Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Κωνστάντιας και Αμμοχώστου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Κωνστάντιας και Αμμοχώστου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Φεβρουαρίου 15, 2014

Κυριακή του Ασώτου – ( Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ.15, 11 – 32)

Πρωτότυπο κείμενο
Είπε δε· Άνθρωπος τις είχε δύο υιούς. και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας. και διείλεν αυτοίς τον βίον. και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισεν την ουσίαν αυτού ζων ασώτως. Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρά κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείθαι. Και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους· και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ ώδε απόλλυμαι! Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησον με ως ένα των μισθίων σου. Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα εαυτού. έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. είπε δε αυτώ ο υιός· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας, και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησεν, και απολωλώς ην και ευρέθη. και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ήν δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. Ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει, και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν. Ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. Ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί· ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ· ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. Ο δε είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ” εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη.
Μετάφραση
Kάποιος είχε δύο γιους. Kι ο μικρότερος είπε στον πατέρα του: Πατέρα, δώσε μου το μερίδιο που μου αναλογεί από την περιουσία. Kι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Έτσι, προτού κιόλας περάσουν πολλές μέρες, τα μάζεψε όλα ο μικρότερος γιος κι έφυγε σε μια μακρινή χώρα, όπου και σκόρπισε την περιουσία του ζώντας μέσα στην ασωτία. Kι αφού πια τα είχε ξοδέψει όλα, ξέσπασε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, οπότε άρχισε αυτός να στερείται. Πήγε τότε κι έγινε υπηρέτης ενός από τους πολίτες της χώρας εκείνης, κι εκείνος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Kατάντησε έτσι να λαχταρά να ικανοποιήσει το στομάχι του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, μα κανένας δεν του έδινε. Ξανάρθε τότε στα λογικά του και είπε: «Πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου κερδίζουν περισσότερο ψωμί απ’ ό,τι χρειάζονται κι εγώ χάνομαι εδώ από την πείνα! Θα σηκωθώ, λοιπόν, και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα τόσο εναντίον τ’ ουρανού όσο κι εναντίον σου. Δεν είμαι πια άξιος να ονομάζομαι γιος σου, κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου». Έτσι, σηκώθηκε και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Kι ενώ βρισκόταν ακόμα μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε, κι έτρεξε και τον άρπαξε στην αγκαλιά του και τον γέμισε με φιλιά. Tου είπε τότε ο γιος: «Πατέρα, αμάρτησα τόσο εναντίον τ’ ουρανού όσο και εναντίον σου και δεν είμαι πια άξιος να ονομάζομαι γιος σου». Mα ο πατέρας είπε στους δούλους του: «Φέρτε την καλύτερη στολή και ντύστε τον, και δώστε του δαχτυλίδι για το χέρι του και υποδήματα για τα πόδια του. Φέρτε επίσης το καλοθρεμμένο μοσχάρι και σφάξτε το, για να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός εδώ ο γιος μου νεκρός ήταν και ξανάζησε, χαμένος ήταν και βρέθηκε». Kι άρχισαν να ευφραίνονται. Στο μεταξύ, ο μεγαλύτερος γιος ήταν στο χωράφι. Kαθώς, λοιπόν, πλησίασε στο σπίτι την ώρα που επέστρεφε, άκουσε μουσική και χορούς. Φώναξε τότε έναν από τους υπηρέτες και ρωτούσε να μάθει τι σημαίνουν όλ’ αυτά. Kι εκείνος του είπε: «Eπέστρεψε ο αδελφός σου κι ο πατέρας σου έσφαξε το καλοθρεμμένο μοσχάρι, επειδή ξανάρθε πίσω σ’ αυτόν υγιής». Oργίστηκε τότε εκείνος και δεν ήθελε να μπει μέσα. Bγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του και τον παρακαλούσε, μα εκείνος αποκρίθηκε στον πατέρα του και του είπε: «Tόσα χρόνια τώρα εργάζομαι για σένα και ποτέ δεν παραμέλησα κάποια εντολή σου. Kι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ούτε ένα κατσίκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Mα σαν ήρθε ο γιος σου αυτός, που κατέφαγε όλο το βιος σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το καλοθρεμμένο μοσχάρι». Tότε εκείνος του είπε: «Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι όλα όσα έχω εγώ δικά σου είναι. Mα να γιορτάσουμε έπρεπε και να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου αυτός νεκρός ήταν κι αναστήθηκε, κι ήταν χαμένος και βρέθηκε».
Εισαγωγικά
Ο ευαγγελιστής Λουκάς είναι ο μόνος από τους τέσσερις ευαγγελιστές που μας διασώζει στο 15ο κεφάλαιο του ευαγγελίου του, στους στίχους 11 – 32, την «Παραβολή του Ασώτου Υιού», όπως είναι πλέον γνωστή ή αλλιώς ως η «Παραβολή του Σπλαχνικού Πατέρα». Πριν ακόμη προχωρήσουμε στην ανάλυση της περικοπής, χρήσιμο θα ήταν να επισημάνουμε την έννοια της παραβολής και τη χρησιμότητά της ως είδος επικοινωνίας στο λόγο του Ιησού με τους ανθρώπους.
Παραβολή
«Παραβολή είναι το είδος του λόγου, το οποίο χρησιμοποιεί ο Χριστός για την αποκάλυψη αληθειών που παραμένουν μέχρι εκείνη τη στιγμή άγνωστες»(Ευαγγέλιο και Ζωή – Οι Παραβολές, Χωρ. Τριμυθούντος Βασιλείου, 1998, σ.17). Ως «Παραβολές» στα κείμενα της Καινής Διαθήκης θεωρούνται μικρές αυτοτελείς διηγήσεις υποθέσεων που περιγράφουν σκηνές, συμβάντα από την καθημερινότητα των ανθρώπων. Οι διηγήσεις αυτές τις περισσότερες φορές δεν ήταν πραγματικές, δηλαδή δεν ήταν περιγραφή συγκεκριμένων συμβάντων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μια τέτοια διήγηση δε μπορούσε να γίνει στην πραγματικότητα. Απότερος σκοπός των παραβολών ήταν η μεταφορά κάποιου μηνύματος. Αυτό πετυγχαίνεται με την ένταξη εικόνων από την καθημερινότητα των ανθρώπων και από τις καθημερινές τους ασχολίες (λ.χ. γεωργοί, ψαράδες κ.α.). Ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποίησε ευρέως αυτό το είδος στις ομιλίες του λόγω του ότι το ακροατήριό του αποτελείτο από ανθρώπους απλοϊκούς, καθημερινούς και χρησιμοποιώντας εικόνες που μπορούσαν να δουν στη ζωή τους, στην καθημερινότητά τους, μπορούσαν κάλλιστα να καταλάβουν και να συλλάβουν τα υψηλά νοήματα του λόγου του Θεού. «Κεντρικό θέμα των ευαγγελικών παραβολών είναι η βασιλεία του Θεού ως αποφασιστική παρέμβαση του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού εντός της ιστορίας με σκοπό τη σωτηρία των ανθρώπων και η έκκληση όπως μετανοήσουν οι άνθρωποι για να καταστούν «υιοί της βασιλείας» »(Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 10, σ. 21).
Αναδιήγηση περικοπής
