Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Κωνστάντιας και Αμμοχώστου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Κωνστάντιας και Αμμοχώστου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2017

Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου (Χαναναίας), Ματθαίου ιε΄, 21-28


Femeia Cananeanca
  • Αρχιμ. Αυγουστίνου Κκαρά
Πρωτότυπο κείμενο
 «Τω καιρώ εκείνω εξελθών εκείθεν ο Ιησούς ανεχώρησεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος. Και ιδού γυνή Χαναναία από των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζεν αυτώ λέγουσα• ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ• ή θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον. Και προσελθόντες oι μαθηται αυτού ήρώτων αυτόν λέγοντες• απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών. Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. Η δε ελθούσα προσεκύνει αυτώ λέγουσα• Κύριε, βοήθει μοι. Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ εστί καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοίς κυναρίοις. Η δε είπε• ναι, Κύριε, και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών. Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή• ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις- γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης».
Μετάφραση
 Εκείνο τον καιρό, αφού βγήκε ο Ιησούς από τα μέρη εκείνα (της Γαλιλαίας), αναχώρησε στα μέρη της Τύρου και Σιδώνος. Και να μια γυναίκα Χαναναία από εκείνη την περιοχή βγήκε και φώναζε: « Ελέησε με, Κύριε, υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται άσχημα από το δαιμόνιο». Αυτός όμως δεν της απάντησε ούτε με μια λέξη. Και ήλθαν οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Απομάκρυνε την, γιατί φωνάζει από πίσω μας». Ο Κύριος όμως αποκρίθηκε: «Δεν είμαι σταλμένος παρά μόνο για τα χαμένα πρόβατα της γενεάς του Ισραήλ». Αυτή δε (η Χαναναία) αφού τον πλησίασε, τον προσκυνούσε και έλεγε, «Κύριε, βοήθησε με». Εκείνος της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό πράγμα να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλάκια». Αυτή δε είπε• «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της αποκρίθηκε: «Ω γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου• ας γίνει, όπως συ θέλεις». Και θεραπεύτηκε από εκείνη την ώρα η θυγατέρα της.
Διήγηση περικοπής
 Ο Ιησούς Χριστός πορεύεται στις περιοχές Τύρου και Σιδώνος.  Μια ταλαιπωρημένη Χαναναία γυναίκα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον να γνωρίσει τον Κύριο, για τον οποίο φαίνεται να είχε ακούσει πολλά.  Γνώριζε δηλαδή για τις θεραπευτικές ικανότητες του Χριστού και ήδη μέσα στην καρδιά της άρχισε να υπάρχει η βαθιά πίστη για το πρόσωπό του. Έχοντας λοιπόν αυτή την πίστη και τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας ζητά το έλεός του, «ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ• ή θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται».  Ζητά το έλεός του και τη χάρη του, ώστε να θεραπευτεί η θυγατέρα της, η οποία κατεχόταν από δαιμονικό πνεύμα. Ο Κύριος στην αρχή δε δίνει σημασία στις παρακλήσεις της Χαναναίας. Δεν της απαντάει καθόλου, εκείνη όμως εξακολουθεί να φωνάζει: «ελέησε με, Κύριε, υιέ του Δαβίδ». Ο Κύριος για να δοκιμάσει ακόμα περισσότερο την πίστη της γυναίκας της λέγει: Δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί, που είναι για τα παιδιά, δηλαδή για τους Ισραηλίτες, και να το δώσω στους εθνικούς, δηλαδή στους ειδωλολάτρες». Τότε η Χαναναία γυναίκα αποκαλύπτει το μεγαλείο της πίστης της, απαντώντας στον Κύριο: «Έχεις δίκαιο, Κύριε, του λέγει. Όμως και τα σκυλάκια, που είμαστε εμείς οι εθνικοί – ειδωλολάτρες, τρώνε από τα ψίχουλα, που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Χριστός επιβραβεύει την ακλόνητη πίστη της, γι’ αυτό και της λέγει μπροστά σ’ όλους: «Γυναίκα, είναι πολύ μεγάλη η πίστη σου. Ας γίνει όπως εσύ θέλεις». Και αμέσως συντελέστηκε το θαύμα και θεραπεύτηκε η άρρωστη θυγατέρα της, που εκείνη την ώρα βρισκόταν στο σπίτι της.
Πίστη
  Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Ιησούς Χριστός επιτελεί ένα από τα αναρίθμητα θαύματα της επί γης παρουσίας και δράσης του.  Το θαύμα όμως αυτό της θεραπείας της θυγατέρας της Χαναναίας γυναίκας μας δίνει την ευκαιρία να εμβαθύνουμε στην έννοια και σημασία της πίστης.
 Η πίστη είναι η βεβαιότητα, η πεποίθηση που διαθέτει κάποιος άνθρωπος για κάποιο γεγονός ή κάποιο πρόσωπο, χωρίς να έχει ο ίδιος προσωπική εμπειρία.  Χωρίς να ήταν παρών δηλαδή σε κάποιο γεγονός και να το είδε με τα μάτια του και να το άκουσε με τα αυτιά του, ή χωρίς να γνωρίσει προσωπικά κάποιο πρόσωπο, αλλά έχοντας ακούσει ή πληροφορηθεί από άλλους γι΄ αυτό.  Στη ζωή μας γενικά πορευόμαστε με βάση την πίστη.  Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «πάντα τα εν τω κόσμω τελούμενα τη πίστει τελείται». Δηλαδή, όλα όσα γίνονται σε αυτό τον κόσμο, γίνονται, διότι όλα στηρίζονται στην πίστη. Για παράδειγμα πιστεύουμε ότι σε ένα ταξίδι μας θα πάμε καλά, γι΄ αυτό αποφασίζουμε να ταξιδεύσουμε. Πιστεύουμε ότι πηγαίνοντας στο γιατρό θα θεραπευθούμε, γι΄ αυτό αποφασίζουμε να τον επισκεφτούμε.  Και τόσα άλλα γεγονότα και καταστάσεις της ζωής μας στηρίζονται στην πίστη και όχι στην απόδειξη. 
Θρησκευτική πίστη
 
Θρησκευτική πίστη είναι η απόλυτη πεποίθηση και βεβαιότητα που έχει κανείς σε πρόσωπα, σε πράγματα και σε γεγονότα που έγιναν ή πρόκειται στο μέλλον να γίνουν, τα οποία είναι αόρατα και ακατάληπτα στις ανθρώπινες αισθήσεις.  Η θρησκευτική πίστη εμφανίζεται με την έναρξη της ανθρώπινης ιστορίας και πάντοτε διαδραμάτιζε και συνεχίζει και σήμερα να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη ζωή των λαών και πολιτισμών.  Είναι μπορούμε να πούμε μια βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου.
Χριστιανική πίστη
 Ο μοναδικός ορισμός της πίστης στην Αγία Γραφή υπάρχει στην Προς Εβραίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: «Πίστις εστίν, ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. ια΄ 1). Αυτό σημαίνει ότι πίστη είναι η απόλυτη βεβαιότητα και η ακλόνητη πεποίθηση, ότι ο πιστός θα απολαύσει στο μέλλον αγαθά τα οποία τώρα φαίνεται πως δεν υπάρχουν, αλλά τα ελπίζει, τα περιμένει να πραγματοποιηθούν και να τα απολαύσει. Η πίστη δηλαδή είναι η θύρα μέσα από την οποία ο πιστός εισέρχεται σε μια ανώτερη σφαίρα, στη θεία αποκάλυψη.  Ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτει στον κόσμο του την Αλήθεια, που είναι ο Ιησούς Χριστός.  Αυτοί που πιστεύουν στον Ιησού Χριστό ως Μεσσία, Σωτήρα και Λυτρωτή δεν χρειάζονται αποδείξεις αλλά είναι βέβαιοι ότι πρόκειται να συμβούν όλα όσα υποσχέθηκε το αδιάψευστο στόμα του.  Για παράδειγμα ο πιστός άνθρωπος είναι βέβαιος ότι θα συμβεί η ανάσταση των νεκρών, η δεύτερη του Χριστού παρουσία, η αιώνια ζωή και βασιλεία του Θεού. Δεν έχει αποδείξεις για όλα αυτά αλλά είναι βέβαιος γι΄ αυτά, γιατί τα διακήρυξε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Επιπλέον πίστη είναι «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».  Ο πιστός άνθρωπος είναι βέβαιος ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «εκ του μη όντος», ότι ο Σωτήρας Χριστός είναι πρόσωπο ιστορικό, που έζησε πάνω στη γη, γεννήθηκε ως άνθρωπος από την Παναγία Παρθένο, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε στους Ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού Πατέρα κ.α. Δεν χρειάζεται αποδείξεις για όλα αυτά, τα πιστεύει και τα παραδέχεται ως πραγματικά και αληθινά.
Τα χαρακτηριστικά της πίστης
 Σε πάρα πολλές διηγήσεις των ιερών ευαγγελίων υπάρχουν παραδείγματα μεγάλης πίστης, στη σημερινή όμως ευαγγελική περικοπή μπορούμε εύκολα να επισημάνουμε μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης.
 
