσθάνθηκε στὴν προσευχὴ του δυσωδία γιὰ τὸν οἰκουμενισμό!

gerontas-efraim-katounakiotis
'
Συχνὰ ἔλεγε ὅτι ὁρισμένες βαριὲς ἁμαρτίες τὶς αἰσθανόταν σὰν δυσοσμία. «Ἡ ἁμαρτία ἔχει ἀποφορά».
Ἔτσι διηγεῖτο ὅτι ὁ γερο-Ἰωσὴφ ὁ ἡσυχαστὴς εἶχε αἰσθανθεῖ δυσωδία, ὅταν τὸν πλησίασε κάποιος δαρβινιστής,
καὶ μὲ τὴ συζήτηση ἀποδείχθηκε τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης ἀποροῦσε πῶς δὲν αἰσθάνεται ἀποφορὰ ἀπὸ κάποιον ποὺ δήλωνε βουδιστής. «Κάποια στιγμὴ ἐπίτηδες κάθισα δίπλα του. Πῶ! βρῶμα ποὺ αἰσθάνθηκα», ἔλεγε κάνοντας τὸν χειρότερο μορφασμό.
Ὅταν δὲ κάποιος ἐπίσκοπος τὸν ρώτησε μὲ κάποιον τρίτο γιὰ τὸν οἰκουμενισμό, ἔκανε προσευχή, γιὰ νὰ τὸν πληροφορήσει ὁ Θεός. «Μία δυσωδία μὲ γεύση ξυνή, ἁλμυρή, πικρή… Νά! αὐτὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα», ἔλεγε μὲ ἀποτροπιασμό.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης», ἔκδοση Ἱ. Ἡσυχαστηρίου
«Ἅγιος Ἐφραὶμ» Κατουνάκια Ἁγίου Ὅρους.
πηγή
το είδαμε εδώ

Τρίτη, Μαρτίου 10, 2015

Ἐπιστολὴ πρὸς ἑτοιμοθάνατο - Γέρων Ἐφραίμ Κατουνακιώτης


Ἡ ἐπιστολὴ ποὺ ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὴ συνοδεία τοῦ γέροντος στὴ βιογραφία του πoὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας τὸ 2000, καὶ ἀπευθύνεται σὲ ἑτοιμοθάνατο καρκινοπαθὴ μοναχό.




Κατουνάκια 4-2-1993

Ἐν Χριστῷ ἀγαπητὲ ἀδελφὲ π. Ἱερεμία

Μὲ πολλὴν ἀγάπη σὲ ἀσπάζομαι ἀδελφικὰ, εὐχόμενος ὅπως Κύριος ὁ Θεὸς ἐξαποστείλη τὸν Ἄγγελον Ἀὐτοῦ καὶ σοῦ χαρίση πνεῦμα ὑπομονῆς, πνεῦμα πίστεως καὶ ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν Θεόν.

Χθὲς ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ σήμερα πρωΐ ἔρχομαι νὰ σοῦ ἀπαντήσω. Πρὸ τριῶν μηνῶν κατέβηκα στὴν Ἀθήνα καὶ ἔκανα ἐγχείρηση καταρράκτου στὰ μάτια καὶ δὲν ἔχει ἀποκτασταθῆ ἀκόμα ἡ ὅρασίς μου καὶ δὲν βλέπω καλὰ, καὶ βάζω τὸν Ν. νὰ σοῦ γράψη ὅ,τι ὑπαγορεύω ἐγώ. Γενοῦ ἄξιος τῆς κλήσεώς σου τῆς «Θεοκλήτου». Μετὰ ἁγίων ἡ κλῆσις σου, μετὰ μαρτύρων ἡ μερίς σου.

Νὰ σοῦ πῶ καὶ τὴν ἀλήθεια, καὶ σὲ μακαρίζω καὶ σὲ ζηλεύω, ἀποβλέποντας τὸν καρπὸν αὐτῆς σου τῆς δοκιμασίας. Ἡ πολλὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐσένα ἐκεῖ σὲ ὁδήγησε, εἰς αὐτὸ τὸν Γολγοθά. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος πλέκει δύο ἐγκωμιαστικοὺς λόγους πρὸς τὸν πολύαθλο Ἰώβ. Δὲν τὸν ἐπαινεῖ εἰς τὸ πρότερόν του βίον, πρὸ τῆς δοκιμασίας ποὺ ἦτο θεοσεβὴς-φιλόξενος-ἀπεχόμενος παντὸς κακοῦ, ἀλλὰ τὸν ἐγκωμιάζει εἰς τὴν ὑπομονὴν ὅπου ἔκαμε εἰς αὐτὴ τὴν δοκιμασίαν ὅπου τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός.

Στὸν καιρὸ τῆς κατοχῆς ἕνας πατέρας πτωχός, παπουτσής, ἔκανε πολλὰ παπούτσια, καὶ τὰ ἔδινε στὴν κόρη του νὰ τὰ πουλήση στὰ γύρω χωριά. Τὸ κοριτσάκι μὲ διαφόρους καιροὺς καὶ ξυπόλυτο πήγαινε στὰ χωριὰ καὶ τὰ πωλοῦσε. Πότε πεινασμένο, πότε ξυπόλυτο, πότε ἡμέρα καὶ πότε νύκτα, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ κοριτσάκι νὰ χτικιάση (νὰ πάρη φυματίωσιν).

Προτοῦ νὰ πεθάνη πρόλαβαν καὶ τὸ ἔκαμαν καλογριούλα καὶ τὸ ὀνόμασαν Ἀνυσία μοναχή.

Ὅταν τῆς ἔκαμαν ἀνακομιδὴ, εὐωδίαζαν τὰ λείψανά της. Νὰ, λοιπόν, τί ἀποτέλεσμα ἔφερε ἡ ὑπομονὴ εἰς τὰς θλίψεις.

Στὸ χωριό μου μία ὅμοια ψυχή, Βασιλικὴ τὴν ὀνόμαζαν, ἐπειδὴ ἦταν γερὸ κοριτσάκι, τὴν ἔπαιρνε ὁ πατέρας της στὶς ἐξωτερικὲς δουλειὲς μαζί του. Ἀπὸ τὶς πολλὲς κακουχίες κλονίστηκε σοβαρὰ ἡ ὑγεία της καὶ στὸ τέλος ἀπέθανε. Ἕνας γείτονάς της, πολὺ εὐλαβὴς ἄνθρωπος, προσευχόμενος μία φορὰ εἶδε πέντε ἕξι ἀγγέλους καὶ ὑμνολογοῦσαν τὸν Θεόν. Καὶ μέσα στὴ μέση ἦταν καὶ αὐτὴ ἡ ψυχή. Νά, λοιπὸν, ἡ ὑπομονὴ τί τὴν ἀξίωσε.

Καὶ ὁ Γέροντάς μας, ὁ παππούς σας, ὁ γέροντας Ἰωσήφ, μᾶς ἔλεγε συχνὰ ὅτι ὅλος ὁ βίος του ἕνα μαρτύριο ἦταν καὶ νὰ τί τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ εὐωδιάσουν τὰ λείψανά του.

Σοῦ εὐχόμεθα δι’ εὐχῶν τοῦ ἁγίου Γέροντός μας καὶ σ΄ ἐσένα «τὰ ἴδια».

 

Μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη

παπα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2015

Ἀπὸ τὶς Διδαχὲς τοῦ Γέροντα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη.



 




Διάλογος ἑνός ὑποτακτικοῦ μέ τόν γέροντά του, (τοῦ πατέρα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη):

- Γέροντα, λέω τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἀλλά δέν καταλαβαίνω τίποτα.

- Δέν καταλαβαίνεις ἐσύ πού τή λές τήν εὐχή, ἀλλά καταλαβαίνει ὁ διάβολος καί καίγεται, καί φεύγει.
Ἔ, καλά παιδί μου, θέλεις νά δεῖς θαῦμα, ἀπό τήν εὐχή, ἀπ’ τήν προσευχή;

- Καί βεβαίως θέλω!

