Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαΐου 15, 2015

«Οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας εαυτών»...ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ (ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ)




ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
 (ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ)

Στη συζυγία η αγάπη επιβάλλεται και για ένα ακόμη λόγο, ας πούμε καλύτερα από κάποια ιδιαιτερότητα. Αυτός είναι η φύση της γυναίκας, που αποδεικνύεται ότι είναι γέννημα και προϊόν αγάπης (δημιουργήθηκε από την πλευρά του Αδάμ που ήταν κοντά στο μέρος της καρδιάς) και επομένως δεν ισορροπεί, όταν τη στερείται. Η ίδια πηγάζει αγάπη μέσω της μητρότητάς της και δίκαια απαιτεί να αγαπάται, αφού και η ίδια κατά φύση και θέση αγαπά.

Η ιστορία και τα πράγματα μαρτυρούν ότι αν οι σύζυγοι θέλουν να πετύχουν την αρμονία και την ομαλότητα μεταξύ τους, πρέπει να υπάρχει μόνιμα μεταξύ τους η αγάπη. Ειδικά όμως του άνδρα προς τη γυναίκα του. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Χριστός προς την Εκκλησία του. Παρέδωσε τον εαυτό του για να την καταστήσει ένδοξη.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αυτός ο μέγιστος ιεράρχης, προκαλεί τον άνδρα να μην κουράζεται να δείχνει στη σύζυγό του την αγάπη του και ότι όλη η θέληση και η προσπάθεια του είναι η ευτυχία της.

Αυτό, δυστυχώς, πολύ απουσιάζει σήμερα και τα αποτελέσματα είναι απελπιστικά. Η σημασία και η φύση της συζυγίας παραχαράχθηκε από την επίδραση του ευρωπαϊκού κυκεώνα, που τίποτε δε σεβάστηκε από την ανθρώπινη προσωπικότητα και τις πνευματικές και ηθικές αξίες, που οι πρόγονοί μας με αυτοθυσία κράτησαν.

Επειδή η αύξηση των ανθρώπων γίνεται με τη νόμιμη συζυγία με λύσσα ο αδίστακτος εχθρός του άνθρωπου, ο διάβολος, προσπαθεί να διαλύσει τα ήθη και να καταλύσει το δεσμό της αγάπης και της ενότητας. Το τόσο σοβαρό θέμα του γάμου δεν πρέπει να παραμεληθεί με τις παραχαράξεις του ένοχου και ανώμαλου βίου για να μην ακούσουμε και εμείς, όπως οι παλαιοί αποστάτες των ηθικών αξιών, που αποκήρυξε ο Θεός: «ου μη καταμείνει το πνεύμα μου εν τοις ανθρώποις τούτοις διά το είναι αυτούς σάρκας» (Γέν. 6,3). Και επέφερε τον κατακλυσμό για να τιμωρήσει την αποστασία.

Ο σύζυγος για να πετύχει εύκολα αυτό το ρόλο -ανάλογα με τις περιστάσεις-, θα πρέπει να φέρεται στη σύζυγό του άλλοτε σαν πατέρας, άλλοτε σαν αδελφός, άλλοτε σαν φίλος και πάντοτε σαν άνδρας της. Αν το κάνει αυτό θα πετύχει την ατάραχη και αρμονική διάθεση της συζύγου, που ενώ σε πολλά σημεία είναι περισσότερο φιλότιμη και έχει αυτοθυσία, σε μερικά μικρής σημασίας συμβάντα αποθαρρύνεται και μικροψυχεί.

Δεν είναι υπερβολή ούτε προσποίηση η εκδήλωση αγάπης του συζύγου προς τη γυναίκα του, αφού μόνο στη νόμιμη συζυγία μπορεί να εκδηλωθεί η γνήσια και πραγματική αγάπη, εφ’ όσον «έσονται οι δυο εις σάρκα μίαν». Καμιά άλλη εκδήλωση τρυφερότητας και συμπάθειας δεν μπορεί να παραλληλι­σθεί με το «έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» της νόμιμης συζυγίας από την οποία προέρχεται η καταβολή της ανθρώπινης ζωής. Άλλωστε και η περιγραφή του γυναικείου φύλου, που είναι και το ασθενές μέρος, απαιτεί την πρακτική του συμπλήρωση από την ανδρική αγάπη και αυτός είναι ο λόγος της ζήλειας που πλεονάζει στη γυναίκα. Ο καλύτερος τρόπος δαμασμού της γυναικείας ζήλειας είναι πρακτικά η γνήσια και έμπρακτη εκδήλωση αγάπης του συζύγου προς τη γυναίκα του.

Στη γενική διαστροφή που επικράτησε λόγω της αποστασίας από το Θεό «ανένδεκτον του μη ελθείν τα σκάνδαλα» (Λουκ. 17,1). Χρειάζεται πολλή προσοχή στη συγκράτηση του δεσμού της συζυγίας. Να μη λαμβάνονται υπ’ όψιν τα σκάνδαλα, από τα οποία πηγάζουν οι παρεξηγήσεις. Συνιστούμε, ειδικά στον άνδρα, ως την κεφαλή, να μην προδίδει την αγάπη και το σύνδεσμο με τη σύζυγό του, γιατί ο διάβολος και τα όργανά του ουδέποτε θα παύσουν να πολεμούν για να πληγώσουν τη ρίζα της ζωής.

Ένα δείγμα πραγματικής παρηγοριάς και στηριγμού, που μας συμβούλευσαν οι γέροντες σύμβουλοί μας, και των δύο φύλων, για τις δύσκολες ώρες είναι: «Μην ξεχνάτε ποτέ την πρώτη εβδομάδα του γάμου σας». Είστε οι ίδιοι όπως και τότε. Τίποτε δε σας χωρίζει.

Υπενθυμίζουμε στους άνδρες το «συνοικούντες κατά γνώσιν, ως ασθενεστέρω σκεύει τω γυναικείω» (Α’ Πέτ. 3,7). Αυτό σημαίνει ότι η παρεκτροπή της συζύγου θεραπεύεται με την αγάπη και την τρυφερότητα, παρά με την επίπληξη και το θυμό. Μην κάνεις παρατήρηση στη σύζυγό σου, σε περίπτωση λάθους, ειδικά την ώρα του πειρασμού και της αιχμής. Εφάρμοσε το λόγο του Δαβίδ: «Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον, και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού» (Ψαλμ. 37,13). Σε άλλη ώρα, όταν είστε μόνοι σας, μακριά από τα παιδιά, εάν υπάρχουν, πάρε με τρυφερότητα τη σύζυγό σου στην αγκαλιά σου και πες της. «Αγάπη μου, δεν ξέρεις πόσο σε αγαπώ; Εγώ θέλω να είσαι μια αξιοπρεπής κυρία. Αυτό που έκανες δεν σε τιμά». Τότε μόνο δέχεται το σφάλμα και ζητά συνειδητά συγγνώμη. Αυτά είναι γεννήματα της πείρας. Εάν την ώρα του λάθους ή της ζημιάς, την ελέγξεις, θα πεισμώσει, θα ανταπαντήσει, θα μουτρώσει, θα επικαλε­σθεί προφάσεις και θα πει ψέματα! Η σύνεση προλαμβάνει, εάν χρησιμοποιηθεί το φάρμακο της αγάπης.

Από τη μικρή ερευνά μας, από όσα ακούσαμε και είδαμε, βγάλαμε το συμπέρασμα ότι την περισσότερη ευθύνη για ό,τι κακό συμβαίνει στους γάμους έχουν οι άνδρες, γιατί δεν δείχνουν αγάπη στις συζύγους τους. Αγαπούν, δυστυχώς τις γυναίκες, αλλά όχι τις δικές τους. Αυτή είναι η ρίζα του κακού. Τότε φυτρώνει η ζήλεια και η υποψία -με τα γνωστά αποτελέσματα-, ιδίως όταν και οι γύρω διατείνονται ότι μάλλον κάτι συμβαίνει!

Το γραφικό «άφετε και αφεθήσεται» και το «ανεχόμενοι αλλήλων εν σπλάχνοις Ιησού Χρίστου» πρέπει να επικρατεί απαραιτήτως για να υπάρχει ομαλότητα στην οικογένεια. Πολλά λάθη και σκληρότητα έχουν οι άνδρες. Συνήθως πλεονάζει η απροσεξία και η υποχώρηση στα θέματα ηθικής, που στους καιρούς μας πέρασε τα όρια. Αν συμβεί κάτι τέτοιο στη γυναίκα, τότε ο πέλεκυς της παιδείας και εκδικήσεως πέφτει βαρύς.

Η αγάπη προς τη σύζυγο είναι ως προς τον άνδρα και δικαιοσύνη, γιατί το μόνο πρόσωπο που αχώριστα και πρακτικά θα παραμείνει στο πλευρό του είναι η σύζυγός του, αφού όλα τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του σιγά-σιγά θα εκλείψουν, ενώ στους ευσεβείς συζύγους η συζυγία συνεχίζεται και στην αιωνιότητα.


Ο νόμος της επιρροής
Υπάρχει και άλλος λόγος σοβαρότερος, που απορρέει από την έμπρακτη συζυγική αγάπη και ενότητα, σύμφωνα με το νόμο της επιρροής. Αν οι πιστοί σύζυγοι εφαρμόζουν το νόμο της αγάπης μεταξύ τους, τότε η υπερφυσική ενέργεια της αγάπης, που είναι θεία και ζωοποιός, επιδρά οργανικά από τη σύλληψη, την εγκυμοσύνη και τον τοκετό στη διάπλαση του ακέραιου και σωστού χαρακτήρα του παιδιού. Έτσι, πρακτικά και πραγματικά το παιδί αποκτά χαρακτήρα και προσωπικότητα που περιείχε η πρώτη «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του Δημιουργού ανθρώπινη υπόσταση.

Αν οι σύζυγοι με προσοχή και πίστη εφαρμόζουν στη ζωή τους την εντολή της θείας αγάπης, οι καρποί είναι εμφανείς στην αρμονική και ειρηνική οικογενειακή ζωή καθώς και στο χαρακτήρα των παιδιών που θα γεννηθούν αφού δε θα είναι μόνο γεννήματα και προϊόντα της σάρκας αλλά και του πνεύματος, εφ’ όσον «το γεγεννημένον εκ του πνεύ­ματος πνεύμα έστιν» (Ιω. 3, 6).


Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Συζητήσεις στον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά
το είδαμε εδώ

