Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Μαντζαρίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Μαντζαρίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιανουαρίου 03, 2014

Χρόνος καὶ ζωὴ κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο





Ὁ Μ. Βασίλειος ἔζησε καὶ παρουσίασε στὰ συγγράμματά του μὲ τὸν διεισδυτικότερο τρόπο τὴ σχέση χρόνου καὶ ζωῆς. Καὶ ἡ ἀντίστοιχη διδασκαλία του, ποὺ ἐπηρέασε βαθύτατα τὴ μεταγενέστερη θεολογία καὶ διανόηση, παραμένει ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη καὶ σήμερα. Βέβαια ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης τῆς Καππαδοκίας δὲν ἔγραψε κανένα συστηματικὸ ἔργο γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ἑρμηνεύοντας ὅμως τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ ἰδιαίτερα τὴν «Ἑξαήμερο» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ ἀποκρούοντας τὴν αἵρεση τοῦ Εὐνομίου σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρθηκε πολλὲς φορὲς στὸν χρόνο καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν θέματα.Συνήθως διακρίνουμε τὸν χρόνο σὲ τρία μέρη: στὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. Ἡ τριμερὴς ὅμως αὐτὴ διάκριση δὲν φαίνεται νὰ ἔχει κάποια ἀντικειμενικὴ ὑπόσταση. Πράγματι, ἂν θελήσουμε νὰ προσδιορίσουμε ἀντικειμενικῶς τὸ παρόν, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι δὲν ἀποτελεῖ τίποτε περισσότερο ἀπὸ μία διαχωριστικὴ τομὴ ἀνάμεσα στὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον. Ἔτσι ἡ τριμερὴς διάκριση τοῦ χρόνου γίνεται αὐτομάτως διμερής. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης μιλάει γιὰ δύο μόνο διαστάσεις τοῦ χρόνου, τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον: «Τοῦ χρόνου», λέει, «τὰ μὲν γέγονε, τὰ δὲ μέλλει… τὸ δὲ νῦν οὐ μέρος· μετρεῖ τε γὰρ τὸ μέρος, καὶ συγκεῖσθαι δεῖ τὸ ὅλον ἐκ τῶν μερῶν· ὁ δὲ χρόνος οὐ δοκεῖ συγκεῖσθαι ἐκ τῶν νῦν» (1).

Βέβαια ἡ θέση αὐτὴ φαίνεται καθαρῶς θεωρητική, γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει πραγματικὸς χρόνος χωρὶς τὸ νῦν, δηλαδὴ τὸ παρόν. Καὶ ὅμως τὸ παρὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ ὡς χρονικὴ διάρκεια, γιατί σὲ μία τέτοια περίπτωση πρέπει ἀναπόφευκτα νὰ ἔχει καὶ παρελθὸν καὶ μέλλον. Γι’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ παρὸν δὲν εἶναι χρόνος, ἀλλὰ ἡ ἀπειροστὴ ἢ ἡ ἄτμητη ἐκείνη στιγμή, μὲ τὴν ὁποία διαχωρίζεται τὸ παρελθὸν ἀπὸ τὸ μέλλον. Καὶ ἡ στιγμὴ αὐτὴ τοῦ παρόντος, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ μόνη ὑπαρκτή, γίνεται ἀσύλληπτη, γιατί αὐτόματα ὑποχωρεῖ στὸ παρελθόν.

Καὶ ἐνῶ τὸ παρὸν ἀποτελεῖ μία ἀσύλληπτη καὶ φευγαλέα στιγμή, οὔτε τὸ παρελθὸν οὔτε τὸ μέλλον ἀνήκουν στὸν ἄνθρωπο. Τὸ παρελθὸν εἶναι χαμένο, ἐνῶ τὸ μέλλον δὲν βρίσκεται στὴ διάθεσή μας. «Ἤ οὐχὶ τοιοῦτος ὁ χρόνος», λέει ὁ Μ. Βασίλειος, «οὗ τὸ μὲν παρελθὸν ἠφανίσθη, τὸ δὲ μέλλον οὔπω πάρεστι, τὸ δὲ παρὸν πρὶν ἢ γνωσθῆναι διαδιδράσκει τὴν αἴσθησιν» (2); Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν ζεῖ τὸν χρόνο ὡς μεμονωμένες στιγμὲς ἀλλὰ ὡς εὐρύτερη διάρκεια, ποὺ συνιστᾶ τὸ ἑκάστοτε παρόν του καὶ ἀγκαλιάζει τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον. Μὲ τὴ μνήμη καὶ τὴν προσδοκία ὑπερβαίνει τὴν κάθε στιγμὴ καὶ ζεῖ τὸ παρὸν ὡς σύνθεση καὶ ὑπέρβαση τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος. Ἔτσι τὸ παρὸν τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς παρουσιάζεται ὡς ὑπέρβαση τοῦ χρόνου καὶ παραπέμπει στὴν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μυθολογία προσέδιδε στὸν χρόνο ὑπερβατικὲς διαστάσεις καὶ τὸν ἔβλεπε προσωποποιημένο στὸν θεὸ Κρόνο, ποὺ ἐξαφάνιζε τὰ παιδιά του.

Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο ὁ χρόνος εἶναι τὸ «συμπαρεκτεινόμενον τῇ συστάσει τοῦ κόσμου διάστημα» (3). Τὸ διάστημα ἐδῶ εἶναι χρονικὴ ἔννοια μὲ ποιοτικὴ ἢ ἀκριβέστερα ἠθικὴ σημασία. Δηλώνει τὴν περίοδο τῆς παρούσας ζωῆς σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴν μέλλουσα· τὴν περίοδο τῆς τρεπτότητας καὶ τοῦ κινδύνου σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴ σταθερότητα καὶ τὴν ἀσφάλεια τῆς αἰωνιότητας. Ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο εἶναι ἡ μόνη περίοδος προετοιμασίας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητα(4). Ἔτσι ὁ χρόνος γίνεται «καιρός», δηλαδὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τῆς αἰωνιότητας, ἤ, ὅπως γράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, «τόπος» συναντήσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰωνιότητά του.

Ὁ χρόνος συνδέεται ὀργανικὰ μὲ τὸν χῶρο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς αὐτόν. Ἡ δημιουργία τους ὑπῆρξε ἀκαριαία. Τόσο δηλαδὴ ὁ χρόνος, ὅσο καὶ ὁ χῶρος δημιουργήθηκαν ἀχρόνως μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἑρμηνεύει ὁ Μ. Βασίλειος καὶ τὸ «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (5). Ὅπως ἡ ἀρχὴ τοῦ δρόμου, παρατηρεῖ, δὲν εἶναι ἀκόμα δρόμος, καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ σπιτιοῦ δὲν εἶναι σπίτι, ἔτσι καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ χρόνου δὲν εἶναι χρόνος οὔτε μέρος τοῦ χρόνου. Σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ὑποστηρίξει κάποιος ὅτι καὶ ἡ ἀρχὴ εἶναι χρόνος, πρέπει νὰ μπορέσει νὰ διαιρέσει καὶ αὐτὴν σὲ ἀρχή, μέσο καὶ τέλος, πράγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατο (6).

Στὴν εὐθύγραμμη πορεία του ὁ χρόνος περιέχει ἀκατάπαυστους χρονικοὺς κύκλους, ποὺ ἐξεικονίζουν τὴν αἰωνιότητα. Ἔτσι ἡ ροὴ τοῦ χρόνου προσλαμβάνει σπειροειδῆ μορφή, ποὺ παραπέμπει στὴν αἰωνιότητα. Ἐξάλλου ἡ πορεία τοῦ χρόνου εἶναι συμφυὴς μὲ τὸν κόσμο καὶ μὲ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Τὰ συνοδεύει διαρκῶς, χωρὶς ποτὲ νὰ διακόπτεται.

Ὁ χρόνος συνυφαίνεται μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν κατευθύνει στὸν θάνατο. Ὅπως οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου ὁδηγοῦνται στὸ λιμάνι, ἔστω καὶ ἂν κοιμοῦνται καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται τίποτε, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ὁδηγοῦνται φυσιολογικὰ στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους. «Κοιμᾶσαι καὶ ὁ χρόνος σὲ παρατρέχει. Εἶσαι ξυπνητὸς καὶ ἔχεις φροντίδες, ἀλλὰ ἡ ζωὴ δαπανᾶται, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ δὲν γίνεται ἀντιληπτό. Ὅλοι τρέχουμε κάποιον δρόμο, σπεύδοντας ὁ καθένας πρὸς τὸ τέλος… Ὅλα περνοῦν καὶ μένουν πίσω σου… Τέτοια εἶναι ἡ ζωή. Οὔτε οἱ χαρὲς της εἶναι μόνιμες οὔτε οἱ λύπες της διαρκεῖς. Καὶ ὁ δρόμος δὲν εἶναι δικός σου, οὔτε τὰ παρόντα δικά σου» (7).

Ἡ ἡλικία τοῦ καθενὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του ποὺ πέρασε καὶ χάθηκε. Χαιρόμαστε, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ποὺ μεγαλώνουμε καὶ προσθέτουμε χρόνια στὴν ἡλικία μας, σὰν κάτι νὰ κερδίζουμε. Καὶ θεωροῦμε εὐχάριστο πράγμα, ὅταν κάποιος ἀπὸ παιδὶ γίνεται ἄνδρας καὶ ἀπὸ ἄνδρας πρεσβύτης. Λησμονοῦμε ὅμως ὅτι κάθε φορὰ χάνουμε ἀπὸ τὴ ζωὴ μας τόσο, ὅσο ἀκριβῶς ζήσαμε· καὶ δὲν ἔχουμε τὴν αἴσθηση ὅτι δαπανᾶται ἡ ζωή μας, μολονότι τὴν μετροῦμε πάντοτε μὲ βάση τὸ μέρος της ποὺ πέρασε καὶ χάθηκε.

Ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς συνήθως νὰ σκέπτεται τὴν ἀδυσώπητη παρουσία τοῦ χρόνου, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξή του, ἢ ἀκόμα τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ἀντικειμενοποιεῖ. Ὁ καθένας π.χ. μιλάει γιὰ τὴν προσκαιρότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐννοεῖ ὡς ἀντικειμενικὴ διαπίστωση ποὺ δὲν συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν ἑαυτό του. Εὔκολα συλλογίζεται ὅτι μπορεῖ τὸ περιβάλλον του νὰ μεταβληθεῖ ἢ οἱ ἄλλοι νὰ πάψουν κάποτε νὰ ὑπάρχουν, σπάνια ὅμως σκέφτεται ὅτι αὐτὸ θὰ συμβεῖ ὁπωσδήποτε καὶ στὸν ἴδιο. Συνηθίζει νὰ λέει ὅτι ὅλα περνοῦν καὶ χάνονται, ἀλλὰ θεωρεῖ σχεδὸν αὐτονόητο ὅτι αὐτὸς θὰ ὑπάρχει, γιὰ νὰ διαπιστώνει τὴ φθορὰ καὶ τὴν παρέλευσή τους.

Ἡ ἀντικειμενοποίηση δημιουργεῖ συχνὰ σοβαρὲς πλάνες. Εἰδικότερα ἡ ἀντικειμενοποίηση τοῦ χρόνου ἀλλοιώνει τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ ὀδηγεῖ στὴ σύγχυση καὶ τὴν αὐταπάτη. Ὁ χρόνος δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο μιὰν ἁπλὴ ἀντικειμενικὴ διαδικασία, ἀλλὰ βαθύτατη ὑπαρξιακὴ πραγματικότητα. Ἄλλωστε ὁ χρόνος δὲν ἀφορᾶ τόσο τὰ ἀντικείμενα, ὅσο τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Γι’ αὐτὸ μόνο ἡ ὑπαρξιακὴ βίωσή του ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀπάτη ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀντικειμενοποίησή του. Καὶ ἡ ὀρθὴ τοποθέτηση μέσα στὸν χρόνο ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ὀρθὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς καὶ τὴ σωστὴ δράση μέσα στὸν κόσμο.

Ἄλλη βασικὴ πλάνη, ποὺ ἀναφέρεται στὸν τρόπο βιώσεως τοῦ χρόνου, εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ συνήθως τὸ νόημα τῆς ζωῆς του μέσα στὸ παρὸν καὶ τὸ ἀναζητεῖ στὸ διαρκῶς προσδοκώμενο μέλλον. Ἀνικανοποίητος ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχει στὸ παρόν, φροντίζει νὰ τραφεῖ μὲ τὶς ἐλπίδες τοῦ μέλλοντος. «Τοιοῦτος γὰρ ὑπάρχει ὅλος ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος μὴ ἀρκούμενος τοῖς φθάσασιν, ἀλλὰ τρεφόμενος οὐ τοῖς φθάσασι μᾶλλον ἀλλὰ τοῖς μέλλουσιν» (9). Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος δρᾶ καὶ κινεῖται μέσα στὸν κόσμο, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ ζεῖ αἰώνια. Καὶ συνήθως συμπληρώνει ὁλόκληρη τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ μένοντας στὸ στάδιο τῆς προπαρασκευῆς τοῦ μέλλοντος. Ἔτσι τὸ μέλλον γίνεται δυνάστης τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ τὸ παρὸν μεταβάλλεται σὲ ἁπλὸ μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν μελλοντικῶν στόχων καὶ ἐπιδιώξεών του· ἀντιμετωπίζεται ὡς ἁπλὴ γέφυρα ποὺ ὁδηγεῖ στὸ μέλλον. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνο ποὺ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι τὸ μέλλον ἀλλὰ τὸ παρόν, συμβαίνει νὰ κινεῖται διαρκῶς ἐπάνω στὴ γέφυρα, χωρὶς ποτὲ νὰ φτάνει στὸν σκοπό του.

Τὸ φαινόμενο αὐτὸ προσέλαβε ὀξύτερη μορφὴ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα μὲ τὴν ἁλματώδη ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης καὶ ἰδιαίτερα τῆς πληροφορικῆς. Ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ κοσμογονικὲς ἐξελίξεις, ποὺ ὑπερβάλλουν τὴ φαντασία του καὶ ἐντείνουν περισσότερο τὶς προσδοκίες του ἀπὸ τὸ μέλλον. Ἕνας παγκόσμιος ἐπικοινωνιακὸς ἱστός, μὲ ἀπεριόριστη εὐλυγισία μέσα στὸν χῶρο, διευκολύνει τὶς ἐπικοινωνίες καὶ τὶς συναλλαγές του, ἐνῶ ταυτόχρονα φαλκιδεύει τὴν ψυχικὴ ἠρεμία καὶ τὴν προσωπικὴ ζωή του. Ἤδη γίνεται λόγος γιὰ μία νέα ἀσθένεια, τὸ σύνδρομο τῆς πληροφοριακῆς κοπώσεως, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερφόρτωση τοῦ νοῦ μὲ πληροφορίες. Καὶ ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος φορτώνεται μὲ πληροφορίες, φτωχαίνει σὲ πραγματικὴ μόρφωση, αὐξάνει τὸ ἄγχος του καὶ περιορίζει τὶς ἱκανότητές του γιὰ αὐτοσυγκέντρωση, ἀπομνημόνευση καὶ λήψη ἀποφάσεων (9).

