Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Κωνσταντίας και Αμμοχώστου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Κωνσταντίας και Αμμοχώστου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Απριλίου 04, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ, Αποστ.Ανάγνωσμα: Φιλιπ. 4.4-9

Η Κυριακή των Βαΐων μας εισάγει στο λειτουργικό κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδας. Άλλωστε ο κύκλος των εορταζόμενων γεγονότων έχει αρχίσει από εχθές με την εορτή της αναστάσεως του Λαζάρου στη Βηθανία. Γίνεται περιγραφή δύο γεγονότων της Ανάστασης του Λαζάρου και της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Η θεολογική σκέψη του Απ. Παύλου περιστρέφεται γύρω απ την προαγγελία που κάνει ότι ο Κύριος εγγύς, δηλαδή ο Κύριος έρχεται σύντομα. Ο Απόστολος Παύλος όταν αναγγέλλει και βεβαιώνει για την εγγύτητα  της ελεύσεως του Χριστού, εννοεί τη Δευτέρα Παρουσία και τη φανέρωση της δόξας του Υιού του Θεού να κάθεται δοξασμένος στα δεξιά του Πατέρα και ως κριτή της Οικουμένης. Λειτουργικά η προειδοποίηση ότι «ο Κύριος εγγύς» σημαίνει τη πορεία του Χριστού προς το Πάθος, μια πορεία που άρχισε από σήμερα με την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα και θα κορυφωθεί με το σταυρικό θάνατο, την ταφή και την Ανάστασή του. Μέσα από αυτά τα γεγονότα θα φανερωθεί η θεϊκή δόξα του πάσχοντος και αναστημένου Χριστού. Έτσι γίνεται προετοιμασία για την υποδοχή του Κυρίου. Εντούτοις η αποστολική περικοπή μας δίνει ορισμένες προτροπές  για το πώς να προετοιμασθούμε και να δεχθούμε το Χριστό. Πρώτη προτροπή του Απ. Παύλου είναι το «χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε, πάλιν ερώ χαίρετε». Η χαρά είναι ένα από τα κεντρικά θέματα της επιστολής προς Φιλιππησίους. Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζει ότι «όποιος είναι με το Θεό πάντοτε, πάντοτε χαίρει» (P.G 62, 283). Η χαρά των Χριστιανών πηγάζει από τον Κύριο, απορρέει από την πίστη μας στον Κύριο. Είναι καρπός της αδιάκοπης κοινωνίας μαζί του. Τότε μπορεί να χαίρεται ο πιστός και η χαρά του να είναι γνήσια όταν είναι ενωμένος με τον Κύριό του και αγωνίζεται να ζήσει κατά το θέλημα του Κυρίου. Η χριστιανική χαρά είναι συνεχής. Διαποτίζει ολόκληρη τη ζωή των πιστών. Εφόσον η χαρά μας πηγάζει από τον ίδιο τον Κύριο, τον ζώντα και αληθινό Θεό, τότε είναι αδιάκοπη διότι και η πηγή της είναι αστείρευτη και ανεξάντλητη. Μπορούμε και πρέπει να χαιρόμαστε πάντοτε. Ακόμη και κατά την ώρα των δοκιμασιών και των θλίψεων που αναπόφευκτα παρακολουθούν τη ζωή μας στον παρόντα κόσμο. Αυτό ακριβώς εννοεί ο Παύλος, όταν συνιστά οι πιστοί να χαίρονται πάντοτε. Η ταυτόχρονη  συνύπαρξη  στη ζωή των Χριστιανών  της λύπης και της χαράς, που προκαλεί στους πιστούς ο διάβολος και ο κόσμος (Ιω.16,33), και της χαράς που τους παρέχει η κοινωνία τους με τον Χριστό αποτελεί ένα από τα αξιοθαύμαστα γνωρίσματα του χριστιανικού αγώνα. Δεύτερη προτροπή του Αποστόλου Παύλου είναι  το «επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις». Η επιείκεια σημαίνει τη σωστή και πρέπουσα συμπεριφορά του ανθρώπου έναντι του άλλου και γενικά σημαίνει την ηπιότητα και καλοσύνη και στον τρόπο αντιμετωπίσεως του συνανθρώπου.  Ο Απ. Παύλος προτρέπει τους Χριστιανούς να δείξουν τέτοια συμπεριφορά έναντι όλων των ανθρώπων. Η επιείκεια πρέπει να επιδεικνύεται όχι μόνο στους αδελφούς μας, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, αλλά και προς τους εχθρούς και προς τους αντιπάλους μας (PG 62, 283).  Ο επιεικής είναι ευγενής, γνωρίζει να αποφεύγει τη σκληρή συμπεριφορά και τους λόγους, γιατί πολλές φορές μας πληγώνουν. Η επιείκεια δεν φανερώνει  αδυναμία, αλλά είναι συνέπεια της εσχατολογικής βεβαιότητας ότι ο «Κύριος εγγύς». Ωστόσο μέσα στο ίδιο κλίμα εντάσσεται και η τρίτη προτροπή του Αποστόλου: «Μηδέν μεριμνάτε, αλλ’ εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει  μετά ευχαριστίας τα αιτήματα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν». Εφόσον ο ερχομός του Κυρίου είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια και κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά, οι Χριστιανοί καλούμαστε να σταθούμε ελεύθεροι από την αγωνιώδη μέριμνα και τις ατελείωτες βιοτικές φροντίδες που κλονίζουν την πίστη στην πρόνοια του Θεού, που αφαιρούν από τις ψυχές μας τη χαρά που μας γεμίζουν άγχος και αγωνία. Ο Απόστολος δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα τη μέριμνα για την οποία αναφέρεται. Είναι ενδεχόμενο να εννοεί τόσο τη μέριμνα για την οποία μίλησε ο Κύριος (Ματθ. 6,25) όσο και τη μέριμνα των Φιλιππησίων για τα ζητήματα της Εκκλησίας τους ή ακόμη για την κατάσταση  του ιδίου του Παύλου που βρισκόταν στη φυλακή. Αυτό που θέλει να διδάξει ο Απ. Παύλος είναι ότι οι Χριστιανοί οφείλουν να εμπιστεύονται τα πάντα στην πρόνοια του Θεού και αν διατηρούν τις καρδιές τους απρόσβλητες από τη σύγχυση και την αγωνία που προκαλεί η αγχώδης μέριμνα. Έπειτα η προσευχή ως τρόπος επικοινωνίας με τον Θεό μπορεί να είναι δέηση και παράκληση να μας διαφυλάξει από τις θλίψεις  και τους κινδύνους. Ακόμη πρέπει να ευχαριστούμε τον Θεό για όλα τα πράγματα ακόμη και γι’ αυτά που φαίνονται να είναι δυσάρεστα. Το να ευχαριστεί κάποιος τον Θεό όταν όλα στη ζωή του έρχονται κατ’ ευχήν είναι κάτι το φυσικό. Όμως το να τον  ευχαριστεί και για τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που επιτρέπει αυτό αποτελεί γνώρισμα πραγματικά ευγνώμονος ψυχής. Οι προτροπές του απ. Παύλου προς τους Φιλιππησίους ολοκληρώνονται όταν ο Απόστολος καλεί  τους παραλήπτες  της επιστολής να σκέπτονται και να προσέχουν με σκοπό ασφαλώς να επιδιώξουν στη συνέχεια και τη εφαρμογή τους «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, εις τις αρετή και ει τις έπαινος». Εν κατακλείδι, όπως επανειλημμένως είπαμε, ο Απ. Παύλος απευθύνει αυτή τη σειρά συμβουλών και προτροπών έχοντας υπ’ όψη και λέγοντας ότι «ο Κύριος εγγύς» Για μας αυτή η προειδοποίηση  ότι «ο Κύριος εγγύς» έχει την ισχύ της κατά διπλό τρόπο. Η πρώτη  είναι η  εσχατολογική έλευση του Χριστού για την οποία πρέπει απαραιτήτως να προετοιμαζόμαστε ανά πάσα στιγμή. Η δεύτερη είναι αυτή του ερχομού και της πορείας του Χριστού προς το Πάθος και την Ανάσταση. Έτσι, καλούμαστε σήμερα Κυριακή των Βαΐων, εν όψει της εισόδου μας στη Μεγάλη Εβδομάδα, να εντείνουμε την πνευματική μας προετοιμασία για την υποδοχή του σταυρωθέντος και αναστάντος Κυρίου μας εφαρμόζοντας το σύνολο των συμβουλών  και προτροπών του Απ. Παύλου. - See more at: 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 21, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ, Αποστ. Ρωμ. 13, 11 – 14, 4

