Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κηρύγματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κηρύγματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2020

Ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ (Λουκ ι΄ 25-37)

 







«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»


Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δημόσιας τριετοῦς δράσεως τοῦ Κυρίου, «λογοποιεί τινες ἀθυροστομεῖν εἰωθότες» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), δηλ. ἄνθρωποι κουτσομπόληδες ποὺ εἶχαν συνηθίσει νὰ λέγουν ἀθυροστομίες, διέδιδαν εἰς βάρος Του τὰ ἀκόλουθα: Ἔλεγαν πὼς ὁ Χριστὸς περιφρονεῖ τὸ Μωσαϊκὸ Νομό, «καινὰ δὲ αὐτὸς εἰσφέρει διδάγματα», δηλ. καινούργια διδάγματα εἰσάγει στὸ βίο τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ἔρχεται ὁ σημερινὸς νομικός τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσπαθεῖ νὰ παρασύρει τὸν Ἰησοῦ σὲ κάποια συζήτηση, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἐπιτύγχανε δύο πράγματα, θὰ ἔκανε τὸ Χριστὸ νὰ ὁμολογήσει πὼς ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ εἶναι παρωχημένος, ἐνῶ ὁ ὑποτιθέμενος δικός Του εἶναι σωστός. Ἀγνοοῦσε πὼς ὁ νομοθέτης καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂς παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τὴ συνετὴ συμπεριφορὰ τοῦ Κυρίου ἀπέναντι στὸ νομικό.


Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ νομικοῦ

Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου πὼς ὁ νομικὸς πλησίασε τὸ Χριστὸ μὲ διάθεση ὄχι νὰ μάθει, ἀλλὰ νὰ πειράξει. Τὸν ἀποκαλεῖ διδάσκαλο: «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10,25). Ἡ πρόθεση τοῦ νομικοῦ δὲν ἦταν νὰ μάθει κάτι περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἤξερε, ἀλλὰ «συναρπάσαι προσδοκῶν», ἤθελε νὰ παγιδεύσει τὸ Χριστό, κατὰ τοὺς Πατέρες. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς συνεχῶς μιλοῦσε στὰ κηρύγματά Του γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ «περίαυτος» (ἐγωιστὴς) νομικὸς χρησιμοποιεῖ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ Τὸν δελεάσει. Ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὸν ἀποκαλύπτει. Δὲν ξεσκεπάζει τὴν ὑποκρισία του οὔτε τὸν περιφρονεῖ. Ὁ νομικὸς καυχιόταν γιὰ τὴ γνώση του πάνω στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο. Ὁ Χριστὸς τὸν παραπέμπει ἐκεῖ. «Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτὸν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» (ὅπ. π. στίχ. 26). Μάλιστα ὅταν ἀποκρίθηκε σωστά, τὸν ἐπαίνεσε ὁ νομοδότης Κύριος. «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης» (ὅπ. π. στίχ. 28). Δὲν τὸν ἐξερέθισε· ἀντίθετα χωρὶς φθόνο καὶ κακότητα τὸν ἐπαίνεσε δημόσια. Ὁ νομικὸς στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ πὼς εἶναι κάποιος τυχαῖος, ρώτησε ποιὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους «πλησίον» (ὅπ. π. στίχ. 29). Ὁ νομικὸς ἦταν δοχεῖο γνώσεων, ἀλλὰ δὲν ἦταν σκεῦος ἀρετῶν.

Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος λέγει πὼς ἡ ἀρετὴ δὲ συναντᾶται πάντοτε ὅπου ὑπάρχει γνώσει καὶ ὅπου λάμπει τὸ ἀξίωμα. «Ἡ ἀρετὴ εἶναι εἰς τὴν πρᾶξιν, εἰς τὴν ἐφαρμογὴν ἐκείνων ποὺ λέγομεν ὅτι πιστεύομεν, εἰς τὴν πραγμάτωσιν τῶν ἰδεῶν ποὺ ἐκπροσωποῦμεν, εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ὄχι ἁπλῶς εἰς τὴν γνώση των». Ὁ νομικὸς ἤθελε νὰ δείξει στὸ Χριστὸ πὼς δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα, ὅπως τὰ λέγει, ἀλλ’ ἔχουν βάθος. Ἤθελε νὰ παρουσιάσει τὶς ἰδέες του, νὰ δείξει πὼς ὑπερέχει ὅλων. «Ὤιετο γὰρ πάντων ὑπερέχειν», κατὰ τὴν πατερικὴ γραμματεία. Ὁ νομικὸς ρωτάει γιὰ τὸν πλησίον καὶ ὁ Κύριος τοῦ δείχνει τί κάνει ὁ πλησίον.

Ὁ ἕνας ἤθελε γνώσεις κι ὁ Ἄλλος τοῦ ὑπέδειξε τὴν πράξη. Μὲ τὴ φιλάνθρωπη διάθεση ἀποδεικνύουμε ἐὰν νιώθουμε τὸ διπλανό μας ὡς πλησίον.


«Εἶδα τὸν ἀδελφό μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεὸ μου»

Οἱ διάφοροι φιλόσοφοι τοῦ κόσμου τούτου λένε πὼς «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλαση μου». Ἀντίθετα οἱ Ἅγιοι ἔλεγαν: «εἶδα τὸν ἀδελφό μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεό μου». Ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ μεγάλος Πλησίον, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθένα μας ὁ συνάνθρωπος ἂς γίνει πλησίον. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ καθένας ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὸ συνάνθρωπό του. Δὲν μᾶς ὠφελοῦν τὸ πλῆθος τῶν θεολογικῶν γνώσεων, ὅταν εἴμαστε στεγνοὶ ἀπὸ αἰσθήματα φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης γιὰ τὸ διπλανό μας.

Μάλιστα οἱ πολλὲς γνώσεις χωρὶς τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τους γίνονται καὶ ἀφορμὴ κατακρίσεώς μας: «Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς›› (Λουκ. 12,47). Ὁ προμνημονευθεὶς Μητροπολίτης λέγει πὼς τὸ νέο ποὺ κόμισε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι πὼς ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας. Καὶ τὸ νέο ποὺ κόμισε γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Κανένα πολιτικὸ ἢ κοινωνικὸ σύστημα δὲν ἔφτασε σ’ αὐτὴν τὴν πληρότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ βλέπουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα τὰ πολιτικὰ συστήματα ὁμιλοῦν γιὰ παρατάξεις, γιὰ ὁμάδες, γιὰ ὀπαδοὺς καὶ ἀκολούθους. Ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνες», ὁμιλεῖ γιὰ πλησίον, γιὰ ἀδελφούς, γιὰ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ἀγάπη χωρὶς διάκριση, γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.


Ἀδελφοί μου,

Ὁ μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε: «Οὐδέποτε προτίμησα τὸ προσωπικό μου συμφέρον ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ἐπίσης ὁ ἀββὰς Ἀγάθων συμπληρώνει: «Ἀγάπη εἶναι νὰ βρῶ ἕναν λεπρὸ καὶ νὰ τοῦ δώσω εὐχαρίστως τὸ σῶμα μου καί, ἂν εἶναι δυνατό, νὰ πάρω τὸ δικὸ του». Ἂς τὰ ἔχουμε ὅλα αὐτὰ ὑπόψη μας, γιὰ νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι μποροῦμε γιὰ τὸν πλησίον μας, ποὺ εἶναι ὁ ἀδελφός μας.

Παραβολὴ τοῦ σπλαχνικοῦ Σαμαρείτη (Λουκ ι΄25-37)

 


 
Κήρυγμα στὶς 30/11/1997

 
Εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Ἐν συντομίᾳ, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἐμπεριέχει ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ.

Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴ διάνοια, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη, μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας καὶ τὸν πλησίον μας ὡς τὸν ἑαυτὸν μας. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε σημαίνει νὰ προτιμοῦμε ὅλα ὅσα εἶναι ἀγαπητὰ στὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀγαπητὰ σέ μᾶς. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ζήσουμε, καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινὰ ἔτσι ὥστε Αὐτὸς νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτα ξένο σὲ Αὐτὸν στὶς ζωές μας.

Καὶ τότε ἔρχεται ἡ δεύτερη ἐντολή, τὴν ὁποία δὲν κατανοοῦσε ὁ νομικός: ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ξανα-ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό μας. Πολὺ συχνὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι χριστιανοί, ἂν αἰσθανόμαστε μία ζεστασιὰ στὴν καρδιά μας, νομίζουμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸ Θεό. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετό. Ἡ δοκιμασία αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μοιρασιὰ τῆς μοναδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.

Θυμᾶμαι μιὰ θλιβερὴ στιγμὴ στὴ ζωή, ὅταν ὁ πατέρας μου μὲ ρώτησε ποιὸ εἶναι τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς μου, ἤμουν νέος τότε, κι ἐγὼ εἶπα: «Νὰ εἶμαι μόνο μὲ τὸ Θεό», καὶ αὐτὸς μὲ κοίταξε λυπημένα καὶ μοῦ εἶπε: Δὲν ἔχεις ἀρχίσει ἀκόμη νὰ γίνεσαι χριστιανός. Ἐπειδὴ ἂν ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ πρέπει νὰ μοιραζόμαστε μαζί του ὅλες τὶς φροντίδες του γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ γιὰ κάθε πρόσωπο ξεχωριστὰ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο.

Ἂς λάβουμε ὑπόψη μας λοιπὸν σὰν γνώμονα αὐτὸ τὸ σύντομο γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν παραβολή. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε ποτὲ πόσο πολὺ ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Εἶναι δύσκολο, γιατί εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεγελάσεις κάποιον. Ἀκόμα κι ὅταν λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε κάποιον, μπορεῖ νὰ ἔρθει μία στιγμὴ ἐγωισμοῦ, διαφωνίας, ἕνας καυγᾶς μπορεῖ νὰ τελειώσει, τουλάχιστον γιὰ λίγο, μία κοινή μας φιλία καὶ ζεστασιὰ.

Ὑπάρχει ὡστόσο ἕνα ἀντικειμενικὸ κριτήριο. Πῶς συμπεριφέρεσαι στὸν πλησίον; Τί σημαίνει αὐτὸς γιὰ σένα; Ἂν δὲν σημαίνει τίποτα, ἂν εἶναι ἕνας περαστικός, ἂν εἶναι ἁπλὰ κάποιος στὸ δρόμο σου, ἢ ἂν εἶναι κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ τραβήξει τὴν προσοχή σου, ὅταν ἐσὺ εἶσαι σὲ καλὴ διάθεση, τότε δὲν ἀρχίσαμε ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο μαζὶ μ’ Αὐτόν.

Ἂς τὸ ἀναλογιστοῦμε λοιπόν, ἂς κάνουμε στοὺς ἑαυτοὺς μας σχετικὲς ἐρωτήσεις, καὶ ἂς διορθώσουμε τὴ ζωή μας. Ἀμήν.

Καθαρὰ κίνητρα καὶ σαφὴς σκοπός (Λουκ. ι΄25-37)

 



Πρόβλημα μεγάλο ἡ ποιότητα τῶν κινήτρων μέ τά ὁποία πλησιάζουμε οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Κι ὅσο παγώνει ἡ ἀγάπη, κι ὅσο κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, κι ὅσο πορευόμαστε μέ οἰκονομίστικα προτάγματα συμφέροντος, τόσο θεριεύει ἡ καχυποψία, τόσο ἐντείνεται ἡ διάθεση ὑπονόμευσης τοῦ πλησίον, τόσο τείνουμε νά χαιρόμαστε μέ τόν πόνο, τόν καημό, τό πάθημα τοῦ ἄλλου. Κι ἀντί νά πορευόμαστε στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις μέ καλή διάθεση ἁπλότητος καί ἀλληλοσεβασμοῦ, προτάσσουμε τήν ὑποκρισία, τήν ἰδιοτέλεια καί τή σκοπιμότητα, ξεχνώντας τόν πνευματικό νόμο τῆς ταυτοπάθειας.

Ἀκόμη καί σέ ἐποχές κρίσης, ὁπότε ἀπαιτεῖται ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συναντίληψη καί ἡ συγκατάβαση γιά νά ὑπερβαθοῦν οἱ ὅποιες δυσκολίες, μπορεῖ νά παρουσιάζουμε προσωπεῖο τέτοιων διαθέσεων, ὅσο εἶναι ἀναμμένοι οἱ προβολεῖς τῆς δημοσιότητας, μόλις ὅμως αὐτοί σβήσουν, ἐμμένουμε στήν ἐσωστρέφειά μας, τόν φόβο καί τήν ἀπόρριψη τοῦ ὅποιου ἄλλου.


Πνευματικό ξεκαθάρισμα

Ἕνας νεαρός πού παριστάνει τόν ἔξυπνο, ἑρμηνευτής τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου δίνει τήν ἀφορμή γιά τή σημερινή παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, μία ἀπ’ τίς πιό γνωστές του ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νά παρασύρει τόν Χριστό σέ ἀντιφάσεις, θέτει μέ ἐξωτερικό σεβασμό κάποιες ἐρωτήσεις. Ὅταν μέ ἀντερωτήσεις ὁ Χριστός τόν ἀναγκάζει νά ἀπαντήσει μόνος του, ἀποκαλύπτεται ὅτι δέν ρωτοῦσε ἀπό γνήσιο ἐνδιαφέρον, ἀλλά μέ ὑποβολιμαία σκοπιμότητα. Καί πάλι, ἀντί νά σιωπήσει τουλάχιστον, ὁ νομικός ἐπιμένει νά ρωτᾶ πονηρά σέ μία ὕστατη προσπάθεια νά ἐκθέσει τόν Χριστό ἀπό τά λεγόμενά του.

Τήν εὐκαιρία αὐτή, τῆς ἀνθρώπινης κακοπιστίας, ἁρπάζει ὁ Χριστός γιά νά ξεκαθαρίσει τά ὅσα παρακάτω θά θίξουμε. Ξεκινᾶ μ’ ἕναν ταξιδιώτη, ὁ ὁποῖος κατεβαίνοντας ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχῶ ἔπεσε στά χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τόν καταλήστεψαν, τόν κακομεταχειρίστηκαν, τόν γέμισαν πληγές καί τόν παράτησαν μισοπεθαμένο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντας τήν ἀλληγορία τῆς παραβολῆς, ἀναγνωρίζουν στόν καταπληγωμένο καί μισοπεθαμένο ταξιδιώτη τή σύνολη ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία πέφτοντας θύμα τοῦ διαβόλου, κατέβηκε ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, στήν ἀρένα τῆς παρούσης ζωῆς, καταληστεμένη ἀπό τήν πρώτη ὀμορφιά τοῦ καλοῦ λίαν δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, καταπληγωμένη ἀπό τή φθορά καί τόν θάνατο, καί μισοπεθαμένη ἀπό τήν πνευματική κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας.

Καθώς κείτεται ἀνήμπορος ὁ ταξιδιώτης, ἀκούει βήματα καί βλέπει νά πλησιάζουν πρῶτα ἕνας Ἱερέας καί μετά ἕνας Λευίτης, πνευματικοί ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι ὅμως, συμπεριφέρονται ἀκριβῶς τό ἴδιο. Πλησιάζουν, βλέπουν καί ἀπομακρύνονται χωρίς νά βοηθοῦν. Γιά τούς ἀκροατές τῆς παραβολῆς, ἡ συμπεριφορά τοῦ νομικοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη ἦταν ἡ ἀναμενόμενη. Οἱ μωσαικές διατάξεις ἀπαγόρευαν στόν καθένα γενικά, ἰδίως ὅμως σέ ὑπηρέτη τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα, ν’ ἀκουμπήσουν πτῶμα καθώς μετά θεωροῦνταν «ἀκάθαρτοι», ἐνῶ ἔπρεπε καί νά τελέσουν θυσία ἐξιλασμοῦ γιά νά «καθαρισθοῦν». Μέ πόση ἄνεση ἡ τυπολατρία καί ἡ ἐκνομίκευση ὅταν κυριαρχοῦν, μέ πρόφαση νά προφυλάξουν, ἀναιροῦν τόν Θεόσδοτο νόμο τῆς ἀγάπης, καί νομιμοποιοῦν τή σκληρότητα. Κι ἐδῶ οἱ Πατέρες ἑρμηνεύοντας βλέπουν στό πρόσωπο τοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη, τό Νόμο καί τούς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δέν στάθηκαν ἱκανοί νά σώσουν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τόν πνευματικό θάνατο καί τήν ἀπώλεια.


Ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

Καί ἔρχεται ὁ Σαμαρείτης… Ἀπό αὐτόν ὁ πληγωμένος ταξιδιώτης μοιάζει νά μήν περιμένει τίποτε. Εἶναι ἀλλόφυλος, ἀλλόθρησκος, ἐχθρός… Κι ὅμως, αὐτός σταματᾶ στόν ἐπικίνδυνο τόπο, φροντίζει τόν πληγωμένο καί τόν περιμαζεύει. Οἱ Πατέρες πάλι, στό πρόσωπο τοῦ Σαμαρείτη βλέπουν τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί τοῦτο διότι, ἄν καί τόν περίμενε, ἡ ἀνθρωπότητα δέν μπόρεσε νά τόν ἀναγνωρίσει ὡς τόν Σωτήρα της. Τόν περίμενε μέ κοσμικά μεγαλεῖα, μέ πολιτικές ἀνατροπές, μέ «οἰκονομικά θαύματα» καί ἦλθε ἁπλός, χωρίς διεκδικήσεις ἤ ἐγκοσμιοκρατικό προσανατολισμό.

Τί κάνει ὁ Σωτήρας μας; Ἐπιχέει στό καταπληγωμένο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας «ἔλαιον καί οἶνον». Στήν περίδεση τῶν τραυμάτων οἱ Πατέρες ψηλαφοῦν τήν ἀναίρεση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων μέ τό σωστικό ἔργο καί τή λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί στό «ἔλαιον καί τόν οἶνον» βλέπουν τά ἱερά Μυστήρια καί τό θεῖο Κήρυγμα, ὡς τά δύο θεοπαράδοτα μέσα πού θεραπεύουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀποκαθιστοῦν πνευματικά ὑγιῆ.

Ὁ Χριστός μας μεταφέρει τόν ἀσθενῆ στό πανδοχεῖο, τήν Ἐκκλησία του, ὅπου μέ ἀσφάλεια καί ἄνεση μπορεῖ νά γίνει ἡ ἀποθεραπεία. Τόν ἐπιμελεῖται ὅλη νύκτα, σύμβολό του ὅτι ὁ Χριστός μας δέν φείδεται κόπων καί θυσιῶν χάριν τοῦ ἀνθρώπου, προβαίνοντας μάλιστα στήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου. Καί φεύγοντας ἀπό τό πανδοχεῖο, ἀποσυρόμενος ἀπό τό ἱστορικό προσκήνιο, παραγγέλλει στόν πανδοχέα, στούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους, νά ἐπιμεληθοῦν τόν ἄρρωστο, νά καταβάλουν κάθε δυνατή φροντίδα γιά τήν πνευματική ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐκκλησία. Παραδίδει καί δύο δηνάρια, στά ὁποῖα οἱ Πατέρες ἀναγνωρίζουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἁγία Γραφή, πού ἔχουν παραδοθεῖ στήν Ἐκκλησία ὡς ἀπλανεῖς καθοδηγοί στήν πνευματική τελείωση καί ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου. Προειδοποιεῖ ὅτι θά ἐπανέλθει γιά νά ἐλέγξει καί νά ἀποδώσει τήν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν».

Τί ξεκαθαρίζει ὁ Χριστός μέ τήν παραβολή αὐτή; Ξεκαθαρίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἦλθε στή γῆ καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά σώζεται ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἀναγνωρίζει τήν ἀρρωστημένη πνευματική του κατάσταση καί ἀποζητᾶ τή θεραπεία. Δέν διεκδικεῖται οὔτε πολιτική ἀνάμειξη, οὔτε μερίδιο πλούτου, οὔτε κομμάτι ἐξουσίας, γιατί ὅλα αὐτά εἶναι πολύ μικρά καί ἀσήμαντα. Σήμερα ὁ Χριστός δηλώνει σαφῶς καί μέ κατηγορηματικό τρόπο πώς τό ἔργο του ἔγινε καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά διασφαλίζουν τή σωτηρία καί τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τό πιό σπουδαῖο καί αἰώνιο κατόρθωμα. Ἄς μήν ἑρμηνεύουμε τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μέ ὅρους κοινωνικοῦ καί προνοιακού ἔργου. Ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας δέν περιορίζεται στούς ἐμπερίστατους καί φτωχούς. Ἡ φιλανθρωπία ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀνόρθωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, μέ τή θεραπεία τῶν ἀρρωστημένων πιστευμάτων του, μέ τήν πνευματική ἴαση καί ἀποκατάστασή του ὡς τέκνου Θεοῦ. Γι’ αὐτό μᾶς ἀφορᾶ, καθώς ἀπευθύνεται σέ ὅλους.

Γίνε πλησίον

 


Ἕνας, διδάσκαλος μὲν τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀπόγονος δὲ τοῦ πεπτωκότος Ἀδὰμ ποὺ δίδαξε «δικαιοῦν ἑαυτούς», ἔρχεται νὰ πειράξει τὸν Χριστό, κάνοντας πὼς δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον ποὺ πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε γιὰ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ ποὺ σίγουρα δὲν ἤξερε ὁ ταλαίπωρος, ἦταν ὅτι μιλοῦσε μὲ τὸν νέο Ἀδάμ, πού, γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ τῆς αὐτoδικαίωσης καὶ νὰ μᾶς ἀναπλάσει, ἔγινε ὄχι ἁπλῶς «πλησίον» μας, ἀλλὰ καταδέχθηκε στὸ Πρόσωπό του νὰ ἑνωθεῖ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.


«Πλησίον»: ὄχι τόπος, ἀλλὰ τρόπος

Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴ διήγηση τῆς παραβολῆς, ἀνατρέποντας τὸ ὑποκριτικὸ ἐρώτημά του, τὸν ρώτησε: «Ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ συνάντησαν τὸ θύμα τῶν ληστῶν, νομίζεις ὅτι ἔγινε πλησίον του;». Μὲ ἄλλα λόγια τοῦ εἶπε: "Πλησίον" δὲν εἶναι τόπος, ἀλλὰ τρόπος. Δὲν εἶναι κάποιος ἀναγκεμένος ποὺ βρέθηκε τυχαῖα κοντά σου. "Πλησίον" γίνεσαι ἐσὺ μὲ τὸν τρόπο τῆς συμπαράστασης καὶ τῆς ἀγάπης σου πρὸς αὐτόν. Ὁ "πλησίον" δὲν εἶναι ὁ ἄλλος. "Πλησίον" γίνεσαι ἐσὺ στὸν ἄλλον· καὶ μάλιστα πρὸς ὅλους ἀδιακρίτως ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἐλέους καὶ βοηθείας, δικούς σου καὶ ξένους, καλοὺς καὶ κακoύς· «οὔ γένει διορίζων, οὐκ ἀρετῇ δοκιμάζων, ἀλλὰ τῇ φύσει συνάπτων» (Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Τὸ ὅτι ὁ ἐμπερίστατος ἄλλος εἶναι ὁ συνάνθρωπός σου εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν θεωρήσεις «πλησίον» σου.


«Πλησίον» ὄχι στὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν πράξη

Φυσικὰ ἕνα τέτοιο γνήσιο πλησίασμα στὸν ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται μόνο σὲ λόγια τοῦ τύπου «ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε», χωρὶς νὰ δώσει κανεὶς «τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» (Ἰακ. 2,16). Γιὰ νὰ γίνεις πλησίον στὸν ἄλλον, χρειάζεται νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ βόλεμά σου καὶ ἀπὸ τὸ πρόγραμμά σου, τὸ ὁποῖο θὰ ἤθελες ὅλοι καὶ ὅλα νὰ τὸ ὑπηρετοῦν. Ἴσως παραστεῖ ἀνάγκη καὶ νὰ διανυκτερεύσεις στὸ «πανδοχεῖο», ὅπου ἔφερες τὸν ἀδελφὸ γιὰ περίθαλψη. Καὶ ἴσως νὰ μὴ φτάσουν τὰ δύο δηνάρια καὶ νὰ χρειαστεῖ νὰ «προσδαπανήσεις» ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἀποθεραπεία του.

Ὁ Ντοστογιέφσκι στοὺς «Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ», καταγγέλλοντας τὸ ὄχι σπάνιο σύμπτωμα γενικῆς ἀγαπολογίας, χωρὶς ὅμως διάθεση ἔμπρακτης καὶ θυσιαστικὴς προσφορᾶς στὸν πλησίον, παρουσιάζει κάποιον γιατρὸ νὰ λέει: «Ἐγὼ ὅσο περισσότερο ἀγαπῶ τὴν ἀνθρωπότητα γενικά, τόσο λιγότερο ἀγαπῶ τὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά. Στὶς ὀνειροπολήσεις μου συχνὰ λαχταρῶ μέχρι πάθους νὰ ἐξυπηρετήσω τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅμως δὲν μπορῶ οὔτε δύο μέρες νὰ ζήσω στὸ ἴδιο δωμάτιο μὲ ἄλλον ἄνθρωπο. Μόλις βρεθεῖ κάποιος κοντά μου, νιώθω πώς μοῦ πληγώνει τὴν ἀτομικότητά μου καὶ μοῦ περιορίζει τὴν ἐλευθερία μου. Μπορῶ μέσα σὲ ἕνα εἰκοσιτετράωρο νὰ μισήσω καὶ τὸν πιὸ καλὸ ἄνθρωπο, ἄλλον γιατί τρώει ἀργά, ἄλλον γιατί ἔχει συνάχι καὶ σκουπίζει συνεχῶς τὴ μύτη του. Γίνομαι -δὲν ξέρω πῶς- ἐχθρὸς τῶν ἀνθρώπων, μόλις οἱ σχέσεις μας γίνουν κάπως στενότερες. Μὰ γι’ αὐτό, ὅσο περισσότερο μισῶ ὁρισμένους ἀνθρώπους προσωπικά, τόσο πιὸ φλογερὰ ἀγαπῶ τὴν ἀνθρωπότητα στὸ σύνολό της».


«Οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ’ ἐκ Μαρίας»

Στὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἡ ἀλληγορικὴ πατερικὴ ἑρμηνεία ἀναγνωρίζει τὸν Χριστό. Αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία ἀκολουθοῦν καὶ οἱ θεραπαινίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὑμνογραφία καὶ ἁγιογραφία, χορταίνοντας τὸν νοῦ καὶ τὶς αἰσθήσεις μας μὲ θρεπτικότατους καρπούς. Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος γιὰ ἄλλους λόγους κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὅτι εἶναι «Σαμαρείτης», δὲν ἀνέχθηκε ἁπλῶς... τὸ «συνάχι» μας ἀλλὰ -κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα- «τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβεν καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν». Καὶ ἀφοῦ ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης, δηλαδὴ ὁ Μωσαϊκὸς νόμος καὶ οἱ προφῆτες, δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν τὴν καταπληγωμένη ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἀνθρώπινη φύση μας, ἦλθε ὁ Ἴδιος «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» καὶ μᾶς βρῆκε πραγματικὰ «ἡμιθανεῖς». Καὶ ἀφοῦ πρῶτα καθάρισε τὰ τραύματά μας μὲ «ἔλαιον καὶ οἶνον», δηλαδὴ μὲ τὴν ἱλαρότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐστηρότητα τῆς διδασκαλίας του, τὰ ἔδεσε μὲ τὰ θεραπευτικὰ δεσμὰ τῶν ἐντολῶν του. Μετά, ὄχι ἁπλῶς μᾶς ἀνέβασε «ἐπὶ τὸ ἴδιον ὑποζύγιον», ἀλλὰ «μᾶς φορτώθηκε» στὸ Σῶμα του, ἢ μᾶλλον κάτι ἀσύγκριτα ἀνώτερο: καταδέχθηκε νὰ μᾶς κάνει μέλη τοῦ Σώματός του.

Ἔτσι μᾶς ἔφερε στὸ «πανδοχεῖο», ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία του. Σ’ αὐτὴν καὶ στοὺς προεστῶτες της, ἁγίους ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους, μᾶς ἐμπιστεύθηκε ἀφήνοντας κατ’ ἀρχὴν γιὰ «ἔξοδα θεραπείας», ὡς «δύο δηνάρια», τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Αὐτὸν τὸν πλοῦτο οἱ ἁγιώτατοι ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο, «μετὰ πόνων καὶ ἱδρώτων ἐπλάτυναν καὶ ηὔξησαν»· καί, ὅπου χρειάστηκε, «οἴκοθεν προσεδαπάνησαν», δηλαδὴ ἄσκησαν μὲ προσωπικὴ εὐθύνη ποιμαντικὴ οἰκονομία, ὥστε ἡ θεραπεία μας νὰ εἶναι ἀποτελεσματική. Καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα, ποὺ θὰ ἐπανέλθει ὁ Δεσπότης, «ἀποδώσει πᾶσι τὰς ἀμοιβὰς» ἀπὸ τὸ ἀνεξάντλητο ταμεῖο τοῦ ἐλέους του. Ὄντως, πῶς νὰ μὴν εἶναι ἀνεξάντλητο, ἀφοῦ Αὐτός, ὁ Κύριος τοῦ Πανδοχείου, εἶναι -κατὰ τὸν ὑμνωδὸ- «ὁ τοῖς ἥλοις καὶ τῇ λόγχῃ τὸ Σῶμα τραυματισθεὶς ἑκουσίως διὰ ἁμαρτίας ἀνθρώπων, καὶ τὴν κοινὴν τελέσας διὰ Σταυροῦ σωτηρίαν ἐν Ἱερουσαλήμ».

Ἀδιαφορία: Ὁ ἐχθρός τῆς ἀγάπης (Λουκ. ι΄27-35)



 



Ἡ περίοδος τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀνοίγεται μπροστὰ μας μέσα ἀπὸ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν, στοχεύει κυρίως στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλεγγύης γιὰ τὸν «περιπεσόντα εἰς τοὺς ληστὰς» ἄνθρωπο. Αὐτὸ μᾶς λέει μὲ τὸν παραστατικό, ἀλληγορικὸ καὶ δυνατό της λόγο καὶ ἡ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Σὲ αὐτή, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπελευθερώνει τὴν ἀγάπη ἀπὸ ὅρους καὶ προϋποθέσεις, ποὺ ἐμεῖς συνήθως θέτουμε, ἀνταλλάγματα καὶ ὑπολογισμούς, κρατούμενα καὶ ἐπιφυλάξεις, ποὺ κάποτε μᾶς δεσμεύουν καὶ μᾶς πολιορκοῦν.

Ὁ Σαμαρείτης, ἂν καὶ ἦταν ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐχθρός τοῦ Ἰουδαίου, «ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη». Ἀπαγκιστρώνεται ἀπὸ ἐχθρικὲς ἀγκυλώσεις καὶ συμπλέγματα ἐμπάθειας καὶ μὲ μιὰ καθαρότητα νοῦ καὶ καρδίας ποὺ μᾶς ἐκπλήσσει, ζεῖ καὶ προσφέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εὐεργεσία τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης.

Τὸ μήνυμα, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, εἶναι σαφὲς καὶ αὐτονόητο. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ὀδυνηρὴ παραίτηση ἀπὸ πράγματα πού, ἴσως δικαιωματικά, μᾶς ἀνήκουν, χρόνος, ἄνεση, ἀσχολίες, χρῆμα καὶ ἄλλα. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει στὴν ποιότητα τῆς συμπεριφορᾶς μας εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα Θεοῦ, πέρα ἀπὸ γεωγραφικὲς καὶ ἐθνικὲς συναρτήσεις, πάνω ἀπὸ θρησκευτικοὺς διαχωρισμοὺς καὶ κοινωνικὲς προκαταλήψεις. Τὸ κομβικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι ὁ ἄγνωστος καὶ ἀνώνυμος πλησίον, ἀλλὰ πῶς θὰ γίνουμε πλησίον γιὰ αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται τὴ βοήθεια μας· καὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοί. Εἶναι πολλοὶ καὶ ἐμεῖς, θὰ πρέπει νὰ τὸ παραδεχθοῦμε, εἴμαστε «μικροί», «λιγοστοὶ» καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Γι' αὐτό ταπεινωνόμαστε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴν ἀνεπάρκειά μας.