Η μεγαλύτερη ευεργεσία του Θεού

ΜετάνοιαΗ μεγαλύτερη ευεργεσία του πανάγαθου Δεσπότη προς την πεσμένη φύση μας δεν είναι άλλη από την μετάνοια. Χωρίς αυτή κανένας άνθρωπος  δεν θα κέρδιζε τη σωτηρία του, όσο τέλεια και αν είναι η κοσμοσωτήριος οικονομία. Δεδομένου ότι έχουμε «το λογισμό μας να είναι συνέχεια στο κακό από τη μικρή μας ηλικία»(βλ. Γεν. 8, 21), η ροπή προς την αμαρτία είναι πια φυσικό φαινόμενο, κανένας δεν μένει αναμάρτητος, «έστω και αν μία ημέρα είναι η ζωή του». Η μετάνοια στη φύση της είναι διπλή και έχει ευεργετικές και τις δύο ιδιότητές της στη διάρκεια όλης της ζωής μας. Η αρχική της μορφή είναι η μεταμέλεια για τα προηγούμενα σφάλματα, ενώ η επόμενη είναι η διόρθωση της λανθασμένης ενέργειας, η οποία πραγματοποίησε την παράβαση.
Κατά την πνευματική κρίση των Πατέρων μας ολόκληρη η ανθρώπινη δραστηριότητα πηγάζει από το νου. Εκεί συλλαμβάνεται με εικόνα κάθε  νόημα για να καταλήξει σταδιακά στην πρακτική του εφαρμογή. Να τι λέει ο διακριτικότατος των Πατέρων μας άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής· «Μην κάνεις κατάχρηση στα νοήματα των πραγμάτων, για να μην κάνεις κατάχρηση και στα πράγματα εξαναγκαστικά και χωρίς να το θέλεις. Διότι, εάν κανείς δεν αμαρτάνει πρώτα με τη διάνοια, δεν θα αμαρτήσει με την πράξη»(Μαξίμου Ομολογητή, Τετρακόσια Κεφάλαια περί αγάπης, Εκατοντάς Β΄, §78). Τη λανθασμένη χρήση των νοημάτων ακολουθεί η παράχρηση ή κατάχρηση των πραγμάτων. Μετάνοια στην κυριολεξία της σημαίνει επιστροφή του νου στη προηγούμενη θέση του, όπου ευρίσκεται και η ορθή τάξη των πραγμάτων. Στη δική μας όμως γενεά, η μετάνοια εκλαμβάνεται περισσότερο ως συγγνώμη από τον Θεό για τα σφάλματά μας.
Στην περιγραφή της αμαρτωλότητάς μας, για να μιλήσουμε ταπεινά, εκφράζεται πράγματι η ελεεινότητα και η δυστυχία, στην οποία οδηγηθήκαμε με τη διαστροφή εξαιτίας του νόμου της αμαρτίας. Έτσι κατά τον Παύλο «πουλημένοι στην αμαρτία»(Ρωμ. 7,14), η οποία κατοικεί μέσα μας, αποτελούμε το τερατώδες σώμα του θανάτου(βλ. Ρωμ. 7, 24). Και αυτά μεν όσον αφορά εμάς.
«Ευλογημένος να είναι ο Θεός, ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που μας δώρισε μέσω του Χριστού πλούσιες τις ευλογίες του, πνευματικές και ουράνιες. Μας διάλεξε πριν θεμελιώσει τον κόσμο, να γίνουμε δικοί του διά του Χριστού, αψεγάδιαστοι στην τελική κρίση. Μας προόρισε με την αγάπη του να γίνουμε παιδιά του διά του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το καλόβουλο για μας θέλημά του, ώστε να τον υμνούμε για την πλούσια χάρη του, που μας δώρισε διά του αγαπημένου του Υιού»(Εφεσ. 1, 3-5). Καυχόμαστε για την εκλογή και αισθανόμαστε τον Πατέρα μας «που κατοικεί σε φως απρόσιτο»(βλ. Α’ Τιμ. 6, 16). Αλλά παραμένει σε μας αναλλοίωτο το απόρρητο μυστήριο, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και όταν μας πλημμυρίζει με την παρουσία του. Μήπως όμως και η αρχική μας αξία ως δημιουργημάτων «κατ’ εικόνα και ομοίωσίν» του δεν αποτελεί ένα άλλο  μυστήριο; Επιβάλλεται άρα η προσπάθεια και η φροντίδα, για να αυξηθεί η δίψα και να γνωρίζουμε συνεχώς και βαθύτερα αυτόν τον ίδιον και το μεγαλείο της από καταβολής κόσμου κλήσεώς μας. Άλλωστε τί είναι αυτός; Δεν είναι το απόλυτο «ΕΙΝΑΙ», η αρχή του παντός, που αποκαλύφθηκε ως πρόσωπο και υπόσταση, «ΕΓΩ ΕΙΜΙ»; Τώρα τον γνωρίσαμε διά του ομοουσίου μονογενούς του Υιού. «Κανείς ποτέ δεν είδε τον Θεόν· μόνο ο μονογενής Υιός , που είναι μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα, εκείνος μας τον έκανε γνωστό»(Ιω. 1, 18).
Γνωρίζουμε επίσης τον Θεόν Πατέρα και από το Πνεύμα το Άγιο· «το Πνεύμα το Άγιον, ο Παράκλητος, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα και θα φέρει στη μνήμη σας όλα όσα σας έχω πει εγώ»(Ιω. 14, 26). Ο συνάναρχος και συναΐδιος με τον Πατέρα και το Πνεύμα σαρκωμένος Λόγος του Θεού άρχισε το ευαγγέλιό του λέγοντας:   «Μετανοείτε γιατί έφθασε η βασιλεία του Θεού»(Ματ. 4, 17). Ο γλυκύτατός μας Ιησούς, ο Σωτήρας, η οδός, έγινε για μας οδός προς τον Πατέρα και το Πνεύμα. Αυτοί πάλιν μας  ένωσαν με αυτόν. Ώστε το πλήρωμα της θεογνωσίας είναι πλέον η ορθή πίστη και ελπίδα μας.
Μεγάλο μέρος των ψαλμών του Δαυίδ αποτελεί αξιόλογη ομολογία για την μετάνοια. «Θεέ μου, Θεέ μου πρόσεξέ με. Γιατί με εγκατέλειπες; Οι στεναγμοί μου και οι ικετήριες κραυγές μου που προέρχονται από το βάθος των οδυνών μου απέχουν μακριά από τη σωτηρία μου. Θεέ μου, θα φωνάζω σε σένα όλη την ημέρα και δεν θα με εισακούεις, θα φωνάζω και τη νύκτα, και κανείς δεν θα μου το καταλογίσει ανοησία. Συ όμως είσαι κοντά μου γιατί κατοικείς στον άγιο ναό σου, συ που είσαι καύχημα του Ισραήλ. Σε σένα στήριξαν τις ελπίδες τους οι πατέρες μας. Σε σένα ήλπισαν και εσύ τους έσωσες. Σε σένα φώναξαν δυνατά και σώθηκαν. Σε σένα ήλπισαν και δεν ντροπιάστηκαν» (Ψαλμ. 21,2-6).
Oι Πατέρες μας, κοντά στους οποίους μαθητεύσαμε και από τους οποίους   ακούσαμε την αλήθεια, περιέγραψαν, όσο ήταν δυνατό να καταλάβουμε, το βάθος, το πλάτος και το ύψος της ολοκληρωμένης  μετάνοιας. Παραθέτουμε λίγα από αυτά. Η μετάνοια, ή καλύτερα αυτός που μετανοεί, αρχίζει ζητώντας συγγνώμη για τα σφάλματά του από τον Θεό. Όταν δεν επαναλαμβάνει στην πράξη εκείνα για τα οποία μετανοεί, φθάνει με τη χάρη του Χριστού και την τήρηση των κανόνων της μετανοίας με ακρίβεια «έως τρίτου ουρανού», και ακούει και μαθαίνει «άρρητα και ακατάληπτα ρήματα» και θεωρίες τις οποίες  δεν μπορεί ο ίδιος να εκφράσει  και να ερμηνεύσει σε όσους  δεν δέχτηκαν αυτή τη χάρη. «Δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα… ή χωρίς το σώμα»(Β΄ Κορ. 12, 2). Αυτό ακριβώς δεν αναφέρεται μόνο στην εμπειρία του Παύλου, αλλά και σε κάθε άνθρωπο που μετανοεί αληθινά. Το γεμάτο συντριβή και ταπείνωση πνεύμα του ανθρώπου που διψά με όλη του την αγάπη τον Σωτήρα Χριστό, αρπάζεται απ’ αυτόν και ο Κύριος τον ανεβάζει χωρίς ο ίδιος να αισθάνεται πού, πώς και πόσον είναι το μέτρο αυτό. Όπως ο αείμνηστος Γέροντάς μας έλεγε, δεν λειτουργούν τότε οι αισθήσεις, ούτε ο νους σκέπτεται, αλλά μόνο θαυμάζει, και όταν επιστρέψει στα φυσιολογικά επίπεδα, τότε μπορεί να τα εκφράσει ή να τα περιγράψει αμυδρά, αν είναι και αυτό δυνατό. Ο Παύλος έγραφε στους Κορινθίους ότι «μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο και άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος»(Β΄ Κορ. 12, 4). Εφ όσον «οφθαλμός δεν τα είδε και αυτί δεν τα άκουσε και ούτε που τα έβαλε ο λογισμός του  ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για εκείνους που τον αγαπούν»(Α’ Κορ. 2, 9). Λίγα γνωρίζουμε και λίγα κατανοούμε από αυτά που βρίσκονται πέρα από τον αισθητό κόσμο.
Οι Πατέρες μας αναφέρουν ότι η συναίσθηση της αμαρτωλότητος είναι μεγάλο δώρο του Θεού, ανώτερο και από την όραση των υψηλών θεωριών. Όταν συνειδητοποιείται το εσωτερικό μας σκοτάδι και αποκαλύπτεται η καταχθόνια και απαίσια μορφή της αμαρτίας, η οποία προκαλεί την αποστροφή, τότε και η θεία χάρη ως αντίληψη μας αξιώνει τη δική της παρηγοριά.
Ο όσιος Ισαάκ αναφέρει διάφορες μορφές παρηγοριάς και αντιλήψεως της χάριτος, ειδικά σε μεγάλη καρτερία παρατεταμένων δοκιμασιών «όταν σηκωθώ για την προσευχή μου, μία μόνη δόξα προφθάνω να πω· στη συνέχεια δε εάν και τρείς μέρες σταθώ, βρίσκομαι σε έκπληξη με τον Θεό, και δεν αισθάνομαι καθόλου τον κόπο»(Αββά Ισαάκ, Λόγος Γ’ Ασκητικός, Περί αναχωρήσεως). Και συνεχίζει στον ίδιο λόγο τα εξής· «Στάθηκα στην αυλή του κελλίου μου, πριν ακόμη δύσει ο ήλιος· και όταν άρχισα μόνον μίαν δόξαν, αισθάνθηκα την προσευχή μου και αμέσως βρέθηκα σε μια κατάσταση, χωρίς να γνωρίζω που βρίσκομαι· και έμεινα έτσι μέχρι να ανατείλει ο ήλιος την επόμενη ημέρα, και ζέστανε το πρόσωπό μου. Και τότε, όταν ο ήλιος περισσότερο με ζέστανε και κατέκαυσε το πρόσωπό μου, στράφηκε ο νους μου στον εαυτόν μου και κατάλαβα ότι ήλθε η επόμενη ημέρα». Ίσως σκεφθεί κάποιος ότι αυτά ήσαν μόνον των παλαιών Πατέρων κατορθώματα. Αλλά ο «χθες και σήμερον και εις τους αιώνας ίδιος» Κύριος παρέχει τη χάρη του και σήμερα σε όσους θέλουν να αγωνισθούν.
Ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, μας έλεγε, ότι «εις το τέλος της εξαντλητικής υπομονής παρουσιάζεται η χάρις αισθητώς». «Και εις εμέ», έλεγε, «όταν οι πειρασμοί πλήθαιναν, ώστε να υπερβαίνουν τας δυνάμεις μου, απροβλέπτως μου εγίνετο μία αντίληψις, η οποία αναλογούσε κατά τον ψαλμωδόν εις το επικείμενον βάρος. “Κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου, αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου”(Ψαλμ. 93, 19). Κάποτε άγγελος Κυρίου μου μετέδωκε την θείαν κοινωνίαν, άλλην φοράν ο Κύριός μας επί του σταυρού, μου ενεθύμισεν την φιλοπονιαν και η γλυκυτάτη μας Δέσποινα πολλάκις με επαρηγόρησεν, εμφανισθείσα η ιδία κατά την μητρικήν της πρόνοιαν, την οποίαν δείχνει ειδικώς εις ημάς τους αγιορείτας. Ω, πόσον τούτο ήτο ευχάριστον, η μελισταγής φωνή της να μου εγγυάται την σωτηρίαν μου»!
Η χάρη, η οποία έρχεται από την μετάνοια, αρπάζει τη ψυχή προς τον Θεόν, του οποίου το φως την ελκύει. Στην αρχή δεν είναι τόσο φανερό, αλλά η θέρμη του, η οποία είναι αγάπη, αρχίζει να μαλακώνει την καρδιά. Τότε παραδόξως παρουσιάζεται στον άνθρωπο ένας διχασμός. Αφ’ ενός κυριεύεται από φόβο, μάλλον από φρίκη, αισθανόμενος την τρομερή του ενοχή  και αφ’ ετέρου τον πλημμυρίζει η μέχρι τότε άγνωστη χάρη της παρουσίας του Θεού. Ο διχασμός του φόβου περισσεύει, διότι με την παρουσία της χάριτος ανοίγουν οι οφθαλμοί του νου και διαπιστώνει αισθητά τη ρυπαρότητά του.
Τον παρηγορεί η αισθητή παρουσία της θείας αγάπης, αλλά δεν συγκρατούνται τα δάκρυα, τα οποία μαρτυρούν την ειλικρινή μεταμέλεια και επιστροφή του από τη «μακρινή χώρα» της σπατάλης της «πατρικής περιουσίας». Πολλές φορές η σφοδρότητα αυτής της φρίκης της προσωπικής αμαρτωλότητας γίνεται τόσον έντονη, ώστε παρουσιάζεται μίσος προς τον εαυτόν μας και θετική μορφή αποστροφής προς τα πάθη τα οποία είναι τα αίτια του χωρισμού από τον αγαπημένο Θεό.
«Αν κάποιος έρχεται κοντά μου και δεν απαρνιέται… ακόμη και την ίδια του τη ψυχή (δηλ. ζωή) δεν μπορεί να είναι μαθητής μου»(Λουκ. 14, 26). Η πραγματική αυτή ένταση του μίσους, η οποία προκαλείται από την «εν Θεώ αίσθηση» αυξάνει την προσευχή και γίνεται ως φλόγα· τότε η ψυχή έχει την αίσθηση και του ζοφερού θανάτου αλλά και της ελπίδας στον Σωτήρα της Χριστό. Αυτές οι καταστάσεις δεν είναι της ανθρώπινης προσπάθειας αλλά μόνον της φιλανθρωπίας της θείας αγαθότητας. Θυμάμαι, όταν μας περιέγραφε ο μακάριός μας Γέροντας Ιωσήφ αυτού του είδους την προσευχή. Έπαιρνε μία ειρηνική μορφή και μας παρουσίαζε, όσον μπορούσαμε να καταλάβουμε, την ειρήνη των λογισμών. Μετά απ’ αυτήν τη συνάντηση, διότι όντως θεία συνάντηση είναι, μία θαυμαστή ειρήνη έρχεται στη ψυχή και βασιλεύει η αίσθηση της πλήρους παρουσίας του Θεού σε όλα.
Πηγή: (Γέροντος Ιωσήφ, Αθωνική Μαρτυρία, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 2, σ. 19-26),
www.vatopedi.gr
το είδαμε εδώ

Σάββατο, Απριλίου 04, 2015

Ομιλία για την Κυριακή των Βαΐων από το Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινό

Περισσότερο στον άνθρωπο χρειάζεται η καλή τοποθέτηση των πραγμάτων στις δύσκολες αυτές μέρες πού βρισκόμαστε· με περισσότερη σύνεση να ανταποκριθή, γιατί, όπως ακούσαμε και στην ανάγνωση της τράπεζας «διά το πληθυνθήναι την ανομία», κατά τον λόγο του Κυρίου, «ψυγήσεται η αγάπη των πολλών».
Η αγάπη είναι απόρροια του Θεού, ο οποίος αρέσκεται να καλήται ΑΓΑΠΗ ο ίδιος· «ο Θεός αγάπη εστί». Όταν φεύγει ο Θεός, οι άνθρωποι τότε μακράν της παρουσίας Του δυστυχούν. Απόδειξη ότι σήμερα «διά το πληθυνθήναι την ανομίαν» εψύγη η αγάπη και οι άνθρωποι είναι δυστυχείς. Ποιος τους κάνει δυστυχείς;
Αν έρμηνεύσωμε την ευτυχία βάσει των υλιστικών θεωριών, ότι δηλαδή αυτή βρίσκεται στην πλησμονή των υλικών αγαθών, τότε γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο δυστυχείς, αφού ουδέποτε στην παγκόσμια ιστορία υπήρχαν τόσα πολλά αγαθά, όπως στην σημερινή εποχή;
Ουδέποτε στο παρελθόν ο άνθρωπος επέτυχε την συνάθροιση τόσων υλικών αγαθών όσων στις μέρες μας.Ουδέποτε μπόρεσε να το κάνη αυτό σε όλη την ροή της ιστορίας του. Και ενώ σήμερα πραγματικά υπάρχουν τόσα πολλά αγαθά και τρόποι πού διατίθενται, εν τούτοις οι άνθρωποι είναι δυστυχέστεροι παρά σ’ όλες τις άλλες εποχές.

