Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Νούσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Νούσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουλίου 05, 2015

Θρησκευτικοί ή εκκλησιαστικοί άνθρωποι;

Ορθοδοξία σημαίνει πρωτίστως και κατεξοχήν ελευθερία (Γαλ. 5:1). Μια απελευθέρωση του ανθρώπου από τον παλαιό άνθρωπο και από τα πάσης φύσεως δεσμά, τα οποία περι-επλέχθησαν από την ανθρώπινη αμαρτωλότητα. Ο Παύλος υπερτονίζει αυτήν την ειδοποιό διαφορά – υπέρβαση του χριστιανισμού σε αντιδιαστολή με τον παλαιό, τον μωσαϊκό νόμο (Ρωμ. 7:6). Το δυστύχημα είναι ότι κατά το ξετύλιγμα του ιστορικού χριστιανισμού, η παραχάραξη της Ορθοδοξίας του δεν έπαψε σε καμιά περίοδο να υφίσταται σε μια ικανή ποικιλία διακυμάνσεων ως προς την ένταση και την έκταση του φαινομένου.
DSC052412
Χρέος της Εκκλησίας και της θεολογίας της είναι να μην κωφεύει μπροστά σε οιανδήποτε μορφή αιρετικής απόκλισης, είτε πρόκειται για κραυγαλέες περιπτώσεις είτε και για ύπουλες, αδιόρατες, δυσδιάκριτες σχετικές καταστάσεις. Η τακτική του στρουθοκαμηλισμού δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον, ειδικά όταν συνοδεύεται από προφάσεις του τύπου της «μητρικής ανοχής» σε ασθμαίνοντα παρεκκλησιαστικά σχήματα, τα οποία είτε προδήλως είτε υπογείως υπέσκαψαν το έργο της Εκκλησίας και υπονόμευσαν την ορθόδοξη υπόσταση και αυτοσυνειδησία της. Και για να μην αοριστολογούμε, δεν μπορεί ο γράφων να μην καταθέσει με δυσθυμία τη διαπίστωση του «χαϊδέματος» των χριστιανικών οργανώσεων με πολλούς τρόπους και δια πληθώρας μεθοδεύσεων εκ μέρους αρκετών Επισκόπων και της Συνόδου εν συνόλω, οι οποίες, ωστόσο, δεν συμφωνούν με το διαχρονικό πνεύμα της προάσπισης της αλήθειας και της ακρίβειας της Ορθοδοξίας έναντι πάσης φύσεως διαστροφής της, ανεξαρτήτως ποιότητας και έκτασης (Ματθ. 5:18-19).
Εφόσον αποτελεί κοινό μυστικό ότι στους χώρους αυτούς εκκολάπτεται ο δυτικόφερτος πιετισμός και η προτεσταντική πνευματικότητα, αναρωτιέσαι εύλογα με ποια λογική και για πόσο ακόμη θα επιτρέπεται η συνύπαρξη των εν λόγω αδελφοτήτων με τις επισκοπικές ενορίες. Ένας απλός αντίλογος εν προκειμένω για τους υποστηρικτές της τακτικής της συνετής αναμονής και της στήριξης των όποιων ελπίδων θεραπείας του προβλήματος στον τα πάντα ιώμενον χρόνο, θα ήταν ο εξής: και αν ποτέ δεν πραγματωθεί τούτη η προσδοκία; Εάν, μάλιστα, κάποια στιγμή φουντώσουν, δεδομένης της σημερινής ύφεσης της παρουσίας και δράσης τους; Σε τελική ανάλυση, είναι ορθό και τίμιο να ανέχεται μια τοπική Εκκλησία – εν προκειμένω η Ελλαδική – να υφίστανται στο σώμα της αιρετίζοντα καρκινώματα, έστω και αν αυτά είναι ενδεδυμένα με τον εξωτερικό χιτώνα μιας επίσημης αναγνώρισης του ορθοδόξου δόγματος;