Ο Μεσσίας Χριστός 
Η Χαναναία γυναίκα πιστεύει στη μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού, γι΄ αυτό και τον αποκαλεί «υιόν Δαυίδ».  Η απλή και λιτή ζωή του Χριστού στάθηκε εμπόδιο για τους Ιουδαίους να τον αναγνωρίσουν ως τον αναμενόμενο Μεσσία, γι΄ αυτό γρήγορα απογοητεύτηκαν και δεν τον ακολούθησαν.  Η Χαναναία με την πίστη που διαθέτει κατορθώνει να κοιτάξει πέρα από την απλότητα του Χριστού, έτσι αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον απεσταλμένο του Θεού, το Νικητή του θανάτου, το Λυτρωτή του κόσμου.
 Η πίστη στη μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ορθόδοξη θεολογία.  Η άρνηση της ιδιότητας αυτής σημαίνει ουσιαστικά την άρνηση της θεότητας του Χριστού.  Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, που ενανθρώπησε και στο πρόσωπό του εκπληρώθηκαν όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης.  Επομένως ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο Λυτρωτής και Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους.
 Η σταθερότητα της πίστης

 Η πίστη της Χαναναίας παραμένει σταθερή και ακλόνητη παρά τη σιωπή και φαινομενική αδιαφορία του Χριστού.  Η πραγματική πίστη δοκιμάζεται μεν, αλλά ποτέ δεν κάμπτεται.  Γι΄ αυτό η Χαναναία συνεχίζει να επιμένει, γιατί είναι βέβαιη ότι ο Χριστός είναι εκείνος που έχει τη δύναμη να εκπληρώσει την επιθυμία της. Έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον Χριστό.
 Η σταθερή και ακλόνητη πίστη είναι μεγάλη αρετή για έναν πιστό.  Ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του θα αντιμετωπίσει θλίψεις και δοκιμασίες και θα ζητήσει τη βοήθεια και το έλεος του Θεού.  Αν η πίστη του δεν είναι βαθιά και στερεωμένη, σύντομα θα απογοητευτεί και ίσως και να απιστήσει.  Ανεπανάληπτο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του δίκαιου Ιώβ. Ενώ του συνέβησαν τόσες θλίψεις και δυστυχίες και φαινόταν ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε, εκείνος δεν οδηγείται στην απιστία και τη βλασφημία, αλλά σταθερά και ακλόνητα πιστεύει στο Θεό και ζητά το έλεός του.  Γι΄ αυτό στο τέλος δικαιώνεται και ανταμείβεται από το Θεό.
 Πίστη και ταπείνωση

 Η πίστη της Χαναναίας δεν είναι μόνο σταθερή και ακλόνητη, αλλά συνοδεύεται και από ειλικρινή ταπείνωση.  Δέχεται αδιαμαρτύρητα την παρομοίωσή της με σκύλο, δεν αντιδρά, δεν επαναστατεί, αλλά απαντά με τρόπο που δείχνει την υποταγή της. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ταπεινολογία της Χαναναίας ή για αναγκαστική ταπείνωση, αλλά για ειλικρινή συντριβεί μπροστά στη δύναμη του Θεού.

 Πολλές φορές ο εγωισμός οδηγεί τον άνθρωπο στην ταπεινολογία για να γίνει συμπαθής ή ακόμα χειρότερα για να επαινεθεί από τους υπολοίπους.  Ο πραγματικός πιστός είναι και πραγματικά ταπεινός και αισθάνεται να είναι ο τελευταίος των ανθρώπων, γεγονός που τον κάνει να ζητά με συντριβή καρδίας το έλεος του Θεού.
 Ζωντανή πίστη

 Η Χαναναία δεν ανήκε στον εκλεκτό λαό του Θεού, δεν ήταν Ιουδαία αλλά ειδωλολάτρισσα.  Αυτό όμως δεν στέκεται εμπόδιο στο να πιστέψει στον Ιησού Χριστό.  

 Το να ανήκει κανείς στον εκλεκτό λαό της Παλαιάς Διαθήκης ή το να είναι μέλος της Εκκλησίας με τα δικά μας δεδομένα δεν αποτελεί δέσμευση για τον Θεό.  Αυτό που δεσμεύει τον Θεό είναι η ζωντανή πίστη.  Βέβαια η πίστη έξω από την Εκκλησία είναι ανύπαρκτη, αλλά και από την άλλη η τυπική συμμετοχή στην Εκκλησία χωρίς ουσιαστική πίστη δεν υποχρεώνει τον Θεό να εκπληρώσει τις επαγγελίες του.  Οι Ισραηλίτες καυχιόντουσαν ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ και θεωρούσαν, ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τις υποσχέσεις του, για να πάρουν τη δέουσα απάντηση από τον Τίμιο Πρόδρομο: «δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Ματθ. 3,9). Αυτό που μετρά για τον Θεό, είναι η ζωντανή πίστη, η οποία μπορεί μερικές φορές να δοκιμάζεται αλλά στο τέλος ξεπερνά τα εμπόδια.
 Πίστη και λογική 
 Η πίστη βρίσκεται πάνω από τη λογική.  Η Χαναναία αν στηριζόταν στην ανθρώπινη λογική της και έψαχνε να βρει αποδείξεις για το πρόσωπο και τη δύναμη του Ιησού Χριστού δε θα επιτύγχανε το σκοπό της.
 Ο άνθρωπος πολλές φορές αναζητά να βρει αποδείξεις που να ικανοποιούν τη λογική του και όταν δεν τις έχει αμφιβάλλει ή και κλονίζεται.  Η πίστη όμως υπερβαίνει τη λογική, ανήκει στο χώρο τη καρδίας και στηρίζεται στο λόγο του Θεού. Ο λόγος του Θεού είναι εκείνος που καλλιεργεί, αυξάνει και διατηρεί απτόητη και ακλόνητη την πίστη.
 Πίστη και θαύμα

 Όπως και σε όλες τις περιπτώσεις των θαυμάτων του Ιησού Χριστού έτσι και στην περίπτωση της Χαναναίας η πίστη είναι εκείνη που προκαλεί το θαύμα και όχι το αντίστροφο.  Ο Χριστός ποτέ δεν θαυματούργησε για να πιστέψουν οι άνθρωποι, αλλά πάντοτε τα θαύματα που επιτελούσε έρχονταν ως επιστέγασμα και επιβράβευση της πίστης των ανθρώπων, που τον πλησίαζαν και ζητούσαν το έλεός του.  Όταν τον προκαλούσαν, να κάνει κάποιο θαύμα για να πιστέψουν, ο Χριστός δεν ανταποκρινόταν θετικά.  Ακόμα και τις δύσκολες ώρες του Σταυρού που όλοι τον ενέπαιζαν και ζητούσαν να τους δείξει τη θεϊκή του δύναμη, ακόμα και τότε που θα μπορούσε να κάνει «σημεία και τέρατα» και όλοι θα πίστευαν σε αυτόν, ο Χριστός απαντούσε με τη σιωπή και τη φαινομενική αδυναμία του, γιατί μια τέτοια πίστη, που θα στηριζόταν στο φόβο δε θα είχε αξία.  Ο Ιησούς Χριστός μας βεβαιώνει: «εαν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. 17,20).  Η πίστη προκαλεί το θαύμα, όχι το θαύμα την πίστη.
Καταληκτικά
 Αυτή τη ζωντανή πίστη της Χαναναίας γυναίκας ζητά ο Χριστός από όλους μας. Η πίστη της γυναίκας ήταν βαθιά, ειλικρινής, ακλόνητη γεμάτη από αγάπη και εμπιστοσύνη για τον Ιησού Χριστό. Και αυτό ήταν που τελικά την έσωσε και χάρισε στη θυγατέρα της τη θεραπεία. Ο κάθε άνθρωπος λοιπόν που πορεύεται στη ζωή του μέσα από θλίψεις και δοκιμασίες, δεν έχει πού αλλού να στηριχθεί παρά στην πίστη.  Η αληθινή και ακλόνητη πίστη στον Σωτήρα Χριστό είναι εκείνη που βοηθά τον άνθρωπο να υπερβεί τις δυσκολίες της παρούσας ζωής, αλλά κατεξοχήν του δίνει τη δυνατότητα να γευτεί τις επαγγελίες της βασιλείας του Θεού.
το  είδαμε εδώ

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

Κυριακή Ι΄ Ματθαίου, Ευαγγ. ανάγνωσμα: Ματθ. ιζ΄ 14-23 (28-8-2016)



Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, προέρχεται από το δέκατο έβδομο κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ματθαίου και  περιγράφει το θαύμα της θεραπείας του σεληνιαζομένου νέου. Το περιστατικό αυτό χρονικά, έλαβε χώρα αμέσως μετά το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού στο όρος Θαβώρ.
Όταν κατέβηκε ο Ιησούς από το όρος μαζί με τους τρείς προκρίτους μαθητές Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, βρήκαν εκεί το πλήθος συγκεντρωμένο γύρω από τους άλλους αποστόλους, καθώς και το άρρωστο παιδί. Αφού δε βρήκε τον Χρι­στό, ο δύστυχος πατέρας έφερε το παιδί στους μαθητές του, εκείνοι όμως δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν «Και προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς σου και ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι». Δεν είχαν τη δύναμη να το κάνουν αυτό για τρεις λόγους: α. επειδή οι ίδιοι δεν είχαν αρκετή πίστη· β. επειδή κι ο πατέρας του παιδιού δεν είχε πίστη· και γ. επειδή η πίστη έλειπε κι από τους γραμματείς που παρευρίσκονταν εκεί και συζητούσαν με τους μα­θητές, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Μάρκος ο οποίος παραθέτει περισσότερες λεπτομέρειες για το θαύμα αυτό στο ένατο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του.
Η απιστία του πατέρα τού παιδιού γίνεται φανερή από τα λόγια που είπε στο Χριστό. Δε μίλησε όπως ο λεπρός, που είπε: «Κύριε, εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι» (Ματθ. η' 2).Τότε μίλησε ένας άνθρωπος που είχε δυνατή πίστη. Δε μίλησε όπως ο Ιάειρος, όταν κάλεσε το Χριστό για ν' αναστήσει την κόρη του: «ελθών επίθες επ' αυτήν την χείρά σου και ζήσεται» (Ματθ. θ' 18). Κι εδώ μίλησε ένας άνθρωπος με δυνατή πίστη. Ακόμη  μίλησε πολύ λιγότερο και από τον εκατόνταρχο στην Καπερναούμ, που ήταν άρρωστος ο δούλος του: «μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η' 8). Εκεί μίλησε η πολύ μεγάλη πίστη. Εκείνη όμως ασφαλώς που είχε τη μεγαλύτερη πίστη ήταν η αιμορροούσα γυναίκα που δεν είπε τίποτα. Παρά μόνο σύρθηκε στα πόδια τού Χριστού και άγγιξε το ιμάτιό του. Ο πατέρας του παιδιού δε μίλησε σαν κι αυτούς. Αυτός είπε στο Χριστό: «εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν» (Μάρκ. θ' 22).
Ο Χριστός στη συνέχεια, ταλανίζει την απιστία των συμπατριωτών του και συνεπώς και του πατέρα του παιδιού, αλλά και των μαθητών του: «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! Εώς πότε έσομαι μεθ’ υμών; Εώς πότε ανέξομαι υμών;». Η γενεά εκείνη, της οποίας αρχηγοί ήταν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, το σαπισμένο και δυσώδες δηλ. κατεστημένο του Ισραήλ, ήταν όχι μόνο άπιστη, αλλά και διεστραμμένη διότι ενώ έβλεπαν τα μοναδικά θαύματα που επιτελούσε ο Ιησούς, επέμεναν στην απιστία τους και περισσότερο βλασφημούσαν, αποδίδοντας την Θεϊκή δύναμη σε δαιμονική ενέργεια.
Ο Κύριος λοιπόν με την άμετρη δύναμή του, αλλά και την άρρητη φιλανθρωπία του θεραπεύει τον νέο και απαλλάσσει «το έργο των χειρών του» από την τυραννία του διαβόλου, επεμβαίνει τη στιγμή που το δαιμόνιο  για ακόμη μια φορά επιτίθεται στο δυστυχισμένο νέο ρίχνοντας και κτυπώντας τον στο έδαφος.  Και ενώ οι μαθητές «ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύεσαι» , ο Ιησούς το «επιτίμησε» και έφυγε από το νέο και έγινε εντελώς καλά.
Το δαιμονισμένο παιδί φανερώνει την αναστάτωση και την κυριαρχία των δαιμονικών δυνάμεων στην ζωή του κόσμου και των ανθρώπων καθημερινά. Πολλοί αρνούνται την ύπαρξη του Σατανά και θεωρούν ότι η ύπαρξη του διαβόλου ανήκει στις μεσαιωνικές προλήψεις και στην πρωτόγονη νοημοσύνη. Στις περιπτώσεις αυτές ο διάβολος μπαινοβγαίνει ελεύθερα και χωρίς καμιά αντίσταση στις καρδιές των ανθρώπων και επιτελεί το έργο της απωλείας καταφέρνοντας να μας στήνει την πιο έξυπνη παγίδα: τον φαινομενικό θρίαμβο της ανθρώπινης ανεξαρτησίας. Ο άνθρωπος λοιπόν, όταν βρίσκεται μακριά του Θεού να είναι ανίκανος να φυλάξει τον εαυτό του.  Τα πάθη και οι αμαρτίες τον υποδουλώνουν και γίνεται υποχείριο των δαιμόνων, μη μπορώντας να απαλλαγεί.  Η συνάντηση όμως και επαφή με τον Χριστό δίνει στον άνθρωπο την ελευθερία του.
Όταν έπειτα οι μαθητές ρώτησαν τον Χριστό, γιατί οι ίδιοι απέτυχαν να βοηθήσουν τον ασθενή νέο, τους είπε το εξής «δια την απιστίαν υμών. Αμήν γαρ λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον συνάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν». Ίσως ο Χριστός αυτή τη στιγμή τους έδειχνε το Όρος της Μεταμορφώσεως και γινόταν έτσι μια έμμεση αναφορά στο θαυμαστό εκείνο γεγονός που είχε προηγηθεί πριν λίγες ώρες εκεί.
Θέλοντας ο Χριστός να διδάξει και αυτούς αλλά κι εμάς τους μετέπειτα Χριστιανούς και μαθητές του πως αποκτούνται τα πνευματικά χαρίσματα, λέει στους Αποστόλους: «αυτό το γένος δεν εκδιώκεται με άλλον τρόπο, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία». Η νηστεία μαζί με την πίστη προσφέρει μεγάλη δύναμη.  Αυξάνει την ευσέβεια και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε άγγελο και μπορεί έτσι να αγωνίζεται εναντίον των ασωμάτων δαιμόνων.  Αυτό όμως δεν μπορεί να το κάνει από μόνη της η νηστεία, αλλά χρειάζεται  και προσευχή και μάλιστα η προσευχή είναι αυτή που κατέχει την πρώτη θέση.
Στην προσευχή ο άνθρωπος στέκεται «ενώπιος ενωπίω» με τον Θεό, σε μία σχέση παιδιού προς πατέρα. Είναι και η προσευχή εκδήλωση εμπιστοσύνης στον Θεό, αλλά ταυτόχρονα και αναγνώριση των ορίων μας, της μεγάλης διαφοράς που μας χωρίζει από Εκείνον. Με την προσευχή αναγνωρίζουμε την ευτέλεια και την αδυναμία μας και ξανοιγόμαστε στο πέλαγος της μεγαλοσύνης και της παντοδυναμίας του Θεού. Ο Χριστός πολλές φορές, διαβεβαίωσε τόσο τους αποστόλους όσο και όλους τους ακροατές του, λέγοντάς τους: «Πάντα όσα αν αιτήσησθε εν τη προσευχή πιστεύοντες λήψεσθε». Όσα ζητήσετε με πίστη κατά την προσευχή σας, θα σας δοθούν. Με το να πει σήμερα ο Χριστός ότι «τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία», θέλει να καταστήσει σαφές ότι με τις ανθρώπινες δυνάμεις η εκδίωξη του δαιμονίου ήταν αδύνατη. Μόνον η επίκληση του Θεού, που επιτυγχάνεται με θερμή προσευχή, μπορούσε να απαλλάξει το νέο από το δαιμόνιο.
Και η δύναμη της νηστείας είναι μεγάλη, όπως μας διαβεβαίωσε ο Χριστός. Αυτός που νηστεύει είναι απαλλαγμένος από περιττά βάρη, ελαφραίνει το σώμα και αποκτά φτερά για να μπορεί να προσεύχεται με καθαρή καρδιά.  Η νηστεία σβήνει τις πονηρές επιθυμίες, ταπεινώνει την υπερηφανευόμενη ψυχή και εξευμενίζει τον Θεό.  Καθώς ο άνθρωπος καθαρίζεται από τις περιττές ανάγκες και μέριμνες με τη νηστεία, μπορεί και προσεύχεται πιο δυνατά και ειλικρινά.  Αυτή η προσευχή γίνεται δυνατότερη από τη φωτιά και προσελκύει ευκολότερα τη χάρη του Θεού. Η στέρηση από τη νηστεία και η αποφυγή των άλλων αμαρτωλών παθών, είναι μερικές θυσίες, που μας κάνουν έστω και στο ελάχιστο κοινωνούς στη θυσία και τα παθήματα του Κυρίου μας.  Γι αυτό ο Κύριος, αφού μίλησε στους Μαθητές του για νηστεία, στη συνέχεια αναφέρθηκε στο θάνατό του, ίσως γιατί και με τη μικρή θυσία της νηστείας, γινόμαστε «κοινωνοί» στη δική του Θυσία.  Με την πίστη, ο άνθρωπος αναγνωρίζει την αποτυχία του να τελειωθεί μακριά από τον Θεό και επιστρέφει στην πηγή της ζωής, τον Θεό, που εγκατέλειψε.  Έτσι γίνεται κοινωνός της Χάριτος και νικά τον διάβολο.
Με την προσευχή ο άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από το πνευματικό αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί, γιατί νιώθει τη χάρη του Θεού να τον κυριεύει πλημμυρίζοντας την καρδιά του με αγάπη και πνευματική ηρεμία. Κάθε άνθρωπος που προσεύχεται αληθινά-πραγματικά δεν επιστρέφει ποτέ άδειος από την προσευχή. Δηλαδή αν ζητούμε κάτι από τον Κύριο και δεν έχουμε ανταπόκριση, αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί ίσως δεν προσευχόμαστε σωστά. «Αιτείτε και ου λαμβάνετε, διότι κακώς αιτείσθε» (Ιακ. δ’ 3).
Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Κύριος, μας διδάσκει ότι πρέπει να πολεμούμε τους πειρασμούς και τα πάθη μας με προσευχή προς το Θεό, σε συνδυασμό με τη νηστεία, έτσι ώστε με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού να βγαίνουμε νικητές. Η δυνατή πίστη στον Θεό, η προσευχή και η νηστεία, αποτελούν τα μεγαλύτερα πνευματικά εφόδια για την πνευματική μας ανάταση.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 13, 2014

