Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Ταυτότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Ταυτότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 12, 2014

Το Αντίδοτο στην κρίση...Οι ελληνοορθόδοξες παραδόσεις.

Της Δανάης Γεωργιάδου, Φιλολόγου(Λευκωσία) 

Την κορωνίδα της πνευματικής και ηθικής υπόστασής τους αποτελεί για τους Έλληνες
ο Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός και οι παρακαταθήκες του. Ο λόγος των αρχαίων κλασικών συγγραφέων βρίσκει την ολοκλήρωση και την τελείωσή του με την ενανθρώπιση του Κυρίου, 2013 χρόνια πριν από σήμερα, και με το κήρυγμα της αγάπης που ενσαρκώνει. Με αυτό το πρίσμα διαβάζοντάς την, κι έχοντας, λόγω της μεγάλης γιορτής που πλησιάζει, την ανάλογη φόρτιση, η ηθικοπλαστική ιστορία του βασιλιά Κροίσου στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του Ηροδότου αποτελεί επίκαιρο σημείο αναφοράς.

Κάποτε στις Σάρδεις, ο πάμπλουτος κι επηρμένος βασιλιάς Κροίσος ρώτησε τον σοφό Σόλωνα, ποιος είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Ο Τέλλος ο Αθηναίος, ήταν η απάντηση του Σόλωνα, γιατί είχε άξια παιδιά κι εγγόνια κι έδωσε τη ζωή του πολεμώντας για την πατρίδα. Και μετά από αυτόν ο Κλεόβης και ο Βίτωνας. Όταν η άρρωστη μητέρα τους δεν μπορούσε πια να περπατήσει, απέδειξαν τον σεβασμό που της είχαν, πηγαίνοντάς την στο ιερό πάνω στους ώμους τους. Ο κόσμος μακάριζε τη μάνα που είχε τέτοια παιδιά κι αυτή ευχήθηκε στη Θεά να δώσει στους λεβέντες της ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο. Έκαναν τότε θυσίες οι δύο νέοι, κοιμήθηκαν στον ναό και δεν ξύπνησαν ποτέ ξανά.

Τα παραδείγματα αυτά του Σόλωνα του Αθηναίου αφαιρούν από την έννοια της ευδαιμονίας και ολβιότητας οποιαδήποτε υλική χροιά και την τοποθετούν σε βάση καθαρά ηθική. Συνιστούν πρότυπα ταπείνωσης κι αρετής, αγάπης κι αφοσίωσης στον Θεό και στην πατρίδα, σεβασμού και τιμής στους γονείς και στην οικογένεια.

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ. Η απάντηση του σοφού Σόλωνα περί του «πάντων ολβιωτάτου» όχι μόνο δεν ικανοποίησε τον Κροίσο, ο οποίος ήλπιζε στην πρωτιά, αλλά εισήγαγε και νέα παράμετρο στο ζητούμενο. «Εκείνο που ρωτάς δεν είμαι σε θέση ακόμα να το πω», είπε συγκεκριμένα ο Σόλωνας, «πριν μάθω πως είχες καλά τέλη. Γιατί δεν είναι ασφαλώς πιο ευτυχισμένος ο πολύ πλούσιος, εκτός κι αν του μείνει η τύχη πιστή και τελειώσει τη ζωή του μέσα σε όλα τα αγαθά του. Αυτός είναι ο άξιος να ονομάζεται ευτυχισμένος. Γιατί πολλούς ο Θεός τους άφησε για λίγο να γευθούν την ευτυχία, κι ύστερα τους γκρέμισε κάτω συνθέμελα.»

«Μηδένα προ του τέλους μακάριζε», λοιπόν, έκρινε ο σοφός Αθηναίος, κι ήταν απόλυτα σωστός και προφητικός. Γιατί, χρόνια μετά, ο Κροίσος ηττήθηκε από τους Πέρσες και, την ώρα που ο Κύρος τον είχε δεμένο κι ετοιμαζόταν να τον παραδώσει στην πυρά προκειμένου να επιβάλει την κυριαρχία του, ενθυμούμενος ο Κροίσος τη διδαχή του Αθηναίου σοφού αναφώνησε: «Σόλων, Σόλων!» Ο Κύρος τότε ζήτησε εξηγήσεις, κι όταν ο Κροίσος του διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία, ο Κύρος προβληματίστηκε. Η τύχη είναι ευμετάβλητη, σκέφτηκε, κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Στο τέλος, ο Πέρσης βασιλιάς όχι μόνο αποφάσισε να χαρίσει τη ζωή στον πάλαι ποτέ κραταιό Κροίσο, αλλά τον έκανε φίλο και σύμβουλό του.

Αέναο, λοιπόν, το κυνήγι της ευδαιμονίας – ό,τι κι αν αυτή σημαίνει για τον καθένα – και μόχθος συνεχής. Ακόμα κι όταν κάποιος αισθανθεί σε μια στιγμή ότι την έχει κατακτήσει, ποτέ αυτή δεν του κατοχυρώνεται δια βίου. Πρέπει πάντα να αγωνίζεται γι’ αυτήν, σαν να μην την κέρδισε ποτέ. Τότε και μόνο το επίτευγμα είναι οριστικό, όταν ο τρόπος του θανάτου επισφραγίζει, σαν έρθει, το είδος της ζωής∙ όταν υπάρχει η επίγνωση ότι η αποστολή έχει επιτύχει∙ όταν ο άνθρωπος την ώρα του τέλους έχει κοντά του τα αγαπημένα του πρόσωπα∙ όταν τα γηρατειά και ο επερχόμενος θάνατος, σύμφωνα με τη χριστιανική μας πίστη, φτάνουν ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά.

Η ιστορία του Ηροδότου αποτελεί σήμερα το πιο όμορφο αντίδοτο στην κρίση. Η σύγχρονη κοινωνία της οικονομικής κατάρρευσης, του άκρατου υλισμού και της ξέφρενης κατανάλωσης, της υπέρμετρης κακίας και υπερφίαλης αλαζονείας, της αρχομανίας, της επιδειξιομανίας και της ηθικής αναλγησίας, της ασέβειας και της ύβρης, δεν είναι παρά ένα σάπιο κι εφήμερο οικοδόμημα. Προσφέρει απλόχερα στους θιασώτες του την επίπλαστη εικόνα της δύναμης και της επιτυχίας, της πρόσκαιρης αναγνωρισιμότητας και της εφήμερης δόξας. Όταν όμως αυτά αναπόφευκτα κάποια μέρα καταρρεύσουν, δεν απομένει παρά το κενό, η κακία, το μίσος κι η απάτη.

Η μόνη απάντηση στην παρακμή και στη φθορά είναι ό,τι αποτελεί την πεμπτουσία του αξιακού συστήματος των αρχαίων Ελλήνων: αλήθεια, μέτρο, απλότητα, σύνεση, φιλία, ενδιαφέρον για τα κοινά, αφοσίωση στην πατρίδα. Αν σε αυτά προστεθεί η αγάπη προς τον πλησίον και η πίστη στον ενανθρωπίσαντα Χριστό και στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, ολοκληρώνονται οι βάσεις που εδώ και πάνω από δυο χιλιετίες παρέχουν στέρεο υπόβαθρο και εφοδιάζουν με σθένος τη φυλή μας.

Τη δύναμη, συνεπώς, για να υπερβούμε και τον σημερινό σκόπελο θα την αντλήσουμε πάνω απ’ όλα από την παράδοσή μας. Αντί να αδρανούμε και να μεμψιμοιρούμε, αντί να περιμένουμε από μηχανής Θεούς και να αφηνόμαστε στο έλεος δημαγωγών κι επιτηδείων, ας στρέψουμε το βλέμμα στις ζωογόνες δυνάμεις που ανέκαθεν τροφοδοτούσαν τον Ελληνισμό. Με αυτές ως ηθική βάση, και σε συνδυασμό με τη σύγχρονη επιστημονική γνώση, θα επιτύχουμε την ανάκτηση του χαμένου εδάφους και τη στόχευση πιο ευοίωνου μέλλοντος.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 23, 2013

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ – 1. «Αὐτὴ ἡ σύγχυση ἐπικρατεῖ καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, μεταξὺ τῶν Κληρικῶν καὶ τῶν θεολόγων. Μερικοί, ἐνῶ ὑποστηρίζουν τὴν Ὀρθοδοξία, διακρίνονται ἀπὸ ἀντιορθόδοξες ἀντιλήψεις». (Μητρ. Ναυπάκτοιυ Ἱερόθεος)

 κρίση τς νεοελληνικς ταυτότητας

Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

.                Ὅταν μελετᾶ κανεὶς τὸ θέμα «Ἡ κρίση τῆς νεοελληνικῆς ταυτότητας», στὴν ἀρχὴ τὸ θεωρεῖ κοινότυπο θέμα, ὅμως στὴν συνέχεια διακρίνει μερικὰ οὐσιαστικὰ στοιχεῖα.
.                Ἀπὸ πολλοὺς γίνεται λόγος γιὰ τὴν κρίση τῆς νεοελληνικῆς ταυτότητας, ὅπως γενικὰ γίνεται καὶ λόγος γιὰ τὴν κρίση στὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία, τοὺς θεσμούς, τοὺς νέους κλπ. Κάθε ἀλλαγὴ καὶ κάθε μετάβαση ἀπὸ τὴν μιὰ γενιὰ στὴν ἄλλη δημουργεῖ κρίσεις μὲ διάφορα ἀποτελέσματα, θετικὰ ἢ ἀρνητικά, γόνιμα ἢ ἀποδιοργανωτικά.
.                Τὸ θέμα αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ προσεγγίση πολιτιστικά, κοινωνικά, πολιτικά, ἐθνικά. Στὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ θὰ ἐπιδιωχθῆ νὰ ἀντιμετωπισθῆ κυρίως ἐκκλησιαστικά.

1. Ἀνάλυση τῶν ὅρων

.                Τρεῖς λέξεις σὲ αὐτὴν τὴν θεματικὴ πρόταση ἔχουν μεγάλη σημασία, ἤτοι ἡ ταυτότητα, ἡ νεοελληνικὴ καὶ ἡ κρίση.
.                Ἡ λέξη ταυτότητα σήμερα δηλώνει τὸ ἔγγραφο τῆς ἀστυνομίας ποὺ ταυτοποιεῖ τὴν βιολογική μας ὕπαρξη, δηλαδὴ καταγράφει τὰ στοιχεῖα τῆς γεννήσεώς μας, τῆς διαμονῆς μας, καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ σώματός μας (ἡλικία, ὕψος, χρῶμα ὀφθαλμῶν κλπ.).
.                Εἰδικότερα, ὅμως, ἡ λέξη ταυτότητα συνιστᾶ ἀριστοτελικὸ ὅρο ποὺ συναντοῦμε στὰ μετὰ τὴν φύση συγγράμματά του (τὰ μεταφυσικὰ) ποὺ σημαίνει «τὸ εἶναι τί ταυτόν, τὸ ἴδιον». Εἶναι κάτι ποὺ πιστοποιεῖ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀνθρώπου, ἑνὸς ὄντος, ἑνὸς πράγματος, ποὺ δείχνει τὴν συνέχεια καὶ τὴν ἀκρίβεια.
.                Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε ἡ ἴδια ταυτότητα, ὡς ἔκφραση καὶ τρόπος ζωῆς, νὰ ἐκφράζεται σὲ διάφορες ἐποχές, ἀνάλογα μὲ τὶς ἰδιαιτερότητες, τώρα οἱ ἄνθρωποι διαφόρων ἐποχῶν λαμβάνουν μιὰ διαφορετικὴ ταυτότητα. Δηλαδή, δὲν ἀλλάζουν οἱ ἄνθρωποι κρατώντας τὴν ἴδια ταυτότητα, ἀλλὰ ἀλλάζουν οἱ ταυτότητες στοὺς ἀπογόνους τοῦ ἰδίου ἔθνους. Αὐτὸ συνιστᾶ τὴν κρίση.
.                Στὴν νέα φιλοσοφικὴ ὁρολογία, γίνεται λόγος γιὰ τὴν «ἀρχὴ τῆς ταυτότητος», ποὺ εἶναι μιὰ λογικὴ ἀρχή, κατὰ τὴν ὁποία «κάθε πράγμα εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸν ἑαυτό του, κάθε ἔννοια ἡ ἴδια μὲ τὸν ἑαυτό της. Σύμφωνα μὲ ἄλλη –καὶ πιὸ σωστὴ- ἄποψη ἡ ἀρχὴ τῆς ταυτότητας ἀπαιτεῖ κάθε ἔννοια νὰ ἐννοεῖται πάντοτε ὡς ἡ ἴδια, ὄχι ἄλλοτε ὡς α καὶ ἄλλοτε ὡς β ἢ γ». Ἡ ἀρχὴ τῆς ταυτότητας προϋποθέτει μιὰ ἔννοια νὰ ἐννοῆται πάντοτε μὲ τὸ ἴδιο περιεχόμενο, σὲ ἀντίθετη ὅμως περίπτωση, ὅταν ἀλλάζη τὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο τῶν λέξεων καὶ ἐννοιῶν, ἀπὸ τὴν μιὰ πρόταση στὴν ἄλλη, τότε ἐπικρατεῖ ἡ ἐννοιολογικὴ σύγχυση.
.                Στὴν περίπτωσή μας ἡ «ταυτότητα» προσδιορίζεται μὲ τὸ ἐπίθετο νεοελληνική, ποὺ σημαίνει προσπαθοῦμε νὰ δοῦμε ποιὰ εἶναι τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ συγκροτοῦν τὴν ταυτότητα τοῦ νεοέλληνος. Ἀμέσως αὐτὸ τὸ γεγονὸς δημιουργεῖ ἕναν ἔντονο προβληματισμό, γιατί χωρίζουμε τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα διαλεκτικὰ σὲ ἀρχαία, μέση καὶ νέα.
.                Ἡ λέξη «νεοέλληνας» χαρακτηρίζει τὸν Ἕλληνα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἵδρυσης τοῦ νέου ἑλληνικοῦ Κράτους (1832). Μέχρι σήμερα ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε συχνὰ ἀπὸ Ἕλληνες καὶ ξένους γιὰ νὰ ἀντιδιασταλοῦν οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους κυρίως ἀλλὰ καὶ τοὺς βυζαντινούς, μὲ μιὰ τάση γιὰ χειραφέτηση ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ παράδοση καὶ προβολὴ τῆς ἀξίας τοῦ νεότερου ἑλληνισμοῦ.
.                Ἡ λέξη «νεοέλληνας» καὶ τὰ παράγωγά της ἀντικατέστησε στὴν οὐσία τὴν λέξη Ρωμηὸς καὶ Ρωμηοσύνη. Ὅπως ἔχει γραφῆ: «ἡ λέξη “νεοελληνικός” ἀπαντᾶται ἀπὸ τὸ 1818, ἀλλὰ ἡ ἐπικράτησή της καὶ ὁ συνακόλουθος ἐκτοπισμὸς τῆς Ρωμηοσύνης, τὴν ὁποία προοδευτικῶς ἀντικατέστησε, θὰ διαρκέσει ἀρκετὲς δεκαετίες –ἁδρότατα πάντοτε ἐπικουρούμενος ἀπὸ τὸ νέο ἐθνικὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ λέξη “νεοέλληνας” μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ 1854 καὶ “νεοελληνισμός” ἀπὸ τὸ 1887».
.                Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς Παραδόσεως, ποὺ εἶναι συνέχεια καὶ ὁλοκλήρωση ἄλλων παρόμοιων ρευμάτων ποὺ παρατηροῦνται ἐν σπέρματι καὶ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παράδοση, καὶ τὴν ὁποία διαφυλλάσσει ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ ἡ μοναχικὴ παράδοση, ποὺ συνιστᾶ τὴν εὐαγγελικὴ ὁδό, εἶναι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς διαφυλάξη ἀπὸ κάθε σύγχρονη ἰδεολογία καὶ ὁλοκληρωτισμὸ ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση, τὴν πολυπολιτισμικότητα καὶ κάθε –ισμό.
.                Σὲ δημοσίευμα ἀναφέρεται ὅτι ὁ νεολογισμὸς «νέοι Ἕλληνες», ἀναφέρεται σὲ βιβλίο ποὺ τυπώθηκε στὴν Βενετία τὸ 1675 ἀπὸ τὸν Ἱερέα Γεώργιο Κονταρῆ καὶ παρουσιάζει τὴν ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας. Στὸ βιβλίο αὐτὸ δὲν ἀποκαλεῖ τοὺς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς του Ρωμαίους ἢ Γραικούς, ἀλλὰ «νέους Ἕλληνες». Βέβαια, ὁ ἀρθρογράφος ποὺ φέρνει στὸ φῶς αὐτὴ τὴν μαρτυρία, συγχρόνως γράφει ὅτι «ὁ νεολογισμὸς» «νέοι Ἕλληνες», ἂν καὶ καταγράφεται σὲ βιβλίο, ἐν τούτοις «δὲν καθιερώθηκε τὴν ἐποχὴ ποὺ παρουσιάσθηκε, οὔτε καὶ ἀναφέρθηκε κανεὶς στὸν Κονταρῆ, ὅταν, ἀργότερα, οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες εὐνόησαν τὴν καθιέρωση τῶν ὅρων αὐτῶν».
.                Οὕτως ἢ ἄλλως ὁ νεολογισμὸς «νέοι Ἕλληνες» εἶναι καρπὸς μιᾶς παραχαράξεως ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Ἐνῶ, ὅπως πιστεύουμε, ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι ἕνα μεγάλο ρεῦμα ποὺ ἐκφράζεται σὲ κάθε ἐποχὴ μὲ διαφορετικοὺς τρόπους, τώρα χωρίζεται σὲ τρεῖς κατηγορίες, τὸν ἀρχαῖο, τὸν μεσαῖο καὶ τὸν νέο. Θὰ ἦταν διαφορετικὸ ἐὰν καταγράφαμε ὅτι ἐκφράζεται ὁ ἑλληνισμὸς σὲ διάφορες φάσεις τοῦ ἱστορικοῦ του βίου ἢ ἔστω νὰ λέγαμε “ὁ ἑλληνισμὸς σήμερα” ἢ “οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες”. Ὁπότε, χρησιμοποιώντας τν φράση «νεοελληνικ ταυτότητα» μέσως καθορίζουμε να πρόβλημα ποὺφίσταται κα μι κρίση..                Συνέχεια αὐτοῦ εἶναι ὅτι ἡ λέξη κρίση δείχνει τὴν διαφοροποίηση τῆς ταυτότητος τοῦ Ἕλληνα. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε ἡ ἴδια ταυτότητα, ὡς ἔκφραση καὶ τρόπος ζωῆς, νὰ ἐκφράζεται σὲ διάφορες ἐποχές, ἀνάλογα μὲ τὶς ἰδιαιτερότητες, τώρα οἱ ἄνθρωποι διαφόρων ἐποχῶν λαμβάνουν μιὰ διαφορετικὴ ταυτότητα. Δηλαδή, δὲν ἀλλάζουν οἱ ἄνθρωποι κρατώντας τὴν ἴδια ταυτότητα, ἀλλὰ ἀλλάζουν οἱ ταυτότητες στοὺς ἀπογόνους του ἰδίου ἔθνους. Αὐτὸ συνιστᾶ τὴν κρίση.