Αυτό που επιχειρούμε μέσα από την σχετική αρθρογραφία μας εδώ και καιρό δεν είναι μια συστηματική έρευνα πάνω στις παρ (εξω) εκκλησιαστικές οργανώσεις. Άλλωστε, δεν είναι πτωχή η σχετική βιβλιογραφία. Η ραχοκοκαλιά της ημετέρας επιχειρηματολογίας συνίσταται στην προσπάθεια ανάδυσης στην επιφάνεια της προσέγγισης του θέματος από την πλευρά των σύγχρονων, των πεφωτισμένων, των αγίων γερόντων της Ορθοδοξίας, οι οποίοι αποτελούν την προφητική φωνή του Πνεύματος στις έσχατες μέρες μας. Τα λόγια και η γενικότερη στάση τους έναντι των Οργανώσεων έρχονται να επικυρώσουν απλά τον αντορθόδοξο χαρακτήρα των πάσης φύσεως και προελεύσεως παρεκκλησιαστικών, ο οποίος, αν δεν υπάρχει η καλόπιστη διάθεση θεώρησής του δια γυμνού οφθαλμού, εντούτοις έχει πολυμερώς και πολυτρόπως υπογραμμισθεί από εκπροσώπους της σύγχρονης ορθόδοξης θεολογίας.
Ένα πράγμα που πρέπει να έχουμε ακόμη υπόψη, είναι ότι μια εγγενής δυσχέρεια στην προσέγγιση αυτού του ζητήματος συνίσταται στο γεγονός του υποφώσκοντος, του συνεσκιασμένου αιρετικόχρου χαρακτήρα των παρεκκλησιαστικών σεχτών. Πρόκειται για βαθύτερες, αδιαφανείς πολλές φορές, πνευματικές καταστάσεις, στις οποίες είναι απολύτως φυσικό όταν προσπαθείς να ρίξεις φως, να εγείρεις πλήθος ενστάσεων και δυσαρεσκειών επί προσωπικού επιπέδου, εφόσον ευάριθμη μερίδα συνειδητών χριστιανών σχετίζεται βιωματικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με αυτές τις Αδελφότητες. Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να αναστείλει την οποιαδήποτε τίμια προσπάθεια αποκάλυψης της αλήθειας, η οποία θα ελευθερώσει πάνω από όλα τους εν Χριστώ αδελφούς, οι οποίοι περι-πλανώνται σε χώρους αλλότριους της Ορθοδόξου Παραδόσεως τουλάχιστον. Και αυτή η ευθύνη πρώτιστα βαρύνει τη γενικότερη δυσκινησία των ηγητόρων της επίσημης Εκκλησίας. Ευθύνη απέναντι σε ψυχές, οπότε πνευματικά εγκληματική. Τουναντίον, η παρρησία της ορθόδοξης μαρτυρίας και ομολογίας, αν και πρόσκαιρα δυσάρεστη, αποβαίνει εξάπαντος σωτήρια σε βάθος χρόνου και ως προς την ουσία της λυτρωτικής  πρόθεσης και παρέμβασής της.