Κυριακή της Εορτής Υψώσεως Τιμίου Σταυρού,

Η μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι ένας ακόμα σημαντικός εορτολογικός σταθμός της Εκκλησίας μας. Καλούμαστε την ημέρα αυτή να τιμήσουμε και να προσκυνήσουμε τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου ώστε να αντλήσουμε δύναμη και χάρη από αυτόν. Η Εκκλησία θέσπισε πολλές φορές το χρόνο προσκύνηση και τιμή στο Σταυρό με αποκορύφωμα τη μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως, στις 14 Σεπτεμβρίου.
            Ο Σταυρός του Κυρίου αποτελεί για τη χριστιανική πίστη κορυφαίο σύμβολο αγιασμού. Ο Σταυρός μαζί και η Ανάσταση λειτουργούν ως δύο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους πρέπει να κινείται η ζωή μας. Η Ανάσταση έπεται του Σταυρού και προϋποθέτει το Σταυρό και ο Σταυρός προμηνύει την Ανάσταση.
            Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος είναι κατεξοχήν Θεολόγος του Σταυρού, τονίζει συχνά στις επιστολές του ότι ο Σταυρός του Κυρίου είναι γι’ αυτόν και την Εκκλησία καύχηση « εμοι δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστου» (Γαλ. 6,13),
             Ειδικά στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα μιλώντας στους Κορινθίους και την εκεί χριστιανική κοινότητα, τονίζει τη δύναμη του Σταυρού σε όσους πιστεύουν ότι θα σωθούν, και αντίθετα την ανόητη ζωή σε όσους με τα έργα τους προκαλούν την απώλεία τους «ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι» ( Α’ Κορ.1, 17). Ο Ιησούς Χριστός «εγενήθη εν σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απολύτρωσις» (Κορ. Α’ 1,30) ως ο «Εσταυρωμένος» (Α Κορ. 1, 23). Ο Κύριος της δόξης «υπό χειρών ανόμων» καρφώθηκε πάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να υποστεί το επώδυνο μαρτύριο της σταυρώσεως και να πεθάνει ως έσχιστος κακούργος.
            Η ανθρώπινη αυτή κακουργία, εξ αιτίας της άμετρης θείας αγάπης, λειτούργησε ευεργετικά για το ανθρώπινο γένος. Ο Σταυρός πριν τη μεγάλη σταυρική θυσία ήταν μέσο εκτέλεσης κακούργων, μετά όμως από τη σταυρική θυσία του Κυρίου κατέστη πηγή απολυτρώσεως, από μέσο θανατώσεως μεταβλήθηκε σε ακένωτη πηγή ζωής, φωτεινό σύμβολο, από ξύλο πόνου και ωδίνων κατέστη καταφύγιο ανάπαυσης και χαράς.
            Η ανθρώπινη κακία έδωσε στο Θεό πόνο και θάνατο δια του ξύλου του Σταυρού, αντίθετα η θεία ανεξικακία και άκρα φιλανθρωπία έδωσε αγάπη και λύτρωση στους ανθρώπους. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχοντας υπόψη τους αυτή τη μεγάλη αλήθεια διατύπωσαν την περίφημη θεολογία του Σταυρού. Το ιερότατο αυτό σύμβολο είναι πια συνυφασμένο με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Από Εκείνον αντλεί την ανίκητη δύναμή του, τον αγιασμό και τη χάρη. Γι’ αυτό και δεν είναι ειδωλολατρία να προσκυνείται από τους πιστούς, διότι προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού, σημαίνει προσκύνηση του ιδίου του Χριστού, του οποίου είναι το σημείο και η ενθύμηση της απολυτρωτικής Του θυσίας.
            Η Εκκλησία μας ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά του διαβόλου τον σταυρόν Σου ημίν δέδωκας, φρύττει γαρ και τρέμει μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν,  ότι νεκρούς ανιστά και θάνατον κατήργησε». Το σύμβολο του Τιμίου Σταυρού είναι το θαυμαστό φυλακτήριο των πιστών, γι αυτό άλλωστε τον φέρουμε συνεχώς πάνω μας. Δεν υπάρχει αγιαστική πράξη της Εκκλησίας μας που να μην σταυρώνονται οι πιστοί, δεν υπάρχει στιγμή προσευχής που να μην κάνουμε το σημείο του Σταυρού. Είναι «η μόνη βοήθεια, Βασιλέων κραταίωμα σθένος δικαίων, ιερέων ευπρέπεια» κατά ένα ύμνο της εκκλησίας μας.
            Επίσης η παρουσία του Σταυρού στη ζωή μας, μας κάνει να υπομένουμε με καρτερία και υπομονή τα προβλήματα της ζωής μας, δηλαδή να υπομένουμε το δικό μας σταυρό ελπίζοντας πάντα στην ανάσταση, μεταφορικά και κυριολεκτικά.  Για να μπορούμε οι άνθρωποι  να λάβουμε το θείο αγιασμό μέσω του Σταυρού είναι απαραίτητο να πιστέψουμε στο Λυτρωτή Χριστό και στην σταυρική απολυτρωτική του Θυσία. Επίσης πρέπει  να σταυρώσουμε κι εμείς τον εαυτό μας, όχι βέβαια κυριολεκτικά, αλλά τις αμαρτωλές  μας πράξεις.
            Η μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι μια ακόμα ευκαιρία για όλους μας να σκεφτούμε τις άπειρες δωρεές του Θεού στη ζωή μας. Να στρέψουμε το βλέμμα μας στο εκθαμβωτικό φως του Σταυρού προκείμενου να διαλύσουμε το σκοτεινό έρεβος των αμαρτιών της ψυχής μας. Δεν έχουμε πολλές επιλογές, ή αποδεχόμαστε τη λυτρωτική δύναμη του Σταυρού του Χριστού και σωζόμαστε, ή παραμένουμε δούλοι της αμαρτίας και φορείς του κακού και χανόμαστε. Καλούμαστε επίσης να σηκώσουμε το δικό μας σταυρό, όπως ο Κύριος και να πορευθούμε από το Γολγοθά προς την Ανάσταση.

Σάββατο, Ιουλίου 19, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθ. 9, 1-8 εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου


Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από το κατά Ματθαίον Ιερό Ευαγγέλιο και συνέχεια της διήγησης της θεραπείας των δαιμονισμένων στα Γάδαρα. Μετά την απαλλαγή των δύο εκείνων βασανισμένων ανθρώπων από τα δαιμόνια και το καταγκρέμισμα των χοίρων που ακολούθησε, οι κάτοικοι της περιοχής ζητούν από τον Ιησού Χριστό να απομακρυνθεί από τον τόπο τους. Ο Κύριος, σεβόμενος την ελευθερία τους, επιστρέφει «εις την ιδίαν πόλιν».
Τότε έρχονται κάποιοι κρατώντας ένα παράλυτο ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. «Καί προύθηκαν τω Χριστώ τον κάμνοντα, λέγοντες μεν ουδέν, αυτώ δε το παν επιτρέποντες. Εν αρχή μεν γαρ και αυτός περιήγε, και ου τοσαύτην παρά των προσιόντων ήτει την πίστιν˙ ενταύθα δέ και προσήεσαν, και πίστην απητούντο» (Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου,Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, Ομιλία 29).  Είναι λοιπόν ολοφάνερη η πίστη τόσο των ανθρώπων που βαστάζουν τον παράλυτο, αφού δεν λογαριάζουν καθόλου τον κόπο τους, όσο και του ίδιου του παράλυτου, αφού δέχεται χωρίς γογγυσμό την ταλαιπωρία της μεταφοράς. Έτσι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν τον υποβάλλει σε «εξέταση πίστεως» όπως π.χ. στην περίπτωση της Χαναναίας, αλλά αμέσως του δίδει την άφεση των αμαρτιών του. Με την άφεση που δίνει ο Κύριος στον παράλυτο προβαίνει πρώτα στη θεραπεία της ψυχής που δεν είναι ορατή και φανερώνει τη θεότητά Του και την ισοτιμία Του με τον Πατέρα.
Τότε αρχίζουν οι γραμματείς και συλλογίζονται πως αυτό που λέει ο Κύριος είναι βλασφημία, αλλά δεν το εκφράζουν δημόσια επειδή φοβούνται το πλήθος. Εντούτοις ο Ιησούς, φανερώνοντας και πάλι τη θεότητά Του, αποκαλύπτει τα κρύφια των καρδιών τους και προβαίνει στη θεραπεία και του σώματος του παραλύτου. Με τον τρόπο αυτό γίνεται ορατή από όλους η θεία δύναμη και εξουσία Του, καθώς και κατά κάποιον τρόπο αποδεικνύεται και η μη ορατή συγχώρηση που προηγουμένως  ο ασθενής είχε λάβει.
 «Θάρσει, τέκνον∙ αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου»
Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι ο Κύριος προσφωνεί τον παράλυτο «τέκνον», δηλαδή «παιδί μου». Αλήθεια! Με τέτοια προσφώνηση, ποιος να μην αναθαρρεύει, ποιος να μην ελπίζει; «Ο παραλυτικός ακούει τη λέξη «τέκνον» και υιοθετείται από τον ουράνιο πατέρα και προσκολλάται στον αναμάρτητο Θεό και γίνεται και ο ίδιος χωρίς αμαρτίες με την άφεση των παραπτωμάτων του. Παντού μέσα στην Καινή Διαθήκη φαίνεται το χάρισμα της υιοθεσίας. Όλοι εκείνοι που έφεραν τα σημάδια της αμαρτίας, βρήκαν το θεραπευτή τους. Ο Χριστός είναι ο μεγαλύτερος αδελφός μας, που μας έκανε παιδιά του Θεού...» (Μητροπολίτου Εδέσσης κ. Ιωήλ, Ο Επιούσιος Άρτος, Εκδ. 2009, σ.458).
Ο παράλυτος της περικοπής συναντάται προσωπικά με το Χριστό διά της  μεγάλης πίστης που επιδεικνύει και μετέχει στη νέα πραγματικότητα που προσφέρει ο Μεσσίας και Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος ενεργεί και αποκαλύπτεται με τη δύναμη της αγάπης και της αγαθότητάς του, ο παράλυτος αποκτά πραγματική σχέση με το Θεό, ανακαινίζεται, ξαναγεννιέται και σώζεται μέσα στα όρια της πίστης.
Ο Κύριος προσφέρει στον άνθρωπο μια ολοκληρωμένη και βαθιά θεραπεία, που δεν περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη ασθένεια. Ο Σωτήρας Χριστός είναι ο ανακαινισμός και η μεταμόρφωσή μας, το πρόσωπο που μας βγάζει από τη φθορά και το σκοτάδι και μας εισάγει στην αιωνιότητα. Όποιος δεν αποδέχεται την προοπτική αυτή, είναι εύκολο να καμφθεί από την οδύνη μιας σωματικής ασθένειας και να παραιτηθεί από κάθε αγώνα και προσπάθεια, απολυτοποιώντας τη σωματική υγεία και την παρούσα ζωή.
Ο Ιησούς Χριστός, ο ανά τους αιώνες παρών στην Εκκλησία Του ως η κεφαλή του σώματός της, προσφέρει πάντοτε την νέα πραγματικότητα που πιο πάνω αναφέραμε. Έτσι κι εμείς ας εμπιστευθούμε τον εαυτό μας στην πατρική Του αγάπη, ας μετέχουμε ενσυνείδητα και με θείο φόβο στα Ιερά Μυστήρια και τότε θα ακούσουμε τη σωτήρια φωνή: «θάρσει, τέκνον∙ αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου».

