Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επίσκοπος πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέβτιτς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επίσκοπος πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέβτιτς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Απριλίου 14, 2016

Τι έλεγε ο Άγιος Νεκτάριος για τον «πάπα»;

Ο Άγιος Νεκτάριος, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος, ήταν ο ηγούμενος ημών που ορθοτόμησε και κήρυξε τον λόγον της αληθείας.Έχουμε λοιπόν κάθε λόγο να αναθεωρούμε την τελευτή του βίου του και να μιμούμεθα την ορθόδοξο πίστη του, διότι μόνο έτσι θα ορθοτομούμε και εμείς τον λόγον της θεολογίας και θα βαδίζουμε μαζί του και μαζί με όλους τους άλλους αγίους. […]

Ο άγιος Νεκτάριος είχε ήδη αρχίσει να γράφει το έργο Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος από το 1895 όταν ο πάπας Πίος ο Θ΄ – και αργότερα ο Λέων ο ΙΓ΄ – θέλοντας να συγκαλέσει την πρώτη Βατικάνεια Σύνοδο απηύθυνε μήνυμα στους ανατολικούς πατριάρχες, προκειμένου να προσέλθουν στην ουνία και ενωθούν με την παπική Εκκλησία, που σημαίνει βασικά να υποταγούν σ’ αυτόν, τον πάπαν Ρώμης. Οι Πατριάρχες της Ανατολής απήντησαν με τη γνωστή Επιστολή που θα ‘πρεπε και σήμερα να διαβάζεται. Ο άγιός μας, λοιπόν, άρχισε να δημοσιεύει τη μελέτη του στον Ιερό Σύνδεσμο, που μόλις το 1912 βγήκε ο πρώτος τόμος και αργότερα ο δεύτερος. Δύο χρόνια πριν είχε αλληλογραφήσει με τον ηγούμενο της Ιεράς Μονής Κρυπτοφέρρη, Μελέτιο Zesonis, που, νομίζω, πρέπει να ήταν ένας Έλληνας Ουνίτης που ήθελε να εκδώσει ένα περιοδικό το Roma e l’ Oriente, το οποίο αποσκοπούσε στη «θεάρεστον ένωσιν της Ανατολικής Ελληνικής Εκκλησίας μετά της Δυτικής Ρωμαϊκής», όπως λέει ο άγιος στο γράμμα του. […]

Στο γράμμα του όμως ο άγιος Νεκτάριος λέει και τα εξής: «…επέστη ο καιρός της συνδιαλλαγής και της ενώσεως και της από κοινού ενεργείας κατά των παντοίων πολεμίων της Μιας, Αγίας, Καθολικής Αποστολικής Εκκλησίας. Αλλά φρονώ, ότι προς επίτευξιν του επιζητούμενου σκοπού πρέπει πρωτίστως να γίνωσι συνεννοήσεις ουχί δι’ επιστολών, αλλά δια λόγου προφορικού», δηλαδή διαλόγου και παραπέμπει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο θα διατυπώσει τις αρχές για να διεξαχθεί η παραπέρα συζήτηση.

Σπουδαία είναι η παρατήρηση στο τέλος του γράμματος. Την αντιγράφω: «…μάλιστα πολλοί δυνατοί μεν εισι λέγειν και γράφειν, αλλ’ ου δια τούτο αρμόδιοι […] Φρονώ, ότι περί του ζητήματος τούτου δύνανται να γράφωσι μόνον οι μελετήσαντες αυτό ιστορικώς, κριτικώς και μετά πόθου και ειλικρινείας εργασθέντες εις την ανεύρεσιν των αληθών αιτίων του Σχίσματος».

Μέσα από το βιβλίο του, την ιστορική μελέτη του, φαίνεται ότι ο άγιος διαθέτει αυτά τα προσόντα. Μου κάνει εντύπωση πως μελέτησε τόσες πηγές και έφτασε σε συμπεράσματα που μόλις στην εποχή μας αρχίζουν να διατυπώνουν μεγάλοι ιστορικοί της Εκκλησίας σε σχέση με την εξέλιξη του Σχίσματος. Ο άγιος ξεκινά από την αρχή, από την εποχή των Αποστόλων και λέει ότι εκεί υπάρχουν οι πρώτες καταβολές της αληθινής οργανώσεως της Εκκλησίας. 

Εδώ μπορεί κανείς να ‘πεί ότι και στους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας μάλλον έπαιξαν τον ρόλο τους οι προσωπικές διεκδικήσεις, οι φιλοδοξίες και οι φιλαρχίες ορισμένων επισκόπων της Ρώμης. Παράδειγμα η περίπτωση του πάπα Βίκτωρος της Ρώμης (τέλος β’ αιώνος), ο οποίος αντέδρασε στην διαίρεση της δικής του επισκοπής, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, επειδή ήρθαν πολλοί χριστιανοί από την Ανατολή με έθιμα της ασιατικής Εκκλησίας να εορτάζουν το Σταυροαναστάσιμο Πάσχα και όχι το αναστάσιμο όπως οι περισσότερες Εκκλησίες και η Ρώμη. 

Και στη συνέχεια, λέγει ο άγιός μας, υπήρξαν διεκδικήσεις και φιλοδοξίες για το πρωτείο, όπως του πάπα αγίου Λέοντος την εποχή της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Σημειώνει ο άγιος γι’ αυτόν στο βιβλίο του: «Αν ένας άγιος φανερώνει φιλοδοξίες για πρωτεία, τι θα κάνουν οι άλλοι;». […] 

Ο άγιος επικαλείται την εκκλησιαστική συνείδηση της πρώτης Εκκλησίας, όπου ο απόστολος Πέτρος δεν είχε πρωτείο ούτε ήταν ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης, διότι οι απόστολοι δεν ήσαν επίσκοποι μιας ορισμένης πόλεως – λέει ο άγιος – και επομένως δεν μπορεί η φιλοδοξία των παπών, «η ηγεμονία και μονοκρατορία», όπως την ονομάζει, να στηριχθεί στον Πέτρο.

«Εάν τα προσόντα του Πέτρου», το πρωτείο της εξουσίας, η αξία δηλαδή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, λέγει ο άγιός μας, «ήσαν αληθή, το πνεύμα του Ευαγγελίου θα καθίστατο λίαν προβληματικόν και αδιανόητον, διότι θα παρουσίαζε σύγχυσιν εννοιών και σύγκρουσιν αρχών⋅ θα ήτο ακατανόητος η αρχή της ισότητος, και ισότητος μέχρι ταπεινώσεως και η αρχή της ανισότητος, μέχρι ηγεμονίας και υπεροψίας».

Παραπέμπει δε περαιτέρω ο άγιος στα βιβλία της Κ.Δ. και στον Παύλο και γίνεται αρκετός λόγος για θέματα ενότητας της Εκκλησίας, για κεφαλή, για θεμέλιο της εκκλησίας. «Η ενότης της Εκκλησίας, λέγει ο άγιος, ουχί εν τω ενιαίω προσώπω ενός των αποστόλων θεμελιούται και εδράζεται, αλλ’ εν τω προσώπω του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ος εστιν η κεφαλή της Εκκλησίας, εν ενί πνεύματι, εν τη μια πίστει, ελπίδι, αγάπη και λατρεία».

Και πολλά άλλα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, θα αρκεσθούμε, όμως, στο εξής χωρίον από το Ιερατικόν Εγκόλπιον του αγίου Νεκταρίου: «Περί της εξουσίας και δυνάμεως όλων των Αποστόλων συνάγομεν ότι πάντες οι Απόστολοι είχαν την δύναμιν να συγκροτώσι και εγείρωσιν Εκκλησίας, τελείως κατηρτισμένας, ανεξαρτήτους και αυτοκεφάλους [με την έννοια πλήρως καθολικάς], διο και αι αξιώσεις ας εγείρει η Δυτική Εκκλησία δια το είναι τον επίσκοπον Ρώμης διάδοχον του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου είναι ανυπόσταται ως αρνούμεναι τοις λοιποίς Αποστόλοις, το τε Αποστολικόν αξίωμα, την δύναμιν και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την χειροτονίαν αυτών ως Αρχιερείς και λειτουργούς των θείων Μυστηρίων της Εκκλησίας […] πάντες οι επίσκοποί εισιν ισότιμοι προς αλλήλους, ως ίσοι και ως διάδοχοι του ενός Αποστολικού αξιώματος».

Μεταβαίνει μετά στο θεσμό των Συνόδων ως έκφραση ενότητας της Εκκλησίας και των Εκκλησιών που είναι πολύ σημαντικό. Διατυπώνει ο άγιος αυτό που βλέπουμε στη νεώτερη ορθόδοξη θεολογία και εκκλησιολογία. Οι Εκκλησίες που ήσαν όλες πλήρεις και καθολικές, δέχθηκαν από εκούσια αγάπη να υποταγούν στο θεσμό των Συνόδων. Εξυμνεί πολύ τις Συνόδους και παραπέμπει σε κείμενα σαν του Πολυκράτους Εφέσου και την Επιστολή της Συνόδου της Καρθαγένης, το 418, προς τον Κελεστίνο Ρώμης, όπου τονίζεται ότι «ο Θεός δεν έδωσε μόνο σε μια παροικία [= Εκκλησία] και σε ένα άνθρωπο την Χάρη η το Άγιο Πνεύμα, αλλά σε όλους όσοι πιστεύουν και είναι ενωμένοι στο όνομα του Χριστού και είναι συγκεντρωμένοι εις Σύνοδον».

Στο έργον του⋅ Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, ο άγιός μας διαπραγματεύεται διεξοδικώς περί των θεοσυλλέκτων Συνόδων της Εκκλησίας, απ’ όπου αναφέρουμε μόνον τα εξής· οι Οικουμενικές Σύνοδοι είχαν ως κριτήριο όχι ένα ποντίφηκα, αλλά το Άγιον Πνεύμα και την αλήθεια. […] Στη συνέχεια μεταβαίνει ο άγιός μας στην περίοδο του αγίου Φωτίου. Για τον άγιο Φώτιο ο άγιος έχει γράψει πολλά. Υπήρχε και κάποια παραπλάνηση των ιστορικών ότι και δεύτερο Σχίσμα επήλθε επί Φωτίου και τελικά δεν αποκαταστάθηκε, ενώ ο άγιος βρίσκει ντοκουμέντα και τα δημοσιεύει πολύ πριν από τον France Ovornik ότι ο Φώτιος αποκατέστησε την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία και συνεχίστηκε μέχρι και την εποχή των Σταυροφόρων. […]

Τη μεγάλη εξέλιξη του παπισμού βλέπει στη Δύση ο άγιος Νεκτάριος μέσα από τα Ψευδοδεκριτάλια, στη Donatio Konstantini, στα Ψευδοϊσιδώρεια Δεκριτάλια και στο «de cretum Gratiaui», τον ια’ αιώνα, τα οποία υπερέβησαν κάθε όριο εξελίξεως, διότι ήρθαν να κατοχυρώσουν το ήδη υπέρ-καινοτομηθέν παπικό πρωτείο και τον θεσμό του παπισμού, που είχε μπεί στη συνείδηση της Δύσεως, ενώ στην Ανατολή δεν είχαν δώσει τόση σημασία πως αυτό εκαλλιεργείτο.