Πέφτουν συνέχεια στα χέρια μας αποκαλυπτικές σχετικές μαρτυρίες από την πλευρά των σύγχρονων πατέρων της Εκκλησίας, μερικοί από τους οποίους πρόσφατα αγιοκατατάχθηκαν και επισήμως. Αυτές απλώς καταθέτει ο γράφων και τίποτε περισσότερο. Πάνω σε αυτές ερείδονται οι συνακόλουθες αναλύσεις και τα συνεπαγόμενα συμπεράσματα, στα οποία φτάνει κανείς απλά και μόνο μέσα από την Ορθόδοξη παράδοση και διδασκαλία. Η ερώτηση – πρόταση που επαναλαμβάνεται προς τη Σύνοδο είναι η εξής: για ποιον λόγο δεν κινείται προς την ενσωμάτωση των Οργανώσεων στις κατά τόπους όμορες Ενορίες; Αλήθεια, ποιον φοβούνται ότι θα δυσαρεστήσουν; Μήπως άραγε δεν θα ανταποκριθεί θετικά όποιος αγαπάει περισσότερο από όλα και αληθινά την Εκκλησία και δεν θα πανηγυρίσει με αυτήν την εξέλιξη, ενώ αντίθετα όλοι δεν θα περιμέναμε να δυσφορήσει και να επαναστατήσει όποιος εμφορείται από αλλότριο της Ορθοδοξίας πνεύμα; Δεν είναι ώρα να αποκαλυφθούν οι διαλογισμοί του καθενός (Λουκ. 2:34-35);
Το σεχταριστικό πνεύμα σε όλες αυτές τις προτεσταντίζουσες ορθοδοξόσχημες ομάδες επαναφέρει τη ζηλωτική ιουδαϊκή νοοτροπία μέσα στην ελευθερία και την αρχοντιά του ορθόδοξου χριστιανισμού, υπονομεύοντας την προσέλευση των «κοσμικών» στον Χριστό και στην Εκκλησία Του και δυσφημώντας το ευαγγελικό πνεύμα της αγάπης, της πραότητος, και της ανοιχτότητος. Ο περισσεύων φαρισαϊσμός και η απαξίωση των λοιπών ομοδόξων αδερφών υποσκάπτει πρώτα από όλα τα θεμέλια της προσωπικής πνευματικής ζωής των Οργανωσιακών, οι οποίοι αρκούνται στο εξωτερικώς θρησκεύειν, στην τήρηση των τύπων και στην επανάπαυση στην ηθική τους αυτοϊκανοποίηση (Λουκ. 18:9-14), λησμονώντας το πόσο απέχει αυτή η κολάσιμη πλάνη από το σωτήριο πνεύμα της ταπείνωσης και της αγάπης προς όλους ανεξαιρέτως. Να παρενθέσουμε ορισμένως τη ρήση του γέροντα του οσίου Παϊσίου, του  ρώσου ασκητή Τύχωνα: «η κόλαση έχει γεμίσει από παρθένους υπερήφανους».
Τα έχει πει με τη γλαφυρή του γραφίδα ο Χ. Γιανναράς εδώ και χρόνια. Άλλο Εκκλησία και άλλο θρησκεία. Στην πρώτη βασιλεύει η αρχοντική αγάπη του Χριστού, που μεριμνά και αγωνιά και χωρεί τη σωτηρία όλων. Στη δεύτερη επικρατεί η (αυτό)ικανοποίηση των ατομικών θρησκευτικών αναγκών κεχωρισμένων μονάδων, οι οποίες διακρίνουν υπεροχικώς εαυτούς απέναντι στην πολυπληθή «αμαρτωλή και υποδεέστερη πνευματικά» πλέμπα των υπόλοιπων χριστιανών – κατά τη φαντασία τους εξάπαντος – πράγματα εξάπαντος όζοντα αλαζονείας και πάσης ετέρας ψυχοπαθολογίας. Έχουν μεταλλάξει τη μία Εκκλησία σε πολλές μικρές κλειστές ομάδες, περιχαρακωμένες στην αυτάρκεια και στον ελιτισμό τους και διέστρεψαν το πνεύμα της – της ενότητας και οικουμενικότητας – σε καθωσπρεπίστικα συμπεριφοριστικά στερεότυπα και σε συμπλεματικά θρησκευτικά ιδεολογήματα, δάνεια εν πολλοίς των αγκυλώσεων των δυτικών εκδόσεων του χριστιανισμού.
