Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνικές Εορτές και Επέτειοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνικές Εορτές και Επέτειοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Μαρτίου 22, 2015

Πανηγυρικός λόγος για την 25η Μαρτίου 1821



Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, όπως κάθε χρόνο, για ένα ευλαβικό μνημόσυνο στο μεγάλο ’21. Είναι η μέρα της εθνικής μας παλιγγενεσίας, η πηγή του νεότερου εθνικού μας βίου. Τη μέρα αυτή που διαλέχτηκε για να εξαγγελθεί στην ανθρωπότητα το μήνυμα της έλευσης του θεανθρώπου, την ίδια μέρα η ελευθερία έκανε τα πρώτα αποφασιστικά βήματα για να επιστρέψει στην πατρίδα μας. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός αυτό. Η μέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου- μια από τις μεγαλύτερες στιγμές της χριστιανοσύνης - ταυτίστηκε με την αρχή της επανάστασης γιατί και συμβολική σχέση έχουν, αλλά και γιατί η σπίθα που δημιούργησε την έκρηξη, ήταν η πίστη. Η πίστη στο Θεό. Και η αγάπη για ελευθερία βέβαια. Μόνο που για να πολεμήσει κάποιος γι’ αυτήν πρέπει κάτι να τον σπρώχνει, κάτι να του δίνει ελπίδα εκεί που δεν υπάρχει, κάτι τέλος που τον κάνει να αψηφά τον ισχυρό και να μην φοβάται το θάνατο. Αυτό το κάτι, για το ελληνικό γένος, ήταν η πίστη στο Θεό.
25η Μαρτίου 1821. Ημέρα των Ελλήνων.
Ημέρα γεμάτη από ευφροσύνη και αγαλλίαση. Απερίγραπτη και άφατη χαρά πλημμυρίζει τις καρδιές των Ελλήνων. Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει κι η Πατρίδα. «Σήμερον χαράς Ευαγγέλια». Αιτία αυτής της χαράς είναι τα δύο «Χαίρε»: «Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου» και «χαίρε, ώ χαίρε, ελευθεριά».
Με το πρώτο «χαίρε», ο υιός και λόγος του Θεού γίνεται άνθρωπος, «Ο υιός του Θεού, υιός της Παρθένου γίνεται», «Ο λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν», «Σήμερον της Σωτηρίας ημών το κεφάλαιο». Ο Θεός συγχώρεσε τον άνθρωπο και στέλνει τον μονογενή του Υιό, για να σηκώσει στους αναμάρτητους ώμους του όλη την αμαρτία του κόσμου.
Με το δεύτερο «χαίρε», ανέτειλε, επιτέλους, η ευλογημένη ημέρα της 25ης Μαρτίου 1821. «Τα τρόπαια του Μαραθώνος δεν ηφάνισεν ο χρόνος, ουδέ Σαλαμίνος έργα των Ελλήνων. Θαύμα μέγα. Οι Γραικοί τ’ ανιστορούντα και καλά τα ενθυμούνται», λέει ο Ρ. Φεραίος. Κι έγινε το θαύμα, το μεγάλο θαύμα. Η Ελλάδα ελευθερώνεται.
Υποχθόνιες σοβούσες από αιώνες δυνάμεις, δυνάμεις που ποτέ δεν είχαν σβήσει και ας μη φαινόταν, ξεπετάχθηκαν στον ήλιο. Και ο πολιτισμένος κόσμος, που λάτρευε το μεγάλο φως, το αρχαίο, έκπληκτος, συγκινήθηκε και θαύμασε το νέο. Οι μύστες και εραστές της αρχαίας Ελλάδας, έγιναν τότε και εραστές των σύγχρονων Ελλήνων, έγιναν φιλέλληνες. Μέσα από τη δουλεία οι Έλληνες όχι μόνο διατήρησαν τη συνείδηση της εθνικής τους υπόστασης αλλά συγκέντρωσαν μέσα τους ηθικές και πνευματικές δυνάμεις ανυπολόγιστες. Ο Οθωμανικός δεσποτισμός, τους έφερε σε δεινότατη θέση με αποκορύφωμα την ερήμωση των περιουσιών τους, το παιδομάζωμα, τη μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά και οδήγησε πολλούς Έλληνες και Ελληνίδες στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Πολλές γενιές Ελλήνων γεννήθηκαν και πέθαναν με το όνειρο της ελευθερίας. Έτσι το 1821 έφερε την ανάσταση του έθνους, ένα καινούριο πνεύμα και μια καινούρια μορφή ελευθερίας, ένα ξεκίνημα για την νέα μεγάλη πορεία του ελληνισμού. Το 1821 έδειξε ότι η Ελλάδα δεν ήταν πεθαμένη και ότι είχε μείνει άγρυπνη μέσα στους αιώνες της τουρκικής δουλείας, άγρυπνη στην ψυχή και ελεύθερη στο πνεύμα.
Σε προκήρυξή τους οι Έλληνες της Πελοποννήσου έγραφαν: «Ομοφώνως αποφασίσαμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν. Εστερημένοι από όλα τα δίκαιά μας αποφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα και να ορμήσωμεν κατά του τυράννου». Την αυγή της 25ης Μαρτίου, στο Μοναστήρι της Αγ. Λαύρας, ο σεβάσμιος Ιεράρχης Παλαιών Πατρών Γερμανός, ύψωσε το λάβαρο της επανάστασης και όλοι, οπλαρχηγοί, αρματολοί, κλέφτες και λαός ορκίστηκαν: «Τούρκος μη μείνει στο Μοριά, μήτε στον κόσμο όλο».
Ολόκληρο το σκλαβωμένο τότε έθνος μας, ανταποκρίθηκε σύσσωμο. Κολοκοτρώνης, Διάκος, Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Παπαφλέσσας, Μακρυγιάννης, Μπότσαρης, Νικηταράς, Μιαούλης, Κανάρης και τόσοι άλλοι πρωτοστατούν και συντρίβουν τον εχθρό. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου επιχειρούν ηρωική έξοδο, οι γυναίκες του Σουλίου χορεύουν στο Ζάλογγο το χορό του θανάτου, το Κούγκι, τα Ψαρά, το Αρκάδι γίνονται ολοκαυτώματα. Η Αλαμάνα, η Γραβιά, το Βαλτέτσι, το Μανιάκι, τα Δερβενάκια, η Χαλκιδική, η Νάουσα έγιναν βωμός για να μαρτυρούν πως η θέληση ενός λαού είναι ικανή να διδάξει πώς να ζει κανείς λεύτερος. Πάνω από 800.000 χιλιάδες ψυχές θυσιάστηκαν στον αγώνα για να λευτερώσουν κάπου ενάμιση εκατομμύριο λαού, που στην πλειοψηφία του ήταν άστεγος, πεντάφτωχος και χαροκαμένος. Έτσι συντελέστηκε το θαύμα.
Αλήθεια, ποιος λαός και ποια φυλή στον κόσμο, ύστερα από τόσους αιώνες μακροχρόνιας σκλαβιάς, θα μπορούσε να κρατήσει άφθαρτα και αμείωτα τα εθνικά του ιδανικά μέσα από τους κατατρεγμούς και τις καταπιέσεις, στην ακατάσχετη ροή των αιώνων; Ο ελληνικός λαός, στο διάστημα της πολυκύμαντης ιστορίας του, όχι μόνο δεν έσβησε και δεν εξαφανίστηκε, αλλά κράτησε αμόλυντη την εθνική του συνείδηση, αγωνίστηκε, πάλεψε σκληρά και τελικά νίκησε. Έλληνας και σκλαβιά είναι δυο πράγματα τελείως αντίθετα, τελείως ασυμβίβαστα. Η ελληνική ψυχή δε ζει, δεν είναι δυνατόν να ζήσει ποτέ σκλαβωμένη. Το αίμα το ελληνικό είναι προορισμένο να κυλά σε φλέβες ανθρώπων ελεύθερων. Γι’ αυτό ακριβώς οι ραγιάδες των τετρακοσίων χρόνων πήραν τη μεγάλη απόφαση: Λευτεριά ή Θάνατος. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή», τραγουδάει ο Ρήγας Φεραίος. Και ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης λέει στο λόγο του στην Πνύκα στις 8 Οκτώβρη 1838: «Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με τα σιταροκάραβα βατσέλια». Αλλά, ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση».
Ο αγώνας που άρχισε στο Μοριά έμελλε να διαρκέσει μια δεκαετία και να είναι νικηφόρος. Ολόκληρο το σκλαβωμένο γένος ανταποκρίθηκε σύσσωμο. Σκοπός της Ελλάδας στάθηκε πάντα να μετατρέψει τη σκλαβιά σ’ ελευθερία. Πίσω από τα αλληλοσυγκρουόμενα συχνά εξωτερικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας υπάρχει κάτι το σταθερό κι ακατάλυτο που αποτελεί την ουσία της φυλής μας: ο αγώνας για την ελευθερία.
Στο έργο του «Ελληνική Νομαρχία» ο ανώνυμος Έλλην προτρέποντας τους συμπατριώτες του να αγωνισθούν για την απελευθέρωσή τους γράφει: «Η ελευθερία λοιπόν, ω Έλληνες, εις ημάς είναι ως η όρασις εις τους οφθαλμούς. Αν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, δεν είναι δυνατόν να γνωρίσει την διαφοράν του από τον δούλον, και εξακολούθως είναι αναγκαίον πράγμα εις τον δούλον να γνωρίσει την ελευθερία, δια να μισήσει την δουλείαν και να την αποστραφείν».
Η ελληνική επανάσταση του 1821 δεν ήταν μια τυχαία εξέγερση λόγω ευνοϊκών συμπτώσεων ούτε στόχευε στην εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων. Αντίθετα ήταν ώριμο αποτέλεσμα των εξωτερικών αντικειμενικών συνθηκών και της πολιτικής βούλησης τριών Ελλήνων πατριωτών μέσω της Φιλικής Εταιρείας. Μια μακρόχρονη οικονομική και πνευματική προετοιμασία του υπόδουλου Ελληνισμού τον οδήγησε στην επανάσταση ενάντια στον οθωμανικό δεσποτισμό. Για την αποτόλμησή της συνέβαλαν αποφασιστικά, εκτός από την εθνική επαναστατική παράδοση, το κήρυγμα και η κίνηση του Ρήγα, που καλούσε τους βαλκανικούς λαούς ν’ αποτινάξουν το ζυγό και οι επαναστατικές ιδέες της εποχής για ελευθερία – ισότητα – αδελφότητα, διάχυτες ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση.
Τα ευρωπαϊκά έθνη δεν έδωσαν στην αρχή καμιά σημασία στον αγώνα αυτόν, άλλωστε επαναστάσεις την ίδια σχεδόν εποχή είχαν γίνει και αλλού και στην Ευρώπη και στην Αμερική, πολλά μάλιστα κατάτρεξαν τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία. Οι αντιπρόσωποι της Ιεράς Συμμαχίας βρίσκονταν στο Λάυμπαχ για το διακανονισμό της τύχης της Ισπανικής επανάστασης, όταν ξέσπασε η Ελληνική. Φυσικά, η επανάσταση καταδικάστηκε ομόφωνα. Κι όμως οι Έλληνες αδιαφόρησαν ολότελα για τη γνώμη των ισχυρών, ως που ανάγκασαν τα ευρωπαϊκά έθνη να προσέξουν την υπόθεσή τους. «Η χώρα που γέννησε τόσους σοφούς και ήρωες ήταν χαμένη», έγραφε ο λόρδος Μπάιρον. Πλάνη αμαθών όμως αποδεικνυόταν η γνώμη ότι η Ελλάδα είχε πεθάνει. «Το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισε άνθη», κατά το λόγο του εθνικού μας ποιητή.
Η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Οι Έλληνες ήταν φλογισμένες ψυχές που ζητούσαν το αδύνατο. Όμως η αξία του ανθρώπου είναι αυτή: Να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο και να ‘ναι σίγουρος πως θα το φτάσει και να πολεμά γι’ αυτό, πέρα από κάθε λογική, με πίστη και με πείσμα. Τότε γίνεται το θαύμα, που ποτέ ο αφτέρουγος νους δε θα μπορούσε να μαντέψει. Το αδύνατο δυνατό.
Το ελληνικό γένος αν σώθηκε ως τα σήμερα, αν επέζησε ύστερα από τόσους αιώνες σκλαβιάς το οφείλει στην ακοίμητη σπίθα που καίει μέσα στα σωθικά της Ελλάδας. «Η τύχη μας, λέει ο Μακρυγιάννης, έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Παλαιόθεν ως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δε μπορούνε. Τρώνε, τρώνε, μα μένει πάντα μαγιά. Αυτή η μαγιά είναι η σπίθα που έφερε το θάμα».
Οι Έλληνες απέδειξαν ότι μόνο η ηθική οντότητα αποφασίζει για το δικαίωμα της ζωής και όχι αν ένας λαός είναι μεγάλος ή μικρός στον όγκο του πληθυσμού του. Ελευθερία σώματος, ψυχής και πνεύματος, αυτή ήταν πάντα το σύμβολο του ελληνισμού. Αυτήν ζήτησαν οι Έλληνες με το αίμα τους το 1821, αυτήν εξαγόρασαν και στους άλλους πολέμους. Η Ελλάδα δεν είναι μονάχα παλιά δόξα, αλλά αδιάκοπη ζωή και δράση δική μας πάνω σ’ αυτή τη γη που τόσοι πόνοι των πατέρων μας και τόσο αίμα την ποτίζει. Η Ελλάδα είναι κάτι που δεν πεθαίνει, είναι ο αιώνιος έρωτας των Ελλήνων για τη ζωή, τη δράση και την ελευθερία. Η πατρίδα, με τη σημασία που αποκτά στο πέρασμα του χρόνου, είναι προορισμένη για ζωή αθάνατη, το «μέλαν νέφος του θανάτου» κατά τον Όμηρο, κρέμεται μονάχα πάνω από τους θνητούς.
Η ιδέα για μια ελεύθερη ανθρωπότητα, για μια ειρηνική ανθρωπότητα, για αφοπλισμό, για εξισορρόπηση των οπλικών συστημάτων, ταυτίζεται με την ύπαρξη της μικρής μας χώρας. Από εδώ ξεκίνησαν οι αμφικτιονίες. Από δω ξεκίνησε η ιδέα του ολυμπισμού, η ιδέα της ενότητας των κρατών σε ένα ομόσπονδο έθνος.
Τι άραγε δείχνει το 21; Πάνω και πέρα απ’ όλα δείχνει την αγάπη για μια λεύτερη ανεξάρτητη ζωή, δείχνει σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν μας προσφέρουν οι αγωνιστές τα όπλα τους. Αυτά είναι απαρχαιωμένα και η θέση τους είναι στο μουσείο. Μας προσφέρουν το αειθαλές μήνυμα ότι ο άνθρωπος νοείται άνθρωπος μόνο ως ελεύθερος, ότι η ανθρώπινη ζωή νοείται μόνο μέσα σε συνθήκες ελευθερίας. Και αυτό το μήνυμα δεν είναι για το μουσείο, παραμένει ενεργό όσο οι δυνάμεις της τυραννίας παραμένουν επίσης ενεργές μέσα στις διαδικασίες της ιστορίας.
Τι θα γίνει όμως στο μέλλον; Τι θα συμβεί τώρα που οι πάντες είναι εναντίον μας και που τα διεθνή οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα και οι υπόγειες συνδιαλλαγές μας έχουν αφήσει κυριολεκτικά μόνους στη διεθνή απολυτότητα;
Την απάντηση θα δώσει και πάλι πρώτη η ψυχή των Ελλήνων. Τη δίνει όμως και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, που είπε: «Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάξομεν και όλοι μαζί. Και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκιάση ή χαλάση, να λέγη «εγώ». Όταν όμως αγωνίζωνται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέη «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» και όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί».
Την απάντηση δίνει και ο Κολοκοτρώνης που είπε: «Σε μας μένει να ισιάξουμε και να στολίσουμε τον τόπο με θεμέλια της πολιτείας, την ομόνοιαν, τη θρησκεία και την φρόνιμον ελευθερίαν».
Ας φροντίσουμε λοιπόν να είμαστε άξιοι συνεχιστές του ένδοξου παρελθόντος μας. Το θάρρος και η ανδρεία των προγόνων μας ας γίνουν οι οδηγοί που θα κατευθύνουν τις πράξεις μας και ας φροντίζουμε πάντα, όχι μόνο να μην προδώσουμε και να μη μολύνουμε το υπέροχο παρελθόν μας, αλλά να στολίσουμε με νέες δάφνες τη δόξα της Πατρίδας μας και να προσθέσουμε νέες σελίδες στην ιστορία της.
Αυτό, θα είναι φόρος τιμής και το θυμίαμα της ευγνωμοσύνης για τη μεγάλη σας θυσία, αθάνατοι ήρωες.