- Καλά, τοῦ λέει, θά προσευχηθῶ στόν Θεό νά σοῦ δείξει ἕνα θαῦμα νά καταλάβεις πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχή. Αὐτό τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» πού στήν ὁποίαν εὐχή ἀναφέρονται ὅλα τά πατερικά μας βιβλία∙ καί εἰδικότερα βέβαια ἡ Φιλοκαλία.
Ἔκανε προσευχή ὁ γέροντας, ἔκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο μέ λίγο νερό.

- Ἔλα δῶ παιδί μου τώρα,
τοῦ λέει, ὕστερα ἀπό τίς τρεῖς ἡμέρες, τοῦ ἔδωσε ἕνα καλάθι – ξέρετε τί ἦταν τά καλάθια;- καί

- Πήγαινε νά τό γεμίσεις νερό.

- Γέροντα, λέει, με συγχωρεῖς, τά μυαλά τά ἔχω, τό λογικό τό ἔχω, πῶς θά γεμίσει αὐτό νερό; Γεμίζει τό καλάθι νερό; Βρέχεται, ναί, ἀλλά νά γεμίσει νερό;

- Καλά, παιδί μου, τοῦ λέει, δέν ἤθελες νά δεῖς ἕνα θαῦμα;

Λέει:
- Μάλιστα.

- Ἔ, καί νά δεῖς τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή; Τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» τί δύναμη ἔχει; Γιατί τήν παντοδυναμία τῆς εὐχῆς τήν παίρνει ἀπ’ τόν παντοδύναμο Θεό, διότι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι καί σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι καί Θεός ἀληθινός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ. Δέ θέλεις νά τή δεῖς;

- Πῶς, πῶς, πῶς!

- Ἔ, κάνε αὐτό πού λέω, ἀλλά θά λές τήν εὐχή, ὅλο τήν εὐχή. Θά πᾶς καί θἄρθεις χωρίς νά τήν διακόψεις καθόλου. Θά λές συνέχεια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».

- Νἄ’ναι εὐλογημένο.
Πάει λοιπόν στό δρόμο, περπατάει νά πάει μέχρι τήν, ἐκεῖ πού ἦταν τό νερό,

- «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰσηοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Καί βάζει τό καλάθι στη βρύση καί κάτω. Τό νερό γεμίζει τό καλάθι! Καί τό καλάθι δέν τρέχει! Δέν βγάζει οὔτε ἀπό τά πλάγια, οὔτε ἀπό κάτω σταγόνα νερό. Συνέχεια ὅμως, δέν διακόπτει τήν εὐχή καί τή λέει.

- «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».

Ἐννοεῖται βέβαια ὅτι ὁ γέροντας, στό κελάκι του προσηύχετο γιά νά δείξει ὁ Θεός θαῦμα στόν ὑποτακτικό του. Τό γέμισε τό καλάθι. Μόλις τό εἶδε, τρέχει λοιπόν, νά τό δείξει στόν γέροντά του. Νά τοῦ πεῖ δηλαδή ὅτι «Γέροντα, τό καλάθι γέμισε νερό, καί δέν τρέχει».
Στόν δρόμο λοιπόν πηγαίνοντας αὐτά τά πενήντα μέτρα, φανερώνεται ὁ διάβολος, ἀλλά μέ ἀνθρώπινη μορφή. Σάν καλόγεροι, σάν καλόγερος.
Τοῦ λέει:
- Καλόγερε, τοῦ λέει, ποῦ πᾶς;

- Πάω στό γέροντά μου.

- Πῶς σέ λένε;

- Γεώργιο.

- Πόσα χρόνια ἔχεις ἐδῶ;

- Λέει, πέντε – ἔξι.

- Καί τί δουλειά κάνεις; Τί διακόνημα κάνεις;

- Φτιάχνουμε σφραγίδια.

Μέ τό διάλογο, ἀδειάζει τό καλάθι καί τό νερό φεύγει ἀπό κάτω ὁλόκληρο. Ἔπιασε ἀργολογία, ἄφησε τήν εὐχή. Πῆγε στό γέροντά του μέ ἄδειο τό καλάθι.

- Τί συμβαίνει παιδί μου; Γιατί μοῦ φέρνεις τό καλάθι ἄδειο;

- Γέροντα ἔτσι κι’ ἔτσι.

Ἄαα. Ἄφησες τήν εὐχή παιδί μου. Καί ἔπιασες διάλογο καί διάλογο μέ αὐτόν πού φαινόταν σάν καλόγερος ἀλλά δέν ἦταν καλόγερος, ἀλλά ἦταν ὁ διάβολος. Ἐάν δέν τοῦ μιλοῦσες, τό καλάθι θά ἦταν γεμᾶτο νερό. Τώρα ὅμως πού μίλησες καί ἄφησες τήν εὐχή, ἔφυγε τό νερό. Βλέπεις λοιπόν, ὅταν ἔλεγες καί ὅσο ἔλεγες τήν εὐχή τό καλάθι κρατοῦσε τό νερό. Ὅταν τή σταμάτησες καί ἄρχισες τήν ἀργολογία σου, ἔφυγε τό νερό. Ἡ προσευχή, τό κομποσχοίνι μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ πνευματική, διότι τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» εἶναι πνευματική ἐλεημοσύνη, νικᾶ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καμμιά ἁμαρτία δέν εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ (δηλ. τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά σβήσει κάθε δική μας ἁμαρτία). Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλο.
πηγή

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 17, 2014

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης: Να αρχίζεις και να τελειώνεις με το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".




– Έχετε ένα πρόβλημα; “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
– Έχετε έναν πειρασμό με τον άλλον, με τον γείτονα σας, με τους φίλους σας κ.ο.κ. “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Η ευχή θα σας δώσει τη λύση του προβλήματος σας λύσιν του αδιεξόδου όπου ευρίσκεστε. Το κομποσκοινάκι λοιπόν “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.

Όλοι οι Άγιοι Πατέρες φωνάζουν την πρώτη θέση στη ζωή του κάθε χριστιανού την κατέχει η προσευχή. Θέλεις να κάνεις κατάσταση; Προσεύχου.Θέλεις να σωθείς; Προσεύχου. ‘Όλες οι προσευχές καλές και άγιες είναι, αλλά η νοερά προσευχή, είναι η βασίλισσα αυτών.“Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Απ’ αυτήν τη μικρούλα αλλά παντοδύναμη προσευχή, ξεκίνησαν οι Άγιοι Πατέρες και έγιναν φωστήρες της εκκλησίας. Λέγε συνεχώς όσο μπορείς περισσότερες φορές την ημέρα και τη νύχτα αυτή την ευχούλα και αυτή θα σε διδάξει αυτά που θέλεις, αυτά που δεν γνωρίζεις. Βιάσου σ’ αυτήν την ευχούλα”.
πηγή

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 14, 2014

Σε κατηγορώ, γιατί δεν εξομολογείσαι.

Δεν σε κατηγορώ ότι έκανες αμαρτίες πολλές και σοβαρές, όχι, άνθρωπος είσαι.

Σε κατηγορώ, γιατί δεν εξομολογείσαι.
 

Αυτό σε κατηγορώ.
 

Έπεσες; Στον πνευματικό.
 

Έπεσες; Στον πνευματικό, όλα στον πνευματικό.
Και η όσια Μαρία, πρώτα εξομολογήθηκε.

Πηγή:
 Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, Έκδοση .                                                                                                                            Ι.  Hσυχαστηρίου Hσυχαστηρίου                                                                               «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια Αγίου Όρους, Α’ έκδοση 2000.

