Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Λαγκαδά Λήτης και Ρεντίνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Λαγκαδά Λήτης και Ρεντίνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουλίου 11, 2015

Κυριακή ΣΤ΄ Ματθαίου (θεραπεία του Παραλύτου της Καπερναούμ). «ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν»; (Μτ. 9,4)

Κυριακή ΣΤ΄ Ματθαίου (θεραπεία του Παραλύτου της Καπερναούμ).
«ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν»; (Μτ. 9,4).



Ο Κύριος ως τέλειος και αληθινός Θεός και άνθρωπος είχε και έχει την δύναμη και την εξουσία να συγχωρεί τον αμαρτωλό άνθρωπο και να του χαρίζει τη θεραπεία της ψυχής και του σώματος. Και αυτό το απέδειξε στην πράξη πάμπολλες φορές, μία από τις οποίες ήταν η θεραπεία του παραλύτου την οποία ακούσαμε σήμερα.
Μετά η θεραπεία των δαιμονισμένων στη χώρα των Γεργεσηνών, μας είπε ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ο Χριστός επέστρεψε «εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν» δηλαδή στην Καπερναούμ. Και εκεί, καθώς δίδασκε σε κάποιο σπίτι κατάμεστο από κόσμο, του έφεραν έναν παράλυτο και μάλιστα, καθώς σημειώνουν οι Ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς οι οποίοι επίσης αναφέρουν το θαύμα αυτό, τον κατέβασαν από τη στέγη. Ο Χριστός βλέποντας την πίστη τους, συγχώρησε τον παράλυτο, λέγοντάς του· «θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Και τότε κάποιοι από τους παρευρισκόμενους γραμματείς είπαν μέσα τους· «οὗτος βλασφημεῖ». Ο δε Ιησούς, ως καρδιογνώστης, τους είπε· «γιατί σκέπτεστε πονηρά μέσα, στις καρδιές σας»; Τι είναι ευκολότερο να πω· σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή σήκω και περπάτα; Και για να αποδείξει ότι είχε εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες, είπε στον παράλυτο· σήκω πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου. Εκείνος πράγματι σηκώθηκε και θεραπευμένος γύρισε στο σπίτι του προκαλώντας τον θαυμασμό του κόσμου και τις προς τον Θεόν δοξολογίες που έδωσε τέτοια εξουσία στους ανθρώπους.
Προκαλεί εντύπωση, πέρα από το μέγεθος και τη σημασία του θαύματος, η στάση των γραμματέων απέναντι στον Κύριο και το έργο του, της οποίας στάσεώς τους η πονηρία φαίνεται καλύτερα εάν συγκριθεί με τη στάση του απλού λαού. Οι απλοί και καλοπροαίρετοι έβλεπαν τα θαύματα του Χριστού, θαύμαζαν και δόξαζαν το Θεό, οι δε γραμματείς και Φαρισαίοι που άκουγαν τα ίδια λόγια και έβλεπαν τα ίδια θαύματα, έλεγαν ότι βλασφημεί ή ότι διώχνει τα δαιμόνια με τον άρχοντα των δαιμονίων.
Τα έργα, η διδασκαλία, τα θαύματα του Χριστού, μιλούσαν εύγλωττα και αδιάψευστα ότι ήταν ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού, ο «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτί­αν τοῦ κόσμου». Αλλά κάτι τέτοιο οι γραμμματείς δεν μπορούσαν ή μάλλον δεν ήθελαν να το δεχθούν. Σκοπός τους ήταν να τον φέρουν σε δύσκολη θέση, να τον εκθέσουν είτε στο λαό, είτε στις ρωμαϊκές ή ιουδαϊκές αρχές. Όμως το τελικό αποτέλεσμα της εν λόγω αλλά και της εν γένει πονηρής διαθέσεως και συμπεριφοράς τους ήταν το ότι έμειναν μακριά από το Χριστό, μακριά από τη σωτηρία.
Βλέπουμε λοιπόν, πόσο μωρό κάνει και πόσο ζημιώνει τον άνθρωπο η πονηρία. Μοιάζει με εξυπνάδα, ουσιαστικά όμως, ως παρέκκλιση και διαστροφή του φυσιολογικού, της συνέσεως, είναι ανοησία.
Πρώτος διδάσκαλος, αλλά και πρώτο και μεγαλύτερο θύμα της, ο διάβολος. Ενώ δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από το Θεό, ενώ δηλαδή πηγή της υπάρξεως και της ζωής του ήταν ο Θεός, θέλησε υπερήφανα και ανόητα, να γίνει θεός χωρίς το Θεό! Αποτέλεσμα· όχι μόνο δεν έγινε θεός, αλλά και από άγγελος φωτός ξέπεσε και έκτοτε είναι και ζει ως άγγελος σκότους. Αλλά και οι πρωτόπλαστοι, που δέχθηκαν την πονηρή συμβουλή του διαβόλου και ανόητα ενήργησαν, έχασαν τον παράδεισο.
Από τότε «η διάνοια του ανθρώπου έγκειται επιμελώς επί τα πονηρά». Του κάθε ανθρώπου. Ακόμη και αυτού που βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία. Ίσως δεν υπάρχει πτυχή ή εκδήλωση της πνευματικής μας ζωής, που να μη τη λυμαίνεται η δαιμονική και φθοροποιός αυτή κακία· το χειρότερο δε είναι ότι τις περισσότερες φορές τούτο συμβαίνει χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνουμε. Ενώ υπάρχει και δουλεύει μέσα μας η αμαρτία πιστεύουμε ότι είμαστε καλοί, συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε καλοί και θέλουμε και οι άλλοι να μας θεωρούν τέτοιους· αλλοίμονο δε σε όποιον αμφισβητήσει την αρετή μας. Αλλά η όλη μας ζωή φανερώνει το αντίθετο.