Παρασκευή, Ιουλίου 11, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθ. 5, 14-19

Κατά τη σημερινή Κυριακή ορίστηκε από την Εκκλησία να εορτάζεται η μνήμη των 630 θεοφόρων πατέρων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε το 451 στη Χαλκηδόνα, επί των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας και διατύπωσε το Χριστολογικό δόγμα, καταδίκασε την αίρεση του Μονοφυσιτισμού και ασχολήθηκε με τη διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας. Οι πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ως συνεχιστές του έργου και της διδασκαλίας των αγίων Αποστόλων αλλά και των προηγούμενων τους Πατέρων, συνήλθαν και καταδίκασαν την αίρεση ομολογώντας την ορθή πίστη και διδασκαλία της Εκκλησίας. Η υμνολογία της Εκκλησίας θέλοντας να δείξει την μεγάλη τους προσφορά τους ονομάζει στο ωραιότατο δοξαστικό των Αίνων του Όρθρου  «πολύφωτους αστέρες του νοητού στερεώματος, πάγχρυσα στόματα του Λόγου, θεηγόρους οπλίτες της παρατάξεως Κυρίου, μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου». Το τεράστιο έργο, το οποίο μας παρέδωσαν με τη διδασκαλία και τη συγγραφή των έργων τους αλλά και με τη ζωή και τα έργα τους αποτελούν την πνευματική προίκα, μετά την Αγία Γραφή, πάνω στην οποία μας καλεί η Εκκλησία να πορευθούμε.


Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα το οποίο διαβάζεται σήμερα είναι παρμένο από την επί του όρους ομιλία του Χριστού και έχει ως σκοπό του να μας δείξει το πνευματικό έργο των Αγίων Πατέρων. Ακολουθώντας τις εντολές του Θεού οι Άγιοι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά και οι υπόλοιποι Πατέρες της Εκκλησίας, έφτασαν στη θεογνωσία καθοδηγώντας προς το δρόμο αυτό τους ανθρώπους της εποχής τους αλλά και τους μεταγενέστερούς τους που θέλουν να πορευθούν αυτό το δρόμο και να φτάσουν στη σωτηρία. Ο Χριστός απευθυνόμενος προς τους μαθητές του τους λέει ότι αποτελούν το φως του κόσμου, λόγο της σχέσεως που είχαν μαζί του. Ο ίδιος ο Χριστός παρομοίασε τον εαυτό του με το φως του κόσμου διακηρύσσοντας ότι «Εγώ ειμί το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιω. 8,12). Ο Χριστός ως πηγή του φωτός φωτίζει την καρδία και τη διάνοια των ανθρώπων, βγάζοντας τους από το σκοτάδι της αμαρτίας.
Η απλή όμως γνώση της αλήθειας δεν σώζει τον άνθρωπο. Χρείαζεται να προχωρήσει και να φανερώσει αυτή την αλήθεια και στους υπόλοιπους ανθρώπους, τους γύρω του με την πίστη και τα έργα του. «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». Με το να δουν οι άνθρωποι τα καλά έργα αυτών που ακολουθούν το Χριστό δοξάζουν το Θεό Πατέρα και πιστεύουν στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο σκοπός της επί γης παρουσίας του Ιησού Χριστού που είναι η σωτηρία όλων των ανθρώπων. Η βίωση των αληθειών της πίστεως δεν αντιμετωπίζεται ως ιδέα, αλλά βιώνονται και εφαρμόζονται στη ζωή του πιστού. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί γιατί υπάρχει ο κίνδυνος της αυτοδικαιώσεως των πιστών διά των έργων τους. Οι πιστοί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι σωτήρας μας είναι μόνο ο Χριστός και όχι τα καλά έργα τα οποία κάνουμε, έστω και αν είναι πολλά. Αυτά εκφράζουν μόνο την ευγνωμοσύνη μας για τη σωτηρία και δεν αποτελούν προϋπόθεση ή μέσο απόκτησής της. Αυτό επιτυγχάνεται με αγώνα και πολλή προσπάθεια και πάντα με τη βοήθεια του Θεού.
Η διδασκαλία του Χριστού αποτελεί για κάθε άνθρωπο την ασφαλή οδό που θα τον οδηγήσει στη σωτηρία. Η διδασκαλία του Χριστού μαζί με τις εντολές του παραμένουν αιώνιες αλήθειες που δεν παρέρχονται κατά τη διάρκεια του χρόνου όπως παρέρχονται οι διάφορες αυτοκρατορίες και οι διάφοροι πολιτισμοί. Η βίωση τους στη ζωή μας δεν αποτελεί κάτι το ακατόρθωτο, κάτι το οποίο δεν μπορούμε να πετύχουμε, αρκεί μόνο να το επιδιώκουμε και να ζητούμε το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, ώστε να ζούμε συμφώνα με αυτές. Ο ισχυρισμός πολλών ανθρώπων σήμερα ότι μερικές από τις εντολές του Θεού δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην σημερινή καταναλωτική κοινωνία που ζούμε, βρίσκει την απάντηση του στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα. Εδώ ακούσαμε το Χρίστο να μας λέγει ότι εκείνος που θα καταργήσει έστω και μια από τις εντολές αυτές (του Θεού) και διδάξει έτσι τους ανθρώπους θα ονομαστεί ελάχιστος στη Βασιλεία των Ουρανών. Ενώ όποιος τις τηρεί και τις διδάσκει θα κληθεί μέγας στη Βασιλεία των Ουρανών. Γνωρίζοντας ο Χριστός την ασθενή φύση του ανθρώπου δε θα μας το έλεγε αυτό, αν δεν μπορούσαμε να τηρήσουμε τις εντολές του. Επομένως η δικαιολογία αυτή δεν ευσταθεί, αλλά στηρίζεται στην επιθυμία των ανθρώπων για ικανοποίηση των διαφόρων παθών τους έστω και αν αυτά αντιβαίνουν τις εντολές του Θεού.
Το σημερινό Ευαγγέλιο μας καλεί σε μια συνειδητοποίηση της χριστιανικής μας ιδιότητας. Οι Άγιοι Πατέρες αποτελούν τις μορφές εκείνες που εφάρμοσαν και τήρησαν το θέλημα και τις εντολές του Θεού. Πρωτοστατούν στους αγώνες για τη διαφύλαξη της ορθής πίστης, αγωνίζονται για την ισότητα και τη δικαιοσύνη στην κοινωνία που βρίσκονται, βοηθούν και στηρίζουν ποικιλοτρόπως αυτούς που τους χρειάζονται και ζητούν τη βοήθεια τους. Ο αγώνας των Αγίων Πατέρων μετατράπηκε σε πράξη· δεν έμεινε στην θεωρία. Αυτούς τους Πατέρες καλούμαστε και εμείς σήμερα να μιμηθούμε βαδίζοντας στα βήματά τους ως άξιοι συνεχιστές του έργου τους.

Σάββατο, Μαΐου 31, 2014

KΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ, Αποστ. Ανάγνωσμα: Πράξεων 20 16-18, 28-36 εκ της ΙεράςΜητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

«Αποστολικών παραδόσεων, ακριβείς φύλακες γεγόνατε, άγιοι πατέρες · της γαρ αγίας Τριάδος το ομοούσιον, ορθοδόξως δογματίσαντες, Αρείου το βλάσφημον, συνοδικώς κατεβάλετε…» (Δοξαστικό αποστίχων εσπερινού αγίων Πατέρων).