Στη συγκεκριμένη περικοπή ο Ιησούς αναφέρει: ένας άνθρωπος είχε δύο υιούς. Ο ένας υιός, ο νεώτερος ζητά από τον πατέρα του το διαμοιρασμό της περιουσίας ώστε να πάρει το μερίδιό του. Μοιράζει την περιουσία ο πατέρας στα δύο του παιδιά. Ο νεώτερος υιός φεύγει σε χώρα μακρινή στην οποία σπαταλά αλόγιστα το μερίδιο του σε αμαρτωλές καταστάσεις κάνοντας άσωτο βίο. Αφού κατέφαγε όλα του τα χρήματα και δεν είχε τι άλλο να κάνει, έψαξε και βρήκε δουλειά για να βγάζει τα προς το ζειν. Η δουλειά που βρήκε ήταν η ευτελέστερη που μπορούσε να κάνει ένας πιστός Ιουδαίος, τη διαποίμανση κοπαδιού χοίρων. Αφού αναλογίστηκε σε τι άθλια κατάσταση βρισκόταν, συνειδητοποίησε ότι μέχρι και οι δούλοι του πατέρα του ζούσαν σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ αυτή που ζούσε τώρα. Παίρνει τότε την απόφαση να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, να ζητήσει συγχώρεση από τον πατέρα του και να του ζητήσει δουλειά. Στο δρόμο της επιστροφής, ο πατέρας του τον προϋπαντεί και διατάζει τους δούλους του να τον ντύσουν με πλούσια ενδυμασία, να του φορέσουν δακτυλίδι και να ετοιμάσουν εόρτιο γεύμα με την ευκαιρία της επιστροφής του υιού του. Ο άλλος υιός, ο μεγαλύτερος, ακούγοντας τη φασαρία που προερχόταν από το σπίτι ρώτησε και έμαθε για την επιστροφή του αδερφού του. Τότε εξέφρασε παράπονο στον πατέρα του ότι ο ίδιος δε διασκέδασε ποτέ με τους φίλους του γιατί ολημερίς δούλευε στα οικογενειακά χωράφια, ενώ άμα τη επιστροφή του αδερφού του, ο οποίος κατέφαγε το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογούσε, στρώθηκε και πανηγυρική τράπεζα, κάτι το οποίο φαινόταν εντελώς άδικο προς το μεγαλύτερο υιό.
Η συγχωρητικότητα προς τους άλλους, μίμηση του Πατέρα
Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή, όπως έχουμε προαναφέρει, είναι ευρέως γνωστή ως η «Παραβολή του Ασώτου Υιού» ή αλλιώς ως η «Παραβολή του Σπλαχνικού Πατέρα». Πολλά μηνύματα πηγάζουν από την περικοπή αυτή. Κατά κύριο λόγο όμως καλό και πρέπον θα ήταν να εξετάσουμε για ποιό λόγο οι Πατέρες θέσπισαν να αναγινώσκεται η συγκεκριμένη περικοπή τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου και ποια μηνύματα θέλουν να κρατήσουμε.
Θαυμασμό προκαλεί η αστείρευτη και αφειδώλευτη αγάπη του Πατέρα προς τους υιούς του και κυρίως προς το νεώτερο υιό του. Παρά την παράλογη απαίτηση του νεώτερου υιού να γίνει διαμοιρασμός της περιουσίας και μετέπειτα ακολούθησε η  αλόγιστη σπατάλη της σε ασωτίες και αμαρτωλές ενέργειες, ο Πατέρας στη θέα του υιού του να επιστρέφει στη σιγουριά και ασφάλεια του πατρικού σπιτιού, τρέχει να τον προϋπαντήσει και να τον υποδεχτεί. Φυσικά ο μετανοημένος υιός επιστρέφοντας στη θαλπωρή του σπιτιού του δεν αποζητά δικαιώματα ως παιδί του, αλλά επιστρέφει με το σκεπτικό να τον δεχτεί ως έναν από τους υπηρέτες του.
Θαυμασμό προκαλεί ακριβώς σε αυτό το σημείο το μεγαλείο της ευσπλαχνίας του πατέρα κατά την υποδοχή του ασώτου. Παρά την πικρία που δοκίμασε από τις πράξεις του υιού του, την αχαριστία και αυθάδεια με την οποία ζητούσε μέρος της περιουσίας που του ανήκε – δημιουργός της περιουσίας φυσικά ήταν ο πατέρας – έντονα αισθήματα χαράς και ευφορίας τον καταλαμβάνουν στη θέα της επιστροφής του ασώτου υιού.
Ένα από τα πολλά μηνύματα που εξάγονται από την περικοπή αυτή και οι Πατέρες της Εκκλησίας, ως γνήσιοι παιδαγωγοί εις Χριστόν και καθοδηγητές στην ουράνια Βασιλεία του Θεού, θεώρησαν ως πρέπον την ανάγνωση της συγκεκριμένης περικοπής στη συγκεκριμένη περίοδο που εισερχόμαστε, είναι ότι στο καθετί που μας πικραίνει, ενοχλεί και στεναχωρεί δεν πρέπει να δίνεται συνέχεια. Να είμαστε στη θέση να συγχωρούμε, να κατανοούμε το μέγεθος του λάθους το οποίο διεπράξαμε και να αποζητούμε τη συγχώρεση. Δηλαδή να αντιγράψουμε το μέγεθος της ευσπλαχνίας του σπλαχνικού Πατέρα που παρά τα λάθη του υιού του τον συγχωρεί και τον δέχεται πίσω στην πατρική του αγκάλη.
Η αρετή της Συγχώρεσης
• Τί είναι η Συγχώρεση
«Συγχωρώ» σημαίνει απαλάσσω κάποιον από το βάρος του αμαρτήματος ή σφάλματος, δίνω τη συγγνώμη μου, επιτρέπω (Λεξικό Τεγόπουλος, Φυτράκης). Συγχώρεση είναι η ανιδιοτελής και έμπρακτη έκφραση αληθινών συναισθημάτων μεταμέλειας και συγχωρητικότητας προς κάποιο πρόσωπο, το οποίο πρόσωπο με συγκεκριμένη πράξη του πλήγωσε κάποιο πρόσωπο.
• Συγχώρεση κατά το Ευαγγέλιο
Οι ευαγγελιστές μέσα από τα ευαγγέλιά τους μας παρουσιάζουν τον Ιησού να διδάσκει την έννοια της συγχώρεσης με διάφορους τρόπους. Συγχώρηση Θεού – Πατέρα και ανθρώπου και ανθρώπου προς συνάνθρωπο. Καταρχήν ο ίδιος ο Ιησούς θαυματουργώντας επισήμανε τη σχέση που έχει η ύπαρξη της αμαρτίας στη ζωή των ανθρώπων ως προς τις διάφορες ασθένειες, λ.χ. η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού, η θεραπεία του παραλυτικού. Κατά την περιγραφή του συμβάντος της θεραπείας του παραλυτικού ο Ιησούς απευθυνόμενος προς τον ασθενή, του λέει : «Τέκνον αφίενται σου αι αμαρτίαι» (Μρκ. 2,5). Αφού κατάλαβε τις σκέψεις των παρευρισκομένων Γραμματέων εξηγεί ότι είναι καλύτερο αυτό παρά να του έλεγε πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα. Έτσι μ΄ αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνει ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες και πάνω στη γη. Ο Ιησούς μας διδάσκει την έννοια της συγχώρησης των αμαρτιών.
Ακόμη ένα παράδειγμα συγχώρησης από τα Ευαγγέλια είναι και η σκηνή της Σταύρωσης του Χριστού κατά την οποία ο Χριστός αναφωνεί προς τον Ουράνιο Πατέρα «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23,34). Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό μετά από τον εμπαιγμό, τα βάσανα, την ταλαιπωρία, το μαστίγωμα και έπειτα το σταυρικό μαρτύριο, εντούτοις παρακαλεί και προσεύχεται για τη συγχώρεση του ανθρωπίνου γένους για την άγνοια των σταυρωτών Του και όσων Τον χλευάζουν. Παρά τον πόνο και την αδικία, τους συγχωρεί. Επίσης στο Μρκ, 11,25-26 ο Ιησούς μας διδάσκει ότι κατά την ώρα της προσευχής να είμαστε ήδη καθαροί από οτιδήποτε μας έχει ενοχλήσει. Όντας καθαροί μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τον Πατέρα στον ουρανό.
Τρανό παράδειγμα διδαχής της Συγχώρεσης από τον Ιησού είναι  και το πέμπτο αίτημα της Κυριακής προσευχής «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» (Μτθ. 6,12). Ερμηνευτικά προσεγγίζοντας το συγκεκριμένο στίχο φθάνουμε στο σημείο να πούμε «ότι η συγχώρηση, την οποία ζητούμε από το Θεό Πατέρα, έχει ως προϋπόθεση τη συγχώρηση των άλλων από εμάς» (Ευαγγέλιο και Ζωή, Η προσευχή στα Ιερά Ευαγγέλια, Χωρ. Τριμυθούντος Βασιλείου σ.112). «Αυτή η διπλής όψεως συνδιαλλαγή, συγχώρηση των σφαλμάτων των άλλων και συνδιαλλαγή με εκείνους που έχουν κάτι εναντίον μας, είναι ηπροϋπόθεση της προσευχής. Δεν σημαίνει ότι είναι προϋπόθεση για να μας συγχωρέσει ο Θεός, αλλά η προϋπόθεση εσωτερικής μας ειρηνεύσεως, ειλικρινούς διαθέσεως έναντι των συνανθρώπων μας και δημιουργίας καταλλήλων συνθηκών για την αποτελεσματικότητα της κοινωνίας μας με τον Θεό Πατέρα» (ό.π., σ. 115).
• Η Συγχώρεση ως αρετή
Αρκετοί Εκκλησιαστικοί Πατέρες ανέδειξαν την συγχώρεση ως αρετή. Ένας εξ αυτών είναι και ο χρυσορρήμων Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ο οποίος στην εικοστή ομιλία του (ομιλία Κ’) αναφέρει ότι μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις προσέλευσης κάποιου στη θεία κοινωνία κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εκτός από τη νηστεία, είναι και η άφεση των αμαρτιών μας και η συγχώρηση των συνανθρώπων μας για πιθανών λάθη και παραλείψεις τους. Όπως γράφει ο θειότατος αυτός Πατέρας «Ως γαρ τον πορνεύοντα και τον βλασφημούντα αμήχανον μετασχείν της ιεράς τραπέζης, ούτω τον εχθρόν έχοντα και μνησικακούντα αδύνατον απολαύσαι κοινωνίας αγίας καιμάλα εικότως» (Ιω. Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. 32, σ. 614).
Επίλογος
Η συγχωρητικότητα είναι γνώρισμα, χαρακτηριστικό του αληθινά μετανοημένου. «Η συγχώρεση των άλλων μας παρέχει την ελευθερία και τη δύναμη, ώστε με παρρησία να ζητήσουμε τη δική μας άφεση από το Θεό» (ό.π., σ.120).
Θεοδώρου Χ’’ Ζαχαρία, θεολόγου
Ιερά Μητρόπολη Κωνσταντίας

