Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Τριμυθούντος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Τριμυθούντος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Φεβρουαρίου 13, 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (Β’ Κορ. 6, 16 - 7, 1)



Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα κάνει λόγο γιὰ τὸν ἀληθινὸ Χριστιανό, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ εὐσεβὴς ἄνθρωπος ἢ αὐτὸς ποὺ προσπαθεῖ νὰ εἶναι καλὸς καὶ ἠθικὸς χαρακτῆρας, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται στὴν τήρηση τοῦ θείου θελήματος καὶ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη. Τοιουτοτρόπως, ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἀποτελεῖ «ναό», δηλαδὴ κατοικητήριο, τοῦ «ζῶντος Θεοῦ».



Ὁ ἄνθρωπος γίνεται πραγματικὸς Χριστιανός, ἔμψυχος ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν γεννηθεῖ καὶ ζήσει μέσα στὴν Ἐκκλησία. Πῶς, ὅμως, γίνεται αὐτό; Διὰ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ προσωπικοῦ του ἀγώνα. Ἡ ἀπαρχὴ γίνεται μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ μία νέα ἐν Χριστῷ γέννηση. Τὴ γέννηση ἀκολουθεῖ ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πνευματικὴ αὔξηση, ὁ ἀγώνας τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ προσπάθεια κάθαρσης ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἡ μετοχὴ στὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου.

Γιὰ νὰ ἐνοικήσει λοιπὸν ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο πρέπει ὁ ἄνθρωπος, κατὰ πῶς μᾶς διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νὰ καθαρίσει, διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς τήρησης τοῦ θείου θελήματος, τὸν ἑαυτό του «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος», ἀπὸ τὰ ποικίλα δηλαδὴ πάθη, τὴν πάσης φύσεως ἀδικία, τὴν ἐκμετάλλευση, τὸν δόλο, τὴ μνησικακία, τὴν πλεονεξία, τὴν κενοδοξία, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία. Ταυτόχρονα, πρέπει νὰ στραφεῖ ἀγαπητικὰ καὶ φιλάνθρωπα πρὸς τὸν συνάνθρωπό του, νὰ τὸν ἐλεήσει, νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ νὰ τὸν ἀναπαύσει στὶς ἀνάγκες του. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος, ἐπιτελεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁγιωσύνη, δηλαδὴ φτάνει στὴν πνευματικὴ καθαρότητα. Αὐτὴ ἡ καθαρότητα ἐπιτρέπει στὸν Θεὸ νὰ κατοικήσει μέσα μας˙ ἡ ἐν ἡμῖν κατοίκηση τοῦ Θεοῦ σημαίνει τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό, καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὅλο τριαδικὸ Θεό.

Τοιουτοτρόπως, ζῶντας ὁ ἄνθρωπος τὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη, γίνεται ἀληθινὸς Χριστιανός, ἔμψυχος ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἀληθινὸς Χριστιανὸς πλέον ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστό, προκόπτει καὶ σὲ θεάρεστα ἔργα καὶ ὠφελεῖ καὶ τοὺς συνανθρώπους του.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ὀπτικὴ τῶν πραγμάτων. Ὁ ἀναγεννημένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, αὐτός, ὁ ὁποῖος βιώνει συνειδητὰ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς ποὺ γαλουχεῖται μέσα στὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ ζωὴ μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὸν ἀγῶνα κάθαρσης ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες, αὐτὸς ποὺ ἀποτελεῖ θεῖο κατοικητήριο, εἶναι ἀγαθός, μακρόθυμος, δίκαιος, εἰρηνικός, πρᾶος, φιλάδελφος, φιλάνθρωπος. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀληθινὸς Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς γύρω του καὶ ὄαση πραγματικῆς φιλαδελφείας. Οἱ πράξεις του εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁγιότητάς του καὶ ὅλες τείνουν στὴν ὑπηρεσία τοῦ συνανθρώπου του. Τέτοιοι ἁγιασμένοι ἄνθρωποι ἀποτελοῦν τὴ μαγιὰ γιὰ τὴν ἀλλαγὴ πρὸς τὸ καλύτερο τοῦ κόσμου. Διότι τὸν κόσμο τὸν ἀλλάζει ἡ ἁγιότητα, ὄχι τὰ ποικιλώνυμα πολιτικὰ ἢ ἄλλως πῶς συστήματα. 

Σάββατο, Ιουλίου 11, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μθ. 9, 1-8)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μθ. 9, 1-8)
Τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, τὰ ὁποῖα διαβάζονται στὴν Ἐκκλησία, εἶναι θεοφιλῆ καὶ σωτήρια καὶ συντείνουν στὴν ψυχικὴ ὠφέλεια καὶ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἔτσι, σήμερα στὸ ἀντίστοιχο ἀνάγνωσμα βλέπουμε τὴν ἰσχυρὴ πίστη τοῦ παραλύτου καὶ ταυτόχρονα μαθαίνουμε πόσο κακὸ προξενεὶ ἡ ἁμαρτία μὲ τὸ νὰ λυμαίνεται τὴν ψυχὴ καὶ νὰ καθίσταται πολλὲς φορὲς αἰτία σωματικῶν ἀσθενειῶν.
Φτάνοντας ὁ Χριστὸς στὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα, τὴν Καπερναούμ, καὶ ἐνῶ βρισκόταν διδάσκοντας σὲ κάποια οἰκία, ἔφεραν μπροστά του, «ἐπὶ κλίνης», ἕνα παράλυτο. Ἡ πίστη τόσο τοῦ παραλύτου, ὅσο καὶ αὐτῶν ποὺ τὸν κουβαλοῦσαν ἦταν πολὺ μεγάλη, πρᾶγμα ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτοὶ ἔσπευσαν πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ δὲν τοῦ ζήτησαν νὰ πάει ὁ ἴδιος πρὸς τὸν ἀσθενῆ. Ἐκτὸς αὐτοῦ ταπεινώθηκαν καὶ ἀψήφησαν τὰ ἀρνητικὰ ἢ καὶ εἰρωνικὰ σχόλια ποὺ δίχως ἄλλο ὁ κόσμος θὰ ἔκανε βλέποντας ἕνα ταλαίπωρο παράλυτο νὰ μεταφέρεται «διὰ μέσης τῆς ἀγορᾶς», δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς πόλης, πάνω σὲ ἕνα κρεβάτι.
Ἐδῶ πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι ὁ παράλυτος δὲν μεταφέρθηκε στὸν Χριστὸ ἐπειδὴ ἤθελαν κάποιοι ἄλλοι οὔτε ἔτυχε θεραπείας ἐπειδὴ ἁπλῶς καὶ μόνο πίστεψαν στὸν Χριστὸ αὐτοὶ ποὺ τὸν μετέφεραν. Ὁ ἴδιος ὁ παράλυτος, ἔχοντας ἰσχυρὴ πίστη, εἶναι ποὺ ζήτησε νὰ τὸν πᾶνε στὸν Χριστό. Βέβαια σὲ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Κύριος θεραπεύει κάποιους γιὰ τὴν πίστη ποὺ ἐπιδεικνύουν τρίτα πρόσωπα, ὅπως ἐπὶ τῆς Χαναναίας καὶ τοῦ ἑκατοντάρχου. Ἐπίστευσε ἡ Χαναναία καὶ θεραπεύτηκε ἡ θυγατέρα της, ἐπίστευσε ὁ ἑκατόνταρχος καὶ ἀναστήθηκε ὁ υἱός του. Ἀλλὰ ἡ θυγατέρα τῆς Χαναναίας ἦταν δαιμονισμένη καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἑκατοντάρχου μικρὸ παιδί, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος δέχεται τὴν πίστη τῶν γονέων τους. Ὁ παράλυτος ὅμως δὲν ἦταν παιδὶ οὔτε δαιμονισμένος, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἤθελε καὶ ζητοῦσε τὴ δική του πίστη, μία πίστη ἡ ὁποία γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ ἰατρό, τὸν Σωτῆρα Χριστό, καὶ τοῦ προσφέρει τὴ θεραπεία.
Ὄντως, ὁ παράλυτος εἶχε ἰσχυρὴ πίστη καὶ τὴν ἐπέδειξε ὄχι μόνο μὲ τὸ νὰ ἀνεχθεῖ τὴν ταπείνωση ποὺ συνεπαγόταν ἡ μεταφορά του ἀνάμεσα στὰ πλήθη ποὺ θὰ τὸν ἐλεεινολογοῦσαν, ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι ἀγόγγυστα δέχεται τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Τέκνον˙ ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Τοῦτος ὁ λόγος, ὁ καυστικὸς ἐκ πρώτης ὄψεως, μοιάζει νὰ μὴν ἀφορᾶ στὴν παραλυσία του, καὶ ἁπλῶς νὰ ἀναφέρεται στὴν ψυχική του κατάσταση. Ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ ὅμως ἀφορᾶ στὸν ὅλο ἄνθρωπο, ψυχή τε καὶ σώματι, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς πρῶτα λέει στὸν ἀσθενῆ: «Τέκνον˙ ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» καὶ ἔπειτα θεραπεύει τὸ σῶμα του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διδάσκει ὅτι πολλὰ νοσήματα καὶ ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀπότοκα τῶν ἁμαρτιῶν τους. Θεραπεύοντας ἑπομένως ὁ Χριστὸς τὸ αἴτιο, δηλ. τὴν ἁμαρτία, ἐξαλείφει καὶ τὰ ἀποτελέσματα, δηλαδὴ τὴν ἀσθένεια.
Ὁ Χριστὸς προσφωνεῖ τὸν παράλυτο, ὡς «τέκνον», διότι ὅπου ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἐκεῖ ἀκολουθεῖ καὶ ἡ υἱοθεσία ἀπὸ τὸν Θεό. Κατ’ ἀναλογία καὶ ἐμεὶς οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦμε νὰ ἐπικαλούμαστε τὸν Θεό, λέγοντας τό «Πάτερ ἡμῶν», δὲν μποροῦμε δηλαδὴ νὰ τὸν προσφωνήσουμε ὡς Πατέρα, προτοῦ καθαρθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας διὰ τῆς μετανοίας καὶ προτοῦ ἀποβάλουμε τὸ φορτίο ποὺ βαραίνει τὴν ψυχή μας. Εἴμαστε βέβαια ἄνθρωποι, «σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦντες», καὶ συνεπῶς εἶναι πιθανὸν νὰ πέφτουμε ξανὰ καὶ ξανὰ στὴν ἁμαρτία. Ἔχουμε ὅμως, ὡς πιστοὶ Χριστιανοὶ ποὺ εἴμαστε, τὴ δυνατότητα νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ λάβουμε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων μας.
Ἐμεῖς ἑπομένως, ποὺ ἐνδεχομένως ἔχουμε βάρος στὴν ψυχή μας, αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν πνευματικὴ παραλυσία, μποροῦμε ἐφόσον προαιρούμεθα καὶ ἐφόσον τὸ ἐπιζητοῦμε, νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐξομολογηθοῦμε εἰλικρινά, νὰ θεραπευθοῦμε καὶ νὰ ἀνορθωθοῦμε. Ὁ Χριστὸς βρίσκεται πάντοτε στὴν Καπερναούμ, στὸν τόπο τῆς παρακλήσεως καὶ τῆς παρηγορίας, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία του. Ἐδῶ προσφέρεται ἡ θεραπεία στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἐμεῖς ἔχουμε ὄντως ἀνάγκη τὴ γλυκεία καὶ παρήγορο φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Τέκνον˙ ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Τότε θὰ γίνουμε υἱοὶ Θεοῦ κατὰ χάριν, θὰ λάβουμε τὴν ἴαση τῶν ἀσθενειῶν μας καὶ θὰ πορευθοῦμε ὑγιεῖς πρὸς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἐργασία τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς.