το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Μαΐου 28, 2014

«Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ – ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ»



ALVSH
Λόγος Επιμνημόσυνος, ρηθείς τη 29η Μαΐου του 1916
Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

Η εορτή της Πεντηκοστής του έτους 1916 συνέπεσε να είναι την 29ηΜαΐου, αποφράδα ημέρα της αλώσεως της των πόλεων Βασιλίδος, της «Θεοτοκουπόλεως και αγιοτόκου» Κωνσταντινουπόλεως.  Ο εκ Κομοτηνής καταγόμενος και ορμώμενος, αοίδιμος Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών) κατ’ εκείνη την μεγάλη Κυριακή της Πεντηκοστής λειτουργούσε στον Μητροπολιτικό ναό της Τραπεζούντος και εξεφώνησε εμπνευσμένο  λόγο για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως εν είδει «επιμνημοσύνου προσλαλιάς» υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των βιαίω και μαρτυρικώ τω τρόπω πεσόντων και τελειωθέντων υπερασπιστών της Κωνσταντίνου Πόλεως και ιδιαιτέρως του τελευταίου μάρτυρος και μεγαλομάρτυρος Αυτοκράτορος αυτής, του Κωνσταντίνου ΙΑ’ του Παλαιολόγου.
Η ομιλία αυτή εξεδόθη στο περιοδικό «Κομνηνοί» του έτους 1916, υπό τον τίτλο: «Λόγος Επιμνημόσυνος ρηθείς τη 29η Μαΐου».  Ο μνημειώδης αυτός λόγος του Τραπεζούντος Χρυσάνθου άρχεται με το ρητό: «Ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος» (Θουκ. Βιρλ. Β΄. Κεφ. 43 εδαφ. 3) και έχει ως εξής: «Όταν ο μέγας της ελληνικής κλασσικής αρχαιότητος ρήτωρ και πολιτικός Περικλής εξεφώνησε τον λαμπρό εκείνο επιτάφιο λόγο στους πεσόντες υπέρ πατρίδος Αθηναίους κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο είπε πλην άλλων και τους υψηλούς τούτους λόγους: « ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος», ότι δηλ. τάφος των ηρώων είναι πάσα γη και χώρα και όχι κάτωθεν στηλών και μαρμάρων φορτωμένων από μεγαλοπρεπείς και πολυτελείς επιγραφές.  Και στα πέρατα της οικουμένης η ανάμνηση των κατορθωμάτων τους χαράσσεται στον νου και τις καρδιές των ανθρώπων βαθύτερα παρά στους τάφους και στα μνημεία. 
Αν υπάρχει περίσταση κατά την οποία εφαρμόζεται το ρητό τούτο σε όλη του την έννοια, είναι ακριβώς η παρούσα σεμνή και εύσημη ημέρα της Πεντηκοστής, η οποία συνήγαγε όλους εμάς υπό τον ιερό θόλο του Μητροπολιτικού ναού, προκειμένου, αφού δεηθούμε με κλίση αυχένος και γονάτων υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των Πατέρων και αδελφών μας, να αναπέμψουμε ευχές και διά μνημοσύνου να τιμήσουμε τους επί των επάλξεων των τειχών του Βυζαντίου κατά την αποφράδα ταύτη ημέρα της 29ης Μαΐου ενδόξως πεσόντες προγόνους μας, ηγουμένου του γενναίου αυτοκράτορος της Κων/πόλεως Κωνσταντίνου και Παλαιολόγου του οποίου η ηρωικός θάνατος επεσφράγισε τον μακρόν βίον και την ιστορίαν του βυζαντινού κράτους.
Αδελφοί, όσους η μνήμη των ηρώων τούτων και μαρτύρων του καταρρέοντος κράτους εκάλεσε εδώ, ας ανοίξουμε προς στιγμήν την φωτεινή και ένδοξη ταύτη σελίδα της περιπετειώδους ιστορίας του βυζαντίου και ας θαυμάσουμε την απαράμιλλη ψυχική ρώμη και τον ηρωισμό, ο οποίος έθαλε κατά τις τελευταίες φθινοπωρινές ημέρες του φθίνοντος βυζαντινού κράτους καθ’ όν χρόνο βαρύς επήρχετο ο βαρύς και παγερός χειμώνας της τουρκικής βαρβαρότητας και τυραννίας, ο οποίος επάγωσε το αίμα της ζωής και της ελευθερίας και του πολιτισμού των Ελλήνων.  Αφού δε εξετάσουμε τα πραγματικά αίτια της παρακμής και πτώσεως του βυζαντίου, θα πορισθώμε τα προσήκοντα μαθήματα για το παρόν και το μέλλον.
Μετά από μακρά πολιορκία κι αντίσταση των γενναίων υπερασπιστών της Πόλεως ανέτειλε η 29η Μαΐου 1453 και εκυμάτιζε ακόμη επί της πύλης του Ρωμανού η σημαία του δικεφάλου αετού.  Ο Βασιλεύς ακούραστος έτρεχε ενθαρρύνοντας τον στρατό και λέγοντας: «ημών εστί η νίκη, ο Θεός υπέρ ημών πολεμεί».  Οι Τούρκοι πολεμούσαν λυσσαλέως, ενώ οι ημέτεροι ανθίσταντο ερρωμένως (με ρώμη).  Ένα Αλλάχ! Ακουγόταν με άγρια φωνή και οι ορμητικές επιθέσεις στρατιωτών, σοφτάδων, γενιτσάρων επέρχονταν ως κύματα θαλάσσης, συντριβόμενα επάνω στον βράχο του ηρωισμού των ημετέρων.
Παντού αντηχεί βοή, κρότοι, αλληλοσπαραγμοί.  Ο αυτοκράτορας με πέδιλα χρυσά φέροντα τον δικέφαλο αετό και με την σπάθη στα χέρια εμάχετο ηρωικότατα στην πύλη του Ρωμανού. «Συστρατιώται αδελφοί», εφώνει, «στήτε ανδρείως διά τους οικτιρμούς του Θεού!».  Οι ιερείς έκαναν λιτανείες, τα γυναικόπαιδα προσεύχονταν, και οι μοναχοί και μετ’ αυτών και άλλοι πολλοί λησμονούντες το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» ανέμεναν τον Άγγελο Κυρίου, προκειμένου με πύρινη ρομφαία να συντρίψει το θηρίο της αποκαλύψεως.
Επί τέλους ήλθε η φοβερά και φρικώδης στιγμή.  Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος επί τέσσερις ήδη ώρες είχε αποκρούσει τέσσερις μεγάλες εφόδους και έλπιζε ότι θα κατίσχυε της επιμονής του Μωάμεθ του Β΄, είδε απροσδοκήτως να εισβάλλουν εντός των τειχών οι πολέμιοι και να περικυκλώνεται πανταχόθεν και άκουσε την απαίσια κραυγή του πλήθους «η Πόλις εάλω, εάλω η Πόλις». 
Απελπισμένος εκέντησε τον ίππο και όρμησε στο πυκνότερο μέτωπο του εχθρού, αγωνιζόμενος ως ο έσχατος των στρατιωτών «και το αίμα ποταμηδόν εκ των ποδών και χειρών αυτού έρρεεν».  Μαζί με τον αυτοκράτορα και αξίως αυτού  μάχονταν οι λοιποί ήρωες καθώς έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον.  Πολλούς εν τω μεταξύ είχε θερίσει η σπάθη του βασιλέως έως ότου εθραύσθη και κατέστη άχρηστη.  Βλέποντας δε και για τον εαυτό του τον κίνδυνο και φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια του εχθρού ανέκραξε: «δεν υπάρχει Χριστιανός να λάβει την κεφαλήν μου;» είπε και θηριώδης άραψ ορμήσας όπισθεν αποκόπτει την κεφαλήν του.
Έτσι διά του μαρτυρικού αυτού αίματος επισφραγίζει ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Δραγάτσης την ιστορία του Βυζαντίου, της οποίας και η τελευταία αυτή σελίδα θα παραμείνει για την Ελληνική φυλή χρυσή και αθάνατη ιδιαιτέρως για την ηρωική αντίσταση κάποιων χιλιάδων γενναίων ανδρών, προ πάντων και κατά το πλείστον Ελλήνων, οι οποίοι επί δύο μήνες διά μόχθων ατελευτήτων επολεμούσαν εναντίον εχθρού είκοσι φορές υπερτέρου κατά τον αριθμό, εναντίον των πρώτων στρατευμάτων του κόσμου κατά την εποχή εκείνη, και μέχρι τελευταίας πνοής υπεράσπισαν τα φρούρια της βασιλίδος των πόλεων, του θεοφρουρήτου βασιλείου, της ακροπόλεως ταύτης του χριστιανικού πολιτισμού στην Ανατολή.  Και την αθανασία της τελευταίας ταύτης χρυσής σελίδος της βυζαντινής ιστορίας επιστέφει ο ένδοξος θάνατος του ήρωος μάρτυρος αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, ηρωικώς υπέρ της πατρίδος πεσόντος κοντά στην πύλη του Ρωμανού την πρωία της 29 Μαΐου 1453, σε ηλικία 49 ετών, τριών μηνών και είκοσι ημερών.