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 14, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, Αποστ. ανάγνωσμα: Α΄ Κορ. στ΄ 12 - 20

Η αποστολική περικοπή της δεύτερης Κυριακής του Τριωδίου, είναι παρμένη από την Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Μια επιστολή που συγκαταλέγεται μεταξύ των πλουσιότερων και σημαντικότερων επιστολών στην Καινή Διαθήκη. Μέσα από αυτήν ο Απόστολος Παύλος καταπολεμά τη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας της Κορίνθου, επιπλήττει την πορνεία, που ήταν διαδεδομένη και μεταξύ των χριστιανών της Κορίνθου, οι οποίοι διακατέχονταν ακόμη από  τη φιλελεύθερη ηθική παράδοση των ειδωλολατρών. Ακόμη τους συστήνει να επιλύουν μόνοι τους τις διαφορές τους χωρίς να προσφεύγουν στα εθνικά δικαστήρια, ενώ απαντά και σε ερωτήματα που του είχαν υποβληθεί σχετικά με το γάμο και την παρθενία, για τα ειδωλόθυτα, για τη θεία λατρεία, για τα πνευματικά χαρίσματα και την ανάσταση των νεκρών. Η επιλογή της συγκεκριμένης περικοπής για τη σημερινή Κυριακή, οφείλεται στο περιεχόμενό της, που είναι σχετικό με την Ευαγγελική περικοπή της παραβολής του Ασώτου Υιού. Η ασωτία, στην οποία αναφέρεται το ευαγγέλιο, συγκεκριμενοποιείται από τον Απόστολο στη παράχρηση του σώματος, στο χωρισμό από το Χριστό, μελών του, για να γίνουν «πόρνης μέλη».
Σήμερα το κακό που στιγματίζει και στηλιτεύει η Εκκλησία, είναι η κοιλιοδουλεία και η πορνεία. Κάτω από τη τελευταία, εννοούνται όλα τα σαρκικά αμαρτήματα, που διαπράττουν οι άνθρωποι. Γνωρίζοντας την ευπάθεια του ανθρωπίνου σώματος και την εύκολη ροπή του στη αμαρτία, ο Απόστολος Παύλος, μας δίνει ένα χρυσό κανόνα εγκράτειας και διάκρισης: «αν και όλα μου επιτρέπονται» να τα γευθώ και να τα κάνω, όμως «δεν είναι όλα προς το συμφέρον μου» (στ.12). Ο Θεός έχει δημιουργήσει την κοιλιά για να δέχεται τις τροφές που συντηρούν τον άνθρωπο σ’ αυτή τη ζωή. «Έχεις δικαίωμα να φας. Κάνε σωστή χρήση αυτού του δικαιώματος, μείνε κύριος του φαγητού, και πρόσεχε μήπως από άμετρο χρήση, γίνεις δούλος πλέον αυτού του πάθους. Ότι οδηγεί στη ασωτία, δεν ωφελεί το σώμα γιατί μολύνεται από τη σαρκική αμαρτία», σημειώνει ο Ιερός Χρυσόστομος.
Το σώμα του ανθρώπου ανήκει στον Κύριο, είναι ναός του Θεού και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος (στ.19), και προορίζεται να δοξάζει τον Θεό. Η θέωση που παρέχεται με το άγιο βάπτισμα, συμπληρώνεται με το Χρίσμα κατά το οποίο ο πιστός λαμβάνει τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος. Ο ίδιος «ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο» (Γεν. β΄, 7), και κατά την ενανθρώπισή του δεν προσέλαβε μόνο την ψυχή αλλά και το ανθρώπινο σώμα για να το αναγεννήσει. Έτσι με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος μετέχει στον εν Χριστώ αγιασμό. Αυτό είναι το καθ’ ομοίωσιν της δημιουργίας μας.
Το σώμα μας δημιουργήθηκε για να γίνει δοχείο της χάριτος του Θεού. Αυτό θα υλοποιηθεί σύμφωνα με την χρήση που τυγχάνει από τον κάθε ένα από εμάς. Αποφεύγοντας ο άνθρωπος να υποπέσει στη δουλεία της σάρκας και ασκώντας το σώμα με την κατά Θεό πνευματική «γυμναστική», την εκγύμναση της προσευχής, της νηστείας και της αγρυπνίας, θα ισχυροποιηθεί ο δεσμός της ενότητας του σώματός μας με τον Κύριο όπως φαίνεται παρακάτω: «παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστίν» (Α΄ Κορ. ια΄, 2), «Ουδείς γαρ ποτέ την εαυτού σάρκα εμίσησεν αλλά εκτρέφει και θάλπει αυτήν, καθώς και ο Χριστός την εκκλησίαν, ότι μέλη εσμέν του σώματος αυτού» (Εφ. ε΄, 29-30).
 Ο Απόστολος Παύλος καταφεύγοντας στην Παλαιά Διαθήκη στο χωρίο της Γενέσεως (β΄, 24)  «και έσονται οι δυο εις σάρκα μίαν» που λέχθηκε για το νόμιμο γάμο, το μεταφέρει και στην πορνεία. Στην πορνεία ο άνδρας, ατιμάζοντας το σώμα του, προσκολλάται στην πόρνη η οποία είναι χωρισμένη από το Χριστό, έτσι αποσπάται από το σώμα του Χριστού. Στο γάμο η γυναίκα στην οποία προσκολλάται ο άνδρας δεν είναι χωρισμένη από το Χριστό, έτσι παραμένουν και οι δυο ενωμένοι με το Χριστό. Αυτός λοιπόν ο οποίος προσκολλάται στον Χριστό μετέχει του πνεύματος του Χριστού. Όταν μετέχει του πνεύματος του Χριστού και ενώνεται με αυτόν πρέπει να φεύγει από την πορνεία.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος Νείλος «Και αν νομίζεις ότι είσαι με τον Θεό, να φυλάγεσαι από τον δαίμονα της πορνείας, γιατί είναι πολύ απατεώνας και φθονερός και θέλει να είναι πιο γρήγορος από την κίνηση και την προσοχή του νου σου» (κεφ.γ´σ.61). Η αιτία για την οποία η σαρκική επιθυμία πάντοτε μας πειράζει, είναι γιατί καθώς ένας φυσικά αγαπά τον εαυτό του, έτσι φυσικά αγαπά να πολλαπλασιάσει μέσα από αυτή την κακία, τον ίδιο του τον εαυτό και να κάνη όμοιο με αυτόν έτσι όπως η κενοδοξία πάντα μας εξαπατά, έτσι και η σαρκική επιθυμία και δύσκολα από αυτή φυλασσόμαστε.
Τα επιχειρήματα του αποστόλου Παύλου κατά της πορνείας είναι αδιάσειστα και αναντίρρητα. Μέσα στην πονηρή εποχή μας, όπου όλα κάτω από το πέπλο των κυκλωμάτων, ωθούν στην εκπόρνευση εξευτελίζοντας την ανθρώπινη οντότητα, τα λόγια του διδασκάλου των Εθνών ακούγονται σαν παρωχημένες φωνές, που όμως δεν παύουν να έχουν αιώνια αξία. Σ΄ εμάς εναπόκειται η ευκαιρία για αποφυγή της αμαρτίας πάσης φύσεως και ιδιαιτέρως της σαρκικής, τηρώντας το λόγο του Θεού, και λαμβάνοντας τον αγιασμό και τη «ίαση ψυχής και σώματος», που πηγάζει μέσα από τη συμμετοχή μας στα μυστήρια της Εκκλησίας.

Σάββατο, Νοεμβρίου 23, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. 18:18-27 εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