Τὸ προσπέρασμα τῆς ἀδιαφορίας

Ἡ ἀδιάφορη στάση τοῦ ἱερέα καὶ τοῦ λευίτη ἀπέναντι στὸν πληγωμένο συνάνθρωπο εἶναι μιὰ κριτικὴ στὸ ἦθος πολλῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Πολλῶν ἀπὸ ἐμᾶς πού, ἐνῶ θεωροῦμε τὴν πίστη στὸν Θεὸ ἱερὴ ὑπόθεση, στὴν καθημερινότητά μας προσπερνᾶμε μὲ ἀδιαφορία τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ἡ πνευματική μας φθορά.

Ἡ ὀργάνωση καὶ οἱ ρυθμοὶ τῆς ζωῆς μας, τὰ πυκνὰ προγράμματα καὶ οἱ πολλὲς καὶ ποικίλες ἀσχολίες μας εἶναι τέτοια καὶ τόσα, ποὺ ἐξανεμίζουν καὶ ἐξασθενοῦν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ ἀφορμὲς καὶ οἱ προφάσεις εἶναι πολλὲς καὶ εὐλογοφανεῖς, ὅπως ὑπαινίσσονται οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς παραβολῆς. Ὁ φόβος, ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἡ ἀνάγκη αὐτοπροστασίας ἀπὸ ἐνδεχόμενο κίνδυνο ἢ ἀπειλὴ συντελοῦν ἀναπόφευκτα στὴν παράλειψη τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ ἡ προσκόλληση στὸν τύπο, ποὺ συχνὰ ἐπικαλύπτει τὴν οὐσία πολλῶν πραγμάτων, συμπνίγει τὴν αὐθόρμητη ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης. Πολλὲς φορὲς ἰσχυριζόμαστε ὅτι θέλουμε ἢ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, ἀλλὰ νομίζουμε ὅτι δὲν πρέπει, γιατί ἴσως νὰ παρεξηγηθοῦμε. Ἀκόμη, τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ οἱ ἀσχολίες μας, τὰ ἐπαγγελματικά μας καθήκοντα καὶ οἱ προσωπικές μας προτεραιότητες στέκονται, κάποτε, ἐμπόδια στὸ νὰ ἀφιερώσουμε χρόνο στὴ ζωή μας καὶ χῶρο στὴν καρδιά μας, στὸ νὰ σταθοῦμε κοντὰ καὶ δίπλα στὸν ἄλλον.

Ἡ συναισθηματικὴ ἀπάθεια καὶ ἡ ἠθικὴ ἀναλγησία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι πλέον κραυγαλέες, ἀποτέλεσμα καὶ σύμπτωμα τῆς τραγικῆς ἀδιαφορίας του. Ἀπορροφημένος, λοιπόν, ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν προσπάθεια νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀτομικὲς καὶ ἰδιοτελεῖς του ἀνάγκες, προσπερνᾶ τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν ἀνθρωπιά. Ἐπιδιώκει μόνο τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ὠφέλιμο. Δὲν διακρίνει ποιὸ εἶναι τὸ πλαστὸ καὶ ποιὸ τὸ νόθο, ποιὸ τὸ σαθρὸ καὶ ἐφήμερο καὶ ποιὸ τὸ γνήσιο στοιχεῖο τῆς ζωῆς. Μέσα στὸ τέλμα τῆς ἀδιαφορίας του, συμβάλλει στὴν ἐπικίνδυνη προσαρμογὴ τῶν σταθερῶν καὶ διαχρονικῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν. Δὲν ἀγωνίζεται, ὅσο θὰ ἔπρεπε, γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης.

Στὴ φοβερὴ ἀδιαφορία καὶ φυγὴ τῶν πολλῶν, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀναλαμβάνουμε τὶς εὐθύνες μας, γιατί δὲν εἴμαστε μόνοι σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄλλοι. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ὄχι μόνο ὅταν διαπράττουμε τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ ὅταν μὲ τὴν ἀδιαφορία, τὴν παθητικότητα καὶ τὴν οὐδετερότητά μας, ἀφήνουμε τοὺς ἄλλους νὰ τὸ διαπράξουν. Ἡ ἀδιαφορία φυγαδεύει τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ διαστρέφει τὴν ἀνθρωπιὰ σὲ κυνικὴ ἀπανθρωπιὰ καὶ σκληροκαρδία.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ θυσίες καὶ κόποι. Ἐκεῖ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ γενναιότητα καὶ μόνο τότε μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι συνάντησε τὸν Θεό, γιατί πρῶτα συνάντησε, ἐνδιαφέρθηκε, πρόσφερε καὶ ἀγάπησε τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο. Ἀμήν.

Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ.ι΄25—37)

 




Εἴδομεν, ὅτι ὁ Κύριος εὑρισκόμενος εἰς τὴν Σαμάρειαν ἀπέστειλεν ἑβδομήκοντα μαθητάς, ἵνα κηρύξωσιν εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας τὸν θεῖον λόγον. Κατόπιν συνεχίζει τὴν ὁδοιπορίαν Του πρὸς Ἱεροσόλυμα διὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας.

Ὁ Κύριος προχωρεῖ Νοτίως καὶ ἤδη εὑρίσκεται πιθανώτατα εἰς τὸ μέρος, ὅπου γίνεται λόγος ἐν τῇ παραβολῇ ἤτοι ἐν τῇ ὁδῷ Ἱεριχοῦς πρὸς Ἱερουσαλήμ. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἐμφανίζεται «Νομικὸς» νομομαθὴς δηλαδὴ τις τοῦ Ἑβραϊκοῦ νόμου καθήμενος κἄπου. Οὗτος «ἀνέστη» ἠγέρθη «ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων! Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Ὁ νομομαθὴς δηλαδὴ οὗτος ἔχων ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ὁ Κύριος ἦτο κοσμοπολιτικοῦ χαρακτῆρος, ἐνῷ ὁ Ἑβραϊκὸς νόμος ἦτο Ἐθνικιστικός, Σωβινιστής, ἐρωτῶν τὸν Ἰησοῦν ἐσκόπει νὰ φέρῃ εἰς ἀντίθεσιν Αὐτὸν πρὸς τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον ἤ ὁδηγήσῃ Αὐτὸν εἰς ἄλλην τινὰ ἀδιέξοδον.Ὁ Κύριος ὅμως καταφεύγει εἰς τὴν πηγὴν τῆς ἀληθείας, τὴν Βίβλον καὶ ἐρωτᾷ τὸν νομικόν: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» Τί γράφει ὁ νόμος περὶ τούτου καὶ ποία εἶναι ἡ γνώμη σου; Ὁ νομικὸς ἀπαντᾷ: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ σου καὶ ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν»(1) Ἀγάπη δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλας τὰς φυσικάς, πνευματικάς καὶ ἠθικάς δυνάμεις ψυχῆς καὶ σώματος καὶ ἀγάπη τοῦ πλησίον μας ὅπως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἰδοὺ αἱ δύο οὐσιωδέστεραι ἐντολαί. Ὁ Κύριος δευτερολογῶν λέγει: «ὀρθῶς ἀπεκρίθης˙» ὀρθῶς ἀπήντησες «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ». Τοῦτο πάντοτε ἐφάρμοζε καὶ θὰ ἀποκτήσῃς τὴν αἰώνιον ζωήν.

Ὁ δὲ νομικὸς «θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν» θέλων δηλαδὴ νὰ ἀπόδειξῃ εἰς τὸν Χριστόν, ὅτι ἡ ἀπορία του παραμένει ἀκόμη δύσκολος εἰς ἀπάντησιν, ἂν καὶ τόσον εὐκόλως αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ Ἰησοῦ «εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὶς ἐστίν μου πλησίον;» ἔμαθα, λέγει ὁ νομικός, πόσον πρέπει νὰ ἀγαπῶ. Δὲν γνωρίζω ὅμως ποῖον πρέπει νὰ ἀγαπῶ, ποῖος εἶναι πλησίον μου. Οἱ πλεῖστοι τῶν Ἑβραίων τότε ἔκλινον ὑπὲρ τῆς γνώμης, ὅτι πλησίον εἶναι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι. Οἱ λοιποί, οἱ εἰδωλολάτραι οἱ λεγόμενοι ἐθνικοί, ἦσαν ἐχθροί. Ὁ Κύριος «ὑπολαβών» λαβών τὸν λόγον λέγει: «ἄνθρωπὸς τὶς κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν˙ οἵ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγάς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Κἄποιος Ἰουδαῖος δηλαδή, ἐνῷ κατήρχετο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ τὴν Ἱεριχώ περιέπεσεν εἰς λῃστᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ ἴσως ἔφερε ἀντίστασιν, ἀφοῦ τὸν ἐλῄστευσαν, τὸν ἐκτύπησαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένον. «Κατὰ συγκυρίαν» κατὰ σύμπτωσιν, «ἱερεὺς τις» Ἰουδαῖος τις ἱερεὺς τελέσας πιθανῶς τὰ ἱερατικά του καθήκοντα ἐν Ἱερουσαλὴμ «κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ» βαδίζων τὴν ὁδὸν ἐκείνην μετέβαινε πρὸς τὴν Ἱεριχώ «καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν». «Ἀντιπαρῆλθε», σημαίνει, ὅτι ἐβάδισε τὴν ἄλλην ὁδὸν ἐκείνης ὅπου εὑρίσκετο ὁ πληγωμένος φοβηθείς τὴν ἐπικίνδυνον τοποθεσίαν ἐκείνην. Μετ’ ὀλίγον «καὶ Λευΐτης» Ἰουδαῖος δηλαδὴ διάκονος ἐν τῷ Ναῷ «γενόμενος κατὰ τὸν τόπον» διερχόμενος ἐκεῖθεν «ἐλθών» καὶ «ἰδὼν» τὸν Σαμαρείτην «ἀντιπαρῆλθεν». Ὁ Λευΐτης οὗτος ἐφάνη σκληρότερος τοῦ προηγουμένου, διότι εἶδε ἐκ τοῦ πλησίον τὴν ἀθλιότητα τοῦ δυστυχοῦς καὶ δὲν τὸν ἐβοήθησε, ἀλλὰ ἐπῆρε τὸν ἄλλον δρόμον.

«Σαμαρείτης δὲ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη καὶ προσελθών κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ». Ὁ Σαμαρείτης, ἰδιώτης, καὶ οὐχὶ κληρικός, ὡς ἦσαν οἱ ἄλλοι δύο, ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων καὶ οὐχὶ συμπατριώτης τοῦ πληγωμένου «ὁδεύων» διερχόμενος ἐκεῖθεν, ἀδιαφορήσας διὰ τὸν κίνδυνον τοῦ τόπου, εὐσπλαγχνίζεται αὐτὸν καὶ «ἦλθε κατ’ αὐτὸν» τὸν ἐπλησίασε, πλύνει τὰς πληγάς του δι’ οἴνου, ἀλείφει αὐτάς μὲ ἔλαιον καὶ προχείρως «κατέδησε» δένει αὐτάς. Μετὰ ταῦτα λαμβάνει αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ τὸν φορτώνει εἰς τὸ ζῷον του. Πεζῆ αὐτός, εἰς τὸ ὑποζύγιόν του ὁ ἐχθρός του, ὑποβαστάζων ὁ Σαμαρείτης τὸν φορτωμένον τραυματίαν ἔρχονται εἴς τι ξενοδοχεῖον, ὅπου ἐπεμελήθη αὐτοῦ καλλίτερον. «Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλών δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ. Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι». Τὴν ἑπομένην ἡμέραν θέλων νὰ φύγῃ ὁ καλὸς Σαμαρείτης δίδει εἰς τὸν ξενοδόχον δύο δηνάρια, δύο προπολεμικάς δραχμάς, ὑποσχεθείς συμπλήρωμα διὰ τὰ περαιτέρω ἔξοδα. Ἔδωκε δὲ ταῦτα ἐξελθών τοῦ πανδοχείου, ἵνα μὴ θίξῃ τὸν ἐλεούμενον.

Καὶ ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τὸν Νομικόν: «Τὶς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;» Ποῖος νομίζεις, ὅτι ἐφάνη πλησίον, φίλος εἰς τὸν δυστυχῆ αὐτὸν Ἰουδαῖον; Ὁ νομικὸς ἠρώτησεν ἐν ἀρχῇ «τὶς ἐστί μου πλησίον». Ὁ Κύριος ἀντικαθιστᾷ τὴν ἐρώτησιν ταύτην διὰ τῆς ἐρωτήσεως, ποῖος ἐφάνηκε πλησίον εἰς τὸν ἐμπεσόντα εἰς τοὺς λῃστάς. Ἡ ἐρώτησις τοῦ Κυρίου εἶναι ὀρθοτέρα, διότι ἐπιβάλλει καθήκοντα. Ὁ νομικὸς ἐντροπιασμένος ἀπαντᾷ: «ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ» ὁ ἐλεήσας αὐτόν. Ἤτοι πλησίον ἦτο ὁ ἐχθρός του Σαμαρείτης. Ἑπομένως φίλος, πλησίον μας, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν εἶναι καὶ οἱ ἐχθροί μας, πᾶς ἄνθρωπος, ἀδιακρίτως γλώσσης, θρησκείας, ἐθνικότητος. Πόσον σοφῶς ὁ Κύριος ἠνάγκασε τὸν νομικὸν νὰ εἴπῃ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον, ἂν τὸ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς, θὰ ἐσκανδάλιζε αὐτόν!

Δύο ἑρμηνείας ἔδωκαν τῆς ὡραίας ταύτης παραβολῆς οἱ πατέρες. Μίαν γραμματικὴν καὶ τὴν ἑτέραν ἀλληγορικήν. Ἡ πρώτη εἶναι δεοντολογικὴ καί λέγει τί πρέπει νὰ πράττωμεν, ἡ δευτέρα εἶναι Χριστολογικὴ καὶ λέγει τί πρέπει νὰ πιστεύωμεν.


α) Θ έ μ α:  Χριστολογικὸν

Εἰς τὴν Χριστολογικὴν ταύτην ὁμιλίαν θὰ ἴδωμεν ποία ἦτο ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης ὡς ὁ περιπεσών εἰς λῃστάς καὶ ποῖος ὁ θεραπεύσας ταύτην καλὸς Σαμαρείτης.

Α.΄ Ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης. Διπλοῦν πάθος εἶχε: Νόσον καὶ ἀδυναμίαν ἰάσεως.

α) Ν ό σ ο ς.  Ἡ ἀνθρωπότης πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον «ὥδευε ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ» ἤτοι ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν πόλιν τῶν εἰδώλων, τὴν Ἱεριχώ, ἀπὸ τὴν ἀρετὴν εἰς τὴν κακίαν, ἀπὸ τὴν ἁγνότητα εἰς τὴν διαφθοράν. Οὕτω ὁδεύουσα ἡ ἀνθρωπότης «λῃσταῖς περιέπεσεν» περιέπεσεν εἰς τοὺς δαίμονας. Ὡς οἱ λῃσταὶ κρυπτόμενοι ἐπιπίπτουσιν αἰφνιδίως κατὰ τῶν ὁδοιπόρων καὶ ἀφαιροῦσι πᾶν πολύτιμον, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ οἱ δαίμονες κεκαλυμμένοι λῃστεύουσι τοὺς ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Τί λῃστεύουσι; Οἱ λῃσταὶ τῆς παραβολῆς ἀφῄρεσαν ἀπὸ τοῦ ἀτυχοῦς ὁδοιπόρου: 1) ἐνδύματα «ἐκδύσατες αὐτὸν» ἀποκαλύψαντες τὴν αἰσχύνην αὐτοῦ. 2) τὴν ὑγείαν «καὶ πληγάς ἐπιθέντες», 3) τοῦ ἔδωκαν νὰ ἐννοήσῃ τὴν μόνωσιν ἐν τῇ ἐρημίᾳ «ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον» καὶ 4) τὸν ἀφῆκαν «ἡμιθανῆ τυγχάνοντα» χαροπαλαίοντα, ὁπότε ἡ μόνωσις ἦτο αἰσθητοτέρα. Τὸ αὐτὸ καὶ οἱ δαίμονες πράττουσιν εἰς τὰ θύματά των. Ἀφαιροῦν πᾶν πολύτιμον, τὸ ὁποῖον ἔχουν, πᾶσαν ἐντροπὴν διὰ τὸ κακόν, φροντίζοντες νὰ δικαιολογοῦν πᾶσαν ἁμαρτίαν. Μετὰ ταῦτα ἀκολουθοῦν αἱ σωματικαὶ βλάβαι, τῶν ὁποίων αἰτία εἶναι ἡ ἁμαρτία, διαφθορά, ἐξαχρείωσις. Κατόπιν ἔρχεται τὸ θῦμα, ὁ ἄνθρωπος, ὅταν χορτάσῃ τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν μόνωσιν, τὴν πλῆξιν, τὸν κόρον καὶ τὴν ἀηδίαν. Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι νὰ πατήσῃ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸ κατώφλιον τοῦ θανάτου, ὅτε τὸ αἴσθημα τῆς μονώσεως εἶναι εἰς τὸ ὀξύτατον σημεῖον.