Άρα, δεν έγκειται η ευτυχία στα υλικά αγαθά για τον έξης λόγο: Επειδή ο άνθρωπος είναι πνευματικό ον, δεν μπορεί η ύλη να τον κάνη ευτυχή, να τον ολοκλήρωση. Αυτό πού του λείπει, σαν πνευματικό ον, είναι η πνευματικότης, η οποία δεν πηγάζει ποτέ από την ύλη.
Ο Θεός Λόγος διά της παρουσίας Του συνεμείχθη μετά του ανθρώπου και, διά του ανθρώπου, στην υπόλοιπη κτίση και επανέφερε την ισορροπία. Τώρα ο άνθρωπος ανθίσταται και επαναστατεί κατά του Θεού. Αυτός είναι ο λεγόμενος ουμανισμός, είναι η θεωρία του ευρωπαϊκού πολιτισμού και γενικά των σημερινών εθνών. Ότι «πάντων μέτρον άνθρωπος» και η ανθρώπινη γνώση κορύφωμα του ορθολογισμού. Εφ΄ όσον λοιπόν μέτρον πάντων είναι ο άνθρωπος, τίποτε άλλο δεν χρειάζεται. Αυτή είναι η αρχή και το τέλος του ουμανισμού.
Αυτό σήμερα κάνουν οι άνθρωποι. Όσο αυτή η θεωρία αυξάνει και εφαρμόζεται, τόσο «εκσαρκώνεται», διώχνεται ο Θεος Λόγος από την γη· δεν τον χρειάζονται πλέον οι άνθρωποι. Μαζί με την θεωρία, παρουσίασαν κι εθεοποίησαν διάφορα άλλα στοιχεία. Αν το πάρωμε στην θρησκευτική μορφή, ιδού η δυτική εκκλησία, διά του πάπα ίδρυσε δικό της πάνθεο, ίδρυσε τον Δία της, την θεότητά της πού είναι ο πάπας. Αρχή των πάντων είναι ο πάπας.
Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο· εκπροσωπεί τον Θεό και τα πάντα και συνεπλήρωσε την θρησκευτική θεωρία. Αν το γυρίσωμε στην πνευματική θεωρία, είναι σήμερα θεότης των πάντων η γνώση και η επιστήμη. Τα πάντα ερμηνεύονται απ΄ αυτήν. Ότι πιάσει η ανθρώπινη γνώση είναι σωστό, ότι δεν το πιάσει, αυτό δεν υφίσταται. Αυτή είναι η υπόλοιπη υλιστική θεωρία. Και οι δύο θεωρίες μαζί εκπροσωπούν το σύνολο του ουμανισμού.
Ο ουμανισμός είναι η σύγχρονος θεότης. Παρούσης της θεότητος αυτής, φεύγει ο Θεός Λόγος· δεν τον χρειάζονται. Αυτό, για να το πούμε στη θρησκευτική γλώσσα, είναι η εκ-σάρκωση του Θεού Λόγου. Όπως η σάρκωση Του έγινε διά της συγκαταβάσεώς Του, πού φόρεσε την ανθρώπινη φύση και διά της ανθρωπινής Του φύσεως κοινώνησε με την υπόλοιπη κτίση και προκάλεσε την ισορροπία την οποία εκλόνισε η πτώση, τώρα, με αυτόν τον τρόπο, οι άνθρωποι απωθούν τον Λόγο του Θεού, τον «εκ-σαρκώνουν». Φεύγοντας Αυτός, ο άνθρωπος γίνεται δυστυχής, αφού Εκείνος είναι «η ειρήνη ημών». Όταν μας επλησίασε τί είπε; «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν».
Αφού Αυτός είναι «η ειρήνη ημών», Αυτός θεοπρεπώς δίδει σε μας την ειρήνη Του και μας κάνει μετόχους μιάς αληθινά ειρηνικής ζωής. Διά της παρουσίας των θεοτήτων πού προαναφέραμε, Αυτός φεύγει, εκ-σαρκώνεται. Όταν φεύγει Αυτός πού αποτελεί την πραγματική ευτυχία, ο άνθρωπος γίνεται δυστυχής. Δεν τον ικανοποιούν τα υλικά. Ο άνθρωπος δεν είναι κύριος μόνον της υλικής αλλά και της νοητής κτίσεως. Εφ΄ όσον στην νοητή κτίση, διά της γνώσεως, μπορεί να είσδυση και διά της Χάριτος να την κατάκτηση, άρα είναι κύριος πάντων. Ο άνθρωπος, ο όποιος σήμερα μπήκε στον γνόφο της θεώσεως και γίνεται κατά Χάριν Θεός, μπορεί να γίνη ευτυχής διά της ύλης;
Αυτές είναι οι σημερινές πλάνες της υλιστικής κοσμοθεωρίας πού παρασύρουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Γι΄ αυτό σ΄ αυτές τις δύσκολες ημέρες έχομε μεγάλη ανάγκη αγωνιστικότητος για να ανταποκριθούμε στις πονηρίες του σατανά πού αποπλανά τους δικούς του οπαδούς και τους προσβάλλει. Και αυτό δεν θα λείψη, πάντοτε θα υπάρχη· δεν μας ξενίζει. Και θα υπάρχει, εφ΄ όσον οι Πατέρες διά της Χάριτος μας ερμήνευσαν ότι στις έσχατες μέρες θα πληθυνθή αυτό το κακό και «ει δυνατόν πλανηθήσονται και οι εκλεκτοί».
Σκεφθήτε «ποταπούς; δει ημάς είναι εν αγίαις αναστροφαίς» όπως λέει ο Απόστολος Πέτρος, για να μην παρασυρθούμε. Μας προείπαν ήδη οι Πατέρες και το βλέπομε πρακτικά στη ζωή μας, ότι τόσο θα είναι εξαπλωμένη και εκτεταμένη η πλάνη, ούτως ώστε και οι εκλεκτοί θα παρασύρονται· δεν θα μπορούν να διαγνώσουν. Χρειά¬ζεται σήμερα προσοχή στην εντέλεια για να μην παρασυρθούμε. Και σαν συνετοί πού είμεθα, «εν σοφία προς τους έξω περιπατούντες», να μην μας παρασύρη καμμιά μορφή πλάνης, με οποιανδήποτε αφορμή και αν έρχεται. Κύριος στόχος εδώ είναι το πώς να βρούμε τον Θεό από τον οποίο ξεκόβουμε κάθε τόσο.
Μάθαμε από τους Πατέρας ότι ο Θεός βρίσκεται κεκρυμμένος μέσα στις εντολές Του· δεν είναι πουθενά αλλού. Όποιος θέλει να τον βρή, θα τον βρή εκεί μέσα. Ού πάς ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται… αλλά ο έχων τάς εντολάς μου και τηρών αυτάς. Πολλοί εν εκείνη την ήμερα θα μου πήτε. Κύριε, ουχί τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν και δυνάμεις εποιήσαμεν και εις τας πλατείας ημών εδίδαξας και έμπροσθέν σου εφάγομεν και επίομεν»; Και θα σας πω: «Απόστητε απ΄εμού πάντες οι εργάται της αδικίας. Ουκ οίδα ημάς».
Άρα το νόημα είναι το εξής: Η αποστολή των πιστών στον κόσμο αυτόν δεν είναι καμμία άλλη παρά πώς, μέρα και νύκτα, με όσες δυνάμεις έχουν, εξωτερικές και εσωτερικές, να προκαλέσουν την Χάριν, όχι αντιληπτικά, αλλά να μπη, να ενοικήση μέσα τους· «ενοικήσω, γάρ φησί, εν αυτοίς και εμπεριπατήσω και έσομαι αυτοίς Θεός και αυτοί έσονται μοι λαός».
Ο άνθρωπος πρέπει να είναι προσεκτικός. Καμμιά αφορμή, από οπουδήποτε και αν προέρχεται, δεν πρέπει να τον παρασύρη. Πρέπει να σκέπτεται ως εξής: Αυτό που κάνω είναι το θέλημα του Θεού ή όχι; Εάν δεν είναι, δεν θα το κάνω ποτέ· και αν τα εμπόδια πού παρεμβάλλονται για την εκπλήρωση του θελήματος οδηγούν ακόμα και στον θάνατο, εμείς θα συνεχίσωμε την πορεία μας. Κοίταξε τί λέει ο Παύλος: Ούπω μέχρις αίματος αντικατέστησε προς την αμαρτίαν ανταγωνι¬ζόμενοι και εκλέλησθε της παρακλήσεως, ήτις ως υϊοίς διαλέγεται».
Τρόπον τινά τους διεγείρει εδώ ο Παύλος, διότι είδε την μικροψυχία των πιστών, ότι έχασαν το θάρρος τους από τους πειρασμούς και από την αντίθετη έλξη. Συνηθισμένοι στην ειδωλολατρία, όταν μπήκαν στον κλειό της χριστιανικής νομοθεσίας, τους φάνηκε κάτι παράδοξο και βαρύ και άρχισαν να αποθαρρύ¬νονται, οπότε τους λέει: Μα τί πάθατε;
Ακόμα σεις δεν αντέστητε προς την παρά φύσιν ζωήν, την αμαρτωλή γενικά μέχρι αίματος και αμέσως φύγατε από την παράκληση και την παρηγοριά «ήτις ως υϊοίς διάγεται»; Γιατί αυτά όλα είναι πού θα σας προκαλέσουν την αφορμή να ονομασθήτε υϊοί Θεού. «Ει χωρίς έστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι εστέ και ουχ υϊοί».
Για να επιτύχη ο άνθρωπος πρακτικά, συναντά στην ζωή του δυσκολίες. Αυτές όμως οι δυσκολίες όχι μόνο δεν θα μας προκαλούν την δυσφορία, αλλά θα αποτελούν για μας το δόγμα της ζωής μας. Είναι ο κρίκος από τον όποιο εξαρτάται ολόκληρος μας ο προορισμός. Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».
Και όταν λέει ο Κύριος «ουκ έστε εκ του κόσμου τούτου καθώς καγώ ουκ είμι εκ του κόσμου τούτου, αλλ΄ εγώ εξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου διά τούτο μισεί υμάς ο κόσμος», εννοεί ότι όλες μας οι κατευθύνσεις να οδηγούν προς την αγάπη του Θεού και όλες μας οι αποστροφές να είναι προς την αμαρτία. Και αμαρτία εννοεί την άρνηση. Άρα, προς την αμαρτία η πάλη μας εξικνείται μέχρις αίματος και ακόμα αυτό είναι εισαγωγή. Εάν παραστή ανάγκη να αντισταθούμε προς την αμαρτία μέχρι θανάτου, θα το κάνωμε.
Η αμαρτία είναι ποικίλη, από την άρνηση του Θεού μέχρι και την πλήρη ικανοποίηση του ιδίου θελήματος. Εάν το ίδιο θέλημα, η ιδιοτέλεια, ο ατομισμός, ο προσωπισμός είναι αντίθετος προς το θέλημα του Θεού και αυτόν θα τον πατάξωμε. Για να μπορέσωμε να τα φέρουμε όλα αυτά σε πέρας μόνοι μας είναι δύσκολο, μάλλον δε ακατόρθωτο· «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Χθες, στην ανάγνωση, σχολιάσαμε έναν λόγο κά¬ποιου μεγάλου Πατρός για την ανάσταση του Λαζάρου. Παίρνοντας από την Γραφή, ερμήνευε με λεπτομέρεια πώς έγινε η ανάσταση. Και έγινε κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην μπορέσουν οι Εβραίοι να την συκοφαντήσουν.
