Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Μαντζαρίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Μαντζαρίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2019

Εκκλησία και Πολιτική «Τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


Σκοπός της Εκκλησίας η ενότητα εν αντιθέσει με την διαιρετική τακτική των κομμάτων.



Τα μέλη της Εκκλησίας είναι φυσικό να ενδιαφέρονται για την πολιτική ζωή και να φροντίζουν για την αντιμετώπιση και επίλυση των προβλημάτων της, είτε ως απλοί πολίτες είτε ως εκπρόσωποι και διαχειριστές των κρατικών εξουσιών. Άλλωστε και η αδιαφορία για την πολιτική αποτελεί κάποια μορφή πολιτικής τοποθετήσεως. Η τοποθέτηση μάλιστα αυτή υποβαθμίζει περισσότερο την πολιτική ζωή. Εκφραστικός είναι ο μύθος των δένδρων, που παρουσιάζεται στο βιβλίο των Κριτών. Κατά τον μύθο αυτόν τα δένδρα θέλησαν κάποτε να χρίσουν βασιλιά. Απευθύνθηκαν στην ελιά, αλλά εκείνη απέρριψε την πρόταση λέγοντας ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει την λιπαρότητά της, με την οποία τιμούνται Θεός και άνθρωποι. Με ανάλογες δικαιολογίες απέρριψαν την πρόταση η συκιά και η άμπελος. Τελικώς τα δένδρα απευθύνθηκαν στην αγκαθιά. Αυτή δέχθηκε πρόθυμα το χρίσμα υποβιβάζοντας έτσι την ποιότητα της εξουσίας[1].
Η αποφυγή της πολιτικής εξουσίας από τους αξίους αφήνει την διαχείρισή της στους φαύλους. Και όταν οι φαύλοι δεν είναι μόνο μεμονωμένα πρόσωπα αλλά και ευρύτερα κυκλώματα ή όργανα σκοτεινών δυνάμεων, που συνήθως υπερβαίνουν τα όρια των εθνικών κρατών και ενεργούν ανεξέλεγκτα, το πρόβλημα γίνεται οξύτερο. Ιδιαίτερα στην εποχή μας η εμπειρία αυτή έγινε πολύ οδυνηρή. Από την άλλη πλευρά η ανάμιξη των αξίων στην πολιτική με την σημερινή απαξίωσή της γίνεται προβληματική, ενώ η σύσταση χριστιανικών κομμάτων ή πολύ περισσότερο η σύνδεση της Εκκλησίας με πολιτικούς σχηματισμούς δεν μπορεί θεολογικά να δικαιολογηθεί. Άλλωστε και προσπάθειες που έγιναν παλαιότερα, όπως και κατά την μεταπολεμική περίοδο, για την σύσταση χριστιανικού κόμματος είχαν πενιχρά αποτελέσματα και δεν ευοδώθηκαν.
Φυσικό βέβαια είναι να προτιμούν οι Χριστιανοί την διαχείριση της πολιτικής εξουσίας από πιστούς ανθρώπους. Αλλά και αυτό δεν είναι απόλυτο. Η πολιτική αναφέρεται στην τακτοποίηση των κοσμικών πραγμάτων και απαιτεί ειδικές ικανότητες, όπως και χειρισμούς, που δεν προϋποθέτουν οπωσδήποτε την χριστιανική πίστη ή ακόμα και δεν συμβιβάζονται με αυτήν, αλλά μπορούν να υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων απέφευγαν να αναλαμβάνουν κοσμικές εξουσίες, γιατί τις θεωρούσαν ασυμβίβαστες προς τον κύριο στόχο τους. Όπως σημειώνει ο Ωριγένης, οι πιστοί προτιμούσαν να αφιερώνουν τον εαυτό τους «θειοτέρα και αναγκαιοτέρα λειτουργία Εκκλησίας Θεού επί σωτηρία ανθρώπων»[2].
Η ιδιότητα του καλού Χριστιανού δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε και επιτυχία στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Η επιτυχία αυτή δεν προϋποθέτει την χριστιανική πίστη. Όπως παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, η ανθρώπινη ζωή κινείται σε δύο επίπεδα· στο επίπεδο της εγκοσμιότητας και στο επίπεδο της αιωνιότητας. Σκοπός της πολιτικής εξουσίας είναι να ρυθμίζει την εγκόσμια ζωή και όχι την μέλλουσα. Όπως οι κυβερνήτες των πλοίων φροντίζουν για τους ταξιδιώτες μόνο όσο διαρκεί το ταξίδι, χωρίς να θεωρούν υποχρέωσή τους να ενδιαφερθούν και για την τακτοποίησή τους μετά την αποβίβαση από το πλοίο, έτσι και αυτοί που ρυθμίζουν την πολιτική ζωή των ανθρώπων δεν θεωρούν ως καθήκον τους να ενδιαφερθούν για την αιώνια ευδαιμονία τους. Γι’ αυτό, προσθέτει, οι άνθρωποι που ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στα πολιτικά μόνο πράγματα συμβαίνει να φεύγουν από τον κόσμο αυτόν γεμάτοι με μύρια κακά, κι ενώ τιμήθηκαν εδώ για την πολιτική ικανότητά τους, εκεί να συγκαταλέγονται με τους χειρότερους και να καταδικάζονται[3].
Στο επίπεδο αυτό κινείται και το εκκοσμικευμένο κράτος. Σκοπός του δεν είναι η νοηματοδότηση της ανθρώπινης ζωής. Αυτή πραγματοποιείται στην Εκκλησία. Σκοπός του κράτους είναι να φροντίσει για την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών του. Και ο σκοπός αυτός επιδιώκεται με πολιτικές ενέργειες και ρυθμίσεις, που έχουν συμβατικό χαρακτήρα και είναι φυσικό να αναπροσαρμόζονται μέσα στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Οι φορείς της κρατικής εξουσίας οφείλουν να σέβονται την διαχρονική συλλογική συνείδηση της κοινωνίας που κυβερνούν και να μην κινούνται ανεξάρτητα ή πολύ περισσότερο ενάντια προς αυτήν. Αντίθετα μάλιστα οφείλουν να εμπνέονται από αυτήν και να καταξιώνουν την δυναμική της, γιατί μόνον έτσι υπηρετούν και την προάγουν. Ο σεβασμός προς τους θεσμούς, την παράδοση και την διαχρονική συνείδηση κάποιας κοινωνίας είναι σεβασμός προς την ίδια την κοινωνία. Όπως και από την άλλη πλευρά η διάβρωση και η αλλοίωσή τους με αυθαιρεσίες και πολιτικές μεθοδεύσεις, είναι διάβρωση και αλλοίωση της ίδιας της κοινωνίας. Πρόοδος δεν είναι η καταστροφή ή η περιφρόνηση του παρελθόντος, αλλά η εποικοδόμηση και η δυναμική προέκταση προς το μέλλον.
Ο εκσυγχρονισμός των κοινωνικών θεσμών από μηδενική βάση δεν μπορεί να είναι προοδευτικός. Η πρόοδος προϋποθέτει «οδό» που έχει ήδη διανυθεί. Και οποιαδήποτε «πρόοδος» που αγνοεί ή περιφρονεί την οδό που έχει διανυθεί από την κοινωνία μπορεί ίσως να είναι ενδιαφέρουσα ή και ελκυστική, όχι όμως και προδευτική με την πραγματική σημασία της λέξεως. Βέβαια η πρόοδος πρέπει να συμβαδίζει και με την άρση των αυθαιρεσιών και αδικιών του παρελθόντος.
Ο εκσυγχρονισμός όμως από μηδενική βάση αποδεικνύεται μυωπικός και χιμαιρικός, γιατί δεν μπορεί να προσληφθεί και να αφομοιωθεί οργανικά από μία ζωντανή κοινωνία. Το φυσικότερο αποτέλεσμά του είναι να προκαλέσει ή να συντηρήσει κοινωνικές στρεβλώσεις και διχασμούς, που εμποδίζουν μία δημιουργική πρόοδο. Αντιθέτως, όταν ο εκσυγχρονισμός αξιοποιεί την υπάρχουσα θετική δυναμική της λαϊκής συνειδήσεως, αποδεικνύεται δημιουργικός και ενοποιητικός. Αυτό μαρτυρείται και από τις προσπάθειες σύγχρονων πολιτικών προσωπικοτήτων, που κατόρθωσαν να βοηθήσουν ή και να ανορθώσουν κυριολεκτικά τον τόπο τους ξεκινώντας από την ιδιοσυστασία και την παράδοση της κοινωνίας τους.
Η Εκκλησία συνδέεται διαχρονικά με την παράδοση της κοινωνίας του πληρώματός της. Έτσι έχει εκ των πραγμάτων και την πολιτική της διάσταση, που γίνεται ακόμα πιο σημαντική και πιο επίκαιρη μέσα στην διαδικασία της σύγχρονης παγκοσμιοποιήσεως. Άλλωστε και η μακροβιότερη κυβέρνηση ή πολιτική παράταξη σε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου έχει συντριπτικά μικρότερο παρελθόν από αυτό που διαθέτει η Εκκλησία στην ιστορία της. Το πρόβλημα βέβαια εδώ είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται με την πολιτική. Και η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού από την πλευρά της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι πολιτική αλλά θεολογική, ή ακριβέστερα ποιμαντική.
Ο Χριστιανισμός δεν περιφρονεί την πολιτική, αλλά και δεν μπορεί να συσχηματίζεται με αυτήν. Η τοποθέτησή του απέναντι στην πολιτική ορίζεται και από τον χώρο που αναγνωρίζει σε αυτήν: «Τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»[4]. Η αρχή αυτή έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα όχι μόνο για την θρησκευτική αλλά και για την πολιτική ζωή. Η παρουσία της Εκκλησίας έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την πολιτική ζωή, γιατί εμποδίζει το κράτος να παραβιάζει την αρχή της εκκοσμικεύσεώς του και να γίνεται ολοκληρωτικό. Αυτό βέβαια απαιτεί αντίστοιχα και από την Εκκλησία να μην παραβιάζει την δική της αρχή και να καθίσταται πολιτική εξουσία.
Από ορθόδοξη θεολογική σκοπιά δεν υπάρχει πολιτικός Χριστιανισμός. Αν άλλες χριστιανικές ομολογίες ευνόησαν την σύσταση χριστιανικών κομμάτων, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν το έπραξε. Η εντολή του Χριστού «αγαπάτε τους εχθρούς υμών», γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος, «δεν επιτρέπει καθόλου να υποβιβάσουμε το Ευαγγέλιο στο επίπεδο της αδελφοκτόνου διαιρέσεως των υλικών αγαθών… Μπορούμε όμως να ελέγξουμε την αδικία, ζώντας με ένταση, για να φυλάξουμε τη δικαιοσύνη προς όλους, και το κάνουμε, όταν βλέπουμε όφελος από τον λόγο μας»[5].
Μέσα στο κλίμα αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, γιατί και η λεγόμενη «πολιτική θεολογία» του δυτικού χριστιανικού κόσμου δεν βρήκε σημαντική απήχηση σε ορθόδοξο έδαφος[6]. Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, στην «πολιτική θεολογία» διακρίνεται «ένα είδος μειονεξίας της χριστιανικής πίστης μέσα στο εκκοσμικευμένο περιβάλλον των δυτικών κοινωνιών. Σ̉ ένα κόσμο, όπου η πολιτική πράξη παίρνει τις διαστάσεις της άμεσης δυνατότητας του ανθρώπου να πλάση με τα ίδια του τα χέρια την ιστορική του μοίρα και το μέλλον του, η χριστιανική πίστη μοιάζει ανώφελη και δίχως αποτελεσματικότητα»[7]. Κάτι ανάλογο παρατηρείται και στο θεσμικό επίπεδο της Εκκλησίας. Όταν η Εκκλησία λησμονεί την αποστολή της και συρρικνώνεται σε εξειδικευμένο θρησκευτικό θεσμό, τότε αισθάνεται την ανάγκη να δικαιωθεί σε κοινωνικό επίπεδο και προτάσσει το φιλανθρωπικό ή το κοινωνικό της έργο. Το φαινόμενο αυτό είναι ευδιάκριτο και στον ορθόδοξο χώρο[8]. Το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας διατηρεί την γνησιότητα αλλά και την ταυτότητά του, όταν εκφράζει το λειτουργικό και διακονικό της πνεύμα. Ακριβέστερα, όταν ασκείται ως λειτουργία μετά την Λειτουργία.
Αυτά βεβαίως δεν εμποδίζουν τα μέλη της Εκκλησίας να κατέρχονται στην πολιτική και να αναλαμβάνουν πολιτικά αξιώματα. Άλλωστε και ορθόδοξοι ιεράρχες σε έκτακτες περιπτώσεις ανέλαβαν «κατ’οικονομίαν» πολιτικά αξιώματα και άσκησαν πολιτική εξουσία για να βοηθήσουν τον λαό. Αλλά και πάντοτε η Εκκλησία δεν αδιαφορεί για την πολιτική. Ιδίως μάλιστα μέσα στο πλαίσιο των σχέσεων της συναλληλίας της με το κράτος οφείλει να συνεργεί στην πολιτική ζωή και με την θεσμική της παρουσία να εκφέρει, όταν υπάρχει ανάγκη, πολιτικό λόγο. Και ο λόγος της αυτός γίνεται ουσιαστικός και δραστικός, όταν εκφέρεται ως λόγος διακονικός και όχι εξουσιαστικός· ως λόγος αληθείας και δικαιοσύνης, ανεξάρτητος από πολιτικές υστεροβουλίες και σκοπιμότητες.
Η εκφορά του λόγου αυτού υπαγορεύεται από την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδιαίτερα μέσα στην σύγχρονη διγλωσσία και υποκρισία ο εκκλησιαστικός λόγος για πολιτικά πράγματα πρέπει να αρθρώνεται με καθαρότητα και παρρησία. Χωρίς να λησμονείται καθόλου ο κύριος σκοπός της Εκκλησίας, χωρίς να παραθεωρείται η εσχατολογική της προοπτική, χρειάζεται να προσφέρεται η μαρτυρία της στην καθημερινή πραγματικότητα.
Η «πολιτεία» των αγίων, όπως και όλων των μελών της Εκκλησίας, εκδιπλώνεται μέσα στην κοινή ανθρώπινη πολιτεία, όπου και καλείται η Εκκλησία, όπως και κάθε πιστός,να ενεργήσει ως άλας και φως[9]. Η «πολιτεία» αυτή μπορεί να εμπνεύσει την επίγεια πολιτεία, αλλά και να συμβάλει στην μεταπολιτική θεώρησή της.
Η προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας να νοηματοδοτήσει την ανθρώπινη ζωή σφετεριζόμενη τον χώρο της Εκκλησίας ή και χρησιμοποιώντας την Εκκλησία ως όργανό της οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Αλλά και η αποτυχία στην πρόσδοση νοήματος και σκοπού ζωής, όπου εκ των πραγμάτων οδηγεί μία τέτοια προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας, καταλήγει στον ευτελισμό των αρχών και των αξιών που προβάλλονται και καλλιεργεί τον αμοραλισμό και την αναρχία. Έτσι γίνεται προφανής η σπουδαιότητα της Εκκλησίας για τον περιορισμό της πολιτικής εξουσίας στις αρμοδιότητές της. Η ζωντανή παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή απομακρύνει τους κινδύνους του ολοκληρωτισμού και της αναρχίας. Όταν όμως μεταβάλλεται η ίδια σε όργανο της πολιτικής εξουσίας, δεν παραμορφώνει μόνο τον εαυτό της αλλά και την πολιτική ζωή. Η πραγματική βοήθεια της Εκκλησίας προς τους πολίτες και την πολιτική προσφέρεται, όταν παραμένει πολιτικώς αδέσμευτη και πνευματικώς δυνατή.
Η Εκκλησία είναι «ενώσεως και συμφωνίας όνομα»[10]. Σκοπός της είναι να προσεγγίζει τον κόσμο όχι προσχωρώντας στις διαιρέσεις του, αλλά προσκαλώντας τον σε ενότητα πέρα από τις πολιτικές και κομματικές του διαιρέσεις. Όσο η Εκκλησία διατηρεί την ταυτότητά της, δεν μερίζεται ούτε μερίζει, αλλά ενοποιεί και ανακαινίζει. Γι’ αυτό η αποστολή της και σε καθαρώς κοινωνικό επίπεδο είναι μοναδική και αναντικατάστατη. Διανοίγει στην κοινωνία και τα μέλη της τον χώρο της καταλλαγής και της συνεργασίας, καθιστώντας δυνατή μία ουσιαστικότερη και διαρκέστερη επανάσταση· την δημιουργική επανάσταση του πνεύματος.
Τα κόμματα προϋποθέτουν διαιρέσεις. Οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, όσο και αν εμπνέεται από το πνεύμα του Χριστιανισμού, δεν μπορεί να διεκδικεί το χριστιανικό όνομα, φορέας του οποίου είναι η Εκκλησία. Αλλά και αυτή δεν μπορεί να ταυτίζεται με την πολιτική εξουσία ή να γίνεται όργανό της, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση προς την φύση και την αποστολή της[11]. Η Εκκλησία δεν περιορίζεται στην εγκοσμιότητα. Η προσήλωση στην εγκοσμιότητα φαλκιδεύει τον σκοπό και περιορίζει την ελευθερία της.
Όλοι οι άνθρωποι και όλα τα πράγματα μπορούν να ενταχθούν στην Εκκλησία, όχι όμως και να την εκπροσωπήσουν ή να την υποκαταστήσουν. Από την άλλη πλευρά, αν σε βασικούς θεσμούς, όπως ο γάμος, η οικογένεια ή το κράτος, η Εκκλησία δεν αποδίδει απόλυτη δεσμευτική αξία για τον άνθρωπο, πολύ φυσικότερο είναι να μην αποδίδει τέτοια αξία στα κόμματα. Όπως όμως η οικογένεια, το έθνος ή το κράτος, έτσι και τα κόμματα μπορούν με αναφορά στην Εκκλησία να γίνουν αφορμές προσεγγίσεως των ανθρώπων μεταξύ τους· αυτό ισχύει περισσσότερο για τον ελλαδικό αλλά και ευρύτερα για τον ορθόδοξο χώρο, όπου η Εκκλησία δεν έπαυσε να είναι, έστω και τυπικά, ο μόνος συνδετικός παράγοντας της κοινωνικής ζωής και φορέας του διαχρονικού πνεύματός της.
Τα κόμματα προσεγγίζουν ανθρώπους με κοινές πολιτικές επιδιώξεις και συναφείς κοινωνικοοικονομικούς προσανατολισμούς, ενώ οι διαφορές τους δημιουργούν προστριβές και αντιθέσεις. Οι πιστοί με την παρουσία τους στα διάφορα κόμματα μπορούν να συμβάλουν στην αρμονική ενότητα του συνόλου. Ο κίνδυνος όμως για τους ίδιους είναι μήπως θυσιάσουν στο κόμμα την εκκλησιαστική τους συνείδηση. Και ο κίνδυνος αυτός εντείνεται, όταν τα κόμματα σκληραίνουν και ελέγχουν ασφυκτικά το κράτος και την κοινωνική ζωή, ενώ και εκείνα με την σειρά τους ελέγχονται, ίσως ασφυκτικότερα, από κέντρα τοπικής ή και παγκόσμιας εξουσίας.
Ο νεοφιλευθερισμός, που χαρακτηρίζεται ως ιδεολογία της παγκοσμιοποιήσεως και αποτελεί μετανεωτερική μετεξέλιξη του καπιταλισμού, δεν έπαυσε και στην μετεξέλιξή του να διατηρεί το «πνεύμα του καπιταλισμού». Το πνεύμα όμως του νεοφιλελευθερισμού, που είναι πνεύμα άκρατου ατομισμού, έρχεται σε αντίθεση προς το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθοδοξίας. Εδώ βρίσκεται και μια μόνιμη αιτία δυσαρμονίας των ορθοδόξων λαών με τους λαούς του δυτικού κόσμου και κυρίως του προτεσταντικού.
Το πνεύμα των ορθοδόξων λαών δεν εναρμονίζεται με το ατομοκρατικό δυτικό πνεύμα. Η Ορθοδοξία συμβάδιζε διαχρονικά με τον κοινοτισμό που επικρατούσε στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή, ενώ με την σύμπραξή της αναπτύχθηκε ο πολύμορφος και πολύπλευρος κοινοτισμός του απόδημου Ελληνισμού[12]. Το πνεύμα αυτό βρίσκεται πλησιέστερα προς το κολλεκτιβιστικό πνεύμα του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού. Γι’ αυτό άλλωστε και τα καθεστώτα αυτά βρήκαν προσφορότερο έδαφος στις παραδοσιακά ορθόδοξες χώρες. Παραταύτα ούτε το κολλεκτιβιστικό αυτό πνεύμα επιδοκιμάστηκε ή έγινε αποδεκτό, όπως απέδειξαν και τα πράγματα.
Το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθοδοξίας δεν εκφράζεται με τον κολλεκτιβισμό αλλά με την ομοψυχία, που αποτυπώθηκε με τον πληρέστερο τρόπο στο πρωτοχριστιανικό κοινόβιο[13]. Το πνεύμα αυτό δεν καλλιεργείται με την αναφορά σε κάποιον εξωτερικό σκοπό ή με την επιδίωξη κάποιας αντικειμενικής ωφέλειας, αλλά βιώνεται σε επίπεδο προσώπων ως αυτοσκοπός. Ο κολλεκτιβισμός δεν δημιουργεί ομοψυχία, αλλά αποτελεί μία διαφορετική μορφή ατομισμού. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, «ο κολλεκτιβισμός αγνοεί τον πλησίον, με την ευαγγελική σημασία της λέξεως, και είναι η συγκέντρωση των απομεμακρυσμένων ατόμων… αγνοεί την αξία του προσώπου»[14].
Ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός δεν περιορίζονται μόνο στην διάρθρωση και την προώθηση της οικονομίας, αλλά εκφράζουν και μία ατομοκεντρική ιδεολογία που τείνει να προσομοιωθεί με θρησκεία. Ιδίως μάλιστα ο κομμουνισμός εντάσσεται στα όρια της εκκοσμικευμένης θρησκείας. Αν πάλι σήμερα άρχισε να γίνεται λόγος για μεταεκκοσμίκευση, αυτή δεν εκλαμβάνεται ως επιστροφή στην μη εκκοσμικευμένη θρησκεία, αλλά ως προσπάθεια επανενεργοποιήσεως ή ακριβέστερα ως αποδοχή της επανενεργοποιήσεως της θρησκείας στον δημόσιο χώρο[15].
Στην εποχή μας μέσα στο κλίμα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποιήσεως το λεγόμενο κράτος δικαίου, όπως και το κράτος προνοίας, αποδυναμώνονται μέχρις αφανισμού. Η ύπαρξη υπερεθνικών κέντρων, που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία, την πληροφόρηση, την διαμόρφωση της κοινής γνώμης και τις πολιτικές εξελίξεις, μειώνει την σπουδαιότητα των εθνικών κρατών και των κυβερνήσεών τους. Αποδυναμώνονται τα εθνικά κράτη, αφαιρούνται εθνικά δικαιώματα, δεσμεύονται νευραλγικές κρατικές αρμοδιότητες και προωθείται η ομογενοποίηση και ο εκλεπτυσμένος η ο απροκάλυπτος ολοκληρωτισμός. Τα μέσα του κράτους κατά την άσκηση της οποιασδήποτε κοινωνικής η άλλης πολιτικής περιορίζονται η και εκμηδενίζονται. Έτσι αποδεικνύεται όλο και περισσότερο η αδυναμία του να βοηθήσει την κοινωνία και τους πολίτες του.
Από την άλλη πλευρά ζωτικά προβλήματα των πολιτών που συνδέονται με την διαβίωση ή και την επιβίωσή τους, όπως είναι η υγεία, η παιδεία, η εργασία, η κοινωνική ασφάλεια, το περιβάλλον, όχι μόνο δεν επιλύονται, αλλά και διογκώνονται. Γίνεται όμως φανερό ότι οι εξελίξεις αυτές μακροχρόνια είναι διαλυτικές για το σύνολο της κοινωνίας και καταστροφικές για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Έτσι η χίμαιρα της παγκοσμιοποιήσεως φέρνει στο προσκήνιο της επικαιρότητας την αναζήτηση της παγκοσμιότητας, που επαγγέλλεται η Ορθοδοξία.
Η παγκοσμιότητα δεν έχει κολλεκτιβιστικό αλλά προσωποκεντρικό χαρακτήρα. Δεν θυσιάζει το πρόσωπο στην κοινωνία, αλλά βλέπει στο κάθε πρόσωπο ολόκληρη την κοινωνία. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, που κατορθώνεται με την απεριόριστη διάνοιξη του προσώπου στην οριζόντια και την κατακόρυφη κοινωνικότητα, διαφοροποιεί την ορθόδοξη θέση από την πρόταση κάθε κοινοτικού πολιτικού συστήματος[16]. Είναι όμως προφανές ότι αυτό δεν είναι πρωτίστως θέμα αλλαγής πολιτικού συστήματος αλλά παιδείας και αγωγής.
Από εδώ μπορεί να προέλθει μια όντως προοδευτική και δημιουργική πνοή στην πολιτική, που θα εκφράζει το «πνεύμα της Ορθοδοξίας»· στην πολιτική, που θα παύσει να περιφρονεί ή και να καταπολεμεί ως αντιδραστική την Ορθοδοξία, αλλά θα προσεγγίζει και θα κατανοεί, ως ένα τουλάχιστο βαθμό, το κοινοβιακό της πνεύμα. Η μετανεωτερικότητα με το τέλος των ιδεολογιών πρέπει μάλλον να διευκολύνει ένα τέτοιο εγχείρημα.

