Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Ταυτότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Ταυτότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουνίου 21, 2015

Κεκαυμένος, Στρατηγικόν / Οι συμβουλές ενός βυζαντινού πατέρα προς τα παιδιά του

Παναγιώτης Καμπάνης 
Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός 
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού

Ένα από τα αριστουργήματα της βυζαντινής γραμματείας και ταυτόχρονα της παγκόσμιας λογοτεχνίας αποτελεί το έργο Στρατηγικόν, συγγραφέας του οποίου θεωρείται ο βυζαντινός στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος. Ο τίτλος Στρατηγικόν ή Τακτικόν στη βυζαντινή γραμματεία χαρακτήριζε ένα πρακτικό εγχειρίδιο, που απευθυνόταν σε στρατιωτικούς και περιείχε κυρίως θεωρητικές πραγματείες περί του πολέμου ή συμβουλές στρατιωτικής τακτικής.
Εκείνο που κάνει το συγκεκριμένο έργο να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα του είδους, είναι οι πληροφορίες που μας παρέχει παράλληλα σχετικά με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Η τεράστια αξία του έγκειται στο ότι αποτελεί ένα γνήσιο και σπάνιο πορτρέτο της βυζαντινής κοινωνίας, μιας και στην ουσία πρόκειται περισσότερο για μια πνευματική παρακαταθήκη ενός πατέρα προς τα παιδιά του. Χρονικά τοποθετείται μεταξύ των ετών 1075 και 1078.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο στη συνέχεια.


Σάββατο, Ιουνίου 20, 2015

Το πνεύμα της αντίστασης (Η Μάνη, ο Ιμπραήμ, ο Νενέκος και ο Κολοκοτρώνης)



                                            

Να οι Μανιάτες !
Και είναι όπως οι βράχοι τους και σουβλεροί κι΄ολόρθοι
κι ολόγυμνοι, κι απάτητοι και ξεμοναχιασμένοι.
Τα Κακοβούνια, ο Ματαπάς Κουρσάροι για κουρσάρους.
«Η Φλογέρα του Βασιλιά», Κωστής Παλαμάς


Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο Ιμπραήμ αποχωρεί κατά μήνα Μάϊο για την Πελοπόννησο, όπου κατά μήνα Ιούνιο του 1826 οργανώνει επίθεση κατά της Μάνης, της τελευταίας περιοχής της Ελλάδος που παραμένει ανεξάρτητη και ελεύθερη. Όμως το πνεύμα της αντίστασης είναι παντού ισχυρό, πολύ δε περισσότερο στη Μάνη, που ουδέποτε έζησε κατοχή από ξένο δυνάστη.
Η περίπτωση της Μάνης είναι ιδιάζουσα καθότι όχι μόνον παρέμεινε ελεύθερη καθόλην την διάρκεια της τουρκοκρατίας (1453-1821), αλλά απετέλεσε το επίκεντρο τόσο του διεθνούς όσο και του εθνικού ενδιαφέροντος. Η Μάνη συντήρησε την πολιτική έννοια της ελεύθερης Ελλάδος μέσα από μια σειρά διαπραγματεύσεων, επαφών και συμφωνιών με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Ρωσία) δραστηριότητες που την καθιστούσαν διεθνή παράγοντα με de facto πολιτειακή αναγνώριση. Παράλληλα προσέφερε το εφαλτήριο εκκίνησης πολλών εθνικών δραστηριοτήτων, με κορυφαία παραδείγματα την πρόθεση τόσο του Ρήγα, όσο και της Φιλικής Εταιρείας, πριν και μετά την ανάληψη της αρχηγίας από τον Υψηλάντη, να αρχίσουν από εκεί την ελληνική εξέγερση. Η παράδοξη αυτή ιστορική πραγματικότητα της Μάνης είναι πολλές φορές αντίθετη με την κοινή πεποίθηση που πρεσβεύει ότι επρόκειτο περί απομωνομένης περιοχής ευρισκόμενης υπό συνθήκες άγριας ανεξαρτησίας. Η σύγχυση προέρχεται από την εμμονή των κατοίκων της στα πάτρια και την διατήρηση των ηθών και εθίμων τους, αλλά αυτό ουδεμία σχέση έχει με απομόνωση από τον άλλο κόσμο, δεδομένης της ιστορικής αλήθειας ότι η μικρή αυτή περιοχή της Ελλάδος υπήρξε το επίκεντρο όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του διεθνούς ενδιαφέροντος κατά την μακρά περίοδο της τουρκοκρατίας.

Η εμπόλεμη κατάσταση της Μάνης με τους Τούρκους, αρχίζει αμέσως μετά την πτώση της Πόλης, με την εξέγερση των Μανιατών δύο φορές υπό τον Ηπειρώτη Κροκόδειλο (Κορκόδειλο) Κλαδά, πρώτα το 1463 και μετά την περίοδο 1479-1481. Η μεγάλη εκστρατευτική προσπάθεια των Τούρκων να παραβιάσουν τα σύνορα της Μάνης υπό τον μπεηλέρμπεη της Ρούμελης Αλή Μπούμικο τον Ιανουάριο του 1480 απέτυχε οικτρά στο Οίτυλο, όπου το τουρκικό σώμα αποδεκατίστηκε από τον Κλαδά. Έκτοτε οι Τούρκοι ουδέποτε επεχείρησαν να κατακτήσουν την Μάνη και διοργάνωναν μόνο επιδρομικές εκστρατείες με πρόθεση να διεισδύουν ταχέως, να δηώνουν και να λεηλατούν τον τόπο και μετά να αποχωρούν.

Λόγω της δεξιότητός τους στις πολεμικές τέχνες, πολλοί Μανιάτες εκείνης της εποχής κατατάσσονται και διαπρέπουν στον ενετικό στρατό ως stradioti (περιπλανώμενοι στρατιώτες, από το ιταλικό strada=οδός , μισθοφόροι πολεμιστές) ενώ ο Κάρολος Ε΄ της Ισπανίας (1520-1566) έχει στη υπηρεσία του το επίλεκτο σώμα των Mainoti (Μανιατών).
Το 1603 οι Μανιάτες έρχονται σε επαφή με τον Μέγα Δούκα της Φλωρεντίας Φερδινάνδο Α΄, τον Πάπα Κλήμη Η΄ και τον Φίλιππο Γ΄ της Ισπανίας, προς τον οποίον αποστέλουν επιστολή ως «ρήγα της Σπάνιας και πάσης Ινδίας [Αμερικής] παλαιάς τε και νέας», ενώ από το 1611 έως το 1618 έρχονται σε επαφή με τον Δούκα του Νεβέρ, απόγονο των Παλαιολόγων, και τον Λουδοβίκο ΙΓ΄της Γαλλίας. Σημειωτέον ότι τις επιστολές των Μανιατών υπογράφουν όλες οι μεγάλες οικογένειες της Μάνης οι οποίες στην πλειονότητά τους είναι βυζαντινές που βρήκαν καταφύγιο στην περιοχή (Φωκάδες, Κοντόσταυλοι, Νίκλοι, Ταβουλάριοι, Κοσμάδες, Στεφανόπουλοι, Μέδικοι-Γιατριάνοι). Κατά την περίοδο αυτή ξεσπούν δύο εξεγέρσεις με την υποκίνηση των Ισπανών (1614 και 1615). Προσπάθειες ισχυρών τουρκικών εκστρατευτικών σωμάτων υπό τον Τουρκο πειρατή Μουσολίν Ραϊς το 1614 και υπό τον Ασλάν πασά των Ιωαννίνων το 1615, να εισχωρήσουν εις το εσωτερικό της Μάνης και να την καθυποτάξουν, έχουν άδοξο τέλος. Η σκληρότητα πάντως που επέδειξε, και οι καταστροφές που προκάλεσε ο τελευταίος επιδρομέας Ασλάν ή Σιλάν πασάς, έμειναν στη μνήμη των Μανιατών, οι οποίοι έκτοτε ονόμαζαν τον καταστροφικό βόρειο άνεμο που μαστίζει την περιοχή, Σιλαμπασιά (από το Σιλάν πασάς).
Το 1659 ο Ενετός Φραγκίσκος Μοροζίνης αποβιβάζεται στη Μάνη (στις Κιτριές) και την παροτρύνει να εξεγερθεί. Έκτοτε «οι Μανιάτες διεγερθέντες υπό των Βενετών πειρατικώς διέτρεχον τας θαλάσσας διαρπάζοντες και φονεύοντες τα τουρκικά πλοία και πληρώματα» (Κ. Σάθας). Οι Μανιάτες πειρατές το 1667 φθάνουν μέχρι την ενετοκρατούμενη Κρήτη και καταληστεύουν τον τουρκικό στόλο που την πολιορκούσε. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669, ο μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλή, για να τους τιμωρήσει, στέλνει τον διαβόητο κουρσάρο Χασάν Μπαμπά, ο οποίος αποτυγχάνει να αποβιβασθεί στις ακτές της Μάνης, λόγω των πειρατικών επιδρομών των Μανιατών κατά την διάρκεια της νύχτας, με αποτέλεσμα να χάσει τα πλοία του εκτός ενός με το οποίο διέφυγε. Ο Αχμέτ Κιοπρουλή απελευθερώνει τότε τον διαβόητο Μανιάτη αρχιπειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη, ο οποίος ήταν έγκλειστος στις φυλακές του Μπάνιου στην Κωνσταντινούπολη, και τον διορίζει διοικητή (μπέη) της Μάνης (Μανιάτμπεη), χορηγώντας παράλληλα γενική αμνηστεία στους Μανιάτες και επίσημη απαλλαγή από την φορολογία (που ποτέ δεν πλήρωναν). Οι Μανιάτες ηρεμούν έχοντας Μανιάτη ηγεμόνα και επιτρέπουν στον Καζέ Αλή πασά που μπαίνει στην Μάνη με 6.000 Τούρκους, ως φίλος πλέον, να επιδιορθώσει ενετικά κάστρα (Πόρτο Κάγιο) και να χτίσει καινούργια τουρκικά κάστρα (Κελεφά και Ζαρνάτα), με σκοπό να διασφαλίσει τον έλεγχο των τριών λιμένων της Μάνης (του Πόρτο Κάγιο, του Οιτύλου και των Κιτριών αντίστοιχα) από τους Ενετούς. Όμως το 1685 οι Μανιάτες σε νέα συνεργασία με τους Ενετούς του Μοροζίνι ανακαταλαμβάνουν τα κάστρα του Πόρτο Κάγιο, της Ζαρνάτας, της Κελεφάς αλλά και του Πασσαβά (που κατείχαν οι Τούρκοι, χτισμένο στο μοναδικό χερσαίο πέρασμα από Βορρά προς τη Μάνη, κοντά στο Γύθειο), και έκτοτε παραμένουν στα χέρια τους. Το 1699 με την συνθήκη του Κάρλοβιτς (την οποία από μεριάς Τουρκίας υπογράφουν ο Μεχμέτ Ραμί και ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο «Εξ΄Απορρήτων») η Πελοπόννησος εκχωρείται στους Ενετούς. Η Μάνη τυπικά ανήκει στο «Βασίλειο του Μορέως», ενώ ουσιαστικά παραμένει ελεύθερη, ακόμα και μετά την συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718, δια της οποίας η Τουρκία ανακτά επισήμως την Πελοπόννησο από τους Ενετούς.