 2. Αὐτοσυνειδησία τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων

.                Ἡ ταυτότητα χει σχέση μ τν ατοσυνειδησία. Λέγοντας αὐτοσυνειδησία ἐννοοῦμε τὴν συνείδηση, τὴν ἄποψη ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν περίγυρό μας. Καὶ αὐτὸ ἔχει σχέση μὲ τὴν διαφοροποίηση τῆς πολιτιστικῆς μας ταυτότητας.
.                Ἡ Ἕλλη Σκοπετέα στὸ σημαντικὸ βιβλίο της «Τὸ “πρότυπο Βασίλειο” καὶ ἡ Μεγάλη ἰδέα», χρησιμοποιώντας τὸ ὑλικὸ τοῦ καθημερινοῦ καὶ περιοδικοῦ Τύπου τῆς ἐποχῆς τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγὸ -ἄλλωστε ὁ Τύπος συνήθως εἶναι πιὸ αὐθεντικός, γιατί ἐκεῖ ἀποτυπώνονται καλύτερα ὅλες οἱ παραδόσεις καὶ οἱ νοοτροπίες τῶν ἀνθρώπων- κάνει μερικὲς παρατηρήσεις ποὺ φανερώνουν αὐτὴν τὴν προσπάθεια τῆς ἀλλοιώσεως τῆς ταυτότητος.
.                Περισσότερο πρέπει νὰ μιλοῦμε γιὰ κρίση τοῦ νεοέλληνος, ποὺ ὡς νεοέλλην, ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὶς ἀναζητήσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ τὴν βίωση τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ποὺ παρατηρεῖται στὴν Ὀρθόδοξη ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια, ὅπως ἐκφράζεται στὸν Ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, κατὰ τὴν Ρωμαϊκὴ – Βυζαντινὴ περίοδο.
.                Μὲ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ τὴν διοργάνωση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ μὲ τὴν ἐπιρροὴ τῶν ξένων, πιδιώχθηκε ν καθορισθ  κα νδιαφοροποιηθ  νεοελληνικ ταυτότητα, ποὺ θ καθορίζη στ ξς τν λληνα. Πρόκειται γι τρες κφράσεις, τοι  προσανατολισμς στν ρχαία λλάδα,φο ο λληνες πρεπε ν καταλάβουν τι εναι πόγονοι τν ρχαίωνλλήνων φιλοσόφων,  ποδέσμευση π τν Κωνσταντινούπολη, γι νσπάση  μφάλιος λρος μ ,τι συνδέει τν λλάδα π τ λεγόμενο Βυζάντιο, κα  σύνδεση τς λλάδος μ τν Ερώπη κα τ δεολογικ ρεύματα ποὺ τνξέφραζαν..                Πέρα ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς προσανατολισμούς, στὴν Πατρίδα μας ἐπικρατεῖ καὶ τὸ ὑπόγειο ρεῦμα τῆς ἑλληνορθόδοξης Παράδοσης, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διαποτίσθηκαν οἱ παλαιότερες γενιὲς καὶ μεταδίδεται αὐτὸ τὸ ρεῦμα ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, μὲ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, μὲ τὶς παραδόσεις καὶ τὴν πολιτιστικὴ ζωή.
.               Γίνεται φανερὸ ὅτι στὴν Ἑλλάδα, στὴν ἐποχή μας, ὑπάρχει μιὰ ἰδεολογικὴ καὶ πολιτιστικὴ σύγχυση, ὁπότε δὲν μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ μιὰ ἑνιαία πολιτιστικὴ ταυτότητα. Μεγάλες μάζες τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ζοῦν μὲ τὴν «Μεγάλη δέα», ποὺ σήμερα κφράζεται χι μ προσκτήσεις δαφν, λλμ τν διαίτερη παράδοση ποὺ νοηματοδοτε τν βίο μας, πως τν ξέφραζαν ο Μεγάλοι Πατέρες τς κκλησίας κα τν βίωσαν ο λεγόμενοι ΦιλοκαλικοΠατέρες, καὶ οἱ ἀσκητὲς τοῦ ἀρχαίου καὶ συγχρόνου «Γεροντικοῦ». Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ ἄλλοι ποὺ εἶναι ἀρχαιολάτρες, προσανατολισμένοι στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ποὺ τὴν βλέπουν μὲ τὴν στατικότητά της καὶ ὄχι μὲ τὴν δυναμική της πορεία, ποὺ πέρασε ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη, στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ καὶ τὸν ἄγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἢ ἀπὸ τὸν Παρθενώνα στὴν Ἁγιὰ-Σοφιά. Ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸν διαφωτισμό, τὸν ρομαντισμό, τὴν νεωτερικότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν μετανεωτερικότητα, καὶ οἱ ὁποῖοι συγχρόνως ἀγνοοῦν τὸν ὀρθόδοξο φωτισμὸ τῆς Φιλοκαλίας, ποὺ ὡς πράξη ὑπάρχει καὶ σήμερα στὴν αὐθεντική της μορφὴ στὸν Ὀρθόδοξο ἁγιορείτικο μοναχισμὸ καὶ ἡσυχασμό. Γενικά, παρατηρεῖται μιὰ πολιτιστικὴ σύγχυση, ἀφοῦ, κατὰ ἀνάρμοστο τρόπο, συμπλέκεται τὸ παγανιστικὸ στοιχεῖο μὲ τὸ λατρευτικό, καὶ τὸ ὀρθολογιστικὸ μὲ τὸ ἡσυχαστικό.
.                 νθρωπος μ τν κατ Χριστν πακοή, παλλάσσεται π τν φιλοδοξία-λοκληρωτισμό, μ τν σωφροσύνη κα τν γκράτεια, λευθερώνεταιπ τν φιληδονία-πανσεξουαλισμ κα μ τν κτημοσύνη  τν κοινοκτημοσύνη, παλλάσσεται π τν φιλαργυρία –καπιταλισμό..                Ἔτσι, ἐνῶ παλαιότερα, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ μετέπειτα κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, τὰ δύο αὐτὰ ρεύματα, τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς παραδόσεως καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο τῆς σύγχρονης ζωῆς συνδέονταν μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς ὤσμωσης καὶ παρατηροῦσε κανεὶς μιὰ διαρκῆ γονιμοποίηση, σήμερα, τὶς περισσότερες φορές, ὑπάρχουν διαλεκτικὲς ἀντιθέσεις μεταξύ τους καὶ βιώνονται κατὰ τρόπο στεγανοποιημένο.
.                Αὐτὴ ἡ διάκριση παρατηρεῖται στὰ λαϊκὰ στρώματα, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον, ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν διαχρονική μας παράδοση μὲ ποικίλους βαθμούς, τοὺς πολιτικοὺς ποὺ εἶναι προσανατολισμένοι σὲ κέντρα ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν χώρα καὶ κυρίως κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὰ ρεύματα ποὺ ἐπικρατοῦν ἐκεῖ καὶ παραπέμπουν σὲ ἄλλους πολιτισμούς, καὶ τοὺς διανοουμένους ποὺ συνήθως κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τῶν ἐξελίξεών τους. Τ πλέον ποκαρδιωτικ εναι τι ατ σύγχυση πικρατε κα στν κκλησιαστικ χρο, μεταξ τν Κληρικν κα τν θεολόγωνΜερικοί, ν ποστηρίζουν τν ρθοδοξία, διακρίνονται πντιορθόδοξες ντιλήψεις. Ἐνῶ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἀξία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρνοῦνται τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ποὺ ἐξέφραζαν αὐτοὶ οἱ ἅγιοι. Ἐνῶ ὑπερτονίζουν τὸ ρωμαίϊκο πνεῦμα, ἐν τούτοις ζοῦν καὶ σκέπτονται ἐντελῶς δυτικά. Ἐνῶ τονίζουν τὴν μεγάλη ἀξία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὡς νοηματοδοτήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, συμπεριφέρονται μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ διαφωτισμοῦ, τοῦ σχολαστικισμοῦ, ἀφοῦ διακρίνονται ἀπὸ τὴν ὀρθολογιστικὴ νοοτροπία.
.                Ατν τν σύγχυση βλέπει κανες κα σ κείμενα ρθοδόξων, Κληρικν κα λαϊκν. Στὴν ἀρχὴ τῶν κειμένων τους παρατηρεῖ κανεὶς μιὰ Ὀρθόδοξη ἔκφραση, ἀλλὰ ἀμέσως μετὰ χρησιμοποιεῖται ἄλλη σκέψη ποὺ ἀναιρεῖ τὴν προηγούμενη. Μέσα σ να κείμενο εσέρχονται ρθόδοξες κα κακόδοξεςντιλήψεις, ὁπότε εἶναι ἕτοιμοι, ὅταν τοὺς ἐπισημανθοῦν τὰ λάθη τους, νὰ παραθέσουν ἄλλες σελίδες ποὺ λέγουν τὰ ἀντίθετα, τὰ θεωρούμενα ὡς διορθωτικά. Πρόκειται γιὰ μεγάλη σύγχυση, ποὺ δείχνει τὴν ἀλλοτρίωση τῆς Παραδόσεως. Ὅπως σημειώσαμε πιὸ πάνω, ἡ ἀρχὴ τῆς ταυτότητος δὲν ἐπιτρέπει νὰ διαφοροποιοῦνται οἱ ἔννοιες τῶν λέξεων καὶ τῶν ὅρων, γιατί σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση ἐπικρατεῖ σύγχυση καὶ ἀλλοτρίωση. Ὅμως, αὐτὴ ἡ σύγχυση εἶναι γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ διακρίνονται ἀπὸ μιὰ πολιτιστικ καθεολογικ σχιζοφρένεια, ποὺ δὲν ἔχουν μιὰ σταθερότητα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 16, 2013

«Ὅσοι ζητοῦν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα νὰ διαγράψει τὴν παράδοσή της θέλουν μία Ἑλλάδα χωρὶς αὔριο». Κωνατντίνος Χολέβας

Μὲ ἑλληνο-ὀρθόδοξη παιδεία στὴν Εὐρώπη! 

Κωνσταντῖνος Χολέβας

ἐφημ. «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», 10.09.2013

.                Ἐνοχλημένος ὁ πρωθυπουργὸς Ἀντώνης Σαμαρᾶς ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις ἀριστερῶν βουλευτῶν ἐναντίον τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας, ἀφιέρωσε μία σχετικὴ παράγραφο κατὰ τὴν ὁμιλία του στὴ Διεθνῆ Ἔκθεση Θεσσαλονίκης (7/9/2013). Τόνισε ὅτι ὁρισμένοι, δῆθεν εὐρωπαϊστές, βάλλουν κατὰ τῆς Ἱστορίας ποὺ διδάσκεται στὰ σχολεῖα καὶ θέλουν νὰ τὴν ξαναγράψουν. Θύμισε ὅτι οἱ ἴδιοι κύκλοι ἀμφισβητοῦν τὴ θρησκευτική μας παράδοση. Διακήρυξε ὅτι, γιὰ νὰ εἶσαι καλὸς Εὐρωπαῖος, δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ ἐγκαταλείψεις τὴν ἐθνικὴ καὶ τὴ θρησκευτικὴ κληρονομιά σου. Καὶ δείχνοντας τὴν ἀπόφασή του νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀλλοίωση τῆς παιδείας μας, ἐστράφη πρὸς τὸν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμο λέγοντας: «Παναγιώτατε, αὐτὰ τελείωσαν». Πρόσθεσε δὲ ὅτι οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ σέβονται τὴν ἐθνική τους ταυτότητα, ἐνῶ, ὅποτε ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὶς ρίζες τους, δὲν ὠφελήθηκαν.
.                Πράγματι οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἐθνομηδενισμοῦ, τοῦ ἀφελληνισμοῦ καὶ τῆς ἀποχριστιανοποιήσεως χρησιμοποιοῦν πολὺ συχνὰ τὴν Εὐρώπη ὡς πρόσχημα γιὰ τὸ γκρέμισμα τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων τοῦ ἔθνους μας. Ἀλλὰ τὶς περισσότερες φορὲς ἔχουν ἄδικο. Ἡ Εὐρώπη οὐδέποτε ζήτησε νὰ σβήσουμε τὸ θρήσκευμα ἀπὸ τὰ δημόσια ἔγγραφα, οὔτε νὰ ξαναγράψουμε τὴν Ἱστορία μὲ φιλοτουρκικὸ πνεῦμα, οὔτε βεβαίως ζήτησε νὰ μετατρέψουμε τὰ Θρησκευτικὰ σὲ ἕνα ἀνούσιο πολυπολιτισμικὸ συνονθύλευμα θρησκειολογικῶν πληροφοριῶν. Στὴν Εὐρώπη ἐπικρατεῖ τὸ ὁμολογιακὸ καὶ ὄχι τὸ θρησκειολογικὸ μάθημα Θρησκευτικῶν. Στὰ σχολεῖα ποὺ ἡ ἴδια ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ἱδρύει καὶ χρηματοδοτεῖ γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν ὑπαλλήλων της τὰ Ἑλληνόπουλα διδάσκονται ἀπὸ τὴν Α´ δημοτικοῦ τὰ ὀρθόδοξα Θρησκευτικὰ καὶ μὲ ὕλη πλουσιότερη ἀπὸ αὐτὴ τῶν δημοσίων σχολείων μας.
.                Μιλώντας γιὰ τὴν Εὐρώπη, κρίνω σκόπιμο νὰ μεταφέρω τὶς ἀπόψεις ἑνὸς σπουδαίου Ἕλληνα μελετητῆ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος. Ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, φιλόσοφος καὶ πολιτικός τοῦ προηγούμενου αἰῶνος, ὑπογράμμιζε ὅτι ἡ ἀποκοπή μας ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς ρίζες μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀκρότητες, βία καὶ ὁλοκληρωτισμούς. Ἔγραφε σχετικά: «Ἡ πιὸ προγραμματισμένη καὶ τραγικότερη ἄρνηση τῆς ἀνεκτικότητας σημειώθηκε στὶς ὧρες ἐκεῖνες τῆς Ἱστορίας τοῦ κόσμου ποὺ ἔκαναν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγνοήσει ἢ καὶ νὰ ἀρνηθεῖ, νὰ χλευάσει καὶ νὰ κατατρέξει τὴ θρησκεία… ἀντικαθιστώντας την εἴτε μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ δική του Λογική, ὅπως στὴ μεγάλη Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, εἴτε μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ δική του Διαλεκτική, ὅπως στὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα, εἴτε μὲ τὸ ὑπερφυσικὸ ἐγκόσμιο Ἐγὼ ἑνὸς λαοῦ, ὅπως στὴ Γερμανία τοῦ Χίτλερ».
.                Ἡ συζήτηση περὶ παιδείας καὶ Εὐρώπης μᾶς μεταφέρει στὴ γειτονική μας Ἰταλία. Ὅταν πρὸ ὀλίγων ἐτῶν μία μητέρα ζήτησε νὰ κατέβει ὁ Ἐσταυρωμένος ἀπὸ τὶς σχολικὲς αἴθουσες, διότι ἐνοχλοῦνται τὰ ἄθεα παιδιά της, τότε σύσσωμες ἡ κοινωνία, ἡ διανόηση καὶ ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τῆς Ἰταλίας διαμαρτυρήθηκαν καὶ ἀπαίτησαν τὴν παραμονὴ τοῦ χριστιανικοῦ συμβόλου στὶς σχολικὲς τάξεις. Ἀκόμη καὶ ἡ κομμουνίστρια βουλευτὴς Νατάλια Γκίνσμπουργκ συνυπέγραψε μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος ἐκφράζει τὴν ταυτότητα τοῦ ἰταλικοῦ λαοῦ. Μνημειώδης εἶναι ἡ ἀπόφαση τοῦ ἰταλικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας γιὰ τὸ ἴδιο θέμα (13/2/2006). Ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων:
.                «Σὲ ἕναν χῶρο μὴ θρησκευτικὸ ὅπως εἶναι τὸ σχολεῖο, ποὺ ἔχει στόχο τὴν ἐκπαίδευση τῶν νέων, ὁ Ἐσταυρωμένος μπορεῖ πάλι γιὰ τοὺς πιστοὺς νὰ παραμένει σύμβολο θρησκευτικῶν ἀξιῶν, ἀλλὰ γιὰ τοὺς μὴ πιστοὺς ἡ ἀνάρτησή του δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σύμβολο θρησκευτικῶν διακρίσεων. Σὲ ἕναν βαθμὸ ἀντιπροσωπεύει μὲ τρόπο συνθετικὸ καὶ εὐκόλως ἀντιληπτὸ καὶ διδακτικό, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο σύμβολο, ὁρισμένες ἀξίες τῆς κοινωνίας, οἱ ὁποῖες ἐμπνέουν τὴ συνταγματική μας τάξη, ποὺ ἀποτελεῖ θεμέλιο τῆς κοινωνικῆς συμβιώσεως. Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὁ Ἐσταυρωμένος ἀποτελεῖ ἀκόμη καὶ στὸ πλαίσιο τοῦ ἐκκοσμικευμένου μὴ θρησκευτικοῦ κράτους σύμβολο κατ᾽ ἐξοχὴν παιδαγωγικό, ἀσχέτως τῆς θρησκευτικῆς πίστης τῶν μαθητῶν».
.                Ὅσοι ζητοῦν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα νὰ διαγράψει τὴν παράδοσή της θέλουν μία Ἑλλάδα χωρὶς αὔριο.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 15, 2013