Επειδή ήταν έτοιμοι να πούν πώς έκρυψαν έναν νέο οι οπαδοί του Ναζωραίου μέσα στο σπήλαιο και ύστερα τον έβγαλαν, λέγοντας ότι ο Χριστός τον ανέστησε. Γι΄ αυτό έρχεται ο Ιησούς μας και ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν; και ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν». Και λένε οι άλλοι: «Κοίταξε πώς τον αγαπούσε»! Και ύστερα του έδειξαν τον τάφον.
Μήπως αγνοούσε ο Κύριος μας πού ήταν ο τάφος με τον νεκρόν Λάζαρο; Αφού Αυτός, δύο μέρες πριν πεθάνει ο Λάζαρος κι ενώ βρισκόταν μακρυά στον Ιορδάνη, λέει στους μαθητάς του. «Λάζαρος ο φίλος ημών ασθενεί». Και όταν ακόμα οι αδελφές του Λαζάρου τον ειδοποίησαν ότι «ίδε, ον φιλείς ασθενεί», Αυτός «εμεινε εν ω ην τόπω δύο ημέρας» και τότε λέει, «άγωμεν εις την Ιουδαίαν πάλιν».
Όλα αυτά τα ήξερε και δεν ήξερε πού ήταν ο Λάζαρος; Παρ΄ όλα αυτά το κάνει έτσι για να κλείση το στόμα των Ιουδαίων και να τους κάνη αυτόπτες μάρτυρες της αναστάσεως, για να μην δικαιολογηθούν ούτε στην παρούσα, ούτε στην μέλλουσα ζωή ότι δεν είδαν και δεν επίστευσαν. «Ει μη ήλθον και ελάλησα αυτοίς, αμαρτίαν ουκ είχον νυν δε πρόφασιν ουκ έχουσι περί της αμαρτίας αυτών».
Βαδίζοντας προς το μνημείο, συναντάται ο Κύριος μας με την Μάρθα παραπονουμένη. Διότι από την λύπην της η Μάρθα ξεχάστηκε. Καμμιά φορά τα βαριά γεγονότα βγάζουν τον άνθρωπο από την λογική. Τα πολύ συγκλονιστικά γεγονότα προκαλούν στον άνθρωπο τέτοιας μορφής λύπη πού ξεχνά τον εαυτό του. Λέει λοιπόν η Μάρθα στον Ιησού. Αν ήσουν εδώ δεν θα απέθνησκε ο αδελφός μου. Και ο Κύριος απαντά: Θα αναστηθή ο αδελφός σου.
Ναι, λέει αύτη, στην ανάσταση των νεκρών, στην παλιγγενεσία, ξέρω ότι θα αναστηθή. Και ο Ιησούς διακηρύττει: «Εγώ είμι η ανάστασις και η ζωή». Πιστεύεις τούτο; «Ναι, Κύριε, πιστεύω ότι συ είσαι ο Υιός του Θεού ο εις τον κόσμον ερχόμενος». Μετά πάλιν ξεχνάει και όταν διατάζει ο Κύριος να ανοίξουν τον τάφο, του λέει: «Κύριε, τεταρταίος εστίν, όζει· πώς θα τον ανοίξωμε;». Μα δεν σου είπα να πιστεύης; Της απαντά.
Ανοίγουν τον τάφο και ο Κύριος μας ύψωσε τους οφθαλμοίς στον ουρανό και είπε: «Πάτερ, ευχαριστώ Σοι ότι ήκουσάς μου. Και ήδειν ότι πάντοτε μου ακούεις, αλλά για τον περιεστώτα όχλον είπα, για να ακούσουν αυτοί ότι με απέστειλες». Και με φωνή μεγάλη προστακτική λέει: «Λάζαρε, δεύρο έξω». Και εξήλθε ο τεθνηκώς δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας κειρίαις, και η όψις αυτού σουδαρίω περιεδέδετο». Ήταν τυλιγμένος μέσα στις ταινίες και το πρόσωπο του δεμένο και κολλημένα τα σεντόνια πάνω του με την σμύρνα και την αλόη, πού ήταν ρυτίνη κολλητική. Και καθώς βλέπετε, έγιναν δύο θαύματα. Το ένα, επέστρεψε η ψυχή στο σώμα, και το άλλο, βγήκε δεμένος από το βάθος του σπηλαίου.
Και λέει ο Κύριος: «Λύσατε αυτόν και άφετε υπάγειν». Τους βάζει να τον λύσουν οι ίδιοι για να δουν και να μην πουν ύστερα ότι ήταν ψέματα, αλλά, κατά τον Σολομώντα, «εις κακότεχνον ψυχήν ουκ εισελεύσεται σοφία ουδέ κατοικήσει εν σώματι καταχρέω αμαρτίας». Πράγματι, αν ο Θεός δεν νεύση στην καρδία του ανθρώπου, δεν μπορεί αφ΄εαυτού του τίποτε να κάνη. Είδαν οι Ιουδαίοι τόσον ζωντανό θαύμα, διεπίστωσαν με τα ίδιά τους τα μάτια την ανάσταση του νεκρού· του έλυσαν οι ίδιοι τα δεσμά και συνεχάρησαν τον αναστάντα. Και όμως δεν επίστευσαν. Οκτώ μέρες μετά το θαύμα αυτό έκραζαν ομοθυμαδόν «άρον, άρον σταύρωσον Αυτόν»!.
Και ΄μείς τώρα με το να φυλάξωμε αυτά πού είπαμε και να βρεθούμε έτοιμοι στο να μείνωμε πιστοί στις υποσχέσεις μας, πρέπει μαζί με την προσπάθεια και την θέλησή μας να συνεργήση και η θεία Χάρις. Γι΄ αυτό χρειαζόμεθα να κρατούμε και αυτές τις μικρές ακόμα παραδόσεις. Τις μικροπαραδόσεις πού μας παρέδωσαν οι παλαιοί, είναι και αυτές αναγκαίες; Πού είναι εκείνοι πού λένε, πού γράφει να κάνης σταυρούς, πού γράφει να κάνης μετάνοιες, πού γράφει να προσκυνάς τις εικόνες, πού γράφει να πιστεύης;
Αυτά λένε οι διάφοροι πού θέλουν να διαστρέφουν την πραγματικότητα. Όμως τούτα τα μικρά τα σύμβολα, αυτοί οι προγραμματισμοί, αυτοί οι νόμοι, αυτά τα καθήκοντα είναι εκείνα τα οποία, όταν ο πιστός τα κάνη, κρατάει μαζί του την συνεργασία της Χάριτος, από την οποία πηγάζει θέρμη και ζήλος. Αυτός ο ζήλος και η θέρμη τα οποία πήραμε από τα μυστήρια, είναι αυτά πού διατηρούν ενδημούσα την παρουσία της Χάριτος, πού μαζί με την δική μας προαίρεση ενεργεί και μας βοηθάει ώστε τα ακατόρ¬θωτα να γίνωνται κατορθωτά.
Τότε «τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ. «Έστωσαν οι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι». Αυτές είναι ακριβώς οι οσφύες και ο λύχνος, ο κατά Θεόν ζήλος ο οποίος παραμένει μαζί μας, όταν κρατούμε αυτούς τους κανόνες. Ποτέ να μην παραβαίνετε το πρόγραμμα. Είδατε τί λέει ο Κύριος μας; «Και τούτο δει ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι».
Κατέλειπαν τους μεγάλους νόμους και τις μεγάλες εντολές και αποδεκάτωναν τον δυόσμο και τον άνιθο και έκαναν αυτά τα ουτιδανά φαρισαϊκά για να δείξουν ότι τηρούν τον νόμο. Και έρχεται ο Κύριος μας και τους ελέγχει και δεν λέει ότι είναι αυτά περιττά, αλλά βεβαιώνει, «και ταύτα έδει ποιήσαι, κακείνα μη αφιέναι»· δηλαδή και αυτά τα μικρά θα κάνετε, και τα μεγάλα δεν θα παραλείψετε. Και ΄μείς τώρα, για να αποδείξωμε ότι είμεθα οπαδοί της θείας αποκαλύψεως, πρέπει να κρατήσωμε την παράδοση.
Παράδοση και πρόγραμμα είναι το απαραίτητο στοιχείο σε όλα τα κτιστά όντα τα οποία έχουν κατά μετοχήν την ύπαρξή τους. Αν και κατασκευάσθημεν από τον Θεό ως λογικά όντα και ελεύθερα να κινούμεθα, εν τούτοις, χωρίς την μυστηριώδη συνεργασία της Χάριτος του Θεού, αφ΄ εαυτών, δεν μπορούμε τίποτε να κάνωμε. Αν είμεθα λογικοί και αν είμεθα ζωντανοί και αν είμεθα αγαθοί, όλα αυτά τα έχομε κατά μετοχή, δεν τα έχομε κατά φύσιν.
Κατά φύσιν μόνο ο Θεός είναι η απόλυτος αγαθότης, η απόλυτος παντοδυναμία, η απόλυτος πανσοφία, η απόλυτος παναγάπη. Εμείς, αν όλων τούτων μετέχωμε, κατά μετοχήν μετέχομε. Δεν τα έχομε αφ΄ εαυτών, τα παίρνομε απ΄ Αυτόν και για να τα κρατούμε πρέπει να υπάρχη συνεχής επαφή μαζί Του.
Όταν κατεσκεύασε ο Θεός τα λογικά όντα, τους έδωσε αμέσως πρόγραμμα, και στην αγγελική και στην ανθρώπινη φύση: «Από τούτο θα φάτε, από εκείνο όχι· αυτό θα κάνετε, εκείνο δεν θα κάνετε». Και αυτά τα προγράμματα παρέβησαν και δημιούργησαν την πτώση.
Έρχεται ο Ιησούς μας, θεραπεύει την πληγή και δίδει αμέσως εντολές για να επαναφέρη τον άνθρωπο πάλι πάνω στις σωστές γραμμές. Όπως στα τραίνα, αν τα βαγόνια δεν είναι πάνω στις ράγιες, είναι αδύνατον να κινηθούν και να ενεργήσουν, έτσι και στον άνθρωπο κατά φύσιν είναι να στέκεται πάνω στο πρόγραμμα, να φυλάη τις εντολές.
Αν αυτό το κάνη, τότε αυτός ο τρόπος είναι η συνεχής επαφή με την Χάριν του Θεού. Και τότε, ευρισκόμενη η θεία Χάρις έν ενεργεία μέσα του διά της τηρήσεως αυτών των παραδόσεων, ενώνει την προαίρεση του και την καλή του θέληση, με την ενέργεια της θείας Χάριτος και επιτυγχάνει.
Τούτο είναι πού λέει ο Παύλος «πάντα ίσχύομεν έν τω ένδυναμούντι ημάς Χριστώ». Διά την απουσία της Χάριτος ο Ιησούς μας λέει: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Να ένας απαραίτητος όρος πού πρέπει να υπάρχει διά να σύμπραξη η θεία Χάρις με την ανθρώπινη προαίρεση!
Απόδειξη ότι οι Εβραίοι, παρ΄ όλο πού είδαν το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου, αργότερα, μετά από λίγες μέρες, όταν τους παρακίνησαν οι αρχιερείς, άρχισαν να φωνάζουν: «Άρον, άρον σταύρωσον Αυτόν».
Δεν ενήργησε μέσα τους η Χάρις του Θεού, γιατί ήσαν ανεπίδεκτοι και τους έλειπε εκείνο πού προκαλεί τον Θεό, γι΄ αυτό δεν ίσχυσαν τα εξωτερικά στοιχεία. Τώρα σε μας γεννάται και μια δεύτερη θεωρία, η οποία είναι υπέρ μας και είναι η εξής: Ότι εμείς οι ελάχιστοι πιστοί πού μένομε τώρα, απ΄ότι διαπιστώνομε, καταλαβαίνομε ότι, αν είμεθα πιστοί και αγωνιζόμεθα με τις πτωχές μας δυνάμεις να συγκρατηθούμε, αυτό δεν είναι δικό μας πράγμα, όπως νομίζει κανείς, αλλά είναι μια απόδειξη ότι είναι μαζί μας πρακτικά ο Θεός.