Η συμβολή της Μάνης στις προεπαναστατικές εξεγέρσεις των Ελλήνων κορυφώνεται με τα γνωστά πλέον Ορλωφικά (1770) για τα οποία πληρώνει βαρύ τίμημα αίματος. Μετά το 1776 αναγνωρίζεται από τους Τούρκους ως αυτόνομο «μπας (=κορυφαίο)-μπεηλίκι», κατόπιν ενεργειών του Μεγάλου Διερμηνέα του Στόλου Νικολάου Μαυρογένη που επιδιώκει κατ΄ αυτόν τον τρόπο να εξευμενίσει τους Μανιάτες και να εκτονώσει την συνεχή επαναστατική τους προδιάθεση. Έκτοτε διοικείται από «Μανιατόμπεη» ή «Μανιάτμπεη», τίτλο που για πρώτη φορά και για μικρό χρονικό διάστημα έφερε ο Λυμπεράκης Γερακάρης, και αναφέρονταν στον ηγεμόνα της Μάνης, τον ουσιαστικά εκλεγμένο από τους καπετάνιους της. Η Μάνη ανήκει έκτοτε και τυπικά στην δικαιοδοσία του «Καπουδάν πασά», αν και πάντοτε θεωρείτο ουσιαστικά νησιώτικη περιοχή.
Το 1797 έρχονται στη Μάνη απεσταλμένοι του Ναπολέοντος, ο Κορσικανός βοτανολόγος Δήμος Στεφανόπουλος και ο ανηψιός του Νικολός, μανιάτικης καταγωγής, από τους Στεφανόπουλους που μετανάστευσαν από το Οίτυλο στην Κορσική το 1671, λόγω της βεντέτας που είχαν με τους Γερακάρηδες. Φέρνουν γράμμα του Ναπολέοντα στον ηγεμόνα της Μάνης Τζανέτμπεη Γρηγοράκη το οποίο μεταξύ άλλων έλεγε: «Οι Γάλλοι εκτιμούν τον μικρό αλλά γενναίο λαό της Μάνης, τον μόνο από την Αρχαία Ελλάδα που μπόρεσε να διατηρήσει την ελευθερία του». Τα αισθήματα των Μανιατών για τον Ναπολέοντα ήταν αμοιβαία, πολλά δε μανιάτικα σπίτια είχαν στο εικονοστάσι τους το πορτρέτο του Κορσικανού τον οποίον λάτρευαν ως Άγιο (Saint Napoléon).
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, περί της μανιάτικης καταγωγής του οποίου έχουν γραφεί πολλά (από την μανιάτικη οικογένεια των Καλόμερων ή Καλομοίρηδων=Buona parte, που μετανάστευσε στην Κορσική), μελετούσε εκείνο τον καιρό εξέγερση στην Πελοπόννησο με σημείο εκκίνησης την Μάνη, αλλά η καλπάζουσα ανέλιξή του στην Γαλλία και τα γεγονότα που ακολούθησαν στην Ευρώπη ματαίωσαν τα σχέδιά του.
Από το 1814 η Μάνη βρίσκεται υπό την σόφρωνα ηγεμονία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη υπό την οποία διαδραμάτισε τον ήδη γνωστό πρωτεύοντα ρόλο της στην έναρξη και επιτυχία της πρώτης φάσεως της Ελληνικής Επανάστασης (Καλαμάτα-Βαλτέτσι, Πετρόμπεης, Κυριακούλης και Ηλίας Μαυρομιχάλης) και για τον οποίο έπρεπε, κατά τον Ιμπραήμ, να πληρώσει. Ο Αιγύπτιος στέλνει τελεσίγραφο στους Μανιάτες, που τον περιμένουν οχυρωμένοι έξω από την Καλαμάτα, στην Βέργα του Αλμυρού. Το στενό αυτό, το οποίο αποτελεί την δυτική πύλη εισόδου προς τη Μάνη, το οχυρώνουν οι Μανιάτες, όσο έλειπε ο Ιμπραήμ στο Μεσολόγγι, με ένα ασβεστόκτιστο τείχος ύψους δύο μέτρων που εκτείνεται για ένα περίπου χιλιόμετρο από ένα απροσπέλαστο ορεινό σημείο μέχρι την θάλασσα. Ο Ιμπραήμ ζητάει από τους Μανιάτες να παραδοθούν αμαχητί διαφορετικά τους απειλεί γράφοντάς τους επί λέξει: «θα εισβάλω εις την χώραν σας, θα καταστρέψω αυτήν, θα περάσω εν στόματι μαχαίρας τους άνδρας και τα παιδιά σας και δεν θα αφήσω λίθον επί λίθου». Από τους Μανιάτες λαμβάνει την ακόλουθη απαντητική επιστολή:
«Από ημάς τους ολίγους Έλληνας της Μάνης,
προς τον Ιμπραχήμ πασάν της Αιγύπτου.
Ελάβομεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδομεν να μας φοβερίζεις ότι, αν δεν σου προσφέρωμεν την υποταγήν μας, θέλεις εξωλοθρεύσει τους Μανιάτας και την Μάνην. Σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις θελήσης. Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομεν και σε περιμένομεν».
Στις 22 Ιουνίου του 1826, ο Ιμπραήμ επιτίθεται λυσσαλέα εναντίον τους, επικεφαλής ενός σώματος από 8.000 άνδρες, για να υποστεί δεινή και ταπεινωτική ήττα, παρά την υπεροπλία του και την αριθμητική του κυριαρχία,. Στην δεκάωρη μάχη της Βέργας ο Ιμπραήμ υποχωρεί νικημένος από τους 1500 Μανιάτες των Μαυρομιχαλαίων, του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη (αδελφού του Πετρόμπεη), του Γεωργάκη Μαυρομιχάλη (γιου του Πετρόμπεη), του Ιωάννου Κατσή Μαυρομιχάλη (αδελφού του Πετρόμπεη) και του γιού του Ηλία Κατσάκου Μαυρομιχάλη, αφήνοντας πίσω του 500 Αιγύπτιους νεκρούς. Και ενώ όλοι οι Μανιάτες παραμένουν οχυρωμένοι στη Βέργα, ο Ιμπραήμ επιχειρεί αυτοπροσώπως μετά από τρεις μέρες, στις 25 Ιουνίου 1826, αιφνιδιαστική ναυτική απόβαση με 2.000 άνδρες στον κόλπο του Διρού (εκεί που βρίσκονται τα γνωστά σπήλαια), στην καρδιά δηλαδή της Μάνης, την οποία ανέμενε να βρεί αφύλακτη. Όμως και από εκεί αναγκάζεται σε άτακτη υποχώρηση μετά από επίθεση που δέχεται από τις Μανιάτισσες που θέριζαν στα χωράφια, και που μαινόμενες και ατρόμητες επετέθησαν και κατέσφαξαν τους Αιγύπτιους με τα δρεπάνια, μέχρι να έρθει ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και να τους αποτελειώσει.
Μετά από δυό μήνες, στις 28 Αυγούστου 1826, ο Ιμπραήμ επιχειρεί με νέο αιφνιδιασμό να μπεί στη Μάνη διασχίζοντας, ως άλλος Αννίβας, τον Ταϋγετο από τα ανατολικά. Ηγούμενος αιγυπτιακού στρατού εκ 12.000 ανδρών, κατορθώνει να φθάσει στα σύνορά της, στον Πολυτσάραβο (τόπο με πολλά «τσάρα», δηλαδή φρύγανα ή αφάνες), όπου όμως, μετά από τριήμερες σκληρές μάχες, υφίσταται εκ νέου δεινή ήττα από 2.000 Μανιάτες υπό τους Γεωργάκη Μαυρομιχάλη (γιο του Πετρόμπεη), Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη (αδελφό του Πετρόμπεη), Παναγιώτη Γιατράκο, Ηλία Κατσάκο Μαυρομιχάλη, και Ηλία Τσαλαφατίνο. Οι απώλειες των Αιγυπτίων ανήλθαν σε 1.100 νεκρούς και 1.400 τραυματίες, ενώ των Μανιατών, λόγω και του οχυρού της θέσεώς τους, ήταν μόνο 28 νεκροί και 75 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και 5 γυναίκες. Ο Πολυτσάραβος, λόγω των μεγάλων απωλειών των «Αράβων» του Ιμπραήμ, και της φωνητικής συγγένειας της λέξεως, αποκλήθηκε έκτοτε Πολυάραβος, ονομασία που διατηρεί μέχρι των ημερών μας.
Μετά την αδυναμία του να εισχωρήσει στη Μάνη, ο Ιμπραήμ αναγκάζεται τον Σεπτέμβριο του 1826 να αποσυρθεί στην Τρίπολη, αναμένοντας νέες ενισχύσεις από την Αίγυπτο. Ο στρατός του που αρχικά ανήρχετο σε 24.000 άνδρες, είχε πλέον συρρικνωθεί σε 8.000 εκ των οποίων οι 1.500 ήταν ασθενείς σε νοσοκομεία. Παρόλα αυτά συνεχίζει απτόητος το καταστροφικό του έργο στην Πελοπόννησο, δηώνοντας και ερημώνοντας την χώρα («Είμαι αποφασισμένος να τους υποτάξω. Τα πάντα θα καταστραφούν και οι κάτοικοι στα χωριά πρέπει να πεθάνουν από πείνα ή από κρύο»). Μόνο στην περιοχή της Μεσσηνίας δενδροτομήθηκαν 85.000 δέντρα. Οι Έλληνες όμως είναι ανυποχώρητοι. Ο Κολοκοτρώνης ψυχή της αντίστασης στην Πελοπόννησο, γράφει στον Μπραϊμη (Ιμπραήμ): «Όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνο πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, ημείς δεν προσκυνούμε. Τι τα δέντρα μας αν τα κόψεις και τα κάψεις, την γην δεν θέλει την σηκώσεις, και η ίδια γη που τα έθρεψε, αυτή η ίδια γης μένει δική μας και τα ματακάνει. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει πάντα θα πολεμούμεν και μη νομίζεις πως την γην μας θα την κάμεις δική σου. Βγάλτο απ΄ το νου σου». 
Όμως ο Ιμπραήμ, παράλληλα με τις λεηλασίες, αλλάζει τακτική και προσεγγίζει τον πληθυσμό, υποσχόμενος σε όσους δηλώσουν υποταγή ότι θα τους βοηθήσει, χορηγώντας μάλιστα στους «προσκυνημένους» το λεγόμενο «προσκυνοχάρτι» (ράϊ μπουγιουρντί), ένα είδος «ταυτότητας υποτέλειας» με το οποίο όσοι προσκυνούσαν εύρισκαν όχι μόνο την ησυχία τους από τους κατακτητές αλλά επιπρόσθετα είχαν και σημαντικά οφέλη (πεντάχρονη φορολογική απαλλαγή, δωρεάν ξαναφτιάξιμο των σπιτιών τους, δωρεάν άλογα, βόδια, και σπόρο για να καλλιεργούν τη γη). Η κίνηση άρχισε να βρίσκει απήχηση στα αρβανιτοχώρια της Αχαϊας μετά το προσκήνυμα του Δημήτρη Νενέκου (οπλαρχηγού του κοτσάμπαση της Αχαϊας Μπενιζέλου Ρούφου), τον οποίον δεν άργησαν να ακολουθήσουν όλοι οι αλβανόφωνοι καπεταναίοι και προεστοί των χωριών της Πάτρας. Το προσκήνυμα του Ιμπραήμ άρχισε σιγά-σιγά, μετά το 1826, να παίρνει διαστάσεις και εκτός Αχαϊας (Γαστούνη, Πύργος Ηλείας, Ολυμπία) καθώς ο Νενέκος συγκρότησε «στρατιωτικό σώμα προσκυνημένων» με 2.000 από δαύτους, και συνεργάζονταν με τον κατακτητή.
Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβάνεται αμέσως τον κίνδυνο που περιέκλειε μια τέτοια ανεξέλεγκτη εξάπλωση του προσκυνήματος στην Πελοπόννησο, όπως το εξομολογείται αργότερα; «Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον δια την πατρίδα μου, όχι άλλην φοράν, ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη που ήρθε με 30.000 στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ, μόνον εις το προσκύνημα εφοβήθηκα». Γνωρίζει καλά ότι δεν είναι ώρα για ηπιότητες αλλά για σκληρές αποφάσεις. Γι΄αυτό «αδυσώπητος ηγέρθη κατά της προδοσίας» (Γερβίνος). Κρεμάει έναν προδότη για παραδειγματισμό, καρφώνοντας στο στήθος του ένα χαρτί με μήνυμα για πολλούς αποδέκτες:
Τέτοιον καταφρονημένον θάνατον θα έχουν από τους Έλληνας όσοι επροσκύνησαν εις τον Ιμπραχίμην. Τοιούτον θάνατον θα λάβουν και όσοι έχουν αυτό το άτιμο φρόνημα και δεν το αποβάλλουν.
Ο Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ρίχνει το σύνθημα: «Όποιο χωριό δεν ακολουθήσει την φωνή της πατρίδος, φωτιά και τζεκούρι», και το κάνει πράξη. Στέλνει τους οπλαρχηγούς του (Πετμεζαίους) στα προσκυνημένα χωριά να αναγνώσουν τη διαταγή του: «Όποιο χωριό δεν γυρίσει πίσω είναι τα σπίτια του καμμένα, τ΄ αμπέλια του καμένα, θα τους αφανίσω από το πρόσωπο της γης». Τον δε Νενέκο καταδικάζει εις θάνατον «χάριν της πατρίδος» και στέλνει Έλληνες πατριώτες να τον βρουν και να τον εξοντώσουν «ως Τούρκο και όχι ως Χριστιανό». Ο Νενέκος εκτελείται και το προσκύνημα στην Πελοπόννησο σβήνει σταδιακά.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είναι αναμφίβολα η δεσπόζουσα στρατιωτική φυσιογνωμία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πέραν της στρατηγικής του ιδιοφυίας, και παρά το ότι ήταν αγράμματος και ακαλλιέργητος κατά τα ευρωπαϊκά μέτρα, είχε σαφή πολιτική αντίληψη των τεκταινομένων κατά την διάρκειαν της Επαναστάσεως. Ήταν πανούργος, οξύνους, κοινωνικά μορφωμένος, και ιδιαίτερα πνευματώδης, όπως φαίνεται από το σχόλιο που έκανε, όταν γέρος πια στην Αθήνα του Όθωνα, βλέποντας τα νεόκτιστα τότε κτίρια του Πανεπιστημίου και των Ανακτόρων (της σημερινής Βουλής) και δείχνοντας με το χέρι του το Πανεπιστήμιο είπε: «Αυτό το σπίτι κάποτε θα φάει το άλλο σπίτι». Φλογερός πατριώτης με ανεπτυγμένη την εθνική του αυτοσυνειδησία, εξέφραζε όσο κανείς άλλος το «ομόψυχο πνεύμα της Επανάστασης», όπως φαίνεται και από τα λεγόμενά του μετά από πολλά χρόνια στους φοιτητές του Πανεπιστημίου των Αθηνών, στην Πνύκα:
«Όταν αποφασίσαμεν να κάμωμεν την Επανάσταση, δεν συλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, αλλά ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό τον σκοπό, και εκάμαμε την Επανάσταση».
Η μνήμη του παραμένει ισχυρή στις καρδιές των Νεοελλήνων ενώ στο βάθρο τού ανδριάντος του, που τον αναπαριστά καβαλλάρη, σε κεντρικό σημείο των Αθηνών, είναι βαθιά χαραγμένη η διαχρονική του πορεία στην Ελληνική Ιστορία («Έφιππος χώρει γενναίε στρατηγέ ανά τους αιώνας, διδάσκων τους λαούς πως οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι»).
Η παταγώδης αποτυχία του Ιμπραήμ στη Μάνη, και το πνεύμα αντίστασης που εμφυσά στον ελληνικό πληθυσμό ο Κολοκοτρώνης, καθορίζουν και τις εκτιμήσεις του Άγγλικού Ναυτικού για την κατάσταση στην Πελοπόννησο το 1826, όπως προκύπτει από εκθέσεις των Βρετανών παρατηρητών του ναυτικού: «Οι γραμμές επικοινωνίας σε ολόκληρο τον Μοριά είναι σε ελληνικά χέρια. Ο πασάς (Ιμπραήμ) είναι κύριος μόνο του σημείου που κατέχει ο στρατός του». Για μία ακόμη φορά απεδείχθη σωστό το «Les Grecs sont étonnants dans l’ adversité». Οι Έλληνες είναι καταπληκτικοί στη συμφορά!!!
Χρίστος Γούδης
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
(Από την Πτώση στην Ανεξαρτησία),
Αθήνα, 2007, Εκδόσεις Κάκτος
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Ιουνίου 14, 2015