Ο τάφος του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου παραμένει άγνωστος, «αλλ’ ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος», το δε ευκλεές αυτού όνομα περιφέρεται από γενεάς σε γενεά στη διάνοια και την καρδία πάντων και παραμένει αθάνατο.  Με την ζωή του Βασιλέως έσβησε και η ζωή του κράτους του και έκτοτε αρχίζει η μακρά και ζοφερά και ασέληνη νύκτα της τουρκικής τυρρανίας!
Υπέρ τα δύο χιλιάδες έτη είχαν παρέλθει αφ’ ότου ήλθαν εκ Μεγάρων οι πρώτοι άποικοι του Βυζαντίου και έκτοτε πόσας πολέμους είδε, πόσες πολιορκίες, πόσες δόξες! Και κατόπιν επειδή ο Ρωμαίος αυτοκράτορας απογοητεύθηκε από την λιγόψυχη Ρώμη, ανέδειξε το Βυζάντιο ως πρωτεύουσα της Ανατολής, προορισμένο να αναστηλώσει την ελληνική δόξα.  Ο Ρωμαϊκός αετός ολοένα και έφθινε και έσβυνε και φαεινή ανέτειλε η ελληνική πολιτεία με τον σταυρό επί του μετώπου.  Ενίκησε η ζωτικότητα και ηθική δύναμη της ελληνικής φυλής, υπεχώρησε ο Ρωμαϊκός πολιτισμός και εδημιουργήθη και άνθισε και εμεγαλούργησε ο ελληνικός Χριστιανικός πολιτισμός, έως ότου ήλθε η μόρσιμος ημέρα της πτώσεως αυτών.
Περί των ΑΙΤΙΩΝ της παρακμής και της  πτώσεως του βυζαντινού κράτους ποικίλες εξηνέχθησαν και εκφέρονται γνώμες.  Οι επιπολαίως και εκ προκαταλήψεως τα πράγματα κρίνοντες ζητούν να εύρουν μία μόνον αιτία φαινομένου τόσο πολυπλόκου.  Προβάλλουν λόγους ηθικούς και θρησκευτικούς.  Κατά την γνώμη τους ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι η αιτία της παρακμής του Βυζαντίου.
Αν θέλουμε να είμαστε αμερόληπτοι και εντός της επιστημονικής αλήθειας, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο Χριστιανισμός όχι ως θρησκεία αγνή, αλλ’ ως δεισιδαιμονία, στην οποία εκφυλίσθηκε κατά τους τελευταίους αιώνες, είχε κάποια επίδραση στην επιτάχυνση της παρακμής ταύτης.  Εφ’ όσον ο Χριστιανισμός ήταν γνησία και ενεργός εκδήλωση αισθημάτων ζωηρών του λαού, εδημιούργησε τον θαυμάσιο βυζαντινό πολιτισμό και ανέπτυξε ανδρεία και ρώμη ψυχής στον βυζαντινό λαό, και για να πεισθούμε περί τούτου, αρκεί να ενθυμηθούμε όλα τα ευώδη και αθάνατα άνθη, τα οποία παρήγαγε ο βυζαντινός πολιτισμός, την απαράμιλλη εκκλησιαστική ρητορεία του Χρυσοστόμου, Βασιλείου και Γρηγορίου, την θαυμάσια εκκλησιαστική ποίηση και μουσική και το εξαίσιο θαύμα της αρχιτεκτονικής τέχνης, τον ναό της Αγίας Σοφίας.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας και η εντός αυτού ψαλείσα εκκλησιαστική ποίηση και βυζαντινή μουσική τοσούτο εγοήτευσαν τους αδελφούς Ρώσσους, όταν κατ’ εντολήν του αυτοκράτορός τους επεσκέφθησαν και την Κωνσταντινούπολη προς εύρεση της καταλληλότερης θρησκείας, η οποία καλύτερα θα προσαρμοζόταν στην σλαυϊκή ψυχή, ώστε αφού παρατήρησαν τα αριστουργήματα αυτά του βυζαντινού πολιτισμού ως στοιχεία ζωτικότητας της Χριστιανικής Θρησκείας, αυτήν ασπάσθηκαν αμέσως και αυτή διεδόθη στον ευσεβή ρωσσικό λαό.  Έτσι ο βυζαντινός πολιτισμός έγινε πατήρ του νεωτέρου ρωσσικού πολιτισμού.  Υπό της αγνής Χριστιανικής θρησκείας εμπνεόμενοι οι βυζαντινοί διέπραξαν και εν πολέμω θαυμάσια ηρωικά κατορθώματα ιδιαίτερα κατά τους οκτώ πρώτους αιώνες.
Όταν όμως τα αισθήματα αυτά άρχισαν να μαραίνονται και η θρησκεία έπαυσε να είναι ενεργός εκδήλωση αυτών, ο Χριστιανισμός περιορίσθηκε σε εξωτερικούς μόνον τύπους και κατάντησε δεισιδαιμονία και ασκητισμός, έχοντας ως συνέπεια και την αύξηση των μοναστηριών κατά τους τελευταίους αιώνες του βυζαντινού κράτους στα οποία κατά χιλιάδες συνέρρεαν κατ’ έτος μοναχοί δαπανώντες άφθονο τον πλούτο του κράτους και ουδέν παράγοντες.
Η δε ιστορία μαρτυρεί ότι ουδέποτε οι πολλοί ασκητές συνετέλεσαν στην οικονομική, πολιτική και στρατιωτική πρόοδο μιας χώρας.  Η αγνή θρησκεία και εν γένει πάσα πίστη σε κάτι το ιδεώδες, είτε πατρίδα λέγεται τούτο, είτε έθνος, είτε κράτος, είτε φιλανθρωπία, είτε πρόοδος, είτε αλληλεγγύη, που είναι απαύγασμα ζωντανών αισθημάτων είναι απαραίτητη στον βίο και την πρόοδο των λαών και μόνον εκείνοι οι λαοί ανεδείχθησαν στην ιστορία μεγάλοι, ισχυροί, μεγαλουργοί, στους οποίους τα αισθήματα αυτά ήταν βαθέα και ενεργά.  Όλοι δε οι λαοί στους οποίους τα αισθήματα αυτά εξασθενούν και μαραίνονται, περιπίπτουν σε παρακμή.
Τέτοια ζωντανά αισθήματα πίστεως του λαού εδημιούργησαν το μεγαλείο των Αθηνών, της Σπάρτης και κατόπιν της Ρώμης, τον πολιτισμό και το μεγαλείο της κραταιάς Ρωσσίας, η οποία εκ μακρών ορμηθείσα διά των αισθημάτων αυτών του λαού της ανεδείχθη μεγάλη και κραταιά.  Τουναντίον δε όπου τα αισθήματα αυτά εμαράνθησαν και επεκράτησαν η δεισιδαιμονία και η δουλεία των τύπων… εκεί οι λαοί παρήκμασαν και έγιναν λεία του πρώτου ελθόντος κατακτητού, όπως ακριβώς συνέβη στο βυζαντινό κράτος.
Και η ίδρυση δε απολυταρχικότατης κυβερνήσεως και η άρση κάθε ελευθερίας υπήρξε αιτία και συγχρόνως αποτέλεσμα της εξασθενήσεως των χαρακτήρων και έτσι εκλείπουν εντελώς οι ανδρικές εκείνες αρετές, οι οποίες αποτελούσαν την δύναμη και το μεγαλείο της αρχαίας ρωμαϊκής και βυζαντινής αυτοκρατορίας.  Πλην τούτων και ο βαθμιαίος εκφυλισμός και εξαφανισμός της τάξεως των αρίστων οι οποίοι δεν αντικαθίσταντο από νέα αριστοκρατία μεστής δυνάμεως και σφρίγους, συνετέλεσε στην παρακμή και κατάλυση του βυζαντινού κράτους.
Αλλ΄ «αν είμαι χάρος χαλαστής είμαι και χάρος πλάστης», ψάλλει η μούσα ενός εθνικού μας ποιητού και ό,τι είναι θαυμαστό στη μακρά ιστορία του ημετέρου έθνους είναι ότι εκ της τέφρας του βυζαντινού κράτους ανέστη ως ο φοίνιξ της μυθολογίας νέο και ακμαίο Βασίλειο, το Βασίλειο της Ελλάδος και υπό την κραταιά σκέπη και προστασία της κραταιάς προστάτιδος των πιεζομένων λαών Ρωσσίας ελευθερούται και αναγεννάται ο υπό την πτέρνα του τυρράνου στενάζων υπόδουλος ελληνικός λαός.
Ήδη σε εμάς τους νεωτέρους απόκειται να αναδειχθούμε άξιοι των προγόνων και των προσδοκιών των άλλων εθνών.  Και αφήνοντας την ύλη μέσα στην οποία είμεθα βυθισμένοι να εξιδανικευθούμε, ιπτάμενοι υψηλά στον κόσμο των ιδεωδών και γινόμενοι δημιουργού νέου πολιτισμού ανταξίου των προγενεστέρων. Ανδριζόμενοι δε και κραταιούμενοι κατά πάντα και στην αρετή θα δικαιούμεθα με θάρρος να λέμε προς τους προγόνους το: «άμμες δε γ’ εμές, ην δε λης πείραν λάβε»… Και αφού παρασκευάσουμε το έδαφος στις επερχόμενες γενεές και δημιουργήσουμε υγιές περιβάλλον, οπότε οι παίδες μας μόνον υγιείς αρχές και αγνά φρονήματα θα προσλαμβάνουν, θα  ακούσουμε παρ’ αυτών το «άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες»… Τότε θα σκιρτήσουν εκ χαράς εν τάφω τα οστά των ενδόξων μας προγόνων, οι οποίοι κλείσαντες την ιστορία δικαίως τιμώνται και γεραίρονται περιφερόμενοι στη διάνοια και την καρδιά πάντων, «ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος».

Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2014

O EYAΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (25η Μαρτίου) «Πανηγύρι της πίστης και της λευτεριάς»


eyaggelismos_epanastasi_1821

Εισαγωγή 

     «Πανηγύρι της πίστης και της λευτεριάς» κατά τον ποιητή ή 25η Μαρτίου. Την ημέρα αυτή καλούμεθα να θυμηθούμε τους αγώνες που έκαναν οι ηρωϊκοί μας πρόγονοι, για να αποτινάξουν την για 400 χρόνια σκλαβιά των Τούρκων, αλλά και να συμμετάσχουμε στο σπουδαιότερο γεγονός που πραγματοποιήθηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία: στην σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού (του 2ου προσώ­που της Αγίας Τριάδος)στα σπλάχνα της Παναγίας μας.
      Κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ο άπειρος Θεός, («αμήτωρ» εκ Πατρός) γίνεται άνθρωπος(ἀπάτωρ εκ μητρός), δηλ. αυτό που δεν ήταν, αλλά συγχρόνως παραμένει και αυτό που ήταν, δηλ. Θεός. Ομοίως και η Υπεραγία Θεοτόκος γίνεται αυτό που δεν ήταν, δηλ. μητέρα, παραμένοντας συγχρόνως και αυτό που ήταν, δηλ. παρθένος. Είναι όντως ένα μεγάλο μυστήριο και ένα παράδοξο. Αλλά είναι γνωστό ότι «ὃπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις». 
 Το γεγονός προσεγγίζεται ποιητικά και θεολογικά με το ωραίο απολυτίκιο της ημέρας «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον καί τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός τῆς Παρθένου γίνεται καί Γαβριήλ τήν χάριν εὐαγ­γε­λίζεται. Διό καί ἡμεῖς σύν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν: Χαῖρε, Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά Σοῦ» που μεταφράζεται/παραφράζεται ως εξής: «Σήμερον ανακεφα­λαιώνεται η σωτηρία μας και φανερώνεται το προαιώνιο μυστήριο του Θεού γι’ αυτήν. Ο Υιός του Θεού, γίνεται υιός της Παρθένου (Μαρίας) και ο (αρχάγγελος) Γαβριήλ εξαγγέλει χαρμόσυνα την χάρη αυτή. Για τον λόγο αυτό και εμείς μαζί με αυτόν, ας φωνάξουμε δυνατά : Χαίρε Συ που είσαι γεμάτη από την χάρη του Θεού, ο Κύριος είναι μαζί σου».

Ποια πρέπει να είναι η στάση του Χριστιανού απέναντι στο πρόσωπο της Θεοτόκου

Το πρώτο σημείο που μας επισημαίνει το απολυτίκιο είναι, το πώς πρέπει να στεκόμαστε και να αντιμετωπίζουμε το πρόσωπο της Θεοτόκου: να την δούμε γεμάτη από την χάρη και το φως του Θεού. Όχι γιατί από μόνη της απέκτησε αυτή την ιδιότητα, αλλά γιατί ο ίδιος ο Θεός προσέβλεψε επάνω της και την επισκίασε με το Πανάγιο Πνεύμα Του.
         Γνωρίζουμε ότι και προ του Ευαγγελισμού, είχε την χάρη του Θεού λόγω της αγίας ζωής της. Από παιδούλα τριών ετών, που οι γονείς της την αφιέρωσαν στον Θεό, εισήλθε στον Ναό και ζούσε με προσευχές και νηστείες. Κατά την παράδοση έμενε στα Άγια των Αγίων, χώρο στον οποίο έμπαινε άπαξ του έτους μόνο ο Αρχιερεύς και τρεφόταν από Αγγέλους. Έλαβε όμως την πληρότητα της Χάρης κατά τον Ευαγγελισμό της. Κατά τους Πατέρες, απηλλάγη, του προπατορικού αμαρτήματος, ως να είχε λάβει το Άγιο βάπτισμα, όταν ήρθε επάνω της το Άγιο Πνεύμα και την επισκίασε «δύναμις Υψίστου», κατά το ρήμα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Έκτοτε η παρουσία του Χριστού την συνοδεύει σε κάθε εκδήλωση της ζωής της. Γι’ αυτό στο πρόσωπο της Παναγίας, κρίνεται η ποιότητα της πίστεως του Χριστιανού: αποδοχή της Παναγίας ως Θεοτόκου και «Κεχαριτωμένης» Μητέρας του Χριστού σημαίνει και ορθή αποδοχή του Ιησού Χριστού. Τυχόν απόρριψη της Θεοτόκου ή υποβάθμισή της, σημαίνει και απόρριψη της «ἐν Χριστῷ» σωτηρίας. Η ανεπαρκής κατανόηση του ρόλου και της αποστολής του Χριστού, μπορεί να σημαίνει  και αλλοίωση της θείας Εικόνας Του ως Θεανθρώπου και Σωτήρος του ανθρωπίνου γένους.
     Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και οι Άγγελοι, αποτελούν για μας πρότυπα σωστής σχέσεως με την Μητέρα του Κυρίου, δηλαδή χαρισματική αναγνώριση της σχέσεως με τον Υιό της. Η τιμή προς εκείνη, συμπεριλαμβάνει και τους ανθρώπους και τους αγγέλους. Κατά την έκφραση του ιερού υμνωδού: «ἐπί σοί Χαίρει Κεχαρι­τωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων το γένος…». Αυτό επίσης επιβεβαιώνει την αλήθεια της πίστεώς μας ότι: «φως για τους ανθρώπους είναι οι Άγγελοι».
        Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ μας δίδαξε να την προσφωνούμε «Κεχαριτωμένη» (διότι της είπε «εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῷ»). Έτσι η ζωή των Αγγέλων γίνεται πρότυπο και για τους ανθρώπους, για όλη την ζωή τους, διότι οι άγγελοι επιτελούν συνεχώς το θέλημα του Θεού κατά τον λόγο του Κυρίου στην Κυριακή προσευχή, που μας δίδαξε να επιτελούμε το θέλημα του Θεού «ὡς ἐν ουρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».