Γιατί, αν Αυτός δεν ήταν, εμείς δεν θα μπορούσαμε να είμεθα πιστοί. Και αν εμείς είμαστε πιστοί, δεν το βρίκαμε από κάποια ευφυΐα. Είναι γιατί, κατά τον Παύλο, «μας προώρισεν ο Θεός διά τούτο και μας κάλεσε». Φαίνεται ότι ο Θεός μας είχε προορισμένους για τον σκοπό πού ξέρει Αυτός και μας «ήλκυσε». Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο Πατήρ μου ο πέμψας με, ελκύση αυτόν».
Έλξη όχι κλήση. Μας τράβηξε η Χάρις και, αφού σήμερα είμαστε πιστοί, άρα παραμένει πρακτικά μαζί μας. Αν πρακτικά ο Θεός είναι μαζί μας, τότε γιατί να φοβηθούμε; Εάν «ο Θεός μεθ΄ ημών, τις καθ΄ημών;» Αυτή είναι η πραγματικότης. Ένα μένει τώρα, ο φόβος μήπως νυστάξωμε και πλανεθούμε και γυρίσωμε πίσω. Τότε υπάρχει κίνδυνος να χαθούμε. Εάν όμως εμείς είμαστε προσεκτικοί, ούτως ώστε να μην πάθωμε αυτόν τον νυσταγμό, η θεία Χάρις η οποία φαίνεται πρακτικά ότι είναι μαζί μας, θα μας ολοκλήρωση στο να πετύχουμε τις θείες επαγγελίες. Διότι τα χαρίσματα του Θεού είναι αμεταμέλητα, απαραχάρακτα, απαραβίαστα. Ο Θεός δεν φοβάται κανένα, ούτε αλλοιώνεται στις αποφάσεις Του.
Γι΄ αυτό προσέχετε, κρατάτε ακριβώς αυτό πού έχετε. Μην παραμελήτε τα καθήκοντά σας, ακόμα κι εκείνα πού φαίνονται μικρά· έστω εκείνη την προσευχή πού είστε υποχρεωμένοι να κάνετε, ή κάτι το όποιο δεν πρέπει να πάρετε, μην το αρπάζετε. Τα ζώα, ένώ πεινούν, δεν τρών το χορτάρι προτού το μυρίσουν, αν δεν τα πληροφόρηση η οσμή ότι είναι ακίνδυνο. Πόσο μάλλον εμείς πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να εξετάζωμε τί σκοπό έχουν οι προφάσεις και οι αφορμές πού μας κυκλώνουν. Εξυπηρετούν τον σκοπό μας; Δηλαδή δεν μας χωρίζουν από τον Θεό;
Και δεύτερον, δεν μας χωρίζουν από τα υπόλοιπα καθήκοντά μας; Έτσι γίνεται το ξεκίνημα. Συναντούμε μετά δυσκολίες; Σημειώνομε το σημείο του Σταυρού και επικαλούμεθα τον πάντοτε μαζί μας μένοντα Θεό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός των δυνάμεων, βοήθησε το πλάσμα Σου». Και συνεχίζομε. Εάν έτσι βαδίζομε, να ξέρετε ότι «τοις Αγγέλοις Αύτού εντελείται», όπως λέει, και «επί χειρών αρούσιν σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου». Γιατί ο Θεός τους δικούς Του ποτέ δεν τους αφήνει, αλλά πάντοτε μένει μαζί τους. Ο Ιησούς μας τονίζει και τούτο: «Ιδού εγώ μεθ΄ υμών είμι πάσας τας ημέρας» και «ουκ αφήσω ημάς ορφανούς».
Γι΄αυτό να κρατάτε την παράδοση και ας σας κοροϊδεύουν οι άλλοι ότι κάνετε πράγματα τα οποία θεωρούνται απηρχαιωμένα. Είναι απηρχαιωμένα τα δικά μας τα οποία οδηγούν στην ζωή και στην αθανασία και είναι της εξέλιξης τα δικά τους πού μας αποβλακώνουν και μας μεταφέρουν στην «μάνδρα της Κίρκης;» Σήμερα η χωρίς Θεόν κοινωνία είναι μια μεγάλη μάνδρα της Κίρκης πού μπαίνουν μέσα άνθρωποι και βγαίνουν οτιδήποτε εκτός από άνθρωποι.
Εμείς μένομε πιστοί, γιατί το θέμα της πίστεως δεν χρειάζεται εξέλιξη, αφού δεν υπόκειται στην ανθρώπινη γνωσιολογία. Όταν ξεπέσαμε με την απροσεξία μας, ο Θεός συγκατέβη από την αγαθότητά Του και ήρθε και μας βρήκε και μας είπε τον τρόπο της επιστροφής. Αυτό δεν χωράει εξέλιξη και δεν είναι ανάγκη να ρωτήσωμε τον ορθολογισμό. Ο Θεός απεκαλύφθη και μας ερμήνευσε τον όρο και τον νόμο της πίστεως.
Είμαστε πιστοί γιατί πιστεύομε σωστά στο Θεόπρώτο είναι αυτό. Στον εαυτό μας αισθανόμαστε ταπεινοί· αυτό είναι το δεύτερο. Διότι πράγματι είμαστε ταπεινοί, εφ΄ όσον χωρίς την Χάριν του Θεού τίποτε δεν μπορούμε να κάνωμε. Και το τρίτο, προς τους πλησίον μας έχομε συμπάθεια και αλληλεγγύη. Αυτοί οι τρεις κανόνες ολοκληρώνουν την προσωπικότητά μας.
Εκείνος ο οποίος στον συνάνθρωπό του είναι συμπαθής και επιεικής, στον εαυτό του ταπεινός και στον Θεό πιστός, αυτός στέκεται στην βάση του σαν χριστιανός. Αυτά όμως για να επιτευχθούν χρειάζονται την παρουσία της Χάριτος, διότι μόνη της η προαίρεση του ανθρώπου δεν φτάνει. Προ της ενανθρωπίσεως του Θεού Λόγου, αυτή την προαίρεση οι πρόγονοί μας την είχαν σε μεγαλύτερο βαθμό από μας και δεν μπορούσε να τους σώση.
Την είχαν και οι Προφήτες, και οι δίκαιοι και άλλοι άνθρωποι, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, αν δεν ερχόταν ο Θεός Λόγος να δώση κατ΄ ενέργειαν την, Χάριν Του. Γι΄ αυτό επιμένουμε στο θέμα τούτο από την μικρή μας πείρα. Κρατάτε την παράδοση αυτή, τον κανόνα σας, το πρόγραμμα. Χωρίς πρόγραμμα να μην ζήτε ποτέ. Χωρίς πρόγραμμα να αισθάνεστε ότι κάτι σας λείπει, ότι φύγατε από την βάση σας. Να κρατάτε τον προγραμματισμό σας, γιατί βοηθεί σε δύο πράγματα. Στη αρχή είναι λίγο δύσκολο, διότι δεν είστε συνηθισμένοι.
Μετά όμως το συνηθίζετε, γίνεται έξη και ο κόπος πού αισθανόμαστε στην άρχή χάνεται. Ύστερα η έξη αυτή επικρατεί σε τέτοιο σημείο πού, και αν ακόμα έλθουν παράγοντες τέτοιοι πού θέλουν να σας παρασύρουν, δεν μπορούν και έτσι μένει ενδημούσα μαζί σας η θεία Χάρις. Πολλά πνευματικά παιδιά, πού παρακολουθούμε στον κόσμο και όχι μόνο παιδιά αλλά και μεγάλοι άνδρες και οικογενειάρχες, οι οποίοι έπιασαν το νόημα αυτό, κάθε μέρα μας κάνουν διαπιστώσεις και μας λένε: «Γι΄ αυτό το μικρό πού κάνομε, αισθανόμαστε από πάνω μας το χέρι του Θεού.
Πόσες φορές μπαίνομε σε ολοκληρωτικούς κινδύνους και αυτομάτως μας σώζει η ιδιαιτέρα Χάρις του Θεού, την οποία αισθανόμαστε ότι πηγάζει από εκεί, από την μικρή προσπάθεια του προγράμματος. Συνηθίσαμε και δεν μπορούμε να παραλείψουμε πλέον το καθήκον μας και, κρατούντες αυτό ακριβώς, αισθανόμαστε πρακτικά την σκέπη του Θεού μαζί μας».
Αυτοί σας το λέω ως πραγματικό γεγονός των ημερών μας και όχι ως διήγηση. Γι΄ αυτό και σεις να κρατήσετε αυτό το πράγμα· μην το παραμελήτε ποτέ. Μην ακούτε τον μάταιο αυτόν κόσμο. Ο κόσμος σήμερα πλανάται. Άκουσα μια κυρία, μια περίφημη μητέρα, η οποία συμβούλευε την κόρη της και έλεγε: «Άκουσε, κόρη μου, εγώ σαν μεγαλύτερη μπορεί να πεθάνω και οι μέρες πού έρχονται είναι πολύ δύσκολες. Δεν μπορούμε να τις περιγράψουμε. Μπορεί νάρθη μια περίοδος, όπως τότε στους Εβραίους, και να χαθούν οι γραφές και τα ευαγγέλια.
Όπως και ήρθε αυτή η περίοδος, όπως αναφέρουν επί Ιωσίου του ευσεβούς Βασιλέως. Βρήκαν τότε ένα αντίγραφο του Μωσαϊκού νόμου και το διάβασαν. Όταν το άκουσε ο Βασιλεύς έσχισε τα ρούχα του από την τόση ασέβεια πού είχε επικρατήσει και σ΄ αυτούς πού αιχμαλωτίστηκαν και διαιρέθηκαν. «Αν λοιπόν έλθη μια περίοδος τέτοια, της λέει, και δεις ότι δεν υπάρχει το ευαγγέλιο και έτσι δεν θα ξέρετε τί να κάνετε, τότε να κοιτάς τί κάνει ο κόσμος κι εσύ να κάνης το αντίθετο.
Και αυτό θα είναι το ευαγγέλιο». Τόσο χάρηκα πού την άκουσα! Αυτός είναι ο σημερινός κόσμος· και το είπα, για να μην ντρέπεστε πού σας λένε ότι είστε καθυστερημένοι και αρτηριοσκληρωτικοί. Μην τους ακούετε και αφήνετε την παράδοσή σας. Την ώρα πού θάρθη ο μεγάλος πειρασμός να πειράξη «τους κατοικούντας την οικουμένη», τότε να δούμε τί θα τους σώση!
Τότε θα διαπιστώσετε ότι, όντως, εκείνη την ώρα ο Θεός σώζει τους δικούς Του. Βέβαια δεν ευχόμαστε κάτι τέτοιο, αλλά ομολογούμε εκφράζοντες την πραγματικότητα. Όσοι είναι του Θεού, αυτοί θα σωθούν και δεν εννοώ σωματικώς. Αν βρεθούμε και ΄μείς σε πειρασμό, μπορεί σωματικώς να μην σωθούμε, αλλά δέν σημαίνει τούτο τίποτε.
Διότι, όταν έλθη πυρκαϊά, καίει και τα χλωρά μαζί, δεν καίει μόνο τα ξηρά. Και αν εμείς πεθάνωμε, και αν πάθωμε ζημιά σωματική, τούτο δεν σημαίνει ότι χάσαμε. Μάλιστα αυτό είναι το βραβείο, διότι «τελειωθέντες εν όλίγω πληρώσωμεν χρόνους μακρούς», αφού παραμείναμε πιστοί στον Θεό.
Έτσι λοιπόν, κρατήστε την πίστη σας, τηρήσατε την παράδοση, το πρόγραμμά σας. Σ΄ αυτό επιμένω και πάντα το τονίζω. Σας μιλώ από την πρακτική μου πείρα. Δοκιμάστε στον εαυτό σας και θα δήτε· οσάκις δεν έχετε πρόγραμμα, δεν μπορείτε να σταθήτε, αλλά θα είστε σε μια ακαταστασία. Όταν όμως επιμένετε στο πρόγραμμα, θα διαπιστώσετε ότι η θεία Χάρις θα είναι μαζί σας και θα ευρίσκεσθε σε μια ισορροπία. Αμήν.
Πηγή:Γέροντος Ιωσήφ (Βατοπαιδινού), § Περί ενσαρκώσεως του Θεού Λόγον και περί φυλακής του προγράμματος (Εβδομάδα των Βαΐων), Αθωνικά Μηνύματα, σελ. 145-160, Έκδοσις Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1995