Η μετά θάνατον ζωή - Κοίτα την πατρίδα

H-meta-thanaton-zwi%25C2%25ABSophia-Drekou-Nikos-Lygeros-poihsh-Kai-Logoi-%25CE%2586%25CE%25B3%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%2582%2B%25CE%2599%25CE%25BF%25CF%2585%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25AF%25CE%25BD%25CE%25BF%25CF%2582-%25CE%25BF-%25CE%25A6%25CE%25B9%25CE%25BB%25CF%258C%25CF%2583%25CE%25BF%25CF%2586%25CE%25BF%25CF%2582%252C%25CE%258C%25CE%25BC%25CE%25B7%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2582

Η μετά θάνατον ζωή - Κοίτα την πατρίδα - Ν. Λυγερός
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Κοίτα την πατρίδα

Κοίτα την πατρίδα και μπορείς να δεις τον Ελληνισμό
να παλεύει για την ελευθερία ενώ νόμιζες ότι πρόκειται 
για το τέλος του αφού δεν άκουγες για τα λόγια 
των φιλοσόφων εδώ και χρόνια παρά μόνο 
σε μερικές εκκλησίες όπου υπήρχαν 
ιερές εικόνες με τη μορφή τους.

Η μετά θάνατον ζωή

Για αιώνες, όλοι είχαν πιστέψει ότι ο Ελληνισμός είχε πεθάνει χωρίς να αμφισβητεί αυτό το γεγονός.

Στην πραγματικότητα, ο Ελληνισμός είχε μεταμορφωθεί κι είχε πάρει άλλη εμφάνιση για τους άλλους.

Μετά τη νίκη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε γίνει ρωμιοσύνη για να επιβιώσει.

Αυτή η εξέλιξη έγινε αντιληπτή μόνο σε όσους την έζησαν.

Οι επόμενοι δεν κατάλαβαν ότι ήταν μία αλλαγή κύκλου της πολυκυκλικότητας.

Έτσι είχαν την εντύπωση ότι ο Ελληνισμός είχε πεθάνει.

Και η πίστη φαινόταν το μοναδικό μέσον της διατήρησης και της διάσωσης του Έθνους.

Έκαναν λάθος όμως.

Και αυτό δεν το είχαν προβλέψει.

Γιατί με την εμφάνιση μιας νέας θρησκείας απέκτησαν έναν εχθρό που δεν τον ενοχλούσε η χρήση της βαρβαρότητας.

Επίσης λόγω φόβου και εκφοβισμού, παρουσιάστηκε ένα νέο φαινόμενο.

Η αλλαξοπιστία.

Για τον Ελληνισμό αυτό δεν είχε νόημα.

Διότι πολύ απλά δεν μπορούσες να μην είσαι πια Έλληνας.

Εκτός βέβαια για όσους εξέταζαν μόνο και μόνο το πλαίσιο της θρησκείας.

Το έθνος δεν άλλαζε.

Ζούσε ήδη με τη διαχρονικότητά του.

Με το Βυζάντιο, όσοι δεν ήξεραν ότι αποτελούσε τη νέα συνέχεια του Ελληνισμού, θεμελίωσαν τις θέσεις τους αποκλειστικά πάνω στη θρησκεία.

Τότε άρχισαν άλλα προβλήματα.

·✬ . ✟. Βίντεο: Μονή των Φιλανθρωπηνών στο νησί των Ιωαννίνων, η αρχαιολόγος Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου αναλύει την ιστορία και την μεγάλη πνευματική και καλλιτεχνική αξία των τοιχογραφιών της Μονής.

19458) Κοίτα την πατρίδα. (ποίημα). Perfection 16 4 4/2015. 
19442) Η μετά θάνατον ζωή. Perfection 16 4 4/2015. En. The Afterlife.
το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Μαΐου 15, 2015

Ἱστορικοί ἐχθροί τῆς Ῥωμηοσύνης





Θεοδώρου Λ. Κουτσιώρα, Θεολόγου
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ὁ χρυσὸς δικέφαλος ἀετός, μέσα σὲ πορφυρὸ φόντο, γνωρίζουμε ὅτι ἀποτελοῦσε καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια σύμβολα τῆς Ρωμηοσύνης.Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, συμβόλιζε τὴν ἀνατολικὴ καὶ τὴ δυτικὴ Ρωμηοσύνη, δηλ. τὰ δύο ἰσότιμα τμήματα τῆς αὐτοκρατορίας, τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος καὶ μέγας αὐτοκράτορας τοῦ Γένους Θεοδόσιος ἀνέθεσε τὸ 395 μ.Χ. στὰ παιδιά του, γιὰ τὰ ὁποῖα φρόντισε ἰδιαίτερα νὰ παιδαγωγηθοῦν μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ἀρκάδιος ἀνέλαβε τὴ διακυβέρνηση τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὁ Ὁνώριος τὴ Δύση. Ἀνατολὴ καὶ Δύση εἶχαν κοινὸ σκοπὸ καὶ ἐπιδίωξη, δηλ. οἱ πολίτες νὰ ζοῦν εἰρηνικὰ καὶ μὲ τὸν πιὸ ὑψηλὸ πολιτισμὸ τῆς Οἰκουμένης.
Γλωσσικὸς ἐθνικισμὸς καὶ ἐπαρχιακὸς ρατσισμός, μέσα σ΄ αὐτὸ τὸν πολιτισμό, ἦταν καὶ εἶναι ἀδιανόητος. Στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο μέχρι τὸν Ἰουστινιανὸ ἐπίσημη γλῶσσα ἦταν τὰ λατινικά, ὅμως περισσότερη συμπάθεια ὑπῆρχε πρὸς τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία καὶ τελικὰ ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου ἐπικράτησε ὁριστικά. Στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ στὴν ἐπικράτεια τῆς Παλαιᾶς Ρώμης παρατηροῦμε ἀρχικὰ μία εὔνοια πρὸς τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἐνῶ παράλληλα μιλοῦσαν καὶ τὰ λατινικά. Ἀργότερα ἡ λατινικὴ ἔγινε ἡ κυρίαρχη γλῶσσα, ἐνῶ ἡ ἑλληνικὴ διδασκόταν ὡς....

 δεύτερη πιὸ σημαντικὴ γλῶσσα. Τὸν 8ο μ.Χ. αἰῶνα στὴ Ρώμη ὑπῆρχαν 38 ὀρθόδοξα μοναστήρια ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ 10 ἦταν ἑλληνόφωνα!
Ἡ ἱστορικὴ ἐποχὴ πού μᾶς ἀπασχολεῖ καὶ ἔχει σχέση μὲ τοὺς Λογγοβάρδους εἶναι ὁ 6ος, ὁ 7ος καὶ ὁ 8ος αἰώνας. Στὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἡ Ἀνατολὴ μιλάει Ρωμαίϊκα, δηλ. ἑλληνικά, ἀλλὰ κατανοεῖ τὰ λατινικά, ἐνῶ ἡ Δύση μιλάει ρωμαϊκά, δηλ. λατινικά, ἀλλὰ κατανοεῖ καὶ τὰ ἑλληνικά