Η αρετή της Παναγίας μας «κατέβασε» τον Θεό στην γη.

     Το δεύτερο σημείο του απολυτικίου, ότι ο Υιός του Θεού Υιός της Παρθέ­νου γίνεται, δίνει την αιτιολογία για την υψηλή θέση που κατέχει η Παναγία στην Εκκλησία και για την μεγάλη χάρη την οποία έλαβε από τον Θεό: δι’ αυτής, ο Υιός του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, έγινε άνθρωπος. Η σάρκωση του Υιού του Θεού, είναι το «ἀπ’ αἰῶνος σεσιγημένον Μυστήριον». Το Μυστήριο που γνώριζαν οι Άγγελοι «ἐν σιγῇ», αλλά δεν ήξεραν πως και πότε θα πραγματοποιηθεί, διότι δεν έπρεπε να γίνει γνωστό στις δαιμονικές δυνάμεις.
         Έτσι η Παναγία μας γίνεται «κλίμαξ ἐπουράνιος δι’ ἧς κατέβει ο Θεός» και «γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν». Η Παναγία μας, για να γίνει η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού, δανείζει την σάρκα της στον Υιό και Θεό της. Από την στιγμή αυτή η ανθρώπινη φύση του Χριστού φέρει την σφραγίδα της Αγίας Μητρός του και συνδέεται άρρηκτα μαζί της, έτσι ώστε η Παναγία μας δεν εμφανίζεται ποτέ χωρισμένη από τον Υιό της. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού μετά την Ανάσταση και της ανάληψή του στους ουρανούς, φθάνει στην κατάσταση της «θεώσεως», δηλαδή μετέχει έκτοτε στην ζωή της Αγίας Τριάδος. Η κατάσταση αυτή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και την ανάσταση των νεκρών, θα γίνει κτήμα όλων των ανθρώπων, που με την επίγεια ζωή τους θα έχουν ευαρεστήσει στον Θεό.
         Μετά τον ευαγγελικό χαιρετισμό του Αρχαγγέλου και την θετική απόκριση της Θεοτόκου «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου γένοιτο μοι κατά τό ρῆμα σου» λαμβάνει χώρα η σύλληψη του Ιησού Χριστού στην γαστέρα της Θεοτόκου. Η συνέργεια Θεού και ανθρώπου (δηλ. της Παναγίας), δημιουργούν το μεγάλο θαύμα της Θείας ενανθρωπίσεως και έκτοτε αρχίζει η κύηση του Θεανθρώπου.
Το έμβρυο «Ιησούς Χριστός» παραμένει «ἐξ ἂκρας συλλήψεως» τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, εις πείσμα όλων όσων είναι θιασώτες των εκτρώσεων και ισχυρίζονται ότι το έμβρυο δεν είναι ακόμα άνθρωπος. Οι θιασώτες των εκτρώσεων, με επίγνωση ή όχι, αποκαλύπτουν, πέρα από την αμαρτία ενός ειδεχθούς φόνου (μιας παιδοκτονίας ενός ανυπερά­σπιστου εμβρύου από τους γονείς του), στην οποία υποκύπτουν, και την αθεϊα της ζωής τους. Με τον τρόπο τους αμφισβητούν και τον Ευαγγελισμό, ως σάρκωση του Θεού σε εμβρυακή κατάσταση, αλλά και υποτιμούν την αξία της ανθρώπινης ζωής, η οποία αποτελεί το μέγιστο δὠρο του Θεού.
         Η επιλογή της Παρθένου Μαριάμ από τον Θεό, προκειμένου να υπηρετήσει την σάρκωση του Υιού του και κατά συνέπεια της λύτρωσης του ανθρωπίνου γένους από τον διάβολο και την αμαρτία, έγινε μόνο με κριτήριο την αρετή της. Η Υπεραγία Θεοτόκος ως άνθρωπος, υπήρξε ότι εκλεκτότερο και αγιότερο είχε να παρουσιάσει η ανθρωπότητα όλους του αιώνες. «Το πλήρωμα του χρόνου», ήταν κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, η εμφάνιση στον κόσμο της Πάναγνης παιδούλας της Ναζαρέτ Μαριάμ. Η τέλεια αρετή της, η καθαρότητα της ψυχής της, ήταν ο μυστικός μαγνήτης που ήλκυσε την θεϊκή αγάπη. Στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου βρίσκουμε την συμμετοχή του ανθρώπου στην όλη διαδικασία της σωτηρίας, που ενεργεί ο Θεός υπέρ του ανθρώπου. Η ταπεινή υπακοή της Παρθένου Μαριάμ στην πραγματοποίηση του θεϊκού θελήματος, εκφράζεται με το ««ἰδού ἡ δούλη Κυρίου γένοιτο μοι κατά το ρῆμα σου» ( Λουκ. αʹ 38) και αποτελεί το μεγαλειώδες «ναί» του ανθρώπου στην σάρκωση του Θεού.

Η «εξώγαμη» κυοφορία της Παναγίας έβαζε την ζωή της σε μεγάλο κίνδυνο.

    Την ώρα του Ευαγγελισμού η Παναγία, βρίσκεται αντιμέτωπη με κάτι άγνωστο. Η συγκατάθεσή της στην «ἂσπορο κυοφορία», μπορούσε να έχει οδυ­νηρές συνέ­πειες στην τιμή και στην ζωή της ακόμα. Διότι ο Μωσαϊκός νόμος προέβλεπε για τις άγαμες μητέρες, αφ’ ενός την διαπόμπευσή τους, αφ’ ετέρου την θανάτωσή τους δια λιθοβολισμού μπροστά στο κατώφλι της πατρικής τους οικίας.
      Η Παναγία όμως, όταν συνειδητοποιεί ότι αυτό είναι θεία κλήση, αψηφά τις αρνητικές συνέπειες και υποτάσσεται ολοπρόθυμα στο θεϊκό θέλημα. Αποδεικνύεται έτσι και «δυνάμει» μάρτυς, όχι μάρτυς αίματος αλλά μάρτυς συνειδήσεως. Βεβαίως ο Θεός χρησιμοποιώντας ως προκάλυμμα τον πιστό «μνήστορα Ιωσήφ», την προστά­­τευσε από την μοχθηρία των συμπατριωτών της. Δεν παύει όμως η Θεοτόκος να συνδυάζει καθαρότητα ψυχής και μαρτυρικό φρόνημα. Αυτό άλλωστε επέδειξε, η άφατη καρτερία της μπροστά στην άδικη καταδίκη και στην δια του Σταυρού οδυνηρή θανάτωση του Υιού της.

 διά του Ευαγγελισμού «φανέρωση τοῦ ἀπ’αἰῶνος μυστηρίου» της σαρκώ­σεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
Το τρίτο σημείο του απολυτικίου (τοῦ ἀπ’αἰῶνος μυστηρίου ἠ φανέρωσις) φανερώνει την εκπλήρωση της προαιώνιας βουλής του Θεού για την σωτηρία του κόσμου. Αυτή αρχίζει να ξεδιπλώνεται, ευθύς μετά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Το προαιώνιο σχέδιο του Θεού, προέβλεπε την ενανθρώπιση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος.
         Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν, ότι ο Θεός θα ερχόταν στον κόσμο, ανεξάρτητα από την πτώση των πρωτοπλάστων. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επισημαίνει ότι, η σάρκωση του Χριστού, απαρχή της οποίας αποτελεί ο Ευαγγελισμός, συνιστά την τελευταία φάση της δημιουργίας του ανθρώπου. Ο Θεός δηλαδή θα ερχόταν στον κόσμο για να δώσει στον άνθρωπο ώθηση προς επίτευξη του «καθ’ ὁμοίωσιν», που ήταν ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου. Βεβαίως μετά την πτώση των πρωτοπλάστων και την έξωσή τους από τον παράδεισο, η σάρκωση του Χριστού, ήταν κατά μείζονα λόγο αναγκαία για την επαναφορά της ανθρωπότητας στην σωστή τροχιά της «κατά Θεόν ζωής και  θεώσεως».

Ο Ευαγγελισμός προαναγγέλεται στο  «πρωτευαγγέλιο τῆς σωτηρίας»

 Είναι γνωστό ότι στην διήγηση της Γενέσεως (Γεν. γʹ 15) που αναφέρει την πτώση των πρωτοπλάστων και τις τιμωρίες, που τους υπέβαλλε ο Θεός, προαναγγέλεται και η υπόσχεση του Θεού, ότι ο απόγονος της γυναικός θα συντρίψει την κεφαλή του όφεως, δηλαδή θα καταργήσει το κράτος του διαβόλου), ενώ ο διάβολος θα χτυπήσει την πτέρνα του απογόνου της γυναικός, δηλαδή του Χριστού (υπονοώντας ότι θα προκα-λέσει τον δια Σταυρού θάνατόν του. Αυτή η υπόσχεση του Θεού ονομάζεται Πρωτευαγγέλιο της Σωτηρίας και είναι μία πρόρρηση του Ευαγγελισμού, διότι στον Ευαγγελισμό έχουμε την γυναίκα (Παρθένο Μαρία) που γεννά (άνευ ανδρός) Εκείνον (δηλαδή τον Χριστό), που συντρίβει τον διάβολο.