Σάββατο, Ιουνίου 20, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μθ. 6, 22-33)

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μθ. 6, 22-33)
Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ὁ παρὼν κόσμος, ὅσο ὄμορφος καὶ γλυκὺς νὰ εἶναι -ἐξοῦ καὶ τὸ ὄνομά του: κόσμος, ποὺ πάει νὰ πεῖ ὀμορφιὰ καὶ κάλλος- τὴν ἴδια στιγμὴ παρουσιάζεται ὡς ἀπατηλὸς καὶ πλάνος. Καὶ τοῦτο διότι οἱ ἄνθρωποι βαλτώνουν στὶς καθημερινὲς μέριμνες, προσκολλῶνται στὴ γῆ καὶ λησμονοῦν τὸν πραγματικὸ προορισμό τους, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ πράγματι, ἄλλο ἡ μόνιμη κατοικία κάποιου καὶ ἄλλο ἡ προσωρινή. Μόνιμη εἶναι ἡ κατάσταση στὴν ὁποία θὰ βρεθοῦμε μετὰ τὴν ἐκδημία μας, καὶ προσωρινὴ ἡ παροῦσα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς προτρέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ζητοῦν πρῶτα ἀπὸ ὅλα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θέτουν σὲ δεύτερη μοῖρα τὰ ἁπλὰ καὶ καθημερινά, ὅπως τὴν τροφὴ καὶ τὴν ἐνδυμασία. Θέτοντας αὐτὴ τὴν προτεραιότητα ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἀπάτη τοῦ κόσμου καὶ στρέφεται μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πρόνοια τοῦ ὁποίου ἀγκαλιάζουν καὶ συντηροῦν ὅλη τὴν κτίση.
Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναλύεται στὶς οὕτως ἢ ἄλλως ἀπαραίτητες μέριμνες καὶ φροντίδες σὲ σχέση μὲ τὴν ἐπίγεια ἐπιβίωσή του, λησμονῶντας τὴν ὕπαρξη τοῦ δωρεοδότη Θεοῦ, τοῦ χορηγοῦ τῆς ζωῆς, τότε καταντᾶ ἕνας ἰδιότυπος σκλάβος τῶν ὑλικῶν πραγμάτων. Τότε ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν θεωρεῖται ὡς παροικία, ἀλλὰ ὡς κατοικία, δηλαδὴ ὡς κάτι τὸ μόνιμο. Οἱ φροντίδες τῶν ἀνθρώπων πλέον γι’ αὐτὴ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ λησμονεῖται ἡ ἄνω καὶ πραγματικὴ πατρίδα. Ἔτσι προκύπτει καὶ τὸ παράδοξο, κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι, καὶ δὴ οἱ Χριστιανοί, ἐνῶ γνωρίζουν τὴν ἄνω πόλη, σύμφωνα καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δηλαδὴ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅμως, ὅλος ὁ ἀγώνας τους καὶ ἡ καθημερινὴ φροντίδα καὶ μέριμνα γιὰ ἀπόκτηση πλούτου καὶ μεγαλείου, κτημάτων, περιουσίας καὶ πολυτελῶν κατοικιῶν, δείχνει ὅτι τὴν ἔχουν λησμονήσει ἐντελῶς.
Τὸ νὰ περιορίσει κανεὶς τὶς φροντίδες καὶ τὶς μέριμνές του στὰ ἀπαραίτητα μιᾶς σαφῶς ἀξιοπρεποῦς ἐπίγειας διαβίωσης δὲν σημαίνει ὅτι ἐγκαταλείπει καὶ ὅτι ἀρνεῖται τὴ ζωή. Αὐτή του ἡ πράξη πιὸ πολὺ ὀφείλεται στὴ γνώση ποὺ ἔχει γιὰ τὸ προσωρινὸ τοῦ παρόντος κόσμου, καὶ βέβαια στὴν πίστη του στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐντέλλεται: «μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε».
Οὐσιαστικὰ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μένει μακριὰ ἀπὸ τὶς περιττὲς μέριμνες τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι ἕνας ἄριστος ἔμπορος. Ἀνταλλάσσει τὴ σκλαβιὰ στὸ δίχως τέλος κυνήγι γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, μὲ τοὺς θησαυροὺς τῆς μονιμότητας τοῦ οὐρανοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, δείχνει ἐπίσης ὅτι ἡ πίστη του στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἁπλὴ θεωρία, ἀλλὰ οὔτε λόγια χωρὶς ἀντίκρυσμα. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἀναγνωρίζει ἁπλὰ κάποιες θρησκευτικὲς ἢ ἠθικὲς ἀλήθειες, ἀλλὰ ἀποδέχεται τὴν ἐν Χριστῷ φανέρωση τοῦ Θεοῦ. Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους εἶναι παράλληλη καὶ μὲ συγκεκριμένες ἐντολές, ὅπου μία ἐξ αὐτῶν εἶναι καὶ ἡ ἀμεριμνία ὡς πρὸς τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἐκζήτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μόνο οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα ἐπικεντρώνουν τὶς προσπάθειές τους στὰ ὑλικὰ πράγματα, τὸ φαγητό, τὸ ποτό, τὰ ἐνδύματα, τὴν πολυτέλεια καὶ τὶς ἐντυπωσιακὲς περιουσίες. Δηλαδὴ σὲ πράγματα ποὺ προσφέρουν μία ἀσφάλεια στὸν ἄνθρωπο καὶ παράλληλα τοῦ γεμίζουν καὶ τὸ κενὸ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀγωνιστὲς τῆς πίστης, ὅμως, θέτουν ὡς στόχο τους τὴν αἰώνιο ζωή, διαβιοῦν μὲ ἀξιοπρέπεια, καταφρονοῦν τὴν προσκόλληση στὰ ἐπίγεια καὶ μὲ αὐταπάρνηση προσπαθοῦν νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.