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ

ALFABHTARION
Παπαδημητρίου Απόστολος

            Ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών προανήγγειλε ότι με το φύλλο της περασμένης Κυριακής θα προσέφερε και ανάτυπο αλφαβηταρίου (αναγνωστικού) της Α΄ τάξεως του δημοτικού σχολείου του 1919. Αναζήτησα την εφημερίδα περί την ενδεκάτη πρωινή για το ανάτυπο και μόνο. Είχε γίνει ανάρπαστη!
            Δεν ήταν το δικό μου αλφαβητάριο, ήταν ίσως των γονέων μου. Συνεπώς δεν με συνέδεαν μ’ αυτό μνήμες. Περισσότερο ήταν η περιέργεια να μάθω πώς προσέγγιζαν οι υπεύθυνοι της εκπαίδευσης μέσα από τη γλώσσα την παράδοση του πολύμοχθου Γένους μας. Βέβαια χωρίς να είμαι ειδικός έχω την εντύπωση πως οι στόχοι και, κατά συνέπεια, το περιεχόμενο των αναγνωστικών δεν μεταβλήθηκε ουσιωδώς ως την εποχή των δικών μου σχολικών χρόνων. Ίσως έχοντες την ίδια με μένα αντίληψη αρκετοί άλλοι έσπευσαν να το προμηθευτούν εκδηλώσαντες ζήλο υπέρτερο του δικού μου, γι’ αυτό και προφθάσαντες.
            Τι είχαν εκείνα τα αλφαβητάρια-αναγνωστικά, που δεν έχουν τα σύγχρονα; Πρόβαλλαν τον αυθεντικό βίο του Γένους παρά την από τότε άλωση της εκπαίδευσης από παντοίους δυτικόπληκτους «διαφωτιστές». Το Γένος είχε ακόμη δυνάμεις αντίστασης και δεν τολμούσαν αυτοί να προκαλέσουν ατιμωρητί την κοινή γνώμη.
            «Από Θεού άρξασθαι» είναι πολύ γνωστή ρήση. Και τα αναγνωστικά τότε άρχιζαν από τον Θεό. Πρόβαλλαν τον εκκλησιασμό της οικογένειας και όλων των ενοριτών. Πρόβαλλαν τη μητέρα πού φρόντιζε να ξυπνά τα παιδιά ενωρίς και να τα ετοιμάζει κατάλληλα. Παρουσίαζαν την οικογένεια να κάνει την προσευχή της γύρω από το τραπέζι πριν από την έναρξη του φαγητού. Έδειχναν τη γιαγιά να ανάβει το κανδηλάκι έχοντας στο πλάι τα εγγόνια της και όλους μαζί να σταυροκοπιούνται.
            Η πατρίδα προβαλλόταν έντονα μέσα από τις σελίδες τους ως ιδανικό. Η σημαία εμφανιζόταν σε πολλές σελίδες κατά την παρουσίαση των εθνικών επετείων αναρτημένη στους εξώστες ή κρατούμενη από τα παιδιά που παρήλαυναν.
            Πέρα από αυτά τα αναγνωστικά πρόβαλλαν τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου με τα ρυτιδωμένα πρόσωπα και τα ροζιασμένα χέρια. Όλοι τους τύποι λαϊκοί, καλοσυνάτοι, εργατικοί, θεοφοβούμενοι, πρότυπα για τους μικρούς μαθητές. Και κοντά σ’ αυτούς το παιδί μάθαινε τη βιοπάλη στον αγρό, στο κοπάδι, στο εργαστήρι του βιοτέχνη. Μάθαινε να αγαπά τη φύση και να χαίρεται με τις απλές χαρές της καθημερινότητας.
            Κι ύστερα ξέσπασε η θύελλα. Ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης μετά την απομάκρυνση της χούντας από τους πάτρωνές της, της χούντας, την οποία πολλοί στήριξαν, όπως και σήμερα στηρίζουν ολοκληρωτικές ιδεολογίες ως αντίδραση στην αθλιότητα του πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού και της διανόησης χώρων. Επειδή η χούντα καπηλεύτηκε το τρίπτυχο που ανέθρεψε γενιές, το «θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια», βρήκαν οι κρατούντες πρώτης τάξεως ευκαιρία κατά την επαναφορά τους στην εξουσία να ξεκληρίσουν κάθε τι που συνέδεε τους άδολους μαθητές με την παράδοση.
            Θυμούμαι το αντιθρησκευτικό μένος κατά τα πρώτα έτη εκείνης της περιόδου, η οποία θνήσκει, αφού παρέδωσε τη χώρα μας στους δυνάστες μέσω των μνημονίων. Πρωταγωνιστές οι «προοδευτικοί», που έφθασαν να διακινούν «κόκκινα» και «πράσινα» βιβλιαράκια των μαθητών στα σχολεία. Ήταν δίκαια η τιμωρία για τους άλλους, που με τις πλάτες της χούντας διακινούσαν ως τότε θρησκευτικά έντυπα στους ίδιους χώρους! Παρακολούθησα την ενορχηστρωμένη επίθεση και κατά της πατρίδας μας. Στον ιδεολογικό διεθνισμό του μαρξισμού προστέθηκε ο κοσμοπολίτικος των αστών της εξουσίας. Νεροκουβαλητές και οι δύο πλέον στον μύλο της νέας τάξης πραγμάτων! Οι σχολικές γιορτές κατά τις εθνικές επετείους υποβαθμίστηκαν και ατόνησαν πλήρως. Οι ήρωες αρχικά παραμερίστηκαν μπροστά στους σούπερ ήρωες της υποκουλτούρας που διαχέει η νέα τάξη και στη συνέχεια άρχισε ανίερη εκστρατεία αποκαθήλωσής τους. Κατάληξη η ποινικοποίηση του πατριωτισμού, που ταύτισαν, βάρβαροι όντες και μη κατέχοντες τη γλώσσα μας, με τον εθνικισμό.
            Όλα όσα προβάλλονταν στα παλαιότερα αναγνωστικά ενοχλούν αφόρητα τους ασκούντες την εξουσία και τους άλλους που την ορέγονται. Για τους μεν ηρωισμός είναι η κατασπατάληση του εθνικού πλούτου σε συνεργασία με τα ξένα αφεντικά. Είναι η διάλυση του κοινωνικού ιστού, ώστε να αφανιστούν τα αισθήματα αδελφοσύνης (αλληλεγγύης τονίζουν όσοι είναι παθιασμένοι κατά της Εκκλησίας). Είναι η διάλυση της οικογένειας, την οποία κατάντησαν να πλήττουν ακόμη και οικονομικά (ποινικοποίηση της τεκνογονίας), ώστε να φθάσουμε στη χορεία των ανεπτυγμένων (ποια η ανάπτυξή τους;) χωρών. Για τους δε υπάρχει μόνο η ταξική πάλη, τίποτε άλλο.
            Γιατί έσπευσαν τόσοι πολλοί να αγοράσουν το φύλλο της εφημερίδας, το αναγνωστικό διορθώνω, καθώς χωρίς αυτό τα φύλλα θα έμεναν στα αζήτητα; Γιατί κάποιοι απ’ εκείνους που κρατούσαν την εποχή της νιότης μου με καμάρι το φύλλο της συγκεκριμένης εφημερίδας, του συγκροτήματος του πολιτικού μαγειρείου, ώστε να προβάλλεται επιδεικτικά ο τίτλος και να δείχνουν ότι ξεχωρίζουν από τον αμαθή όχλο, κατά τα πρότυπα της ταξικής διάκρισης της Εσπερίας, τώρα θέλουν να ξεφυλλίσουν το «απολίθωμα» του παρελθόντος; Να ρουφήξουν ίσως αυτό που αντιπροσώπευε γι’ αυτούς μια κοινωνία άκρως συντηρητική, εχθρική προς την πρόοδο και την ελευθερία, που διέσπειρε ιδεολογήματα εχθρικά προς τα πανανθρώπινα ιδανικά του «διαφωτισμού». Συναισθηματικοί οι λόγοι, ίσως αποκριθεί κάποιος. Τα χρόνια πέρασαν κι όλοι αναπολούμε τα παιδικά μας χρόνια, τα καλύτερά μας κατά γενική ομολογία. Φτωχή η δικαιολογία. Υπάρχει και άλλος λόγος πιο ουσιώδης. Η ζωή μας δίδαξε, η πείρα που αποκτήσαμε μας έκανε πιο σοβαρούς και λιγότερο εύπιστους στους κάθε είδους δημαγωγούς. Ίσως και να μας συνοδεύουν κάποιες ενοχές, καθώς σπαταλήσαμε τον βίο μας καταγγέλλοντας μια κοινωνία, αδυνατούντες να τη διακρίνουμε από τους κρατούντες. Την καταγγείλαμε, επειδή παρέμενε γερά προσδεμένη στην πατροπαράδοτη πίστη και τη φιλοπατρία. Εμείς θέλαμε να πνεύσουν άνεμοι της αλλαγής. Και ήρθαν θύελλες και σάρωσαν τα πάντα. ΚΙ απομείναμε ξεκρέμαστοι δίχως πίστη, δίχως ιδανικά, που φυγαδεύτηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση, θρηνώντας επάνω από τα ερείπια των ιδεολογημάτων μας σε μια ανελέητη μεταϊδεολογική εποχή.
            Αν ακόμη δεν παραδεχόμαστε ότι πήραμε τη ζωή μας λάθος, είναι γιατί δεν μας το επιτρέπει ο θεριεμένος εγωισμός μας. Όμως η ψυχή έχει τόση μεγάλη ανάγκη από παραμυθία. Έτσι το να αποκτήσουμε το αναγνωστικό, το περιεχόμενο του οποίου είχαμε κάποτε περιφρονήσει και λοιδωρήσει, προσφέρει μια κάποια ανακούφιση. Είναι ένα είδος επιστροφής στην προδομένη αθωότητα των παιδικών μας χρόνων.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 13, 2013

ΑΥΤΗ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΗ

ANASTASH
Ο Ιησούς Χριστός με δυο λέξεις, «αγαπάτε αλλήλους», κατέλυσε τα δεσμά της δουλείας – ένα ευγενές όραμα της ανθρωπότητας που δεν είχε γίνει εφικτό μέχρι την έλευσή Του. Με τις παραβολές, τα διδάγματα, τα θαύματα, τη σταυρική θυσία και την Ανάστασή Του θεμελίωσε τη χριστιανοσύνη, έναν τρόπο ζωής μυστηριακής λατρείας και αντιμετώπισης του θανάτου, που δεν θα εγκαταλείψει τον κόσμο μας μέχρι τα στερνά του. Είναι ο γιος του Θεού. Γι’ αυτό ο λόγος Του αποτελεί ακατάλυτο συμβόλαιο, που δεν εκπνέει με το πέρασμα των καιρών.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πρόσωπα που προφασίζονται ότι υπερασπίζονται «ανθρωπιστικές» αξίες, μιλούν πολύ και ακατανόητα και το αποτέλεσμα των έργων τους πάντοτε είναι αρνητικό. Ουδέν καλό έχουν προσκομίσει ως πειστήριο της ορθοφροσύνης τους.
Υπόσχονται μια πρόοδο, την οποία αδυνατούν να περιγράψουν με σαφήνεια στον λαό. Προωθούνται από δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από την εξαθλίωση πληθυσμών, τη φτωχοποίηση λαών, πολέμους και σκοτεινές οικονομικές δραστηριότητες. Ανεβαίνουν τα σκαλιά της εξουσίας και προβάλλονται από τα ΜΜΕ με σχεδόν ανεξήγητη ευκολία. Ανήκουν σε όλα τα κόμματα και τις παρατάξεις. Μπορεί σε κάποια ήσσονος σημασίας ζητήματα να έχουν επιμέρους διαφορές, αλλά σε ό,τι αφορά τον σκληρό πυρήνα της συγκρότησης του έθνους ταυτίζονται.
Η παράδοση, η Ιστορία, η γλώσσα, οι Ένοπλες Δυνάμεις, τα Σώματα Ασφαλείας και -πάνω απ’ όλα- η Εκκλησία αποτελούν διαχρονικούς στόχους τους.
Προσπαθούν να δημιουργήσουν ρήγμα μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Αυτό το μοτίβο της συμπεριφοράς τους καθίσταται ευδιάκριτο ακόμη και στους μη παρατηρητικούς πολίτες. Οι «προοδευτικοί» παρουσιάζουν το φως της αγάπης του Κυρίου ως σκότος και αναχρονισμό. Επιτίθενται με σύστημα και επιμονή στη σχέση των Ελλήνων με την ορθόδοξη πίστη και στη σύνδεση της Εκκλησίας με τους κρατικούς θεσμούς. Από το σύνολο των σχέσεων της ιεραρχίας της Εκκλησίας και του απλού κλήρου με τους πολίτες επιλέγουν κάποια αρνητικά και υπερπροβάλλουν όσα εκείνοι υποθέτουν ότι θα εξυπηρετήσουν την κατασυκοφάντηση της πίστης μας.
Τώρα, το εγχείρημα που αποπειρώνται να φέρουν σε πέρας είναι η παύση της διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα σχολεία. Αν και η επιχειρηματολογία τους είναι έωλη και άσχετη με τα ελληνικά θέσμια, οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί της Νέας Τάξης τούς παρουσιάζουν σαν τη φωνή της λογικής, επιλέγοντας να λησμονήσουν ότι αυτές οι φωνές μάς οδήγησαν σιδηροδέσμιους στα θανάσιμα κάτεργα του Μνημονίου και της ξενοκρατίας.
Ωστόσο, καλό είναι να γνωρίζουν ότι πάλι θα αστοχήσουν. Η ενότητα Ορθοδοξίας – Ελλάδας είναι αδιάσπαστη. Οι δύο… συνιστώσες της ύπαρξής μας είναι πολύ ισχυρές για να αλωθούν από τέτοιου είδους ανθρώπους.

Πέμπτη, Αυγούστου 29, 2013

ΠΩΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΞΕΠΕΡΝΑ ΤΙΣ ΚΡΙΣΕΙΣ

ελλαςΚωνσταντίνος Χολέβας- Πολιτικός Επιστήμων
Μία καλοκαιρινή εκδρομή με φίλους σε κάποιο ορεινό χωριό της  Στερεάς Ελλάδος με γέμισε αισιοδοξία παρά τις δύσκολες ημέρες που περνούμε. Ο Σύλλογος των απανταχού καταγομένων από το χωριό οργάνωσε συνάντηση και δείπνο στον γενέθλιο τόπο  και Θεία Λειτουργία με Αρτοκλασία στον Ναό του χωριού. Τα χαμόγελα των παιδιών που ανάσαιναν καθαρό αέρα, οι διηγήσεις των παππούδων, οι νέες γνωριμίες που έκανα οι νέοι και οι μεσήλικες, τα μεστά λόγια του ιερέως, η σύντομη προσφώνηση του Προέδρου, όλα αυτά μαζί με τη μνήμη των τεθνεώτων συγγενών, έδιναν αβίαστα την απάντηση στο ερώτημα: Με ποιές δυνάμεις ξεπερνά τις δυσκολίες ο Ελληνισμός: Εκκλησία, κοινότητα, αλληλεγγύη, σεβασμός στην ιστορία και στον τόπο καταγωγής. Επιτυχημένη συνταγή αιώνων . Πνευματικά εφόδια που κάνουν τον Έλληνα δυνατό και ανθεκτικό ακόμη και στην πιο σκοτεινή περίοδο. Και όλοι γνωρίζουμε ότι περάσαμε πολύ πιο δύσκολες καταστάσεις από τη σημερινή.
Η Ελένη Αρβελέρ αποκάλυψε σε τηλεοπτική εκπομπή ένα άλλο μυστικό εθνικής επιβίωσης.  Στη Δημόσια Τηλεόραση διηγείτο στην Έλενα Ακρίτα τις περιπέτειές της επί Κατοχής. «Τότε διαβάζαμε», είπε. «Θυμάμαι ότι στην Κατοχή πρωτοδιάβασα τον Ήλιο τον Πρώτο του Ελύτη. Πηγαίναμε και στο θέατρο και σε συναυλίες». Και στα πιο μαύρα χρόνια ο Έλληνας επιβιώνει με την αγάπη του στα γράμματα, στην παιδεία, στην τέχνη.
Μερικοί διανοητές εμφανίζονται σήμερα απαισιόδοξοι. Μιλούν για το τέλος της Ελλάδος που επέρχεται. Δεν θα συμφωνήσω μαζί τους. Μπορούμε να ξαναγίνουμε δημιουργικοί και στην οικονομία και στο πνεύμα και σε άλλους τομείς. Αρκεί να ξεδιψάσουμε από τα καθάρια νερά της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας, να θυμηθούμε τα μυστικά μας όπλα που μας βοήθησαν να επιβιώσουμε όταν ήμασταν υπόδουλοι. Μία αισιόδοξη και λίαν διδακτική άποψη καταθέτει ο σπουδαίος φιλόλογος του 19ου αιώνος Ιωάννης Καλοστύπης στο περισπούδαστο σύγγραμμά του «Μακεδονία», το οποίο κυκλοφόρησε το 1886 και ανατυπώθηκε το 1993 από τις εκδόσεις ΙΣΤΟΡΗΤΗΣ. Μεταφέρω σε απλή δημοτική -για να βοηθήσω τους αναγνώστες- τις επισημάνσεις του  από τις σελίδες 113-114:
«Finis Graeciae (σ.σ. το τέλος της Ελλάδος) είπαν οι σοφοί, οι οποίοι ακόμη και χθες, λίγα έτη πριν από τη μεγάλη Επανάσταση και μετά από αυτήν θρηνούσαν τον θάνατο της Ελλάδος, θαύμαζαν την νεκρική της γαλήνη και τη μυστηριώδη ομορφιά του νεκρού της σώματος  ή αρνούμενοι τις ζωντανές μαρτυρίες της ελληνικής αναγεννήσεως, που ήσαν μπροστά στα μάτια τους, ασχολούνταν συστηματικά με την ειδυλλιακή εξύμνηση της φυσικής ομορφιάς της χώρας, αλλά υπό μορφήν αφορισμού υποστήριζαν τον εκσλαβισμό της Ελλάδος, όπως ο Φαλμεράγιερ. Κι όμως μάταιοι ήσαν οι θρήνοι των φιλελλήνων και τα υποκριτικά κλάματα των μισελλήνων. Η Ελλάς αναγεννήθηκε από την τέφρα της, όπως ο Φοίνικας, το δε εκπολιτιστικό της πνεύμα παρέμεινε διαρκώς ζωντανό. Σαν να ενστάλαξε η Θεία Πρόνοια στο ελληνικό πνεύμα το νέκταρ της αειθαλούς νεότητας, σαν να του ενεφύσησε ο Θεός πνοή αγέραστη και αθάνατη. Ταξιδέψτε στην Ελλάδα, στις υπόδουλες ελληνικές χώρες, ιδιαιτέρως δε στην ένδοξη Μακεδονία, στις ανά τον κόσμο ελληνικές παροικίες, για να δείτε, οι δύσπιστοι, πώς ακμάζει η ελληνική παιδεία και ο ελληνικός πολιτισμός και ποια ακατάβλητη και ασυναγώνιστη εθνική  δύναμη διαθέτουν».  
Η αναβίωση του κοινοτικού πνεύματος που επιχειρούν οι καλοκαιρινές συναντήσεις στα χωριά μας και η πνευματική ικμάδα επί Κατοχής που διηγείται η Αρβελέρ έχουν τις ρίζες τους στην Τουρκοκρατία, στην οποία αναφέρεται ο αείμνηστος Καλοστύπης. Μας είχαν ξεγραμμένους, αλλά επιβιώσαμε. Με την Ορθόδοξη Πίστη, την αγάπη στα γράμματα, με των Ελλήνων τις κοινότητες, με το εμπόριο, με τη Μεγάλη Ιδέα. Ας αναβαπτισθούμε στις ρίζες μας για να μην χάσουμε την ελπίδα ως Έθνος.