1] Βλ. Κριτ. 9,8-15.
[2] Ὠριγένους, Κατὰ Κέλσου 8,75.
[3] Νικολάου Καβάσιλα, Κατὰ τοκιζόντων, PG 150,745ΑΒ
[4] Ματθ. 22,21.
[5] Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, Έσσεξ Αγγλίας 22011, σ. 235-6.
[6] Βλ. Π. Καλαιτζίδη, «Ορθοδοξία και πολιτική θεολογία», στο Βιβλική θεολογία της απελευθέρωσης, Πατερική θεολογία και αμφισημίες της νεωτερικότητας, Ίνδικτος, Αθήναι 2012, σ. 48 κ.ε.
[7] Χ. Γιανναρά, Κεφάλαια πολιτικής θεολογίας, Παπαζήσης, Αθήνα 1976, σ. 9.
[8] Για την εικόνα που παρουσιάζει η Εκκλησία στον ελλαδικό χώρο βλ. Ν. Παπαγεωργίου, Η Εκκλησία στη Νεοελληνική κοινωνία. Γλωσσοκοινωνιολογική ανάλυση των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 285 κ.ε.
[9] Βλ. Ματθ. 5,13-4.
[10] «Το γαρ της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλά ενώσεώς εστι και συμφωνίας όνομα». Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την Α΄ Κορινθίους 1,1, PG 61,13.
[11] Πρβλ. Π. Νέλλα, «Ορθοδοξία και πολιτική», Μαρτυρία Ορθοδοξίας, Αθήνα 1971, σ. 172. Βλ. επίσης τις ενδιαφέρουσες σχετικές μελέτες των Ι. Μάινα, «Ορθόδοξο ήθος και πολιτική δραστηριότητα», Η Ορθοδοξία ως πολιτική διακονία (εκδ. Ι. Μονής Αγίου Νεοφύτου), Λευκωσία 1984, σ. 1-7. Αρχιμ. Φιλοθέου Φάρου, «Η πολιτική μέσα από το πρίσμα της ορθοδόξου παραδόσεως και της ψυχολογίας», Η Ορθοδοξία ως πολιτική διακονία, σ. 79-94. Ο. Κλεμάν, Ορθοδοξία και πολιτική, Θεσσαλονίκη 1985. Ι. Πέτρου, Εκκλησία και πολιτική, Θεσσαλονίκη 1992, και Χριστιανισμός και κοινωνία, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 324-344.
[12] Βλ. Ν. Πανταζόπουλου, Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, Παρουσία, Αθήνα 1993, σ. 54 και 73-74.
[13] Βλ. Πραξ. 2,44 κ.ε.
[14] Ν. Μπερδιάγιεφ, Βασίλειο του Πνεύματος και Βασίλειο του Καίσαρα (μετάφρ. Β. Γιούλτση), Πουρναράς Θεσσαλονίκη 22002, σ. 151.
[15] Βλ. Ράτσιγκερ Γιόζεφ-Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ, Χάμπερμας Γιούργκεν, Η διαλεκτική της εκκοσμικεύσεως. Λόγος και θρησκεία, Εστία, Αθήνα 2010.
[16] Για τον ελληνικό κοινοτισμό βλ. ιδίως Κ. Καραβίδα, Σοσιαλισμός και κοινοτισμός, Κοραής, Αθήνα 1930. Ν. Πανταζόπουλου, Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, Παρουσία, Αθήνα 1993.

Σάββατο, Μαρτίου 11, 2017

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ



Δυό μέρες τοῦ ἔτους ἀφιερώνονται στή μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ 14η Νοεμβρίου. Τή δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πού ἔρχεται ὡς προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, γιορτάζεται ἡ νίκη τῆς διδασκαλίας του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τῶν ἀντιπάλων του. Στίς 14 Νοεμβρίου, τιμᾶται ἡ πρός τόν Κύριον ἐκδημία του. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν μᾶς θυμίζει περισσότερο τό λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἡ 14η Νοεμβρίου μᾶς θυμίζει περισσότερο τή σιωπή του.

Στίς 14 Νοεμβρίου τοῦ 1359 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού λάμπρυνε γιά δωδεκάμισι χρόνια τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης καί καθοδήγησε μέ σοφία καί αὐταπάρνηση τούς πιστούς της σιώπησε ὁριστικά. Φορέας τῆς σιωπῆς του εἶναι τά ἱερά λείψανά του, πού ἀποτελοῦν μίαν ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀλλά καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού διατηρεῖται ὡς σήμερα μέ τά πολυάριθμα συγγράμματά του, συχνά ἀναφέρεται στή σιωπή καί τήν ἡσυχία, πού μέ τόση ἐπιμέλεια ἄσκησε καί ὁ ἴδιος στή ζωή του ὡς ἡσυχαστής μοναχός.

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος εἶναι πράγματα ἀντίθετα στήν καθημερινή μας ζωή. Ὁ λόγος διαλύει τή σιωπή. Καί ἡ σιωπή διακόπτει τό λόγο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἡσυχαστής ἦταν βασικά ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς. Ἀπέφευγε τό λόγο, ὅπως ἄλλωστε καί τή συγγραφή. Ὁ ἴδιος σημειώνει ὅτι πολλοί μεγάλοι πατέρες τῆς ἐρήμου, μολονότι θά μποροῦσαν νά γράψουν σπουδαῖα καί ὠφέλιμα πράγματα, δέν τό ἔκαναν, γιά νά μή διακόψουν τήν σιωπή καί τήν κοινωνία τους μέ τό Θεό. Κατακρίνει μάλιστα τόν ἑαυτό του καί λέει ὅτι ὁ ἴδιος συνήθιζε νά γράφει, ὅταν ὑπῆρχε κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη. Καί γνωρίζουμε πόσο πολλά καί δυνατά κείμενα ἔγραψε, ὅταν ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἦταν ὁ κίνδυνος νά παραχαραχθεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ προφορικός καί ὁ γραπτός, εἶχε πάντοτε πλούσιο ἀντίκρυσμα στή σιωπή του. Καί ἡ σιωπή του δέν ἦταν συνέπεια παραιτήσεως ἤ ἀδιαφορίας, ἀλλά καρπός ἔντονης σπουδῆς καί κοινωνίας μέ τό Θεό Λόγο. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «Ἄμεινόν ἐστι σιωπᾶν καί εἶναι ἤ λαλοῦντα μή εἶναι».

Στήν καθημερινή μας ζωή συνδέουμε συνήθως τό λόγο μέ τήν ὕπαρξη καί τή σιωπή μέ τήν ἀνυπαρξία. Συχνά ὅμως ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι κενός καί φανερώνει μία οὐσιαστική ἀνυπαρξία. Δέ χρειάζεται ἄλλωστε νά εἶναι κανείς ψεύτης ἤ φλύαρος, γιά ν’ ἀποδειχθεῖ ὁ λόγος του κενός. Καί μόνο τό ὅτι εἶναι θνητός, καί ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τό ἔσχατο ὅριο τῶν δυνάμεών του, φανερώνει τήν ἀβεβαιότητα καί τήν οὐσιαστική κενότητα τοῦ λόγου του.