Στη συνέχεια ο άγιος Νεκτάριος μιλάει για το παπικό αλάθητο. Αποδεικνύει ότι ο πάπας κάθε άλλο παρά αλάθητος είναι όπως π.χ. ο επίσκοπος Ρώμης Κάλλιστος τον γ’ αιώνα που ήταν Σαβελιανός και υπονομεύει ο κίνδυνος του Σαβελιανισμού και μέχρι σήμερα στο θέμα του Filioque, υπονομεύει ένας «ημισαβελιανισμός», όπως θα ‘πεί ο άγιος Φώτιος στην Μυσταγωγία περί του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή ένας υπερτονισμός της μιας του Θεού ουσίας σε βάρος των τριών Προσώπων και της Μοναρχίας του Πατρός.

Τον δ’ αιώνα έχουμε την περίπτωση του μη αλαθήτου του πάπα Λιβερίου, που υπέγραψε αρειανικό […] Επίσης και την περίπτωση του πάπα Ονωρίου στον ζ’ αιώνα, που καταδικάστηκε από την ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο ως αιρετικός μονοθελητής και το παραδέχθηκε και ο διάδοχός του πάπας Λέων ο Β’ το 682-683. Επομένως δεν υπάρχουν ούτε θεολογικά ούτε ιστορικά ερείσματα ότι ο πάπας είναι αλάθητος.

Η Σύνοδος του Βατικανού (1870) ετόνισε πολύ το αλάθητο του πάπα σε σημείο να ‘πεί ότι ο πάπας και «χωρίς την εκκλησία», «χωρίς τη συμφωνία της», είναι αλάθητος (ex sese, et non ex consensus Ecclesiae). Αν και ο άγιος Νεκτάριος δεν αναφέρει ότι ο πάπας καταργεί την Εκκλησία με τη Σύνοδο του Βατικανού, γράφει ωραιότατα σχόλια στο έργο του Περί Οικουμενικών Συνόδων. Είναι χαρακτηριστικό πως στον άγιό μας δεν κυριαρχεί ούτε ζήλος ούτε αδιαφορία. Και στην εποχή μας, σήμερα, πρέπει να προσέξουμε πολύ στο σημείο αυτό να μη καλλιεργείται μία άποψη: ότι μόνον οι ζηλωτές είναι κακοί και δεν έχουν αγάπη. Διότι και οι άλλοι, οι λεγόμενοι Οικουμενιστές, δεν έχουν αληθινή αγάπη με το να μιλάνε για αγάπη χωρίς την αγάπη της αληθείας. Η πόλωση αυτή δεν είναι καλή.

Ο άγιος Νεκτάριος τονίζει ότι η αγάπη είναι το παν. Δεν φταίνε τα δόγματα. Εάν ένας μισεί τον αιρετικό, φταίει περισσότερο το πνεύμα του, η τοποθέτησή του. Ο άγιος, χωρίς να καταργεί την αγάπη, θεωρεί την παπική εκκλησιολογία σαν ένα είδος φιλοσοφικού θεσμού, μια φιλοσοφική θεωρία που παραδέχεται τον Θεόν ως Δημιουργό του κόσμου, αλλά όχι και σαν Προνοητή αυτού. Η παπική Εκκλησία θέτει σε δεύτερη μοίρα τον ίδιο τον Χριστόν. Αυτό το έχει τονίσει και ολόκληρη η Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα από τις επιστολές των Πατριαρχών της Ανατολής, αλλά έχει τονιστεί και στη Σερβική Θεολογία, στον π. Ιουστίνο Πόποβιτς. Ο πάπας εκτοπίζει την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, και έρχεται αυτός να κυριαρχήσει, ενώ ο Χριστός βρίσκεται κάπου πίσω και το Άγιον Πνεύμα δεν έχει την κεντρική θεοπρεπή θέση Του. Ο Φλωρόφσκυ έλεγε ότι πράγματι χωλαίνει η εκκλησιολογία της Ρώμης, μα περισσότερο η Χριστολογία τους. Το ‘χει γράψει και η μηδαμινότητά μου ότι δεν έχει Χριστοκεντρισμό η ρωμαϊκή θεολογία, έχει περισσότερο Χριστομονισμό, χωλαίνει στη Χριστολογία. Και ο άγιος Νεκτάριος, χωρίς να το λέει επί λέξει, το εννοεί⋅ πως το να απωθείται ο Χριστός και να γίνεται ο πάπας αντικαταστάτης του είναι άρνηση του Χριστού ως Απαρχής και Κεφαλής και Ακρογωνιαίου Λίθου της Εκκλησίας, ως Πρωτοτόκου εν πολλοίς αδελφοίς. […]

Η συντέλεση του Σχίσματος έγινε τελικά με την επιβολή των Σταυροφόρων και κυρίως της Δ’ Σταυροφορίας, όταν πια με την βία εκτοπίζεται η Ορθόδοξος Ιεραρχία. Γι’ αυτό και ο Πέτρος Αντιοχείας τον ια’ αιώνα, του οποίου το πνεύμα επαινεί ο άγιος Νεκτάριος, πήγε να ειρηνεύσει τον Κηρουλάριο αναφερόμενος μόνον στο πρόβλημα του Filioque και το πρωτείο· και ενώ η Δύση συνέχιζε τη συνοδική παράδοση στην Πίζα, Κωνστάντια και Βασιλεία, η Φλωρεντία έφερε τέρμα σ’ αυτά, διότι κατήργησε τη συνοδικότητα και επέβαλε την παπική νοοτροπία. Δεν επικράτησε στη Δύση η συνοδική παράδοση, διότι χαρακτηριστικό των αληθινών Συνόδων είναι όχι μόνον ότι είναι πιστές στις προηγούμενες αλλά και ότι γίνονται δεκτές από την Εκκλησία, από το ζωντανό σώμα του λαού του Θεού. Γράφει ο άγιος Νεκτάριος: «Το ζήτημα του πρωτείου του πάπα είναι κυρίως ειπείν το ζήτημα του Σχίσματος […] Εγένετο το σχίσμα ένεκα της απαιτήσεως των παπών της υποταγής της Οικουμενικής Εκκλησίας, της μιας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, τη επισκοπή της Ρώμης. Εν τούτω δε κείται ο λόγος του Σχίσματος, όστις αληθώς είναι μέγιστος, διότι ανατρέπει το πνεύμα του Ευαγγελίου, και ο σπουδαιότερος δογματικός λόγος, διότι είναι άρνησις των αρχών του Ευαγγελίου».

Αποτελεί άρνηση των αρχών του Ευαγγελίου και άρνηση της συνοδικότητας της Εκκλησίας. Ο Χριστός οργάνωσε την Εκκλησία Του και ο πάπας την ανέτρεφε, την έκανε να είναι φτωχή και μονομερής, να είναι μονοκρατορία του. Αποτελεί άρνηση του ιδίου Σώματος της Εκκλησίας, της πνευματοκινήτου πραγματικότητάς της και του Χριστού ως Κέντρου και Κεφαλής της.

Τα κείμενα του αγίου είναι λίαν σημαντικά. Δεν είναι γραμμένα με μίσος, αλλά αποτελούν έκφραση της ίδιας αγάπης και μέριμνας του αγίου Νεκταρίου και προήλθαν από μια σπουδαία μελέτη, από ένα άνθρωπο που ήθελε πραγματικά το διάλογο: «Δια του δόγματος του αλαθήτου η Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματική της ελευθερία, τον στολισμόν της, εκλονίσθη εκ βάθρων, εστερήθη του πλούτου της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της παρουσίας του Χριστού. Και από πνεύματος και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα […] Από καρδίας θλιβόμεθα για την γενομένην αδικίαν τη Εκκλησία και εκ των μυχίων […] ευχόμεθα να φωτίση το νουν και την καρδίαν του Μακαριωτάτου Ποντίφηκος το Άγιον Πνεύμα, όπως αποδόση τιμή τη Αγία Καθολική Εκκλησία, ό,τι παρ’ αυτής αφήρεσεν ως μη ώφειλεν».

Είναι μεγάλος ο πόνος του αγίου μας για την πτώση και μη μετάνοια της Ρώμης. Λέει στο βιβλίο του: «…όπως έχουν στην πρώτη σειρά το πρωτείο, την εξουσία του Πέτρου, μακάρι να είχαν και στην πρώτη σειρά τη μετάνοια του Πέτρου για να είναι ολόκληρο το Ευαγγέλιο, να είναι πράγματι ευαγγελική η Εκκλησία».

Ο άγιος Νεκτάριος δεσπόζει σαν παράδειγμα σοβαρού μελετητού, ανθρώπου που δεν έχει μίσος, έχει διάκριση, που πονάει για την απώλεια της Ρώμης, που ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρομοιάζει με πτώση ελέφαντα, ο οποίος όταν πέσει δεν μπορεί να σηκωθεί μόνος του. Ρητώς αναφέρει πως πρέπει η εμείς να θυσιάσουμε αυτά που έχουμε από τον Χριστό και τους αγίους αποστόλους, η ο πάπας να θυσιάσει αυτό που είναι, τις καινοτομίες στην πίστη που είναι το πρωτείο, το αλάθητο. Ο πάπας – λέει ο άγιος – μας κάνει χάρη, μας προτείνει να μείνουμε με τα δόγματά μας, με τα έθιμά μας με το vitus Bizantium. Με την σκέψη όμως αυτή μας χαρίζει κάτι που δεν έχουμε ανάγκη να μας χαρίσει, ενώ πρέπει να χάσει η Εκκλησία μας, η Αποστολική Εκκλησία του Θεού, την ελευθερίαν της.

Ο άγιος όμως πονάει, διότι δεν μπορεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να φύγει από τη βάση της, από τον καθοδηγητή της αληθείας και Παράκλητο της Εκκλησίας, το Πανάγιον Πνεύμα. Κοντά στον άγιο αισθάνεται κανείς σιγουριά. Διότι αυτός βιώνει την αλήθεια της Ορθοδοξίας, γι’ αυτό και μπορεί να κάνει το ανάλογο βήμα προς τη Δύση. Αν ήταν στην εποχή μας ο άγιος Νεκτάριος θα μετείχε στους διαλόγους και μάλιστα ενεργά αν και ως ιεράρχης είχε απωθηθεί, και μάλιστα χωρίς να υπάρξει μετάνοια από την πλευρά των διωκτών του.