Εάν π.χ. μας ρωτούσαν: «αγαπάς το Θεό;» πολύ λίγοι θα απαντούσαμε όχι. Όμως αν αγαπούσαμε πραγματικά το Θεό θα είχαμε συνεχώς το νου μας σ’ αυτόν και θα ήμασταν ευτυχισμένοι. Όταν ένας άνθρωπος αγαπά κάποιο πρόσωπο το σκέπτεται αδιάκοπα και ευχαρίστως συνομιλεί μαζί του. Έτσι η προσευχή θα ήταν η τροφή και η τρυφή μας, αλλά βλέπουμε ότι αποτελεί εργασία ξερή και επίπονη στην οποία βρίσκουμε μικρή ή και καμιά ευχαρίστηση. Αντίθετα συχνά και εύκολα σκεφτόμαστε τα γήινα, ολοένα συζητάμε για τιποτένια πράγματα και γεγονότα τα οποία μολύνουν το πνεύμα και αυτό μας προκαλεί ευχαρίστηση. Ενώ έχουμε μεγάλη περιέργεια για τα τρέχοντα κοσμικά, πολιτικά και χίλια δυο άλλα ζητήματα η μελέτη του λόγου του Θεού μας είναι βαρετή και οι συζητήσεις με θέματα πνευματικά δεν ικανοποιούν την πνευματική πείνα της ψυχής μας και προσπαθούμε να τις αποφύγουμε.
Ακόμη, αν αγαπούσαμε το Θεό θα τηρούσαμε τις εντολές του, διότι ο Κύριος είπε: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει». Με τις αμαρτίες μας όμως δείχνουμε ότι δεν τον αγαπάμε. «Η απόδειξη ότι ο άνθρωπος δεν αγαπά το Θεό» μας λέγει ο Μ. Βασίλειος «έγκειται στο γεγονός ότι δεν τηρεί τις εντολές του».
Μια άλλη καλή ιδέα που συνήθως έχουμε για τον εαυτό μας είναι ότι έχουμε αγάπη προς τους συνανθρώπους μας.
Εάν όμως αγαπούσαμε τον πλησίον μας πραγματικά, θα θέλαμε και τη ζωή μας να δώσουμε αν υπήρχε ανάγκη. Οι λύπες του θα ήταν και δικές μας λύπες και οι χαρές του δικές μας. Εμείς όμως με ευχαρίστηση ακούμε διάφορα δυσάρεστα γι’ αυτόν, αντί να λυπούμαστε και να πονούμε. Τα σφάλματα και τα αμαρτήματα του όχι μόνο δεν τα σκεπάζουμε με αγάπη αλλά τα διαδίδουμε με άνεση και ευχαρίστηση. Η πρόοδος, η τιμή, τα αγαθά, η χαρά, η ευτυχία του πλησίον δε μας ευχαριστούν αλλά αντίθετα μας λυπούν ή ακόμη χειρότερα δημιουργούν μέσα μας το φθόνο.
Αλλά ας έλθουμε και στο θέμα της πίστεως. Πόσο εύκολα διαβεβαιώνουμε ότι πιστεύουμε στο Θεό και το ευαγγέλιο αλλά και πόσο εύκολα μας διαψεύδει η πραγματικότητα. Διότι εάν αληθινά πιστεύαμε στο λόγο του Θεού, στην πανσοφία, την παντοδυναμία και την παναγάπη του, δε θα είχαμε σε καμιά περίπτωση φόβο ή άγχος αλλά θα ήμασταν πάντα ήρεμοι και ήσυχοι, θα δεχόμασταν δε και τα πλέον δυσάρεστα με υπομονή και ευχαριστία. Εάν πραγματικά -όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως- προσδοκούσαμε «ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», θα ζούσαμε την πρόσκαιρη αυτή ζωή ως «ξένοι καὶ παρεπίδημοί», με πόθο και διαρκή φροντίδα να αξιωθούμε να φθάσουμε στην επουράνια πατρίδα, την άνω Ιερουσαλήμ. Η τάση για βόλεμα και ανάπαυση και ο αγώνας για καλοπέραση στη ζωή αυτή δείχνουν το πόσο λίγο πιστεύουμε στην πράξη αυτά που τόσο εύκολα με το στόμα ομολογούμε.
Ας έλθουμε και στο πάθος της υπερηφάνειας. Είναι αρκετά δύσκολο να βρεθεί χριστιανός -ακόμη και την ώρα της Ι. Εξομολογήσεως- που να θεωρεί τον εαυτό του υπερήφανο. Και όμως, συνειδητά ή ασυνείδητα, θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτερο από τους άλλους ή τουλάχιστον όχι κατώτερό τους. Όταν ανακαλύπτουμε κάποιο σφάλμα μας προσπαθούμε να το δικαιολογήσουμε ή να το παραβλέψουμε. Θυμώνουμε με όσους δεν δείχνουν εκτίμηση στο πρόσωπό μας και στενοχωρούμαστε με τις παρατηρήσεις τους. Φουσκώνουμε με τις πραγματικές ή φανταστικές επιτυχίες μας. Κάνουμε το καλό για να μας επαινέσουν ή για να έχουμε εμείς καλή ιδέα για τον εαυτό μας.
Όλα αυτά που προαναφέραμε, η έλλειψη αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον, ή έλλειψη πίστεως και ταπεινώσεως και άλλα παρόμοια, αποτελούν την αμαρτία και την πονηρία που υπάρχει μέσα μας και δύσκολα, λόγω της υπερηφάνειάς μας, τη βλέπουμε. Ο Θεός να μας δώσει το κουράγιο να τη δούμε κατάματα, και τη σύνεση να την παραδεχθούμε και να ταπεινωθούμε. Από εκεί και πέρα τα πράγματα γίνονται εύκολα. Διότι όπου ταπείνωση εκεί και χάρη Θεού, εκεί κάθαρση από τα πάθη, φωτισμός και αγιασμός, τον οποίο είθε όλοι μας, αντί της πονηρίας, να αποκτήσουμε, προς δόξαν του αγίου Τριαδικού Θεού. Αμήν.


