Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καύση Νεκρών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καύση Νεκρών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2011

Η καύση των νεκρών Ἱεροδιακόνου Πολυβίου Λαμπρινίδη, Θεολόγου

 




Ἡ καύση τῶν νεκρῶν
 
Ἔντονα στίς μέρες μας προβάλλει τό πολυσυζητημένο θέμα σχετικά μέ τήν καύση τῶν νεκρῶν, μέ τά ἐπιχειρήματα τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς τακτικῆς αὐτῆς νά εἶναι πολλά,τήν ὁποία θέλουν νά ἐφαρμόσουν καί στή δική μας χώρα.
Ἕνα, μάλιστα, ἀπό τά κυριότερα ἐπιχειρήματα πού θέτουν,ἴσως τό πιό βασικό, ἀποτελεῖ το χωροταξικό ἀδιέξοδο γιά την ταφή τῶν νεκρῶν, ἀφοῦ μέ τά προβλήματα τῶν μεγαλουπόλεων θεωρεῖται πρακτικότερη ἡ ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν.
Στό βασικό αὐτό τους ἐπιχείρημα, θά πρέπει νά σημειώσουμε δύο πράγματα. Πρῶτον,ὅταν χρειάζονται νά καλυφθοῦν ἄλλες ἀνάγκες τῆς κοινωνίας, πάντοτε βρίσκεται ὁ κατάλληλος χῶρος, χωρίς ἰδιαίτερη δυσκολία. Δεύτερον, στόν δικό μας τόπο, ἀλλά καί σέ ὅλο τον ὀρθόδοξο κόσμο, εἶναι ἔντονη ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων να διατηρηθεῖ ἡ μνήμη τοῦ νεκροῦ τους ἄσβεστη, μέ ὅλες ἐκεῖνες τίς ἐκδηλώσεις πού συνάδουν στή διατήρησή της (μνημόσυνα, τρισάγιο στόν τάφο τοῦ νεκροῦ κ.ἄ.). Αὐτό συνακόλουθα σημαίνει καί τήν ὕπαρξη τάφου πού θά διατηρεῖ ζωντανή τή μνήμη τοῦ κεκοιμημένου, ἡ ὁποία θά θυμίζει συνάμα τις ρίζες καί τήν Παράδοσή μας.
Ὅποτε, αὐτή ἡ ἀνάγκη τῶν ζωντανῶν πρός τούς νεκρούς ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση καί σύγκρουση μέ τό κύριο αὐτό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται ἀπό ἀρκετούς πολιτικούς, κοινωνικούς καί ἄλλους κύκλους.
Οἱ κύκλοι αὐτοί, προσπαθώντας νά ἐπιβάλουν τά ἐπιχειρήματά τους, ἰσχυρίζονται ἀκόμα ὅτι ὁ Θεός δέν θά ἀναστήσει μόνο αὐτούς πού τάφηκαν, ἀλλά καί αὐτούς οἱ ὁποῖοι κάηκαν.
Τό ἐπιχείρημα αὐτό, ἀσφαλῶς, δέν βρίσκει ἀντίθετη τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ στή Δευτέρα Παρουσία ὅλοι ὅσοι ἔζησαν σέ αὐτόν τόν κόσμο,μέ ὅποιο τρόπο κι ἄν ἔφυγαν ἀπό αὐτή τή ζωή, θά ἀναστηθοῦν μέ τά σώματά τους ἀρτιμελῆ. Τό ἐπιχείρημα, ὅμως, ὅτι κάποιοι ἀπό τούς Ἁγίους της Ἐκκλησίας μας, π.χ οἱ Ἅγιοι Δεκατέσσερεις Ὁσιομάρτυρες τῆς Καντάρας πού κάηκαν ἀπό τούς τότε Λατίνους κατακτητές, ἁγίασαν παρ’ ὅλο πού κάηκαν, μόνο ὡς κακόγουστο ἀστεῖο μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ, διότι ἄλλο θέμα εἶναι νά ἐπιθυμεῖ κάποιος μετά θάνατον νά καεῖ καί ἄλλο νά ὁδηγεῖται στό μαρτύριο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἐδῶ θά πρέπει νά σημειώσουμε χωρίς περιστροφές, γιά νά γίνει ξεκάθαρο, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται την καύση τῶν νεκρῶν, ἀλλά ἀντιθέτως γιά λόγους καθαρά θεολογικούς ὑποστηρίζει τήν ταφή τῶν νεκρῶν σωμάτων.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Θεολογία τό σῶμα δέν ὑποτιμᾶται καί δέν μπαίνει σέ δεύτερη μοίρα ἐν σχέσει μέ τήν ψυχή. Ἡ Ἐκκλησία δέν υἱοθετεῖ τις ἀντιλήψεις τῶν, κατά διαφόρων καιρῶν καί ἐποχῶν, φιλοσόφων, π.χ. τοῦ Πλωτίνου ὁ ὁποῖος ντρεπόταν ἐπειδή εἶχε σῶ μα, καί γενικά τήν ἀποστροφή τοῦ σώματος σέ κάποιες εἰδωλολατρικές ὁμάδες, τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει ὡς αἱρετικές. Τό σῶμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἱερό καί, σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν Α΄ προς Κορινθίους Ἐπιστολή, ἀποτελεῖ ναό καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ὁμιλεῖ γιά ἁγιασμό τοῦ ἀν θρώπου, δέν ἐννοεῖ μόνο ἁγιασμό τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τοῦ σώματος. Τρανταχτό παράδειγμα τούτου ἀποτελοῦν τά λείψανα τῶν Ἁγίων μας. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τά τιμᾶ, τά λιτανεύει, τά θέτει σέ προσκύνηση καί τά φυλάσσει μέ τόν πρέποντα σεβασμό.
Ἡ ταφή τῶν νεκρῶν συνδέεται ἄμεσα μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων. Ὁ νεκρός τίθεται στό μνῆμα, ὅπως ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ στή γῆ. Τό σιτάρι θα σαπίσει, θά ἀλλοιωθεῖ, ἀλλά ἀπό αὐτό θά προέλθει ἕνα νέο φυτό, ζωντανό. Τό ἴδιο καί ὁ νεκρός. Θά ἀποσυντεθεῖ τό σῶμα του, θά γίνει ἕνα μέ τή γῆ ἀπό τήν ὁποία προῆλθε, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία προσδοκᾶ τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία οἱ νεκροί θά ἐγερθοῦν. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐξάλλου, κατετέθη ἀπό τούς μαθητές του σέ μνῆμα, ἀπό τό ὁποῖο ἠγέρθη καί πρόβαλε ἔτσι ἀπό τοῦ τάφου ἡ ὄντως Ζωή. Ἐκεῖ πού ὑπάρχει πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ -πού προμηνύει καί τή δική μας ἀνάσταση- ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ να ἀντιμετωπίσει ὀρθά καί τό γεγονός τοῦ θανάτου.
Ἀντίθετα, στή σημερινή κοινωνία, οἱ πάντες σχεδόν, προσπαθοῦν νά ἀποσιωπήσουν το γεγονός τοῦ θανάτου. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐπιδιώκει την ἀπεμπόληση τοῦ θανάτου καί γι’ αὐτό ἐπιθυμεῖ τήν ἐξαφάνιση τοῦ νεκροῦ σώματος πού παραπέμπει σέ αὐτόν, σέ ἀντίθεση με τήν ταφή πού διατηρεῖ τή μνήμη τοῦ νεκροῦ καί κατ’ ἐπέκταση τοῦ θανάτου. Δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι το μόνο σίγουρο στόν ἄνθρωπο εἶναι ὅτι μία μέρα θά ἀποθάνει καί θά ἀπέλθει ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Ὅσο κι ἄν προσπαθοῦν νά ἀποσιωπήσουν τό γεγονός αὐτό, νά τό θέσουν ἔξω ἀπό τη ζωή, ὁ θάνατος θά συμβεῖ. Ἄλλωστε, κάθε νέα γέννηση ἑνός ἀνθρώπου προμηνύει καί ἕνα νέο θάνατο.
Τελειώνοντας τίς πιό πάνω σκέψεις σχετικά μέ τό πολυσυζητημένο θέμα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν, ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιβάλλει - καί δέν πρέπει νά ἐπιβάλει- τον ἐνταφιασμό τῶν νεκρῶν σέ κανένα πού δέν τό ἐπιθυμεῖ και ἰδιαίτερα σέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκειῶν. Ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά πρέπει νά γίνει σεβαστή ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί νά μήν προσπαθοῦν να τῆς ἐπιβάλουν ἤθη πού δέν συνάδουν μέ τό ἦθος καί τή διδασκαλία της.
"Παρέμβαση Εκκλησιαστική". Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου 2011.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2011

O Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος για την καύση των νεκρών και το αποτεφρωτήριο στο Μαρκόπουλο




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ & ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ- 19004 ΣΠΑΤΑ ΑΤΤΙΚΗΣ
Τηλ: 210-6632687, fax: 210-6025101
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 68Η
Πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς μας πιστοὺς

ΘΕΜΑ: «Γιὰ τὴν καύση»
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες πληροφορηθήκαμε ὅτι τὸ Δημοτικὸ Συμβούλιο Μαρκοπούλου ὁμόφωνα ἀπεφάσισε τὴν λειτουργία ἀποτεφρωτηρίου σὲ δημοτικὴ ἔκταση δίπλα ἀπὸ τὸ Κοιμητήριο.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ δημιουργία τέτοιων χώρων ἔχει πλέον νομοθετικὰ ἀποφασισθεῖ καὶ ρυθμισθεῖ, ὁπότε περιττεύει κάθε πρωτοβουλία παρεμπόδισης ἢ καὶ δημόσιας κριτικῆς τέτοιων ἀποφάσεων, ἰδίως ὅταν αὐτὲς ἐκφράζονται ἀπὸ ἐκλεγμένα ὄργανα. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νὰ πράξει κατὰ συνείδηση καὶ ἐπιλογή. Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀναφαίρετο δικαίωμα.