Ξένια Παντελή, θεολόγος
Πρωτότυπο Κείμενο
Και επηρώτησέ τις αυτόν αρχων∙ διδάσκαλε αγαθέ τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; είπε δε αυτώ ο Ιησούς∙ τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μη εις Θεός. Τας εντολάς οίδας∙ μη μοιχέυσεις, μη φονεύσης,μη κλέψεις, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. ο δε είπε ∙ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου. Ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτώ∙ έτι εν σοι λείπει∙ πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και εξείς θησαύρον εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι. Ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο∙ ην γαρ πλούσιος σφόδρα. Ιδών δε αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον είπε. Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού! Ευκοπώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλίας ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. Είπον δε οι ακούσαντες∙ και τις δύναται σωθήναι; ο δε είπε∙ τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί.
Νεοελληνική Απόδοση
Κάποιος άρχοντας τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς «αγαθό»; Κανένας δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας: ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις: μη μοιχέυσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου» Όταν το άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμα σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό∙ και έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στεναχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε πολύ στεναχωρημένο, είπε: «Πόσο δύσκολά αυτοί που έχουν χρήματα θα μπούν στη βασιλεία του Θεού! Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπεί ο πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί; Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για το Θεό είναι δυνατά».
Σχολιασμός
«Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των Ουρανών»
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο ευαγγελιστής Λουκάς, μέσα από το διάλογο του Χριστού και του πλούσιου νέου, προβάλλει  αφ’ ενός μεν τη σύγκριση μεταξύ παλαιού Νόμου και του Νόμου του Ευαγγελίου, αφ΄ ετέρου δε τη διδασκαλία του Χριστού για τον πλούτο.
Το χρήμα, ο πλούτος και γενικά η ιδιοκτησία είναι έννοιες που για την κατάκτηση τους γίνεται πολύς αγώνας. Ο άνθρωπος ανέκαθεν επιθυμεί το χρήμα γιατί του εξασφαλίζει  τις ανέσεις και τις χαρές της ζωής. Ο Χριστός δεν στρέφεται αδιάκριτα εναντίον του πλούτου ή των υλικών αγαθών, αλλά καυτηριάζει την λανθασμένη σχέση του ανθρώπου με αυτά. Με λίγα λόγια ο Κύριος θέλει να τονίσει ότι άνθρωπος δεν πρέπει να είναι σκλάβος του χρήματος, όπως ο νέος του ευαγγελίου.
Ο νέος αυτός πλησίασε το Χριστό και τον ρώτησε πώς θα μπορέσει να κληρονομήσω την αιώνια ζωή. Ασφαλώς πρόκειται για ένα ερώτημα με πνευματικό περιεχόμενο και που αναφέρεται στον κεντρικό άξονα της διδασκαλίας του Χριστού, που είναι η αγγελία της βασιλείας του Θεού, η κληρονομία της αιώνιας ζωής. Εξάλλου ο Κύριος μας δίδαξε, στην Κυριακή Προσευχή («Πάτερ ημών»), να ζητούμε την έλευση της βασιλείας του Θεού («ελθέτω η βασιλεία σου»). Η αιώνιος ζωή, την οποία αναζητεί ο πλούσιος της ευαγγελικής περικοπής, είναι έννοια συνώνυμη με τη «βασιλεία του Θεού» Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι ο συνομιλητής του Χριστού ζητά να πληροφορηθεί πως θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή, εφ όσον ο Χριστός κατ’ επανάληψη μίλησε για το θέμα αυτό.
Ο Κύριος αρχικά του υπενθυμίζει τις δέκα εντολές, προβάλλοντας έτσι τον μωσαϊκό νόμο ως βάση. Στην απάντηση του νέου ότι «ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου», ο Χριστός του απαντά: «Έτι εν σοι λείπει∙ πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και εξείς θησαύρον εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι», για να δώσει με τα λόγια αυτά τη διάσταση της βασιλείας του Θεού και του νέου νόμου του Ευαγγελίου. Ωστόσο ο νέος, ακούγοντας αυτή την προτροπή και κατανοώντας τις συνέπειες που θα είχε το να δώσει όλη την περιουσία του στους πτωχούς και το να ακολουθήσει το Χριστό, «περίλυπος γενόμενος» όπως μας λέει ο Ευαγγελιστής, διότι είχε τεράστια περιουσία, έφυγε από το Χριστό και πήγε στα πλούτη του. Έτσι ο Χριστός είπε ότι είναι πολύ δύσκολο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Δεν είπε ότι είναι αδύνατο, τόνισε όμως πόσο δύσκολο είναι οι πλούσιοι αν αποκοπούν από τα πλούτη τους, πόσο δύσκολη είναι η απεξάρτηση από τις απολαύσεις των υλικών αγαθών.
Ίσως γεννάται το ερώτημα, μήπως το Ευαγγέλιο κι η Εκκλησία του Χριστού είναι αντίθετη στον πλούτο και την ιδιοκτησία του ανθρώπου; Όπως είπαμε και πιο πάνω, ο Χριστός δεν καταδικάζει αυτό καθ΄ εαυτό το χρήμα και για την ιδιοκτησία. Όμως για τους πλουσίους μιλά συχνά με σκληρά λόγια. «Ουαι υμίν τοις πλουσιοίς, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών» (Λουκ.6,24). Όχι γιατί ο πλούτος είναι από μόνος του κακός, αλλά γιατί οι πλούσιοι εύκολα γίνονται δούλοι του χρήματος και ξεχνούν το Θεό.
Από την αντίδραση του πλούσιου νέου διαπιστώνουμε ότι βρίσκεται σε σοβαρή εσωτερική σύγκρουση αρχών και αξιών. Από τη μια είναι ο πλούτος του και από την άλλη η επιθυμία του να σωθεί και να κατακτήσει την αιώνια ζωή. Ωστόσο αν εξετάσουμε τις υποδείξεις του Χριστού προς τον πλούσιο νέο βλέπουμε ότι θέλει να τον οδηγήσει στην αρετή και στην άσκηση. Επομένως η πρόταση της χριστιανικής ηθικής διδασκαλίας απέναντι στον πλούτο είναι ο άνθρωπος μέσω της άσκησης και της επιδίωξης της αρετής να μπορέσει να απαλλαγεί από το πάθος της πλεονεξίας. Η ηθική του χριστιανισμού έναντι του πλούτου δεν έχει μόνο προσωπικές διαστάσεις, αλλά αποσκοπεί και στη φιλανθρωπική διάσταση της χρήσεως του πλούτου και των υλικών αγαθών. Ο Χριστός υπέδειξε στον πλούσιο νέο να πωλήσει τα υπάρχοντα του και να δώσει τα εισοδήματα του στους πτωχούς. Πτωχοί είναι όσοι  θέτουν τους εαυτούς τους και τη δύναμη τους στη διακονία του Θεού και των συνανθρώπων τους. Δεν σημαίνει ότι ο Χριστός θέλει να οδηγηθούν οι άνθρωποι στη μιζέρια, αλλά να τους προφυλάξει από την υποδούλωση του πλούτου. Από την άλλη η πτωχεία από μόνη της δεν σώζει τον άνθρωπο, παρ΄ όλο που ο Χριστός μακαρίζει τους πτωχούς με τα λόγια «μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Λουκ.6,20). Όμως αν οι πτωχοί δεν είναι ενωμένοι με την πίστη του Χριστού δεν μπορούν να σωθούν. Απλά έχει περισσότερες πιθανότητες σωτηρίας, γιατί δεν είναι δεσμευμένοι με βιοτικά αγαθά.
Ωστόσο ο πλούτος και η φτώχεια, αν χρησιμοποιηθούν σωστά από τον άνθρωπο μπορούν να τον οδηγήσουν στη βασιλεία των ουρανών. Άρα ο Κύριος δεν απορρίπτει την ιδιοκτησία, αλλά επισημαίνει τους κινδύνους που έχει ο πλούτος για την πνευματική ζωή του ανθρώπου. Ο πλούτος κάνει τον άνθρωπο δούλο του χρήματος. Κι ενώ ο χριστιανός πλούσιος πρέπει να είναι δούλος του Χριστού, κινδυνεύει να γίνει δούλος του χρήματος. Μπορεί να τον ρίξει στην αμαρτία. Γιατί το χρήμα είναι σαν το νερό. Όταν είναι ήρεμο δροσίζει και ζωογονεί τον άνθρωπο, όταν όμως είναι ορμητικό πνίγει και καταστρέφει ότι βλέπει στο δρόμο του. Έτσι και το χρήμα όταν διαχειρίζεται σωστά από τον άνθρωπο τον δροσίζει πνευματικά, ενώ όταν ο άνθρωπος κατακυριεύεται απ΄ αυτό, τότε τον ρίχνει στην αδικία και στην αμαρτία. Όσοι κυνηγούν το χρήμα εύκολα αδικούν τον πλησίον τους, εύκολα πέφτουν σε παράνομες ενέργειες ή αμαρτάνουν ποικιλώνυμα τυφλωμένοι από τη λάμψη του χρυσού. Κι όμως ο Χριστός δεν αρνείται στους πλούσιους τη βασιλεία του αρκεί αυτοί να χρησιμοποιούν σωστά το χρήμα, διακονώντας τους συνανθρώπους τους.
Επομένως ο Κύριος μας βεβαίωσε πως είναι αρκετά δύσκολο να μπει στη βασιλεία του Θεού ένας άνθρωπος φιλοχρήματος και φιλάργυρος. Πολλοί πλούσιοι  λάτρευαν και προσκυνούσαν τον πλούτο τους σαν το Θεό. Ξαφνικά όμως έχασαν όλα τα πλούτη τους και έμειναν στο δρόμο. Αυτό το κατάντημα το θυμόμαστε στην Εκκλησία όταν ψάλλουμε «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν οι δε εκζητούντες το Κύριον ουκ ελαττωθησονται παντός αγαθού» Έτσι κι εμείς από τώρα πρέπει να προσέξουμε να μην είμαστε φιλάργυροι και φιλοχρήματοι. Να συνηθίσουμε να προσφέρουμε με αγάπη στους άλλους από αυτά που κι εμείς έχουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να μοιάσουμε στο Θεό. Πρέπει να νοιώσουμε πραγματικά ότι γύρω μας υπάρχουν φτωχοί με πραγματικές ανάγκες. Διακονώντας τους πτωχούς αδελφούς μας, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε το μεγάλο κίνδυνο του εγωισμού και της φιλαργυρίας. Τότε μπορούμε να ζητάμε τη βοήθεια και το έλεος του Θεού για να μας αξιώσει και εμάς να βρεθούμε στη βασιλεία των Ουρανών.