Βρισκόμαστε στο κατώφλι της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Κυριακή της Τυρινής. Ονομάζεται έτσι γιατί επιτρέπεται η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων την Κυριακή αυτή, αλλά και την εεβδομάδα που προηγείται. Το αποστολικό ανάγνωσμα καλεί τους πιστούς να προετοιμαστούν κατάλληλα, ενόψει της ένδοξης έλευσης του Χριστού. Μέσα από δύο αντιθέσεις τις οποίες λαμβάνει από τον φυσικό κόσμο, ο Απόστολος Παύλος αναπτύσσει στους Ρωμαίους μια μεγάλη πραγματικότητα. Την πραγματικότητα του φωτός και του σκότους. Γι΄ αυτό και είναι πολύ χαρακτηριστική η φράση του: «Η νυξ προέκοψεν η δε ημέρα ήγγικεν». (Ρωμ ΙΓ΄ 12). Να αφήσουν στην άκρη τα έργα της αμαρτίας και να αναλάβουν τα όπλα του φωτός. Δεδομένου ότι η μέρα και η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου δεν είναι σε κανένα γνωστή,  χρειάζεται η προετοιμασία του καθενός.
Ο Απόστολος των εθνών μας καλεί να εγκαταλείψουμε τον αμαρτωλό τρόπο ζωής και να επιλέξουμε το δρόμο της αρετής που είναι λουσμένος από το φως του Χριστού. Αυτό  είναι  και  το  μήνυμα  που  στέλνει  η  Εκκλησία  μας,  λίγο πριν  εισέλθουμε  στο  «Στάδιο  των  αρετών». Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μια πορεία με  εσωτερικά χαρακτηριστικά, όπου καλούμαστε να γνωρίσουμε  τον  εαυτό  μας,  για  να  συναντήσουμε  τον  Θεό  μας αναστημένο  εκ  των  νεκρών,  αφού  περάσουμε  από  το  καμίνι  του Πάθους  και  του  Σταυρού.  Σ’  αυτή  την  πορεία,  που  εικονίζει  την πορεία  ολόκληρης  της  ζωής  του  Χριστιανού,  οφείλουμε  να εγκαταλείψουμε  τα  πάθη  μας,  να  παλέψουμε  με  τις  αδυναμίες,  να αναμετρηθούμε με τον κακό εαυτό μας. Αυτά θα τα επιτύχουμε αφού χρησιμοποιήσουμε  τις  πνευματικές  εκείνες  δυνατότητες,  που  μάς παρέχει η Εκκλησία μας,  για  τις  οποίες  ομιλεί ο Απόστολος Παύλος. Αυτές είναι οι αρετές. Οι αρετές – πνευματικά γυμνάσματα, στα οποία καλούμαστε να συναγωνιστούμε  την  περίοδο  που  ανοίγεται  μπροστά  μας,  είναι  η νηστεία, η προσευχή, η  ταπείνωση, η  ελεημοσύνη, η  αγάπη, κυρίως, όμως, η μετάνοια. Όλα αυτά  τα πνευματικά κεφάλαια  συνθέτουν  τον καμβά του πνευματικού μας αγώνα και βοηθούν στην πνευματική μας ολοκλήρωση  και  τελική  ένωσή  μας  με  τον  Θεό.  Πρέπει,  όμως,  να ξεκαθαρίσουμε  κάτι  πολύ  σημαντικό.  Οι  αρετές  από  μόνες  τους, προβαλλόμενες  ως  ανθρώπινα  κατορθώματα,  αποξενωμένες  από  την χάρη  του  Θεού,  οδηγούν  στα  αντίθετα  από  τα  επιδιωκόμενα αποτελέσματα.  Αυτό  συμβαίνει,  γιατί  είναι  δυνατόν  να  εξάρουν  τον εγωισμό μας, προκειμένου να πιστέψουμε στη δήθεν πνευματική μας αυτάρκεια. Όποιος οδηγείται σ’ αυτό το συμπέρασμα, την  ίδια στιγμή  καταστρέφει ότι έκτισε μέσα του. 
Για  να  έχει  αποτελέσματα  ο  αγώνας  της  αρετής  και  να  μη γίνεται  μάταια,  πρέπει  να  απογυμνωθεί  από  εξωτερικά χαρακτηριστικά, που  επιζητούν  την  ανθρώπινη  επιδοκιμασία και  να περιοριστεί  στο  εσωτερικό  πεδίο  της  ύπαρξής  μας.  Λέει χαρακτηριστικά  ο  Αββάς  Ησαΐας:  «Εκείνος  ο  οποίος  κομπιάζει  και αγωνίζεται διά την αρετήν και δε φροντίζει να αποκρύπτεται, ώστε να μην  αντιλαμβάνονται  οι  άνθρωποι  την  καλήν  του  αυτήν  εργασίαν, ομοιάζει  προς  οικίαν,  της  οποίας  έχουν  αφαιρεθεί  η  θύρα  και  τα παράθυρα  και  ως  εκ  τούτου,  ευκόλως  εισέρχεται  εντός  αυτής  οποιοδήποτε ερπετόν θελήσει». Την  εσωτερική  διάσταση  των  αρετών  διακηρύσσει  και  ένας  ακόμα  λαμπρός  εκπρόσωπος  της  ασκητικής  γραμματείας,  ο  Όσιος Ισαάκ ο Σύρος, που σημειώνει: «Αρετή δεν είναι επίδειξη πολλών και  διαφόρων  πράξεων  που  επιτελούνται  μέσω  του  σώματος,  αλλά  το περιεχόμενο σοφότατης καρδιάς, την οποία στηρίζει η ελπίδα προς τον Θεό. Την καρδιά αυτή συνδέει προς τα κατά  Θεόν  επιτελούμενα έργα ο ορθός σκοπός» .