Κατόπιν τούτου, ἀρχικὴ σκέψη μας ἦταν μᾶλλον νὰ σιωπήσουμε, παρὰ τὸ ὅτι ἡ ἐπιδειχθεῖσα σπουδὴ ἀπὸ τὸν Δῆμο Μαρκοπούλου, μάλιστα πρὶν ἀπὸ ἄλλους μεγάλους Δήμους, ὅπως τουλάχιστον τῆς Ἀθήνας καὶ τοῦ Πειραιᾶ, μὲ τὴν πρόφαση τῆς ἐπείγουσας ἀνάγκης ἢ τῆς ὑποδειγματικῆς εὐαισθησίας, ἀφήνει πολλὰ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὰ κίνητρα τῆς ἀποφάσεως καὶ ἐνδεχομένως τὴν ἀποτελεσματικότητά της.
Μὲ μεγάλη μας ὅμως ἔκπληξη εἴδαμε ὅτι ἡ Δημοτικὴ Ἀρχή, ποὺ πιστεύουμε νὰ μὴν ἀμφισβητεῖ τοὺς διακριτοὺς ρόλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ πολιτείας, ἐντελῶς αὐθαίρετα, ἐπειδὴ προφανῶς πιστεύει ὅτι τὸ ὅλο θέμα σαφῶς ἀφορᾶ καὶ τὴν Ἐκκλησία, στὸ ἀνακοινωθὲν ποὺ ἐξέδωσε ἐξηγεῖ τὸ ποιὰ εἶναι ἡ ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐπὶ τοῦ θέματος. Ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι ὅπως ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι ἁρμόδιος νὰ μᾶς πληροφορήσει περὶ τῶν ἀρχῶν λειτουργίας τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, κατὰ ἀνάλογο τρόπο καὶ ἡ ὅποια δημοτικὴ ἀρχὴ δὲν εἶναι ἁρμόδια νὰ μᾶς ἀναλύσει τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὴν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν σωμάτων. Ἂν δὲν ὑπῆρχε σπουδή, καὶ μὲ δεδομένη τὴν καλὴ διάθεση, θὰ μποροῦσαν πρὶν ἀποφασίσουν οἱ Δημοτικοί μας ἄρχοντες –ἀφοῦ μάλιστα ἤθελαν νὰ λάβουν, ὅπως φαίνεται, ὑπόψη τους τὴν ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας- νὰ ἀπευθύνονταν στὸν τοπικὸ Ἐπίσκοπο ἢ νὰ συμβουλεύονταν τοὺς Ἱερεῖς τοῦ Μαρκοπούλου ἢ ἀκόμη καὶ νὰ ρωτοῦσαν τὴν Ἱερὰ Σύνοδο. Δυστυχῶς, αὐτὸ δὲν ἔγινε τότε ποὺ ἔπρεπε. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ὀφειλετικῶς ἐπιχειροῦμε τώρα νὰ ἐνημερώσουμε τὸν πιστό μας λαό.
Ἡ ἐπίσημη θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως διατυπώθηκε μὲ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας της εἶναι κάθετα ἀντίθετη μὲ τὴν πρακτικὴ τῆς καύσης τοῦ σώματος: «ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τὴν καῦσιν τῶν νεκρῶν ὡς θεσμὸν ἀπάδοντα πρὸς τὴν παράδοσιν Αὐτῆς» (Ἐγκύκλιος ὑπ’ ἀριθμ. 2734 τοῦ 2002). Μάλιστα ἡ τελευταία ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, στὴν Συνεδρία τῆς 12ης Μαΐου 2010, λέγει: «Γιά τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ συνιστᾶ ὡς μοναδικὸ τρόπο ἀποσυνθέσεως τοῦ νεκροῦ σώματος τὴν ταφὴ σύμφωνα μὲ τὴν ἁγία Διδασκαλία Της καὶ τὴν ἀπό αἰώνων Παράδοσή Της». Κατόπιν τούτου, ἡ τέλεση τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας γιὰ ὅσους ἀποφασίζουν προηγουμένως νὰ ἀποτεφρωθοῦν εἶναι προβληματική. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀσφαλῶς δὲν ἔχει λόγο γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους καὶ φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιμείνει γι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἴτε ἐπιλέγουν τὴν πολιτικὴ κηδεία εἴτε δέχονται νὰ φύγουν χωρὶς ἐκκλησιαστικὴ ἱεροπραξία. Ἀντιλαμβάνεται ὅμως κανεὶς τὸ πρόβλημα ποὺ θὰ δημιουργηθεῖ στὶς περιπτώσεις ποὺ κάποιοι ζητοῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ παραβεῖ τὶς ἀρχὲς καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη της. Οὔτε τὶς ἀκολουθίες μποροῦμε νὰ ἀλλάξουμε οὔτε φυσικὰ τὴν παράδοση καὶ τὴν πίστη μας νὰ ἀλλοιώσουμε.
Τελικὰ μὲ πρόφαση τὰ ὅποια οἰκονομικὰ ὀφέλη, ἐντελῶς ἀβίαστα κάποιοι ἐπιδιώκουν νὰ εἰσαγάγουν πρωτόγνωρα ἤθη, ποδοπατῶντας ἱερὲς διαχρονικὲς παραδόσεις καὶ περιφρονῶντας τὴν ἐκκλησιαστική μας συνείδηση. Μπορεῖ τὰ κοιμητήρια νὰ εἶναι δημοτικὲς ἐπιχειρήσεις, ἀλλὰ ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία καὶ ἡ ταφὴ ἀποτελοῦν ἀποκλειστικὰ ὑπόθεση τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία εἶναι ὑποχρεωμένη αὐτὴ νὰ τελεῖ γιὰ ὅσους τῆς τὸ ζητοῦν μὲ τοὺς δικούς της καὶ μόνον ὅρους. Ὁ Ἐπίσκοπος ἀσφαλῶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὴ γνωμοδότηση τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου. Ἐπιβάλλεται νὰ ἀκολουθεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὶς ἐπιταγὲς τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τὴν ἀρχιερατικὴ συνείδησή του. Τυχὸν ἐπιμονὴ τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου στὴν ἀπόφασή του πιθανὸν νὰ προκαλέσει ἔντονα κοινωνικὰ προβλήματα, στὰ ὁποῖα τὴν λύση δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ δώσει ἡ Ἐκκλησία. Ἐμεῖς δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ὑποκύψουμε σὲ τετελεσμένα γεγονότα. Γι’ αὐτὸ καὶ ζητοῦμε ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Συμβούλιο νὰ ἐπανεξετάσουν τὸ ὅλο θέμα μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ καὶ σύνεση, διότι ἡ εὐθύνη θὰ ἐπιβαρύνει ἀποκλειστικὰ τοὺς ἴδιους.
Πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀπόφαση ἦταν μᾶλλον βιαστικὴ, μὲ κίνητρο τὴν ἐνδεχόμενη ἐπίλυση οἰκονομικῶν προβλημάτων τοῦ Δήμου. Μὲ κανέναν τρόπο δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε ὅτι τὸ Δημοτικὸ Συμβούλιο εἶχε διάθεση ἀντιπαράθεσης μὲ τὴν Ἐκκλησία ἢ πρόκλησης τοῦ αἰσθητηρίου τοῦ πιστοῦ λαοῦ, μέσα στὸν ὁποῖο αἰσθανόμαστε πὼς καὶ οἱ ἴδιοι ἀνήκουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐλπίζουμε ὅτι μὲ ὡριμότερη σκέψη θὰ μποροῦσε τὸ ὅλο σκεπτικὸ νὰ ἀξιολογηθεῖ ὀρθότερα καὶ ἡ Ἀπόφαση τοῦ Δήμου νὰ ἀλλάξει κατεύθυνση.
Ἐμεῖς θεωροῦμε ὅτι, τουλάχιστον γιὰ τὶς δύσκολες μέρες ποὺ περνοῦμε, αὐτὸ ποὺ μὲ εὐαισθησία καὶ σοβαρότητα προέχει νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὡς ὀξύτερο πρόβλημα δὲν εἶναι βέβαια ἡ καύση τῶν νεκρῶν στὰ Μεσόγεια, ὅσο ἡ καθολικὴ κινητοποίησή μας γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν πνευματικὰ νεκρῶν ἀφ’ ἑνὸς καὶ τὴ συντήρηση τῶν φτωχῶν, τῶν πεινασμένων, τῶν πολλῶν ἀναγκεμένων συνανθρώπων μας ἀφ’ ἑτέρου. Ἂν ὑπάρχουν κάπου χρήματα, γιατί αὐτὰ νὰ μὴ δοθοῦν στὴ βελτίωση τῶν συνθηκῶν ἐπιβίωσης τόσων ἀνθρώπων ποὺ ὑποφέρουν καὶ νὰ δίνονται σὲ ἀμφίβολες οἰκονομικὰ καὶ πολυσυζητημένες ἠθικοπνευματικὰ ἐπενδύσεις; Ἀντὶ νὰ ἐπενδύουμε σὲ ἀποτεφρωτῆρες νεκρῶν, πιστεύουμε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπενδύουμε σὲ ἐνδιαφέρον γιὰ αὐτοὺς ποὺ παλεύουν νὰ ζήσουν. Καὶ αὐτὸ θὰ κάνουμε ὡς Ἐκκλησία στὰ Μεσόγεια. Ἡ τιμὴ τῶν νεκρῶν συμβαδίζει μὲ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ζωντανούς.
Σίγουροι πὼς οἱ Δημοτικοί μας ἄρχοντες τοῦ Μαρκόπουλου θὰ ἀκούσουν τὴν ἀνιδιοτελῆ φωνή μας, καὶ ἕτοιμοι ὡς τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ συμβάλουμε μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μας σὲ κάθε ὑγιῆ κοινωνικὴ προσπάθεια καὶ πρωτοβουλία τοῦ Δήμου, ἐπαναλαμβάνουμε τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς «ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β΄ Θεσ. β΄ 15) καὶ εὐχόμαστε ὅπως ὅλοι μαζὶ εἰρηνεύοντες καὶ ὁμονοοῦντες ὑποδεχθοῦμε τὸν ἐναθρωπήσαντα Κύριο καὶ ἑορτάσουμε

ΚΑΛΑ καὶ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Μετὰ πολλῆς τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης

† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικόλαος

Παρασκευή, Οκτωβρίου 21, 2011

Η ΚΑΥΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

 


Η ΚΑΥΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΤΗΤΑΣ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή
Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας 
  