Τρίτη, Αυγούστου 20, 2013

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


BYZANTINH ISTORIA
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Σέρ Στή­βεν Ράν­σι­μαν

Οἱ λό­γιοι τῆς Δύ­σης ὑ­πο­στη­ρί­ζουν με­ρι­κὲς φο­ρὲς πώς ἡ συ­νέ­χεια τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­χε δι­α­κο­πεῖ στὴ διά­ρκεια τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς πε­ρι­ό­δου. Ἐ­πι­ση­μαί­νουν ὅ­τι οἱ Βυ­ζαν­τι­νοὶ εἶ­χαν μει­κτὴ φυ­λε­τι­κὴ προ­έ­λευ­ση, ὅ­τι, ὀ­νο­μά­ζον­ταν Ρω­μαῖ­οι, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τὴ λέ­ξη «Ἕλ­λην» γιὰ τοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες, ὅ­τι τὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ πού μι­λοῦ­σαν ἦ­ταν μί­α ὑ­πο­βαθ­μι­σμέ­νη γλῶσ­σα μὲ πολ­λὰ ξε­νό­φερ­τα στοι­χεῖ­α, καὶ πώς ἡ θρη­σκεί­α καὶ ἡ νο­ο­τρο­πί­α τους εἶ­χαν ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ πο­λὺ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τῶν Ἑλ­λή­νων τῆς κλα­σσι­κῆς ἐ­πο­χῆς.
Ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α δό­ση ἀ­λή­θειας σὲ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς κρι­τι­κὲς οἱ λό­γιοι ὅ­μως πού τὶς ἀ­σκοῦν ξε­χνοῦν πώς κα­νέ­να ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο ἔθνος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἰ­σχυ­ρι­στεῖ τέ­λεια φυ­λε­τι­κὴ κα­θα­ρό­τη­τα καὶ πώς ὁ­ποι­α­δή­πο­τε γλῶσ­σα δι­α­μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων ἀλ­λά­ζει καὶ ἀ­φο­μοι­ώ­νει ξέ­νες λέ­ξεις καὶ συ­νή­θως χρη­σι­μο­ποι­εῖ μί­α πιὸ ἁ­πλου­στευ­μέ­νη γραμ­μα­τι­κή. Ξε­χνοῦν ἐ­πί­σης πώς οἱ πρῶ­τοι Χρι­στια­νοὶ Πα­τέ­ρες ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι βα­θιὰ ρι­ζω­μέ­νοι στὴν κλα­σσι­κὴ σκέ­ψη καὶ τὸ ἐ­πί­τευγ­μά τους ἦ­ταν ἡ ἑρ­μη­νεί­α τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας μὲ ὅ­ρους τῆς πα­λαι­ό­τε­ρης Ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας.
Ἐ­πὶ πλέ­ον οἱ Βυ­ζαν­τι­νοί, ἂν καὶ ἀ­πέ­φευ­γαν τὴ λέ­ξη «Ἕλ­λην», θε­ω­ροῦ­σαν τὸν ἑ­αυ­τὸ τους κλη­ρο­νό­μο τοῦ κλα­σσι­κοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Ἡ ἐκ­παί­δευ­σή τους εἶ­χε τὶς βά­σεις της πά­νω σὲ αὐ­τὸ μά­θαι­ναν, ὅ­πως ἔ­λε­γαν οἱ ἴ­διοι, νὰ «ἑλ­λη­νί­ζουν» τὴ γλῶσ­σα τους. Τὸ ἀ­γα­πη­τό τους ἀ­νά­γνω­σμα, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ τοὺς Βί­ους τῶν Ἁ­γί­ων, ἦ­ταν τὰ ἔρ­γα τοῦ Ὁ­μή­ρου.
Ἂν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α μί­α ἀ­πό­δει­ξη γιὰ τὴ συ­νέ­χεια τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας, αὐ­τὴ πα­ρέ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν κα­τὰ και­ροὺς ἀ­να­βί­ω­ση τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιὰ τοὺς κλα­σσι­κοὺς συγ­γρα­φεῖς, ποὺ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σὲ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς ἱ­στο­ρί­ας. Κα­μμί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἀ­να­βι­ώ­σεις δὲν εἶ­ναι, τό­σο ἐκ­πλη­κτι­κή, ὅ­σο αὐ­τὴ ποὺ ὀ­νό­μα­σα Τε­λευ­ταία Βυ­ζαν­τι­νὴ Ἀ­να­γέν­νη­ση. Συ­νέ­βη τὴν ἐ­πο­χὴ πού ἡ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α φθει­ρό­ταν πο­λι­τι­κὰ καὶ ἦ­ταν γρα­φτό της νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ σύν­το­μα. Πο­τὲ ἄλ­λο­τε ὅ­μως δὲν ὑ­πῆρ­χαν τό­σοι λό­γιοι πού νὰ ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νοι στὴν ἑρ­μη­νεί­α καὶ τὴν ἀ­να­νέ­ω­ση τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς σκέ­ψης καὶ στὴ δι­α­φύ­λα­ξη τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης. Ἀ­κό­μη καὶ ἡ λέ­ξη «Ἕλ­λην» ἀ­νέ­κτη­σε τὸ ἀρ­χαῖ­ο της νό­η­μα. Καί, εὐ­τυ­χῶς γιὰ τὸν πο­λι­τι­σμὸ ὅ­λης τῆς Εὐ­ρώ­πης, αὐ­τὴ ἡ τε­λευ­ταῖα βυ­ζαν­τι­νὴ ἀ­να­γέν­νη­ση ἐμ­φα­νί­στη­κε σὲ μί­α στιγ­μὴ τῆς ἱ­στο­ρί­ας πού οἱ Δυ­τι­κοὶ λό­γιοι ἦ­ταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουν καὶ νὰ ἐ­κτι­μή­σουν τὸ μορ­φω­τι­κὸ κό­σμο πού κρα­τοῦ­σαν ζων­τα­νὸ οἱ λό­γιοι τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου.

Δευτέρα, Αυγούστου 19, 2013

ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ

ELLHNIKH_SHMAIA
Ἐ­πι­μέ­λεια: Δού­δη Δη­μη­τρί­ου
Ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ

Ἡ θε­ω­ρί­α ποὺ ἀ­φο­ρᾶ τὸ «χω­νευ­τή­ρι» (melting pot), σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α σὲ κά­θε γε­νιὰ ὁ με­τα­νά­στης χά­νει τὴν Ἐθνι­κή του ταυ­τό­τη­τα καὶ γί­νε­ται πιὸ πο­λὺ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς δὲν ἱ­κα­νο­ποί­η­σε πο­τὲ τὸν ψυ­χο­λό­γο Τζέ­ϊμς (Δη­μή­τρη) Κου­τρε­λά­κο.
«Ἐ­ὰν οἱ Ἕλ­λη­νες δι­α­τή­ρη­σαν τὸ χα­ρα­κτή­ρα τους γιὰ 400 χρό­νια ἐ­πὶ Τουρ­κο­κρα­τί­ας, θὰ τὸν ἔ­χα­ναν τό­σο γρή­γο­ρα στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ σὲ μί­α γε­νιά;». Ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ τὸν ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε καὶ ταυ­τό­χρο­να κί­νη­τρο γιὰ νὰ βρεῖ μί­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ θε­με­λι­ω­μέ­νη ἀ­πάν­τη­ση.
Ἔ­τσι, ἐ­δῶ καὶ τρί­α χρό­νια ὁ συν­τα­ξι­οῦ­χος πρώ­ην ψυ­χο­λό­γος τοῦ Κο­λε­γί­ου Χάν­τερ τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ξε­κι­νή­σει τὴ δι­κή του με­λέ­τη γιὰ τὴν Ἐθνι­κὴ ταυ­τό­τη­τα, μοι­ρά­ζον­τας ἐ­ρω­τη­μα­το­λό­για σὲ πά­νω ἀ­πὸ 700 μα­θη­τὲς καὶ φοι­τη­τὲς ἀ­πὸ Λύ­κεια καὶ Πα­νε­πι­στή­μια τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης. Με­τα­ξύ τους ὑ­πῆρ­χαν 257 Ἑλ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νοί. Ἡ ἔ­ρευ­να αὐ­τὴ ἀ­πέ­δει­ξε ὅ­τι ἡ Ἐ­θνι­κὴ ταυ­τό­τη­τα δὲν σβή­νει ἀ­πα­ραι­τή­τως, ἀλ­λὰ μπο­ρεῖ νὰ δι­α­τη­ρεῖ­ται κα­λὰ σὲ κά­θε γε­νιὰ, ἐ­ὰν ὑ­πάρ­χουν οἱ σω­στὲς συν­θῆ­κες.
 ΠΟ­ΛΙ­ΤΙ­ΣΤΙ­ΚΗ  ΕΚ­ΠΑΙ­ΔΕΥ­ΣΗ,  ΓΛΩΣ­ΣΑ  ΚΑΙ  ΘΡΗ­ΣΚΕΙΑ,  ΟΙ   ΚΥ­ΡΙΟΙ ΠΑ­ΡΑ­ΓΟΝ­ΤΕΣ
Τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς με­λέ­της εἶ­ναι ὅ­τι οἱ κυ­ρι­ό­τε­ροι πα­ρά­γον­τες στὴ δι­α­τή­ρη­ση τῆς Ἐθνι­κῆς ταυ­τό­τη­τας εἶ­ναι ἡ πο­λι­τι­στι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση, ἡ γλῶσ­σα καὶ ἡ Θρη­σκεί­α. Αὐ­τὰ συν­δέ­ον­ται πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἄλ­λα μὲ μί­α ἰ­σχυ­ρὴ Ἐ­θνι­κὴ ταυ­τό­τη­τα. Ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει συμ­με­το­χὴ σὲ κά­ποι­α πο­λι­τι­στι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση γιὰ τὴν κουλ­τού­ρα τῆς ὁ­μά­δας, «ἡ Ἐ­θνι­κὴ ταυ­τό­τη­τα δὲν δι­α­φέ­ρει (δη­λα­δὴ δὲν μει­ώ­νε­ται) ἀ­πὸ τὴ δεύ­τε­ρη στὴν τρί­τη γε­νιά».
Ἐ­πί­σης, στὴ με­λέ­τη, τὰ ἄ­το­μα ποὺ εἶ­χαν Ἀρ­με­νι­κή, Ἑ­βρα­ϊ­κὴ ἢ Ἑλ­λη­νι­κὴ κα­τα­γω­γὴ εἶ­χαν πιὸ ἰ­σχυ­ρὸ αἴ­σθη­μα τῆς Ἐ­θνι­κῆς ταυ­τό­τη­τας ἀ­κό­μα καὶ ἀ­πὸ τὰ ἄ­το­μα στὴν κα­τη­γο­ρί­α μει­ο­νο­τή­των. Στὴ με­λέ­τη, τὸ 86% τῶν «συγ­κε­κρι­μέ­νων λευ­κῶν», ἀ­πάν­τη­σαν ὅ­τι θε­ω­ροῦν τὴν Ἐθνι­κή τους ταυ­τό­τη­τα «πο­λὺ ση­μαν­τι­κὴ» σὲ σχέ­ση μὲ μό­νο τὸ 44% τῶν «λευ­κῶν» καὶ τὸ 70% τῶν μει­ο­νο­τή­των (Ἀ­φρο­α­με­ρι­κα­νοί, Ἀ­σιά­τες, Λα­τινο-Ἀ­με­ρι­κα­νοί, κ.τ.λ.). «Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἔ­γι­νε με­λέ­τη στὴν ὁ­ποί­α μί­α λευ­κὴ ὁ­μά­δα ἔ­χει πιὸ ὑ­ψη­λὴ Ἐ­θνι­κὴ ταυ­τό­τη­τα ἀ­πὸ ὁ­μά­δα μει­ο­νο­τή­των», ἐ­πι­ση­μαί­νει ὁ Δρ. Κου­τρε­λά­κος.
«Αὐ­τὰ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα», γρά­φει στὴν ἐ­ρευ­νά του, «μᾶς δεί­χνουν πό­σο ση­μαν­τι­κὸ ρό­λο ἔ­χει ἡ ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ἡ Θρη­σκεί­α στὴ δι­α­τή­ρη­ση τῆς Ἐ­θνι­κῆς ταυ­τό­τη­τας».
Easy AdSense by Unreal
ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ
Ἀ­πὸ τοὺς φοι­τη­τὲς/μα­θη­τὲς Ἑλ­λη­νι­κῆς κα­τα­γω­γῆς στὴ με­λέ­τη 80% ὀ­νο­μά­ζουν τὸν ἑ­αυ­τὸ τους «Ἑλ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νοί», σχε­δὸν 1/5 «Ἕλ­λη­νες» καὶ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ 1% «λευ­κός, Καυ­κά­σιος ἢ Ὀρ­θό­δο­ξος». Ἀ­πὸ τὸ Κου­ΐνς στὸ Μπρού­κλιν καὶ Μαν­χά­ταν, οἱ πιὸ ση­μαν­τι­κοὶ πα­ρά­γον­τες στὴν Ἐ­θνι­κή τους ταυ­τό­τη­τα ἦ­ταν ἡ γνώ­ση τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας καὶ ἡ θρη­σκευ­τι­κὴ συμ­με­το­χή.