Σάββατο, Ιουνίου 06, 2015

Κυριακή Αγίων Πάντων «ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε. δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Μτ 10,8) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά



«ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε. δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Μτ 10,8)
Σήμερα, όπως είναι γνωστό, είναι η Κυριακή των Αγών Πάντων, κατά την οποία εορτάζουμε τη μνήμη όλων των Αγίων της Εκκλησίας μας. Tην εορτή αυτή, μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος την οποία εορτάσαμε την περασμένη Κυριακή, οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας την καθόρισαν θέλοντας κατά κάποιο τρόπο να δείξουν τι η παρουσία του Αγίου Πνεύματος ενήργησε στο ανθρώπινο γένος. Το ότι δηλαδή ανθρώπους, όπως είμαστε και εμείς, το Άγιο Πνεύμα, εν Χριστώ, δηλαδή μέσα στην Εκκλησία, τους καθάρισε, τους αγίασε, και τους ανέβασε στο Θεό Πατέρα· άλλους μεν με το μαρτύριο του αίματος άλλους δε με το μαρτύριο της συνειδήσεως. Όλους με την πίστη την «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη».
Κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα και ανέβασε τον χοϊκό άνθρωπο. Αμαρτωλό μεν μετανοημένο δε. Και βέβαια μεταξύ των αγίων πρωτεύουσα θέση κατέχουν οι άγιοι Απόστολοι, και μάλιστα οι Δώδεκα, των οποίων τη Σύναξη, δηλαδή τη λειτουργική συγκέντρωση των πιστών, επιτελε,ί καθώς τη χρονιά αυτή συνέπεσε, επίσης σήμερα η Εκκλησία μας και σε αυτούς, δηλαδή στους δώδεκα μαθητές, αναφερόταν το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα.
Ο Κύριός μας όταν τους απέστειλε για πρώτη φορά σε ιεραποστολική περιοδεία τους παρήγγειλε, αφ' ενός μεν να κηρύττουν ότι πλησίαζε η βασιλεία των ουρανών, αφ' ετέρου δε τους έδωσε διάφορα χαρίσματα· την εξουσία κατά πνευμάτων ακαθάρτων, δηλαδή να διώχνουν δαιμόνια, να θεραπεύουν ασθενείς, να καθαρίζουν λεπρούς, να ανασταίνουν νεκρούς.
Βλέπουμε λοιπόν ότι τα χαρίσματα που έδωσε ο Χριστός μας στους μαθητές του συνδέονταν άμεσα με το κήρυγμα της βασιλείας των ουρανών. Τα υπερφυσικά αυτά χαρίσματα δεν δόθηκαν απλώς για κάποιες ευεργεσίες, αλλά ήταν "σημεία", σημάδια, αποδείξεις, ότι ήλθε στον κόσμο η βασιλεία αυτή.
Αλλά τι είναι αυτή η βασιλεία των ουρανών, ή όπως λέγεται αλλού, η βασιλεία του Θεού;
Όταν λέμε βασιλεία κάποιου επίγειου άρχοντα, βασιλέα, εννοούμε τη δύναμη και την ενέργεια με την οποία εξασκεί την εξουσία του. 'Ετσι και όταν λέμε βασιλεία του Θεού, εννοούμε την υπερφυσική, την δύναμη και ενέργεια του Θεού με την οποία δημιούργησε τον ορατό και αόρατο σε μας κόσμο, προνοεί γι' αυτόν, τον κρατά στην τάξη, αλλά και όταν θέλει θαυματουργεί και αγιάζει τα πλάσματά του εκείνα που μπορούν να αγιαστούν.
Αυτή τη θεϊκή δύναμη και ενέργεια την έδωσε ο Κύριός μας δωρεάν, εξ’ ου και χάρις, στους μαθητές του, για να διώχνουν δαιμόνια, να θεραπεύουν αρρώστους, να ανασταίνουν νεκρούς. 'Ετσι τα θαύματα του Χριστού και των Αποστόλων, αποτελούσαν εκδηλώσεις, φανερώσεις της χάριτος του Θεού, και απεδείκνυαν ότι ήλθε η βασιλεία των ουρανών. Δεν ήταν απλές φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, αλλά είχαν βαθιά θεολογική και σωτηριολογική σημασία.
Τα χαρίσματα αυτά του Αγίου Πνεύματος δεν δόθηκαν αποκλειστικά στους αγίους Αποστόλους, αλλά δόθηκαν και δίδονται σ' όλη την Εκκλησία, σε όλα τα πραγματικά της μέλη.
O απ. Παύλος τα αναφέρει στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του, και μάλιστα με μια ιεραρχική σειρά. Το κατώτερο, αλλά και η βάση όλων των άλλων χαρισμάτων, είναι τα «γένη γλωσσών», τα οποία δεν είναι οι άναρθρες και ακατάληπτες κραυγές των Πεντηκοστιανών και άλλων αιρετικών, αλλά το χάρισμα συνεννοήσεως μεταξύ ανθρώπων που μιλούν διαφορετικές γλώσσες ή κατά άλλη εκδοχή η αδιάλειπτη προσευχή την οποία ενεργεί το 'Αγιο Πνεύμα στην καρδιά του ανθρώπου. Πάνω από τα γένη γλωσσών, είναι τα χαρίσματα της διοικήσεως της Εκκλησίας, της προστασίας των ορφανών, χηρών και πτωχών, των θεραπειών, των διαφόρων άλλων θαυμάτων, της διδασκαλίας, στην κορυφή δε των χαρισματούχων βρίσκονται οι απόστολοι, οι οποίοι έχουν όλα τα χαρίσματα και αποτελούν το θεμέλιο της Εκκλησίας.
Γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η αξία και άλλο το αξίωμα. Το αξίωμα είναι κάτι που δίνεται από έξω και δεν δίνει πραγματικά αξία στον άνθρωπο, διότι δεν αλλάζει την ποιότητά του. Απλώς δίνεται για τη διακονία της κοινωνίας.
Αλλά και τα χαρίσματα που δίνει ο Θεός, δεν τα δίνει για να τα καμαρώνει ο άνθρωπος, πολύ δε περισσότερο για να τα εκμεταλλεύεται ιδιοτελώς. Τα δίνει «πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων» για τη διακονία της Εκκλησίας και της κοινωνίας.
Βέβαια, κατά κανόνα, ο Θεός δίνει κάποιο υπερφυσικό χάρισμα, εκεί που υπάρχει κάποια αντίστοιχη ανθρώπινη αρετή. Π.χ. δίνει το χάρισμα των ιαμάτων, της θεραπείας διαφόρων ασθενειών, σε ανθρώπους που έχουν σε μεγάλο βαθμό τη φυσική αρετή της φιλανθρωπίας.
Αλλά και εδώ πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της αρετής του ανθρώπου και του υπερφυσικού θεϊκού χαρίσματος. Αν και το υπερφυσικό χάρισμα ως θεϊκή ενέργεια έχει ανυπολόγιστη αξία, εν τούτοις, δεν προσδίδει αξία σ' αυτόν που το κατέχει. Σημασία για τον άνθρωπο έχει εκείνο που ο ίδιος είναι, και όχι τα εξωτερικά χαρίσματα. Εκείνο που δίνει αξία στον άνθρωπο είναι η αρετή και σε τελευταία ανάλυση η βασιλίδα και το επιστέγασμα των αρετών, που είναι η αγάπη. Η αγάπη είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο χάρισμα. Χωρίς αυτή, όσα και όποια άλλα χαρίσματα και αξιώματα κι' αν έχει ο άνθρωπος, δεν είναι τίποτε. «’Εὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι».
Αλλά ποια είναι η αγάπη η οποία δίνει πραγματική αξία στον άνθρωπο;
Μας την περιγράφει παρακάτω ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος. Κύριο χαρακτηριστικό της η ανιδιοτέλεια. Η αληθινή αγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Δεν επιδιώκει το συμφέρον.
Δεν είναι ακόμη ένα απλό γλυκερό συναίσθημα αλλά θυσία. Τέτοια είναι η αγάπη του Χριστού, τέτοια πρέπει να είναι και η αγάπη του ανθρώπου. Και αυτή η θυσία συνήθως παίρνει τη μορφή της υπομονής. Η αγάπη «πάντα ὑπομένει». Υπομένει τον κόπο και τον πόνο προκειμένου να κάνει το θέλημα του Θεού αλλά και να σηκώσει αγόγγυστα και με ευχαριστία όσα θλιβερά επιτρέψει αυτός να έλθουν στην καθημερινή μας ζωή.
Συνήθως, ζηλεύουμε, ποθούμε και επιδιώκουμε αξιώματα και χαρίσματα. Αυτά όμως χωρίς την αγάπη, είναι ανώφελα και επιζήμια.
Ας ποθήσουμε, αλλά και ας βαδίσουμε την «καθ' ὑπερβολὴν ὁδόν» της ανιδιοτελούς της θυσιαστικής αγάπης. «Ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν». Μας δόθηκε το χάρισμα όχι μόνο να πιστεύουμε στο Χριστό αλλά και να πάσχουμε γι’ αυτόν.
Αυτό το κατ’ εξοχήν χάρισμα, που δίνει ο Κύριος σ’ αυτούς που αγωνίζονται και κοπιάζουν, η πραγματική αγάπη, κάνει τον άνθρωπο να ομοιάζει με αυτόν και να ζει στον παράδεισο.