Παράλληλα ὅμως ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει μεγάλη ἀξία, ὅταν διαθέτει ἀντικρυσμα στή σιωπή. Ἀκόμα περισσότερο, ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει τεράστια ἀξία, ὅταν εἶναι λόγος σιωπῆς. Τά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ πατέρας στό παιδί του ἔχουν τό ἀντίκρυσμα καί τήν ἀξία τους, ὅσο ζεῖ ὁ πατέρας καί ἀκούει τό παιδί. Ἡ σιωπηρή ὅμως παρουσία τοῦ πατέρα στήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ του, ὡς παρουσία ἀγάπης, εἶναι πολύ πιό εὔγλωττη καί πολύ πιό οὐσιαστική ἀπό τά λόγια πού ἀκούει ἀπό τό στόμα του. Καί αὐτό, γιατί ἡ ἀγάπη μεταφέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο πού βρίσκεται πέρα ἀπό τό θάνατο. «Ἠμεῖς οἴδαμεν», λέει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐμεῖς δηλαδή γνωρίζουμε, «ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς• ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῷ θανάτῳ».

Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἐμπειρία τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς του πέρα ἀπό τήν ἀτομικότητά του. Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο μία αἴσθηση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.

Ἡ ἀληθινή ὅμως ἀγάπη δέ διατυπώνεται μέ λόγια. Καί ἡ οὐσία της δέν περιορίζεται σέ φραστικά σχήματα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἐκφράζεται περισσότερο μέ τή σιωπή. Ἡ σιωπή εἶναι συχνά ἡ πιό ἔντονη κραυγή. Αὐτό τό βλέπουμε προπαντός στόν ἡσυχασμό. Ἡ σιωπή τοῦ ἡσυχαστῆ εἶναι κραυγή ἀγάπης. Ὅπως καί ἡ ἀπομόνωσή του εἶναι ἐντατικοποίηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό.

Ζώντας στόν κόσμο καί διατηρώντας ἀκέραιο τόν ἐγωισμό μας ἀδυνατοῦμε συνήθως νά γνωρίσουμε καί νά ζήσουμε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη βγαίνει ἀπό τήν σιωπή καί τήν ταπείνωση. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περιγράφοντας τή ζωή καί τίς ἀρετές τοῦ ἁγίου στά ἡσυχαστήρια τοῦ Ἄθω, σημειώνει σχετικά τά ἑξῆς: «Ταπείνωσις ἦν αὐτῷ ἀκρότατη, καί ἡ πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, ἥ φησίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀνυπόκριτος ἐκ καρδίας ἀγάπη, τά πρῶτα καί μέσα καί τελευταῖα τῶν ἀρετῶν ἐρείσματα καί στοιχεῖα».

Καί πραγματικά μόνο μέ ἀκρότατη ταπείνωση μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ἀνυπόκριτη καί «ἐκ καρδίας ἀγάπη» πρός τό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Αὐτὴ τήν ἀγάπη, πού τόσο σπανίζει στήν καθημερινή μας ζωή, καλλιέργησε ὁ ἡσυχαστής Γρηγόριος Παλαμᾶς στά ἐρημητήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ ἴδια ἀγάπη τόν ἔφερε ἀργότερα στή μητρόπολη τῆς Θεσσαλονίκης καί τόν ἔκανε στήριγμα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγάπη πού καλλιέργησε στή σιωπή. Ἡ ἀγάπη πού θεμελίωσε στήν ταπείνωση καί τόν ἀφανισμό τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ ἀγάπη πού ἔδειξε, ὅταν χρειάστηκε, μέ τούς ἔντονους ἀγῶνες καί τήν ἀκατάβλητη δράση του.

Πολλές φορές ἀκοῦμε καί εὐσεβεῖς ἀκόμα Χριστιανούς νά λένε: Τί κάνουν αὐτοί οἱ μοναχοί στά ἐρημητήριά τους; Τί νόημα ἔχει ἡ ἀπόκοσμη ζωή τους; Ποιό εἶναι τό κοινωνικό ἔργο τους, ὅταν βρίσκονται μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους; Ποιά εἶναι ἡ ἀρετή τους, ὅταν φροντίζουν μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους;

Καί εἶναι φυσικό νά διατυπώνονται τά ἐρωτήματα αὐτά, ὅταν ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς μέσο γιά κάποιο σκοπό. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται ὡς αὐτοαξία, τότε τά πράγματα τοποθετοῦνται διαφορετικά. Ἔτσι ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ἡσυχαστή. Αὐτήν τήν εἰκόνα γιά τόν ἄνθρωπο εἶχε καί ἐνσάρκωσε στή ζωή του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη σάρκα, ἡ φθαρτή καί θνητή, πού τόσο ὑπωπιάζει καί δουλαγωγεῖ ὁ μοναχός ἔχει ἀνείπωτη ἀξία γι’ αὐτόν, ὅπως καί γενικότερα γιά τήν Ὀρθοδοξία, γιατί καταξιώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔγινε λοιπόν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει μία τέτοια συγγένεια μέ τό Θεό, ὥστε νά μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μαζί του σέ μία ὑπόσταση. Ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τίμησῃ τήν σάρκα καί αὐτήν τήν θνητήν».

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ ἀπόκοσμη ζωή τοῦ ἐρημίτη δέν εἶναι ἀπόλυτη ἀλλά σχετική. Στή σιωπή τῆς ἐρήμου ὁ μοναχός ἐξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό ἐλευθερίας καί ἀποφεύγει τίς πολλαπλές καί ἀδιόρατες κοινωνικές δεσμεύσεις. Ἔτσι μπορεῖ νά βρίσκεται ψυχικά πολύ πιό κοντά στόν ἄνθρωπο, καί νά καλλιεργεῖ πραγματική καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γι’ αὐτόν. Μέ τή φυγή στήν ἔρημο καί τή στέρηση τῆς συναναστροφῆς μέ τόν κόσμο ἐνισχύει καί μεγιστοποιεῖ ὁ μοναχός τήν κοινωνικότητά του. Γι’ αὐτό καί μπορεῖ σέ ὁποιαδήποτε στιγμή νά δώσει τή μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης στόν κόσμο. Αὐτό ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό φανερώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ ἐρημίτης καί ἱεράρχης, ὁ ἡσυχαστής καί κῆρυξ τῆς χάριτος.

Τό νόημα τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βρίσκεται στή φύση τῆς σιωπῆς του. Γνώριζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὅσο μιλοῦσε δέ βρισκόταν ἀκόμα ἐκεῖ πού ποθοῦσε. Τώρα πού σιωπᾶ βρίσκεται ἐκεῖ καί ὑπάρχει πραγματικά, γιατί βρίσκεται καί ὑπάρχει ἐν Κυρίῳ. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι ὁ Χριστός. Καί ἡ δική μας ζωή εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ἄλλωστε λεγόμαστε Χριστιανοί. Ὁ χριστιανισμός -κι ἐπειδή σημειώθηκαν παραφθορές τοῦ Χριστιανισμοῦ – ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν καί εἶναι ἡ πραγματική μας ταυτότητα. Μέ τήν Ὀρθοδοξία ταυτίστηκε ἡ ἱστορία μας καί ἡ ὕπαρξή μας.

Ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦρθε στήν Θεσσαλονίκη καί βρῆκε τούς κατοίκους τῆς διχασμένους ἀπό τό κίνημα τῶν ζηλωτῶν, τούς κάλεσε μέ τήν πρώτη ὁμιλία του σέ εἰρήνη καί ἑνότητα λέγοντάς τους: Ἀδέλφια εἴμαστε ὅλοι ὄχι μόνο ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά καί ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κοινή εἶναι ἡ πίστη μας, κοινή ἡ ἐλπίδα μας, κοινός Πατέρας μας ὁ Χριστός, κοινή μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία. Καί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ καί πάλι ὁ βιογράφος του ἅγιος Φιλόθεος, «τούς ὑβριστὰς ἑαυτοῦ καί πολεμιωτάτους καί στασιαστὰς πρότερον, φίλους ἐκ τῆς ὁμιλίας εὐθύς ἐκείνης εἰργάσατο».

Ἔτσι ἡ πίστη στό Χριστό, ἡ πίστη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἕνωσε καί πάλι τούς Θεσσαλονικεῖς. Αὐτή ἡ πίστη ἦταν ἡ ταυτότητα τοῦ γένους μας. Σ’ αὐτήν τήν πίστη στήριξε τήν ἑνότητά του. Μέ αὐτήν τήν πίστη ὑπέμεινε τή μακραίωνη σκλαβιά καί ξανακέρδισε τή λευτεριά του. Καί στή συνέχεια, -ἐλεύθεροι ἀπό ξένους-δεσπότες κινδυνεύουμε νά χάσουμε τήν ταυτότητά μας μέ τίς ξενομανίες μας καί τίς ξενόφερτες ἰδεολογίες μας. Εἶναι ἀπελπιστικό, καί ὅμως ἀληθινό, ὅτι οἱ λεγόμενες προηγμένες κοινωνίες τείνουν νά ἔχουν ὡς μοναδική ταυτότητά τους μία καλύτερα ἤ χειρότερα ὀργανωμένη καί ἱεραρχημένη γραφειοκρατία, χωρίς αἴσθημα καί ἀγάπη, χωρίς νόημα καί σκοπό.

Ἔτσι ἀνοίγεται μία πορεία, πού τέρμα της ἔχει τόν μονοδιάστατο ἄνθρωπο καί τή μονοδιάστατη κοινωνία. Ἕνας τέτοιος ὅμως ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄνθρωπος. Καί μία τέτοια κοινωνία παύει νά εἶναι ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἄν δέ θέλουμε ν’ ἀφήσουμε νά μεταπέσει ἡ ταυτότητά μας σέ ληξιαρχική πράξη θανάτου, πρέπει νά διατηρηθοῦμε ἑνωμένοι μέ τίς ρίζες μας. Καί δόξα τῷ Θεῶ στόν τόπο μας εἶναι αὐτό ἀκόμα δυνατό. Ἡ ἴδια ἡ ἀδυναμία πού δείχνουμε νά συμμορφωθοῦμε καί νά ταυτιστοῦμε μέ μία ἄψυχη γραφειοκρατία, ἀδυναμία πού εἶναι ἐμφανής σέ ὅλες τίς μορφές τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς, βεβαιώνει τήν ἀλήθεια αὐτή. Βεβαιώνει ὅτι κάπου ἀλλοῦ ἀναζητοῦμε τήν ταυτότητά μας. Καί αὐτό τό κάπου ἄλλου δέν εἶναι δύσκολο νά τό βροῦμε, ὅσο διατηροῦμε τό λόγο τῶν ἁγίων μας καί τιμοῦμε τή σιωπή τῶν λειψάνων τους.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2017

Ὁ ριζοσπαστικὸς χαρακτήρας τοῦ Χριστιανισμοῦ




Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν κόσμο οὔτε συμβιβάζεται μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Ἐπιπλέον ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δὲν κηρύσσεται συνήθως ἀκέραιο στὸν κόσμο οὔτε ἐφαρμόζεται ἢ ἐφαρμόστηκε ποτὲ στὶς πραγματικές του διαστάσεις ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα ἢ ἀπὸ κάποιον λαὸ μέσα στὴν ἱστορία. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ βιώθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους προσωπικὰ καὶ ἐφαρμόστηκε ὥς ἕνα βαθμὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἰδιαίτερα μέσα στοὺς κόλπους τοῦ μοναχισμοῦ.

Παραταῦτα ἡ ἐποχὴ μας χαρακτηρίζεται συχνὰ ὡς «μεταχριστιανική». Ὁ χαρακτηρισμὸς ὅμως αὐτὸς τῆς ἐποχῆς μας πρέπει κανονικὰ νὰ σημαίνει, εἴτε ὅτι ἡ ἐποχὴ ποὺ προηγήθηκε ἦταν χριστιανικὴ –ἐνῶ ἡ ἐποχὴ μας ἔπαυσε πλέον νὰ ἔχει τὴν ἰδιότητα αὐτὴ– εἴτε ὅτι κατὰ τὴν περίοδο ποὺ προηγήθηκε ξεπεράστηκε ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἡ ἐποχὴ μας προωθήθηκε πέρα ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ἂν μὲν ὡς Χριστιανισμὸς ἐκλαμβάνονται τὰ ὁποιαδήποτε ἰδεολογικὰ ἢ θρησκευτικὰ μορφώματα ποὺ ἔχουν ἢ ἰσχυρίστηκαν ὅτι ἔχουν κάποια σχέση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία του, τὸ πράγμα γίνεται κάπως κατανοητό. Ἂν ὅμως ὡς Χριστιανισμὸς νοεῖται ἡ βίωση καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας μέσα στὸν κόσμο, τὸ πράγμα εἶναι πολὺ διαφορετικό.

Ἂν λοιπὸν ὡς Χριστιανισμὸς ἐκλαμβάνονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ ἰδεολογικὰ ἐκεῖνα μορφώματα ποὺ ἀνάγουν κατὰ κάποιον τρόπο τὶς ρίζες τους στὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία του, τότε μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ ἐποχὴ μας εἶναι μεταχριστιανική. Καὶ στὴν μεταχριστιανικὴ αὐτὴ ἐποχὴ πολλὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ποὺ συνδέονταν μὲ τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ γίνονταν γενικότερα σεβαστὲς ἢ κυκλοφοροῦσαν ὡς κοινωνικὰ αὐτονόητα στὸν χριστεπώνυμο κόσμο, ὄντως ὑποβαθμίστηκαν ἢ καὶ ἐγκαταλείφθηκαν. Ἀλλὰ καὶ ἡ χριστιανικὴ συνείδηση τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἔχει κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποχρωματισθεῖ μέχρις ἀφανισμοῦ.

Ἂν ὅμως ὡς Χριστιανισμὸς ἐκλαμβάνεται ἡ βίωση καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς διδασκαλίας του μέσα στὸν κόσμο, τότε οὔτε ἡ ἐποχὴ ποὺ προηγήθηκε μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς χριστιανικὴ οὔτε ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει πραγματικὰ δοκιμαστεῖ καὶ ἔχει φανεῖ ὅτι ἔχασε τὸ νόημά του γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. Ἀντίθετα μάλιστα ἡ καλύτερη προσέγγιση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως καὶ τῶν προσώπων ποὺ ἔζησαν αὐθεντικὰ τὴν ἀλήθειά του, βεβαιώνει ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς βρίσκεται πολὺ πιὸ πέρα ἀπὸ ὅσα ἔζησαν οἱ λεγόμενοι χριστιανικοὶ λαοὶ καὶ ὅτι ἔχει πολὺ περισσότερα νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο.

Στὶς συζητήσεις ποὺ ἔγιναν στὴν ἐποχή μας γιὰ τὴν πολιτιστικὴ ταυτότητα τῆς Εὐρώπης πολλοὶ ὑποστήριξαν ὅτι αὐτή, μολονότι ἀποτελεῖ σύνολο πολλῶν πολιτισμῶν καὶ ἰδιαιτεροτήτων, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ὀνομάζεται χριστιανική, γιατί μόνο ἡ χριστιανικὴ ρίζα ἑνώνει αὐτὸ τὸ σύνολο. Ἡ παρατήρηση αὐτὴ εἶναι σὲ κοινωνικὸ ἢ καὶ θεσμικὸ ἐπίπεδο κατὰ βάση σωστή, ἂν καὶ ἡ συναίσθηση τῆς ἀναγωγῆς στὴν χριστιανικὴ ρίζα ἐμφανίζεται πλέον ἀνεπαρκής. Μόνο ἡ βαθύτερη συνειδητοποίηση καὶ ἡ πληρέστερη ἀξιοποίηση τῆς ρίζας αὐτῆς μποροῦν νὰ δώσουν νόημα καὶ περιεχόμενο στὴν θέση αὐτή. Παραλληλα ὅμως δὲν πρέπει νὰ λησμονείται ὅτι ἡ ἐξωτερικὴ προσέγγιση ἢ ἀξιολόγηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχει πάντοτε συμβατικὴ ἀξία.

Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν παράγεται συλλογιστικὰ οὔτε ἀνακρίνεται λογικά, ἀλλὰ προσεγγίζεται καὶ γνωρίζεται βιωματικὰ· εἶναι ἀλήθεια προσωπικὴ ἢ ἀκριβέστερα ὑποστατική. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ συνυπάρχει μὲ τὰ πρόσωπα καὶ φανερώνεται στὰ πρόσωπα. Δὲν ταυτίζεται μὲ ἀντικείμενα οὔτε βέβαια ἀντλεῖται ἀπὸ αὐτά. Ἡ ἀλήθεια κατὰ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία βρίσκεται στὸν Τριαδικὸ Θεό, φανερώνεται στὴν ἱστορία μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ[1], καὶ βιώνεται ὡς ὑπαρκτικὴ κοινωνία μαζί του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὁ κόσμος ἐκλαμβάνει ὡς ἀλήθεια. Ἄλλωστε σήμερα ὁ κόσμος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν καθολικὴ ἀλήθεια καὶ ἐνδιαφέρεται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ γιὰ ἐπιμέρους συμβατικὲς ἀλήθειες χωρὶς ὑπερβατικὸ κῦρος, ποὺ ἐξυπηρετοῦν πρακτικὲς ἀνάγκες. Ἔτσι συμβαίνει συχνὰ ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια νὰ εἶναι ὄχι μόνο ἄσχετη, ἀλλὰ καὶ τελείως ἀντίθετη πρὸς ὅ,τι προβάλλεται στὸν κόσμο ὡς ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ θεώρηση τῶν ἴδιων πραγμάτων ἀπὸ χριστιανικὴ καὶ ἀπὸ κοσμικὴ ἄποψη εἶναι πολλὲς φορὲς ὄχι ἁπλῶς διαφορετικὴ ἀλλὰ καὶ διαμετρικῶς ἀντίθετη.

Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ριζοσπαστικός. Καὶ ὅπου δὲν εἶναι ριζοσπαστικός, δὲν εἶναι αὐθεντικός. Ἡ ριζοσπαστικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναφέρεται στὸ καθετὶ ποὺ τὸν συνδέει μὲ τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι οἱ ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἀνάγονται στὸν κόσμο οὔτε τρέφονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα του. Ὁ ἀπόλυτος χαρακτήρας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπιβάλλει τὴν ριζοσπαστικότητα στὸ ἐπίπεδο τοῦ σχετικοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ριζοσπαστικότητα στὸ ἐπίπεδο τοῦ σχετικοῦ δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται χωρὶς σχέση μὲ τὸ ἀπόλυτο καὶ χωρὶς ἀναφορὰ πρὸς αὐτό.

Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔρχεται ὡς «πῦρ» μέσα στὸν κόσμο[2]. Ὅλες οἱ κοσμικὲς ἀλήθειες εἶναι συμβατικές, καὶ ἔχουν τὴν σχετικὴ ἀξία τους στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι ἀντικειμενικές. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀλήθειες κινοῦνται στὸ ἐπίπεδο τοῦ σχετικοῦ. Τὸ λάθος γίνεται, ὅταν ἀπολυτοποιοῦνται καὶ ὑποκαθιστοῦν τὴν καθολικὴ ἀλήθεια. Καὶ ἀπὸ χριστιανικὴ πλευρὰ τὸ λάθος γίνεται, ὅταν γιὰ λόγους ἐκσυγχρονισμοῦ ἐπιχειρεῖται ἡ συμμόρφωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν κοσμικὴ ἀλήθεια.

Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἐκσυγχρονίζεται ὅταν συμμορφώνεται μὲ τὴν σχετικότητα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος, ἀλλὰ ὅταν διατηρεῖ ζωντανὴ τὴν παράδοσή του. Περιεχόμενο τῆς παραδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ παραμένει μέσα στὸν κόσμο μὲ τὴν Ἐκκλησία του. Καὶ ἡ διατήρηση τῆς παραδόσεως αὐτῆς πραγματοποιεῖται μὲ τὴν βίωση τοῦ θανάτου ὡς παράγοντος ζωῆς. Πραγματοποιεῖται μὲ τὸν αὐτοαφανισμὸ τῶν ἑκάστοτε ζωντανῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κάνει δυνατὴ τὴν φανέρωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν κεκοιμημένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας του μέσα σὲ νέα «συνάφεια»· στὴν συνάφεια τῆς ζωῆς τῶν μελῶν της, ποὺ στρατεύονται μέσα στὸν κόσμο. Ἔτσι καὶ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντοτε «συναφειακή».

Φυσικὸ ὅμως εἶναι νὰ παραμένει ὁ Χριστιανισμὸς ξένος καὶ παράδοξος γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἦρθε ὡς ξένος μέσα στὸν κόσμο· ὄχι γιατί εἶναι πραγματικὰ ξένος πρὸς τὸν κόσμο, ἀφοῦ αὐτὸς τὸν δημιούργησε, ἀλλὰ γιατί ὁ κόσμος ἀλλοτριώθηκε καὶ ἀποξενώθηκε ἀπὸ αὐτόν. Ἦρθε «εἰς τὰ ἴδια», δηλαδὴ στὰ δικά του, ἀλλὰ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχθηκαν. Σὲ ὅσους ὅμως τὸν δέχθηκαν ἔδωσε τὴν ἐξουσία νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ θεωθοῦν[3].

Ὁ ἄνθρωπος δὲν πλάστηκε γιὰ νὰ παραμείνει αὐτὸ ποὺ εἶναι[4]. Πλάστηκε γιὰ νὰ τελειοποιηθεῖ καὶ νὰ ἀναχθεῖ σὲ κάτι ποὺ δὲν εἶναι. Προῆλθε ἀπὸ τὸ μὴ ὂν καὶ εἰκονίζει τὸν ὄντως Ὄντα. Δημιουργήθηκε ὡς κτίσμα καὶ κλήθηκε νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν ἄκτιστο Δημιουργό. Εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του ἄνθρωπος καὶ τοῦ δόθηκε ἡ ἐξουσία νὰ γίνει θεὸς[5]. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει αὐτὸς θεός. Ἡ παραδοξότητα αὐτή, ποὺ βρίσκεται στὶς ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ, προσδιορίζει τὴν φύση του καὶ διαμορφώνει τὸν ριζοσπαστικὸ χαρακτήρα του. Καὶ ἐξαιτίας τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτήρα του ὁ Χριστιανισμὸς δὲν γίνεται εὔκολα ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ «ἀντιλέγεται», ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἔγινε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν»[6].

Ἡ ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδοχή του ἀπὸ πολλούς, εἶναι φαινόμενα διαχρονικά, ποὺ διαπιστώνονται καὶ στὴν ἐποχή μας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητές του: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν»[7]. Ὁ κόσμος παραμένει γενικὰ ξένος πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία του. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ὀφείλεται μόνο στὴν ἀρνητικὴ τοποθέτηση τῶν ἀνθρώπων· ὀφείλεται καὶ στὴν κακὴ ἐκπροσώπηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ τραγικότητα τοῦ κόσμου, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἀναγκαιότητα γιὰ τὴν σωστὴ μαρτυρία τῶν Χριστιανῶν μέσα στὸν κόσμο.

Οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ αἰσθάνονταν ἐξαρχῆς «ξένοι», ἢ «πάροικοι καὶ παρεπίδημοι» μέσα στὸν κόσμο[8]. Ὄχι γιατί ἀποστρέφονταν τὸν κόσμο ἢ γιατί αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ τόπος ποὺ τοὺς πρόσφερε ὁ Πατέρας τους, ἀλλὰ γιατί ὁ κόσμος ἀπαρνήθηκε τὸν Πατέρα του καὶ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν ἔπλασε. Καὶ αἰσθάνονται ἔτσι οἱ Χριστιανοί, ἐπειδὴ τοποθετοῦν —καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ τοποθετοῦν— τὰ πάντα στὴν προοπτική τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸν καταξιώνουν καὶ τὸν κόσμο καὶ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν κόσμο. Μένουν στὸν κόσμο ὡς πάροικοι καὶ παρεπίδημοι, γιατί ἀσκοῦν —καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ ἀσκοῦν— τὴν ἐξουσία τους νὰ ζοῦν ὡς «συμπολίται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ»[9].

Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται μέσα στὸν κόσμο ὡς «θεσμός». Ταυτόχρονα ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κοινωνία τῆς θεώσεως». Τὰ δύο αὐτὰ πράγματα φαίνονται ἀντιφατικά. Ἡ κοινωνία τῆς θεώσεως εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της χαρισματική, ἐνῶ ὁ θεσμὸς ἀποτελεῖ κτιστὸ κατασκεύασμα. Ἡ χάρη δὲν περιορίζεται σὲ θεσμούς. Καὶ οἱ θεσμοὶ δὲν εἶναι ἀπεριόριστοι, γιὰ νὰ χωρέσουν τὴν χάρη. Ἡ διατήρηση ὅμως τῆς κοινωνίας τῆς θεώσεως μέσα στὴν ἱστορία ἐπιβάλλει τὴν θεσμοποίησή της. Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ ἀνάγκη τῆς συνθέσεως θεσμοῦ καὶ χάριτος.

Ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ μέσα στὴν ἱστορία ὡς «χαρισματικὸς θεσμὸς»· ὡς θεσμοποιημένη χαρισματικὴ κοινωνία ἢ «κοινωνία τῆς θεώσεως». Ἔτσι δημιουργεῖται μία διαρκής διαλεκτικὴ ἔνταση μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου. Σὲ κάποιο ἄλλο μάλιστα ἐπίπεδο δημιουργεῖται καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία μία διαλεκτικὴ ἔνταση μεταξὺ χάριτος καὶ θεσμοῦ, τὴν ὁποία ἀμβλύνει ὥς ἕνα βαθμὸ ὁ μοναχισμὸς μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἐρημιτισμοῦ.

Πῶς μπορεῖ λοιπὸν νὰ χαρακτηριστεῖ ἢ νὰ παρασταθεῖ ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν μέσα στὸν κόσμο;

Ὁ ἄγνωστος συγγραφέας τῆς Πρὸς Διόγνητον πραγματείας, ποὺ συντάχθηκε κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν, χαρακτηρίζει τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Χριστιανῶν ὡς «θαυμαστὸν καὶ ὁμολογουμένως παράδοξον»[10]. Καὶ ἀναφέροντας τὰ βασικότερα στοιχεῖα τοῦ θαυμαστοῦ καὶ παράδοξου τρόπου ζωῆς τῶν Χριστιανῶν σημειώνει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολίται, καὶ πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρὶς ἐστιν αὐτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη….Ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ’ οὐ κατὰ σάρκα ζῶσιν. Ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται…Ἀγαπῶσι πάντας, καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται…Πτωχεύουσι, καὶ πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται, καὶ ἐν πάσι περισσεύουσιν. Ἀτιμοῦνται, καὶ ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται…»[11].

Ἡ συναίσθηση τῆς παροδικότητας τοῦ κόσμου καὶ ἡ βίωση τῆς ἐσχατολογικῆς ἀλήθειας, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴν κοσμικὴ συμβατικότητα καὶ ἡ προσήλωση στὸ οὐράνιο πολίτευμα, ἡ ἀγάπη ποὺ ἀγκαλιάζει ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς, ἡ ἀνταπόδοση καλοῦ ἀντὶ κακοῦ, ἡ ἑκούσια στέρηση γιὰ τὴν ἄσκηση ἀγαθοεργίας, νοηματοδοτοῦν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου διαφορετικὰ καὶ προσδίδουν στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιστῶν ἕνα ξεχωριστὸ περιεχόμενο. Παραμερίζουν τὴν προσκαιρότητα καὶ τὴν διάσπαση, καὶ εἰσάγουν τὴν προοπτική τῆς ἑνότητας καὶ τῆς αἰωνιότητας.

Ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, ὅπως καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο, μπορεῖ νὰ παρασταθεῖ ὡς ζωὴ ἐν τάφῳ. Ὁ Χριστός, σημειώνει ὁ Ὠριγένης, ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγεῖ τὰ μέλη της διὰ τοῦ θανάτου στὴν ἀνάσταση. Ὅπως τὸ αἰσθητὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ σταυρώθηκε, ἐνταφιάσθηκε καὶ ἀκολούθως ἀναστήθηκε, ἔτσι καὶ τὸ ὅλο σῶμα τῶν πιστῶν ἔχει σταυρωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν ζεῖ πλέον τώρα. Ὁ καθένας δηλαδή, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δὲν ἔχει νὰ καυχηθεῖ γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο σταυρώθηκε αὐτὸς γιὰ τὸν κόσμο καὶ ὁ κόσμος γι’ αὐτὸν[12]. Ἐπιπλέον ἐνταφιάζεται μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ ζήσει ἕνα νέο εἶδος ζωῆς[13].

Τὸ νέο αὐτὸ εἶδος ζωῆς, ποὺ παραμένει μυστικὸ καὶ κρυμμένο ἀπὸ τὸν κόσμο, δὲν εἶναι μόνο κάτι ποὺ ἀναμένεται πέραν τοῦ κόσμου, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ κάτι ποὺ βιώνεται στὴν καθημερινότητα τοῦ κόσμου. Οὐσιαστικὰ δηλαδὴ ὁ Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ ζεῖ τὴν καθημερινὴ ζωὴ ταυτόχρονα σὲ δύο διαφορετικὰ ἐπιπεδα· στὸ αἰώνιο καὶ τὸ πρόσκαιρο. Αὐτὸ φανερώνεται πληρέστερα κατὰ τὴν θεία Λειτουργία. Μέσα σὲ αὐτὴν ἡ ἐναλλαγὴ τῶν δύο ἐπιπέδων εἶναι διαρκής. Τὸ πρόσκαιρο ἐπίγειο ἐπίπεδο ἀναφέρεται διαρκῶς στὸ αἰώνιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ αἰώνιο ἐπίπεδο προσλαμβάνει καὶ μεταμορφώνει τὸ ἐπίγειο. Τὸ αἰώνιο ἐπίπεδο νοηματοδοτεῖ τὸ πρόσκαιρο. Καὶ τὸ πρόσκαιρο προσφέρεται ὡς στάδιο προπαρασκευῆς γιὰ τὸ αἰώνιο.

Ἡ θεία Λειτουργία δὲν ἀποτελεῖ κάποια παρένθεση στὴν χριστιανικὴ ζωή, ἀλλὰ τὸν δείκτη καὶ τὸ πλήρωμά της. Τὰ δύο ἐπίπεδα ζωῆς, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν θεία Λειτουργία, προσφέρονται καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸ μῆκος τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν μέσα στὸν κόσμο. Καὶ ἡ διατήρηση τῆς ἐπικοινωνίας τῶν δύο αὐτῶν ἐπιπέδων ἀποτελεῖ τὴν μόνη δυνατότητα γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τοῦ «συσχηματισμοῦ» μὲ τὸν κόσμο. Ἡ διατήρηση ὅμως τῆς ἐπικοινωνίας αὐτῆς δὲν εἶναι μόνο δύσκολη, ἀλλὰ καὶ πολὺ κοπιαστικὴ στὴν σύγχρονη κοινωνία.

Ὁ κόσμος σήμερα ἔχασε τὴν παραδοσιακὴ μορφή του. Ἡ νεώτερη ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία εἰσέβαλαν καθοριστικὰ στὴν ζωή του, ἀλλοιώνοντας ἀκόμα καὶ τὴν συνειδησή του. Τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ἤδη καλύπτεται ἢ καὶ ἀφανίζεται ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸν Θεό. Παντοῦ συναντᾶ τὸν ἑαυτό του, στηρίζεται στὰ ἔργα του, θωρακίζεται μὲ τὰ μέσα του, θεραπεύεται μὲ τὰ ἐπιτεύγματά του, θαυμάζει καὶ ἀπολαμβάνει τὰ κατορθώματά του. Ἄλλαξε ριζικὰ τὴν ζωή του, καὶ ἤδη ἐπιχειρεῖ νὰ δημιουργήσει καὶ ὁ ἴδιος ζωὴ· νὰ «παίξει τὸν θεό».

Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἔχασε τὴν φυσικὴ ἀθωότητά του. Ἔχασε μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν χαρὰ ποὺ προσφέρουν τὰ δημιουργήματά του. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Γέροντας Σιλουανός, «ὅποιος ἔχασε τὴ χάρη δὲν αἰσθάνεται ὅπως πρέπει τὴν ὡραιότητα τοῦ κόσμου καὶ δὲν ἐκπλήσσεται ἀπὸ τίποτα. Ὅλη ἡ ἀνείπωτα μεγαλειώδης δημιουργία τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν συγκινεῖ»[14]. Ἡ ἀναισθησία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ἀποτυπώνεται καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν κτίση. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἡ οἰκολογικὴ κρίση δὲν ἀποτελεῖ κάποιο αὐτόνομο φαινόμενο, ἀλλὰ φυσικὸ ἐπακόλουθο τῆς πνευματικῆς ἐκτροπῆς τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ὅταν διατηρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν φυσικὴ καθαρότητά του ἢ τὴν ἀνακτᾶ μετὰ τὴν ἀπωλειά της, μπορεῖ νὰ βλέπει σωστὰ τὴν φύση καὶ τὰ πράγματα: «Ὁ γὰρ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν ἢ τηρήσας ἑαυτῷ ἄνωθεν ἢ ἀνακαλεσάμενος καὶ ἀπολαβών, καὶ τὸ βλέπειν κατὰ φύσιν ἀπέλαβεν» [15].

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἀποδεχθεῖ ἢ νὰ ἀπορρίψει τὸ σχέδιο ποὺ τοῦ προτείνει ὁ Θεός: τὴν ὁμοίωση πρὸς αὐτὸν καὶ τὴν τελείωσή του κατὰ τὸ δικό του πρότυπο: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν τέλειος ἐστιν»[16]. Κατὰ βάση βέβαια ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀρνεῖται τὸ σχέδιο τῆς θείας τελειότητος. Ἀντίθετα μάλιστα τὸ σφετερίζεται καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ πραγματοποιήσει. Ἄλλωστε ἡ τάση αὐτὴ ὑπάρχει ἔμφυτη μέσα του. Μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ θεωθεῖ. Τὸ λάθος του ἔγκειται στὸ ὅτι προσπαθεῖ νὰ τὸ κατορθώσει αὐτὸ μὲ τὶς δικές του δυνάμεις καὶ ἀντιλήψεις, καὶ ὄχι μὲ τὸ θέλημα καὶ τὴν συνεργία τοῦ Θεοῦ. Παραμερίζοντας ὅμως τὸν Θεὸ ἕνα μόνο μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει· τὴν ἐπιστροφή του στὸ μὴ ὄν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ προῆλθε. Ἀλλὰ τὸ νέο στοιχεῖο στὴν περίπτωση αὐτὴν εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὸ μὴ ὂν ὄχι ὡς ἀνύπαρκτος ἀλλὰ ὡς ἀλλοτριωμένη ὕπαρξη. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ κόλασή του.

Τὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ αὐτοθέωση γίνονται ἐμφανῆ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸ φάσμα τῶν ἐπιτευγμάτων του. Ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ΄ ὁμοίωσιν» τοῦ Δημιουργοῦ του ἔχει καὶ αὐτὸς ἔμφυτες τὶς δημιουργικὲς ἱκανότητες. Αὐτονομώντας ὅμως τὶς ἱκανότητές του καὶ ἐνεργοποιώντας αὐτὲς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Δημιουργό του παράγει δημιουργήματα φαλκιδευμένα ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Δημιουργεῖ πολιτισμὸ καὶ ἐγκλωβίζεται σὲ αὐτόν. Ὀργανώνει κράτος καὶ φυλακίζεται μέσα του. Παράγει ἐπιστήμη καὶ τεχνολογία καὶ γίνεται ὑποχείριό τους. Βρίσκει ἀνέσεις καὶ εὐκολίες ποὺ τὸν κουράζουν καὶ δυσκολεύουν τὴν ζωή του. Αἰσθάνεται ὅτι προοδεύει καὶ τελειοποιεῖται, ἀλλὰ δὲν ἀργεῖ νὰ διαπιστώσει τὴν ἀπατηλὴ ἐντύπωση ποὺ δημιούργησε. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ ἐπιτεύγματά του, γιατί αὐτὰ συνυφαίνονται μὲ τὴν ζωή του. Ἀλλὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀπολαύσει ἀμέριμνα, γιατί διαπιστώνει τὶς ἀρνητικὲς καὶ συχνὰ καταστροφικὲς πλευρές τους.

Ὁρισμένοι θεωροῦν τὴν χριστιανικὴ τοποθέτηση ἀπέναντι στὸν κόσμο ὡς ἀρνητικὴ γιὰ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας. Καὶ αὐτὸ ἀπὸ κάποια ἄποψη εἶναι σωστό. Ἡ πρόταξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ εἶναι φυσικὸ νὰ ὑποτάσσει ἀλλὰ καὶ νὰ διαφοροποιεῖ ὅλους τοὺς ἐπιμέρους σκοποὺς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ διαπιστώνεται καὶ μικροκοινωνιολογικὰ καὶ μακροκοινωνιολογικά. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο ἐμφανὲς σὲ μία συμβατικὴ χριστιανικὴ κοινωνία, ὅσο σὲ πρόσωπα ἢ σὲ ὁμάδες προσώπων ποὺ αὐτοδεσμεύονται γιὰ μία συνεπέστερη βίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Παραταῦτα δὲν παύει ἡ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἀκόμα καὶ στὴν συμβατική τους μορφή, νὰ ἔχουν σημαντικὲς ἐπιπτώσεις στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἡ ἀξιολόγηση ὅμως τῶν ἐπιπτώσεων αὐτῶν ὡς θετικῶν ἢ ἀρνητικῶν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα γίνεται.

Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἐμποδίζει τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία τοῦ σύγχρονου κόσμου κατάγονται ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ μοναχισμὸ τῆς Δύσεως. Καὶ αὐτὲς ἔχουν τὸ ἀσκητικό τους στοιχεῖο. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ δὲν λαμβάνεται συνήθως ὑπόψη εἶναι ὅτι δὲν ὑπῆρξαν κύρια προϊόντα ἀλλὰ ὑποπροϊόντα τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ. Προῆλθαν ἀπὸ μία ἐκκοσμικευμένη ἐκδοχή του. Δὲν προέκυψαν ὡς καρποὶ ἀναζητήσεως καὶ βιώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐπιτεύγματα στὸν χῶρο τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ ὡς κατορθώματα μέσα στὸ πλαίσιο τῆς φυσικῆς νομοτέλειας καὶ τῆς χρηστικῆς σκοπιμότητας.

Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ κρίσιμο ἢ ἀκόμα καὶ τὸ ἐπικίνδυνο σημεῖο τῆς ἐπιστήμης. Ὁ μεγάλος σεβασμὸς ποὺ ἀποδόθηκε στὴν ἐπιστήμη ἐξαιτίας τῶν ἐντυπωσιακῶν κατακτήσεών της ὁδήγησε σὲ ἕνα εἶδος ἀπολυτοποιήσεως καὶ θεοποιήσεώς της. Θαμβωμένος ἀπὸ τὶς κατακτήσεις της ἔφτασε ὁ ἄνθρωπος νὰ στηρίξει ὅλες τὶς ἐλπίδες καὶ τὶς προσδοκίες του σὲ αὐτήν. Ταύτισε ἀκόμα τὴν ὅλη ἀλήθεια μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια καὶ στάθηκε ἐπιφυλακτικὸς ἢ καὶ ἐχθρικὸς ἀπέναντι σὲ κάθε ἀλήθεια ποὺ δὲν θεμελιώνεται σὲ ὑλικὴ ἐμπειρικὴ μέθοδο.

Ἀλήθεια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας θεωρεῖται μόνο ἡ ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια· ἡ ἀλήθεια ποὺ ἀντικειμενοποιεῖ τὰ πάντα καὶ ἐπαληθεύεται ἀντικειμενικά. Ἡ προσωπικὴ ἀλήθεια ἢ ἀκριβέστερα ἡ ἀλήθεια ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ζωὴ παραθεωρήθηκε μέχρις ἀφανισμοῦ. Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸν ἐγκλωβίστηκε ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀπρόσωπη καὶ ἄτεγκτη κοσμικὴ νομοτέλεια καὶ ἔγινε δέσμιός της. Μέσα στὴν ἴδια προοπτικὴ ἀναπτύχθηκε καὶ ὁλόκληρος ὁ σύγχρονος πολιτισμός, ὁ ὁποῖος παραθεωρεῖ τελείως τὸ ἐπίπεδο τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύματος, καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν ἐμπέδωση μίας ἐγκόσμιας τάξεως καὶ ἁρμονίας. Ἔτσι συμβαίνει ὁ ἄνθρωπος νὰ χάνει τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία καὶ νὰ φυλακίζεται στὴν λογικὴ ἀναγκαιότητα, νὰ ἐγκαταλείπει τὴν ἀνιδιοτέλεια καὶ νὰ ὑποδουλώνεται στὴν σκοπιμότητα, νὰ ἀλλοτριώνεται ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς καὶ νὰ φοβᾶται μόνο τὸν βιολογικὸ θάνατο.

Ὁ θαυμαστὸς καὶ παράδοξος χαρακτήρας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἦταν ἔντονος κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ἀμβλύνθηκε μέσα στὴν πορεία τῆς ἱστορίας. Ἡ ἕλξη τοῦ κόσμου καὶ τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου ἀπομάκρυνε τὴν ζωὴ τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸν κύριο στόχο της καὶ ἀλλοίωσε τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια καὶ κριτήριά τους. Καὶ αὐτὸ δὲν παρατηρεῖται μόνο στὴν προσωπικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ κατὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς διατηρήσεως ἢ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἐν τάφῳ ζωὴ της παραμένουν στὸ περιθώριο. Ἐκεῖνο ποὺ συνήθως ὑπολογίζεται εἶναι ἡ ἰσχύς, ἡ ἐξουσία, ἡ κοινωνικὴ δραστηριοποίηση καὶ ἄλλα παρόμοια κοσμικὰ κριτήρια. Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸν ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀλλοτριώνεται καὶ ἀλλοιώνεται.

Μέσα στὸ κλίμα αὐτὸ ἀλλοιώνονται καὶ βασικὲς χριστιανικὲς ἀρχὲς καὶ ἔννοιες, ὅπως ἡ ἀγάπη, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἐλευθερία, ποὺ ἔχουν στὸν Χριστιανισμὸ ἰδιαίτερο νόημα καὶ περιεχόμενο. Οἱ ἔννοιες αὐτές, ποὺ γίνονται εὐρύτατα ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὸν κόσμο, ἐκλαμβάνονται καὶ ἐφαρμόζονται συνήθως μὲ πνεῦμα ἀσύμφωνο ἢ καὶ ἐντελῶς ἀντίθετο πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου πλήρης συμφωνία στὶς ἔννοιες καὶ ταυτόχρονα πλήρης διαφωνία στὸ περιεχόμενο.

Τὸ χειρότερο ὅμως εἶναι, ὅταν ἡ διαφωνία στὸ περιεχόμενο τῶν ἴδιων ἐννοιῶν ἐμφανίζεται ἀνάμεσα στοὺς ἴδιους τοὺς Χριστιανούς. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι σπάνιο μέσα στὸν σύγχρονο ἐκκοσμικευμένο χριστιανικὸ κόσμο. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεὸ· ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη[17]. Χωρὶς τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὸν κόσμο χριστιανικὴ ἀγάπη. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι ἀνιδιοτελής. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἀγαπᾶ ἀληθινὰ δὲν ζητεῖ τὸ δικό του συμφέρον ἀλλὰ τὸ συμφέρον τοῦ ἄλλου. Καὶ ἀποκτᾶ τὴν δύναμη νὰ τὸ κάνει αὐτό, βλέποντας στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, στὸ σῶμα τοῦ ὁποίου ἀνήκει. Ἡ προσήλωση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου στὸν Χριστὸ προϋποθέτει τὴν αὐταπάρνηση. Μόνο στὸ μέτρο ποὺ ἀπαρνεῖται ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτὸ του μπορεῖ νὰ ζήσει τὴν αὐθεντικὴ χριστιανικὴ ἀγάπη. Καὶ ὅταν ζεῖ τὴν ἀγάπη αὐτὴ προσηλωμένος στὸν Χριστό, ἀπαλλοτριώνει τὴν πρόσκαιρη ζωή του,γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ἀκατάλυτη ζωή. Ὁ Χριστιανὸς ἀρνεῖται τὸν κόσμο καὶ ὅσα θεωροῦνται πολύτιμα μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ προσηλωθεῖ στὸ οὐράνιο πολίτευμά του[18]. Παραμερίζει καὶ «μισεῖ», τὸν πατέρα, τὴν μητέρα, τὰ παιδιὰ καὶ κάθε σαρκικὸ δεσμὸ ποὺ τὸν ἐμποδίζει νὰ δοθεῖ ὁλόκληρος στὸν Χριστὸ[19]. Ζώντας ὅμως μὲ τὸν Χριστὸ ξαναβρίσκει σὲ ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο ὅσα παραμέρισε καὶ «μίσησε».

Ἀνάλογες παρατηρήσεις μποροῦν νὰ γίνουν καὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία κατὰ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν ἔγκειται στὴν ἀπεριόριστη δυνατότητα ἱκανοποήσεως τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ ἐλευθερία αὐτὴ εἶναι ἐμπαθὴς ὑποδούλωση στὴ φιλαυτία. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι ριζικῶς ἀντίθετη πρὸς τὴν χριστιανικὴ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία συνυφαίνεται μὲ τὴν ὑπέρβαση τῆς φιλαυτίας. Ἄλλωστε ἔτσι μόνο ἡ ἐλευθερία τοῦ ἑνὸς δὲν προσβάλλει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ βιώνεται ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας αὐτῆς προϋποθέτει τὴν πλήρη αὐταπάρνηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Μόνο μὲ τὴν ἐλεύθερη καὶ πλήρη αὐτοπροσφορά του στὸ θεῖο θέλημα καὶ μὲ τὴν μετοχή του στὴν θεία ζωὴ κερδίζει ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία του, ἀλλὰ καὶ κάνει πάντοτε τὸ κατὰ φύση θέλημά του. Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ Ἀββὰς Δωρόθεος, μὴ ἔχοντας δικό του θέλημα, κάνει πάντοτε τὸ δικό του θέλημα, γιατί ὅ,τι καὶ ἂν γίνεται τὸν ἀναπαύει, ἀφοῦ δὲν γίνεται ὅπως τὸ θέλει, ἀλλὰ τὸ θέλει ὅπως γίνεται[20].

Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αἴτιος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλὰ καὶ ἀκόμα περισσότερο ἐφόσον εἶναι δοῦλος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερος. Ἡ ἐλευθερία ποὺ περιορίζεται στὸν φθαρτὸ κόσμο καὶ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸν θάνατο δὲν εἶναι ἀληθινή. Ἡ καθήλωση στὴν ἐγκοσμιότητα δὲν περιορίζει μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀφανίζει τελικὰ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἔχει ἀπεριόριστους ὁρίζοντες. Ἔρχεται ὡς καρπὸς νίκης ἐναντίον τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ μετοχῆς στὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Μὲ τὴν ἐλευθερία αὐτὴ διασκελίζει ὁ ἄνθρωπος ὅλους τοὺς περιορισμοὺς τοῦ κόσμου καὶ ἐπεκτείνεται στὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ἀπειρότητα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς εἰσόδου του στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος τοποθετεῖται σὲ μία παράδοξη προοπτική. Καλεῖται νὰ γνωρίσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη μισώντας καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Καλεῖται νὰ βρεῖ τὴν ἐλευθερία περνώντας μέσα ἀπὸ μία τέλεια δουλεία. Καλεῖται τέλος νὰ κατακτήσει τὴν ζωὴ παραδιδόμενος στὸν θάνατο. Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε: «Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν Ἀββᾶ Μωυσέα λέγων· ὁρῶ ἐνώπιόν μου πρᾶγμα, καὶ οὐ δύναμαι αὐτὸ κατασχεῖν. Λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· ἐὰν μὴ γίνῃ νεκρὸς ὡς οἱ ταφέντες, οὐ δύνασαι αὐτὸ κατασχεῖν»[21]. Ἡ νέκρωση αὐτὴ γίνεται πηγὴ ἀκατάλυτης ζωῆς. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς νεκρώσεως, στὴν ὁποία κορυφώνεται ἡ παραδοξότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, δὲν φαλκιδεύεται ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὁδηγεῖται στὴν τελείωσή της. Πεθαίνει σὰν τὸ σιτάρι, γιὰ νὰ φέρει «πολὺν καρπὸν»[22].

