Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δογματικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δογματικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2019

Εκκλησία και Πολιτική «Τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


Σκοπός της Εκκλησίας η ενότητα εν αντιθέσει με την διαιρετική τακτική των κομμάτων.



Τα μέλη της Εκκλησίας είναι φυσικό να ενδιαφέρονται για την πολιτική ζωή και να φροντίζουν για την αντιμετώπιση και επίλυση των προβλημάτων της, είτε ως απλοί πολίτες είτε ως εκπρόσωποι και διαχειριστές των κρατικών εξουσιών. Άλλωστε και η αδιαφορία για την πολιτική αποτελεί κάποια μορφή πολιτικής τοποθετήσεως. Η τοποθέτηση μάλιστα αυτή υποβαθμίζει περισσότερο την πολιτική ζωή. Εκφραστικός είναι ο μύθος των δένδρων, που παρουσιάζεται στο βιβλίο των Κριτών. Κατά τον μύθο αυτόν τα δένδρα θέλησαν κάποτε να χρίσουν βασιλιά. Απευθύνθηκαν στην ελιά, αλλά εκείνη απέρριψε την πρόταση λέγοντας ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει την λιπαρότητά της, με την οποία τιμούνται Θεός και άνθρωποι. Με ανάλογες δικαιολογίες απέρριψαν την πρόταση η συκιά και η άμπελος. Τελικώς τα δένδρα απευθύνθηκαν στην αγκαθιά. Αυτή δέχθηκε πρόθυμα το χρίσμα υποβιβάζοντας έτσι την ποιότητα της εξουσίας[1].
Η αποφυγή της πολιτικής εξουσίας από τους αξίους αφήνει την διαχείρισή της στους φαύλους. Και όταν οι φαύλοι δεν είναι μόνο μεμονωμένα πρόσωπα αλλά και ευρύτερα κυκλώματα ή όργανα σκοτεινών δυνάμεων, που συνήθως υπερβαίνουν τα όρια των εθνικών κρατών και ενεργούν ανεξέλεγκτα, το πρόβλημα γίνεται οξύτερο. Ιδιαίτερα στην εποχή μας η εμπειρία αυτή έγινε πολύ οδυνηρή. Από την άλλη πλευρά η ανάμιξη των αξίων στην πολιτική με την σημερινή απαξίωσή της γίνεται προβληματική, ενώ η σύσταση χριστιανικών κομμάτων ή πολύ περισσότερο η σύνδεση της Εκκλησίας με πολιτικούς σχηματισμούς δεν μπορεί θεολογικά να δικαιολογηθεί. Άλλωστε και προσπάθειες που έγιναν παλαιότερα, όπως και κατά την μεταπολεμική περίοδο, για την σύσταση χριστιανικού κόμματος είχαν πενιχρά αποτελέσματα και δεν ευοδώθηκαν.
Φυσικό βέβαια είναι να προτιμούν οι Χριστιανοί την διαχείριση της πολιτικής εξουσίας από πιστούς ανθρώπους. Αλλά και αυτό δεν είναι απόλυτο. Η πολιτική αναφέρεται στην τακτοποίηση των κοσμικών πραγμάτων και απαιτεί ειδικές ικανότητες, όπως και χειρισμούς, που δεν προϋποθέτουν οπωσδήποτε την χριστιανική πίστη ή ακόμα και δεν συμβιβάζονται με αυτήν, αλλά μπορούν να υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων απέφευγαν να αναλαμβάνουν κοσμικές εξουσίες, γιατί τις θεωρούσαν ασυμβίβαστες προς τον κύριο στόχο τους. Όπως σημειώνει ο Ωριγένης, οι πιστοί προτιμούσαν να αφιερώνουν τον εαυτό τους «θειοτέρα και αναγκαιοτέρα λειτουργία Εκκλησίας Θεού επί σωτηρία ανθρώπων»[2].
Η ιδιότητα του καλού Χριστιανού δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε και επιτυχία στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Η επιτυχία αυτή δεν προϋποθέτει την χριστιανική πίστη. Όπως παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, η ανθρώπινη ζωή κινείται σε δύο επίπεδα· στο επίπεδο της εγκοσμιότητας και στο επίπεδο της αιωνιότητας. Σκοπός της πολιτικής εξουσίας είναι να ρυθμίζει την εγκόσμια ζωή και όχι την μέλλουσα. Όπως οι κυβερνήτες των πλοίων φροντίζουν για τους ταξιδιώτες μόνο όσο διαρκεί το ταξίδι, χωρίς να θεωρούν υποχρέωσή τους να ενδιαφερθούν και για την τακτοποίησή τους μετά την αποβίβαση από το πλοίο, έτσι και αυτοί που ρυθμίζουν την πολιτική ζωή των ανθρώπων δεν θεωρούν ως καθήκον τους να ενδιαφερθούν για την αιώνια ευδαιμονία τους. Γι’ αυτό, προσθέτει, οι άνθρωποι που ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στα πολιτικά μόνο πράγματα συμβαίνει να φεύγουν από τον κόσμο αυτόν γεμάτοι με μύρια κακά, κι ενώ τιμήθηκαν εδώ για την πολιτική ικανότητά τους, εκεί να συγκαταλέγονται με τους χειρότερους και να καταδικάζονται[3].
Στο επίπεδο αυτό κινείται και το εκκοσμικευμένο κράτος. Σκοπός του δεν είναι η νοηματοδότηση της ανθρώπινης ζωής. Αυτή πραγματοποιείται στην Εκκλησία. Σκοπός του κράτους είναι να φροντίσει για την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών του. Και ο σκοπός αυτός επιδιώκεται με πολιτικές ενέργειες και ρυθμίσεις, που έχουν συμβατικό χαρακτήρα και είναι φυσικό να αναπροσαρμόζονται μέσα στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Οι φορείς της κρατικής εξουσίας οφείλουν να σέβονται την διαχρονική συλλογική συνείδηση της κοινωνίας που κυβερνούν και να μην κινούνται ανεξάρτητα ή πολύ περισσότερο ενάντια προς αυτήν. Αντίθετα μάλιστα οφείλουν να εμπνέονται από αυτήν και να καταξιώνουν την δυναμική της, γιατί μόνον έτσι υπηρετούν και την προάγουν. Ο σεβασμός προς τους θεσμούς, την παράδοση και την διαχρονική συνείδηση κάποιας κοινωνίας είναι σεβασμός προς την ίδια την κοινωνία. Όπως και από την άλλη πλευρά η διάβρωση και η αλλοίωσή τους με αυθαιρεσίες και πολιτικές μεθοδεύσεις, είναι διάβρωση και αλλοίωση της ίδιας της κοινωνίας. Πρόοδος δεν είναι η καταστροφή ή η περιφρόνηση του παρελθόντος, αλλά η εποικοδόμηση και η δυναμική προέκταση προς το μέλλον.
Ο εκσυγχρονισμός των κοινωνικών θεσμών από μηδενική βάση δεν μπορεί να είναι προοδευτικός. Η πρόοδος προϋποθέτει «οδό» που έχει ήδη διανυθεί. Και οποιαδήποτε «πρόοδος» που αγνοεί ή περιφρονεί την οδό που έχει διανυθεί από την κοινωνία μπορεί ίσως να είναι ενδιαφέρουσα ή και ελκυστική, όχι όμως και προδευτική με την πραγματική σημασία της λέξεως. Βέβαια η πρόοδος πρέπει να συμβαδίζει και με την άρση των αυθαιρεσιών και αδικιών του παρελθόντος.
Ο εκσυγχρονισμός όμως από μηδενική βάση αποδεικνύεται μυωπικός και χιμαιρικός, γιατί δεν μπορεί να προσληφθεί και να αφομοιωθεί οργανικά από μία ζωντανή κοινωνία. Το φυσικότερο αποτέλεσμά του είναι να προκαλέσει ή να συντηρήσει κοινωνικές στρεβλώσεις και διχασμούς, που εμποδίζουν μία δημιουργική πρόοδο. Αντιθέτως, όταν ο εκσυγχρονισμός αξιοποιεί την υπάρχουσα θετική δυναμική της λαϊκής συνειδήσεως, αποδεικνύεται δημιουργικός και ενοποιητικός. Αυτό μαρτυρείται και από τις προσπάθειες σύγχρονων πολιτικών προσωπικοτήτων, που κατόρθωσαν να βοηθήσουν ή και να ανορθώσουν κυριολεκτικά τον τόπο τους ξεκινώντας από την ιδιοσυστασία και την παράδοση της κοινωνίας τους.
Η Εκκλησία συνδέεται διαχρονικά με την παράδοση της κοινωνίας του πληρώματός της. Έτσι έχει εκ των πραγμάτων και την πολιτική της διάσταση, που γίνεται ακόμα πιο σημαντική και πιο επίκαιρη μέσα στην διαδικασία της σύγχρονης παγκοσμιοποιήσεως. Άλλωστε και η μακροβιότερη κυβέρνηση ή πολιτική παράταξη σε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου έχει συντριπτικά μικρότερο παρελθόν από αυτό που διαθέτει η Εκκλησία στην ιστορία της. Το πρόβλημα βέβαια εδώ είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται με την πολιτική. Και η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού από την πλευρά της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι πολιτική αλλά θεολογική, ή ακριβέστερα ποιμαντική.
Ο Χριστιανισμός δεν περιφρονεί την πολιτική, αλλά και δεν μπορεί να συσχηματίζεται με αυτήν. Η τοποθέτησή του απέναντι στην πολιτική ορίζεται και από τον χώρο που αναγνωρίζει σε αυτήν: «Τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»[4]. Η αρχή αυτή έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα όχι μόνο για την θρησκευτική αλλά και για την πολιτική ζωή. Η παρουσία της Εκκλησίας έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την πολιτική ζωή, γιατί εμποδίζει το κράτος να παραβιάζει την αρχή της εκκοσμικεύσεώς του και να γίνεται ολοκληρωτικό. Αυτό βέβαια απαιτεί αντίστοιχα και από την Εκκλησία να μην παραβιάζει την δική της αρχή και να καθίσταται πολιτική εξουσία.
Από ορθόδοξη θεολογική σκοπιά δεν υπάρχει πολιτικός Χριστιανισμός. Αν άλλες χριστιανικές ομολογίες ευνόησαν την σύσταση χριστιανικών κομμάτων, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν το έπραξε. Η εντολή του Χριστού «αγαπάτε τους εχθρούς υμών», γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος, «δεν επιτρέπει καθόλου να υποβιβάσουμε το Ευαγγέλιο στο επίπεδο της αδελφοκτόνου διαιρέσεως των υλικών αγαθών… Μπορούμε όμως να ελέγξουμε την αδικία, ζώντας με ένταση, για να φυλάξουμε τη δικαιοσύνη προς όλους, και το κάνουμε, όταν βλέπουμε όφελος από τον λόγο μας»[5].
Μέσα στο κλίμα αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, γιατί και η λεγόμενη «πολιτική θεολογία» του δυτικού χριστιανικού κόσμου δεν βρήκε σημαντική απήχηση σε ορθόδοξο έδαφος[6]. Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, στην «πολιτική θεολογία» διακρίνεται «ένα είδος μειονεξίας της χριστιανικής πίστης μέσα στο εκκοσμικευμένο περιβάλλον των δυτικών κοινωνιών. Σ̉ ένα κόσμο, όπου η πολιτική πράξη παίρνει τις διαστάσεις της άμεσης δυνατότητας του ανθρώπου να πλάση με τα ίδια του τα χέρια την ιστορική του μοίρα και το μέλλον του, η χριστιανική πίστη μοιάζει ανώφελη και δίχως αποτελεσματικότητα»[7]. Κάτι ανάλογο παρατηρείται και στο θεσμικό επίπεδο της Εκκλησίας. Όταν η Εκκλησία λησμονεί την αποστολή της και συρρικνώνεται σε εξειδικευμένο θρησκευτικό θεσμό, τότε αισθάνεται την ανάγκη να δικαιωθεί σε κοινωνικό επίπεδο και προτάσσει το φιλανθρωπικό ή το κοινωνικό της έργο. Το φαινόμενο αυτό είναι ευδιάκριτο και στον ορθόδοξο χώρο[8]. Το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας διατηρεί την γνησιότητα αλλά και την ταυτότητά του, όταν εκφράζει το λειτουργικό και διακονικό της πνεύμα. Ακριβέστερα, όταν ασκείται ως λειτουργία μετά την Λειτουργία.
Αυτά βεβαίως δεν εμποδίζουν τα μέλη της Εκκλησίας να κατέρχονται στην πολιτική και να αναλαμβάνουν πολιτικά αξιώματα. Άλλωστε και ορθόδοξοι ιεράρχες σε έκτακτες περιπτώσεις ανέλαβαν «κατ’οικονομίαν» πολιτικά αξιώματα και άσκησαν πολιτική εξουσία για να βοηθήσουν τον λαό. Αλλά και πάντοτε η Εκκλησία δεν αδιαφορεί για την πολιτική. Ιδίως μάλιστα μέσα στο πλαίσιο των σχέσεων της συναλληλίας της με το κράτος οφείλει να συνεργεί στην πολιτική ζωή και με την θεσμική της παρουσία να εκφέρει, όταν υπάρχει ανάγκη, πολιτικό λόγο. Και ο λόγος της αυτός γίνεται ουσιαστικός και δραστικός, όταν εκφέρεται ως λόγος διακονικός και όχι εξουσιαστικός· ως λόγος αληθείας και δικαιοσύνης, ανεξάρτητος από πολιτικές υστεροβουλίες και σκοπιμότητες.
Η εκφορά του λόγου αυτού υπαγορεύεται από την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδιαίτερα μέσα στην σύγχρονη διγλωσσία και υποκρισία ο εκκλησιαστικός λόγος για πολιτικά πράγματα πρέπει να αρθρώνεται με καθαρότητα και παρρησία. Χωρίς να λησμονείται καθόλου ο κύριος σκοπός της Εκκλησίας, χωρίς να παραθεωρείται η εσχατολογική της προοπτική, χρειάζεται να προσφέρεται η μαρτυρία της στην καθημερινή πραγματικότητα.
Η «πολιτεία» των αγίων, όπως και όλων των μελών της Εκκλησίας, εκδιπλώνεται μέσα στην κοινή ανθρώπινη πολιτεία, όπου και καλείται η Εκκλησία, όπως και κάθε πιστός,να ενεργήσει ως άλας και φως[9]. Η «πολιτεία» αυτή μπορεί να εμπνεύσει την επίγεια πολιτεία, αλλά και να συμβάλει στην μεταπολιτική θεώρησή της.
Η προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας να νοηματοδοτήσει την ανθρώπινη ζωή σφετεριζόμενη τον χώρο της Εκκλησίας ή και χρησιμοποιώντας την Εκκλησία ως όργανό της οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Αλλά και η αποτυχία στην πρόσδοση νοήματος και σκοπού ζωής, όπου εκ των πραγμάτων οδηγεί μία τέτοια προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας, καταλήγει στον ευτελισμό των αρχών και των αξιών που προβάλλονται και καλλιεργεί τον αμοραλισμό και την αναρχία. Έτσι γίνεται προφανής η σπουδαιότητα της Εκκλησίας για τον περιορισμό της πολιτικής εξουσίας στις αρμοδιότητές της. Η ζωντανή παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή απομακρύνει τους κινδύνους του ολοκληρωτισμού και της αναρχίας. Όταν όμως μεταβάλλεται η ίδια σε όργανο της πολιτικής εξουσίας, δεν παραμορφώνει μόνο τον εαυτό της αλλά και την πολιτική ζωή. Η πραγματική βοήθεια της Εκκλησίας προς τους πολίτες και την πολιτική προσφέρεται, όταν παραμένει πολιτικώς αδέσμευτη και πνευματικώς δυνατή.
Η Εκκλησία είναι «ενώσεως και συμφωνίας όνομα»[10]. Σκοπός της είναι να προσεγγίζει τον κόσμο όχι προσχωρώντας στις διαιρέσεις του, αλλά προσκαλώντας τον σε ενότητα πέρα από τις πολιτικές και κομματικές του διαιρέσεις. Όσο η Εκκλησία διατηρεί την ταυτότητά της, δεν μερίζεται ούτε μερίζει, αλλά ενοποιεί και ανακαινίζει. Γι’ αυτό η αποστολή της και σε καθαρώς κοινωνικό επίπεδο είναι μοναδική και αναντικατάστατη. Διανοίγει στην κοινωνία και τα μέλη της τον χώρο της καταλλαγής και της συνεργασίας, καθιστώντας δυνατή μία ουσιαστικότερη και διαρκέστερη επανάσταση· την δημιουργική επανάσταση του πνεύματος.
Τα κόμματα προϋποθέτουν διαιρέσεις. Οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, όσο και αν εμπνέεται από το πνεύμα του Χριστιανισμού, δεν μπορεί να διεκδικεί το χριστιανικό όνομα, φορέας του οποίου είναι η Εκκλησία. Αλλά και αυτή δεν μπορεί να ταυτίζεται με την πολιτική εξουσία ή να γίνεται όργανό της, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση προς την φύση και την αποστολή της[11]. Η Εκκλησία δεν περιορίζεται στην εγκοσμιότητα. Η προσήλωση στην εγκοσμιότητα φαλκιδεύει τον σκοπό και περιορίζει την ελευθερία της.
Όλοι οι άνθρωποι και όλα τα πράγματα μπορούν να ενταχθούν στην Εκκλησία, όχι όμως και να την εκπροσωπήσουν ή να την υποκαταστήσουν. Από την άλλη πλευρά, αν σε βασικούς θεσμούς, όπως ο γάμος, η οικογένεια ή το κράτος, η Εκκλησία δεν αποδίδει απόλυτη δεσμευτική αξία για τον άνθρωπο, πολύ φυσικότερο είναι να μην αποδίδει τέτοια αξία στα κόμματα. Όπως όμως η οικογένεια, το έθνος ή το κράτος, έτσι και τα κόμματα μπορούν με αναφορά στην Εκκλησία να γίνουν αφορμές προσεγγίσεως των ανθρώπων μεταξύ τους· αυτό ισχύει περισσσότερο για τον ελλαδικό αλλά και ευρύτερα για τον ορθόδοξο χώρο, όπου η Εκκλησία δεν έπαυσε να είναι, έστω και τυπικά, ο μόνος συνδετικός παράγοντας της κοινωνικής ζωής και φορέας του διαχρονικού πνεύματός της.
Τα κόμματα προσεγγίζουν ανθρώπους με κοινές πολιτικές επιδιώξεις και συναφείς κοινωνικοοικονομικούς προσανατολισμούς, ενώ οι διαφορές τους δημιουργούν προστριβές και αντιθέσεις. Οι πιστοί με την παρουσία τους στα διάφορα κόμματα μπορούν να συμβάλουν στην αρμονική ενότητα του συνόλου. Ο κίνδυνος όμως για τους ίδιους είναι μήπως θυσιάσουν στο κόμμα την εκκλησιαστική τους συνείδηση. Και ο κίνδυνος αυτός εντείνεται, όταν τα κόμματα σκληραίνουν και ελέγχουν ασφυκτικά το κράτος και την κοινωνική ζωή, ενώ και εκείνα με την σειρά τους ελέγχονται, ίσως ασφυκτικότερα, από κέντρα τοπικής ή και παγκόσμιας εξουσίας.
Ο νεοφιλευθερισμός, που χαρακτηρίζεται ως ιδεολογία της παγκοσμιοποιήσεως και αποτελεί μετανεωτερική μετεξέλιξη του καπιταλισμού, δεν έπαυσε και στην μετεξέλιξή του να διατηρεί το «πνεύμα του καπιταλισμού». Το πνεύμα όμως του νεοφιλελευθερισμού, που είναι πνεύμα άκρατου ατομισμού, έρχεται σε αντίθεση προς το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθοδοξίας. Εδώ βρίσκεται και μια μόνιμη αιτία δυσαρμονίας των ορθοδόξων λαών με τους λαούς του δυτικού κόσμου και κυρίως του προτεσταντικού.
Το πνεύμα των ορθοδόξων λαών δεν εναρμονίζεται με το ατομοκρατικό δυτικό πνεύμα. Η Ορθοδοξία συμβάδιζε διαχρονικά με τον κοινοτισμό που επικρατούσε στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή, ενώ με την σύμπραξή της αναπτύχθηκε ο πολύμορφος και πολύπλευρος κοινοτισμός του απόδημου Ελληνισμού[12]. Το πνεύμα αυτό βρίσκεται πλησιέστερα προς το κολλεκτιβιστικό πνεύμα του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού. Γι’ αυτό άλλωστε και τα καθεστώτα αυτά βρήκαν προσφορότερο έδαφος στις παραδοσιακά ορθόδοξες χώρες. Παραταύτα ούτε το κολλεκτιβιστικό αυτό πνεύμα επιδοκιμάστηκε ή έγινε αποδεκτό, όπως απέδειξαν και τα πράγματα.
Το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθοδοξίας δεν εκφράζεται με τον κολλεκτιβισμό αλλά με την ομοψυχία, που αποτυπώθηκε με τον πληρέστερο τρόπο στο πρωτοχριστιανικό κοινόβιο[13]. Το πνεύμα αυτό δεν καλλιεργείται με την αναφορά σε κάποιον εξωτερικό σκοπό ή με την επιδίωξη κάποιας αντικειμενικής ωφέλειας, αλλά βιώνεται σε επίπεδο προσώπων ως αυτοσκοπός. Ο κολλεκτιβισμός δεν δημιουργεί ομοψυχία, αλλά αποτελεί μία διαφορετική μορφή ατομισμού. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, «ο κολλεκτιβισμός αγνοεί τον πλησίον, με την ευαγγελική σημασία της λέξεως, και είναι η συγκέντρωση των απομεμακρυσμένων ατόμων… αγνοεί την αξία του προσώπου»[14].
Ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός δεν περιορίζονται μόνο στην διάρθρωση και την προώθηση της οικονομίας, αλλά εκφράζουν και μία ατομοκεντρική ιδεολογία που τείνει να προσομοιωθεί με θρησκεία. Ιδίως μάλιστα ο κομμουνισμός εντάσσεται στα όρια της εκκοσμικευμένης θρησκείας. Αν πάλι σήμερα άρχισε να γίνεται λόγος για μεταεκκοσμίκευση, αυτή δεν εκλαμβάνεται ως επιστροφή στην μη εκκοσμικευμένη θρησκεία, αλλά ως προσπάθεια επανενεργοποιήσεως ή ακριβέστερα ως αποδοχή της επανενεργοποιήσεως της θρησκείας στον δημόσιο χώρο[15].
Στην εποχή μας μέσα στο κλίμα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποιήσεως το λεγόμενο κράτος δικαίου, όπως και το κράτος προνοίας, αποδυναμώνονται μέχρις αφανισμού. Η ύπαρξη υπερεθνικών κέντρων, που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία, την πληροφόρηση, την διαμόρφωση της κοινής γνώμης και τις πολιτικές εξελίξεις, μειώνει την σπουδαιότητα των εθνικών κρατών και των κυβερνήσεών τους. Αποδυναμώνονται τα εθνικά κράτη, αφαιρούνται εθνικά δικαιώματα, δεσμεύονται νευραλγικές κρατικές αρμοδιότητες και προωθείται η ομογενοποίηση και ο εκλεπτυσμένος η ο απροκάλυπτος ολοκληρωτισμός. Τα μέσα του κράτους κατά την άσκηση της οποιασδήποτε κοινωνικής η άλλης πολιτικής περιορίζονται η και εκμηδενίζονται. Έτσι αποδεικνύεται όλο και περισσότερο η αδυναμία του να βοηθήσει την κοινωνία και τους πολίτες του.
Από την άλλη πλευρά ζωτικά προβλήματα των πολιτών που συνδέονται με την διαβίωση ή και την επιβίωσή τους, όπως είναι η υγεία, η παιδεία, η εργασία, η κοινωνική ασφάλεια, το περιβάλλον, όχι μόνο δεν επιλύονται, αλλά και διογκώνονται. Γίνεται όμως φανερό ότι οι εξελίξεις αυτές μακροχρόνια είναι διαλυτικές για το σύνολο της κοινωνίας και καταστροφικές για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Έτσι η χίμαιρα της παγκοσμιοποιήσεως φέρνει στο προσκήνιο της επικαιρότητας την αναζήτηση της παγκοσμιότητας, που επαγγέλλεται η Ορθοδοξία.
Η παγκοσμιότητα δεν έχει κολλεκτιβιστικό αλλά προσωποκεντρικό χαρακτήρα. Δεν θυσιάζει το πρόσωπο στην κοινωνία, αλλά βλέπει στο κάθε πρόσωπο ολόκληρη την κοινωνία. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, που κατορθώνεται με την απεριόριστη διάνοιξη του προσώπου στην οριζόντια και την κατακόρυφη κοινωνικότητα, διαφοροποιεί την ορθόδοξη θέση από την πρόταση κάθε κοινοτικού πολιτικού συστήματος[16]. Είναι όμως προφανές ότι αυτό δεν είναι πρωτίστως θέμα αλλαγής πολιτικού συστήματος αλλά παιδείας και αγωγής.
Από εδώ μπορεί να προέλθει μια όντως προοδευτική και δημιουργική πνοή στην πολιτική, που θα εκφράζει το «πνεύμα της Ορθοδοξίας»· στην πολιτική, που θα παύσει να περιφρονεί ή και να καταπολεμεί ως αντιδραστική την Ορθοδοξία, αλλά θα προσεγγίζει και θα κατανοεί, ως ένα τουλάχιστο βαθμό, το κοινοβιακό της πνεύμα. Η μετανεωτερικότητα με το τέλος των ιδεολογιών πρέπει μάλλον να διευκολύνει ένα τέτοιο εγχείρημα.