Ὅσα ἀναφέραμε ἕως ἐδῶ γιὰ τὸν χρόνο καὶ τὴ ζωὴ μας μέσα σὲ αὐτὸν ἀποκαλύπτουν μία σειρὰ ἀντιφάσεων:

α) Ἡ ζωὴ μας μέσα στὸν χρόνο, ἐνῶ κυριαρχεῖται ἀπὸ αὐτόν, φανερώνει συγχρόνως καὶ τὴ δυνατότητα τῆς ὑπερβάσεώς του.

β) Ὁ χρόνος ποὺ ζοῦμε, ἐνῶ παρουσιάζεται ὡς μετρητὴς τῆς ζωῆς μας, εἶναι ταυτόχρονα καὶ μετρητὴς τοῦ ἀφανισμοῦ μας.

γ) Ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ χρόνος εἶναι καὶ μετρητὴς τοῦ ἀφανισμοῦ μας, ἀποφεύγουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὶς συνέπειές του στὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς διακρίνουμε στοὺς ἄλλους ἢ στὸ περιβάλλον μας, ὅπου διαπιστώνουμε τὴν ἀντικειμενικὴ καὶ πάλι ἐπαλήθευσή τους.

δ) Τέλος, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ζοῦμε πάντοτε εἶναι τὸ παρόν, καλλιεργοῦμε συνειδητὰ μία χρονικὴ ἀνεστιότητα, μεταθέτοντας τὸ ἐκάστοτε ἐνδιαφέρον μας στὸ μέλλον, ποὺ ἄρχισε νὰ γίνεται χαοτικό.

Ὁ Μ. Βασίλειος, ὡς ἑρμηνευτὴς τῆς χριστιανικῆς θεωρήσεως τοῦ χρόνου, ἐνῶ ἐπισημαίνει τὶς ἀντιφάσεις αὐτές, μᾶς ἀποκαλύπτει μία νέα προοπτική, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ δημιουργικὴ σύνθεση καὶ ὑπέρβασή τους. Τὴ νέα αὐτὴ προοπτική, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ δημιουργήσει ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἢ γενικότερα ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, τὴν προσφέρει σὲ αὐτὸν ἡ Ἐκκλησία· ἡ Ἐκκλησία ὄχι ὡς ἐγκόσμια κοινωνικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ὡς σῶμα Χριστοῦ, ποὺ εἶναι «ὁ ὤν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος» (10)· ὡς σῶμα αὐτοῦ, ποὺ συνθέτει τὶς διαστάσεις τοῦ χρόνου καὶ τὶς προσλαμβάνει ὡς πρόσωπο στὸ αἰώνιο «νῦν» τῆς παρουσίας του (11). Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἡ μνήμη τοῦ παρελθόντος γίνεται μνήμη ἐν Χριστῷ. Καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος γίνεται ἐλπίδα ἐν Χριστῷ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ὡς μέλους τῆς Ἐκκλησίας τρέφεται μὲ τὴ μνήμη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία εἰσάγει μέσα στὸν κόσμο τὴν αἰωνιότητα καὶ ἐπεκτείνεται πρὸς αὐτήν. Οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, μεταφέρουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου «ἀπὸ τῶν παρόντων ἐπὶ τὰ μέλλοντα». Ἔτσι π.χ., συνεχίζει ὁ ἴδιος ἱεράρχης, μὲ κάθε γονυκλισία καὶ ἀνόρθωσή του ὁ πιστὸς μαρτυρεῖ ἐμπράκτως «ὅτι διὰ τῆς ἁμαρτίας εἰς γῆν κατερρύημεν, καὶ διὰ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ κτίσαντος ἡμᾶς εἰς οὐρανὸν ἀνεκλήθημεν» (12). Ἡ ἁπλὴ καὶ ἐκφραστικὴ αὐτὴ ἐκδήλωση τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς δίνει στὸν Μ. Βασίλειο τὴν ἀφορμὴ νὰ μνημονεύσει τὶς νέες διαστάσεις, μέσα στὶς ὁποῖες ἐκδιπλώνεται ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ ὡς δυνάμεως ποὺ ἀνυψώνει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, διαπιστώνει ὁ ἄνθρωπος νέους ὁρίζοντες μέσα στὸν εὐθύγραμμο χρόνο τῆς ἱστορίας. Τὸ αἰώνιο, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο, συναντᾶται σταυρικὰ μὲ τὸν εὐθύγραμμο ἱστορικὸ χρόνο.

Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τοῦ κάθε ἀνθρώπου προσλαμβάνει ἀπεριόριστη εὐρύτητα ἢ ἀπεριόριστο βάθος, καὶ προσφέρεται ὡς δυνατότητα κοινωνίας μὲ τὸ αἰώνιο καὶ ὑπερβατικό. Τὸ αἰώνιο προσφέρεται καὶ γίνεται μεθεκτὸ μέσα στὸν χρόνο. Καὶ ὁ χρόνος γίνεται χῶρος συναντήσεως μὲ τὸ αἰώνιο· χῶρος βιώσεως τοῦ ἐσχάτου. Τέλος τὸ νόημα τοῦ χρόνου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μία φευγαλέα καὶ μὴ ἀντιστρεπτὴ ροή, ἀλλὰ βρίσκεται στὴ δυνατότητα ποὺ παρέχει στὸν ἄνθρωπο νὰ ἐνταχθεῖ στὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τὸ νόημα τῆς ἱστορίας γιὰ τὴν Ἐκκλησία βρίσκεται στὸ ἀπεριόριστο βάθος ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ἡ κάθε στιγμή της, καὶ ὄχι στὶς ἐξωτερικὲς ἐναλλαγὲς ποὺ δημιουργοῦνται μέσα στὴ χρονικὴ ροή. Τὸ μῆκος τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας ἀποκτᾶ ἀξία μόνο κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀξιοποιήσεως τοῦ βάθους τους. Καὶ τὸ βάθος τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας προσφέρει τὴ μόνη οὐσιαστικὴ δικαίωση τοῦ μήκους τους.

Ὁ περιορισμὸς τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ ἀνθρώπου στὸν μονοδιάστατο χρόνο ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴ διάψευση καὶ τὴν ἀπογοήτευση. Ἡ ἱστορία τῶν πολιτισμῶν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἱστορία διαψεύσεων. Καὶ ὁ λεγόμενος χριστιανικὸς πολιτισμός, ὡς ἀνθρώπινη δημιουργία μέσα στὸν εὐθύγραμμο χρόνο τῆς ἱστορίας, εἶναι φυσικὸ νὰ ὑπόκειται στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς διαψεύσεως. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προσφέρει ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ διέξοδος ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ ἀδιέξοδο• εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἄσκοπη χρονικὴ ροὴ καὶ περιδίνηση στὴν πληρότητα τῆς θείας ἀγάπης καὶ ζωῆς. Καὶ ἡ προσφορὰ αὐτὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ παρέχεται σὲ ἀνθρωπολογικὸ ἐπίπεδο μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, βιώνεται ἐμπειρικὰ μέσα στὸ σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία.

Καθετὶ ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν κόσμο εἶναι σχετικό. Ἰδιαίτερα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὰ διηπειρωτικὰ καὶ τὰ διαστημικὰ ταξίδια ἀποκτᾶ ἄμεση ἐμπειρία τῆς σχετικότητας τῶν διακρίσεων καὶ τῶν ἀντιθέσεων μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, ὅπως αὐτὲς π.χ. ποὺ ὑπάρχουν ἀνάμεσα στὴν ἠρεμία καὶ τὴν κίνηση, στὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος, στὸ ἐπάνω καὶ τὸ κάτω, στὴ νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα. Ἀκόμα καὶ ἡ διάκριση μεταξὺ παρελθόντος, παρόντος καὶ μέλλοντος εἶναι κατὰ τὸν Ἀϊνστάιν μία ἐπίμονη ψευδαίσθηση, γιατί ὅσο πιὸ γρήγορα μετακινεῖται κανείς, τόσο πιὸ ἀργὰ περνάει ὁ χρόνος: πέντε χρόνια μέσα σὲ ἕνα διαστημόπλοιο ποὺ ταξιδεύει μὲ τὸ 90% τῆς ταχύτητας τοῦ φωτὸς (300 χιλιόμετρα τὸ δευτερόλεπτο) ἀντιστοιχοῦν σὲ τριανταέξι χρόνια στὴ γῆ. Ἂν τὸ διαστημόπλοιο ἐπέστρεφε, οἱ ἐπιβάτες του θὰ εἶχαν ταξιδέψει τριάντα ἕνα χρόνια στὸ μέλλον, ἀλλὰ θὰ εἶχαν γεράσει μόνο πέντε χρόνια (13). Τὸ παρὸν τῶν ἐπιβατῶν αὐτῶν θὰ ἦταν γιὰ τοὺς ἄλλους ἕνα μακρινὸ μέλλον, ποὺ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ προλάβαιναν νὰ τὸ ζήσουν. Τέλος καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ φοβερὴ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοποθετεῖται σὲ ἄλλη προοπτική.

Ἡ ζωή, καὶ ὡς βιολογικὸ ἀκόμα φαινόμενο, ἀποτελεῖ ἐξαίρεση μέσα στὸν κανόνα τῆς χρονικῆς ροῆς. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ χρόνος αὐξάνει τὴν ἐντροπία τοῦ κόσμου καὶ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀταξία καὶ τὴν ἀποδιοργάνωση μὲ ἔσχατη ἀπόληξη τὸν λεγόμενο θερμικὸ θάνατο. Ἐξαίρεση στὸν κανόνα αὐτὸν ἀποτελεῖ τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς. Ἡ ζωή, ἐνῶ κινεῖται μὲ τὴ φορὰ τοῦ χρόνου, ὑπερινικᾶ τὴ νομοτέλειά του καὶ ἀντιστρέφει τὴν πορεία τῆς ἐντροπίας μὲ τὴ δημιουργία τάξεως μέσα στὴν ἀταξία καὶ τὴν ἔκπτωση. Παράλληλα ὅμως ὅλοι οἱ ζωντανοὶ ὀργανισμοὶ ὑποτάσσονται στὴ δύναμη τοῦ χρόνου καὶ ὑποκύπτουν τελικὰ στὸν βιολογικὸ θάνατο. Ἡ ζωὴ παρουσιάζεται ὡς διαδικασία θανάτου. Ἀλλὰ καὶ ὁ θάνατος ἐμφανίζεται ὡς ἀπόληξη τῆς ζωῆς.

Ὁ θάνατος καὶ ὡς βιολογικὸ ἀκόμα φαινόμενο ἀποτελεῖ τὴν τελευταία φάση τῆς ζωῆς. Αὐτὸ ἰσχύει πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν θάνατο ὡς ὑπαρξιακὸ βίωμα. Ἂν ὅμως ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὴν τελευταία φάση τῆς ζωῆς, τότε καὶ ἡ ζωὴ ἀποκτᾶ τὸ πλῆρες νόημά της μόνο μὲ τὴ συμπερίληψη τοῦ θανάτου. Ὅταν τὸ νόημα τῆς ζωῆς διατυπώνεται χωρὶς νὰ συμπεριλαμβάνεται ὁ θάνατος, εἶναι ἄτοπο, γιατί ὁ θάνατος, ὡς τελευταία φάση τῆς ζωῆς, καταλύει ὅλο τὸ προηγούμενο νόημά της. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁλοκληρώνεται, ὅταν κατορθώνει νὰ χωρέσει στὴ ζωή του καὶ τὸν θάνατο. Ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ σπουδαιότητα τῆς μελέτης τοῦ θανάτου, ποὺ προβάλλεται ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἂν ἡ βιολογικὴ ζωὴ ἐκδιπλώνεται ὡς πάλη μὲ τὸν χρόνο, ποὺ τελικῶς τὴν ἀφανίζει, ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ προβάλλει ὡς νίκη ἐναντίον τοῦ χρόνου καὶ ἔνταξη στὴν αἰωνιότητα. Ἡ ἔνταξη στὴν αἰωνιότητα συνδέεται μὲ μία νέα τοποθέτηση καὶ δραστηριοποίηση μέσα στὸν κόσμο. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως καὶ γενικότερα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματά τους, ἡ ἄσκηση τοῦ φιλανθρωπικοῦ, κοινωνικοῦ καὶ πνευματικοὺ ἔργου τους, καὶ γενικότερα ἡ ὅλη παρουσία καὶ δραστηριότητά τους, δὲν ἦταν προϊόντα κοινωνικῆς συμβατικότητας, ἀλλὰ συνέπειες τῆς τοποθετήσεως καὶ τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς ζωῆς τους ὡς ἀληθινῶν Χριστιανῶν. Ἡ ἀποξένωσή τους ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἡ ταυτόχρονη ἐπανένταξή τους σὲ αὐτόν, ὡς ἀπώλεια ποὺ ἀντιστοιχεῖ μὲ εὕρεση, ὡς ἀλλοτρίωση ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀνάκτηση, τοὺς ἀνέδειξε πραγματικοὺς φωστῆρες τῆς οἰκουμένης· τοὺς ἀπέδειξε Χριστιανοὺς ὄχι «ὀνόματι», ἀλλὰ «πράγματι».

Ὁ Χριστιανὸς λοιπὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποδέχεται τὴν ἀλλοτρίωσή του ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλοτριώνει τὴ ζωή του, ἀλλοτριώνει τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του, καὶ ἐντάσσεται σὲ μία νέα πορεία ζωῆς. Ἡ νέα αὐτὴ πορεία εἶναι ἡ πορεία τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἡ μετάνοια, ὡς ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν χρόνο τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, ποὺ συμπυκνώνεται στὸν λειτουργικὸ χρόνο, ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο «εἰς οἰκείωσιν Θεοῦ ἀπὸ τῆς διὰ τὴν παρακοὴν γενομένης ἀλλοτριώσεως» (14).

Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ, διατηρεῖ τὸ νόημα καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ μνήμη αὐτὴ παραμένει προσηλωμένος καὶ στὴ δική του θεοειδῆ μορφή, ποὺ ἀμαυρώθηκε μὲ τὴν ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀθέτηση τοῦ θείου θελήματος. Εἰδικότερα βέβαια γιὰ τὸν Χριστιανὸ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ συγκεκριμενοποιεῖται μὲ τὴ μνήμη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀνακαινιστικοῦ του ἔργου. Καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς μνήμης τοῦ Χριστοῦ συμπυκνώνεται στὴ θεία Εὐχαριστία. Τὸ μυστήριο αὐτό, ὡς μυστήριο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ, εἶναι μυστήριο τῆς ἀληθινῆς μνήμης του· μνήμης ποὺ δὲν ἐπιστρέφει μόνο στὸ παρελθόν, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τὸ μέλλον· μνήμης ποὺ ὑπερβαίνει τελικὰ τὸν χρόνο καὶ προσλαμβάνεται στὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ἀϊδιότητα τῆς θείας ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας συνδέεται μὲ τὴ μεγαλύτερη συμπύκνωση τοῦ χρόνου μέσα στὸ πλαίσιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Ἡ συμπύκνωση αὐτὴ τοῦ χρόνου ἐκφράζεται σαφέστατα στὴ θεία Λειτουργία, ἰδιαίτερα μάλιστα στὴ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ λειτουργικὴ μνήμη δὲν ἀναφέρεται μόνο στὸ παρελθὸν ἀλλὰ καὶ στὸ μέλλον. Δὲν παρουσιάζεται ὡς ἀνάμνηση αὐτῶν ποὺ ἔγιναν στὸν χαμένο, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία πάντοτε κερδισμένο χρόνο, ἀλλὰ καὶ ὡς πρόγευση αὐτῶν ποὺ ἀναμένονται νὰ συμβοῦν. «Μεμνημένοι οὖν, Δέσποτα, καὶ ἡμεῖς τῶν σωτηρίων αὐτοῦ παθημάτων, τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, τῆς τριημέρου ταφῆς, τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνόδου, τῆς ἐκ δεξιῶν σοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καθέδρας, καὶ τῆς ἐνδόξου καὶ φοβερᾶς δευτέρας αὐτοῦ παρουσίας».