Σάββατο, Αυγούστου 17, 2013

Κυριακή Η΄ Ματθαίου - Να μάθουμε να ζούμε Ευχαριστιακά εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Ματθ. 14: 14-22
Η αρχαία εκκλησιαστική ερμηνευτική παράδοση έδωσε στο σημερινό θαύμα εκκλησιολογικό και ευχαριστιακό νόημα. Δηλαδή το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων είναι μια προτύπωση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Επομένως μας δίδεται σήμερα η ευκαιρία να διατυπώσουμε μερικές σκέψεις γύρω από το υπερφυές και μέγα αυτό μυστήριο που αποτελεί το κέντρο όλης της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής. Την ιστορικότητα του θαύματος την περιγράφουν όλοι οι ευαγγελιστές, ο Ματθαίος (14:13-21), ο Μάρκος (6:30-44), ο Λουκάς (9:10-17) και ο Ιωάννης (6:1-14). Υπάρχει και δεύτερο θαύμα που είναι ο πολλαπλασιασμός των εφτά άρτων και «oλίγων ιχθύων» και ο χορτασμός τεσσάρων χιλιάδων ανθρώπων. Αυτό το αναφέρουν μόνον οι Ματθαίος (15:32-39) και Μάρκος (8:1-10). Το μεν πρώτο θαύμα γίνεται για τους ιουδαίους και το δεύτερο θαύμα για τους εθνικούς. Ο Χριστός χωρίς καμία φυλετική διάκριση τρέφει ιουδαίους και εθνικούς. Το βαθύτερο νόημα είναι ότι η εκκλησία τρέφει πνευματικά και υλικά σαν μητέρα όλα τα παιδιά της χωρίς να κάνει διακρίσεις για κανένα.
Τυπολογική είναι η εικόνα αυτή που μας παρουσιάζει ο ευαγγελιστής Ματθαίος πως ο Χριστός παίρνει στα χέρια του τους άρτους και τους ευλογεί και τους προσφέρει στο λαό, μας παραπέμπει στο γεγονός της παραδόσεως των φρικτών μυστηρίων, του Μυστικού Δείπνου. Μας παραπέμπει ακόμα στο Μωυσή που είναι η πρωτύπωση του Χριστού στην Παλαιά Διαθήκη, έθρεψε τον λαό τότε με το μεγάλο εκείνο θαύμα του μάννα στην έρημο έτσι και τώρα ο Χριστός ο νέος Μωυσής τρέφει και πάλι τον λαό του με το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων, παρατηρώντας όλα αυτά το μυαλό μας πάει στη σημερινή ευχαριστιακή σύναξη τη Θεία Λειτουργία.
Επίσης περισσότερο τυπολογικό και λιγότερο αλληγορικό χαρακτήρα έχει και η ερμηνεία του Ωριγένη και του Κυρίλλου για τους πέντε χιλιάδες άνδρες και τον αποκλεισμό από τον αριθμό αυτό των γυναικών και των παιδιών (P.G. 13,908CD. 73,453A).To πλήθος αυτό των ανδρών προτυπώνεται στο πλήθος των Ισραηλιτών που απογράφηκε στην έρημο του Σινά, όταν ο Μωϋσής, μετά από εντολή του Θεού, κατέγραψε μόνο τους άνδρες από είκοσι ετών και πάνω (Αριθμ. 1:2-3). Ο πολλαπλασιασμός των άρτων και ο έρημος τόπος, όπου πραγματοποιήθηκε, συνδέεται τυπολογικά με το μάννα που έβρεξε ο Θεός στην έρημο για τους Ισραηλίτες. Επίσης τυπολογικά φαίνεται να συνδέει ο Ωριγένης (P.G. 13,908A) τα δώδεκα κοφίνια των περισσευμάτων με το εξής: «απέστησεν από άρσεων τον νώτον αυτού, αι χείρες αυτού εν τω κοφίνω εδούλευσαν» (Ψαλμ 80:7), το οποίο αναφέρεται στην αγάπη του Θεού προς το λαό του Ιωσήφ, τους Ισραηλίτες, όταν εγκατέλειψαν την Αίγυπτο.
Τυπολογικά στοιχεία κατά την ερμηνεία του θαύματος παρουσιάζει και ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος συσχετίζει το θαύμα με την ενέργεια του Θεού να δημιουργήσει τη βλάστηση στη γη («βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου» Γεν 1:11) και τις ζωντανές υπάρξεις στη θάλασσα (εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών» Γεν 1:20). `Ετσι ο πολλαπλασιασμός των άρτων σημαίνει την κυριαρχία του Χριστού στη γη και των ιχθύων την κυριαρχία του στη θάλασσα (P.G. 58,498).
Το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων δίνει αρκετές αφορμές για δογματικές ερμηνείες. Αρκετοί πατέρες, όπως οι Κύριλλος, Χρυσόστομος, Θεοφύλακτος κ.ά. αναφέρονται σε σημεία όλων των διηγήσεων για να διορθώσουν παρερμηνείες και να καταπολεμήσουν αιρετικές δοξασίες της εποχής τους. Οι δογματικές τοποθετήσεις έχουν χριστολογικό χαρακτήρα. Αναφέρονται δηλαδή στη θεία και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, στην ενότητα με τον Πατέρα και στο χαρακτήρα, τον τρόπο και το σκοπό των ενεργειών του. Τα σημεία του θαύματος, τα οποία προκαλούν δογματικό ενδιαφέρον στους ερμηνευτές, είναι τα ακόλουθα τρία: 1) η φράση των Συνοπτικών «και λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησεν...» μαζί με την παραπλήσια φράση του Ιωάννη «έλαβεν ουν τους άρτους ο Ιησούς και ευχαριστήσας διέδωκεν...», 2) η ερώτηση του Ιησού, όπως τη διασώζει ο Μάρκος, «πόσους άρτους έχετε;» και η παραπλήσια ερώτηση του Ιησού προς το Φίλιππο, η οποία υπάρχει στη διήγηση του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, «πόθεν αγοράσωμεν άρτους;» και 3) το ερώτημα που θέτουν οι ερμηνευτές πατέρες, γιατί ο Ιησούς δεν κάνει το θαύμα «εκ μη όντων»;
Η απάντηση στο ερώτημα, γιατί ο Ιησούς προβαίνει σ’ αυτές τις ενέργειες, το οποίο προκύπτει από το πρώτο σημείο, είναι σε όλους σχεδόν τους πατέρες η ίδια. Ο Κύριλλος τονίζει ότι ο Χριστός ενεργεί συνήθως με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή ως άνθρωπος, επειδή θέλει να κρύψει «οικονομικώς το θεοπρεπές αξίωμα πρίν επιστήναι του παθείν τον καιρόν» (P.G. 13,908A). Ως ασφαλές στήριγμα αυτής της θέσης επικαλείται τα λόγια του Χριστού κατά το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου, όταν σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είπε: «πάτερ ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις, αλλά δια τον όχλον τον περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι σύ με απέστειλας»(Ιω 11:41-42). Τα λόγια αυτά δείχνουν ότι ο Χριστός ενεργεί με τον τρόπο αυτό, επειδή θέλει, όπως φαίνεται από την τελευταία φράση, να βοηθήσει τους ανθρώπους να καταλάβουν την ιδιότητά του και τη σχέση του με τον Πατέρα. Θέλει, δηλαδή, να διδάξει «τον περιεστώτα όχλον» να καταλάβει ότι ο Θεός τον απέστειλε (P.G. 72,417c.644D). H θέση αυτή φαίνεται να διατυπώνεται για πρώτη φορά από το Μ. Αθανάσιο (P.G. 28,704B). Ο Κύριλλος από όλα τα παραπάνω συμπεραίνει ότι το «ευχαριστώ σοι» του Χριστού κατά την ανάσταση του Λαζάρου, το «ευχαριστήσας» που αναφέρει ο Ιωάννης κατά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων και το «ευλόγησεν» που αναφέρουν οι Συνοπτικοί για το ίδιο θαύμα πρέπει να ερμηνευθούν ως τρείς πόροι ευχαριστιακοί κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή «οικονομικώς»(P.G. 73,456B). Οι ενέργειες αυτές του Ιησού κατέπληξαν τους μαθητές του και τον όχλο, οι οποίοι τον είδαν ως «Θεόν όντα και Θεού Υιόν κατά αλήθειαν» ( P.G. 72,645C).
Παρατηρώντας ακόμη την σημερινή περικοπή βλέπουμε ότι έχει μέσα της εκτός απο την τυπολογική, δογματική αλλά και την ευχαριστιακή ορολογία. «Λαβών, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κλάσας έδωκε τοις μαθηταίς…»(Ματθ. 14:19).
Όταν οι Απόστολοι εφαρμόσουν την εντολή του Χριστού: «δότε υμείς φαγείν» αυτό είναι το μεγαλύτερο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι η κεφαλή και οι Απόστολοι η εκκλησία, η κεφαλή δίνει εντολή στην εκκλησία για να παρέχει στα μέλη της πνευματική και υλική τροφή, για διακονία και έργο έτσι με τέτοιο τρόπο να διαδοθεί ευραίως το κήρυγμα της σωτηρίας που προσφέρει ο Χριστός στον άνθρωπο.
Επομένως η ενότητα της Εκκλησίας και του κόσμου πραγματοποιείται στην θεία Ευχαριστία. Αν θέλουμε να ζούμε κοινωνικά πρέπει να μάθουμε να ζούμε Ευχαριστιακά. Τότε η έρημος της ζωής μας γίνεται πνευματικός σιτοβολώνας. Στην περιοχή του θανάτου ξεπηγάζει η ζωή.
Ιεροδιακόνου Νεκταρίου Γεωργίου Μητρόπολη Κωνσταντίας