Ἡ νέκρωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως γίνεται μέσα στὴν προοπτική τῆς κοινωνίας τῆς θείας φύσεως ἐν Χριστῷ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ καθηλωθεῖ στὴν κτιστὴ φύση του: «Εἰς τοῦτο πεποίηκεν ἡμᾶς ὁ Θεός, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως»[23]. Ἡ κοινωνία αὐτὴ δὲν δόθηκε ἐξαρχῆς στὸν ἄνθρωπο, οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ κατακτηθεῖ μὲ τὶς φυσικές του δυνάμεις. Ἡ κοινωνία αὐτή, ποὺ διανοίγει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία, προσφέρεται μὲ τὴν θεία ἐνέργεια καὶ ζωή. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μετέχοντας στὴν θεία ἐνέργεια καὶ ζωὴ ὑπερβάλλει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν φύση του· δὲν περιορίζεται στὴν ἀτομικότητά του οὔτε ἐξαντλεῖται στὴν κτιστότητά του. Γίνεται θεὸς κατὰ χάρη· μετέχει στὴν ἄκτιστη θεία ζωὴ καὶ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν κτίση.


Πρώτη δημοσίευση μὲ τὸν τίτλο «Ὁ χριστιανικὸς ριζοσπαστισμός», Θεολογία, τόμ. 81, τχ. 3, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010, σ. 7-17. Τὸ παρὸν κείμενο ἔχει ἐπεξεργασθεῖ γιὰ τὴν ἰστοσελίδα.



Ὑποσημειώσεις:

[1]. «Ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια». Ἰω.14,6.
[2]. «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν». Λουκ.12,49.
[3]. Βλ. Ἰω. 1,11-12.
[4]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χαρακτηρίζει τὸν ἄνθρωπο ὡς «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον». Λόγος 38,11, PG 36,324A.
[5]. Βλ. Ἰω. 1,12.
[6]. Βλ. Λουκ. 2,34.
[7]. Ἰω. 15,20.
[8]. Βλ. Α΄ Πέτρ. 2,11.
[9]. Ἐφεσ. 2,19.
[10]. Πρὸς Διόγνητον 5,4.
[11]. Ὅ.π. 5,5-17
[12]. Βλ. Γαλ. 2,20.
[13] . Βλ. Ὠριγένους, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην 10, 35.
[14]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 102003, σ. 115-116.
[15]. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ἠθικὰ 6,217-219, «Sources Chretiennes», τόμ.129, σ. 134-136.
[16]. Ματθ. 5,48.
[17]. Βλ. Α΄ Ἰω.4,7-8.
[18]. Βλ. Φιλιπ. 3,20.
[19]. Βλ. Λουκ.14,26.
[20]. Βλ. Ἀββᾶ Δωροθέου, Ρήματα διάφορα ἐν συντόμῳ,
PG 88,1810BC.
[21]. Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Μωυσέως 11, PG 65,285C.
[22]. Βλ. Ἰω. 12,25.
[23]. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα 1, 42, PG

πηγη

Παρασκευή, Απριλίου 29, 2016

Τον Ήλιον κρύψαντα

(Ιδιόμελο Μ. Παρασκευής Γεωργίου Ακροπολίτου)
Η κτίση συμπάσχει με το Πάθος του Κτίστου της. Ο ήλιος κρύβει τις ακτίνες του. Η γη σείεται και το καταπέτασμα του ναού σχίζεται στα δύο «από άνωθεν έως κάτω» (Ματθ. 27,51). Ο Σωτήρας θανατώνεται. Και ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ, κρυφός μαθητής του Χριστού, παρουσιάζεται στον Πιλάτο, για να ζητήσει το νεκρό σώμα του Διδασκάλου:
«Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα, εβόα• δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον».
Ο κρυφός μαθητής του Χριστού αποκαλύπτει το κρυφό όνομα του Διδασκάλου του, το όνομα που τον συνόδευσε σε ολόκληρη τη ζωή του, από τη βρεφική ηλικία ως τον σταυρικό θάνατό του: Ξένος.
Όταν γεννήθηκε στην Βηθλεέμ, η Μητέρα του τον σπαργάνωσε και τον τοποθέτησε σε ένα παχνί, γιατί δεν βρέθηκε τόπος στο πανδοχείο ( βλ. Λουκ.2,7 )• ήταν ξένος.
Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Σωτήρας του κόσμου ήρθε και έζησε μέσα στον κόσμο ως ανέστιος άνθρωπος, ως «εκ βρέφους ξένος», ως ο κατεξοχήν ξένος. .
Ο ποιητής του κόσμου και δημιουργός των ανθρώπων «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» (Ιω. 1,11). Επισκέφτηκε τους δικούς του, και οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν. Τον αντιμετώπισαν ως ξένο, τον φθόνησαν, τον μίσησαν, τον εξευτέλισαν και τον θανάτωσαν.
Είναι πικρό να ξενιτεύεσαι και να ζεις κάπου ως ξένος. Και είναι ακόμα πιο πικρό να ζεις στον τόπο σου ως ξένος και ανέστιος. Να σε φθονούν και να σε μισούν θανάσιμα οι συμπατριώτες σου, οι δικοί σου, τα ίδια τα παιδιά σου.
Αυτού του είδους την ξενιτεία γνώρισε ο Θεός που ήρθε και έζησε ως άνθρωπος μέσα στον κόσμο. Αυτή η ξενιτεία σφράγισε ολόκληρη την επίγεια ζωή του Χριστού. Την ξενιτεία που απομάκρυνε από κοντά του ακόμα και τους πιο στενούς μαθητάς του. Την απαράκλητη ξενιτεία.
Και τώρα, μετά τη σταύρωση και τη θανάτωσή του, έρχεται ο Ιωσήφ, «ο από Αριμαθαίας ευσχήμων βουλευτής» (Μαρκ.15,43), και ζητά από τον Πιλάτο να λάβει το νεκρό σώμα αυτού του ξένου: «Δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν που κλίναι».
«Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη», είχε πει ο Ξένος αυτός σε κάποιον από τους γραμματείς που ζήτησε να τον ακολουθήσει (Ματθ.8,19-20•Λουκ.9,57-58).
Τελικά δόθηκε από τους γραμματείς και τους Φαρισαίους σε αυτόν τον Ξένο τόπος για να γείρει το κεφάλι του• του δόθηκε ο σταυρός. Και αυτός «κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα»( Ιω.19,30).
Αυτόν τον Ξένο , που γνωρίζει να ξενίζει «τους πτωχούς και τους ξένους», έλαβε ο Ιωσήφ από τον Πιλάτο, για να τον φιλοξενήσει στον τάφο του. Έλαβε και τοποθέτησε «εν τω καινώ αυτού μνημείω» (Ματθ.27,60) «τον παρέχοντα πάσι ζωήν αιώνιον και το μέγα έλεος».
«Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιω. 1,12).
Ο Ιωσήφ, που έλαβε και φιλοξένησε στον τάφο του το σώμα του Χριστού, αλλά και όλοι, όσοι τον δέχονται και πιστεύουν στο όνομά του, παίρνουν την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού• θεοί κατά χάρη. Αποκτούν «ζωήν αιώνιον και το μέγα έλεος».
«Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει• εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει» (Ιω.12,24).
Ο σίτος που έπεσε στη γη και πέθανε, «ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς» προσφέρθηκε «υπέρ της του κόσμου ζωής» ( Ιω. 6,35-41) και έφερε πολύν καρπόν. Καρποφόρησε ένα πλήθος ανθρώπων, που αποξενώθηκαν από τον κόσμό και έζησαν μέσα στον κόσμο ως φώτα του κόσμου.
Πολλοί θανατώνουν τον κόσμο, για να ζήσουν οι ίδιοι. Ο Χριστός παραδόθηκε εκούσια στον θάνατο, για να ζήσει ο κόσμος.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ
  

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22, 2016

Ὁ ριζοσπαστικὸς χαρακτήρας τοῦ Χριστιανισμοῦ



Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν κόσμο οὔτε συμβιβάζεται μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Ἐπιπλέον ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δὲν κηρύσσεται συνήθως ἀκέραιο στὸν κόσμο οὔτε ἐφαρμόζεται ἢ ἐφαρμόστηκε ποτὲ στὶς πραγματικές του διαστάσεις ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα ἢ ἀπὸ κάποιον λαὸ μέσα στὴν ἱστορία. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ βιώθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους προσωπικὰ καὶ ἐφαρμόστηκε ὥς ἕνα βαθμὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἰδιαίτερα μέσα στοὺς κόλπους τοῦ μοναχισμοῦ.

Παραταῦτα ἡ ἐποχὴ μας χαρακτηρίζεται συχνὰ ὡς «μεταχριστιανική». Ὁ χαρακτηρισμὸς ὅμως αὐτὸς τῆς ἐποχῆς μας πρέπει κανονικὰ νὰ σημαίνει, εἴτε ὅτι ἡ ἐποχὴ ποὺ προηγήθηκε ἦταν χριστιανικὴ –ἐνῶ ἡ ἐποχὴ μας ἔπαυσε πλέον νὰ ἔχει τὴν ἰδιότητα αὐτὴ– εἴτε ὅτι κατὰ τὴν περίοδο ποὺ προηγήθηκε ξεπεράστηκε ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἡ ἐποχὴ μας προωθήθηκε πέρα ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ἂν μὲν ὡς Χριστιανισμὸς ἐκλαμβάνονται τὰ ὁποιαδήποτε ἰδεολογικὰ ἢ θρησκευτικὰ μορφώματα ποὺ ἔχουν ἢ ἰσχυρίστηκαν ὅτι ἔχουν κάποια σχέση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία του, τὸ πράγμα γίνεται κάπως κατανοητό. Ἂν ὅμως ὡς Χριστιανισμὸς νοεῖται ἡ βίωση καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας μέσα στὸν κόσμο, τὸ πράγμα εἶναι πολὺ διαφορετικό.

Ἂν λοιπὸν ὡς Χριστιανισμὸς ἐκλαμβάνονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ ἰδεολογικὰ ἐκεῖνα μορφώματα ποὺ ἀνάγουν κατὰ κάποιον τρόπο τὶς ρίζες τους στὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία του, τότε μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ ἐποχὴ μας εἶναι μεταχριστιανική. Καὶ στὴν μεταχριστιανικὴ αὐτὴ ἐποχὴ πολλὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ποὺ συνδέονταν μὲ τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ γίνονταν γενικότερα σεβαστὲς ἢ κυκλοφοροῦσαν ὡς κοινωνικὰ αὐτονόητα στὸν χριστεπώνυμο κόσμο, ὄντως ὑποβαθμίστηκαν ἢ καὶ ἐγκαταλείφθηκαν. Ἀλλὰ καὶ ἡ χριστιανικὴ συνείδηση τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἔχει κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποχρωματισθεῖ μέχρις ἀφανισμοῦ.

Ἂν ὅμως ὡς Χριστιανισμὸς ἐκλαμβάνεται ἡ βίωση καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς διδασκαλίας του μέσα στὸν κόσμο, τότε οὔτε ἡ ἐποχὴ ποὺ προηγήθηκε μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς χριστιανικὴ οὔτε ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει πραγματικὰ δοκιμαστεῖ καὶ ἔχει φανεῖ ὅτι ἔχασε τὸ νόημά του γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. Ἀντίθετα μάλιστα ἡ καλύτερη προσέγγιση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως καὶ τῶν προσώπων ποὺ ἔζησαν αὐθεντικὰ τὴν ἀλήθειά του, βεβαιώνει ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς βρίσκεται πολὺ πιὸ πέρα ἀπὸ ὅσα ἔζησαν οἱ λεγόμενοι χριστιανικοὶ λαοὶ καὶ ὅτι ἔχει πολὺ περισσότερα νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο.

Στὶς συζητήσεις ποὺ ἔγιναν στὴν ἐποχή μας γιὰ τὴν πολιτιστικὴ ταυτότητα τῆς Εὐρώπης πολλοὶ ὑποστήριξαν ὅτι αὐτή, μολονότι ἀποτελεῖ σύνολο πολλῶν πολιτισμῶν καὶ ἰδιαιτεροτήτων, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ὀνομάζεται χριστιανική, γιατί μόνο ἡ χριστιανικὴ ρίζα ἑνώνει αὐτὸ τὸ σύνολο. Ἡ παρατήρηση αὐτὴ εἶναι σὲ κοινωνικὸ ἢ καὶ θεσμικὸ ἐπίπεδο κατὰ βάση σωστή, ἂν καὶ ἡ συναίσθηση τῆς ἀναγωγῆς στὴν χριστιανικὴ ρίζα ἐμφανίζεται πλέον ἀνεπαρκής. Μόνο ἡ βαθύτερη συνειδητοποίηση καὶ ἡ πληρέστερη ἀξιοποίηση τῆς ρίζας αὐτῆς μποροῦν νὰ δώσουν νόημα καὶ περιεχόμενο στὴν θέση αὐτή. Παραλληλα ὅμως δὲν πρέπει νὰ λησμονείται ὅτι ἡ ἐξωτερικὴ προσέγγιση ἢ ἀξιολόγηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχει πάντοτε συμβατικὴ ἀξία.

Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν παράγεται συλλογιστικὰ οὔτε ἀνακρίνεται λογικά, ἀλλὰ προσεγγίζεται καὶ γνωρίζεται βιωματικὰ· εἶναι ἀλήθεια προσωπικὴ ἢ ἀκριβέστερα ὑποστατική. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ συνυπάρχει μὲ τὰ πρόσωπα καὶ φανερώνεται στὰ πρόσωπα. Δὲν ταυτίζεται μὲ ἀντικείμενα οὔτε βέβαια ἀντλεῖται ἀπὸ αὐτά. Ἡ ἀλήθεια κατὰ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία βρίσκεται στὸν Τριαδικὸ Θεό, φανερώνεται στὴν ἱστορία μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ[1], καὶ βιώνεται ὡς ὑπαρκτικὴ κοινωνία μαζί του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὁ κόσμος ἐκλαμβάνει ὡς ἀλήθεια. Ἄλλωστε σήμερα ὁ κόσμος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν καθολικὴ ἀλήθεια καὶ ἐνδιαφέρεται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ γιὰ ἐπιμέρους συμβατικὲς ἀλήθειες χωρὶς ὑπερβατικὸ κῦρος, ποὺ ἐξυπηρετοῦν πρακτικὲς ἀνάγκες. Ἔτσι συμβαίνει συχνὰ ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια νὰ εἶναι ὄχι μόνο ἄσχετη, ἀλλὰ καὶ τελείως ἀντίθετη πρὸς ὅ,τι προβάλλεται στὸν κόσμο ὡς ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ θεώρηση τῶν ἴδιων πραγμάτων ἀπὸ χριστιανικὴ καὶ ἀπὸ κοσμικὴ ἄποψη εἶναι πολλὲς φορὲς ὄχι ἁπλῶς διαφορετικὴ ἀλλὰ καὶ διαμετρικῶς ἀντίθετη.

Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ριζοσπαστικός. Καὶ ὅπου δὲν εἶναι ριζοσπαστικός, δὲν εἶναι αὐθεντικός. Ἡ ριζοσπαστικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναφέρεται στὸ καθετὶ ποὺ τὸν συνδέει μὲ τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι οἱ ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἀνάγονται στὸν κόσμο οὔτε τρέφονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα του. Ὁ ἀπόλυτος χαρακτήρας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπιβάλλει τὴν ριζοσπαστικότητα στὸ ἐπίπεδο τοῦ σχετικοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ριζοσπαστικότητα στὸ ἐπίπεδο τοῦ σχετικοῦ δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται χωρὶς σχέση μὲ τὸ ἀπόλυτο καὶ χωρὶς ἀναφορὰ πρὸς αὐτό.

Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔρχεται ὡς «πῦρ» μέσα στὸν κόσμο[2]. Ὅλες οἱ κοσμικὲς ἀλήθειες εἶναι συμβατικές, καὶ ἔχουν τὴν σχετικὴ ἀξία τους στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι ἀντικειμενικές. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀλήθειες κινοῦνται στὸ ἐπίπεδο τοῦ σχετικοῦ. Τὸ λάθος γίνεται, ὅταν ἀπολυτοποιοῦνται καὶ ὑποκαθιστοῦν τὴν καθολικὴ ἀλήθεια. Καὶ ἀπὸ χριστιανικὴ πλευρὰ τὸ λάθος γίνεται, ὅταν γιὰ λόγους ἐκσυγχρονισμοῦ ἐπιχειρεῖται ἡ συμμόρφωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν κοσμικὴ ἀλήθεια.

Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἐκσυγχρονίζεται ὅταν συμμορφώνεται μὲ τὴν σχετικότητα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος, ἀλλὰ ὅταν διατηρεῖ ζωντανὴ τὴν παράδοσή του. Περιεχόμενο τῆς παραδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ παραμένει μέσα στὸν κόσμο μὲ τὴν Ἐκκλησία του. Καὶ ἡ διατήρηση τῆς παραδόσεως αὐτῆς πραγματοποιεῖται μὲ τὴν βίωση τοῦ θανάτου ὡς παράγοντος ζωῆς. Πραγματοποιεῖται μὲ τὸν αὐτοαφανισμὸ τῶν ἑκάστοτε ζωντανῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κάνει δυνατὴ τὴν φανέρωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν κεκοιμημένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας του μέσα σὲ νέα «συνάφεια»· στὴν συνάφεια τῆς ζωῆς τῶν μελῶν της, ποὺ στρατεύονται μέσα στὸν κόσμο. Ἔτσι καὶ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντοτε «συναφειακή».

Φυσικὸ ὅμως εἶναι νὰ παραμένει Χριστιανισμὸς ξένος καὶ παράδοξος γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἦρθε ὡς ξένος μέσα στὸν κόσμο· ὄχι γιατί εἶναι πραγματικὰ ξένος πρὸς τὸν κόσμο, ἀφοῦ αὐτὸς τὸν δημιούργησε, ἀλλὰ γιατί ὁ κόσμος ἀλλοτριώθηκε καὶ ἀποξενώθηκε ἀπὸ αὐτόν. Ἦρθε «εἰς τὰ ἴδια», δηλαδὴ στὰ δικά του, ἀλλὰ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχθηκαν. Σὲ ὅσους ὅμως τὸν δέχθηκαν ἔδωσε τὴν ἐξουσία νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ θεωθοῦν[3].

Ὁ ἄνθρωπος δὲν πλάστηκε γιὰ νὰ παραμείνει αὐτὸ ποὺ εἶναι[4]. Πλάστηκε γιὰ νὰ τελειοποιηθεῖ καὶ νὰ ἀναχθεῖ σὲ κάτι ποὺ δὲν εἶναι. Προῆλθε ἀπὸ τὸ μὴ ὂν καὶ εἰκονίζει τὸν ὄντως Ὄντα. Δημιουργήθηκε ὡς κτίσμα καὶ κλήθηκε νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν ἄκτιστο Δημιουργό. Εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του ἄνθρωπος καὶ τοῦ δόθηκε ἡ ἐξουσία νὰ γίνει θεὸς[5]. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει αὐτὸς θεός. Ἡ παραδοξότητα αὐτή, ποὺ βρίσκεται στὶς ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ, προσδιορίζει τὴν φύση του καὶ διαμορφώνει τὸν ριζοσπαστικὸ χαρακτήρα του. Καὶ ἐξαιτίας τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτήρα του ὁ Χριστιανισμὸς δὲν γίνεται εὔκολα ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ «ἀντιλέγεται», ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἔγινε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν»[6].

Ἡ ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδοχή του ἀπὸ πολλούς, εἶναι φαινόμενα διαχρονικά, ποὺ διαπιστώνονται καὶ στὴν ἐποχή μας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητές του: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν»[7]. Ὁ κόσμος παραμένει γενικὰ ξένος πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία του. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ὀφείλεται μόνο στὴν ἀρνητικὴ τοποθέτηση τῶν ἀνθρώπων· ὀφείλεται καὶ στὴν κακὴ ἐκπροσώπηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ τραγικότητα τοῦ κόσμου, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἀναγκαιότητα γιὰ τὴν σωστὴ μαρτυρία τῶν Χριστιανῶν μέσα στὸν κόσμο.

Οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ αἰσθάνονταν ἐξαρχῆς «ξένοι», ἢ «πάροικοι καὶ παρεπίδημοι» μέσα στὸν κόσμο[8]. Ὄχι γιατί ἀποστρέφονταν τὸν κόσμο ἢ γιατί αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ τόπος ποὺ τοὺς πρόσφερε ὁ Πατέρας τους, ἀλλὰ γιατί ὁ κόσμος ἀπαρνήθηκε τὸν Πατέρα του καὶ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν ἔπλασε. Καὶ αἰσθάνονται ἔτσι οἱ Χριστιανοί, ἐπειδὴ τοποθετοῦν —καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ τοποθετοῦν— τὰ πάντα στὴν προοπτική τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸν καταξιώνουν καὶ τὸν κόσμο καὶ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν κόσμο. Μένουν στὸν κόσμο ὡς πάροικοι καὶ παρεπίδημοι, γιατί ἀσκοῦν —καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ ἀσκοῦν— τὴν ἐξουσία τους νὰ ζοῦν ὡς «συμπολίται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ»[9].

Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται μέσα στὸν κόσμο ὡς «θεσμός». Ταυτόχρονα ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κοινωνία τῆς θεώσεως». Τὰ δύο αὐτὰ πράγματα φαίνονται ἀντιφατικά. Ἡ κοινωνία τῆς θεώσεως εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της χαρισματική, ἐνῶ ὁ θεσμὸς ἀποτελεῖ κτιστὸ κατασκεύασμα. Ἡ χάρη δὲν περιορίζεται σὲ θεσμούς. Καὶ οἱ θεσμοὶ δὲν εἶναι ἀπεριόριστοι, γιὰ νὰ χωρέσουν τὴν χάρη. Ἡ διατήρηση ὅμως τῆς κοινωνίας τῆς θεώσεως μέσα στὴν ἱστορία ἐπιβάλλει τὴν θεσμοποίησή της. Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ ἀνάγκη τῆς συνθέσεως θεσμοῦ καὶ χάριτος.

Ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ μέσα στὴν ἱστορία ὡς «χαρισματικὸς θεσμὸς»· ὡς θεσμοποιημένη χαρισματικὴ κοινωνία ἢ «κοινωνία τῆς θεώσεως». Ἔτσι δημιουργεῖται μία διαρκής διαλεκτικὴ ἔνταση μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου. Σὲ κάποιο ἄλλο μάλιστα ἐπίπεδο δημιουργεῖται καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία μία διαλεκτικὴ ἔνταση μεταξὺ χάριτος καὶ θεσμοῦ, τὴν ὁποία ἀμβλύνει ὥς ἕνα βαθμὸ ὁ μοναχισμὸς μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἐρημιτισμοῦ.

Πῶς μπορεῖ λοιπὸν νὰ χαρακτηριστεῖ ἢ νὰ παρασταθεῖ ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν μέσα στὸν κόσμο;

Ὁ ἄγνωστος συγγραφέας τῆς Πρὸς Διόγνητον πραγματείας, ποὺ συντάχθηκε κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν, χαρακτηρίζει τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Χριστιανῶν ὡς «θαυμαστὸν καὶ ὁμολογουμένως παράδοξον»[10]. Καὶ ἀναφέροντας τὰ βασικότερα στοιχεῖα τοῦ θαυμαστοῦ καὶ παράδοξου τρόπου ζωῆς τῶν Χριστιανῶν σημειώνει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολίται, καὶ πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρὶς ἐστιν αὐτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη….Ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ’ οὐ κατὰ σάρκα ζῶσιν. Ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται…Ἀγαπῶσι πάντας, καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται…Πτωχεύουσι, καὶ πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται, καὶ ἐν πάσι περισσεύουσιν. Ἀτιμοῦνται, καὶ ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται…»[11].

Ἡ συναίσθηση τῆς παροδικότητας τοῦ κόσμου καὶ ἡ βίωση τῆς ἐσχατολογικῆς ἀλήθειας, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴν κοσμικὴ συμβατικότητα καὶ ἡ προσήλωση στὸ οὐράνιο πολίτευμα, ἡ ἀγάπη ποὺ ἀγκαλιάζει ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς, ἡ ἀνταπόδοση καλοῦ ἀντὶ κακοῦ, ἡ ἑκούσια στέρηση γιὰ τὴν ἄσκηση ἀγαθοεργίας, νοηματοδοτοῦν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου διαφορετικὰ καὶ προσδίδουν στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιστῶν ἕνα ξεχωριστὸ περιεχόμενο. Παραμερίζουν τὴν προσκαιρότητα καὶ τὴν διάσπαση, καὶ εἰσάγουν τὴν προοπτική τῆς ἑνότητας καὶ τῆς αἰωνιότητας.

Ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, ὅπως καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο, μπορεῖ νὰ παρασταθεῖ ὡς ζωὴ ἐν τάφῳ. Ὁ Χριστός, σημειώνει ὁ Ὠριγένης, ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγεῖ τὰ μέλη της διὰ τοῦ θανάτου στὴν ἀνάσταση. Ὅπως τὸ αἰσθητὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ σταυρώθηκε, ἐνταφιάσθηκε καὶ ἀκολούθως ἀναστήθηκε, ἔτσι καὶ τὸ ὅλο σῶμα τῶν πιστῶν ἔχει σταυρωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν ζεῖ πλέον τώρα. Ὁ καθένας δηλαδή, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δὲν ἔχει νὰ καυχηθεῖ γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο σταυρώθηκε αὐτὸς γιὰ τὸν κόσμο καὶ ὁ κόσμος γι’ αὐτὸν[12]. Ἐπιπλέον ἐνταφιάζεται μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ ζήσει ἕνα νέο εἶδος ζωῆς[13].

Τὸ νέο αὐτὸ εἶδος ζωῆς, ποὺ παραμένει μυστικὸ καὶ κρυμμένο ἀπὸ τὸν κόσμο, δὲν εἶναι μόνο κάτι ποὺ ἀναμένεται πέραν τοῦ κόσμου, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ κάτι ποὺ βιώνεται στὴν καθημερινότητα τοῦ κόσμου. Οὐσιαστικὰ δηλαδὴ ὁ Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ ζεῖ τὴν καθημερινὴ ζωὴ ταυτόχρονα σὲ δύο διαφορετικὰ ἐπιπεδα· στὸ αἰώνιο καὶ τὸ πρόσκαιρο. Αὐτὸ φανερώνεται πληρέστερα κατὰ τὴν θεία Λειτουργία. Μέσα σὲ αὐτὴν ἡ ἐναλλαγὴ τῶν δύο ἐπιπέδων εἶναι διαρκής. Τὸ πρόσκαιρο ἐπίγειο ἐπίπεδο ἀναφέρεται διαρκῶς στὸ αἰώνιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ αἰώνιο ἐπίπεδο προσλαμβάνει καὶ μεταμορφώνει τὸ ἐπίγειο. Τὸ αἰώνιο ἐπίπεδο νοηματοδοτεῖ τὸ πρόσκαιρο. Καὶ τὸ πρόσκαιρο προσφέρεται ὡς στάδιο προπαρασκευῆς γιὰ τὸ αἰώνιο.

Ἡ θεία Λειτουργία δὲν ἀποτελεῖ κάποια παρένθεση στὴν χριστιανικὴ ζωή, ἀλλὰ τὸν δείκτη καὶ τὸ πλήρωμά της. Τὰ δύο ἐπίπεδα ζωῆς, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν θεία Λειτουργία, προσφέρονται καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸ μῆκος τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν μέσα στὸν κόσμο. Καὶ ἡ διατήρηση τῆς ἐπικοινωνίας τῶν δύο αὐτῶν ἐπιπέδων ἀποτελεῖ τὴν μόνη δυνατότητα γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τοῦ «συσχηματισμοῦ» μὲ τὸν κόσμο. Ἡ διατήρηση ὅμως τῆς ἐπικοινωνίας αὐτῆς δὲν εἶναι μόνο δύσκολη, ἀλλὰ καὶ πολὺ κοπιαστικὴ στὴν σύγχρονη κοινωνία.

Ὁ κόσμος σήμερα ἔχασε τὴν παραδοσιακὴ μορφή του. Ἡ νεώτερη ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία εἰσέβαλαν καθοριστικὰ στὴν ζωή του, ἀλλοιώνοντας ἀκόμα καὶ τὴν συνειδησή του. Τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ἤδη καλύπτεται ἢ καὶ ἀφανίζεται ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸν Θεό. Παντοῦ συναντᾶ τὸν ἑαυτό του, στηρίζεται στὰ ἔργα του, θωρακίζεται μὲ τὰ μέσα του, θεραπεύεται μὲ τὰ ἐπιτεύγματά του, θαυμάζει καὶ ἀπολαμβάνει τὰ κατορθώματά του. Ἄλλαξε ριζικὰ τὴν ζωή του, καὶ ἤδη ἐπιχειρεῖ νὰ δημιουργήσει καὶ ὁ ἴδιος ζωὴ· νὰ «παίξει τὸν θεό».

Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἔχασε τὴν φυσικὴ ἀθωότητά του. Ἔχασε μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν χαρὰ ποὺ προσφέρουν τὰ δημιουργήματά του. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Γέροντας Σιλουανός, «ὅποιος ἔχασε τὴ χάρη δὲν αἰσθάνεται ὅπως πρέπει τὴν ὡραιότητα τοῦ κόσμου καὶ δὲν ἐκπλήσσεται ἀπὸ τίποτα. Ὅλη ἡ ἀνείπωτα μεγαλειώδης δημιουργία τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν συγκινεῖ»[14]. Ἡ ἀναισθησία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ἀποτυπώνεται καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν κτίση. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἡ οἰκολογικὴ κρίση δὲν ἀποτελεῖ κάποιο αὐτόνομο φαινόμενο, ἀλλὰ φυσικὸ ἐπακόλουθο τῆς πνευματικῆς ἐκτροπῆς τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ὅταν διατηρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν φυσικὴ καθαρότητά του ἢ τὴν ἀνακτᾶ μετὰ τὴν ἀπωλειά της, μπορεῖ νὰ βλέπει σωστὰ τὴν φύση καὶ τὰ πράγματα: «Ὁ γὰρ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν ἢ τηρήσας ἑαυτῷ ἄνωθεν ἢ ἀνακαλεσάμενος καὶ ἀπολαβών, καὶ τὸ βλέπειν κατὰ φύσιν ἀπέλαβεν» [15].

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἀποδεχθεῖ ἢ νὰ ἀπορρίψει τὸ σχέδιο ποὺ τοῦ προτείνει ὁ Θεός: τὴν ὁμοίωση πρὸς αὐτὸν καὶ τὴν τελείωσή του κατὰ τὸ δικό του πρότυπο: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν τέλειος ἐστιν»[16]. Κατὰ βάση βέβαια ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀρνεῖται τὸ σχέδιο τῆς θείας τελειότητος. Ἀντίθετα μάλιστα τὸ σφετερίζεται καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ πραγματοποιήσει. Ἄλλωστε ἡ τάση αὐτὴ ὑπάρχει ἔμφυτη μέσα του. Μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ θεωθεῖ. Τὸ λάθος του ἔγκειται στὸ ὅτι προσπαθεῖ νὰ τὸ κατορθώσει αὐτὸ μὲ τὶς δικές του δυνάμεις καὶ ἀντιλήψεις, καὶ ὄχι μὲ τὸ θέλημα καὶ τὴν συνεργία τοῦ Θεοῦ. Παραμερίζοντας ὅμως τὸν Θεὸ ἕνα μόνο μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει· τὴν ἐπιστροφή του στὸ μὴ ὄν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ προῆλθε. Ἀλλὰ τὸ νέο στοιχεῖο στὴν περίπτωση αὐτὴν εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὸ μὴ ὂν ὄχι ὡς ἀνύπαρκτος ἀλλὰ ὡς ἀλλοτριωμένη ὕπαρξη. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ κόλασή του. Τὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ αὐτοθέωση γίνονται ἐμφανῆ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸ φάσμα τῶν ἐπιτευγμάτων του. Ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ΄ ὁμοίωσιν» τοῦ Δημιουργοῦ του ἔχει καὶ αὐτὸς ἔμφυτες τὶς δημιουργικὲς ἱκανότητες. Αὐτονομώντας ὅμως τὶς ἱκανότητές του καὶ ἐνεργοποιώντας αὐτὲς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Δημιουργό του παράγει δημιουργήματα φαλκιδευμένα ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Δημιουργεῖ πολιτισμὸ καὶ ἐγκλωβίζεται σὲ αὐτόν. Ὀργανώνει κράτος καὶ φυλακίζεται μέσα του. Παράγει ἐπιστήμη καὶ τεχνολογία καὶ γίνεται ὑποχείριό τους. Βρίσκει ἀνέσεις καὶ εὐκολίες ποὺ τὸν κουράζουν καὶ δυσκολεύουν τὴν ζωή του. Αἰσθάνεται ὅτι προοδεύει καὶ τελειοποιεῖται, ἀλλὰ δὲν ἀργεῖ νὰ διαπιστώσει τὴν ἀπατηλὴ ἐντύπωση ποὺ δημιούργησε. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ ἐπιτεύγματά του, γιατί αὐτὰ συνυφαίνονται μὲ τὴν ζωή του. Ἀλλὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀπολαύσει ἀμέριμνα, γιατί διαπιστώνει τὶς ἀρνητικὲς καὶ συχνὰ καταστροφικὲς πλευρές τους.