Παρασκευή, Ιουλίου 25, 2014

H αγράμματη γιαγιά που έφθασε στη θέωση!

efraim-katounakiotis

“Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση τού πατέρα για το Όρος ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή» είχε κοιμηθεί και ή μητέρα τού Γέροντα [ Εφραίμ του Κατουνακιώτη ] Αυτή ή υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ τού θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία -παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι’ αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.
Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχή, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ό γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; ‘Η κυρία σας, τα παιδάκια σας Είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή ή γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί «αντί να της δώσου­με θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορεί εμάς». Τον γιο της τον μικρό» τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί. το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγο του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ό αξιωματικός. Απορούσε ή κοπέλα, αν μία πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.
Ό Γέροντας, Όταν έμαθε ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδελφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε. Διηγείται ή κόρη της: «Όταν ή μητέρα μας έγινε μεγαλό­σχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ήμερες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ήμερα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθισα κοντά της όλη εκείνη τη νύχτα. Το πρόσωπο της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! “Τι λέγεις, μητέρα;” τη ρωτούσα, “τι βλέπεις;” “Τι να σου πω, παιδί μου, τι Όμορφα! Τι έβλεπα! Άλλα που βρίσκομαι;” Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.
-Μετά μία εβδομάδα πού ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ό θάνατος της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε ή μοναχή πού την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοί­μαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδιά! Λέω τότε στη μοναχή: “Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώμα­τα;” “Όχι, κυρία Ελένη”, άπαντα, “δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό πού ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα πού την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι’ αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητας. Είναι σημάδι ότι σώθηκε ή μητέρα σας”. Μείναμε κατάπληκτοι!
-Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκει­ται περί άγιας ψυχής! Σαν ίδρωτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, πού ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε), επί μιαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε ή μητέρα μας παρά ό επιτάφιος».
Και ό ίδιος ό Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε, αφού έπεσα, τρόπον τινά, σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, που έφθασε! Όταν προσευχόμουν γι’ αυτήν, έπαιρνα* δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.
-Είδα σαν μια θεωρία, να πούμε. Πήγαινε ή μητέρα μου στον Χριστό: “Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία”. Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.
-Πολλές φορές έβλεπα Ότι ή μητέρα μου είναι ό γέρο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο…
-Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατο της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: ή μητέρα μας έφθασε σε υψηλά πνευματικά μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ό γέρο-Ιωσήφ μητέρα μου, και ή μητέρα μου γέρο-Ιωσήφ ήτανε.
-Ή μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα, μονάχη της έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γέρο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλή υπομονή πού έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές, άλλα για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό».”
Aπό το βιβλίο: «Γεροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης»,
Εκδ . Ι . Ησυχαστηρίου «Αγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Ορος. H φωτογραφία είναι απο το μικρο και λιτότατο κελλακι του γεροντα,εκεί οπου δεχοταν τις επισκέψεις της Χάριτος κατά τις πολύωρες προσευχές του .ο παπα Εφραιμ ειναι καθισμενος στο ασκητικό κρεββατι του.

Τρίτη, Ιουλίου 08, 2014

«ΜΕ ΤΟ “ΕΧΩ ΓΕΡΟΝΤΑ” ΑΦΑΝΤΟΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ» - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ


Ξέρετε τι θα πει Γέροντας; Μόνο ο διάβολος ξέρει τι θα πει Γέροντας. Ο κατά σάρκα αδερφός αλλά και υποτακτικός του γερο-Ιωσήφ, ο πάτερ Αθανάσιος, είχε την Κοίμηση στη Νέα Σκήτη. Εκεί το Γεροντάκι που ζούσε πριν, εγώ το πρόλαβα, αλλά αυτό το ιστορικό που θα σας πω τώρα δεν το πρόλαβα, αλλά το άκουσα· το Γεροντάκι το πρόλαβα. Είχε έναν υποτακτικό. Ο υποτακτικός, ε, κρίσις Θεού, ήρθε στο τέλος να πεθάνει. Την προηγούμενη ημέρα, την παραμονή προτού να πεθάνει, πήγαν οι δαίμονες και του λένε: «Είσαι δικός μας, τώρα θα σε πάρουμε στην κόλαση γιατί έτσι κι έτσι...», τα
συνηθισμένα των διαβόλων. Το παιδί ταράχθηκε. Μπήκε μέσα ο Γέροντας:
- Παιδί μου, γιατί είσαι ταραγμένος; λέει.
- Γέροντα, Γέροντα, θα κολασθώ, ήρθαν οι δαίμονες να με πάρουν, μου είπαν ότι αύριο στις τρεις η ώρα θά' ρθουμε να σε πάρουμε.
- Αχ, παιδάκι μου, λέει, εσύ είσαι υποτακτικός, όταν έρθουν οι δαίμονες να τους πεις: «Εγώ έχω Γέροντα».
- Νά' ναι ευλογημένο.
Τέλειωσε, τον ειρήνευσε τον υποτακτικό! την άλλη μέρα παν οι δαίμονες κατά τη συνήθειά τους, βγάλε τη γλώσσα, τράβα από 'δω... «Τι ερχόσαστε σε μένα», λέει, «εγώ είμαι υποτακτικός, έχω Γέροντα». Με το «έχω Γέροντα» άφαντοι όλοι οι δαίμονες! Αυτός είναι ο Γέροντας.

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ, εκδ. Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ «ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ», ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΑ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, 2000. 

Αν θες να γλιτώσεις, φύγε... αν θέλεις να αγιάσεις, μείνε!

Αν θες να γλιτώσεις, φύγε... αν θέλεις να αγιάσεις, μείνε!
Το 1933 ο περίφημος γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης σε ηλικία 21 ετών πήρε την μεγάλη απόφαση της ζωής του να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει μοναχός στο άγιο Όρος.

Έχοντας σαν οδηγό του την ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη του στο Θεό έφτασε σε μια από τις πιο απομακρυσμένες και απαράκλητες περιοχές του Άθωνα, τα Καυσοκαλύβια. Εκεί η πρόνοια του Θεού τον οδήγησε στο ασκητικό Ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Εκεί ζούσανε τρεις γέροντες, πολύ αυστηροί και τραχείς, κατά γενική ομολογία.
Έζησε κοντά τους με πολύ υπακοή, ταπείνωση και... υπομονή. Και τονίζουμε την υπομονή διότι οι γέροντες του (τους οποίους όλους γηροκόμησε και φρόντισε μέχρι την τελευταία τους πνοή), ήταν πάρα πολύ αυστηροί μαζί του. Του συμπεριφέρονταν απάνθρωπα. Το όνομά του δεν το άκουσε ποτέ να το λένε, παρά τον αποκαλούσαν πάντα με τα χειρότερα λόγια και πολλές φορές έφταναν και να τον χτυπούν.
Μια μέρα σαν άνθρωπος λύγισε και αγανακτισμένος πήρε την απόφαση να φύγει. Διστάζοντας όμως να εμπιστευτεί τον λογισμό του, σκέφτηκε να πάει πρώτα να τον εξομολογηθεί σε έναν πνευματικό στην Ιερά Μονή της Σιμωνόπετρας.
Με ειλικρίνεια εξέθεσε στον πνευματικό του όλη την αλήθεια και περιέγραψε τα γεγονότα. Αφού λοιπόν εξέθεσε όλα του δεινά που υφίστατο κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους στο τέλος είπε: "Πάτερ δώσ' μου ευλογία να φύγω να γλιτώσω...". Ο διακριτικός πνευματικός αφού σκέφτηκε για λίγο του απάντησε: "Πάτερ Εφραίμ, αν θες να γλιτώσεις, φύγε, αν θέλεις να αγιάσεις μείνε... σκέψου και αποφάσισε". Ο Γέροντας Εφραίμ σκέφτηκε... και έμεινε....
Πέρασαν έτσι 45 ολόκληρα χρόνια. Ο τελευταίος από τους γέροντές του ο π. Νικηφόρος, ήταν ο χειρότερος απ' όλους... Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αρρώστησε και έγινε ακόμα πιο δύστροπος και επιθετικός. Ο π. Εφραίμ, πιστός στην απόφασή του -γιατί αυτή είναι η λεβεντιά στη ζωή, να έχεις το θάρρος να την αντιμετωπίζεις και να σηκώνεις τον Σταυρό που σου οικονόμησε για τη σωτηρία σου η πρόνοια του Θεού- υπέμενε τα πάντα σαν νέος Ιώβ.
Το 1973 όταν κατάκοιτος πια ο γέροντας Νικηφόρος ψυχορραγούσε, ο π. Εφραίμ νύχτα και ημέρα καθόταν στο προσκέφαλό του και τον υπηρετούσε, ενώ συνέχισε να δέχεται "βροχή" τις ύβρεις και τις ταπεινώσεις.
Λίγο πριν το τέλος ο π.Νικηφόρος του είπε: "Σήκωσέ με. Σκύψε να σου πω..." Ο π.Εφραίμ πέρασε το χέρι του πίσω από την πλάτη του κατάκοιτου γέροντά του και έσκυψε το κεφάλι. Ξαφνικά το πρόσωπο του π. Νικηφόρου αλλοιώθηκε, έχασε την τραχύτητά του και πήρε την πιο ιλαρή έκφραση που μπορούσε να έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Με όση δύναμη μπορούσε να επιστρατεύσει ο γέροντας άρπαξε το χέρι του π. Εφραίμ και του είπε: "Παιδί μου, εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγγελος... ευλόγησον..." του φίλησε το χέρι και ξεψύχησε στην αγκαλιά του...
Ανάμνηση του π. Διονυσίου Ανθόπουλου,
από διήγηση του γέροντος Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου,
στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά.
Δέσποινα Σεμερτζίδου