Μὲ τὴ λειτουργικὴ αὐτὴ συμπύκνωση τοῦ χρόνου δὲν προσφέρεται κάποια συναισθηματικὴ λύτρωση τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸ δεσμευτικὸ ἐπίπεδο τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ ἡ ὑπαρξιακή τους ἀνακαίνιση μὲ ἀναφορὰ στὴν ὑπερβατικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ ἡ ἀναγνώρισή του ὡς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας καθιστᾶ δυνατὴ τὴ σταυρικὴ ἢ συνθετικὴ αὐτὴ θεώρηση καὶ μεταμόρφωση τοῦ χρόνου.

Ὁ Μ. Βασίλειος, στυλοβάτης τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, γνώρισε καὶ ἔζησε στὸν ὑψηλότερο δυνατὸ βαθμὸ τὴν κοινοχρησία ὄχι μόνο τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ χρόνου. Ἔδωσε ὄχι μόνο τὰ ὑπάρχοντά του ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του στοὺς ἄλλους. Ὁ Χριστιανὸς δὲν ἀντιμετωπίζει τὸν χρόνο ὡς ἀτομική του ἰδιοκτησία, ἀλλὰ ὡς ἀγαθὸ γιὰ κοινὴ χρήση. Ὅταν κρατᾶμε τὸν χρόνο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, χωριζόμαστε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Χωριζόμαστε ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μαζί μας, δίπλα μας. Ἔτσι περιορίζουμε τὸν δικό μας χρόνο καὶ τὴ δική μας ζωή. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ μοιραζόμαστε τὸν χρόνο μας μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ τὸν θυσιάζουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, νὰ κοινωνοῦμε μαζί τους. Προσφέροντας τὸν χρόνο μας προσφέρουμε τὴ ζωή μας, χωρὶς νὰ παύουμε νὰ ζοῦμε οἱ ἴδιοι. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ζοῦμε διπλὰ τὸν χρόνο καὶ τὴ ζωή μας, γιατί ζοῦμε ταυτόχρονα στὸν χρόνο καὶ στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.



Σημειώσεις:

1. Ἀριστοτέλους, Φυσικὰ 218α.

2. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον 5, PG 29, 13B.

3. Μ. Βασιλείου, Κατὰ Εὐνομίου 1, 21, PG 29, 560B.

4. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμὸν 114, 5, PG 29, 492C. Πρβλ. καὶ Δ. Τσάμη, Ἡ πρωτολογία τοῦ Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 32-33.

5. Γέν. 1, 1.

6. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον 1, 6, PG 29, 16C-17A.

7. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς Ψαλμὸν 1, 4, PG 29, 220D-21A.

8. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 42, 1, PG 32, 349.

9. Βλ. Ι. Γιανναράκη, «Ὁ παγκόσμιος ἐγκέφαλος τοῦ διαδικτύου», Οἰκονομικὸς Ταχυδρόμος, φ. 52 (2590), 25.12.2003, σ. 21.

10. Ἀποκ. 1, 4.

11. Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἠσαΐαν 119, PG 30, 312A.

12. Μ. Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 27, 66, PG 32, 192C.

13. Βλ. I. Piquer el Pais, «Τὸ παράδοξο σύμπαν τοῦ Ἀλβέρτου Ἀϊνστάιν». Ἐφημερίδα Καθημερινή, Κυριακὴ 22.12.2002.

14. Μ. Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 15, 35, PG 32, 128D.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 01, 2013

Χρόνος και Εκκλησία [Α΄ μέρος]

Με την ευκαιρία της σημερινής αρχής του εκκλησιαστικού έτους, αναδημοσιεύουμε σήμερα ένα επίκαιρο άρθρο του Ομότ. Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Γ. Μαντζαρίδη, για τη βίωση της έννοιας του χρόνου μέσα στην εκκλησιαστική πραγματικότητα. 
Η έλευση του Χριστού έφερε στον κόσμο τη βασιλεία του Θεού. Και ο χώρος, όπου φανερώνεται η βασιλεία του Θεού, είναι η Εκκλησία. Αυτή διατηρεί την αιωνιότητα μέσα στην Ιστορία και προσφέρει στην Ιστορία την προοπτική της αιωνιότητας. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, που υπερβάλλει το χώρο και το χρόνο, συνάπτοντας τους ανθρώπους σε μια υπερχρονική και υπερβατική κοινωνία, όπου τα πάντα είναι παρόντα εν Αγίω Πνεύματι. Στην Εκκλησία σώζεται ο χρόνος και ο κόσμος ολόκληρος. ‘Ο,τι πρόσφερε ο Θεός στον κόσμο, υπάρχει μέσα στην Εκκλησία και μετά δίδεται στον άνθρωπο για τη σωτηρία και ανακαίνισή του.
roloi ekklisia
Η βασιλεία του Θεού δεν αναμένεται μόνο ως μέλλουσα, αλλά γίνεται αισθητή και ως παρούσα. Και η εν Χριστώ ανάσταση και ανακαίνιση των ανθρώπων δεν αναμένεται μόνο στο μέλλον, αλλά και προσφέρεται ήδη στο παρόν: «Έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται»[1]. Η φωνή του Χριστού, που ακούστηκε ήδη και προσκάλεσε τους ανθρώπους από το θάνατο στη ζωή, θα προσκαλέσει και αυτούς που βρίσκονται στα μνήματα και θα τους ζωοποιήσει. Η ώρα που έρχεται, αλλά και που είναι ήδη παρούσα, είναι η ώρα της παρουσίας του Χριστού. Είναι ο ίδιος ο Χριστός. Τα έσχατα υπάρχουν στον έσχατο Αδάμ, τον Χριστό. Τα προσδοκώμενα προσφέρονται ήδη στο πρόσωπό του. Η περίοδος της παρουσίας  του Χριστού και της ‘Εκκλησίας του
είναι η περίοδος των «εσχάτων ημερών» [2]. Είναι η περίοδος κατά την οποία φανερώνεται στην Ιστορία ο Θεός και η βασιλεία του [3]. Είναι η απαρχή της αιώνιας ζωής, που δεν διακόπτεται από το θάνατο [4].
Ήδη η Μεταμόρφωση και η Ανάσταση του Χριστού αποτελούν φανερώσεις της βασιλείας του Θεού μέσα στον κόσμο. Και οι καιροί μετά την έλευση του Χριστού είναι οι έσχατοι καιροί. Η φανέρωση της δόξας του Θεού στην Εκκλησία με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όπως και οι προσωπικές φανερώσεις στους αγίους της Εκκλησίας, είναι εσχατολογικά γεγονότα. Και οι εμπειρίες των γεγονότων αυτών είναι εμπειρίες της έσχατης φανερώσεως του Θεού, που επειδή πραγματοποιούνται μέσα στο χώρο και το χρόνο, όπου εξακολουθεί να υπάρχει η φθορά και ο θάνατος, έχουν τον χαρακτήρα του «εκ μέρους» [5]. Έτσι τα έσχατα είναι ταυτόχρονα παρόντα και αναμενόμενα, βιούμενα και προσδοκώμενα.
Με τη σύσταση της Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε η κοινωνία του Θεού με τους ανθρώπους. Ο άκτιστος και αιώνιος Θεός ενώθηκε οντολογικά με τον κτιστό και θνητό άνθρωπο. Η αιώνια ζωή φανερώθηκε μέσα στην πρόσκαιρη. Έτσι ο κτιστός και θνητός άνθρωπος γίνεται κατά χάρη άκτιστος, αιώνιος και αΐδιος, δηλαδή άναρχος, γιατί άκτιστη, αιώνια και άναρχη είναι και η χάρη που ανακαινίζει την ύπαρξή του. Δεν απομένει πλέον τίποτε, που να εμποδίζει τη σύναψη κτιστού και ακτίστου, χρονικού και αιωνίου, παρούσας και μέλλουσας ζωής. Ο καιρός κατά τον οποίο πραγματοποιούνται τα γεγονότα αυτά είναι έσχατος. Η μέρα και η ώρα είναι έσχατη. Τίποτε πια δεν αναμένεται. Ούτε Μεσσίας, ούτε Παράκλητος,  ούτε Αντίχριστος. Όλα είναι παρόντα. Και ο Χριστός και ο Παράκλητος και ο Αντίχριστος. Ο Χριστός είναι παρών με το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. Και ο Αντίχριστος είναι παρών ως πονηρό πνεύμα, που πολεμάει την Εκκλησία [6]. Η παρουσία του Αντιχρίστου αποτελεί εσχατολογικό φαινόμενο όχι τόσο καθ’ εαυτήν, όσο σε σχέση, η ακριβέστερα σε αντιπαράθεση προς την εσχατολογική Παρουσία του Χριστού. Όλα όσα συντελούνται με την ένσαρκη φανέρωση του Θεού μέσα στην Ιστορία, με τη σταύρωση και την Ανάστασή του, δημιουργούν τους έσχατους καιρούς, την έσχατη μέρα, την έσχατη ώρα, που υπάρχει έδώ και τώρα.
Τα έσχατα λοιπόν δεν περιορίζονται στο τέλος της Ιστορίας αλλά υπάρχουν ήδη στη ζωή της. Ολόκληρη η περίοδος μετά την έλευση του Χριστού είναι οι έσχατοι χρόνοι. Και ο Χριστός που είναι «το Α και το Ω… ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» [7], είναι ο Κύριος, η αρχή και το τέλος της Ιστορίας. Όποιος έχει το Χριστό, έχει τη ζωή [8]. Η εμπειρία της ζωής αυτής υπάρχει ήδη μέσα στην Εκκλησία. Η εν Χριστώ ανακαίνιση και θέωση του ανθρώπου, που άναμένεται στον μέλλοντα αιώνα, βιώνεται ήδη από την παρούσα ζωή: «Νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστιν» [9].
Η βασιλεία του Θεού, μολονότι εμφανίζεται στον κόσμο «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» [10], δεν παύει να είναι αληθινά παρούσα. Τα σύμβολα με τα οποία προσφέρεται δεν είναι μεταφορικά ή αναλογικά, αλλά πραγματικά. Το άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως, της Αναστάσεως, της Πεντηκοστής, όπως και αυτό που βλέπουν οι άγιοι της Εκκλησίας, είναι το φως της βασιλείας του Θεού. Είναι το πραγματικό σύμβολο της παρουσίας του.
Το μεγάλο λάθος, που γίνεται από τη δυτική κυρίως θεολογία στο σημείο αυτό, είναι ότι η συμβολική ή η «εκ μέρους φανέρωση της βασιλείας του Θεού στον κόσμο λαμβάνεται με μεταφορική ή αναλογική έννοια. Αυτό απέκρουσε με ιδιαίτερη έμφαση ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κατά τη διαμάχη του με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Το φως της Μεταμορφώσεως, που είναι το ίδιο με το φως το οποίο βλέπουν οι άγιοι της Εκκλησίας, δεν είναι κτιστό σύμβολο της βασιλείας του Θεού, αλλά φυσικό σύμβολό Της. Είναι δηλαδή το ίδιο το φως της βασιλείας του Θεού, που φανερώνεται εκ «μέρους», για να γίνει προσιτό στον άνθρωπο. Όπως η αυγή που προέρχεται από το φως του ήλιου αποτελεί το φυσικό σύμβολο ή το προοίμιο της φανερώσεώς του, έτσι και το άκτιστο φως που φανερώνεται στην Εκκλησία αποτελεί το φυσικό σύμβολο της βασιλείας του Θεού [11].
[Συνεχίζεται]
1. Ιω. 5,25.
2. Πρβλ. Πράξ. 2,17. Β΄ Τιμ. 3,1. Εβρ. 1,2. Ιακ. 5,3. Α’ Ιω. 2,18. Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών 1,55, ΡG 26,125C.
3. Βλ. Ματθ. 16,28. Μάρ. 9,1. Λουκ. 9,27,
4. Βλ. Σ. Αγουρίδου, «Χρόνος και αιωνιότης (εσχατολογία και μυστικοπάθεια), εν τη θεολογική διδασκαλία Ιωάννου του Θεολόγου», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1958, σ. 156.
5. Α΄ Κορ. 13, 9.
6. «Παιδία, εσχάτη ώρα εστί, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν· όθεν γινώσκομεν ότι εσχάτη ώρα εστίν», Α΄ Ιω. 2,18. Πρβλ. και 4,3. Περισσότερα για τον αντίχριστο βλ. στη μελέτη μας, Ορθόδοξη Θεολογία και κοινωνική ζωή, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 126-35.
7. Αποκ. 1,8.
8. Α΄ Ιω. 5, 11.
9. Α΄ Ιω. 3,2.
10. Α΄ Κορ. 13, 12.
11. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,1,14, Συγγράμματα, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 628. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 5,8,33, Συγγράμματα, τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 311.