Σάββατο, Απριλίου 25, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μρ. 15, 43 – 16, 8)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μρ. 15, 43 – 16, 8)
Κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­δε τὸν Ἀ­δὰμ νὰ πλά­θε­ται καὶ νὰ ζω­ο­ποι­εῖ­ται. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­λα­βε τὴν πνο­ὴ τῆς ζω­ῆς μὲ τὸ θεῖ­ο ἐμ­φύ­ση­μα, πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους τὸν εἶ­δε μί­α γυ­ναῖκα, δη­λα­δὴ ἡ Εὔα, ἀ­φοῦ ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον. Μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο καὶ τὸν δεύ­τε­ρο Ἀ­δάμ, δη­λα­δὴ τὸν Κύ­ρι­ο, κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δὲν τὸν εἶ­δε ὅ­ταν ἀ­νί­στα­το ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὅ­μως τὴν ἀνά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πὸ τὸν λαμ­προ­φο­ροῦν­τα ἄγ­γε­λο πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λους μί­α γυ­ναῖκα.
Ἡ ἀ­νά­στα­ση ἔ­γι­νε καὶ ὁ Κύ­ρι­ος ἐ­ξῆλ­θε, ἥ­συ­χα καὶ ἤ­ρε­μα, χω­ρὶς κα­νεὶς νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὸ πα­ρα­μι­κρό. Ὁ λί­θος ἀ­πο­κυ­λί­σθη­κε ἀρ­γό­τε­ρα γιὰ τὶς μυ­ρο­φό­ρες καὶ γιὰ τοὺς μα­θη­τές, καὶ ὄ­χι γιὰ τὸν Κύ­ρι­ο. Δη­λα­δὴ ἀ­πο­κυ­λί­σθη­κε γιὰ νὰ εἰ­σέλ­θουν οἱ μυ­ρο­φό­ρες καὶ οἱ μα­θη­τὲς καὶ ὄ­χι γιὰ νὰ ἐ­ξέλ­θει ὁ Κύ­ρι­ος. Ὅ­πως λέ­ει καὶ ἕ­να Ἀ­να­στά­σι­μο Στι­χη­ρό: «Κύ­ρι­ε, ἐ­σφρα­γι­σμέ­νου τοῦ τά­φου ὑ­πὸ τῶν πα­ρα­νό­μων, προ­ῆλ­θες ἐκ τοῦ μνή­μα­τος, κα­θὼς ἐ­τέ­χθης ἐκ τῆς Θε­ο­τό­κου. Οὐκ ἔ­γνω­σαν πῶς ἐ­σαρ­κώ­θης οἱ ἀ­σώ­μα­τοί σου Ἄγ­γε­λοι˙ οὐκ ᾔσθον­το πό­τε ἀ­νέ­στης οἱ φυ­λάσ­σον­τές σε στρα­τι­ῶ­ται».
Ἔ­τσι λοι­πόν, τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου, πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ὅ­πως ἦ­ταν καὶ πρέ­πον καὶ δί­και­ο, τὴ δέ­χθη­κε ἡ Θε­ο­τό­κος καὶ αὐ­τὴ πρὶν ἀ­πὸ ὅ­λους τὸν εἶ­δε ἀ­να­στη­μέ­νο. Καὶ ὄ­χι μό­νο τὸν εἶ­δε μὲ τὰ μά­τια της καὶ τὸν ἄ­κου­σε μὲ τὰ αὐ­τιά της, ἀλ­λὰ καὶ ἄγ­γι­ξε, πρώ­τη αὐ­τὴ καὶ μό­νη, τὰ ἄ­χραν­τα πό­δια του.
Ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­σὴφ καὶ ὁ Νι­κό­δη­μος ζή­τη­σαν καὶ ἔ­λα­βαν ἀ­πὸ τὸν Πι­λά­το τὸ δε­σπο­τι­κὸ σῶ­μα, τὸ ξε­κρέ­μα­σαν ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό, τὸ πε­ρι­τύ­λι­ξαν σὲ σά­βα­να μα­ζὶ μὲ ἀ­ρώ­μα­τα, τὸ το­πο­θέ­τη­σαν μέ­σα σὲ λα­ξευ­τὸ μνη­μεῖ­ο καὶ ἔ­βα­λαν μί­α με­γά­λη πέ­τρα στὴ θύ­ρα τοῦ μνη­μεί­ου, πα­ρευ­ρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νή «καὶ ἡ ἄλ­λη Μα­ρί­α» κα­θή­με­ναι ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ τά­φου. Μὲ τὴ φρά­ση «καὶ ἡ ἄλ­λη Μα­ρί­α» ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται ἀ­ναμ­φί­βο­λα ἡ Θε­ο­μή­τωρ. Δι­ό­τι αὐ­τὴ ἐ­κα­λεῖ­το καὶ Ἰ­α­κώ­βου καὶ Ἰ­ω­σῆ μή­τηρ, ἐ­πει­δὴ ἐ­κεῖ­νοι ἦ­ταν γιοὶ τοῦ Ἰ­ω­σὴφ τοῦ Μνή­στο­ρος. 
Δὲν πα­ρευ­ρί­σκον­ταν βέ­βαι­α μό­νο αὐ­τὲς ἐ­κεῖ πα­ρα­τη­ρῶν­τας, ὅ­ταν ἐν­τα­φι­α­ζό­ταν ὁ Κύ­ρι­ος, ἀλ­λὰ καὶ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες, αὐ­τὲς ποὺ ὀ­νο­μά­ζου­με Μυ­ρο­φό­ρες: ἡ Μα­ρί­α ἡ τοῦ Κλω­πᾶ, ἡ Ἰ­ω­άν­να, ἡ γυ­ναῖ­κα τοῦ Χου­ζᾶ, ἐ­πι­τρό­που τοῦ Ἡ­ρώ­δη, ἡ Σα­λώ­μη, ἡ μη­τέ­ρα τῶν υἱ­ῶν Ζε­βε­δαί­ου καὶ ἡ Σω­σάν­να. Αὐ­τές, με­τὰ τὸν ἐν­τα­φι­α­σμό, ἐ­πέ­στρε­ψαν καὶ ἀ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα καὶ μύ­ρα, ἀφε­νὸς μὲν γιὰ νὰ τι­μή­σουν τὸν κεί­με­νο νε­κρό, ἀφε­τέ­ρου δὲ ἐ­πι­νο­ῶν­τας μὲ τὸ ἄ­λειμ­μα αὐ­τὸ καὶ κά­ποια πα­ρη­γο­ριὰ γι᾽ αὐ­τοὺς ποὺ θὰ ἤ­θε­λαν νὰ πα­ρα­μεί­νουν κον­τὰ στὸ σῶ­μα, κα­θὼς αὐ­τὸ θὰ ἀ­νέ­δι­δε τὴ δυ­σω­δί­α τῆς σή­ψε­ως. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν ἑ­τοί­μα­σαν τὰ μύ­ρα καὶ τὰ ἀ­ρώ­μα­τα, τὸ μὲν Σάβ­βα­το ἡ­σύ­χα­σαν κα­τὰ τὴν ἐν­το­λή, ἐ­νῷ τὴν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα, τὴ μί­α τῶν Σαβ­βά­των, «ὄρ­θρου βα­θέ­ως ἦλ­θον ἐ­πὶ τὸ μνῆ­μα, φέ­ρου­σαι ἃ ἡτοί­μα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα».
Πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἦλ­θε στὸν τά­φο τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Θε­οῦ της ἡ Θε­ο­τό­κος, ἔ­χον­τας μα­ζί της καὶ τὴ Μα­γδα­λη­νὴ Μα­ρί­α. Τὴ στιγ­μὴ δὲ ποὺ ἀ­να­ρω­τι­όν­του­σαν γιὰ τὸ ποιὸς θὰ τοὺς με­τα­κι­νή­σει τὸν ὀγ­κώ­δη λί­θο ποὺ ἔ­φρα­ζε τὴν εἴ­σο­δο τοῦ τά­φου ἔ­γι­νε κά­τι τὸ θαυ­μα­στό˙ ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ ἀστραπόμορφος ἄγγελος Κυρίου μετακίνησε τὸν λίθο τῆς θύρας τοῦ μνημείου: «Καὶ ἰ­δοὺ σει­σμὸς ἐ­γέ­νε­το μέ­γας· ἄγ­γε­λος γὰρ Κυ­ρί­ου κα­τα­βὰς ἐξ οὐ­ρα­νοῦ προ­σελ­θὼν ἀ­πε­κύ­λι­σε τὸν λί­θον ἐκ τῆς θύ­ρας τοῦ μνη­μεί­ου καὶ ἐ­κά­θη­το ἐ­πά­νω αὐ­τοῦ· ἦν δὲ ἡ ἰ­δέ­α αὐ­τοῦ ὡς ἀ­στρα­πὴ καὶ τὸ ἔν­δυ­μα αὐ­τοῦ λευ­κὸν ὡ­σεὶ χι­ών· ἀ­πὸ δὲ τοῦ φό­βου αὐ­τοῦ ἐ­σεί­σθη­σαν οἱ τη­ροῦν­τες καὶ ἐ­γέ­νον­το ὡ­σεὶ νε­κροί».
Ἡ Παρ­θε­νο­μή­τωρ ἑ­πο­μέ­νως ἦ­ταν ἐ­κεῖ τὴ στιγ­μὴ ποὺ γι­νό­ταν ὁ σει­σμὸς καὶ πα­ρα­με­ρι­ζό­ταν ὁ λί­θος καὶ ἀ­νοι­γό­ταν ὁ τά­φος. Κα­τὰ τοὺς Πα­τέ­ρες μά­λι­στα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας -οἱ ὁ­ποῖ­οι λέ­νε πὼς γι᾽ αὐ­τὴ καὶ δι᾽ αὐ­τῆς ὅ­λα μᾶς ἀ­νοί­χθη­καν, ὅ­σα εἶ­ναι ἐ­πά­νω στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ὅ­σα εἶ­ναι ἐ­δῶ κά­τω στὴ γῆ- ὁ ζω­η­φό­ρος ἐ­κεῖ­νος τά­φος γι᾽ αὐ­τὴ πρώ­τη ἀ­νοί­χθη­κε, καὶ ὅ­τι γι᾽ αὐ­τὴ ἔ­λαμ­ψε ἔ­τσι ὁ ἄγ­γε­λος, ὥ­στε αὐ­τή, ἂν καὶ ἦ­ταν ἀ­κό­μη σκο­τει­νά, ὄ­χι μό­νο τὸν τά­φο νὰ δεῖ κε­νό, ἀλ­λὰ καὶ τὰ ἐν­τά­φι­α τα­κτο­ποι­η­μέ­να, ἔ­τσι ποὺ νὰ μαρ­τυ­ροῦν μὲ κά­θε τρό­πο τὴν ἔ­γερ­ση τοῦ ἐν­τα­φι­α­σθέν­τος. Ὅλες οἱ ἄλ­λες Μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες ἦλ­θαν με­τὰ τὸν σει­σμὸ καὶ τὴ φυ­γὴ τῶν στρα­τι­ω­τῶν καὶ βρῆ­καν τὸν τά­φο ἀ­νοιγ­μέ­νο καὶ τὸν λί­θο πα­ρα­με­ρι­σμέ­νο. 
Προ­φα­νῶς δὲ ὁ ἄγ­γε­λος ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ ἴ­διος ὁ Γα­βρι­ήλ. Δι­ό­τι μό­λις τὴν εἶ­δε νὰ σπεύ­δει ἔ­τσι πρὸς τὸν τά­φο, αὐ­τὸς ποὺ πα­λαιό­τε­ρα τῆς εἶ­χε πεῖ, «μὴ φο­βοῦ, Μα­ρι­ὰμ εὗρες γὰρ χά­ριν πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ», σπεύ­δει καὶ τώ­ρα καὶ κα­τε­βαί­νει νὰ πεῖ καὶ πά­λι τὸ ἴ­διο στὴν Ἀ­ει­πάρ­θε­νο καὶ νὰ τῆς εὐ­αγ­γε­λι­στεῖ τὴν ἐκ νε­κρῶν ἀ­νά­στα­ση ἐ­κεί­νου ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­σπό­ρως ἀ­πὸ αὐ­τή, νὰ ση­κώ­σει τὸν λί­θο, νὰ ἐ­πί­δει­ξει κε­νὸ τὸν τά­φο καὶ τὰ ἐν­τά­φι­α καὶ ἔ­τσι νὰ τὴ δι­α­βε­βαι­ώ­σει γιὰ τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση. Λέ­ει λοι­πὸν ὁ ἄγ­γε­λος στὶς γυ­ναῖ­κες: «μὴ ἐκ­θαμ­βεῖ­σθε˙ Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τὸν Να­ζα­ρη­νὸν τὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον˙ ἠ­γέρ­θη, οὐκ ἔ­στιν ὧ­δε˙ ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν».
Ὅ­λα τοῦ­τα ὅ­μως γέ­μι­σαν μὲ φό­βο τὶς μυ­ρο­φό­ρες, δι­ό­τι δὲν κα­τά­λα­βαν τὴ ση­μα­σί­α τῶν λό­γων τοῦ ἀγ­γέ­λου οὔ­τε μπό­ρε­σαν νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦν μὲ ἀ­κρί­βει­α τὸ γε­γο­νός. Ἡ Πα­να­γί­α ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἐ­πλή­σθη χα­ρᾶς με­γά­λης, δι­ό­τι κα­τε­νό­η­σε τὰ λό­γι­α τοῦ ἀγ­γέ­λου, πί­στε­ψε σὲ αὐ­τὰ καὶ γνώ­ρι­σε μὲ βε­βαι­ό­τη­τα τὴν ἀ­λή­θει­α. Πῶς ἄλ­λω­στε ἀ­πὸ τέ­τοια γε­γο­νό­τα στὰ ὁποῖα πα­ρευ­ρέ­θη­κε, νὰ μὴ κα­τα­λά­βει ἡ Παρ­θέ­νος τὸ τί εἶ­χε συν­τε­λε­στεῖ; Εἶ­δε τὸν σει­σμό. Εἶ­δε ἀ­στρα­πο­βό­λο ἄγ­γε­λο νὰ κα­τε­βαί­νει ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Εἶ­δε τὴ νέ­κρω­ση τῶν φυ­λά­κων καὶ τοῦ λί­θου τὴ με­τα­κι­νή­ση καὶ τὸν κε­νὸ τά­φο καὶ τὰ ἐν­τά­φι­α σπάρ­γα­να ἄ­δει­α ἀ­πὸ τὸ ζω­η­φό­ρο σῶ­μα, πλήν, ὅ­μως τυ­λιγ­μέ­να καὶ συγ­κρα­τη­μέ­να σὲ σχῆ­μα. Ἄ­κου­σε τὴ χαρ­μό­συ­νη ἀγ­γε­λί­α τοῦ ἀγ­γέ­λου πρὸς αὐ­τή.
Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἡ Θε­ο­μή­τωρ, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λες Μυ­ρο­φό­ρες, ἐ­πέ­στρε­φαν στὰ σπί­τια τους. Καθ᾽ ὁ­δὸν τὶς συ­νάν­τη­σε ὁ Κύ­ρι­ος, λέ­γον­τάς τους «χαί­ρε­τε». Αὐ­τὲς ἔ­σπευ­σαν νὰ τὸν προ­σκυ­νή­σουν: «αἳ δὲ προ­σελ­θοῦ­σαι, ἐ­κρά­τη­σαν αὐ­τοῦ τοὺς πό­δας καὶ προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ». Ὅ­πως δέ, ὅ­ταν ἡ Θε­ο­τό­κος ἄ­κου­σε μα­ζὶ μὲ τὴ Μα­γδα­λη­νὴ Μα­ρί­α τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση τῆς ἀ­να­στά­σε­ως ἀ­πὸ τὸν ἄγ­γε­λο, μό­νη αὐ­τὴ κα­τά­λα­βε τὴ ση­μα­σί­α ἐ­κεί­νων τῶν λό­γων, ἔ­τσι καὶ τώ­ρα, ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τὶς ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες, ὅ­ταν συ­νάν­τη­σε τὸν Υἱ­ὸ καὶ Θε­ό της, πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες εἶ­δε καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὸν ἀ­να­στάν­τα καὶ προ­σπί­πτον­τας ἄγ­γι­ξε τὰ πό­δια του καὶ ἔ­γι­νε ἀ­πό­στο­λός του πρὸς τοὺς Ἀ­πο­στό­λους. 