πηγη  το είδαμε εδώ

Κυριακή, Ιουλίου 06, 2014

Η νοσταλγία του γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτου



Ήμουν υποτακτικός σε τόσους Γεροντάδες, και τώρα στα τελευταία έτη της ζωής μου με έκανε ο Θεός Γέροντα!
Νοσταλγώ όμως την γλυκειά ζωή της υπακοής παρά τους πόδας του Γέροντός μου Ιωσήφ του Ησυχαστού, διότι τότε, όταν λειτουργούσα στα μικρά εκκλησάκια, λειτουργούσα κυριολεκτικά με τους άγιους Αγγέλους και δροσοβόλος νεφέλη του ακτίστου Φωτός καταύγαζε τον αμαρτωλό νου μου. Δια τούτο είπαν οι Πατέρες·"Ο Χριστός είναι ο πρώτος και τέλειος υποτακτικός".

Πέμπτη, Μαρτίου 20, 2014

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ - ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ "ΥΠΑΚΟΗ"





Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης

ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ

Υπακοή




Κάποια καλογριούλα μου έγραψε, λέει: Γέροντα, ακούμε ότι θά 'ρθουν οι Τούρκοι και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.

-Α! άκουσε, παιδάκι μου, της λέω. Δεν έχεις υποκοή. Διότι αν είχες υπακοή, τότε: «Τι με νοιάζει εμένα; Ό,τι μου πει η Γερόντισσα· ό,τι μου πει η Γερόντισσα. Δεν είναι Γερόντισσα η Μ.; Ε, ό,τι πει η Μ., εμένα δεν με νοιάζει». Αυτή είναι υπακοή. Αλλά για να φοβάσαι, έχεις θέλημα μέσα σου, έχεις θέλημα μέσα σου, έχεις θέλημα.

Ξερετε πολύ καλά ότι ο Γέροντάς μας (Ιωσήφ) ήταν των άκρων ησυχαστής και της νοεράς προσευχής. Και όμως δεν μας παρέδωσε ως πρώτο την ησυχία ή την νοερά προσευχή,αλλά μας παρέδωσε την υπακοή το κοινόβιο!

Και τα βιβλία των αγίων Πατέρων αν παρακολουθήσετε, θα δείτε ότι πολλοί με ευκολία, με πολλήν άνεση αγίασαν, αγιάσθησαν οι ψυχές των, δίχως να κάνουν κόπους, δίχως να κάνουν θυσίες, δίχως να κάνουν ασκητικούς αγώνας, αλλά τι; Εδιάλεξαν την υπακοή.

Η υπακοή φέρει τον άνθρωπο όχι μόνο σε απάθεια σωματική, αλλά και πνευματική.

Βολιδοσκοπήσατε από που ξεκινάει η υπακοή. Από την Τριαδική Θεότητα. Ο Χριστός λέει ότι « ήρθα να κάνω όχι το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Λουκ. 22,42). Από εκεί αρχίζει η υπακοή. Γι' αυτό και όποιος κάνει υπακοή, γίνεται μιμητής του Χριστού!

Βεβαιώθηκα με πείρα ότι η υπακοή είναι ανωτέρα της προσευχής.

Θέλεις ν' αποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, όταν λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ», να τρέχουν τα δάκρυα ποτάμι από τα μάτια σου; Θέλεις να ζήσεις τη ζωή των αγγέλων; «Ευλόγησον», «νά 'ναι ευλογημένο». Υπακοή.

Ο μεγάλος αγώνας του ανθρώπου είναι να μην πιστεύει τον λογισμό του. Ε, ο Γέροντας τώρα λείπει, ρώτησε τον αδερφό σου κι ό,τι σου πει ν' ακούσεις. Δεν είναι μικρός αγώνας να ρίξεις τον εαυτό σου κάτω, δεν είναι μικρός αγώνας. Μα αλλιώς δεν γίνεται, αλλιώς δεν γίνεται. Αν θέλεις ν' ακολουθήσεις τον καλογερικό νόμο, εκεί θα πατήσεις.



Ερώτησαν κάτι καλογριούλες και τον πάτερ-Γεράσιμο, τον Υμνογράφο.

-Πάτερ-Γεράσιμε, τι θα πει τυφλή υπακοή;

-Να σας πω, λέει. Είπε η Ηγουμένη· φέρε Ευπραξία, ένα ποτήρι νερό. Τό'φερες. Χύσ'το. Τό'χυσες. Βρε παλαβή, γιατί τό 'χυσες το νερό; Ευλόγησον. Να μη δικαιολογηθείς· μα καλά, εσύ δεν μου πες να το χύσω το νερό; Όχι έτσι, λέει. Ευλόγησον, αυτή είναι η τυφλή υπακοή.

Αν δεν κάνεις τυφλή υπακοή, δεν ανεβαίνεις απάνω σε πνευματικές σκάλες. Είδες αυτό το Γεροντάκι πώς είπε; Αυτή είναι η τυφλή υπακοή, να μη δικαιολογείς τον εαυτό σου. Όχι μόνο στο Γέροντα, και στον αδερφό σου. Και στον αδερφό σου να μη δικαιολογείς τον εαυτό σου, αλλά πάντοτε να τον έχεις τον εαυτό σου κάτω από όλους.

Αυτός ο οποίος κάνει υπακοή στον Γέροντά του, μιμείται τον Χριστό, ο Οποίος έκανε Υπακοή στον Πατέρα Του. Και υποχρεούται κατά συνέχειαν ο Θεός να ευλογήσει εκείνον, ο οποίος τον μιμείται.


Αν ζητάτε ένα πράγμα από τον Γέροντα, προδιαθέσατε τον λογισμό σας· εάν μεν σας ακούσει, «νά'ναι ευλογημένο», εάν δεν σας ακούσει, πάλι «νά'ναι ευλογημένο. Μην προδιαθέτετε τον λογισμό σας ότι θα σας ακούσει ο Γέροντας και αν κατόπιν δεν σας ακούσει, και θα σκουντουφλιάσετε.