Παρασκευή, Αυγούστου 30, 2013

Ο Γέρ. Ιωσήφ ο Ησυχαστής & η Αγιορειτική ανάκαμψη -1o Mέρος

Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο της κοιμήσεως του μακαριστού Γέρ. Ιωσήφ του Ησυχαστή  (2 Νοεμβρίου 1898 – 28 Αυγούστου 1959), δημοσιεύουμε σήμερα το πρώτο μέρος από ένα σημαντικό άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ. Γ. Μαντζαρίδη, σχετικά με την ιδιαίτερη συμβολή της οσιακής αυτής προσωπικότητας του σύγχρονου Μοναχισμού στην ανάσχεση της πληθυσμιακής φθοράς που χαρακτήριζε μέχρι τις μέρες του την Αθωνική Πολιτεία.
Η σταθερή ανάκαµψη του αγιορειτικού µοναχισµού, που παρατηρείται σήµερα, άρχισε να επισηµαίνεται στατιστικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Από στατιστική έρευνα, που πραγµατοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1972, διαπιστώθηκε ότι το σύνολο των µοναχών του Αγίου Όρους ανερχόταν στους 1.146. Ο αριθµός αυτός ήταν υψηλότερος κατά µία µονάδα από τον αριθµό των µοναχών, που παρουσίαζε για το προηγούµενο έτος (1971) το περιοδικό Irénikon [1]όπου δηµοσιεύονταν κατά καιρούς στατιστικά στοιχεία των αγιορειτών µοναχών. Έκτοτε η σταθερή πτώση του αριθµού των µοναχών της Αθωνικής Πολιτείας µεταβλήθηκε σε σταθερή ανάκαµψη, που έγινε πλέον εντυπωσιακή.
gerwnioshs
Στην ανάκαµψη αυτή συνέβαλαν ασφαλώς πολλοί παράγοντες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται και οι οµαδικές προσελεύσεις συνοδειών από µονές εκτός Αγίου Όρους. Πέρα όµως και πριν από την προσέλευση των συνοδειών αυτών υπήρξε και η παρουσία ισχυρών προσωπικοτήτων µέ έντονη πνευµατική και ηθική ακτινοβολία, που προετοίµασαν και στήριξαν την ανοδική πορεία του Αγίου Όρους. Κορυφαία θέση µεταξύ αυτών κατέχει ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, στον οποίο ανάγουν σήµερα την πνευµατική τους πατρότητα έξι από τις είκοσι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους [2].
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και προσήλθε στον µοναχισµό σε περίοδο εκκοσµικεύσεως και παρακµής της µοναχικής και γενικότερα της εκκλησιαστικής ζωής. Δέκα περίπου χρόνια µετά τη γέννησή του, το 1907, ο αρχιµανδρίτης Ευσέβιος Ματθόπουλος ίδρυσε την Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή», που απαρτιζόταν από κληρικά και λαϊκά µέλη µέ δεσµεύσεις µοναχικής ζωής, και προσπάθησε να καλύψει σηµαντικά κενά του ποιµαντικού έργου της Εκκλησίας. Με την ίδρυση της αδελφότητας αυτής ανασυστάθηκε ένας ενδοκόσµιος µοναχισµός, που επηρέασε αποφασιστικά την πορεία της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής στην Ελλαδική και την ευρύτερη περιοχή.
Παράλληλα αρκετοί ιεροµόναχοι και µοναχοί επηρεασµένοι από το πνεύµα της εκκοσµικεύσεως εγκατέλειψαν τις µονές τους που βρίσκονταν έξω από τον κόσµο και ανέλαβαν εκκλησιαστικά λειτουργήµατα µέσα στον κόσµο. Τέλος αρκετοί ιεράρχες κατά την περίοδο αυτήν επικαλούµενοι τα ζωτικά κενά του ποιµαντικού έργου της Εκκλησίας ήταν αρνητικά τοποθετηµένοι απέναντι στον αναχωρητικό µοναχισµό, ενώ η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στον «Οργανισµόν του µοναχικού βίου», που εξέδωσε το 1932 για την αναβίωση του µοναχισµού, ορίζει ως σκοπό του µοναχισµού την «µόρφωσιν του λαού δια του κηρύγµατος του θείου λόγου, των κατηχητικών σχολείων, της Ιεράς Εξοµολογήσεως, της διδασκαλίας των διαφόρων τεχνών… και την εξάσκησιν της φιλανθρωπίας»[3].
Βέβαια δεν έπαυσε να υπάρχει και η φιλοκαλική παράδοση. Αυτή άφησε έντονα ίχνη όχι µόνο στο Άγιον Όρος αλλά και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Άλλωστε και η κίνηση της Ζωής, όπως και οι άλλες χριστιανικές κινήσεις, κληρονόµησαν από αυτήν αρκετά στοιχεία [4]. Ιδιαίτερα όµως ζωντανή ήταν η παράδοση αυτή στην Πάρο, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ο νεαρός Φραγκίσκος, όπως ονοµαζόταν ως κοσµικός ο Γέροντας Ιωσήφ. Στην απόφασή του να µονάσει οδηγήθηκε από τη µελέτη της ζωής των αγίων και από εντυπωσιακό συµβολικό όνειρο, που τον καλούσε να υπηρετήσει στα βασιλικά ανάκτορα. Έτσι άρχισε να αποσύρεται σε ήσυχα και ερηµικά µέρη για άσκηση και προσευχή προσπαθώντας να µιµηθεί κάθε είδος κακοπάθειας που διάβαζε στους βίους των αγίων. Τότε σκέφτηκε και το Άγιον Όρος, όπου πήγε κατά το 1921 σε ηλικία εικοσιτριών ετών.
Εκεί περίµενε να βρει πατέρες στα µέτρα των αγίων που διάβαζε, αλλά δεν ικανοποιήθηκε. «Αφού ήλθα εις το Άγιον Όρος», γράφει ο Γέροντας Ιωσήφ, «έκλαιγα ηµέραν και νύκτα, διατί δεν ευρήκα, καθώς διαλαµβάνουν οι Άγιοι το Άγιον Όρος»[5]. Μολονότι οι πνευµατικές του προσδοκίες ήταν υψηλές, η απογοήτευση που δοκίµασε στον Άθωνα δεν φαίνεται πως ήταν και αντικειµενικά αδικαιολόγητη. Η γενικότερη εικόνα που έχουµε για την πνευµατική κατάσταση του Αγίου Όρους κατά την περίοδο αυτήν, αν και δεν έχει επαρκώς µελετηθεί, δεν θεωρείται οπωσδήποτε θετική. Αξίζει εδώ να σηµειωθεί ότι και ο Γέροντας Σωφρόνιος, ως µοναχός της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήµονος, µία περίπου δεκαετία µετά την προσέλευση του Γέροντα Ιωσήφ στο Άγιον Όρος έγραφε ότι «η νοερά εργασία, που αποτελεί τον πυρήνα της πραγµατικής µοναχικής ζωής, βρίσκεται τώρα σε άκρα κατάπτωση»[6].
Κατά την ίδια όµως περίοδο εγκαταβίωνε στην Ιερά Μονή Παντελεήµονος ο άγιος Σιλουανός, όπως και ο ίδιος ο Γέροντας Σωφρόνιος, που συνέβαλε αποφασιστικά, µαζί µέ τον άγιο Γέροντά του που βιογράφησε, στην αναβίωση του αγιορειτικού αλλά και ευρύτερα του ορθόδοξου µοναχισµού. Γνωστοί νηπτικοί πατέρες της περιόδου αυτής, κοινοβιάτες και ερηµίτες, είναι ο Ιερώνυµος ο Σιµωνοπετρίτης, ο Αθανάσιος ο Γρηγοριάτης, ο παπα-Σάββας ο πνευµατικός, ο παπα-Τύχων, ο γερο-Κοσµάς ο Παντοκρατορινός, ο γερο-Αυγουστίνος ο Φιλοθεΐτης κ.ά.[7] Αλλά και ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής αναφέρει στα κείµενά του σπουδαίους ασκητές, που συνάντησε κατά τη µετάβασή του στο Άγιον Όρος. Έτσι στα Κατουνάκια, που ήταν και ο πρώτος σταθµός της εκεί µεταβάσεώς του, γνώρισε τον διακριτικότατο Γέροντα Δανιήλ και την αδελφότητά του. Άλλοι σπουδαίοι ασκητές της περιοχής αυτής ήταν ο Γέροντας Καλλίνικος ο Ησυχαστής, που για άγνωστους λόγους αρνήθηκε να τον µυήσει «στα µυστικά της ησυχίας και της ευχής»[8], οι µετέπειτα πνευµατικοί του Γέροντες Δανιήλ και Ευθύµιος, όπως και αρκετοί άλλοι ευλαβέστατοι πατέρες. Τελικά ο Γέροντας Ιωσήφ απέκτησε την αδιάλειπτη ευχή µέ εξαιρετική βία, που την επισφράγισε η επίσκεψη της θείας χάριτος [9]. 
Ο χαρισµατικός Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής σηµατοδότησε την απαρχή της ανακάµψεως του µοναχισµού του Αγίου Όρους, που διαπιστώθηκε, όπως είπαµε, στατιστικά στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Από τη συνοδεία του, που από το 1953 ως τα τέλη της ζωής του (1959) εγκαταβίωνε στην Νέα Σκήτη, προήλθαν πνευµατικοί Πατέρες, που µέ τις δικές τους πλέον συνοδείες εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο το Άγιον Όρος.
Το έναυσµα για την ευεργετική αυτή διασπορά, που συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάκαµψη του Αγίου Όρους, δόθηκε από τον ίδιο τον Γέροντα Ιωσήφ. Εφαρµόζοντας µιά ασυνήθιστη τακτική, έδωσε την ευλογία στο καθένα από τα πνευµατικά του τέκνα, να µπορεί να δηµιουργήσει τη δική του συνοδεία. Η περίεργη αυτή επιλογή του Γέροντα Ιωσήφ δεν µπορεί να είναι άσχετη µέ την προοπτική που είχε η φωτισµένη συνείδησή του για το µέλλον της συνοδείας του. Άλλωστε πριν από πολλά χρόνια, όταν κάποιος γνωστός του, ο Ιωάννης Μπίτσιος, τον ρώτησε για τους τρεις µοναχούς που είδε κοντά του, αν είναι της συνοδείας του, εκείνος απήντησε: «Ναι πράγµατι», και συνέχισε:«Βλέπεις αυτά τα καλογέρια, Γιάννη; Ε! Αυτά θα ’ρθεί καιρός που θα γεµίσουν το Άγιον Όρος µέ µοναχούς»[10]. Έτσι οκτώ ήδη µήνες πριν από την κοίµησή του, τον Δεκέµβριο του 1958, προέκυψαν τέσσερις συνοδείες στις καλύβες της Νέας Σκήτης, που έγιναν πόλοι έλξεως νέων µοναχών. Παράλληλα η φήµη των ησυχαστών αυτών πατέρων διαδόθηκε στις γύρω µονές, ενώ δύο από αυτές έσπευσαν να προσκαλέσουν ισάριθµους πατέρες ως πνευµατικούς [11].
Η ανάκαµψη του µοναχισµού του Αγίου Όρους προετοιµάσθηκε ουσιαστικά στην ησυχία της ερήµου. Άλλωστε η δυσµενής κατάσταση των ιερών µονών κατά την περίοδο αυτή συντελούσε, ώστε και οι νέοι που προσέρχονταν στον µοναχισµό να µήν προτιµούν τα µοναστήρια, αλλά µικρές συνοδείες µέ πνευµατικούς Γέροντες σε εξαρτήµατα µονών. Η αύξηση όµως των µελών των συνοδειών αυτών, που σήµαινε ταυτόχρονα και αύξηση των στεγαστικών τους αναγκών, καθιστούσε προβληµατική την περαιτέρω παραµονή τους σε µικρά εξαρτήµατα. Προέκυπτε λοιπόν η ανάγκη για αναζήτηση καταλληλότερου τόπου εγκαταβιώσεως. Και ο τόπος αυτός προσφερόταν τώρα στις µεγάλες σκήτες και κυρίως στις µονές, που άρχισαν να ερηµώνονται µέ την πάροδο του χρόνου από µοναχούς, ενώ διέθεταν άφθονους χώρους για τις αυξηµένες ανάγκες των συνοδειών.
[Συνεχίζεται]
  1. Βλ. Irénikon 44 (1971), σ. 529-30.
  2. Αναλυτικότερα για τα αίτια της ανακάµψεως του µοναχισµού του Αγίου Όρους βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία του Χριστιανισµού, Θεσσαλονίκη 51999, σ. 409-10.
  3. Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος (εκδ.), Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, τοµ. Α΄ (1901-1933), Αθήναι 1955, σ. 590. Πρβλ. Α. Γουσίδη, Οι χριστιανικές οργανώσεις, Θεσσαλονίκη 31996, σ. 21 κ.ε.
  4. Βλ. Αρχιµ. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, Αναγεννητικό κίνηµα. Παραφυάδες των Κολλυβάδων, Αθήναι 21987, σ. 79-80.
  5. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εµπειρίας, Επιστολή 37, Ιερά Μονή Φιλοθέου, Άγιον Όρος 62003, σ. 220.
  6. Βλ. Αρχιµ. Σωφρονίου, Αγώνας θεογνωσίας, Η αλληλογραφία Γέροντος Σωφρονίου µέ τον Δ. Μπάλφουρ, µετάφρ. Αρχιµ. Ζαχαρία, Έσσεξ Αγγλίας 2004, σ. 135.
  7. Βλ. Μοναχού Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 31994.
  8. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 62004, σ. 41.
  9. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εµπειρίας, Επιστολή 9, σ. 90-92 καιΕπιστολή 37, σ. 221 κ.ε.
  10. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 12.
  11. Βλ. Ιωσήφ Μ. Δ., Ο Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης (1886-1983), Θεσσαλονίκη 2001, σ. 91.
  12. πηγή