Σήμερα, μια Κυριακή πριν την Πεντηκοστή, η αγία μας Εκκλησία εορτάζει τους 318 Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Κωνσταντινούπολης το 325 μ.Χ.. Στη Σύνοδο αυτή οι άγιοι Πατέρες διατράνωσαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος και ομότιμος με το Θεό Πατέρα.
Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα τονίζεται η σημασία της συνεχούς επαγρύπνησης των ποιμένων της Εκκλησίας προς κάθε ένα που θα προσπαθήσει να διαστρέψει την αλήθεια και την παραδεδομένη πίστη του σώματος της Εκκλησίας. Επειδή όμως το θέμα των αιρέσεων-αιρετικών και των ποιμένων της Εκκλησίας αναπτύχθηκε στα προηγούμενα έτη, θα αναπτύξουμε το θέμα της προσευχής, ορμώμενοι από τον τελευταίο στίχο της αποστολικής περικοπής.
«και θείς τα γόνατα συν πάσι τοις άλλοις προσηύξατο»
Στο στίχο αυτό ο απόστολος και ευαγγελιστής Λουκάς μας περιγράφει τον απόστολο  Παύλο να γονατίζει και να προσεύχεται με τους πρεσβυτέρους, αφού πλέον έχει τελειώσει την αποχαιρετιστήρια ομιλία του προς αυτούς. Η προσευχή αυτή έρχεται να επισφραγίσει την ενότητά τους και την αδιάσειστη εμπιστοσύνη τους στην πρόνοια του Θεού. Αξίζει να σημειωθεί πως οι πρώτοι χριστιανοί είχαν τη συνήθεια να προσεύχονται γονατιστοί ως ένδειξη συντριβής έναντι του Κυρίου (π.χ. βλ. Πράξ. 7, 60 και 21,5) και επίσης να προσεύχονται θερμά προς τον Κύριο όταν θα χωρίζονταν μεταξύ τους για κάποιο ταξίδι (π.χ. βλ. Πράξ. 21, 5-6).
Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός συχνά αποσυρόταν και προσευχόταν, θέλοντας εμπράκτως να μας διδάξει τη μεγάλη αξία της προσευχής στη ζωή μας (βλ. π.χ. Λκ 6,12). Χαρακτηριστική είναι η προσευχή του Κυρίου στο όρος των Ελαιών πριν από το θείο πάθος (Λκ. 22, 39-44) και η υπόμνησή Του προς τους μαθητές : «προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» (Λκ. 22, 46).
Κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος η προσευχή είναι «συνουσία και ένωση του ανθρώπου με το Θεό, συμφιλίωση με το Θεό, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των αγγέλων, η μελλοντική ευφροσύνη, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αποκάλυψη των μελλοντικών πραγμάτων…» (Κλίμακα, Λόγος περί προσευχής, §1). Η προσευχή είναι κοινό έργο των ανθρώπων και των αγγέλων και διαφοροποιεί τους πρώτους από τα άλογα ζώα. Όταν ο άνθρωπος δεν είναι περιτειχισμένος με την προσευχή, τότε εύκολα τον υποτάσσει ο διάβολος και τον κάνει δεκτικό κάθε αμαρτίας, όπως ο εχθρός εύκολα κυριεύει μια πόλη  που δεν έχει κανένα τοιχόκαστρο (πρβλ. Μαργαρίται Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Λόγος περί προσευχής). Η προσευχή συνοδεύει κάθε φάση και έκφανση της ζωής του χριστιανού: «Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά...» (Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Εκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγής, σ. 280).
Ο γέροντας Παΐσιος  ο Αγιορείτης συμβουλεύει ότι μια καλή προετοιμασία για την  προσευχή είναι η μελέτη πνευματικών βιβλίων: «Η μελέτη πνευματικών βιβλίων συγκεντρώνει το νου, θερμαίνει την καρδιά και προετοιμάζει για την προσευχή» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σ. 492). Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος τονίζει ότι προυπόθεση της προσευχής είναι η αμνησικακία (βλ. Κλίμακα, Λόγος περί προσευχής, §4). Βέβαια, προϋπόθεσή της είναι και η ταπείνωση, όπως φαίνεται καθαρά μέσα από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου ( ).
Η προσευχή καλό είναι να περιλαμβάνει πρώτα την ειλικρινή ευχαριστία, έστω και για τα πιο μικρά, έστω και για το ότι υπάρχουμε. Δεύτερον, ας περιλαμβάνει την συναίσθηση των αμαρτιών και των παθών μας και την ομολογία τους προς τον Κύριο. Τέλος, ας περιλαμβάνει την αναφορά των αιτημάτων μας (πρβλ. Κλίμακα, Λόγος περί προσευχής, §6).
Τα είδη και οι τρόποι της προσευχής ποικίλουν. Προσευχή γίνεται στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας και στη μυστηριακή της ζωή. Υπάρχει βεβαίως και η κατά μόνας προσευχή του πιστού και η λεγόμενη «προσευχή του Ιησού». Στην τελευταία θα σταθούμε λίγο, γιατί συχνά παραθεωρείται ως έργο μόνο των μοναχών. Η αξία της μονολογίστου ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» έχει ανυπολόγιστη αξία, γιατί μέσα σε λίγες λέξεις συνδέεται η ομολογία του Θεανθρώπου με την ομολογία της ανάγκης μας για το έλεός Του σε μας. Γνωρίζουμε τη δύναμη του Χριστού, γνωρίζουμε τη δική μας ασθένεια και γι’ αυτό ριχνόμαστε στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Του και της θείας πρόνοιάς Του. Ας προσπαθούμε να λέμε την ευχή όποτε μας δίνεται η ευκαιρία, άλλοτε ψιθυριστά, άλλοτε νοερά, άλλοτε φωνακτά, ως να έχουμε τον Κύριο ενώπιόν μας και τότε θα απολαύσουμε τους θησαυρούς της. Ο γέροντας Πορφύριος αναφέρει: «Για μένα το «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» τα λέει όλα!» (Ανθολόγιο Συμβουλών, Εκδ. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος Μήλεσι Αττικής, σ. 380).
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να κάνουμε την προσευχή αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής μας, αφού όποιος θέλει να αγαπά το Θεό ξέρει να προσεύχεται.


Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου

 Νικαίας το καύχημα, Oικουμένης αγλάϊσμα
Την εβδόμη κατά σειρά Κυριακή από το Πάσχα, η Εκκλησία τοποθετεί την εορτή των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι συγκρότησαν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 325 μ.Χ. Η Α΄ Οικ. Σύνοδος συγκλήθηκε σε κλίμα ελευθερίας και ισοτιμίας, που επεκράτησε μεταξύ των θρησκευμάτων μετά το Διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου περί ανεξιθρησκείας. Στη Σύνοδο αυτή έδωσε την μαρτυρία τους υπέρ της πίστεως ο Άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός, ενώ με την πολύτιμη συμβουλή του τότε διακόνου  και μετέπειτα Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μεγάλου Αθανασίου, συντάχθηκαν τα 6 πρώτα άρθρα του συμβόλου της Πίστεως.
Ο σημερινός εορτασμός, μια Κυριακή πριν την Πεντηκοστή, θεσπίστηκε για να τονιστεί η θεότητα του προσώπου του Χριστού και η μεγάλη σημασία αυτής της αλήθειας για ολόκληρη την Εκκλησία. Όπως  χαρακτηριστικά εξηγείται μέσα στο συναξάρι της εορτής «ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, αφού ενσαρκώθηκε, αφού φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα και αφού εκπλήρωσε  όλο το σωτηριώδες σχέδιο του – τη πραγμάτωση της θείας οικονομίας-, ανελήφθη στους ουρανούς ως Θεός και ως άνθρωπος συγχρόνως, και κάθισε στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Θεού και Πατρός. Αυτό ακριβώς διακήρυξαν οι Άγιοι Πατέρες και με τις θεολογικές αποφάσεις που πήραν σ’ αυτή την Σύνοδο «Πατρός και Υιού και Πνεύματος Αγίου, μίαν ουσίαν εδογμάτισαν και φύσιν», ότι δηλαδή ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος με τον Πατέρα, και αυτό  εναντίον της αιρέσεως του Αρείου, ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός δεν ήταν Θεός, δεν ήταν διπλούς στη φύση αλλά ήταν μόνο ως άνθρωπος. Απέρριπτε ουσιαστικά με άλλα λόγια την θεότητα του Χριστού.
Η προσευχή του Χριστού υπέρ των μαθητών του και υπέρ των μελών της Εκκλησίας
Η ευαγγελική περικοπή που διαβάζετε σήμερα, είναι ένα απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου την οποία απήγγειλε, λίγο πριν αναχωρήσουν με τους μαθητές από το υπερώο όπου έλαβε χώρο ο Μυστικός Δείπνος. Ο Διδάσκαλος μετά την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, συνομίλησε αρκετά με τους Μαθητές Του και η συνομιλία έληξε με μια προφητεία - μια ενθαρρυντική ρήση του Ιησού Χριστού «Eν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμον». (Ιω. ιστ’ 13).
Η αρχιερατική αυτή προσευχή είναι μια συνομιλία του Υιού και Λόγου του Θεού μετά του ουρανίου Πατρός και χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στο σκοπό της αποστολής του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στη βεβαίωση του Ιησού Χριστού για την εκπλήρωση του έργου του μέσα στον κόσμο και το τρίτο μέρος αναφέρεται στην καθιέρωση των Μαθητών ως συνεχιστών του έργου του Ιησού Χριστού. Είχε τρία αιτήματα: υπέρ Εαυτού, υπέρ των Αποστόλων και υπέρ της Εκκλησίας.
Γιατί ο Ιησούς αφήνει τον παραμυθητικό και παραινετικό τόνο των υποθηκών προς τους Μαθητές και στρέφει το βλέμμα του προς τον Πατέρα και συνδιαλέγεται; Για να διδάξει και μας, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, πως όταν βρισκόμαστε σε ώρες δοκιμασίας και πειρασμού να καταφεύγουμε στον ουράνιο Πατέρα μας’ για ν’ αντιμετωπίσουμε το μίσος και τους διωγμούς των ανθρώπων. Ο σκοπός της παρουσίας του Ιησού Χριστού στον κόσμο είναι η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους: «ίνα παν ο δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον». Αυτή η αιώνια ζωή είναι η αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο, η γνώση του αληθινού Θεού, αλλά και η πίστη στον Ιησού Χριστό ως Υιό του Θεού και απεσταλμένο του Πατρός για την σωτηρία του κόσμου: «Αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν».
«Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις»
Η γνώση και επίκληση του ονόματος του Θεού δεν είναι ένα εξωτερικό καθήκον ή μια θρησκευτική δοξασία. Είναι θεμελιώδης αλήθεια ύπαρξης και νοήματος ζωής που μας φανέρωσε ο Χριστός και πρέπει να εμπιστευόμαστε, επιζητώντας με πολλή ταπείνωση το έλεος του. Με τη συνεχή αυτή επίκληση μαστίζουμε τους εχθρούς μας τα παρακλάδια του διαβόλου δαίμονες, αγιαζόμαστε και σωζόμαστε. Ο λόγος του Χριστού επιμένει ν’ ανατρέπει τη λογική μας. Μας λέει ότι υψωνόμαστε κάθε φορά που θυσιαζόμαστε. Δοξαζόμαστε κάθε φορά που μαθαίνουμε να υπομένουμε πειρασμούς, συκοφαντίες, αδικίες. Καταξιωνόμαστε κάθε φορά που συγχωρούμε, κάθε φορά που σταυρώνουμε τον εαυτό μας και τα πάθη του.
Η «ενότητα», επιτακτικό ζητούμενο της εποχής μας
Σε συνάφεια με την εορτή των Αγίων Πατέρων, ένας  άλλος σκοπός που η Εκκλησία μας παραθέτει αυτή την περικοπή είναι και ο εξής: Η αίρεση του αρειανισμού διέσπασε το ενιαίο φρόνημα του λαού για το ανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, ενώ ο Κύριος ζήτησε στην Αρχιερατική Προσευχή «ίνα ώσιν εν», να είναι ένα (οι Μαθητές) και όσοι πίστευαν σε αυτόν.
Το ζήτημα της ενότητας μεταξύ των ανθρώπων είναι από τα πλέον δύσκολα, αν αναλογιστούμε την παγκόσμια, αλλά και την προσωπική ιστορία του καθενός μας. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου η σύγχρονη βαβυλωνία της ατομοκεντρικότητας, της «πολυ-πολιτισμικότητας» και της «αλληλεγγύης» μεταξύ των λαών, σφυροκοπούν τα θεμέλια της κοινωνίας, διαβρώνοντας αντίστοιχα κάθε ευαισθησία προς τον πλησίον και κάθε δυνατότητα συμφωνίας στο πολιτισμικό και πνευματικό πεδίο για αντιμετώπιση των δυσκολιών που διέρχεται η πατρίδα μας. Το ότι η ενότητα προϋποθέτει την ταύτιση στα θέματα της πίστεως, το εκφράζει η Εκκλησία μας σε κάθε Θεία Λειτουργία, όταν λίγο πριν κοινωνήσουμε μας καλεί να ζητήσουμε από τον Χριστό «την ενότητα της πίστεως καί τήν κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος» και να εμπιστευτούμε σε Αυτόν «εαυτούς καί αλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ημών».
Η κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, εξασφαλίζει την γνησιότητα της ανθρώπινης ενότητας. Η γνήσια ενότητα υπάρχει επίσης με τη θεωρία του Θεού: «και εγώ την δόξα ην δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς ίνα ώσιν εν…θέλω όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν…» (Ιω. ιζ΄ στ.22). Όλα αυτά δείχνουν ότι όταν οι άνθρωποι βιώνουν την δόξα της Αγίας Τριάδος στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, όταν είναι συνδεδεμένοι με τον Χριστό, τότε είναι και μεταξύ τους ενωμένοι. Στην αρχιερατική προσευχή δεν γίνεται λόγος για μια εξωτερική ενότητα, που είναι αποτέλεσμα εξωτερικών προσπαθειών και γνωρισμάτων και που είναι προσδοκία του μέλλοντος, αλλά για ενότητα στο Σώμα του Χριστού, που δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής και είναι πραγματικά παρούσα.

Σάββατο, Απριλίου 12, 2014

Κυριακή των Βαΐων, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ιω. 12, 1 – 18 εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

 
 
Η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής των Βαΐων, ημέρα κατά την οποία η εκκλησία μας τιμά «την λαμπράν και ένδοξον πανήγυριν της εις Ιερουσαλήμ εισόδου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Συναξάριον Μηναίου Κυριακής των Βαΐων), προέρχεται από το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, 12ο κεφάλαιο στίχους 1 έως και 18. Στο συγκεκριμένο εδάφιο γίνεται περιγραφή δύο γεγονότων. Το πρώτο γεγονός είναι το δείπνο στο οποίο παρακάθισε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός με τους Μαθητές Του, μετά από την «έγερσιν του αγίου και δικαίου, φίλου του Χριστού, Λαζάρου του τετραημέρου» (Συναξάριον Μηναίου Σαββάτου του Λαζάρου). Το δείπνο αυτό παρατίθεται στο σπίτι των αδελφών του Λαζάρου, Μάρθας και Μαρίας. Το δεύτερο γεγονός που περιγράφεται είναι η είσοδος του Κυρίου μας στα Ιεροσόλυμα επί πώλου όνου. «Εισερχομένου σου Κύριε, εις την αγίαν πόλιν, επί πώλου καθήμενος,…» (Ιδιόμελο της Λιτής Μεσονυκτικού, Κυριακής Βαΐων, πρωί). Χρονικά τα δύο αυτά γεγονότα τοποθετούνται έξι ημέρες πριν από το εβραϊκό πάσχα, δηλαδή το τελευταίο Σάββατο και την τελευταία Κυριακή πριν από τη σύλληψη του Χριστού. Το εβραϊκό πάσχα αποτελούσε ανάμνηση του γεγονότος της Εξόδου και διάβασης της Ερυθράς θάλασσας από τον Ισραηλιτικό λαό. Τη διάβαση από τη δουλεία των Αιγυπτίων στην ελευθερία.
Μέσα και από αυτή την περικοπή, αναφύεται το θέμα της παγκοσμίου εμβέλειας του κηρύγματος του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Αυτό συγκεκριμένα διαφαίνεται στο εξής, την επομένη μέρα μετά το δείπνο στο σπίτι του Λαζάρου, πραγματοποιήθηκε η θριαμβευτική  είσοδος του Κυρίου μας στην πόλη των Ιεροσολύμων. Κατά την είσοδο αυτή, επιφυλάχτηκε θερμή υποδοχή από όχλο πολύ, ο οποίος μαζεύτηκε στην Ιερουσαλήμ ένεκα της εορτής του πάσχα. «Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ» [Tην άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν] (Ιω. 12, 12-13).
Το πλήθος αυτό, οι προσκυνητές, είχαν συρρεύσει στην πόλη από όλες τις περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν εβραϊκές κοινότητες, για τον εορτασμό του πάσχα. Η υποδοχή αυτή σήμαινε ότι το κήρυγμα του Χριστού δεν περιορίζεται στα όρια της Παλαιστίνης, αλλά λαμβάνει παγκόσμιο χαρακτήρα.
Η υποδοχή αυτή αιτιολογείται κατά ποικίλους τρόπους. Πρώτος και εμφανέστατος λόγος είναι ο απόηχος και η έκπληξη που είχε προκαλέσει το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου. «Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστί, και ήλθον ου διά τον Ιησούν μόνον, αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν» [Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλης, έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και τον Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού] (Ιω. 12, 9-11).
Ήδη όμως στην γενική αντίληψη του κόσμου είχε εγκαθιδρυθεί η άποψη ότι ο Ιησούς «ούτος εστίν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον» (Ιω. 6,14) και για τούτο ακριβώς το λόγο κατά την είσοδο στην Ιερουσαλήμ, ο όχλος αναφωνούσε «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», βασιλεύς του Ισραήλ» [Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ!] (Ιω. 12,13).
«Ο «πλείστος όχλος» (Μτθ. 21,8), οι «πολλοί» (Μρκ. 11,8) και «άπαν το πλήθος των Μαθητών» (Λκ. 19,37), δηλαδή όλοι, πήραν κλαδιά φοινίκων και έστρωσαν ρούχα για να περάσει ο Χριστός. Ακόμη και μικρά παιδιά επευφημούσαν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το γεγονός αυτό το θεωρεί μέγιστο θαύμα, γιατί ο όχλος και οι αμαθείς, τα νήπια και τα παιδιά, θεολογούσαν και αναγνώριζαν το Χριστό ως Θεό. Επευφημούσαν το Χριστό, όπως οι αγγέλοι τον Κύριο» (Ιωήλ Φραγκάκη, Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, Ο επιούσιος άρτος, Α΄, Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, σ. 559, Αποστολική Διακονία, 2009).
Βρισκόμαστε χρονικά και εμείς λίγες ημέρες πριν από το χριστιανικό Πάσχα. Όπως το εβραϊκό πάσχα ήταν η διάβαση, το πέρασμα, από τη σκλαβιά στην ελευθερία, έτσι και το χριστιανικό Πάσχα είναι το πέρασμα από τη δουλεία του εχθρού στην αληθινή ελευθερία και μακαριότητα που ο Χριστός, μας πρόσφερε διά του Πάθους και της Αναστάσεώς Του. Ο Χριστός έρχεται προς το Πάθος, τη δόξα του Σταυρού και της Αναστάσεως. Το ερώτημα είναι, εμείς πως θα Τον υποδεχτούμε; Ας αφήσουμε τον υμνωδό να εκφράσει αυτό ακριβώς το ερώτημα και παράλληλα να μας δώσει και την απάντηση, με το εξής ιδιόμελο των αίνων του όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας: «Ερχόμενος ο Κύριος, προς το εκούσιον πάθος, τοις Αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ ˙ Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και παραδοθήσεται ο Υιός του ανθρώπου, καθώς γέγραπται περί αυτού. Δεύτε ουν και ημείς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθώμεν αυτώ, και συσταυρωθώμεν, και νεκρωθώμεν δι’ αυτόν, ταις του βίου ηδοναίς ˙ ίνα και συζήσωμεν αυτώ, και ακούσωμεν βοώντος αυτού ˙ Ουκέτι εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, διά το παθείν, αλλά αναβαίνω προς τον Πατέρα μου, και Πατέρα υμών, και Θεόν μου  και Θεόν υμών ˙ και συνανηψώ υμάς εις την άνω Ιερουσαλήμ, εν τη Βασιλεία των Ουρανών» [Ενώ ο Κύριος βάδιζε προς το Πάθος, το οποίο θα υφίστατο με τη θέλησή Του, έλεγε καθ’ οδόν  στους Αποστόλους: Ιδού αναβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί, όπως έχει γραφεί για αυτό. Εμπρός λοιπόν και εμείς, αφού καθαρίσουμε το μυαλό μας, ας βαδίσουμε μαζί με Αυτόν και ας σταυρωθούμε μαζί Του και χάριν Αυτού ας νεκρώσουμε τον εαυτό μας ως προς τις ηδονές της ζωής, για να ζήσουμε αιωνίως μαζί με Αυτόν και να Τον ακούσουμε να λέει: Δεν αναβαίνω πλέον εις την επίγειο Ιερουσαλήμ για να υποστώ θυσία, αλλά αναβαίνω εις τον ουράνιο Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας και ανυψώνω μαζί μου και εσάς στην Άνω Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται στη Βασιλεία των ουρανών]. Καλή Ανάσταση.