Κυριακή, Αυγούστου 18, 2013

ΟΙ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ


ELLHNIKH_EIKONA
Νε­κτά­ριου Δα­πέρ­γο­λα
 Δρ Ἱ­στο­ρί­ας ΑΠΘ

Εἶ­ναι γνω­στὸ ὅ­τι ζοῦ­με σὲ δύ­σκο­λους και­ρούς, κα­τὰ τοὺς ὁ­ποί­ους ἀ­κό­μη καὶ οἱ λέ­ξεις ἔ­χουν χά­σει τὸ νό­η­μά τους καὶ (ἀ­πὸ κά­ποι­ους) ἀ­κό­μη καὶ τὰ ἀ­πο­λύ­τως αὐ­το­νό­η­τα λο­γί­ζον­ται -καὶ συ­χνὰ πε­ρι­παί­ζον­ται- ὡς ἀ­νό­η­τα. Πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρη εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς ἡ σύγ­χυ­ση, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸ θέ­μα τῶν ταυ­το­τή­των. Μέ­σα σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ με­τα­βάλ­λε­ται καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρι­στῆ, αὐ­το­μά­τως τὸ ζή­τη­μα «ποι­οὶ εἴ­μα­στε» – ἢ ἀ­κό­μη ἀ­κρι­βέ­στε­ρα «ποι­οὶ αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅ­τι εἴ­μα­στε», τὸ ζή­τη­μα τῆς ἴ­διας μας τῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, ἀ­νά­γε­ται σὲ μεῖ­ζον.
Μέ­σα στὰ πλαί­σια αὐ­τά, ἡ ἀ­πό­πει­ρα προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ταυ­τό­τη­τας – εἴ­τε στὴν αὐ­θεν­τι­κή, εἴ­τε καὶ στὶς με­ταλ­λαγ­μέ­νες ἐκ­δο­χὲς της (δε­δο­μέ­νου ἄλ­λω­στε ὅ­τι πο­τὲ δὲν ἦ­ταν κά­τι στα­τι­κό, ἀλ­λὰ στὸ πέ­ρα­σμα τοῦ χρό­νου ὑ­πέ­στη με­γά­λες με­τα­βο­λὲς λό­γῳ ἐ­σω­τε­ρι­κῶν με­τε­ξε­λί­ξε­ων, ἀλ­λὰ καὶ ἔ­ξω­θεν ἐ­πεμ­βά­σε­ων), δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου ἁ­πλὸ ἔρ­γο. Θὰ ἐ­πι­χει­ρή­σου­με ἐ­δῶ μί­α πο­λὺ τα­πει­νὴ καὶ -μοι­ραί­α- ἀ­τε­λέ­στα­τη ἀ­πό­πει­ρα πρὸς αὐ­τὴ τὴν κα­τεύ­θυν­ση, ἐ­πι­κεν­τρώ­νον­τας μά­λι­στα κυ­ρί­ως σ᾿ ἐ­κεί­νη τὴ δι­ά­στα­ση τῆς ταυ­τό­τη­τάς μας, ποὺ σχη­μα­τι­κὰ θὰ τολ­μού­σα­με νὰ τὴν ἀ­πο­κα­λέ­σου­με «θρη­σκευ­τι­κή».
Για­τί «σχη­μα­τι­κὰ» καὶ για­τί μι­λᾶ­με πε­ρί… τόλ­μης; Μὰ ἐ­πει­δὴ βε­βαί­ως ἕ­νας τέ­τοι­ος ἐ­πι­με­ρι­σμὸς θὰ ἦ­ταν κά­πο­τε ἐν­τε­λῶς ἀ­νό­η­τος (καὶ ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο παν­τε­λῶς ἀ­κα­τα­νό­η­τος), δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἦ­ταν ὄ­χι ἁ­πλῶς τὸ βα­σι­κό­τε­ρο δο­μι­κὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ταυ­τό­τη­τάς μας, ἀλ­λὰ κά­τι πο­λὺ οὐ­σι­ω­δέ­στε­ρο καὶ βα­θύ­τε­ρο ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ αὐ­τό: ἦ­ταν ἡ ἴ­δια ἡ ψυ­χή της, τὸ ἴ­διο τὸ ἐ­σώ­τα­το ὀ­ξυ­γό­νο της, ἕ­νας συ­νο­λι­κὸς τρό­πος ζω­ῆς, συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς καὶ συ­ναν­τί­λη­ψης τῶν πάν­των, ἕ­να συ­νο­λι­κὸ πλαί­σιο γιὰ τὴν προ­σέγ­γι­ση ὄ­χι μό­νο τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που, κα­θὼς ὅ­μως καὶ αὐ­τῆς ἀ­κό­μη τῆς ἄ­ψυ­χης κτί­σε­ως. Ἦ­ταν μὲ λί­γα λό­για ὁ ἴ­διος ὁ κα­θ᾿ ἡ­μᾶς Τρό­πος ἐν τῷ συ­νό­λῳ του, ὥ­στε νὰ φαν­τά­ζει ἀ­πο­λύ­τως γε­λοί­α καὶ ἀν­τι-ἱ­στο­ρι­κὴ ἡ δι­ά­κρι­σή της ἀ­πὸ τὰ ὑ­πό­λοι­πα συ­στα­τι­κὰ αὐ­τοῦ ποὺ σχη­μα­τι­κὰ ἀ­πο­κα­λοῦ­με «νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ταυ­τό­τη­τα». Ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως ὀ­φεί­λου­με ἐ­πί­σης νὰ το­νί­σου­με πὼς καὶ ὁ ὅ­ρος «θρη­σκεί­α» γιὰ ἐ­μᾶς τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους κα­νο­νι­κὰ δὲν ἔ­χει νό­η­μα, για­τί εἶ­ναι ὅ­ρος ποὺ κυ­ρί­ως πε­ρι­γρά­φει ἕ­να στα­τι­κὸ ἠ­θι­κι­στι­κὸ ἀ­ξια­κὸ σύ­στη­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο φυ­σι­κὰ οὐ­δε­μί­α σχέ­ση ἔ­χει μὲ τὸν ἄ­νε­μο ποὺ λέ­γε­ται Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Καὶ ὁ ἄ­νε­μος δὲν πε­ρι­γρά­φε­ται, οὔ­τε καὶ μπαί­νει σὲ κα­λού­πια. Θὰ κρα­τή­σου­με ὡ­στό­σο πα­ρ᾿ ὅ­λα αὐ­τὰ τὸν ὅρο «θρη­σκευ­τι­κὴ δι­ά­στα­ση» τῆς ταυ­τό­τη­τάς μας, για­τί δυ­στυ­χῶς ἐ­δῶ καὶ ἀρ­κε­τὲς δε­κα­ε­τί­ες ἔ­χει ἀ­πο­κτή­σει πλέ­ον πρα­κτι­κὰ καὶ γιὰ ἐ­μᾶς νό­η­μα.
Καὶ ἐν­νο­ῶ ἀ­σφα­λῶς τὴ με­τάλ­λα­ξη τῆς ἐν λό­γῳ ταυ­τό­τη­τας, ἐ­ξαι­τί­ας κυ­ρί­ως τῆς στα­δια­κῆς «θρη­σκει­ο­ποί­η­σης» τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ γε­γο­νό­τος, μί­ας ἐ­ξέ­λι­ξης ποὺ συν­τε­λέ­στη­κε μέ­σα ἀ­πὸ μί­α κα­θα­ρὰ προ­τε­στάν­τι­κου τύ­που εὐ­σε­βι­στι­κή κω­δι­κο­ποί­η­ση, ἡ ὁ­ποί­α οὐ­σι­α­στι­κὰ συ­νο­δεύ­ει ὅ­λη τὴ σύγ­χρο­νη ἱ­στο­ρί­α μας. Ἀ­νά­γει τὶς ἀ­παρ­χὲς της ἤ­δη στὴν προ­ε­πα­να­στα­τι­κὴ πε­ρί­ο­δο, τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ φτά­νουν καὶ στὴν κα­θ᾿ ἡμᾶς Ἀ­να­το­λὴ οἱ το­ξι­κὲς οὐ­σί­ες τοῦ λε­γό­με­νου Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ (ἤ… Δι­α­σκο­τι­σμοῦ – ὅ­πως τοὐ­λά­χι­στον τι­νὲς ἐξ ἡμῶν ἔ­χου­με ἐ­δῶ καὶ πολ­λὰ χρό­νια κα­τα­λή­ξει), τό­τε δη­λα­δὴ ποὺ ἡ εἰ­σβο­λὴ τῆς αὐ­τι­στι­κῆς ἐ­κεί­νης ἀ­πο­θέ­ω­σης τοῦ Ὀρ­θοῦ Λό­γου (μέ­σῳ τῶν εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν… στο­ῶν -γιὰ νὰ μὴν ξε­χνι­ό­μα­στε- δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἅ­παν­τες οἱ δῆ­θεν ὀρ­θο­λο­γι­στὲς δι­α­φω­τι­στὲς τῆς Δύ­σης ἦ­ταν στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­πο­κρυ­φι­στὲς καὶ μα­σῶ­νοι), ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν δὲν ὠ­θεῖ στὴν κα­τα­συ­κο­φάν­τη­ση τῆς πί­στης ὡς με­σαι­ω­νι­κοῦ σκο­τα­δι­σμοῦ, ὁ­δη­γεῖ τὸ λι­γό­τε­ρο σὲ μί­α πρώ­ϊμη μορ­φὴ θε­ο­λο­γι­κῆς ἐκ­κο­σμί­κευ­σης. Στὴ συ­νέ­χεια ἔ­χου­με τὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ ᾿21, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἕ­να τμῆ­μα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­κε μὲν ἀ­πὸ τὸν τουρ­κι­κὸ ζυ­γό, γρή­γο­ρα πέ­ρα­σε ὅ­μως κά­τω ἀ­πὸ ἄλ­λους (ἐ­νί­ο­τε μά­λι­στα πο­λὺ χει­ρό­τε­ρους), με­τα­τρε­πό­με­νο σὲ ἕρ­μαι­ο στὰ χέ­ρια ἀλ­λο­τρί­ων συμ­φε­ρόν­των, σὲ προ­τε­κτο­ρά­το στὰ χέ­ρια ξέ­νων δυ­νά­με­ων, σὲ ἄ­θλιο θύ­μα τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς του κα­χε­ξί­ας καὶ βα­σι­κὰ βε­βαί­ως σὲ πε­δί­ο ἐ­πι­βο­λῆς ξέ­νων πο­λι­τι­σμι­κῶν προ­τύ­πων, ποὺ ὁ­δή­γη­σαν στὴν πνευ­μα­τι­κή του δι­ά­βρω­ση, ἀλ­λο­τρί­ω­ση καὶ ἐν τέ­λει ἐκ­ποί­η­ση. Ἡ με­τάλ­λα­ξη λοι­πὸν τῆς ταυ­τό­τη­τάς μας συ­νε­χί­ζε­ται στοὺς νέ­ους αὐ­τοὺς και­ρούς, τοὺς και­ροὺς τοῦ ἑλ­λα­δι­κοῦ κρα­τι­κοῦ ψευ­δο-μορ­φώ­μα­τος τοῦ 1830, αὐ­τοῦ τοῦ ψεύ­τι­κου ῥω­μαί­ϊκου ποὺ προ­φή­τε­ψε ὁ πα­τρο-Κο­σμᾶς, αὐ­τοῦ τοῦ ἐ­λε­ει­νοῦ ῥω­μαίϊκου, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο μι­λών­τας ὁ μέ­γας Μα­κρυ­γιά­ννης, εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο νὰ πεῖ ὅ­τι πὼς τέ­τοι­α λευ­τε­ριὰ τὴ σι­χά­θη­κε καὶ ὅ­τι «ἂν μᾶς ἔ­λε­γε κα­νέ­νας αὐ­τεί­νη τὴν λευ­τε­ριὰ ὅ­που γευ­ό­μα­στε, θὰ πα­ρι­κα­λού­σα­με τὸν Θε­ὸν νὰ μᾶς ἀ­φή­σει εἰς τοὺς Τούρ­κους ἄλ­λα τό­σα χρό­νια, ὅ­σο νὰ γνω­ρί­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι τί θὰ εἰ­πῆ πα­τρί­δα, τί θὰ εἰ­πῆ θρη­σκεί­α, φι­λο­τι­μί­α, ἀ­ρε­τὴ καὶ τι­μι­ό­της». Καὶ συ­νε­χί­ζει με­τὰ τὴ δι­α­δρο­μὴ της κα­τὰ τὸν ὕ­στε­ρο 19ο αἰ­ῶ­να καὶ κα­θ᾿ ὅ­λο τὸν 20ό, μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να συ­νε­χῆ ἐκ­δυ­τι­κι­σμό, μέ­σα ἀ­πὸ τὴν (ἀ­να­φαν­δὸν χρή­ζου­σα ψυ­χι­α­τρι­κῆς  ἔ­ρευ­νας) προ­σπά­θειά  μας  νὰ  πε­τά­ξου­με πά­σῃ… θυσί­ᾳ­ στὴ χω­μα­τε­ρή, ὡς πλεγ­μα­τι­κοὶ νε­ό­πλου­τοι, τὴν Οὐ­σί­α μας, ὅ­λα τὰ ση­μαί­νον­τα καὶ ση­μαι­νό­με­να τοῦ κα­θ᾿ ἡμᾶς Τρό­που, ὅ­λα αὐ­τὰ δη­λα­δὴ ποὺ μᾶς γέν­νη­σαν καὶ μᾶς κρά­τη­σαν ζων­τα­νοὺς ἐ­πὶ χι­λι­ε­τί­ες. Ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς ἡ ἀ­πό­πει­ρα νὰ γί­νου­με «πο­λι­τι­σμέ­νοι», πι­θη­κί­ζον­τας ξέ­να πρό­τυ­πα καὶ τρό­πους ἀλ­λό­τριους. Ἡ ἀ­πό­πει­ρα γιὰ νὰ μά­θου­με νὰ ψελ­λί­ζου­με, κα­τὰ πῶς λέ­ει κι ὁ Σε­φέ­ρης, «σπα­σμέ­νες λέ­ξεις ἀ­πὸ ξέ­νες γλῶσ­σες»…
Τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα αὐ­τὸ (καὶ ἀ­νε­ξάρ­τη­τα βε­βαί­ως ἀ­πὸ τὰ ξέ­να κέν­τρα τῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ώς του) ἦ­ταν συ­νά­μα ἐ­πὶ πολ­λὲς δε­κα­ε­τί­ες καὶ ἡ νευ­ρω­τι­κὴ ἐμ­μο­νὴ τῆς ἑλ­λα­δι­κῆς ἄρ­χου­σας τά­ξης, τῆς λε­γό­με­νης ἀ­στι­κῆς καὶ με­γα­λο­α­στι­κῆς. Καὶ ἐ­πει­δὴ ἀ­σφα­λῶς δὲν ἐ­πρό­κει­το γιὰ τά­ξη φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ ἀ­να­πτυγ­μέ­νη (καὶ γιὰ τοῦ­το ἰ­δε­ο­λο­γι­κὰ συγ­κρο­τη­μέ­νη), τὸ ἐν λό­γῳ ἐγ­χεί­ρη­μα ὑ­πῆρ­ξε κω­μι­κο­τρα­γι­κό. Μι­λᾶ­με ἁ­πλῶς γιὰ μί­α κα­λο­ζω­ϊσμέ­νη γου­νέν­δυ­τη κου­ρε­λα­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α λὲς καὶ αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει ἕ­να κὶτς νε­ο­πλου­τί­στι­κο… κάρ­μα αὐ­τὸ -εὐ­νου­χι­σμέ­νου γραι­κύ­λου- καὶ ἔ­τσι μπό­ρε­σε χω­ρὶς πολ­λὲς δι­α­δι­κα­σί­ες νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸν κύ­κλιο χρό­νο στὸν γραμ­μι­κὸ «ἐκ­συγ­χρο­νι­σμό», ἀ­πὸ τὸ χα­ρο­ποι­ὸ πέν­θος στὴ χα­ζο­χα­ρού­με­νη χυ­δαι­ό­τη­τα, ἀ­πὸ τὸ ὅ­ρα­μα στὸ κομ­πό­δε­μα, ἀ­πὸ τὸν Ῥω­μα­νὸ τὸν Με­λω­δὸ στὸν Χαίν­τελ, ἀ­πὸ τὸν τσά­μι­κο στὸν Τζί­μη Μα­κού­λη (καὶ ἀρ­γό­τε­ρα βέ­βαι­α στὸν Μα­ζω­νά­κη καὶ τὴν… Κα­λο­μοί­ρα), ἀ­πὸ τὸν Μα­κρυ­γιά­ννη στὶς «Δύ­ο Ὀρ­φα­νὲς» καὶ με­τὰ στὸν Κούν­τε­ρα καὶ τὸν Κο­έ­λο, μὲ ὀ­λί­γη ἀ­πὸ «ΚΛΙΚ», «NITRO» καὶ ἕ­τε­ρους life style με­γα­λο­χαρ­το­πολ­τούς. Μέ­σα στὴ συ­νο­λι­κὴ αὐ­τὴ ἐκ­πά­γλου κάλ­λους… πο­λι­τι­στι­κὴ σύν­θε­ση οὐ­δε­μί­α θέ­ση πλέ­ον εἶ­χε (ὅ­πως εὔ­κο­λα ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται καὶ ὁ πλέ­ον ἀ­δα­ὴς) ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ποὺ ἄλ­λω­στε, ὅ­πως εἴ­πα­με, εἶ­χε ἤ­δη -μέ­σα στὸ μυα­λὸ τῶν πολ­λῶν- με­τε­ξε­λι­χθεῖ σὲ ἀ­ξια­κὸ ἠ­θι­κι­σμό, ἄ­ρα καὶ σὲ σύ­στη­μα ὑ­πο­κεί­με­νο σὲ κά­θε εἴ­δους ἀμ­φι­σβή­τη­ση. Ἦρ­θε με­τὰ καὶ ἡ πε­ραι­τέ­ρω νό­θευ­ση τῶν πα­ρα­εκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ὀρ­γα­νώ­σε­ων, ἦρ­θε καὶ ἡ χυ­δαί­α πο­λι­τι­κὴ κα­πη­λεί­α μὲ τίς… «Ἑλ­λά­δες τῶν Ἑλ­λή­νων Χρι­στια­νῶν» καὶ ἔ­τσι μπή­κα­νε πιὰ στὴ θέ­ση τους καὶ οἱ ἔ­σχα­τες ψη­φί­δες.