ΟΙ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΟΙ
Οἱ Λογγοβάρδοι ὑπῆρξαν ἱστορικὰ ἕνα γερμανικῆς προέλευσης φυλετικὸ καὶ νομαδικὸ ὑποσύνολο, χωρὶς ἑνιαία πολιτιστικὴ συνοχή. Κύρια στοιχεῖα ἑνότητας θεωροῦνταν ἡ πολεμικὴ ἐξάσκηση, οἱ ἐπιδρομές, ἡ βαρβαρότητα, ὁ ἐπεκτατισμὸς καὶ ἡ ἀπόκτηση πλουτισμοῦ διὰ παντὸς μέσου. Τὸ 552 μ. Χ. οἱ Λογγοβάρδοι νίκησαν τοὺς Ὀστρογότθους καὶ γιὰ τρεῖς περίπου αἰῶνες, δίκην χιονοστιβάδας, ἔγιναν ἡ θεομηνία τῆς δυτικῆς Ρωμηοσύνης στὴν περιοχὴ τῆς Ἰταλίας. Νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἀπὸ τὸ 476 μ. Χ. στὴ Δύση ὑπάρχει κενὸ πολιτικῆς ἐξουσίας.
Ἡ ἀνατολικὴ Ρωμηοσύνη, κατὰ τοὺς ἴδιους αἰῶνες, 6ο, 7ο καὶ 8ο, συνεχῶς ἀπειλεῖται καὶ τὰ σύνορά της παραβιάζονται ἀπρόκλητα καὶ ἀδικαιολόγητα ἀπὸ Ἀβάρους, Πέρσες, Σαρακηνούς κ.ἄ. Παρ΄ὅλα αὐτὰ ἡ ἀνατολικὴ Ρωμηοσύνη, στὰ μέτρα τοῦ ἐφικτοῦ, προσπαθεῖ μὲ στρατιωτικὲς ἐνισχύσεις ἢ νὰ ἀμυνθεῖ ἢ νὰ ἀπωθήσει τὰ ἐχθρικὰ φῦλα τῶν Λογγοβάρδων, συμπαραστεκόμενη στὸ σκληρὰ δοκιμαζόμενο ἀδελφικὸ κομμάτι τῆς δυτικῆς Ρωμηοσύνης. Ὁ Ἰουστινιανὸς ἐπιστρατεύει τοὺς δύο ἀξιόλογους στρατηγούς του, Ναρσῆ καὶ Βελισσάριο, ὥστε νὰ ἐπανακτήσουν τὰ κατακτημένα ἐδάφη της. Τὸ 751 μ. Χ. οἱ Λογγοβάρδοι καταλύουν καὶ τὸ Ἐξαρχᾶτο τῆς Ραβέννας, τὸ προπύργιο τῆς Ρωμηοσύνης στὴ Βόρεια Ἰταλία. Τὸ 774 μ. Χ. οἱ ὁμόφυλοι τῶν Λογγοβάρδων Φράγκοι τοῦ Καρλομάγνου, μετὰ ἀπὸ αἱματηρὲς μάχες, τοὺς ὑποτάσσουν καὶ ὅτι ἀπέμεινε ἀπὸ τοὺς Λογγοβάρδους σβήνει τὸν 11ο αἰ. ἀπὸ τοὺς Νορμανδούς.
Ἀπὸ θρησκευτικῆς πλευρᾶς οἱ ὀρδὲς τῶν Λογγοβάρδων, γιὰ τοὺς ὁποίους γίνεται λόγος, διακρίνονται σὲ δύο κατηγορίες. Ἡ πρώτη κατηγορία ἀποδέχτηκε τὴν ἀρειανικὴ αἵρεση. Μία αἵρεση ἡ ὁποία ἀμφισβητοῦσε τὴ Θεϊκὴ φύση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὁποία αἵρεση καταδίκασε, μὲ πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνου, σύσσωμη ἡ Ρωμηοσύνη τὸ 325 μ. Χ. μὲ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, πού ἔγινε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἡ δεύτερη κατηγορία τῶν Λογγοβάρδων ἀνῆκε στὴν παμπάλαια ἀσέβεια τοῦ παγανισμοῦ πού ἐμπιστευόταν τὰ πνεύματα τοῦ δάσους καὶ στὰ ὁποῖα πρόσφερε λατρεία καὶ αἱματηρὲς θυσίες.
ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΟΙ ΚΑΙ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Μαῦρες σελίδες ἔχουν γραφτεῖ γιὰ τοὺς Λογγοβάρδους στὴ διαχρονικὴ ἱστορία τῆς Ρωμηοσύνης. Στὶς ληστρικὲς ἐπιδρομὲς τους κατέσφαξαν ἀνελέητα τὸ πολυπληθὲς καὶ πολύπαθο Γένος τῶν Ρωμιῶν. Πολιόρκησαν καὶ ἐρήμωσαν πόλεις ἀπ΄τὶς ὁποῖες ἐλάχιστοι διασώθηκαν. Γκρέμισαν κάστρα, πυρπόλησαν Ἐκκλησίες, διέλυσαν ἀνδρικὰ καὶ γυναικεία ὀρθόδοξα μοναστήρια.
Ἔφευγαν ἀλλόφρονες οἱ φιλήσυχοι Ρωμιοὶ νὰ κρυφτοῦν, σὰν τὰ ἀγρίμια, στὰ πιὸ ἀπίθανα καὶ ἀνυποψίαστα μέρη, ὥστε νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸ ἐπαίσχυντο ξῖφος τῶν Λογγοβάρδων. Ἡ θέα καὶ μόνο αὐτῶν τῶν βαρβάρων προκαλοῦσε τὴ φρίκη, τὸν τρόμο καὶ τὸν πανικό. Ἡ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῶν Ρωμαίϊκων μοναστηριῶν, πού δὲν ὑποδουλώθηκαν στὸν κατακτητή, ἔγιναν τὸ καταφύγιο τῶν κατατρεγμένων Ρωμιῶν τῆς Δύσης.
Ὅταν οἱ Λογγοβάρδοι συλλάμβαναν καλογήρους μας τοὺς τυραννοῦσαν καὶ τοὺς βασάνιζαν ἀπάνθρωπα μέχρι θανάτου, ζητώντας θησαυροὺς καὶ χρυσάφι. Ἀκόμα καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης, χωρὶς ὑπερβολή, συνταράσσονταν ἀπὸ τίς αἱματοχυσίες καὶ τὶς σφαγὲς πού προκαλοῦσαν στοὺς κατακτημένους. Πολλοὶ Λογγοβάρδοι ἐξαιτίας τῆς βάρβαρης συμπεριφορᾶς τους καὶ τῶν ἀνατριχιαστικῶν ἐγκλημάτων δαιμονίζονταν. Ἦταν ἕνα σημάδι τοῦ Θεοῦ νὰ διαπιστώσουν οἱ δοκιμαζόμενοι ὁμογενεῖς μας τῆς Δύσης ὅτι αὐτοὶ οἱ ἐπιδρομεῖς ὑπηρετοῦν τὸν Ἀντικείμενο. Ἦταν ἕνα σημάδι νὰ συναισθανθοῦν οἱ Λογγοβάρδοι τὰ πονηρά τους ἔργα καὶ ἕνα σημάδι ἐπίσης νὰ ἀποθαρρύνονται, ὅταν σχεδίαζαν βεβήλωση ἁγίων καὶ ἱερῶν τόπων τῶν Ὀρθόδοξων Ρωμηῶν.
Η ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΗΩΝ ΚΑΙ Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΡΕΙΑΝΩΝ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΩΝ
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται στὶς 12 Μαρτίου εἶναι ὁ ἱδρυτὴς ἕξι μοναστηριῶν στὴν περιοχὴ τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Σικελίας. Αὐτὸς λοιπὸν διηγεῖται:
Κάποτε οἱ Ἀρειανοὶ Λογγοβάρδοι, πού συνέβαινε νὰ εὐλαβοῦνται πολὺ τὸν Ἰωάννη Βαπτιστή, συνέλαβαν, στὴν περιοχὴ τῆς Ἰταλίας, πολλοὺς Ρωμιοὺς αἰχμαλώτους. Συνέλαβαν καὶ τὸν πρεσβύτερο(ἱερέα) τῆς Νουρσίας Σάγκτουλο καθὼς καὶ ἕνα διάκονο, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν μᾶς διασώζεται. Οἱ Λογγοβάρδοι εἶχαν ἀποφασίσει σύντομα νὰ ἐκτελέσουν τὸ διάκονο. Ὁ Σάγκτουλος, ὅταν τὸ ἔμαθε, σκέφθηκε νὰ τὸν ἐλευθερώσει κρυφά. Ζήτησε ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς νὰ τὸν προσέχει καὶ ἐκεῖνοι ἔκαναν τὴν παραχώρηση μὲ τὴν ὑπόσχεση πώς , ἂν δραπετεύσει ὁ διάκονος, τότε θὰ ἐκτελεστεῖ ὁ ἴδιος ἀντὶ γιὰ ΄κεῖνον. Ὅταν βράδιασε καὶ οἱ Λογγοβάρδοι ἀποκοιμήθηκαν κατάκοποι, ὁ Σάγκτουλος βρῆκε μία εὐκαιρία καὶ ἐλευθέρωσε τὸ διάκονο πού, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, εἶχε τοὺς δισταγμούς του.
Τὴν ἄλλη μέρα πού ξύπνησαν οἱ Λογγοβάρδοι καὶ διαπίστωσαν πώς ὁ κρατούμενος διάκονος εἶχε δραπετεύσει ἀποφάσισαν νὰ ἐκτελέσουν τὸν Σάγκτουλο. Τοῦ ζήτησαν νὰ διαλέξει τὸν τρόπο τῆς θανάτωσής του καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: -Εἶμαι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Σκοτῶστε με, μὲ ὅποιον τρόπο ἐπιτρέψει ὁ Κύριος. Οἱ Λογγοβάρδοι ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν μὲ ἀποκεφαλισμό, χωρὶς νὰ κάνουν χρήση βασανιστηρίων. Συγκεντρώθηκαν λοιπὸν ὅλοι τους, σχημάτισαν κύκλο γύρω του καὶ ἕνας γεροδεμένος καὶ ἁρματωμένος Λογγοβάρδος ἐπιλέχτηκε νὰ γίνει ὁ δήμιός του. Ὁ Σάγκτουλος τοὺς παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσουν λίγο χρόνο γιὰ προσευχὴ καὶ μετὰ θὰ εἶναι στὴ διάθεσή τους. Ἐκεῖνοι συμφώνησαν καὶ ὁ Σάγκτουλος γονάτισε καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται θερμά.
Ὁ δήμιος ὅμως ἦταν ἀνυπόμονος, τὸν σκούντηξε μὲ τὸ πόδι του, εἰδοποιώντας τον πώς καθυστερεῖ. Τοῦ ζήτησε νὰ ἁπλώσει τὸ κεφάλι του ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ στὴν ἀποτομή. Ὁ Σάγκτουλος γονατιστὸς ἅπλωσε τὸ κεφάλι καὶ βλέποντας τὸ ξῖφος τοῦ δημίου νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ θηκάρι του, μὲ ἔντονη φωνὴ, εἶπε τὰ λόγια:
-Ἅγιε Ἰωάννη Πρόδρομε, δέξου τὴν κεφαλή μου.
Τὸ γυμνωμένο σπαθὶ τοῦ Λογγοβάρδου ὑψώθηκε μὲ σκοπὸ νὰ κατεβεῖ μὲ δύναμη στὸν αὐχένα τοῦ ἥρωα πρεσβυτέρου, ἀλλὰ προέκυψε κάτι τὸ θαυμαστὸ καὶ ἀπίστευτο. Τὸ ὑψωμένο χέρι πού κράδαινε σφιχτὰ τὸ κοφτερὸ ξῖφος, ὀρθωμένο πρὸς τὸν οὐρανό, αὐτοστιγμεὶ ἀκινητοποιήθηκε, μένοντας ἀλύγιστο σ΄αὐτὴ τὴ θέση. Οἱ Λογγοβάρδοι σάστισαν ἀπὸ τὴ μορφὴ πού ἔβλεπαν μπροστά τους. Μὰ ποιὸς εἶναι αὐτός, ἀναρωτήθηκαν, πού μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μόνο ἔδεσε τὸ χέρι τοῦ δημίου; Τώρα θαύμαζαν τὴν ἁγιότητά του, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ ἐπίσης μὲ τὴν προσευχή του νὰ λύση τὴν παραλυσία στὸ χέρι τοῦ δημίου. Καὶ ὁ Σάγκτουλος ἀπάντησε:
-Δὲν πρόκειται νὰ προσευχηθῶ γιὰ τὸν δήμιο πού μὲ παρακαλεῖται, παρὰ μόνο ἄν μοῦ ὑποσχεθεῖ μὲ ὅρκο ὅτι δὲν θὰ ξανασκοτώσει Ὀρθόδοξο Χριστιανό.
Ἀφοῦ δόθηκαν οἱ ὅρκοι καὶ οἱ βέβαιες ὑποσχέσεις ὁ Σάγκτουλος τοῦ εἶπε:
-Κατέβασε τὸ χέρι σου καὶ ξαναβάλε τὸ σπαθὶ στὴ θήκη του.
Τὸ χέρι ἀπέκτησε καὶ πάλι τὴν εὐλυγισία του καὶ λειτούργησε κανονικά, ὅπως καὶ πρῶτα. Μπροστὰ στὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ θαῦμα οἱ Λογγοβάρδοι ἔτρεχαν νὰ τοῦ φέρει ὁ καθένας κάποιο μικρὸ ἢ μεγάλο δῶρο, ὥστε νὰ τὸν ἔχουν σύμμαχο καὶ βοηθό. Ὁ Σάγκτουλος ὅμως, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, δὲν δέχτηκε τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ πού ἀποτελοῦσαν προϊόντα λεηλασίας ἀπὸ τὶς περιουσίες τῶν Ρωμιῶν. Ἀντίθετα τοὺς εἶπε:
-Μπορεῖτε νὰ μοῦ προσφέρετε κάτι καὶ τὸ ὁποῖο θὰ δεχτῶ μὲ χαρά. Θέλω νὰ ἐλευθερώσετε ὅλους τους αἰχμάλωτους Ρωμιούς, πού ἔχετε στὰ χέρια σας, καὶ ἐγὼ σᾶς ὑπόσχομαι πώς θὰ προσεύχομαι γιὰ σᾶς.
Τέτοια ἦταν πιὰ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπό του, πού οἱ Λογγοβάρδοι ἀποδέχτηκαν τὸ αἴτημα καὶ ὅλοι οἱ αἰχμάλωτοι Ρωμηοὶ μαζὶ μὲ τὸν Σάγκτουλο ἐλεύθεροι, διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ξαναγύρισαν καὶ πάλι στὰ σπίτια τους. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ πρεσβύτερος(ἱερέας) Σάγκτουλος δὲν γνώριζε καθόλου γράμματα, ἀλλὰ βίωνε τὸ γλυκύτατο ρωμαίϊκο ἦθος. Ἔχοντας ἁπλότητα, ἀρχοντιά, εὐσέβεια καὶ ἀγάπη στὴν καρδιά του, ἐκπλήρωνε μὲ χαρά, τὶς ἐντολὲς τοῦ θεοῦ καὶ ἔτσι ἀνυψώθηκε σὲ ἀξιοθαύμαστα πνευματικὰ ὕψη.
Ἄλλοτε πάλι ἕνας Ἀρειανὸς Λογγοβάρδος «ἐπίσκοπος» ζητοῦσε ἐπίμονα ἀπὸ τοὺς κατακτημένους Ρωμιοὺς στὰ βόρεια τῆς Ρώμης νὰ τοῦ παραδώσουν τὸν Ὀρθόδοξο ναό τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμιοὶ ὄχι μόνο ἀρνήθηκαν κατηγορηματικά, ἀλλὰ ὁ ὑπεύθυνος τοῦ Ὀρθόδοξου ναοῦ, γιὰ νὰ μὴ βεβηλωθεῖ ὁ ναός τους ἀπὸ τοὺς ἀλλόπιστους, ἔσβησε τοὺς λύχνους καὶ τὶς κανδῆλες τοῦ ναοῦ καὶ ἀφοῦ τὸν ἀσφάλισε παρέμεινε μέσα στὸ ναό. Ὁ Λογγοβάρδος ψευδεπίσκοπος δήλωσε πώς τὴν ἑπόμενη μέρα θὰ ἅρπαζε μὲ τὴ βία τὸν Ὀρθόδοξο ναό, πού ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἀπόστολο Παῦλο.