Μ' αυτό το χάρισμα της αγάπης αξιοποιούνται και τα οποιαδήποτε άλλα χαρίσματα και αξιώματα, προς οικοδομή του σώματος της Εκκλησίας, όφελος της κοινωνίας, και δόξα του δωρεοδότου Κυρίου. Αμήν.

Σάββατο, Ιουλίου 12, 2014

Κυριακή Πατέρων Δ΄ Οικουμ. Συνόδου «ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μτ ε΄19). Αρχιμανδρίτης Λουκάς Τσιούτσικας, εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά Λήτης και Ρεντίνης


Συνηθίζεται στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας, όταν γιορτάζεται η μνήμη ενός μεγάλου αγίου, να διαβάζονται τα ανάλογα αγιογραφικά αναγνώσματα. Έτσι και σήμερα, που "ἐπιτελεῖται" η μνήμη των Αγίων εξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων της εν Χαλκηδόνι Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου, της πολύ σπουδαίας αυτής Συνόδου που κήρυξε τον Χριστό τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, ακούσαμε τα λόγια του Κυρίου τα οποία το πρώτον ειπώθηκαν από αυτόν στο όρος των Μακαρισμών και απευθύνονταν προς τους τότε μαθητές του και μετέπειτα εν πολλοίς αποστόλους και ποιμένες της Εκκλησίας, έχουν άριστη εφαρμογή στην περίπτωση των σήμερα εορταζομένων Πατέρων, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουν ισχύ και για όλους τους χριστιανούς, επομένως και για μας.
Αφού ο Κύριος χαρακτήρισε τους μαθητές του «ἅλας τῆς γῆς» και «φῶς τοῦ κόσμου» και «πόλι.…ἐπάνω ὄρους κει­μέ­νη» και λυχνάρι που πρέπει να λάμπει προς δόξαν Θεού, τόνισε ότι δεν ήλθε για να καταλύσει τον νόμο αλλά για να τον συμπληρώσει, να τον ολοκληρώσει και να τον τελειοποιήσει. Και κατέληξε· Όποιος καταργήσει ακόμη και μια από τις πιο μικρές εντολές μου και διδάξει έτσι τους ανθρώπους, θα κηρυχθεί ελάχιστος στη Βασιλεία του Θεού. Όποιος όμως τις τηρήσει όλες και διδάξει και τους άλλους, αυτός θα κηρυχθεί μεγάλος στη βασιλεία των ουρανών.
Βλέπουμε λοιπόν, πόσο μεγάλη σημασία αποδίδεται από τον ίδιο τον Κύριό μας στο θέμα των εντολών, και μάλιστα όλων των εντολών. Γιατί αυτό, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει; Και τι πειράζει αν κάποιος, από το πλήθος των εντολών, παραθεωρήσει και βγάλει κάποια μικρή;
Ας δούμε όμως καλύτερα το νόημα και τη σκοπιμότητα των εντολών.
Οι εντολές του Θεού, δεν είναι μια σειρά διαταγών που τυχαία ή αυθαίρετα συνέταξε ο Κύριος. Οι εντολές προέρχονται από το τι είναι και από το πως ζει ο Θεός, και σκοπό έχουν, να οδηγήσουν και εμάς στο να ζούμε όπως ζει ο Θεός και να γίνουμε, κατά χάρη βέβαια και όχι κατά την ουσία, ότι είναι ο Θεός.
Παράδειγμα: Μας λέει ο Χριστός· «ἀγα­πᾶτε ἀλλήλους» ή «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Γιατί; Διότι ο Θεός «ἀγάπη ἐστί» και αγαπά και αυτούς που τον εχθρεύονται. Έτσι όποιος αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του, μοιάζει με το Θεό και ζει όπως ο Θεός. Το ίδιο όταν μας ζητά να ταπεινοφρονούμε, να ελεούμε ,να μακροθυ­μούμε, να συγχωρούμε κ.τ.λ.. Μας τα ζητά, διότι ο ίδιος ο Κύριος είναι εις το έπακρο ταπεινός, μακρόθυμος και πολυέλεος, ανεξίκακος, κ.τ.λ., και πρέπει και εμείς, να ομοιάσουμε κατά το δυνατόν του Θεού εργαζόμενοι τις εντολές της ταπεινοφροσύνης, της ελεημοσύνης, της μακροθυμίας, της ανεξικακίας, κ.τ.λ. και έτσι, με την κατά δύναμη ομοιότητα να είμαστε δεκτικοί στη χάρη του Θεού και να σωθούμε. Διαφορετικά όταν δεν υπάρχει αυτή η ομοιότητα, δεν μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί με το Θεό, και επομένως δεν μπορεί να σωθεί.
Γι’ αυτό, ας αγαπήσουμε τις εντολές του Χριστού. Ας μη τις έχουμε ως αγγαρεία κι’ ας μη τις θεωρούμε καταπιεστικές. Είναι φιλάνθρωποι οδοδείκτες σωτηρίας. Αν συναντάμε δυσκολίες και ζοριζόμαστε στην εφαρμογή τους, αυτό οφείλετε όχι στη βαρύτητα των εντολών –«αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν»-αλλά στη δικιά μας αρρώστια, στο ότι έχουμε συνηθίσει να ζούμε στην παρά φύση και αρρωστημένη κατάσταση της αμαρτίας.
Και κάτι ακόμη. Είπαμε ότι οι εντολές του Χριστού σχετίζονται με το Θεό και τη ζωή του Θεού. Και όπως ο Θεός είναι ένας και η ζωή του Θεού είναι μία και ενιαία, έτσι και οι εντολές του Θεού είναι ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η αποκοπή, απόρριψη και μη εφαρμογή έστω και μιας εντολής -δεν μιλάμε για την από αδυναμία ή συναρπαγή μη εφαρμογή- μας αποξενώνει από την όλη ζωή του Θεού. Δεν μπορούμε να ενωθούμε με το Θεό μας, αν έχουμε όλες τις αρετές αλλά δεν έχουμε μόνο την ταπείνωση, ή μόνο τη συγχωρητικότητα κ.ο.κ., διότι δεν υπάρχει τέτοιος Θεός που να στερείται ταπεινώσεως, ή συγχωρητικότητος κ.τ.λ..
Να λοιπόν γιατί ο Κύριος μας λέει, «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Και αυτό συμβαίνει με τους κάθε είδους αιρετικούς και πλανεμένους, οι οποίοι έχοντας ξεφύγει από την δογματική καθαρότητα και βιωματική πληρότητα της ορθοδοξίας μας, στερούν τον εαυτό τους αλλά και αυτούς που τους ακολουθούν, από την πνευματική θεραπεία και τη σωτηρία. Αντίθετα, οι πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως οι σήμερα εορταζόμενοι, είναι αυτοί οι οποίοι, "ἐποίησαν καὶ ἐδίδαξαν". Εποίησαν όλες τις εντολές και εδίδαξαν την ορθοδοξία και την ορθοπραξία. Γι’ αυτό και εκλήθησαν και θα κληθούν μεγάλοι «ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Αυτοί, με τη χάρη του Θεού καθάρισαν τον εαυτό τους από την αμαρτία και αγίασαν, και το δρόμο που βάδισαν οι ίδιοι τον δείχνουν και σε μας απλανώς. Αξίζουν της εμπιστοσύνης μας και μας συμφέρει να τους υπακούσουμε.
Αλλ’ είπαμε, ότι τα λόγια του σημερινού Ευαγγελίου ισχύουν και για μας. «Δεν πρέπει» μας λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «να είμαστε χρήσιμοι μόνον στους εαυτούς μας, αλλά και στους άλλους....Το να μη συμβουλεύουμε και προτρέπουμε και τους άλλους, μειώνει το μισθό από την τήρηση των εντολών».
Πως όμως να εφαρμόσουμε τα λόγια αυτά του Ευαγγελίου και των Πατέρων;
Ας τονίσουμε πρώτα, ότι μεταξύ του «ποιεῖν» και του «διδάσκειν» την προτεραιότητα έχει το «ποιεῖν». «Καλό είναι» μας λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «το να θεολογήσει κανείς για το Θεό, καλύτερο όμως το να καθαρίσει τον εαυτό του για το Θεό». Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι «τὸ διδάσκειν ἄνευ τοῦ ποιεῖν κρίνει (κατακρίνει) τὸν διδάσκοντα».
Τι να κάνουμε λοιπόν εμείς που δυστυχώς ανήκουμε στην τάξη των μη ποιούντων; Να σιωπούμε πάντοτε, και όταν ο λόγος μας είναι αναγκαίος; Και πάλι η ταπείνωση, νομίζουμε, αποτελεί τη λύση. «Εάν λαλήσεις σε κάποιον κάτι απ’ αυτά που πρέπει να πεις» μας λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «μίλησε ως μαθητής και όχι με αυθεντία και αναίδεια. Και προκαταβολικά κατάκρινε τον εαυτό σου και δείξε ότι είσαι κατώτερός του, για να δείξεις σ’ αυτούς που σε ακούν την τάξη της ταπεινώσεως και να τους παρακινήσεις στο να ακούσουν τα λόγια σου και να τα εφαρμόσουν. Εάν μπορείς, σε αυτές τις περιπτώσεις, μίλησε με δάκρυα, για να ωφελήσεις και τον εαυτό σου και αυτούς που σε ακούν, και η χάρη του Θεού θα είναι μαζί σου».
Ας μιλάμε λοιπόν όταν χρειάζεται, με μοναδικό κίνητρο την ωφέλεια του αδελφού και όχι την ικανοποίηση του εγωισμού μας. Όταν δε πρόκειται ο λόγος μας να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κύκλο ακροατών, ας μη επιχειρούμε κάτι τέτοιο χωρίς την ευλογία του επισκόπου, αλλά και σαν απλοί ακροατές ας μη μετέχουμε σ’ αυτόν, χωρίς τη συμβουλή του πνευματικού μας.

Έτσι, με φόβο Θεού ποιούντες και πολλή ταπείνωση διδάσκοντες, πορευόμενοι τον απλανή δρόμο των Πατέρων μας, ας έχουμε χρηστές ελπίδες, ότι και αν δεν φθάσουμε στο ύψος της δικής τους μεγαλοσύνης, δεν θα στερηθούμε το έλεος και τη χάρη του πανάγαθου Θεού μας, στον οποίο ταιριάζει κάθε ευχαριστία και δόξα στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.

Κυριακή Πατέρων Δ΄ Οικουμ. Συνόδου «ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μτ ε΄19). Αρχιμανδρίτης Λουκάς Τσιούτσικας, εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά Λήτης και Ρεντίνης