Κά­πως ἔ­τσι (καὶ βε­βαί­ως πο­λὺ σχη­μα­τι­κὰ) ἦ­ταν ποὺ ἀ­πω­λέ­σα­με τὸν ἑ­αυ­τό μας στὴ διά­ρκεια αὐ­τῆς τῆς δι­α­δρο­μῆς τῶν τε­λευ­ταί­ων δύ­ο πε­ρί­που αἰ­ώ­νων. Καὶ με­τὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν βα­θύ­τα­τα τρα­γι­κὴ πε­ρί­ο­δο τῆς λε­γό­με­νης Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ὁπό­τε καὶ ὅ­λος ὁ προ­η­γού­με­νος κα­τή­φο­ρος με­τα­βλή­θη­κε σὲ ὀ­φθαλ­μο­φα­νῆ ἐ­λεύ­θε­ρη πτώ­ση, φτά­σα­με πιὰ ἐ­δῶ, στὴν Ἑλ­λά­δα τοῦ σή­με­ρα, στὴν Ἑλ­λά­δα τοῦ ἀ­σύ­δο­του πλου­τι­σμοῦ, τῆς ἐκ­συγ­χρο­νι­στι­κῆς ὑ­στε­ρί­ας, τῆς πο­λι­τι­στι­κῆς ἀ­συ­ναρ­τη­σί­ας, τῆς πο­λι­τι­κῆς δι­α­φθο­ρᾶς, τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἐκ­κο­σμί­κευ­σης, τῆς μι­θρι­δα­τι­κῆς ἄμ­βλυν­σης ὅ­λων τῶν ἀ­ξι­ῶν, τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης κρί­σης ὅ­λων τῶν θε­σμῶν. Σὲ μί­α Ἑλ­λά­δα, ποὺ ἐ­δῶ καὶ με­ρι­κὲς δε­κα­ε­τί­ες τὴ λυ­μαί­νον­ται σκο­τει­νοὶ με­γα­λο­ερ­γο­λά­βοι καὶ με­γα­λο­εκ­δό­τες, τρα­γι­κοὶ πο­λι­τι­κοί, ἀ­γύρ­τες δη­μο­σι­ο­γρά­φοι, ἐ­θνο­μη­δε­νι­στὲς ψευ­δο-κουλ­του­ρι­ά­ρη­δες, ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νοι ρα­σο­φό­ροι, ἀν­τά­ξιοι ὅ­μως δυ­στυ­χῶς ὅ­λοι τους ἡμῶν, δη­λα­δὴ ἑ­νὸς λα­οῦ τυ­φλοῦ πλέ­ον καὶ ἀ­μνη­σια­κοῦ, ἑ­νὸς λα­οῦ ποὺ κα­θη­με­ρι­νὰ βου­λιά­ζει ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴ βα­θύ­τε­ρη πα­ρακ­μὴ καὶ στὴν ἀ­πό­λυ­τη ἀ­νο­η­σί­α, ἑ­νὸς λα­οῦ ποὺ δὲν ξέ­ρει πιὰ ἐ­δῶ καὶ πολ­λὰ χρό­νια «ποῦ πα­τᾶ καὶ ποῦ πη­γαί­νει».
Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ πρώ­τη με­γά­λη ἀλ­λοί­ω­ση τῆς ταυ­τό­τη­τάς μας. Ἡ με­τα­ποί­η­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας σὲ ἠ­θι­κι­στι­κὸ σύ­στη­μα ἀ­ξι­ῶν. Καὶ ἐ­πει­δή, ὅ­πως ἤ­δη προ­α­νέ­φε­ρα, ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μί­α «θρη­σκεί­α», ἀλ­λὰ ἐν συ­νό­λῳ ὁ κα­θ᾿ ἡ­μᾶς Τρό­πος, μί­α βι­ω­μα­τι­κὴ σχέ­ση μὲ τὰ πάν­τα, τὸν Θε­ό, τὸν συ­νάν­θρω­πο καὶ τὴ φύ­ση, μί­α σχέ­ση μὲ τὸ ὑ­πὲρ Λό­γον, ἀλ­λὰ καὶ τὸ κα­τὰ Λό­γον, ἡ με­τάλ­λα­ξη αὐ­τὴ δὲν μᾶς με­τέ­τρε­ψε ἁ­πλῶς σὲ ἄλ­λου εἴ­δους… χρι­στια­νούς. Μᾶς με­τέ­τρε­ψε σὲ ἄλ­λου εἴ­δους ὄν­τα – ἀ­πὸ κά­θε ἄ­πο­ψη. Ἡ με­τα­ποί­η­ση καὶ ὁ συ­νε­πα­γό­με­νος ἐκ­φυ­λι­σμὸς τῆς πί­στης σὲ ἰ­δε­ο­λο­γί­α ἄλ­λα­ξαν στα­δια­κὰ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ στά­ση μας ἀ­πέ­ναν­τι στὸν κό­σμο καὶ στὰ πράγ­μα­τα. Ἡ ταυ­τό­τη­τά μας, ἡ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ταυ­τό­τη­τα, ἦ­ταν μέ­χρι τό­τε συ­νο­λι­κή, ὁ­λι­στι­κή, τὰ πε­ρι­λάμ­βα­νε ὅ­λα: ἱ­στο­ρί­α, πα­ρά­δο­ση, πί­στη, γλῶσ­σα, τέ­χνη, τὰ πάν­τα. Τώ­ρα πλέ­ον αὐ­τὴ ἡ ταυ­τό­τη­τα στα­δια­κὰ δι­α­σπᾶ­ται, κα­τα­κερ­μα­τί­ζε­ται σὲ πολ­λα­πλὲς ἐ­πι­μέ­ρους ταυ­τό­τη­τες. Ταυ­τό­τη­τες λει­ψές, ἀ­τε­λέ­σφο­ρες, ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νες. Καὶ ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ποὺ ξε­κι­νᾶ ἡ σύγ­χρο­νη νε­ο­ελ­λη­νι­κή μας ὑ­παρ­ξια­κὴ σύγ­χυ­ση. Ἢ -μᾶλ­λον ἀ­κρι­βέ­στε­ρα- ἡ νε­ο­ελ­λα­δι­κή μας σύγ­χυ­ση, κα­θὼς αὐ­τὴ ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη ἔ­χει ὡς πη­γὴ της τὸ κρα­τι­κὸ ἐ­ξάμ­βλω­μα τοῦ 1830. Τὸν ὑ­πό­λοι­πο Ἑλ­λη­νι­σμὸ δὲν τὸν ἀ­φο­ρᾶ κα­τ᾿ ἀρ­χάς. Ἀρ­χί­ζει νὰ τὸν ἀ­φο­ρᾶ, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ καὶ αὐ­τὸς ἀρ­χί­ζει νὰ συν­δέ­ε­ται ἢ στα­δια­κὰ νὰ ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο πα­νά­θλιο μόρ­φω­μα.
Μί­α ἀν­τί­δρα­ση τώ­ρα ἀ­πέ­ναν­τι σὲ ὅ­λα αὐ­τὰ δι­α­φά­νη­κε βε­βαί­ως μὲ τὴν ἄν­θη­ση τοῦ Ἁγι­ο­ρεί­τι­κου (καὶ ὄ­χι μό­νο) Ὀρ­θό­δο­ξου μο­να­χι­σμοῦ καὶ τὸ ἄ­νοιγ­μά του πρὸς τὸν πνευ­μα­τι­κὰ χει­μα­ζό­με­νο Ἑλ­λη­νι­κὸ λα­ό. Ἡ ἄν­θη­ση αὐ­τή, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­σφα­λῶς συ­νο­δεύ­τη­κε καὶ ἀ­πὸ τὴν ἐμ­φά­νι­ση κά­ποι­ων πο­λὺ ἐμ­βλη­μα­τι­κῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων σύγ­χρο­νης ἁ­γι­ό­τη­τας, ποὺ ἔ­παι­ξαν τὸν ρό­λο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ φά­ρου, συ­νέ­πε­σε χρο­νι­κὰ μὲ τὴν ἔ­σχα­τη κα­τά­πτω­ση τῶν τε­λευ­ταί­ων 3-4 δε­κα­ε­τι­ῶν, καὶ φυ­σι­κὰ αὐ­τὸ μό­νο… συμ­πτω­μα­τι­κὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ συ­νέ­βη, ἀλ­λὰ (γιὰ τοὺς ἔ­χον­τας τοὐλά­χι­στον ὦ­τα ἀ­κού­ειν καὶ ὀ­φθαλ­μοὺς ὁ­ρᾶν) ὀ­φεί­λει νὰ ἐ­κλη­φθῆ ὡς μί­α ξε­κά­θα­ρη ἐκ­δή­λω­ση τῆς πρό­νοι­ας τοῦ Θε­οῦ, γιὰ τὴ στή­ρι­ξη τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἐν ἐ­ξε­λί­ξει ὁ­λο­μέ­τω­πη ζο­φο­πνε­μέ­νη λαί­λα­πα τοῦ «ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ».
Ταυ­τό­χρο­να πάν­τως ἀ­ξί­ζει γιὰ ἱ­στο­ρι­κοὺς λό­γους νὰ ἀ­να­φερ­θῆ καὶ ἡ ἐμ­φά­νι­ση (πά­λι κά­που ἐ­κεῖ, μέ­σα στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ᾿70) καὶ κά­ποι­ων πα­ρε­ῶν ἀ­πὸ θε­ο­λό­γους καὶ  δι­α­νο­η­τές, ποὺ κή­ρυ­ξαν τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στὶς πη­γὲς καὶ τὴν αὐ­θεν­τι­κή μας ταυ­τό­τη­τα, στὴν προ­πτω­τι­κή της πε­ρί­ο­δο. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρη ἴ­σως ἀ­νά­με­σά τους ἡ κί­νη­ση τῶν λε­γό­με­νων Νε­ο-ὀρ­θο­δό­ξων, μί­α κί­νη­ση ὡ­στό­σο ποὺ εἶ­χε δυ­στυ­χῶς πο­λὺ βα­σι­κὲς ἀ­τέ­λει­ες, μὲ κυ­ρι­ό­τε­ρη τὸν δι­α­νο­ου­με­νί­στι­κο χα­ρα­κτή­ρα της. Καὶ ὄ­χι πὼς αὐ­τὸ εἶ­ναι κα­τ᾿ ἀ­νάγ­κην κα­κό, στὴν προ­κειμένη ὅ­μως πε­ρί­πτω­ση εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι δὲν μπο­ρεῖς νὰ μι­λᾶς γιὰ τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο βί­ω­μα – καὶ τὸ βί­ω­μα αὐ­τὸ νὰ προ­σπα­θῆς νὰ τὸ προ­σεγ­γί­σης ἐγ­κε­φα­λι­κὰ καὶ μά­λι­στα μὲ φι­λο­σο­φι­κὴ ἀ­λα­ζο­νι­κὴ αὐ­τα­ρέ­σκεια, τοὐτέ­στιν ἄ­νευ ἴ­χνους τα­πει­νώ­σε­ως. Αὐ­τὸς ἦ­ταν πι­θα­νό­τα­τα καὶ ὁ λό­γος ποὺ ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη κί­νη­ση ἀ­πέ­τυ­χε τε­λι­κά, ἐ­κτρε­πό­με­νη μά­λι­στα καὶ σὲ ἐ­ξί­σου αὐ­τά­ρε­σκες (νεο-νι­κο­λα­ϊ­τι­κές, εὐ­δαι­μο­νι­στι­κὲς ἢ ἄλ­λες) θε­ο­λο­γι­κὲς πλά­νες. Ἡ κα­τά­λη­ξη εἶ­ναι βε­βαί­ως γνω­στή, μὲ ἐμ­φα­νέ­στε­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­σφα­λῶς τὴν τρα­γι­κὴ νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη κα­τάν­τια τοῦ πά­λαι πο­τὲ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος (ἂν μὴ τί ἄλ­λο) χώ­ρου τῆς «Σύ­να­ξης», ἀλ­λὰ βε­βαί­ως καὶ τὴν πε­ρί­πτω­ση δι­α­νο­η­τῶν τύ­που Ῥάμ­φου, ποὺ ὄ­χι μό­νο δὲν μπό­ρε­σαν πο­τὲ τους νὰ γί­νουν… Κόν­το­γλου, ἀλ­λὰ ὑ­πὸ τὸ βά­ρος τῆς πλά­νης τους κα­τάν­τη­σαν τε­λι­κὰ ἐ­δῶ καὶ χρό­νια νε­ο­τα­ξί­τες ἀ­πο­λο­γη­τὲς τῆς Παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης καὶ θλι­βε­ρὰ ἐ­ξα­πτέ­ρυ­γα τοῦ συ­στή­μα­τος. Πα­ρ᾿ ὅ­λα αὐ­τὰ ὅ­μως, γιὰ νὰ μὴν εἴ­μα­στε ἰ­σο­πε­δω­τι­κοί, ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σου­με ὅ­τι ἡ ἐν λό­γῳ κί­νη­ση στὸν και­ρό της, ἕ­ναν και­ρὸ βα­θιᾶς πνευ­μα­τι­κῆς ξη­ρα­σί­ας, ἔ­παι­ξε ἀ­ναμ­φί­βο­λα καὶ αὐ­τὴ τὸν ρό­λο μί­ας γέ­φυ­ρας, ὥ­στε κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι νὰ ξε­φύ­γουν ἀ­πὸ τὰ ἀ­στεῖα προ­τε­στάν­τι­κα κει­με­νά­κια τῶν θε­ο­λό­γων τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ᾿50 καὶ τοῦ ᾿60 καὶ νὰ ξα­να­βροῦν τὸν Μέ­γα Βα­σί­λει­ο, τὸν Γρη­γό­ριο Νύσ­σης, τὸν Συ­με­ὼν τὸν Νέ­ο Θε­ο­λό­γο, νὰ ξα­να­ψά­ξουν πί­σω στὴν Πα­ρά­δο­ση καὶ τὸν ξε­χα­σμέ­νο μας πνευ­μα­τι­κὸ πλοῦ­το. Καὶ ἐ­πει­δὴ τί­πο­τε δὲν πά­ει χα­μέ­νο, τὸν ρό­λο αὐ­τὸ τὸν συ­νέ­χι­σαν τὰ τε­λευ­ταῖα­ χρό­νια ἄλ­λες ὁ­μά­δες καὶ πα­ρέ­ες, βα­σι­σμέ­νες ἀ­ναμ­φί­βο­λα σὲ πιὸ ὑ­γι­εῖς καὶ στέ­ρε­ες πνευ­μα­τι­κὲς βά­σεις.
Βλέ­που­με ὅ­μως ὅ­τι (ἴ­σως ἐ­πει­δὴ καὶ νὰ ζοῦ­με σὲ ἔ­σχα­τους και­ροὺς) ὁ Θε­ὸς ἐ­πέ­τρε­ψε στὸ ἐν Ἑλ­λά­δι σύ­στη­μα νὰ ἀ­να­δι­πλω­θῆ καὶ νὰ ἀν­τε­πι­τε­θῆ. Ὁ λό­γος ἄλ­λω­στε εἶ­ναι ἀ­να­φαν­δὸν γιὰ ἕ­να σύ­στη­μα ποὺ βρι­σκό­ταν πάν­το­τε σὲ εὐ­θεί­α ἐ­ξάρ­τη­ση (ἐν­το­λο­δό­χου) ἀ­πὸ τὴν παγ­κό­σμια κρα­ται­ὰ σι­ω­νι­στι­κὴ συμ­μο­ρί­α καὶ εἶ­χε ὡς ἐκ τού­του ἄ­πει­ρα ὑ­λι­κὰ μέ­σα στὴ δι­ά­θε­σή του. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἡ νέ­α αὐ­τὴ ἐ­πί­θε­ση δὲν ἐκ­φύ­λι­σε μό­νο κά­ποι­ες πα­ρέ­ες θε­ο­λο­γούν­των δι­α­νο­η­τῶν τοῦ ὕ­στε­ρου 20οῦ αἰ­ῶ­να σὲ πλα­νε­μέ­νες πα­ρα-ὀρ­θό­δο­ξες σέ­χτες, οὔ­τε δι­έ­λυ­σε μό­νο μὲ τὸ νε­ο­ε­πο­χί­τι­κό της δη­λη­τή­ριο τὶς θε­ο­λο­γι­κὲς σχο­λές, οὔ­τε γέν­νη­σε μό­νο τὴν ἐ­κτρω­μα­τι­κὰ ἀ­πε­ρι­νό­η­τη τρα­γι­κω­μω­δί­α τῆς (αὐ­το­φε­ρό­με­νης ὡς) «με­τα-πα­τε­ρι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας», ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ δι­ά­βρω­σε μό­νο τοὺς πλεί­στους τα­γοὺς τῆς ἑλ­λα­δι­κῆς δι­οι­κοῦ­σας Ἐκ­κλη­σί­ας. Τὴν ἐ­πί­θε­ση αὐ­τὴ τὴν ἔνοιω­σε στὸ πε­τσὶ του ἐν τέ­λει μέ­χρι καὶ ὁ Ἁγι­ο­ρεί­τι­κος μο­να­χι­σμός: ἡ ἐκ­κο­σμί­κευ­ση καὶ ἡ ἐ­ξάρ­τη­ση ἀ­πὸ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ (καὶ κοι­νο­τι­κὰ κε­φά­λαι­α) ἦ­ταν δυ­στυ­χῶς γιὰ τὸν τε­λευ­ταῖο­ ἡ ἄλ­λη (καὶ ὁ­λωσ­δι­ό­λου θλι­βε­ρὴ) ὄ­ψη τοῦ νο­μί­σμα­τος – σὲ σχέ­ση μὲ τὴν προ­α­να­φερ­θεῖ­σα του ἄν­θη­ση.
Καὶ γιὰ νὰ τὸ ποῦ­με πλέ­ον καὶ μὲ ἄλ­λα λό­για (καὶ κα­θὼς συ­νε­χί­ζου­με βε­βαί­ως νὰ μι­λᾶ­με γιὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ταυ­τό­τη­τα): ὡς ἄ­με­ση καὶ βα­σι­κό­τα­τη συ­νέ­πεια αὐ­τῆς τῆς ἔ­σχα­της ἐ­πί­θε­σης ζοῦ­με σή­με­ρα μί­α ἀ­κό­μη νέ­α με­γά­λη με­τάλ­λα­ξη. Καὶ αὐ­τὴ πλέ­ον δὲν ἀ­φο­ρᾶ ἀ­σφα­λῶς μό­νο σ᾿ ἐ­μᾶς τοὺς Ἕλ­λη­νες, ἀλ­λὰ ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να φαι­νό­με­νο παγ­κό­σμιο. Ζοῦ­με τὴν ἀ­πό­πει­ρα ἐ­πι­βο­λῆς τοῦ τέ­λους τῶν Θρη­σκει­ῶν, μέ­σα ἀ­πὸ μί­α ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς τε­χνη­τὴ δι­α­δι­κα­σί­α ἑ­νὸς γε­νι­κό­τε­ρου θρη­σκευ­τι­κοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ, ποὺ ἔ­χει ὡς ἄ­με­σους στό­χους του τὴν ἄμ­βλυν­ση τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς συ­νεί­δη­σης τῶν λα­ῶν, τὴ στα­δια­κὴ ἰ­σο­πέ­δω­ση (μέ­σα ἀ­πὸ τὴ μι­θρι­δα­τι­κὴ ἐ­ξοι­κεί­ω­ση μὲ τὶς συ­νε­χεῖς ἐ­πα­φές, τοὺς «δι­α­λό­γους» καὶ τὶς συμ­προ­σευ­χὲς) τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν τους ἰ­δι­αι­τε­ρο­τή­των καὶ τὴν ψυ­χο­λο­γι­κή τους προ­ε­τοι­μα­σί­α γιὰ τὸ σερ­βί­ρι­σμα τῆς νε­ο­ε­πο­χί­τι­κης παν­θρη­σκεια­κῆς σα­λά­τας, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ πα­ρα­σκευ­ὴ βρί­σκε­ται ἤ­δη ἐν πλή­ρῃ ἐ­ξε­λί­ξει. Ποι­οὶ εἶ­ναι τώ­ρα αὐ­τοὶ ποὺ τὴν πα­ρα­σκευά­ζουν καὶ τὴ σερ­βί­ρουν, μὲ ὄρ­γα­να τὰ κα­τὰ τό­πους «πα­πα­γα­λά­κια» τους; Μὰ ἀ­σφα­λῶς τὰ ἴ­δια ἀ­φεν­τι­κὰ ποὺ προ­ω­θοῦν καὶ τὶς ἄλ­λες ἀ­πό­πει­ρες συγ­κρη­τι­σμοῦ, σὲ εὐ­ρύ­τε­ρα πο­λι­τι­σμι­κὸ πλέ­ον καὶ κοι­νω­νι­κὸ ἐ­πί­πε­δο. Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ ἀ­πό­πει­ρες φυ­σι­κὰ ὑ­πο­κρύ­πτον­ται στὸ δεύ­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο ἀ­νά­γνω­σης τῆς λε­γό­με­νης Παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης.