1] Βλ. Κριτ. 9,8-15.
[2] Ὠριγένους, Κατὰ Κέλσου 8,75.
[3] Νικολάου Καβάσιλα, Κατὰ τοκιζόντων, PG 150,745ΑΒ
[4] Ματθ. 22,21.
[5] Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, Έσσεξ Αγγλίας 22011, σ. 235-6.
[6] Βλ. Π. Καλαιτζίδη, «Ορθοδοξία και πολιτική θεολογία», στο Βιβλική θεολογία της απελευθέρωσης, Πατερική θεολογία και αμφισημίες της νεωτερικότητας, Ίνδικτος, Αθήναι 2012, σ. 48 κ.ε.
[7] Χ. Γιανναρά, Κεφάλαια πολιτικής θεολογίας, Παπαζήσης, Αθήνα 1976, σ. 9.
[8] Για την εικόνα που παρουσιάζει η Εκκλησία στον ελλαδικό χώρο βλ. Ν. Παπαγεωργίου, Η Εκκλησία στη Νεοελληνική κοινωνία. Γλωσσοκοινωνιολογική ανάλυση των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 285 κ.ε.
[9] Βλ. Ματθ. 5,13-4.
[10] «Το γαρ της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλά ενώσεώς εστι και συμφωνίας όνομα». Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την Α΄ Κορινθίους 1,1, PG 61,13.
[11] Πρβλ. Π. Νέλλα, «Ορθοδοξία και πολιτική», Μαρτυρία Ορθοδοξίας, Αθήνα 1971, σ. 172. Βλ. επίσης τις ενδιαφέρουσες σχετικές μελέτες των Ι. Μάινα, «Ορθόδοξο ήθος και πολιτική δραστηριότητα», Η Ορθοδοξία ως πολιτική διακονία (εκδ. Ι. Μονής Αγίου Νεοφύτου), Λευκωσία 1984, σ. 1-7. Αρχιμ. Φιλοθέου Φάρου, «Η πολιτική μέσα από το πρίσμα της ορθοδόξου παραδόσεως και της ψυχολογίας», Η Ορθοδοξία ως πολιτική διακονία, σ. 79-94. Ο. Κλεμάν, Ορθοδοξία και πολιτική, Θεσσαλονίκη 1985. Ι. Πέτρου, Εκκλησία και πολιτική, Θεσσαλονίκη 1992, και Χριστιανισμός και κοινωνία, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 324-344.
[12] Βλ. Ν. Πανταζόπουλου, Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, Παρουσία, Αθήνα 1993, σ. 54 και 73-74.
[13] Βλ. Πραξ. 2,44 κ.ε.
[14] Ν. Μπερδιάγιεφ, Βασίλειο του Πνεύματος και Βασίλειο του Καίσαρα (μετάφρ. Β. Γιούλτση), Πουρναράς Θεσσαλονίκη 22002, σ. 151.
[15] Βλ. Ράτσιγκερ Γιόζεφ-Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ, Χάμπερμας Γιούργκεν, Η διαλεκτική της εκκοσμικεύσεως. Λόγος και θρησκεία, Εστία, Αθήνα 2010.
[16] Για τον ελληνικό κοινοτισμό βλ. ιδίως Κ. Καραβίδα, Σοσιαλισμός και κοινοτισμός, Κοραής, Αθήνα 1930. Ν. Πανταζόπουλου, Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, Παρουσία, Αθήνα 1993.