Συνηθίζεται στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας, όταν γιορτάζεται η μνήμη ενός μεγάλου αγίου, να διαβάζονται τα ανάλογα αγιογραφικά αναγνώσματα. Έτσι και σήμερα, που "ἐπιτελεῖται" η μνήμη των Αγίων εξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων της εν Χαλκηδόνι Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου, της πολύ σπουδαίας αυτής Συνόδου που κήρυξε τον Χριστό τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, ακούσαμε τα λόγια του Κυρίου τα οποία το πρώτον ειπώθηκαν από αυτόν στο όρος των Μακαρισμών και απευθύνονταν προς τους τότε μαθητές του και μετέπειτα εν πολλοίς αποστόλους και ποιμένες της Εκκλησίας, έχουν άριστη εφαρμογή στην περίπτωση των σήμερα εορταζομένων Πατέρων, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουν ισχύ και για όλους τους χριστιανούς, επομένως και για μας.
Αφού ο Κύριος χαρακτήρισε τους μαθητές του «ἅλας τῆς γῆς» και «φῶς τοῦ κόσμου» και «πόλι.…ἐπάνω ὄρους κει­μέ­νη» και λυχνάρι που πρέπει να λάμπει προς δόξαν Θεού, τόνισε ότι δεν ήλθε για να καταλύσει τον νόμο αλλά για να τον συμπληρώσει, να τον ολοκληρώσει και να τον τελειοποιήσει. Και κατέληξε· Όποιος καταργήσει ακόμη και μια από τις πιο μικρές εντολές μου και διδάξει έτσι τους ανθρώπους, θα κηρυχθεί ελάχιστος στη Βασιλεία του Θεού. Όποιος όμως τις τηρήσει όλες και διδάξει και τους άλλους, αυτός θα κηρυχθεί μεγάλος στη βασιλεία των ουρανών.
Βλέπουμε λοιπόν, πόσο μεγάλη σημασία αποδίδεται από τον ίδιο τον Κύριό μας στο θέμα των εντολών, και μάλιστα όλων των εντολών. Γιατί αυτό, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει; Και τι πειράζει αν κάποιος, από το πλήθος των εντολών, παραθεωρήσει και βγάλει κάποια μικρή;
Ας δούμε όμως καλύτερα το νόημα και τη σκοπιμότητα των εντολών.
Οι εντολές του Θεού, δεν είναι μια σειρά διαταγών που τυχαία ή αυθαίρετα συνέταξε ο Κύριος. Οι εντολές προέρχονται από το τι είναι και από το πως ζει ο Θεός, και σκοπό έχουν, να οδηγήσουν και εμάς στο να ζούμε όπως ζει ο Θεός και να γίνουμε, κατά χάρη βέβαια και όχι κατά την ουσία, ότι είναι ο Θεός.
Παράδειγμα: Μας λέει ο Χριστός· «ἀγα­πᾶτε ἀλλήλους» ή «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Γιατί; Διότι ο Θεός «ἀγάπη ἐστί» και αγαπά και αυτούς που τον εχθρεύονται. Έτσι όποιος αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του, μοιάζει με το Θεό και ζει όπως ο Θεός. Το ίδιο όταν μας ζητά να ταπεινοφρονούμε, να ελεούμε ,να μακροθυ­μούμε, να συγχωρούμε κ.τ.λ.. Μας τα ζητά, διότι ο ίδιος ο Κύριος είναι εις το έπακρο ταπεινός, μακρόθυμος και πολυέλεος, ανεξίκακος, κ.τ.λ., και πρέπει και εμείς, να ομοιάσουμε κατά το δυνατόν του Θεού εργαζόμενοι τις εντολές της ταπεινοφροσύνης, της ελεημοσύνης, της μακροθυμίας, της ανεξικακίας, κ.τ.λ. και έτσι, με την κατά δύναμη ομοιότητα να είμαστε δεκτικοί στη χάρη του Θεού και να σωθούμε. Διαφορετικά όταν δεν υπάρχει αυτή η ομοιότητα, δεν μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί με το Θεό, και επομένως δεν μπορεί να σωθεί.
Γι’ αυτό, ας αγαπήσουμε τις εντολές του Χριστού. Ας μη τις έχουμε ως αγγαρεία κι’ ας μη τις θεωρούμε καταπιεστικές. Είναι φιλάνθρωποι οδοδείκτες σωτηρίας. Αν συναντάμε δυσκολίες και ζοριζόμαστε στην εφαρμογή τους, αυτό οφείλετε όχι στη βαρύτητα των εντολών –«αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν»-αλλά στη δικιά μας αρρώστια, στο ότι έχουμε συνηθίσει να ζούμε στην παρά φύση και αρρωστημένη κατάσταση της αμαρτίας.
Και κάτι ακόμη. Είπαμε ότι οι εντολές του Χριστού σχετίζονται με το Θεό και τη ζωή του Θεού. Και όπως ο Θεός είναι ένας και η ζωή του Θεού είναι μία και ενιαία, έτσι και οι εντολές του Θεού είναι ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η αποκοπή, απόρριψη και μη εφαρμογή έστω και μιας εντολής -δεν μιλάμε για την από αδυναμία ή συναρπαγή μη εφαρμογή- μας αποξενώνει από την όλη ζωή του Θεού. Δεν μπορούμε να ενωθούμε με το Θεό μας, αν έχουμε όλες τις αρετές αλλά δεν έχουμε μόνο την ταπείνωση, ή μόνο τη συγχωρητικότητα κ.ο.κ., διότι δεν υπάρχει τέτοιος Θεός που να στερείται ταπεινώσεως, ή συγχωρητικότητος κ.τ.λ..
Να λοιπόν γιατί ο Κύριος μας λέει, «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Και αυτό συμβαίνει με τους κάθε είδους αιρετικούς και πλανεμένους, οι οποίοι έχοντας ξεφύγει από την δογματική καθαρότητα και βιωματική πληρότητα της ορθοδοξίας μας, στερούν τον εαυτό τους αλλά και αυτούς που τους ακολουθούν, από την πνευματική θεραπεία και τη σωτηρία. Αντίθετα, οι πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως οι σήμερα εορταζόμενοι, είναι αυτοί οι οποίοι, "ἐποίησαν καὶ ἐδίδαξαν". Εποίησαν όλες τις εντολές και εδίδαξαν την ορθοδοξία και την ορθοπραξία. Γι’ αυτό και εκλήθησαν και θα κληθούν μεγάλοι «ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Αυτοί, με τη χάρη του Θεού καθάρισαν τον εαυτό τους από την αμαρτία και αγίασαν, και το δρόμο που βάδισαν οι ίδιοι τον δείχνουν και σε μας απλανώς. Αξίζουν της εμπιστοσύνης μας και μας συμφέρει να τους υπακούσουμε.
Αλλ’ είπαμε, ότι τα λόγια του σημερινού Ευαγγελίου ισχύουν και για μας. «Δεν πρέπει» μας λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «να είμαστε χρήσιμοι μόνον στους εαυτούς μας, αλλά και στους άλλους....Το να μη συμβουλεύουμε και προτρέπουμε και τους άλλους, μειώνει το μισθό από την τήρηση των εντολών».
Πως όμως να εφαρμόσουμε τα λόγια αυτά του Ευαγγελίου και των Πατέρων;
Ας τονίσουμε πρώτα, ότι μεταξύ του «ποιεῖν» και του «διδάσκειν» την προτεραιότητα έχει το «ποιεῖν». «Καλό είναι» μας λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «το να θεολογήσει κανείς για το Θεό, καλύτερο όμως το να καθαρίσει τον εαυτό του για το Θεό». Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι «τὸ διδάσκειν ἄνευ τοῦ ποιεῖν κρίνει (κατακρίνει) τὸν διδάσκοντα».
Τι να κάνουμε λοιπόν εμείς που δυστυχώς ανήκουμε στην τάξη των μη ποιούντων; Να σιωπούμε πάντοτε, και όταν ο λόγος μας είναι αναγκαίος; Και πάλι η ταπείνωση, νομίζουμε, αποτελεί τη λύση. «Εάν λαλήσεις σε κάποιον κάτι απ’ αυτά που πρέπει να πεις» μας λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «μίλησε ως μαθητής και όχι με αυθεντία και αναίδεια. Και προκαταβολικά κατάκρινε τον εαυτό σου και δείξε ότι είσαι κατώτερός του, για να δείξεις σ’ αυτούς που σε ακούν την τάξη της ταπεινώσεως και να τους παρακινήσεις στο να ακούσουν τα λόγια σου και να τα εφαρμόσουν. Εάν μπορείς, σε αυτές τις περιπτώσεις, μίλησε με δάκρυα, για να ωφελήσεις και τον εαυτό σου και αυτούς που σε ακούν, και η χάρη του Θεού θα είναι μαζί σου».
Ας μιλάμε λοιπόν όταν χρειάζεται, με μοναδικό κίνητρο την ωφέλεια του αδελφού και όχι την ικανοποίηση του εγωισμού μας. Όταν δε πρόκειται ο λόγος μας να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κύκλο ακροατών, ας μη επιχειρούμε κάτι τέτοιο χωρίς την ευλογία του επισκόπου, αλλά και σαν απλοί ακροατές ας μη μετέχουμε σ’ αυτόν, χωρίς τη συμβουλή του πνευματικού μας.

Έτσι, με φόβο Θεού ποιούντες και πολλή ταπείνωση διδάσκοντες, πορευόμενοι τον απλανή δρόμο των Πατέρων μας, ας έχουμε χρηστές ελπίδες, ότι και αν δεν φθάσουμε στο ύψος της δικής τους μεγαλοσύνης, δεν θα στερηθούμε το έλεος και τη χάρη του πανάγαθου Θεού μας, στον οποίο ταιριάζει κάθε ευχαριστία και δόξα στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.

Σάββατο, Ιουλίου 13, 2013

Κυριακή Πατέρων Δ΄ Οικουμ. Συνόδου «ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μτ ε΄19). Αρχιμανδρίτης Λουκάς Τσιούτσικας, εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά Λήτης και Ρεντίνης