Τετάρτη, Αυγούστου 14, 2013

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ – ΙΣΤΟΡΙΑ, ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΑ
 Μητροπολίτη Κωνσταντίας – Αμμοχώστου Βασιλείου
Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και το νόημά της συνοψίζονται με αυτό που ο Ψαλμωδός λέγει και οι Πατέρες της Εκκλησίας εφαρμόζουν στο πρόσωπο της Μητέρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού: «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη» (Ψαλμ. 44:10). Με την εορτή της Κοιμήσεως εορτάζουμε δύο γεγονότα: αφ’ ενός μεν το θάνατο και την ταφή της Θεοτόκου, αφ’ ετέρου δε την ανάσταση και μετάσταση του σώματός της στους ουρανούς. Αυτά τα δύο θέματα επικρατούν και αναπτύσσονται στην υμνολογία της εορτής.
Σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο τιμάται με ιδιαίτερη λαμπρότητα η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Η τιμή γενικότερα της Πανάγιας Μητέρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έχει τις απαρχές, τις καταβολές της στην Αποστολική περίοδο της ιστορίας της Εκκλησίας, γι’ αυτό και μαρτυρείται ήδη από τα ιερά ευαγγέλια. Έτσι πρέπει να κατανοήσουμε τους λόγους της ωδής της Θεοτόκου, όπως μας τους διασώζει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί» (Λκ. 1:48). Αυτός ο μακαρισμός αποτελεί συγχρόνως και μία μαρτυρία της τιμής του προσώπου της Θεοτόκου ήδη από την αποστολική εποχή.
            Το πρόσωπο της Θεοτόκου εκτιμήθηκε ιδιαίτερα και γι’ αυτό το λόγο καθιερώθηκαν από πολύ νωρίς οι διάφορες εορτές, όπως: η Γέννηση της Θεοτόκου, η Είσοδος στον Ναό, ο Ευαγγελισμός, η Κοίμηση. Όσον αφορά ιδιαίτερα την εορτή της Κοιμήσεως έχουμε μαρτυρίες, ότι αυτή εορταζόταν με κάθε λαμπρότητα ήδη από τον πέμπτο αιώνα. Η καθιέρωση της εορτής στις 15 Αυγούστου έγινε από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο το τέλος του 6ου αιώνα. Η μαρτυρία για τον εορτασμό της Κοιμήσεως μας παρέχεται από ένα λόγο στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου που έχει αποδοθεί ψευδεπιγράφως στον ευαγγελιστή Ιωάννη, χωρίς βέβαια να είναι ο πραγματικός συγγραφέας του λόγου αυτού. Ο λόγος αυτός έχει γραφεί μεταξύ των αρχών και του τέλους του πέμπτου αιώνα, δηλαδή από το 400 – 500 μ.Χ. και αποτελεί συμπερίληψη της Θεολογίας της Εκκλησίας περί της Θεοτόκου, της Παραδόσεως και των λειτουργικών τιμών προς το πρόσωπο της Μητέρας του Ιησού Χριστού. Υπάρχει και μία άλλη σειρά κειμένων που μαρτυρούν για τον εορτασμό της Κοιμήσεως και των παραδόσεων πέριξ της εορτής αυτής[1][1], μερικά από τα οποία αναπαράγουν το περιεχόμενο του απόκρυφου κειμένου του Ιωάννη[2][2].
            Το απόκρυφο αυτό κείμενο έχει αποτελέσει και τη βάση της υμνολογίας της σημερινής εορτής, αλλά και του εικονογραφικού κύκλου της Κοιμήσεως. Αν φέρουμε κατά νου την εικόνα της Κοιμήσεως, παρατηρούμε, ότι, στο κάτω μέρος της εικόνας, η Υπεραγία Θεοτόκος είναι τοποθετημένη πάνω σε κρεβάτι και περιστοιχίζεται από τους δώδεκα Αποστόλους. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο. Στο δεύτερο μέσο επίπεδο εικονογραφείται ο Χριστό μέσα σε ωοειδή κύκλο φωτός, όπως δηλαδή αυτόν της Μεταμορφώσεως και της Αναστάσεως. Είναι ο Υιός του Ανθρώπου με τη δόξα του και περιστοιχίζεται από Αγγέλους. Στο τρίτο ανώτερο εικονογραφικό επίπεδο ζωγραφίζεται παραστατικά ο ουρανός, απ’ όπου κατήλθε ο Χριστός και οι Άγγελοι για να παραλάβει τη ψυχή της Μητέρας του και όπου θα εισέλθει και ψυχικά και σωματικά η Θεοτόκος Μαρία. Η εικονογραφική αυτή θεματική της Κοιμήσεως αποτελεί το κεντρικό θέμα του λόγου περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο οποίος περιέχει και πολλά άλλα παρεμφερή στοιχεία, όπως, αποκάλυψη προς την Παναγία του τέλους της επίγειας ζωής της από Άγγελο, προσευχές της Παναγίας, έλευση των Δώδεκα Αποστόλων πάνω σε φωτεινές νεφέλες από τα διάφορα μέρη του κόσμου όπου ασκούσαν το αποστολικό τους έργο κ.λ.π.
            Η τιμή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κατά το λόγο αυτό, είχε ως επίκεντρο τη Βηθλεέμ και την Ιερουσαλήμ. Η τιμή της Θεοτόκου γενικότερα και ειδικά της Κοιμήσεως δεν οφείλεται σε μία απλή ευσέβεια και ευλάβεια προς το πρόσωπο της Μητέρας του Χριστού, αλλά έχει βαθύτερη θεολογική θεμελίωση.
            Ο ευαγγελιστής Λουκάς διασώζει τον μακαρισμό της «ανώνυμης» γυναίκας, που απηύθυνε προς τον Χριστό όταν το άκουε να διδάσκει: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας» (Λκ. 10:38–42 και 10:27–28). Αυτοί οι λόγοι μπορούν να λεχθούν και από κάθε γυναίκα και από κάθε άνδρα. Είναι, όμως κατ’ εξοχήν λόγος της Εκκλησίας, αυτός μπορεί να είναι και ο συμβολισμός της γυναίκας που είπε το μακαρισμό αυτό, γιατί η Εκκλησία τιμά και μακαρίζει την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία γέννησε τον Χριστό. Όπως έχει λεχθεί, πολύ ορθά, ο Θεός είχε τη δύναμη και την ελευθερία να δημιουργήσει, όπως στην αρχική δημιουργία, το σώμα μέσα στο οποίο θα σαρκωνόταν ο Λόγος του Θεού. Παρά ταύτα επέλεξε τη δημιουργία αυτού του σώματος μέσα στη μήτρα της Παρθένου Μαρίας.
            Για να επιτευχθεί αυτό, όμως, χρειάσθηκε η προπαρασκευή του σκεύους της εκλογής του Θεού. Κατά τον άγιο Νικόλαο τον Καβάσιλα, ο Θεός επέλεξε την Υπεραγία Θεοτόκο για να σαρκωθεί ο Λόγος του Θεού, γιατί αυτή έκανε κατορθωτό εκείνο που δεν κατόρθωσαν ο Αδάμ και η Εύα. Δηλαδή, η Παναγία οδήγησε την ανθρώπινη φύση στην τελειότητα και στον αγιασμό, ενώ ο Αδάμ και η Εύα οδήγησαν την ανθρωπότητα στην πτώση και στην αμαρτία. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο δεύτερο λόγο του για την Κοίμηση, με τρόπο παραστατικό, περιγράφει την παρέμβαση των Πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας, οι οποίοι απευθύνονται στην Παναγία κατά την ώρα της εκδημίας της με τους ακόλουθους λόγους: «Τότε δη, τότε Αδάμ και Εύα, οι του γένους προπάτορες, αγαλλομένοις τοις χείλεσι διαπρυσίως ανακεκράγασι· Συ μακαρία, θύγατερ, της παραβάσεως ημίν τα επιτίμια λέλυκας. Συ το φθαρτόν εξ ημών σώμα κληρονομήσασα, , αφθαρσίας ημίν εκυοφόρησας ένδυμα. Συ το είναι εξ ημετέρας οσφύος αρπάσασα, το ευ είναι ημίν ανταπέδωκας· τας ωδίνας έλυσας, τα του θανάτου διέρρηξας σπάργανα· το αρχαίον ημίν αποκατέστησας ενδιαίτημα. Ημείς εκλείσαμεν τον παράδεισον, συ του της ζωής ξύλου την είσοδον ανεπέτασας. Εκ των χρηστών δι’ ημών ήλθε τα λυπηρά, διά σου εκ των λυπηρών επανήλθεν ημίν τα χρηστότερα. Και πως θανάτου γεύση η άχραντος; Σοι προς την ζωήν γέφυρα, και κλίμαξ προς ουρανόν, και προς αθανασίαν ο θάνατος πορθμείον γενήσεται. Όντως μακαρία συ, παμμακάριστε. Τις γαρ, ει μήτιγε ο Λόγος η, προσενήνεκται τούτο πάσχων ό πράττειν υπείληπται;»[3][3].
            Η Θεοτόκος Μαρία έγινε ο χώρος και το όργανο δημιουργίας του σώματος του Θεανθρώπου Χριστού, του Νέου Αδάμ. Και πάλιν, ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας εξετάζει τη σχέση Χριστού – Θεοτόκου, σχέση Μητέρας και Υιού, και για να μας κάνει να αντιληφθούμε καλύτερα καταφεύγει στο οντολογικό γεγονός της δικής μας ενώσεως με το Χριστό όταν κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Η Υπεραγία Θεοτόκος είχε ενωθεί, πράγματι, οντολογικά με το Χριστό, αφού έγινε το όργανο της δημιουργίας της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού.
Η Εκκλησία μας τιμά την Κοίμηση, δηλαδή το φυσικό της θάνατο, την ανάσταση και την εκδημία της Θεοτόκου στους ουρανούς, ή όπως διαφορετικά ονομάζεται, της μεταστάσεώς της στους ουρανούς. Το ζήτημα αυτό δημιούργησε συζητήσεις και διχογνωμίες. Όμως, θεολογικά βασίζεται και αποδεικνύεται ως η λογική συνέπεια, αφ’ ενός μεν, της οντολογικής σχέσεως της Θεοτόκου με τον Θεάνθρωπο Χριστό, αφ’ ετέρου δε, της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού. Το άγιο σώμα της δεν ήταν δυνατό να δεχθεί τη φθορά, γι’ αυτό και, κατά το ως άνω απόκρυφο κείμενο για την Κοίμηση, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, τόσο το σώμα, όσο και ο τάφος που είχε τοποθετηθεί στη Γεσθημανή εξέπεμπε μύρον ευωδίας. Έτσι, τρεις μέρες μετά το θάνατο, ή την Κοίμησή της, και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου μετατίθεται στον Παράδεισο. Με άλλα λόγια, η Μετάσταση της Θεοτόκου, όπως την εορτάζει και την θεολογεί η Εκκλησία, είναι η ανάσταση της Θεοτόκου που προκαταλαμβάνει την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Αυτή είναι και η θεολογική θέση του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού στους τρεις Λόγους του για την Κοίμηση της Θεοτόκου. Στον Πρώτο Λόγο του γράφει: «Εντεύθεν ου θάνατον την ιεράν σου μετάστασιν λέξομαι, αλλά κοίμησιν ή εκδημίαν ή ενδημίαν ειπείν οικειότερον. Εκδημούσα γαρ των του σώματος, ενδημείς προς τα κρείττονα»[4][4].
            Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επιπρόσθετα, αναπύσσει και την εσχατολογική πτυχή του γεγονότος της Κοιμήσεως και της Μεταστάσεως της Θεοτόκου. Το γεγονός του θανάτου και της αναστάσεως της Θεοτόκου, το γεγονός της συναθροίσεως των Αποστόλων, το γεγονός της παρουσίας του Ιησού Χριστού με δόξα και λαμπρότητα, δορυφορούμενος από τους αγγέλους, είναι στοιχεία που συνθέτουν και την εικόνα της δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. «’Όπου’ γαρ ‘το πτώμα’, Χριστός η αλήθεια έφησε τους αετούς συναχθήσεσθαι. Ει γαρ και περί της αυτού του ταύτα λέξαντος δευτέρας μεγάλης και επιφανούς παρουσίας και ουρανόθεν καταφοιτήσεως, η ρήσις ήδε προλέλεκται, αλλ’ ουκ ατόπως ωσπερ ηδύσματι του λόγου κανταύθα παραληφθήσεται[5][5]». Ο Χριστός, με την ανάστασή του, έγινε, κατά τον απόστολο Παύλο, «πρωτότοκος εκ των νεκρών». Η ανάσταση του ανθρώπινου γένους θα γίνει κατά τους έσχατους χρόνους, όταν ο Χριστός θα φανερωθεί και πάλιν. Ο θάνατος και η ανάσταση της Θεοτόκου είναι, με τα δεδομένα αυτά, θα λέγαμε, ενδιάμεσος ανάσταση της Θεοτόκου, και παρουσία του Χριστού, γιατί προηγείται της παγγενούς αναστάσεως και κρίσεως. Στα διάφορα κείμενα, στα οποία αναφερθήκαμε πριν, υπάρχουν ευχές και παρακλήσεις της Θεοτόκου για να μη κριθεί και να μη διέλθει από τη δοκιμασία του διαβόλου, πράγμα που μπορεί να θεωρηθεί ως η κρίση, όπως αυτή αναμένεται κατά τους έσχατους χρόνους.
Στο απόκρυφο κείμενο του Ιωάννη περί της Κοιμήσεως έχουμε και μία άλλη σημαντική όψη της θεολογίας της Εκκλησίας για τη θέση και το ρόλο που διαδραματίζει η Θεοτόκος μεταξύ του Υιού και Θεού της Ιησού Χριστού και των ανθρώπων. Πριν παραδώσει την αγία ψυχή της και εν είδη προσευχής παρακαλεί τον Χριστό ώστε: «πάντα άνθρωπον επικαλούμενον ή δεόμενον ή ονομάζοντα το όνομά της δούλης σου, χορήγησον αυτώ την βοήθειάν σου» (41). Δηλαδή η Παναγία Θεοτόκος αποδεικνύεται πρεσβευτής μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Πράγματι, η Θεοτόκος συνέχισε την παράκλησή της προς τον Χριστό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο πάντα δυνάμενος εν ουρανώ και επί γης, ταύτην την παράκλησιν δυσωπώ το όνομά σου το άγιον˙ εν εκάστω καιρώ και τόπω όπου γίνεται η μνήμη του ονόματός μου, αγίασον τον τόπον εκείνον, και δόξασον τους δοξάζοντάς σε δια του εμού ονόματος, προσδεχόμενος των τοιούτων πάσαν προσφοράν και πάσαν ικεσίαν και πάσαν ευχήν» (42).
Δίκαια η Εκκλησία μας τιμά την Υπεραγία Θεοτόκο, ως τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν των Σεραφείμ, όχι ανωτέρα μόνο των ανθρώπων. Έτσι, και εμείς τιμούμε και εορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου, γιατί η Κοίμηση και η Μετάστασή της στους ουρανούς, καθώς και η δόξα της από τον Θεό αποτελεί τη βεβαιότητα και της δικής μας εισόδου στη βασιλεία του Θεού με τις ευχές και πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας του Ιησού Χριστού, που είναι και δική μας Μητέρα.
Η Θεοτόκος Μαρία έγινε Μητέρα του Ιησού Χριστού επειδή στη Μήτρα της δημιουργήθηκε με την έλευση και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, το σώμα, η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Είναι, όμως, και δική μας Μητέρα, γιατί όταν κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Κυρίου γινόμαστε αδέλφια του Χριστού και άρα και παιδιά της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έτσι, και ως δική μας Μητέρα, πρεσβεύει για όλους εμάς που σεβόμεθα και επικαλούμεθα το άγιο όνομά της
Ιερά Μητρόπολη
Κωνσταντίας – Αμμοχώστου
15 Αυγούστου 2008