Οἱ δὲ μα­θη­τές, ὅ­ταν κατ᾽ αὐ­τὴ τὴν ἴ­δια μέ­ρα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως ἄ­κου­σαν ἀ­πὸ τὶς Μυ­ρο­φό­ρες καὶ τὸν Πέ­τρο καὶ τὸν Λου­κᾶ καὶ τὸν Κλε­ό­πα ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος ζεῖ καὶ τὸν εἶ­δαν, ἀ­πί­στη­σαν. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ὀ­νει­δί­ζον­ται ἀ­πὸ τὸν Κύριο, ὅ­ταν ὕ­στε­ρα τοὺς ἐμ­φα­νί­σθη­κε, κα­θὼς ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι. Ἀ­φοῦ ἐνώπιον πολ­λῶν προ­σώ­πων καὶ μὲ πολ­λοὺς τρό­πους φα­νέ­ρω­σε τὸν ἑ­αυ­τό του ὡς ἀ­να­στάν­τα καὶ ζῶν­τα, ὄ­χι μό­νο πί­στε­ψαν ὅ­λοι, ἀλ­λὰ καὶ κή­ρυ­ξαν παν­τοῦ: «Εἰς πᾶ­σαν τὴν γῆν ἐ­ξῆλ­θεν ὁ φθόγ­γος αὐ­τῶν καὶ εἰς τὰ πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης τὰ ρή­μα­τα αὐ­τῶν, τοῦ Κυ­ρί­ου συ­νερ­γοῦν­τος καὶ τὸν λό­γον βε­βαι­οῦν­τος δι­ὰ τῶν ἐ­πα­κο­λου­θούν­των ση­μεί­ων».