Πολλές φορές κι εμείς, να πούμε, ως Γέροντες μπορεί να κάνουμε κι ένα λάθος. Έσύ όμως που θα κάνεις υπακοή, θα σου βγεί σε καλό, δεν θα σου βγει σε κακό! Ποτές η υπακοή δεν βγαίνει σε κακό, διότι είναι μίμησις Χριστού.

Έκανες υπακοή, θα πας στον παράδεισο, δεν έκανες υπακοή, δεν πάει να κάνεις νοερά προσευχή, δεν πάει να μεταλαμβάνεις, δεν πάει να λειτουργάς, προορίζεσαι για την κόλαση. Να και ο Αδάμ, να και ο Προφήτης Ελισσαίος, να και ο Γιεζή, όλα αυτά τα παραδείγματα βεβαιώνουν ότι περισσότερο ο Θεός αναπαύεται στην υπακοή παρά στις άλλες αρετές, να πούμε. Και οι άλλες αρετές συνδράμουν· όπως ενεργεί η υπακοή δεν ενεργούν οι άλλες αρετές. Γι' αυτό περισσότερο επιμεληθείτε την υπακοή.

Να σας πω, σ' αυτό το πράγμα, σε μας εξαρτάται αν αυτό το φως που έχουμε μέσα μας, τη χάρη δηλαδή, μπορεί να την αυξήσουμε, μπορεί να την ελαττώσουμε. Αν είναι τώρα πέντε βαθμών, αύριο μπορούμε να την κάνουμε δέκα, τριάντα, πενήντα, εκατό. Από μας εξαρτάται, αν είναι τώρα δέκα βαθμούς, να την κάνουμε οχτώ, πέντε, τρία, ένα, από μας εξαρτάται. Και αυτό είναι από την αυταπάρνηση, από την πεποίθηση, την ευλάβεια, τον σεβασμό που θά'χουμε στον Γέροντα. Από την υπακοή που θά'χουμε στον Γέροντα αυτό το φως αυξάνει. Και όχι μόνο στον Γέροντα, αλλά και μεταξύ μας νά'χουμε υπακοή.

Μακάριος εκείνος ο αδερφός ο οποίος, προτού να τελειώσει το λόγο ή ο Γέροντας ή ο παραδερφός του, «νά'ναι ευλογημένο». Σε είπεν ένας αδερφός: «Έλα, πάτερ, να με βοηθήσεις εδώ», «νά'ναι ευλογημένο». Ακολούθησε αυτόν το δρόμο, να δεις τι θα αισθανθείς μέσα. Τι ειρήνη, τι γαλήνη θα αισθανθείς! Ενώ, «περίμενε πέντε λεφτά κι έρχομαι»...

Να σας πω μια περίπτωση που μου συνέβη εμένανε, όταν ο άνθρωπος, να πούμε, στηρίζεται στον λογισμό του, στην κρίση του, και δεν πάει να ρωτήσει έναν άλλονε.

Στα Καρούλια βρισκόταν κάποιος αδερφός και μου λέει: «Παπα-Εφραίμ, είμαι άρρωστος και έλα να με κοινωνήσεις». «Νάρθω να σε κοινωνήσω. Την τάδε μέρα μετά απ' τη Λειτουργία».

Έχω ένα κουτάκι μικρό σαν τον καφέ αυτό, έτσι ερμητικώς κλείνει αυτό. Σαν τον σταυρό, το βάζω εδώ στον κόρφο μου και πηγαίνω κάτω και κοινωνώ, όποιος έχει ανάγκη. Όταν μελίζει ο παπάς τις μερίδες, παίρνει μια μικρή μερίδα σαν μία φακή και βάζει στην αγία λαβίδα μέσα στο άγιο Αίμα και τη βάφει έτσι. Κι' είναι βαμμένη· Σώμα και Αίμα· και πηγαίνεις κατόπιν και μεταλαμβάνεις τον αδερφό, όποιος σε ζητήσει.

Λειτούργησα. Όταν τελείωσα, να πούμε, μετάλαβα εγώ, ξέχασα να βγάλω μια μερίδα από το άγιο δισκάριο να βάλω μέσα στο Αρτοφόριο και να τη βάψω. Ξέχασα. Ε, άνθρωπος είμαι κι εγώ, ξεχνάω. «Αδερφέ μου, να κάνεις λιγάκι υπομονή, γιατί ξέχασα». «Καλά».

Τον ειδοποιώ πάλι ότι την τάδε μέρα πάλι θα λειτουργήσω, αλλά θά'μαι στα Καρούλια κάτω· θα λειτουργήσω, και 'κει θά'ρθω να σε μεταλάβω. Λέει: «Πάρε πάντως το Αρτοφόριο. Εάν με δεις εκεί στην εκκλησία, θα κοινωνήσω. Αν δεν με δεις, τότες δεν μπορώ, είμαι άρρωστος και νάρθεις να με κοινωνήσεις στο σπίτι μου». «Νάναι ευλογημένο».

Παπα-Εφραίμ, άνοιξε τα μυαλά σου, γιατί τάχεις κι εσύ λίγα τώρα. Λοιπόν, εκεί στο αντιμήνσιο βάζω το Αρτοφόριο -το κουτάκι που θα βάλω την μερίδα- να το βλέπω εκεί. Τελειώνω, αυτό εκεί, καταλύω. Βρε, να πάρει η ευχή, να πάρει. Πάλι ξέχασα! Βρε τι είναι αυτό; Τι είναι αυτό το κακό που με βρήκε; «Αδερφέ μου, ζητώ συγγνώμη, πάλι ξέχασα. Θα πάω πάνω να λειτουργήσω και θάρθω πάλι στα Καρούλια να σε κοινωνήσω. Να κανονίσω τον εαυτό μου κάνοντας τον κόπο να κατέβω πάλι, γιατί τάχασα εγώ τα μυαλά μου». «Καλά».

Πάω λοιπόν, το βάζω το Αρτοφόριο απάνω στο αντιμήνσιο να το βλέπω. Το βλέπω το Αρτοφόριο, βάζω εκεί, το καταλύω, το αυτό, τίποτε. Μνήσθητί μου, Κύριε, τι είναι αυτό με μένα! Τι είναι αυτό με μένα τώρα; λέω. Τι να πω! Νά'ναι ευλογημένο, λέω. Κατεβάζω λοιπόν το Αρτοφόριο, που έχομε ξερές μερίδες· τις έχουμε αποξηράνει, τις έχουμε κάνει παξιμάδι τη Μεγάλη Πέμπτη· κατεβάζω κάτω λοιπόν, απλώνω το αντιμήνσιο και ανοίγω το κουτάκι και βάζω τη λαβίδα από κάτω, για να πάρω μια μερίδα. Τη βάζω τη λαβίδα από κάτω, δεν σηκώνεται ο άγιος Άρτος! Πιέζω! Δεν σηκώνεται! Μα τι γίνεται; Πετάγεται ο άγιος Άρτος, ευτυχώς που έπεσε απάνω στο αντιμήνσιο. Ει δε, θα έπεφτε κάτω. Φοβήθηκα, τρόμαξα. Βρε, λέω, μήπως είναι οι μερίδες, έχουν κολλήσει στη μούσα; (Μούσα λέγεται ένα θαλασσινό σφουγγάρι, που τόχουν πατήσει και γίνεται στρογγυλό, έτσι πέτρα, πέτρα γίνεται, και βάζομε απάνω εκεί τις μερίδες· γιατί όπου να τις βάλεις, τραβάει υγρασία). Πάω εκεί στις μερίδες, α, οι μερίδες κουνιόντουσαν! Α! Έχει κώλυμα ο αδερφός! Γι' αυτό ξεχνάω εγώ ο λειτουργός, διότι έχει κώλυμα. Καλά. Παίρνω το αρτοφόριο, κατεβαίνω κάτω. Τον κοινώνησα. Λέω:

-Γέροντα, θέλω να σου πω έναν λογισμό, και ως αδερφός και περισσότερο ως πνευματικός.