 Στον  πειρασμό  της  επίδειξης  των  εξωτερικών  σχημάτων  της ευσέβειάς  τους,  των  αρετών  τους  δηλ.  υποπίπτουν  συχνά  πολλοί αδελφοί  μας  Χριστιανοί,  κυρίως  σε  περιόδους  σαν  κι  αυτή  της Μεγάλης  Τεσσαρακοστής. Έχουν  την ψευδαίσθηση  ότι  η  κατάκτηση των  αρετών  μπορεί  από  μόνη  της  να  εξασφαλίσει  την  σωτηρία  της  ψυχής και  την  ένωση με  τον Θεό. Δεν κατάλαβαν ποτέ ότι οι αρετές είναι εργαλεία δοσμένα από τον Θεό, τα οποία καθίστανται ενεργά και χρήσιμα όταν χρησιμοποιούνται ως καρπός Θείας φώτισης, έμπνευσης και  Χάρης,  που  δίδονται  σε  καρδιές  ταπεινές,  που  έχουν  μάθει  να εργάζονται μυστικά και ταπεινά.  Γι’ αυτό, ας  έχουμε  πάντα  κατά  νου,  αυτό  που έλεγε  ο Όσιος  Σεραφείμ  του  Σάρωφ  και  αυτό  ας  είναι  ο  σκοπός  του αγώνα μας τη Σαρακοστή που  ξεκινά :  «Δεν  είναι  οι αρετές  ο  σκοπός  της  ζωής,  αλλά η  απόκτηση  του Αγίου Πνεύματος».  Όταν Αυτό εντυπωθεί στη ζωή μας και πληρώσει την ύπαρξή μας, τότε οι  αρετές  θα  είναι  το  φυσικό  επακόλουθο,  η  επιβράβευση  του  Θεού στον πνευματικό μας αγώνα.
 Ένα άλλο φοβερό αμάρτημα στο οποίο αναφέρεται εδώ ο Απόστολος Παύλος είναι η κατάκριση, την οποία πρέπει να αποφεύγουμε όλοι ανεξαιρέτως με κάθε τρόπο από τη ζωή μας. Οι πιστοί θα λογοδοτήσουν ο καθένας ξεχωριστά γα τις πράξεις και τη ζωή του ενώπιον του Θεού. Ο ίδιος ο Χριστός μας τονίζει να μην κρίνουμε τους συνανθρώπους μας για να μην μας κρίνει και εμάς ο Θεός. Με το κριτήριο που κρίνουμε θα κριθούμε και με το μέτρο που μετράμε θα μετρηθούμε (Ματθ. 7,1-2). Η κατάκριση περιέχει εωσφορικό εγωισμό και εκβάλλει την αγάπη που πρέπει να δείχνουμε προς τους άλλους συνανθρώπους μας. Έτσι νουθετεί τους πιστούς να δέχονται τους άλλους χωρίς να τους κατακρίνουν. Αν κάποιος έχει ασθενική πίστη να τον δεχόμαστε και να τον στηρίζουμε και όχι να τον κατακρίνουμε. Ιδιαίτερα την περίοδο αυτή που ξεκινά η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να μην κατακρίνουμε τους συνανθρώπους μας. Θέλοντας να μας φανερώσει πόσο φοβερό πράγμα είναι η κατάκριση μας λέει: «ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις ένα ξένο υπηρέτη;». Όλοι οι πιστοί είμαστε ίσοι μεταξύ μας δούλοι στον ίδιο Κύριο, πως είναι δυνατόν να κρίνουμε ο ένας τον άλλο. Το έργο αυτό ανήκει μόνο στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, που είναι ο μοναδικός κριτής της ζωής του κάθε ανθρώπου.
Ο Απόστολος Παύλος μας προειδοποιεί και μας συμβουλεύει. Ο υμνογράφος της  Εκκλησίας μας, βασισμένος στον Απόστολο Παύλο αναγγέλλει: «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται. Οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε....Και αναλαβόντες την πανοπλίαν του Σταυρού, τω εχθρώ αντιμαχησώμεθα, ως τείχος άρρηκτον κατέχοντες την πίστιν, και ως θώρακα την προσευχήν, και περικεφαλαίαν την ελεημοσύνην. Αντί  μαχαίρας την νηστείαν, ήτις εκτέμνει από καρδίας πάσαν κακίαν». Το στάδιο των αρετών έχει ανοίξει. Όσοι θέλετε να αγωνιστείτε εισέλθετε....Και αφού φορέσαμε την πανοπλία του Σταυρού, ας πολεμήσουμε τον εχθρό, έχοντας την πίστη σαν στέρεο τείχος και σαν θώρακα την προσευχή και περικεφαλαία την ελεημοσύνη. Στη θέση του μαχαιριού τη νηστεία, που βγάζει από την καρδιά κάθε κακία. ΚΑΛΟ ΣΤΑΔΙΟ.


 Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

Σάββατο, Δεκεμβρίου 13, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ’ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ) Ευαγγ. ανάγνωσμα: Λουκ. ιδ’ 16 – 24 (14-12-2014)

                                                
                                                                                                       Ιεροδιακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου
 Κυριακή των Προπατόρων

Η σημερινή Κυριακή μαζί με την επόμενη Κυριακή, μας τοποθετούν στην τελική ευθεία της υποδοχής της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων. Πλησιάζοντας την «Μητρόπολη των εορτών», η Εκκλησία μας παρουσιάζει σήμερα τους ανθρώπους εκείνους της Παλαιάς Διαθήκης που δέχθηκαν την κλήση του Θεού, για να γίνουν συνεργοί στο μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας όλων των ανθρώπων. Αν και η Κυριακή είναι αφιερωμένη στους κατά σάρκα προπάτορες του Κυρίου, ωστόσο η ευαγγελική περικοπή που διαβάζεται  από το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Λουκά αναφέρεται στην παραβολή του μεγάλου δείπνου. Η παραβολή αυτή, μια από τις πλέον σημαντικές παραβολές του Χριστού γιατί θέτει άμεσα τον προβληματισμό περί της βασιλείας του Θεού, η οποία λαμβάνει την πραγμάτωση της στο πρόσωπο του Χριστού και φέρνει τον άνθρωπο ενώπιον της ευθύνης του ν’ απαντήσει θετικά ή αρνητικά στην κλήση του Θεού.

 Oι «κλητοί» και οι «εκλεκτοί»

Ο Ιησούς Χριστός είναι προσκεκλημένος μαζί με άλλους σε τραπέζι που έκανε πλούσιος Φαρισαίος. Εκεί βρίσκει την ευκαιρία αφενός μεν να διδάξει τους παρόντες Ιουδαίους στο να επικεντρώνουν στην ουσία του νόμου και όχι στην τυπική κατανόησή του με αφορμή θαύμα που πραγματοποίησε ημέρα Σάββατο σ’ έναν υδρωπικό. Αφετέρου δε να ελέγξει τον εγωισμό τους μιλώντας για την αρετή της ταπείνωσης αφού έβλεπε με ποιο τρόπο οι καλεσμένοι διάλεγαν τις πρώτες θέσεις στο τραπέζι «των πρωτοκλισιών», αποκλείοντας παράλληλα από αυτά όλους των πτωχούς και καταφρονημένους συνανθρώπους τους. Έκανε μάλιστα τη σύσταση στον οικοδεσπότη να προσφέρει γεύμα στους φτωχούς, ανάπηρους, κουτσούς και τυφλούς, γιατί τότε θα είναι ευτυχής αφού δεν θα μπορέσουν να του το ανταποδώσουν. Θα ανταποδοθεί όμως όπως του είπε, στην ανάσταση των νεκρών. Όταν τα άκουσε αυτά κάποιος από τους συνδαιτυμόνες, παρατήρησε: «Μακάριος όποιος πάρει μέρος στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού, μαζί με τον Μεσσία και τους λοιπούς Πατριάρχες του Ισραήλ». Και ο Κύριος του απαντά στην παρατήρηση του αυτή με τη σημερινή παραβολή.

 «Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς».Ένας πλούσιος άρχοντας, ετοίμασε μεγάλο δείπνο και κάλεσε μέλη της υψηλής κοινωνίας να τιμήσουν την βασιλική τράπεζα. Αν και καθένας από τους προσκεκλημένους προβάλλει την δική του δικαιολογία και αρνείται την πρόσκληση, ουσιαστικά όλοι ενεργούν πανομοιότυπα. Ο ένας αγόρασε κάποιο χωράφι και θέλει να πάει να το δει, να χαρεί την αγορά και να απολαύσει την αύξηση της περιουσίας του. Άρα δεν έχει χρόνο να χάσει και διάθεση να συμμετάσχει σε κάποια κοινή εκδήλωση. Ο δεύτερος «ζεύγη βοών ηγόρασε πέντε» και θέλει να πάει να τα δοκιμάσει, μήπως τον εξαπάτησε ο πωλητής και θιγούν τα οικονομικά του συμφέροντα. Ο τρίτος προβάλλει την δικαιολογία του γάμου του και θεωρεί αδιανόητο να χάση την προσωπική του χαρά και να μοιραστεί την ευτυχία του με τους άλλους. Και οι τρεις καταλήγουν στην ίδια απάντηση: «Έχε με παρητημένον».

 Η παραβολή ερμηνεύεται μέσα σε εσχατολογικά λεγόμενα πλαίσια, εκείνα δηλαδή που φανερώνουν τη βασιλεία του Θεού. Στο Δείπνο λοιπόν της βασιλείας του ο Κύριος κάλεσε πολλούς. Όχι όλους σε πρώτη φάση, διότι μέσα στο σχέδιο της οικονομίας του Θεού, πρώτα κλήθηκαν οι Ιουδαίοι (αυτοί που θεωρούνταν ο εκλεκτός λαός του) και έπειτα όλοι οι άλλοι. Στους πρώτους μάλιστα υπήρξε μία διπλή πρόσκληση: μία αρχική για να  προετοιμαστούν και μία τελική για να ανταποκριθούν όταν όλα θα ήταν έτοιμα. Η αρχική πρόσκληση πραγματοποιήθηκε με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης που κατά καιρούς στέλνονταν από τον Θεό, προκειμένου να κηρύξουν μετάνοια και να προετοιμάσουν το έδαφος για τον ερχομό του Μεσσία, ενώ η τελική με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον ίδιο τον Ιησού Χριστό ο οποίος ακριβώς ήλθε ως ο Μεσσίας που φανέρωνε στο πρόσωπό του αυτήν την βασιλεία. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές μέσα από την παραβολή. Η τελική πρόσκληση βρίσκει απροετοίμαστους τους επίσημους πρώτους προσκεκλημένους, που με εντελώς αθεμελίωτες δικαιολογίες αρνούνται την προσέλευσή τους, φανερώνοντας ότι η επιλογή και η προτεραιότητα της ζωής τους είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από τη βασιλεία του Θεού και το θέλημά του. Αυτό άλλωστε ζητάμε καθημερινή στην Κυριακή Προσευχή-Πάτερ ημών «Ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημα σου»