Σάββατο, Φεβρουαρίου 21, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (Μθ. 6, 14-21)

Αὔ­ρι­ο ξε­κι­νά­ει ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἁ­γί­ας καὶ με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. «Τὸ στά­δι­ο τῶν ἀ­ρε­τῶν ἠ­νέ­ω­κται, οἱ βου­λό­με­νοι ἀθλῆ­σαι εἰ­σέλ­θε­τε», ψάλ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, κα­λῶν­τας μας σὲ ἀ­γῶνα πνευ­μα­τι­κό.
Ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Χρι­στια­νὸς πρέ­πει πάν­το­τε νὰ βρί­σκε­ται σὲ ἐ­γρή­γορ­ση πνευ­μα­τι­κή, ἰ­δι­αί­τε­ρα, ὅ­μως, τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­ο­δο λοι­πὸν ὁ κά­θε Χρι­στια­νὸς πρέ­πει νὰ προ­σέ­χει τὶς πα­γί­δες καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς τοῦ δια­βό­λου. Στὸν ἀ­γῶνα αὐ­τὸ ὁ Χρι­στια­νὸς ἐ­νι­σχύ­ε­ται μὲ τὴν πί­στη, τὴν προ­σευ­χή, τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καὶ τὴ νη­στεί­α.
Ὁ Κύ­ρι­ος πα­ρέ­χει τὴ χά­ρη τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ συγ­χω­ρεῖ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, μὲ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση, ὅ­μως, ὅ­τι καὶ ἐ­μεῖς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νὰ τη­ρή­σου­με τὸ θέ­λη­μά του. Ἡ οὐ­ρά­νι­α μα­κα­ρι­ό­τη­τα δὲν κερ­δί­ζε­ται χω­ρὶς τὴ δι­κή μας θέ­λη­ση, χω­ρὶς τὴν εἰ­λι­κρι­νῆ μας με­τά­νοι­α, χω­ρὶς τὸν πνευ­μα­τι­κό μας ἀ­γῶ­να καὶ κυ­ρί­ως χω­ρὶς ἡ καρ­δί­α μας νὰ ξε­χει­λί­ζει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη καὶ συγ­χω­ρητι­κό­τη­τα γιὰ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Εἰ­δι­κὰ τὸ θέ­μα τῆς ἀ­γά­πης, εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ ἀ­φοῦ κα­θο­ρί­ζει οὐ­σι­α­στι­κὰ καὶ τὴν ἄ­φε­ση τῶν δικῶν μας ἁ­μαρ­τι­ῶν καὶ κατ᾽ ἐ­πέ­κτα­ση ἐ­πη­ρε­ά­ζει τὴν ἴ­δια τὴ σω­τη­ρί­α μας.
Πι­ὸ συγ­κε­κρι­μέ­να, ἡ χρι­στια­νι­κὴ ἀ­γά­πη, δη­λα­δὴ ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ὅ­λοι μας, κα­θὸ βα­πτι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοί, πρέ­πει νὰ ἐ­πι­δει­κνύ­ου­με, δὲν πρέ­πει νὰ πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στὴν οἰ­κο­γέ­νει­α, τοὺς φί­λους καὶ τοὺς γνω­στούς, ἀλ­λὰ νὰ προ­σφέ­ρε­ται ἀ­δι­ά­κρι­τα πρὸς ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ἀ­κό­μη καὶ αὐ­τοὺς ποὺ ἐν­δε­χο­μέ­νως μᾶς λύ­πη­σαν, μᾶς ἔ­βλα­ψαν, μᾶς ἀ­δί­κη­σαν, μᾶς ζήμι­ω­σαν, μᾶς συ­κο­φάν­τη­σαν. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ὁ­δὸς ποὺ ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ πο­ρευ­τοῦ­με, γι᾽ αὐ­τὸ καὶ λέ­ει: «Ἐ­ὰν γὰρ ἀ­φῆ­τε τοῖς ἀν­θρώ­ποις τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν, ἀ­φή­σει καὶ ὑ­μῖν ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος˙ ἐ­ὰν δὲ μὴ ἀ­φῆ­τε τοῖς ἀν­θρώ­ποις τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν, οὐ­δὲ ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ἀ­φή­σει τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα ὑ­μῶν».
Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ὁ­δὸς τῆς συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τας. Ὁ Θε­ὸς τῆς ἀ­γά­πης, τοῦ ἐ­λέ­ους, τῆς εὐ­σπλα­χνί­ας καὶ τῆς εἰ­ρή­νης, συγ­χω­ρεῖ καὶ ἐ­λε­εῖ καὶ εὐ­σπλα­χνί­ζε­ται, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νος στὴ δι­κή μας προ­θυ­μί­α νὰ συγ­χω­ρή­σου­με τοὺς ἄλ­λους. Ἡ συγ­χώ­ρη­ση τῶν δι­κῶν μας σφαλ­μά­των ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸ ἐ­ὰν ἐ­μεῖς συγ­χω­ροῦ­με τοὺς ἄλ­λους. Ὅ­σο πα­ρά­δο­ξο καὶ νὰ ἀ­κού­γε­ται γιὰ τὴ ση­με­ρι­νὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὅ­που ὅ­λα κρί­νον­ται μὲ βά­ση τὴν ἐ­ξου­σί­α, τὴν ἐ­πι­βο­λή, τὴν αὐ­το­προ­βο­λή, τὴν ἐ­ξου­θέ­νω­ση τοῦ ἄλ­λου, ἐν­τού­τοις εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς θέ­τει ὡς προ­ϋ­πό­θε­ση σω­τη­ρί­ας. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς βρί­σκε­ται στὸν ἀν­τί­πο­δα τῆς κο­σμι­κῆς ἀν­τίληψης τῶν πραγ­μά­των. Γιὰ τὸν κό­σμο ἰ­σχύ­ει καὶ ἔ­χει ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη ἀ­ξί­α ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, ὁ ἐ­γω­ι­σμός, ἡ ἐκ­δί­κη­ση. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, ὅ­μως, ὡς ἡ ἐν Χρι­στῷ ζω­ή, μι­λᾶ, κη­ρύτ­τει καὶ ζη­τᾶ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῆς κα­ταλ­λα­γῆς καὶ τῆς συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων.
Ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἔ­νο­χοι ἔ­ναν­τι κά­ποιων ἀν­θρώ­πων. Ἀ­πὸ ἀ­προ­σε­ξί­α, ἀ­πὸ ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα, ἀ­πὸ ἀ­μέ­λει­α, ἴ­σως καὶ ἀ­πὸ ἀ­δυ­να­μί­α, σφάλ­λου­με σὲ κά­τι. Ἄλ­λος λί­γο ἄλ­λος πο­λύ. Ἐ­μεῖς ἐ­πη­ρε­ά­ζου­με κά­ποιους καὶ κά­ποιοι ἄλ­λοι κά­νουν λά­θη εἰς βά­ρος ἄλ­λων. Ἔ­τσι ὁ Θε­ὸς ἔρ­χε­ται καὶ φι­λάν­θρω­πα κά­νει μί­α συμ­φω­νί­α μα­ζί μας λέ­γον­τάς μας, τρό­πον τι­νά: «ἐ­γὼ θὰ σᾶς συγ­χω­ρέ­σω, ἐ­φό­σον καὶ ἐ­σεῖς συν­δι­αλ­λα­γῆ­τε καὶ συγ­χω­ρέ­σε­τε, ἐ­γὼ θὰ εἶ­μαι ἐ­λε­ή­μων ἀ­πέ­ναν­τί σας, ἐ­φό­σον εἶ­στε καὶ ἐ­σεῖς ἀ­πέ­ναν­τι τῶν ἀ­δελ­φῶν σας, ἐ­γὼ θὰ ξε­χά­σω τὰ σφάλ­μα­τά σας, ἐ­φό­σον ξε­χά­σε­τε καὶ ἐ­σεῖς αὐ­τὰ τοῦ πλη­σί­ον σας, ἐ­γὼ δὲν θὰ λά­βω ὑ­πό­ψη τὴν ἐκ μέ­ρους σας πα­ρά­βα­ση τοῦ νό­μου μου, φτά­νει καὶ ἐ­σεῖς νὰ δεί­ξε­τε ἀ­γά­πη, ἐ­πι­εί­κει­α, συμ­πό­νια στὸν συ­νάν­θρω­πό σας, ἐ­γὼ θὰ σᾶς ἀ­να­παύ­σω, ἐ­φό­σον καὶ ἐ­σεῖς δὲν μι­σή­σε­τε αὐ­τὸν ποὺ σᾶς φταί­ει».
Αὔ­ρι­ο ἄρχεται τὸ στά­δι­ο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γώ­να˙ ἂς μὴν ὀ­λι­γω­ρή­σου­με. Ἂς ἀ­γω­νι­στοῦ­με, ὡς στρα­τι­ῶ­τες Χρι­στοῦ, τὸν ἀ­γῶ­να τὸν κα­λό, ὥ­στε νά «κα­θαρ­θῶ­μεν τὰς αἰ­σθή­σεις». Ἂς ἐκ­ζη­τή­σου­με τὸ θεῖ­ο ἔ­λε­ος μὲ τὴ νη­στεί­α, τὴν ἐγ­κρά­τει­α, τὴν προ­σευ­χή, τὴν τα­πεί­νω­ση. Ἂς προ­σφύ­γου­με σὲ εἰ­λι­κρι­νῆ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ἂς ἐγ­κολ­πω­θοῦ­με τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καὶ κυ­ρί­ως τὴν ἀ­δι­ά­κρι­τη ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον καὶ τὴ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα καὶ τὴν ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα γιὰ τὰ ἐν­δε­χό­με­να σφάλ­μα­τά του πρὸς τὸ πρό­σω­πό μας.
Τοι­ου­το­τρό­πως, ἀ­φοῦ δι­α­τρέ­ξου­με τὸ στά­δι­ο τῶν ἀ­ρε­τῶν, θὰ κα­ταν­τή­σου­με ἐ­πά­ξι­α καὶ νι­κη­φό­ρα εἰς τὴν τρι­ή­με­ρο Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ καὶ Σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος

Σάββατο, Ιουλίου 12, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος

Εἶπε ὁ Κύριος ὅτι ὁ Νόμος του πρόκειται νὰ τηρηθεῖ στὸ ἀκέραιο καὶ ὅλες του οἱ διατάξεις θὰ ἐφαρμόζονταν. Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους θὰ τὸν ἀγνοοῦσαν ἢ θὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν σχετικοποιήσουν θὰ εἶχαν καὶ τὶς ἀνάλογες συνέπειες στὴ μετὰ θάνατον ζωή, δηλαδὴ θὰ ἦταν σὲ αὐτὴ μικροὶ καὶ οὐτιδανοὶ καὶ πιθανὸν καὶ νὰ μὴν τὴν κέρδιζαν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσοι θὰ ἀγωνίζονταν νὰ τηρήσουν τὸν Νόμο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ διδάξουν ἀνάλογα καὶ τοὺς ὑπόλοιπους χριστιανοὺς θὰ ἐλάμβαναν δόξα καὶ τιμὴ στὴ Βασιλεία του.
Οἱ σήμερον ἑορταζόμενοι 630 ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθὸ ἐραστὲς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔτρεμαν στὴν ἀπώλειά της. Γνώριζαν πολὺ καλὰ ὅτι δὲν θέλει καὶ πολὺ ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ ἀπροσεξία, ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀπὸ τὸ μῖσος καὶ τὴ μανία τοῦ ἐχθροῦ, νὰ λύσει ἢ νὰ σχετικοποιήσει μία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶχαν συνεχῶς πρὸ ὀφθαλμῶν τους τὸν λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν», γι’ αὐτὸ καὶ τηροῦσαν μεγάλη ἀκρίβεια στὴ ζωή τους καὶ στὸν πνευματικό τους ἀγῶνα.
Εἶχαν δηλαδὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες αὐτὸ ποὺ λέμε «φυλακὴ νοός», ἢ «προσοχὴ τῶν αἰσθήσεων» καὶ πρόσεχαν μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια τοὺς λογισμούς, τὶς σκέψεις τους, τὸ τί ἔβλεπαν, τί ἄκουαν καὶ τί ἔλεγαν. Αὐτή τους ἡ ἀπόλυτη προσκόλληση στὶς Εὐαγγελικὲς ἐπιταγές, τοὺς κατέστησε ἱκανοὺς νὰ δεχθοῦν καὶ τὸ μεγάλο χάρισμα τῆς ὀρθῆς ποιμαντικῆς διακονίας. Ἕνα δηλαδὴ ὑψηλὸ δῶρο τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἐλάχιστοι ἀξιώνονται νὰ λάβουν, ἀφοῦ αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου «ἱδρῶτα καὶ αἷμα», αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ οἱ Πατέρες ἔχυναν ποταμηδὸν στὴν πνευματική τους ἄσκηση. Οἱ ἐν λόγῳ ἅγιοι Πατέρες, δὲν ἦταν μισθωτοὶ ποιμένες, ὥστε νὰ ἀφήσουν τὸ ποίμνιό τους ἀπροστάτευτο στοὺς ποικίλους κακοδόξους καὶ αἱρετικούς. Δίδασκαν στὸ ποίμνιό τους, διὰ τοῦ λόγου τους καὶ διὰ τοῦ παραδείγματός τους, τὴν ὀρθὴ ζωὴ κατὰ Χριστόν. Τὴ νοθευμένη ζωή, τὴν ἀλλοιωμένη ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν αἱρετικῶν, τὴν ἔλεγχαν καὶ τὴν πολεμοῦσαν, ὥστε αὐτὴ νὰ μὴν ἀποτελεῖ παγίδα γιὰ τὸ ποίμνιό τους.
Φυσικὰ οἱ Πατέρες μὲ τὴ διδασκαλία τους καὶ τὸν ἔλεγχο τῶν αἱρέσεων δὲν ἔφερναν κάτι τὸ καινούργιο ποὺ δὲν ὑπῆρχε μέχρι τότε στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ποὺ ἤδη ὑφίστατο καὶ τὸ βίωνε τὸ σῶμα τῶν πιστῶν, δηλαδὴ ἡ ὅλη Ἐκκλησία, οἱ Πατέρες τὸ διευκρίνιζαν καὶ τὸ ὁριοθετοῦσαν, ὥστε νὰ βοηθοῦνται οἱ πιστοὶ στὸ νὰ γνωρίζουν ποιὰ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πίστη πρὸς τὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ ποιοὶ οἱ ὅροι αὐτῆς τῆς πίστεως. 
Ἔτσι λοιπὸν οἱ 630 ἅγιοι Πατέρες, ὁριοθετῶντας τὴν πίστη καὶ ἐλέγχοντας τὸ ψεῦδος τῆς αἵρεσης συγκάλεσαν τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα. Ὁ αἱρετικὸς ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ Σύνοδος ἦταν ὁ ἀρχιμανδρίτης Εὐτυχῆς, ὁ ὁποῖος ἐξέπεσε τῆς ὀρθῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας, παραχάραξε τὴν ἀλήθεια καὶ δίδασκε καὶ τοὺς ἄλλους ἕνα διαφορετικὸ Εὐαγγέλιο. Παρὰ τὶς πολλὲς προσπάθειες νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀλήθεια αὐτὸς ἔμενε ἀμετανόητος. Τότε οἱ Πατέρες ἐφάρμοσαν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος». Ἔτσι οἱ Πατέρες ἔφεραν τὸν Εὐτυχῆ ἐνώπιον τῆς Συνόδου γιὰ νὰ ἐλέγξουν τὴν ἐσφαλμένη διδασκαλία του. Αὐτὸς ὅμως ἔμενε ἀμετανόητος στὴν πλάνη του καὶ ὑποστήριζε ὅτι στὴν Ἐνανθρώπηση ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπορρόφησε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔτσι (ὁ Χριστός) ἦταν μόνο Θεὸς χωρὶς νὰ εἶναι καὶ ἄνθρωπος. Ἡ Σύνοδος θεολογῶντας ὀρθὰ ἐδογμάτισε καὶ εἶπε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Δὲν ἀπορρόφησε τὴν ἀνθρωπότητα ἡ Θεότητα. Ὁ Ἐνανθρωπήσας Λόγος ἕνωσε στὴν ὑπόστασή του ἀσυγχύτως καὶ ἀναλλοιώτως τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι καταδικάζεται ὁ Εὐτυχῆς καὶ ἐπικρατεῖ ἡ Ὀρθοδοξία. Κατ’ ἐπέκταση θωρακίζεται καὶ τὸ ποίμνιο ἐνώπιον τῶν αἱρετικῶν καὶ βλασφήμων διδασκαλιῶν.
Τελικά, αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ λεχθεῖ εἶναι ὅτι ἀπέναντι στὸ ψεῦδος καὶ τὴν παραχάραξη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ ἀντιτάσσεται ἡ ἁγιότητα τῶν ποιμένων, οἱ ὁποῖοι ζῶντας κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου χαριτώνονται καὶ δύνανται νὰ βοηθήσουν καὶ τὸ ὑπόλοιπο ποίμνιο νὰ πορευθεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 14, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Λκ. 15, 11-32) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
(Λκ. 15, 11-32)
Ἐ­πει­δὴ οἱ τε­λῶ­νες καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ πλη­σί­α­ζαν τὸν Κύ­ρι­ο γιὰ νὰ ἀ­κού­σουν τὴ δι­δα­σκα­λί­α του, ἡ ἄρ­χου­σα θρη­σκευ­τι­κὴ τά­ξη τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀν­τι­δροῦ­σε: «καὶ δι­ε­γόγ­γυ­ζον οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι καὶ οἱ γραμ­μα­τεῖς λέ­γον­τες ὅ­τι Οὗ­τος ἁ­μαρ­τω­λοὺς προσ­δέ­χε­ται καὶ συ­νε­σθί­ει αὐ­τοῖς». Οἱ τό­τε δι­δά­σκα­λοι τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ τη­ροῦ­σαν τὴν ἀρ­χὴ ποὺ ἔ­λε­γε: «ἀ­γα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σου καὶ μι­σή­σεις τὸν ἐ­χθρόν σου». Πλη­σί­ον ἦ­ταν οἱ ὁ­μο­ε­θνεῖς, οἱ ὁ­μό­πι­στοι, οἱ συγ­γε­νεῖς καὶ οἱ φί­λοι, ἐ­νῶ μὴ πλη­σί­ον καὶ ἄ­ρα ἐ­χθροὶ ἦ­ταν οἱ ἀλ­λο­ε­θνεῖς καὶ οἱ ἀλ­λό­πι­στοι, οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, οἱ τε­λῶ­νες, οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες καὶ ὅ­λοι οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί. Συ­νε­πῶς, κα­τὰ τοὺς Φα­ρι­σαί­ους, ἐ­ὰν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἦ­ταν ὁ Μεσ­σί­ας τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ἀ­πέ­φευ­γε τὴ συ­να­να­στρο­φὴ μὲ τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς.