    Τα τελευταία χρόνια πολύς λόγος γίνεται για την καύση των νεκρών. Οι θιασώτες της καύσης των νεκρών αγωνίζονται για την καθιέρωσή της, επικαλούμενοι λόγους έλλειψης χώρου, λόγους υγιεινής και λόγους συναισθηματικούς. Συχνά τους συναντούμε στα Μέσα μαζικής ενημέρωσης να προσπαθούν να μας πείσουν για τα πλεονε­κτήματα της καύσης, έναντι της ταφής.
Η πρακτική της καύσης των νεκρών συναντάται σε ανατολικά θρη­σκεύματα όπως τον Ινδουισμό. Εκεί το σώμα δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία. Αντίθετα ταυτίζεται με τον πόνο και την φθορά καθώς ο άνθρω­πος με το θάνατο του απελευθερώνεται από την καταδυνάστευση του υλικού σώματος. Γι’ αυτά τα θρησκεύματα ο πόνος ταυτίζεται με την ύλη. Ο άνθρωπος βρίσκεται δεσμευμένος σ' έναν διαρκή κύκλο γεννήσε­ων και επαναγεννήσεων. Ο άνθρωπος καλείται ν' αποδεσμευθεί από την τροχιά αυτού του κύκλου και να εισέλθει στο νιρβάνα που ταυτίζεται με την απελευθέρωση από την καταδυνάστευση της υλικής μας φύσεως. Κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων μετενσαρκώσεων, ο άνθρωπος αποβάλλει την υλική του φύση η οποία ταυτίζεται με τον πόνο81.
Η ταφή των νεκρών είναι πρωταρχικό σημείο στην αναγνώριση της θρησκευτικής συνείδησης των ανθρώπων. Η ταφή διαφοροποιεί τον έλλογο άνθρωπο από τα λοιπά έμβια όντα, αλλά και από την άλογη δημιουργία και τον αναδεικνύει όν με θρησκευτική συνείδηση. Έτσι, η ταφή, αντίθετα με την καύση, συμπλέει με την φύση και εκφράζει την παράδοση του σώματος στις συνθήκες της φύσεως. Στην περίπτωση της καύσεως, το σώμα εκτίθεται στη βιαιότητα των στοιχείων της φύσεως ή στην αδηφάγο μανία της τεχνολογίας. Κατά τη χαρακτηριστική έκφραση ενός διορατικού γέροντα, η καύση των νεκρών συνιστά πολι­τισμένη ανθρωποφαγία και ταυτόχρονα αποτελεί και σύμβολο του σύγχρονου μηδενισμού82.
Με την καύση των νεκρών υποτιμάται ή υλη και κατά συνέπεια είναι έμμεση αποδοχή όλων εκείνων των γνωστικών αιρέσεων των πρώτων αιώνων που απέρριπταν την ιερότητα του υλικού σώματος. Οι Μανιχαίοι υποστήριζαν ότι το υλικό σώμα ταυτίζεται με το κακό και ότι είναι προορισμένο να καταδικασθεί83.
Στον Χριστιανισμό η υλική μας φύση, το υλικό μας σώμα, δεν είναι η πηγή του πόνου. Πηγή του πόνου και παθών μας είναι η αμαρτία. Δια της αμαρτίας εισήλθε στον κόσμο η φθορά και ο θάνατος. (Ρωμ. 5,12). Πριν το προπατορικό αμάρτημα, ο άνθρωπος δεν καταδυναστεύετο από την αμαρτία και κατά συνέπεια ήταν ελεύθερος από τον πόνο, τη φθορά και το θάνατο. Η ύλη δημιουργήθηκε από το Θεό (Γεν. 1,1). Το υλικό μας σώμα δημιουργήθηκε από τον Θεό (Γεν. 2,7), εξ ούκ όντων (Β' Μακ. 7,28), όχι από κάποια προϋπάρχουσα ύλη, αλλά εκ του μηδενός. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι δημιουργήθηκαν από το μηδέν αλλά και ότι η ουσία των υλικών μας σωμάτων είναι διαφορετική από την ουσία του Θεού. Γι'αυτό το λόγο δεν πρέπει να ειδωλοποιείται και να προσκυνεί­ται ως Θεός. Ο Θεός είναι άκτιστος και άναρχος. Αντίθετα η ύλη είναι κτιστή, δημιούργημα του Θεού. Το σώμα μας δεν είναι η φυλακή της ψυχής, δεν είναι μέσο καταδυνάστευσης και υποδούλωσης της ψυχής μας, αλλά ναός του Αγίου Πνεύματος. «Η ούκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ου έχετε από Θεού και ούκ εστέ εαυτών» (Α' Κορ. 6,19), αναφέρει ο Απόστολος Παύλος τονίζο­ντας την μεγάλη ιερότητα του ανθρωπίνου σώματος. Το ονομάζει ναό του Αγίου Πνεύματος και με αυτό τον τρόπο μας διδάσκει να το σεβό­μαστε από την έναρξή του μέσα στην μήτρα έως και του θανάτου.
Η ψυχή περιφρουρείται μέσα στο σώμα που το μεταμορφώνει σε ναό. Το σώμα που διαφυλάσσει τον θησαυρό της ψυχής δεν είναι φυλα­κή. Ένα σώμα όμως που εν ζωή δεν το σεβασθήκαμε, ούτε καν φιλόζωα το διατηρήσαμε, που βιολογικά μεν το περιποιηθήκαμε στα εργαστή­ρια, ουσιαστικά όμως το καταστρέψαμε στην πρακτική της ζωής, ένα σώμα που και η ίδια η ψυχή μας το αγνόησε, και αντί μαζί του να επιτελέσει τον ιερο-υπουργικό σκοπό της, ικανοποίησε τις φιλήδονες τάσεις της και τις αμαρτωλές διαθέσεις της, και μάλιστα με την απο­δοχή και την νομική κάλυψη της κοινωνίας, αυτό το σώμα είναι εύκολο αυτή η κοινωνία και ψυχή να θέλουν να το κάψουν για να ολοκληρώ­σουν το έργο τους και να εξαφανίσουν την ασέβειά τους.
Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός μας σ' αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μίας ιερουργίας, που μέσα του επιτελείτο - της σωτηρίας της ψυχής - και την υπόμνηση μίας άλλης που τώρα «αγνώστως» συνεχίζεται έξω από αυτό - της δόξης της ψυχής .
Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την «ετέρα μορφή» του, (Μάρκ. 16,12), την αναμόρφωσή του «εις το αρχαίον κάλ­λος». Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδι­αίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς84.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας λέγει: «Σέβομαι λοιπόν την ύλη και τη θεωρώ σαν κάτι ιερό και την προσκυνώ, μια και μέσω αυτής συντελέστηκε η σωτηρία μου, και τη σέβομαι όχι ως Θεό, αλλά ως κτί­σμα γεμάτο θεία ενέργεια και χάρη»85. Η ύλη είναι κάτι το ιερό. Αυτό δεν σημαίνει ότι την προσκυνούμε ως Θεό, διότι τότε οδηγούμαστε στην ειδωλολατρεία, αλλά την σεβόμαστε και την χρησιμοποιούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και τούτο διότι δημιουργήθηκε από τον ίδιο το Θεό, αλλά και επίσης διότι, δια της προσλήψεώς της από τον Θεό συντελέστηκε η σωτηρία μας. Ο Λόγος «σαρξ εγένετο» (Ιωάν. 1,14) και δια της ενανθρωπήσεως, ο Λόγος του Θεού προσέλαβε υλικό σώμα και ανακαίνισε, ζωοποίησε, αγίασε, θέωσε, καταξίωσε την υλική μας φύση.
Με την ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού (Ιωάν. 1,14), η ύλη ανακαινίζεται. Ο Θεός Λόγος προσέλαβε ανθρώπινη ψυχή και υλικό σώμα, όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος: «ού γαρ δήπου αγγέ­λων επιλαμβάνεται, αλλά σπέρματος Αβραάμ επιλαμβάνεται. Όθεν ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι, ίνα ελεήμων γενηται και πιστός αρχιερεύς τα προς τον Θεόν, εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρ­τίας του λαού» (Εβρ. 2, 16-17), και επίσης «επεί ούν τα παιδία κεκοι-νώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου κατάργηση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτεστί τον διάβολον» (Εβρ. 2, 14).
Το γεγονός της Μεταμορφώσεως υπογραμμίζει την σπουδαιότητα που έχει το ανθρώπινο σώμα. Η Μεταμόρφωση αποτελεί την τέλεια καταξίωση του αισθητού και της ύλης. Στο όρος Θαβώρ, η δόξα της θεότητας, εξαιτίας της θείας ενσαρκώσεως, φανερώθηκε ως δόξα και κάλλος του σώματος, δόξα και κάλλος της κτίσεως, που ως «δοχείο», δέχεται την ενέργεια του Θεού. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ανα­φέρει ότι «προσκυνώ πάντα ναόν Θεού άγιον και πάν εφ' ώ Θεός ονο­μάζεται ού δια την αυτών φύσιν, αλλ' ότι θείας ενεργείας εισί δοχεία»86.
Μετά τη Σταύρωση το Πανάγιο Σώμα του Κυρίου μας δεν κάηκε από τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίας και τον Νικόδημο, αλλά ενταφιάστηκε με ιδιαίτερη τιμή αφού το ενετύλιξαν με καθαρά σινδόνη, «και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά και έθηκεν αυτό εν τω καινώ μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν» (Ματθ. 28,59-60). Η Ανάστα­ση του Χριστού δεν ήταν απλά ανάσταση του πνευματικού Του στοι­χείου όπως υποστηρίζουν κάποιοι αιρετικοί87, αλλά αναστήθηκε πραγ­ματικά ο Χριστός μαζί με το υλικό του σώμα το οποίο έγινε βέβαια άφθαρτο. Το Πανάγιο Σώμα Του «διαφθοράν ουκ οίδεν», όπως ψάλ­λουμε στον περίφημο κανόνα το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά αφθαρτοποιήθηκε. Ο Πανάγιος τάφος στον οποίο ενταφιάστηκε, από τόπος θρήνου έγινε «όλβιος» και ζωηφόρος, από σκοτεινός έγινε φωτεινός μετά τον ενταφιασμό του Κυρίου μας.
Η σωτηρία δεν απευθύνεται μόνο στην ψυχή του ανθρώπου, αλλά και στο σώμα του, το οποίο πιστεύουμε ότι θ' αναστηθεί. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Αυτό είναι ένα μέγα μυστήριο το οποίο το παρουσιάζει ο Απόστολος Παύλος ως εξής: «Ιδού μυστήριον υμίν λέγω, πάντες μεν ου κοιμησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα, εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι, σαλπίσει γάρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγησόμεθα. Δεί γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν. Όταν δε το φθαρτόν τούτο ενδύσηται αθανασίαν, τότε γενήσεται ο λόγος ο γεγραμμένος. Κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος. Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου άδη το νίκος;». (Α' Κορ. 15, 51-55).
Ο σωματικός θάνατος είναι διάσπαση αρμονίας, διακοπή της συλλειτουργίας ψυχής και σώματος, πρόσκαιρος χωρισμός της ψυχής από το σώμα μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Η ανθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται, ούτε διαλύεται, διότι ο Θεός την δημιούργησε πνευματική. Περιμένει το «κέλευσμα» (παράγγελμα) του Χριστού κατά τη Δεύτερη Παρουσία Του (Α' Θεσ. 4,16), για να ξαναενωθεί με το αναστημένο σώμα ώστε να ζήσει αιώνια μαζί του.
Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι «ει γάρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει σύν αυτώ». (Α' Θεσ. 4,14). Εφόσον αναστήθηκε ο Ιησούς πραγ­ματικά άνοιξε και σε εμάς τον δρόμο για να βιώσουμε και την δική μας ανάσταση. Αυτό είναι το περιεχόμενο της ελπίδας μας διότι «ελπίζω» στο Χριστό δεν σημαίνει ότι έχω απλά ένα προαίσθημα για αισιόδοξη έκβαση των πραγμάτων, αλλά σημαίνει αναμένω, την εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού.
Οι νεκροί δεν είναι «πεθαμένοι», αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετού­νται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσ­δοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο «νεκροταφεία» και επιμένει στον όρο «κοιμητήρια». Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικούς, αλλά για πνευματικούς. Νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει), αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης κατάστασης τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται88.
Στον Χριστιανισμό το υλικό σώμα του ανθρώπου δεν καταδικάζε­ται, αλλά εξαγιάζεται. Δεν υποτιμάται, αλλά ανυψώνεται. Δεν κατα­στρέφεται, αλλά σώζεται. Δεν αποβάλλεται, αλλά θεώνεται. Αγιάζε­ται, φωτοδοτείται όπως συνέβη στο σώμα του Κυρίου μας, κατά την Μεταμόρφωσή Του, αν και πεθαίνει θ' αναστηθεί όπως συνέβη με την ανάσταση του Κυρίου μας, δεν υποβιβάζεται, αλλά ανυψώνεται όπως αναλήφθηκε ο Κύριος μας και εκάθισεν εν δεξιά του Πατρός.
Η υπεράσπιση της καύσεως των νεκρών είναι μία έμμεση απόρριψη της τιμής και προσκύνησης των ιερών λειψάνων. Ουσιαστικά οι υπέρ­μαχοι της καύσης αρνούνται ότι η τιμή και η προσκύνηση αποτελεί ένα ουσιαστικό γνώρισμα της ορθόδοξης πνευματικής ζωής. Η υπεράσπιση της καύσης των νεκρών, αποτελεί έκφραση και μία πτυχή της εικονομαχικής κακοδοξίας. Οι εικονομάχοι δεν εστρέφοντο μόνο εναντίον της προσκύνησης των ιερών εικόνων, αλλά και της προσκύνησης των ιερών λειψάνων. Άλλωστε η εικονομαχία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ανα­βίωση της μανιχαϊστικής κακοδοξίας.
Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος (787) στον δογματικό Όρο της, μεταξύ των άλλων αναφέρει: «Τους ούν τολμώντας ετέρως φρονείν ή διδάσκειν ή κατά τους εναγείς αιρετικούς τας εκκλησιαστικός παρα­δόσεις αθετείν και καινοτομίαν τινα επινοείν ή αποβάλλεσθαι τι εκ των ανατεθειμένων τη εκκλησία ευαγγέλιον ή τύπον του σταυρού ή εικονικήν αναζωγράφησιν ή άγιον λείψανον μάρτυρος, ή επεινοείν σκολιώς και πανούργως προς το ανατρέψαι έν τι των ενθέσμων παραδό­σεων της Καθολικής Εκκλησίας έτι γε μην ως κοινοίς χρήσθαι τοις ιεροίς κειμηλίοις ή τοις ευαγέσι μοναστηρίοις, επισκόπους μεν όντας ή κληρικούς καθαιρείσθαι προστάττομεν, μονάζοντας δε ή λαϊκούς της κοινωνίας αφορίζεσθαι»89.