 Η απορριπτική στάση στην πρόσκληση του Κυρίου οδηγεί σε διπλή αντίδρασή: από τη μια ο Άρχοντας προβάλει την αρνητική του στάση διαγράφοντας διαπαντός τη συμμετοχή των Ιουδαίων στο τραπέζι της Βασιλείας του, εφόσον θα συνεχίσουν να τηρούν την ίδια στάση «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου», από την άλλη επιταχύνει την κλήση στους απλούς και καταφρονεμένους Ιουδαίους, ώστε και αυτοί να μετάσχουν του Δείπνου όπως και φέρνει σ’ αυτό και τους εκτός της πόλεως των Ιουδαίων, δηλαδή όλους τους εθνικούς και ειδωλολάτρες. Κι αυτό φαίνεται να είναι το αρχικό θέλημα του Θεού, διότι ο πόθος του είναι «ίνα γεμισθή ο οίκος του». Με άλλα λόγια στη βασιλεία του Θεού είναι προσκεκλημένοι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκουν ή τη φυλή και το έθνος τους. Ο Θεός αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και η χαρά του είναι ακριβώς η συμμετοχή όλων τους σε αυτό. Αυτό άλλωστε κήρυσσαν έκτοτε και οι απόστολοι, με το χαρακτηριστικό στίχο του Αποστόλου Παύλου στην προς Γαλάτας Επιστολή «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ  ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ∙ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού». (Γαλ. γ’ 28).    
Μέσα από την σημερινή παραβολή εικονίζεται καθαρά την Εκκλησία που εκφράζεται σε αυτό που συνιστά τον πυρήνα της, τη Θεία Ευχαριστία. Κάθε Κυριακή ο Κύριος, μας καλεί στο μεγάλο του δείπνο και εμείς δεν ανταποκρινόμαστε. Περιφρονούμε την μεγάλη τιμή να παρακαθίσουμε στο θεϊκό τραπέζι, επιστρατεύοντας διάφορες δικαιολογίες, όπως οι καλεσμένοι της παραβολής. Ενώ είμαστε κλητοί, δεν θέλουμε να γίνουμε εκλεκτοί.
Η Εκκλησία τοποθέτησε επίτηδες την ευαγγελική περικοπή αυτή  λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, για να δείξει ότι αν δεν γίνουμε κι εμείς έτοιμοι προς μετοχή στο τραπέζι της Βασιλείας του, τη Θεία Ευχαριστία εν προκειμένω, δεν υπάρχει περίπτωση να εορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, ως γέννηση του Χριστού στις καρδιές μας. Αυτό συνιστά και το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων. Δεν θα ζήσουμε το νόημα των Χριστουγέννων με το στόλισμα του δένδρου, αν προηγουμένως δεν κοσμήσουμε την ψυχή μας κι αν δεν την ετοιμάσουμε να παρακαθίσει στο μεγάλο δείπνο της Θείας Λειτουργίας. Και όχι μόνο τις ημέρες αυτές, αλλά τακτικά κάθε Κυριακή και σε κάθε εορτή μας καλεί η Εκκλησία στο Μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.

Σάββατο, Νοεμβρίου 22, 2014

Κυριακή Θ΄ Λουκά, Ευαγγ. ανάγνωσμα: Λουκ. ιβ΄ 16-21 (23-11-2014)


 