Γιὰ τὴν Παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση θὰ πρέ­πει ἀ­σφα­λῶς νὰ ξε­κα­θα­ρί­σου­με ὅ­τι δὲν ἔ­χει μό­νο τὶς δε­δο­μέ­νες οἰ­κο­νο­μι­κὲς καὶ πο­λι­τι­κὲς δι­α­στά­σεις (τὶς ὁ­ποῖ­ες ὅ­λοι λί­γο-πο­λὺ γνω­ρί­ζουν), ἀλ­λὰ καὶ ἄλ­λες, πο­λὺ βα­θύ­τε­ρες πα­ρα­μέ­τρους (τὶς ὁ­ποῖ­ες πο­λὺ λι­γό­τε­ροι ἔ­στω ὑ­πο­ψι­ά­ζον­ται). Καὶ ἐν­νο­ῶ φυ­σι­κὰ τὴν πλή­ρη πνευ­μα­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­σμι­κὴ δι­α­πλα­νη­τι­κὴ ἰ­σο­πέ­δω­ση, ἡ ὁ­ποί­α προ­ω­θεῖ­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς ἄ­ο­κνες προ­σπά­θει­ες γιὰ δι­ά­λυ­ση τῶν Θρη­σκει­ῶν, τῶν ἐ­θνι­κῶν πο­λι­τι­σμῶν καὶ τῶν ἐ­θνι­κῶν γλωσ­σῶν. Καὶ νὰ ξε­κα­θα­ρί­σου­με ἀ­κό­μη ὅ­τι τὸ παι­χνί­δι ποὺ αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ παί­ζε­ται πά­νω στὸν πλα­νή­τη, εἶ­ναι πρω­τί­στως πνευ­μα­τι­κὸ καὶ θρη­σκευ­τι­κὸ – καὶ ἐν­τε­λῶς δευ­τε­ρευ­όν­τως πο­λι­τι­κὸ καὶ οἰ­κο­νο­μι­κό. Σὲ πεῖ­σμα ὅ­λων τῶν προ­σεγ­γί­σε­ων ποὺ ἑ­δρά­ζον­ται στὸ (ἐ­νί­ο­τε χρή­σι­μο μέν, ἀλ­λὰ βε­βαί­ως καὶ ἀ­πελ­πι­στι­κὰ ἁ­πλο­ϊ­κὸ) μαρ­ξι­στι­κὸ μον­τέ­λο, εἶ­ναι ἀ­ρί­δη­λο ὅ­τι ἡ οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ πο­λι­τι­κὴ ὑ­πο­τα­γὴ τῶν λα­ῶν ἀ­πο­τε­λεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τὸ μέ­σο γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κή τους ἅ­λω­ση – καὶ ὄ­χι τὸ ἀν­τί­στρο­φο. Αὐ­τὸ δεί­χνουν δυ­στυ­χῶς ἐ­νί­ο­τε νὰ τὸ ἀ­γνο­οῦν ἀ­κό­μη καὶ κά­ποι­οι πο­λὺ σο­βα­ροὶ -κα­τὰ τὰ ἄλ­λα- καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα κα­λο­προ­αί­ρε­τοι με­λε­τη­τὲς τοῦ «δι­κοῦ» μας εὐ­ρύ­τε­ρου χώ­ρου, ποὺ ὅ­μως ἔ­τσι ἀ­δυ­να­τοῦν ἀ­σφα­λῶς νὰ ἑρ­μη­νεύ­σουν τὸ τί πραγ­μα­τι­κὰ κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πὸ τὶς σύγ­χρο­νες παγ­κό­σμι­ες ἐ­ξε­λί­ξεις. Καὶ ἐν­νο­ῶ φυ­σι­κὰ ἀ­νά­με­σα σὲ αὐ­τὲς καὶ τὴ λε­γό­με­νη «παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση», γιὰ τὴν ὁ­ποί­α π.χ. εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς κω­μι­κὸ τὸ νὰ ἐ­πι­χει­ροῦ­με νὰ τὴν ἀ­πο­δώ­σου­με (καὶ τὸ λέ­ω πο­λὺ σχη­μα­τι­κὰ) σὲ μί­α ἁ­πλῶς κρί­ση τοῦ κα­πι­τα­λι­στι­κοῦ συ­στή­μα­τος. Ἀν­τί­θε­τα, αὐ­τὴ ἡ ἀ­πε­ρί­γρα­πτα ἐ­κτρω­μα­τι­κὴ ἱ­στο­ρί­α, ὅ­που ἅ­πας οὐ­σι­α­στι­κὰ ὁ πλα­νή­της ἐμ­φα­νί­ζε­ται νὰ χρω­στᾶ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη πο­σὰ σὲ κά­ποι­α ὁ­λό­τε­λα μυ­στη­ρι­ώ­δη κέν­τρα καί… πα­ρά­κεν­τρα (τύ­που Παγ­κό­σμιας Τρά­πε­ζας ἢ ἑ­τέ­ρων συ­να­φῶν… φι­λαν­θρω­πι­κῶν σω­μα­τεί­ων), πο­σὰ μά­λι­στα ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν ὑ­φί­σταν­ται κἄν, εἶ­ναι μί­α ἱ­στο­ρί­α ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξη­γη­θῆ μὲ οἰ­κο­νο­μι­κοὺς ὅ­ρους. Μπο­ρεῖ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ καὶ μό­νο μὲ πνευ­μα­τι­κούς. Εἶ­ναι προ­δή­λως μί­α ἀ­πο­λύ­τως τε­χνη­τὴ καὶ κα­τευ­θυ­νό­με­νη ἐ­ξέ­λι­ξη, ποὺ στο­χεύ­ει  ἀ­φ᾿ ἑ­νὸς στὴν ἀ­να­κα­τα­νο­μὴ τοῦ παγ­κό­σμιου πλού­του καὶ ἀ­κο­λού­θως τὴ συγ­κέν­τρω­σή του στὰ χέ­ρια ὅ­λο καὶ λι­γό­τε­ρων (καὶ βα­σι­κό­τα­των -κα­τὰ θαυ­μα­στή… σύμ­πτω­ση- με­λῶν τῆς σι­ω­νι­στι­κῆς μα­φί­ας) καὶ ἀ­φ᾿ ἑ­τέ­ρου στὴν παγ­κό­σμια ἀ­πο­στα­θε­ρο­ποί­η­ση, ποὺ ἁ­πλού­στα­τα θὰ δι­α­μορ­φώ­σει τὶς κα­τάλ­λη­λες οἰ­κο­νο­μι­κές, κοι­νω­νι­κὲς καὶ πο­λι­τι­κὲς συν­θῆ­κες γιὰ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ νέ­ου με­γά­λου παγ­κο­σμί­ου δόγ­μα­τος.
Καὶ βε­βαί­ως τὸ νέ­ο αὐ­τὸ δόγ­μα εἶ­ναι «Μί­α θρη­σκεί­α – Μί­α οἰ­κο­νο­μί­α – Ἕ­νας πο­λι­τι­σμὸς – Μί­α ἡ­γε­σί­α». Ὅ, τι κι ἂν σᾶς θυ­μί­ζει αὐ­τὸ (εἴ­τε Τζὼρτζ Ὄρ­γου­ελ, εἴ­τε Ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Ἰ­ω­άν­νη) ἡ οὐ­σί­α δὲν ἀλ­λά­ζει. Καὶ τὸ δόγ­μα αὐ­τό, γιὰ νὰ ἐ­πι­βλη­θῆ, προ­ϋ­πο­θέ­τει λα­οὺς ἀ­παί­δευ­τους, ἱ­στο­ρι­κὰ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νους, ἐ­θνι­κὰ δι­α­λυ­μέ­νους, γλωσ­σι­κὰ κα­τε­στραμ­μέ­νους καὶ θρη­σκευ­τι­κὰ ἀ­πο­χρω­μα­τι­σμέ­νους. Καὶ ταυ­τό­χρο­να βε­βαί­ως λα­οὺς κα­τα­βε­βε­βλη­μέ­νους ἀ­πὸ τὸν φό­βο, ὅ­θεν καὶ ἡ συ­νε­χό­με­νη ἐ­δῶ καὶ πολ­λὰ χρό­νια τρο­μο­λα­γνεί­α μὲ τὶς δῆ­θεν Ἂλ Κά­ϊν­τες, τὶς δῆ­θεν ἐ­πι­δη­μί­ες καὶ παν­δη­μί­ες καὶ τὴν ἐ­πί­σης δῆ­θεν ἀ­πει­λή τῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κα­τάρ­ρευ­σης (ποὺ φυ­σι­κά, ὅ­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, εἶ­ναι ὄν­τως ἀ­πει­λή, ἀλ­λὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα οὐ­δε­μί­αν σχέ­σιν ἔ­χου­σα μ᾿ αὐ­τὸ ποὺ μᾶς σερ­βί­ρουν κα­θη­με­ρι­νὰ τὰ ἐγ­κά­θε­τα ΜΜΕ). Τὰ πάν­τα – ἀ­πὸ τὰ γνω­στὰ κου­ρε­λο­γρα­φή­μα­τα τύ­που Ῥε­πού­ση καὶ τὴ δῆ­θεν ἀ­νάγ­κη ἐ­πα­να­προ­σέγ­γι­σης τῆς Ἱ­στο­ρί­ας (ὥ­στε νὰ πά­ψη νά…«δι­χά­ζη»), ἕ­ως τὴν «ἀ­νάγ­κη» γιὰ παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μι­κὰ μέ­τρα καὶ ἕ­ως τὶς ἀγ­κα­λι­ὲς τῶν Ἱε­ραρ­χῶν μας μὲ τοὺς καρ­δι­νά­λιους καὶ τοὺς ἰ­μά­μη­δες – εἶ­ναι ὅ­λα σε­λί­δες τοῦ ἴ­διου ἀ­κρι­βῶς βι­βλί­ου, σε­λί­δες φαι­νο­με­νι­κὰ μό­νο (γιὰ τοὺς ἀ­νυ­πο­ψί­α­στους ἀ­φε­λεῖς) δι­α­φο­ρε­τι­κὲς με­τα­ξύ τους. Καὶ ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς πη­γὴ ξε­κι­νᾶ καὶ ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ θρη­σκευ­τι­κὴ ἀ­γα­πο­λο­γί­α μὲ ὑ­πο­τι­θέ­με­νο σκο­πὸ τὴν ἐ­ξου­δε­τέ­ρω­ση τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν φα­να­τι­σμῶν, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α γιὰ τὴν ἀ­νάγ­κη «σε­βα­σμοῦ τοῦ δι­α­φο­ρε­τι­κοῦ», «κα­τα­νό­η­σης τοῦ Ἄλ­λου» καὶ προ­σέγ­γι­σης τῶν λα­ῶν μέ­σα ἀ­πὸ τὸ γνω­στὸ πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὸ μον­τέ­λο. Ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τέ­λος πη­γὴ ξε­κι­νᾶ καὶ ἡ τρο­μο­λα­γνεί­α. Ἤ­δη ἐ­δῶ καὶ χρό­νια μά­λι­στα ἀ­κού­γον­ται ἀ­πὸ ἐ­πί­ση­μα χεί­λη καὶ φω­νὲς γιὰ τὴν «ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα μί­ας Παγ­κό­σμιας Κυ­βέρ­νη­σης». Φω­νὲς ποὺ εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅ­τι θὰ πολ­λα­πλα­σια­στοῦν στὸ ἄ­με­σο μέλ­λον. Καὶ θὰ πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται συ­νε­χῶς, μέ­χρι νὰ πει­στοῦν ὅ­λοι ὅ­τι ὁ πλα­νή­της βα­δί­ζει πρὸς τὸν ὄ­λε­θρο – καὶ ἔ­χει συ­νε­πῶς ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ ἕ­να Παγ­κό­σμιο Σω­τῆρα.
Ἂς ἐ­πι­στρέ­ψου­με ὅ­μως στὸν θρη­σκευ­τι­κὸ συγ­κρη­τι­σμό, τὴ βα­σι­κὴ -ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω- πα­ρά­με­τρο ὅ­λου αὐ­τοῦ τοῦ παι­χνι­διοῦ ποὺ ἀ­πο­σκο­πεῖ στὴν ὁ­μο­γε­νο­ποί­η­ση τοῦ πλα­νή­τη καὶ ἀ­πει­λεῖ νὰ κα­τα­πιῆ καὶ νὰ συγ­χω­νεύ­ση ὅ­λες τὶς ἐ­θνι­κὲς ταυ­τό­τη­τες (καὶ ἀ­νά­με­σά τους βε­βαί­ως -καὶ ἴ­σως πρω­τί­στως- καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κή). Καὶ αὐ­τὸ τὸ παι­χνί­δι μαί­νε­ται ἐ­δῶ καὶ δε­κα­ε­τί­ες μὲ τὴ συ­νε­νο­χὴ ἐν­νο­εῖ­ται καὶ ἡμῶν τῶν ἰ­δί­ων. Τί­πο­τε ἄλ­λω­στε δὲν γί­νε­ται διὰ τῆς βί­ας. Κα­νεὶς δὲν ἀ­ναγ­κά­ζει π.χ. τὸν μέ­σο νε­ο­έλ­λη­να νὰ θε­ω­ρεῖ τὴν ἀν­τί­δρα­ση στὸν Οἰ­κου­με­νι­σμὸ ὡς φον­τα­μεν­τα­λι­στι­κὸ φα­να­τι­σμό. Αὐ­τὸ ἀ­πορ­ρέ­ει ἐμ­φα­νῶς ἀ­πὸ τὴν ἰ­δε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση τῆς πί­στης τῶν πα­τέ­ρων του, αὐ­τὸ ποὺ συ­νέ­βη δη­λα­δή, ὅ­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, τὰ τε­λευ­ταί­α 200 χρό­νια. Ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α με­τα­τρέ­πε­ται σέ… Χρι­στι­α­νι­σμό, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ σύ­να­ξη γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πο­τή­ριο ἐκ­φυ­λί­ζε­ται (μέ­σα στὸ μυα­λὸ τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων) σὲ νε­ο­που­ρι­τα­νι­κὸ κώ­δι­κα εὐ­σε­βι­σμοῦ, ὅ­λα πλέ­ον εἶ­ναι σχε­τι­κὰ καὶ συ­νε­πῶς ἀμ­φι­σβη­τή­σι­μα, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς δη­λα­δὴ καὶ κά­θε ἄλ­λη ἰ­δε­ο­λο­γί­α. Κα­νεὶς δὲν ἀ­ναγ­κά­ζει ἐ­πί­σης τὴν ἑλ­λα­δι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α νὰ ἐκ­προ­σω­πεῖ­ται στα­θε­ρὰ στὴν πα­ρω­δί­α τοῦ -αὐ­το­φε­ρό­με­νου ὡς- Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Καὶ κα­νεὶς βέ­βαι­α δὲν ἀ­ναγ­κά­ζει τέ­λος συγ­κε­κρι­μέ­νους ὑ­ψη­λό­βαθ­μους κλη­ρι­κούς μας ἢ με­γα­λο­κα­θη­γη­τά­δες Θε­ο­λο­γι­κῶν σχο­λῶν νὰ συ­να­γε­λά­ζον­ται σὲ δι­α­θρη­σκεια­κὲς λα­τρευ­τι­κὲς μυ­στι­κο­συ­νά­ξεις μα­ζὶ μὲ καρ­δι­νά­λιους, πά­στο­ρες, γκου­ρού, ἰ­μά­μη­δες καὶ μά­γους.
Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ὅ­μως, μί­α ποὺ ἔ­γι­νε ἀ­να­φο­ρὰ στὸν Οἰ­κου­με­νι­σμό, δὲν θὰ ἐ­στε­ρεῖ­το ση­μα­σί­ας νὰ εἰ­πω­θοῦν κά­ποι­α πράγ­μα­τα καὶ γι᾿ αὐ­τόν, για­τί ἀ­πο­τε­λεῖ κομ­βι­κῆς ση­μα­σί­ας ἔν­νοι­α στὴν πο­ρεί­α πρὸς τὴ δι­α­μόρ­φω­ση αὐ­τῆς τῆς νέ­ας παγ­κό­σμιας ταυ­τό­τη­τας, τοῦ θρη­σκευ­τι­κὰ ἑ­νια­ίου homo universalis. Ὁ τε­λι­κὸς στό­χος, ποὺ εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς ἡ παγ­κό­σμια Παν­θρη­σκεί­α καὶ τὸν ὁ­ποῖ­ο εὐ­αγ­γε­λί­ζον­ται τὰ ὄρ­γα­να τῆς Νέ­ας Τά­ξης καὶ τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς, προ­ϋ­πο­θέ­τει κα­τ᾿ ἀρ­χὰς τὴν ἑνο­ποί­η­ση τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου (ἢ τέ­λος πάν­των τοῦ φε­ρό­με­νου ὡς χρι­στι­α­νι­κοῦ). Καὶ τὸ πρῶ­το βῆ­μα εἶ­ναι φυ­σι­κὰ ἡ πε­ρί­φη­μη «Ἕ­νω­ση τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν», γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρες κι­νή­σεις πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια.
Εἶ­ναι γνω­στὸ βε­βαί­ως ὅ­τι πολ­λοὶ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ὅ­λη τὴν πο­λε­μι­κὴ κα­τὰ τῶν συγ­κε­κρι­μέ­νων ἑνω­σια­κῶν κι­νή­σε­ων, ὡς ὑ­περ­βο­λὴ ἢ καὶ ὡς πραγ­μα­τεί­α πε­ρί… ὄ­νου σκιᾶς. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ θε­ω­ροῦν ὅ­τι σὲ τε­λι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση τί­πο­τε τὸ ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το δὲν μᾶς χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τοὺς Φραγ­κο­λα­τί­νους, ὁ­πό­τε κα­λὸ θὰ ἦ­ταν νὰ τε­λει­ώ­νει ἐ­πι­τέ­λους αὐ­τὴ ἡ χι­λι­ό­χρο­νη δι­χα­στι­κὴ ἱ­στο­ρί­α. Ἴ­σως πά­λι καὶ νὰ ἐν­στερ­νί­ζον­ται καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ τε­χνη­έν­τως ὑ­πο­βο­λι­μαῖ­α πε­ρὶ «ἀ­γά­πης» καὶ «ὁ­μό­νοι­ας». Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως καὶ ἡ πολ­λὴ «ἀ­γά­πη» βλά­πτει ἐ­νί­ο­τε τὴν… ὑ­γεί­α, θὰ ἄ­ξι­ζε ἴ­σως τὸν κό­πο στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ νὰ ποῦ­με ὁ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα, ἔ­στω καὶ ἀ­δρο­με­ρῶς, μὲ τὸ πραγ­μα­τι­κό τους ὄ­νο­μα…