Φαίνεται η μεγαλοψυχία του αγίου Νεκταρίου έναντι της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, αλλά φτάνει μέχρι του σημείου εκείνου που δεν προδίδει εκείνα που δεν είναι δικά του, γιατί δεν έχει δικαίωμα να τα προδώσει διότι είναι του Χριστού. Αν το κάνει είναι σαν να προδίδει την ίδια την ελπίδα, τη σωτηρία του κόσμου, που είναι η Αλήθεια του Θεού, η Εκκλησία του Χριστού, η χάρις και αιωνία ζωή του Αγίου Πνεύματος. Με τον παπισμόν, γράφει ο άγιος, «η Εκκλησία διατρέχει κίνδυνον να αποβή εκ Μιας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, Εκκλησία Ρωμαϊκή η μάλλον παπική, κηρύττουσα ουχί πλέον τα των Αγίων Αποστόλων, αλλά τα των παπών δόγματα». Και προσθέτει στο τέλος:

«Γένοιτο ο Θεός κριτής μεταξύ ημών και αυτών».

Μητροπολίτου πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης κ. Αθανασίου Γιέβτιτς

Από το βιβλίο «Άγιος Νεκτάριος ο Πνευματικός, ο Μοναστικός, ο Εκκλησιαστικός Ηγέτης», Πρακτικά Διορθοδόξου Θεολογικού Επιστημονικού Συνεδρίου επί τη εκατοπεντηκοετηρίδι (1846-1996) από της γεννήσεως του Αγίου Νεκταρίου, Αίγινα 21-23 Οκτωβρίου 1996. – ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2009
 

Το είδαμε: hεδώ

Σάββατο, Νοεμβρίου 23, 2013

Τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; (ΙΓ΄Λουκᾶ)- Ἀθανάσιος Γιέφτιτς




Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τόσους ποὺ μνημονεύονται καὶ ἀναφέρονται, κανεὶς δὲν ἔχει θέσει τέτοια ριζική, ὁριακή, θὰ ἔλεγα, ἐρώτηση στὸν Χριστό, ὅσον ἕνας νέος. Σημειώνουν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅτι προσῆλθε στὸν Χριστὸ ἕνας νέος καὶ τοῦ ἔθεσε τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ ριζική, τὴν πιὸ ὁριακὴ ἐρώτηση:

«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Τί νὰ κάνω νὰ κερδίσω, νὰ ἔχω τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια; Βέβαια προσῆλθε πρὸς τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα μεγάλο σοφὸ διδάσκαλο, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί μὲ λέγεις ἀγαθόν, μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός». Τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σὰν νὰ τοῦ λέει, «μήπως θέλεις νὰ πιστέψεις ὅτι εἶμαι καὶ πάρα πέρα ἀπὸ σοφὸς διδάσκαλος;». Ἐν πάσει περιπτώσει, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ριζικὴ ἐρώτηση σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ὁ νεαρὸς δὲν ρώτησε ἀπὸ ἐγωισμό, «Κύριε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ζήσω αἰώνια», ἀλλὰ διότι εἶναι τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα στὸ νέο ἄνθρωπο νὰ ζητήσει πλῆρες νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς.

Ἡ ζωὴ αὐτὴ στὸν κόσμο καὶ κυρίως ὅπως τὴν ζεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος, σὰν νὰ ἀνοίγει μόνον τὶς ὀρέξεις γιὰ τὴ ζωή. Καὶ στὴν συνέχεια ἔρχεται ἡ ζοφερὴ πραγματικότητα καὶ σὰν νὰ δηλητηριάζει αὐτὲς τὶς ἁγνὲς ὀρέξεις, ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ἐλπίδες ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα αὐτὰ σὰν νὰ τὸν ἐρεθίζουν, σὰν νὰ αὐξάνουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα του, σὲ σημεῖο ποὺ ὅλος ὁ κόσμος δὲν φθάνει νὰ τὶς χορτάσει. Γι’ αὐτό, εἶναι φυσικὴ ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου, «τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος εἶναι τόσο τραγικὸς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Καὶ οἱ Χριστιανοί, ὅταν παραδέχονται τὸν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστό, ὅπως οἱ Μάρτυρες, ἢ τὸν ἑκούσιο θάνατο, ὅπως οἱ Ὅσιοι, τὸν παραδέχονται ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν μεταβεῖ ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι μία μετάβαση, θλιβερὴ ὅμως καὶ αὐτή, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ δυνατότητα ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ χάσουμε καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας.

Ἴσως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα κατάλληλη νὰ μιλήσω περισσότερο, ἀλλά, ἐν πάσει περιπτώσει, καὶ στὴν ψυχανάλυση τοῦ Φρόυντ καὶ στὴν κοινωνιολογία τοῦ Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παράλογο, διότι κατ’ ἀρχὴν κόβει τὶς δημιουργημένες σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ κυρίως τὴν ἀγάπη. Κόβει καὶ ἀπονοηματοποιεῖ.

Ἡ ἀγάπη, ὡς ἡ πιὸ δυνατὴ σχέση στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ὕπαρξη, διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς ἀθανασία, αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ θλίβεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, ποὺ ἀπειλεῖ αὐτὴ τὴ σχέση, ἂν ὄχι καὶ τὴν κόβει, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἑπομένως, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καὶ δύναμη καὶ ἔφεση ἀγαπητική, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη διεκδικεῖ ἀπὸ τὴ φύση της αἰωνιότητα, τὴν μὴ διακοπή, τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία δηλαδή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ αἰωνιότητα.

Ἀπ’ αὐτὸ προῆλθαν ὅλες τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δόξες, οἱ θρησκεῖες, οἱ προσδοκίες γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς ἔχουν πάρει πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς διαφορετικὴ ἑρμηνεία, θὰ ἔλεγα λάθος ἑρμηνεία, ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμίες εἶναι ἁγνὲς καὶ γνήσιες. Ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως, τῆς προοδευτικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐλπίδας, τῆς προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος καὶ πίστεως ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει καλύτερο μέλλον, εἶναι δεδομένο, δοσμένο ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ θυμᾶται ὅτι εἶναι φτιαγμένος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου στὸ εὐαγγέλιο ἦταν ἡ πιὸ ριζική, ἡ ὁριακὴ ἐρώτηση: «τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος ἤδη μὲ τὴν ὕπαρξή του (μὲ τὴν εἴσοδό του στὸν κόσμον καὶ τὴ ζωὴ αὐτὴ) στὴν αἰώνια ζωή. Ἀλλὰ τί εἶναι αἰώνια ζωή, τί περιεχόμενο θὰ ἔχει; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἤ, μὲ τὰ λόγια τὰ σημερινά, μία προπαγάνδα γιὰ νὰ ξεγελοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι μία κλίση στὴν πιὸ βαθειὰ διαίσθηση ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ ζωή, ἄλλα ζωὴ «ἐν κοινωνίᾳ», ζωὴ προσώπων, ἀδελφῶν ἐν ἀγάπῃ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ σ’ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ἀκριβῶς ἡ θεία Λειτουργία ὡς μία πρόγευση, ὡς μία προετοιμασία, ὡς μία προειδοποίηση. Ἔτσι κάπως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ὅλοι μαζὶ μὲ ἀγάπη, ἀδελφοί, σὲ χαρά, σὲ πανηγύρι.

Ἀποτελεῖται ἡ κοινωνία καὶ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ πρόσωπα· καὶ ὅσο πιὸ ἀνεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιὸ καλὴ κοινωνία. Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ἀναπτύσσονται καὶ ζοῦν φυσικὰ μόνον «ἐν κοινωνίᾳ». Ἕνας ἀτομισμὸς (τὸ κάθε ἄτομο γιὰ τὸν ἑαυτό του), μία ἰδιοτέλεια, ἕνας ἐγωισμὸς δὲν δημιουργεῖ κοινωνία προσώπων. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη (καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη) εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση, ἀλληλοπληροφορία (μὲ τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως πληροφορία, ὅτι κυκλοφορεῖ, φορεῖται μέσα μας πλήρως ἕνα περιεχόμενο, ποὺ λέγεται ἀγάπη), ἀλληλοδιείσδυση· εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων «ἐν κοινωνίᾳ», καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης «ἐν τοῖς προσώποις». Γι’ αὐτό, ὅταν λέμε ὡς Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δημιουργήσει κατ’ εἰκόνα Του, εἶναι κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνία ἀγάπης (γι’ αὐτὸ λέγεται ὁ Θεὸς ἀγάπη), καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία.

Θυμᾶμαι ἕνα φίλο μου ποὺ εἶχε ἕναν ἀδελφὸ θὰ ἔλεγα λίγο ἄρρωστο, λίγο πολὺ ἀπασχολημένο μὲ τὸν ἑαυτόν του, ποὺ ἀγνόησε τὸ σπίτι του, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους καὶ κινδύνευσε νὰ χάσει τὴν ψυχική του ὑγεία. Πίστευε βέβαια στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι καὶ τὸν Θεὸ τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτόν του, γιὰ ἕνα σκοπὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τοῦ εἶπε μία ἡμέρα ὁ φίλος μου (εἶναι μεγάλος ὁ λόγος αὐτός): « Ἀδελφέ μου, ξέχασες ὅτι εἴμαστε καλεσμένοι σὲ μία μεγάλη, αἰώνια σύναξη, σὲ μία σύνοδο, νὰ εἴμαστε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ ἀσχολούμεθα ὅλοι μὲ ὅλους μὲ ἀγάπη, καὶ ὄχι ὁ καθένας μὲ τὸν ἑαυτό του;» Εἴμαστε καλεσμένοι στὴν Ἐκκλησία. Μὴ ξεχνᾶμε τὴ μεγάλη σοφία τῶν σοφῶν Ἑλλήνων ποὺ αὐτὴ τὴ λέξη βρήκανε νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, τοὺς καλεσμένους πολίτες μιᾶς πόλεως νὰ λάβουν μέρος σὲ μία κοινὴ ὑπόθεση. Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ μεταφράσθηκε στὰ ἑλληνικὰ ὡς συναγωγὴ εἶναι τὸ ἴδιο. Πάρθηκε λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ λέξη ὡς πιὸ κατανοητή, ἀλλὰ τὸ ἴδιο περιεχόμενο ἔχει, μόνον ποὺ ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς καλεῖ, καὶ καλεῖ τοὺς πολίτες ποὺ ὅλοι εἶναι ἴσοι, ποὺ ὅλοι εἶναι ἀδέλφια· ὅλοι ἔχουμε καὶ δικαιώματα καὶ εὐθύνες, ὅλοι μετέχουν σ’ αὐτὴ τὴν κοινὴ σύναξη, τὴν σύνοδο αὐτή. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὅταν καλεῖ, καλεῖ πιὰ ὡς Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει φανερώσει ἐδῶ, ἁπτά, προσιτὰ σέ μᾶς, τὸ Θεό. Ἔχει γίνει ἀληθινὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια πιὰ καὶ ἄφθαρτη κοινωνία, στὴν Ἐκκλησία, ἀλλιῶς, φθείρεται ὁ κόσμος, φθείρεται ἡ ὕπαρξή μας, φθείρεται τὸ σύμπαν. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστός, νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια σύναξη, στὴν αἰώνια σύνοδο, στὴν αἰώνια Ἐκκλησία, καὶ ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, ἡ χαρά, ἡ πανήγυρις, ἡ θεία Λειτουργία στὴν αἰωνιότητα, ὅπου ὅλοι μὲ ὅλους θὰ συναντηθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι ἐπικοινωνοῦμε καὶ ἀναδεικνύεται τὸ πρόσωπο τοῦ καθενός, διότι εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο· ὅλος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου· ταυτόχρονα ὅμως ἀναδεικνύεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα πρόσωπα, μὲ ἀγάπη, διότι ἡ ἀγάπη ἐξισώνει ὅλους, ὅπως ἐξίσωσε τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Κι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μὲ πολὺ ἁπλὰ λόγια τὸ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ σὰν σῆμα, σὰν σημεῖο φανερώνεται ὁ Σταυρός. Εἶναι πολὺ ἁπλὰ αὐτά, ἀλλὰ τόσο ἀληθινά. Ὁ Σταυρὸς ἔχει δύο ξύλα ποὺ τὸν δημιουργοῦν, ἕνα κάθετο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ ἕνα ὁριζόντιο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε τὸ ὁριζόντιο δὲν ἔχουμε Σταυρό, ἔχουμε ἕνα δοκάρι. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε πάλι τὸ κάθετο δὲν ἔχουμε Σταυρό. Μόνον οἱ δύο ἀγάπες ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἶναι πάρα πολὺ ἀνθρώπινα αὐτά, μία ἀνθρωπιὰ πρωταρχικὴ καὶ γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Νὰ ἔχουμε σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους· ἔτσι οἰκοδομούμεθα ὡς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία.