[1][1] Μεταξύ των κειμένων αυτών αναφέρουμε τα ακόλουθα: α) The Six Books Apocryphon (4th cent.) (pdf – ca. 2 MB), β) (Ps.-) John the Theologian, The Dormition of the Holy Theotokos, γ) (Ps.-) Melito of Sardis, The Passing of Blessed Mary, δ) (Ps.-) Joseph of Arimathea, The Passing of the Blessed Virgin Mary, ε)(Ps.-) Cyril of Jerusalem, Homily on the Dormition (κοπτικής προελεύσεως), στ)(Ps.-) Evodius of Rome, Homily on the Dormition, ζ) Theodosius of Alexandria,Homily on the Dormition, η) John of Damascus, three Homilies on the Dormition of the Virgin.

[2][2] Τα αρχικά αυτά κείμενα ονομάζονται στη θεολογική έρευνα ως “transitus Mariae”. Βλέπε: S. Jean Damascène. Hmélies sur la Nativité et la Dormition. Sources Chrétiennes 80. pp. 26-28.
[3][3] Ιωάννου Δαμασκηνού. Λόγος Δεύτερος. «Εις την ένδοξον Κοίμησιν της παναγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας»  παρ. 8. Sources Chrétiennes 80, p. 144.
[4][4]  Ιωάννου Δαμασκηνού. Λόγος Πρώτος. «Εγκώμιον εις την Κοίμησιν της πανυμνήτου και υπερενδόξου ευλογημένης δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας»  παρ. 10. Sources Chrétiennes 80, p. 110.
[5][5] Ιωάννου Δαμασκηνού. Λόγος Δεύτερος. «Εις την ένδοξον Κοίμησιν της παναγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας» παρ. 6. Sources Chrétiennes 80, p. 138-140.

Σάββατο, Ιουλίου 13, 2013

Κυριακή των Αγίων Πατέρων, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθ. 5,14-19 εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

 Η ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από την επί του Όρους Ομιλία, όπου ο Κύριος απευθυνόμενος προς τους μαθητές του, τους απεκάλεσε παραβολικά «φως του κόσμου» γιατί έχουν στην καρδιά τους τη Χάρη του Τριαδικού Θεού. Ο Ιησούς Χριστός για να τονίσει πόσο σημαντικό είναι το φως στη ζωή των ανθρώπων μας αναφέρει το λυχνάρι που για να δώσει το φως του σε όλο το σπίτι τοποθετείται σε λυχνοστάτη και δεν κρύβεται. Αν αναλογιστούμε πόσο σημαντικό είναι το φως στη ζωή μας σήμερα, μόνο έτσι θα καταλάβουμε τη βαρύτητα που έχει ο λόγος του Κυρίου που καλεί τους Μαθητές του να γίνουν το φως του κόσμου.
Μέσα στην Αγία Γραφή υπάρχει έντονη η παρουσία του φωτός, ιδίως σε μεγάλα γεγονότα. Κατά πρώτο λόγο στη δημιουργία του κόσμου «και είπεν ο Θεός γενηθήτω φως και εγένετο φως». Το φως έδωσε την ορατότητα της θείας δημιουργίας και καθόρισε τον ημερήσιο κύκλο και τη διαδοχή της ημέρας και της νύχτας. Επίσης φως έχουμε κατά την παράδοση των Δέκα Εντολών στο Μωυσή. Εκεί το όρος Σινά καλύφθηκε από τη νεφέλη και το φως σημαίνοντας την παρουσία του Θεού. Κατά τη Γέννηση του Ιησού Χριστού ο Αστέρας φωτίζει το Σπήλαιο της Βηθλεέμ και διαλαλεί την έλευση του Ιησού. Κατά τη Μεταμόρφωση, το πρόσωπο του Ιησού Χριστού έλαμψε όπως ο ήλιος και τα ρούχα του έγιναν λευκά όπως το χιόνι, ένδειξη και πάλι της θεϊκής δύναμης. Ακόμα σε πολλές περιπτώσεις ο Ιησούς Χριστός παρομοίασε τον εαυτό του με το φως: «Εγώ ειμί το Φως του κόσμου». Το φως κατά κύριο λόγο σημαίνει τον πνευματικό φωτισμό του ανθρώπου ένεκα της γνώσεως του αληθινού Θεού. Κατ’ επέκταση, μπορεί να συμβολίζει τη γνώση του υλικού κόσμου, την παιδεία, την καλλιέργεια, τη σοφία, τη γεώργηση του όλου ανθρώπου, ώστε να πορευθεί προς την τελειότητα, τη θέωση. Αρκεί όλα αυτά να γίνουν πράξεις, τρόπος ζωής και όχι νεκρή γνώση και τυπολατρία. Ο Ιησούς Χριστός στη συνέχεια τονίζει ξεκάθαρα: «ος δ΄αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών». Η έμπρακτη εφαρμογή του λόγου του Θεού είναι η καλύτερη διδασκαλία.
Η ένωση του ανθρώπου με την πηγή του φωτός, που είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, τον μεταβάλλει σε μια φωτεινή ύπαρξη. Αυτό είναι που με τη χάρη του Θεού πέτυχαν οι Άγιοι Πατέρες, που σήμερα γιορτάζουμε. Για να γίνουν οι Άγιοι Πατέρες φώτα, που φώτισαν όλη την Οικουμένη, ενώθηκαν με την πηγή του φωτός. «Φως όλοι γεγονότες θείον, ως θείου φωτός γεννήματα» (Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος εις τα Άγια Φώτα, ΕΠΕ 5, 74). Τα «καλά έργα», αποτελούν την αυτονόητη εκδήλωση και τον απαραίτητο καρπό της φωτεινής ζωής. Άκαρπος χριστιανός αποτελεί αντίφαση, διότι η ιδιότητα του χριστιανού εκφράζεται με έργα και όχι μόνο με λόγια.
Εκτός από την έννοια του φωτός ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί επίσης την παραβολική εικόνα της πόλεως, η οποία είναι κτισμένη ψηλά στην κορυφή ενός βουνού και ως εκ τούτου δεν μπορεί να κρυφτεί, αλλά φαίνεται από πολύ μακριά. Έτσι και οι Μαθητές, ο τρόπος ζωής τους δηλαδή, οι πράξεις και τα έργα τους, δεν μπορούν να κρυφτούν αλλά είναι φανερά. Από αυτό προκύπτει η ευθύνη όλων μας ως μαθητών του Ιησού Χριστού, ώστε η ζωή μας να αποτελεί πρότυπο.  
             Η σχέση του Ιησού Χριστού με το Μωσαϊκό Νόμο είναι το δεύτερο μεγάλο θέμα της ευαγγελικής περικοπής. Ο Χριστός απαντώντας στους κατηγόρους του, ότι με τη διδασκαλία και τα έργα του στρέφεται εναντίον του Νόμου (βλ. θεραπείες ασθενών το Σάββατο) τονίζει εμφαντικά:  «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας∙ ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι». Εδώ το ρήμα «πληρώσαι» ερμηνεύεται με την έννοια της εκπλήρωσης. Δηλαδή: «Δεν ήρθα να καταργήσω το Νόμο, αλλά να τον εκπληρώσω», δηλ. να τον πραγματοποιήσω.
Ούτε ένα γιώτα δεν κατάργησε από το Νόμο ο Ιησούς Χριστός, αφού η επί γης παρουσία και αποστολή του αποτελούν εκπλήρωση των προφητειών και όχι την κατάργηση. Ο Χριστός ερμήνευε το Νόμο κατά το πνεύμα και όχι κατά το νεκρό γράμμα όπως έκαναν οι νομοδιδάσκαλοι. Απορρίπτει δηλαδή ο Ιησούς Χριστός τη στείρα ερμηνεία του Νόμου που έκαναν οι νομοδιδάσκαλοι του Ισραήλ  και μιλά για την ουσία του Νόμου, του Νόμου του Θεού, του οποίου τις προφητείες εκπληρώνει με την παρουσία του στον κόσμο. Ο Ιησούς Χριστός διακρίνει τις ανθρώπινες παραδόσεις από τις εντολές του Θεού που περιέχονται στο Νόμο. Η πλήρωση του Νόμου είναι το έργο και η αποστολή του Ιησού Χριστού. Οι Μαθητές εξ’ άλλου, έχουν υποχρέωση και καθήκον τήρησης του θείου Νόμου, καθώς και της διδασκαλίας του προς τους άλλους. Η εφαρμογή και  διδασκαλία του Νόμου εκ μέρους των Μαθητών καθορίζεται επίσης με το λόγο του Χριστού: «ος δι αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών». Είναι ο τρόπος ζωής, ο οποίος πρέπει να συνάδει με το περιεχόμενο των λόγων μας και την πληρότητα των έργων μας.
Η Εκκλησία όρισε τη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή κατά την ημέρα της μνήμης των 630 Πατέρων της εν Χαλκηδόνα Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, για να μας μεταφέρει το μήνυμα, ότι οι Άγιοι Πατέρες έγιναν πράγματι το φως του κόσμου και ότι η διδασκαλία, το έργο και η παραδειγματική ζωή τους ήταν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, γι αυτό και ανακηρύχθηκαν μεγάλοι από το Θεό στη Βασιλεία του. Αυτούς καλούμαστε να μιμηθούμε. Χωρίς αμφιβολία ο ευαγγελικός λόγος του Κυρίου είναι διαχρονικός και άρα σύγχρονος. Απευθύνεται στους Χριστιανούς κάθε εποχής και ίσως περισσότερο στη δική μας εποχή, όπου κυριαρχεί η σύγχυση ιδεών και αξιών και περίσσευσαν τα λόγια και οι διακηρύξεις έναντι των έργων.
Καλούμαστε λοιπόν οι Χριστιανοί μέσα στο σύγχρονο γίγνεσθαι να γίνουμε φως του κόσμου, με λόγια και κυρίως με έργα, που να φανερώνουν τη χριστιανική ταυτότητά μας, ως «πόλις επάνω όρους κειμένη». Πρέπει να είμαστε φωτεινές εστίες, φωτεινοί λαμπτήρες πρώτα μέσα στο σπίτι μας, στο οικογενειακό μας περιβάλλον. Οι πράξεις μας να είναι έργα του φωτός και όχι του σκότους. Η χριστιανική ζωή είναι για τον κόσμο η καλύτερη απόδειξη της χριστιανικής διδασκαλίας. Η πίστη του χριστιανού είναι ολοκληρωμένη όταν το θεωρητικό της περιεχόμενο εκδηλώνεται εμπράκτως, οπόταν μπορούμε να γίνουμε «φως» αν ενώσουμε τις ζωές μας με την πηγή του φωτός που είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.