Πέμπτη, Απριλίου 25, 2013

Ὁ χαρακτήρας τῆς Ὀρθοδοξίας


Γε­ωρ­γί­ου Ι. Μαν­τζα­ρί­δη**
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι μί­α ἐ­πι­μέ­ρους χρι­στι­α­νι­κὴ ὁ­μο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ ἔ­χει κα­θο­λι­κὸ καὶ δι­α­χρο­νι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ ἀ­φαι­ρέ­σεις καὶ δι­αι­ρέ­σεις, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἡ ἑ­νια­ία καὶ ἑ­νο­ποι­ός ἀ­λή­θεια. Εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ με­λίζε­ται καὶ δὲ δι­αι­ρεῖ­ται, ποὺ δι­α­με­λί­ζε­ται καὶ ἑ­νο­ποιεῖ. Ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας εἶ­ναι τὸ δε­δο­μέ­νο τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι ἡ δω­ρε­ὰ τῆς Θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας, ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ στοὺς πι­στοὺς μί­αν ἀν­τί­στοι­χη ὑ­πο­χρέ­ω­ση καὶ μί­αν ἀ­ντίστοι­χη εὐ­θύ­νη: Τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση καὶ τὴν εὐ­θύ­νη γιὰ εἰ­ρή­νη καὶ ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξύ τους.
Τὸ 842 με­τὰ τὴ δί­νη τῆς εἰ­κο­νο­μα­χί­ας, ποὺ εἶ­χε ἐ­πα­να­φέ­ρει μὲ μί­α νέ­α μορ­φὴ τὶς πα­λι­ὲς χρι­στο­λο­γι­κές αἱ­ρέ­σεις, ἡ εἰ­ρή­νη καὶ ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­κα­τα­στά­θη­καν στὴ ζω­ὴ τῶν με­λῶν της. Ἔ­τσι ἡ δω­ρε­ὰ τοῦ Θε­οῦ φα­νε­ρώ­θη­κε πά­λι στὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν. Τὸ δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ως πα­ρου­σι­ά­στη­κε ξα­νὰ ὡς γνώ­ρι­σμα τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς. Βέ­βαι­α καὶ στὶς πιὸ λαμ­πρὲς πε­ρι­ό­δους τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς ἐκ­κλη­σί­ας δὲν παύ­ουν νὰ ὑ­πάρ­χουν οἱ ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἀ­νή­κουν σὲ αὐ­τὴν καὶ ποὺ ὁ­δη­γοῦν­ται συ­χνὰ σὲ αἱ­ρέ­σεις καὶ σχί­σμα­τα. Ὁ τε­λι­κὸς θρί­αμ­βος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ἀ­κα­τά­λυ­της ἑ­νό­τη­τάς της, θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ στὰ ἔ­σχα­τα, ὅ­ταν ἡ δι­α­σκορ­πι­σμέ­νη στὸν κό­σμο Ἐκ­κλη­σί­α συ­να­χθεῖ στὴ βα­σιλεία τοῦ Θε­οῦ(1). Αὐ­τὸ ὅ­μως δὲ ση­μαί­νει κα­θό­λου ὅ­τι δι­και­ο­λο­γού­μα­στε νὰ μὴ ζοῦ­με καὶ τώ­ρα τὴν ἑ­νό­τη­τα. Ἡ ἑ­νό­τη­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὴ φύ­ση τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Καὶ ὅ­ταν δὲν ἔ­χου­με τὴν ἑ­νό­τη­τα, δὲ ζοῦ­με ὡς μέ­λη τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ἀ­πο­τελεῖ ἀν­θρώ­πι­νο σω­μα­τεῖ­ο, ὅπου....
ἡ ἑ­νό­τη­τα μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι χρή­σι­μη, ὄ­χι ὅ­μως καὶ τε­λεί­ως ἀ­πα­ραί­τη­τη. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι σῶ­μα Χρι­στοῦ. Καὶ τὸ σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ δὲν μπο­ρεῖ νὰ νο­η­θεῖ χω­ρὶς ἑ­νό­τη­τα. Ἕ­νας εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, μί­α ἡ Ἐκ­κλη­σί­α του. Στὸ Σύμ­βο­λο τῆς πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με πί­στη “εἰς μί­αν, ἁγίαν, κα­θο­λι­κὴν καὶ ἀ­πο­στο­λι­κὴν ἐκ­κλη­σί­αν”. Οἱ πολ­λὲς Ἐκ­κλη­σί­ες, ἢ μᾶλ­λον οἱ πολ­λὲς χρι­στι­α­νι­κὲς ὁ­μο­λο­γί­ες, εἶ­ναι κα­τα­σκευ­ά­σμα­τα ἀν­θρώ­πων καὶ ὄ­χι τοῦ Θε­οῦ.
Ὁ χρι­στι­α­νι­κὸς ὅ­μως κό­σμος ἔ­παυ­σε ἀ­πὸ και­ρὸ ν᾿ ἀ­πο­τελεῖ μί­α ἑ­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α πι­στῶν, μί­α Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ πί­στη ποὺ πα­ρέ­δω­σαν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ Πα­τέ­ρες καὶ οἱ Δι­δά­σκα­λοι τῆς ἀ­δι­αί­ρε­της Ἐκ­κλη­σί­ας δὲν τη­ρή­θη­κε παν­τοῦ ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη. Ἡ λα­τρεί­α δι­α­σπά­στη­κε. Τὸ ἦ­θος ἀλ­λοι­ώ­θη­κε. Ἡ ἁρ­μο­νί­α κα­τα­στρά­φη­κε. Ἡ πα­ρά­δο­ση ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε. Ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­να σκάν­δα­λο μέ­σα στὸν κό­σμο. Σκάν­δα­λο, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­νέ­νας Χρι­στια­νὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ μέ­νει ἀ­δι­ά­φο­ρος.
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σί­α δὲν εἶ­ναι μί­α ἀ­πὸ τὶς πολ­λὲς Ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λὰ ἡ μία­ καὶ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ εἶ­ναι ἡ μί­α καὶ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ὄ­χι για­τί ἔ­τσι τὸ θέ­λουν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, ἀλ­λὰ για­τί ἔ­τσι προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴν κοι­νὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πα­ρά­δο­ση: “Οἱ Προ­φῆ­ται ὡς εἶ­δον, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ὡς ἐ­δί­δα­ξαν, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὡς πα­ρέλα­βεν, οἱ Δι­δά­σκα­λοι ὡς ἐ­δογ­μά­τι­σαν, ἡ Οἰ­κου­μέ­νη ὡς συμ­πε­φρόνη­κεν… οὕ­τω φρο­νοῦ­μεν, οὕ­τω λα­λοῦ­μεν, οὕ­τω κη­ρύσ­σο­μεν… Αὐ­τὴ ἡ πί­στις τῶν Ἀ­πο­στό­λων, αὐ­τὴ ἡ πί­στις τῶν Πατέρων, αὐ­τὴ ἡ πί­στης τῶν Ὀρ­θοδόξων, αὐ­τὴ ἡ πί­στης τὴν Οἰ­κου­μέ­νην ἐ­στή­ρι­ξεν”(2).
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α στή­ρι­ξε τὴν Οἰ­κου­μέ­νη, για­τί ἦ­ταν πάν­το­τε Οἰ­κου­με­νι­κή. Καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει ὡς Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἂν δὲν πα­ρα­μέ­νει καὶ Οἰ­κου­με­νι­κή. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι μι­σαλ­λο­δο­ξί­α, δὲν εἶ­ναι συν­τη­ρη­τι­σμός, δὲν εἶ­ναι κα­τε­στη­μέ­νο, δὲν εἶ­ναι ἐ­θνι­κι­σμός. Ἡ μι­σαλ­λο­δο­ξί­α κα­πη­λεύ­ε­ται τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὴ με­τα­βάλ­λει σὲ μέ­σο φα­τρια­σμοῦ. Μὲ τὴ μι­σαλ­λο­δο­ξί­α ἀ­ναι­ρεῖ­ται ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ ἀ­φα­νί­ζε­ται τὸ πνεῦ­μα της, ποὺ εἶ­ναι πνεῦ­μα ἀ­γά­πης καὶ κα­ταλ­λα­γῆς. Γι­᾿ αὐ­τὸ ὁ μι­σαλ­λό­δο­ξος δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι Ὀρ­θό­δο­ξος, ὅ­σο ὀρ­θό­δο­ξα καὶ ἂν εἶ­ναι τὰ λό­για ποὺ χρη­σι­μο­ποιεῖ. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ συν­τη­ρη­τι­σμὸς νε­κρώ­νει τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ τὴ με­τα­βάλ­λει σὲ ἰ­δε­ο­λο­γί­α, ποὺ ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ συ­νή­θως ἀλ­λό­τριους σκο­πούς. Ἀ­κό­μα τὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ὀρ­θό­δο­ξο κα­τε­στη­μέ­νο δὲν μπο­ρεῖ νὰ ταυ­τι­στεῖ μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ποὺ εἶ­ναι ἡ ζων­τα­νὴ πα­ρά­δο­ση τῆς ἀ­λή­θειας καὶ τῆς ζω­ῆς. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι στα­τι­κή, οὔ­τε συν­τη­ρη­τι­κή, ἀλ­λὰ δυ­να­μι­κὴ καὶ πα­ρα­δο­σια­κή. Καὶ ἡ πα­ρα­δο­σι­α­κό­τη­τα δὲν εἶ­ναι συν­τη­ρη­τι­κό­τη­τα, ἀλ­λὰ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα. Δὲν εἶ­ναι κα­τά­στα­ση, ἀλ­λὰ ζω­ή. Τέ­λος ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι ἰ­δε­ο­λο­γί­α. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δὲν εἶ­ναι ἐ­θνι­κὴ ἰ­δε­ο­λο­γί­α ἢ ἐ­θνι­κι­σμὸς.
Βέ­βαι­α συ­χνὰ ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὡς ἰ­δε­ο­λο­γί­α. Καὶ αὐ­τὸ δὲν ἔ­γι­νε μό­νο ἀ­πὸ πο­λι­τι­κοὺς ἡ­γέ­τες ποὺ ἐ­πι­δί­ω­καν δι­κούς τους σκο­πούς, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ κλη­ρι­κοὺς καὶ ἁ­πλοὺς πι­στούς. Ἡ ἀ­λή­θεια, ὅ­πως καὶ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ πρσφ­έ­ρει ἡ ἀ­λή­θεια(3), εἶ­ναι βα­ριὰ πράγ­μα­τα. Εὔ­κο­λα τὰ ἐγ­κα­τα­λεί­πει κα­νεὶς ἢ τὰ ἀν­τι­κα­θιστᾶ μὲ ψεύ­τι­κα εἴ­δω­λά τους. Εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ἐμ­πο­ρεύ­ε­ται κα­νεὶς τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, δύ­σκο­λο ὅ­μως νὰ τὴ ζεῖ. Εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ καυ­χι­έ­ται ὅ­τι εἶ­ναι Ὀρ­θό­δο­ξος -ὅ­ταν μά­λι­στα ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α συμ­βαί­νει νὰ εἶ­ναι καὶ τῆς μό­δας- καὶ νὰ κα­τα­κρί­νει τοὺς ἄλ­λους ὡς ἀ­πο­στά­τες ἢ αἱ­ρε­τι­κούς, εἶ­ναι ὅ­μως δύ­σκο­λο νὰ ζεῖ ὡς Ὀρ­θό­δο­ξος. Γι­᾿ αὐ­τὸ συ­χνὰ λη­σμο­νοῦ­με τὴν ἀ­λή­θεια τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ προ­βάλ­λου­με στὴ θέ­ση της τὶς προ­σω­πι­κὲς ἢ τὶς συλ­λο­γι­κές μας ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ ἰ­δι­ο­τέ­λει­ες. Ἔ­τσι τὴν πα­ρα­ποι­οῦ­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­σο αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς ἐ­χθρούς της. Καὶ ὅ­ταν αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς ἐ­χθρούς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας τὴν κρί­νουν καὶ τὴν κα­τα­κρί­νουν ὡς πα­ρα­μορ­φω­μέ­νη, ἀν­τὶ νὰ στρέ­ψου­με τὸ βλέμ­μα στὸν ἑ­αυ­τό μας, γιὰ νὰ δοῦ­με τὴν κα­τά­στα­σή μας καὶ νὰ φρον­τί­σου­με νὰ τὴ δι­ορ­θώ­σου­με, ἐ­ξα­πο­λύ­ου­με μύ­δρους ἐ­ναν­τίον τους, νο­μί­ζον­τας ὅ­τι ἔ­τσι ἐκ­πλη­ρώ­νου­με τὸ χρέ­ος μας ἀ­πέ­ναν­τι στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἢ ἀ­κό­μα ὅ­τι γι­νό­μα­στε καὶ ὁ­μο­λο­γη­τές της.