β) Θεραπεία. « Ἱερεὺς τις κατέβαινε...» Πάντες οἱ πρὸ Χριστοῦ καὶ οἱ μετὰ Χριστόν, ἀλλὰ ἄνευ Χριστοῦ ζῶντες ἱερεῖς καὶ φιλόσοφοι, συνοδοιπόροι ὄντες τῆς πασχούσης καὶ εἰς λῃστάς πεσούσης ἀνθρωπότητος, ἀντιπαρῆλθον τὸν πόνον της, διότι δὲν ἠδύναντο ἤ καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ καλύψουν τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνότητος, νὰ θεραπεύσουν τὰς πληγάς, νὰ συντροφεύσουν τὴν μόνωσιν καὶ τέλος ν’ ἀπαλλάξουν ταύτην τοῦ ἐπιθανατίου ῥόγχου. Οὔτε ὁ παλαιὸς τῶν Ἑβραίων Νόμος μὲ τὴν ἀτελείωτον περιπτωσιολογίαν του, οὔτε οἱ φιλόσοφοι μὲ τὰς ὑψηλάς, ὡραίας λεπτάς, ἀλλὰ δυσκόλους ἰδέας των κατώρθωσαν ν’ ἀνταποκριθοῦν εἰς τοὺς βαθεῖς ἀνθρωπίνους πόνους καὶ πόθους. Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἦτο μόνον παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν παρέχων συνείδησιν ἁμαρτωλότητος ὄχι ὅμως καὶ θεραπείαν.

Ἡ φιλοσοφία καὶ γενικῶς ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ θεολογία ὄχι μόνον δὲν ἐκάλυψαν τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνώσεως, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐθεοποίησαν τὸ σαρκικὸν πάθος διὰ τῆς Ἀφροδίτης, τὴν κλοπὴν διὰ τοῦ Ἑρμοῦ, τὰ ὄργια διὰ τοῦ Βάκχου, τὴν μέθην διὰ τοῦ Διονύσου κ.λ.π. Ὄχι μόνον δὲν ἐκάλυψαν τὴν αἰσχύνην, ἀλλὰ κατῄσχυναν διὰ τῆς ἀδιαντροπίας των τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀλλὰ καὶ ἡ μεταπολεμικῶς καὶ ἄνευ Χριστοῦ ζῶσα ἀνθρωπότης; Κεῖται καὶ αὕτη κατὰ γῆς λῃστευομένη, μωλωπισμένη, ὀρφανεμένη καὶ ψυχορραγοῦσα. Ὁ πόλεμος, ὁ μέγας αὐτὸς λῄσταρχος, πόσους δὲν ἐμωλώπισε διὰ τῶν φονικῶν ὅπλων, πόσους δὲν ἐγύμνωσε, πόσους δὲν ἀπωρφάνισε καὶ ἀφῄρεσε φιλτάτους καὶ οὕτω ἔγινε ἡ μόνωσις αἰσθητή; Πόσους δὲν ἔκαμε, ὥστε νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ θανάτου, ὅλους ἠνάγκασε νὰ πατήσουν τὸ κατώφλιον τοῦ θανάτου; Οὐδεὶς τῶν σοφῶν ἀπελύτρωσε ταύτην. Ποῖος ὁ Λυτρωτής; Ὁ Χριστός, ὁ καλὸς Σαμαρείτης.


Β΄. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης. Οὗτος εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐκκλησία Του. Μὴ δυνηθείσης τῆς ἀνθρωπότητος νὰ εὕρῃ τὸν Θεόν, ὁ Θεὸς ἐνανθρωπήσας «ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν» εὗρε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Χριστὸς ἐλθών πλησίον τοῦ ἀνθρώπου καὶ «ἰδὼν αὐτὸν» ὡς «ὁ καλὸς Σαμαρείτης εὐσπλαγχνίσθη» τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Σαμαρείτης δὲν περιορίζεται εἰς μόνον τὸ συναισθηματικὸν (τὸ ὁποῖον δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶχαν καὶ οἱ δύο Ἰουδαῖοι, Ἱερεὺς καὶ Λευΐτης, καὶ τὸ ὁποῖον ἐγείρεται εἰς τοὺς πλείστους ἐξ ἡμῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὅταν ἴδωμεν πάσχοντα, γινόμενοι θρηνῳδοὶ ὄχι ὅμως καὶ βοηθοὶ τῆς δυστυχίας τοῦ ἄλλου) ἀλλὰ προβαίνει εἰς τὸ ἔργον «κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ καὶ κατέχυσεν ἔλαιον κ. λ. π. Μετὰ ταῦτα ἐναγκαλίζεται αὐτόν, θέτει ἐπ’ ὤμων...» Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ἀντὶ τῆς γυμνότητος, τὴν ὁποίαν ἐπροξένησεν ἡ ἁμαρτία, δίδει τὴν κάλυψιν διὰ τῆς ἀγκάλης, ἀντὶ τοῦ πόνου τὴν ἀνακούφισιν διὰ τῶν ὤμων καὶ ἐπὶ πλέον ἐφόρτωσεν αὐτὸν εἰς τὸ ἴδιον κτῆνος ἀναγκασθείς ὁ ἴδιος νὰ πεζοπορῇ, ἀντὶ τῆς μονώσεως τὴν συντροφιά, ἀντὶ τοῦ ψυχορραγήματος τὴν σωτηρίαν. Καθαρίζει τὰς πληγάς διὰ τοῦ οἴνου τῆς ἐξομολογήσεως, μαλακώνει διὰ τοῦ ἐλαίου τῆς θείας εὐσπλαγχνίας. Μόνον ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς σώσῃ ἀπὸ τὰ δεινά τοῦ πολέμου, τῆς γυμνότητος, ἀδιαντροπίας, ψυχορραγήματος, διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ πραγματικὴ αἰδημοσύνη, θεραπεία, ὑγεία, συντροφιὰ καὶ ζωή.

Ἡ Ἐκκλησία. Ὁ καλὸς Σαμαρείτης ὡδήγησε τὸν ψυχορραγοῦντα εἰς τὸ πανδοχεῖον, δώσας δύο δηνάρια εἰς τὸν πανδοχέα, τὸν ξενοδόχον. Πανδοχεῖον εἶναι ἡ ἐκκλησία, διότι δέχεται τοὺς πάντας, ἀνεξαρτήτου φύλου, φυλῆς, πτωχείας, πλούτου κ. λ. π. Πανδοχεῖς εἶναι οἱ κληρικοί, διότι δέχονται τοὺς πάντας, ἁμαρτωλοὺς καὶ δικαίους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Δύο δηνάρια εἶναι αἱ δύο Διαθῆκαι, Παλαιὰ καὶ Καινή, ἔνθα ὑπάρχει ὁ θεῖος λόγος βάσει τοῦ ὁποίου πρέπει οἱ κληρικοὶ νὰ ἐπιμελῶνται τῶν εἰσερχομένων εἰς τὸ πανδοχεῖον, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.

Ὅ,τι ἄλλο ὁ καλὸς κληρικὸς προσδαπανήσῃ, κόπον, ἀγῶνα, μελέτην, διδασκαλίαν Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Δίκαιος Κριτὴς ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι Αὐτὸν ἀποδώσει εἰς ἐκεῖνον. Τὶς εἶναι ὁ πραγματικὸς πλησίον μας; ἠρώτησε τότε ὁ Κύριος. Ὁ νομικὸς ἀπήντησεν «πᾶς ἄνθρωπος». Τὶς ὁ πραγματικὸς πλησίον μας, ἐρωτῶμεν καὶ ἡμεῖς; Πᾶς ἄνθρωπος ἰδίως ὅμως ὁ Ἰησοῦς! Πρὸς Αὐτὸν ἂς στραφῶμεν!
Ὡραῖον παράδειγμα τῆς ἀρχαιότητος δεικνύοντὸν πόθον τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων δι’ εὐγενοῦς προσώπου εἶναι τὸ ἑξῆς:

Ὅταν πρὸ Χριστοῦ κατὰ τινα παράδοσιν ἐβασίλευεν εἰς Ἀθήνας ὁ Κόδρος, οἱ Δωριεῖς εἰσέβαλον εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἠπείλουν τὰς Ἀθήνας. Τό Μαντεῖον τῶν Δελφῶν εἶπεν, ὅτι θὰ νικήσωσιν ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ὁ βασιλεύς, θὰ φονευθῇ ἀπὸ ἐχθρικὸν χέρι. Ὁ βασιλεὺς Κόδρος μαθών τοῦτο ἐνδύεται τὰ ἐνδύματα δούλου τινὸς καὶ μεταβαίνει εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν. Φιλονικεῖ μετὰ τινος καὶ φονεύεται. Ὅταν οἱ ἐχθροὶ ἔμαθον τὸν χρησμὸν καὶ εἶδον ποῖον ἐφόνευσαν, ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἐδῶ Κόδρος εἶναι ὁ Χριστός. Ἀθηναῖοι εἶναι ἡ ἀνθρωπότης. Δωριεῖς εἶναι οἱ δαίμονες καὶ οἱ Χριστοκτόνοι Ἰουδαῖοι, ἐνδύματα δούλου τὰ ὁποῖα ἐφόρεσε ὁ Κόδρος εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ. Θάνατος τοῦ Κόδρου εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Μαντεῖον τῶν Δελφῶν εἶναι οἱ προφῆται. Ἀπαλλαγή τῶν Ἀθηναίων ἀπὸ τοὺς Δωριεῖς εἶναι ἀπαλλαγὴ τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τοὺς δαίμονας. Πόσον βαθὺς ἦτο ὁ πόθος τῆς ἀπολυτρώσεως πρὸ Χριστοῦ!


β) Θέμα: Ἠθικόν. Περὶ Ἀγάπης

Ὁ νομικὸς ἐζήτησε ποίους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὄχι μόνον ποίους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ ἀγαπῶμεν, ὄχι μόνον πόσους, ἀλλὰ πόσον νὰ ἀγαπῶμεν. Ἰδοὺ τὸ θέμα μας˙ ποίους καὶ πῶς νὰ ἀγαπῶμεν ἤτοι ἔκτασις καὶ βάθος ἀγάπης.

Α. Ἡ ἔκτασις τῆς ἀγάπης. Ἀφοῦ ὁ Σαμαρείτης ἠγάπησε τὸν ἐχθρόν του πρέπει καὶ ἡ ἰδικὴ μας ἀγάπη νὰ μὴ εἶναι ἀγάπη ἑνός, δύο, πολλῶν, ἀλλὰ πάντων, ἀφοῦ θὰ φθάνῃ μέχρι τῶν ἐχθρῶν μας. Καὶ ὅμως! Πολλοὶ περιορίζουν τὴν ἀγάπην μόνον εἰς τὸν ἑαυτόν τους. Ὑποκείμενον καὶ ἀντικείμενον ἀγάπης εἶναι τὸ ἴδιόν των πρόσωπον. Ἐὰν δὲ ἀγαπήσῃ τις ἄλλους, τοὺς ἀγαπᾷ ἐπειδὴ τὸν ἀγαποῦν, τὸν ἐξυπηρετοῦν, τὸν κολακεύουν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ ἄλλου εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας κατ’ ἀντανάκλασιν. Νὰ περιορίζῃ ὅμως κανεὶς τὴν ἀγάπην μόνον εἰς τὸν ἀφέντην, τὸν ἑαυτόν του, πόσον στενή, στενόκαρδη εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη! Ἀσφυξία, πλῆξις, μόνωσις! Δὲν κηρύττεται καὶ δὲν ἐπαινεῖται βέβαια ἐπισήμως αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀγάπης, ἐφαρμόζεται ὅμως. Ὄχι μόνον ἀρετὴ δὲν εἶναι ἡ τοιαύτη ἀγάπη, ἀλλὰ λέγεται ἐγωϊσμὸς καὶ εἶναι ἁμαρτία!

Ἄλλοι ὅμως, ἡρωϊκώτεροι τῶν πρώτων φαινόμενοι, βγαίνουν ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς ἀγάπης τοῦ ἑνός, τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ ἡ ἀγάπη των περιλαμβάνει δύο διαφόρου φύλου πρόσωπα.

Ἡ ἀγάπη αὐτὴ λέγεται ἔρως. Οἱ τοιοῦτοι ὄχι μόνον ἐφαρμόζουν, ἀλλὰ καὶ κηρύττουν τὴν ἀγάπην αὐτήν. Αὕτη γίνεται ὑποκείμενον μεγάλων συγγραφικῶν, κινηματογραφικῶν, θεατρικῶν ἔργων. Φὶλμ καὶ διαφημήσεις, περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες γέμουν ἀσέμνων συμπλεγμάτων. Ἀλλὰ πόσον καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι στενὴ καὶ ἀσφυκτική! Εἶναι στενή, ὄχι μόνον, διότι δύο πρόσωπα κλείονται εἰς τὸν ἑαυτόν τους καὶ ἀδιαφοροῦν διὰ τοὺς ἄλλους, ὄχι μόνον, διότι στηρίζεται αὕτη εἰς τὴν ἀμοιβαίαν ἀπόλαυσιν καὶ ταύτην σαρκικὴν καὶ ἑπομένως αὕτη στερεῖται τοῦ οὐσιώδους χαρακτῆρος τῆς ἀνιδιοτελείας, ἀλλὰ κυρίως κατὰ ταύτην ἀπολαμβάνεται ἡ ἡδονὴ τῆς ἀμοιβαίας φυσιολογικῆς ἕλξεως, ἀποφεύγεται ὅμως ἡ εὐθύνη τοῦ καρποῦ, ἡ ἐκ τῆς φυσιολογικῆς ταύτης ἑνώσεως προερχομένη. Πόσον ἡδονιστικὸν καὶ ἑπομένως λίαν ἐγωϊστικὸν εἶναι νὰ ἀπολαμβάνῃ τις ἡδονὴν καὶ νὰ ἀποφεύγῃ τὴν ἐκ τῆς ἡδονῆς ταύτης φυσιολογικῶς ἀπορρέουσαν εὐθύνην! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔρως. Πόσον δὲ νευρασθενικὸν εἶναι ἡ οὔτε τελεία ἕνωσις οὔτε τελεία ἀπόστασις, τὸ ὁποῖον λέγεται ἔρως! Μάρτυρες τούτου εἶναι οἱ ἐρωτομανεῖς τοῦ φρενοκομείου, τοῦ νεκροταφείου, τῶν βράχων τῆς Ἀκροπόλεως, τὰ οἰκογενειακὰ δράματα κ.λ.π. Ἡ ζωὴ δι’ αὐτοὺς δὲν τίθεται ὡς πρόβλημα «ἡδονὴ καὶ εὐθύνη» ἀλλὰ παιγνίδι μόνον! Ὄχι! Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγάπη Χριστιανική. Εἶναι στενή, ἐγωϊστική, ἡδονιστική, νευρασθενείας πρόξενος, δειλή! Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἐκλέξῃ ἕν ἀπὸ τὰ δύο ἤ ἡδονὴν καὶ εὐθύνην ἀναπτύξεως οἰκογενειακῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον λέγεται γάμος ἤ οὔτε τὸ ἕν οὔτε τὸ ἕτερον, τὸ ὁποῖον λέγεται παρθενία, ἀγνότης.