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2018

Η τακτική της ψευδοσυνέσεως έβλαψε την Εκκλησίαν»

«Η τακτική της ψευδοσυνέσεως έβλαψε την Εκκλησίαν»
(Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης – Χριστιανική Σπίθα – φύλλο 354)
Νίκος Σακαλάκης,Μαθηματικός
Η θέση αυτή αναλύθηκε στο περιοδικό «Χριστιανική Σπίθα» του Ιανουαρίου 1973 και έδωσε διαχρονικές απαντήσεις σε αρκετά κρίσιμα Εκκλησιαστικά – Εκκλησιολογικά γεγονότα της εποχής εκείνης, που παρ’ όλους τους εποχιακούς διαφορισμούς, ως θεώρηση και μεθοδολογία, προκαλούν δυναμική προσαύξη προβλημάτων στην Ορθοδοξία μέχρι και σήμερα.

Το άρθρο αυτό, με τίτλο «ΣΥΝΕΣΙΣ», περιλαμβάνεται και στο βιβλίο του «Εκκλησιαστικός Στρουθοκαμηλισμός» (ΑΘΗΝΑ 1973). Γράφει σχετικά ο π. Αυγουστίνος: «στο πρώτο μέρος του βιβλίου αναδημοσιεύομεν δύο άρθρα υπό τους τίτλους «Σύνεσις», «Ευγένεια», δια των οποίων ελέγχομεν την παραποίησιν, την διαστροφήν, την κιβδηλοποίησιν των υψηλών εννοιών, τας οποίας αι λέξεις αυταί περικλείουν».
Βαθειά και πάντα επίκαιρη η χαρισματική διείσδυση του επισκόπου Αυγουστίνου στον πυρήνα των Εκκλησιαστικών γεγονότων. Στο βιβλίο αυτό παραθέτει σειρά θεολογικών – Πατερικών επιχειρημάτων, Αγιογραφικών αναλύσεων και θέσεων διακεκριμένων Ορθοδόξων, που επιβεβαιώνουν την απομάκρυνση της θεσμικής Εκκλησίας από την γραμμή των Πατέρων ενώ, παράλληλα, δικαιώνουν την οπτική του ως Ορθοδόξου Επισκόπου.
Στην Εκκλησιαστική ζωή η συλλογική υποκειμενικότητα έχει τη βεβαιότητα ότι η πνευματική ζωή οριοθετείται μόνο στα όρια μιας εσωτερικής – προσωπικής καθάρσεως, ως εξατομίκευση της συνέσεως.
Αυτή τη συλλογική υποκειμενικότητα, την φιλοοικουμενιστική γραμμή, που παρουσιάζεται ως Ορθόδοξη δημιουργική έκφραση, ανέδειξε ο π. Αυγουστίνος ως κιβδηλοποίηση και διαστροφή της εννοίας της συνέσεως, όπως αυτή νοείται στο Ιερό Ευαγγέλιο. Η ψευδοσύνεση επιστράτευσε διαδικασίες ετεροδοξίας ενώ η σύνεση του Ευαγγελίου, όπως ορθά την αναλύει ο π. Αυγουστίνος, ποτέ δεν έβλαψε την Εκκλησία. Αναμφίβολα, οι θέσεις του περί αληθούς συνέσεως είναι συνέχεια της Πατερικής Θεολογίας.
Γράφει σχετικά: «είναι δια τούτο σατανικόν το ρήμα «δεν μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν οι παπάδες και οι δεσποτάδες· εγώ κοιτάζω την ψυχή μου μόνον και εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα». Χριστιανός, ο οποίος κοιτάζει την ψυχήν του μόνο και αδιαφορεί για το λοιπόν της Εκκλησίας σώμα, δεν είναι Χριστιανός» (Εκκλησιαστικός στρουθοκαμηλισμός, Σελ. 9).
Όσοι αγνόησαν, τότε, το θεολογικό – αγωνιστικό μήνυμα του Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου περί αληθούς συνέσεως ή προσπάθησαν να το συκοφαντήσουν, σήμερα, με τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας (ιστορικά και θεολογικά), αντιλαμβάνονται το ξετύλιγμα ή το ξεδίπλωμα των αντιεκκλησιαστικών – αιρετικών γίγνεσθαι, ως δαιμονική διεύρυνση του Οικουμενισμού και δικαιώνουν τον ταπεινό επίσκοπο της Φλώρινας. Αβίαστα συμπεραίνουν, οι καλοπροαίρετοι, ότι η ψευδοσύνεση έβλαψε την Εκκλησία.
Από τότε μέχρι σήμερα, τα «αγαπητικά» συνθήματα εξακολουθούν την διαβρωτική λειτουργία τους, όπως: «Σύνεση να μη σχίσουμε την Εκκλησία» ή «να συνεργασθούμε με αγάπη για το καλό της Εκκλησίας» ή «χάριν της γαλήνης της Εκκλησίας». Εν ολίγοις: τα υψηλά αυτά νοήματα – θέσεις ενεργοποιούνται αρνητικά από τους Οικουμενιστές Πατριάρχες και επισκόπους, για να εξουδετερώσουν την όποια αντι-οικουμενιστική αντίδραση – στράτευση. Γράφει ο επίσκοπος Φλωρίνης:
«Οι πνευματικοί οδηγοί, είτε επίσκοποι λέγονται, είτε ιεροκήρυκες, είτε κατηχηταί, είτε εξομολόγοι, είτε εφημέριοι, είτε θεολόγοι, κατά κανόνα καλλιεργούν θρησκευτικήν και ηθικήνζωήν, όχι όμως και το Εκκλησιαστικόν φρόνημα… Ούτω με την διδασκαλίαν των δημιουργούν εν πλέγμα ενοχής εις τας ψυχάς των Χριστιανών δι’ ενεργείας των εν τω εκκλησιαστικώχώρω. Πως υπό τοιούτους διδασκάλους είναι δυνατόν να καλλιεργηθούν εκκλησιαστικόν φρόνημα και εκκλησιαστική συνείδησις; Δεν είναι λοιπόν παράδοξον, ότι οι συνειδητοί Χριστιανοί, οι ζηλωταί των ιερών παραδόσεων της Ορθοδοξίας με την αγωνιστικήνδιάθεσιν, είναι τόσον λίγοι» (Σελ. 9).
Ο π. Αυγουστίνος έδειχνε τι μας «περιμένει» και τι θα «συναντήσουμε». Είναι σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας, που μας παρέδωσε όλο σχεδόν το Εκκλησιολογικό – Πατερικό πεδίο της διαχρονικής Εκκλησίας. Ίσως θα μπορούσε κανείς να τον παρεξηγήσει, αν δεν τον κατανοούσε. Μέσα από μία πνευματικά έντιμη αποτίμηση του έργου του βλέπουμε, ότι έχει καταγραφεί ένας πρακτικός και θεωρητικός άξονας πανοραμικών κατοπτεύσεων της Εκκλησιαστικής πραγματικότητας. Η Ερμηνευτική του στα Εκκλησιαστικά γεγονότα δικαιώθηκε σήμερα, ιστορικά και θεολογικά.
Η απομάκρυνση του Εκκλησιαστικού Σώματος από την Πατερική γραμμή (που ακολουθούσε ο π. Αυγουστίνος), ως έκφραση «σύνεσης» και «ευγένειας», άνοιξε το δρόμο, στις ποικιλόμορφες οικουμενιστικές διεισδύσεις που αδρανοποίησαν την εφαρμογή του 15ου Κανόνα της Α-Β Συνόδου και οδήγησαν στην «συνοδική» κατοχύρωση του οικουμενισμού.
Να θυμίσουμε κάποια σημεία που σημάδεψαν την νεώτερη συνοδική και εκκλησιολογική πορεία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
- Μάρτιος 1969: η ιεραρχία αποδέχεται το νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας, ο οποίος δεν αναγνωρίζει (σχεδόν) όλους τους Ι. Κανόνες.
- Τάσεις μοντερνισμού εμφανίζονται κυρίως στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών.
- Νοέμβριος 1972: η ιεραρχία συγκαταβαίνει (κατά πλειοψηφία) στον σκανδαλώδη τρόπο συγκροτήσεως της Διαρκούς Ι. Συνόδου. Επίσηςδεν ψηφίζει τον αφορισμό των Μασώνων (λόγω σύνεσης!). Μόνο 3 επίσκοποι δεν ήσαν… συνετοί.
- Το Θέρος του 1974 απομακρύνονται (χωρίς δίκη - απολογία) 12 αξιόλογοι Ιεράρχες, οι οποίοι είχανε έντονη αντι-μασωνική ποιμαντική.
- Μέχρι σήμερα η Εκκλησία παραμένει υποτελής στην Πολιτεία.
Είναι αδύνατο να αναφέρουμε όλες τις ουσιαστικές στρεβλώσεις – προδοσίες, όλες τις ποικιλόμορφες διαδρομές Επισκόπων – Γερόντων, που ενίσχυσαν την οικουμενιστική αποστασία.
Στον πνευματικό αυτό περίγυρο έγινε η ανάπτυξη της οικουμενιστικής θεολογίας, που δημιούργησε δυναμική απεδαφικοποιήσεως της Ορθοδοξίας. Μέγιστος συντελεστής απεδαφικοποίησης η «σύνοδος» της Κρήτης.
Όλες οι παρεμβάσεις του επισκόπου Αυγουστίνου ήταν πάντα επάνω στις αρραγείς βάσεις της Ορθοδοξίας. Αβίαστα συμπεραίνουμε, ότι ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης είναι μία σύγχρονη, Χριστοκεντρική, Πατερική σταθερά.
Ο άγιος Νεκτάριος, επίσκοπος Πενταπόλεως, στο βιβλίο του περί Ποιμαντικής γράφει: «Φρόνησις (σύνεσις) εστι το επιζητείν εν πάσι την αλήθειαν και εμμένειν εν αυτή. Αύτη οδηγεί προς τον Θεόν και την μακαριότητα· έπονται δε αυτή η ευβουλία, η ευλογιστία, η ευταξία, η κοσμιότης και η αιδημοσύνη. Ο Κύριος την αρετήνταύτην συνέστησε τοις εαυτούΑποστόλοις αποστέλλων αυτούς προς το κήρυγμα (Ματθ. 10, 16). Ο την αρετήνταύτην έχων εστι κατάλληλος προς το υψηλόν αξίωμα του επισκόπου». (Μάθημα Ποιμαντικής – Νεκταρίου Κεφαλά, Αθήναι 1898, σελ. 169).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

Κυριακή, Φεβρουαρίου 18, 2018

Π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος: «Τὸ Καρναβάλι ὡς πομπὴ τοῦ Σατανᾶ πού ἔχουμε ἀποταχθεῖ κατὰ τὸ ἅγιό μας Βάπτισμα»


Εἴμεθα εἰς τὴν πρώτη μυσταγωγικὴ Κατήχηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Εἴδαμε μέχρι τώρα κάποια στοιχεῖα νὰ μᾶς λέγει γιὰ τὸ Βάπτισμα, καὶ ὅτι ἐγίνετο μία προκαταρκτικὴ ἐργασία, προκειμένου μετὰ νὰ προχωρήσουν εἰς τὸ Βάπτισμα.
 Ἕνα στοιχεῖο τῆς προκαταρκτικῆς ἐργασίας ἦταν ἡ ἀπόταξις τοῦ Σατανᾶ.
 Ἐκεῖνο τὸ «ἀποτάσσομαι σοί, Σατανᾶ». 
Αὐτὸ βεβαίως ἔχει μία περαιτέρω ἀνάλυση.
 Καὶ λέγει μετὰ ἀπὸ τὸ «ἀποτάσσομαι σοῖ, Σατανᾶ», ἀποτάσσομαι καὶ ὅλων τῶν ἔργων σου. 
Καὶ ἔργα τοῦ διαβόλου, ὅπως μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ ἅγιος Κύριλλος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Κατόπιν λέγει «ἀποτάσσομαι σοὶ Σατανᾶ»- τὸ «ἀποτάσσομαι» πάντα ὑπονοεῖται· ὅπως καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, «Πιστεύω» καὶ τὸ «Πιστεύω» προτάσσεται ἀλλὰ ὑπονοεῖται στὸ κάθε ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως- ἔτσι καὶ ἐδῶ «καὶ πάση τὴ πομπή σου». Δηλαδὴ θέλω νὰ φύγω κι ἀπὸ κάθε πομπή σου. Ἀποτάσσομαι λοιπὸν κι ἀπὸ κάθε πομπή σου.
Καὶ τί εἶναι ἡ «πομπή»; Λέγαμε τὴν περασμένη φορὰ ὅτι εἶναι ἡ θεατρομανία. Ἐδῶ ἄς μου ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ κάτι γιὰ τὸ καρναβάλι, ὅτι καὶ αὐτὸ εἶναι μία πομπὴ τοῦ Σατανᾶ. Ὅταν ὑπάρχει μάλιστα αὐτὴ ἡ μεταμφίεσις καὶ μάλιστα μὲ πρόσωπα τερατώδη, τραγίσια, φοβερά, δαιμονικά. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πράγματι μία πομπὴ τοῦ Σατανᾶ.
Ἂν ἐρωτήσετε, γιατί πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι μεταμφιέζονται, καὶ παίρνουν μὲ μάσκες τὸ πρόσωπο ἑνὸς τραγιοῦ, κατσίκας, μὲ κέρατα κ.λπ. 
πού εἶναι βεβαίως γνωστότατο, οἱ ρίζες τοῦ καρναβαλιοῦ εἶναι...