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι ἰ­δε­ο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ ἀ­λή­θεια καὶ ζω­ή. Σέ­βε­ται τὴν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, τὴ γλώσ­σα, τὶς πα­ρα­δό­σεις, τὰ ἔ­θι­μά τους. Ὅ­πως ὁ Χρι­στὸς μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του προ­σέ­λα­βε ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἔ­τσι καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, προσ­λαμ­βά­νει κα­θε­τὶ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­πως ὁ Χρι­στὸς δὲν προ­σέ­λα­βε τὴν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρὰ φύ­ση κα­τά­στα­ση γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, ἔ­τσι καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἤ κα­λύ­τε­ρα ὅ­σοι θέ­λου­με νὰ ἀ­νή­κου­με στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὸ ἀ­κα­τά­λυ­το καὶ ἀ­δι­αί­ρε­το σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, δὲν πρέ­πει νὰ ἀ­φή­νου­με νὰ κυ­ρια­ρχοῦν στὴ ζω­ὴ καὶ τὴ σκέ­ψη μας κα­τα­στά­σεις ἁ­μαρ­τί­ας. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ χα­ρί­ζει ὁ Χρι­στὸς δὲν πρέ­πει νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται “εἰς ἀ­φορ­μὴν τῇ σαρ­κί”, ἀλ­λὰ νὰ ἐκ­δη­λώ­νε­ται μὲ πνεῦ­μα ἀ­γά­πης καὶ δι­α­κο­νί­ας(4). Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ἀ­συ­δο­σί­α, ἀλ­λὰ πρό­σκλη­ση ν᾿ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ ἀ­πὸ τὴν πη­γὴ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τῆς δι­αι­ρέ­σε­ως, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἐ­γω­ϊσμός μας -ὁ ἀ­το­μι­κός, ὁ οἰ­κο­γε­νεια­κός, ὁ ἐ­θνι­κός, ὁ ὁ­μο­λο­για­κὸς ἢ ὁ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος ἐ­γω­ϊσμός μας- καὶ νὰ βροῦμε τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τα τῆς φύ­σε­ώς μας ἐν Χρι­στῷ.
Πραγ­μα­τι­κά, πό­σα ἐμ­πό­δια πού συ­ναν­τοῦ­με κα­θη­με­ρι­νὰ θὰ ἔ­λει­παν, ἂν ὑ­πῆρ­χε ἡ δι­ά­θε­ση αὐ­τὴ μέ­σα μας! Πό­σες ἀν­τι­θέ­σεις θὰ πα­ρα­με­ρί­ζον­ταν, ἂν δὲν κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ὁ ἀ­το­μι­κὸς ἢ ὁ ὁ­μα­δι­κὸς ἐ­γω­ϊσμὸς στὶς σχέ­σεις μας! Πό­σα σχί­σμα­τα θὰ μα­ται­ώ­νον­ταν, ἂν δὲν ἐ­πι­κρα­τοῦσε­ ὁ ἐ­θνι­κὸς ἢ ὁ ὁ­μο­λο­για­κὸς ἐ­γω­ϊσμὸς στὴ θρη­σκευ­τι­κὴ ζω­ή μας! “Ἐ­ὰν δὲ τὸ ἅ­λας μω­ράν­θη”, λέ­ει ὁ Κύ­ριος, “ἐν τι­νι ἁλι­σθήσε­ται;”(5). Ἂν ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί, ἢ ἀ­κό­μα ἂν ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, πού καυ­χι­ό­μα­στε ὅ­τι δι­α­τη­ροῦ­με ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ, δὲ φρον­τί­ζου­με νὰ ἐρ­γα­ζό­μα­στε πρὸς τὴν κα­τεύ­θυν­ση αὐ­τή, ἀ­πὸ ποι­οὺς πε­ρι­μέ­νου­με; Ὁ στό­χος, πρὸς τὸν ὁ­ποῖ­ο μᾶς κα­τευ­θύ­νει δια­ρκῶς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι ἡ κα­τα­πο­λέ­μη­ση τοῦ ἐ­γω­ϊσμοῦ μὲ τὶς δι­ά­φο­ρες μορ­φές του. Στὸν ἴ­διο στό­χο ἀ­πο­βλέ­πει καὶ ἡ με­τά­νοι­α, ποὺ ἀ­πο­τελεῖ γιὰ τὸ χρι­στια­νὸ ἔρ­γο ζω­ῆς.
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι κα­μμί­α ἀν­τι­κει­με­νο­ποι­η­μέ­νη ἀξία, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ τὴ χρη­σι­μο­ποιεῖ κα­νεὶς σύμ­φω­να μὲ τὶς ὀ­ρέ­ξεις καὶ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες του. Δὲν εἶ­ναι κτῆ­μα κα­νε­νὸς ποὺ νο­μί­ζει ὅ­τι τὴν κα­τέ­χει. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τέ­χει κα­νεὶς τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Μπο­ρεῖ μό­νο νὰ κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ αὐ­τήν. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἐν­τάσ­σει κα­νεὶς στὰ σχέ­δια του, γιὰ νὰ κα­τα­κρί­νει ἢ νὰ πο­λε­μά­ει τοὺς ἄλ­λους, γιὰ νὰ φα­να­τί­ζει ἢ νὰ φα­να­τί­ζε­ται. Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, καὶ ὄ­χι οἱ πα­ρα­ποι­ή­σεις της, δὲν ἐν­τάσ­σε­ται που­θε­νά, ἀλ­λὰ κα­λεῖ ὅ­λους σὲ κα­θο­λι­κὴ ἔν­τα­ξη σ᾿ αὐ­τήν. Ἄλ­λω­στε καὶ τὸ Βά­πτι­σμα στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται στὸ μέ­τρο ποὺ ἐ­νερ­γο­ποιεῖ τὴν ἔν­τα­ξή του σ᾿ αὐ­τήν, στὸ μέ­τρο ποὺ δὲν ἀ­φή­νει τὸν ἐ­γω­ϊ­σμὸ καὶ τὰ πα­ρε­πό­με­νά του νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σουν στὴ ζω­ή του καὶ νὰ φαλ­κι­δεύ­σουν τὴν πί­στη, τὴν ἐλ­πί­δα καὶ τὴν ἀ­γά­πη του.
Ὅ­ταν λοι­πὸν αἰ­σθα­νό­μα­στε ὡς μέ­λη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, τό­τε καὶ οἱ δι­αι­ρέ­σεις τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου δὲν μπο­ροῦν νὰ μᾶς εἶ­ναι ἀ­δι­ά­φο­ρες. Ὁ πό­νος γιὰ τὶς δι­αι­ρέ­σεις αὐ­τὲς εἶ­ναι καὶ δι­κός μας πό­νος. Καὶ ἡ φρον­τί­δα γιὰ τὴν ἄρ­ση τους πρέ­πει νὰ εἶ­ναι φρον­τί­δα ὅ­λων μας. Γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με ὅ­μως τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῶν ἄλ­λων ὁ­μο­λο­γι­ῶν, δὲ χρει­ά­ζε­ται νὰ κά­νου­με συμ­βι­βα­σμοὺς στὴν πί­στη μας. Μὲ τέ­τοι­ους συμ­βι­βα­σμοὺς προ­δί­νου­με καὶ τὸν ἑ­αυ­τό μας κι ἐ­κεί­νους, για­τί κι ἐ­κεῖ­νοι χρει­ά­ζον­ται ἀ­νό­θευ­τη τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­λή­θεια. Γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῶν ἄλ­λων ὁ­μο­λο­γι­ῶν, ἰ­δι­αί­τε­ρα τώ­ρα ποὺ οἱ πε­ρι­στά­σεις μᾶς φέρ­νουν πο­λὺ πιὸ κον­τά τους, χρει­ά­ζε­ται νὰ στρα­φοῦ­με στὶς ἴ­δι­ες τὶς ρί­ζες μας, χρει­ά­ζε­ται νὰ γνω­ρί­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας καὶ νὰ ζή­σου­με τὴν κα­θο­λι­κὴ καὶ Οἰ­κου­με­νι­κὴ ἀ­λή­θειά της.
Μὲ τὴ δι­ά­θε­ση αὐ­τὴ εἶ­χε πρὶν ἀ­πὸ και­ρὸ δι­α­δο­θεῖ τὸ σύν­θη­μα “ἐ­πι­στρο­φὴ στοὺς Πα­τέ­ρες”. Αὐ­τὸ δὲ θε­ω­ρή­θη­κε ἀ­πό­λυ­τα ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κό, για­τί μπο­ροῦ­σε νὰ ἑρ­μη­νευ­τεῖ καὶ ὡς ὀ­πι­σθο­δρο­μι­κό. Γι­᾿ αὐ­τὸ ἀν­τι­προ­βλή­θη­κε τὸ σύν­θη­μα “μπρο­στὰ μὲ τοὺς Πα­τέ­ρες”. Μὲ τὰ συν­θή­μα­τα ὅ­μως αὐ­τὰ δὲ δι­α­τυ­πώ­νε­ται σω­στὰ ἡ θέ­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἡ θέ­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας εἶ­ναι: “Ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γίοις πα­τρᾶσιν”(6). Ἕ­πο­μαι δὲ ση­μαί­νει οὔ­τε ἐ­πι­στρέ­φω οὔ­τε βα­δί­ζω μπρο­στά. Ἕ­πο­μαι ση­μαί­νει ἀ­κο­λου­θῶ. Καὶ ὁ­ποῖ­ος ἀ­κο­λου­θεῖ δὲν προσ­δι­ο­ρί­ζει μό­νος του τὴν πο­ρεί­α του, ἀλ­λὰ ἐν­τάσ­σε­ται στὴν πο­ρεί­α αὐ­τοῦ ἢ αὐ­τῶν ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ. “Ἕ­πο­μαι τοῖς ἁ­γίοις πα­τρᾶ­σι” ση­μαί­νει: Ἀπο­δε­χό­με­νοι τὴ ζων­τα­νὴ πα­ρου­σί­α τῶν ἁ­γίων Πατέρων ὡς με­λῶν τοῦ ἑ­νια­ίου σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, στὸ ὁ­ποῖ­ο κι ἐ­μεῖς ἀ­νή­κου­με, καὶ ὁ­δη­γού­με­νοι ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τους, ἀ­πὸ τὸ ἦ­θος καὶ τὸ φρό­νη­μά τους. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ μό­νι­μο χρέ­ος τῶν Ὀρ­θοδό­ξων. Αὐ­τὸ τὸ χρέ­ος βα­ραί­νει ὅ­λους μας, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­μᾶς τοὺς Ἕλ­λη­νες, ποὺ συν­δέ­σα­με τὴν ἱ­στο­ρί­α μας μὲ τὴν καλ­λι­έρ­γεια καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Οἰ­κου­με­νι­κῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Αὐ­τὸ μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ουν οἱ Με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Οἰ­κου­με­νι­κοὶ Δι­δά­σκα­λοι. Αὐ­τὸ μᾶς δι­δά­σκει τὸ νέ­φος τῶν μαρ­τύ­ρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μας.
 1. Πρβλ. Δι­δα­χὴ Δώ­δε­κα Ἀ­πο­στό­λων 9, 4.
2. Συ­νο­δι­κὸν Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
3. Πρβλ. Ἰ­ω. 8, 32.
4. Γαλ. 5, 13.
5. Ματθ. 5, 13.
6. Μὲ τὴ φρά­ση αὐ­τὴ εἰ­σά­γε­ται ὁ ὅ­ρος τῆς Συ­νόδου τῆς Χαλ­κη­δό­νος.  
Βλ. Mansi, τόμ.VII, 116.

**Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο Ὀρ­θό­δο­ξη Πνευ­μα­τι­κὴ Ζω­ή, ἐ­κδ. Π. Πουρ­νά­ρα, 2010
 *ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010

Τετάρτη, Απριλίου 10, 2013

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ*



Γε­ωρ­γί­ου Ι. Μαν­τζα­ρί­δη**

Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι μί­α ἐ­πι­μέ­ρους χρι­στι­α­νι­κὴ ὁ­μο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ ἔ­χει κα­θο­λι­κὸ καὶ δι­α­χρο­νι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ ἀ­φαι­ρέ­σεις καὶ δι­αι­ρέ­σεις, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἡ ἑ­νια­ία καὶ ἑ­νο­ποι­ός ἀ­λή­θεια. Εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ με­λίζε­ται καὶ δὲ δι­αι­ρεῖ­ται, ποὺ δι­α­με­λί­ζε­ται καὶ ἑ­νο­ποιεῖ. Ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας εἶ­ναι τὸ δε­δο­μέ­νο τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι ἡ δω­ρε­ὰ τῆς Θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας, ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ στοὺς πι­στοὺς μί­αν ἀν­τί­στοι­χη ὑ­πο­χρέ­ω­ση καὶ μί­αν ἀ­ντίστοι­χη εὐ­θύ­νη: Τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση καὶ τὴν εὐ­θύ­νη γιὰ εἰ­ρή­νη καὶ ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξύ τους.
Τὸ 842 με­τὰ τὴ δί­νη τῆς εἰ­κο­νο­μα­χί­ας, ποὺ εἶ­χε ἐ­πα­να­φέ­ρει μὲ μί­α νέ­α μορ­φὴ τὶς πα­λι­ὲς χρι­στο­λο­γι­κές αἱ­ρέ­σεις, ἡ εἰ­ρή­νη καὶ ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­κα­τα­στά­θη­καν στὴ ζω­ὴ τῶν με­λῶν της. Ἔ­τσι ἡ δω­ρε­ὰ τοῦ Θε­οῦ φα­νε­ρώ­θη­κε πά­λι στὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν. Τὸ δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ως πα­ρου­σι­ά­στη­κε ξα­νὰ ὡς γνώ­ρι­σμα τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς. Βέ­βαι­α καὶ στὶς πιὸ λαμ­πρὲς πε­ρι­ό­δους τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς ἐκ­κλη­σί­ας δὲν παύ­ουν νὰ ὑ­πάρ­χουν οἱ ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἀ­νή­κουν σὲ αὐ­τὴν καὶ ποὺ ὁ­δη­γοῦν­ται συ­χνὰ σὲ αἱ­ρέ­σεις καὶ σχί­σμα­τα. Ὁ τε­λι­κὸς θρί­αμ­βος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ἀ­κα­τά­λυ­της ἑ­νό­τη­τάς της, θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ στὰ ἔ­σχα­τα, ὅ­ταν ἡ δι­α­σκορ­πι­σμέ­νη στὸν κό­σμο Ἐκ­κλη­σί­α συ­να­χθεῖ στὴ βα­σιλεία τοῦ Θε­οῦ(1). Αὐ­τὸ ὅ­μως δὲ ση­μαί­νει κα­θό­λου ὅ­τι δι­και­ο­λο­γού­μα­στε νὰ μὴ ζοῦ­με καὶ τώ­ρα τὴν ἑ­νό­τη­τα. Ἡ ἑ­νό­τη­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὴ φύ­ση τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Καὶ ὅ­ταν δὲν ἔ­χου­με τὴν ἑ­νό­τη­τα, δὲ ζοῦ­με ὡς μέ­λη τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ἀ­πο­τελεῖ ἀν­θρώ­πι­νο σω­μα­τεῖ­ο, ὅπου ἡ ἑ­νό­τη­τα μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι χρή­σι­μη, ὄ­χι ὅ­μως καὶ τε­λεί­ως ἀ­πα­ραί­τη­τη. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι σῶ­μα Χρι­στοῦ. Καὶ τὸ σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ δὲν μπο­ρεῖ νὰ νο­η­θεῖ χω­ρὶς ἑ­νό­τη­τα. Ἕ­νας εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, μί­α ἡ Ἐκ­κλη­σί­α του. Στὸ Σύμ­βο­λο τῆς πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με πί­στη «εἰς μί­αν, ἁγίαν, κα­θο­λι­κὴν καὶ ἀ­πο­στο­λι­κὴν ἐκ­κλη­σί­αν». Οἱ πολ­λὲς Ἐκ­κλη­σί­ες, ἢ μᾶλ­λον οἱ πολ­λὲς χρι­στι­α­νι­κὲς ὁ­μο­λο­γί­ες, εἶ­ναι κα­τα­σκευ­ά­σμα­τα ἀν­θρώ­πων καὶ ὄ­χι τοῦ Θε­οῦ.
Ὁ χρι­στι­α­νι­κὸς ὅ­μως κό­σμος ἔ­παυ­σε ἀ­πὸ και­ρὸ ν᾿ ἀ­πο­τελεῖ μί­α ἑ­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α πι­στῶν, μί­α Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ πί­στη ποὺ πα­ρέ­δω­σαν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ Πα­τέ­ρες καὶ οἱ Δι­δά­σκα­λοι τῆς ἀ­δι­αί­ρε­της Ἐκ­κλη­σί­ας δὲν τη­ρή­θη­κε παν­τοῦ ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη. Ἡ λα­τρεί­α δι­α­σπά­στη­κε. Τὸ ἦ­θος ἀλ­λοι­ώ­θη­κε. Ἡ ἁρ­μο­νί­α κα­τα­στρά­φη­κε. Ἡ πα­ρά­δο­ση ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε. Ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­να σκάν­δα­λο μέ­σα στὸν κό­σμο. Σκάν­δα­λο, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­νέ­νας Χρι­στια­νὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ μέ­νει ἀ­δι­ά­φο­ρος.
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σί­α δὲν εἶ­ναι μί­α ἀ­πὸ τὶς πολ­λὲς Ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λὰ ἡ μία­ καὶ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ εἶ­ναι ἡ μί­α καὶ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ὄ­χι για­τί ἔ­τσι τὸ θέ­λουν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, ἀλ­λὰ για­τί ἔ­τσι προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴν κοι­νὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πα­ρά­δο­ση: «Οἱ Προ­φῆ­ται ὡς εἶ­δον, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ὡς ἐ­δί­δα­ξαν, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὡς πα­ρέλα­βεν, οἱ Δι­δά­σκα­λοι ὡς ἐ­δογ­μά­τι­σαν, ἡ Οἰ­κου­μέ­νη ὡς συμ­πε­φρόνη­κεν… οὕ­τω φρο­νοῦ­μεν, οὕ­τω λα­λοῦ­μεν, οὕ­τω κη­ρύσ­σο­μεν… Αὐ­τὴ ἡ πί­στις τῶν Ἀ­πο­στό­λων, αὐ­τὴ ἡ πί­στις τῶν Πατέρων, αὐ­τὴ ἡ πί­στης τῶν Ὀρ­θοδόξων, αὐ­τὴ ἡ πί­στης τὴν Οἰ­κου­μέ­νην ἐ­στή­ρι­ξεν»(2).
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α στή­ρι­ξε τὴν Οἰ­κου­μέ­νη, για­τί ἦ­ταν πάν­το­τε Οἰ­κου­με­νι­κή. Καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει ὡς Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἂν δὲν πα­ρα­μέ­νει καὶ Οἰ­κου­με­νι­κή. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι μι­σαλ­λο­δο­ξί­α, δὲν εἶ­ναι συν­τη­ρη­τι­σμός, δὲν εἶ­ναι κα­τε­στη­μέ­νο, δὲν εἶ­ναι ἐ­θνι­κι­σμός. Ἡ μι­σαλ­λο­δο­ξί­α κα­πη­λεύ­ε­ται τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὴ με­τα­βάλ­λει σὲ μέ­σο φα­τρια­σμοῦ. Μὲ τὴ μι­σαλ­λο­δο­ξί­α ἀ­ναι­ρεῖ­ται ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ ἀ­φα­νί­ζε­ται τὸ πνεῦ­μα της, ποὺ εἶ­ναι πνεῦ­μα ἀ­γά­πης καὶ κα­ταλ­λα­γῆς. Γι­᾿ αὐ­τὸ ὁ μι­σαλ­λό­δο­ξος δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι Ὀρ­θό­δο­ξος, ὅ­σο ὀρ­θό­δο­ξα καὶ ἂν εἶ­ναι τὰ λό­για ποὺ χρη­σι­μο­ποιεῖ. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ συν­τη­ρη­τι­σμὸς νε­κρώ­νει τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ τὴ με­τα­βάλ­λει σὲ ἰ­δε­ο­λο­γί­α, ποὺ ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ συ­νή­θως ἀλ­λό­τριους σκο­πούς. Ἀ­κό­μα τὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ὀρ­θό­δο­ξο κα­τε­στη­μέ­νο δὲν μπο­ρεῖ νὰ ταυ­τι­στεῖ μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ποὺ εἶ­ναι ἡ ζων­τα­νὴ πα­ρά­δο­ση τῆς ἀ­λή­θειας καὶ τῆς ζω­ῆς. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι στα­τι­κή, οὔ­τε συν­τη­ρη­τι­κή, ἀλ­λὰ δυ­να­μι­κὴ καὶ πα­ρα­δο­σια­κή. Καὶ ἡ πα­ρα­δο­σι­α­κό­τη­τα δὲν εἶ­ναι συν­τη­ρη­τι­κό­τη­τα, ἀλ­λὰ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα. Δὲν εἶ­ναι κα­τά­στα­ση, ἀλ­λὰ ζω­ή. Τέ­λος ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι ἰ­δε­ο­λο­γί­α. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δὲν εἶ­ναι ἐ­θνι­κὴ ἰ­δε­ο­λο­γί­α ἢ ἐ­θνι­κι­σμὸς.
Βέ­βαι­α συ­χνὰ ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὡς ἰ­δε­ο­λο­γί­α. Καὶ αὐ­τὸ δὲν ἔ­γι­νε μό­νο ἀ­πὸ πο­λι­τι­κοὺς ἡ­γέ­τες ποὺ ἐ­πι­δί­ω­καν δι­κούς τους σκο­πούς, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ κλη­ρι­κοὺς καὶ ἁ­πλοὺς πι­στούς. Ἡ ἀ­λή­θεια, ὅ­πως καὶ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ πρσφ­έ­ρει ἡ ἀ­λή­θεια(3), εἶ­ναι βα­ριὰ πράγ­μα­τα. Εὔ­κο­λα τὰ ἐγ­κα­τα­λεί­πει κα­νεὶς ἢ τὰ ἀν­τι­κα­θιστᾶ μὲ ψεύ­τι­κα εἴ­δω­λά τους. Εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ἐμ­πο­ρεύ­ε­ται κα­νεὶς τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, δύ­σκο­λο ὅ­μως νὰ τὴ ζεῖ. Εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ καυ­χι­έ­ται ὅ­τι εἶ­ναι Ὀρ­θό­δο­ξος -ὅ­ταν μά­λι­στα ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α συμ­βαί­νει νὰ εἶ­ναι καὶ τῆς μό­δας- καὶ νὰ κα­τα­κρί­νει τοὺς ἄλ­λους ὡς ἀ­πο­στά­τες ἢ αἱ­ρε­τι­κούς, εἶ­ναι ὅ­μως δύ­σκο­λο νὰ ζεῖ ὡς Ὀρ­θό­δο­ξος. Γι­᾿ αὐ­τὸ συ­χνὰ λη­σμο­νοῦ­με τὴν ἀ­λή­θεια τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ προ­βάλ­λου­με στὴ θέ­ση της τὶς προ­σω­πι­κὲς ἢ τὶς συλ­λο­γι­κές μας ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ ἰ­δι­ο­τέ­λει­ες. Ἔ­τσι τὴν πα­ρα­ποι­οῦ­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­σο αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς ἐ­χθρούς της. Καὶ ὅ­ταν αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς ἐ­χθρούς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας τὴν κρί­νουν καὶ τὴν κα­τα­κρί­νουν ὡς πα­ρα­μορ­φω­μέ­νη, ἀν­τὶ νὰ στρέ­ψου­με τὸ βλέμ­μα στὸν ἑ­αυ­τό μας, γιὰ νὰ δοῦ­με τὴν κα­τά­στα­σή μας καὶ νὰ φρον­τί­σου­με νὰ τὴ δι­ορ­θώ­σου­με, ἐ­ξα­πο­λύ­ου­με μύ­δρους ἐ­ναν­τίον τους, νο­μί­ζον­τας ὅ­τι ἔ­τσι ἐκ­πλη­ρώ­νου­με τὸ χρέ­ος μας ἀ­πέ­ναν­τι στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἢ ἀ­κό­μα ὅ­τι γι­νό­μα­στε καὶ ὁ­μο­λο­γη­τές της.
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι ἰ­δε­ο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ ἀ­λή­θεια καὶ ζω­ή. Σέ­βε­ται τὴν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, τὴ γλώσ­σα, τὶς πα­ρα­δό­σεις, τὰ ἔ­θι­μά τους. Ὅ­πως ὁ Χρι­στὸς μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του προ­σέ­λα­βε ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἔ­τσι καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, προσ­λαμ­βά­νει κα­θε­τὶ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­πως ὁ Χρι­στὸς δὲν προ­σέ­λα­βε τὴν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρὰ φύ­ση κα­τά­στα­ση γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, ἔ­τσι καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἤ κα­λύ­τε­ρα ὅ­σοι θέ­λου­με νὰ ἀ­νή­κου­με στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὸ ἀ­κα­τά­λυ­το καὶ ἀ­δι­αί­ρε­το σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, δὲν πρέ­πει νὰ ἀ­φή­νου­με νὰ κυ­ρια­ρχοῦν στὴ ζω­ὴ καὶ τὴ σκέ­ψη μας κα­τα­στά­σεις ἁ­μαρ­τί­ας. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ χα­ρί­ζει ὁ Χρι­στὸς δὲν πρέ­πει νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται «εἰς ἀ­φορ­μὴν τῇ σαρ­κί», ἀλ­λὰ νὰ ἐκ­δη­λώ­νε­ται μὲ πνεῦ­μα ἀ­γά­πης καὶ δι­α­κο­νί­ας(4). Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ἀ­συ­δο­σί­α, ἀλ­λὰ πρό­σκλη­ση ν᾿ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ ἀ­πὸ τὴν πη­γὴ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τῆς δι­αι­ρέ­σε­ως, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἐ­γω­ϊσμός μας -ὁ ἀ­το­μι­κός, ὁ οἰ­κο­γε­νεια­κός, ὁ ἐ­θνι­κός, ὁ ὁ­μο­λο­για­κὸς ἢ ὁ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος ἐ­γω­ϊσμός μας- καὶ νὰ βροῦμε τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τα τῆς φύ­σε­ώς μας ἐν Χρι­στῷ.
Πραγ­μα­τι­κά, πό­σα ἐμ­πό­δια πού συ­ναν­τοῦ­με κα­θη­με­ρι­νὰ θὰ ἔ­λει­παν, ἂν ὑ­πῆρ­χε ἡ δι­ά­θε­ση αὐ­τὴ μέ­σα μας! Πό­σες ἀν­τι­θέ­σεις θὰ πα­ρα­με­ρί­ζον­ταν, ἂν δὲν κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ὁ ἀ­το­μι­κὸς ἢ ὁ ὁ­μα­δι­κὸς ἐ­γω­ϊσμὸς στὶς σχέ­σεις μας! Πό­σα σχί­σμα­τα θὰ μα­ται­ώ­νον­ταν, ἂν δὲν ἐ­πι­κρα­τοῦσε­ ὁ ἐ­θνι­κὸς ἢ ὁ ὁ­μο­λο­για­κὸς ἐ­γω­ϊσμὸς στὴ θρη­σκευ­τι­κὴ ζω­ή μας! «Ἐ­ὰν δὲ τὸ ἅ­λας μω­ράν­θη», λέ­ει ὁ Κύ­ριος, «ἐν τι­νι ἁλι­σθήσε­ται;»(5). Ἂν ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί, ἢ ἀ­κό­μα ἂν ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, πού καυ­χι­ό­μα­στε ὅ­τι δι­α­τη­ροῦ­με ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ, δὲ φρον­τί­ζου­με νὰ ἐρ­γα­ζό­μα­στε πρὸς τὴν κα­τεύ­θυν­ση αὐ­τή, ἀ­πὸ ποι­οὺς πε­ρι­μέ­νου­με; Ὁ στό­χος, πρὸς τὸν ὁ­ποῖ­ο μᾶς κα­τευ­θύ­νει δια­ρκῶς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι ἡ κα­τα­πο­λέ­μη­ση τοῦ ἐ­γω­ϊσμοῦ μὲ τὶς δι­ά­φο­ρες μορ­φές του. Στὸν ἴ­διο στό­χο ἀ­πο­βλέ­πει καὶ ἡ με­τά­νοι­α, ποὺ ἀ­πο­τελεῖ γιὰ τὸ χρι­στια­νὸ ἔρ­γο ζω­ῆς.
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι κα­μμί­α ἀν­τι­κει­με­νο­ποι­η­μέ­νη ἀξία, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ τὴ χρη­σι­μο­ποιεῖ κα­νεὶς σύμ­φω­να μὲ τὶς ὀ­ρέ­ξεις καὶ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες του. Δὲν εἶ­ναι κτῆ­μα κα­νε­νὸς ποὺ νο­μί­ζει ὅ­τι τὴν κα­τέ­χει. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τέ­χει κα­νεὶς τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Μπο­ρεῖ μό­νο νὰ κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ αὐ­τήν. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἐν­τάσ­σει κα­νεὶς στὰ σχέ­δια του, γιὰ νὰ κα­τα­κρί­νει ἢ νὰ πο­λε­μά­ει τοὺς ἄλ­λους, γιὰ νὰ φα­να­τί­ζει ἢ νὰ φα­να­τί­ζε­ται. Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, καὶ ὄ­χι οἱ πα­ρα­ποι­ή­σεις της, δὲν ἐν­τάσ­σε­ται που­θε­νά, ἀλ­λὰ κα­λεῖ ὅ­λους σὲ κα­θο­λι­κὴ ἔν­τα­ξη σ᾿ αὐ­τήν. Ἄλ­λω­στε καὶ τὸ Βά­πτι­σμα στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται στὸ μέ­τρο ποὺ ἐ­νερ­γο­ποιεῖ τὴν ἔν­τα­ξή του σ᾿ αὐ­τήν, στὸ μέ­τρο ποὺ δὲν ἀ­φή­νει τὸν ἐ­γω­ϊ­σμὸ καὶ τὰ πα­ρε­πό­με­νά του νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σουν στὴ ζω­ή του καὶ νὰ φαλ­κι­δεύ­σουν τὴν πί­στη, τὴν ἐλ­πί­δα καὶ τὴν ἀ­γά­πη του.
Ὅ­ταν λοι­πὸν αἰ­σθα­νό­μα­στε ὡς μέ­λη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, τό­τε καὶ οἱ δι­αι­ρέ­σεις τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου δὲν μπο­ροῦν νὰ μᾶς εἶ­ναι ἀ­δι­ά­φο­ρες. Ὁ πό­νος γιὰ τὶς δι­αι­ρέ­σεις αὐ­τὲς εἶ­ναι καὶ δι­κός μας πό­νος. Καὶ ἡ φρον­τί­δα γιὰ τὴν ἄρ­ση τους πρέ­πει νὰ εἶ­ναι φρον­τί­δα ὅ­λων μας. Γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με ὅ­μως τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῶν ἄλ­λων ὁ­μο­λο­γι­ῶν, δὲ χρει­ά­ζε­ται νὰ κά­νου­με συμ­βι­βα­σμοὺς στὴν πί­στη μας. Μὲ τέ­τοι­ους συμ­βι­βα­σμοὺς προ­δί­νου­με καὶ τὸν ἑ­αυ­τό μας κι ἐ­κεί­νους, για­τί κι ἐ­κεῖ­νοι χρει­ά­ζον­ται ἀ­νό­θευ­τη τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­λή­θεια. Γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῶν ἄλ­λων ὁ­μο­λο­γι­ῶν, ἰ­δι­αί­τε­ρα τώ­ρα ποὺ οἱ πε­ρι­στά­σεις μᾶς φέρ­νουν πο­λὺ πιὸ κον­τά τους, χρει­ά­ζε­ται νὰ στρα­φοῦ­με στὶς ἴ­δι­ες τὶς ρί­ζες μας, χρει­ά­ζε­ται νὰ γνω­ρί­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας καὶ νὰ ζή­σου­με τὴν κα­θο­λι­κὴ καὶ Οἰ­κου­με­νι­κὴ ἀ­λή­θειά της.
Μὲ τὴ δι­ά­θε­ση αὐ­τὴ εἶ­χε πρὶν ἀ­πὸ και­ρὸ δι­α­δο­θεῖ τὸ σύν­θη­μα «ἐ­πι­στρο­φὴ στοὺς Πα­τέ­ρες». Αὐ­τὸ δὲ θε­ω­ρή­θη­κε ἀ­πό­λυ­τα ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κό, για­τί μπο­ροῦ­σε νὰ ἑρ­μη­νευ­τεῖ καὶ ὡς ὀ­πι­σθο­δρο­μι­κό. Γι­᾿ αὐ­τὸ ἀν­τι­προ­βλή­θη­κε τὸ σύν­θη­μα «μπρο­στὰ μὲ τοὺς Πα­τέ­ρες». Μὲ τὰ συν­θή­μα­τα ὅ­μως αὐ­τὰ δὲ δι­α­τυ­πώ­νε­ται σω­στὰ ἡ θέ­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἡ θέ­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας εἶ­ναι: «Ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γίοις πα­τρᾶσιν»(6). Ἕ­πο­μαι δὲ ση­μαί­νει οὔ­τε ἐ­πι­στρέ­φω οὔ­τε βα­δί­ζω μπρο­στά. Ἕ­πο­μαι ση­μαί­νει ἀ­κο­λου­θῶ. Καὶ ὁ­ποῖ­ος ἀ­κο­λου­θεῖ δὲν προσ­δι­ο­ρί­ζει μό­νος του τὴν πο­ρεί­α του, ἀλ­λὰ ἐν­τάσ­σε­ται στὴν πο­ρεί­α αὐ­τοῦ ἢ αὐ­τῶν ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ. «Ἕ­πο­μαι τοῖς ἁ­γίοις πα­τρᾶ­σι» ση­μαί­νει: Ἀπο­δε­χό­με­νοι τὴ ζων­τα­νὴ πα­ρου­σί­α τῶν ἁ­γίων Πατέρων ὡς με­λῶν τοῦ ἑ­νια­ίου σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, στὸ ὁ­ποῖ­ο κι ἐ­μεῖς ἀ­νή­κου­με, καὶ ὁ­δη­γού­με­νοι ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τους, ἀ­πὸ τὸ ἦ­θος καὶ τὸ φρό­νη­μά τους. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ μό­νι­μο χρέ­ος τῶν Ὀρ­θοδό­ξων. Αὐ­τὸ τὸ χρέ­ος βα­ραί­νει ὅ­λους μας, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­μᾶς τοὺς Ἕλ­λη­νες, ποὺ συν­δέ­σα­με τὴν ἱ­στο­ρί­α μας μὲ τὴν καλ­λι­έρ­γεια καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Οἰ­κου­με­νι­κῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Αὐ­τὸ μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ουν οἱ Με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Οἰ­κου­με­νι­κοὶ Δι­δά­σκα­λοι. Αὐ­τὸ μᾶς δι­δά­σκει τὸ νέ­φος τῶν μαρ­τύ­ρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μας.