Ἄλλοι ὅμως, μὲ ὕφος σοβαρώτερον κηρύττουν τὴν ἀγάπην ὄχι βέβαια ἑνὸς ἤ δύο, ἀλλὰ πολλῶν. Ἀγαποῦν δηλαδὴ τοὺς γονεῖς, συγγενεῖς, συμπατριώτας, ὁμόφρονάς των, τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν πατρίδα, θρησκείαν, γλῶσσαν, τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὸν αὐτὸν σύλλογον κ.λ.π. Εἶναι βέβαια εὐρύτερα ἡ ἀγάπη αὐτὴ τῶν δύο ἄλλων, τὰ ὁποῖα ἀνέφερα ἀνωτέρω, πάντως δὲν εἶναι ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Διότι αὕτη ἀφοῦ κατὰ τὴν παραβολὴν ταύτην περιλαμβάνει καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀφοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην ἡ ἔκτασίς της πρέπει νὰ εἶναι ἄπειρος ὅσον καὶ ὁ Θεός—«ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ»—πρέπει νὰ περικλείῃ ὄχι ἕνα, δύο, πολλούς, ἀλλὰ πάντας. Ἰδοὺ ἡ ἔκτασις, ἡ ὁριζοντία γραμμὴ τῆς ἀγάπης. Ἰδοὺ ποίους καὶ πόσους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν. Ποῖον εἶναι ὅμως τὸ βάθος, ἡ κάθετος γραμμὴ τῆς ἀγάπης; Πῶς καὶ πόσον πρέπει νά ἀγαπῶμεν;

Β. Βάθος τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη κατὰ βάθος εἶναι θυσία.

1) Πνευματικῶν, 2) ὑλικῶν ἀγαθῶν, 3) τῆς ζωῆς μας!

α) Ἐκ τῆς Παραβολῆς. Ὁ Σαμαρείτης εἶχε καὶ αὐτὸς τὰς Ἐθνικάς πεποιθήσεις καὶ προλήψεις, ὅτι «οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Καὶ ὅμως τὴν ὥραν αὐτὴν ἐφάνη ἀνώτερος αὐτῶν θυσιάσας αὐτάς εἰς τὴν ἀγάπην. Δὲν ἠρκέσθη εἰς τὴν θυσίαν τῶν πνευματικῶν, ἐθνικῶν καὶ ἐχθρικῶν του παραδόσεων, ἀλλὰ προέβη καὶ εἰς θυσίαν κόπων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, διότι κατέβη ἀπὸ τὸ κτῆνός του, περιποιεῖται τὸν ἐχθρὸν του προχείρως, τὸν φορτώνει εἰς τὸν ὦμόν του καὶ κατόπιν εἰς τὸ ζῷόν του καὶ πηγαίνουν εἰς τὴν πόλιν μαζὶ ὁ ἐχθρὸς καὶ φίλος, ὁ μὲν Σαμαρείτης πεζῇ, ὁ δὲ Ἰουδαῖος ἐποχούμενος. Ὄχι μόνον κόπος, ἀλλὰ καὶ θυσία χρήματος κατεβλήθη εἰς τὸ πανδοχεῖον. Ἔδωκε ὁ Σαμαρείτης δύο δηνάρια μὲ τὴν ὑπόσχεσιν νὰ συμπληρώσῃ «ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃ» ὁ πανδοχεύς. Ὁ Σαμαρείτης πράττων αὐτὰ ἐγνώριζεν, ὅτι διακινδυνεύει ἐκεῖ τὴν ζωήν του, διότι ὁ τόπος ἦτο λίαν ἐπικίνδυνος. Μάρτυρες τούτου ὁ ἱερεὺς καὶ Λευἶτης, οἱ ὁποῖοι ἰδόντες ἀντιπαρῆλθον καὶ ἡ κατάστασις τοῦ ἡμιθανοῦς Ἰουδαίου. Ὁ Σαμαρείτης ἀψηφᾷ ὅλα αὐτά, εἶναι πρόθυμος νὰ θυσιάσῃ τὴν ζωήν του.

β) Ἐκ τῆς ζωῆς:
 θυσία πνευματικῶν ἀγαθῶν. Πράγματι πρέπει νὰ θυσιάζεται ἡ γνῶσις καὶ αἱ ἄλλαι πεποιθήσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν ἔχουν δογματικὸν ἤ ἠθικὸν χαρακτῆρα, εἰς τὴν ἀγάπην. Σημασία δὲν ἔχει τό πόσα ξεύρεις, ἀλλὰ τὸ πόσον ἀγαπᾷς. Τοῦτο ἔχων ὑπ’ ὄψιν του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ». Τοῦτο ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾷ τοὺς ἁγίους της διὰ τὸ ποσὸν τῶν γνώσεων, διότι ἐσκέφθησαν ὑψηλά, ἀλλὰ διὰ τὸ ποσὸν τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Σωτῆρα, διότι ἔζησαν ταπεινά. Τοῦτο ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της καὶ ἡ κοινὴ ἀνθρωπίνη ἀντίληψις ἀγαπᾷ τὸν ἀγαθὸν τῇ καρδία ἔστω καὶ ἐὰν στερῆται γνώσεων, μισεῖ δὲ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ γνώσεις, κακὸς ὅμως τῇ καρδίᾳ.

Θυσία ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὄχι μόνον αἰσθηματολογία, ἀλλὰ καὶ πραγματικὴ βοήθεια πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἀνάλογος τῆς εὐπορίας σου καὶ τῆς ἀνάγκης τοῦ πτωχοῦ. Θὰ θυσιάσῃς ἀνάπαυσιν, χρήματα, διὰ νὰ ἐπισκεφθῇς, νὰ ἐνισχύσῃς, διὰ νὰ σπογγίσῃς τὰ δάκρυα καὶ τὸν ἱδρῶτα τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ φυλακισμένου, τοῦ ἀσθενοῦς. Θὰ ὑποβληθῇς εἰς κόπον καὶ ὑλικὴν θυσίαν. Ἡ τελειότατη ἐκδήλωσις τῆς ἐννοίας τῆς θυσίας συνίσταται εἰς τὴν θυσίαν τῶν πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἤτοι τῆς ζωῆς μας. Αὐτὴν πρέπει νὰ θυσιάζωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῶν ἄλλων, ὅταν καλούμεθα νὰ ὁμολογήσωμεν, ὅταν ποιμαίνωμεν κ.λ.π. Ἰδοὺ ἡ ἀγάπη κατ’ ἔκτασιν καὶ ἔντασιν, ὁριζοντίαν καὶ κάθετον γραμμήν.

γ) Αὐτοεξέτασις. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν τόσους καὶ τόσον; Ἀλλοίμονον! Ἡ ἡρωϊκωτέρα δι’ ἡμᾶς ἀγάπη εἶναι νὰ ἀγαπήσωμεν μόνον τοὺς ἀγαπῶντας ἡμᾶς. Ἀλλὰ καὶ τούτους ποσάκις δὲν ἐμισήσαμεν! Μία στοργικὴ παρατήρησις, ἕνας λόγος ὑπὲρ τὸ δέον ψυχρὸς ἤ θερμός, ἕνας χαιρετισμὸς τῶν ἄλλων ἀφελὴς καὶ ὄχι γελαστός, μία ἀφηρημάδα δὲν ἐδημιούργησαν ὄγκους ψυχρότητος, ἀντιπαθείας μεταξὺ ἀδελφῶν καὶ φίλων, τὰς ὁποίας οὔτε ἡ πλάκα τοῦ τάφου δὲν διέλυσε; Ὄχι! Ἂς ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ ἀγαπήσωμεν ὅλους, φίλους καὶ ἐχθρούς. Ἂς γίνωμεν πλατύκαρδοι καὶ ὄχι στενόκαρδοι. Ἂς χωροῦν μέσα μας ὄχι φίλοι, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί. Ἂς μεγαλώσῃ ἡ καρδία μας καὶ ἂς γίνῃ ἄπειρος σἄν τὴν ἀγάπην, ἥτις εἶναι ἴση μὲ τὸν Θεόν. Ἂς πνιγοῦν ἐκεῖ μικροπαρεξηγήσεις, μικροπρέπειες, ἀπροσεξίες, ψυχρότητες καὶ θερμότητες τῶν ἄλλων.

Ὡραῖον παράδειγμα ἀγάπης ἐχθρῶν εἶναι τὸ ἀκόλουθον. Εἰς τὸν Κολοκοτρώνην παρουσιάσθηκε κἄποτε ὁ φονηάς τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐζήτησε ἀπὸ αὐτὸν προσωπικὴν χάριν. Ὁ φονηᾶς ἐφοροῦσε καὶ τὸ ἔνδυμα τοῦ φονευθέντος. Ὁ Κολοκοτρώνης τὸν ἀνεγνώρισε, ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν του, ἐδάκρυσε καὶ εἶπε: Θεέ μου, συγχώρα τὸν φονηὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου. Μετὰ ταῦτα γυρίζει πρὸς τὸν φονηὰ καὶ τοῦ κάμνει τὸ αἴτημά του. Ὁ Κολοκοτρώνης προσθέτει καὶ κἄτι ἄλλο. Τὴν ὥραν ἐκείνην ἐπρόκειτο νὰ φάγῃ. Τὸν καλεῖ εἰς τὸ τραπέζι του. Ἡ μητέρα τοῦ Κολοκοτρώνη λέγει εἰς αὐτόν: Τὸν φονηὰ ἀφίνεις καὶ μπαίνει εἰς τὸ σπίτι μας; Ὁ Κολοκοτρώνης ἀπαντᾷ. Σώπα, μητέρα. Τὸ καλλίτερον μνημόσυνον τοῦ σκοτωμένου εἶναι τὸ φαγητόν, ποὺ δίδομεν εἰς τὸν φονηά. Εἴθε ὁ Πανάγαθος Θεὸς νὰ δώσῃ καὶ εἰς ἡμᾶς τὴν δύναμιν ταύτην.


(1) Δευτερ. 6,5.

Σάββατο, Ιουνίου 27, 2020

Φῶς τοῦ σώματος εἶναι ὁ ὀφθαλμός Anthony Metropolitan of Sourozh

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Συναντᾶμε τὸν κόσμο, τὸν γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας· καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις δὲν ἔχουμε μόνο ἐπίγνωση τοῦ κόσμου, ἀλλά ὑπάρχουμε κιόλας σ’ αὐτόν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις μᾶς φέρνουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῶν πραγμάτων γύρω μας, ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς δημιουργοῦν ἄμεσα συναισθήματα καὶ ἐντυπώσεις ποὺ κάποιες φορὲς μᾶς ἀλλοιώνουν πολὺ βαθειά.



Ἡ ὅραση μας, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο Του, εἶναι ὁ μόνος δρόμος ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ κόσμου μὲ ἠρεμία, μὲ πλήρη κατάπαυση ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπὸ τὴν προυπόθεση, ὅπως ὁ Κύριος τὸ θέτει, ὁ ὀφθαλμὸς μας νὰ εἶναι ἁπλός, νὰ εἶναι φῶς, ποὺ θὰ ἐπιτρέπει νὰ εἰσέρχεται στὴν συνείδηση μας μόνο τὸ φῶς.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἄγγλους συγγραφεῖς μᾶς δίνει δύο εἰκόνες ποὺ πιστεύω θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου· στὸ μυθιστόρημα του “All Hallows’ Eves”, ὁ Τσάρλς Οΐλιαμς μᾶς παρουσιάζει μιὰ νέα γυναῖκα ποὺ πεθαίνει σ’ ἕνα ἀτύχημα, καί τῆς ὁποίας ἡ ψυχὴ σταδιακὰ βρίσκει τὸν δρόμο πρὸς ἕναν νέο κόσμο.

Βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της νὰ στέκεται στίς ὄχθες τοῦ Τάμεση· κοιτᾶ τὰ νερά, καὶ ξαφνικὰ βλέπει τὰ νερὰ, ὅπως δὲν τὰ εἶχε δεῖ ποτὲ στὸ παρελθόν, ὅταν ἡ ψυχή της ἦταν ἕνα μὲ τὸ σῶμα· τότε ἔνοιωθε μιὰν ἀποστροφὴ γιὰ αὺτὰ τὰ μαῦρα, βρώμικα, γλοιώδη νερά, γιατὶ στὴν φαντασία της συνδέονταν ἄμεσα μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς ἐντυπώσεις.

Ἀλλά τώρα ἡ ψυχή της εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ κοιτάζει τὰ νερὰ τοῦ Τάμεση ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι, σάν ἕνα γεγονός· βλέπει τὰ νερὰ σὰν αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ διασχίζει μιὰ μεγάλη πόλη, μαζεύοντας ὅλη τὴν βρωμιά της καὶ παρασύροντάς την μακριά. Κι ἐπειδὴ δὲν νοιώθει πιὰ τὴν φυσικὴ ἀποστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶχε πρίν, οὔτε τῆς φαντασίας, ἡ ψυχὴ της, μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιαφάνεια αὐτῶν τῶν νερῶν, μπορεῖ νὰ δεῖ σὲ αὐτὰ ἕνα νέο, ἀκόμα πιὸ καινούργιο βάθος· πιὸ βαθειὰ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἐπιφανειακὴ πυκνότητα, ἀνακαλύπτει ἕνα στρῶμα καθαρότερου νεροῦ, μιά ἡμιδιαφάνεια, καὶ πιὸ βαθιὰ - ἕνα διάφανο στρῶμα καὶ στὸν πυρήνα αὐτῶν τῶν νερῶν ποὺ διασχίζουν τὴν μεγάλη πόλη- κι αὐτή ἡ πόλη καλεῖται νὰ ὀνομαστεῖ μιὰ μέρα ἡ π ό λ η τοῦ Θεοῦ - βλέπει ἕνα ρεῦμα ἀπὸ ἀπίστευτα λαμπερὰ νερά· τὸ νερὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ ἀρχέγονο νερὸ τῆς δημιουργίας, τὸ νερὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησε ὁ Χριστός στὴν Σαμαρείτιδα. Ἐπειδή ἦταν ἐλεύθερη ἀπό κάθε προσωπικὴ ἀπέχθεια καὶ ἀντίδραση, ἡ νεκρὴ γυναῖκα μπόρεσε νὰ δεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ἐπιφανειακὸ σκοτάδι, τὰ αὐξανόμενα στρώματα φωτός.

Ἐπειδὴ ἐμπλεκόμαστε συνεχῶς σὲ καταστάσεις ποὺ ἔχουν σὰν κέντρο τὸν ἑαυτό μας, καταφέρνουμε νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ ἐπίπεδα φωτός, ἕνα σκοτάδι, τὸ ὁποῖο κάποιες φορές δημιουργοῦμε ἤ φανταζόμαστε· ἐπειδὴ τὸ βλέμμα μας εἶναι σκοτεινό, βλέπουμε σκοτάδι καὶ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ δοῦμε τὸ βάθος, τὴν διαύγεια καὶ τὴν λάμψη.

Μιάν ἄλλη εἰκόνα ποὺ βρίσκουμε στὸ ἴδιο βιβλίο εἶναι ἀκόμα πιὸ τραγική. Αὐτὴ ἡ νέα γυναῖκα βλέπει τὸν ἑαυτὸ της νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες γέφυρες· ξέρει ὅτι αὐτὴ ἡ γέφυρα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄδεια, ὅτι ἄνθρωποι περπατοῦν, λεωφορεῖα τρέχουν, ὑπάρχει ζωή τριγύρω, κι ὅμως δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται τίποτα, ἐπειδὴ ἔχει χωριστεῖ ἀπὸ τό σῶμα της. Μπορεῖ τώρα νὰ δεῖ μόνο ἐκεῖνα τὰ πράγματα, κι ἐκεῖνους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν ἀγαπητικά, κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀγαπήσει παρά μόνο τὸν ἄνδρα της, εἶναι τυφλὴ σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο γύρω της, ὑπάρχει μονάχα ἕνα κενό, τίποτα.