Ο λόγος και πάλι στον όσιο Πορφύριο, στον ιερομόναχο από τα ερημικά Καυσοκαλύβια, φορέα του Πνεύματος και της μακραίωνης ασκητικής μας Παράδοσης, μακριά από τις πνευματικές τοξίνες που μάς εμβολίασαν από τα μέρη του φραγκεμένου και μεταρρυθμισμένου χριστιανισμού. Στα λόγια του αγίου κρύβεται όλο το μυστικό, η πεμπτουσία της διαφοράς ανάμεσα στην ορθόδοξη εκκλησιαστικότητα και στη νόθα, την αιρετική θρησκευτικότητα, εραστές της οποίας ζουν και δρουν ανάμεσά μας, με περισσή συνήθως καύχηση – μέσα στην τραγική τους πλάνη – για την ορθόδοξη ταυτότητα και τον ομώνυμο ιεραποστολικό ακτιβισμό τους: «πολλοί έρχονται στο κελί μου, οι περισσότεροι θρησκευτικοί άνθρωποι κι ελάχιστοι εκκλησιαστικοί. Ο θρησκευτικός άνθρωπος εφαρμόζει κάποιες καλές πράξεις και νομίζει πως βαδίζει σωστά. Εξομολογείται και βιάζεται να του πω τι να κάνει για να νιώθει εντάξει. Εγώ σκύβω το κεφάλι και δεν μιλάω. Όμως προσεύχομαι και νιώθω την ψυχή του που αντιδρά ή αγανακτεί. Ενώ περιμένει να τον δικαιώσω, εγώ του λέω: ‘από ένα πτώμα τι περιμένετε να γίνει;’ Αν δεν μας αναστήσει με τη χάρη Του ο Χριστός, τίποτα δεν κάνουμε. Ο εκκλησιαστικός άνθρωπος νιώθει το βαρύ χρέος του απέναντι στην άπειρη αγάπη του Θεού και προσεύχεται διαρκώς για όλους».[1] Έως πότε η ηγεσία της Εκκλησίας θα εγκληματεί σε βάρος των «θρησκευτικών» αυτών ανθρώπων; Πότε, επιτέλους, θα τους εκκλησιάσει;
Συνεχίζουμε με μια άκρως σημειολογική μαρτυρία και πάλι από τον χώρο του οσίου Καυσοκαλυβίτη: «Ο π. Ακάκιος μάς είχε πει κάποτε το εξής: ‘είχα έναν νέο κάποιας χριστιανικής οργάνωσης στην καλύβα μου. Του μιλούσα για τη διαφορά του ορθόδοξου ήθους από τοοργανωσιακό, δηλαδή το προτεσταντικό. Ο Θεός επέτρεψε μέσα από ένα θαυμαστό γεγονός να γίνει κατανοητή η διαφορά. Του συνέστησα να βγάλει από το καδρόνι μια πρόκα με τον λοστό. Αυτός επέμενε να προσπαθεί με το σκεπάρνι. Τον άφησα. Πού τον άφησα; Στη χάρη του Θεού. ‘Μετά πρώτης και δευτέρας νουθεσίας παραιτού’, σκέφτηκα. Ύστερα από λίγο τρέχει ο νέος και μου λέει: ‘Πάτερ, έσπασε το σκεπάρνι’. ‘Ποιο;’ του λέω, ‘το σίδηρο ή το ξύλο;’ ‘Το σίδηρο, πάτερ’, μου λέει. Θαυμαστό! Να σπάσει το χοντρό σίδηρο; Αυτό είναι αφύσικο. Λέω λοιπόν στον νέο: ‘Αυτό το επέτρεψε ο Θεός για να δεις σε τι διαφέρει η οργάνωση από την Εκκλησία’. Αν ήμουν οργανωσιακός, θα προσπαθούσα με τον ανθρώπινο λόγο να σε πείσω, να σε πιέσω δηλαδή, για να περάσω τη γραμμή μου. Όμως είμαι ερημίτης, εκκλησιαστικός και η Εκκλησία δίνει προτεραιότητα στη χάρη του Θεού και όχι στα ανθρώπινα επιχειρήματα και στις ανθρώπινες μεθόδους. Να γιατί έσπασε το σίδηρο. Η χάρις του Θεού, αφού έχει τη δύναμη να σπάει σίδερα, μπορεί και όλα τα άλλα να τα κάνει προς το συμφέρον της ψυχής μας. Ξέρουμε πως μέσα στην Εκκλησία δια των μυστηρίων, η χάρις τελειοποιεί τον άνθρωπο και τις προσπάθειές του».[2]