Συνηθίζεται στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας, όταν γιορτάζεται η μνήμη ενός μεγάλου αγίου, να διαβάζονται τα ανάλογα αγιογραφικά αναγνώσματα. Έτσι και σήμερα, που "ἐπιτελεῖται" η μνήμη των Αγίων εξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων της εν Χαλκηδόνι Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου, της πολύ σπουδαίας αυτής Συνόδου που κήρυξε τον Χριστό τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, ακούσαμε τα λόγια του Κυρίου τα οποία το πρώτον ειπώθηκαν από αυτόν στο όρος των Μακαρισμών και απευθύνονταν προς τους τότε μαθητές του και μετέπειτα εν πολλοίς αποστόλους και ποιμένες της Εκκλησίας, έχουν άριστη εφαρμογή στην περίπτωση των σήμερα εορταζομένων Πατέρων, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουν ισχύ και για όλους τους χριστιανούς, επομένως και για μας.
Αφού ο Κύριος χαρακτήρισε τους μαθητές του «ἅλας τῆς γῆς» και «φῶς τοῦ κόσμου» και «πόλι.…ἐπάνω ὄρους κει­μέ­νη» και λυχνάρι που πρέπει να λάμπει προς δόξαν Θεού, τόνισε ότι δεν ήλθε για να καταλύσει τον νόμο αλλά για να τον συμπληρώσει, να τον ολοκληρώσει και να τον τελειοποιήσει. Και κατέληξε· Όποιος καταργήσει ακόμη και μια από τις πιο μικρές εντολές μου και διδάξει έτσι τους ανθρώπους, θα κηρυχθεί ελάχιστος στη Βασιλεία του Θεού. Όποιος όμως τις τηρήσει όλες και διδάξει και τους άλλους, αυτός θα κηρυχθεί μεγάλος στη βασιλεία των ουρανών.
Βλέπουμε λοιπόν, πόσο μεγάλη σημασία αποδίδεται από τον ίδιο τον Κύριό μας στο θέμα των εντολών, και μάλιστα όλων των εντολών. Γιατί αυτό, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει; Και τι πειράζει αν κάποιος, από το πλήθος των εντολών, παραθεωρήσει και βγάλει κάποια μικρή;
Ας δούμε όμως καλύτερα το νόημα και τη σκοπιμότητα των εντολών.
Οι εντολές του Θεού, δεν είναι μια σειρά διαταγών που τυχαία ή αυθαίρετα συνέταξε ο Κύριος. Οι εντολές προέρχονται από το τι είναι και από το πως ζει ο Θεός, και σκοπό έχουν, να οδηγήσουν και εμάς στο να ζούμε όπως ζει ο Θεός και να γίνουμε, κατά χάρη βέβαια και όχι κατά την ουσία, ότι είναι ο Θεός.
Παράδειγμα: Μας λέει ο Χριστός· «ἀγα­πᾶτε ἀλλήλους» ή «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Γιατί; Διότι ο Θεός «ἀγάπη ἐστί» και αγαπά και αυτούς που τον εχθρεύονται. Έτσι όποιος αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του, μοιάζει με το Θεό και ζει όπως ο Θεός. Το ίδιο όταν μας ζητά να ταπεινοφρονούμε, να ελεούμε ,να μακροθυ­μούμε, να συγχωρούμε κ.τ.λ.. Μας τα ζητά, διότι ο ίδιος ο Κύριος είναι εις το έπακρο ταπεινός, μακρόθυμος και πολυέλεος, ανεξίκακος, κ.τ.λ., και πρέπει και εμείς, να ομοιάσουμε κατά το δυνατόν του Θεού εργαζόμενοι τις εντολές της ταπεινοφροσύνης, της ελεημοσύνης, της μακροθυμίας, της ανεξικακίας, κ.τ.λ. και έτσι, με την κατά δύναμη ομοιότητα να είμαστε δεκτικοί στη χάρη του Θεού και να σωθούμε. Διαφορετικά όταν δεν υπάρχει αυτή η ομοιότητα, δεν μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί με το Θεό, και επομένως δεν μπορεί να σωθεί.
Γι’ αυτό, ας αγαπήσουμε τις εντολές του Χριστού. Ας μη τις έχουμε ως αγγαρεία κι’ ας μη τις θεωρούμε καταπιεστικές. Είναι φιλάνθρωποι οδοδείκτες σωτηρίας. Αν συναντάμε δυσκολίες και ζοριζόμαστε στην εφαρμογή τους, αυτό οφείλετε όχι στη βαρύτητα των εντολών –«αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν»-αλλά στη δικιά μας αρρώστια, στο ότι έχουμε συνηθίσει να ζούμε στην παρά φύση και αρρωστημένη κατάσταση της αμαρτίας.
Και κάτι ακόμη. Είπαμε ότι οι εντολές του Χριστού σχετίζονται με το Θεό και τη ζωή του Θεού. Και όπως ο Θεός είναι ένας και η ζωή του Θεού είναι μία και ενιαία, έτσι και οι εντολές του Θεού είναι ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η αποκοπή, απόρριψη και μη εφαρμογή έστω και μιας εντολής -δεν μιλάμε για την από αδυναμία ή συναρπαγή μη εφαρμογή- μας αποξενώνει από την όλη ζωή του Θεού. Δεν μπορούμε να ενωθούμε με το Θεό μας, αν έχουμε όλες τις αρετές αλλά δεν έχουμε μόνο την ταπείνωση, ή μόνο τη συγχωρητικότητα κ.ο.κ., διότι δεν υπάρχει τέτοιος Θεός που να στερείται ταπεινώσεως, ή συγχωρητικότητος κ.τ.λ..
Να λοιπόν γιατί ο Κύριος μας λέει, «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Και αυτό συμβαίνει με τους κάθε είδους αιρετικούς και πλανεμένους, οι οποίοι έχοντας ξεφύγει από την δογματική καθαρότητα και βιωματική πληρότητα της ορθοδοξίας μας, στερούν τον εαυτό τους αλλά και αυτούς που τους ακολουθούν, από την πνευματική θεραπεία και τη σωτηρία. Αντίθετα, οι πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως οι σήμερα εορταζόμενοι, είναι αυτοί οι οποίοι, "ἐποίησαν καὶ ἐδίδαξαν". Εποίησαν όλες τις εντολές και εδίδαξαν την ορθοδοξία και την ορθοπραξία. Γι’ αυτό και εκλήθησαν και θα κληθούν μεγάλοι «ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Αυτοί, με τη χάρη του Θεού καθάρισαν τον εαυτό τους από την αμαρτία και αγίασαν, και το δρόμο που βάδισαν οι ίδιοι τον δείχνουν και σε μας απλανώς. Αξίζουν της εμπιστοσύνης μας και μας συμφέρει να τους υπακούσουμε.
Αλλ’ είπαμε, ότι τα λόγια του σημερινού Ευαγγελίου ισχύουν και για μας. «Δεν πρέπει» μας λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «να είμαστε χρήσιμοι μόνον στους εαυτούς μας, αλλά και στους άλλους....Το να μη συμβουλεύουμε και προτρέπουμε και τους άλλους, μειώνει το μισθό από την τήρηση των εντολών».
Πως όμως να εφαρμόσουμε τα λόγια αυτά του Ευαγγελίου και των Πατέρων;
Ας τονίσουμε πρώτα, ότι μεταξύ του «ποιεῖν» και του «διδάσκειν» την προτεραιότητα έχει το «ποιεῖν». «Καλό είναι» μας λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «το να θεολογήσει κανείς για το Θεό, καλύτερο όμως το να καθαρίσει τον εαυτό του για το Θεό». Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι «τὸ διδάσκειν ἄνευ τοῦ ποιεῖν κρίνει (κατακρίνει) τὸν διδάσκοντα».
Τι να κάνουμε λοιπόν εμείς που δυστυχώς ανήκουμε στην τάξη των μη ποιούντων; Να σιωπούμε πάντοτε, και όταν ο λόγος μας είναι αναγκαίος; Και πάλι η ταπείνωση, νομίζουμε, αποτελεί τη λύση. «Εάν λαλήσεις σε κάποιον κάτι απ’ αυτά που πρέπει να πεις» μας λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «μίλησε ως μαθητής και όχι με αυθεντία και αναίδεια. Και προκαταβολικά κατάκρινε τον εαυτό σου και δείξε ότι είσαι κατώτερός του, για να δείξεις σ’ αυτούς που σε ακούν την τάξη της ταπεινώσεως και να τους παρακινήσεις στο να ακούσουν τα λόγια σου και να τα εφαρμόσουν. Εάν μπορείς, σε αυτές τις περιπτώσεις, μίλησε με δάκρυα, για να ωφελήσεις και τον εαυτό σου και αυτούς που σε ακούν, και η χάρη του Θεού θα είναι μαζί σου».
Ας μιλάμε λοιπόν όταν χρειάζεται, με μοναδικό κίνητρο την ωφέλεια του αδελφού και όχι την ικανοποίηση του εγωισμού μας. Όταν δε πρόκειται ο λόγος μας να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κύκλο ακροατών, ας μη επιχειρούμε κάτι τέτοιο χωρίς την ευλογία του επισκόπου, αλλά και σαν απλοί ακροατές ας μη μετέχουμε σ’ αυτόν, χωρίς τη συμβουλή του πνευματικού μας.

Έτσι, με φόβο Θεού ποιούντες και πολλή ταπείνωση διδάσκοντες, πορευόμενοι τον απλανή δρόμο των Πατέρων μας, ας έχουμε χρηστές ελπίδες, ότι και αν δεν φθάσουμε στο ύψος της δικής τους μεγαλοσύνης, δεν θα στερηθούμε το έλεος και τη χάρη του πανάγαθου Θεού μας, στον οποίο ταιριάζει κάθε ευχαριστία και δόξα στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.