Ὁ Κύ­ρι­ος τότε γιὰ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὴ στά­ση του καὶ νὰ δι­δά­ξει τοὺς Φα­ρι­σαί­ους γιὰ τὴν και­νούρ­για πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ ἔ­φερ­νε στὸν κό­σμο, δι­η­γεῖ­ται τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ ἀ­σώ­του υἱ­οῦ. Μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τὴ πε­ρι­γρά­φει τὴ συμ­πα­θῆ καὶ φι­λάν­θρω­πη στά­ση τοῦ Θε­οῦ πρὸς τοὺς ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ ταυ­τό­χρο­να κα­λεῖ καὶ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους, τοὺς θε­ω­ρού­με­νους δί­και­ους, νὰ συγ­χα­ροῦν μὲ τὴ με­τά­νοι­α τοῦ κά­θε ἀ­σώ­του.
Ἡ ἀ­παί­τη­ση τοῦ νε­ώ­τε­ρου υἱ­οῦ νὰ λά­βει τὸ μέ­ρος τῆς πα­τρι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας ποὺ τοῦ ἀ­να­λο­γοῦ­σε, δὲν ἦ­ταν κά­τι τὸ μεμ­πτό. Σύμ­φω­να μὲ τὶς δι­α­τά­ξεις τοῦ Δευ­τε­ρο­νο­μί­ου, ὅ­λα τὰ ἄρ­ρε­να τέ­κνα εἶ­χαν δι­καί­ω­μα, ἐ­νῶ ἀ­κό­μα ζοῦ­σε ὁ πα­τέ­ρας τους, νὰ μοι­ρα­στοῦν τὴν οἰ­κο­γε­νει­α­κὴ πε­ρι­ου­σί­α. Ὁ πρω­τό­το­κος υἱ­ὸς ἐ­λάμ­βα­νε τὰ 2/3 τῆς πε­ρι­ου­σί­ας καὶ τὸ ὑ­πό­λοι­πο 1/3 δι­α­μοι­ρα­ζό­ταν με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων ἄρ­ρε­νων τέ­κνων. Ἐκ τῶν πραγ­μά­των αὐ­τὸ τὸ με­ρί­δι­ο ἦ­ταν κα­τὰ κα­νό­να μι­κρό, γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν μὴ πρω­τό­το­κων τέ­κνων ἀ­ναγ­κα­ζό­ταν νὰ ξε­νι­τευ­τεῖ, ὥ­στε νὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σει. Ἔ­τσι καὶ ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ὸς τῆς πα­ρα­βο­λῆς, ἀ­φοῦ ἔ­λα­βε ὅ,­τι τοῦ ἀ­να­λο­γοῦ­σε «ἀ­πε­δή­μη­σεν εἰς χώ­ραν μα­κράν». Τὸ σφάλ­μα τοῦ υἱ­οῦ ἀρ­χί­ζει ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ δι­α­σκορ­πί­ζει τὴν πε­ρι­ου­σί­α του μὲ ἀ­σω­τεῖ­ες καὶ ἁ­μαρ­τω­λὴ ζω­ή.
Ἡ ἐ­ξα­θλί­ω­ση ὅ­μως ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε τὶς ἀ­σω­τεῖ­ες του τὸν ὁ­δή­γη­σε σὲ συ­ναί­σθη­ση τῆς τρα­γι­κῆς του θέ­σης. Ἔ­τσι παίρ­νει τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει ἐν με­τα­νοί­ᾳ στὸ πα­τρι­κό του σπί­τι. Ὁ εὔ­σπλα­χνος πα­τέ­ρας του βλέ­πον­τάς τον ἀ­πὸ μα­κρυ­ὰ σπεύ­δει νὰ τὸν ἀγ­κα­λιά­σει. Δὲν νοι­ά­ζε­ται γιὰ τὴν ἀ­πο­τυ­χί­α τοῦ υἱ­οῦ του, ἀλ­λὰ χαί­ρε­ται γιὰ τὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴν ἐ­πι­στρο­φή του. Αὐ­τὸς ὁ πα­τέ­ρας μοιά­ζει μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὴ νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ ἐγ­και­νι­ά­ζει ὁ Χρι­στὸς ἐ­πὶ τῆς γῆς. Κατ᾽ αὐ­τὴν ὁ Θε­ὸς δὲν οἰ­κτί­ρει μό­νο τοὺς θε­ω­ρού­με­νους δί­και­ους γραμ­μα­τεῖς καὶ Φα­ρι­σαί­ους, ἀλ­λὰ ἅ­παν­τας τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ὁ πα­τέ­ρας πλη­σι­ά­ζον­τας τὸν υἱ­ό του «ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πὶ τὸν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ καὶ κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν». Ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ υἱ­οῦ του ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὴν ἀ­σω­τεί­α ἦ­ταν ἰ­σο­δύ­να­μη μὲ ἀ­νά­στα­ση ἐκ τῶν νε­κρῶν. Γι᾽ αὐ­τὸ συγ­κι­νη­μέ­νος καὶ μὲ με­γά­λη χα­ρὰ ἐν­τέλ­λε­ται στοὺς δού­λους του α) νὰ ἐν­δύ­σουν τὸν υἱ­ό του μὲ πο­λυ­τε­λῆ ροῦ­χα, πρᾶγ­μα ποὺ ση­μαί­νει ἀ­πό­δο­ση με­γά­λης τι­μῆς, β) νὰ βά­λουν δα­κτυ­λί­δι στὸ χέ­ρι του. Τὸ δα­κτυ­λί­δι, ὡς σύμ­βο­λο ἐ­ξου­σί­ας ση­μαί­νει τὴν ἐ­πα­να­φο­ρὰ τοῦ ἀ­σώ­του στὴν προ­τέ­ρα θέ­ση τοῦ υἱ­οῦ, γ) νὰ τοῦ φο­ρέ­σουν ὑ­πο­δή­μα­τα. Καὶ τὰ ὑ­πο­δή­μα­τα μαρ­τυ­ροῦν τὴν ἐ­πα­να­φο­ρὰ τοῦ υἱ­οῦ στὴν προ­τέ­ρα του θέ­ση, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι μό­νο οἱ δοῦ­λοι ἦ­ταν ἀ­νυ­πό­δη­τοι καὶ δ) νὰ σφά­ξουν «τὸν μό­σχον τὸν σι­τευ­τόν», ὥ­στε νὰ ἑ­ορ­τα­στεῖ μὲ κά­θε λαμ­πρό­τη­τα ἡ νε­κρα­νά­στα­ση τοῦ υἱ­οῦ.
Ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ πρε­σβύ­τε­ρου υἱ­οῦ καὶ ἡ ὅ­λη ἀν­τί­δρα­σή του πα­ρα­πέμ­πουν στὸν γογ­γυ­σμὸ τῶν γραμ­μα­τέ­ων καὶ τῶν Φα­ρι­σαί­ων. Ὁ πρε­σβύ­τε­ρος υἱ­ὸς ὀρ­γί­ζε­ται γιὰ τὴν ἀ­γά­πη ποὺ ὁ πα­τέ­ρας προσφέρει στὸν ἀδελφό του καὶ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ δι­κή του συμ­πε­ρι­φο­ρά, τὴν ὁ­ποί­α θε­ω­ρεῖ ἄ­μεμ­πτη. Οὐ­σι­α­στι­κὰ αὐ­τὸς νο­μί­ζει τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­να­μάρ­τη­το. Ἔ­χει πε­ποί­θη­ση στὴν ἀ­ρε­τή του καὶ ἀ­να­μέ­νει δι­και­ω­μα­τι­κὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σή της. Ὁ ἀ­γα­θὸς πα­τέ­ρας ἀ­να­γνω­ρί­ζει μὲν τὶς ὑ­πη­ρε­σί­ες τοῦ πρε­σβύ­τε­ρου υἱ­οῦ, ὅ­μως τοῦ λέ­ει ὅ­τι στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ἔ­πρε­πε νὰ χα­ρεῖ μὲ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του: «εὐ­φραν­θῆ­ναι δὲ καὶ χα­ρῆ­ναι ἔ­δει, ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου οὗ­τος νε­κρὸς ἦν καὶ ἀ­νέ­ζη­σε, καὶ ἀ­πο­λω­λὼς ἦν καὶ εὑ­ρέ­θη».
Μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τὴ ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­πευ­θύ­νε­ται σὲ ἀν­θρώ­πους, ποὺ  μοιά­ζουν μὲ τὸν πρε­σβύ­τε­ρο υἱ­ό, γιὰ νὰ διδάξει ὅ­τι ὅ­σοι θε­ω­ροῦν τοὺς ἑ­αυ­τούς τους δί­και­ους καὶ ἐ­νά­ρε­τους καὶ συγ­χρό­νως ἀρ­νοῦν­ται νὰ συμ­με­τά­σχουν στὴ χα­ρὰ τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν, δὲν ἔ­χουν κα­τα­νο­ή­σει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­πτεται στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα. Τε­λι­κά, σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ὸ ἔ­χει μό­νο αὐ­τὸς ποὺ ἐ­νερ­γεῖ κα­τὰ τὸν τρό­πο ποὺ ἐ­νερ­γεῖ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός. Καὶ ὁ Θε­ὸς ἐ­νερ­γεῖ μὲ εὐ­σπλα­χνί­α ὄ­χι μό­νο πρὸς τοὺς θε­ω­ρού­με­νους δί­και­ους καὶ ἀ­να­μάρ­τη­τους, ἀλ­λὰ καὶ πρὸς τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πι­στρέ­φουν ἐν με­τα­νοί­ᾳ. 

