Δεν έχω, βεβαίως, καμιά αμφιβολία ότι στην Παραβολή που παραθέτει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο 15, στ. 11-32, όπως και σ’ όλες τις παραβολές, αλλά και στην Αγία Γραφή την ίδια, πρωταγωνιστής είναι ο Πατέρας «ημών, ο εν τοις ουρανοίς» (ο Πατέρας «μας που είναι στους ουρανούς») (Μτ 6:9). Ούτε και μου διαφεύγει η ευαγγελική ρήση ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» («χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα») (Ιω 15:5).
Με προβληματίζει, λοιπόν, το γεγονός ότι στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, για χιλιάδες τώρα χρόνια, η δεύτερη Κυριακή Τριωδίου, λίγο πρίν την Μεγάλη Τεσσαροκοστή, ονομάζεται Κυριακή του Ασώτου: «Τη αυτή ημέρα της του Ασώτου Υιού παραβολής εκ του ιερού Ευαγγελίου μνείαν ποιούμεθα, ην οι θειότατοι Πατέρες ημών δευτέραν εν τω Τριωδίω ενέταξαν» («Αυτή τη μέρα, θυμόμαστε την παραβολή του Άσωτου Υιού από το ιερό Ευαγγέλιο, την οποία οι θεοσεβέστατοι Πατέρες μας συμπεριέλαβαν στο Τριώδιο ως την δεύτερη Κυριακή»).
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου, ας θυμηθούμε, είναι η Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισσαίου, ενώ η τρίτη, αυτή της Κρίσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία. Ακολουθεί η Κυριακή της Τυρινής, κατά την οποίαν «ανάμνησιν ποιούμεθα της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτοπλάστου Αδάμ» («θυμόμαστε την εξορία του πρωτοπλάστου Αδάμ από τον Παράδεισο της αγαλλίασης»). Μετά δε απ’ αυτήν, αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή της νηστείας και η πορεία προς το Πάσχα.
Από παιδί, καθοδηγούμενος από τους μακαριστούς πλέον πνευματικούς μου πατέρες, διέκρινα ένα συνδετικό κρίκο στην αλυσίδα αυτή των Κυριακών, την θεία προειδοποίηση για την επερχόμενη Κρίση, και προσδιόριζα ως τα μέτρα που θα έπρεπε να λάβω, την μετάνοια και την επιστροφή στο εξομολογητήριο. Με λίγα λόγια, άσωτος κι εγώ όπως ο μικρότερος υιός, θα έπρεπε να γυρίσω στον παπά της ενορίας μου και να εξομολογηθώ: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου» («Πάτερ μου, έχω αμαρτήσει και στον ουρανό, αλλά και μπροστά σου»).
Σαν ξενητεύτηκα, όμως, κι άρχισα να ζω μονίμως στην ετερόδοξη Αμερική, μου δημιουργήθηκαν ερωτήματα: Ο «Πάτερ» του Λουκά, δεν είναι ο παπάς της ενορίας μου, άρα γιατί δεν πάω σ’ Εκείνον για την εξομολόγησή μου; Αν μετάνοια είναι ο γυρισμός, γιατί επιμένω να παραμένω στη ξένη γη; Αφού παραδέχομαι ότι είμαι Άσωτος, γιατί δεν παραδίδομαι στη Χάρη του Θεού, αλλά περιμένω να σωθώ με τα έργα της νηστείας, της προσευχής και της ελεημοσύνης; Πώς είναι το Πάσχα τέρμα της πορείας μας, αφού το κύριο γεγονός είναι αυτό της Κρίσης κατά την Δευτέρα Παρουσία; Και γιατί παραμένω άσωτος, αφού η σωτηρία ξεπήγασε ήδη (πέρσι κι όλα τα προηγούμενα χρόνια) από το κενό μνημείο του Ιησού Χριστού;
Χωρίς πολλή σκέψη, μπαίνω στον πειρασμό να καταλήξω κι εγώ στο συμπέρασμα που όλο και συχνότερα ακούω και διαβάζω από σύγχρονους Ορθόδοξους θεολόγους ότι «η συνήθης ονομασία ‘Παραβολή του ασώτου’ παρεκκλίνει πλήρως από το ουσιαστικό περιεχόμενό της». Λάθος, επομένως, είχαν οι πνευματικοί που με ανέθρεψαν στην πίστη; Λάθος κι οι Θειότατοι Πατέρες που συνέγραψαν το Συναξάρι, κι οι υμνογράφοι που συνέθεσαν τους ύμνους που ψάλλονται κάθε χρόνο την δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου;
Με τρομάζει η ευκολία με την οποία η κάθε νέα γενιά θεολόγων παραγκωνίζει τους δασκάλους της, εισάγει «καινά δαιμόνια» στην νεολαία, και ξεφορτώνεται το νερό της μπανιέρας, χωρίς δεύτερη σκέψη για το μωρό που εξακολουθεί ξένοιαστο να λούζεται μέσα.