Η χριστιανική λατρεία είναι πνευματική και λογική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι περιφρονεί και απομακρύνει το υλικό στοιχείο. Τα υλικά και αισθητά σημεία αποτελούν στα μυστήρια το απαραίτητο εξωτερικό και φυσικό στοιχείο για τη μετάδοση της αόρατης χάρης του Θεού. Την ενότητα του υλικού και πνευματικού στοιχείου στη λατρεία, τη θεσμοθέτησε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Αυτό το βλέπουμε στον άρτο και τον οίνο της θείας Ευχαριστίας και στην «εξ ύδατος και Πνεύμα­τος» αναγέννηση στο βάπτισμα, που και εκεί τα υλικά στοιχεία εξαγιάζονται. Ωστόσο και σε άλλες περιπτώσεις, ο Χριστός και οι Από­στολοι χρησιμοποίησαν υλικά στοιχεία στις θεραπείες και στη μετάδο­ση των δωρεών του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός θεράπευσε τον εκ γενετής τυφλό, αλείφοντας τα μάτια με πηλό και στέλνοντας τον να πλυθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ (Ιωάν. 9,6). Η αιμορροούσα θεραπεύθη­κε με την αφή του ιματίου του Χριστού (Λουκ. 8,44). Οι Απόστολοι χρησιμοποίησαν λάδι για τις θεραπείες που έκαναν (Μάρκ. 6,13)90.
Μέσα στην ορθόδοξη θεολογία διατυπώνεται η μεγάλη αλήθεια της διάκρισης ουσίας και ενεργείας στο Θεό. Οι πιστοί προσκυνούμε, τιμούμε και ασπαζόμεθα τα ιερά λείψανα των αγίων μας ως μετέχοντα στην άκτιστη Χάρη του Θεού.
Η μέθεξη της θείας Χάριτος από τον άνθρωπο συνδέεται στενότατα με τη δυνατότητα του κτιστού να αναπτύσσει πραγματική σχέση με τον υπερβατικό και άκτιστο Θεό. Όταν λέμε ότι μετέχουμε σε κάτι, παρατη­ρεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σημαίνει ότι έχουμε κάποιο μέρος από αυτό, στο οποίο μετέχουμε. Αν δεν έχουμε κάποιο μέρος, αλλά μετέχου­με σ' όλο το μετεχόμενο, τότε δεν μπορούμε να λέμε ότι μετέχουμε σ' αυτό, αλλά ότι το έχουμε.
Η άκτιστη ενέργεια του Θεού μερίζεται «αμερίστως». Έτσι είναι δυνατόν και να μετέχεται. Γι' αυτό όσοι αξιώνονται να μετέχουν στη θεοποιό χάρη, μετέχουν στην ενέργεια και όχι στην ουσία του Θεού. Η μέθεξη της Χάρης του Θεού από τον άνθρωπο θεμελιώνεται χριστολογικώς. Η μέθεξη αυτή ετοιμάστηκε προαιωνίως και πραγματώθηκε εν Χριστώ όπως μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος «κατ' ιδίαν πρόθεσιν και Χάριν την δοθείσαν ημίν εν Χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων» (Α' Τιμ. 1,9).
Αναφερόμενος ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στη μέθεξη της θείας Χάρης από τον όλο άνθρωπο, τη στηρίζει χριστολογικώς. Η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη θεότητα και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, αποτελεί το πρότυπο της χαρισματικής σχέσεως της θείας Χάρης με την ανθρώπινη φύση του κάθε πιστού. Όπως η θεότητα του Θεανθρώ­που, σημειώνει ο Άγιος, είναι κοινή στην ψυχή και στο σώμα του, έτσι και η χάρη του Αγίου Πνεύματος στους πνευματικούς ανθρώπους δια­περνώντας από τη ψυχή στο σώμα τους, παρέχει τη δυνατότητα στον όλο άνθρωπο να ενώνεται με το Θεό91.
Ο Άγιος Γρηγόριος φέρει το παράδειγμα της μετοχής του ανθρώπου στην ακτίνα του ηλίου. Ο μέτοχος των ηλιακών ακτίνων δεν μετέχει σ' όλες τις ακτίνες, ούτε φυσικά στην ύπαρξη ή την ουσία του ηλίου, αλλά στην φυσική απόρροιά του. Και όπως η ακτίνα του ηλίου παρα­μένοντας αχώριστη απ' αυτόν, μόνον αυτή γίνεται μεθεκτή από τους «ηλιουμένους», έτσι «ως κατ' αμυδράν εν αισθητοίς εικόνα και η θεοποιός χάρις»92.
Η άκτιστη θεία χάρη παρατηρεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, πέρα από το γεγονός ότι παρέχεται μέσα από τις λειτουργικές-μυστηριακές εκφάνσεις της Εκκλησίας, μεταδίδεται και από ζωντανούς χαρισματικούς φορείς της, όπως είναι οι άγιοι93. Οι άγιοι ως χαρισματούχοι πιστοί όχι μόνο μετέχουν, αλλά και μεταδίδουν την θεία χάρη, όχι μόνο ζούν μέσα σ' αυτήν, αλλά και ζωοποιούν άλλους μ' αυτήν. Έτσι κατανοείται και η θαυματουργική δύναμη των αγίων στην Εκκλησία. Όπως το πήλινο δοχείο, παρατηρεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν βρίσκεται κοντά στη φωτιά μεταδίδει την ενέργειά της σ' όποιον έχει την ανάλογη δεκτικότητα. Διαφορετικά όμως είναι τα πράγματα, όταν το πήλινο σκεύος βρεθεί έξω από το καμίνι. Τότε ενώ έχει μετάσχει στα αποτελέσματα, δεν εξακολουθεί να μετέχει και στις ενέργειες της φωτιάς. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της δημιουργικής ενέργειας του Θεού και για τον άγιο ως μέτοχο της θεοποιού χάριτος και ενέργειας.
Η άκτιστος θεοποιός χάρη είναι ενεργώς παρούσα όχι μόνο στους ζώντες, αλλά και στους κεκοιμημένους αγίους της Εκκλησίας. Την πραγματικότητα αυτή την βεβαι­ώνουν κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα τα θαύματα που γίνονται από τα τίμια λείψανα των αγίων. Άλλωστε οι πιστοί κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, προσκυνώντας τα άγια λείψανα και τις εικόνες των αγίων μετέχουν στην αγιαστική χάρη τους. Την ίδια αγιαστική χάρη δέχονται οι πιστοί φιλώντας το χέρι του λειτουργού, παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, όταν αυτοί παίρνουν αντίδωρο από το χέρι του. Η αγιαστική αυτή χάρη οφείλεται στην επαφή των χεριών του λει­τουργού με το σώμα του Χριστού κατά την τέλεση της θείας Ευχαρι­στίας94.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σημειώνει ότι όπως η θεότητα του Χριστού, δεν εγκατέλειψε το θεανθρώπινο σώμα κατά την τριήμερη ταφή και Ανάσταση Του, έτσι και η χάρη του Θεού, η εκθεωτική των αγίων, δεν εγκαταλείπει τα σώματα τους μετά το βιολογικό τους θάνα­το95. Γι' αυτό ακριβώς προσκυνώντας τα τίμια λείψανα μετέχουμε της θείας Χάριτος η οποία ακτινοβολείται από αυτά. Αυτός είναι ο θησαυ­ρός της Εκκλησίας. Η αφθαρσία και η θαυματουργία των λειψάνων είναι τεκμήριο θεώσεως του ανθρώπου, αφού η Χάρις του Θεού διαπορθμεύεται και σε ολόκληρο το σώμα. Αυτό το γεγονός είναι υψίστης σημασίας για την Εκκλησία96.
  Το ενδεχόμενο να παρουσιαστούν μεμονωμένες έστω περιπτώσεις καύσης στο μέλλον και η επιθυμία αποτροπής τους, ώθησε ορισμένους Ιεράρχες, εβδομήντα χρόνια νωρίτερα, να ζητήσουν την επιβολή κυρώ­σεων, προκειμένου να περιφρουρήσουν την Εκκλησία και την Παράδο­ση της.
Ο Κεφαλληνίας Γερμανός, υιοθετώντας την επιβολή κυρώσεων διετύπωσε ότι στην περίπτωση που δεν προβλεφθούν κυρώσεις, υπάρχει κίνδυνος η συγκεκριμένη «απραξία» ν' αποτελέσει «μικρόβιον καλ­λιέργειας του ζητήματος προς μελλοντικήν αυτού επικράτησιν και θυρίδα δια της οποίας θα διαρρεύσει η σαφής και ομοιόμορφος Ιερά Παράδοσις της Εκκλησίας».
Ο Ζακύνθου Χρυσόστομος σημείωσε ότι «Η Σεβάσμια Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος... δέον ν' απαγό­ρευση και καταδικάση απολύτως την καύσιν των νεκρών μη επιτρέπου­σα την τέλεσιν της νεκρώσιμου ακολουθίας και μνημοσυνών εις τους μέλλοντας να υποστώσι την τοιαύτην αποτέφρωσιν». Τελικά η Εκκλη­σία απέκρουσε ομοφώνως την πράξη καύσεως των νεκρών επιβάλλο­ντας και ανάλογα επιτίμια.
Έτσι, την 10 Οκτωβρίου του 1937, κατά τη συνεδρίαση της Ιεραρ­χίας, υπό την προεδρίαν του Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, συζητήθηκε για πρώτη φορά διεξοδικά το ζήτημα της καύσης των νεκρών από μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αφορμή της συζήτη­σης για την καύση, αποτέλεσαν κάποια δημοσιεύματα και όχι συγκε­κριμένα περιστατικά αποτέφρωσης. Τότε ο Κοζάνης Ιωακείμ είπε ότι «τοιούτο ζήτημα δεν δύναται να τεθή εν Ελλάδι» και ο Σάμου Ειρηναί­ος διατύπωσε την άποψη ότι «ζήτημα καύσεως των νεκρών δεν υπάρ­χει εν τη Εκκλησία ημών. Τινές εσχάτως υιοθέτησαν τούτο δημιογραφήσαντες97».
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η πρόσφατη εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου (27-3-2002), για το θέμα της καύσης των νεκρών. Η Ιερά Σύνοδος κατανοώντας ότι το θέμα ανακινείται από κάποιους κύκλους οι οποίοι, «μη κηδόμενοι της πατροπαραδότου χριστιανικής παραδό­σεως της αμωμήτου ημών πίστεως, διεισδύουν με παν μέσον επικοινω­νιακής μορφής, εις τας συνειδήσεις του συγχρόνου ανθρώπου, δηλητη­ριάζουν αυτάς και κλονίζουν τας βάσεις της πίστεως», εκφράζει την αγωνία της και επιθυμεί να διαφωτίσει το πλήρωμα της σχετικά με αυτό το φλέγον θέμα. Καλεί όλους τους εργάτες της, βοηθούμενοι από τα πρακτικά ημερίδος με θέμα «Ταφή ή καύσις των Νεκρών;» να δια­φωτίσουν όλους τους πιστούς και να υπογραμμίσουν ότι «η Εκκλησία απορρίπτει την καύσιν των νεκρών ως θεσμόν απάδοντα προς την παράδοσιν Αυτής, οριοθετεί την πίστιν Αυτής και τον σεβασμόν εις το ανθρώπινον πρόσωπον και κατ' επέκτασιν εις το σώμα του ανθρώπου, το οποίον αποτελεί ναόν και κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος»98.
Ο σύγχρονος κόσμος θέλει να κάψει τους νεκρούς. Του λείπει το αιώ­νιο, το θεϊκό, η τιμή του υλικού, το επέκεινα, το μετά ταύτα. Αρνείται τουλάχιστον να σκεφθεί τη ζωή που υπάρχει χωρίς να φαίνεται: Ούτε στα σπλάγχνα ως έμβρυο τη δέχεται, γι’ αυτό την καταστρέφει με τις αμβλώσεις, ούτε στον τάφο ως λείψανο, ούτε στη σκέψη ως αιώνιο πρό­σωπο, ούτε στον πόθο ως υπέρτατη αξία, ούτε στην ψυχή ως μυστική χάρη θέωσης. Τα δεσμά του, εδώ και τώρα σπάζουν μόνο κάτω από την πίεση της αιώνιας αλήθειας.
Καίμε ό,τι έχει αξία, ομορφιά και ζωή, ό,τι έχει χρόνο μέσα του και διάρκεια. Καίμε τα δάση, καίμε τις περιουσίες μας, καίμε τις αιώνιες αξίες με τους νόμους μας, (Αποποινικοποίηση της μοιχείας, νομιμοποί­ηση των αμβλώσεων κ.λ.π.). Τώρα θέλουμε να καίμε και τα σώματα μας. Όταν κάψουμε την υπόμνηση της αιώνιας προοπτικής και του θανάτου μας, θα έχουμε προσδώσει στο τοπίο της ζωής μας την εικό­να που αντικρύζουμε μπροστά σ’ ένα καμμένο δάσος. Η Εκκλησία δυσκολεύεται να ενταχθεί σε μία τέτοια πυρομανή λογική. Πνεύμονες της ζωής είναι τα δάση. Πνεύμονες της ψυχής είναι τα ιερά λείψανα99.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
81. Περισσότερα βλ. Γ. Ζιάκα, Ιστορία των θρησκευμάτων, Θεσσαλονίκη 1990.
82. π. Σ. Καρπαθίου, «Η καύση των νεκρών. Αναφορά στην ψυχολογία του φαινομένου στο Πρακτικά Ημερίδας με τίτλο «Η καύση των νεκρών», Αθήνα 1999, σελ. 86.
83. Περισσότερα για την Μανιχαϊστική θεώρηση του υλικού σώματος βλ. σχ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 131.
84. Αρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου, ο.π., σελ. 364.
85.1. Δαμασκηνού, «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας» Μετφρ. και σχόλια Ν. Ματσούκα, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 277 και 279.
86.1. Δαμασκηνού, Περί Εικόνων, PG 94, 1353Β.
87. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Ιχνηλάτης Αληθείας, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 126 εξ.
88. Αρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου, ο.π., σελ. 366.
89. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α' Αθήνα 1994, σελ. 791-792.
90. Α. Κιρμιζής, Π. Λαλιαμπής, Β. Χριστοφορίδης, θεολογία, λατρεία και ζωή της Εκκλησίας. Αθήνα 1986. σελ. 268.
91. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ΙΔ' αιώνα, θεσσαλονίκη 1987, σελ. 130.
92. Δ. Τσελεγγίδη, ο.π., σελ. 134.
93. Δ. Τσελεγγίδη, ο.π.,σελ. 149.
94. Δ. Τσελεγγίδη, ο.π., σελ. 150.
95. Γ. Παλαμά, Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας, PG 150, 1093 Α.
96. Μητροπ. Ναυπάκτου κ.κ. Ιεροθέου, «Ταφή ή καύση των νεκρών», στο Πρακτικά Ημερίδος «Η καύση των νεκρών». Αθήνα 1999, σελ. 29.
97. Εμ. Δουνδουλάκη, Η απόφαση της Ιεραρχίας του 1937 για την καύση των νεκρών. Δυνατότητα αξιοποίησης των κυρώσεων της στη σύγχρονη πραγματικότητα, σελ. 276 (Υλικό παρμένο από την εργασία του Αρχιμ. Θ. Στράγκα, Εκκλησία της Ελλάδος Ιστορία, εκ πηγών αψευδών, τ. Γ', Αθήνα 1971, σελ. 2081-2092.
98. Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εγκύκλιος για το θέμα της καύση»; των νεκρών, (αριθμ. 2734, 27-3-2002), Αθήνα 2002.
99. Αρχιμ. Ν. Χατζηνικολάου, ο.π., σελ. 385.