Με τον Ευαγγελισμό αρχίζει η «ανακεφαλαίωση» της σωτηρίας του ανθρώπου

       Ένα τέταρτο σημείο, που μας επισημαίνει το απολυτίκιο του Ευαγγελισμού, είναι, ότι η φανέρωση της προαιώνιας βουλής του Θεού (τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις), συνιστά την ανακεφαλαίωσητης σωτηρίας του ανθρώπου, δηλαδή την επανένταξή του στο αρχικό σχέδιο του Θεού. Είναι γνωστό ότι η «ἁμαρτία», δηλαδή η αστοχία του ανθρώπου να επιτύχει τον σκοπό της δημιουργίας του, ήταν που χώρισε τον άνθρωπο από τον Θεό και τον εκτροχίασε από την ορθή πορεία της ζωής του. Με την σάρκωση του Χριστού επιτυγχάνεται τώρα, η επαναφορά του ανθρώπου στην σωστή του τροχιά, δηλαδή στην πορεία προς την θέωση.
        Δια του Ιησού Χριστού, ο οποίος σαρκώνεται εντός της Παναγίας κατά την στιγμή του Ευαγγελισμού,αίρεται η «ἁμαρτία», επιτυγχάνεται η καταλλαγή ανθρωπότητας και Θεού και ανοίγει ξανά η θύρα του Παραδείσου, με την επικράτηση του θείου ελέους. Ο άνθρωπος, χάρις στο απολυτρωτικό έργο του Θεού, βιώνει την «ἐν Χριστῷ» σωτηρία του και γίνεται αν το θελήσει, «κατά χάριν» τέκνο του Θεού.

Όλο το έργο της απολυτρώσεως πραγματοποιείται «σήμερον»
       «Πραγματικός και λειτουργικός χρόνος»

       Το πέμπτο σημείο,  που μας επισημαίνει το απολυτίκιο του Ευαγγελισμού, είναι, ότι όλα αυτά πραγματοποιούνται «σήμερον» ενώ όσα γεγονότα έλαβαν χώρα στο παρελθόν, για τον πιστό δεν χάνουν τίποτα από την σύγχρονη επικαιρότητα και βιώνονται ως παρόντα. Διότι η διαρκής παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία, μετατρέπει το παρελθόν σε ένα διαρκές παρόν. Έτσι ο «πραγματικός» χρόνος με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, μετατρέπεται σε «λειτουργικό» χρόνο, δηλ. σε ένα διαρκές παρόν, το οποίο βιώνεται και σώζει, ως εάν οι πιστοί ζούσαν τα γεγονότα την ώρα που ελάμβαναν χώρα.
       Με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος λοιπόν, όλα τα σωτηριώδη γεγονότα της πίστεως, βιώνονται από τους πιστούς και σώζουν ως παρόντα. Έτσι στον Ευαγγελισμό λέμε: «σήμερον τῆς Σωτηρίας ἠμῶν το κεφάλαιον …», στην γέννηση του Χριστού λέμε «σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου…», στην Σταύρωση του λέμε: «σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου…». Και αφού το σωτηριώδες γεγονός «ἐν Χριστῷ» στο παρελθόν (όπως ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Βάπτιση, η Σταύρωση κ.λ.π.), γίνεται κάθε φορά παρόν, το μόνο που χρειάζεται ο Χριστιανός για να οικειοποιηθεί αυτό το γεγονός και να βιώσει την σωστική του δύναμη, είναι ηπίστη. Η απροϋπόθετη εμπιστοσύνη στον Θεό, η αυτοπαράδοση σε Εκείνον, η εφαρμογή των εντολών του και η χωρίς αμφιβολίες και αμφιταλαντεύσεις αναμονή της εκπληρώσεως των επαγγελιών Του, είναι που σώζουν τον άνθρωπο.

Επίλογος.

Μία τέτοια αληθινή πίστη θα μας κάνει να δούμε τους εαυτούς μας μετόχους στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Θα μας κάνει δηλαδή να νιώσουμε και εμείς, σαρκωμένο μέσα μας τον Θεό δια του Αγίου Πνεύματος Το Άγιο Πνεύμα στο εξής θα εργάζεται μέσα μας, θα μας καθαρίζει, θα μας παρηγορεί και θα μας χαριτώνει. 
πηγή

Οι παρακαταθήκες των αγωνιστών του 1821 Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Οι παρακαταθήκες των αγωνιστών του 1821
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Οι Έλληνες έχουμε πάθει  ένα γερό στραπάτσο τα τελευταία χρόνια. Αυτό έχει επηρεάσει κυρίως τις ευαίσθητες ψυχές των νέων μας, οι οποίοι υφίστανται τις βαρύτατες συνέπειες από τα λάθη των μεγαλυτέρων τους. Τα παιδιά και τους νέους μας χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το ξέρουν, τους κάναμε σαν ένα ζαλισμένο κοπάδι, που δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πηγαίνει...Δεν μαθαίνουν να εκτιμούν αυτό που έχουν, δεν βοηθιούνται  να έχουν ταυτότητα, ιδιοπροσωπία, όραμα ζωής.
          Η μεγάλη ευθύνη μας είναι ότι έχουμε ξεχάσει κι επομένως δεν μεταδίδουμε τις υποθήκες των αγωνιστών του 1821, που μας έδωσαν όχι μόνο την ελευθερία που απολαμβάνουμε, αλλά και ήθος, αρχές, ιδανικά. Να θυμίσουμε κάποιες από τις υποθήκες τους. Ο Γέρος του Μωριά, ο αρχιστράτηγος της απελευθέρωσης μας από τον τουρκικό ζυγό, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μιλώντας στους νέους του Α΄ Γυμνασίου Αθηνών, στην Πνύκα, είπε, μεταξύ των άλλων:

          « Εγώ παιδιά μου...σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα, και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε  από τα απερασμένα, και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποία να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ημέρα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε, και για να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία... και την φρόνιμον ελευθερία».
          Ο άλλος μέγας αγωνιστής του 1821, ο Γιάννης Μακρυγιάννης, γράφει στα Απομνημονεύματά του:
          « Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγότερον από τον χειρότερον πατριώτη μου Έλληνα...Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμε... Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομε όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες να αγωνίζονται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: <Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες>, αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζονται εις το καλό της πατρίδας τους, της  θρησκείας τους και της κοινωνίας...». 
          Τις υπηρεσίες  που πρόσφεραν στο Ελληνικό Έθνος οι αγωνιστές του 21 εκτίμησε ο σπουδαίος άνθρωπος και δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης, που αρνήθηκε να καταδικάσει σε θάνατο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, εκτίμησε το ήθος και τη γενναιότητά του, τον αγάπησε σαν πατέρα του και και τον  έπεισε  να του υπαγορεύσει τα Απομνημονεύματά του. Ο Τερτσέτης σε λόγο του για την 25η Μαρτίου, το 1869, τονίζει:
« Εγώ, κύριοι ακροαταί, σκεπτόμενος και αναλογιζόμενος τους καιρούς και τα πράγματα τί πρέπει και οι νέες γενεές της Ελλάδος να προσφέρουν στην οικουμένην, ευρίσκω και λέγω, να προσφέρουν πρέπει παραδείγματα αθάνατα αρετής. Μην κλείσωμεν, φίλοι και αδελφοί, τους οφθαλμούς μας εις την λάμψιν του καθήκοντος και της αποστολής μας».
Σήμερα και με την ευκαιρία της πανηγύρεως της 25ης Μαρτίου και μπρος στον γκρεμό που βρισκόμαστε οφείλουμε να αφυπνιστούμε και να δώσουμε το παράδειγμα στη νεολαία ότι ο άνθρωπος και το έθνος δεν υπάρχουν χωρίς ελευθερία. Και ελευθερία δεν είναι μόνο να αποτινάξουμε το ζυγό μας από τους όποιους τυράννους, είναι κυρίως να απαλλαγούμε από τα πάθη μας, να ζήσουμε ως όντα με ρίζες και βάθος και να δείξουμε την έμπρακτη ευγνωμοσύνη μας προς όσους μας έδωσαν την ελευθερία και μας δίδαξαν αξιοπρέπεια και ήθος.

25 ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟῩ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ (Πρός ἀσεβοῦντας στή μνήμη τῶν ἡρώων καί μαρτύρων τοῦ 1821)Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