-Τι θέλεις να μου πείς;

-Να κάνεις μία γενική εξομολόγηση.

-Έχω κάνει τρεις, λέει απότομα.

-Άκουσε, αδερφέ μου, μήπως και ξέχασες.

-Όχι, λέει, δεν έχω, έχω κάνει τρεις.

Α! Δεν το σήκωσα πλέον αυτό. Ο τρόπος του, η συμπεριφορά του, δεν το σήκωσα. Να μιλάει έτσι! Εγώ να θυσιάζομαι και να σου λέω έναν πνευματικό λόγο...Άνθρωπος είσαι, πάτερ, ένα μικρό, όπως και πάνω εκεί, που πήγε ο πάτερ-Παΐσιος, ήταν ένας βλάχος και ήρθε η ώρα του να πεθάνει αυτός ο βλάχος και δεν παρέδιδε ψυχή, μόνον έβλεπε το διάβολο. Αυτός που τον υπηρετούσε, του λέει:

-Βλέπεις τον διάβολο;

-Ναι. ο διάβολος.

- Α, πάτερ, λέει, έχεις αμαρτία αξομολόγητη, Ρώτησε τον διάβολο τι αμαρτία έχεις.

Ρώτησε.

-Δεν θα παραδώσεις ψυχή.

-Γιατί, βρε διάβολε, δεν θα παραδώσω ψυχή;

-Γιατί έχεις αμαρτία αξομολόγητη.

-Ποια αμαρτία;

Δεν μπορεί να την πει.

-Α, η Μαρία, λέει, με βιάζει. (Τά'βαλε με την Παναγία, Μαρία τη λένε οι διαβόλοι). Δεν μπορώ λέει...

Στο τέλος ήταν παντρεμένος κι όλα όσα παιδιά γεννούσε, όλα απέθνησκαν. Και στο τέλος, στο τελευταίο, πηγαίνει σ' έναν μάγο και τους έκανε μάγια ο μάγος και δεν το είχε εξομολογηθεί ο καλόγηρος αυτό. Του το θύμισε ο διάβολος. Το εξομολογήθηκε. Τώρα το εξομολογήθηκε κι έπειτα έπεσε και κοιμήθηκε (πέθανε).

Λοιπόν, άνθρωπος είσαι, πάτερ, τόχεις ξεχάσει αυτό. «Έχω κάνει τρεις». Α! Εγώ να μιλώ κατ' αυτόν τον τρόπο και ο άλλος να μου... «Πάτερ μου, αυτό κι αυτό συμβαίνει». Ξέρεις τι μου αποκρίνεται;

-Ξέρεις τι μου λέει ο λογισμός; λέει.

-Τι σου λέει;

-Παίρνεις ένα κομμάτι ψωμί, βάζεις λιγάκι νάμα κι έρχεσαι να με μεταλάβεις.

-Μνήσθητί μου, Κύριε! Να το κάνω αυτό το πράγμα, πάτερ, γιατί να το κάνω; Καλά, εσένα μπορεί να μη σε σέβομαι, να μη σε αγαπώ, αλλά τον κόπο που κάνω από το σπίτι μου νάρθω κάτω, να σε κοινωνήσω με ψωμί; του λέω. Σε τέτοια συνείδηση, σε φόβο, σε...

Επίστευσε στον λογισμό του. Και να τι αποτέλεσμα, ούτως ώστε να μην είναι άξιος να κοινωνήσει!

Γι' αυτό, μην πιστεύει καθένας στο λογισμό του. Υπακοή. Βγάζω το δικό μου το μυαλό και βάζω το μυαλό του Γέροντά μου. Αυτή είναι υπακοή.

Αυτό θα πει υπακοή. Να βγάλεις τον λογισμό σου, τον δικό σου, και ν' ακούσεις τι θα σου πει ο Γέροντάς σου.

Μοναχός: Να πω ένα άλλο. Ένα προσωπικό που συμβαίνει εδώ. Μετά το Απόδειπνο, όταν το αρχονταρίκι πλύνει τα σεντόνια, τα απλώνομε και μερικοί τα μαζεύουν. Είμαι από αυτούς που τα μαζεύουν τα σεντόνια που στέγνωσαν στην απλωταριά. Και όταν πηγαίνω το βράδυ να μαζέψω τα σεντόνια, δεν μπορώ μετά να κοιμηθώ, όπως κάνω τις άλλες μέρες, γιατί εγείρομαι μέσα μου και δεν μπορώ να κοιμηθώ και χάνω λίγο απ' την τάξη, το πρόγραμμα. Και το λυπάμαι.

Γέροντας: (Δεν κατάλαβε) Και το;...

Μοναχός: Δηλαδή κάνω την υπακοή πρόθυμα. Πρόθυμα πηγαίνω και μαζεύω τα σεντόνια, αλλά ξέρω όμως ότι δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ αμέσως και να σηκωθώ νωρίς, τόσο νωρίς, και να εφαρμόσω όλον τον κανόνα. Και λυπάμαι. Αυτή η λύπη πώς θεραπεύεται;

Γέροντας: Θεραπεύεται, διότι δεν έχεις βάλει ως ριζά την υπακοή. Εγώ δεν κοιτάω να κάνω προσευχή, κοιτάω να κάνω υπακοή. Σούπανε η αδελφότης εδώ, μάζεψε τα σεντόνια. Νάναι ευλογημένο. Ο Θεός μπορεί· εσύ τώρα ελαττώνεις την προσευχή σου μαζεύοντας τα σεντόνια, έστω, να πούμε, μισή ώρα. Όταν θα πας να προσευχηθείς, θα σου δώσει ο Θεός, γι' αυτή την αυταπάρνηση και την υπακοή την οποίαν έκανες, διπλή τη χάρη. Αν προσευχόσουνα, τρόπον τινά, τη νύχτα τρεις ώρες, εύρισκες χάρη, να πούμε, δέκα βαθμών. Τώρα επιδή ελαττώνεις την ώρα της προσευχής και γίνεται δυόμιση ώρες, νομίζεις ότι δεν θ' απολαύσεις προσευχή; Περισσότερο θ' απολαύσεις. Γιατί έβαλες το θεμέλιο της καλογερικής ζωής, του καλογερικού νόμου. Ήρθαμε εδώ να κάνουμε υπακοή, όχι να κάνουμε προσευχή. Υπακοή.

Μοναχος: Το πιστεύω αυτό, αλλά έχω ένα δισταγμό που μου τα χαλάει όλα.

Γέροντας: Εκεί να νικήσεις τον εαυτό σου. Να νικήσεις τον εαυτό σου.



Ο προφήτης Ελισσαίος, αυτές τις μέρες ήτανε. Κατά διαδοχήν του προφητικού χαρίσματος ο προφήτης Ηλίας διετάχθη να πάει να χρίσει τον Ελισσαίο, λέει, προφήτη. Έχρισε. Τώρα ο προφήτης Ελισσαίος κατά διαδοχήν έπρεπε ν' αφήσει τον Γιεζή. Αλλά ο Γιεζή έκανε υπακοή; Δεν έκανε. ΄Οταν έφυγε ο Νεεμάν ο Σύρος, επήγε και τον είπε ότι, -ξέρετε την ιστορία τώρα εσείς (Δ' Βασ. κεφ.5) -και λέει:

-Ο Γέροντας μ' έστειλε να μου δώσεις μερικά ρούχα, άμφια μεγάλα.

-Πάρε.

-Και χρυσό.

-Πάρε και χρυσό.

-Και αμπέλια.

-Πάρε και αμπέλια.

Επήγε, ο Νεεμάν έφυγε. Ο δε Γιεζή γύρισε, πήγε στον Γέροντά του. Αυτός τά 'κρυψε όμως, ο Γιεζή, να μην τα δει ο Γέροντας. Τόσο του έκοβε το μυαλό, ότι νομίζει ότι θα κρυφτεί από τον προφήτη.