Καὶ μόνο ὅταν σταδιακὰ ἀποκτᾶ ἐπίγνωση, μέσα ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὴ ζωή της καὶ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὴ μοναδική της ἀγάπη, ὅσο μικρὴ κι ἄν ἦταν, τῆς σχέσης της μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ τῆς ἦταν ἀγαπητά, ἀρχίζει να βλέπει.

Αὐτός δὲν εἶναι κι ὁ τρόπος πού ζοῦμε; Ζοῦμε μέσα στὸ φῶς καὶ δὲν βλέπουμε τίποτα παρὰ σκιές ποὺ διαβαίνουν ἤ τὸ κενό· πόσες φορὲς ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ ἀπὸ τὴ ζωή μας χωρὶς ν’ ἀφήσει κανένα ἴχνος; Περνᾶ ἀπαρατήρητος, παρόλο ποὺ ἔχει μιὰ ἀνάγκη, ἤ μιά ὀμορφιά ποὺ λάμπει· ἀλλὰ ἐπειδή δὲν εἶχε σχὲση μὲ μᾶς, ἡ καρδιά μας δεν βρῆκε κάτι γιὰ ν' ἀνταποκριθεῖ, κι ἐμεῖς εἴμαστε σὲ μιὰ ἐρημιά, ἀκόμα κι ὅταν μᾶς περιβάλλει πλοῦτος.

Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ κοιτᾶμε, δὲν βλέπουμε τίποτα, γιατὶ μόνο ἡ ἀγάπη μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ πράγματα· καὶ πάλι μποροῦμε νὰ βλέπουμε μ’ ἕνα σκοτεινὸ καὶ ἁμαρτωλὸ τρόπο· πόσο συχνὰ δίνουμε κακὴ ἑρμηνεία σ΄ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε; Ἀντί νὰ τὰ δοῦμε ὅπωςεἶναι, τὰ ἐξετάζουμε μὲ γνώμονα τὴν σκοτεινὴ ψυχὴ μας καὶ τὴ διεστραμμένη ἐμπειρία μας. Πόσο συχνά παρερμηνεύουμε τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὰ βλέπουμε μὲ ματιὰ ποὺ εἶναι ἤδη σκοτεινή.

Ὅμως, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σήμερα μᾶς καλοῦν νὰ δείξουμε μιὰ στάση ἐξαιρετικὰ προσεκτική ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ κοιτάζουμε καὶ βλέπουμε. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἄν δὲν βλέπουμε τίποτα αὐτὸ προέρχεται πολὺ συχνὰ ἀπὸ τὴν τυφλότητα μας, ἄν βλέπουμε κακό, αὐτό ὀφείλεται στὸ σκοτάδι μέσα μας, ἄν νοιώθουμε μιάν ἀποστροφή ἀπέναντι σὲ πράγματα, συμβαίνει συχνά λόγω τοῦ τρόπου πού ἑστιάζουμε τὴ ζωὴ μας γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε μὲ ἠρεμία, μὲ καθαρότητα καρδιᾶς. Γιατὶ τελικά, δὲν βλέπουμε μόνο μὲ τὰ μάτια μας ποὺ μεταφέρουν ἐντυπώσεις, βλέπουμε ἐπίσης καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεὸ μόνο ὅταν εἶναι καθαρή, κι ὄχι μόνο τὸν Θεὸ στὴν μυστηριακή Του ὕπαρξη, ἀλλά τὸν Θεό μέσα ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὐλογία. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καθαρὴ ματιὰ καὶ καθαρὴ καρδιὰ δὲν βλέπει πλέον τὸ σκοτάδι στὸν κόσμο, γιατὶ αὐτὸ τὸ σκοτάδι ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς θείας Χάριτος ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἀναπαύεται σ’ ὅλα τὰ πράγματα, ὅσο σκοτεινὰ κι ἄν φαίνονται.

Ἄς πάρουμε τουλάχιστον αὐτὸ τὸ μάθημα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἄς φροντίζουμε νὰ βλέπουμε μὲ καθαρότητα, νὰ ἑρμηνεύουμε μὲ καθαρότητα καρδιᾶς καὶ νὰ ἐνεργοῦμε μέ ἀγάπη μέσα μας, καὶ τότε θὰ εἴμαστε ἱκανοί νὰ διακρίνουμε ἐλεύθερα τὴν διαύγεια καί τὴν λαμπρότητα τοῦ κόσμου, καὶ νὰ τὴν ἀγαπήσουμε, νὰ τὴν ὑπηρετήσουμε, καὶ νὰ βρισκόμαστε στὸν τόπο ποὺ μᾶς παραχώρησε ὁ Κύριος, εὐλογώντας στό ὄνομα Του, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας, δίχως ποτὲ νὰ σταματήσουμε ν’ ἀγαπᾶμε, ἀκόμα κι ὅταν ἀγάπη σημαίνει νὰ θυσιάζουμε τὴν ζωή μας, εἴτε τὴ ζωὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ ποὺ πρέπει νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει ὁ νέος Ἀδάμ, ἤ διαφορετικὰ, τὴ ζωή τοῦ Νέου Ἀδάμ ποὺ δίνει τὴ ζωή του γιὰ νὰ μπορέσει ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ζήσουν. Ἀμήν.





Πρωτότυπο Κείμενο



THE LIGHT OF THE BODY IS THE EYE
Matthew 6, 22-33.



In the name of the Father, of the Son and of the Holy Ghost.

We meet the world, we take cognisance of the world through our senses; and through all our senses we are not only aware of the world, but we are also involved in it, all our senses put us into contact with the world of objects, with all things around us, but also immediately introduce into us sensations and impressions which change us at times very deeply.

Our sight, of which the Lord speaks today in His Gospel, is the only way in which we can take cognisance of the world with serenity, in complete repose of all the powers of our human being, but also on condition, as the Lord puts it, that our eye be single, that it should be light, that is should allow only light to enter into our awareness through it.

One of the modern English writers gives us two images which I believe will allow us to understand something of this passage of the Gospel; in a novel ‘All Hallows Eve’, Charles Williams presents us with a young woman who had died in an accident and whose soul is gradually finding her way in the new world in which she has entered.

She finds herself standing on the banks of the Thames; she looks at the waters, and of a sudden she sees these waters of the Thames as she had never seen them in the past, when her soul was endowed with a body; (then) she had a revulsion against these dark, greasy, dirty waters because her imagination immediately connected them with touch and direct impressions of the body.

But now, this soul is free from the body and she sees these waters of the Thames freely, as they are, as a fact; she sees that these waters are exactly what they should be, being the waters of a river that runs through a great city, collecting all the dirt of it and carrying it away. And because she has no longer the usual revulsion of the body and of the imagination, this soul, through the opacity of these waters, begins to see in them new and new depth; deeper that this superficial opacity she discovers a layer of purer water, a greater translucence, and beyond and deeper again — a layer of transparency; and at the core of these waters that run across the great city — and this city is also called one day to become t h e city of God, — she sees a stream of incredibly shining water, the water of eternal life, the primordial water created by God, the water of which Christ speaks to the Samaritan woman; because she was free from personal reaction and revulsion, the dead woman could see across the superficial darkness, the (increasing?) layers of light.

Because we are continuously entangled in our own self-centred reactions, we manage to see through layers of light somewhere a darkness which at times, we create or imagine; because our eye is dark we see darkness and we are incapable of seeing the depth, the translucence and the shining.
Another image that we find in the same book is perhaps even more tragic. This young woman finds herself standing on one of the great bridges; she knows that this bridge cannot be empty, that people are walking, buses are running, there is life around, and yet, she sees and perceives nothing of it, because disengaged from the body she can see now only those things and those people with which, with whom she is connected through love, and as she loves no one except her husband, she is blind to all things around her, there is only emptiness, nothing.

And it is only when she becomes increasingly aware, through the small love she had in her life, of love altogether and through connection — with this unique love, however small, with other people and other things that were dear that she begins to see.

Is it not the way in which we live? We are surrounded with light and we see nothing but passing shadows or emptiness; how often a human being passes through our life without leaving any trace, passes unnoticed, in spite of the fact that there was a need, or there was a shining beauty; but it was irrelevant to us, our heart had nothing with which it could respond, and we are in a wilderness even when we are surrounded with richness.

This again comes from the way in which we look, we look without love and we see nothing because only love can reveal things to us; and again, we are capable of seeing in a dark and evil way: how often we put evil interpretations on things which we see? Instead of seeing them as facts we see them as we understand them from within our darkened soul and our distorted experience. How often we misinterpret the actions and words of people because we see with an eye which is already darkened!

So, that Christ's words today call us to an extremely careful attitude; to the way in which we look and see; we must remember that if we see nothing, it comes very often from our blindness; if we see evil — it comes from the darkness within; if we have a revulsion against things, it is so often from the way in which we are centred on ourselves and cannot look with serenity, with a purity of heart. Because ultimately, we see not only with our physical eyes which convey to us impressions, we see also with a heart that can see God only when it is pure and not only God in His mysterious being, but God in His presence through grace and beauty, and (blessing). Saint Isaac the Syrian says that a man who has got a clear eye and a pure heart does no longer see the darkness in the world because this darkness is superseeded by the shining of the divine grace at work and resting on all things, however dark they may appear.

Let us learn this lesson at least from the Gospel. Let us be so careful to see with purity, to interpret with purity of heart and to act from within love, and then we shall be able to see with freedom the transparenc(ies) and the shining of the world and in the world, and love it, and serve it, and be in this world in the place which Christ assigned us, blessing in His own name, believing things, hoping all things and never ceasing to love even if love means laying down our life, either the life of the old Adam who must die so that the new Adam should live, or else the life of the New Adam who gives his life that the world and others may live. Amen.

Εὐαγγέλιο Κυριακῆς Γ Ματθαίου «ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ἦ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται»



 
«ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ἦ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται»



Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτός. Μπορεῖ νά ἀνέλθει μέχρι τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό («ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ παρ΄ἀγγέλοις»), μπορεῖ, ὅμως, νά κατέλθει μέχρι τήν πλήρη ἐξαχρείωση, νά ὁμοιωθεῖ μέ τούς δαίμονες καί νά γίνει χειρότερος τῶν ζώων.

Ἔχοντας, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος τήν προίκα τοῦ αὐτεξουσίου καλεῖται νά πραγματώσει τό καθ’ὁμοίωσιν, νά γίνει θεοειδής, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Σέ αὐτή τήν διαδικασία, τήν πνευματική, δηλαδή, ἐνηλικίωση, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἀξιολογήσει τίς προτεραιότητες τῆς ζωῆς του καί νά πορευθεῖ μέ βάση τίς ἐπιλογές του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά προσανατολίσει τήν ζωή του καί ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία του.

Στό κέντρο λοιπόν τῆς ὕπαρξής του, στόν «λύχνο τοῦ σώματος», τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, πού ἐδῶ νοεῖται ὁ νοῦς, πρέπει νά κατοικήσει ὁ Θεός. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου νά γίνει «λύχνος τοῖς ποσίν μου καί φῶς τοῖς τρίβοις μου»( Ψαλμ. 118, 105).

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά θεωρήσει ὡς τήν πρώτη ἀγάπη τῆς ζωῆς του τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ὑπερβαίνει τήν ἀγάπη πρός κάθε τι γήινο εἴτε αὐτό εἶναι ἡ οίκογένεια, ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, εἴτε εἶναι ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀγάπη. Αύτό ὀφείλει νά εἶναι μία ἥρεμη ἀπόφαση στόν νοῦ τοῦ ἄνθρώπου. Ó ἄνθρωπος μεγαλώνει τά παιδιά του προκειμένου νά τούς ἐμφυτεύσει τόν Χριστό, ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων εἶναι πρός δόξαν Θεοῦ, ἡ μεταξύ μας ἀγάπη εἶναι ἡ ἐν Χριστῶ ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει μία πραγματικότητα ἔξω ἀπό τόν Θεό, αὐτό θά ἦταν εἰδωλολατρεία καί ἔμπαιγμός τῶν δαιμόνων. Ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει ἡλικιακά σύμφυρτος μέ τίς ἡδονές καί γι αύτό, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, δυσκολεύεται νά ἀποποιηθεῖ τό κριτήριο τῆς ἰδιοτέλειας, «τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης» κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἐφόσον ὁ νοῦς καταδυναστεύεται ἀπό τίς αἰσθήσεις στήν πρώτη νεότητα τοῦ ἀνθρώπου( Γρηγόριος Νύσσης , 8η ὁμιλία στόν Ἐκκλησιαστή). Ἐνηλικιούμενος πνευματικά ὁ ἄνθρωπος θά συνειδητοποιήσει ὅτι δέν εἶναι τό κέντρο τοῦ σύμπαντος, ὅτι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι μία ὁλότητα καί ὡς ἐκ τούτου καθένας εἶναι συνυπεύθυνος γιά τόν ἄλλο, ὅτι τὀ «ὅντως ἐφετόν» εἶναι ὁ Θεός, ἡ πηγή κάθε ἀγαθότητος.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ λύχνος τοῦ σώματος, ἤτοι ὁ νοῦς, εἶναι καθαρός δηλαδή δέν εἶναι ὑποταγμένος στήν δουλεία τῶν κτισμάτων, τότε ὅλο τό σῶμα, ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φῶς. Ὅταν ὁ νοῦς ἐγκαταλείψει τόν Θεό τότε σκοτίζεται καί προσκολᾶται στήν ἁμαρτία καί ὁ ἄνθρωπος λόγω τῆς τρεπτότητάς του ὁδηγεῖται στόν θάνατο τῆς ψυχῆς. Γι αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ κατά τούς Πατέρες ἡ «φυλακή (δηλαδή ἐπιφυλακή) τοῦ νοός». Ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἡγεμονική δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἅλλωστε στους Ἁγίους ἡ ψυχή, κατά τούς Πατέρες, γίνεται ὅλη νοῦς καί αὐτές οἱ Ἀγγελικές δυνάμεις ὀνομάζονται νόες. Ὁμοίως, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος «μοναχός εἶναι ἔκσταση τοῦ νοός». Ὁ διάβολος κατά τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη δέν μπορεῖ νά βλάψει τόν ἄνθρωπο. Μπορεῖ ὅμως νά τοῦ ὑποβάλει στόν νοῦ μιά ἁμαρτωλη ἰδέα καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος συγκατεθεῖ νά τόν ὁδηγήσει σέ πτώση.

Εἶναι φανερό τό πόσο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει τόν νοῦν του σέ ἐγρήγορση. Ὁ κόσμος σήμερα ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή εἶναι γεμᾶτος άνθρώπινες θεωρίες καί ἐπινοήσεις καί λανθασμένα συστήματα ἀξιῶν πού ὁδηγοῦν σέ σύγχυση. Στίς μέρες μας η τηλεὀραση εἶναι ἡ θύρα είσόδου στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων κάθε εἴδους πλάνης καί ἁμαρτίας. Προκειμένου νά ἀντισταθεῖ ὁ ἅνθρωπος ὀφείλει νά ἀπαρνηθεῖ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί νά ἐνστερνισθεῖ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.(«Τοίνυν ἐξερχόμεθα πρός αὐτόν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τόν ὀνειδισμόν αὐτοῦ φέροντες» Ἐβρ. 13,13). Ἁπαραίτητη εἶναι ἡ προσευχή γιά τόν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό καί ἱδίως ἡ νοερά προσευχή, ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ἡ εὐχή έπαναφέρει τόν σωστό προσανατολισμό στήν ψυχή τοῦ ἀνθρὠπου, καί ὀδηγεῖ στήν εἴσοδο τοῦ νοῦ στήν καρδιά, δηλαδή στήν ἀποκατάσταση τῆς διασπασμένης ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα ἑνότητας τῆς ψυχῆς. Ἡ προσευχή δέν εἶναι πολυτέλεια οὔτε προσφέρομε χάρη στόν Θεό μέ αύτήν. Εἶναι ἀναγκαιότητα, τροφή τῆς ψυχῆς καί ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς καί τόν φωτισμό τοῦ ἐσκοτισμένου νοός. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καί διαθέτει μέ τόν θεσμό τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα, τό μυστήριο τῆς μετάνοιας-ἐξομολόγησης καί τή Θεία Εύχαριστία τά μέσα γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ὀπου πραγματοποιεῖται ὁ σκοπός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ θέωση.