25 ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟῩ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ
(Πρός ἀσεβοῦντας στή μνήμη τῶν ἡρώων
καί μαρτύρων τοῦ 1821)
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
                                                                            κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
            Καθώς γιορτάζομε σήμερα τήν μεγάλη διπλή καί λαμπρή γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στεκόμαστε μέ δέος ἐνώπιον τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σαρκώνεται, γίνεται δηλαδή ἂνθρωπος, «ἵνα τόν ἄνθρωπον θεόν ἀπεργάσηται».
            Ἀλλά στεκόμαστε καί μέ συγκλονισμό ψυχῆς μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ Γένους μας καί τίς ἡρωικές θυσίες, τούς ἀγῶνες καί τά μαρτύρια ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν στόν βωμό τῆς ἐλευθερίας τῆς Ὀρθοδόξου Πατρίδος μας.
            Μπορεῖ γιά τούς πολλούς οἱ ἐπέτειοι νά εἶναι ἁπλῶς κάποιες γιορτές, κάποια σημεῖα μέσα στό διάβα τοῦ χρόνου, χωρίς βαθύ καί οὐσιαστικό περιεχόμενο. Ἲσως γιά κάποιους τά γεγονότα νά ἔχασαν τήν πνευματική τους χροιά καί τό βαθύ τους νόημα, λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τίς πνευματικές μας ρίζες. Ὅμως γιά μᾶς, αὐτές οἱ ἑορτές, σάν αὐτό τό χιλιοδοξασμένο πανηγύρι τῆς λευτεριᾶς, εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ὑπάρξεώς μας, εἶναι τό μεδούλι τῆς ζωῆς μας καί τό ὀξυγόνο τῆς πνευματικῆς μας πορείας.
            Ἀφοῦ ἀποτίσωμε φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης σέ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος καί ἔγιναν θυμίαμα πυρίκαυστο στό θυμιατήρι τοῦ Γένους,  γιά νά τελεσθῇ τό ἱερό Τρισάγιο, θά ἀναφερθοῦμε σέ κάποια στοιχεῖα, τά ὁποῖα θεωροῦμε ὅτι ἀποτελοῦν τόν βασικό κορμό τῶν ἱερῶν ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος ἀγώνων. Τοῦτο τό πράττομε ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἀνάγκη τῆς διδαχῆς καί ἐπιστηρίξεως τῶν ἡμετέρων, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς ἀπάντηση σέ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καιροφυλακτοῦν ὡς ἰοβόλες ἔχιδνες νά χύσουν τό πικρό τους δηλητήριο, κάθε φορά πού βρισκόμαστε μπροστά ἀπό τίς ἐθνικές μας ἐπετείους, συκοφαντῶντας τήν μαρτυρική καί αἱματοβαμμένη πορεία τοῦ Ἔθνους μας. (Κάθε χρόνο ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια, γελοῖα καί ἐμετικά φληναφήματά τους. Πέρυσι κάποιοι μέσω τηλεοπτικῶν σταθμῶν. Ἐφέτος ἄλλοι μέσω κατάπτυστων ἐπιστολῶν πρός  μαθητάς).
            Καί δέν λογαριάζουν οἱ δύστυχοι, ὅτι ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ ἀγῶνες καί οἱ θυσίες τῶν Πανελλήνων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, οὔτε ἐλεύθεροι θά ἦταν, σήμερα, οὔτε στά πόδια τους θά μποροῦσαν νά σταθοῦν, οὔτε λέξη νά ἀρθρώσουν, σάν αὐτές πού ἀσύστολα ἐκστομίζουν κάθε τόσο ἀπό τά ἰοβόλα χείλη τους.
            Ἀρχίζομε λοιπόν τήν διδαχή, ἀφοῦ αὐτό ἐπιτάσσει τό ἱερό μας χρέος ἔναντι τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος, ἀλλά καί τοῦ μέλλοντος τῆς πατρίδος μας.
            Οἱ Ἕλληνες ἀγωνίστηκαν:
1. Ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου καί Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως. Ποτέ δέν ἔβαλαν καί τίποτε πάνω ἀπό τήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό. Αὐτή ἡ πίστη τούς κράτησε τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια —καί σέ ἄλλες περιοχές, ὅπως στήν Μακεδονία μας λ.χ., ἀκόμη περισσότερα— ὄρθιους, ἀγέρωχους, μέ φρόνημα γενναῖο, μαχητικό καί ἐνθουσιαστικό. Τούς ὅπλισε μέ ὑπομονή καί θάρρος, ὥστε νά μή δειλιάζουν ἐνώπιον παντός κινδύνου, ἀφοῦ ἐγνώριζαν πολύ καλά ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁδίτης, ὁδοιπόρος δηλ. πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
            Στρατιές ὁλόκληρες Νεομαρτύρων παρελαύνουν ἐνώπιόν μας, σέ μιά μαρτυρική πορεία πρός τήν Ἀνάσταση καί τήν δόξα. Καί εἶναι ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας καί κοινωνικῆς καταστάσεως. Ὅλοι τους ἀκολούθησαν τούς πρώτους Μάρτυρες τῆς ὀρθρινῆς περιόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑλκυσθέντες στόν ἱερό ἀγῶνα καί ἀπό τήν ἀγωνιστική φλόγα τοῦ μάρτυρα τελευταίου Αὐτοκράτορα καί γενναίου ὑπερασπιστοῦ τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων.
            Εἶναι Πατριάρχες, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Μοναχοί καί Μοναχές, νέοι καί νέες, παιδιά ἀμούστακα, γραμματισμένοι καί ἀγράμματοι. Ὅλοι τους σέρνουν τόν αἱματωμένο χορό ἐλευθερίας καί ἀνεβαίνουν στόν οὐρανό ὡς ἀκοίμητοι πρέσβεις πρός τόν Θεό ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικής Πατρίδος.
            Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσῃ ὅτι σειρά ὁλόκληρη Πατριαρχῶν σφαγιάσθηκαν ἤ ἀπαγχονίσθηκαν, πλειάς Ἀρχιερέων καί χιλιάδες ἂλλων κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν, ἔπεσαν ἀπό τά χέρια τῶν ἀπίστων τυράννων κατά τήν διάρκεια τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς; Τό μαρτυρεῖ ἡ κλειστή πύλη τοῦ Πατριαρχείου, ὁ Ζαχαρίας ἀπό τήν Ἄρτα, πού μαρτύρησε στήν πόλη τῶν Πατρῶν, οἱ παιδομάρτυρες Χριστόδουλος καί Ἀναστασία, ὁ Παῦλος ἀπό τό Σοπωτό, γιά νά μνημονεύσω τούς δικούς μας μάρτυρες ἐνδεικτικά, ἀλλά καί τόσοι ἄλλοι.
            Ποιός μπορεῖ νά μή γονατίσῃ μπροστά στόν ἡρωισμό τοῦ Ἀχαιοῦ (ἀπό τήν Ζουμπάτα Πατρῶν) Δέρκων Γρηγορίου καί τῶν ἄλλων Ἀρχιερέων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἤ στό δρᾶμα τῶν ἱερῶν σφαγίων, Ἀρχιερέων καί Προκρίτων τῆς φοβερῆς εἰρκτῆς τῆς Τριπολιτσᾶς; Ποιός δέν συγκλονίζεται μπροστά στόν μαχητικό ἐνθουσιασμό τοῦ Παπαφλέσσα, τόν οἶστρο τοῦ Ἐθνεγέρτου Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τήν θυσία τοῦ Διάκου στήν Ἀλαμάνα, τοῦ Ἰωσήφ Ρωγῶν, τοῦ Σαλώνων Ἠσαΐα, τοῦ Σαμουήλ στό Κούγκι καί τόσων ἄλλων;  Αὐτόν τόν ὑπέρ τῆς Πίστεως ἱερό ἀγώνα τόν μαρτυρεῖ τό Ἅγιο Ποτήριο στήν Ἐπάνω Χρέπα, ἀπό τό ὁποῖο ἐκοινώνησαν ὁ Κολοκοτρώνης καί τά παλληκάρια του, λίγο πρίν τήν ἀπελευθέρωση τῆς Τριπολιτσᾶς, ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ, τό 1821. Πόσα ἄλλα περιστατικά θά μπορούσαμε νά ἀναφέρομε...!
2. Ὑπέρ τῆς Πατρίδος, τήν ὁποίαν ἐθεώρησαν καί δικαίως «πατρός τε καί μητρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον καί σεμνώτερον καί ἁγιώτερον», καί ὑπέρ τῆς ὁποίας ἔχυσαν ποταμούς αἱμάτων, ποτίζοντες τό δένδρο τῆς Ἐλευθερίας γιά νά βλαστήσῃ καί νά καρποφορήσῃ, ὥστε σήμερα ἐμεῖς, ἕνεκα τῶν ἡρωικῶν παλαισμάτων καί θυσιῶν ἐκείνων, νά ζοῦμε καί νά κινούμεθα ἐλεύθεροι, μέσα σέ μιά πολιτισμένη χώρα.
Ἡ στεριά καί ἡ θάλασσα, τά βουνά καί οἱ κάμποι, ὅ,τι μαρτυροῦσε Ἑλλάδα, ἦταν γιά τούς μαρτυρικούς προγόνους μας, πού ζοῦσαν ὑπό  τόν τούρκικο ζυγό, ὑπόθεση ἀγώνων καί θυσιῶν.
            Ἀγάπησαν τό Ἔθνος τους, ὑπερασπίστηκαν τά ἅγια χώματά του, ἐπρομάχησαν καί προκινδύνευσαν γιά κάθε σπιθαμή τῆς Ἑλληνικῆς γῆς, ἀφοῦ ἔβλεπαν τήν λαίλαπα τῶν ἀπίστων νά μολύνῃ ὄχι μόνο τά πατρῷα ἐδάφη, ἀλλά νά ἐπιθυμῇ τήν προέλαση καί πρός τήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Ἴσως ἐλάχιστοι ἔχουν ἐκτιμήσει τήν μεγάλη αὐτή προσφορά τῆς Ἑλλάδος πρός τήν Δύση, ἀφοῦ ὕψωσε τεῖχος ἐπί ὁλόκληρους αἰῶνες, γιά νά σταματήσῃ τίς ὀρδές τῶν ἐξ ἀνατολῶν βαρβάρων, πρός τόν εὐρωπαϊκό χῶρο. Καί ὅμως, γιά νά εἴμαστε ἐπίκαιροι, ἀντί εὐγνωμοσύνης ἡ χώρα μας ἀπολαμβάνει τήν ἀχαριστία καί τήν καταφρόνια γιά μιά ἀκόμη φορά. Ἰσχύει δυστυχῶς καί στήν περίπτωση αὐτή τό, «ἀντί τοῦ μάννα χολήν, ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος».      