 undefined
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
(Δείτε τα περιεχόμενά του εδώ)
Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή, Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας 
Για παραγγελίες στα τηλέφωνα:
2310.525220 - 6977510787

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com 

Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2011

Γέροντας Παΐσιος - Περί της καύσεως τών νεκρών

 

 
 Ήρθε εδώ κάποιος, καθηγητής Πανεπιστημίου, και μού λέει ότι σκέφτονται στα σοβαρά να καίνε τα οστά των νεκρών, γιατί δεν υπάρχει χώρος.
—Βρε, τού λέω, τι δεν υπάρχει χώρος; Τόσα ρουμάνια έχει η Θεσσαλονίκη!! Ολόκληρος Χορτιάτης! Γέμισε ένα νεκροταφείο, μετά 3-4 χρόνια, φτιάχνεις άλλο ένα πιο πέρα. Τι γέμισαν τα βουνά παντού με πολυκατοικίες;

—Μού λέει και εξ απόψεως υγιεινής! Τι εξ απόψεως υγιεινής, που έχετε βρωμίσει όλο τον κόσμο, που βρωμίσατε τη θάλασσα στη Θεσσαλονίκη και άλλου, ενώ τα οστά είναι πλυμένα, καθαρισμένα! Λίγο σεβασμό. Αλλά αυτοί πάνε να εξευτελίσουν τον άνθρωπο, να τον κάνουν να μην αξίζει τίποτα. Να τον ξεκόψουν από τη ρίζα του, από τους προγόνους του, από την παράδοση του, να τον αφήσουν μόνο και έρημο, να καταστρέψουν τη μνήμη του, τη σύνδεση του με τους προηγούμενους, με τις αξίες και τη ζωή των προγόνων, για να τον κάνουν μετά ό,τι θέλουν με διάφορες θεωρίες να τον τραβάν από δω και από κει. Πάνε να σκορπίσουν την αθεΐα. Πέθανε; πάει χάθηκε ο άνθρωπος!