Ἔτσι, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ εἶναι πράγματι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μία δέσμη πρωταρχικῶν ἀληθινῶν σχέσεων, προσωπικῶν σχέσεων. Γι’ αὐτὸ μιλάει γιὰ Πατέρα, γιὰ Υἱό, γιὰ φίλους, γιὰ οἰκογένεια, γιὰ σπίτι. Ἔτσι εἶναι κατανοητὸ καὶ σὲ ἁπλὰ παιδιά· καὶ δὲν εἶπε τυχαῖα ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ γίνουμε ὅλοι σὰν παιδιά. Ὁ μόνος στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὰ παιδιὰ εἶναι ὁ Χριστός, διότι ἤξερε γιατί εἶναι δημιουργημένα, καὶ τί δυνάμεις ἔχει ἡ παιδικότητα καὶ ἡ νεότητα, τί γνησιότητα ἔχει γιὰ νὰ διψάει τὴν αἰώνια ζωή. Ἐγὼ προέρχομαι ἀπὸ μία γειτονική, ἀδελφικὴ χώρα, στὴν ὁποία προσπάθησαν νὰ ἀλλάξουν τὴν πορεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, κυρίως δὲ τῶν νέων. Σήμερα, δόξα σοι ὁ Θεός, οἱ νέοι εἶναι οἱ περισσότεροι ποὺ γυρίζουν ἀκριβῶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι ἄφθαρτο, ἀθάνατο περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους, καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἀνοικτὰ σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσφέρει ἡ θεία Λειτουργία. Μᾶς μαζεύει ὅλους καὶ μᾶς δείχνει, μᾶς φανερώνει πὼς θὰ εἶναι ὅλη ἡ αἰωνιότητα: Χαρὰ ὅλων μὲ ὅλους, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ κοινωνία προσώπων. Τὸ κάθε ἕνα πρόσωπο, ἀντάξιο ὅλων τῶν ἄλλων ἀλλὰ μὴ χωρισμένο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, βρίσκει τὴ χαρά του, τὸ πλήρωμά του στὴν ἀγάπη μὲ ὅλους.

Ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, αὐτὸ τὸ νοιώθουμε μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ ὅλες τὶς ἐλλείψεις μας, μὲ ὅλες τὶς ἀποτυχίες μας θὰ ἔλεγα. Παρὰ ταῦτα μένουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τοῦ νέου ἀνθρώπου τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ προχωροῦμε πέρα ἀπὸ τὸν νέο, διότι αὐτός, ναὶ μὲν ἤθελε τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ δεσμεύτηκε μὲ πάρα πολλὰ ἄλλα, ποὺ αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ δὲν ἤτανε κακὰ (π.χ. τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ κτήματα), ἀλλὰ δεσμεύτηκε περισσότερο μὲ αὐτὰ παρὰ μὲ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ τὸν Χριστό. Ὅλα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι εὐλογημένα, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος, καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔχει δώσει ὅλα γιά μᾶς. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι πρέπει νὰ ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπ’ αὐτά, καὶ ἔτσι θὰ εἶναι πλήρης ἡ χαρά μας, ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ἀγάπης σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπὸ τὸν Θεὸ προσφέρθηκε ὡς δυνατότητα, ὡς παροχὴ δυνατότητας, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πραγματοποιήσει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν ἔχει καλέσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πολυτέλεια, ἀλλὰ εἶναι πράγματι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ χῶρος ὅπου χωρᾶμε ὅλοι, εἶναι ἡ Χώρα τῶν ζώντων (ὅπως λέγεται καὶ ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Μονὴ τῆς Χώρας), καὶ θὰ ζήσουμε ἐκεῖ ὡς πρόσωπα, ὡς ἀδελφοὶ μὲ ἀγάπη, μὲ κοινωνία, διότι γι’ αὐτὸ μᾶς ἔχει δημιουργήσει ὁ Θεός.

Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ Ἐκεῖνος καὶ ὅσοι τὸν ζητᾶνε, διότι ζητᾶνε τὴν πιὸ ἀληθινὴ ἀνθρωπιά, τὴν πιὸ ἀληθινὴ γνησιότητα, τὴν ἐκπλήρωση τῆς πιὸ ἀληθινῆς δίψας καὶ ἐλπίδας τῆς ἀνθρωπινῆς ζωῆς.

(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ πρ. Ἐπισκόπου Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέβτιτς)

Παρασκευή, Νοεμβρίου 01, 2013

Πῶς οἱ Πατέρες εἶδαν τὴν Ἁγία Γραφὴ - Επίσκοπος πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέβτιτς





Διαβάζοντας τὸν Μίλτον, μεγάλο ἄγγλο ποιητὴ τοῦ ΙΖ' αἰ, στὸ μεγάλο ποίημά του «Ὁ χαμένος Παράδεισος» ("Paradise lost"), ὅπου βασικὰ ἑρμηνεύει ὅλη τὴν Ἁγία Γραφὴ περιγράφοντας σὲ ποίημα τὴν μοίρα τοῦ ἀνθρώπου, πῶς ἔχασε τὸν Παράδεισο κτλ., ἀλλὰ καὶ στὸ δεύτερό του ἔργο «Ὁ ξανακερδισμένος Παράδεισος» (Paradise regained), ἔβγαλα τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Μίλτον βλέπει τὴν Βίβλο ὡς ἕνα ἅγιο, ἱερό, δηλαδὴ ὡς ἕνα ἁπλῶς θρησκευτικὸ βιβλίο.

Κατ' ἀρχὴν ὁ Μίλτον, ὡς προτεστάντης θεολόγος καὶ μάλιστα Καλβινιστής, ἀσχολεῖται κυρίως μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀσχολεῖται μὲ ὅλη τὴν Βίβλο, δὲν τὴν βλέπει ὅπως τὴν εἶδαν καὶ τὴν ἑρμήνευσαν οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες. Σ’ αὐτὸ τὸ κείμενο βλέπει κυρίως τὴν δόξα τοῦ θεοῦ, τὸν δοξασμὸ καὶ τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ στέκεται τόσο στὴ δημιουργία, στὰ κτίσματα, δηλαδὴ στὴν πράξη τῆς δημιουργίας καὶ στὰ δημιουργήματα.

Στὸν Μίλτον ὁ Θεὸς εἶναι κατ' ἐξοχὴν ὁ Δημιουργός. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ Τὸν βλέπει ὡς τὸ μεγαλύτερο καὶ τὸ πιὸ τέλειο κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκεῖνο ποὺ φανερώνει ἀπὸ μέσα του τὴν τελειότητα τῆς δόξης καὶ τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ, τὴν ἐξουσία καὶ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.

Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως τὴ βλέπουν οἱ Πατέρες, εἶναι στραμμένη πρὸς τὴ δόξα τοῦ Ἐρχομένου Μεσσία. Καὶ ἑπομένως εἶναι βιβλίο γιὰ τὸν Μεσσία καὶ ὄχι κατ’ ἀρχὴν γιὰ τὸν Θεό. Διότι εἶναι στραμμένη πρὸς τὴν ἐσχατολογία. Ἐνῶ ἅμα μείνουμε μόνο στὴν περιγραφὴ τῆς δημιουργίας τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στὰ κτίσματα, αὐτὸ εἶναι μᾶλλον στροφὴ πρὸς τὸ παρελθόν. Πρόκειται γιὰ μία αἰώνια στασιμότητα, γιὰ τὸ παρελθόν, γιὰ ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ἤδη εἶναι καὶ ὄχι ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔλθει, τὸν «Μέλλοντα Αἰώνα». Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο, ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει πολὺ στενό, νὰ δοῦμε τὴ Γραφὴ ἔτσι, ὡς ἕνα βιβλίο δηλαδὴ ποὺ μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Θεοῦ, τῆς δημιουργίας Του, τῆς δόξης Του καὶ γενικὰ περὶ τῶν ἤδη κτισθέντων ὄντων καὶ τῶν γεγονότων. Αὐτὴ θὰ ἦταν μία στατικὴ προσέγγιση τῆς Βίβλου.