Σάββατο, Ιουνίου 15, 2013

Κυριακή των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ιω 17,3). εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά

Σήμερα, πρώτη Κυριακή μετά την Ανάληψη του Κυρίου μας και η Εκκλησία εορτάζει τους αγίους Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Τους θεοφόρους Πατέρες οι οποίοι κατά το έτος 325 μ.Χ συνήλθαν, μετά από διάταγμα του Μ. Κωνσταντίνου στην πόλη Νίκαια της Βιθυνίας και ως μυστικές του Αγίου Πνεύματος σάλπιγγες μελώδησαν «μέλος εναρμόνιον θεολογίας». Ως Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φύλακες κατεδίκασαν τη δυσεβή διδασκαλία του Αρείου ο οποίος έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αλλά κτίσμα και αντίθετα, «εὐσεβοφρόνως» «Πατρός, καί Υο, καί Πνεύματος γίου, μίαν οσίαν δογμάτισ(αν) καί φύσιν». Διεκήρυξαν ότι ο Χριστός είναι της ίδιας ουσίας με τον Θεό Πατέρα, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, δηλαδή Θεός αληθινός, γι' αυτό και αληθινός Σωτήρας· τον δε Άρειο ως αμετανόητο και επικίνδυνο της «κκλη­σίας συνοδικς τοῦτον ξωστρά­κισαν». Έτσι απεδείχθησαν αληθινοί και καλοί ποιμένες.
Βεβαίως, πρωτίστως και κυρίως, «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς» είναι ο ίδιος ο Κύριος. Είναι όμως και εκείνοι οι οποίοι καλώς και αξίως ευρίσκονται εις τόπον και τύπον Χριστού. Όσοι δεν κατέχουν απλώς τη θέση του Χριστού, αλλά και ζουν και εργάζονται όπως εκείνος. Όπως ο Χριστός, έτσι και αυτοί δεν εκμεταλλεύονται και δεν θυσιάζουν τα πρόβατα για το συμφέρον τους, αλλά θυσιάζονται αυτοί για τη σωτηρία των προβάτων.
Όπως από την πόρτα της μάνδρας μπαίνουν τα πρόβατα και σ’ αυτή βρίσκουν ανάπαυση και ασφάλεια, και βγαίνουν και βρίσκουν τροφή, έτσι και ο Χριστός αλλά και οι ποιμένες οι καλοί, παρέχουν στα πρόβατα τα λογικά, τροφή και ανάπαυση και ασφάλεια πνευματική.
Ο Χριστός γνωρίζει τα δικά του λογικά πρόβατα αλλά και αναγνωρίζεται απ’ αυτά. Έτσι και οι καλοί ποιμένες αναγνωρίζουν το ορθόδοξο ποίμνιο αλλά και αναγνωρίζονται από αυτό.
Γενικώς ο Κύριος ήλθε, «ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν». Και αυτό ακριβώς τη ζωή και το περισσόν της ζωής πρέπει να δίνουν οι καλοί ποιμένες, αλλά και εμείς αυτό ακριβώς να ζητάμε απ αυτούς.
Τι είναι όμως η ζωή και το περισσόν της ζωής;
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση δική του, έτσι ώστε η ζωή του να μοιάζει με τη ζωή του Θεού. Τον έπλασε με ψυχή και σώμα και κοντά σε αυτά του έδωσε τη χάρη του, τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Αυτή η χάρη του Αγίου Πνεύματος κρατά τον άνθρωπο στην κανονική του κατάσταση και τη φυσιολογική ζωή, της ψυχής αλλά και του σώματος.
Όταν ο άνθρωπος με την αμαρτία διακόπτει τη σχέση και κοινωνία του με το Θεό, χάνει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και έτσι γίνεται πνευματικά νεκρός.
Με την αμαρτία η ψυχή και το σώμα αρρωσταίνουν με διάφορες αρρώστιες. Η προσωπική και η κοινωνική ζωή γίνεται κόλαση, τελικά δε επέρχεται και ο σωματικός θάνατος.
Η ζωή λοιπόν του ανθρώπου είναι στενά, άρρηκτα δεμένη με την υπακοή στο θέλημα του Θεού, είναι η ζωή της αρετής, και η στέρηση της ζωής, ο θάνατος, είναι η παρακοή στο θείο θέλημα, η ζωή της αμαρτίας.
Εκτός όμως από την καθ’ όλα επαινετή ζωή της αρετής, που είναι ανθρώπινη προσπάθεια και ενέργεια, και πέρα απ’ αυτή, υπάρχει το περισσόν ζωής, που είναι κάτι το πολύ ανώτερο
Είναι αυτό που κάνει την Ορθοδοξία να διαφέρει από τις άλλες ομολογίες, τον αληθινό χριστιανισμό από τις άλλες θρησκείες και τα διάφορα ηθικοφιλοσοφικά συστήματα, τον άγιο από τους απλώς καλούς ανθρώπους. Είναι, κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας η τελειωτάτη του πνεύματος μέθεξις.
Στην κατάσταση αυτή ο Θεός ενεργεί πάνω στον άνθρωπο και ο άνθρωπος δέχεται λόγω της καθαρότητάς του την ενέργεια του Θεού. Έτσι δεν ενεργεί αλλά πάσχει τα θεία. Όχι με ανθρώπινες, με φυσικές δυνάμεις, αλλά με το Άγιο Πνεύμα βλέπει, ακούει, ζει, εκείνα που «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
Το βάθος και το ύψος και το πλάτος τέτοιων βιωμάτων δεν μπορούμε να καταλάβουμε εμείς που δεν έχουμε προσωπική πείρα τέτοιων καταστάσεων. Όμως μια κάποια ιδέα μπορούμε να πάρουμε από αυτά που αναφέρονται στους βίους των Αγίων, όπως του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, και συγκεκριμένα κατά τη συνάντηση που είχε με κάποιον λαϊκό, τον Μοτοβίλωφ.
Ενώ συζητούσαν, με προσευχή του Αγίου γέμισαν Πνεύμα Άγιο. Το πρόσωπό τους έγινε πιο φωτεινό και από τον ήλιο. Η ψυχή τους γέμισε με ανέκφραστη ειρήνη, την ειρήνη του Κυρίου την «ὑπερέχουσα πάντα νοῦν». Μια ανέκφραστη γλυκύτητα ξεχείλιζε από τις καρδιές τους και γέμισε η ψυχή τους απερίγραπτη χαρά. Ενώ βρίσκονταν χειμώνα καιρό μέσα στο δάσος και χιόνιζε, αισθανόταν εξαιρετική θερμότητα και ευωδία άρρητη, την ευωδία του Αγίου Πνεύματος.
Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις βλέπουμε οι Άγιοι να επιτελούν υπερφυσικά και θαυμαστά έργα, να διώχνουν δαιμόνια, να θεραπεύουν ανίατες ασθένειες, να γνωρίζουν τα κρυπτά των καρδιών ή τα μέλλοντα να συμβούν.
Όλα αυτά δεν γίνονται με φυσικές δυνάμεις, αλλά τα ενεργεί ο Θεός διά των Αγίων. Αυτά είναι συμμετοχή στη ζωή του Θεού και μ’ αυτή τη συμμετοχή γίνεται ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν, και γι’ αυτή τη συμμετοχή μας δημιούργησε ο Θεός. Διά τούτο μας έπλασε ο Θεός τονίζει ο Άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, για να γίνουμε κοινωνοί θείας φύσεως και να φανούμε όμοιοι μ’ αυτόν με την θέωση που κάνει η χάρη του Θεού.
Ο πόθος για τη ζωή και το περισσόν της ζωής, ο πόθος για τη θέωση, είναι έμφυτος στον άνθρωπο και ιδιαίτερα τον νέο.
Όμως υπάρχει φόβος, ο πόθος αυτός, ή να αγνοηθεί, να παραμείνει ακαλλιέργητος και να μαραθεί τελείως, ή να προσπαθήσει ο άνθρωπος να γίνει θεός χωρίς το Θεό και να καταλήξει στο δαιμονισμό.
Ιδιαίτερα η σημερινή, η δική μας εποχή, παρίσταται μάρτυς αυτής της πλάνης, της παραπλανήσεως του ανθρώπου, της απομακρύνσεώς του από το Θεό και της ταλαιπωρίας ή μάλλον της τραγωδίας του. Χαρακτηριστική η περίπτωση των νέων εκείνων οι οποίοι μπρος στις αντιξοότητες της ζωής ή μη βρίσκοντας ανάπαυση αλλά έλλειψη στοργής από το περιβάλλον τους, καταφεύγουν στους τεχνητούς παραδείσους των ναρκωτικών, στο βάθος των οποίων ελλοχεύει ο θάνατος· ο θάνατος της ψυχής και του σώματος. Και είναι κρίμα· χίλιες φορές κρίμα, διότι δίπλα ακριβώς, σε απόσταση αναπνοής από την πορεία αυτή του θανάτου υπάρχει ο δρόμος της ζωής. Υπάρχει αυτός που είπε αλλά και είναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».
Μόνο διά του Χριστού και μέσα στο Χριστό, μέσα στο Σώμα του που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, δια των αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών υπάρχει η δυνατότητα ο θεόπλαστος άνθρωπος να ικανοποιήσει πραγματικά τον βαθύ πόθο του, να αποκτήσει και να έχει ζωή και περισσόν ζωής.
Όμως αυτά είναι λόγια τα οποία δεν μπορούν να συγκινήσουν και να πείσουν όταν δεν μεταφράζονται σε πραγματικότητα ζωής.
Και εδώ αναδεικνύεται η δική μας ευθύνη· η ευθύνη ημών των ανθρώπων της Εκκλησίας των οποίων η ζωή δε μυρίζει άγιο Πνεύμα, στα πρόσωπα των οποίων δεν μπορούν να δουν οι άλλοι να επαληθεύονται οι λόγοι του Χριστού για ζωή και περισσὸν ζωής. Με αυτή την έννοια όλοι είμαστε υπεύθυνοι για όλους, όλοι είμαστε υπεύ­θυνοι για το κακό που υπάρχει γύρω μας.