3. Γιά τήν γλῶσσα τους καί τήν παράδοσή τους. Ἦταν τόση ἡ ζέση ψυχῆς, καμίνι φλεγόμενο ἡ καρδιά τους, πού κατόρθωσαν    —παρά τήν ἀντίθετη ἄποψη ὅσων ἀσελγοῦν στό ὄνομα τῆς ἀληθείας καί ἐπί τῶν αἱμάτων τῶν ἡρωικῶν προγόνων μας— κατόρθωσαν λέγω, χωρίς σχολειά καί ὀργανωμένη παιδεία, παίζοντες στήν κυριολεξία τό κεφάλι τους, μέσα ἀπό τό Κρυφό Σχολειό, πού εἶναι μιά τρανή πραγματικότης, κάτω ἀπό τήν ἄγρυπνη μέριμνα καί πάλι τῆς στοργικῆς μάνας, τῆς Ἐκκλησίας, νά διατηρήσουν τήν Ἑλληνική γλῶσσα, τά ἤθη τους καί τήν παράδοσή τους. (Ἀνάλογα μέ τούς Τούρκους ἀγάδες καί τίς περιοχές, καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς ἀντιμετώπιζαν τά Ἑλληνόπουλα φρικτές δυσκολίες γιά νά μάθουν ἔστω καί λίγα γράμματα).  
Κάθε φορά πού κάποιος λοξοδρομοῦσε πρός τούς ἀπίστους, ἐθεωρεῖτο νεκρός γιά τούς δικούς του, γιά τούς ἀγωνιστές τῆς πίστεως καί τῆς λευτεριᾶς. «Γιατί Ἀντώνα φόρεσες μαῦρα;» ρωτοῦσαν τήν μητέρα τοῦ μετά ταῦτα Νεομάρτυρος Παύλου στό Σοπωτό τῶν Καλαβρύτων. «Γιατί ὁ Παναγιώτης μου πέθανε», ἀπαντοῦσε ἐκείνη. Στήν πραγματικότητα ὁ Παναγιώτης εἶχε τουρκέψει.
·        Γιά ὅλα ὅσα ἀναφέραμε παραπάνω, οἱ ἥρωες καί μάρτυρες πρόγονοί μας, ἀγωνίστηκαν ἑνωμένοι.
Δυστυχῶς κάποιοι ἀνεγκέφαλοι, παραχαράκτες τῆς ἱστορίας, θέλησαν κατά καιρούς νά παρουσιάσουν τήν Ἐπανάσταση τοῦ ’21 ὡς ἕνα ταξικό κίνημα ἐναντίον τῆς «ἄρχουσας», κατ’ αὐτούς, τάξης. Κατέφυγαν δέ ὁρισμένοι στό ἔργο, ἀνωνύμου τινός, ἐπιγραφόμενο “Ἑλληνική Νομαρχία”, προκειμένου νά στηρίξουν τίς ἀστήρικτες πεποιθήσεις τους καί νά δώσουν ὑπόσταση στίς ὅποιες ἀνυπόστατες ἀπόψεις τους, πού εἶχαν ἤ ἔχουν ἰδεολογικό χρωματισμό καί προσανατολισμό.
Ὅμως ἔστω καί ἄν δέν θέλει ὁποιοσδήποτε νά πεισθῇ μέ ὅσα ἐμεῖς κηρύττομε, «τοῖς τῶν μαρτυρικῶν ἡρώων προγόνων μας  ρήμασι καί ταῖς θυσίαις πειθόμενοι», καί ἄν τούς μεταγενεστέρους τῶν ἀγωνιστῶν ἱστορικούς ἤθελε νά διαψεύσῃ, ἄς ἀκούσῃ ἐκείνους πού ἔζησαν τά γεγονότα καί ἔχουν τό ἀδιαμφισβήτητο δικαίωμα νά ὁμιλοῦν πρῶτοι, στεντορείᾳ τῇ φωνῇ, διαψεύδοντες τούς ἀσεβοῦντας ἐπί τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος.
Σωρείαν ὅλην θά ἠδυνάμεθα νά παραθέσωμε μαρτυριῶν τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων κατά τούς ἡρωικούς ἀγῶνες τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας, ἀλλά μόνο δύο ἄς ἀκούσωμε σήμερα, τῆς λευτεριᾶς σταυραητούς καί μάρτυρες ἀδιάψευστους.
Ὁ πρῶτος ἀκούει στό ὄνομα Γερμανός. Εἶναι τό δικό μας καύχημα καί κλέος —ὁποία εὐλογία!— ὁ λεοντόκαρδος Δεσπότης τῆς Πάτρας, τοῦ ὁποίου ὁ ἀνδριάς κοσμεῖ τήν ὡραία καί Ἀποστολική μας πόλη, στήν Πλατεία τῶν Ὑψηλῶν Ἀλωνίων.
Ὁ μέγας αὐτός Ἱεράρχης, στήν διακήρυξή του πρός τόν Κλῆρο καί τούς Πιστούς τῆς Πελοποννλήσου, πού ἐκφωνήθηκε στό λίκνο τῆς ἐλευθερίας, στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, λέγει μέ τήν γενναία πατριωτική φωνή του:
«Πολυαγαπημένοι μας δελφοί,  Κύριος,  ποος τιμώρησε (ἐνν. διά τῆς ὑποδουλώσεως στόν κατακτητή) τούς πατέρας μας καί τά τέκνα των, σς ναγγέλλει διά το στόματός μου τότέλος τν μερν τν δακρύων καί τν δοκιμασιν.  φωνή Του επε τι θά εσθε  στέφανος τοῦ κάλλους Του καί τό διάδημα τς Βασιλείας Του.  γία Σιν δέν θά παραδοθ πλέον ες τήνρήμωσιν.  ναός το Κυρίου,  ποος βεβηλώθη, σάν νας θλιος χρος, τά σκεύη τς δόξης, τά ποα σύρθηκαν ες τόν βορκον, θά γίνουν καταιγίς!  βυσσος τήν βυσσον πικαλεται,  παλαιόθεν εσπλαγχνία το Κυρίου θ πισκιάσ τόν Λαόν Του.  φυλή τν Τούρκων περέβη τό μέτρον τν νομιν,  ρα τοῦ καθαρμο φθασε, συμφώνως πρός τόν λόγον το Αωνίου: «νά πετάξς ξω, νά διώξς, τόν σκλάβον καί τόν υόν του» (Γενεσ. 21,10). Ν εσθε, λοιπόν,γαπημένοι,  γένος τν λλήνων, φυλ λληνική, δύο φορς δοξασμένοι πό τούς Πατέρες σας, πλισθτε μέ τόν ζλον το Θεοκαστος ξ μν ς ζωσθ τήν ομφαίαν του, διότι εναι προτιμώτερον νά ποθάν τις μέ τά πλα νά χερας, παρ νά καταισχύν τά ερά τς Πίστεώς του καί τήν Πατρίδα του. μπρός λοιπόν «διαῤῥήξωμεν τούς δεσμούς ατν καί ποῤῥίψωμενφ᾿ μν τόν ζυγόν ατν» (Ψαλμ. 2,3), διότι εμεθα ο κληρονόμοι το Θεο καί οσυγκληρονόμοι το ησο Χριστο.
Ο λλοι, καί χι μες ο ερωμένοι, θά σς μιλήσουν διά τήν δόξαν τν προγόνων σας.γώ μως θά σς παναλάβω τό νομα το Θεο, πρός τόν ποον φείλομεν γάπηνσχυροτέραν καί π τν θάνατον.
Αριον, κολουθοντες τόν Σταυρόν, θά βαδίσωμεν πρός ατήν τήν πόλιν τν Πατρν, τς ποίας  γ εναι γιασμένη πό τό αμα το νδόξου Μάρτυρος ποστόλου γίου νδρέου. Κύριος θά κατονταπλασιάσ τό θάῤῥος σας. να δ προστεθον ες μς α ναγκααι δι νάναζωογονηθτε δυνάμεις, σς παλλάσσω πό τήν νηστείαν τς Τεσσαρακοστς, τήν ποίαν τηρομεν.
Στρατιται το Σταυροὅ,τι καλεσθε νά περασπισθτε, εναι ατό τοτο τό θέλημα τοΟρανο. Ες τ νομα το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος νά εσθε ελογημένοι καί συγκεχωρημένοι πά πάσας τάς μαρτίας σας».
Ὁ δεύτερος εἶναι ὁ τεχνουργός καί πρωτεργάτης τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους. Θά τόν πῶ ὅπως τόν τραγούδησε ἡ καρδιά τῶν Ἐλλήνων καί τόν ἀποθέωσε ἡ  λαϊκή μοῦσα:
«Ὁ Θοδωράκης ὁ στρατηγός σ’ ὅλον τόν κόσμον ξακουστός».
Ἐκεῖνος λοιπόν ἐφρόντισε, λές καί γνώριζε τί θά συμβῇ μέ τούς ἐπιγενομένους, νά ἀφήσῃ ἱερά παρακαταθήκη καί βαριά κληρονομιά στά παιδιά του, στούς νεοέλληνες, στούς Ἕλληνες μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος:
«Παιδιά μου... Ὅταν ἀποφασίσαμε νά κάμωμε τήν Ἐπανάσταση, δέν ἐσυλλογιστήκαμε, οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πῶς δέν ἔχομε ἅρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τά κάστρα καί τίς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νά πολεμήσετε μέ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλά, ὡς μιά βροχή ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας,καί ὅλοι καί οἱ Κληρικοί, καί οἱ Προεστοί καί οἱ Καπεταναῖοι καί οἱ πεπαιδευμένοι καί οἱ ἔμποροι, μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτό τόν σκοπό καί ἐκάμαμε τήν Ἐπανάσταση.
 Εἰς τόν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καί ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τόν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναίκα τοῦ ἐζύμωνε, τό παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμί καί μπαρουτόβολα εἰς τό στρατόπεδον καί ἐάν αὐτή ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καί τήν Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία, καί ἴσως ἐφθάναμε καί ἕως τήν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τούς Τούρκους, ὁπού ἄκουγαν Ἕλληνα καί ἔφευγαν χίλια μίλια μακριά. Ἑκατόν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καί ἕνα καράβι μίαν ἅρμαδα. Ἄλλα δέν ἐβάσταξε...!».
Ἀγαπητοί μου,
Τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ  ἑνώνεται ἡ πίστη μέ τή λεβεντιά. Ἀγκαλιάζονται ὁ Χριστός καί ἡ Ἑλλάδα. Ἀσπάζεται ὁ οὐρανός τά ματωμένα χώματα τῆς πατρίδος μας. Οἱ Ἄγγελοι καταφιλοῦν τά κόκκαλα τά ἱερά. Οἱ ψυχές τῶν ἀγωνιστῶν νοερά μᾶς κατασπάζονται. Ἡ χαρά τῶν ἡρώων κάνει τήν ἑλληνική ἀτμόσφαιρα νά μοσχοβολάει.
Ἡ δυσχέρεια τῶν μαρτύρων προγόνων μας πού ἔζησαν τή σκλαβιά στό πετσί τους, δίνει δύναμη σέ μᾶς νά  ξεπεράσωμε τίς δυσκολίες, τήν ἀνέχεια, τίς ταλαιπωρίες καί μᾶς βεβαιώνουν ὅτι «χαρές καί πλούτη νά χαθοῦν καί τά βασίλεια κι ὅλα, τίποτα δέν εἶναι σάν στητή, μένει ἡ ψυχή καί ὁλόρθη».
Ὅσο κι ἄν πολεμήθηκε ἡ ἱστορική ἀλήθεια γιά τό ’21, ὅσο καί ἄν οἱ ἰοβόλες γλῶσσες καί οἱ πληρωμένοι κονδυλοφόροι ἠθέλησαν κατά καιρούς ἤ θά  θελήσουν, νά παραποιήσουν, νά ἀλλοιώσουν ἤ θά μειώσουν τήν ἀλήθεια γιά τήν λευτεριά τῆς πατρίδος μας, ποτέ δέν θά καταφέρουν τίποτε, γιατί σ’ αὐτό τόν τόπο, τά γεγονότα θά βοοῦν καί οἱ τόποι θά μαρτυροῦν ὅτι:
 «Ραγιᾶς ὁ Ἕλληνας δέν ζεῖ καί ξέρει νά πεθαίνῃ». 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...