Σάββατο, Ιουλίου 13, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος

Εἶπε ὁ Κύριος ὅτι ὁ Νόμος του πρόκειται νὰ τηρηθεῖ στὸ ἀκέραιο καὶ ὅλες του οἱ διατάξεις θὰ ἐφαρμόζονταν. Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους θὰ τὸν ἀγνοοῦσαν ἢ θὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν σχετικοποιήσουν θὰ εἶχαν καὶ τὶς ἀνάλογες συνέπειες στὴ μετὰ θάνατον ζωή, δηλαδὴ θὰ ἦταν σὲ αὐτὴ μικροὶ καὶ οὐτιδανοὶ καὶ πιθανὸν καὶ νὰ μὴν τὴν κέρδιζαν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσοι θὰ ἀγωνίζονταν νὰ τηρήσουν τὸν Νόμο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ διδάξουν ἀνάλογα καὶ τοὺς ὑπόλοιπους χριστιανοὺς θὰ ἐλάμβαναν δόξα καὶ τιμὴ στὴ Βασιλεία του.
Οἱ σήμερον ἑορταζόμενοι 630 ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθὸ ἐραστὲς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔτρεμαν στὴν ἀπώλειά της. Γνώριζαν πολὺ καλὰ ὅτι δὲν θέλει καὶ πολὺ ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ ἀπροσεξία, ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀπὸ τὸ μῖσος καὶ τὴ μανία τοῦ ἐχθροῦ, νὰ λύσει ἢ νὰ σχετικοποιήσει μία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶχαν συνεχῶς πρὸ ὀφθαλμῶν τους τὸν λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν», γι’ αὐτὸ καὶ τηροῦσαν μεγάλη ἀκρίβεια στὴ ζωή τους καὶ στὸν πνευματικό τους ἀγῶνα.
Εἶχαν δηλαδὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες αὐτὸ ποὺ λέμε «φυλακὴ νοός», ἢ «προσοχὴ τῶν αἰσθήσεων» καὶ πρόσεχαν μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια τοὺς λογισμούς, τὶς σκέψεις τους, τὸ τί ἔβλεπαν, τί ἄκουαν καὶ τί ἔλεγαν. Αὐτή τους ἡ ἀπόλυτη προσκόλληση στὶς Εὐαγγελικὲς ἐπιταγές, τοὺς κατέστησε ἱκανοὺς νὰ δεχθοῦν καὶ τὸ μεγάλο χάρισμα τῆς ὀρθῆς ποιμαντικῆς διακονίας. Ἕνα δηλαδὴ ὑψηλὸ δῶρο τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἐλάχιστοι ἀξιώνονται νὰ λάβουν, ἀφοῦ αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου «ἱδρῶτα καὶ αἷμα», αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ οἱ Πατέρες ἔχυναν ποταμηδὸν στὴν πνευματική τους ἄσκηση. Οἱ ἐν λόγῳ ἅγιοι Πατέρες, δὲν ἦταν μισθωτοὶ ποιμένες, ὥστε νὰ ἀφήσουν τὸ ποίμνιό τους ἀπροστάτευτο στοὺς ποικίλους κακοδόξους καὶ αἱρετικούς. Δίδασκαν στὸ ποίμνιό τους, διὰ τοῦ λόγου τους καὶ διὰ τοῦ παραδείγματός τους, τὴν ὀρθὴ ζωὴ κατὰ Χριστόν. Τὴ νοθευμένη ζωή, τὴν ἀλλοιωμένη ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν αἱρετικῶν, τὴν ἔλεγχαν καὶ τὴν πολεμοῦσαν, ὥστε αὐτὴ νὰ μὴν ἀποτελεῖ παγίδα γιὰ τὸ ποίμνιό τους.
Φυσικὰ οἱ Πατέρες μὲ τὴ διδασκαλία τους καὶ τὸν ἔλεγχο τῶν αἱρέσεων δὲν ἔφερναν κάτι τὸ καινούργιο ποὺ δὲν ὑπῆρχε μέχρι τότε στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ποὺ ἤδη ὑφίστατο καὶ τὸ βίωνε τὸ σῶμα τῶν πιστῶν, δηλαδὴ ἡ ὅλη Ἐκκλησία, οἱ Πατέρες τὸ διευκρίνιζαν καὶ τὸ ὁριοθετοῦσαν, ὥστε νὰ βοηθοῦνται οἱ πιστοὶ στὸ νὰ γνωρίζουν ποιὰ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πίστη πρὸς τὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ ποιοὶ οἱ ὅροι αὐτῆς τῆς πίστεως. 
Ἔτσι λοιπὸν οἱ 630 ἅγιοι Πατέρες, ὁριοθετῶντας τὴν πίστη καὶ ἐλέγχοντας τὸ ψεῦδος τῆς αἵρεσης συγκάλεσαν τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα. Ὁ αἱρετικὸς ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ Σύνοδος ἦταν ὁ ἀρχιμανδρίτης Εὐτυχῆς, ὁ ὁποῖος ἐξέπεσε τῆς ὀρθῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας, παραχάραξε τὴν ἀλήθεια καὶ δίδασκε καὶ τοὺς ἄλλους ἕνα διαφορετικὸ Εὐαγγέλιο. Παρὰ τὶς πολλὲς προσπάθειες νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀλήθεια αὐτὸς ἔμενε ἀμετανόητος. Τότε οἱ Πατέρες ἐφάρμοσαν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος». Ἔτσι οἱ Πατέρες ἔφεραν τὸν Εὐτυχῆ ἐνώπιον τῆς Συνόδου γιὰ νὰ ἐλέγξουν τὴν ἐσφαλμένη διδασκαλία του. Αὐτὸς ὅμως ἔμενε ἀμετανόητος στὴν πλάνη του καὶ ὑποστήριζε ὅτι στὴν Ἐνανθρώπηση ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπορρόφησε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔτσι (ὁ Χριστός) ἦταν μόνο Θεὸς χωρὶς νὰ εἶναι καὶ ἄνθρωπος. Ἡ Σύνοδος θεολογῶντας ὀρθὰ ἐδογμάτισε καὶ εἶπε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Δὲν ἀπορρόφησε τὴν ἀνθρωπότητα ἡ Θεότητα. Ὁ Ἐνανθρωπήσας Λόγος ἕνωσε στὴν ὑπόστασή του ἀσυγχύτως καὶ ἀναλλοιώτως τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι καταδικάζεται ὁ Εὐτυχῆς καὶ ἐπικρατεῖ ἡ Ὀρθοδοξία. Κατ’ ἐπέκταση θωρακίζεται καὶ τὸ ποίμνιο ἐνώπιον τῶν αἱρετικῶν καὶ βλασφήμων διδασκαλιῶν.
Τελικά, αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ λεχθεῖ εἶναι ὅτι ἀπέναντι στὸ ψεῦδος καὶ τὴν παραχάραξη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ ἀντιτάσσεται ἡ ἁγιότητα τῶν ποιμένων, οἱ ὁποῖοι ζῶντας κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου χαριτώνονται καὶ δύνανται νὰ βοηθήσουν καὶ τὸ ὑπόλοιπο ποίμνιο νὰ πορευθεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...