Ας δούμε μια ακόμη ένσταση. Όλα αυτά, ας υποθέσουμε, αναφέρονται στα «στελέχη» των αδελφοτήτων αυτών και όχι στους πολλούς ή απλούς πιστούς, οι οποίοι ωφελούνται από τα κατηχητικά και τις ομιλίες που πραγματοποιούνται σε αυτούς τους χώρους. Πέρα από το προφανές της αναπόφευκτης επιρροής που υφίσταται κάποιος και από την απλή φυσική παράστασή του σε έναν τόπο, παραμένει αδιανόητη η οιαδήποτε αδράνεια από την πλευρά των ποιμένων, τη στιγμή που αδικούνται – να μην πούμε κάτι χειρότερο – ψυχές, έστω και ελάχιστες (Λουκ. 15:3-7), πράγμα, φυσικά, που δεν συμβαίνει εδώ. Πρόκειται για αιρετικές δυσδιάκριτες νοοτροπίες, οι οποίες άπτονται του πνευματικού βάθους εκάστου και όχι τον εξωτερικό ορθόδοξο τύπο – στον οποίο διατείνονται ότι παραμένουν απολύτως πιστοί – και αυτό είναι προπαντός το πιο σοβαρό πρόσκομμα στη διάγνωση και θεραπεία μιας τέτοιας πνευματικής ασθένειας, η οποία αγγίζει – και παραβιάζει εν πολλοίς – τα όρια της αίρεσης. Και μια οποιαδήποτε αιρετικότροπη απόκλιση, πρόδηλη ή τεχνηέντως κεκαλυμμένη, πρέπει να καταγγέλλεται, να καθαίρεται και να καθαιρείται από την Εκκλησία.
 «Ένας νέος είπε στον π. Πορφύριο: ‘Γέροντα, αυτός είναι σπουδαίος θεολόγος’. Και ο Γέροντας του απάντησε: ‘Μωρέ, αυτός είναι προτεστάντης’. ‘Όχι, Γέροντα, είναι ορθόδοξος’. Και αντείπε πάλι ο Γέροντας: ‘Δεν ξέρω εγώ; Μωρέ, είναι προτεστάντης στο ήθος’».[3] Αυτό τα λέει όλα. Η Ορθοδοξία είναι μια διαρκής σχοινοβασία. Είναι φοβερό να θεωρείς τον εαυτό σου ορθόδοξο – συνηθέστατα οι εν λόγω κύριοι και υπέρμαχο και μπροστάρη, π.χ. σε θέματα Οικουμενισμού – και να σκέφτεσαι και να ενεργείς ωσεί αλλόδοξος! Ο ίδιος ο όσιος Πορφύριος έλεγε: «προσπαθώ, μα δεν έχω γίνει Χριστιανός Ορθόδοξος».[4] Πραγματικά, μπροστά σε τέτοια ύψη ταπείνωσης και εν Πνεύματι αυτογνωσίας, πόσοι θα μπορούσαν να ψελλίσουν τον οιονδήποτε αντίλογο;
Κλειστές ομάδες, διό και πτωχές σέχτες. Η Εκκλησία αγκαλιάζει τους πάντες. Δεν έχει καμιά καχυποψία απέναντι στον «βρόμικο» πλησίον, δεν υψώνει κανένα τείχος απέναντι στην «υποδεέστερη» ετερότητα, δεν απωθεί επ’ ουδενί τον «κατώτερο κοσμικό». Η τραγική ειρωνεία είναι πως, ενώ συμπεριφέρονται – συνήθως υποσυνείδητα – με αυτό ακριβώς το πνεύμα έναντι των πολλών, κατά τον ονοματικό αυτοπροσδιορισμό τους, τους καταστατικούς χάρτες και τις βαρύγδουπες διακηρύξεις τους, αυτοχαρακτηρίζονται ιεραποστολικές αδελφότητες. Βέβαια, δεν είναι άγνωστο τούτο το φαινόμενο στη νεοελληνική εκκλησιαστική πραγματικότητα, να υφίστανται δηλαδή ομόλογες σχιζοειδείς καταστάσεις, όπως για παράδειγμα να καταπολεμείται και καταγγέλλεται (θεωρητικά πάντα) ο δυτικός χριστιανισμός από πρόσωπα και ομάδες στις οποίες κατεξοχήν εκκολάπτεται και βιώνεται.