Στόν κόσμο συγκρούονται δύο πνεύματα: τόν πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν λύτρωση, τό νόημα τῆς ζωῆς, τήν «δικαίωση» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τῆς ὕπαρξής του.

Κυριακη Γ Ματθαίου Ὁ ἡγεμών νοῦς


Καυχῶνται οἱ ἀνθρωπολόγοι, καί δικαίως, γιά τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται ἀπό τά λοιπά εἴδη τοῦ ζωικοῦ βασιλείου, λόγω τῆς λογικῆς καί τῆς ἀντιληπτικῆς του ἱκανότητας. Ἀλλά καί πολλοί φιλοσοφοῦντες ἐπαίρονται γιά τή δυνατότητα τῆς σκέψης καί τήν παραγωγή τοῦ νοῦ. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι καί οἱ θεολόγοι δοξάζουν τόν Ἅγιο Θεό γιά τό μεγάλο δῶρο του στόν ἄνθρωπο, τόν ἡγεμόνα νοῦ. Ἐκεῖνο πού δέν γίνεται ἀπολύτως κατανοητό εἶναι πώς μέ ὅλα αὐτά οἱ ἄνθρωποι ὄχι μόνον αὐτοθαυμαζόμαστε γιά τό μεγάλο προσόν τῆς λογικῆς, ἀλλά κυρίως αὐτοκατακρινόμαστε μιᾶς πού τό προνόμιο τῆς σκέψης καί τῆς ἐλεύθερης βούλησης μᾶς καθιστᾶ ὑπόλογους γιά τίς πράξεις, τούς λόγους, τίς ἐπιθυμίες, μ’ ἕνα λόγο τά ἐνεργήματά μας. Ἀκριβῶς δέ ἐπειδή μποροῦμε καί ἀντιλαμβανόμαστε τήν πραγματικότητα κι ἔχουμε συνείδηση τῶν πραττομένων μας, φέρουμε καί τήν εὐθύνη γιά ὅ,τι ἀρνητικό, ἀπάνθρωπο καί προσβλητικό συμβαίνει στόν πλανήτη αὐτόν, συνήθως ὡς ἀποτέλεσμα συλλογικῶν ἐπιλογῶν, τίς ὁποῖες ὅμως, ἔστω καί περιστασιακά ἤ παρορμητικά, στηρίζουμε.

Σπεύδουμε, βεβαίως, οἱ ἄνθρωποι νά κατηγορήσουμε ὅλους τους ὑπόλοιπους καί φορτώνουμε πάντα «στόν ἄλλον» τό ὅποιο φταίξιμο, μιᾶς πού ὁ ἐγωισμός μᾶς ἐμποδίζει νά ἀναλάβουμε τό μερίδιο τῆς εὐθύνης πού μᾶς ἀναλογεῖ, ἐνῶ ἡ δικαιολογία εἶναι μιά φοβερά ἀμυντική λειτουργία πού ἐπιτρέπει τόν ἐφησυχασμό καί τήν αὐτοδικαίωση. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει πώς δέν ὑπάρχει ἄν ὄχι συνενοχή, ὁπωσδήποτε συνυπευθυνότητα γιά τήν κατάσταση τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο ζοῦμε. Τελικά, τί κάνουμε; Πῶς φθάνουμε σέ οὐσιαστικές ἐπιλογές πού οἰκοδομοῦν καί δέν καταστρέφουν; Πῶς βοηθᾶμε τόν κόσμο χωρίς νά κάνουμε ζημιά; Πῶς κατευθύνουμε τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά εἴμαστε τά ἀντισώματα στή σήψη καί τή διαφθορά;


Τό κέντρο λήψης ἀποφάσεων

Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή βλέπουμε τόν Χριστό νά κάνει ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν νοῦ, ὡς τό σημεῖο ὅπου ὁ ἄνθρωπος παίρνει τίς ἀποφάσεις του, ἀξιολογώντας δεδομένα, ἱεραρχώντας ἐπιθυμίες, σταθμίζοντας δυνατότητες. Καί μάλιστα ὁ Χριστός μᾶς μιλάει γιά τόν νοῦ χωρίς νά τόν κατονομάζει! Μιλάει μόνο γιά φῶς καί σκότος μέσα στόν ἄνθρωπο. Κι αὐτό τό κάνει ὄχι θεωρητικά ἤ μέ φιλοσοφική διάθεση, ἀλλά τελείως πρακτικά, ἀναφερόμενος στίς θυρίδες τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ, στά μάτια. Ἀναφέρεται δέ εἰδικά στά μάτια, καθώς αὐτά συλλέγουν τίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις, αὐτά εἰσάγουν τήν ὅποια εἰκόνα ἐντυπωσιαζόμενα ἀπό τή δύναμή της κι αὐτά κατευθυνόμενα σημασιοδοτοῦν τίς ὅποιες ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν κόσμο γύρω του.

Μιλάει γιά ἁπλό καί πονηρό ὀφθαλμό, χρησιμοποιώντας ἐπίθετα πού προσδιορίζουν ἠθική, ὄχι μόνο γιά νά τονίσει τὸν μεταφορικό του λόγο, ἀλλά κυρίως γιά ν’ ἀναδείξει τίς συνέπειες τῆς ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τήν εὐθύνη του στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βλέπει καί ἀντιμετωπίζει τά πράγματα. Μέ ἄλλα λόγια, ἐάν ὁ ἄνθρωπος μέ πονηρή διάθεση, ὑπό εὐρεία ἔννοια, περιεργάζεται τά πράγματα, ἐπιτρέποντας στά μάτια του ὄχι νά διαπιστώνουν αὐτό πού πραγματικά συμβαίνει, ἀλλά αὐτό πού ἡ προκατάληψη καί ἡ ὑστεροβουλία του θέλουν νά δοῦν, τότε δέν ὁδηγεῖται στήν ἁπλότητα τῆς πραγματικότητας, ἀλλά μέσα ἀπό τήν καχυποψία του φθάνει στή διαστροφή τῆς πλάνης καί ἐνέργει ἀνάλογα προξενώντας πόνο καί ζημιά.

Θά πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης». Κι αὐτό σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος ὅταν δέν ἔχει στόν νοῦ τόν Θεό, τότε μοιάζει εἴτε στά ζῶα, εἴτε στούς δαίμονες. Πράγματι, ὁ χωρίς Θεό νοῦς τί ἀποζητᾶ καί τί ὑποβάλλει στόν ἄνθρωπο; Ἀφενός ἐπιθυμίες πονηρές, εἴτε σέ σχέση μέ σαρκικά πάθη εἴτε σέ σχέση μέ φιλαργυρία καί ἀπληστία, ἀφετέρου δαιμονικῆς διαστροφῆς ἰδέες καί θεωρήσεις σέ μιά προσπάθεια καταστροφῆς τῆς σχέσης Θεοῦ-ἀνθρώπου ἤ τῶν παντοδαπῶν ἀνθρώπινων σχέσεων σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.


Ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ

Ὅταν θέλουμε στά ἑλληνικά νά χαρακτηρίσουμε κάποιον ὡς οὐσιαστικό ἄνθρωπο μέ μεγάλη ἀξία, τόν χαρακτηρίζουμε φωτισμένο. Δέν εἶναι μόνον ἡ ἐπίδραση τῆς ἡσυχαστικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας μας πού ὁδηγεῖ στόν ἀνωτέρω χαρακτηρισμό. Εἶναι ἡ ἀλήθεια πού διαπιστώνεται ὅποτε πλησιάζουμε ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, μιᾶς πού ἡ αἴσθηση ἑνός κάποιου ὑπερκόσμιου φωτός πού τόν χαρακτηρίζει, μᾶς κατακλύζει καί μᾶς ἀναπαύει. Δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι καί ἡ Ἐκκλησία μας ἁγιογραφεῖ τούς Ἁγίους περικοσμώντας τους μέ φωτοστέφανο ὡς δηλωτικό της κατάστασης τῆς ἁγιότητας, ἀλλά καί τῆς αἴσθησης πού οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι ἔχουν ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Ἅγιο Θεό.

Ἡ προσευχή πού γιά χρόνια ἀπηύθυνε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς, κατά τήν ἐγκαταβίωσή του στό Ἁγιώνυμο Ὄρος, ἦταν: «φώτισόν μου τό σκότος»! Διεκδικοῦσε τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, ὥστε ἐλεύθερος ἀπό τό σκότος τῶν παθῶν, τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῶν προσωπικῶν ἐπιδιώξεων, νά μπορεῖ νά τόν κατευθύνει ἀπλανῶς στό θεῖο θέλημα, σέ ἀποφάσεις ἅγιες καί ἱερές, δηλαδή κατεξοχήν σωστές, χρήσιμες καί οὐσιαστικές γιά τόν ἴδιο καί τόν κόσμο στόν ὁποῖο ζοῦσε.

Ἄν δέν ἐπέλθει ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, μετά τήν κάθαρσή του ἀπό ἐπιδιώξεις καί ἐπιθυμίες πονηρές καί ὑστερόβουλες, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πάρει ἀποφάσεις καταλυτικά οὐσιαστικές γιά τόν ἑαυτό του καί τήν κοινωνία. Γι’ αὐτό καί ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πλέον δυναμικά σκεπτόμενος, καθώς διεκδικεῖ τόν φωτισμό τοῦ ἡγεμόνα νοῦ ἀπό τή θεία χάρη, ὥστε νά καθοδηγεῖται ἀπλανῶς καί νά ἐνεργεῖ καί νά εὐεργετεῖ μέ κριτήριο τήν ἀλήθεια.

Κυριακή Γ Ματθαίου Ἡ ἐλπίδα τοῦ χριστιανοῦ (Ρωμ. ε΄1-10)




«Ἀδελφοί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε ἐπειδὴ πιστέψαμε, οἱ σχέσεις μας μ' αὐτὸν ἀποκαταστάθηκαν μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς μᾶς ὁδήγησε μὲ τὴν πίστη στὸ χῶρο αὐτῆς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία εἴμαστε στερεωμένοι, καὶ καυχόμαστε γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς μας στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Μὰ δὲν σταματᾶ ἐκεῖ ἡ καύχησή μας· καυχόμαστε ἀκόμα καὶ στὶς δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλὰ πὼς οἱ δοκιμασίες ὁδηγοῦν στὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ στὸ δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ὁ δοκιμασμένος χαρακτήρας στὴν ἐλπίδα. Κι ἡ ἐλπίδα τελικὰ δὲν ἀπογοητεύει. Μαρτυρεῖ γι' αὐτὸ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μᾶς δόθηκε, γέμισε καὶ ξεχείλισε τὶς καρδιές μας. Γιατί ὁ Χριστός, παρ' ὅλο ποὺ ἤμασταν ἀκόμη ἀνίκανοι νὰ κάνουμε τὸ καλό, πέθανε γιά μᾶς, τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, στὸν προκαθορισμένο καιρό. Δύσκολα θὰ 'δινε κανεὶς τὴ ζωὴ του ἀκόμα καὶ γιὰ ἕναν δίκαιο ἄνθρωπο. Ἴσως ἀποφάσιζε κανεὶς νὰ πεθάνει γιὰ κάποιον καλὸ ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ὅμως ξεπερνώντας αὐτὰ τὰ ὅρια ἔδειξε τὴν ἀγάπη του γιά μᾶς, γιατί ἐνῶ ἐμεῖς ζούσαμε ἀκόμα στὴν ἁμαρτία, ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴ ζωή του γιά μᾶς. Τώρα, λοιπόν, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν καταδίκη, μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, πολὺ περισσότερο ὁ ἴδιος θὰ μᾶς σώσει κι ἀπὸ τὴ μέλλουσα ὀργή. Παρ' ὅ,τι ἤμασταν ἐχθροὶ μὲ τὸν Θεό, μᾶς συμφιλίωσε μαζί του ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Υἱοῦ του· πολὺ περισσότερο τώρα ποὺ συμφιλιωθήκαμε, ἡ ζωή του θὰ μᾶς χαρίσει τὴ σωτηρία» (Ρωμ.5,1-10).

Σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, κι ὄχι μόνο στὴ δική μας, ὁ ἄνθρωπος πίστεψε στὴ μεγάλη ἀξία τῶν ἔργων καὶ ἐπιτευγμάτων του. Πίστεψε πὼς μπορεῖ νὰ κατορθώσει τὰ πάντα. Ἀκόμη καὶ ἡ περιοχὴ τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς δὲν ἀπετέλεσε ἐξαίρεση. Ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν περικοπή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς, ποὺ παραθέσαμε παραπάνω καὶ ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ (Γ΄ Ματθαίου) στὴ Θεία Λειτουργία, ἀντιμετωπίζει εἴτε Ἰουδαίους ποὺ νομίζουν ὅτι σώζονται τηρώντας τὸν Νόμο τοῦ Μωυσῆ καὶ καυχῶνται γι’αὐτό, εἴτε Ἕλληνες-Ἐθνικοὺς ποὺ βλέπουν τὶς ἀρετές τους σὰν τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμά τους. Σὲ ὅλους αὐτοὺς τονίζει τὴν ἀκόλουθη ἀλήθεια: Ἡ σωτηρία δὲν μπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου ὅσο σπουδαῖα καὶ ἀξιοζήλευτα κι ἂν εἶναι αὐτά, ἀλλ’εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται, ὄχι ὡς ὀφειλὴ γιὰ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ὡς Χάρη, ποὺ γίνεται πραγματικότητα μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὴν Χάρη αὐτὴ τὴν ἀποδέχεται ὁ ἄνθρωπος μὲ πίστη καὶ εὐγνωμοσύνη.

Τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου δημιουργοῦν μέσα του μία αὐτοπεποίθηση, μία καύχηση ποὺ ὁ Ἀπ. Παῦλος τὴν χαρακτηρίζει ὡς «σαρκική», ὄχι μὲ τὴ διαρχικὴ ἔννοια τῆς ἀνθρωπολογικῆς διακρίσεως τοῦ ἀνθρώπου σὲ ψυχὴ καὶ σῶμα ἢ σάρκα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑποταγῆς του στὴ δύναμη τῆς ἐγωκεντρικῆς αὐτοπεποιθήσεως ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώρια σὲ θεϊκὴ δύναμη ποὺ ὑπερβαίνει τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὁ ἄξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιστρέφονται τὰ πάντα, ἀφήνοντας πολὺ λίγο χῶρο, ἢ πολλὲς φορὲς καὶ καθόλου γιὰ τὸν Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ ὕπαρξη δικαιολογεῖται μόνο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει τὴ σπουδαιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ φαρισαϊκὸ αὐτὸ πνεῦμα κατακεραύνωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (ἰδίως στὴν παραβολὴ τοῦ τελώνη καὶ φαρισαίου) καὶ στὴ συνέχεια ὁ Ἀπ. Παῦλος μὲ τὶς ἐπιστολές του.

Ἡ «δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ» - μία ἔκφραση ποὺ συνηθίζει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καὶ ποὺ δηλώνει τὴ σώζουσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὴν ἐνσαρκωμένη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ – ἀποδεικνύει ἀνώφελη κάθε ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου νὰ σωθεῖ μόνος του χωρὶς τὸν Χριστό, χωρὶς τὴ Χάρη τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς τὴν ἀναπλαστικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἂς μὴ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι αὐτὸ μειώνει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπεναντίας τὴν ἐπαυξάνει, γιατί τὸν κάνει κύριο ἀποδέκτη καὶ περιεχόμενο τῆς λυτρωτικῆς θείας οἰκονομίας. Ἐπειδὴ δὲ ἀκριβῶς ἡ σωτηρία προέρχεται ὄχι ἀπὸ τὸν ἀσθενικὸ ἀνθρώπινο κόσμο ἀλλὰ ἀπὸ τὸν δυνατὸ Θεὸ φέρει τὴν ἐγγύηση τῆς βεβαιότητας καὶ αὐθεντικότητας. Κι ἡ ἐλπίδα γιὰ ἕνα καλύτερο ἐνδοκοσμικὸ ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογικὸ μέλλον δὲν εἶναι κενὴ περιεχομένου προσπάθεια νὰ ἀγκιστρωθεῖ ὁ ἀπεγνωσμένος ἄνθρωπος ἀπὸ κάπου, ἀλλ’ ἔχει βέβαιο ἀντίκρισμα. Εἶναι τελικὰ «ἐλπίδα ποὺ δὲν ἀπογοητεύει», κατὰ τὴν ὁρολογία τοῦ Παύλου, γιατί προέρχεται ἀπὸ «τὸν Θεὸ τῆς ἐλπίδας» (Ρωμ. 15,13). Νὰ γιατί ὁ Ἀπόστολος στὴν ἴδια ἐπιστολή, τὴν πρὸς Ρωμαίους, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι παρμένη ἡ σημερινὴ περικοπή, συνιστᾶ στοὺς ἀναγνῶστες του χαρὰ γι’ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα καὶ συγχρόνως ὑπομονὴ γιὰ τὶς προσωρινὲς θλίψεις: «Ἡ ἐλπίδα νὰ σᾶς δίνει χαρά. Νὰ ἔχετε ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες. Νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχὴ» (Ρωμ.12,12).