Τρίτη, Μαρτίου 10, 2015

Απόγνωση, αποθάρρυνση και θάρρος


iosif-isixastis
Στην πνευματική μας πορεία, υπάρχει κάτι που είναι ο μεγαλύτερος σκόπελος. Και είναι τόσο πολύ σημαντικό, γιατί αυτό, εάν το προσέξει ο άνθρωπος, πολλά κερδίζει. Εάν όμως δεν το προσέξει, πολύ ζημιώνεται. Ο σκόπελος αυτός λέγεται αποθάρρυνση, απογοήτευση και βρίσκεται μέσα στην πρακτική υφή της ζωής μας. Όπως και άλλες φορές είπαμε, οι αρχές και οι γραμμές βάσει των οποίων γίνεται το ξεκίνημά μας, είναι η ορθή πίστη και η αγαθή προαίρεση. Η πρακτική όμως, η κατ’ ενέργειαν, η ενεργοποιός μερίδα του ανθρώπου, είναι εκείνη η οποία τον αποδεικνύει πιστό, δηλαδή επισφραγίζει την ομολογία του. Μέσα σε αυτή την πρακτική, ο άνθρωπος είτε προβιβάζεται και επιτυγχάνει, είτε υποβιβάζεται και χάνει. Το σημείο εκείνο το οποίο είναι τόσο επωφελές για μας, έγκειται σε τούτο, στο να μην χάνουμε το θάρρος μας, αλλά να συνεχίζουμε, παρ’ όλες τις δυσχέρειες και τις επιπλοκές που υπάρχουν μέσα στην ενεργητικότητα της πρακτικής.
Η αμαρτία επιδιώκει να απατήσει τον άνθρωπο, διότι η φύση της, αν την ερευνήσουμε, είναι απάτη. Στην ουσία δεν υπάρχει κακό, αλλά το νόημα είναι που το μεταβάλλει. Επειδή ακριβώς μεταβαλλόμενη διά του νοήματος μία πράξη γίνεται ένοχη, εάν δεν καλυφθεί από την πρόφαση της απάτης, δεν πλανάται ο νους του ανθρώπου. Όπως δεν είναι δυνατό να βαδίσει κανείς στην καταστροφή του και στην απώλειά του, βλέποντας τον προκείμενο κίνδυνο. Για να αψηφά τον κίνδυνο, πρέπει αυτός να συγκαλυφθεί με κάποιο τρόπο, ούτως ώστε να απατήσει τον άνθρωπο και να πέσει στην παγίδα. Αυτός είναι ο απατηλός τρόπος της προβολής της αμαρτίας, του κακού, και με αυτό τον τρόπο συλλαμβάνεται ο άνθρωπος, ελέγχεται ως άπιστος και ότι οι υποσχέσεις του προς τον Θεό, ότι θα τον αγαπά εξ όλης της ψυχής, είναι ψεύτικες.
Ένας μεγάλος ισχυρός παράγοντας, ο οποίος είναι ο συντελεστής της επιτυχίας μας, είναι ακριβώς το να κρατήσει ο άνθρωπος το θάρρος του. Μου δόθηκε αφορμή από τη βιογραφία του μεγάλου Πατέρα μας Νήφωνος, Επισκόπου Κωνσταντιανής, ο οποίος πολλά έχει να μας διδάξει στο θέμα του θάρρους. Σε αυτό έχει ιδιαίτερη επίδοση.
Καθένας από τους μεγάλους και κορυφαίους Πατέρες, έχει μία επίδοση ιδιαίτερη, παρ’ όλο που όλοι έχουν φθάσει στο τέρμα της κατά άνθρωπον τελειότητας. Εν τούτοις κατά ένα ιδιαίτερο φυσικά τρόπο πέτυχαν περισσότερο σε ένα τομέα, τον οποίο και εκφράζουν. Ειδικά στο πρόσωπο αυτού του μεγάλου φωστήρα, βρίσκεται ακριβώς αυτός ο παράγοντας του θάρρους. Στην πραγματικότητα αποθάρρυνση δεν υπάρχει, για τον εξής λόγο. Το εάν είμεθα πιστοί, και ιδίως αν ακολουθούμε αυτό τον ιδιαίτερο δρόμο που οδηγεί -ανθρωπίνως – στην τελειότητα, δεν είναι αυτό τυχαίο, ούτε εξ ιδιαιτέρας μόνο προθέσεως. Οι περισσότεροι από εμάς βρεθήκαμε στη ζωή αυτή καθαρά από ένα θαυματουργικό τρόπο της επεμβάσεως της Χάριτος του Θεού. Αυτός μας οδήγησε, γιατί ακριβώς μας είχε προορίσει. Έχοντας επίγνωση ότι είμαστε προσκεκλημένοι, προορισμένοι και ήδη δικαιωμένοι, δεν τίθεται πλέον θέμα αποθαρρύνσεως, δεν τίθεται θέμα έρευνας και αμφιβολίας. Τώρα γεννιέται το δεύτερο θέμα, το πρακτικότατο. Στην ώρα που γίνεται η μάχη, ενδέχεται ο άνθρωπος να πέσει.
Αλάνθαστος άνθρωπος δεν υπάρχει, και ιδίως όταν είναι ακόμα ατελής και εμπαθής. Πολλά πράγματα δεν τα γνωρίζει, σε άλλα δε είναι αδύνατος. Αλλά και απειρία έχει και άνισο πόλεμο διεξάγει, διότι οι εχθροί μας είναι πνεύματα, δεν είναι όπως εμείς, σώματα, τα οποία υφίστανται, κατά κάποιο τρόπο, διάφορες τροπές και αλλοιώσεις. Όλα αυτά, και τα τόσα άλλα, τα οποία άλλες φορές ερμηνεύσαμε, είναι εκείνα που μας προκαλούν ολισθήματα, αποτυχίες και γενικά λάθη.
Ο διάβολος, ο οποίος είναι πονηρός και γνωρίζει τη σημασία της αποθαρρύνσεως πόσο ισχυρή είναι, δίνει το μεγαλύτερο βάρος εδώ, κατά τη γνώμη των Πατέρων, στο να προκαλέσει αποθάρρυνση, μετά το λάθος του αγωνιστή. Να του κόψει το θάρρος, γιατί το θάρρος είναι όπως στο σώμα το κεφάλι, που είναι το κεντρικότερο μέρος από το οποίο και εξαρτάται ολόκληρο το σώμα. Έτσι και στην ενεργητικότητα του ανθρώπου, το μεγαλύτερο μέρος είναι ακριβώς το θάρρος, ο ζήλος, η ορμή, από όπου πηγάζει η ενέργεια.
Το θέμα της μετανοίας και της πρακτικής πίστεως δεν είναι αφηρημένο, είναι συγκεκριμένο. Πιστεύει κανείς και βαδίζει· και όχι μόνο βαδίζει, αλλά εντατικά αγωνίζεται, επιμένει και κτυπά, περιμένοντας ότι θα του ανοίξουν. Όταν όμως χάσει το θάρρος; Τότε σταματά, δεν βαδίζει πλέον, ούτε κτυπά, ούτε ζητά, ούτε παρακαλεί και, κατά κάποιο τρόπο, παραδίδεται άνευ όρων. Είναι πάρα πολύ μεγάλης σημασίας το θέμα του θάρρους, στο να το κρατά κανείς και να το ανακτά, όταν το βλέπει να κινδυνεύει και ποτέ να μην το προδίδει.
Η αμαρτία ποτέ δεν εμφανίζεται όπως είναι, γυμνή, αφηρημένη, γιατί εάν εμφανισθεί έτσι, δεν απατά εύκολα το νου του ανθρώπου, ώστε να αμαρτήσει. Έρχεται καλυμμένη από μία πρόφαση και με το δόλο αυτό απατά τον άνθρωπο.
Ξέροντάς το λοιπόν αυτό, ποτέ δεν προδίδουμε το θάρρος μας υπό οποιανδήποτε μορφή και αν γλιστρήσουμε. Ακόμη, να πει κανείς, και στην πιο φανερή αφορμή, που νομίζει ότι είναι απόλυτα υπαίτιος -αν ήθελα, δεν το πάθαινα-, και στην πιο προφανή ακόμα πρόφαση που εξ υπαιτιότητάς του ο άνθρωπος αμαρτάνει, δεν πρέπει να χάνει το θάρρος του, δηλαδή και εκεί που αμαρτάνει από δική του απροσεξία. Στη βιογραφία αυτού του μεγάλου φωστήρα, είναι τόσο καταφανές, ώστε πράγματι προκαλεί σε όλους κατάπληξη. Στο πώς, όχι απλώς σε παρεμπίπτουσες και λανθάνουσες καταστάσεις που του προκαλούσαν, με κάποιο τρόπο, ήττα, αλλά και στις προφανέστερες, να μην υποχωρεί και χάνει το θάρρος του. Βρίσκαμε αυτόν τον φωστήρα να μεγαλουργεί και βλέπουμε την ανταπόκριση της Χάριτος του Θεού, στο πόσο εναγκαλίζεται και θεωρεί αθλητή αυτόν, ο οποίος, αν και τραυματισμένος, δεν παραδίδεται.
Και έτσι πρέπει. Διότι στην πραγματικότητα το γεγονός είναι ένα. Κάνει κάποιος μια έρευνα στον εαυτό του την ώρα που γλίστρησε και έπεσε και συνετρίβη· σταματά μία στιγμή και λέει: – Καλά, τώρα εγώ αρνήθηκα τον Θεό; Μέσα μου αλλοιώθηκε κάτι και απεφάσισα ότι θα παύσω να είμαι χριστιανός; Τώρα μέσα μου γεννήθηκε κάτι, που με έπεισε ότι δεν πρέπει να πιστεύω στο Θεό, ούτε πρέπει να τον ακολουθώ; Μη γένοιτο κάτι τέτοιο. Ούτε ως σκέψη δεν είναι δυνατό να υπάρχει μέσα μου αυτό. Μάλλον καραδοκώ και αναμένω να με αξίωσει η Χάρις Του, ακόμα και να πεθάνω. Όχι μόνο να αγωνίζομαι, αλλά, εάν δοθεί αφορμή, να πεθάνω μόνο για την δική Του ομολογία. Αυτό δεν αλλοιώθηκε μέσα μου ποτέ, δεν άλλαξε· πώς λοιπόν τώρα, επειδή γλίστρησα, αποθαρρύνομαι και προδίδω την αγάπη του Θεού; Απάτη είναι. Ήταν μεγάλο το τραύμα, ήταν μεγάλο το γλίστρημα. Μέσα στα μυστήρια του τρόπου της ενεργείας της Χάριτος έγινε, κατά κάποιο τρόπο, αυτός ο πρακτικός τρόπος, που αυτή την ώρα δεν ερευνώ. Φυσικά λαμβάνοντας τη μομφή επάνω μου, και ξέροντας ότι εξ υπαιτιότητάς μου αποσύρθηκε η Χάρις, που με παιδαγωγεί στο να με κάνει συνετότερο, ευλαβέστερο, θερμότερο και προσεκτικότερο. Με παρέδωσε η Θεία Χάρις σε αυτή την πτώση – δεν αποθαρρύνομαι γι’ αυτό το πράγμα – δεν τρομάζω, διότι αν και ξέρω την ευτέλειά μου και ελεεινολογώ τον εαυτό μου ότι δεν είμαι τίποτε, πιστεύω ότι εκείνο που με κρατεί είναι η Χάρις του Θεού. Έτσι δεν χάνω το θάρρος μου. Όχι ότι αισθάνομαι στον εαυτό μου καμμιά ικανότητα – ποτέ αυτό δεν το σκέφθηκα ούτε και θα το σκεφθώ – αλλά έχοντας αποδείξεις της ελεημοσύνης του Θεού απέναντί μου μέχρι σήμερα, στέκομαι ακίνητος και λέω ότι ο χθές Θεός και σήμερα και αύριο είναι ο ίδιος. Δεν έκανε λάθος ο Θεός, όταν με κάλεσε όχι βέβαια για την ικανότητά μου, αλλά για την υπερβολή της αγάπης Του σ’ εμένα τον αμαρτωλό και ορκίσθηκε στον εαυτό Του ότι «δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού μέχρι να επιστρέψει και να ζήσει»(Ιεζεκ. 18,23). Αυτός ο Πανάγαθος Θεός και Πατέρας, κάλεσε και μένα, τον ανύπαρκτο, το ασθενές, το μωρό, το εξουθενημένο και με βαστάζει από τότε που με κάλεσε μέχρι σήμερα, χωρίς να έχει βαρεθεί, και αύριο ο ίδιος είναι, και μεθαύριο ο ίδιος είναι, αφού μένω και εγώ ο ίδιος. Μένω πιστός στην ομολογία μου. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω. Δεν με απασχολεί το πώς εγλίστρησα, άλλωστε έχω και πείρα της ευτέλειάς μου ποίος είμαι». Βλέπετε λογικά πώς τοποθετείται το πράγμα;
Άρα λοιπόν ο Άγιος αυτός, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο αγωνίστηκε, δεν είναι γιατί ήταν εξαίρεση. Ακριβώς την θέση των πραγμάτων τόνισε. Ότι ποτέ κανείς δεν πρέπει να αποθαρρύνεται, γιατί η αποθάρρυνση, όπως είπα, είναι η μεγαλύτερη χαρά του σατανά, διότι βλέποντας αυτός την αποθάρρυνση αποκτά προσωπικότητα, ενώ δεν έχει ούτε θέση, ούτε τόπο, ούτε προσωπικότητα. Ως οντότητα υπάρχει, δεν εννοώ αυτή την προσωπικότητα. Προσωπικότητα εννοώ, ότι δεν έχει θέση, δεν έχει μέτρο να σταθεί απέναντί μας. Ναι, διότι «έρχεται ο κυρίαρχος αυτού του κόσμου, που δεν έχει πάνω μας καμιά εξουσία» (Ιωάν. 14,30) και «έφθασε η ώρα που ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα διωχθεί έξω απ’ αυτόν»(Ιωάν. 12,31). Όταν όμως βλέπει τον άνθρωπο ότι αποθαρρύνεται και υποχωρεί, τότε αυτός παίρνει θέση. Τότε αρχίζει να πιστεύει ότι όντως τον υπολόγισε ο άνθρωπος, τον φοβήθηκε και παρέδωσε τα όπλα του. Αυτό είναι ψέμμα. Βλέπετε πόση μεγάλη σημασία έχει;
Πάντως όμως το γεγονός είναι ένα. Ότι το θέμα της αποθαρρύνσεως έχει πάρα πολύ μεγάλη βαρύτητα, ιδιαίτερα για μάς τους μοναχούς. Επειδή εμείς έχοντας περισσότερη ευχέρεια και πολεμώντας λεπτομερέστερα, ακριβώς βρισκόμαστε σε αυτά τα περιθώρια, στο να ελέγχουμε ακόμα και τις σκέψεις και τα νοήματα από τα οποία προέρχονται οι διάφορες ενέργειες· και επειδή βρισκόμαστε συνεχώς στη γραμμή του πυρός, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε αυτές τις ανασκοπήσεις και έρευνες για να ξέρουμε από πού ερχόμαστε και που πηγαίνουμε. Επομένως χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί οι τρόποι της αποθαρρύνσεως είναι πάρα πολλοί και ο άνθρωπος χάνει το θάρρος του, χάνει το ζήλο του και μειώνει την μαχητικότητά του. Το ότι σκυθρωπάζει και αλλοιώνεται, όλα αυτά είναι είδος αποθαρρύνσεως, είναι είδος ηττοπάθειας. Όλα αυτά ο σατανάς τα εκμεταλλεύεται. Κανένα από όλα αυτά δεν πρέπει να έχει θέση. Δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε. Στη γραμμή του πυρός, εκεί που υπάρχει συνεχής μάχη, δεν είναι παράδοξο να υπάρχουν πληγές.
Όπως μας παρέδωσαν οι Πατέρες, πολλές φορές και η ίδια ακόμη η Χάρις αφήνει τον άνθρωπο -θέλοντας να τον διδάξει και να τον ανεβάσει σε ψηλότερα επίπεδα πρακτικής εμπειρίας- τον αφήνει επίτηδες να κινδυνεύσει από την αμαρτία, για να ερεθίσει έτσι περισσότερο τον θυμό του εναντίον της. Και λαμβάνοντας πληγές ο άνθρωπος, μαθαίνει τους τρόπους από που συνέβησαν αυτά και τότε τον μεν Θεό αγαπά γνησίως, διότι βλέπει την στοργή Του, τον δε διάβολο βδελύσσεται αξίως, βλέποντας την κακότητά του και την πονηριά του και το αδίστακτό του στο να μας καταστρέψει.
Εκείνο το οποίο κατέχουμε και είναι για μας άγκυρα όλης της ελπίδας, αναμφισβήτητης και χειροπιαστής, είναι ότι παραμένει μαζί μας η Θεία Χάρις. Ο καθένας μας από την ημέρα της ευσέβειάς μας, από τότε δηλαδή που εισήλθαμε εκουσίως μέσα στους όρους της μετανοίας μέχρι σήμερα, ποτέ δεν μπορέσαμε, καμία ημέρα, να φυλάξουμε το θέλημα του Κυρίου. Και όμως δεν απομακρύνθηκε! Παραμένει μαζί μας, μάς δικαιώνει από την αγαθότητά Του και μόνο. Τα αμεταμέλητα χαρίσματα του Θεού σε μας είναι χειροπιαστά, δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν δικαιώνω την αμαρτωλότητα, ούτε συνιστώ τη ραθυμία. Αυτά είναι προδοσία. Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει μέσα στην προαίρεση των χριστιανών και ο,τιδήποτε και αν συμβαίνει είναι εξ αιτίας της ατέλειάς τους.
Ο άνθρωπος που βρίσκεται στο γίγνεσθαι, είναι ατελής. Βαδίζει προς την τελειότητα ζητώντας περισσότερη επίδραση της Χάριτος και μόνιμη ενοίκηση μέσα του. Την αποκτά σιγά-σιγά με την ελεημοσύνη του Θεού, αγωνιζόμενος κατά των παθών του, ούτως ώστε να τα αποβάλει, για να βρει περισσότερη θέση μέσα του η Θεία Χάρις. Μέχρι που να γίνει αυτό, υφίσταται όλες τις αλλοιώσεις και τις τροπές.
Επιμένω στο θέμα της αποθαρρύνσεως, για να προσεχθεί πάρα πολύ. Εκείνος ο οποίος επεσήμανε αυτό τον τομέα και τον αξιολόγησε, επιτυγχάνει πάρα πολλά. Εκείνος ο οποίος δεν προσέχει και αφήνει ακάλυπτη την πλευρά αυτή και με το παραμικρό αποθαρρύνεται, οπισθοχωρεί και αφήνει το ζήλο του, αδικείται κατάφωρα, χάνει χωρίς να υπάρχει λόγος και μπορώ να πω φεύγει «χωρίς διώκοντος».
Γι’ αυτό με παράδειγμα τη βιογραφία και την παιδεία του μεγάλου αυτού Πατέρα, όλοι μας να γίνουμε περισσότερο ζηλωτές, περισσότερο μαχητές. Δεν υπάρχει μέσα στην μερίδα μας απογοήτευση και αποθάρρυνση. Και δεν υπάρχει, γιατί απλούστατα εμείς οι ίδιοι και τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μας γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε ότι ομολογούμε την πίστη και την αγάπη μας προς τον Θεό και ότι ουδέποτε την αρνούμαστε και ακόμα ξέρουμε την σύμπραξη και συμπαράσταση του Θεού σ’ εμάς, η οποία είναι αμετάβλητη, αμεταμέλητη και αναλλοίωτη.
Δι’ ευχών του Αγίου Πατρός ημών Νήφωνος και της Κυρίας μας Θεοτόκου είθε να επιτύχουμε αισίως το σκοπό της ζωής μας. Αμήν.