Ο χριστιανισμός δεν έχει κανένα νομικό χαρακτήρα ούτε ο Θεός μας δικανικό πνεύμα. Ο Κύριος δεν είναι τρομοκράτης και «μπαμπούλας», αλλά Πατέρας που αγαπά, συγχωρεί τα πάντα και ποθεί διακαώς τη σωτηρία απάντων (Α’ Τιμ. 2:4). Το ανσέλμειο και λουθηροκαλβινικό πνεύμα, που συντηρείται στα περίκλειστα, στα ασφυκτικά αυτά σχήματα ενίων «εκλεκτών», έχει στρεβλώσει και αμαυρώσει την ομορφιά, την ακρίβεια και την αρχοντιά της Ορθοδοξίας μας. Και η φωνή της θεολογίας δεν πρέπει εξάπαντος να σιωπά κινούμενη από ανθρωπάρεσκα και άλλα επιλήψιμα κίνητρα (Γαλ. 1:10). Η αυτοδικαίωση δια του χτισίματος ενός φανταστικού προφίλ καθαρότητος μέσω «κτήσης» εξωτερικών αρετών, δεν έχει καμιά σχέση με την ουσία της ορθόδοξης πνευματικότητας: «’Εύχομαι ο Θεός να μεταλλάξει και να μεταμορφώσει τις αρετές σου σε αγάπη Θεού’, είπε ο π. Πορφύριος σε μια κοπέλα».[5] Μια ευχή που εξάπαντος απευθύνεται σε όλους μας και εξαιρέτως σε ανθρώπους που ο ηθικισμός και η ιδεοκρατική θρησκευτικότητά τους έχει υποκαταστήσει τη γνήσια ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και την παραδοσιακή εκκλησιαστικότητα.
Κ.Ν.
1/7/2015
[1] Αρχιμ. Αρσένιου Κωτσόπουλου, Από το χάος στο φως, εκδ. ιδίου, Αθήνα 2012, σ. 478.
[2] Αρχιμ. Αρσένιου Κωτσόπουλου, Εκπλήξεις Χάριτος, εκδ. Αγαθός Λόγος, Αθήνα 2014, σσ. 583-584.
[3] Ό.π., σ. 416.
[4] Κ. Νούση, Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Εκκλησιολογία – Θεολογία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2014, σ. 140.
[5] Αρχιμ. Αρσένιου Κωτσόπουλου, Πληγωμένες σχέσεις – Ένθεες συνθέσεις, εκδ. Αγαθός Λόγος (2η), Αθήνα 2011, σ. 373.

Σάββατο, Ιουνίου 20, 2015

Ευσεβιστικές ακρότητες


Αιρέσεις χωρίς επίσημη ταυτότητα
DSC051262
Ίσως ακούγεται βαρύς ο χαρακτηρισμός του αιρετικού, ειδικά όταν προσάπτεται σε ορθοδόξους κατά την εξωτερική τους ταυτότητα και ομολογία. Ωστόσο, εκείνο που μετράει, για μας τους Ορθοδόξους εξάπαντος, είναι η εσωτερική πραγματικότητα και καθαρότητα. Δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ευκαίρως ακαίρως ότι η αίρεση εδράζεται προπαντός στη νοοτροπία και στο ήθος, παρά στην παπαγαλίστικη διακήρυξη  κάποιων δογματικών όρων και ορισμών, οι οποίοι συνηθέστατα είναι δυσνόητοι – και ακατανόητοι πολλάκις – στους εκφορείς τους.