Ἡ πατερικὴ προσέγγιση τῆς Βίβλου εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν καλβινιστικὴ καὶ φονταμενταλιστικὴ θεώρηση ποὺ εἴδαμε πρίν. Ἡ πατερικὴ ἀντίληψη ταυτίζεται μὲ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Ἰωάννου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ στροφὴ καὶ κατεύθυνση πρὸς τὸ μέλλον, πρὸς τὸν Μεσσία. Γι' αὐτὸ οἱ Πατέρες εἶδαν, ὅπως ἔχει παρατηρήσει καὶ ὁ π. Φλωρόφσκυ, καὶ στὰ λόγια ἀλλὰ καὶ στὰ γεγονότα τῆς Βίβλου, ἀκόμη περισσότερο τὸ προμήνυμα, τὴν παιδαγωγία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Μεσσία καὶ τοῦ «Μέλλοντος Αἰῶνος». Εἶναι χαρακτηριστικό, λέει ὁ π. Φλωρόφσκυ, ὅτι ὁρισμένοι Πατέρες ἤδη στὰ λόγια τῆς Γραφῆς εἶδαν τὸ προμήνυμα τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου. Αὐτὸ βέβαια ὁ π. Φλωρόφσκυ τὸ παίρνει ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο μιλάει γιὰ τὴν προενσάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἤδη ἀπὸ τὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου, τὴν ὁποία περιγράφει ἡ Βίβλος. Πάντως αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος γνώμονας, μὲ τὸν ὁποῖο oἱ Πατέρες ἐξηγοῦν τὴν Γραφή.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ λοιπόν, εἶναι γιὰ τοὺς Πατέρες κατ' ἐξοχὴν βιβλίο χριστολογικὸ καὶ ἐσχατολογικό. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο. Ὄχι «κοσμικὸ» μὲ τὴν ἔννοια κοσμολογικό, δηλαδὴ βιβλίο ποὺ μιλάει πρωτίστως περὶ τοῦ κόσμου, τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ἱστορίας του. Οὔτε θεολογικὸ μὲ μία ἔννοια γενικῆς θεολογίας. Δηλαδὴ μὲ τὴν ἔννοια λόγου περὶ Θεοῦ γενικά, περὶ Θεοῦ Δημιουργοῦ, περὶ τῆς δόξης, τῆς παντοδυναμίας καὶ τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ. Ἀλλιῶς, ἂν τὸ δοῦμε μόνο ὅπως τὸ βλέπει ὁ Μίλτον καὶ οἱ Προτεστάντες, τότε ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπομένει ἕνα κείμενο θρησκευτικό, ποὺ δὲν διακρίνεται ριζικὰ ἀπὸ ἄλλα θρησκευτικὰ κείμενα ἄλλων θρησκειῶν, ὅπως ἡ Μπαγκαβὰτ Γκίτα, ὅπως ἄλλα ἑβραϊκὰ κείμενα θρησκευτικά, ὅπως τὰ αἰγυπτιακὰ βιβλία περὶ τῶν νεκρῶν, τὸ ἔπος τοῦ Γκιλγκαμὲς κλπ.

Κάπως ἔτσι βλέπει τὴν Βίβλο ὁ Χαμένος Παράδεισος» τοῦ Μίλτον. Ὅπως καὶ ὁ δικός μας σέρβος μεγάλος ποιητὴς τοῦ περασμένου αἰώνα Νιέγκος βλέπει τὴν Ἁγία Γραφὴ στὸ μεγάλο του ποίημα «Ἀκτίνα τοῦ Μικρόκοσμου» ὡς βιβλίο ποὺ μιλάει γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τοὺς οὐρανούς, κυρίως γιὰ τὴν κοσμολογία. Ἂν καὶ ὁ Νιέγκος, ὡς ὀρθόδοξος, εἶναι περισσότερο στραμμένος πρὸς τὸν ἐσχατολογικὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν μὴ ὀρθόδοξο Μίλτον, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχει βέβαια ἐπηρεασθεῖ τουλάχιστον ὡς πρὸς τὴ βασικὴ ἰδέα. Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς ὁ ὀρθόδοξος Νιέγκος τελειώνει τὸ ποίημά του μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σαρκωθέντος καὶ Ἀναστάντος, ποὺ δίνει τὸ νόημα σ' ὅλη τὴν προηγούμενη ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ σ' ὅλο τὸ δράμα τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ ὁ παράδεισος τοῦ Μίλτον βρίσκεται κάπου στὸ παρελθόν. Ἰδέα δὲν ἔχει πὼς ὁ Παράδεισος εἶναι στὸ μέλλον, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι καὶ τὸν «Ξανακερδισμένο Παράδεισο» ("Paradise renamed") ὁ Μίλτον τὸν βλέπει στὸν ἠθικοθρησκευτικὸ ἀγώνα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Σατανᾶ στὴν ἔρημο, δηλαδὴ στοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ νίκη Του πάνω τους καὶ ὄχι στὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του, στὴ Μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Πράγμα ποὺ σημαίνει πὼς οἱ Πατέρες βλέπουν τὸν Παράδεισο στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ τελευταῖο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, στὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν καὶ ἐμεῖς ἐν τῷ Χριστῷ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος, παίρνοντας βέβαια ἀφορμὴ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅπου ὁ Χριστὸς δὲν νοεῖται χωρὶς τὸ «μυστήριο τὸν Χριστοῦ», ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐφ' ὅσον ὁ Χριστὸς ἐνσαρκώθηκε.

Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Μίλτον ξεκινάει ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπὸ τὴ Δημιουργία, ἀπὸ τὴν Πτώση, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπὸ κεῖ ξεκινώντας φθάνει στὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ μιλάει σὰν νὰ εἶναι πράγματι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχει δηλαδὴ θέση στὸ σύστημά του ἡ Χριστολογία ὡς οὐσιαστικὴ θεολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δηλαδὴ θεολογία περὶ τοῦ Μεσσία. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ξεκινάει τὰ πάντα ἀπὸ τὸν Χριστό, δὲν ἔχει Χριστολογικὴ πείρα, ποὺ σημαίνει λειτουργικὴ πείρα, ἐκκλησιαστικὴ πείρα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ εἶναι ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο, βιβλίο δηλαδὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ὄχι ἁπλῶς θρησκευτικὸ βιβλίο τῆς Συναγωγῆς, τῆς λατρείας δηλαδὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ βιβλίο ποὺ ὁδηγεῖ καὶ παιδαγωγεῖ εἰς Χριστόν. Ἀλλιῶς, ἂν πάρουμε τὴν Βίβλο μόνο ὡς ἑβραϊκὸ βιβλίο Ἱερὸ μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, παρ' ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι πάλι ἕνα θρησκευτικὸ κείμενο, ἔστω ἀποκαλυπτόμενο ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ἕνα λαό, ἀλλὰ ποὺ χωρὶς τὸ Μεσσία χάνει τὸ νόημά του. Γι' αὐτὸ δὲν τὸ καταλαβαίνουν oι Ἑβραῖοι. Ὑπάρχει ἕνα κάλυμμα στὰ κείμενα τῆς Βίβλου καὶ δὲν βλέπουν τὸ τί περιέχει μέσα του αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ ποῦ ὁδηγεῖ, ὥστε νὰ τὸ ὀνομάζει ὁ Παῦλος παιδαγωγὸν εἰς Χριστόν».

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του ἀναφέρει συζήτησή του μὲ κάποιον Ἑβραῖο, ὅπου τοῦ ἀναφέρει ὁ Ἑβραῖος ἐνάντια στὸ Χριστὸ τὰ ἀρχεῖα, τὰ ντοκουμέντα, δηλαδὴ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ ὁ Ἰγνάτιος πολὺ ἁπλὰ ἀπαντάει: «γιὰ μένα τὰ ἀρχεῖα εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση τὸν Χριστοῦ». Σὰν νὰ ἀντιπαραθέτει τὰ γεγονότα αὐτὰ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στὴ Γραφή.

Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅπως ἐγὼ εἶπα κάποτε σ' ἕναν προτεστάντη, ὅτι ἡ Γραφὴ δὲν ἔχει νόημα, εἶναι ἕνα κείμενο, ἕνα βιβλίο καὶ δὲν λύνει τίποτα. Ἔστω θεῖο, ἀποκαλυπτόμενο, ἐμπνευσμένο βιβλίο, ἀλλὰ βιβλίο. Δὲν ἔχουμε τὸ γεγονός, τὸν χῶρο ζωῆς, προσωπικῆς ζωῆς καὶ ἐπικοινωνίας, ὅπως εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ ζωντανὸ Σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία. Καὶ δὲν εἶναι μόνον ἐπειδὴ λέει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος, ὅτι δὲν θὰ ξέραμε τίποτα γιὰ τὴν Γραφὴ ἐὰν δὲν μᾶς ἐγγυάτο ἡ Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ἐγγύηση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα, τὸ κλίμα, ἡ ζωή, ὁ παλμὸς γιὰ τὴν κατανόηση τῆς Γραφῆς. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ὄργανο ἀνθρώπινο ἔξω ἀπὸ τὸν ὀργανισμό, (ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ κόψουμε τὸ χέρι νὰ τὸ μελετήσουμε καὶ ἄλλο ὅταν λειτουργεῖ μέσα στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό), ἔτσι καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὡς σκέτο θρησκευτικὸ κείμενο δὲν εἶναι κατανοητὴ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Γι' αὐτὸ οἱ Πατέρες ἔβλεπαν τὴν Γραφὴ μόνον ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὁ Παῦλος. Αὐτὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς Προτεστάντες τὴν ἑρμηνεύει αὐθαίρετα. Διότι ἡ πρὸς Ρωμαίους καὶ κυρίως ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ του εἶναι μία ἑρμηνεία ἐντελῶς δική του πρωτότυπη, καὶ κάπως αὐθαίρετη ὡς πρὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Αὐτὸς βλέπει σὲ ὅλα τὸν Χριστὸ καὶ σὲ ὅλα διακρίνει ἐκείνην τὴν τάση ποὺ ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκφράζει μὲ τὸν λόγο του ὅτι ἡ μὲν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι σκιὰ τῆς Καινῆς, ἡ Καινὴ εἶναι εἰκὼν τῶν ἐσχάτων, «ἀλήθεια δὲ ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις». (Ἀπὸ τὰ σχόλια στὸν Ἀρεοπαγίτη). Ποὺ δείχνει μία δυναμικὴ πορεία καὶ κατεύθυνση μεσιανική, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη πρὸς τὴν Καινή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ πρὸς τὴν ἐσχατολογικὴ Βασιλεία. Αὐτὰ ποὺ ἤδη καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔλεγε, ὅτι δηλαδὴ ἐκήρυττε ἡ Παλαιὰ τὸν Πατέρα, ἡ Καινὴ ἀπεκάλυψε τὸν Υἱὸ καὶ τώρα εἶναι ἡ περίοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ περίοδος ὅπου ἐμπολιτεύεται τὸ Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀκριβῶς τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς διαφεύγει, αὐτὸ ποὺ φέρνει ἡ Γραφὴ ὡς μήνυμα, ὡς μαρτυρία. Τὸ Πνεῦμα τῆς Προφητείας καὶ ἡ Νύμφη μαρτυροῦν, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη. Δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ μαρτυροῦν εἶναι ζωντανὰ πρόσωπα, ὅπως ἦσαν οἱ Προφῆτες, ὅπως ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως εἶναι ἄλλωστε ἡ Κοινότητα ἡ ἐκκλησιαστικὴ μέσα στὴ Λειτουργία.

Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τὴν ἀκοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ μέσα στὴ Λειτουργία καὶ τὴν καταλαβαίνουμε ὡς Σῶμα. Ὅλα τὰ γεγονότα ἢ τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦνται, οἱ μυσταγωγίες οἱ ἐκκλησιαστικές μας ἐξηγοῦν τί λένε τὰ λόγια στὴ Γραφή. Ἔτσι μπορεῖ κι ἕνας ἁπλὸς χριστιανὸς νὰ καταλάβει τὴ Γραφή. Τὸ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι ἡ Βίβλος εἶναι ἕνα ποτάμι ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ περάσει ἕνα ἀρνάκι καὶ μπορεῖ νὰ βυθισθεῖ σ' αὐτὸ ἕνας ἐλέφαντας. Γιὰ νὰ δείξουμε σαφέστερα, πὼς ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τὴν Ἁγία Γραφή, θὰ ἀναφέρουμε μόνο ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Εἶναι τὸ γνωστὸ χωρίο ἀπὸ τὸ «Κεφάλαια Θεολογικά» ἢ ὅπως τὰ λένε ὁρισμένοι βυζαντινολόγοι τὰ «Γνωστικὰ Κεφάλαια», περὶ Θεολογίας ἑκατοντὰς πρώτη, 66.

«Τὸ τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ Λόγου μυστήριον», λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «ἔχει πάντων τῶν τε κατὰ τὴν Γραφὴν αἰνιγμάτων καὶ τύπων τὴν δύναμιν (τὴν δυναμικὴ σημασία δηλαδὴ) καὶ τῶν φαινομένων κτισμάτων τὴν ἐπιστήμην (γνῶσιν). Καὶ ὁ μὲν γνοὺς Σταυρὸν καὶ Ταφῆς (τοῦ Χριστοῦ ἐννοεῖται) τὸ μυστήριον, ἔγνω τῶν προειρημμένων τοὺς λόγους. Ὁ δὲ τῆς Ἀναστάσεως μυηθεὶς τὴν ἀπόρρητον δύναμιν, ἔγνω τὸν ἐφ' ᾧ τὰ πάντα προηγουμένως ὁ Θεὸς ὑπεστήσατο σκοπόν».

Φαίνεται καθαρὰ σ' αὐτὸ τὸ χωρίο αὐτὴ ἡ δυναμικὴ πορεία ἀπὸ τὴ δημιουργία μέσῳ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρὸς τὴν Καινὴ καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ πρὸς τὴν ἐσχατολογικὴ Βασιλεία, πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Διότι, λέει, ἡ ἐνσωμάτωση τοῦ Λόγου, τὸ μυστήριο δηλαδὴ τοῦ Σαρκωθέντος Χριστοῦ, τοῦ θεανθρώπου, εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ καταλάβουμε τοὺς τύπους καὶ τὰ αἰνίγματα τῆς Γραφῆς. Τύποι καὶ αἰνίγματα εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράμμα ποὺ σκοτώνει, ἐνῶ τὸ πνεῦμα ζωογονεῖ. Μόνο στὸ μυστήριο τοῦ Μεσσία, τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουμε ὅ,τι ἔχει γραφεῖ. Καταλαβαίνουμε τὴν Γραφὴ ὡς λόγο καὶ ὡς τύπο καὶ ὡς συμβολισμὸ καὶ ὡς ἱστορία, δηλαδὴ περιγραφὴ γεγονότων καὶ συμβάντων. Ἀλλὰ ὁ Μάξιμος λέει στὴ συνέχεια καὶ γιὰ τὰ κτίσματα. Κι αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸν Χριστό. Ὁλόκληρη ἡ δυναμικὴ πορεία, ἡ ὀντολογικὴ πορεία τῆς κτίσεως, ὁδηγεῖ στὸν Χριστό.

Ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ πρῶτο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ στὴ συνέχεια λέει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφή, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς καταλαβαίνει τὸ τί εἶπα προηγουμένως, δηλαδὴ τοὺς λόγους αὐτῶν τῶν αἰνιγμάτων καὶ τῶν τύπων τῆς Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ τῶν κτισμάτων. Αὐτὰ ὅλα ἰσχύουν μέχρι καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφὴ δηλαδή. Ἡ Ἀνάσταση ἤδη εἶναι γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο καὶ καινοδιαθηκικὸ γεγονὸς ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογικό. Καὶ ὅποιος ἔχει μυηθεῖ σ' αὐτὴν τὴν ἀπόρρητο δύναμη (ἀπόρρητος γιατί δὲν χωράει ἀκόμη σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, εἶναι περισσότερο λειτουργικὰ ποὺ τὸ ζοῦμε), αὐτὸς γνωρίζει τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο δημιούργησε ὁ Θεὸς τὰ πάντα. Ἄρα ἀπὸ τὰ ἔσχατα, ἀπὸ τὸ τέλος, ἀπὸ τὸ Ω ἑρμηνεύει τὴν ἀρχή, δηλαδὴ τὸ Α. Εἶναι χαρακτηριστικὴ αὐτὴ ἡ δυναμική, ἐσχατολογική, μεσσιανική, βασιλικὴ καὶ λειτουργική, δηλ. εὐχαριστιακὴ βάση, μὲ τὴν ὁποία ὁ Μάξιμος ἑρμηνεύει. Εἶναι ὁ δυναμισμὸς τῆς Γραφῆς.
Μία τέτοια προσέγγιση τῆς Γραφῆς, ὅπως αὐτὴ τῶν Πατέρων, δὲν μειώνει τὴ σημασία τῶν λόγων τῆς Γραφῆς, ἀλλὰ τοὺς τοποθετεῖ μέσα στὴ ζωντανὴ μήτρα, ὅπου αὐτὰ ὅλα λειτουργοῦν. Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὴν Εἰκονογραφία, ὅπου ὅπως ἔλεγε ἕνας ἱστορικός τῆς τέχνης στὴν Σερβία οἱ Εἰκόνες δὲν εἶναι ἁπλῶς καλλιτεχνικὰ ἔργα καὶ δὲν κατανοοῦνται οἱ τοιχογραφίες ἂν δὲν εἶναι στὴν Ἐκκλησία καὶ μέσα σὲ μία Λειτουργία. Τότε οἱ Προφῆτες, οἱ Μάρτυρες, οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων, ἡ Πλατυτέρα, τὰ πάντα, ἡ κάθε εἰκόνα, λειτουργεῖ, ἐπειδὴ βρίσκεται στὴ μήτρα της καὶ ἔτσι ταυτόχρονα συνδέεται μὲ τὴν ὑμνωδία καὶ μὲ ὅλη τὴν μυσταγωγία ποὺ τελεῖται στὸ ναό! Ἐκεῖ ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἕνα ζωντανὸ σῶμα καὶ ὄχι ἀποκόμματα ἢ κύτταρα ἢ ὅπως λέει ὁ Παῦλος γράμματα ποὺ σκοτώνουν.

Τὸ λάθος τῶν Ἑβραίων κυρίως αὐτῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι ἀπομόνωσαν τὴν Γραφὴ ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴν ἔχασαν. Στὸ Ἰσλὰμ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη ἡ τραγωδία, γιατί αὐτοὶ γύρισαν καὶ πρὸς τὰ πίσω ἀκόμη. Οἱ Ἑβραῖοι τουλάχιστον στάθηκαν μέχρις ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ τὸ Κοράνιο δὲν εἶναι βιβλίο γιὰ τὸ Θεό, μὴ μᾶς ποῦν πὼς εἶναι βιβλίο γιὰ τὸ Θεό. Εἶναι περισσότερο βιβλίο ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὴ μὴ οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ τοῦ Μωάμεθ μὲ τὸ Θεό. «Πλανάσθε μὴ γνωρίζοντες τὴν Γραφὴν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ Χριστὸς στοὺς Φαρισαίους. Ἡ δύναμη αὐτὴ εἶναι ἡ ἄμεση ἐπαφή, ἡ ἐπικοινωνία.

Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως τὴ ζοῦμε ἐκκλησιαστικά, εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ πνέει μέσα στὸ γράμμα. Ἄλλωστε οἱ Ἀπόστολοι τὴ γράψανε ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, οἱ προφῆτες ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Αὐτὸ τοὺς ὁδηγοῦσε καὶ αὐτό μᾶς τὴν ἑρμηνεύει πάλι μέσα στὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα τὴν ἐκκλησιαστική, μὲ τὴν ἔμπνευσή Του, μὲ τὴν ἐσωτερικὴ πνοή Του. Ἀφοῦ λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι δὲν μποροῦμε οὔτε κἄν νὰ προσευχηθοῦμε, ἂν τὸ Πνεῦμα δὲν προσεύχεται μέσα μας, πόσο μᾶλλον δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν Γραφή, ἂν τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα δὲν μιλήσει ἀπὸ μέσα μας καὶ μᾶς ἀποκαλύψει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἔχουν μία πιὸ ἄμεση προσέγγιση στὴ Γραφή, ἀμέσως τοὺς μιλάει στὴν καρδιά, ἐνῶ ἄλλοι, πολὺ μορφωμένοι, ἀναπτύσσουν διάφορες θεωρίες, ποὺ τοὺς ἀπομακρύνουν τελικὰ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ τοὺς κλείνουν τὴ Γραφή.