Σάββατο, Ιουνίου 15, 2013

Κυριακή των Αγίων Πατέρων, Ευαγγ. ανάγνωσμα: Ιω. ιζ΄ 1-13 εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

 Νικαίας το καύχημα, Oικουμένης αγλάϊσμα
Την εβδόμη κατά σειρά Κυριακή από το Πάσχα, η Εκκλησία τοποθετεί την εορτή των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι συγκρότησαν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 325 μ.Χ. Η Α΄ Οικ. Σύνοδος συγκλήθηκε σε κλίμα ελευθερίας και ισοτιμίας, που επεκράτησε μεταξύ των θρησκευμάτων μετά το Διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου περί ανεξιθρησκείας. Στη Σύνοδο αυτή έδωσε την μαρτυρία τους υπέρ της πίστεως ο Άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός, ενώ με την πολύτιμη συμβουλή του τότε διακόνου  και μετέπειτα Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μεγάλου Αθανασίου, συντάχθηκαν τα 6 πρώτα άρθρα του συμβόλου της Πίστεως.
Ο σημερινός εορτασμός, μια Κυριακή πριν την Πεντηκοστή, θεσπίστηκε για να τονιστεί η θεότητα του προσώπου του Χριστού και η μεγάλη σημασία αυτής της αλήθειας για ολόκληρη την Εκκλησία. Όπως  χαρακτηριστικά εξηγείται μέσα στο συναξάρι της εορτής «ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, αφού ενσαρκώθηκε, αφού φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα και αφού εκπλήρωσε  όλο το σωτηριώδες σχέδιο του – τη πραγμάτωση της θείας οικονομίας-, ανελήφθη στους ουρανούς ως Θεός και ως άνθρωπος συγχρόνως, και κάθισε στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Θεού και Πατρός. Αυτό ακριβώς διακήρυξαν οι Άγιοι Πατέρες και με τις θεολογικές αποφάσεις που πήραν σ’ αυτή την Σύνοδο «Πατρός και Υιού και Πνεύματος Αγίου, μίαν ουσίαν εδογμάτισαν και φύσιν», ότι δηλαδή ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος με τον Πατέρα, και αυτό  εναντίον της αιρέσεως του Αρείου, ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός δεν ήταν Θεός, δεν ήταν διπλούς στη φύση αλλά ήταν μόνο ως άνθρωπος. Απέρριπτε ουσιαστικά με άλλα λόγια την θεότητα του Χριστού.
Η προσευχή του Χριστού υπέρ των μαθητών του και υπέρ των μελών της Εκκλησίας
Η ευαγγελική περικοπή που διαβάζετε σήμερα, είναι ένα απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου την οποία απήγγειλε, λίγο πριν αναχωρήσουν με τους μαθητές από το υπερώο όπου έλαβε χώρο ο Μυστικός Δείπνος. Ο Διδάσκαλος μετά την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, συνομίλησε αρκετά με τους Μαθητές Του και η συνομιλία έληξε με μια προφητεία - μια ενθαρρυντική ρήση του Ιησού Χριστού «Eν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμον». (Ιω. ιστ’ 13).
Η αρχιερατική αυτή προσευχή είναι μια συνομιλία του Υιού και Λόγου του Θεού μετά του ουρανίου Πατρός και χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στο σκοπό της αποστολής του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στη βεβαίωση του Ιησού Χριστού για την εκπλήρωση του έργου του μέσα στον κόσμο και το τρίτο μέρος αναφέρεται στην καθιέρωση των Μαθητών ως συνεχιστών του έργου του Ιησού Χριστού. Είχε τρία αιτήματα: υπέρ Εαυτού, υπέρ των Αποστόλων και υπέρ της Εκκλησίας.
Γιατί ο Ιησούς αφήνει τον παραμυθητικό και παραινετικό τόνο των υποθηκών προς τους Μαθητές και στρέφει το βλέμμα του προς τον Πατέρα και συνδιαλέγεται; Για να διδάξει και μας, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, πως όταν βρισκόμαστε σε ώρες δοκιμασίας και πειρασμού να καταφεύγουμε στον ουράνιο Πατέρα μας’ για ν’ αντιμετωπίσουμε το μίσος και τους διωγμούς των ανθρώπων. Ο σκοπός της παρουσίας του Ιησού Χριστού στον κόσμο είναι η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους: «ίνα παν ο δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον». Αυτή η αιώνια ζωή είναι η αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο, η γνώση του αληθινού Θεού, αλλά και η πίστη στον Ιησού Χριστό ως Υιό του Θεού και απεσταλμένο του Πατρός για την σωτηρία του κόσμου: «Αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν».
«Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις»
Η γνώση και επίκληση του ονόματος του Θεού δεν είναι ένα εξωτερικό καθήκον ή μια θρησκευτική δοξασία. Είναι θεμελιώδης αλήθεια ύπαρξης και νοήματος ζωής που μας φανέρωσε ο Χριστός και πρέπει να εμπιστευόμαστε, επιζητώντας με πολλή ταπείνωση το έλεος του. Με τη συνεχή αυτή επίκληση μαστίζουμε τους εχθρούς μας τα παρακλάδια του διαβόλου δαίμονες, αγιαζόμαστε και σωζόμαστε. Ο λόγος του Χριστού επιμένει ν’ ανατρέπει τη λογική μας. Μας λέει ότι υψωνόμαστε κάθε φορά που θυσιαζόμαστε. Δοξαζόμαστε κάθε φορά που μαθαίνουμε να υπομένουμε πειρασμούς, συκοφαντίες, αδικίες. Καταξιωνόμαστε κάθε φορά που συγχωρούμε, κάθε φορά που σταυρώνουμε τον εαυτό μας και τα πάθη του.
Η «ενότητα», επιτακτικό ζητούμενο της εποχής μας
Σε συνάφεια με την εορτή των Αγίων Πατέρων, ένας  άλλος σκοπός που η Εκκλησία μας παραθέτει αυτή την περικοπή είναι και ο εξής: Η αίρεση του αρειανισμού διέσπασε το ενιαίο φρόνημα του λαού για το ανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, ενώ ο Κύριος ζήτησε στην Αρχιερατική Προσευχή «ίνα ώσιν εν», να είναι ένα (οι Μαθητές) και όσοι πίστευαν σε αυτόν.
Το ζήτημα της ενότητας μεταξύ των ανθρώπων είναι από τα πλέον δύσκολα, αν αναλογιστούμε την παγκόσμια, αλλά και την προσωπική ιστορία του καθενός μας. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου η σύγχρονη βαβυλωνία της ατομοκεντρικότητας, της «πολυ-πολιτισμικότητας» και της «αλληλεγγύης» μεταξύ των λαών, σφυροκοπούν τα θεμέλια της κοινωνίας, διαβρώνοντας αντίστοιχα κάθε ευαισθησία προς τον πλησίον και κάθε δυνατότητα συμφωνίας στο πολιτισμικό και πνευματικό πεδίο για αντιμετώπιση των δυσκολιών που διέρχεται η πατρίδα μας. Το ότι η ενότητα προϋποθέτει την ταύτιση στα θέματα της πίστεως, το εκφράζει η Εκκλησία μας σε κάθε Θεία Λειτουργία, όταν λίγο πριν κοινωνήσουμε μας καλεί να ζητήσουμε από τον Χριστό «την ενότητα της πίστεως καί τήν κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος» και να εμπιστευτούμε σε Αυτόν «εαυτούς καί αλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ημών».
Η κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, εξασφαλίζει την γνησιότητα της ανθρώπινης ενότητας. Η γνήσια ενότητα υπάρχει επίσης με τη θεωρία του Θεού: «και εγώ την δόξα ην δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς ίνα ώσιν εν…θέλω όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν…» (Ιω. ιζ΄ στ.22). Όλα αυτά δείχνουν ότι όταν οι άνθρωποι βιώνουν την δόξα της Αγίας Τριάδος στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, όταν είναι συνδεδεμένοι με τον Χριστό, τότε είναι και μεταξύ τους ενωμένοι. Στην αρχιερατική προσευχή δεν γίνεται λόγος για μια εξωτερική ενότητα, που είναι αποτέλεσμα εξωτερικών προσπαθειών και γνωρισμάτων και που είναι προσδοκία του μέλλοντος, αλλά για ενότητα στο Σώμα του Χριστού, που δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής και είναι πραγματικά παρούσα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...