εἰδωλολατρικές, καὶ μάλιστα βακχικῆς προελεύσεως, δηλαδὴ στὴ λατρεία τοῦ Διονύσου γινόταν αὐτό· ὁ Διόνυσος δὲν εἶναι θεότης ντόπια, ἑλληνική, εἶναι φρυγικὴ καὶ εἰσήχθη ὡς λατρεία στὴν Ἑλλάδα· κατώτερος θεός, τῆς μέθης, τοῦ ἀφροδισιασμοῦ κ.λπ., γιατί, ἴσως δὲ νὰ μὴν τὸ ξέρατε αὐτό, συναντοῦμε σὲ ὅλες τὶς παραδόσεις τῶν λαῶν, ὅλων τῶν φυλῶν, ὅλης της γής, τῆς θεότητας ποὺ λατρεύουν, νὰ εἶναι αὐτοῦ το τύπου, μία τραγίσια μορφὴ μὲ κέρατα. Ἁπλούστατα, διότι ὁ διάβολος ἐνεφανίζετο εἰς τοὺς ἀνθρώπους μὲ αὐτὴν τὴν μορφήν. Γι’ αὐτὸ βρίσκομε σὲ ὅλες τὶς παραδόσεις τῶν λαῶν, τὶς λατρευτικές τους παραδόσεις, αὐτὲς τὶς δύσμορφες, τὶς ἄσχημες μορφές, γιατί εἶναι δαιμονικές. Τώρα γιατί παίρνουν αὐτὴν τὴν μορφήν; Ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέπει αὐτὸ γιὰ νὰ γίνεται φανερὸ ὅτι τέτοιες θεότητες δὲν μποροῦσαν νὰ εἶναι ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό.
 Γι’ αὐτὸ σας ξαναλέγω, ἔχομε αὐτὴν τὴν πανομοιότυπη φόρμα, θὰ ἔλεγα καλύτερα, ἕνα ἀρχέτυπο· καὶ τὸ ἀρχέτυπο αὐτὸ εἶναι σταθερό, καὶ εἶναι ὁ διάβολος. Ἔτσι, σ’ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ καρναβαλιοῦ, ἔχομε τὶς μεταμφιέσεις, ποὺ πολλὲς μορφὲς εἶναι τερατώδεις καὶ μάλιστα μὲ στὺλ τραγιοῦ.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2018

Χριστιανισμός καί καρναβάλι

του Θωμά Ε. Σολδάτου
(Καθηγητή Θεολογίας του Γυμνασίου Καλυθιών)
Μέσα στο πάντρεμα των δυο κολοσσιαίων δυνάμεων του ελληνισμού και του χριστιανισμού, ήθη και έθιμα άξια μετάδοσης και μη, πέρασαν ανάμεσα στις γενεές και έφτασαν ως τις μέρες μας, χωρίς οι περισσότεροι να γνωρίζουμε τι έθιμα είναι αυτά, από πού προέρχονται και τι σημαίνουν.
ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ...


Ένα τέτοιο έθιμο είναι και η Αποκριά! Η Αποκριά έχει ειδωλολατρική προέλευση. Στα γλέντια αυτά και στα ξεφαντώματα, βρίσκονται τα υπολείμματα θρησκευτικών τελετών, που τα πανάρχαια χρόνια οι λαοί διεξήγαγαν, γιορτάζοντας την έναρξη κάθε καινούργιου χρόνου, ή την αρχή μιας νέας εποχής, της άνοιξης, προσδίδοντας ένα μαγικό χαρακτήρα για ευωχία και καλή σοδιά ξεγελώντας τα κακά πνεύματα της φύσης. Τέτοιες τελετές βρίσκουμε στους αρχαίους Έλληνες, με τις οργιαστικές τελετές προς τιμήν του θεού Διονύσου, καθώς και στα Κρόνια όργια, που γίνονταν στο τέλος κάθε χρόνου προς τιμή του θεού Κρόνου, του προστάτη της σποράς και της γονιμότητας. Οι γιορτές αυτές είναι τα περίφημα Σατουρνάλια των Ρωμαίων (από το λατινικό Saturn = Κρόνος), που είναι βελτιωμένη έκδοση των αρχαίων ειδωλολατρικών τελετών. Η λέξη "ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ" προέρχεται από την λατινική λέξη "CARNEVALE" που σημαίνει "ΑΝΤΙΟ ΚΡΕΑΣ". Εξ ου και το δικό μας "ΑΠΟΚΡΕΩ", με το οποίο ονόμαζαν οι Βυζαντινοί την τελευταία ημέρα της ΚΡΕΑΤΟΦΑΓΙΑΣ, χαρακτηρίζοντας έτσι μια περίοδο του εκκλησιαστικού εορτολογίου. Στις εορταστικές αυτές τελετές κάθε έννοια ηθικής καταργούνταν, και μέσα στη γενικότερη αυτή αποδόμηση, οι συμμετέχοντας επιδίδονταν σε κάθε είδους ανηθικότητες, καλύπτοντας την ταυτότητά τους πίσω από την μεταμφίεση.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η εκκλησία έχοντας επίγνωση του μαγικο-θρησκευτικού πυρήνα πίσω από τον οποίο κρύβονταν οι αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες είχε τρεις επιλογές. Η πρώτη ήταν να τις απορρίψει, καταδικάζοντάς τες, ως ειδωλολατρικές. Η δεύτερη, να τις υιοθετήσει συλλήβδην και να τις ενσωματώσει μέσα στη νέα πίστη. Και η τρίτη, να τις αγνοήσει, κρατώντας απέναντι τους μια στάση ουδετερότητας αλλά χωρίς να παύει σε κάθε ευκαιρία να τονίζει την παγανιστική τους προέλευση. Η τρίτη επιλογή κρίθηκε ατύπως προτιμότερη, για τον απλούστατο λόγο ότι ο λαός κουβαλώντας μια τέτοια προγονική παράδοση αιώνων, δεν θα ακολουθούσε εύκολα και αγογγυστί, διότι μέσα στα κύτταρά του κουβαλούσε ιστορικές καταβολές, που μόνο με παιδεία, κατανόηση και αγάπη εκ μέρους της Εκκλησίας, θα μπορούσε κάποτε, ίσως, να αποποιηθεί και να συνειδητοποιήσει αν όχι το βλαβερό, σίγουρα όμως το ανούσιο και αποπροσανατολιστικό των μαγικο-παγανιστικών αυτών τελετών.
Βεβαίως πρέπει να αναφέρουμε πως η Εκκλησία καταδίκασε και απέρριψε τις γιορτές του καρναβαλιού με την 6η Οικουμενική Σύνοδο του 692, όμως με μια υπέροχη στάση ανοχής και αγάπης παρακολούθησε το λαό να το συνδέει, έστω και τυπικά, με το εορτολόγιο της Εκκλησίας, μέσω της εξαγνιστικής Σαρακοστής. Δηλαδή συνδυάζεται το γλέντι ο χορός και το ξεφάντωμα, με την αυστηρή νηστεία και τη λατρεία της Μ. Τεσσαρακοστής, η οποία θα επακολουθήσει. Και θα απαιτήσει από τον πιστό λαό να ακολουθήσει την κατανυκτική λατρευτική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας, με τα Απόδειπνα, τους Κατανυκτικούς εσπερινούς και τους Χαιρετισμούς, την μεγάλη πορεία προς το κέντρο των εκδηλώσεων, την Μεγάλη Κυριακή του Πάσχα.
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ
Ποια όμως ήταν η φιλοσοφία και ο σκοπός του καρναβαλιού στους αρχαίους; Τι ήθελε να πετύχει;
Την ανατροπή (αποδόμηση) της τάξης των πραγμάτων.
1. Την αμφισβήτηση των αξιών και της ιεραρχίας
2. Την κατάργηση των ορίων και των καθιερωμένων ηθικών νόμων. Κάνει πέρα όποια άλλη επιταγή και τα ορίζει όλα από την αρχή ανάποδα. Με τις παραπλανητικές μεταμφιέσεις και την εθιμοτυπία της «τρέλας» στο λαό με τον αποκαλυπτικό και τολμηρό λόγο του πρόστυχου, το αναποδογύρισμα έχει αρχίσει. Έτσι τα άτομα που συμμετέχουν στο καρναβάλι δεν μπορούν να καθοριστούν ούτε από φύλο, ούτε από ηλικία, αλλά η «τρέλα» αντικαθιστά τη σοβαρότητα, η κατάχρηση τη συνήθη τιμιότητα, ο αισθησιασμός την εγκράτεια, η ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα τον αυστηρό έλεγχο, η αταξία την τάξη. Κάποιος διαβάζοντας αυτά μπορεί να πει: «όλα αυτά γίνονται αθώα για το έθιμο!» Βεβαίως!
Όμως όλα από αθώα ξεκινάνε! Το ντύσιμο της Αποκριάς με την απροσωπία του καταλήγει και μέσα στο «έθιμο» και έξω από αυτό παρωδία. Στην Πάτρα ας πούμε τα λεγόμενα «μπουρμπούλια» έθιμο είναι, που όλοι μασκαρεμένοι, επιδίδονται σε σεξουαλικά όργια, χωρίς να γνωρίζουν ούτε και οι ίδιοι ποιους ερωτικούς συντρόφους επιλέγουν!!! Έτσι από το «αθώο» αποκριάτικο ντύσιμο χωρίς να το καταλάβουμε μετακινούμαστε στο αποκριάτικο «αθώο» γδύσιμο, με όλα τα επακόλουθά του. Στον Τύρναβο οι Μπουρανήδες χορεύουν γύρω από φαλλικά ομοιώματα.... γιορτάζοντας τον ερχομό της άνοιξης και την... αναγέννηση της φύσης! Και ας μην ξεχνάμε, πως κάποιοι πίσω από μια μάσκα και στο τέλος κάθε ειρηνικής πορείας αμαυρώνουν τις ειρηνικές επετειακές εκδηλώσεις οι οποίες καταλήγουν σε καταστροφή δημοσίων και ιδιωτικών περιουσιών.
Ο Χριστιανισμός είναι υπέρ του ΠΡΟΣΩΠΟΥ ως εικόνα Θεού, ο οποίος ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΗΚΕ ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟ στον άνθρωπο και προτάσσει την τελείωση του ανθρώπου μέσα από τον προσωπικό του αγώνα, για να φτάσει στην ύψιστη ηθική τελείωση καθ' επιταγή του Δημιουργού του. Κάθε παρέκκλιση από το σκοπό αυτό η Εκκλησία δεν το επικροτεί, χωρίς όμως πάντα και ευθέως να το καταδικάζει. Με την τέλεια αγάπη της, ανέχεται και υποδεικνύει σιωπηλά το σωστό δρόμο, τη σωστή πορεία και καλεί τους ανθρώπους να γνωρίσουν την αλήθεια. Και τότε μόνος του ο καθένας θα εγκαταλείψει τα προσωπεία αυτά, που δεν συνεισφέρουν σε τίποτα στον αγώνα του, αλλά αντίθετα τον αποπροσανατολίζουν και τον παραπλανούν.
Πιστεύω ότι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εορτή, το Καρναβάλι αποτελεί πρόκληση για τον κάθε Χριστιανό, ο οποίος καλείται να μην παραδίδεται απαίδευτα στα πολιτιστικά δρώμενα της κοινωνίας, όσο κι αν αυτό είναι της μόδας σήμερα, αλλά, αντίθετα, να τα ελέγχει γνωρίζοντας την προέλευση τους.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2018