Ἂς προσθέσουμε ὅμως ἀκόμη κάτι ποὺ θεωροῦμε σημαντικό. Ἡ Γραφὴ ἔχει κάποιαν, ἂς ποῦμε, ἀδυναμία. Σὰν νὰ χάνει τὴ σιγουριὰ ὡς δυνατὸ κείμενο, ἔτσι ποὺ τὴν προσεγγίζουν οἱ Πατέρες. Ἐξαρτᾶται πολὺ ἀπὸ τὸ μέλλον, εἶναι στραμμένη «ἐν ἐλπίδι Χριστοῦ» καὶ βεβαίως μεταφέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄλλο ἐπίπεδο, στὴν ἀβέβαιη βεβαιότητα. Ἀλλὰ μὴν ξεχνᾶμε πὼς οἱ Πατέρες μιλοῦσαν καὶ γιὰ τὴν «θεαρχικὴ ἀσθένεια» τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ τὴν παντοδυναμία Του, ὅπως μιλάει ὁ Μίλτον, ποὺ ὅλη τὴν ὥρα στέκεται σ' αὐτήν. Ἀλλὰ τὸ παράδοξο τῶν Πατέρων εἶναι αὐτὴ ἡ «θεαρχικὴ ἀσθένεια». Ἡ ἀσθένεια τῆς Γραφῆς εἶναι ὅτι ὅταν τὴν προσπελάζεις δὲν σοῦ ἐπιβάλλεται, δὲν εἶναι μία τυραννία ἔστω καὶ τῆς ἀλήθειας, ποὺ πείθει. Εἶναι λεπτὴ ὅπως ἡ αὔρα στὸν προφήτη Ἠλία. Δὲν ἔπεισε τὸν Προφήτη οὔτε ἡ θύελλα, οὔτε φουρτούνα, οὔτε σύννεφα ἀλλὰ ἡ λεπτὴ αὔρα τοῦ Πνεύματος. Εἶναι πολὺ σεβαστὴ καὶ ἡ στάση ἡ δική μας πρὸς τὴν Βίβλο καὶ τῆς Βίβλου πρὸς ἐμᾶς. Αὐτὰ μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες καὶ οἱ Ἅγιοι. Γι' αὐτὸ εἶχαν τόση εὐλάβεια πρὸς τὴν Βίβλο. Ἀλλὰ ὄχι λατρεία πρὸς τὴν Βίβλο, σὰν νὰ μποροῦσε νὰ ἀντικαταστήσει καὶ ὑποκαταστήσει τὸ Θεὸ ἕνα βιβλίο. Ἔβλεπαν τὴ Γραφὴ ὡς τὸ βιβλίο τῆς Κοινότητας, μέσα στὴ λατρευτική, λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἑρμηνεῖες τους δὲν ἦσαν συνήθως γραμμένες γιὰ κείμενα, ἀλλὰ περισσότερο ὁμιλίες λειτουργικὲς ποὺ τὶς ἐκφωνοῦσαν μέσα στὸ ναὸ καὶ ἔτσι λειτουργοῦν αὐτὲς οἱ ἑρμηνεῖες οἱ πατερικές, μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐξ ἄλλου, κάποιος στὴν ἐποχὴ μας ἔχει διαπιστώσει πὼς στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἔγραψαν οἱ μεγάλοι ἑρμηνευτὲς Πατέρες, ἐκεῖ ἀκριβῶς ὑπάρχει καλύτερη ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Διότι οἱ ὕμνοι ἑρμηνεύουν μὲ τὸ λειτουργικὸ τρόπο, γεγονὸς μὲ γεγονός, εἰκόνα μὲ εἰκόνα, τύπο μὲ τύπο. ἀνάλογα μὲ τὴν πληρότητα ποὺ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία ἔναντί τῆς Συναγωγῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μάλιστα στραμμένοι πρὸς τὸ μέλλον μὲ τὴν πρόγευση τῆς Βασιλείας. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀναγωγική, τυπολογική, μυσταγωγικὴ ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, ποὺ καὶ αὐτὴ λειτουργεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς μία ἐπιστήμη. Βεβαίως χρειάζεται καὶ νὰ ἔχουμε καὶ νὰ ξέρουμε τὶς βιβλικὲς ἐπιστῆμες. Ὅμως ἡ ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ ἑρμηνεία δὲν εἶναι κατ' ἀρχὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ εἶναι στάση ζωῆς. Εἶναι κλήση καὶ εἴσοδος καὶ μύηση στὸ μεγάλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ποὺ εἶναι κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Τὰ λόγια τῶν Γραφῶν μέσα στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς κοινωνίας, δηλαδὴ ζωντανῆς ἐπικοινωνίας, γίνονται κατανοητὰ καὶ ὄχι ἀντικειμενοποιημένα αὐτὰ καθεαυτό, ὡς ἀρχὲς θρησκευτικές, δογματικὲς ἢ ὅποιες ἄλλες.

Εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ οἱ ἐντολὲς Του ἀκόμη ποὺ συνάπτουν σχέση ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ τὸ Θεό. «Τὸ ὄνομά Σου ὀνομάζομεν», δὲν εἶναι ταυτολογία. Σημαίνει ψελλίζω τὸ ὄνομά Σου καὶ μὲ αὐτὸ ἤδη ἐπικοινωνῶ μαζί Σου σὰν ἀγαπημένος μὲ τὸ ἄλλο ἀγαπημένο πρόσωπο. Σὰν τὸ παιδὶ μὲ τὴ μητέρα ἢ καὶ τὴ μητέρα μὲ τὸ παιδί. Σημασία ἔχει θὰ ἔλεγα περισσότερο τὸ ὅτι συνομιλοῦν μεταξύ τους καὶ ὄχι τὸ τί λένε. Τὸ γεγονὸς ὅτι συνομιλοῦν σημαίνει μία σχέση, μία κοινωνία. Ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἔτσι τὴν ἑρμήνευσαν. Ὡς βιβλίο γιὰ τὸν Μεσσία περὶ τοῦ Μεσσία καὶ γιὰ τὴν αἰώνια θέση μας στὸ Μεσσία, ὅπως βιώνεται ἀπὸ ἐδῶ στὴν Εὐχαριστία.


 

Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2011

«Τί ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» (Κυριακή ΙΓ΄Λουκά)