Χαράματα ἦταν ὅταν ἔφτασε ἀγανακτισμένος ὁ Λογγοβάρδος αἱρετικὸς ἐπίσκοπος, μαζὶ μὲ πλῆθος ὁμοεθνῶν του, μπροστὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. τοιμάστηκαν νὰ τήν παραβιάσουν καὶ νὰ ἁρπάξουν τὸν σβηστὸ καὶ ἀσφαλισμένο ναὸ τῶν Ὀρθοδόξων. Πρὶν ὅμως κάνουν τὴν ὁποιαδήποτε κίνηση, αἰσθάνονται νὰ σείεται ἡ γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους. Ἔκπληκτοι βλέπουν ὅλες τὶς θύρες τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀνοίγουν, τὰ κλεῖθρα τους νὰ κατρακυλοῦν στὸ ἔδαφος, ὅλοι οἱ λύχνοι καὶ οἱ κανδῆλες νὰ ἀνάβουν διὰ μιᾶς, κάνοντας τὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νὰ φωτοβολεῖ καὶ νὰ λάμπει σὰν νὰ γινόταν πανηγύρι, καὶ τὸν «ἐπίσκοπό» τους τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ τυφλώνεται. Οἱ Λογγοβάρδοι πανικοβλήθηκαν. Πῆραν τὸν τυφλὸ « ἐπίσκοπό» τους ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἔφυγαν κατατρομαγμένοι γιὰ τὸ καταφύγιο. Ἡ εἴδηση τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ γεγονότος ἁπλώθηκε σὲ ὅλους τούς Λογγοβάρδους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ συμβὰν δὲν ξανατόλμησαν νὰ βεβηλώσουν Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.


Η ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΗΩΝ ΚΑΙ Η ΕΥΤΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΓΑΝΙΣΤΩΝ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΩΝ
Γύρω στὸ 579 μ. Χ. 40 Ρωμιοὶ χωρικοί της Ἰταλίας αἰχμαλωτίστηκαν ἀπὸ παγανιστὲς Λογγοβάρδους. Οἱ Λογγοβάρδοι, ἀφοῦ ἔκαναν θυσίες στοὺς θεούς τους, ἐξανάγκαζαν τοὺς αἰχμαλώτους νὰ φᾶνε ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα, δηλ. ἀπὸ τὰ σφάγια τῆς δαιμονολατρείας, διαφορετικὰ θὰ τοὺς θανάτωναν. Καὶ οἱ 40 αἰχμάλωτοι Ρωμιοὶ χωρικοὶ ἀντιστάθηκαν μὲ σθένος καὶ ἔμειναν ἀνυποχώρητοι. Τότε οἱ ἀπάνθρωποι Λογγοβάρδοι τοὺς ἐκτέλεσαν ὅλους ἕναν-ἕναν, χωρὶς κανένα οἶκτο. Οἱ Ὀρθόδοξοι αὐτοὶ χωρικοί, μένοντας ἀμετακίνητοι ἀναδείχτηκαν ἄξιοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀλήθειας, ἀφοῦ προτίμησαν τὸ ξῖφος, παρὰ νὰ ἀσεβήσουν καὶ νὰ προσβάλλουν τὸν ἴδιο τὸ Δημιουργό.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ παγανιστὲς Λογγοβάρδοι συνέλαβαν ἄλλους περίπου 400 ὁμόδοξους αἰχμαλώτους τῆς δυτικῆς Ρωμηοσύνης. Οἱ παγανιστὲς Λογγοβάρδοι σχημάτισαν κύκλο γύρω τους καὶ λέγοντας μαγικὲς προσευχὲς θυσίασαν στοὺς δαίμονες μία κατσίκα καὶ προσκυνοῦσαν τὸ κεφάλι της. 
Στὴ συνέχεια ζήτησαν ἀπὸ τοὺς αἰχμάλωτους Ρωμιοὺς νὰ κάνουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἴδιο. Ἐπειδὴ οἱ αἰχμάλωτοι Ὀρθόδοξοι ἀρνήθηκαν νὰ προσκυνήσουν τὸ ἱερό τους ζῶο, οἱ ἀδίστακτοι κατακτητὲς Λογγοβάρδοι ἔβγαλαν τὰ σπαθιά τους καὶ ἔσφαξαν σὰν ἀρνιὰ ὅλους τους αἰχμάλωτους Ρωμιούς. Καὶ οἱ 400 ὑπῆρξαν ἐκλεκτοὶ καὶ ἀξιώθηκαν νὰ δεχτοῦν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀκόμα καὶ ἐκεῖνοι πού συνήθως δὲν φαίνονταν νὰ ἀκολουθοῦν μὲ συνέπεια τὴν ὁδὸ τοῦ Εὐαγγελίου.
ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΑΥΘΑΔΕΙΑΣ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΟΥ. ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΣΥΝΕΒΗ!
Τὸ 968 μ.Χ. ὁ Λογγοβάρδος καὶ ὀπαδὸς τοῦ Ἀρείου «ἐπίσκοπος» Κρεμώνας, ὁ Λιουτπράνδος, τόλμησε να παρουσιαστεί, ὡς διπλωμάτης, στὸν Καππαδόκη αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Νικηφόρο Φωκᾶ (963-969), ζητώντας γιὰ πρώτη φορὰ τὴν πορφυρογέννητη βασιλοπούλα καὶ κόρη τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Β΄, Θεοφανώ, γιὰ σύζυγο τοῦ συνομηλίκου της γερμανοῦ ρήγα τῆς Δύσης Ὄθωνα τοῦ Β΄.
Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς δέχτηκε τὸν Λιουτπράνδο, χωρὶς ἰδιαίτερες φιλοφρονήσεις. Μὰ ὅταν ὁ Λιουτπράνδος διατυπώνοντας τὸ αἴτημά του ἀποκάλεσε τὸν Γερμανὸ ἡγεμόνα καί κατακτητή, Ὄθωνα Α΄, «Ρωμαῖο» καὶ «αὐτοκράτορα» τῆς Δύσης ὁ αὐτοκράτορας Φωκᾶς, τὸν διέκοψε πάραυτα λέγοντάς του τὴ λατινικὴ φράση “incredibile auditu”(εἶναι ἀδιανόητα τὰ ὅσα ἀκούγονται). Τὸ αἴτημα ἀπορρίφθηκε καὶ ὁ Λιουτπράνδος ὁδηγήθηκε στὴ φυλακὴ γιὰ αὐθάδεια καὶ ὑπέρβαση νομιμότητας. Οἱ Λογγοβάρδοι ποτὲ δὲν ἦταν Ὀρθόδοξοι καὶ ποτὲ ἐπίσης δὲν ἀνῆκαν στὸ Γένος τῶν Ρωμιῶν. Ὁ αὐτοκράτορας δὲν τοῦ ἐπέτρεψε κἄν νὰ ἐπιχειρηματολογήσει μπροστά του. Τότε ὁ «ἐπίσκοπος» Λιουτπράνδος καταφάνερα ἐνοχλημένος καὶ ὀργισμένος, ἔχασε τὴν ψυχραιμία του, καὶ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, εἶπε καὶ τὰ παρακάτω λόγια:
«Αὐτοὺς(τοὺς Ρωμιοὺς) ἐμεῖς, δηλαδὴ οἱ Λογγοβάρδοι, οἱ Σάξωνες, οἱ Φράγκοι, οἱ Λοθαρίγγιοι, οἱ Βαυαροί, οἱ Σουηβοί, οἱ Βουργούνδιοι τοὺς περιφρονοῦμε τόσο πολύ, ὥστε ὅταν ὀργιζόμαστε κατὰ τῶν ἐχθρῶν μας δὲν τοὺς ἀπευθύνουμε καμμιὰ ἄλλη ἀπὸ τὶς ὕβρεις παρὰ μόνο τὴ λέξη: Ρωμαῖε! Καὶ σ’ αὐτὸ μόνο τὸ ὄνομα τῶν Ρωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε εἶδος ἀγένειας, δειλίας, φιλαργυρίας, ἀσωτείας, ἀπιστίας, καὶ γενικὰ κάθε εἶδος κακίας»
Μέχρι σήμερα τὰ προσβλητικὰ αὐτὰ στερεότυπα μισελληνισμοῦ τῶν δυτικῶν ἐχθρικῶν φυλῶν παραμένουν ἀμείωτα στούς ἐπιγόνους τους καί ἐπανέρχονται εὐκαίρως ἀκαίρως στὴν ἐπιφάνεια, ὅταν θέλουν νὰ πλήξουν τὸν ἀνώτερο πολιτισμὸ τῆς Ρωμηοσύνης. Ὅταν οἱ Δυτικοὶ ἀποφασίσουν νά κάνουν οὐσιαστικὴ αὐτοκριτικὴ καὶ βροῦν τὴ δύναμη νὰ παραδεχτοῦν τὴν ὑπεροχὴ τοῦ μοναδικοῦ αὐτοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ρωμηοσύνης θὰ ἔχουν σημειώσει σημαντικὰ βήματα ἐκσυγχρονισμοῦ. Τὸ δικό μας χρέος εἶναι νὰ διαφυλάξουμε ἄθικτη καί ζωντανή τήν ἱστορική μας μνήμη. Τὴ μνήμη ποὺ ἀποτελεῖ καί τὸ ἀκαταμάχητο ὅπλο τοῦ Γένους μας.
 
Βιβλιογραφία
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου «Βίοι ἀγνώστων ἀσκητῶν» Εἰσαγωγὴ –Μετάφραση-Σημειώσεις ὑπὸ Στεφάνου δ. μ. Ἔκδοσις ἀδελφότητος Ἱερομ. Ἰωάννου «Κοίμησις τῆς Θεοτόκου» Ἁγ. Ἄννα ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1988
Liutprandus, «Relatio de legatione Constantinopolitana», ἔκδ. Becker, Ἀννόβερο-Λειψία, 1915, κεφάλαιο 12ο.
The Roman church in the time Gregory the Grate, by Edward spearing, B.A., LLB. CAMBRIGE. At the university pres 1918
Steven Runciman. «Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ (1968)
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Μαΐου 04, 2015

Καλούμαστε νὰ κρατήσουμε τὴν πατρίδα μέσα στὰ περιθώρια ποὺ οἱ ἥρωές μας τὴν παρέδωσαν καὶ ὅπως αὐτοὶ βάδισαν. Οἱ ἥρωές μας ἦταν παιδιά ποὺ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὸ λίκνο τῆς Ἐκκλησίας


Τὸ ἔθνος τῶν Ρωμηῶν 
Τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου 
Εἶναι γεγονὸς ὅτι καυχόμαστε γιὰ τὴν ἑλληνική μας καταγωγὴ καὶ τὴν σχέση μας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὄχι ἀδίκως βέβαια, παρόλο ποὺ καμιὰ φορᾶ εἴμαστε λίγο ὑπερβολικοί, ὅμως ἡ ἱστορία δικαιώνει τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. 
Πάρα πολλοὶ λαοὶ ἄκουσαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, πάρα πολλοὶ λαοὶ δέχθηκαν τὶς ἐπισκέψεις τῶν Ἀποστόλων, πρὸς στιγμὴν ἔγιναν χριστιανοί, ἀλλὰ...στὸ πέρασμαεμ τῶν αἰώνων εἴτε χάθηκαν γιατί ὑποδουλώθηκαν ἀπὸ ἄλλους λαούς, εἴτε ἄλλαξαν θρησκεία ἐξολοκλήρου, εἴτε προσχώρησαν σὲ αἱρέσεις καὶ ἄλλες κακοδοξίες οἱ ὁποῖες νόθευσαν τὴν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἑλληνικὴ φυλή, τὸ ἑλληνικὸ γένος, οἱ Ἕλληνες, παρὰ τὶς πολλὲς δυσκολίες...

ποὺ εἶχαν, κράτησαν τὸ Εὐαγγέλιο, κράτησαν τὴν πίστη στὴν Ἐκκλησία, στὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ ὄχι μόνο δὲν τὴν ἔχασαν ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἔδωσαν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς (π.χ. Ρώσους, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Σέρβους, Γεωργιανούς), σὲ ὅλη τὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Οἱ βυζαντινοὶ Ρωμιοὶ πρόγονοὶ μας ἐπέμεναν, παρόλο ποὺ ἡ Δύση ἀντιδροῦσε σὲ αὐτό, ὅτι οἱ νέοι ὀρθόδοξοι λαοὶ ἔπρεπε νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ στὴ γλώσσα τους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος ποὺ μετέφεραν στοὺς Σλάβους τὸ Εὐαγγέλιο ἔφτιαξαν ἀλφάβητο, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν δική τους γραπτὴ γλώσσα, νὰ μορφώνονται, νὰ ἐκπολιτίζονται καὶ νὰ ἔχουν τὴ δική τους συνείδηση καὶ νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ στὴ δική τους γλώσσα. Οὐδέποτε χρησιμοποιήθηκε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὡς μέσο κατάκτησης τῶν ἄλλων λαῶν. Ἀντίθετα, ἦταν μία προσφορὰ σ’ αὐτοὺς τοῦ φωτὸς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπ’ ἐλευθερία, ποτὲ μὲ τὴ βία. Δὲν ἔχουμε φαινόμενα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴ βία.


Τὸ ἐρώτημα εἶναι, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, πῶς μποροῦμε νὰ ταυτίσουμε τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα μας σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας;

Ὡς Ἕλληνες καὶ ὡς ὀρθόδοξοι, καυχόμαστε ὅτι μέχρι σήμερα βαστάζουμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας ἀπαρασάλευτη καὶ ἀπαραχάρακτη καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ βαστάζουμε τὸ σταυρό, τὸν εὐλογημένο σταυρὸ τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς μέσα στὸν κόσμο, ποὺ κουβάλησε ὅλη αὐτὴ τὴν ἔνδοξή μας ἱστορία. Τὸ ἑλληνικὸ γένος, ἔχοντας πανάρχαιες ρίζες μέσα στὴν ἱστορία, ἔφτασε σὲ τόσο μεγάλα μέτρα γνώσεως τῆς ἀνθρώπινης σοφίας καὶ ἐλευθερίας, ἔφθασε σὲ τόσο ὑψηλὰ ἐπίπεδα φιλοσοφικῶν πτήσεων καὶ ἀποκαλύψεων ὥστε νὰ θεωρεῖται πρόδρομος τοῦ χριστιανισμοῦ.


Νομίζω ὅτι τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ἕλληνας, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ρωμιός, δὲν εἶναι ὑπερηφάνεια ἀλλὰ εἶναι σταυρὸς καὶ μόνο σὰν σταυρὸ καὶ σὰν διακόνημα μποροῦμε νὰ τὸ κρατήσουμε σήμερα. Εἴμαστε Ἕλληνες, ἔχουμε μία ἱστορία, ὅπως ὁ κάθε λαὸς καὶ ἀναγνωρίζουμε σὲ κάθε ἄνθρωπο αὐτὸ τὸ δικαίωμα νὰ καυχᾶται γιὰ τὴν ἱστορία του, γιὰ τοὺς προγόνους του. Καυχόμαστε σὰν Ἕλληνες ὄχι γιατί λατρεύαμε τοὺς ψεύτικους θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου, ἀλλὰ καυχόμαστε γιατί εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ φιλοσοφικὲς ἀναζητήσεις, καυχόμαστε γιατί εἴμαστε ἕνας λαὸς ποὺ γέννησε τὴ δημοκρατία, τὴ φιλοσοφία.
Οἱ ἐθνικὲς γιορτὲς εἶναι βέβαια γιορτὲς μυήσεως στὸ νόημα, ἀλλὰ εἶναι καὶ κρίση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μας. Καὶ πρέπει νὰ ὑφιστάμεθα αὐτὴ τὴν κρίση γιατί διαφορετικὰ θὰ μᾶς κρίνει ἡ ἱστορία ὡς ἀνθρώπους ποὺ δὲν διδαχτήκαμε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία καὶ τὴ πορεία μας.
Ἡ ἱστορία ὀφείλει νὰ μᾶς διδάξει καὶ ἐμεῖς ἂν εἴμαστε ἄξιοι τῶν προγόνων μας, πραγματικὰ παιδιά τους, τότε πρέπει νὰ μάθουμε νὰ διδασκόμαστε, γιατί ἔχουμε τὴ βαρύτατη αὐτὴ κληρονομιὰ νὰ εἴμαστε Ἕλληνες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχουμε μία ἱστορία ἔνδοξη σὲ πολέμους καὶ σὲ ἀγῶνες. Οἱ Ἕλληνες κρατοῦσαν τὴ σημαία τους, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἀγωνίζονται ὅπως ἔλεγαν «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἀγωνίζονται γιὰ συγκεκριμένα ἰδανικά, ἤσαν ἰδεολόγοι, δὲν ἤσαν πολεμιστὲς μὲ τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς λέξεως, ἀλλὰ γίνονταν πολεμιστὲς ὅταν ἡ ἀνάγκη τοὺς καλοῦσε καὶ ἦταν πράγματι αὐτὴ ἡ ἀνάγκη ἀδήριτη, γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν πίστη τους καὶ τὴν πατρίδα τους.

Σήμερα, ἀδελφοί μου, καλούμαστε νὰ κρατήσουμε αὐτὴ τὴν πατρίδα μέσα στὰ περιθώρια ποὺ οἱ ἥρωές μας τὴν παρέδωσαν καὶ ὅπως αὐτοὶ βάδισαν τὸ δρόμο τους μὲ σύνεση πολλή, μὲ σοφία πολλή, μὲ ὑπομονὴ πολλή.
Οἱ ἥρωές μας ἦταν παιδιά, ἦταν ἄνθρωποι τοῦ τόπου ποὺ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὸ καλύτερο λίκνο, τὸ λίκνο τῆς Ἐκκλησίας καὶ πραγματικὰ στέκει κανεὶς μπροστά τους μὲ μεγάλο θαυμασμὸ καὶ μὲ μεγάλη συγκίνηση, γιατί διαβάζει κανεὶς γιὰ τὴ ζωή τους, διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολές τους, διαβάζει αὐτὰ τὰ ὁποία ἔγραψαν καὶ ὄχι ἁπλῶς συγκινεῖται συναισθηματικὰ ἀλλὰ τὰ κείμενα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, αὐτὲς οἱ ἐπιστολὲς τῶν ἡρώων τοῦ ΄55-΄59 μᾶς θυμίζουν συναξάρια, μᾶς θυμίζουν λόγια νεομαρτύρων, μᾶς θυμίζουν τὶς ἐπιστολὲς τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὰ γραπτὰ τῶν νεομαρτύρων τῆς τουρκικῆς κατοχῆς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Δὲν διαφέρει καθόλου τὸ ἦθος τους ἀπὸ τὸ ἦθος τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πατρίδας. Διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολὲς ἐκεῖνες καὶ βλέπει ποὺ ἔστεκαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ βλέπει τί ἤθελαν σὲ αὐτὸ τὸν τόπο. Δὲν βλέπεις ἴχνος μισαλλοδοξίας, δὲν βλέπεις ἴχνος τρομοκρατίας, κι ἂς τοὺς κατηγοροῦσαν τότε ὅτι ἦταν τρομοκράτες. Διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολές τους καὶ βλέπει ἕνα ἱλαρὸ φῶς, τὸ φῶς τῆς πίστεως τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας τους, τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας ἀλλὰ δὲν τοὺς ὁδηγοῦσε ποτὲ στὸ μίσος ἀκόμα καὶ αὐτῶν ποὺ τοὺς εἶχαν κατακτήσει. Καὶ ἂν χρειάστηκε νὰ κάνουν πόλεμο καὶ νὰ κάνουν ἐπανάσταση, αὐτὸ ἦταν γιατί μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ὥρας ἐκείνης ἦταν μία ἀνάγκη καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν διαφορετικά.

Μέσα στὶς ἐπιστολὲς τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων βλέπει κανεὶς τὸ Θεό, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ βασιλεύει, πού τοὺς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ νικήσουν τὸ θάνατο, νὰ ὑπερβοῦν τὸ θάνατο, πού αἰσθάνονταν τὴ ψυχή τους νὰ φτερουγίζει γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, τί ἄλλο εἶναι παρὰ τὰ ἴδια βιώματα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως; Δὲν εἶναι αὐτὰ οἱ ἐπισκέψεις τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ οἱ ὁποῖες παρηγοροῦσαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων πού βρισκόντουσαν μόνο λίγο πρὸ τοῦ θανάτου; Ταυτόχρονα, βλέπει κανεὶς τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Τὴν Ἑλλάδα ὄχι ὡς γεωγραφικὸ χῶρο μόνο, ἀλλὰ τὴν Ἑλλάδα ὡς τὴν κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ, τὴ μητέρα τῆς φιλοσοφίας, τὴ μητέρα τῆς Ρωμιοσύνης.
Ὀφείλουμε λοιπὸν νὰ μαθαίνουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία μας, νὰ διδασκόμαστε. Ὀφείλουμε νὰ ὁδηγηθοῦμε μπροστὰ στὰ διάφορα γεγονότα τῆς ἱστορίας μας καὶ νὰ κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας, σιωπώντας καὶ περιορίζοντας τὰ λόγιά μας καὶ τὴν ἐξωστρέφειά μας καὶ νὰ ἀφήσουμε νὰ μᾶς δείξουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ μάρτυρες τῆς πατρίδας τὸ δικό τους φρόνημα καὶ νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν ἱστορία μας, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν πατρίδα μας, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν παράδοσή μας, νὰ μᾶς δείξουν ἀπὸ ποιὸ δέντρο καταγόμαστε κι ἀκόμα, νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δοῦμε ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα.

Πρέπει νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ ἀνακαλύψουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ποῦμε τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος, ἐὰν θέλει νὰ ζήσει πρέπει νὰ γίνει ἑλληνικὸς τόπος κατὰ κυριολεξία. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τύχει παιδείας, παιδείας φιλοσοφικῆς, παιδείας πνευματικῆς, παιδείας ρωμαίικης, μὲ ρωμιοσύνη ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ ἀπολαύσει ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία τῆς παραδόσεώς μας. Οὔτε ἀρχαιολάτρες εἴμαστε ἀλλὰ οὔτε καὶ βυζαντινόπληκτοι εἴμαστε. Ξέρουμε ὅτι ὁ τόπος ζύμωσε τὴν ἀρχαία φιλοσοφία καὶ παράδοση μὲ τὴν ὀρθοδοξία. Καὶ ὀρθόδοξος σημαίνει ἐλεύθερος. Ὀρθόδοξος καὶ Ρωμιὸς σημαίνει ἄνθρωπος χωρὶς παρωπίδες, σημαίνει ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τὸν ἄλλο καὶ δὲν φοβᾶται τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, γιατί ἔχει ἀρχοντιά, γιατί δὲν εἶναι κομπλεξικός, γιατί δὲν αἰσθάνεται μειονεκτικὰ μπροστὰ σὲ κανένα, γιατί εἶναι περήφανος γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ περηφάνια δὲν εἶναι ἀλαζονεία ἀλλὰ εἶναι τὸ «γνώθι σ’ αὐτὸν» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων• εἶναι αὐτὴ ἡ γνώση τῆς βαρύτατης κληρονομιᾶς τὴν ὁποία κουβαλοῦμε πάνω μας. Αὐτὴ ἡ ρωμαίικη ὑπερηφάνεια μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει καὶ ὄχι νὰ ὑπηρετεῖται, μπορεῖ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἀγκαλιάσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ νὰ γίνει διάκονος τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἐμεῖς σὰν Ρωμιοὶ πάντοτε εἴχαμε τὴ μεγάλη ὑπομονὴ ἡ ὁποία ἦταν γέννημα τῆς πίστεως, Καὶ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα, πέραν τῶν φαινομενικῶν πραγμάτων. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἐμᾶς ἂν μᾶς μισοῦν ἢ ὄχι οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Θεὸς τί θὰ πεῖ στὸ τέλος. Δὲν θὰ γίνει τίποτα περισσότερο καὶ τίποτα λιγότερο ἀπὸ ὅσα ὁ Θεὸς θὰ ἐπιτρέψει. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ἔχουμε τελεία ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἐὰν ἐλπίζεις στὸ Θεὸ καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας σου, τότε λοιπὸν γιατί φοβᾶσαι;

Ἂς ἀνοίξουμε τὸ δρόμο στὴν ἀληθινὴ παιδεία• νὰ φτιάξουμε πρῶτα ἀνθρώπους ἐλεύθερους καὶ ἂν φτιάξεις ἀνθρώπους ἐλεύθερους, τότε θὰ ἀποκτήσεις καὶ πατρίδα ἐλεύθερη. Ἂν ἔχεις ἀνθρώπους δούλους, τότε καὶ ἡ ἐλεύθερη πατρίδα θὰ γίνει δούλη. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐλευθερώνεται πρῶτα καὶ ὕστερα ἐλευθερώνει καὶ γεωγραφικὰ τὸν τόπο του. Ἂν ἐνδιατρίψουμε στὴν ἱστορία μας, ἂν γνωρίσουμε τὴν παράδοσή μας, ἂν ἀσκήσουμε καλόβουλη καὶ θετικὴ κριτικὴ στὶς παρελθοῦσες πράξεις καὶ ἐνέργειές μας, ἂν εἴμαστε ἔντιμοι, ἀνυστερόβουλοι καὶ εἰλικρινεῖς, τότε θὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι ὁ τόπος γεννᾶ ἥρωες, ὁ τόπος γεννᾶ μάρτυρες, ὁ τόπος γεννᾶ ἡγέτες, ὅπως τοὺς ἡγέτες οἱ ὁποῖοι σήκωσαν τὸν τόπο αὐτὸ καὶ ἔδωσαν τὴν ἀνάσταση στὴ πατρίδα μας καὶ στὴ φυλή μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς Ρωμιοσύνης, τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀγάπης γιὰ τὴ πατρίδα μας.

Περιοδικὸ «ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 13/2008

Ἀπὸ τὸν τόμο: «Ἑλληνορθόξη Πορεία», Ἀνθολόγιο κειμένων, Ἀθήνα 2008.