 Αφορμή για να πει ο Χριστός την Παραβολή του άφρονα πλούσιου έδωσε η φιλονικία  δύο αδελφών για κληρονομικές διαφορές. Ο Χριστός γνώριζε, ότι είχαν υποταχθεί στην μανία των υλικών αγαθών. Στην παραβολή δεν μιλά για τον πλούτο, αλλά για την προσκόλληση στα υλικά αγαθά τα οποία εγκυμονούν κινδύνους. Και αντί οποιασδήποτε παρέμβασης του στο πρόβλημα των διαδίκων αδελφών, έκανε ένα κήρυγμα και έδωσε το κλειδί της εφαρμογής για το συγκεκριμένο παράδειγμα του πλουσίου της παραβολής. Το Ευαγγέλιο είναι πάντοτε επίκαιρο. Είναι ένας καθρέφτης, στον οποίον, εάν κοιτάξουμε με προσοχή, θα δούμε τον άθλιο εαυτό μας, τις κακίες και τα πάθη που έχουμε. Στο σημερινό δε ευαγγέλιο βλέπουμε ένα από τα φοβερότερα ελαττώματα. Ονομάζεται πλεονεξία. Πλεονεξία είναι το να μην είναι ευχαριστημένος κανείς σ’ αυτά που έχει, αλλά να ζητεί όλο και περισσότερα. Ποτέ να μη λέει  «Δόξα σοι, ο Θεός». Είναι μια εκδήλωση του ατομιστικού και εγωϊστικού πνεύματος. Στη σημερινή παραβολή βλέπουμε την εικόνα του πλεονέκτη.
Ας προσέξουμε τις λέξεις που χρησιμοποιεί.  «Τα γενήματά μου», «τα αγαθά μου»  Πόσο αμαρτωλό εκείνο το «μου»! Αυτό θα μας καταστρέψει. Ήταν δικά του; Πρώτα-πρώτα ο σπόρος. Μέσα του κλείνει τεράστια δύναμη αναπαραγωγής. Ποιος του έδωσε τη δύναμη αυτή; Χίλιοι γεωπόνοι και άλλοι τόσοι επιστήμονες να μαζευτούν, ένα σπόρο δε μπορούν να κάνουν. Ο σπόρος λοιπόν που έσπειρε ο πλούσιος δεν ήταν δικός του. Έπειτα το χώμα. Για να φυτρώσει ο σπόρος, θέλει χώμα. Τι είναι το χώμα; Άλλο πάλι μυστήριο. Το χώμα που πατούμε έχει τεράστια δύναμη. Χιλιάδες τώρα χρόνια βλαστάνει, φυτρώνει συνεχώς. Είναι γόνιμο, να η αξία του. Πάρτε δυό γλάστρες, μία γεμάτη χρυσάφι και μία γεμάτη χώμα, και σπείρετε σπόρο. Το
χρυσάφι δε φυτρώνει, είναι στείρο, ενώ το χώμα είναι ευλογημένο· βγάζει δέντρα, καρπούς, άνθη. Ποιός το έκανε; Ο σπόρος λοιπόν του Θεού, το χώμα του Θεού. Αλλά για να φυτρώσει ο σπόρος στο χώμα θέλει και νερό. Αν ο ουρανός δε βρέξει, ξεράθηκαν τα πάντα. Απαραίτητος είναι και ο ήλιος· χωρίς τις ακτίνες του τίποτα δεν ευδοκιμεί. Με λίγα λόγια, όλα του Θεού είναι. Εν τούτοις ο πλούσιος λέει «τα αγαθά μου». Δεν είναι δικά σου, κύριε. Δεν άκουσες ποτέ το λόγο «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. 23,1); Του Κυρίου είναι και η γη και όλα τα αγαθά της. Δεν είμαστε ιδιοκτήτες, μόνο διαχειριστές. Αυτοί που συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες Χαρακτηριστικό σύμπτωμα και εκδήλωμα αυτής της νοσηρής κατάστασης είναι η πλεονεξία. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης φαίνεται ότι αποκτά τέτοια δύναμη, ώστε να καλλιεργεί επιμελώς μια εμπαθή σχέση με πρόσωπα και πράγματα, μια ορμή για κτητικότητα και κυριαρχία. Είναι, μια σχέση παράγωγο της ανθρώπινης φιλαυτίας. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η πλεονεξία είναι αυτή που φέρει τα πάνω κάτω. Επινόησε την ανισότητα, κατέλυσε την αρμονία, καλλιεργεί τη μισανθρωπία, προκαλεί τους πολέμους, τη βία, την καταπίεση, την εκμετάλλευση, γεννά τη χειρότερη μορφή ειδωλολατρίας –τη λατρεία του χρήματος— και όλα τούτα «νόμιμα», αφού κάθε εξουσία έχει τον τρόπο να νομιμοποιεί. Οι Πατέρες μιλούν για άδικους νόμους, αυθαιρεσία της εξουσίας, καπηλεία θεσμών και αξιών, κοινωνική αδικία και αναλγησία, για το θέατρο της υποκρισίας. Η φρενώδης όρεξη για αύξηση του πλεονάσματος οδηγεί σε κατάσταση ψύχωσης και αλλοτρίωσης, όταν γίνεται αυτοσκοπός, όπως στη σημερινή χρηματοοικονομία. Με αφορμή το πάθος της πλεονεξίας δίνεται από τον Ιησού η παραβολή του άφρονος πλουσίου. «Προσέχετε από την πλεονεξία», λέει, «γιατί τα πλούτη, όσο περίσσεια κι αν είναι, δεν δίνουν την αληθινή ζωή στον άνθρωπο.» Είναι άκρως ενδιαφέρον ότι στη συγκεκριμένη παραβολή η προέλευση του πλούτου δεν παρουσιάζεται ως καρπός φανερής αδικίας και κλοπής. Ο άφρων ήταν γαιοκτήμονας και η γη του έδωσε μεγαλύτερη σοδειά, την οποία έπρεπε να συνάξει. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στην «περιουσία» του και ανθρώπους που ήταν στη δούλεψή του με άθλιες συνθήκες εργασίας και φυσικά κατακράτηση της παραγωγής. Σύμφωνα με μια καθώς πρέπει ερμηνεία, Ιουδαϊκή στην προέλευσή της, αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ευλογία Θεού. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Οι Πατέρες είναι σαφείς: Το πλεόνασμα προέρχεται από την κλοπή εκείνων που το έχουν πραγματική ανάγκη. Αν ο κατέχων δεν αρπάζει άμεσα, ωστόσο αποστερεί έμμεσα, αφού το ογκούμενο πλεόνασμα παράγει υστέρημα, εξαιτίας της ανισοκατανομής των κοινών αγαθών.  Υπάρχει μόνο μια μικρή διαφορά ανάμεσα στον κλέφτη και στον πλεονέκτη, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Ο πρώτος κλέβει τη νύχτα, ενώ ο δεύτερος την ημέρα. Η φιλαυτία είναι η στάση ζωής του πλουσίου που έχει χάσει το μυαλό του. Διότι ο άφρων πλούσιος δεν βλέπει τίποτε άλλο παρά την ψευδανάγκη να αυξάνει τις υποδομές του, ζώντας με τη φρεναπάτη της απόλυτης ασφάλειας: «ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου.» Υπάρχει βέβαια και ο σωζόμενος πλούσιος. Εκείνος που ενώ με τίμια μέσα αποκτά ή κληρονομεί πλούτο, θεωρεί τον εαυτό του οικονόμο αυτού του πλούτου για τις ανάγκες του κόσμου. Όμως, με τη λέξη «οικονόμος» δεν εννοούμε αυτόν που κάνει ελεημοσύνες. Η ελεημοσύνη μπορεί να μην είναι έργο αγάπης, ούτε απαραιτήτως «οικονομεί» κάτι. «Οικονομική» είναι η χρήση του πλούτου, όταν δίνει το περίσσευμα στους άλλους, αναπληρώνοντας το υστέρημά τους. Αυτή είναι η αληθινή κοινωνικότητα. Αυτός είναι ο αληθινά φιλάνθρωπος, εκείνος που δεν θεωρεί τίποτε δικό του. Είναι διαχειριστής στη περιουσία του Θεού, που προσφέρει τα μεγάλα –τον ήλιο, τη βροχή, τη γη— σε όλους ανεξαιρέτως. Ας θυμηθούμε την «έμορφη, ευγενική» φράση  των Πατέρων, ότι δεν ισχύει για μας «το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα». Κάποια στιγμή το θέατρο αυτής της ζωής τελειώνει. Και ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι από όσα κατείχε και χρησιμοποιούσε στη σκηνή τίποτε δεν του ανήκει. Και αυτό το κορμί του θάβεται στη μητέρα γη. Στο πικρό τέλος της παραβολής ο Θεός λέει στον ανόητο: «άφρων, αυτή τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου. Κι αυτά που ετοίμασες, σε ποιόν θα ανήκουν;» Ποιοί απαιτούν την ξεμοναχιασμένη ζωή του, αν όχι ο Θεός; Οι δαίμονες θα τον σύρουν πλέον στον τόπο της επιλογής του: στην άβυσσο της ακοινωνησίας, στο σκοτάδι της αφιλίας, στην πραγματική εμπειρία του πραγματικού θανάτου. Αυτός ο πλούσιος δεν έχει ούτε όνομα, ούτε μνήμη, ούτε σωτηρία. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη θεραπείας πριν το τέλος της παράστασης. Είναι η καταπολέμηση της πλεονεξίας και της φιλαυτίας. Ὁ πρακτικός τρόπος για την αντιμετώπιση της πρώτης –της πλεονεξίας– είναι η άσκηση και παραμονή μας στα χρειώδη, τα αναγκαία. Οι αισθήσεις απαιτούν ολοένα και περισσότερα, τρέφουν την ανικανοποίητη βουλιμία μας. Παραιτούμενοι από τις απαιτήσεις αυτές, αρκούμεθα στα αναγκαία του βίου: την απλή τροφή, το απλό ένδυμα, το απλό κατάλυμα, κατά τη συμβουλή του αποστόλου Παύλου.
Ο Θεός μιλά στο τέλος της παραβολής, αλλά μέσα από την παραβολή μιλά κάθε στιγμή, αιώνια παρών, στον καθένα μας προσωπικά, ώστε να έχουμε ανοιχτά και άγρυπνα τα μάτια της ψυχής.   