Να μην μπορεί να πάει στο κοιμητήριο, να φέρει στη μνήμη του το νεκρό, να αποδώσει κάποιο σεβασμό, κάποια τιμή. Να σκεφτεί σοβαρά πάνω στη ζωή, να καταλάβει ότι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, ότι έχει αξία η δικαιοσύνη και η τιμημένη ζωή. Λυτοί θέλουν να κρατούν το νου τού ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή συνέχεια, χωμένο μέσα στην ύλη.
 
Μετά μέσα σ' αυτά τα οστά υπάρχουν και τόσοι Άγιοι, που δεν τους γνωρίζουμε. Όταν είχα πάει ένα ταξίδι στο Σινά, στη Ραϊθώ, πήγα στο νεκροταφείο τού Αγίου Γεωργίου και βρήκα τα οστά ενός μικρού παιδιού που είχαν πολλή χάρη… Ήταν σαν Άγια λείψανα, είχε περάσει η μπουλντόζα και τα είχε ξεθάψει - μάζεψα ό,τι μπόρεσα. Μετά από τόσα χρόνια!!! Τι αισθάνθηκα τότε!!! ενώ αν δεν υπήρχε το κοιμητήριο; Τίποτα, θα ήταν χαμένα.

Παλιά είχαν τόσο σεβασμό στους νεκρούς, αφού δεν έπαιρναν τίποτα από νεκρό. Μια φορά στον πόλεμο, μας είπε ο ταγματάρχης: οποίος έχει παλιά παπούτσια, άμα θέλει μπορεί να πάρει από τους νεκρούς. Κανείς δεν πήρε. Τώρα τους καίνε στη Δύση και θέλουν και εδώ να κάνουν τέτοια.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 25, 2011

Μητροπολίτου Μεσογαίας κ.Νικολάου



Οι νεκροί δεν είναι "πεθαμένοι" αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο "νεκροταφεία" και επιμένει στον όρο "κοιμητήρια". Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης καταστάσεως τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται.

Η Εκκλησία δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δυό, τον άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται - αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του, κάτι που δεν καταστρέφεται.

Η ψυχή ζει. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής πραγματικότητος ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω την tαχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρι. Είναι γνωστό ότι συχνά τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μια εντυπωσιακή ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!

Δευτέρα, Ιουλίου 04, 2011

ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΝ Ή ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΝ ΔΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΙΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΩΣ


ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΝ Ή ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΝ ΔΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΙΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΩΣ

Διότι συνειδητῶς ἀρνεῖται τήν θεμελιώδη ἀρχή τῆς Πίστεώς μας, τήν Ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν. Μέ τήν καῦσιν τῶν νεκρῶν ἡ κοινωνία προσυπογράφει τόν μηδενισμόν της.

τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ


Ἀγαπητοί Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Τυγχάνει γνωστόν ὅτι ἔνιοι ἐντόπιοι κύκλοι τοῦ διεθνιστικοῦ περιπαίγματος μή κηδόμενοι τῆς πατροπαραδότου Χριστιανικῆς παραδόσεως τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως διεισδύουν εἰς πᾶν μέσον ἐπικοινωνιακῆς μορφῆς καί δι’ αὐτῶν εἰς τάς συνειδήσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, δηλητηριάζουν αὐτάς καί κλονίζουν τάς βάσεις τῆς πίστεως. Ὡσαύτως ἡ ἀδιαφορία περί τήν πίστιν καί τάς χριστιανικάς παραδόσεις, ὑπό τήν ἐπίδρασιν τῶν ἀνωτέρω ἀποκτᾶ ὁσημέραι ρίζωμα εἰς τάς ἠθικῶς ἀτόνους και θρησκευτικῶς καχεκτικάς συνειδήσεις.
Ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία, ὡς μήτηρ φιλόστοργος ἀντιλαμβανομένη τά σημεῖα τῶν καιρῶν καί τήν συστροφήν τῶν πονηρευομένων κατ’ Αὐτῆς, πρός διαφύλαξιν τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως σήμερον, πού ὑλοποιεῖται πλήρως καί ἑτοιμάζεται καταλλήλως ἡ διαδικασία καύσεως καί ἀποτεφρώσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων, ὀφείλει διά καταλλήλου ἐνημερώσεως νά διαφωτίση τό χριστεπώνυμον πλήρωμα Αὐτῆς προς καταρτισμόν τῶν Ἁγίων καί οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ κατά τούς θεοπνεύστους λόγους τοῦ Ἀπ. Παύλου (Ἐφεσ. Δ´ 12) καί νά τονίση τάς πνευματικάς διαστάσεις καί τάς συνεπείας μιᾶς τοιαύτης ἐπιλογῆς εἰς τήν πνευματικήν ζωήν τοῦ πιστοῦ, ἀπορρίπτουσα τήν καῦσιν τῶν νεκρῶν διά τά πιστά Της μέλη ὡς πρᾶξιν ἀπάδουσαν πρός τήν παράδοσιν Αὐτῆς, ὁριοθετοῦσα τήν πίστιν Αὐτῆς καί τόν σεβασμόν εἰς το ἀνθρώπινον πρόσωπον καί κατ’ ἐπέκτασιν εἰς τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖον ἀποτελεῖ ναόν καί κατοικητήριον τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Τό ἀνθρώπινον σῶμα εἶναι εἰκόνισμα τῆς ἀθανάτου ψυχῆς και προβολή τῆς αἰωνιότητος εἰς αὐτόν τόν κόσμον. Ἡ καῦσις τοῦ σώματος ἀποτελεῖ εἰκονοκλαστικήν πρᾶξιν, πού προσβάλλει τήν πίστιν εἰς τήν αἰωνιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς τοῦ σώματος πρέπει νά εἶναι φυσική και ποτέ ἐξαναγκασμένη. Ἡ φύσις ἀναλαμβάνει τήν φθοράν τοῦ σώματος. Ἡ καῦσις εἶναι πρᾶξις βίας ἐπί τοῦ σώματος. Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας προερχομένη ἐκ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων λειψάνων πείθει ὅτι τά λείψανα πνευματικῶς ζοῦν, δι’ αὐτό διά τήν Ἐκκλησίαν ἡ ταφή ἀποτελεῖ αἰωνία ἀξία καί ἡ καῦσις δέν θεωρεῖται ὡς ἀτομικόν δικαίωμα διά τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, διότι εἶναι μία καθαρά μηδενιστική πρᾶξις, πού σηματοδοτεῖ το τέλος τοῦ ἀνθρώπου ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ ταφή σηματοδοτεῖ τήν ἐλπίδα καί τήν προσδοκίαν τῆς Ἀναστάσεως.
Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν εἰς οἱαδήποτε ἐπιχειρήματα καί ἄν θεμελιοῦται κεῖται ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας, πού καθορίζεται ἀπό τό Ἀποστολικόν λόγιον: «Οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. Ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν. Οὕτω καὶ γέγραπται· ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν». (Α΄ Κορ. 15, 42-45).
Ἡ κοινωνία μέ τήν καῦσιν τῶν νεκρῶν προσυπογράφει τόν μηδενισμόν της. Μία κοινωνία πού δεν ἀποδέχεται τόν ἄνθρωπον εἰς την ἀσθένειάν του, τήν ἀδυναμίαν του καί τόν θάνατόν του, μία κοινωνία πού ἀποτεφρώνει τούς νεκρούς της, μία κοινωνία πού καταστρέφει καί τήν ἀνάμνησι τῆς ζωῆς και τήν ἐνθύμισι τῶν μελῶν της, μία κοινωνία πού θεωρεῖ τήν ἀρχή τοῦ ἀνθρώπου τεχνητή καί ἐπιλεκτική καί τό τέλος του ὁριστικό καί ἀμετάκλητο, μία κοινωνία πού ἀρνεῖται τήν πνοήν τοῦ αἰωνίου και ἐγκλωβίζεται εἰς τήν ἀσφυξίαν τοῦ ἐφημέρου τί σχέσι δύναται να ἔχη αὐτή ἡ κοινωνία μέ τή ζωήν; Ἀκόμη καί οἱ ἄθεοι ὑπεγράμμιζον τήν ἀνάμνησι τῶν ἐπιγείων θεῶν τους μέ ταριχεύσεις τῶν σωμάτων τους ὅπως εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λένιν.
Τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ χωρίς Θεόν, τοῦ πολιτισμοῦ χωρίς ἀξίες καί τοῦ μηδενισμοῦ χωρίς σκοπόν, τό ἀποτέλεσμα τῆς συγχύσεως τῆς ἀθεΐας εἶναι ἡ ἐξαφάνισις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καῦσις καί τοῦ τελευταίου ὑπολείμματός του. Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν σωμάτων ὁδηγεῖ εἰς τήν καῦσιν τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας.
Εἰς τήν ἀναζωπύρωσιν τοῦ ὅλου θέματος μέ τήν ὑπογραφήν ὑπό τῆς παρούσης Κυβερνήσεως τῆς σχετικῆς κοινῆς Ὑπουργικῆς Ἀποφάσεως καί τήν ὑλοποίησί του ὁδηγεῖ ἀσφαλῶς καί μία προσπάθειαν προκλήσεως τῆς Ἐκκλησίας και σταδιακῆς νεκρώσεως τοῦ αἰσθητηρίου τῆς πίστεως. Ἡ ἔννοια τῆς αἰωνιότητος ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐμπειρίαν τῆς ζωῆς μας. Κάθε τι πού τήν ὑπενθυμίζει καί διακριτικῶς τήν ὑπογραμμίζει βαθμιαίως γίνεται ἀνεπιθύμητον εἰς τήν ἀποδοχήν του καί ἐνοχλητικόν εἰς την πρακτικήν του. Σύγχρονος διανοητής, ὑπεστήριξε εἰς ἄρθρον του ἀναφορικῶς μέ τό παρατηρούμενον ἀντιμεταφυσικόν μένος ὅτι ὅλη ἡ δῆθεν ἐκσυγχρονιστική νοοτροπία τῶν τελευταίων ἐτῶν, ἀποτελεῖ «συμπλεγματικήν ἀντιμεταφυσικήν μονομανίαν», πού ἑδράζεται εἰς μίαν «βασανιστικήν ψυχολογικήν ἀνασφάλειαν».
Ἡ πρακτική καί χρηστική ἀντίληψις ἔχουν ἐπικρατήσει καί ἔχουν ἀτονίσει τήν πνευματικήν καί βιωματικήν διάστασι τῶν γεγονότων. Τό ἀληθές καί τό ὡραῖον ἔχουν ὑποταγῆ εἰς τήν γυμνότητα καί την σκληρότητα τῆς ὀρθολογιστικῆς πρακτικῆς.
Ἡ λεπτομερής ἀναφορά πού γίνεται εἰς τήν θεόσωμον ταφήν τοῦ Κυρίου μας καί ὑπό τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν, καταδεικνύει μέ ἀδιαμφισβήτητον τρόπον τήν μεγίστην σημασίαν της. Τό ἴδιο παρουσιάζεται εἰς τήν ὑμνογραφίαν και ὑμνολογίαν ἡ Κοίμησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Ὁσ. Ἐφραίμ, τῶν ἁγίων Μαρτύρων καί φυσικά ὅλων τῶν πιστῶν εἰς τάς ὑπερόχους ἐπικηδείους ἀκολουθίας. Αἱ ἑορταί τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων καί ἡ παράδοσις καί ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύουν ἀδιασείστως τόν σεβασμόν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, πού ἀποτελεῖ τό ἕνα στοιχεῖον τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ἑπομένως ἡ καῦσις αὐτοῦ τοῦ σώματος ὑποκρύπτει τήν περιφρόνησιν πρός αὐτό, τήν ἀπιστίαν εἰς τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν σωμάτων, τήν ἐξωχριστιανικήν πίστιν εἰς τήν μετεμψύχωσιν ἤ τήν ἄρνησιν τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς. Συνεπῶς ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία δεδικαιολογημένως διακηρύσσει ὅτι ἡ καῦσις τοῦ νεκροῦ σώματος ἀποτελεῖ ἔργῳ ἄρνησιν τῆς Ἀναστάσεως καί προκλητικήν διακήρυξιν μηδενιστικῆς ἀποχρώσεως.
Ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία συνδέεται ἀρρήκτως μέ ὅρασιν ἀνθρωπίνου σώματος καί ὄχι τέφρας. Ὅλα τά τροπάρια κάμουν λόγον διά κεκοιμημένον καί ὄχι ἀποτεφρωμένον, διά τελευταῖον ἀσπασμόν καί δι’ ἐνταφιασμόν τοῦ σώματος καί ὄχι τῆς τέφρας. Ὁπότε ἐξάγεται εὐχερῶς ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ ἐξόδιος Ἀκολουθία πρό τῆς καύσεως οὔτε μετ’ αὐτήν, ἐφ’ ὅσον εἰς τήν πρώτην περίπτωσιν δέν θα ἀκολουθήση ταφή καί εἰς τήν δευτέραν δέν θά ὑπάρχη σῶμα.
Ἡ Ἐκκλησία ἀνεπηρέαστος ἐκ τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος θά ἐξακολουθῆ νά κηδεύη καί νά ἐνταφιάζη τά σώματα τῶν πιστῶν μελῶν Της, τά ὁποῖα εἶναι δυνατόν να ἀποτελοῦν καί λείψανα, διότι ἡ ἀφθαρσία καί ἡ θαυματουργία τῶν λειψάνων ἀποτελοῦν τεκμήριον θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ’ ὅσον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ διαπορθμεύεται καί εἰς ὁλόκληρον τό σῶμα.
Ἡ ἐπιλογή τῆς ἀποτεφρώσεως εἶναι ἁμαρτία καί ἀποδεικνύει την λανθασμένην σχέσιν μας μέ την Ἐκκλησίαν. Κάθε ἀπόκλισις ἀπό τήν διδασκαλίαν Της εἶναι ἀποξένωσις ἀπό τήν χάριν τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Δι’ ὅσους θά ἐπιλέξουν την καῦσιν τοῦ νεκροῦ σώματός των, μάλιστα μέ δημοσίᾳ δήλωσιν ἀπιστίας εἰς τήν αἰώνιον ζωήν ἤ ἀσεβείας καί περιφρονήσεως τῆς Ἐκκλησίας, εὐλόγως φρονοῦμεν ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς ἀπολύτως λόγος νά τελεσθῆ ἐξόδιος Ἀκολουθία ἤ ἐπιμνημόσυνος δέησις, διότι αὐτό πού πρέπει νά σεβασθῆ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀπόρριψις τῆς διδασκαλίας της ἀπό τόν ἴδιον τον μεταστάντα καί ὄχι ἡ ἐνδεχομένη ἐπιθυμία τῶν συγγενῶν, συνήθως διά κοινωνικούς λόγους, τῆς τελέσεως ἐπικηδείου ἤ ἐπιμνημοσύνου Ἀκολουθίας. Αἱ Ἀκολουθίαι αὐταί προϋποθέτουν τήν πίστιν καί την ἐλπίδα τοῦ ἀποθανόντος εἰς την μετά θάνατον ζωήν καί τόν σεβασμόν του εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Δεν τελοῦνται διά κοινωνικούς λόγους ἀλλά ἀποτελοῦν προσευχάς και ἐκτενεῖς δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ἀγάπην Της εἰς τόν ἀποθανόντα ὡς πίστιν εἰς τόν Κύριον, ἐλπίδα εἰς τήν σωτηρίαν, πόθον μετοχῆς εἰς τήν αἰώνιον ἐξανάστασιν καί αἴτησιν συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν παρά τοῦ Κυρίου. Πῶς νά ψάλωμεν «Μακαρία ἡ ὁδός...» εἰς κάποιον πού δηλώνει πίστιν εἰς τήν μετά θάνατον ἀνυπαρξίαν του;
Συνεπῶς ἡ Ἁγιωτάτη ἡμῶν Ἐκκλησία δέν θά πρέπει νά ἀπομειώση τόν ἀπόλυτον χαρακτῆρα αὐτῆς τῆς διδασκαλίας Της, διότι μία ἐνδεχομένη σχετική πρᾶξις θά ἀποδυναμώση τήν σχέσιν αὐτῆς με τήν ἀλήθειαν. Κατά ταῦτα ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς θεοσώστῳ Μητροπόλει σεβόμενοι ἀπολύτως τήν ἐλευθερίαν ἐπιλογῆς τῶν ἐλευθέρων ἀνθρώπων ἀλλά καί τά θέσφατα και δόγματα τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, γνωρίζομεν εἰς πάντας ὅτι δέν θά ἐπιτρέψωμεν τήν τέλεσιν ἐπικηδείου ἤ ἐπιμνημοσύνου Ἀκολουθίας εἰς οἱονδήποτε θά ἐπιλέξη συνειδητῶς τήν ἀποτέφρωσιν τοῦ νεκροῦ σώματός του ἀρνούμενος ἔργῳ τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν.

Μετ᾿ εὐχῶν,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ




(Πηγή: Θεοδρομία, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2010.)