Το ψέμα της Νέας Εποχής

Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου
ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
Γεννηθήκαμε σέ μιά ἐποχή ἀναμετρήσεων. Μιά ἐποχή πού μοιάζει βέβαια μέ ἄλλες, ὅμως ἔχει τήν δική της ξεχωριστή σφραγίδα, ἀφοῦ ἡ ἱστορία δέν ἐπαναλαμβάνεται. Ἕνα χαρακτηριστικό τῆς ἐποχῆς αὐτῆς εἶναι ἡ ἐκπληκτική καί ταχύτατη διάχυση τοῦ κακοῦ, ἡ παρουσία του σέ συνεχῶς ἐναλλασσόμενες μορφές. Αὐτός πού μπορεῖ νά δεῖ, θλίβεται βλέποντας νά ἐνεργεῖται σέ ἕνα κόσμο κόσμημα τό μυστήριο τῆς ἀνομίας (Β΄ Θεσ. 2,7).
Εἴμαστε μακριά ἀπό τά χρόνια τῆς σχετικῆς ἀθωότητας, ὅπου ἁπλά ὁ λύκος παραμόνευε νά ξεμοναχιάσει τά πρόβατα. Ὁ λύκος πλέον ἔχει μεταμφιεσθεῖ σέ βοσκό καί παριστάνει ὅτι τά φυλάει. Ἔχει φορέσει τό προσωπεῖο τῆς κυβέρνησης, τοῦ προέδρου, τοῦ παγκόσμιου ὀργανισμοῦ, καί καταχρᾶται τήν συμπυκνωμένη ἐξουσία πού βρίσκεται στά χέρια του. Οἱ φαινομενικά ἰσχυροί παρουσιάζονται στό προσκήνιο σάν σωτῆρες μέ εὐαισθησίες καί φιλότιμοι ἐργάτες τοῦ συλλογικοῦ συμφέροντος, στήν πραγματικότητα ὅμως δέν εἶναι παρά μία καλλωπισμένη βιτρίνα, πού ὑπηρετεῖ τούς σκοπούς μιᾶς παγκόσμιας ἐλίτ. Ἡ τελευταία ἀποτελεῖται ὄχι ἀπό ἁπλῶς “ἄφρονες πλουσίους”—κεφαλαιοκράτες, πού ἀρέσκονται νά ἐπιδεικνύουν τόν πλοῦτο τους, ἀλλά ἀπό τούς οἰκονομικά πανίσχυρους, οἱ ὁποῖοι φροντίζουν νά μένουν στήν ἀφάνεια.
Αὐτή ἡ μικρή ὁμάδα πού ἐξουσιάζει ἀπό τά παρασκήνια, χρωματίζεται ἀπό μεταφυσικές ἀρχές πού ἀνάγονται στόν ἀποκρυφισμό καί τόν γνωστικισμό. Σέ αὐτά βασίζεται καί ἡ φιλοσοφία τῆς “νέας τάξης” πραγμάτων. Τό πνεῦμα τῆς νέας ἐποχῆς χρησιμοποιεῖ τόν ζωδιακό διαχωρισμό τῆς ἱστορίας. Μιλᾶ γιά τό χρονολογικό τέλος τῆς ἐποχῆς τοῦ ἰχθύος καί τήν ἀρχή τῆς ἐποχῆς τοῦ ὑδροχόου. Ὁ ἰχθύς εἶναι σύμβολο τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί κατ’ αὐτούς ἡ ἔλευση τῆς νέας ἐποχῆς θά σημάνει καί τό τέλος τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σκοπίμως παρερμηνεύεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι θά εἶναι μαζί μας μέχρι τό τέλος τοῦ αἰῶνος, ἐφόσον μεταφράζουν τόν ἀναφερόμενο αἰῶνα σάν μιά ἱστορική περίοδο πού ἀναγκαστικά θά τελειώσει. Αὐτό φυσικά δέν ἀληθεύει, ἀφοῦ  ὁ Χριστός μέ τόν ὄρο αἰῶνας ἐννοεῖ τό διάστημα τῆς ἱστορίας ἕως τήν Δευτέρα Παρουσία. Σύμφωνα μέ τούς ὀπαδούς τῆς νέας τάξης, ὅπως στήν ἐποχή τοῦ Ἰχθύος ἡ κυρίαρχη φιγούρα τοῦ Χριστοῦ ἔπαιξε καταλυτικό ρόλο στήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί στήν ἐποχή τοῦ Ὑδροχόου ἀναμένεται ἕνας ἡγέτης παγκοσμίου ἐμβελείας, ὁ ὁποῖος θά μυήσει τήν ἀνθρωπότητα μέ μαγικό τρόπο σέ πιό προηγμένο ἐπίπεδο συνειδητότητας. Ὁ Χριστός ὑποβιβάζεται σέ μύστη, ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους, καί τό περιεχόμενο τῶν Γραφῶν θεωρεῖται τροχοπέδη γιά τήν πνευματική ὠρίμανση τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς ἰσχυρισμούς τῆς νέας τάξης, ἀπό ἐδῶ καί πέρα οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά στραφοῦν πρός τόν νέο Μεσσία, ὁ ὁποῖος θά ἐπωμισθεῖ τήν καθοδήγηση τῆς ἀνθρωπότητας σέ μιά ἐποχή εἰρήνης, ἰσότητας καί ἀνώτερης φώτισης.
Οἱ θέσεις τῶν ἀποκρυφιστῶν αὐτῶν ἐρείδονται σέ μία βασική διαστρέβλωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ὁ ὄφις δέν θεωρεῖται ὡς μία δόλια παρουσία πού μέσω τῆς πλάνης προκάλεσε τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὡς προμηθεϊκή φιγούρα, δηλαδή εὐεργέτης τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή σέ αὐτόν τάχα ὀφείλεται ὁ ἐμπλουτισμός τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μέ τό πνεῦμα. Τά λόγια τοῦ διαβόλου, ὡς μόνου φορέα τοῦ φωτός (Ἑωσφόρου), θεωροῦνται πέρα ὡς πέρα ἀληθινά, ἀφοῦ ὁ διάβολος κατέστησε ἱκανό τόν ἄνθρωπο νά διακρίνει ἀνάμεσα στό καλό καί τό κακό καί νά ὀρθωθεῖ ὡς ἴσος μπροστά στόν Θεό. Ἀποσπασμένος ἀπό τόν Θεό ἔχει πλέον αὐτογνωσία, συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς ξεχωριστῆς ὀντότητας μέ ἐλευθερία βούλησης. Οἱ νοητικές του λειτουργίες φέρουν μέσα τους τό θεϊκό στοιχεῖο, ὅπου ἀνακαλύπτοντας το μπορεῖ ὁ ἴδιος νά γίνει Θεός.
Στόν πυρῆνα τῆς ἰδεολογίας τῆς νέας τάξης πραγμάτων βρίσκεται αὐτό ἀκριβῶς τό εὐαγγέλιο τοῦ ὄφεως, πού ἐνῶ ἐμπνέεται ἀπό μίσος πρός τόν Θεό καί τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, παρουσιάζεται ὡς ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἕναν θεό μοχθηρό.
Ἡ παγκοσμιοποίηση ὑποκρίνεται ἀνεκτικότητα στήν διαφορετικότητα. Στό πλαίσιο τῆς ἰδεολογίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει θεός, χάνεται ἡ ταπείνωση καί ἡ ἐπαφή μέ τό θεῖο. Ἐν συνεχεία, ἡ ὑποταγή στά προσωπικά πάθη θεμελιώνεται ὡς κανόνας, μέ τό πρόσχημα ὅτι προάγει τήν ἀτομικότητα. Στήν οὐσία δέν εἶναι παρά μιά ἔμμεση προτροπή γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου τῆς νέας τάξης.
Ἄν ἐξετάσουμε τά πράγματα ἀντικειμενικά, θά βρεθοῦμε μπροστά σέ μιά ἐντέχνως καλυμμένη ἀπέχθεια, μίσος καί βαθειά διάθεση γιά τήν κατάλυση τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας. Ἕνα πλῆθος ἡγετῶν ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς τό ὅραμα μιᾶς ὑφηλίου ὑπό τήν ἐξουσία ἑνός παγκόσμιου κέντρου διακυβέρνησης μέ σημαία τήν ἑνότητα, πού θά καλλιεργήσει τήν ἀλληλοκατανόηση καί τόν σεβασμό μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὑπερβαίνοντας γεωγραφικά ἤ ψυχικά σύνορα. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἁπλά τό δόλωμα γιά ὅσους στεροῦνται κριτικῆς σκέψης. Ἀφοῦ ὑπονομεύσουν τίς ἀξίες πού καθιστοῦν δυνατή τήν οὐσιαστική κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί ἀπομονώσουν κάθε ἄνθρωπο στό κάστρο τοῦ ἀτομικισμοῦ του, ὁδηγώντας τον ἔτσι σέ ἀπόγνωση καί ἀνασφάλεια, οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι, κυριευμένοι ἀπό τό ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης, θά ζητήσουν νά γίνουν πολτός στόν ἀναδευτῆρα τῆς παγκοσμιοποίησης.
Οἱ ἀρχιτέκτονες αὐτοῦ τοῦ συστήματος διακυβέρνησης ἐργάζονται ἀκατάπαυστα. Ἡ τακτική μέ τήν ὁποία προσπαθοῦν νά ἐπιτύχουν τήν ψυχολογική κατάρρευση τῶν ἀνθρώπων ἔχει σάν κέντρο της τόν φόβο. Ὅταν κάποιος βρίσκεται σέ καθεστώς φόβου, οἱ κινήσεις του εἶναι τυφλές καί προσπαθεῖ νά κρατηθεῖ ἀπό τό πρῶτο πράγμα πού θά τόν κάνει νά αἰσθανθεῖ ἀσφαλής. Αὐτό ἐκμεταλλεύονται οἱ κυβερνῶντες σκηνοθετώντας καταστροφικά γεγονότα. Αὐτονόητο εἶναι ὅτι δέν τούς ἐνδιαφέρει νά λύσουν τά ἤδη ὑφιστάμενα προβλήματα, ἀφοῦ συμβάλλουν στήν γενικότερη κοινωνική κατάρρευση. Ἄν προκύψουν ἀμφιβολίες ἤ δυσαρέσκεια γιά τήν πολιτική τους, ὁπλίζουν τό ψυχολογικό ὁπλοστάσιο τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημέρωσης, γιά νά ἀφαιρέσουν τήν κριτική σκέψη τῶν ἀνθρώπων.
Τό κακό ἔχει ἐξαπολύσει μιά ἄνευ προηγουμένου ἐπίθεση κατά τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί κατά τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας πιστούς καί φιλάνθρωπους, πῶς μποροῦμε νά μένουμε ἀμέτοχοι; Καί ἄν ἀποφασίσουμε νά ἀντιταχθοῦμε στό κακό, πῶς θά μπορέσουμε νά τό ἐπιτύχουμε παρά μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ; Μά ὁ Χριστός δέν ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς ἁπλή συναίνεση. Ζητάει ὑπέρβαση. Δέν ζητᾶ μισθωτούς ἐργάτες. Ζητᾶ ἐλεύθερους φίλους. Δέν ζητᾶ λίγο χῶρο στήν ψυχή μας, ἀλλά ὁλόκληρη τήν ψυχή μας. Δέν ζητᾶ νά κάνουμε ἐλιγμούς, γιά νά ἱκανοποιήσουμε καί Θεό καί ἀνθρώπους. Ζητᾶ νά εἴμαστε ἀνυποχώρητοι, ἄν οἱ ἄνθρωποι στέκονται ἐμπόδιο στήν ἀφιέρωσή μας σ’ Ἐκεῖνον. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τά πάντα, γι’ αὐτό καί μᾶς ζητᾶ τά πάντα.
Ἡ χριστιανική συνείδηση γνωρίζει ὅτι τά πάντα γίνονται ἐπειδή τά παραχωρεῖ ὁ Θεός. Καί τά παραχωρεῖ ἐπειδή γνωρίζει νά ἐξάγει ἀπό τό κακό ἀγαθό, δίνοντας μας τήν εὐκαιρία νά σφυρηλατηθοῦμε στήν δοκιμή, στήν ὑπομονή, στήν ἐλευθερία, στό μαρτυρικό φρόνημα, στήν καλλιέργεια τῆς ἀγάπης. Τά πάντα ἐνέχουν τήν θεϊκή σοφία καί ἀγάπη, πού παραμένει σέ μᾶς ἀνεξιχνίαστη.
Μποροῦμε νά κάνουμε ὁ καθένας τήν δική του ἐπανάσταση μέ μιά ὁμολογία τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τόσο ἐξωτερικά, ἀλλά μέσα ἀπό οὐσιαστικό πνευματικό ἀγώνα. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δύναμη πού ἀνατρέπει κάθε ἀντίθεη δύναμη. Ἀπό τήν στιγμή πού καθένας μας μεταμορφώνεται ἐσωτερικά, αὐτόματα συμμεταβάλλεται καί ὁ κόσμος, ἐπειδή κάθε ἄνθρωπος εἶναι μέρος τοῦ κόσμου. Ἐξάλλου, δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού θά κερδίσουμε τήν μάχη μέ τόν διάβολο, ἀλλά Ἐκεῖνος πού τό ἔχει κάνει ἤδη καί ἔχει τήν δύναμη νά ἀποκαταστήσει ὁλόκληρη τήν δημιουργία στήν θεϊκή δόξα. Ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε νέα ἐποχή. Γνωρίζουμε τήν “καινή κτίση”, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἄς γινόμαστε ἁπλοί καί ταπεινοί, ὥστε νά μᾶς φωτίζει μέ τήν ἄκτιστη Χάρη Του καί νά μᾶς καθιστᾶ “υἱούς φωτός καί ἡμέρας”.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2018

Ο διάβολος είναι πρόσωπο, μια συγκεκριμένη οντότητα



Κατά την βιβλιοπατερική παράδοση ο διάβολος δεν είναι προσωποποίηση των παθών, αλλά πρόσωπο που δημιουργήθηκε από το Θεό ως άγγελος και όταν έχασε την κοινωνία μαζί του έγινε σκοτεινό πνεύμα, διάβολος. 
Ο διάβολος, ως πρόσωπο, έχει αυτεξούσιο, δηλ. ελευθερία, την οποία δεν παραβιάζει, ούτε καταργεί ο Θεός.