Παρασκευή, Μαΐου 01, 2015

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΔΙΚΕΦΑΛΟΥ ΑΕΤΟΥ



dikefalos_aetos_by_kothanos-d7gwu8n  Ιωάννης Κων. Νεονάκης  MD, MSc, PhD.

Μετά τη υιοθέτηση του ως αυτοκρατορικό έμβλημα από τον Ισαάκιο Κομνηνό (1057-1059) ο δικέφαλος αετός ταυτίστηκε πλήρως με τη Ρωμανία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) και το ρωμαίικο πολιτισμό. Κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και μέχρι τις μέρες μας, η Εκκλησία θα προσλάβει το σύμβολο αυτό και σήμερα είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα σύμβολα στον τόπο μας. Εκφράζοντας όμως και την κοινή ρωμαίικη παράδοση των βαλκανικών και σλαβικών λαών ο δικέφαλος αετός απαντάται  σήμερα στα εθνόσημα κι στις σημαίες της Ρωσίας, της Σερβίας, της Αλβανίας και του Μαυροβουνίου.
Ανέκαθεν ο δικέφαλος αετός υπήρξε σύμβολο υπέρτατης δύναμης και κυριαρχίας. Κατά καιρούς εξέφρασε τα αυτοκρατορικά δικαιώματα της Ρωμανίας τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, αλλά και τη διαφοροποίηση και τους  συνεχείς αγώνες της Ρωμανίας τόσο με τη Δύση όσο και την Ανατολή αναδεικνύοντας έτσι και εκφράζοντας ζωντανά την ιδιοπροσωπία του γένους των Ρωμηών. Συχνά επίσης θέλησε να εκφράσει τη διπλή εξουσία του φέροντος το έμβλημα τόσο δηλαδή την πνευματική όσο και την κοσμική εξουσία. Βαθύτερα, θέλησε να εκφράσει το δισυπόστατο της Θεανθρωπότητας. Της νέας οντολογικής κατάστασης που ξεκίνησε ο Χριστός, της εν ταυτώ ενώσεως της ανθρωπίνης και θείας φύσεως. Αυτός, ο πρώτος Θεάνθρωπος ανοίγοντας και για μάς το δρόμο της Θεανθρωπίας ως δώρο, ως χάρη. Περαιτέρω, με την πάροδο του χρόνου και των αλλεπάλληλων πληγών που υπέστη το γένος ο δικέφαλος αετός εδραιώθηκε στις συνειδήσεις ως το αδιαμφισβήτητο σύμβολο της συνέχειας του γένους μας, της διατήρησης και πιστότητας των παραδόσεων του, της αγωνιστικότητας και αποφασιστικότητάς του, ενώ συνεχώς  υπομιμνήσκει και θέτει το αδιαπραγμάτευτο αίτημα βιώσεως του ρωμαίικου πολιτισμού στο τώρα.
Η αγαπητική σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, των τριών υποστάσεων μεταξύ τους είναι ένα μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο. Μόνο προσεγγίσεις μπορούν να γίνουν και μάλιστα από θεοφόρους πατέρες που έχουν τα εχέγγυα και φυσικά, πάντα μέχρι τα όρια της δικής τους χωρητικής, υπαρξιακής δυνατότητας αντοχής ως προς τη θεία αποκάλυψη. Από τις βασικές προσεγγίσεις που μάς έχουν δοθεί από τους Αγίους Πατέρες μας αναφορικά με τις σχέσεις των προσώπων στην Αγία Τριάδα είναι και η βασική θέση της Ορθοδοξίας του «ασυγχήτως και αδιαιρέτως». Δηλαδή τα πρόσωπα στην Αγία Τριάδα είναι εν ταυτώ ασύγχητα και αδιαίρετα. Το «αδιαιρέτως» εκφράζει τη συνεχή αγαπητική ενότητα, το ένα, ενώ το «ασυγχήτως» εκφράζει το ίδιο, την ετερότητα και την ελευθερία του κάθε προσώπου. Το «ασυγχήτως και αδιαιρέτως» παραδίδεται από την Εκκλησία μας σε όλους τους ανθρώπους ως ερμηνευτικό κλειδί και ανυπέρβλητο πρότυπο όλων των σχέσεων προσώπων, όλων των ανθρωπίνων σχέσεων.  Από τις σχέσεις των μελών μιας οικογένειας, από τις σχέσεις των αγαπημένων και των φίλων έως τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων ή ακόμα και των λαών.  Υπάρχουμε σε μια αγαπητική σχέση ως ενότητα, αλλά χωρίς να αφομοιωνόμαστε, διατηρώντας συνεχώς την ιδιοπροσωπία και ελευθερία μας. Αυτό είναι το πρότυπο του καθ’ ημάς τρόπου ζωής.
Και αυτό το πρότυπο νομίζω ότι το εκφράζει και το σχηματοποιεί με τον καλύτερο τρόπο το σύμβολο του δικέφαλου αετού. Υπάρχει το κοινό σώμα, η ενότητα, η αγαπητική σχέση που μετεξελίσσει τα άλλως διεστώτα μέρη στο οντολογικό (και όχι φανταζόμενο ή νοητό) υπαρξιακό ένα, ενώ από την άλλη υπάρχουν τα ρωμαλαία δύο πρόσωπα των αετών ως εκφραστές των προσώπων που τόλμησαν γενναίω το τρόπω τη σχέση. Πρόσωπα δύο, πρόσωπα διαφορετικά, πρόσωπα αδιαπραγμάτευτης ετερότητας και συνεχούς ελευθερίας. Η ενότητα και η ιδιοπροσωπία εν ταυτώ, σε μια ολότητα, σε μια νέα, καινή, εδραία, οντολογία πληρότητας, ολοκλήρωσης και τέλους. Με τα κεφάλια στραμμένα σε διαφορετικές κατευθύνσεις ένδειξη του ησυχασμού, αναστοχασμού και συνεχούς εσωτερικού αγώνα για τη διασφάλιση και πιστότητα της αγαπητικής σχέσης και της διατήρησης της ελευθερίας, αλλά ταυτοχρόνως και ως ένδειξη συνεχούς διεύρυνσης, αιώνιας κίνησης από δόξης εις δόξαν, πρόσληψης και συμπερίληψης του σύμπαντος κόσμου.

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Ὁ Ἑλληνικὸς Τόπος καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Τέχνη Χρῆστος Καροῦζος





Ἡ ἱστορία λέει, ὅτι κάποτε ἕνας σοφιστής, πού γύριζε στήν Ἑλλάδα γιά νά δείξει τή δεξιοτεχνία του, ἔφτασε καί στή Σπάρτη· λογαριάζοντας, ὅτι θά ἄρεσε στούς Σπαρτιάτες ν' ἀκούσουν ὡραῖα λόγια γιά τόν κατ' ἐξοχήν Δωρικό ἥρωα, ἄρχισε νά ἀπαγγέλλει ἕναν ἔπαινο στόν Ἡρακλῆ. Μά στίς πρῶτες λέξεις του κιόλας τόν ἔκοψε ἕνας Σπαρτιάτης ἀπό κάτω μέ τήν ἐρώτηση: «καί ποιός τόν κατηγορεῖ τόν Ἡρακλῆ;»

Δέν θά εἶναι πολύ εὐκολώτερη ἡ θέση ἐκείνου πού θά θελήσει σήμερα νά μιλήσει ἐπαινετικά γιά τήν ὀμορφιά τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου. Δέν τήν ἀρνιέται κανείς εἴτε μέσα στήν Ἑλλάδα εἴτε ἔξω ἀπ' αὐτήν. Ἀπό τότε πού οἱ Εὐρωπαῖοι ἄρχισαν νά τήν προσέχουν περισσότερο, ἐδῶ καί 200 περίπου χρόνια, μερικοί, προπάντων βόρειοι, αἰσθάνθηκαν κάποτε νά τούς λείπει στήν Ἑλλάδα ἡ ζωηρή καί ἄφθονη πρασινάδα τῆς πολλῆς ὑγρασίας. Ὅλοι ὅμως —γεωγράφοι ἤ ἱστορικοί τῆς τέχνης ἤ καλλιτέχνες ἤ καί λαϊκοί— ἔχουν καταλάβει σήμερα, ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι τέτοιο τό ἔδαφος, ὅπου ἔφυτρωσε ὁ ἑλληνικός πολιτισμός καί ἡ ἑλληνική τέχνη (τό ξερικό χωράφι δέν δίνει πάντοτε καρπό, ἄν ὅμως πετύχει ἡ σοδειά, ἡ γεύση τοῦ καρποῦ του δέν συγκρίνεται μέ τοῦ ποτιστικοῦ).

Ἡ προσπάθεια τῶν σημερινῶν εἶναι νά συλλάβουν ὅσο γίνεται πιό σφιχτά, ὅσο γίνεται πιό ταιριαστές τήν πρωτοτυπία καί τίς διάφορες ὄψεις τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ ἑλληνικοῦ τόπου· γιατί ἡ πολυμορφία τοῦ λίγου αὐτοῦ τόπου καί ἡ πολλαπλότητα τῶν στιγμῶν του —στοιχεῖα σύμφυτα τῆς πρωτότυπης ὀμορφιᾶς του— εἶναι τόση, ὥστε ἡ διατύπωσή της εἶναι γύμνασμα ἄξιο τοῦ πιό μεγάλου καλλιτέχνη. Μπορεῖ κάνεις νά ἐπαναλάβει, γι' αὐτό ἐκεῖνο πού ἔλεγε γιά τό «ὄν» ὁ Γοργίας: «εἰ καί καταληπτόν, ἀλλά τοί γε ἀνέξοιστον καί ἀνερμήνευτον τῷ πέλας» (καί ἄν ἀκόμη μπορεῖ κανείς νά τό συλλάβει, δέν μπορεῖ ὅμως νά τό ἐκφράσει καί νά τό ἐξηγήσει στόν ἄλλον). Αὐτὴ τή σημασία ἔχει, στό βάθος, ἡ διαπίστωση τῶν σπουδαιοτέρων μελετητῶν τῆς ἀρχαιότητας, ὅτι στίς περιγραφές (μέ λέξεις ἤ μέ χρώματα) ἀλλά καί στήν ποίηση καί στ' ἀγάλματα καί στούς ναούς τῶν Ἑλλήνων, δηλαδή στόν κόσμο τῶν συμβόλων, θά βροῦμε ἔκφραση τοῦ ἑλληνικοῦ τόπου ἰσοδύναμη μέ τόν πρωτότυπο χαρακτήρα του. Δέν εἶναι πολύ συχνό νά μπορεῖ κάνεις νά μιλάει μέ τά ἴδια σχεδόν λόγια γιά τόν τόπο ἤ γιά τά μνημεῖα του.

Τό αἰσθανόμαστε αὐτό ἄμεσα προπάντων στά μεγάλα ἑλληνικά ἱερά, ὅπου τό θέμα ἀποχτάει καί ἄλλη, ξεχωριστή θερμότητα. Πουθενά ἀλλοῦ δέν βλέπομε τή βαθειά καί στενή συνάφεια τῶν παραγόντων καί τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, δηλαδή τοῦ τόπου, τῆς θρησκείας, τῆς ἱστορίας καί τῆς τέχνης, τόσο ζωντανή καί συναρπαστική καί διδακτική ὅσο στά ἀρχαῖα ἱερά. Μέσα σ' αὐτά συγκεντρώθηκε μέ τόν καιρό καλλιτεχνικός πλοῦτος τεράστιος καί ἐξαιρετικός σέ ποιότητα, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν ἑστίες θρησκευτικῆς ζωῆς βαθειᾶς καί ἔντονης. Τά κτίρια, τά γλυπτά καί τά ζωγραφικά ἔργα τοῦ ἱεροῦ τά ἀφιέρωναν οἱ ἀρχαῖοι στό θεό ἐπειδή αἰσθανόντουσαν ὡς αὐτονόητο χρέος νά τοῦ δείξουν καί μέ ὑλικό τρόπο τήν εὐγνωμοσύνη τους γιά τή νίκη ἤ γιά ὅποια ἄλλη ἐπιτυχία· καί ἔπρεπε νά εἶναι τέτοια ὥστε νά ἀρέσουν στό θεό, νά τόν κάνουν νά καμαρώνει γιά τό σπίτι του (ἄγαλμα = ἀγάλλεσθαι τόν θεόν) καί νά τούς εἶναι καί στό μέλλον εὐνοϊκός: ἔπρεπε νά εἶναι «τέλεια», ἐξαίρετα στό ὑλικό καί στήν καλλιτεχνική ποιότητα. Μέ τέτοιο πνεῦμα ἀφιερωμένα τά ἀρχιτεκτονικά ἤ γλυπτικά ἤ ζωγραφικά μνημεῖα τοῦ ἱεροῦ θά μποροῦσαν νά ἔχουν ὅλα ὡς ἐπίγραμμα τούς στίχους τοῦ Σολωμοῦ:

Κ' εἶναι δικό σου δόξασμα, δικός σου πλοῦτος εἶναι,
πνεῦμα καλό, πού σ' ἄρεσε φωνή νά μοῦ χαρίσεις.