Από πλευράς μου, δεν είμαι διατεθειμένος να παραδοθώ στην εξ ολοκλήρου ηθικιστική ερμηνεία της Παραβολής, ούτε και να εστιαστώ αποκλειστικά στο «ζων ασώτως» («κάνοντας άσωτη ζωή»), ξεκόλλητο από το υπόλοιπο κείμενο.
Κατ’ αρχάς, το «ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών» («αυτός που ξεκοκκάλισε την περιουσία σου με τις πρόστυχες») είναι λόγια του πρεσβύτερου αδελφού, κι όχι του Πατέρα. Ο Πατέρας, αντιθέτως, διαλαλεί: «ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη» («αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός κι επανήλθε στη ζωή, ήταν χαμένος και βρέθηκε»). Η νέκρωση είναι το πρόβλημά μου, κι όχι η πορνεία, η οποία είναι το απ’ ευθείας αποτέλεσμα της νέκρωσής μου.
Να, λοιπόν, γιατί το Πάσχα είναι το τέρμα της πορείας μου: η Ανάσταση «εκ των νεκρών» («από τους πεθαμένους»). Ο νεώτερος Υιός δεν ήλθεν «εις εαυτόν» («στα σύγκαλά του») λόγω των τύψεων που του δημιούργησε η άσωτη ζωή του, αλλά λόγω της πείνας που τον ταλάνιζε: «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ» («θα ήταν διατεθειμένος να γεμίσει την κοιλιά του ακόμη κι από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε κάτι να φάει»).
Να, λοιπόν, γιατί θεσμοποιήθηκε η νηστεία: για να μας θυμίζει ότι «ου γάρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» («δεν έχουμε, λοιπόν, εδώ στη γη μόνιμη κατοικία, αλλά επιδιώκουμε την μελλοντική, στον ουρανό») (Εβρ 13:14).
Η νοσταλγία του ασώτου δεν ήταν για μια ζωή χωρίς τα σαρκικά πάθη του ή μια ζωή ανέραστη, αλλά για τον «οίκον του πατρός του» («το σπιτικό του πατέρα του»). Να, λοιπόν, σε ποια χώρα επιβάλλεται να γυρίσω κι εγώ: στην «ποθεινήν πατρίδα» («στην πολυπόθητη πατρίδα μου»), για την οποία ψάλλουμε στα μνημόσυνα.
Ο άσωτος μετανοεί πρωτίστως, όχι για τις σχέσεις που έφτιαξε με τις πόρνες, αλλά για την σχέση που εγκατέλειψε όταν «απεδήμησεν εις χώραν μακράν» («ξενιτεύτηκε σε μακρυνή χώρα»). Να, λοιπόν, γιατί νοιώθει την βίαιη ανάγκη όπως «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου» («θα σηκωθώ και θα πάρω το δρόμο προς τον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα μου, έχω αμαρτήσει και στον ουρανό, αλλά και μπροστά σου. Δεν είμαι πια άξιος να λέγομαι γυιος σου. Πάρε με πίσω σαν ένα από τους μισθωμένους υπηρέτες σου»).
Ούτε λέξη περί ηθικής, ούτε από τον ίδιο, ούτε κι από τον Πατέρα. Αν υπάρχει ανάμνηση των ηθικών αμαρτιών του, αυτή προέρχεται μόνον από τον πρεσβύτερον αδελφόν, που μικρόψυχα σκέφτεται κυρίως την «άνιση μεταχείριση» που δέχεται για χρόνια από τον Πατέρα.