Ο προφήτης προτού νά'ρθει ο Νεεμάν: -Πήγαινε και λούσου εφτά φορές στον Ιορδάνη, δεν τον είδε καθόλου, πήγαινε και λούσου, λέει.

-Πάρε και χρήματα, λέει.

-Εγώ δεν έχω ανάγκη από χρήματα, λέει, δεν πουλώ τη χάρη με τα χρήματα, πάνε και λούσου.

Ο Γιεζή, πήγε και τά'κρυψε.

-Πού ήσουνα; λέει.

-Στο τάδε μέρος.

-Τι έκανες;

-Να, είχα δουλειά.

Είπε την αλήθεια; Και την πρώτη προδοσία έκανε, που είπε ψέματα στον Νεεμάν· νόμιζε ότι θα κρυφτεί από τον Γέροντά του. Δεύτερη προδοσία, τά έκρυψε, και του είπε πού ήσουνα, είπε πάλι ψέματα. Του λέει ο προφήτης, εγώ εκεί ήμουνα, που έπαιρνες τα ρούχα. Τρίτη φορά τον κάλεσε ο προφήτης σε μετάνοια. Δεν είπε, «Γέροντα, ευλόγησον, να με συγχωρέσεις, με προσέβαλε ο πειρασμός». Όχι, δεν είπε. «Ε, τότες», λέει, «πάρε και τη λέπρα του Νεεμάν».

Τρεις φορές τον εκάλεσε ο προφήτης σε μετάνοια. Ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη, ούτε την τρίτη. Ε, τότες λοιπόν ο προφήτης, «πάρε και τη λέπρα του Νεεμάν».

Τι κατάλαβε ο Γιεζή; Και το προφητικό χάρισμα τό'χασε, και την υγεία του έχασε. Και τι τον ωφέλησαν τ' αμπέλια και τα χωράφια; Όταν ο άνθρωπος είναι υγιής, όλα τα ευφραίνεται, όταν είναι άρρωστος, δεν θέλω τίποτε, άρρωστος είμαι, δεν με ευφραίνει τίποτε, διότι είμαι άρρωστος. Όταν είσαι υγιής, όλα. Και τη λέπρα πήρε και την υγεία του έχασε και τον προφήτη τον έχασε· και τι εκληρονόμησε; Και άδεται ο λόγος «η λέπρα του Γιεζή». Όχι του Νεεμάν, του Γιεζή η λέπρα.

Στο σπίτι μας πιο πάνω είναι ο πάτερ-Γεδεών, ο οποίος έχει τους Αρχαγγέλους. Εκεί καθότανε ένας υποτακτικός, ο οποίος πήγε μάλλον να γηροκομήση τους γέρους προ του Γεδεών. Αυτός ήταν παντρεμένος, και επειδή είχε δαιμόνιο, τον εχώρισε η γυναίκα του, πήγε στο Δαφνί των Αθηνών και στο τέλος κατέληξε στο Άγιον Όρος. Λέει, τουλάχιστον να πάω να σώσω την ψυχή μου, να κάνω υπακοή.

Εφόσον έκανε υπακοή στους γέρους, δεν φανερωνότανε το δαιμόνιο. Νύχτα πήγαινε κάτω στις αλυκές, με το φεγγάρι πήγαινε και γύριζε στον καιρό της Κατοχής, πήγαινε να μαζέψει λίγο αλάτι, να το δώσει στην Κερασιά, στα κελλιά, να πάρει είτε κρεμμύδια, είτε πατάτες, φασόλια. Και δεν έπαθε τίποτες. Όταν όμως η αδερφή του, δεν θυμάμαι καλά, τού'στειλε από την Αμερική εκατό δολλάρια, τά'βαλε στην τσέπη του. Ιδιορρυθμία! Αμέσως φανερώθηκε το δαιμόνιο.

Και αυτός λοιπόν μας έλεγε ότι του έλεγε το δαιμόνιο: «Βρε 'συ, νομίζεις ότι εγώ θα βγω από σένανε; λέει. «Τι λέει ο Χριστός; «Τούτο το πνεύμα δεν εκπορεύεται ειμή εν προσευχή και νηστεία» λέει (Ματθ. 17,21). Εδώ με τους γέρους, τρως και πίνεις, και νομίζεις θα βγω εγώ;» Ο σκοπός του δαίμονος ήταν να τον βγάλει απ' την υπακοή. Οπότε κατόπιν τον κανονίζει όπως θέλει. «Θα πας κάτω στις αλυκές θα νηστέψεις και τότες εγώ», λέει, «θα βγω».

Ο λογισμός δεν ήτανε μέχρι εκεί του δαίμονος. Ήταν να τον φέρει σε μια απόγνωση και να τον ρίξει μέσα στη θάλασσα. Ν' αυτοκτονήσει. Από πού άρχισε ο δαίμονας; Από το Ευαγγέλιο. Ναι, αλλά πού κατέληξε. Στο τέλος τον κατάφερε και βγήκε έξω στον κόσμο. Κι' ήρθε κατόπιν ο πάτερ-Γεδεών.

Πέστε μου εσείς τώρα έναν άνθρωπο, ο οποίος έφυγε απ' τη μετάνοιά του ή το μοναστήρι του ή τον Γέροντά του, αν πήγε υποτακτικός. Όλοι Γεροντάδες! Όλοι Γέροντες!!!

«Η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11,12). Δεν είπε κληρονομούν, αρπάζουν. Αν δεν βιάσεις τον εαυτό σου, δεν θα νικήσεις. Δεν θα νικήσεις. «Οκνηρός εις οδόν αποσταλείς, λέγει· λέων κατά την οδόν και φονείς κατά τας πλατείας» (Παροιμ. 26,13). Έτσι είναι. Γιατί ούτε μπρος πάει, ούτε πίσω πηγαίνει. Γιατί είναι τεμπελάκος. Αν θέλεις να βρεις πνευματικά, να βιάσεις τον εαυτό σου. Πρώτα στην υπακοή.

Εις την Αγία Άννα, ζούσε ένας Γέροντας με τον υποτακτικό του, ο οποίος έκανε συχνά παρακοές. Ήτανε παραμονή μιας εορτής της Παναγίας. «Γέροντα», λέει ο υποτακτικός, «θα πάω να ψαρέψω κανένα ψάρι, διότι της Παναγίας εορτή είναι αύριο. Τι θα φάμε;» «Παιδί μου», του λέει ο Γέροντας, «εδώ οι γείτονές μας ψαράδες είναι. Ώρες ψάρευαν και δεν πιάσανε ψάρια. Αν ήθελε η Παναγία να τρώγαμε ψάρια, θα έπιαναν, θα έφερναν και σε μας. Να μην πας για ψάρεμα». «Όχι, Γέροντα», ξαναλέει ο υποτακτικός, «εγώ θα πάω να ψαρέψω». «Μην πηγαίνεις», επαναλαμβάνει ο Γέροντας. «Όχι, θα πάω», λέει ο υποτακτικός και φεύγει...

Ο Γέροντας τότε σκέπτεται ότι ο υποτακτικός του ευρίσκεται σε παρακοή· αν του τύχει κανένας μεγάλος πειρασμός του υποτακτικού του; Μήπως γλιστρίσει εις την θάλασσα; Διά τούτο μπαίνει στο κελλί του και κάνει προσευχή, κάνει κομποσχοίνι για τον υποτακτικό του.