Ὁρισμένοι θεωροῦν τὴν χριστιανικὴ τοποθέτηση ἀπέναντι στὸν κόσμο ὡς ἀρνητικὴ γιὰ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας. Καὶ αὐτὸ ἀπὸ κάποια ἄποψη εἶναι σωστό. Ἡ πρόταξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ εἶναι φυσικὸ νὰ ὑποτάσσει ἀλλὰ καὶ νὰ διαφοροποιεῖ ὅλους τοὺς ἐπιμέρους σκοποὺς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ διαπιστώνεται καὶ μικροκοινωνιολογικὰ καὶ μακροκοινωνιολογικά. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο ἐμφανὲς σὲ μία συμβατικὴ χριστιανικὴ κοινωνία, ὅσο σὲ πρόσωπα ἢ σὲ ὁμάδες προσώπων ποὺ αὐτοδεσμεύονται γιὰ μία συνεπέστερη βίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Παραταῦτα δὲν παύει ἡ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἀκόμα καὶ στὴν συμβατική τους μορφή, νὰ ἔχουν σημαντικὲς ἐπιπτώσεις στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἡ ἀξιολόγηση ὅμως τῶν ἐπιπτώσεων αὐτῶν ὡς θετικῶν ἢ ἀρνητικῶν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα γίνεται. Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἐμποδίζει τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία τοῦ σύγχρονου κόσμου κατάγονται ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ μοναχισμὸ τῆς Δύσεως. Καὶ αὐτὲς ἔχουν τὸ ἀσκητικό τους στοιχεῖο. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ δὲν λαμβάνεται συνήθως ὑπόψη εἶναι ὅτι δὲν ὑπῆρξαν κύρια προϊόντα ἀλλὰ ὑποπροϊόντα τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ. Προῆλθαν ἀπὸ μία ἐκκοσμικευμένη ἐκδοχή του. Δὲν προέκυψαν ὡς καρποὶ ἀναζητήσεως καὶ βιώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐπιτεύγματα στὸν χῶρο τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ ὡς κατορθώματα μέσα στὸ πλαίσιο τῆς φυσικῆς νομοτέλειας καὶ τῆς χρηστικῆς σκοπιμότητας.

Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ κρίσιμο ἢ ἀκόμα καὶ τὸ ἐπικίνδυνο σημεῖο τῆς ἐπιστήμης. Ὁ μεγάλος σεβασμὸς ποὺ ἀποδόθηκε στὴν ἐπιστήμη ἐξαιτίας τῶν ἐντυπωσιακῶν κατακτήσεών της ὁδήγησε σὲ ἕνα εἶδος ἀπολυτοποιήσεως καὶ θεοποιήσεώς της. Θαμβωμένος ἀπὸ τὶς κατακτήσεις της ἔφτασε ὁ ἄνθρωπος νὰ στηρίξει ὅλες τὶς ἐλπίδες καὶ τὶς προσδοκίες του σὲ αὐτήν. Ταύτισε ἀκόμα τὴν ὅλη ἀλήθεια μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια καὶ στάθηκε ἐπιφυλακτικὸς ἢ καὶ ἐχθρικὸς ἀπέναντι σὲ κάθε ἀλήθεια ποὺ δὲν θεμελιώνεται σὲ ὑλικὴ ἐμπειρικὴ μέθοδο. 

Ἀλήθεια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας θεωρεῖται μόνο ἡ ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια· ἡ ἀλήθεια ποὺ ἀντικειμενοποιεῖ τὰ πάντα καὶ ἐπαληθεύεται ἀντικειμενικά. Ἡ προσωπικὴ ἀλήθεια ἢ ἀκριβέστερα ἡ ἀλήθεια ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ζωὴ παραθεωρήθηκε μέχρις ἀφανισμοῦ. Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸν ἐγκλωβίστηκε ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀπρόσωπη καὶ ἄτεγκτη κοσμικὴ νομοτέλεια καὶ ἔγινε δέσμιός της. Μέσα στὴν ἴδια προοπτικὴ ἀναπτύχθηκε καὶ ὁλόκληρος ὁ σύγχρονος πολιτισμός, ὁ ὁποῖος παραθεωρεῖ τελείως τὸ ἐπίπεδο τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύματος, καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν ἐμπέδωση μίας ἐγκόσμιας τάξεως καὶ ἁρμονίας. Ἔτσι συμβαίνει ὁ ἄνθρωπος νὰ χάνει τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία καὶ νὰ φυλακίζεται στὴν λογικὴ ἀναγκαιότητα, νὰ ἐγκαταλείπει τὴν ἀνιδιοτέλεια καὶ νὰ ὑποδουλώνεται στὴν σκοπιμότητα, νὰ ἀλλοτριώνεται ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς καὶ νὰ φοβᾶται μόνο τὸν βιολογικὸ θάνατο. Ὁ θαυμαστὸς καὶ παράδοξος χαρακτήρας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἦταν ἔντονος κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ἀμβλύνθηκε μέσα στὴν πορεία τῆς ἱστορίας. Ἡ ἕλξη τοῦ κόσμου καὶ τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου ἀπομάκρυνε τὴν ζωὴ τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸν κύριο στόχο της καὶ ἀλλοίωσε τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια καὶ κριτήριά τους. Καὶ αὐτὸ δὲν παρατηρεῖται μόνο στὴν προσωπικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ κατὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς διατηρήσεως ἢ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἐν τάφῳ ζωὴ της παραμένουν στὸ περιθώριο. Ἐκεῖνο ποὺ συνήθως ὑπολογίζεται εἶναι ἡ ἰσχύς, ἡ ἐξουσία, ἡ κοινωνικὴ δραστηριοποίηση καὶ ἄλλα παρόμοια κοσμικὰ κριτήρια. Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸν ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀλλοτριώνεται καὶ ἀλλοιώνεται. Μέσα στὸ κλίμα αὐτὸ ἀλλοιώνονται καὶ βασικὲς χριστιανικὲς ἀρχὲς καὶ ἔννοιες, ὅπως ἡ ἀγάπη, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἐλευθερία, ποὺ ἔχουν στὸν Χριστιανισμὸ ἰδιαίτερο νόημα καὶ περιεχόμενο. Οἱ ἔννοιες αὐτές, ποὺ γίνονται εὐρύτατα ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὸν κόσμο, ἐκλαμβάνονται καὶ ἐφαρμόζονται συνήθως μὲ πνεῦμα ἀσύμφωνο ἢ καὶ ἐντελῶς ἀντίθετο πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου πλήρης συμφωνία στὶς ἔννοιες καὶ ταυτόχρονα πλήρης διαφωνία στὸ περιεχόμενο.

Τὸ χειρότερο ὅμως εἶναι, ὅταν ἡ διαφωνία στὸ περιεχόμενο τῶν ἴδιων ἐννοιῶν ἐμφανίζεται ἀνάμεσα στοὺς ἴδιους τοὺς Χριστιανούς. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι σπάνιο μέσα στὸν σύγχρονο ἐκκοσμικευμένο χριστιανικὸ κόσμο. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεὸ· ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη[17]. Χωρὶς τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὸν κόσμο χριστιανικὴ ἀγάπη. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι ἀνιδιοτελής. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἀγαπᾶ ἀληθινὰ δὲν ζητεῖ τὸ δικό του συμφέρον ἀλλὰ τὸ συμφέρον τοῦ ἄλλου. Καὶ ἀποκτᾶ τὴν δύναμη νὰ τὸ κάνει αὐτό, βλέποντας στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, στὸ σῶμα τοῦ ὁποίου ἀνήκει. Ἡ προσήλωση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου στὸν Χριστὸ προϋποθέτει τὴν αὐταπάρνηση. Μόνο στὸ μέτρο ποὺ ἀπαρνεῖται ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτὸ του μπορεῖ νὰ ζήσει τὴν αὐθεντικὴ χριστιανικὴ ἀγάπη. Καὶ ὅταν ζεῖ τὴν ἀγάπη αὐτὴ προσηλωμένος στὸν Χριστό, ἀπαλλοτριώνει τὴν πρόσκαιρη ζωή του,γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ἀκατάλυτη ζωή. Ὁ Χριστιανὸς ἀρνεῖται τὸν κόσμο καὶ ὅσα θεωροῦνται πολύτιμα μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ προσηλωθεῖ στὸ οὐράνιο πολίτευμά του[18]. Παραμερίζει καὶ «μισεῖ», τὸν πατέρα, τὴν μητέρα, τὰ παιδιὰ καὶ κάθε σαρκικὸ δεσμὸ ποὺ τὸν ἐμποδίζει νὰ δοθεῖ ὁλόκληρος στὸν Χριστὸ[19].

Ζώντας ὅμως μὲ τὸν Χριστὸ ξαναβρίσκει σὲ ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο ὅσα παραμέρισε καὶ «μίσησε». Ἀνάλογες παρατηρήσεις μποροῦν νὰ γίνουν καὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία κατὰ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν ἔγκειται στὴν ἀπεριόριστη δυνατότητα ἱκανοποήσεως τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ ἐλευθερία αὐτὴ εἶναι ἐμπαθὴς ὑποδούλωση στὴ φιλαυτία. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι ριζικῶς ἀντίθετη πρὸς τὴν χριστιανικὴ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία συνυφαίνεται μὲ τὴν ὑπέρβαση τῆς φιλαυτίας. Ἄλλωστε ἔτσι μόνο ἡ ἐλευθερία τοῦ ἑνὸς δὲν προσβάλλει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ βιώνεται ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας αὐτῆς προϋποθέτει τὴν πλήρη αὐταπάρνηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Μόνο μὲ τὴν ἐλεύθερη καὶ πλήρη αὐτοπροσφορά του στὸ θεῖο θέλημα καὶ μὲ τὴν μετοχή του στὴν θεία ζωὴ κερδίζει ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία του, ἀλλὰ καὶ κάνει πάντοτε τὸ κατὰ φύση θέλημά του. Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ Ἀββὰς Δωρόθεος, μὴ ἔχοντας δικό του θέλημα, κάνει πάντοτε τὸ δικό του θέλημα, γιατί ὅ,τι καὶ ἂν γίνεται τὸν ἀναπαύει, ἀφοῦ δὲν γίνεται ὅπως τὸ θέλει, ἀλλὰ τὸ θέλει ὅπως γίνεται[20]. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αἴτιος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλὰ καὶ ἀκόμα περισσότερο ἐφόσον εἶναι δοῦλος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερος. Ἡ ἐλευθερία ποὺ περιορίζεται στὸν φθαρτὸ κόσμο καὶ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸν θάνατο δὲν εἶναι ἀληθινή. Ἡ καθήλωση στὴν ἐγκοσμιότητα δὲν περιορίζει μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀφανίζει τελικὰ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἔχει ἀπεριόριστους ὁρίζοντες. Ἔρχεται ὡς καρπὸς νίκης ἐναντίον τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ μετοχῆς στὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Μὲ τὴν ἐλευθερία αὐτὴ διασκελίζει ὁ ἄνθρωπος ὅλους τοὺς περιορισμοὺς τοῦ κόσμου καὶ ἐπεκτείνεται στὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ἀπειρότητα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς εἰσόδου του στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος τοποθετεῖται σὲ μία παράδοξη προοπτική. Καλεῖται νὰ γνωρίσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη μισώντας καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Καλεῖται νὰ βρεῖ τὴν ἐλευθερία περνώντας μέσα ἀπὸ μία τέλεια δουλεία. Καλεῖται τέλος νὰ κατακτήσει τὴν ζωὴ παραδιδόμενος στὸν θάνατο. Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε: «Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν Ἀββᾶ Μωυσέα λέγων· ὁρῶ ἐνώπιόν μου πρᾶγμα, καὶ οὐ δύναμαι αὐτὸ κατασχεῖν. Λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· ἐὰν μὴ γίνῃ νεκρὸς ὡς οἱ ταφέντες, οὐ δύνασαι αὐτὸ κατασχεῖν»[21]. Ἡ νέκρωση αὐτὴ γίνεται πηγὴ ἀκατάλυτης ζωῆς. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς νεκρώσεως, στὴν ὁποία κορυφώνεται ἡ παραδοξότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, δὲν φαλκιδεύεται ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὁδηγεῖται στὴν τελείωσή της. Πεθαίνει σὰν τὸ σιτάρι, γιὰ νὰ φέρει «πολὺν καρπὸν»[22].

Ἡ νέκρωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως γίνεται μέσα στὴν προοπτική τῆς κοινωνίας τῆς θείας φύσεως ἐν Χριστῷ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ καθηλωθεῖ στὴν κτιστὴ φύση του: «Εἰς τοῦτο πεποίηκεν ἡμᾶς ὁ Θεός, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως»[23]. Ἡ κοινωνία αὐτὴ δὲν δόθηκε ἐξαρχῆς στὸν ἄνθρωπο, οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ κατακτηθεῖ μὲ τὶς φυσικές του δυνάμεις. Ἡ κοινωνία αὐτή, ποὺ διανοίγει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία, προσφέρεται μὲ τὴν θεία ἐνέργεια καὶ ζωή. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μετέχοντας στὴν θεία ἐνέργεια καὶ ζωὴ ὑπερβάλλει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν φύση του· δὲν περιορίζεται στὴν ἀτομικότητά του οὔτε ἐξαντλεῖται στὴν κτιστότητά του. Γίνεται θεὸς κατὰ χάρη· μετέχει στὴν ἄκτιστη θεία ζωὴ καὶ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν κτίση.


Πρώτη δημοσίευση μὲ τὸν τίτλο «Ὁ χριστιανικὸς ριζοσπαστισμός», Θεολογία, τόμ. 81, τχ. 3, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010, σ. 7-17. Τὸ παρὸν κείμενο ἔχει ἐπεξεργασθεῖ γιὰ τὴν ἰστοσελίδα.



Ὑποσημειώσεις:

[1]. «Ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια». Ἰω.14,6.
[2]. «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν». Λουκ.12,49.
[3]. Βλ. Ἰω. 1,11-12.
[4]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χαρακτηρίζει τὸν ἄνθρωπο ὡς «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον». Λόγος 38,11, PG 36,324A.
[5]. Βλ. Ἰω. 1,12.
[6]. Βλ. Λουκ. 2,34.
[7]. Ἰω. 15,20.
[8]. Βλ. Α΄ Πέτρ. 2,11.
[9]. Ἐφεσ. 2,19.
[10]. Πρὸς Διόγνητον 5,4.
[11]. Ὅ.π. 5,5-17
[12]. Βλ. Γαλ. 2,20.
[13] . Βλ. Ὠριγένους, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην 10, 35.
[14]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 102003, σ. 115-116.
[15]. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ἠθικὰ 6,217-219, «Sources Chretiennes», τόμ.129, σ. 134-136.
[16]. Ματθ. 5,48.
[17]. Βλ. Α΄ Ἰω.4,7-8.
[18]. Βλ. Φιλιπ. 3,20.
[19]. Βλ. Λουκ.14,26.
[20]. Βλ. Ἀββᾶ Δωροθέου, Ρήματα διάφορα ἐν συντόμῳ,
PG 88,1810BC.
[21]. Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Μωυσέως 11, PG 65,285C.
[22]. Βλ. Ἰω. 12,25.
[23]. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα 1, 42, PG
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...