Το μυστήριο της ανομίας ενεργείται στην ιστορία, ο διάβολος εξακολουθεί να γεννά το κακό και να κάνει το καταστροφικό του έργο από τη στιγμή που εμφανίσθηκε η Εκκλησία. Η βιβλική και πατερική παράδοση, έξω από κάθε θεωρητική και ηθική θεώρηση του καλού και του κακού, μιλά για τον πονηρό αντίπαλο του Θεού και τον εχθρό του ανθρώπου. Είναι ο διάβολος στον οποίο υπάρχει μόνο η άρνηση και ο οποίος καταστρέφει και νεκρώνει τα πάντα, γιατί είναι πνεύμα νεκρότητας κατ’ αποβολήν της όντως ζωής.
Συνεπώς ο διάβολος είναι μια συγκεκριμένη οντότητα, μια συγκεκριμένη ύπαρξη. Εισέρχεται με την ύβρη, την οίηση και την πλάνη στην ιστορία, ως θεοκτόνος και ανθρωποκτόνος, σαν η απάτη και το ψέμα του μηδενός, σαν το παράσιτο που παρωδεί και περιπαίζει τη δημιουργία και τον άνθρωπο. Η αμαρτία, τα πάθη, ο θάνατος είναι το κακό που εκείνος γεννά με τη διαστροφή και το μίσος του και πάνω στο οποίο ασκεί την εξουσία και κυριαρχία του. Το κακό δεν είναι άθροισμα ανθρωπίνων πράξεων, αλλά μία ενεργός πρόκληση που έχει τη ρίζα της στη δαιμονική αρχή, σε μία αρχή δηλαδή έξω από τον άνθρωπο και τη φύση του και που η ανθρώπινη ελευθερία μπορεί να δέχεται ή να αρνείται.
Ο διάβολος προήλθε από τη βούληση και ενέργεια του Θεού. Οι δαίμονες δεν δημιουργήθηκαν δαίμονες από το Θεό εξ αρχής, γιατί ο Θεός δεν δημιούργησε το κακό, αφού τα πάντα εποίησε καλά λίαν. Εδημιουργήθηκαν άκακοι κατά την ουσία και τη φύση τους, ελεύθεροι, ανεξάρτητοι και αυτεξούσιοι κατά τη θέληση και επιθυμία τους, όπως ακριβώς συνέβη με τους αγγέλους. Μετά δε την οικειοθελή πτώση τους από την αλαζονεία τους τα λεπτά, αερώδη και άχραντα σώματά τους μετεβλήθησαν σε ζοφώδη και άμαυρα, ένυλα και εμπαθή.
Επειδή κατά τη δημιουργία τους οι δαίμονες συνέστησαν ολόκληρο τάγμα θεωρείται ότι είναι πολυάριθμοι και διακρίνονται σε ομάδες και τάξεις. Το πλήθος των δαιμόνων και η διάκρισή τους σε ομάδες και διαβαθμίσεις στηρίζεται στην πολυωνυμία και στο έργο τους. Όντες λοιπόν οι δαίμονες πολυάριθμοι και ποικιλώνυμοι αγωνίζονται αδιάλειπτα για την ματαίωση του απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Μη δυνάμενοι να βλάψουν αμέσως το Θεό, στρέφονται προς τους ανθρώπους και τους πολεμούν με την δαιμονώδη σοφία τους, θολώνουν τις βουλές μας, μας πειράζουν δημιουργώντας πειρασμούς, κάνουν τα πάντα για να πληγώσουν τον άνθρωπο, ενεργούν δια των παθών, μας πολεμούν με τις θλίψεις, φέρουν εμπόδια στην προσευχή. Μετέρχεται τόσους τρόπους ώστε εάν ο Θεός είναι ο Ων, ο διάβολος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο μετασχηματιζόμενος.
Ο πειρασμός και ο πόλεμος του διαβόλου δεν είναι ποτέ πάνω από τις δυνάμεις των ανθρώπων, δε βιάζει το αυτεξούσιο και δεν θίγει το φυσικό λογισμό του, που ο Θεός έδωσε να κρατά με τη διάθεση και ελευθερία του. Η δύναμη του διαβόλου δεν είναι αναγκαστική, αλλά εξαρτάται πάντοτε από την ελευθερία μας. Το να υποκύψουμε στους πειρασμούς είναι υπόθεση ιδική μας. Ή το να κάνει κράτος και να ασκεί εξουσία ο Σατανάς, αυτό συνδέεται με την ενεργό απόφαση του ανθρώπου, που διαστρέφοντας την ελευθερία του, λέει όχι στο Θεό και ναι στο διάβολο. Οι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν πως ο άνθρωπος δεν μένει ποτέ μόνος. Αν αποδημήσει από τη Χάρη του Θεού, γίνεται ευάλωτος σατανικών επιδράσεων. Αν τα μέλη του ανθρώπου δεν τα χειρίζεται ο Χριστός ως άρματα, λέγει ο άγ. Συμεών ο Ν. Θεολόγος, τα χειρίζεται ο διάβολος, με την συγκατάθεση και τη συνεργασία του ανθρώπου.
Ο πιστός καλείται να είναι ο άνθρωπος της νήψεως και της προσευχής, γιατί ο σατανάς δε θα πάψει να διακωμωδεί και να περιπαίζει, να μεταμορφώνεται και να απατά, να διαφθείρει και να διαστρέφει το Ευαγγέλιο του Θεού και την ελευθερία του Σταυρού του Χριστού με το να υπόσχεται άνεση και ευτυχία. Και υπάρχει ο κίνδυνος να φθάσουμε στον πλήρη εξευτελισμό με την παράδοσή μας στους δαιμονικούς πειρασμούς, όπως σήμερα τους συναντούμε στις “Εκκλησίες” και τη λατρεία του Σατανά.
Αν ο διάβολος έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται σε άγγελον φωτός, τότε κατανοούμε πόσο μπορεί και σήμερα να πειράζει και να εξευτελίζει τον άνθρωπο με τα πιο αθώα, ευτυχή και χρήσιμα πράγματα. Καταφέρνοντας να μας στήνει την πιο έξυπνη παγίδα: το φαινομενικό θρίαμβο της ανθρώπινης ανεξαρτησίας.
Λέγουν πολλοί: δεν υπάρχει ούτε Θεός, ούτε διάβολος. Αλλά η άρνηση των δαιμόνων ισοδυναμεί με την απόρριψη της Θείας Οικονομίας της Αγίας Τριάδος. Ο Χριστός εξευτέλισε και απογύμνωσε τις δαιμονικές αρχές. Αλλά και η άρνηση της υπάρξεως του διαβόλου διευκολύνει όσο τίποτε το έργο του. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να γίνουμε θεατές των πιο καταπληκτικών σημείων και τεράτων του διαβόλου, με τα οποία ζητά να θρέψει το σύγχρονο άνθρωπο· με το να κάνει τις πέτρες ψωμί. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε μια εποχή μυστικών πλανών και ανθρωποκτόνων, που θα σημάνουν το νέο σκοτάδι της γης από την έκτη ως την ενάτη ώρα, μέσα στο οποίο θα εξαντλείται ο άνθρωπος και θα κενώνονται τα έργα του.
Η σατανιστική Βίβλος διακηρύσσει: “Δώσε χτύπημα για χτύπημα, περιφρόνηση στην περιφρόνηση, χαμό για χαμό με πρόσθετο τόκο σε τετραπλάσια, εκατονταπλάσια ισχύ”. “Εξουδετέρωσε κάθε συναίσθημα, όλα τα ταμπού και όλες τις αναστολές. Θανάτωσε όλους εκείνους που προσπαθούν να σου αφαιρέσουν αυτό το δικαίωμα”.
Η παντοδυναμία του Θεού, σύμφωνα με τη βούλησή του, δεν καταργεί την ελευθερία των λογικών όντων. Έτσι αφήνει τον διάβολο να εργάζεται το κακό, επειδή είναι πρόσωπο. Όμως περιορίζει το καταστρεπτικό του έργο με την αγάπη και τη φιλανθρωπία. Όταν ο άνθρωπος μετανοεί τον συγχωρεί και κατ’ αυτό τον τρόπο περιορίζει το βασίλειο του πονηρού, η τελική όμως κατάργηση του κράτους του διαβόλου θα γίνει κατά την Δευτέρα Παρουσία.
Το έργο του διαβόλου είναι καταστρεπτικό. Μισεί υπερβολικά τον άνθρωπο και όλη τη δημιουργία. Διακατέχεται από υπερβολική θανατηφόρο μισανθρωπία. Εμπνέει σκέψεις εναντίον του Θεού και του συνανθρώπου, επηρεάζει την βούληση του ανθρώπου, ενεργεί στη φύση οντολογικά. Οι Πατέρες λένε ότι επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν την ύπαρξη και μανία του διαβόλου, που εκδηλώνεται με τις προσβολές εναντίον της ψυχής, γι’ αυτό ο Θεός παραχωρεί να εισέρχεται και στο σώμα, ώστε όλοι να εννοήσουμε τη μανία του.
Ο σατανάς κατόρθωσε με απάτη και δόλο να υποδουλώσει στα πάθη και την αμαρτία τον άνθρωπο. Η αιτία που τον οδήγησε στην πράξη αυτή ήταν ο φθόνος. Εφθόνησε ο διάβολος τον Αδάμ, γιατί τον έβλεπε να διαμένει στο χώρο της ακέραιας και αναφαίρετης απολαύσεως, τον Παράδεισο, από όπου εκείνος δίκαια απομακρύνθηκε.
Αυτή η προσβολή και η προσπάθεια του διαβόλου, να παρασύρει τον άνθρωπο στα πάθη, μπορεί πολλές φορές, να γίνεται σταδιακά. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι ο Σατανάς δεν υπαγορεύει απευθείας την αμαρτία και την ξέχωρη από τη ζωή της Εκκλησίας βιοτή, αλλά “κατά μικρόν υποκλέπτει πανούργως” με το να υποψιθυρίζει στον άνθρωπο τη σκέψη ότι μπορεί να παραμένει στην αρετή και να γνωρίζει αφ’ εαυτού τι πρέπει να κάνει, χωρίς καν να εκκλησιάζεται και χωρίς να υπακούει στους ποιμένες και διδάσκαλους της Εκκλησίας. Και όταν κατορθώσει να τον βγάλει από τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, τον απομακρύνει από τη Χάρη του Θεού, αφού προηγουμένως τον παραδώσει στη δουλεία των παθών.
Γιατί, τώρα, παραχωρεί ο Θεός στον διάβολο να μας πολεμά; Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει πέντε λόγους:
· Ο πρώτος είναι για να έλθουμε σε διάκριση της αρετής από την κακία, διεξάγοντας αυτόν τον αγώνα.
· Ο δεύτερος, ώστε με τον αγώνα να διατηρήσουμε βέβαιη και αμετάθετη την αρετή.
· Ο τρίτος για να μην υπερηφανευόμαστε, προκόπτοντες στην αρετή, αλλά να θεωρούμε ότι είναι δωρεά Θεού.
· Ο τέταρτος για να μισήσουμε τελείως την κακία και ο πέμπτος για να μην ξεχάσουμε την δική μας ασθένεια και την δύναμη του Θεού, όταν φθάσουμε στην απάθεια.
Το κακό σήμερα είναι ότι η παιδεία και όλος μας ο πολιτισμός αγνοεί αυτή την πραγματικότητα. Όχι μόνο δεν τα αντιμετωπίζει, αλλά ούτε μιλάει για το διάβολο και την αμαρτία. Γι’ αυτό μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε, ότι αφήνουμε τον άνθρωπο αλύτρωτο, ανίσχυρο και αδύνατο.
Και μείς με την σειρά μας λησμονήσαμε σαν ορθόδοξοι ότι ανήκουμε στην Εκκλησία του Χριστού και εισερχόμεθα σ’ αυτήν όχι για να επιτελέσουμε ένα τυπικό καθήκον και να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας, αλλά για να θεραπευθούμε. Γιατί η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο, νοσοκομείο μέσα στο οποίο εισέρχεται ο άνθρωπος για να θεραπεύσει τον εσωτερικό του κόσμο και να απαλλαγεί από τα πάθη του και όχι για να ξεχωρίσει τον καλό του εαυτό. Από την άλλη πλευρά η κένωση των εκκλησιαστικών μυστηρίων είναι το πιο αποκαρδιωτικό φαινόμενο της εκκλησιαστικής μας ζωής. Γιατί ενώ τα μυστήρια δόθηκαν στην Εκκλησία για τη σωτηρία του ανθρώπου, να εξορκίζει, να πολεμά και να νικά το Σατανά, εμείς τα μετατρέψαμε σε ευκαιρίες ατομικής κενοδοξίας και κοινωνικής ματαιοδοξίας. Λησμονήσαμε φαίνεται “ότι όπου δεν είναι ο Χριστός, είναι οι δαίμονες, και εκεί που είναι οι δαίμονες οι ορθοί λογισμοί διαφθείρονται και διαστρέφονται”.
Αν αυτή την αλήθεια ζήσουμε θα βγούμε από τον εγκλωβισμό μας στην πλάνη του διαβόλου και της αμαρτίας και θα γίνουμε ελεύθεροι.
Ωστόσο δεν χρειάζεται φόβος. Όχι! Υπάρχει ο Χριστός, η Εκκλησία, η λατρευτική ζωή, η προσευχή, η πνευματική ανδρεία, η μετάνοια. Μια ορθοδοξία που δεν νικά, αλλά νικάται από το διάβολο, που δεν είναι φοβερή, αλλά φοβάται τους δαίμονες, δεν είναι του Χριστού και της Εκκλησίας.
Καλούμεθα να μαρτυρήσουμε μέσα από τη δογματική μας συνείδηση ότι Κύριος του κόσμου και της ιστορίας είναι ο Χριστός. Όποιος γνωρίζει την αλήθεια αυτός ούτε φοβάται ούτε απελπίζεται.
Σε απάντηση της ερωτήσεως, “συ ει ο ερχόμενος ή άλλον προσδοκούμεν;” ο Κύριος αποκριθείς είπεν: “πορευθέντες απαγγείλατε α είδατε και ηκούσατε· τυφλοί αναβλέπουσιν, χωλοί περιπατούν, λεπροί καθαρίζονται, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται. “Έφθασεν εφ’ ημάς η Βασιλεία του Θεού”.
Μακάρι να ζήσουμε την αλήθεια αυτή τίμια, βαθειά και ειλικρινά. Είναι ό,τι καλύτερο για μας, τον κόσμο μας, τα παιδιά και τους νέους μας για να ανακαλύψουμε το βαθύτερο νόημα της ζωής, την αληθινή φύση του ανθρώπου, την ελευθερία και τη θεογνωσία.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2018

Τα πνεύματα των νεκρών και εμείς

Από εδώ


ΤΟ ΙΔΙΟ, ΑΓΓΛΙΚΑ
  
Οι χριστιανοί έχουμε μια πολύ σοβαρή σχέση με τους νεκρούς μας. Συχνά μιλάμε μαζί τους και συνεχώς μιλάμε στο Θεό γι’ αυτούς.
Για την ακρίβεια, για μας, αυτοί που έχουν αφήσει το σώμα τους δεν είναι νεκροί αλλά ζωντανοί (μεταφορικά τους ονομάζουμε «κεκοιμημένους» = αυτοί που έχουν κοιμηθεί) και έτσι τους αντιμετωπίζουμε, ως ζωντανούς, που απλά έχουν φύγει και μένουν σε ένα άλλο μέρος. Τον τόπο, στον οποίο θάβουμε τα σώματά τους, τον ονομάζουμε «κοιμητήριο» (χώρο ύπνου).
Αντίθετα, νεκρούς θεωρούμε τους ανθρώπους που έχουν βγάλει έξω από την καρδιά τους το Θεό, την αγάπη Του και τη χάρη Του, είτε ζουν ανάμεσά μας είτε έχουμε μετακομίσει στον τόπο των ψυχών. Αυτός είναι ο πραγματικός θάνατος, η έξωση του Θεού από την καρδιά μας, ενώ, όταν Του επιτρέπουμε να μπαίνει στην καρδιά μας, είμαστε εντελώς ζωντανοί, είτε εδώ είτε στον τόπο των ψυχών.
Όταν λέμε ότι ο Θεός μπαίνει στην καρδιά μας δεν εννοούμε ότι μας καταλαμβάνει και διώχνει το πνεύμα μας και καταργεί την ελευθερία μας (αυτό ποτέ δεν το κάνει ο Θεός, το κάνουν μόνο ύποπτα πνεύματα). Εννοούμε ότι μπαίνει μέσα μας η χάρη του Θεού (η ζωοποιός αδημιούργητη, αιώνια και φωτεινή ενέργειά Του) και μας μεταμορφώνει φέρνοντάς μας πιο κοντά Του. Η μεταμόρφωση αυτή σχετίζεται άμεσα με τα μυστήρια της χριστιανικής Εκκλησίας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Θα δούμε παρακάτω, Θεού θέλοντος, τι ξέρουμε για τους κεκοιμημένους.

Ο Χριστός και οι νεκροί

Ο Χριστός στον κόσμο των νεκρών, ανάμεσα στις ψυχές (από εδώ).

Όταν ο Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό, η ανθρώπινη ψυχή Του μεταφέρθηκε στον τόπο των νεκρών (στα ελληνικά «Άδης»), όπου μίλησε στους νεκρούς, όπως είχε κάνει και στους ζωντανούς (δες γι’ αυτό την ορθόδοξη εικόνα «Εις Άδου κάθοδος», αλλά και τη μαρτυρία του μεγάλου και αγίου αποστόλου Πέτρου, μαθητή του Χριστού, στην πρώτη επιστολή του, που βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, κεφ. 3, στίχοι 19-20). Τότε πήρε τις ψυχές των νεκρών από τον Άδη και τις έφερε στον τόπο όπου πηγαίνουν οι ψυχές τώρα, τόπο που τον ονομάζουμε «ουρανό». Εκεί οι ψυχές των προ Χριστού νεκρών και οι ψυχές των ανθρώπων που έζησαν μετά το Χριστό, μαζί, περιμένουν την ανάσταση, για να ζήσουν στη βασιλεία του Θεού παίρνοντας πάλι τα σώματά τους, αλλά ως αθάνατα και φωτεινά πλέον σώματα.
Οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο έχοντας προχωρήσει προς το Χριστό με καθαρή καρδιά, στον ουρανό, τον τόπο των ψυχών, προγεύονται την απερίγραπτη ευτυχία που προκαλεί η σχέση με το Χριστό, η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός Του. Η ευτυχία αυτή είναι ανάλογη με την καλοσύνη τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε «παράδεισο».
Αντίθετα, εκείνοι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο περιορίζοντας την αγάπη τους στον εγωιστικό εαυτό τους, στον ουρανό προγεύονται την οδύνη που προκαλεί η σχέση με το Χριστό (τον οποίο δεν αγαπούν), η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός Του. Η οδύνη αυτή είναι ανάλογη με την παραμόρφωση που έχει προκαλέσει ο εγωισμός τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε «κόλαση».
Μια αναφορά στην ανάσταση και την τελική κατάσταση, στην οποία θα ζουν όλοι οι άνθρωποι, όλων των λαών και των εποχών, αλλά και όλων των θρησκειών, βρίσκουμε στα λόγια του ίδιου του Χριστού, στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφ. 25, 31-46. Την περιγραφή αυτή πρέπει να την κατανοήσουμε μέσα στα πλαίσια της αγάπης του Θεού προς όλους τους ανθρώπους και προς όλα τα πλάσματα. Ο Θεός δεν «στέλνει στην κόλαση» τους αμετανόητους αμαρτωλούς, αλλά η ίδια η κατάσταση της ψυχής τους είναι η κόλαση. Η κατάσταση, που δεν τους επιτρέπει να γευτούν την απερίγραπτη ευτυχία του παραδείσου.
Οι κεκοιμημένοι άγιοι

Ο σύγχρονος άγιος Ιωσήφ Βατοπεδινός (μονής Βατοπεδίου, που έγινε διάσημη στα ΜΜΕ για λάθος λόγους), νεκρός. Μετά την κοίμησή του στο πρόσωπό του σχηματίστηκε το χαμόγελο (φωτο πριν το χαμόγελο εδώ).