Σάββατο, Μαρτίου 15, 2014

Κυριακής Β΄Νηστειών: Εβρ. α’ 10 – β’ 3 (16-03-2014) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωσταντίας και Αμμοχώστου

                             Τρύ Η Κυριακή Β΄ Νηστειών αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, της Κυριακής της Ορθοδοξίας και το θρίαμβο της Εκκλησίας. Στο πρόσωπο του μεγάλου Πατέρα της, Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά βλέπει τη συνέχεια της νίκης της ορθής πίστης απέναντι αυτή τη φορά στους νέους διαστρεβλωτές της, το δυτικοθρεμμένο φιλόσοφο Βαρλαάμ και τους ομόφρονές του, που με ότι δίδασκαν συρρίκνωναν κατ’ ουσία την πίστη του Χριστού σ’ ένα ξερό και απονευρωμένο από τη χάρη του Θεού ανθρώπινο κατασκεύασμα. Ο Άγιος Γρηγόριος είναι εκείνος που με αφορμή το Βαρλαατισμό εξέφρασε συνολικά την ορθόδοξη πίστη, αγωνιζόμενος να κρατηθεί η Εκκλησία σ’ αυτό που αποκάλυψε ο Κύριος, κήρυξαν οι απόστολοι, δίδαξαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή τη Χάρη του Θεού. Έγινε μέτρο πίστης και κήρυκας της χάριτος. Στο αποστολικό ανάγνωσμα αυτής της μέρας βλέπουμε την ανάγκη πιστότητας στο λόγο του Χριστού. Τονίζει μεταξύ άλλων ότι θεμέλιο αυτής είναι η αιωνιότητα του Θεού και λόγου Του.
«Κατ᾽ ἀρχάς σύ, Κύριε, τήν γῆν ἐθεμελίωσας, καί ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί. Αὐτοί ἀπολοῦνται, σύ δέ διαμένεις καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται...Σύ δέ ὁ αὐτός εἶ καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι»: Ο Απόστολος Παύλος διατυπώνει επιγραμματικά ένα μεγάλο μυστήριο της πίστης μας: ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά είναι και ο προαιώνιος και αναλλοίωτος Θεός. Και τεκμηριώνει τη μεγάλη αυτή δογματική αλήθεια αναφέροντας ένα χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης που απευθύνεται στον Υιό του Θεού και λέγει: "Εσύ, Κύριε, στην αρχή της δημιουργίας θεμελίωσες τη γη στο ουράνιο στερέωμα, και «ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις». Αυτοί θα εξαφανιστούν και το σχήμα τους θα αλλάξει. Εσύ όμως παραμένεις αμετάβλητος. Όλος ο κόσμος σαν ένδυμα θα παλιώσει, κι’ Εσύ θα τον περιτυλίξεις σαν ρούχο και θα γίνει καινούργιος. Εσύ όμως είσαι πάντοτε ο ίδιος και τα έτη σου θα είναι ατελείωτα.
Στη συνέχεια ο απόστολος Παύλος εξηγεί ότι ο Κύριός μας είναι ασυγκρίτως ανώτερος από τους αγγέλους, θέτοντας το εξής ερώτημα: Σε ποιον από τους αγγέλους έχει πει ποτέ ο Θεός Πατήρ: Κάθισε στα δεξιά μου, μέχρι να υποτάξω τους εχθρούς σου και να τους βάλω κάτω από τα πόδια σου; Σε κανένα. Μόνο στον Υιό του το είπε. Διότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο προαιώνιος Υιός του Θεού. Είναι ο δημιουργός της κτίσεως. Αυτός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και όλη την οικουμένη. Όλα μέσα στην κτίση φθείρονται, γηράσκουν και χάνονται. Το σύμπαν ολόκληρο είναι υπόδουλο στη φθορά και οδηγείται προς το τέλος του. Αλλά και η ιστορία των ανθρώπων διαρκώς μεταβάλλεται. Βασιλείες και αυτοκρατορίες εμφανίζονται, ακμάζουν, παρακμάζουν και τελικά εξαφανίζονται. Όλα κάποτε τελειώνουν, και οι εγκόσμιες επιτυχίες σβήνουν. Οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη. Κι εμείς ολοένα αλλάζουμε, στον κόσμο αυτό όλοι είμαστε προσωρινοί. Ας μην αφήνουμε λοιπόν την καρδιά μας να προσκολλάται στα επίγεια και φθαρτά, που φεύγουν και χάνονται. Αλλά να ζούμε με τον πόθο και την αγάπη για τον ασυγκρίτως ανώτερο εκείνο κόσμο που θα ανατείλει, τον αιώνιο και άφθαρτο και αληθινό. Να ποθούμε τον ουρανό και τη Βασιλεία του Θεού. Εκεί να στρέφουμε τη σκέψη μας και τη ζωή μας, εκεί να είναι τα όνειρά μας και οι προσδοκίες μας. Και να είμαστε πάντοτε άγρυπνοι για να την κατακτήσουμε.
Ο απόστολος Παύλος στη συνέχεια μας θέτει ενώπιον των ευθυνών μας. Αφού λοιπόν, λέγει, ο Κύριός μας είναι ο προαιώνιος Θεός, «διά τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι». Πρέπει περισσότερο να προσέχουμε σ’ αυτά που ακούσαμε και είναι λόγοι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Διότι εάν δεν προσέξουμε, διατρέχουμε τον κίνδυνο να παρασυρθούμε και να πέσουμε έξω. Στο ιερό αυτό κείμενο ο Απόστολος Παύλος μας προειδοποιεί ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε τη σωτηρία μας, εάν δεν δείξουμε την ανάλογη προσοχή στις θείες αλήθειες που μας αποκάλυψε ο Κύριος. Κινδυνεύουμε να τις συνηθίσουμε και σιγά-σιγά να χάσουμε το δρόμο μας. Και τότε θα είμαστε αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως. Διότι δεν μπορούμε να παίζουμε με το νόμο του Θεού και να τον περιφρονούμε. Γι’ αυτό ο θείος Απόστολος μας ζητά να δείξουμε σοβαρότητα και υπευθυνότητα απέναντι στο νόμο του Θεού. Να τον ακούμε με προσοχή και ενδιαφέρον. Πόσες φορές ακούμε στην εκκλησία το ιερό Ευαγγέλιο ή κάποιο κήρυγμα; Πόσες φορές διαβάζουμε στο σπίτι μας την Αγία Γραφή ή κάποιο πνευματικό βιβλίο! Κάθε φορά λοιπόν που ακούμε τον θείο λόγο, να κατανοούμε ότι είναι μεγίστης σπουδαιότητας. Και γι’ αυτό να τον ακούμε με πίστη και φόβο Θεού. Να τον μελετούμε συχνά και με προσοχή, συγκρατώντας τα θεία νοήματα στη μνήμη μας και στις καρδιές μας. Κι έτσι να ευθυγραμμίζουμε τη ζωή μας με το θείο νόμο. Για να μη χάσουμε την ψυχή μας, αλλά να κερδίσουμε τη σωτηρία μας και να αξιωθούμε να ζήσουμε κι εμείς μαζί με τον Κύριο στη Βασιλεία του αιωνίως.
Τρύφωνα Παπαγιάννη,Θεολόγου – Καθηγητή Σχολείων Μ.Ε.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...