Τρύφωνα Παπαγιάννη, θεολόγου, καθηγητού Μ.Ε

Κυριακή ΚΔ΄ Επιστολών, Αποστ. ανάγνωσμα: Προς Εφεσίους 2, 14-22 (23-11-2014)

 Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αναπτύσσει ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος: αναφέρεται στο «μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τω Θεώ» (Εφεσ. 3,9).  Το μυστήριο δηλαδή της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων, το οποίο αποκάλυψε στην ανθρωπότητα ο Ιησούς Χριστός.  Η σωτηρία των ανθρώπων πραγματοποιείται «εν Χριστώ» μέσα στην Εκκλησία και αποτελεί προϊόν της αγάπης και της χάριτος του Θεού, και μέσα σ’ αυτήν ενώνονται και αποτελούν ένα σώμα οι πρώην εχθροί μεταξύ τους Ιουδαίοι και Εθνικοί.
 Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι άνθρωποι ήταν διαιρεμένοι σε αυτά τα δύο έθνη, το ιουδαϊκό και το εθνικό (ειδωλολάτρες). Ζούσαν πολύ κοντά αλλά ήταν εχθρικά διακείμενοι ο ένας προς τον άλλο. Οι μεν Ιουδαίοι σιχαίνονταν τους Εθνικούς θεωρώντας τους άπιστους και ακάθαρτους. Οι δε Εθνικοί απέφευγαν τους Ιουδαίους χαρακτηρίζοντάς τους ως δεισιδαίμονες και ακοινώνητους. Η Έφεσος λοιπόν, υπήρξε μια κοινότητα της οποίας οι κάτοικοι ήταν ειδωλολάτρες, ξένοι προς τις υποσχέσεις και τις διαθήκες. Αργότερα όμως, μετά τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, η κοινότητα πλέον φέρεται να είναι καλά θεμελιωμένη και να κατέχετε από πνεύμα διάκρισης. Υπάρχει καλή διδασκαλία, εξακολουθεί  όμως να υφίσταται ένα βασικό χαρακτηριστικό πρόβλημα η απουσία της αγάπης προς τον Χριστό αλλά και μεταξύ των ανθρώπων.
«Χριστός εστίν η ειρήνη ημών»
 Με έξαρση σχεδόν ποιητική ο Απόστολος των Εθνών ξεκινά να περιγράφει το ειρηνευτικό και ενοποιό έργο του Χριστού. Ενώ θα περιμέναμε ως συνήθως να δούμε τον Απόστολο Παύλο να κάνει λόγο για κρίση και οργή του Θεού εναντίον των Ιουδαίων και Εθνικών που βρίσκονταν μέσα στην αμαρτία. Εδώ μιλάει για τον πλούτο της θείας αγάπης που συμφιλιώνει τις δύο αυτές αντίθετες θρησκευτικές ομάδες και προσφέρει την ειρήνη. Ο Χριστός «ως άρχων ειρήνης» κατά τον προφητικό λόγο του Ησαῒα (Ησ. 9,6), στάθηκε μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης, ανάμεσα στους δύο πραγματικούς κόσμους, του Θεού και του ανθρώπου, άπλωσε τα χέρια του, και ειρηνοποίησε τη γη με τον ουρανό, ένωσε δηλαδή το άνθρωπο με το Θεό.
 Από πού πηγάζει όμως αυτή η ειρήνη; Η ειρήνη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και κύριο γνώρισμα της θεότητας, καθώς ονομάζετε «Θεός της ειρήνης» (Β΄ Κορ. 13,11). Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό της ειρήνης με φύση ειρηνική. Και η αγαπητική σχέση του με τον Δημιουργό του μέσα στον παράδεισο ήταν απόλυτα ειρηνική καθότι ήταν στοιχείο έμφυτο. Αλλά από τη στιγμή που σήκωσε σημαία ανταρσίας και εναντιώθηκε στο θέλημα του Θεού, αυτή η αγαπητική σχέση μαζί Του διαταράχθηκε, και η ειρήνη φυγαδεύτηκε από την καρδιά του. Τότε ανάμεσα σ’ αυτή τη σχέση ανυψώθηκε μεσότοιχο πανύψηλο «το μεσότειχον του φραγμού», που μας χώριζε από τον Θεό.