Με το να γίνει άνθρωπος, ο Χριστός ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση και πρόσφερε σε κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα να ενωθεί με Αυτόν. Επειδή όμως ο Χριστός είναι και Θεός, ο άνθρωπος που ενώνεται μαζί Του ενώνεται συγχρόνως και με το Θεό. Γι’ αυτό η ένωση με το Χριστό κάνει τον άνθρωπο «θείο πλάσμα», δηλαδή άγιο.
Ξέρουμε από την πείρα όλων των γενεών του χριστιανισμού, και ιδίως από την πείρα των αγίων διδασκάλων μας, ότι η ένωση με το Χριστό δεν γίνεται μόνο με το να είμαστε «καλοί άνθρωποι», αλλά προϋποθέτει τη θεία χάρη, γι’ αυτό μας δόθηκαν τα άγια μυστήρια της Εκκλησίας (βάπτισμα, εξομολόγηση, θεία Μετάληψη κ.λ.π.), με τα οποία ο άνθρωπος προετοιμάζει τον εαυτό του κατάλληλα και καλεί το Θεό να του στείλει τη χάρη Του.
Κάθε απλός άνθρωπος, που δέχεται μέσα του τη χάρη του Θεού και ανταποκρίνεται σ’ αυτήν αγαπώντας το Θεό και το συνάνθρωπό του και συγχωρώντας εκείνους που θέλουν να του κάνουν ή του έχουν ήδη κάνει κακό, πλησιάζει το Θεό τόσο, όσο έχει προοδεύσει σ’ αυτό το δρόμο. Γίνεται δηλαδή «λίγο άγιος». Ενώ εκείνοι που έχουν προχωρήσει πολύ σ’ αυτό το δρόμο και φτάνουν να αγαπούν το Θεό και τους άλλους, μέχρι και τους εχθρούς τους, πολύ περισσότερο από τον εαυτό τους, είναι οι κατ’ εξοχήν άγιοι, εκείνοι που συχνά αποκτούν από το Θεό το χάρισμα να κάνουν ακόμη και θαύματα.
Οι θερμές, ειλικρινείς και επίμονες προσευχές των ανθρώπων προς τον αληθινό Θεό εισακούονται, στο χρόνο και με τον τρόπο που Εκείνος θέλει. Οι προσευχές των αγίων εισακούονται περισσότερο, όχι μόνο όταν ζουν εδώ, ανάμεσά μας, αλλά κι όταν οι ψυχές τους έχουν φύγει για τον ουρανό και προγεύονται τον παράδεισο. Γι’ αυτό, όταν ο Θεός αποκαλύψει ότι ένας χριστιανός που κοιμήθηκε είναι άγιος, μιλάμε σ’ αυτόν (μέσω της προσευχής μας αλλά και με τις εκκλησιαστικές τελετές που γίνονται την ημέρα της μνήμης του) και τον παρακαλούμε να μεσιτεύει στο Θεό για μας και για όλο τον κόσμο. Επίσης, απευθυνόμαστε σ’ αυτόν ζωγραφίζοντας την εικόνα του ή αφιερώνοντας ένα ναό στο όνομά του. Υπάρχουν αναρίθμητες περιπτώσεις, που φανερώνουν ότι οι άγιοι ανταποκρίνονται από τον ουρανό και απαντούν στις προσευχές μας. Αυτό εννοούσα πριν, λέγοντας ότι συχνά μιλάμε με τους νεκρούς μας.
Ο Θεός αποκαλύπτει ότι ένας άνθρωπος είναι άγιος με διάφορους τρόπους: για παράδειγμα, τα οστά του μπορεί να ευωδιάζουν ή και να αναβλύζουν άρωμα (μύρο) ή να γίνονται θεραπείες ασθενειών ή άλλα θαύματα μέσω αυτών. Μπορεί να εμφανίζεται ο άγιος σε όνειρα ή οράματα ανθρώπων με καθαρή καρδιά κ.λ.π. Πάντα βέβαια προσέχουμε, ώστε να είναι αληθινές αυτές οι αποκαλύψεις, γιατί μπορεί να πρόκειται για απάτη ή για παγίδα του εχθρού, δηλαδή πονηρών πνευμάτων, που θέλουν να παραπλανήσουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν οπαδούς τους. Όταν είναι σίγουρο πως πρόκειται για αληθινή αποκάλυψη ενός αγίου, η Εκκλησία κατατάσσει τον άγιο και επίσημα στο ημερολόγιο και ορίζει μία μέρα αφιερωμένη στη μνήμη του. Συνήθως είναι η ημέρα της κοίμησής του και ονομάζεται «γενέθλιος ημέρα», γιατί εκείνη την ημέρα σα να γεννήθηκε στον ουρανό.
Η ύπαρξη των αγίων και οι παρεμβάσεις τους στη ζωή μας από τον ουρανό αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει μετενσάρκωση, ούτε και κάποτε θα «αφανιστούν» οι ψυχές, αλλά οι ψυχές των ανθρώπων είναι αιώνιες και παραμένουν πάντα οι ψυχές των συγκεκριμένων ανθρώπων, με το συγκεκριμένο όνομα, προσωπικότητα, αναμνήσεις, συναισθήματα κ.τ.λ. Και θα παραμένουν έτσι μέχρι να αναστηθούν και να ξαναπάρουν, άφθαρτο και αιώνιο, το σώμα τους, για να ζήσουν αιώνια ως ψυχοσωματικά όντα, χωρίς να ξαναπεθάνουν ποτέ πια.
Ακόμη κι ένας άνθρωπος που δεν είναι μεγάλος και θαυματουργός άγιος, αλλά που όμως η ψυχή του είναι καθαρή και προγεύεται τον παράδεισο, μπορεί να βοηθήσει τους ζωντανούς μεσιτεύοντας στο Θεό γι’ αυτούς. Μια τέτοια περίπτωση καταγράφεται στον Ευεργετινό, ένα αρχαίο ορθόδοξο βιβλίο, όπου ένας άγνωστος κεκοιμημένος άντρας (προφανώς ευρισκόμενος στην πρόγευση του παραδείσου) εμφανίστηκε και θεράπευσε το χτυπημένο πόδι ενός ταξιδιώτη, που είχε βρει το πτώμα του στο δρόμο και το είχε θάψει. Οι άνθρωποι που προγεύονται τον παράδεισο βλέπουν το δικό μας κόσμο, επειδή ο παράδεισος είναι η πιο στενή σχέση με όλα τα πλάσματα. Όμως οι άνθρωποι που προγεύονται την κόλαση δε βλέπουν το δικό μας κόσμο, επειδή η κόλαση είναι μια κατάσταση μοναχική, αφού ο εγωισμός των ανθρώπων εκείνων ουσιαστικά τους απομόνωσε αιώνια στον εαυτό τους.

Οι ψυχές και εμείς

Τις ψυχές των κεκοιμημένων δεν τις λατρεύουμε, γιατί ξέρουμε ότι λατρεία πρέπει να αποδίδουμε μόνο στον Τριαδικό Θεό. Οι ψυχές των ανθρώπων, όπως μας διδάσκει η Αγία Γραφή και όλοι οι άγιοι χριστιανοί διδάσκαλοι, δεν είναι από την ίδια ουσία με το Θεό, αλλά είναι δημιουργήματα του Θεού, δημιουργημένες από το μηδέν, όπως και τα σώματά μας και όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος. Μόνο η Αγία Τριάδα είναι αδημιούργητη. Ο Πατέρας προαιώνια γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα –Τους φέρνει σε ύπαρξη μέσα από την ουσία Του, δεν Τους δημιουργεί. Αντίθετα, τις ψυχές τις δημιουργεί, όταν ο άνθρωπος συλλαμβάνεται μέσα στη μήτρα της μητέρας του.
Οι ψυχές λοιπόν δεν είναι θεϊκές. Είναι ό,τι κι εμείς, που ζούμε εδώ: δημιουργήματα του Θεού, που κι αυτές λατρεύουν το Θεό και μόνον Αυτόν. Τους ανθρώπους τους αγαπάμε, είτε είναι εδώ είτε στον ουρανό, προσευχόμαστε στο Θεό γι’ αυτούς ή απευθυνόμαστε σ’ αυτούς, αν έχει αποκαλυφθεί από το Θεό ότι είναι άγιοι, αλλά δεν τους λατρεύουμε. Ούτε τους αγίους λατρεύουμε. Μόνο το Θεό.
Όταν λοιπόν ένας άνθρωπος φύγει από αυτό τον κόσμο για τον ουρανό, αρχίζουμε αμέσως να μιλάμε στο Θεό γι’ αυτόν. Προσπαθούμε έτσι να βοηθήσουμε την κατάσταση της ψυχής του, ώστε, αν δεν ήταν τόσο καλή ώστε να προγεύεται τον παράδεισο, ίσως την ανακουφίσουμε με τις προσευχές μας. Επειδή η κόλαση συνδέεται με πλήρη μοναξιά, δεν είναι παράξενο που το ενδιαφέρον των ζωντανών για τις ψυχές μπορεί, αν είναι θερμό, ειλικρινές και επίμονο, να προκαλέσει ρωγμές σ’ αυτή τη μοναξιά και ανακούφιση στην κατάσταση των ψυχών αυτών.
Το όραμα του αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου (τοιχογραφία Εμμ. Σηφάκη, Πέραμα Ρεθύμνης).

Το όραμα του αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου, που είναι γραμμένο στο Γεροντικό (ένα αρχαίο βιβλίο που παραθέτει τις ιστορίες των αγίων ασκητών της ερήμου), το αποδεικνύει αυτό. Ο άγιος Μακάριος, βαδίζοντας στην έρημο, ξέθαψε κατά λάθος με το ραβδί του ένα κρανίο. Έσκυψε λοιπόν, το έθαψε με σεβασμό και προσευχήθηκε για τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκε. Τότε του εμφανίστηκε η ψυχή και τον πληροφόρησε ότι, όταν ζούσε, ήταν λάτρης των δαιμόνων (ιερέας της Ίσιδος) και τώρα βρισκόταν στην κόλαση. «Και πώς είναι εκεί;» ρώτησε ο άγιος. «Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φωτιά» απάντησε η ψυχή. «Κι εμείς είμαστε δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όμως, όταν εσύ προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή».
Ξέρουμε από τους αγίους χριστιανούς διδασκάλους ότι η φωτιά, που ανέφερε η ψυχή, είναι το Φως του Θεού, στο οποίο λούζονται τα πάντα στον άλλο κόσμο. Η αίσθηση που βιώνουν από Αυτό το Φως εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού είναι αυτό που περιγράφεται ως «πυρ της κολάσεως».
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ήταν τόσο καλός, ώστε, όταν μια νέα γυναίκα που είχε μείνει έγκυος από κάποιον κρυφό εραστή, τον συκοφάντησε ότι το παιδί ήταν δικό του, εκείνος το δέχτηκε, υπέμεινε κάθε είδους προσβολές από τον πληθυσμό εκείνου του τόπου και άρχισε να δουλεύει διπλάσια, για να συντηρήσει και τη γυναίκα με το παιδί της. Και, όταν αργότερα αποκαλύφθηκε η συκοφαντία, έφυγε κρυφά και δε ζήτησε ποτέ το δίκιο του.
Επίσης η περίπτωση του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου (καθώς και άλλες περιπτώσεις) αποδεικνύει ότι η θερμή, ειλικρινής και επίμονη προσευχή των ζωντανών για τους νεκρούς μπορεί ακόμη και να μετατρέψει την κατάσταση μιας ψυχής από κόλαση σε παράδεισο, τουλάχιστον αν η συγκεκριμένη ψυχή έχει τις προϋποθέσεις για τη μετατροπή αυτή (αν δηλαδή δεν είναι απόλυτα διεφθαρμένη). Ο άγιος προσευχήθηκε θερμά, «χύνοντας ποταμούς δακρύων», για τη σωτηρία της ψυχής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού, όταν πληροφορήθηκε μια πράξη φιλανθρωπίας που είχε κάνει. Και αργότερα πληροφορήθηκε από το Θεό ότι οι προσευχές του εισακούστηκαν.