(Γέροντος Ιωσήφ, Διδαχές από τον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά, σ. 142-150)


το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Μαρτίου 09, 2015

Μίμηση του Χριστού ή «περί του κατ’ ίχνος Αυτώ ακολουθείν» (†Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

Geor.iosif0126
Είναι γνωστόν ότι στην παλαιότερη εποχή δεν εμφανίζεται με τόσην ευκρίνεια αυτή η φράση στη γλώσσα των Πατέρων «μίμησις Χριστού». Και τούτο, είτε χάριν αποφατικής θεολογικής ακριβείας είτε προς διαστολήν από τη δυτική εκκλησιαστική παράδοση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και πρακτικά απουσίαζε η κατ’ ίχνος μίμηση του προτύπου και παναρέτου βίου του Κυρίου μας. Το παράδειγμα του Μωϋσή στη βάτο, όπου από ευλάβεια ντράπηκε να υψώσει το βλέμμα ενώ μιλούσε ο Θεός, παραδειγμάτιζε ίσως τους Πατέρες· «απέστρεψεν δε Μωϋσής το πρόσωπον αυτού· ευλαβείτο γαρ κατεμβλέψαι ενώπιον του Θεού».
Η κατά γράμμα έννοια της μιμήσεως του Χριστού–Θεού φαίνεται αντιφατική εξ αιτίας της διαφοράς του πεπερασμένου και θνητού ανθρώπου έναντι του υπερβατικού και ακαταλήπτου Θεού, αλλά δεν προκύπτει θέμα έρευνας ή περιγραφής της θείας ουσίας και φύσεως. Ο κατά φύσιν απρόσιτος και απερίγραπτος και ασύλληπτος Θεός αποκαλύφθηκε με τις θείες του ενέργειες και έγινε γνωστός στους ανθρώπους, προσκαλώντας τους σε μίμηση της χρηστότητος και αγάπης του. Κατά φύσιν η ανθρώπινη δυνατότητα είναι πολύ περιωρισμένη, ώστε να μιμηθεί τις θείες ενέργειες, αλλά αυτές οι ίδιες—τις οποίες με μία λέξη ονομάζουμε «θείαν χάριν»— συμπληρώνουν κάθε ανθρώπινη ασθένεια και αδυναμία, ώστε ο άνθρωπος «πάντα να ισχύη εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ». Η αληθής και τελεία του Λόγου του Θεού ενανθρώπηση συνεπλήρωσε και ολοκλήρωσε την ανθρώπινη φύση διά της προσλήψεως αυτής, ώστε όχι μόνον να είναι κατορθωτή η θεία μίμηση, αλλά να είναι κατορθωτός και ο σκοπός της ζωής.
Ο αρχικός όρος της κατασκευής του ανθρώπου ως «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού αναπλάσθηκε με τη θεία σάρκωση και το νόημα της «θεομιμησίας» έγινε πλέον ο κεντρικός στόχος του ανθρωπίνου προορισμού. Ο Θεανθρωπισμός, εισερχόμενος στη σφαίρα του καθολικού προορισμού και καθήκοντος, πείθει όποιον θέλει, ότι χάριτι Χριστού μπορεί να γίνει και να αισθάνεται ως «κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος του Υιού αυτού». Μετά παρρησίας ο Παύλος παροτρύνει τον καθένα στο κοινό καθήκον της θεομιμήσεως· «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και, όταν απορούν όσοι διστάζουν, αναλύει το πως επιτυγχάνεται αυτό· «ο Θεός ενεργεί σ’ εσάς, ώστε να θέλετε και να πράττετε, ό,τι είναι σύμφωνο με το λυτρωτικό του σχέδιο»(Φιλ. 2, 13), καθώς και «όλα τα μπορώ χάρη στο Χριστό που με δυναμώνει»( Φιλ. 4,13).
Στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται συνήθως ο όρος «μίμησις Χριστού», αλλά το ακολουθείν οπίσω Αυτού ως χαρακτηριστικό μαθητείας ιδίως των μαθητών που Τον ακολουθούν. Όμως από τους Αποστόλους γενικώς κηρύχθηκε η μίμηση του Χριστού σε όλη την έκταση. Ακολουθούντες οι μετά τους Αποστόλους Πατέρες — Ωριγένης, Ιγνάτιος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς— διδάσκουν «πολιτεύεσθαι εις δύναμιν εξομοιωτικήν τω Θεώ». Γρηγόριος ο Νύσσης ομολογεί ότι ο Χριστιανισμός είναι «θείας φύσεως μίμησις». Και ακολουθούν οι υπόλοιποι Πατέρες Βασίλειος, Χρυσόστομος και άλλοι έως των ημερών μας που έχουν το ίδιο φρόνημα εν Χριστώ Ιησού. Ο Κύριός μας άλλωστε λίγο προ της παραδόσεώς του, όταν ένιψε τους πόδας των μαθητών, τους παρεκίνησε να μιμούνται την ταπείνωσή του.
Η ενανθρώπηση του Κυρίου μας μάς φανέρωσε και τα δύο ήθη, το θείο και ανθρώπινο, σ’ όλη την τελειότητα και να πως ο άνθρωπος με όλα τα μέσα, ανθρώπινα και θεία, γίνεται τέλειος, συμφώνα με τη θεία απαίτηση «άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιός είμι». Ανθρώπινα μέσα είναι η ορθή πρόθεση του ανθρώπου παιδαγωγούμενη από τον πανάρετο βίο του Κυρίου μας. Θεία μέσα είναι η δύναμη της χάριτος, που διά της Εκκλησίας του μας μεταδίδει ο θείος Λυτρωτής μας.
Ως προς την άμυνα κατά της περιεκτικής κακοηθείας και κατ’ αυτού του σατανά, του αρχηγού των κακών, μας καθώπλισε ο Κύριος λέγοντας, «σας  έχω δώσει εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και να κυριαρχείτε πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού»(Λουκ. 10, 19). Στους φορείς και κατόχους θεοπρεπών ενεργειών ακολουθούν τα εξής· «θα διώχνουν δαιμόνια, θα μιλούν νέες γλώσσες, και αν παίρνουν φίδια στα χέρια τους ή πίνουν κάτι δηλητηριώδες δεν θα παθαίνουν τίποτε· θα βάζουν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και θα τους θεραπεύουν»(Μαρκ. 16, 17-18). Και, τέλος, καταξιώνοντάς τους ιδίους σε υιοθεσία και θέωση ο Κύριος λέει με το στόμα του Ευαγγελιστού, «όσοι δε έλαβον Αυτόν,δηλ. όσοι τον δέχτηκαν και πίστεψαν, τους έδωσε εξουσία, δηλ. το δικαίωμα, να γίνουν παιδιά του Θεού»(Ιωαν. 1,12). Με αυτές πλέον τις ιδιότητες ο Χριστιανός οφείλει να δικαιώσει όλη αυτή τη θέση του στην κλήση και την κληρονομιά του γινόμενος κατά πάντα «του Χριστού», σύμφωνα με τον λόγο του Παύλου.
Η μιμητικότητα είναι χαρακτηριστικό της ανθρωπίνης φύσεως και κανόνας στο νόμο της επιρροής. Σ’ όλη την ιστορία διαφαίνεται η επίδραση των διδασκάλων, και γενικά των διαφόρων φορέων των γνώσεων, στους μαθητές και θαυμαστές τους, μέχρι του σημείου να πείθεται ο καθένας ότι αυτές οι επιδράσεις είναι φυσικός νόμος. Αναφέρουμε το νόμο της επιρροής σαν κάτι το συγκεκριμένο, που λειτουργεί μέσω των φυσικών νόμων και μόνον, για να παραστήσουμε έπειτα σαφέστερα την πραγματικότητα και το μέγεθος του υπέρ φύσιν περισσεύματος, που ενεργεί σε μας η επιρροή της χάριτος, την οποία παρέχει ο δικός μας Καθηγητής και Διδάσκαλος.
Ο νόμος της επιδράσεως επιβάλλει την εξομοίωση με εκείνον που συνήθως θαυμάζουμε και αγαπούμε. Είναι ένα είδος μεταμορφώσεως των χαρακτήρων, επιδράσεως του ενός επί του άλλου, αρκεί το ενδιαφέρον και ο θαυμασμός να είναι αληθινά. Επάνω στον Ιωνάθαν βλέπουμε εξ ολοκλήρου τον Δαβίδ και τανάπαλιν. Λέγεται για τον Φίλωνα, τον θερμό ζηλωτή της πλατωνικής διδασκαλίας, ότι τόσον αφωμοίωσε τον θαυμαζόμενο διδάσκαλο, ώστε σχεδόν μεταμορφώθηκε κατά το δικό του πρότυπο, και πάντοτε ελέγετο στις μέρες του ότι «ή ο Φίλων πλατωνίζει ή ο Πλάτων φιλωνίζει». Με ένα λόγο, ολόκληρη η πανανθρώπινη αξιοπρέπεια θεμελιώνεται επί του αξιώματος της επιρροής.
Αυτή την επιμονή μου τη στηρίζω στον Παύλο, ο οποίος προβάλλει με σοβαρότητα αυτόν το νόμο της επιρροής σαν βέβαιο κανόνα μεταμορφώσεως των πιστών στο πρότυπό τους, αφού εκ των προτέρων ο ίδιος το έπαθε, και δικαίως παροτρύνει «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και να πως παραδίδει το μάθημα ο άριστος αυτός καθηγητής· «όλοι εμείς χωρίς κάλυμμα στο πρόσωπο, κοιτάζουμε σε καθρέφτη τη λαμπρότητα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ’ αυτήν τη λαμπρή εικόνα του, βαδίζοντας από δόξα σε δόξα με την ενέργεια του Κυρίου, που είναι το Πνεύμα»(Β΄Κορ. 3, 18). Εδώ εμείς δεν θα σκεφθούμε τον Κύριό μας, του οποίου τη δόξα, τον χαρακτήρα, αντικατοπτρίζουμε προς μίμηση, σαν ένα απλό διδάσκαλο, φιλόσοφο ή μουσουργό, ώστε ο απλός νόμος της επιρροής να μας επηρεάσει. Ο Χριστός μας, ως Πανσθενουργός Θεός, επιδρά πάνω μας αν θελήσουμε πέρα των φυσικών νόμων διά της υπέρ εκ περισσού χάριτός του, γιατί ακριβώς ήλθε, ίνα ζωήν έχωμεν και περισσόν έχωμεν. «Εγώ γαρ, φησί, ζω και υμείς ζήσεσθε».
Για μας ο Χριστός δεν είναι μόνον ιστορικό πρόσωπο, αλλά και ο Κύριος της δόξης, του οποίου η χάρις ως ζώσα ενέργεια μένει μαζί μας στους αιώνες, κατά την αψευδή του επαγγελία, που θεραπεύει τα ασθενή και αναπληρώνει τα ελλείποντα και γίνεται «τοις πάσι τα πάντα». Ο ανωτέρω λόγος του Παύλου προς τους Κορινθίους (Β΄Κορ. 3,18), είναι η πρακτικότερη μέθοδος του αγιασμού, που μεταδίδεται σε όσους πιστούς με προσοχή και ενδιαφέρον αντανακλούν πάνω τους τον θείο χαρακτήρα του Κυρίου μας, διότι απαραβάτως κατά τον αυτόν χαρακτήρα θα μεταμορφώνονται σταδιακά «βαδίζοντας από δόξα σε δόξα με την ενέργεια του Κυρίου, που είναι το Πνεύμα».
Και να με ποιο τρόπο ο Ιησούς μας παρακινεί· «όποιος θέλει να με υπηρετεί  ας ακουθεί το δικό μου δρόμο» και «όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και ο δικός μου υπηρέτης»(Ιω. 12, 26). Η ολοκληρωτική μίμηση του Χριστού από τον άνθρωπο δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο ανθρωπίνως να κατορθωθεί και γίνεται σε όσους μπορούν να πούν με παρρησία, «να εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε». Μόνον εκείνοι  ενδυναμώνονται «και να τον μιμηθούν  και να εφαρμόσουν όλες τις εντολές του», σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή.
Προαναφέραμε το νόμο της επιρροής κατά τους φυσικούς λόγους, αλλά εδώ η μίμηση του Χριστού – Θεού δεν είναι μόνον φυσικός νόμος αντιγραφής παραδείγματος ή συστήματος συμπεριφοράς. Ασφαλώς και αυτά συντελούν. Ο λόγος όμως εδώ είναι ότι δεν βαδίζει ο άνθρωπος προς τον Θεόν να τον μιμηθεί, αλλά έρχεται ο Θεός προς τον άνθρωπο να τον θεοποιήσει. Το πρώτο είναι μηχανικό, ενώ το δεύτερο είναι οργανικό· το ένα είναι ανθρώπινο, το άλλο είναι θεοπρεπές.
Στην προσπάθειά μας  «όσα μεν είναι δεκτικά στη φύση μας τα μιμούμεθα, όσα δε δεν είναι τα σεβόμαστε και τα προσκυνούμε», κατά τον Γρηγόριο Νύσσης. Εάν ο Κύριός μας πληροφορεί ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», και η μίμηση του από τους πιστούς πραγματοποιείται διά της θείας του χάριτος με τη συνεργασία της αυταπαρνήσεως. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· όποιος όμως εξαιτίας μου χάσει τη ζωή του θα τη βρει»(Ματ. 16, 24-25). Από αυτό συμπεραίνεται ότι στην περιεκτική αυτή αυταπάρνηση, που ακολουθούμε χωρίς περιστροφές, αναγκαζόμαστε να βαδίσουμε εναντίον της πεσμένης στην αμαρτία φύσεώς μας και όλων των συστημάτων της συμβατικότητος του ψευδοπολιτισμού και να σηκώσουμε το σταυρό και τον ονειδισμό του Χριστού, όσον και αν φαίνεται αυτό πρόκληση στην ορθολογιστική έννοια αυτού του κόσμου. Το νόημα του πεπλανημένου κόσμου είναι το φρόνημα του εκπεσόντος πρώην εωσφόρου και νυν σατανά που εξαπάτησε τον πρώτον άνθρωπο να σκεφθεί με υπερηφάνεια και ιδιοτέλεια, αρρώστια που υπάρχει μέχρι σήμερα και έως της συντελείας στους υιούς της απειθείας. Αυτήν την ασθένεια και κάθε άλλη παρόμοια, αιτία της φθοράς και του θανάτου, θεράπευσε ο κλίνας ουρανούς και καταβάς Θεός Λόγος διά της ταπεινώσεως και υπακοής του προς τον Θεόν Πατέρα, διότι κατά τον Παύλο «αν και ήταν Θεός δεν θεώρησε την ισότητά του αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα, πήρε μορφή δούλου και έγινε άνθρωπος και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού»(Φιλ. 2, 6-8). Το ζωντανό αυτό παράδειγμα της ταπεινώσεως του Θεού Λόγου, της «κενώσεώς» του, είναι ο δείκτης της χριστιανικής ζωής. Το νόημα της εν Χριστώ βιοτής είναι το ταπεινό φρόνημα, που συντρίβει την υπερηφάνεια του διαβόλου και κάθε ιδιοτέλεια.
Όλοι οι λόγοι και οι πράξεις του παναρέτου βίου του Κυρίου μας παρεδόθησαν στους πιστούς προς μίμηση διά της χάριτός του. Εξαίρετα όμως θαυμάζονται η ταπείνωση και η αγάπη του, που κατά το λόγιο «εκάλυψαν ουρανούς» και συγκλόνισαν την κτίση.