 Κατά μια άλλη ερμηνεία με τη φράση αυτή «το μεσότειχον του φραγμού» ο Απόστολος Παύλος παραπέμπει στο Ναό του Σολομώντα και στον τοίχο που χώριζε την αυλή των Εθνικών από την αυλή των Ιουδαίων και στον οποίο υπήρχε επιγραφή που απαγόρευε στους Εθνικούς να τον υπερβούν με ποινή θανάτου για τους παραβάτες. Σύμφωνα τέλος με άλλη ερμηνευτική προσέγγιση «φραγμός» ήταν ο παλαιός  νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, οι διατάξεις του οποίου διαχώριζαν τους Ιουδαίους από τους Εθνικούς. Ο Ιησούς Χριστός γκρέμισε αυτό το μεσότοιχο του φραγμού «εν τη σαρκί αυτού», δηλαδή με τον σταυρικό του θάνατο, με τον οποίο θανατώθηκε η έχθρα και πραγματοποιήθηκε η καταλλαγή αμφοτέρων, Ιουδαίων και Εθνικών, όλων των ανθρώπων με τον Θεό. Η έχθρα μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών καταργείται με το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού, ο οποίος έφερε την συμφιλίωση, την καταλλαγή του Θεού με τους ανθρώπους αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους. Επομένως με το έργο της Θείας Οικονομίας καθετί που διακρίνει και χωρίζει τους ανθρώπους παραμερίζεται.
 Ο Ιησούς Χριστός κατέλυσε την έχθρα και κατάργησε τις εντολές του Νόμου, προχωρώντας στη δημιουργία της καινής κτίσης: «ίνα τους δύο κτίση εις ένα καινόν άνθρωπον». Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο Θεός κτίζει, δημιουργεί τη μία καινούργια ανθρωπότητα, που απαρτίζεται αδιακρίτως και από Ιουδαίους και από Εθνικούς, από όλους δηλαδή τους ανθρώπους ανεξαρτήτως διακρίσεων. Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο «και ευηγγελίσατο ειρήνην» προς όλους τους ανθρώπους «τοις μακράν και τοις εγγύς», δηλαδή και στους Εθνικούς και στους Ιουδαίους. Η ειρήνη αυτή έχει διπλή κατεύθυνση, είναι η ειρήνη, η συμφιλίωση των ανθρώπων με τον Θεό και η ειρήνη και συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους. Αυτή λοιπόν η ειρήνη του Ιησού Χριστού στη γενική της διάσταση επεκτείνεται ακόμη και σε όλη την κτιστή δημιουργία. Ο Χριστός είναι «ο ακρογωνιαίος λίθος» του σώματος της Εκκλησίας. Πάνω σε αυτόν τον λίθο, οικοδόμησαν την Εκκλησία οι απόστολοι και οι προφήτες. Εκεί οικοδομούνται και ενώνονται και οι πιστοί (Εφεσ. 2,20) τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας.
 Προ ολίγων ημερών εισήλθαμε σ’ αυτή την ωραία περίοδο που προηγείται της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων. Ο Θεός της ειρήνης καθώς θα ψάλλουμε στις Καταβασίες από τις 21 Νοεμβρίου, ονομάζει παιδιά Του όλους τους ειρηνοποιούς αυτού του κόσμου, και προχωρεί ακόμη περισσότερο μακαρίζοντας τους πράους αποκαλώντας τους κληρονόμους της γης. Αλλά και σε κάθε ακολουθία η Εκκλησία μας, μεταφέρει την ειρήνη στους ανθρώπους. Από την «άνωθεν ειρήνη» γεννάται η ειρήνη του κόσμου. Αυτή όμως την εξωτερική ειρήνη του «σύμπαντος κόσμου» φαίνεται να την κυβερνούν περισσότερο οι υλικοί παράγοντες και τα οικονομικά συμφέροντα μερικών «μεγάλων». Επειδή όμως, τα οικονομικά πράγματα δεν έχουν ποτέ μια μόνιμη και μακρόχρονη σταθερότητα, η πίστη και η ελπίδα μας για την ασφάλεια του αύριο δεν μπορούν ν αναπαυθούν σε καμιά σιγουριά. Και πάλι θ αναφερθούμε στον προφήτη Ησαΐα που κλείνει μέσα στο αίτημα προς τον Θεό την αγωνία του πιστού: «Κύριε ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησα. 26,12). Ζητούμε από τον Θεό «τόν υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι».
 Η διακήρυξη του Αποστόλου Παύλου «Χριστός εστιν η ειρήνη ημών», δηλώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή της ειρήνης όλου του κόσμου. Με τη σταυρική του θυσία έφερε την ειρήνη σε όλα τα επίπεδα. Έφερε την ειρήνη και καταλλαγή των ανθρώπων με τον Θεό Πατέρα και ταυτόχρονα τη συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους, συγκροτώντας ένα σώμα, το σώμα της Εκκλησίας, του οποίου κεφαλή είναι Εκείνος. Η σταυρική θυσία του Ιησού Χριστού είναι το αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Ο Θεός κινείται από αγάπη προς τον άνθρωπο και αποστέλλει στον κόσμο τον Υιό του, ο οποίος θυσιάζεται για να καταλλάξει, να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον Θεό. Η καταλλαγή του Θεού με τον άνθρωπο για να είναι πλήρης πρέπει να εκτείνεται και στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, ακόμα και στις σχέσεις των λαών μεταξύ τους, αλλά και στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Ο άνθρωπος που ειρηνεύει με τον Θεό, ειρηνεύει και με τους συνανθρώπους του και με το περιβάλλον. Δεν μπορεί να υπάρξει καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό και ταυτόχρονα να διατηρεί την έχθρα με τους συνανθρώπους του ή και με το περιβάλλον του. Σε αυτή τη διάσταση η καταλλαγή είναι το πλέον ελπιδοφόρο μήνυμα για την ειρήνευση των λαών και των εθνών, αλλά και για τη σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος.
 Ιεροδιακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...