 
Του πρ. Επισκ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης, Αθαν. Γιέβτιτς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Ευαγγέλιο, από τόσους που μνημονεύονται και αναφέρονται, κανείς δεν έχει θέσει τέτοια ριζική, οριακή, θα έλεγα, ερώτηση στον Χριστό, όσον ένας νέος.  Σημειώνουν οι Ευαγγελιστές ότι προσήλθε στον Χριστό ένας νέος και του έθεσε την πιο μεγάλη, την πιό ριζική, την πιο οριακή ερώτηση:
«Διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Τί να κάνω να κερδίσω, να έχω τη ζωή την αιώνια; Βέβαια προσήλθε προς τον Χριστό ως, ένα μεγάλο σοφό διδάσκαλο, γι’ αυτό ο Χριστός του απάντησε: «Γιατί με λέγεις αγαθόν, μόνον ο Θεός είναι αγαθός». Του υπενθυμίζει την ιδιότητα του Θεού και με αυτόν τον τρόπο σαν να του λέει, «μήπως θέλεις να πιστέψεις ότι είμαι και πάρα πέρα από σοφός διδάσκαλος;». Εν πάσει περι­πτώσει, η ερώτηση αυτή είναι η πιο ριζική ερώτηση σ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητος. Και ο νεαρός δεν ρώτησε  από εγωισμό, «Κύριε, τί να κάνω για να ζήσω αιώνια», αλλά διότι είναι το πιο φυσικό πράγμα στο νέο άνθρωπο να ζητήσει πλήρες νόημα και περιεχόμενο της ζωής.
 Η ζωή αυτή στον κόσμο και κυρίως όπως την ζει ο νέος άνθρωπος, σαν να ανοίγει μόνον τις ορέξεις για τη ζωή. Και στην συνέχεια έρχεται η ζοφερή πραγματικότητα και σαν να δηλητηριάζει αυτές τις αγνές ορέξεις, εφέσεις, επιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ελπίδες που έχει ο άνθρωπος. Όλα αυτά σαν να τον ερεθίζουν, σαν να αυξάνουν την πείνα και τη δίψα του, σε σημείο που όλος ο κόσμος δεν φθάνει να τις χορτάσει. Γι’ αυτό, είναι φυσική η ερώτηση του νέου, «τί να κάνω για να έχω ζωήν αιώνιον;». Διότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος για τη ζωή την αιώνιο. Γι’ αυτό ο θάνατος είναι τόσο τραγικός για όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Και οι Χριστιανοί, όταν παραδέχονται τον βίαιο θάνατο για τον Χριστό, όπως οι Μάρτυρες, ή τον εκούσιο θάνατο, όπως οι Όσιοι, τον παραδέχονται επειδή ακριβώς έχουν μεταβεί ήδη από αυτή τη ζωή  στην αιώνια ζωή. Ο θάνατος είναι μια μετάβαση, θλιβερή όμως και αυτή, διότι μας υπενθυμίζει τη δυνατότητα ότι μπορούμε να πεθάνουμε, ότι μπορούμε να χάσουμε και το Θεό και την αιώνια ζωή και τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας.
Ίσως δεν είναι αυτή η ώρα κατάλληλη να μιλήσω περισσότερο, αλλά, εν πάσει περιπτώσει, και στην ψυχανάλυση του Φρόυντ και  στην κοινωνιολογία του Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ότι ο θάνατος είναι ένα παράλογο, διότι κατ’ αρχήν κόβει τις δημιουργημένες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και κυρίως την αγάπη. Κόβει και  απονοηματοποιεί.
Η αγάπη, ως η πιο δυνατή σχέση στην ανθρώπινη ζωή και ύπαρξη, διεκδικεί για τον εαυτόν της αθανασία, αιωνιότητα. Γι’ αυτό και θλίβεται ο άνθρωπος όταν έρχεται ο θάνατος, που απειλεί αυτή τη σχέση, αν όχι και την κόβει, για εκείνους που δεν πιστεύουν. Επομένως, αν ο άνθρωπος έχει μέσα του και δύναμη και έφεση αγαπητική, και αυτή η αγάπη διεκδικεί από τη φύση της αιωνιότητα, την μη διακοπή, την αφθαρσία, την αθανασία δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος για αιωνιότητα.
Απ’ αυτό προήλθαν όλες των ανθρώπων οι επιθυμίες, οι δόξες, οι θρησκείες, οι προσδοκίες για την αιώνια ζωή. Ας έχουν πάρει πολλές απ’ αυτές διαφορετική ερμηνεία, θα έλεγα λάθος ερμηνεία, αλλά ως επιθυμίες είναι αγνές και γνήσιες. Ακόμη και σε εκείνους που δεν πιστεύουν στο Θεό, η αίσθηση της δυνάμεως, της προοδευτικότητας του ανθρώπου, της ελπίδας, της προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος και πίστεως ότι μπορεί να γίνει καλύτερο μέλλον, είναι δεδομένο,  δοσμένο από τον φιλάνθρωπο Θεό στον άνθρωπο, για να θυμάται ότι είναι φτιαγμένος για την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό, η ερώτηση του νέου στο ευαγγέλιο ήταν η πιο ριζική, η οριακή ερώτηση: «τί πρέπει να κάνω για να έχω ζωήν αιώνιον;»
Ο άνθρωπος είναι καλεσμένος ήδη με την ύπαρξή του (με την είσοδό του στον κόσμον και τη ζωή αυτή)  στην αιώνια ζωή. Αλλά τί είναι αιώνια ζωή, τί περιεχόμενο θα έχει; Δεν είναι απλώς ένα θρησκευτικό κήρυγμα, ή, με τα λόγια τα σημερινά, μια προπαγάνδα για να ξεγελούμε τους ανθρώπους, αλλά είναι μία κλίση  στην πιο βαθειά διαίσθηση που έχει ο άνθρωπος για ζωή, άλλα ζωή «εν κοινωνία», ζωή προσώπων, αδελφών εν αγάπη. Και αυτή είναι ακριβώς η Εκκλησία του Χριστού, και σ’ αυτό μας καλεί ακριβώς η θεία Λειτουργία ως μία πρόγευση, ως μία προετοιμασία, ως μία προειδοποίηση. Έτσι κάπως θα είναι η αιώνια ζωή, όλοι μαζί με αγάπη, αδελφοί, σε χαρά, σε πανηγύρι.
Αποτελείται η κοινωνία και μπορεί να αποτελείται μόνον από πρόσωπα· και όσο πιο ανεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιο καλή κοινωνία. Κι’ από την άλλη μεριά, τα ανθρώπινα πρόσωπα αναπτύσσονται και ζουν φυσικά μόνον «εν κοινωνία». Ένας ατομισμός (το κάθε άτομο για τον εαυτό του), μία ιδιοτέλεια, ένας εγωισμός δεν δημιουργεί κοινωνία προσώπων. Γι’ αυτό η αγάπη (και ο Θεός είναι αγάπη, ο Χριστός είναι αγάπη) είναι αλληλοπεριχώρηση, αλληλοπληροφορία (με την πρωταρχική έννοια της λέξεως πληροφορία, ότι κυκλοφορεί, φορείται μέσα μας πλήρως ένα περιεχόμενο, που λέγεται αγάπη), αλληλοδιείσδυση· είναι αλληλοπεριχώρηση των προσώπων «εν κοινωνία», και της κοινωνίας της αγάπης «εν τοις προσώποις». Γι’ αυτό, όταν λέμε ως Ορθόδοξοι ότι ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα του Θεού, ή ο Θεός τον έχει δημιουργήσει κατ’ εικόνα Του, είναι κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος, που είναι η κοινωνία Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, κοινωνία αγάπης (γι’ αυτό λέγεται ο Θεός αγάπη), και ο άνθρωπος είναι καλεσμένος σ’ αυτήν την κοινωνία.
Θυμάμαι ένα φίλο μου που είχε έναν αδελφό θα έλεγα λίγο άρρωστο, λίγο πολύ απασχολημένο με τον εαυτόν του, που αγνόησε το σπίτι του, τους συγγενείς, τους φίλους και κινδύνευσε να χάσει την ψυχική του υγεία. Πίστευε βέβαια στο Θεό, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι και τον Θεό τον χρησιμοποιούσε για τον εαυτόν του, για ένα σκοπό του εαυτού του. Του είπε μία ημέρα ο φίλος μου (είναι μεγάλος ο λόγος αυτός): « Αδελφέ μου, ξέχασες ότι είμαστε καλεσμένοι σε μία μεγάλη, αιώνια σύναξη, σε μία σύνοδο, να είμαστε όλοι μαζί και να ασχολούμεθα όλοι με όλους με αγάπη, και όχι ο καθένας με τον εαυτό του;» Είμαστε καλεσμένοι στην Εκκλησία. Μη ξεχνάμε τη μεγάλη σοφία των σοφών  Ελλήνων που αυτή τη λέξη βρήκανε να μιλήσουν για την εκκλησία του δήμου, τους καλεσμένους πολίτες μίας πόλεως να λάβουν μέρος σε μία κοινή υπόθεση.  Η εβραϊκή λέξη που μεταφράσθηκε στα ελληνικά ως συναγωγή είναι το ίδιο. Πάρθηκε λοιπόν η ελληνική λέξη ως πιο κατανοητή, αλλά το ίδιο περιεχόμενο έχει, μόνον που ο Χριστός είναι εκείνος που μας καλεί, και καλεί τους πολίτες που όλοι είναι ίσοι, που όλοι είναι αδέλφια· όλοι έχουμε και δικαιώματα και ευθύνες, όλοι μετέχουν σ’ αυτή την κοινή σύναξη, την σύνοδο αυτή. Αυτό είναι η Εκκλησία. Αλλά ο Χριστός, όταν καλεί, καλεί πια ως Θεός που έγινε άνθρωπος, που έχει φανερώσει εδώ, απτά, προσιτά σε μας, το Θεό. Έχει γίνει αληθινός άνθρωπος για να μας αναγάγει στην αιώνια πια και άφθαρτη κοινωνία, στην Εκκλησία, αλλιώς, φθείρεται ο κόσμος, φθείρεται η ύπαρξή μας, φθείρεται το σύμπαν. Μόνον ο Θεός μπορεί να δώσει αφθαρσία και αθανασία. Γι’ αυτό ήρθε ο Χριστός, να μας αναγάγει  στην αιώνια σύναξη, στην αιώνια σύνοδο, στην αιώνια Εκκλησία, και εκεί θα είναι το πλήρωμα της ζωής, η χαρά, η πανήγυρις, η θεία Λειτουργία στην αιωνιότητα, όπου όλοι με όλους θα συναντηθούμε ενώπιον του Θεού και μαζί με το Θεό και με τους ανθρώπους. Όλοι επικοινωνούμε και αναδεικνύεται το πρόσωπο του καθενός, διότι είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο·  όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο ένα και μόνο πρόσωπο ενός ανθρώπου· ταυτόχρονα όμως αναδεικνύεται σε κοινωνία με άλλα πρόσωπα, με αγάπη, διότι η αγάπη εξισώνει όλους, όπως εξίσωσε το Θεό με τους ανθρώπους.
Κι’ αυτό ο Χριστός με πολύ απλά λόγια το είπε στο Ευαγγέλιο. Όλο το Ευαγγέλιο έχει την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον και σαν σήμα, σαν σημείο φανερώνεται ο Σταυρός. Είναι πολύ απλά αυτά, αλλά τόσο αληθινά. Ο Σταυρός έχει δύο ξύλα που τον δημιουργούν, ένα κάθετο, είναι η αγάπη προς το Θεό, και ένα οριζόντιο, είναι η αγάπη προς τον πλησίον. Εάν αφαιρέσουμε το οριζόντιο δεν έχουμε Σταυρό, έχουμε ένα δοκάρι. Εάν αφαιρέσουμε πάλι το κάθετο δεν έχουμε Σταυρό. Μόνον οι δύο αγάπες αποτελούν την ουσία του Χριστιανισμού αλλά και την ουσία της ανθρώπινης ζωής. Είναι πάρα πολύ ανθρώπινα αυτά, μία ανθρωπιά πρωταρχική και για όλη την αιωνιότητα. Να έχουμε σχέση με το Θεό και με τους άλλους· έτσι οικοδομούμεθα ως πρόσωπα, αλλά και ως κοινωνία.
Έτσι, το Ευαγγέλιο είναι πολύ απλό, αλλά είναι πράγματι για την αιώνια ζωή. Διότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο μία δέσμη πρωταρχικών αληθινών σχέσεων, προσωπικών σχέσεων. Γι’ αυτό μιλάει για Πατέρα, για Υιό, για φίλους, για οικογένεια, για σπίτι. Έτσι είναι κατανοητό και σε απλά παιδιά· και δεν είπε τυχαία ο Χριστός ότι θα γίνουμε όλοι σαν παιδιά. Ο μόνος στην ιστορία της ανθρωπότητας που απευθύνεται προς τα παιδιά είναι ο Χριστός, διότι ήξερε γιατί είναι δημιουργημένα, και τι δυνάμεις έχει η παιδικότητα και η νεότητα, τι γνησιότητα έχει για να διψάει την αιώνια ζωή. Εγώ προέρχομαι από μία γειτονική, αδελφική χώρα, στην οποία προσπάθησαν να αλλάξουν την πορεία των ψυχών των ανθρώπων, κυρίως δε των νέων. Σήμερα, δόξα σοι ο Θεός, οι νέοι είναι οι περισσότεροι που γυρίζουν ακριβώς προς την Εκκλησία, προς τον Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι άφθαρτο, αθάνατο περιεχόμενο της ζωής τους, και εδώ, αλλά και ανοικτά σ’ όλη την αιωνιότητα. Αυτό προσφέρει η θεία Λειτουργία. Μας μαζεύει όλους και μας δείχνει, μας φανερώνει πως θα είναι όλη η αιωνιότητα: Χαρά όλων με όλους, με αγάπη και με κοινωνία προσώπων. Το κάθε ένα πρόσωπο, αντάξιο όλων των άλλων αλλά μη χωρισμένο απ’ όλους τους άλλους, βρίσκει τη χαρά του, το πλήρωμά του στην αγάπη με όλους.
      Εμείς, ως Ορθόδοξοι, αυτό το νοιώθουμε με όλες τις αδυναμίες μας, με όλες τις ελλείψεις μας, με όλες τις αποτυχίες μας θα έλεγα. Παρά ταύτα μένουμε σ’ αυτή την ερώτηση του νέου ανθρώπου του Ευαγγελίου, αλλά και προχωρούμε πέρα από τον νέο, διότι αυτός, ναι μεν ήθελε την αιώνια ζωή, αλλά δεσμεύτηκε με πάρα πολλά άλλα, που αυτά καθ’ εαυτά δεν ήτανε κακά (π.χ. τα υπάρχοντά του, τα κτήματα), αλλά δεσμεύτηκε περισσότερο με αυτά παρά με την αιώνια ζωή, με τον Χριστό. Όλα της ζωής αυτής είναι ευλογημένα, είναι οίκος του Θεού ο κόσμος, και ο Θεός τα έχει δώσει όλα για μας. Αλλά ο άνθρωπος πρέπει να καταλάβει ότι πρέπει να ανυψωθεί πάνω απ’ αυτά, και έτσι θα είναι πλήρης η χαρά μας, η χαρά της αιώνιας αγάπης σε κοινωνία με τον Θεό εν τω Χριστώ. Από τον Θεό προσφέρθηκε ως δυνατότητα, ως παροχή δυνατότητας, για να μπορεί ο άνθρωπος να πραγματοποιήσει αυτό για το οποίο τον έχει καλέσει ο Θεός. Γι’ αυτό ο Χριστός δεν είναι πολυτέλεια, αλλά είναι πράγματι η οδός, η αλήθεια και η αιώνια ζωή για μας τους ανθρώπους, είναι ο χώρος όπου χωράμε όλοι, είναι η Χώρα των ζώντων (όπως λέγεται και η μεγαλοπρεπής Μονή της Κωνσταντινουπόλεως, η Μονή της Χώρας), και θα ζήσουμε εκεί ως πρόσωπα, ως αδελφοί με αγάπη, με κοινωνία, διότι γι’ αυτό μας έχει δημιουργήσει ο Θεός.
Ας είναι ευλογημένος και Εκείνος και όσοι τον ζητάνε, διότι ζητάνε την πιο αληθινή ανθρωπιά, την πιο αληθινή γνησιότητα, την εκπλήρωση της πιο αληθινής δίψας και ελπίδας της ανθρωπινής ζωής.


(Απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα του πρ. Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης  Αθανασίου Γιέβτιτς)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...