Καὶ κα­τ᾿ ἀρ­χὰς ὀ­φεί­λου­με νὰ ξε­κα­θα­ρί­σου­με ὅ­τι οἱ θε­ο­λο­γι­κὲς δι­α­φο­ρὲς μὲ τὴ Δύ­ση εἶ­ναι στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα χα­ώ­δεις καὶ φυ­σι­κὰ δὲν ἔ­χουν πά­ψει στὸ πα­ρα­μι­κρὸ νὰ ὑ­φί­σταν­ται. Ὅ­σο κι ἂν εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅ­τι γιὰ ἐ­κεί­νη τὴν τε­λι­κὴ ρή­ξη τοῦ 1054 ἔ­παι­ξαν ῥό­λο καὶ πο­λι­τι­κὰ αἴ­τια (τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­σφα­λῶς ὑ­περ­το­νί­ζουν οἱ ἐγ­κά­θε­τοί τοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ), εἶ­ναι ἀ­κό­μη πιὸ σί­γου­ρο ὅ­τι αὐ­τὸ τὸ γε­γο­νὸς ἐ­πι­στέ­γα­σε ἁ­πλῶς τυ­πι­κὰ μί­α μα­κραί­ω­νη δι­α­φο­ρο­ποι­η­τι­κὴ πο­ρεί­α, ποὺ στὰ μέ­σα τοῦ 11ου αἰ­ῶ­να ἦ­ταν πλέ­ον μὴ ἀ­να­στρέ­ψι­μη. Ἐ­πρό­κει­το οὐ­σι­α­στι­κὰ γιὰ δύ­ο κό­σμους σὲ πλή­ρη ἀ­πό­κλι­ση ἤ­δη ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα, τοὺς ὁ­ποί­ους ἡ ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ ὄ­χι μό­νο δὲν μπό­ρε­σε νὰ ἑ­νο­ποι­ή­ση, ἀλ­λὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἔ­κα­νε τὸ με­τα­ξύ τους χά­σμα ἀ­κό­μη πιὸ ἀ­γε­φύ­ρω­το, για­τί ἁ­πλού­στα­τα ἡ (ἀρ­χι­κῶς λα­τι­νι­κὰ ἁ­πλο­ϊ­κὴ καὶ ἀ­κο­λού­θως καὶ γερ­μα­νι­κὰ ἐκ­βαρ­βα­ρι­σμέ­νη) Δύ­ση -σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴ βα­θιὰ μυ­στι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἀ­να­το­λῆς- πο­τὲ δὲν μπό­ρε­σε νὰ φτά­ση μα­κρύ­τε­ρα ἀ­πὸ μί­α κον­τό­φθαλ­μη, ὀρ­θο­λο­γι­στι­κὴ καὶ μέ­σῳ ἁ­πλο­ϊ­κῶν δι­κα­νι­κῶν προ­σεγ­γί­σε­ων ἀ­πό­πει­ρα κα­τα­νό­η­σης καὶ ἑρ­μη­νεί­ας τοῦ Θεί­ου. Ἡ θε­με­λι­ώ­δης αὐ­τὴ δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση, ποὺ τυγ­χά­νει καὶ ἡ κύ­ρια γε­νε­σι­ουρ­γὸς αἰ­τί­α ὅ­λων τῶν ἐ­πι­μέ­ρους δυ­τι­κῶν δογ­μα­τι­κῶν πα­ρεκ­κλί­σε­ων (οἱ ὁ­ποῖ­ες φυ­σι­κὰ δὲν ἀ­φο­ροῦν μό­νο στὸ filioque ἢ στὸ πρω­τεῖ­ο, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἐ­πί­σης πά­ρα πολ­λὲς καὶ οὐ­σι­α­στι­κές, πα­ρὰ τὰ ὅ­σα οἱ οἰ­κου­με­νι­στὲς δι­α­πρυ­σί­ως δι­α­κη­ρύτ­τουν), κα­τὰ κα­νέ­να τρό­πο δὲν ἔ­χει ἔ­στω ἐ­ξο­μα­λυν­θεῖ. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο φυ­σι­κὰ οὐ­δὲν ση­μεῖ­ον ἐ­πα­φῆς ὑ­φί­στα­ται τό­σο μὲ ὅ­λο ἐ­κεῖ­νο τὸ συ­νον­θύ­λευ­μα ποὺ ἀ­παρ­τί­ζουν τὰ ἀ­να­ρίθ­μη­τα καὶ θε­ο­λο­γι­κῶς ἔ­ω­λα προ­τε­στάν­τι­κα πα­ρα­μά­γα­ζα, ὅ­σο καὶ μὲ τὶς ἄλ­λες θρη­σκεῖ­ες. Καὶ βέ­βαι­α ἡ ὑ­πο­βο­λι­μαί­α βλα­κώ­δης «δι­α­πί­στω­ση» πὼς «ὅ­λοι στὸν ἴ­διο Χρι­στὸ πι­στεύ­ου­με» (βλα­κώ­δης, για­τί ἁ­πλού­στα­τα δ έ ν πι­στεύ­ου­με στὸν ἴ­διο Χρι­στό), ἴ­σως νὰ εἶ­χε κά­ποι­ο νό­η­μα σὲ πε­ρι­πτώ­σεις ἰ­δε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­σης τῆς πί­στης, σὰν κι αὐ­τὴν ποὺ ἀ­να­φέρ­θη­κε πρίν, ἢ θε­ώ­ρη­σης τῆς ἔν­νοι­ας τῆς θέ­ω­σης ὡς ἀ­το­μι­κῆς ὑ­πό­θε­σης τοῦ κα­θε­νὸς (ὁπότε θὰ μπο­ροῦ­σε πράγ­μα­τι νὰ ὑ­πο­τε­θῆ καὶ ἡ δυ­νη­τι­κή της πραγ­μά­τω­ση μέ­σα ἀ­πὸ πολ­λοὺς καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς δρό­μους). Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἐ­δῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα οὔ­τε πε­ρὶ ἰ­δε­ο­λο­γί­ας πρό­κει­ται, οὔ­τε πε­ρὶ πρά­ξε­ως πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νης ἰ­δι­ω­τεί­ας, εἶ­ναι προ­φα­νὲς ὅ­τι κά­θε ὀρ­γα­νω­μέ­νη ἀ­πό­πει­ρα σύγ­χυ­σης καὶ συγ­κρη­τι­σμοῦ, μό­νο ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ ἀ­ρύ­ε­ται. Ὑπ­᾿ αὐ­τὸ τὸ πρί­σμα, ἐν­νο­εῖ­ται ἀ­σφα­λῶς ὅ­τι τὴν ἀ­κό­μη εὐ­ρύ­τε­ρη δι­α­θρη­σκεια­κὴ «δι­α­πί­στω­ση» ὅ­τι «ὅ­λοι στὸν ἴ­διο… Θε­ὸ πι­στεύ­ου­με», ἀ­πα­ξι­ῶ ἐ­δῶ ἀ­κό­μη καὶ νὰ τὴ σχο­λιά­σω.
Πε­ραι­τέ­ρω μά­λι­στα, ὀ­φεί­λου­με ἀ­κό­μη νὰ ξε­κα­θα­ρί­σου­με ὅ­τι ἐ­πὶ τῆς οὐ­σί­ας ὁ ὅ­ρος «Δι­ά­λο­γος με­τα­ξὺ τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν» εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἀ­νυ­πό­στα­τος καὶ μό­νο κα­τὰ (ὁ­λωσ­δι­ό­λου θλι­βε­ρὴ) οἰ­κο­νο­μί­α μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν ὑ­πάρ­χουν Ἐκ­κλη­σί­ες, ἄ­ρα πῶς νά… δι­α­λε­χθοῦν καὶ πῶς ἀ­κο­λού­θως νὰ προ­σπα­θή­σουν καὶ νά… ἑ­νω­θοῦν; Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἁ­πλού­στα­τα μί­α – ὅ­λα τὰ ἄλ­λα ἀ­πο­τε­λοῦν ἁ­πλῶς βά­ναυ­σες ἐ­κτρο­πὲς καὶ κα­ρι­κα­του­ρί­στι­κες ἀλ­λοι­ώ­σεις. Καὶ ἀ­φοῦ εἶ­ναι ἐ­κτρο­πές, δὲν ἐ­πε­νερ­γεῖ­ται ἐ­κεῖ διὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τε! Ἀ­πὸ τὸ Σχί­σμα καὶ ἑ­ξῆς οἱ Φραγ­κο­λα­τί­νοι οὔ­τε ἁ­γί­ους βγά­ζουν, οὔ­τε ἱ­ε­ρω­σύ­νη ἔ­χουν, οὔ­τε μυ­στή­ρια. Ὅ­σα γί­νον­ται μέ­σα στοὺς να­οὺς τους ἔ­κτο­τε πο­λὺ ἁ­πλὰ εἶ­ναι ὅ­λα ἄ­κυ­ρα. Πῶς λοι­πὸν ὑ­πὸ αὐ­τοὺς τοὺς ὅ­ρους νὰ ἐ­κτρα­ποῦ­με στὴ γνω­στὴ ἀ­νο­η­το­λο­γί­α πε­ρὶ ἐ­πα­νε­νώ­σε­ως; Ἡ μό­νη ἐ­πα­νέ­νω­ση ποὺ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ δε­χτοῦ­με (καὶ μα­κά­ρι βέ­βαι­α νὰ γι­νό­ταν) εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ τῶν δι­α­στρε­βλω­τῶν στὴν ἑ­νια­ία Ἐκ­κλη­σί­α τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α οἱ ἴ­διοι πα­ρε­ξέ­κλι­ναν. Τὸ νὰ ἐ­πα­νε­νω­θοῦ­με ὅ­μως μὲ τοὺς δι­κούς τους θε­ο­λο­γι­κοὺς δογ­μα­τι­κοὺς ὅ­ρους ση­μαί­νει ὅ­τι αὐ­το­μά­τως ἐ­κτρε­πό­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς, τὴν ὥ­ρα μά­λι­στα ποὺ ὁ ἐ­κτρω­μα­τι­κὸς (αὐ­το­φε­ρό­με­νος ὡς) «Χρι­στι­α­νι­σμὸς» τῆς Δύ­σης κα­ταρ­ρέ­ει μέ­σα στὶς ἁ­μαρ­τί­ες καὶ τὰ με­τα­φυ­σι­κά του ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν ὥ­ρα ποὺ πάμ­πολ­λοι δυ­τι­κο­ευ­ρω­παῖ­οι δι­α­νο­η­τὲς μὲ ἀ­νη­συ­χί­ες βα­φτί­ζον­ται Ὀρ­θό­δο­ξοι. Ἐ­νῶ συμ­βαί­νουν λοι­πὸν αὐ­τά, εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἐ­μεῖς νὰ πε­τά­ξου­με στὰ σκου­πί­δια τὴ Φι­λο­κα­λί­α, τοὺς Νη­πτι­κοὺς καὶ τοὺς Ἡ­συ­χα­στές, καὶ νὰ γί­νου­με ἄ­νευ ἀν­τιρ­ρή­σε­ων μέ­ρος τοῦ δι­α­θρη­σκεια­κοῦ χυ­λοῦ, τὸν ὁ­ποῖ­ο μᾶς ἑ­τοι­μά­ζουν; Καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο βε­βαί­ως μά­λι­στα ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­δῶ τὸ ζή­τη­μα δὲν εἶ­ναι ποι­ὸς θὰ πα­ρα­σύ­ρει ποι­ὸν ὑ­πὸ τοὺς ὅ­ρους του ἢ ποι­ὸς θὰ κερ­δί­σει τίς… ἐν­τυ­πώ­σεις, δὲν πρό­κει­ται οὔ­τε γιὰ πο­λι­τι­κὸ παι­χνί­δι, οὔ­τε γιὰ θέ­μα προ­σω­πι­κῶν ἐ­γω­ϊσμῶν, οὔ­τε γιὰ θέ­μα «ἐ­θνι­κι­σμῶν», ἐ­πει­δὴ ἡ δι­κή μας πα­ρά­δο­ση εἶ­ναι -τά­χα- πιό… ὡ­ραῖα. Δὲν εἶ­ναι ζή­τη­μα… γο­η­τεί­ας λοι­πόν. Τὸ πρό­βλη­μα ἐ­δῶ ὑ­ψώ­νε­ται πλέ­ον σὲ ἐ­πί­πε­δο κα­θα­ρὰ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό. Ἐ­κτὸς Ἐκ­κλη­σί­ας, δί­χως τὴ σύ­να­ξη γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πο­τή­ριο καὶ δί­χως μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ή, δὲν ὑ­πάρ­χει Θέ­ω­ση, ἄ­ρα οὔ­τε καὶ σω­τη­ρί­α. Μι­λᾶ­με γιὰ τὴν ἴ­δια τὴν ψυ­χή μας λοι­πόν! Νὰ ποι­ὸ εἶ­ναι συ­νε­πῶς στὴν προ­κειμένη πε­ρί­πτω­ση τὸ μέ­γα δι­α­κύ­βευ­μα…
Ἂς βά­λου­με πάν­τως στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ μί­α τε­λεί­α. Κά­νου­με λό­γο ἄλ­λω­στε γιὰ ἕ­να ζή­τη­μα ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μᾶς ἀ­πα­σχο­λῆ γιὰ πολ­λὲς ὧ­ρες καὶ πού ἦ­ταν ἐ­ξαρ­χῆς δε­δο­μέ­νο ὅ­τι μό­νο ἀ­κρο­θι­γῶς θὰ κα­τα­πι­α­νό­μα­σταν μα­ζί του. Ἂς στα­μα­τή­σου­με λοι­πὸν κά­που ἐ­δῶ. Ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νον­τας μό­νο, μπο­ροῦ­με μὲ δύ­ο λό­για νὰ ποῦ­με ὅ­τι ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸ θέ­μα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ταυ­τό­τη­τάς μας, γνω­ρί­σα­με ἱ­στο­ρι­κὰ μία­ με­γά­λη βα­σι­κὴ με­τάλ­λα­ξη κα­τὰ τοὺς τε­λευ­ταί­ους δύ­ο πε­ρί­που αἰ­ῶ­νες καὶ πλέ­ον εἴ­μα­στε στὰ πρό­θυ­ρα καὶ μί­ας δεύ­τε­ρης. Τὴν πρώ­τη δὲν εἶ­μαι σί­γου­ρος ἂν πρέ­πει πάν­το­τε νὰ τὴν ἀ­πο­δί­δου­με σὲ κά­ποι­ο… ἔ­ξω­θεν κα­τα­χθό­νιο σχέ­διο, κα­θό­τι βε­βαί­ως οἱ σι­ω­νι­στι­κὲς ἐ­πι­βου­λὲς ἐ­ναν­τί­ον τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας εἶ­ναι πράγ­μα­τι μί­α πο­λὺ πα­λιὰ καὶ πο­λὺ σο­βα­ρὴ ὑ­πό­θε­ση, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἦ­ταν τε­ρά­στια καὶ ἡ δι­κή μας εὐ­θύ­νη – καὶ δὲν ἦ­ταν λί­γες οἱ φο­ρὲς ποὺ στὸ παι­χνί­δι αὐ­τὸ τοῦ ἀ­πο­χρι­στι­α­νι­σμοῦ καὶ τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ τῆς σκέ­ψης μας, τῆς Παι­δεί­ας μας καὶ τοῦ ὅ­λου τρό­που ζω­ῆς μας, ἀ­πο­δει­χτή­κα­με ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι πο­λύ… βα­σι­λι­κό­τε­ροι τοῦ βα­σι­λέ­ως. Ἡ δεύ­τε­ρη ὅ­μως ἐ­πὶ θύ­ραις κεί­με­νη με­τάλ­λα­ξη εἶ­ναι μί­α ἱ­στο­ρί­α ποὺ κα­τευ­θύ­νε­ται κα­θα­ρὰ ἀ­πὸ ξέ­να κέν­τρα καὶ ἀ­πει­λεῖ νὰ μᾶς με­τα­τρέ­ψη σὲ μί­α ἄ­μορ­φη μά­ζα μέ­σα σὲ ἕ­ναν ἀ­πρό­σω­πο παγ­κό­σμιο χυ­λό. Σὲ αὐ­τὴν τὴν ἀ­πό­πει­ρα ὀ­φεί­λου­με φυ­σι­κὰ νὰ ἀν­τι­στα­θοῦ­με μὲ ὅ­λες μας τὶς δυ­νά­μεις. Εἶ­ναι δύ­σκο­λο ἀ­σφα­λῶς, για­τί ζοῦ­με σὲ και­ροὺς ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δυ­σχε­ρεῖς καὶ βα­θιὰ πα­ρακ­μια­κούς. Ἐ­πει­δὴ ὡ­στό­σο οἱ και­ροὶ εἶ­ναι τέ­τοι­οι, αὐ­τὸ -ὅ­σο κι ἂν ἀ­κού­γε­ται ὀ­ξύ­μω­ρο- ἐμ­πε­ρι­έ­χει αὐ­το­μά­τως κι ἕ­ναν… ἀ­έ­ρα αἰ­σι­ο­δο­ξί­ας. Κά­πο­τε εἶ­χε πεῖ ὁ γέ­ρων Πα­ΐ­σιος ὅ­τι μί­α μέ­ρα θὰ ἔρ­θει στὴν Ἑλ­λά­δα με­γά­λη κρί­ση καὶ πολ­λὴ πεί­να καὶ τό­τε οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ ξα­να­θυ­μη­θοῦν τὸν Θε­ό. Χω­ρὶς νὰ θέ­λω (πολ­λῷ δὲ μᾶλ­λον νὰ τολ­μῶ) νὰ τὸν ἑρ­μη­νεύ­σω, οἱ τρέ­χου­σες ἐ­ξε­λί­ξεις δεί­χνουν ὅ­τι ἴ­σως βρι­σκό­μα­στε στὰ πρό­θυ­ρα μί­ας πα­ρό­μοι­ας κα­τά­στα­σης. Καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη εἶ­ναι βε­βαί­ως μᾶλ­λον φα­νε­ρὸ ὅ­τι ἔ­τσι ὅ­πως κα­ταν­τή­σα­με, μί­α ἀ­μνη­σια­κή, ἀ­νό­η­τη καὶ πα­ρακ­μια­κὴ κοι­νω­νί­α, μᾶλ­λον μᾶς χρει­ά­ζε­ται μί­α με­γά­λη δο­κι­μα­σί­α, ἕ­να δυ­να­τὸ σόκ, μή­πως καὶ συ­νέρ­θου­με. Μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­πό­λυ­τη οἰ­κο­νο­μι­κή, κοι­νω­νι­κὴ καὶ πνευ­μα­τι­κὴ κα­τα­βα­ρά­θρω­ση, πρὸς τὴν ὁ­ποί­α αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ ὁ­λο­τα­χῶς ὁ­δεύ­ου­με, ὅ­λο καὶ κά­τι κα­λὸ μπο­ρεῖ τε­λι­κὰ νὰ βγεῖ…


ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΙΒ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2012

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...