Τέλος, ἡ ἐλπίδα δὲν εἶναι ἕνα περιφερειακὸ στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀλλὰ τὸ κέντρο της. Ἀφαιρώντας κανεὶς τὴν ἐλπίδα ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ τὸν ἀποδυναμώνει στὸ σύνολό του. Γιατί ἡ ἐλπίδα δὲν ἀποτελεῖ τὸ τελευταῖο ἀποκοῦμπι τοῦ χριστιανοῦ ἀφοῦ ἐξαντληθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα, ἀλλὰ ἡ πρώτη καὶ οὐσιαστικὴ δύναμή του.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 18, 2019

Ηρακλής Ρεράκης, Η γέννηση του Θεανθρώπου και ο σύγχρονος Ηρώδης

Η γέννηση του Θεανθρώπου και ο σύγχρονος Ηρώδης
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Με την ευκαιρία της Μεγάλης Εορτής της Θείας Ενανθρωπήσεως, που εορτάζουμε και φέτος ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί,
αξίζει να θυμηθούμε και να σχολιάσουμε, σε σχέση και με τα σύγχρονα πνευματικά θέματα της χώρας μας, μερικές από τις εξέχουσες και ενδιαφέρουσες, σε διαχρονικό πλαίσιο, εικόνες, όπως τι περιγράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στον Λόγο του «Εις την του Χριστού γέννησιν».

Σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη, ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στη φτωχική Φάτνη της Βηθλεέμ και από τότε όλα τα έθνη, μέσω του φωτεινού Άστρου της Βηθλεέμ, που έβλεπαν και ακολουθούσαν οι Μάγοι, δέχονται και αποδέχονται το ευαγγελικό μήνυμα της διά του Ιησού Χριστού σωτηρίας. Αντίθετα, σημειώνει ο Άγιος, τόσο ο  Ηρώδης των ειδωλολατρών και πολυθεϊστών Ρωμαίων όσο και η συναγωγή του Ιερατείου των Ιουδαίων, εξ’ αιτίας του ίδιου Φωτός που εκπέμπει προς όλους η Βηθλεέμ, ταράσσονται και ανησυχούν.
Ο Άγιος βλέπει και παρουσιάζει, από τη μια μεριά, τους Μάγους να προσφέρουν τα δώρα και τον Αστέρα της Βηθλεέμ να γίνεται οδός σωτηρίας για τα Έθνη, από την άλλη, τον Ηρώδη με το ξίφος και τους αρχιερείς των Ιουδαίων με μίσος να οργανώνουν, ήδη από την ημέρα της Θείας γέννησης του Θεανθρώπου, τις διαδικασίες του φόνου Του.
 Βλέπει ακόμη, αφενός, τα βάρβαρα έθνη να ακολουθούν το Φως που εκπέμπει στον κόσμο ο Χριστός, το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ, και, αφετέρου, τους μελετητές των Προφητών  και του Νόμου να Τον απορρίπτουν και να Τον σταυρώνουν.
Η ιστορία όμως των ασεβών συνεχίζεται και επαναλαμβάνεται: Ο λαός του Χριστού στην Ελλάδα διώκεται και σταυρώνεται σήμερα από κάποιους δηλωμένους άθεους, που αποφάσισαν να τη σώσουν από τον Χριστό, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του Ηρώδη.
Θυμόμαστε όλοι την προσδοκία που εξέφρασε για τον ιστορικό ρόλο των Ελλήνων ο ίδιος ο Χριστός, όταν κάποιοι από αυτούς ζήτησαν να τον δουν: «Ήλθε η ώρα για να δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου». Ο κατ’ εντολή του Χριστού ερχομός στην Ελλάδα του Απ. Παύλου, ο οποίος την όργωσε απ’ άκρου σε άκρο, κηρύττοντας τη χριστιανική πίστη και ιδρύοντας τις τοπικές Εκκλησίες αποτελεί ένα μοναδικό γεγονός, συνέβη μόνον στην Ελλάδα, προσδίδοντάς της μία ξεχωριστή θέση στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια Ιστορία.
Η χριστιανική πίστη, με τη σειρά της, ήταν εκείνη που συνόδευε και δυνάμωνε τον ελληνικό λαό για να μπορέσει να επιζήσει στην Ιστορία, εν μέσω αμέτρητων περιπετειών, υποδουλώσεων και μαρτυρίων.
Συνειδητοποιώντας αυτήν την ιστορική συμπόρευση της Εκκλησίας του Χριστού με το ελληνικό έθνος, ο ελληνικός λαός, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σεβάστηκε και ακολούθησε για περίπου 20 αιώνες τον Ιησού Χριστό. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, όπου επιβεβαιώθηκε και καθιερώθηκε η αδιάσπαστη ενότητα Κράτους – Εκκλησίας, έως σήμερα, δεν ζητήθηκε ποτέ και από κανένα χωρισμός αυτών των δύο θεσμών.
Σήμερα, όμως, το ορθόδοξο έθνος των Ελλήνων, διά των δηλωμένων άθεων ηγετών του, ζηλεύοντας τη φονική μανία του Ηρώδη, επιδιώκει να φονεύσει τον Χριστό στην Ελλάδα διά της συνταγματικής καθιερώσεως της ουδετεροθρησκείας και του χωρισμού Εκκλησίας – Πολιτείας, επιλογές, που κατά τον Ιερό Χρυσόστομο φανερώνουν απιστία και «αντί ευωδίας δυσωδίαν πνέουσιν».
Ωστόσο, ο ορθόδοξος ελληνικός λαός, που έχει βιώσει παρόμοιες αντίχριστες καταστάσεις, οι οποίες προσωρινά τον ταλαιπώρησαν, έχει συνειδητοποιήσει  και πιστέψει όσα ο σύγχρονος Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει στο έργο του «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος»: «Ο άνθρωπος είναι φοβερός δίχως τον Θεάνθρωπο. Καθετί το ανθρώπινο μονάχα στον Θεάνθρωπο έχει την τελική και λογική του ερμηνεία. Δίχως τον Κύριο Ιησού Χριστό, όλα τα ανθρώπινα μεταβάλλονται αναπόφευκτα σε χάος, σε φρίκη, σε θάνατο, σε κόλαση».
Ήδη ο ελληνικός λαός, αν και πιεσμένος  και απογοητευμένος από την οικονομική κρίση και καταιγίδα, που του επιφύλαξε η ψευδώς υποσχόμενη οικονομικούς παραδείσους σημερινή πολιτική ηγεσία, αρχίζει, να αντιλαμβάνεται το αντίχριστο και ιδεοληπτικό της μένος και να ανησυχεί πλέον για τις αλλεπάλληλες πολύπλευρες ενέργειες της πολιτείας να φονεύσει ό, τι εκφράζει τη διδασκαλία και τη ζωή του Ιησού Χριστού στον ελληνικό δημόσιο βίο.
 Εορτάζοντας τα Χριστούγεννα, με την πατροπαράδοτη πίστη και ευσέβειά του, ο ορθόδοξος λαός απαντά στους Χριστομάχους και Χριστοκλάστες ηγέτες του, ομολογώντας με τον τρόπο αυτό ότι ο τεχθείς εκ Παρθένου Ιησούς Χριστός αποτελεί το μοναδικό αληθινό νόημα και τον Λόγο της υπάρξεώς του. Διότι, κατά τον Άγιο Ιουστίνο, «στη Γέννηση του Χριστού μάς δόθηκε η αποκάλυψη και το νόημα του μυστηρίου του ανθρώπου, όσο και του μυστηρίου του ουρανού και της γης».
Αν, επομένως, ο τεχθείς εκ Παρθένου προσφέρει και αποκαλύπτει το νόημα και τον Λόγο αυτού του κόσμου και του ανθρώπου, μπορεί να εκτιμήσει και να αξιολογήσει κάθε λογικός Έλληνας την πνευματική ζημία που προξενούν στις ψυχές των ορθοδόξων εκείνοι που επιχειρούν, όπως ο Ηρώδης, να φονεύσουν και να αφανίσουν τον Χριστό.
Διότι η σχεδιαζόμενη μετατροπή της χώρας από ορθόδοξη σε πολυθρησκειακή και έπειτα σε ουδετερόθρησκη σημαίνει μεθόδευση θρησκευτικής ουδετερότητας των Ελλήνων, αφού οι Έλληνες είναι εκείνοι που αποτελούν τη χώρα, το Έθνος, την Ελλάδα.
Θρησκευτική ουδετερότητα, όμως, σημαίνει απιστία έναντι του Χριστού και αποσύνδεση της ανθρώπινης ύπαρξης από τον Ιησού Χριστό, που αποτελεί το νόημα της ζωής κάθε Ορθόδοξου Χριστιανού. Ο τότε Ηρώδης προσπάθησε, αν και μάταια, να εμπαίξει και να εξαπατήσει τους Μάγους, προκειμένου να φονεύσει τον Χριστό. Ο σύγχρονος Ηρώδης, επίσης, με διάφορους απατηλούς τρόπους και με περίεργες συμμαχίες, που του προσφέρουν οι κάποιοι -ευτυχώς ελάχιστοι- εκκλησιαστικοί και θεολογικοί παράγοντες, προσπαθεί να εμπαίξει τον ελληνικό λαό για να πετύχει τον στόχο του που είναι η δίωξη, ο φόνος και ο αφανισμός του Χριστού από την Ελλάδα.
Όλα αυτά τα θλιβερά σχέδια, αν και γίνεται προσπάθεια να παραμένουν κρυφά, όμως, με το φως του αστέρα της Βηθλεέμ, αποκαλύπτονται καθημερινά. Τον Φεβρουάριο του 2018 ο Υπουργός Παιδείας με το Προεδρικό Διάταγμα 18/2018, που δημοσιεύτηκε  στο ΦΕΚ 31/Α/23-2-201 άλλαξε τον Οργανισμό του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και στο άρθρο 1 αφαιρέθηκε, από την αποστολή του Υπουργείου Παιδείας, η έως τότε ισχύουσα διάταξη, με βάση και το Σύνταγμα (άρθρο 16), που όριζε μεταξύ άλλων ως αποστολή του Υπουργείου Παιδείας την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης».
Ο πρ. Υπουργός Παιδείας, επίσης, κατήργησε το 2016, με Υπουργική απόφαση, τη διδασκαλία του έως τότε ορθόδοξου Μαθήματος των θρησκευτικών στους μαθητές Δημοτικού – Γυμνασίου και Λυκείου και την αντικατέστησε με ένα αλλόκοτο μάθημα ή κοκτέϊλ θρησκειών, ελπίζοντας, έτσι, ότι θα φονεύσει τον Χριστό που βρίσκεται στις ψυχές των βαπτισμένων ορθοδόξων μαθητών και θα πετύχει, σταδιακά, τη δημιουργία του ουδετερόθρησκου σχολείου και του ουδετερόθρησκου κράτους, σχέδιο, όμως, που ακύρωσε το 2018 το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Με τις περί φύλου, επίσης, νομοθετικές ρυθμίσεις, η σημερινή πολιτεία επιχείρησε να αποδομήσει πλήρως το περιεχόμενο του θεσμού της χριστιανικής οικογένειας, που ίσχυε στην Ελλάδα από την ίδρυσή της ως κράτος. Με τις τελευταίες ενέργειές της, ακόμη, η πολιτική ηγεσία θέλησε να αποβάλει από τον δημόσιο βίο τους ιερείς της Εκκλησίας.
Με όλες αυτές τις επιθέσεις και τις αποδομήσεις ο σύγχρονος Ηρώδης μαινόμενος στοχεύει στο σβήσιμο του Αστέρα της Βηθλεέμ και στο ξερίζωμα των ριζών, των αξιών και των προτύπων που δώρισε ο Χριστός στην Ελλάδα και στην ανθρωπότητα.
Όμως, ίσως, ο σύγχρονος Ηρώδης δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι μάταια κοπιάζει και πασχίζει, διότι, τελικά, από τη Θεία Γέννηση του Θεανθρώπου έως σήμερα, με θεία ενέργεια, κανείς Ηρώδης δεν μπόρεσε ούτε θα μπορέσει να φονεύσει τον Χριστό  από τις ψυχές των αληθινών Χριστιανών και να πληγώσει την Εκκλησία ως σώμα Χριστού.

"Ορθόδοξη Αλήθεια", 19-12-2018

Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2019

Κυριακή του Ασώτου αύριο. Ποιού Ασώτου όμως

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κάθεται και παπούτσια



Ο πρεσβύτερος γιος προτίμησε την απομόνωση. Μια απομόνωση,
που έφερε τη δηλητηρίαση της ψυχής του. Του φόρεσε τη στολή του
εγωισμού. Αρνήθηκε τη σωτηρία στον αδελφό του. Κλείστηκε, σαν σε 
συρματόπλεγμα, στον δικό του κόσμο.
Σ’ έναν κόσμο παράλογο. Μηδενικό. Απομόνωσης. Φθοράς πνευματικής.
Ηθικής ασωτίας.
Ο μεγαλύτερος αδελφός ζούσε με τις προσωπικές του αναζητήσεις. Τις
αγωνίες.
Δεν είχε την ετοιμότητα, τη γνώση, την ειλικρίνεια να σταθεί απέναντι
στο γεγονός πια της επιστροφής του αδελφού του με περίσκεψη.
Σοβαρότητα. Ταπείνωση. Σιωπή. Δάκρυα. Χαρά.
Ζούσε σταθερά σ’ ένα δικό του κόσμο. Αδέσμευτος. Ασυνόρευτης
τυπολατρίας. Βυθισμένος στο λιμάνι μιας ψεύτικης αγιότητας. Πλήρους
αυτάρκειας. Φανατισμένος. Τυπολάτρης. Αμετανόητος.
Ο μεγαλύτερος αδελφός κατακρίνει τον αδελφό του.
Καταδικάζει τον πατέρα του.
Θεωρεί τον εαυτό του δίκαιο.
Επιθυμεί έναν πατέρα εκδικητικό. Κριτήν. Αυστηρότατον. Τιμωρό
αμείλικτο.
Ο παραλογισμός της μεγάλης ιδέας που έχει για τον εαυτό του, τον
κάνει δάσκαλο του πατέρα του. Του καθορίζει τη θέση του. Τη στάση
του. Τι πρέπει να πράξει εκείνος και όχι τι να προσέξει ο ίδιος.
Η μεγάλη του πλάνη τον κάνει να μιλά περί του εαυτού του με
απαιτήσεις και δικαιώματα. Παραπονείται. Οργίζεται. Κατακρίνει τον
αδελφό του. Υπερυψώνει τον εαυτό του. Θέλει να φανερώσει την ανύπαρκτη
αξία του.
Μένει τελικά έξω από το παλάτι της σωτηρίας, αυτός που ένιωθε την
προστασία του πατέρα ως στήριγμα. Βάλσαμο. Παρηγοριά μέσα στον
αγώνα και την τρικυμία της ζωής του.
Σωστά λοιπόν μερικοί ερμηνευτές μιλούν για δύο άσωτους γιους. Έναν
μετανοημένο και έναν αμετανόητο.
Συγκρίναμε ποτέ τη δική μας πορεία με αυτή των δύο αδελφών;
Πού τοποθετούμαστε λοιπόν;
Η σύγκριση τελικά μας χρειάζεται.
+ο π. γ

Καλό μεσημέρι...

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...