Εἶναι πολυσύνθετη ἡ συγκίνηση πού προκαλεῖ στόν ψυχικό καί πνευματικό μας κόσμο ἕνα ἀρχαῖο ἱερό. Ἀπό τά στοιχεῖα του ὁ τόπος δέν εἶναι τό λιγώτερο σημαντικό. Καί ὄχι μόνο γιά τήν τέτοια ἤ τέτοια ὀμορφιά του, ἀλλά γιατί, ἄν προσέξομε καλύτερα, καταλαβαίνομε ὅτι κάθε θεός ἔχει διαλέξει τόν τόπο του (ἤ, πράγμα πού εἶναι τό ἴδιο, οἱ ἄνθρωποι γιά λογαριασμό του). Δέν πάει ὁποιοσδήποτε θεός σ' ὁποιονδήποτε τόπο. Βέβαια, εἶναι δύσκολο σήμερα νά ἐξηγήσομε, γιατί οἱ ἀρχαῖοι αἰσθάνθηκαν τήν παρουσία ἑνός ὁρισμένου θεοῦ σ' ἕναν συγκεκριμένο τόπο: πρῶτα-πρῶτα ἔχομε ἐλάχιστα μέσα γιά νά ἐξακριβώσομε τόν ψυχικό καί πνευματικό κόσμο τῶν πρώτων ἐκείνων Ἑλλήνων, πού ἀναγνώρισαν στό χαρακτήρα ἑνός τόπου τήν οὐσία καί τή μορφή ἑνός ὁρισμένου θεοῦ· ἀκόμη δέν μποροῦμε νά ἐξακριβώσομε τί ρόλο ἔπαιξαν τά κατάλοιπα, ὑλικά καί πνευματικά, πού ἄφησαν οἱ προκάτοχοί τους λαοί τέλος, καί τοῦ κάθε συγκεκριμένου θεοῦ ὁ χαρακτήρας δέν ἔμεινε ἀναλλοίωτος μέσα στήν ἱστορία. Καί ὅμως, ἔστω καί ἄν ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά συλλάβομε γιά ποιάν ἀκριβῶς αἰτία καί μέ ποιόν ἀκριβῶς τρόπο ἕνας ὁρισμένος θεός δέθηκε μ' ἕναν ὁρισμένο τόπο, αἰσθανόμαστε, ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ χαρακτήρας τοῦ τόπου νά μήν ἔχει καμμιάν ἀπολύτως σχέση μέ τό χαρακτήρα τοῦ δικοῦ του θεοῦ: π.χ. δέν μπορεῖ νά εἶναι τυχαῖο γεγονός ὅτι ἡ Δήμητρα καί ἡ Περσεφόνη δέν λατρεύτηκαν ἐπάνω σέ βράχια· ἤ ὅτι ὁ Ἀπόλλων, στήν Ἑλλάδα, δέν λατρεύτηκε ποτέ, σάν κυρίαρχος θεός, σέ τόπους ὁλότελα καμπίσιους: τό λέει μάλιστα καθαρά ὁ «ὁμηρικός» ὕμνος στόν Ἀπόλλωνα: «...σοῦ ἄρεσαν ὅλες οἱ βίγλες καί οἱ βουνοκορφές καί τά ποτάμια πού τραβοῦν στή θάλασσα καί οἱ βράχοι τοῦ γιαλοῦ πού γέρνουν στή θάλασσα καί στά λιμάνια της».

Μέ ὅλες λοιπόν τίς δυσκολίες αὐτές δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι θά συλλάβομε, μέρος τουλάχιστο, ἀλλά σημαντικό, τῆς οὐσίας τοῦ κάθε θεοῦ ἄν προσέξομε τό χαρακτήρα τοῦ τόπου ὅπου λατρεύτηκε. Ἄλλη εἶναι ἡ μαλακή ὀμορφιά τῆς κοιλάδας τῆς Ὀλυμπίας κάτω ἀπό τό «ὀγρό τό Κρόνιο τό δασό», ὅπου ἐξουσίαζε ἡ Ἥρα μέ τό Δία· ἀλλιώτικους θεούς (ἀκόμη καί ἄν εἶχαν τό ἴδιο ὄνομα) ἐλάτρευαν στό ἐκπνευματισμένο, ριγηλό καί σχεδόν ἄϋλο ἀττικό τοπεῖο· ἀλλιώτικος εἶναι ὁ ἀνήμερος ἥλιος ἐπάνω στό γρανίτη τῆς μικρῆς Δήλου μέ τό λίγο νερό πού τό μάζευε, σάν κούπα, ἡ ἱερή λίμνη, ὅπου γεννήθηκε ὁ Φοῖβος ὁ ἑκηβόλος· ἄλλος τόπος οἱ Δελφοί, ὅπου ὁ ἴδιος αὐτός θεός ἐδιάλεξε νά φανερώνει τήν ἀλάθευτη βουλή τοῦ Διός, τόπος μέ κοσμογονικό χαρακτήρα, ὅπου, καθώς λέει ὁ «ὁμηρικός» ὕμνος, ὁ Φοῖβος «ἀνέβηκε γρήγορα τρέχοντας στίς ράχες κ' ἔφτασε στά μέρη τῆς Κρίσας κάτω ἀπό τόν Παρνασσό μέ τά χιόνια τά πολλά, ἐκεῖ ὅπου κάνει γόνατο κατά τή δύση, κι ἀποπάνω κρέμεται βράχος κι ἀποκάτω πάει τοῦ μάκρους τραχειὰ λαγκάδα...»

Τό θαυμαστό εἶναι, ὅτι σέ κανέναν ἑλληνικό ἐρειπιῶνα δέν αἰσθανόμαστε ἀσυμφωνία ἀνάμεσα στό χαρακτήρα τοῦ τόπου καί στήν ἀρχιτεκτονική μορφή τῶν μνημείων του. Τό ὑλικό καί τό χρῶμα τους, ἡ κάτοψή τους, οἱ ἀναλογίες τους καί ἡ μορφή τῶν μελῶν τους, ἡ σύνταξη τῶν μνημείων σέ μικρές ὁμάδες, ὅπου τό κάθε στοιχεῖο, ἐνῶ βοηθάει γιά τό σύνολο, δέν χάνει τήν αὐθυπαρξία του καί ὅπου ἡ κάθε ὁμάδα δέν λησμονεῖ τήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης, δείχνουν ἀσύγκριτη εὐαισθησία γιά τόν τόπο, τόση ὥστε φαίνεται σάν αὐτός νά καλεῖ τά μνημεῖα νά εἶναι τέτοια· καί τοῦτα πάλι ἔχουν τόσο πολύ κρατήσει τήν οὐσία τῆς μορφῆς τοῦ τόπου, δίνοντάς της σταθερότητα καί διάρκεια, ὥστε δέν εἶναι σπάνιο νά μᾶς ὁδηγήσουν, αὐτά πρῶτα, στό νά προσέξομε τήν ἰδιομορφία τοῦ τόπου.

Ἀλλά τά μνημεῖα αὐτά τῆς ἑλληνικῆς εὐαισθησίας παίρνουν ἀμέσως καί ξεχωριστή θερμότητα ἅμα τά αἰσθανθοῦμε μέσα στή ζωή, μέσα στήν ἱστορία. Ἄν κατορθώσομε νά περάσομε τό μεγαλύτερο κίνδυνο, ἄν ἀποφύγομε νά στρεβλώσομε τή μοναδικότητά τους ἐφαρμόζοντας ἐπάνω τους τίς δικές μας ἔννοιες καί τά δικά μας μέτρα καί σταθμά, ἄν σταθοῦμε μπροστά τους μέ ὑπομονή βάζοντάς τους διακριτικά ἐρωτήματα, χωρίς νά βιαστοῦμε νά δώσομε τήν ἀπάντηση πού ἔχομε ἑτοιμάσει προτοῦ ἀκόμη νά ξεκινήσομε μέ τό ἀεροπλάνο, τότε τά μνημεῖα αὐτά θά γίνουν ὁ καλύτερος ἑρμηνευτής τοῦ ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καί ποιά ἡ μοναδική της σημασία γιά τόν ἄνθρωπο.

Ἄς σταθοῦμε μιὰ στιγμή σέ μία πλευρά τῆς μονάχα. Πόσες φορές στά ἑλληνικά ἱερά, περνώντας ἀνάμεσα στά ἀφιερώματα πού ἔχει κάμει μιὰ πόλη γιά τή νίκη της ἐναντίον κάποιας ἄλλης καί βλέποντας τή φανερή πρόθεσή της ὄχι μόνο νά ἐξυψώσει τόν ἑαυτό της ἀλλά καί ν' ἀγγίξει τήν καρδιά τοῦ ἀντιπάλου της, δέν ἔχομε ἀκούσει τίς γνωστές κοινοτυπίες πού καταδικάζουν τό «ἀδελφικό μῖσος» καί τά ὅμοια. Ἀλλά καί ὅταν τέτοιες σκέψεις πηγάζουν ὄχι ἀπό πεποίθηση στή δική μας ἐξυπνάδα καί ἀνωτερότητα, παρά ἀπό πραγματικό ἐνδιαφέρον καί γνήσια μελαγχολία (ὅπως π.χ. στόν Πλούταρχο, πού βρισκόμενος στό τέλος τῆς ἀρχαιότητας ἔβλεπε ἀπομονωμένο πιά τό τελικό ἀποτέλεσμα τῶν ἐνδοελληνικῶν ἐκείνων πολέμων καί τό ἀποτέλεσμα αὐτό ἦταν πραγματικά τό ἀδυνάτισμα ὅλης τῆς Ἑλλάδας καί ὁ ἀφανισμός τῆς ἐλευθερίας της), καί πάλι οἱ σκέψεις αὐτές περιέχουν ἕνα ποσοστό μονάχα τῆς ἀλήθειας.

Ἄν μελετήσομε ὅμως μέ λιγώτερη αὐτοπεποίθηση καί μέ περισσότερο σεβασμό τά ἀφιερώματα ἐκεῖνα καί τά λόγια πού τά συνοδεύουν, αὐτά θά μᾶς ὁδηγήσουν πολύ κοντά στήν κινητήρια δύναμη τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Τά παλιά αὐτά ἀφιερώματα, τά ἀρχαϊκά καί τά κλασσικά, φανερώνουν ὄχι μῖσος ἀλλά κάποιαν ἄλλη ἔμφυτη ἀνάγκη τῶν Ἑλλήνων νά ξεσυνερίζονται γιά τό ποιός θά εἶναι ὁ καλύτερος, ὁ δυνατώτερος, ὁ πρῶτος. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὅσο βρισκότανε στήν ἄκμή της ἡ «πόλις-κράτος», δηλαδή στά ἀρχαϊκά καί στά κλασσικά χρόνια ὡς τόν 4ον αἰ., ὅλοι σχεδόν οἱ ἐνδοελληνικοί πόλεμοι γίνονται μ' ἕνα πνεῦμα καί μ' ἕναν τρόπο πού μοιάζει σάν ἅμιλλα σέ ἀθλητικό ἀγώνα: οἱ νικητές στήνουν τρόπαιο, παίρνουν τά λάφυρα καί συνήθως ξαναγυρίζουν στόν τόπο τους χωρίς νά ἐκμεταλλευθοῦν τή νίκη ὡς τίς τελευταῖες της συνέπειες (σπανιώτατα καί μόνο γιά εἰδικούς λόγους φτάνουν ὡς τήν ἐξόντωση τοῦ ἀντιπάλου).

«Χαλεπά τά καλά» ἔλεγαν οἱ παλιοί. Δέν ἀνήκει στίς εὔκολες καί πρόχειρες ἀπολαύσεις ὁ ἑλληνικός τόπος μέ τά μνημεῖα του. Χρειάζεται ἀργό περπάτημα, συγκέντρωση, σιγανή μελέτη. Ἄν περάσομε βιαστικοί ἤ μέ ἔστω καί ὑποσυνείδητη περηφάνεια γιά τό πόσο ἐμεῖς ἔχομε προοδεύσει (wie herrlich weit wir es gebracht haben, ἔλεγεν ὁ Βάγνερ στό Φάουστ), ὄχι μόνο δέν θά κερδίσομε τίποτε ἀπό τόν πλοῦτο του, ἀλλά καί θά φύγομε ζημιωμένοι. Πολλές φορές ὁ τόπος τοῦτος καί ἡ ἱστορία του, δηλαδή ἡ ζωή του, μᾶς βάζει αἰνίγματα· καί ὁ γέρος παιδαγωγός στόν «Ἴωνα» τοῦ Εὐριπίδη μᾶς ἔχει προειδοποιήσει: «αἰπεινὰ τά μαντεῖα». Ἀλλά δέν ἔχει ἀμφισβητηθῆ ὥς τώρα ποτέ, ὅτι ἡ ποιότητα (ἀκόμη καί τό μέγεθος) τῆς χαρᾶς καί τῆς ὠφέλειας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατ' εὐθείαν ἀνάλογη μέ τόν κόπο του.

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...