Στην παγκόσμια ιστορία δεν εμφανίσθηκε κανένας κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, αναμορφωτής, παιδαγωγός και εν γένει δημιουργός στην διάπλαση των κοινωνιών, που να χάραξε τα απαράμιλλα σημεία πλεύσεως, αγάπης, λέω, και ταπεινοφροσύνης, στον παγκόσμιο σκοτεινό ωκεανό του συμφέροντος και του εγωϊσμού. Οι ολόφωτοι αυτοί πυρσοί σαν δείκτες της ορθής πορείας περισώζουν τη δυστυχισμένη ανθρωπότητα από τα σκοτάδια του μίσους, της εκδικήσεως και της αρπαγής του ακόρεστου συμφέροντος και μεταβάλλουν το απέραντο ανθρωποσφαγείο σε χώρο αξιών και  αξιοπρέπειας, ώστε η ανθρώπινη προσωπικότητα να μην εκμηδενιστεί! Πάντως στις ημέρες μας ο δείκτης αυτός της ισορροπίας αντιστράφηκε επικίνδυνα και καλούνται «οι του Χριστού», οι καλοί σαμαρείτες της αλληλεγγύης και του αλτρουϊσμού, να γονατίσουν και να υψώσουν ικετευτικά τα χέρια τους στον μεγάλο μας Σωτήρα και Αναμορφωτή να παρατείνει τους οικτιρμούς του και να δώσει σύνεση στην παράλογη τρέλλα των αδίστακτων φορέων του εγκλήματος και του αθέμιτου συμφέροντος, που οδηγεί αδίστακτα στον Αρμαγεδδώνα του αφανισμού και ολέθρου οτιδήποτε μέχρι σήμερα κατεσκευάσθηκε άξιο και ευγενές.
Αλλά ας επανέρθουμε στο θέμα μας. Και επειδή το προοίμιο του λόγου μας ήταν η μίμηση του Ιησού μας, έκρινα να μη παραλείψω σχόλιο του μεγάλου μας φωστήρα της Καισαρείας, Βασιλείου του Μεγάλου, στον βίο του Κυρίου μας, στο οποίο αναφέρει τα εξής· «όλα όσα αφορούν τη ζωή του Κυρίου μας οδηγούν στην ταπεινοφροσύνη. Ως βρέφος γεννήθηκε σε σπήλαιο και τοποθετήθηκε όχι σε κρεβάτι αλλά μέσα σε φάτνη· έζησε σε σπίτι μαραγκού, με άγνωστη και ασήμαντη μητέρα, υπακούοντας στη μητέρα και στον μνηστήρα της· διδασκόταν, ακούοντας αυτά που δεν είχε ανάγκη, ρωτώντας  όμως, και με την ερώτηση θαυμαζόταν για τη σοφία του· υποτάχθηκε στον Ιωάννη και δέχθηκε βάπτισμα από το δούλο ο Δεσπότης· δεν αντιστάθηκε σε κανένα που ήταν αντίθετός του, ουτέ χρησιμοποίησε την απέραντη εξουσία που είχε, αλλ’ υποχωρούσε σε αυτούς σαν να ήταν δυνατότεροι και επέτρεπε στην πρόσκαιρη εξουσία να φαίνεται ισχυρή· δικαζόταν από τους αρχιερείς, οδηγείτο στον ηγεμόνα και ενώ δεχόταν καταδίκη ελέγχει όσους τον συκοφαντούσαν υποφέροντας σιωπηλός τις συκοφαντίες·  από ασήμαντους δούλους και παιδάρια δεχόταν φτυσίματα, παραδινόταν σε θάνατο, μάλιστα τον χειρότερο για τους ανθρώπους. Έτσι ως άνθρωπος έζησε από τη γέννηση μέχρι το τέλος του  και μετά από τόσο μεγάλη ταπεινοφροσύνη φανέρωσε τη δόξα του, συνδοξάζοντας με τον εαυτό του όσους περιφρονήθηκαν». Εδώ πραγματικά αποκαλύπτεται κάθε λογικός άνθρωπος σε κάθε ηλικία αλλά και περίσταση, γιατί ακριβώς ο Κύριός μας έζησε στη γη σε μία ταραχώδη και ακατάστατη κοινωνική ζωή, που η δυσκολία και η αβεβαιότητα ήταν μάλλον κανόνας της ζωής.
Ο πλούτος όμως της αγάπης του και η βαθυτάτη του ταπείνωση ανυψώθηκαν στον μέγιστο θρίαμβο, στο κέντρο της παγκόσμιας ιστορίας, όταν έδωσε τη σκληρότερη μάχη πάνω στο Σταυρό, κατανικώντας τις δυνάμεις του μίσους και τον όγκον του εγωϊσμού σε όλη τους την έκταση και βραβεύοντας με την παναγάπη και αυτοθυσία του τους σταυρωτές του! «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γάρ οίδασι τι ποιούσι»! Τα ασίγητα αυτά λόγια, που σε όλους τους κόσμους θα βοούν σε όλες τις γενεές και τους αιώνες, θα είναι το επισφράγισμα της θείας και θεοπρεπούς ιδιότητος του μόνου Λυτρωτού όλων των κόσμων, ορατών και νοουμένων, ότι όντως Αυτός είναι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού που ήρθε στον κόσμο και ότι στο πανάγιον όνομά Του πραγματοποιείται όλη η σωτηρία. «Μέγας εί, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου»!
Να, λοιπόν, η εικόνα και το πρότυπο της αναπλάσεως σε όσους θέλουν να  μιμηθούν και να ανακαινισθούν. Από τη βρεφική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση, ό,τι αφορά την ανατροφήν και την επικοινωνία, και μετά ο κανόνας των σχέσεων και της συμπεριφοράς προς τους πλησίον, ταπείνωση και υποταγή στην αναστροφή, πραότητα και αγάπη στις σχέσεις και τη συμπεριφορά. Να η οντολογική ανακαίνιση του ανθρώπου, ότι με το πάθος του Κυρίου μας πραγματοποιείται και κερδίζει η ηθική των Χριστιανών την εξαιρετική θέση της. Το βαθύ αυτό νόημα ερμηνεύει την μωρία του Σταυρού, που ο Παύλος εγκωμιάζει, και που παραμένει στους Ιουδαίους σκάνδαλο και στους κάθε είδους ειδωλολάτρες μωρία.
Όπως προανεφέραμε, το επίκεντρο του μυστηρίου του Σταυρού, που κάθε πιστός προσκαλείται αλλά και φιλοδοξεί να σηκώνει ακολουθώντας τον Ιησού, σ’ αυτά τα φαινόμενα σύντομα διαφαίνεται: πραότητα και ταπείνωση στη συμπεριφορά, αγάπη και αυτοθυσία στις σχέσεις του, και έτσι ο άνθρωπος ευρίσκεται εφαρμόζοντας το νόμο του Χριστού. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο μίμηση των πιστών στο πάθος του Κυρίου μας είναι το ουσιωδέστερο επίτευγμα της ολοκληρωτικής κοινωνίας τους όχι μόνον στο πάθος, αλλά και την ανάσταση και τη δόξα της αναλήψεως του Σωτήρος μας, όπου στα δεξιά του Πατρός υποδέχεται κατά το ευαγγέλιόν του όλους τους δικούς του, «για να βρίσκονται όπου είναι και Αυτός και να βλέπουν τη δόξα του»(Ιω. 17,24).
Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος αναφέρει κάτι ανάλογο σε μία των κατηχήσεών του, το εξής· «όσοι δεν μιμήθηκαν τα πάθη του Χριστού διά μετανοίας και υπακοής και δεν μετείχαν στο θάνατό Του, δεν θα γίνουν συμμέτοχοι ούτε της πνευματικής του αναστάσεως, ούτε θα λάβουν Πνεύμα Άγιον». Η άρση άρα του Σταυρού ως καθήκον όλων των πιστών, κατά τον Παύλον, «αν μαζί με τον Χριστό πεθάναμε, μαζί του και θα ζήσουμε,…αν τον αρνηθούμε,και εκείνος θα μας αρνηθεί»(Β Τιμ. 2, 11-12), καθίσταται το κύριο μέλημα και παρουσιάζει τη χριστιανική ζωή ομολογιακήν επιταγή και όχι συμβιβαστικό σύστημα. Το νόημα του Σταυρού σαν περιεκτική φιλοπονία ερμηνεύεται στην ακρίβεια της τηρήσεως όλων των εντολών, των οποίων —έστω και της ελαχίστης— η παράβαση θα έχει ως αποτέλεσμα να «κληθεί ελάχιστος» ο φταίκτης.
Την ακρίβεια της ομολογίας τους οι Μάρτυρες της Εκκλησίας μας, όλων των εποχών, εξεπλήρωναν με κάθε λεπτομέρεια. Χαρακτηριστική όμως αποδεικνύεται η ομολογία των Νεομαρτύρων επί τουρκοκρατίας. Πολλοί απ’ αυτούς τους μακαρίους, αρπαζόμενοι από τις τυραννικές ορδές των κρατούντων στα διάφορα παιδομαζώματα, υποχρεώνονταν σε ακούσιο διά της βίας εξισλαμισμό στη βρεφική ηλικία και ουδέποτε είχαν συνείδηση ότι παρέβησαν τη δικήν τους πίστη διά το ανωριμο της ηλικίας. Σε όσους δε γινόταν αυτό γνωστό μετά την ενηλικίωσή τους μεταμελούνταν και επέστρεφαν με μετάνοια στην χριστιανική τους πίστη και πάρα πολλοί κατέφευγαν στον μοναχισμό. Η φωνή όμως της ομολογιακής συνειδήσεως δεν  σιωπούσε και μετά από τη σκληρη μετάνοια, ώστε πολλούς βρίσκουμε να παραδίδωνται εκουσίως στους τυράννους και να ελέγχουν με παρρησία την αδικία που έγινε εις βάρος τους και με σκληρά βασανιστήρια και ποικίλα μαρτύρια να ξεπλένουν την πρώτην, έστω και ακούσια, άρνηση.
Ο δρόμος προς το μαρτύριο και, γενικά, η ομολογιακή θέση της χριστιανικής πίστεως δεν παρουσιαζόταν μόνον σε ημέρες διωγμών  στις θερμές και ζέουσες καρδίες των πιστών, αλλά και μετά τη παύση της πολεμικής λαίλαπας των διαφόρων διωγμών. Επινοούσαν τρόπους και μέσα εκουσίου σταυρώσεως υποβαλλόμενοι σε διάφορες ασκήσεις στερήσεων και αγώνων, που αν και φαινόταν ότι αγωνίζονταν κατά της περιεκτικής κακίας και υπέρ της αποκτήσεως των αρετών, το βάθος του σκοπού τους ήταν ο φιλόθεος ζήλος τους υπέρ της αγάπης του Χριστού που πρώτος μας αγάπησε. Όσοι με το βάπτισμα «ενεδύθησαν χάριτι» τον Χριστόν, ενσυνείδητα πλέον εισδύουν στο νόημα του θανάτου και της αναστάσεώς του, όπου επέρχεται πλέον κατά συνέπειαν η διακοπή της σχέσεώς τους προς την αμαρτία και έτσι πραγματοποιείται η ποθητή μίμηση με το προτύπου τους τον Χριστό.
Η προς τον Χρίστον – Θεόν ομοίωση δεν πραγματοποιείται με φυσικά μέσα μιμήσεως, αλλά διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που διά των θείων της Εκκλησίας μυστηρίων γεννάται στους πιστούς. Η μίμηση απλώς της Χριστοηθείας των πιστών αποδεικνύει τη σωστή τους πρόθεση να εκλέξουν τον ενάρετο βίο αντί της φαυλότητος του πονηρού βίου. Ολόκληρη όμως την  μεταβολή και προαγωγή τους «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» και την μετάθεσή τους «εκ του θανάτου εις την ζωήν» λαμβάνουν με την κοινωνία των θείων ενεργειών, στις οποίες μετέχουν μέσω των θείων μυστηρίων.
Το βαθύτερο νόημα της Θεομιμήσεως ξεπερνά τους όρους των κανόνων της συμπεριφοράς, όπως ίσως θα νομίζουν οι νεωτεριστές. Κάτι τέτοιο βρίσκει κάνεις στις διαιρεθείσες Εκκλησίες. Η καθολική προσπάθεια των πιστών ν’ ακολουθήσουν, δηλαδή να μιμηθούν, τον Χρίστο όσο μπορούν είναι να «ζήσουν εν Αυτώ», όπου προκαλείται η ομοήθειά μεταξύ τους και προς Αυτόν· αυτό δε είναι ακατόρθωτον χωρίς την Εκκλησία. Η βαθύτερη μέσω της Εκκλησίας διά των μυστηρίων κοινωνία των πιστών με τον Χριστό και τους αγίους συνιστά την πανενότητα, όπου «πάντες οι του Χριστού έν εισί». Η μίμηση άρα του Χριστού στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η ολοκληρωτική ομοήθεια, Θεοήθεια, θεανθρωπισμός και θέωση ως καθολικός προορισμός του ανθρώπου, που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» και που έφθασε τώρα στην τελειότητα με την θεία κένωση του Λόγου.
Στην αγωνιστικότητά του για την μίμηση του Χριστού  ο κάθε πιστός πληροφορείται εν αισθήσει την ανθρώπινη αδυναμία και μαθαίνει διά της πείρας το Κυριάκόν λόγιον, ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Εξ αντιθέτου, διά του Παυλείου «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» διδάσκεται πλήρως την άριστη αρετή της ταπεινώσεως της χριστιανικής ζωής και την αχώριστη σύντροφό της υπακοή, τα γνήσια χαρακτηριστικά του προτύπου. «Διότι λέει μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» και πάλιν «δεν ήλθα να κάνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατέρα μου που με έστειλε». Η υπομονή που συστήνεται στους δικούς του από τον Κύριό μας, «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» και «όποιος υπομείνει μέχρι τέλους αυτός θα σωθεί», αποκαλύπτουν την αδυναμία και τρεπτότητα της ανθρωπίνης φύσεως μετά την πτώση και συνιστούν την συνεχή προσπάθεια προς την ατελείωτη τελειότητα. Η συνεχιζόμενη προσπάθεια της Χριστομοιώσεως δεν παύει να διδάσκει στον άνθρωπο τη δική του ευτέλεια και ταπεινότητα, που πιέζεται συνεχώς από τη φαυλότητα του παλαιού ανθρώπου και όλων των συναφών, και αυτό ακριβώς φανερώνει τον δείκτη της αποστάσεώς του από τον Χριστό. Η πρακτική αυτή εμπειρία της ανθρωπίνης αδυναμίας και μηδαμινότητος αποκαλύπτει το ύψος της θείας δωρεάς και αγάπης προς τον άνθρωπο και συντελεί στην πληρέστερη μορφή της τελειότητος, στην οποίαν οι κατά Θεόν τέλειοι όλα τα αποδίδουν σ’ Αυτόν, «ώστε Αυτού να είναι όλα και Αυτός να είναι σε όλα»(Κολ. 2,11).

(Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, εκδ. Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου, σ. 43-55).
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...