1. Πρβλ. Δι­δα­χὴ Δώ­δε­κα Ἀ­πο­στό­λων 9, 4.
2. Συ­νο­δι­κὸν Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
3. Πρβλ. Ἰ­ω. 8, 32.
4. Γαλ. 5, 13.
5. Ματθ. 5, 13.
6. Μὲ τὴ φρά­ση αὐ­τὴ εἰ­σά­γε­ται ὁ ὅ­ρος τῆς Συ­νόδου τῆς Χαλ­κη­δό­νος.  
Βλ. Mansi, τόμ.VII, 116.

**Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο Ὀρ­θό­δο­ξη Πνευ­μα­τι­κὴ Ζω­ή, ἐ­κδ. Π. Πουρ­νά­ρα, 2010


*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010

Κυριακή, Μαρτίου 31, 2013

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και η εποχή μας


Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359) είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ορισμένες φορές τοποθετείται ως τέταρτος Ιεράρχης μαζί με τον Μ. Βασίλειο, τον Γρηγόριο Θεολόγο και τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Σε μια κρίσιμη εποχή, κατά την οποία ο χριστεπώνυμος ουμανισμός αμφισβητούσε την πεμπτουσία της Εκκλησίας ως «κοινωνίας θεώσεως», ο άγιος Γρηγοριος ο Παλαμάς πρόβαλε τη διδασκαλία για τη θέωση του ανθρώπου με τη μετοχή του στην άκτιστη ενέργεια του Θεού. Δεν παρουσίασε καινούργιες θεολογικές αλήθειες που δεν υπήρχαν προηγουμένως στην Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας όμως τη γλώσσα, τους όρους και τις έννοιες της εποχής του, ανέτρεψε τις αμφισβητήσεις και προσβολές της χριστιανικής πίστεως και ζωής με τη διαχρονική αλήθεια της Εκκλησίας.
Κεντρική θέση στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά έχει η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια ή τις ενέργειες του Θεού. Η διάκριση αυτή, που έχει τις ρίζες της στήν Αγία Γραφή, αναπτύχθηκε θεολογικά από τους Πατέρες της Καππαδοκίας. Ο άγιος Γρηγόριος χρησιμοποίησε τη διάκριση αυτήν υπογραμμίζοντας τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας ενέργειας. Η υπογράμμιση αυτή δεν συνιστά θεολογικό νεωτερισμό αλλά μόνο θεολογικό τονισμό. Κάθε φύση έχει και την αντίστοιχη ενέργειά της. Η κτιστή φύση έχει κτιστή ενέργεια, ενώ η άκτιστη έχει άκτιστη ενέργεια.
Ο Θεός δεν παραμένει απρόσιτος και ακοινώνητος στον άνθρωπο ούτε τον προσεγγίζει και κοινωνεί με αυτόν χρησιμοποιώντας κτιστά μέσα, αλλά έρχεται σε άμεση σχέση και προσωπική κοινωνία μαζί του με την άκτιστη ενέργεια ή τις άκτιστες ενέργειές του. Με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος μετέχει άμεσα και προσωπικά στη θεία ζωή και γίνεται θεός κατά χάρη. Ολόκληρη η παλαμική θεολογία καταλήγει σε τελική ανάλυση στην προάσπιση της αλήθειας αυτής• της αλήθειας της εν Χριστώ ανακαινίσεως και θεώσεως του ανθρώπου, δηλαδή της αναδείξεώς του ως προσώπου «καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Όπως εύστοχα επισήμανε ο γέροντας Σωφρόνιος, «ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι εκείνος που μας εξήγησε, πως να στεκόμαστε μπροστά στον Θεό, πως να τον γνωρίζουμε με εναν καταφατικό τρόπο»[1]. Η ενέργεια του Θεού δεν είναι κάποια αόριστη δύναμη ή υπερδύναμη. Η ενέργεια του Θεού είναι ο ίδιος ο Θεός• είναι «ο ζών Θεός», που γίνεται προσιτός και μεθεκτός στον άνθρωπο. Με την ενέργεια του Θεού ζούμε τον ζώντα Θεό μέσα στην ιστορία και στη Ζωή μας.
Στην πολεμική που ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναιρώντας την κακοδοξία του Βαρλαάμ για τον κτιστό χαρακτήρα της θείας ενέργειας, επισήμανε και την πρόταξη του προσώπου. Ακολουθώντας ως ένα σημείο και κατά λεξη τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ο Παλαμας λέει: «Και τω Μωϋσή δε χρηματιζων ο Θεός, ουκ είπεν εγώ ειμι η ουσία, αλλ’ αγώ ειμι ο ών[2]∙ ου γάρ εκ της ουσίας ο ών, αλλ’ εκ του όντος η ουσία• αυτός γάρ ο ών όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι»[3].
Η αναγωγή της ουσίας στο όν δεν σημαίνει και πρόταξη του όντος απέναντι της ουσίας, πράγμα που θα σήμαινε σε τελική ανάλυση και ύπαρξη όντος χωρίς ουσία. Το λάθος αυτό σημειώθηκε πρόσφατα στον θεολογικό χώρο κατά τη συζήτηση της εννοίας του προσώπου, με την επίκληση μάλιστα και του παρατεθέντος χωρίου του αγίου Γρηγορίου Παλαμα. Αλλά έτσι αποφεύγεται μέν ο ουσιανισμός, τον οποίο ορθώς απορρίπτουν οι ορθόδοξοι θεολόγοι, αναδύεται όμως στη θέση του ενας ανούσιος περσοναλισμός. Ο περσοναλισμός αυτός είναι τελείως ξένος προς την πατερική παράδοση και τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμα. “Οπως τονίζει ο άγιος Γρηγόριος, διακρίνουμε την υπόσταση από την ουσία και παρουσιάζουμε τη διαφορά της από εκείνην, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε υπόσταση χωρίς ουσία• «ουκ έστιν ιδείν ύπόστασιν χωρίς ουσίας»[4]. Οι θείες υποστάσεις δεν είναι μέρη της θείας ουσίας, γιατί σε κάθε υπόσταση υπάρχει «όλη και τελεία η θεότης»[5].
Η ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκε σε σχέση και αναφορά προς τη θεία φύση. Δημιουργηθήκαμε, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επαναλαμβάνοντας τον Απόστολο Πέτρο, «ίνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως»[6]. Αυτό σημαίνει, όπως συμπληρώνει ο ίδιος, ότι δεν είμασταν προηγουμένως ούτε γίναμε εξαρχής με την δημιουργία μας κοινωνοί αυτής της φύσεως[7]. Και ενώ έπρεπε να προχωρήσει ο άνθρωπος προς το «καθομοίωσιν», όχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά και βάδισε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η διπλή αυτή εκτροπή προκλήθηκε από την έπαρση του ανθρώπου. Αυτή τον αλλοτρίωσε από την κατά φύση ενάρετη ζωή και τον οδήγησε στην παρά φύση εμπαθή ζωή. Όταν όμως ο ανθρωπος ταπεινωθεί και ανακτήσει τη φυσική αναφορά του προς τον Θεό, τότε αίρεται η αντίθεση που υπάρχει μέσα του, ειρηνεύει και ζει την κατά φύση ενάρετη ζωή[8].
Ο άνθρωπος λοιπόν δεν καλείται να νικήσει τη φύση του ή να ελευθερωθεί από αυτήν, αλλά να αντιταχθεί στην εκτροπή της, να νικήσει τα πάθη της και να την κατευθύνει στον σκοπό για τον οποίο εξαρχής δημιουργήθηκε•«στο καθ’ όμοίωσιν», στη μέθεξη της «θείας φύσεως». Μέσα σε αυτήν ακριβώς την προοπτική καλειται ο άνθρωπος να πολεμήσει τη σάρκα του ή και να μισήσει τον ιδιο τον εαυτό του[9].
Μέσα σε αυτήν την προοπτική διεξάγεται και η χριστιανική άσκηση, που αποτελει κεντρικό άξονα στη ζωή και τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου. Και έπειδή η έπαρση ήταν η αιτία της εκτροπής του ανθρώπου, γι’ αύτό η ταπείνωση και το πένθος προβάλλονται ως κύρια φάρμακα για την ανόρθωσή του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως σημειώνει ο βιογράφος και εγκωμιαστής του Φιλόθεος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διέθετε ακρότατη ταπείνωση και ανυπόκριτη «εκ καρδίας αγάπη»• είχε βαθύτατη κατάνυξη, πένθος και αείροα δάκρυα[10]. Τέλος με απόλυτη πειστικότητα και ακατάβλητη δύναμη υπερασπίστηκε την αδιάλειπτη προσευχή, αντικρούοντας τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό που την έβλεπε ως διανοητική διαδικασία.
Η θέωση του ανθρώπου, ή η τελείωση και καταξίωσή του ως προσώπου, έρχεται ως επιστέγασμα μακράς και επίπονης ασκητικάς πορείας. Η πορεία αυτή αποκαθιστά την ειρήνη στην ψυχή του πιστού και μετατρέπει τα δάκρυα του πένθους και της μετανοίας σε χαρά και αγαλλίαμα της καρδιάς. Έτσι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τα γήινα πάθη, γεύεται τη θεία μακαριότητα και καταυγάζεται από το άκτιστο φως• γίνεται επίγειος άγγελος του Θεού και προσάγει με τον εαυτό του στον Θεό ολόκληρη την κτίση, γιατί και ο ίδιος μετέχει σε όλα, όπως και στον Θεό που βρίσκεται επάνω από όλα, για να είναι ακριβής εικόνα του[11].
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε και τη σπουδαιότητα της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμα για τη σωστή θεολογική προσέγγιση και αντιμετώπιση της σύγχρονης οικολογικής κρίσεως. Η κρίση αυτή δεν είναι επιφανειακή ούτε αντιμετωπίζεται με νομοθετικά μόνο μέτρα ή ακόμα και με την απλή αλλαγή της εξωτερικής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Η οικολογική κρίση πηγάζει από την εσωτερική κρίση του ανθρώπου, από τη διάσπαση του νου από την καρδιά του. Πηγάζει από την αποτυχία του να αγκαλιάσει με αγάπη όλόληρη την κτίση και να την αναφέρει μαζί με τον εαυτό του στον Θεό.
Η οικολογική κρίση ξεκινα από την εσωτερική κρίση του ανθρώπου• από την κρίση του ανθρώπινου προσώπου, της ανθρώπινης υποστάσεως. Και η μόλυνση του περιβάλλοντος αντανακλά την εσωτερική μόλυνση του ανθρώπου• τη μόλυνση του νου και της καρδιάς του. Χωρίς την κάθαρση της καρδιάς από τις εμπαθείς διαθέσεις και του νου από τα εμπαθή νοήματα δεν είναι δυνατό να υπάρξουν σωστές σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου. Αν δεν ξεκινήσει ο άνθρωπος από την κρίση που υπάρχει μέσα του, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει σωστά την οικολογική κρίση. Η ανακαίνιση του κόσμου προϋποθέτει την ανακαίνιση της ανθρώπινης υποστάσεως.
Η αλήθεια της θεώσεως δεν εμφανίζεται μόνο στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλά αισθητοποιείται και στη ζωή του. Άλλωστε η περιγραφή της θεώσεως με τον ανθρώπινο λόγο είναι αδύνατη, γιατί, όπως σημειώνει ο ίδιος, «και λεγομένη άρρητος εκείνη μένει, μόνοις ενώνυμος…τοις ευμοιρηκόσιν αυτής»[12]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε την ευτυχία να γεννηθεί και να ανατραφεί σε οικογένεια που αγωνιζόταν για την αγιότητα. Όλα τα μέλη της οικογένειάς του είχαν εμφανή γνωρίσματα αγιότητας, γι αυτό και κατά τον τελευταίο καιρό έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχειο η αγιοκατάταξή τους.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν στήριξε την ανθρωπολογία του στα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχης του. Την στήριξε στην βιωμένη παράδοση της Εκκλησίας, που έζησε και γνώρισε ο ίδιος εκ των ένδον. Βέβαια, χρησιμοποίησε τη γλώσσα, τους όρους και τις έννοιες της εποχής του, όπως έκαναν και οι προγενέστεροι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό όμως δεν επηρέασε την ουσία της διδασκαλίας του. Αντιθέτως η χρήση των όρων και των εννοιών αυτών ανοιξε νέους ορίζοντες και στην ίδια τη φιλοσοφική σκέψη.
Η επιστημονική ανάλυση των πατερικών κειμένων, όπως και στην προκειμένη περίπτωση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, προσπαθεί να βρει τις πηγές, από τις οποίες αυτοί άντλησαν την διδασκαλία τους. Έτσι διαπιστώνει π.χ. στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά πλατωνικές ή νεοπλατωνικές επιδράσεις. Και πραγματικά, μια επιφανειακή ανάγνωση των έργων του μπορεί ίσως να δημιουργήσει τέτοιες εντυπώσεις. Όταν όμως επιχειρηθεί η βαθύτερη ανάγνωσή τους, η εντύπωση που αποκομίζεται είναι τελείως διαφορετική. Οι λέξεις και τα εκφραστικά σχήματα δεν ταυτίζονται με την αλήθεια, αλλά αποτελούν απλά μέσα για τη σχετική πάντοτε υποδήλωσή της. Και η κατανόηση της αλήθειας αυτής δεν είναι εύκολη αλλά ούτε και δυνατή έξω από το πνεύμα της κοινωνίας αυτών που την διατύπωσαν• έξω από το πνεύμα της «κοινωνίας της θεώσεως».
Παραπομπές:
1. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ομιλία προς την Κοινότητα, στις 19-11 – 1989.
2. βλ. Έξοδ. 3,14. 36,625C.
3. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,2,12, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σ.666. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,3, PG
4. Γρηγορίου Παλαμά, Προς Γαβράν 30, έκδ. Π. Χρήστου, ο.π.,τόμ. Β’, σ. 358-359.
5. Γρηγορίου Παλαμά, Προς Παύλον Άσάνην 9, έκδ. Π. Χρήστου, ο.π.,τόμ. Β’, σ. 371.
6. βλ. Β’ Πέτρ. 1,4.
7. βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Θεοφάνης 15, έκδ. Π. Χρήστου, ο.π.,τόμ. Β’, σ.239.
8. βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην 54, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Ε’, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 222.
9. βλ. Λουκ. 14,26.
10. βλ. Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εις άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, PG 151, 569 ΑΒ
11. βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην 59 και προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 18, εκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. 5, Θεσσαλονίκη 1992, σ 224 και 239
12. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,1,32, εκδ. Π. Χρήστου, ο.π., τόμ. Α΄, σ. 664.
Πηγή: «Ενατενίσεις», Περιοδική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας, Τεύχος 10ο, Ιανουάριος – Απρίλιος 2010

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...