Σάββατο, Ιουνίου 25, 2011

Σχετικά με την καύση ή ταφή των νεκρών

του Μητρ. Κυρηνείας κ. Παύλου
Τί έχει υποχρέωση να γνωρίζει ο κάθε ορθόδοξος χριστιανός;
“Η Εκκλησία καταδικάζει την καύση των νεκρών και τη θεωρεί ως αντίθετη προς τη δογματική της διδασκαλία και ως πράξη αποκρουστική, η οποία προσβάλλει βάναυσα τους κεκοιμημένους”.
1) Η ταφή του νεκρού ως θεία εντολή, «γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. 3, 19), είναι πράξη τιμής και σεβασμού προς το ανθρώπινο σώμα και ταυτόχρονα σύμβολο ελπίδας και αναστάσεως. Στην Παλαιά Διαθήκη ο πατριάρχης Ιακώβ ζήτησε από τον υιό του Ιωσήφ όταν πεθάνει να τον θάψει και μάλιστα στον τάφο των πατέρων του (Γεν. 47, 30).
2) Στην Καινή Διαθήκη ο ίδιος ο Κύριος δέχθηκε τον ενταφιασμό του σώματός του, λέγοντας στον Ιούδα: «Άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό» (Ίωάν. 12, 7).
Η θεόσωμη ταφή του Κυρίου ύπηρξε το αποκορύφωμα της επί γης κενώσεώς του. Το άψυχο σώμα του Χριστού ενωμένο με τη Θεότητα ενταφιάζεται. Ο αρχηγός της ζωής τίθεται εν τάφω. Ο ενταφιασμός του σαρκωθέντος Λόγου μάς υποδεικνύει τον τρόπο και της δικής μας εξόδου από τον πρόσκαιρο αυτό βίο. Κατά τον απόστολο Παύλο το ανθρώπινο σώμα «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία» ( Α’ Κορ. 15, 42).
3) Ο Μέγας Αντώνιος εκφράζων την παράδοση της Εκκλησίας ζήτησε από τους μαθητές του να τον ενταφιάσουν. «Θάφτε, λοιπόν το σώμα μου σεις και κρύψτε το υπό την γην… διότι εγώ κατά ταν ανάστασιν των νεκρών θα το πάρω πάλι από τον Σωτήρα άφθαρτο» ( Ο Μέγας Αντώνιος, Βίος καί Πολιτεία, εκδόσεις Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη, 2000, σ. 150).
4) Ο 7ος Κανόνας της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου επιτάσσει όπως ο καθαγιασμός της Αγίας Τράπεζας γίνεται με την τοποθέτηση σ’ αυτή λειψάνων αγίων μαρτύρων (Πηδάλιον, έκδοση “ Αστέρος” , Αθήνα, 1970, σ. 328).
Είναι δε αυτονόητο ότι η ύπαρξη των λειψάνων προϋποθέτει την προηγηθείσα ταφή τους. Η καύση λοιπόν των νεκρών αντιστρατεύεται το θείο θέλημα, γιατί στερεί τους πιστούς της δυνατότητας να αγιάζονται από τα αδιάφθορα και χαριτόβρυτα λείψανα των αγίων.
5) Ο άγιος Συμεών, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και μεγάλος λειτουργιολόγος, αναφέρει ότι η έκχυση του ελαίου πάνω στο ένταφιασμένο λείψανο ανάγει την αρχή του στους αγίους αποστόλους (Ρ.G. 166, 686).
6) Από τις αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές, τις κατακόμβες, τους τάφους των αγίων μαρτύρων και τα πλήθη των κοιμητηρίων μαρτυρείται η συνείδηση των πιστών και το αρχαίον έθος της Εκκλησίας στην ταφή των νεκρών.
7) Η ταφή των νεκρών εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας προς την Ανάσταση καί τήν αιώνιο ζωή. Ο σεβασμός προς τα λείψανα των κεκοιμημένων αποδεικνύει την πίστη μας στην αθάνατη ψυχή.
Η ταφή λοιπόν των νεκρών αποτελεί αρχαία και αδιάκοπη παράδοση της Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται στο σεβασμό του ανθρωπίνου σώματος ως «ναόν του Θεού» (Πρβλ. Α’ Κορ. 3, 16).
8) Η καύση των νεκρών αποτελεί ασέβεια προς τον Πλάστη και Δημιουργό, διότι αποδεικνύει απιστία προς τη μέλλουσα ζωή καί συμβολίζει τον αφανισμό και την ανυπαρξία. Είναι ταυτόχρονα αντίθετη προς τους υπό του Δημιουργού τιθέντας νόμους της φύσεως, oι οποίοι προνοούν φθορά και αποσύνθεση και όχι καύση. Η καύση των νεκρών είναι βιασμός της φύσεως, όπως ακριβώς οι πυρκαγιές των δασών φέρνουν την οικολογική καταστροφή.
9) Οι υπέρμαχοι της καύσης των νεκρών επικαλούνται κυρίως ως λόγους, την εξοικονόμηση χώρου και τη μόλυνση του υπεδάφους. Οι δικαιολογίες όμως αυτές δεν ευσταθούν καί είναι «προφάσεις εν αμαρτίαις». Αφού oι άνθρωποι έχουν μολύνει την ατμόσφαιρα και απειλούν το όλο οικοσύστημα με τις καταχρήσεις και την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση των πόρων της Γης, υποκριτικά ισχυρίζονται ότι κινδυνεύει η υγεία τους από τους νεκρούς.
Ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί με την καύση των νεκρών. Τα αποτεφρωτήρια θα είναι εστίες οχληρίας και θα επιβαρύνουν την ήδη μολυσμένη ατμόσφαιρα. Επί πλέον, θα υπάρχει ο κίνδυνος συγκάλυψης εγκληματικών ενεργειών με την καταστροφή των τεκμηρίων.
10) Τα βαθύτερα αίτια της επιθυμίας για την καύση των νεκρών είναι ο αγνωστικισμός, η αθεΐα και η έλλειψη πίστεως στη μετά θάνατο ζωή.
Η καύση των νεκρών είναι αποτέλεσμα της μηδενιστικής αντίληψης της ζωής και δουλικής υποταγής σε συνθήκες ξένες προς τη λειτουργία της φύσεως. Μόνο ελάχιστοι άθεοι, oι όποιοι τρέμουν με την ιδέα ότι είναι «κατ’ εικόνα Θεού» πλασμένοι, λόγω του εσωτερικού κενού της ψυχής τους και της διχασμένης προσωπικότητάς τους, ίσως να θελήσουν να εκφράσουν την επιθυμία να αποτεφρωθεί η σωρός τους, εκδιπλώνοντας έτσι την εωσφορική εγωκεντρική ιδιορρυθμία τους.
Με την αλαζονική αυτή συμπεριφορά τους, αποκαλύπτουν την άσέβειά τους προς τον Θεό και την έλλειψη πίστεως στην ύπαρξη της αιωνίου ζωής. Φανερώνουν ακόμη το φόβο που τους διακατέχει και την απεγνωσμένη προσπάθειά τους να φιμώσουν την εξεγειρόμενη συνείδησή τους. Έχουν την ψευδαίσθηση ότι με την αποτέφρωση του σώματός τους θα καταλήξουν στην ανυπαρξία και το μηδενισμό. Με τον τρόπο όμως αυτό αποκόπτουν τους εαυτούς τους από την Εκκλησία δείχνοντας ότι δεν πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών και στον παντοδύναμο Θεό, ο οποίος δύναται στους έσχατους καιρούς να αναστήσει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως του τρόπου του θανάτου τους.
Με μόνη διαφορά ότι θα αναστηθούν «οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής», «οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ίωάν. 5, 29).
11) Όσοι από τους ορθοδόξους χριστιανούς επιθυμούν την καύση των νεκρών σωμάτων τους, ας γνωρίζουν ότι αποκόπτουν τους εαυτούς τους από το θεανθρώπινο σώμα του Χρίστου. Η Εκκλησία, συνεπής προς τη διδασκαλία του ιερού Ευαγγελίου, έχει κάθε δικαίωμα να αρνηθεί την τέλεση της εκκλησιαστικής κηδείας και των εκκκλησιαστικών μνημοσυνών, σε όσους θελήσουν νά αποτεφρωθούν μετά το θάνατο τα σώματά τους. Ουδείς δύναται να εξαναγκάσει την Εκκλησία να ενεργήσει αντίθετα προς τις πεποιθήσεις της

Παρασκευή, Απριλίου 15, 2011

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Για την καύση των νεκρών

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΧΡΙΔΟΣ
Στον δημοσιογράφο Ι.Τ. που ερωτά για την καύση των νεκρών
Με ρωτάτε, για ποιο λόγο η Ορθόδοξη Εκκλησία αντίκειται στην καύση των νεκρών. Πρώτ' απ’ όλα, επειδή το θεωρεί βίαιο. Οι Σέρβοι, ακόμη και σήμερα ανατριχιάζουν με το κακούργημα του Σινάν-πασά, ο οποίος έκαψε το νεκρό σώμα του Αγίου Σάββα στο Βράτσαρ*.
Μήπως καίνε οι άνθρωποι τα νεκρά άλογα, τους σκύλους, τις γάτες και τις μαϊμούδες; Εγώ δεν άκουσα κάτι τέτοιο. Άκουσα και είδα να τα θάβουν. Γιατί λοιπόν να ασκείται βία στα νεκρά σώματα των ανθρώπων που είναι οι κύριοι όλων των ζώων πάνω στη γη; Δεν θα ήταν, από κάθε άποψη πολύ πιο εύλογο, ένας αποτεφρωτήρας για τα ψόφια ζώα, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, απ’ ό,τι για τους ανθρώπους;
Δεύτερον, επειδή αυτή η παγανιστική και βαρβαρική συνήθεια εξαλείφθηκε από την Ευρώπη χάρη στον χριστιανικό πολιτισμό εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Όποιος θέλει να την επαναφέρει δεν επιθυμεί τίποτε άλλο, ούτε πολιτισμένο, ούτε μοντέρνο, ούτε και καινούριο, παρά κάτι αρχαίο που έχει από παλιά εκπνεύσει.
Στην Αγγλία, την οποία δύσκολα μπορεί κανείς να ονομάσει απολίτιστη, είναι πολύ λαομίσητη τούτη η μορφή του νεοπαγανισμού. Να σας διηγηθώ μια περίπτωση: στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έχασε τα λογικά του ένας διάσημος Γιουγκοσλάβος. Ερωτηθείς πριν πεθάνει, δήλωσε ότι μοναδική του επιθυμία είναι να καεί το σώμα του.
Τη συγκεκριμένη μέ­ρα, η μικρή μας γιουγκοσλαβική κοινότητα, βρέθηκε συναγμένη στο αποτεφρωτήριο του Golders Green. Όταν το νεκρό σώμα εισήλθε στην πυρακτωμένη κάμινο αρχίσαμε να τρέμουμε από τη φρίκη. Ύστερα μας φώναξαν στην αντίθετη πλευρά της καμίνου, να περιμένουμε «ένα τέταρτο» για να δούμε τον συμπατριώτη μας υπό μορφή στάχτης. Περιμέναμε πάνω από ώρα και απορούσαμε για το ότι η φλόγα παιδεύεται τόσο με τον νεκρό μας και ρωτήσαμε τον θερμαστή. Απολογήθηκε με το ότι η κάμινος ήταν παγωμένη: «δεν θερμαίνεται είπε κάθε μέρα, αφού σπάνια κάποιος παραδίδεται οικειοθελώς στην πυρά». Ακούγοντας αυτά διαλυθήκαμε, μη μπορώντας να περιμένουμε στην άκρη τον συμπατριώτη μας. Και πρέπει να γνωρίζετε ότι στο Λονδίνο πεθαίνουν καθημερινά πάνω από χίλιες ανθρώπινες υπάρξεις.
Εγώ στην Αμερική, είδα τους τάφους των μεγάλων Προέδρων, Ουίλσον, Ρούσβελτ, Λίνκολν και άλλων πολλών σημαντικών προσώπων. Κανείς από αυτούς δεν έχει αποτεφρωθεί. Πλέον αυτού, θα με ξένιζε το ότι ανάμεσα στους απο­γόνους του Αγίου Σάββα θα μπορούσαν να βρεθούν και ομοϊδεάτες του Σινάν-πασά!....
Όμως, για ποιο λόγο από τα ήδη λυμένα ζητήματα να δημιουργούμε πάλι ζήτημα; Αν θέλουμε να φορτωθούμε με ανώφελες έγνοιες, τότε θα μπορούσε κάποια μέρα να μας ταλανίσει και το ερώτημα: μήπως να σκοτώνουμε τους υπέργηρους άνδρες και τις γυναί­κες όπως το πράττουν κάποιες πρωτόγονες φυλές; Και να κάνουμε και συλλόγους που θα προπαγανδίζουν αυτή την «ιδέα»!
Τέλος, με ποια λογική πολεμούμε τα κοιμητήρια, ιδιαίτερα σε τούτη τη χώρα όπου το κοιμητήριο λειτουργεί σαν εθνική περηφάνεια, σαν πηγή έμπνευσης, και αν το θέλετε, σαν το βιβλίο του κράτους;
Ειρήνη υμίν και υγεία από Θεού.
* Ο Σινάν-πασάς του Βελιγραδίου, θέλοντας να εκδικηθεί τους Σέρβους που είχαν εξεγερθεί, έκαψε το έτος 1595 το ολόσω­μα σκήνωμα του Αγίου Σάββα, Α' αρχιεπισκόπου των Σέρβων, στο λόφο του Βράτσαρ που βρίσκεται στο κέντρο της πόλεως του Βελιγραδίου.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επισκόπου Αχρίδος 1956
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΟΡΘΟΔΞΟΞΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...