Αντιθέτως, ο άσωτος, αντιλαμβανόμενος ότι η επιδίωξη της ισότητας ήταν ακριβώς το κίνητρο της επανάστασής του και ο πρόξενος της εξορίας του, μετανοεί. Γι’ αυτό, κι επιζητεί πλέον μόνον την ενότητα με τον Πατέρα, ο οποίος, ασφαλώς, «επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν» («έπεσε με πόθο πάνω στο σβέρκο του και τον γέμισε φιλιά»). Το πρόβλημά μου δεν είναι η μετανάστευση στην Αμερική, αλλά η προπατορική εξορία μου «από του Παραδείσου της τρυφής» («από τον Παράδεισο της αγαλλίασης»). «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην» («Δεν υπάρχει ούτε Ιουδαίος ούτε Έλληνας»), ούτε κι Αμερικανός.
Στη Γένεση πρέπει να καταφύγουμε για ν’ αντιληφθούμε το λόγο που η Εκκλησία ανέκαθεν ονόμαζε τον νεώτερο Υιό «άσωτο». Δεν μπορεί ο άσωτος από μόνος του να σωθεί, αφού περιφέρει «της νεκρώσεως της δοράν, ως θνητός ελεεινός» («την πετσιά της πεθαμενίλας, σαν ελεεινός θνητός»). Ναι, μπορεί να ξεκόψει από τις πόρνες κι από τα σπάταλα έξοδα. Ναι, μπορεί και να βρει καινούργια δουλειά, αλλά δεν μπορεί ν’ αναστηθεί με τις δικές του δυνάμεις.
Να, λοιπόν, η ερμηνεία που δείχνει ότι η σωτηρία μας είναι στα χέρια του Θεού, ότι είναι αποκλειστικά απότοκο της Χάρης του, κι ότι δεν κερδίζεται με τα δικά μας έργα, όσο καλά κι άγια κι αν είναι.
Ταυτόχρονα, όμως, η σωτηρία που μας χάρισε ο Θεός με την σταυρική θυσία, το αίμα, και την Ανάσταση του Υιού και Λόγου του, δεν ενεργείται ως διά μαγείας. Αν ο Θεός ήταν ταχυδακτυλουργός, γιατί δεν μας έσωσε καθισμένος στον θρόνο Του, αλλά κρεμασμένος στον Γολγοθά; Γι’ αυτό κι ο Θεός-Λόγος ντύθηκε στη δική μας πετσιά της πεθαμενίλας, ούτως ώστε σαν ένας από μας ν’ αποφασίσει ελεύθερα να γυρίσει στον Πατέρα Του και Πατέρα μας, όσο επώδυνο κι αν ήταν το ταξίδι της επιστροφής.
Για να σωθεί ο άνθρωπός, πρέπει ο ίδιος να το αποφασίσει ελεύθερα, και να παραδοθεί ανεπιφύλακτα στην αγκαλιά του Πατέρα. Ο άσωτος παραμένει νεκρός, ανεξάρτητα από την απύθμενη αγάπη του Πατέρα, εφ’ όσον ο ίδιος, ελεύθερα δεν αποφασίσει να πάρει το ταξίδι της επιστροφής. Να, λοιπόν, γιατί απαιτείται η μακρά πορεία μέσα στην έρημο πριν φτάσουμε στη γη της επαγγελίας, και η ασκητική εμπειρία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής πριν προσκυνήσουμε τον αδειανό Πανάγιο Τάφο. Αφού, ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος, πεθάναμε με τον Αδάμ, έτσι και πάλιν, ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος με τον Χριστό, προσδοκούμε την ανάστασή μας.
Η Παραβολή (και η Κυριακή) του Ασώτου αποδέχεται ως δεδομένο τον ρόλο του Σπλαχνικού Πατέρα. Το διακύβευμα που παραμένει είναι μόνον η απόκριση του Ασώτου, και η συγκεκριμένη πράξη του, η οποία υποδηλώνει τον ενσυνείδητο και ελεύθερο ενστερνισμό της σωτήριας που πάντα προσφέρεται στον Οίκο του Πατρός του.
Αντί, λοιπόν να κυλιέμαι σαν χοίρος στη λάσπη των τύψεων, η Κυριακή του Ασώτου με προσκαλεί να ξεκινήσω το δρόμο της επιστροφής προς την κατάπαυσιν του Κυρίου, και την Ανάστασή μου. Εκεί ας αναπαύονται και οι ψυχές των πνευματικών πατέρων της νιότης μου.