Όμως εμείς θα θέλαμε να παρακα­λέσουμε όλους τους καλοπροαιρέτους να μη προσέχουν εμάς αλλά τους πραγματικούς χριστιανούς, τους αγίους, στα πρόσωπα και τη ζωή των οποίων μπορεί να δει κανείς τι μπορεί να γίνει ο άνθρωπος εν Χριστώ Ιησού δια του Αγίου Πνεύματος. Αυτό να ποθήσει και αυτό να επιδιώξει, προς δόξαν του ζώντος και ζωοδότου Θεού και ευφροσύνη αιώνιο δική του. Αμήν.

Σάββατο, Ιουνίου 08, 2013

Κυριακή του Τυφλού «νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ιω 9,41). Αρχιμανδρίτου π. Λουκά Τσιούτσικα της Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης.



tou_tyflouΜε το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης μας μίλησε για το θαύμα της θεραπείας ενός εκ γενετής τυφλού, του τυφλού της Ιερουσαλήμ.  Πως δηλαδή ο Κύριος έκανε με το πτύσμα του πηλό και με αυτόν επέχρισε τα μάτια του, κατόπιν του είπε να πάει στην κολυμβήθρα, τη δεξαμενή του Σιλωάμ, να νιφτεί και ότι με το νίψιμο έγινε εντελώς καλά.
Κατ’ αρχάς ας τονίσουμε το μέγεθος, το μοναδικό του θαύματος. Καθώς σχολίασε ο θεραπευμένος τυφλός, από τότε που έγινε ο κόσμος ποτέ άλλη φορά δεν ακούστηκε να ανοίξει κάποιος τα μάτια ενός από τη γέννησή του τυφλού. Οι βολβοί των ματιών μερικώς ή ολικώς έλλειπαν. Και ο Κύριος με τον πηλό δημιούργησε στις κόγχες ότι έλλειπε, πράγμα που, καθώς λέγουν οι άγιοι Πατέρες, διδάσκει ότι αυτός ο Χριστός είναι που κατ’ αρχάς έπλασε από χώμα το σώμα του Αδάμ. Αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού είναι ο δημιουργός του κόσμου.
Στη συνέχεια, παρακάτω, μας διηγήθηκε ο ιερός Ευαγγελιστής το πώς είδαν το θαύμα αυτό οι διάφοροι, και τι στάση πήραν απέναντι σε αυτόν που έκανε το θαύμα, δηλαδή απέναντι στο Χριστό· ιδιαίτερα δε, τι αποτέλεσμα είχε το θαύμα στην ψυχή του πρώην τυφλού και στις ψυχές των Φαρισαίων. Και ο τυφλός μεν πίστεψε ότι ο Χριστός είναι ο υιός του Θεού, δηλαδή ο Μεσσίας Χριστός και τον προσκύνησε, οι Φαρισαίοι δε είπαν ότι ήταν αμαρτωλός και τον απέρριψαν. Ο Κύριος σχολιάζοντας αυτή τη στάση των Φαρισαίων και του τυφλού είπε· «Εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον͵ ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσιν καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται». Δηλαδή οι Φαρισαίοι επειδή απλώς ασχολούνταν με τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης είχαν την εντύπωση ότι έβλεπαν, ότι αυτοί ήξεραν, δηλαδή είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, είχαν υπερηφάνεια και γι’ αυτό τελικά δεν είδαν και δεν αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία, τον σωτήρα Χριστό, ενώ ο πρώην τυφλός που ήταν ταπεινός, δεν είχε ιδέα για τον εαυτό του, όχι μόνο μπόρεσε να θεραπευθεί σωματικώς αλλά αξιώθηκε να θεραπευθεί και πνευματικώς, καθόσον αναγνώρισε στο πρόσωπο του Ιησού τον σωτήρα και Λυτρωτή και έτσι τον προσκύνησε. Και παρακάτω ο Κύριος είπε, απευθυνόμενος προς τους Φαρισαίους, «Εἰ τυφλοὶ ἦτε͵ οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν», αν ήσασταν τυφλοί, εάν από άγνοια δε με δεχόσασταν, η αμαρτία σας θα ήταν συγγνωστή. Εάν θεωρούσατε τους εαυτούς σας τυφλούς θα προστρέχατε και σεις στον ιατρό και δεν θα είχατε αμαρτία, διότι ήλθα να άρω, να θεραπεύσω την αμαρτία. «Νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ ἁμαρτία ὑμῶν μένει». Τώρα όμως λέτε ότι βλέπετε, γι’ αυτό δεν ζητάτε τον γιατρό και η αμαρτία σας, η τύφλωσή σας παραμένει».
Αλλά αυτό που συνέβαινε τότε εξακολουθεί και μέχρι σήμερα να συμβαίνει. Υπάρχουν πολλοί που κάνουν τον έξυπνο, που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, που νομίζουν ότι δεν υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που μπορεί να πιάσει το μυαλό τους, δεν δέχονται, δεν αναγνωρίζουν τον Χριστό ως Θεό και έτσι μένουν μακριά από αυτόν, μακριά από την Εκκλησία και την σωτηρία που δίνει ο Χριστός και έτσι παραμένουν στην αμαρτωλή τους κατάσταση.
Αλλά ας μην πάμε πολύ μακριά. Μήπως λίγο-πολύ τα ίδια ισχύουν και για μας;
Βέβαια, αν μας ρωτήσει κάποιος αν πιστεύουμε στο Χριστό, θα του πούμε, ίσως με κάποια έμφαση, ότι βεβαίως και πιστεύουμε, ότι είμαστε άνθρωποι της Εκκλησίας, των προσκυνημάτων, των μοναστηριών.
Ναι, εξωτερικά, τυπικά έτσι είναι. Τι δείχνει όμως η πνευματική μας κατάσταση; Έχει θεραπευτεί και ζωοποιηθεί η ψυχή μας; Έχουμε μέσα μας τη χάρη του Θεού όπως λένε οι πατέρες μας αισθητώς; Ενεργεί δηλαδή μέσα μας φανερά ο Θεός, πάσχουμε, όπως λέγεται, τα θεία, ή απλώς, έτσι ανθρώπινα, προσπαθούμε να κάνουμε κάτι από αυτά που θέλει ο Θεός; Έχουμε π.χ. την αδιάλειπτη, την αυτενεργούσα προσευχή, προσεύχεται μέσα μας το άγιο Πνεύμα ή απλώς εμείς προσπαθούμε να προσευχηθούμε;
Εάν ναι, έχει καλώς. Εάν όμως όχι, εάν δηλαδή δεν φτάσαμε να γευτούμε την κατάσταση που οι πατέρες μας ονομάζουν φωτισμό και απλώς προσπαθούμε να κάνουμε κάποια καθήκοντα, μήπως αυτό δείχνει ότι και εμείς είμαστε αθεράπευτοι; Μήπως ενώ είμαστε ακόμη τυφλοί λέμε και εμείς, όπως οι Φαρισαίοι, ότι βλέπουμε, ότι ξέρουμε και τα παρόμοια, δηλαδή έχουμε υπερηφάνεια και γι' αυτό δεν μας πιάνει η χάρη του Θεού και μένουμε ακάθαρτοι και αφώτιστοι;
Ας αγαπήσουμε όμως την ταπείνωση. Ας ζητάμε από τον Θεό μας ταπείνωση. Ας καλλιεργούμε ταπεινούς λογισμούς και προπαντός ας ετοιμάζουμε τον εαυτό μας να δέχεται με υπομονή τους πειρασμούς που μας ταπεινώνουν, που εξαλείφουν την καλή ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας. Ας ζητούμε και εμείς, όπως ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, «φώτισόν μου το σκότος», για να ανοίξει ο Χριστός, το Φως το Αληθινό, και τα δικά μας πνευματικά μάτια, και έτσι φωτιζόμενοι να το βλέπουμε, και βλέποντάς το να τον δοξάζουμε, στον παρόντα και προπαντός στον μέλλοντα αιώνα. Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...