Η πορεία του Χριστού προς το πάθος είναι μια πορεία προς τη δόξα. Μια δόξα όμως, πολύ διαφορετική από εκείνη που εμείς αντιλαμβανόμαστε. Η <δόξα> του Χριστού είναι η θεότητα του, έχει να κάνει δηλαδή με την άκτιστη ενέργεια του Θεού. Και δεν έχει κάνει με ό,τι εμείς θεωρούμε δόξα.
Η δόξα που επιθυμούμε είναι ο έπαινος. Ζητούμε να μας δακτυλοδείχνουν στην οποιαδήποτε επιτυχία, η ανάδειξη μας σε κάποιο αξίωμα και εμείς να ναρκισσευόμαστε στην τιμή. Κι αυτό δεν είναι υπερβολή είναι καθημερινή διαπίστωση.
Ανεβαίνει ο Χριστός στα Ιεροσόλυμα και έχει κάνει σχετική προειδοποίηση για το επικείμενο πάθος του. Φαίνεται όμως, τα παιδιά του Ζεβεδαίου δηλαδή ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν το βάθος των λεγομένων του και νομίζουν πως είναι μια προσχηματική κατάσταση. Αυτοί πολύ ανθρώπινα καταλαβαίνουν για μεγαλεία. Θεωρούν πως έφτασε η στιγμή της τελικής μάχης για κατάληψη εξουσίας και κάνουν μια προσπάθεια να πείσουν τον Χριστό. Τους φάνηκε εύκολο μια και θεωρούν τους εαυτούς τους ότι έχουν την εύνοια του Χριστού.
Η προσπάθεια, που καταβάλλουν οι δύο μαθητές, για να καθίσουν στα δεξιά και αριστερά του Χριστού, παρερμηνεύοντας την έννοια της δόξας, που είχε ήδη μιλήσει, δείχνει καθαρά τα μέτρα και τα κριτήρια με τα οποία προσεγγίζουν το έργο και την αποστολή του Χριστού. Και σε τελευταία ανάλυση δείχνει και όλων των κατοπινών μας την προσέγγιση, η οποία πολλές φορές είναι επιδερμική και συμφεροντολογική. Αυτή η ψεύτικη και επίπλαστη σχέση που αποκτούμε μαζί του, προέρχεται από την λαθεμένη ερμηνεία του Προσώπου του Ιησού Χριστού.
Το <ουκ οίδατε τι αιτείσθε> είναι αυτό το φανέρωμα των λανθασμένων επιλογών και των κριτηρίων με τα οποία προσεγγίζεται η <δόξα> του Χριστού και κατ’ επέκταση η Βασιλεία του Θεού, της οποίας οι διαστάσεις δεν μετριούνται με τη συμβατικότητα των εφήμερων μέτρων, που εμείς επιδιώκουμε μαζί και με τους επαίνους που θέλουμε να απολαύσουμε.
Ο εωσφορικός πειρασμός της επίγειας καταξιώσεώς μας, φωλιάζει όχι μονάχα στους επονομαζόμενους ηγέτες. Βρίσκεται στην καρδιά όλων μας, μια και μέσα απ’ αυτήν οδηγούμαστε στην αυτοϊκανοποίηση και όχι στην ταπεινή και γόνιμη εκπλήρωση της αποστολής μας, που είναι η προσφορά της υπάρξεως μας στην διακονία των άλλων που είναι σε τελευταία ανάλυση αδελφοί μας, μέλη του Σώματος του Χριστού.
Η δόξα του Χριστού είναι ο Σταυρός. Είναι η εκούσια άρση της αμαρτίας του κόσμου και προσήλωση της στο ξύλο της θυσίας, που όμως σαν άμεση συνέπεια της έχει τη δωρεά της ζωής στον κόσμο και τον άνθρωπο.
Η φιλοδοξία του ανθρώπου και μάλιστα του Χριστιανού είναι αξιέπαινη, όταν μάλιστα συμπίπτει και με την επιθυμία να γίνει μιμητής του Χριστού μέσα από τη γνήσια εκπροσώπηση της ζωής του σ’ ένα κόσμο με τραγικά αδιέξοδα και συμβιβαστικές υποχρεώσεις. Η μαρτυρία του χριστιανού κατά συνέπεια είναι περισσότερο αναγκαία σήμερα μέσα στον κόσμο του ωχαδελφισμού και της κενότητος. Ο πιστός άνθρωπος φέρνει πάντοτε μαζί του μια γλυκύτητα που φέρνει οπωσδήποτε τη διαφορετικότητα που κάνει να ξεχωρίζει ο <καινός> κατά Χριστόν άνθρωπος, από τον <κενόν> κοσμικοποιημένο που περιπλανάται στα εφήμερα και ευτελή.
Αδελφοί, βαδίζουμε για το Πάσχα. Το Πάσχα είναι μια διάβαση και ανάβαση, ή καλύτερα συνανάβαση, και συνδιάβαση με τον Χριστό. Ο Χριστός έχει πετάξει κάθε προσποιητή δόξα και ανεβαίνει στην άνω Ιερουσαλήμ, όχι για θρόνους και πανηγύρια, αλλά για το <εκούσιον πάθος>.
Αν μπορέσουμε έστω και για λίγο να ξεχάσουμε τους τιμητικούς τίτλους μας, τότε μπορούμε να γευθούμε την ομορφιά της άνω Ιερουσαλήμ. Τότε πιστεύω, ότι η στάση ζωής μας δεν θα είναι ένα διάλειμμα, αλλά μια μόνιμη συμπαραμονή και συμπόρευση στην μοναδική, την ουράνια πατρίδα μας.