Μιλώντας στο Θεό για τις ψυχές

Φωτο από εδώ


Όλοι βέβαια ελπίζουμε ότι οι ψυχές των αγαπημένων μας προσώπων βρίσκονται στην κατάσταση της πρόγευσης του παραδείσου, αλλά μόνο για τους αγίους μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Έτσι, όπως είπαμε, όταν η ψυχή ενός ανθρώπου φύγει από αυτό τον κόσμο, αρχίζουμε αμέσως να μιλάμε στο Θεό γι’ αυτόν. Δηλαδή να προσευχόμαστε.
Για μας, όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, επομένως τα παρακάτω ισχύουν για όλους, άντρες, γυναίκες ή παιδιά, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση.
Αν ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ορθόδοξος χριστιανός, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η προσωπική ή ομαδική προσευχή μας γι’ αυτόν, που μπορεί και να συνοδεύεται από νηστεία ή άλλη μικρή ή μεγάλη θυσία, που θα κάνει την καρδιά μας πιο καθαρή και επομένως πιο κατάλληλη για να εκτοξεύσεις τις προσευχές μας προς το Θεό. Δεν κάνουμε γι’ αυτόν κάποια «επίσημη» τελετή στους ναούς μας, γιατί το πρώτο βήμα και η απαραίτητη προϋπόθεση, για να έχουν αποτέλεσμα αυτές οι τελετές, είναι το άγιο βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Αυτό «κεντρίζει» τον άνθρωπο στην «καλή ελιά», στην «αληθινή άμπελο», στο Χριστό. Αν λοιπόν δεν υπάρχει το βάπτισμα, υπάρχει από πλευράς μας η αγάπη, η προσευχή, με όση θέρμη και δύναμη ψυχής έχει ο καθένας, η νηστεία πιθανόν ή κάποια άλλη θυσία, αλλά δεν υπάρχουν εκκλησιαστικές τελετές. Δεν έχουν αποτέλεσμα.
Αν ο άνθρωπος που φεύγει για τον ουρανό είναι ορθόδοξος χριστιανός, το πρώτο πράγμα που κάνουμε μετά την αναχώρησή του είναι μια εκκλησιαστική τελετή, με τη συμμετοχή όλων μας, που ονομάζεται «κηδεία» (=φροντίδα) του σώματος του ανθρώπου. Σ’ αυτήν παρακαλούμε πρώτη φορά το Θεό (όλοι μαζί, ως Εκκλησία, δηλαδή σύσσωμοι) να αναπαύσει την ψυχή του αδελφού μας «στο Φως του προσώπου Του».
Στη συνέχεια θάβουμε το σώμα μέσα στο χώμα και τοποθετούμε στο σημείο της ταφής του ένα σταυρό, το σύμβολο της νίκης του Χριστού κατά του θανάτου. Δεν το καίμε, γιατί, για μας, δεν είναι βέβαια ιερό, ώστε να το λατρεύουμε, αλλά είναι άξιο σεβασμού. Αξίζει το σεβασμό μας, διότι: α) ο Χριστός, ο προαιώνιος Θεός Υιός του Θεού Πατρός, πήρε ακριβώς ίδιο σώμα με το δικό μας («ομοούσιο», από την ίδια ουσία) και, επειδή ήταν Νέος Αδάμ, η χάρη που πήρε το δικό Του ανθρώπινο σώμα πέρασε σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, β) κάθε χριστιανός έλαβε ειδικά στο δικό του σώμα τη χάρη του Θεού, αφού βαπτίστηκε στο όνομα της Αγίας Τριάδας, χρίστηκε με το άγιο Μύρο και κοινώνησε το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού, κατά το μυστήριο της θείας Μετάληψης, γ) αν ο άνθρωπος εκείνος έχει πλησιάσει πολύ το Χριστό, η θεία χάρη είναι έντονη στα λείψανά του, τα οποία γίνονται «ιερά λείψανα» – αν κάψουμε το σώμα, θα στερήσουμε τον εαυτό μας, την κοινωνία, τον κόσμο ολόκληρο, από μια πηγή θείας χάριτος, ενώ πιθανόν να μην αντιληφθούμε ποτέ ότι ο άνθρωπος αγίασε, αφού συχνά η αγιότητα αποκαλύπτεται μέσω των ιερών λειψάνων (που ευωδιάζουν, μυροβλύζουν και θαυματουργούν).
Μετά την ταφή αρχίζει μια σειρά από εκκλησιαστικές τελετές, που ονομάζονται «μνημόσυνα» (=αναμνήσεις) και σ’ αυτές επίσης παρακαλούμε το Θεό για την ανάπαυση του αδελφού μας. Κατά τα μνημόσυνα, μια μικροσκοπική μερίδα από τον ιερό άρτο της θείας Μετάληψης αφιερώνεται ονομαστικά στον κεκοιμημένο αδελφό μας, ο οποίος έτσι μνημονεύεται στο «εσωτερικό» του ιερού μυστηρίου. Μνημόσυνα τελούνται τρεις ημέρες μετά την κοίμηση, οκτώ ημέρες, σαράντα ημέρες, στη συνέχεια κάθε τρεις μήνες και, μετά τη συμπλήρωση ενός έτους, κάθε χρόνο στην επέτειο της κοίμησής του.
Ένα εξαιρετικό βιβλίο για όποιον θέλει να μάθει τη διδασκαλία των ορθόδοξων αγίων για τη ζωή μετά (κλικ!).

Εκτός από τα μνημόσυνα, οι χριστιανοί συνηθίζουμε να προσφέρουμε τα ονόματα των κεκοιμημένων προγόνων και αδελφών μας στον ιερέα, ώστε να τα μνημονεύσει εντός της θείας Μεταλήψεως κατά τη θεία λειτουργία που θα τελέσει την Κυριακή [λεπτομέρειες εδώ]. Μηνύματα που έχουν δώσει, με άδεια του Θεού, κεκοιμημένοι στα όνειρα ζωντανών, φανερώνουν ότι η μνημόνευση αυτή προσφέρει σημαντική ωφέλεια στην κατάσταση της ψυχής. Ιδιαίτερα όταν γίνεται σε σαράντα λειτουργίες κατά σειρά, πράγμα που ονομάζεται «σαρανταλείτουργο».
Μια από τις αμέτρητες μαρτυρίες, που φανερώνουν πόσο ωφελεί τις ψυχές η μνημόνευση κατά τη θεία λειτουργία, είναι η περίπτωση του αγίου Θεοδοσίου του Τσερνιγκώφ (Ρωσία). Ο άγιος εμφανίστηκε στον όσιο ιερομόναχο Αλέξιο, που είχε πραγματοποιήσει με αγάπη την ανακομιδή των λειψάνων του, και του είπε: «Σ’ ευχαριστώ που κοπιάζεις για μένα, αλλά σε παρακαλώ να μνημονεύεις στη λειτουργία τους γονείς μου, που τα ονόματά τους είναι πατήρ Νικήτας και Μαρία». Ο π. Αλέξιος απόρησε και τον ρώτησε: «Εσύ, που είσαι άγιος και πρεσβεύεις απευθείας στο Θεό για όλους, ζητάς από εμένα να μνημονεύω τους γονείς σου;». Ο άγιος απάντησε: «Έχεις δίκιο, αλλά η ωφέλεια που θα έχουν από τη μνημόνευσή τους στη λειτουργία είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχουν με τις δικές μου προσευχές».
Όταν αργότερα ανακαλύφθηκε το βιβλίο μνημοσύνων της μονής, όπου ο άγιος Θεοδόσιος ήταν ηγούμενος, αποδείχτηκε ότι τα ονόματα των γονιών του ήταν ακριβώς αυτά που είπε στον π. Αλέξιο (άγνωστα προηγουμένως).
Η Εκκλησία, εκτός από τις προσευχές για τους κεκοιμημένους που στέλνει στο Θεό σε κάθε χριστιανική τελετή, έχει θεσπίσει και μία ημέρα της εβδομάδας ειδικά αφιερωμένη στη μνημόνευση των κεκοιμημένων (δηλαδή την προσευχή υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους) και η ημέρα αυτή είναι το Σάββατο. Έχει θεσπίσει επίσης κάποια ιδιαίτερα Σάββατα, αφιερωμένα στη μνημόνευση όλων των κεκοιμημένων, από την αρχή της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη Γη μέχρι σήμερα. Τα Σάββατα αυτά ονομάζονται «ψυχοσάββατα». Επίσης διαβάζεται ειδική ευχή για τους κεκοιμημένους στη σπουδαία εκκλησιαστική τελετή του Εσπερινού της Γονυκλισίας κατά την Κυριακή της Πεντηκοστής.
Εκτός από τα παραπάνω, οι χριστιανοί συνηθίζουμε ιδιωτικά να ανάβουμε καντήλι με λάδι ως σύμβολο της προσευχής μας προς το Θεό, για να βιώνουν με ευχαρίστηση το Φως Του οι κεκοιμημένοι πρόγονοι και αδελφοί μας. Καίμε επίσης θυμίαμα, ως σύμβολο της προσευχής μας, που ανεβαίνει στον ουρανό όπως ο καπνός του θυμιάματος και που πρέπει να ευωδιάζει (δηλαδή να γίνεται με αγνή καρδιά, καθαρή από κακίες, μίση, εγωισμούς και διάθεση εκμετάλλευσης των άλλων ανθρώπων), όπως ευωδιάζει κι εκείνος. καντήλι και θυμίαμα αφιερώνουμε στους κεκοιμημένους μας όχι μόνο στο σπίτι μας (κοντά στις φωτογραφίες τους) αλλά και στον τάφο τους, τον οποίο επισκεπτόμαστε όποτε θέλουμε. Ενίοτε μάλιστα καλούμε τον ιερέα στον τάφο και τελεί μία μικρή τελετή («τρισάγιο») για την ανάπαυση των κεκοιμημένων.

Φοβόμαστε τις «κακές» ψυχές; Υπάρχουν φαντάσματα;

Όπως είπαμε παραπάνω, οι ψυχές που προγεύονται τον παράδεισο, δηλαδή έχουν εντός τους τη θεία χάρη και διαθέτουν κάποια αγιότητα, μικρή ή μεγάλη, μπορούν να μεσιτεύουν στο Θεό για την προστασία των ζωντανών. Το όραμα του αγίου Μακάριου όμως φανερώνει ότι στην πρόγευση της κόλασης οι ψυχές νιώθουν εντελώς απομονωμένες. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να επιστρέψουν με κανένα τρόπο στη γη και να επηρεάσουν τη ζωή των ζωντανών. Γι’ αυτό το λόγο, οι χριστιανοί δεν πιστεύουμε ότι οι «κακές» ψυχές είναι απειλητικές για μας. Δεν τις φοβόμαστε, απλά λυπόμαστε για την οδύνη και τη δυστυχία τους και προσευχόμαστε στο Θεό γι’ αυτές.
Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι πράγματι υπάρχουν κάποια μέρη, που κακές πνευματικές δυνάμεις τα έχουν «τυλίξει» με τη σκοτεινή και απειλητική ενέργειά τους. Τέτοια μέρη είναι κυρίως εκεί όπου γίνονται, ή γίνονταν παλιότερα, μαγικές τελετές, με επίκληση δαιμονικών πνευμάτων. Τα πνεύματα εκείνα δεν είναι ψυχές νεκρών, ακόμη κι αν μερικές φορές εμφανίζονται με τέτοια μορφή.
Ομοίως, δεν είναι ψυχές νεκρών, ούτε «καλές» ούτε «κακές», τα πνεύματα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια «πνευματιστικών» τελετών, σε επικλήσεις πνευμάτων από μάγους, μέντιουμ και πνευματιστές κάθε είδους. Μόνο με την προσευχή, μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, οι ζωντανοί απευθύνονται στους κεκοιμημένους – και πάντα σε αγίους. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις «επικοινωνίας» νεκρών με ζωντανούς, που συνέβαιναν και συμβαίνουν εδώ και χιλιάδες χρόνια σε πολλούς πολιτισμούς και θρησκείες, είναι τουλάχιστον ύποπτες. Ξέρουμε από την πείρα των αγίων διδασκάλων μας ότι τα πνεύματα που εμφανίζονται σ’ αυτές δεν είναι οι ψυχές των νεκρών και γενικά δεν είναι «αυτό που φαίνεται», αλλά σκοτεινές υπάρξεις που ζητούν να παραπλανήσουν τους ζωντανούς λέγοντας ψέματα.
Μια απόδειξη του παραπάνω είναι ότι τα πνεύματα αυτά μπορεί να γίνουν επικίνδυνα για τους ανθρώπους που τα προσκαλούν. Αλλά και ότι, σε μέρη όπου γίνονται κατ’ εξακολούθησιν τέτοιες επικλήσεις, συσσωρεύεται σκοτεινή ενέργεια που κάποια στιγμή εκβάλλει στις ζωές των ανθρώπων.
Για τις περιπτώσεις αυτές η διδασκαλία της Εκκλησίας και η πείρα των χριστιανών λέει τα εξής:
α) Όταν ο άνθρωπος εντάξει τον εαυτό του και τη ζωή του στο παγκόσμιο «Σώμα του Χριστού», την Εκκλησία, και λάβει τη χάρη του Θεού μέσα από το άγιο βάπτισμα, τα ιερά μυστήρια και τη χριστιανική ζωή (ζωή που δεν περιέχει μόνο συμμετοχή στις θρησκευτικές τελετές, αλλά και αγάπη προς το συνάνθρωπο και ιδιαίτερα τη συγχώρηση των εχθρών μας), τότε μπορεί με τη βοήθεια του Θεού να νικήσει τις κακοποιές πνευματικές δυνάμεις και να εκτοπίσει την επιρροή τους από τη ζωή του και τη ζωή των δικών του.
β) Υπάρχουν ειδικές πνευματικές άμυνες της Εκκλησίας για το σκοπό αυτό, όπως η θερμή προσευχή με την επίκληση του Ιησού Χριστού, η τοποθέτηση του σταυρού (διά του οποίου ο Χριστός νίκησε το θάνατο) στον τόπο με την κακή ενέργεια, η τέλεση ειδικών τελετών, όπως ο εξορκισμός, ο αγιασμός (ευλογία νερού και στη συνέχεια ραντισμός με αυτό), το ευχέλαιο (αγιασμένο λάδι) κ.λ.π. Όλα αυτά όμως δεν είναι «μαγικά», ώστε να τα πράξουμε και να έχουν αυτόματο αποτέλεσμα. Πρέπει να τα εντάξουμε στη σωστή σχέση με το Θεό: είναι παρακλήσεις προς το Θεό να έρθει αυτοπροσώπως και να βοηθήσει, και αυτό θα το κάνει όταν εμείς θα είμαστε πνευματικά έτοιμοι να δεχτούμε τη θεραπευτική και σωτήρια άκτιστη χάρη Του. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε υπομονή, επιμονή, εμπιστοσύνη στο Θεό και, ακόμη, μετάνοια για τα ελαττώματα που σίγουρα έχουμε, και να Του ζητάμε όχι μόνο να μας βοηθήσει αλλά και να μας συγχωρήσει για ό,τι πράττουμε, αισθανόμαστε ή σκεφτόμαστε ενάντια στο φιλάνθρωπο θέλημά Του.
Σκοπός της Εκκλησίας, των χριστιανών ιερέων και των χριστιανικών τελετών δεν είναι να εξυπηρετήσουν επίγειες ανάγκες των ανθρώπων (όπως να εξορκίσουν τις κακές πνευματικές δυνάμεις από τη ζωή μας). Σκοπός τους είναι να μας βοηθήσουν να γνωρίσουμε το Θεό και να οδηγηθούμε στην αιώνια ζωή κοντά Του, που είναι ο παράδεισος. Μέσα στα πλαίσια αυτού του σκοπού όμως δίνεται και η βοήθεια όλων των παραπάνω στα επίγεια προβλήματά μας, αφού κι αυτά συχνά εμποδίζουν τη σωτηρία μας.
Κλείνω αυτή την αναφορά, υπενθυμίζοντας ότι όλα τα πνεύματα είναι λιγότερο δυνατά από το Χριστό (αφού Εκείνος τα δημιούργησε, κι αυτά στη συνέχεια επέλεξαν αν θέλουν να είναι καλά [άγιοι άγγελοι] ή κακά) και πιο δυνατά από τους ανθρώπους. Έτσι, η ένωση του ανθρώπου με το Χριστό είναι η κατάλληλη συμμαχία για την προστασία του ανθρώπου από κάθε κακοποιό πνευματική δύναμη.


Ο χαιρετισμός του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ (1833). Από εδώ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...