Ο υποτακτικός πηγαίνει στη θάλασσα· πετάει την πετονιά· κάτι έπιασε τ' αγκίστρι· τραβάει δυνατά. Βγαίνει τότε ξαφνικά ένας αράπης μαύρος-κατάμαυρος, με αγριωπά μάτια, έτοιμος να ορμήσει επάνω στο μοναχό! Αλλά μια αόρατος δύναμις τον κρατούσε. Αυτός τρομοκρατημένος φεύγει· ο διάβολος ακολουθεί από πίσω, μέχρι την Αγία Άννα, μέχρι το κελλί του... Του λέει τότε ο διάβολος: «Ρε, καλόγερε, τι να σου κάνω, που από την ώρα που έφυγες, ο Γέροντας κάνει κομποσχοίνι για σένα; Ειδάλλως θα σε έπνιγα μέσα στη θάλασσα· στη θάλασσα θα σ' έπνιγα!» Να τι κάνει η παρακοή.

Ενθυμούμαι, όταν ζούσε ο Γέροντας Νικηφόρος, τον κατέκρινα σε κάτι. Πήγα το βράδυ να κάνω προσευχή· βλέπω "ντουβάρι", δεν μπορώ να προχωρήσω στην ευχή... Κύριε Ιησού... Κύριε Ιησού... δεν προχωράει! Κάπου έχω σφάλει, σκέπτομαι· κάπου έχω αμαρτήσει. Λοιπόν, την προηγουμένη ημέρα: πού πήγα, τι μίλησα, τι έπραξα; Το βρήκα είχα κατακρίνει τον Γέροντά μου!

Την άλλη ημέρα ήτανε Κυριακή και έπρεπε να λειτουργήσω. Τώρα τι να κάνω; Προσευχή: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με, που κατέκρινα τον Γέροντά μου· έσφαλα· ζητώ συγγνώμη». Τίποτε! «Καλά, για μένα δεν υπάρχει συγχώρησις; Δεν υπάρχει "ευλόγησον"; » Τίποτε! «Μα ο Πέτρος, Κύριε, σ' αρνήθηκε τρεις φορές, και τον συγχώρεσες· εγώ δεν σ' αρνήθηκα· κατέκρινα τον Γέροντά μου. Ε, τώρα βάζω κι εγώ μετάνοια· μετανόησα που κατέκρινα και ζητώ συγχώρεση». Τίποτε!...

Ξαναπιάνω το κομποσχοίνι· δεν προχωρεί η προσευχή! Άρχισα τα κλάματα· έβγαιναν τα δάκρυα ποτάμι. «Θεέ μου, Θεέ μου! δεν υπάρχει για μένα "ευλόγησον"; Ο Θεός του ελέους και της ευσπλαγχνίας είσαι· κι εμένα γιατί δεν με συγχωράς; Και η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, όταν μετανόησε. τη συγχώρησες· και πολλούς αμαρτωλούς, τους συγχώρησες· και νεομάρτυρες που είχαν γίνει Τούρκοι, τους συγχώρησες και τους ελέησες. Για μένα δεν υπάρχει έλεος, δεν υπάρχει συγχώρησις;»

Τρεις ώρες πέρασαν έτσι· έκανα όλη την ακολουθία της Κυριακής με δάκρυα. Εις το τέλος βλέπω μία ειρήνη, μία γλυκύτητα, μία χαρά μέσα μου. Άρχισε να λέγεται η ευχή τότε. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με... Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με...» Α..., εντάξει· και έτσι προχώρησα στη Λειτουργία.

Δεν είναι λοιπόν τόσον να κατακρίνεις έναν ξένο, όσον να κατακρίνεις τον Γέροντά σου! Αλλοίμονό σου! Κατακρίνεις τον ίδιο τον Θεό, να πούμε!

Μία φορά έφεραν ένα τσουβάλι με πατάτες, κάτω εις τον αρσανά μας. Έναν αρχάριο υποτακτικό που είχα (τώρα δεν είναι στη συνοδία μου) είπε ότι είναι κουρασμένος, και δεν θέλησε να πάει να το φέρει. Πήγα εγώ τότε κάτω, για να το φέρω. Όταν έφθασα κάτω, ήτο σταματημένο εκεί ένα κρις-κραφτ. Τους έκανα νόημα, και ήρθαν πιο κοντά μου οι δύο κύριοι που ήσαν μέσα. Ήσαν καθηγηταί Πανεπιστημίου. «Γέροντα», λέει ο ένας, «μήπως γνωρίζετε τον παπα-Εφραίμ,που μένει εκεί επάνω;» «Εγώ είμαι», απήντησα. Τότε εκείνος είπε: «Γέροντα, εσείς οι μοναχοί είσθε όντως μακάριοι, διότι εσείς ζείτε ακριβώς με συνέπεια τη χριστιανική ζωή».

Όταν επέστρεψα στο κελλί, λέω εις τον υποτακτικό το περιστατικό με τους καθηγητάς. Τότε λέει με πολλή αναίδεια: «Ναι, εδώ τους διώχνεις, όταν έρχονται· κάτω όμως, μόλις κατεβαίνεις μόνος σου, τους προσκαλείς». «Τι να κάνω, παιδί μου, έτσι ήλθε και ενήργησα την ώρα εκείνη. Τώρα ας πάμε, να κάνουμε κανένα κομποσχοίνι εις τα κελλιά μας. Ας κάνουμε μία ώρα κομποσχοίνι».

Όταν τελειώσαμε, έρχεται και με ερωτά: Πόσα κομποσχοίνια έκανες;» «Τόσα», απήντησα. «Σε μια ώρα μόνον τόσα έκανες; Εγώ έκανα περισσότερα, και μπορούσα να κάνω κι ακόμη περισσότερα». Τα έλεγε δε αυτά με αναίδεια και θράσος. Δεν μίλησα καθόλου· πήγα στενοχωρημένος εις το κελλί μου· και μόνο που δεν έκλαιγα για τη συμπεριφορά αυτού του παιδιού.

Πήγε ο υποτακτικός μου να κοιμηθεί· πού όμως να κοιμηθεί· έντονη δαιμονική ενέργεια. Έρχεται καταφοβισμένος εις το κελλί μου και μου λέει: «Γέροντα, αυτό και αυτό μου συμβαίνει· σώσε με». Τότε του είπα: «Αυτό συμβαίνει όταν κανείς συμπεριφέρεται άσχημα εις τον Γέροντα και τον λυπεί». Του διάβασα τότε μια ευχή και του έφυγαν όλα, όλη η δαιμονική ενέργεια. Κατόπιν πήγε και κοιμήθηκε ήσυχος.



Μετά από χρόνια έρχεται η διακριτική υπακοή, αλλά εσείς σ' αυτήν την ηλικία που είσαστε, όλοι να έχετε τυφλή υπακοή. Είδες τι λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος; Ότι πήγε ο Γέροντας σ' έναν αρχάριο. Πήγε και σε έναν άλλον που είχε δέκα-δεκαπέντε χρόνια καλόγερος. Λέει εις τον αρχάριον:

-Τραγούδησε.

-Νά'ναι ευλογημένο· τραγουδάω.

-Τραγούδησε, λέει και στον δεύτερο.

-Ευλόγησον, απαντά αυτός.

Και οι δύο κάνανε καλά. Δεν θεωρείται παρακοή αυτό που έκανε ο δεύτερος καλόγερος στον Γέροντα. Στον πρώτο θα ήτο παρακοή αν τό'κανε, διότι ακόμη είναι δόκιμος. Πρέπει να περάσεις από τον τροχόν· από τον δρόμον της αδιακρίτου υπακοής. Τίποτες· να είναι ευλογημένον.

Όταν περάσουν δέκα-δεκαπέντε χρόνια, τότε έρχεται η διακριτική υπακοή. Αυτή είναι απόρροια της αδιακρίτου υπακοής.



Κάποτε είδα υποτακτικόν τινά, να συμβουλεύει έτερον μπροστά στον Γέροντα. Τι ασέβεια, αλήθεια!



Αν προσέξεις, ο Χριστός πρώτα προσεύχεται στον Πατέρα και ύστερα προβαίνει σε θαυματουργία.


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...