Βασικό χαρακτηριστικό των απανταχού αιρετικών είναι η εξωτερική, η ψευδεπίγραφη ευσέβεια (: ευσεβισμός) και ο άκρατος, ο στυγνός, ο πνιγηρός ηθικισμός. Αν θα θέλαμε να δούμε αυτήν την κατηγορία «ορθοδόξων» χριστιανών στη χώρα μας, θα πέφταμε αναπόφευκτα πάνω στους αποκαλούμενους Οργανωσιακούς. Μια γενική λεζάντα, που θα ταίριαζε γάντι στην περίπτωσή τους, δεν είναι άλλη από τον κοινότοπο πλέον για αυτούς χαρακτηρισμό ως προτεστάντες ή προτεσταντίζοντες. Και τούτο δικαιότατα, διότι για αυτούς η σέχτα στην οποία ανήκει έκαστος, τις περισσότερες φορές, συνειδητά ή ασυνείδητα, ίσταται πάνω από την ίδια την Εκκλησία. Και δεν υπάρχει χείριστη στάση για έναν χριστιανό από αυτήν την εκκλησιολογική διαστροφή…
Έπεσε στα χέρια μου ένα πενιχρό από πολλές απόψεις εγχειρίδιο απολογητικής υπέρ των εν Ελλάδι χριστιανικών οργανώσεων.[1] Αυτές ακριβώς που παρά τις αρχικές «καλές» προθέσεις των ιδρυτικών στελεχών τους – και τούτο μπορεί πλέον να τίθεται υπό ικανές ποσότητες αμφισβήτησης – δυστυχέστατα δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και προσπάθησαν να αλώσουν εκ των έσω την ελλαδική Ορθοδοξία, αναπαράγοντας τον δυτικό πιετισμό, την ίδια ώρα που επιχειρούσαν να ηγηθούν της επίσημης Εκκλησίας – και Πολιτείας – αυτόκλητοι σταυροφόροι της ιδεοληπτικής εκστρατείας τους περί ανασύστασης του δήθεν απολεσθέντος ελληνοχριστιανικού ιδεώδους και πολιτισμού. Το περίεργο εδώ είναι, βεβαίως, ότι λησμόνησαν τον βυζαντινό χαρακτήρα της εγχώριας σχετικής παράδοσης και άντλησαν τις προϋποθέσεις, τα σχεδιαγράμματα, τα όπλα και τις στοχοθεσίες τους από τον εκδυτικισμένο, τον εν πολλοίς αιρετικό χριστιανισμό…
Επανερχόμαστε στην καταθλιπτική διαπίστωση της στρεβλής νοοτροπίας τους, σύμφωνα με την οποία υπεράνω απάντων τοποθετούν την οικεία Οργάνωση έκαστος παρά την – ως θα όφειλαν – μητέρα όλων μας, την Εκκλησία του Χριστού. Στην πρώτη σελίδα του απολογητικού φυλλαδίου διαβάζουμε, με ισχυρά αισθήματα αγανάκτησης: «άλλωστε και ο απ. Παύλος, ο οποίος επίσης συνάντησε πόλεμο από τους ψευδαδέλφους…». Εδώ θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να συνεχιστεί η ανάγνωση, καθώς είναι εμφανέστατη η απαξίωση ημών των «ψευδαδέλφων», οι οποίοι απλά και μόνο διαφωνούμε με το έργο και τις ιδεοληψίες εκείνων. Για να δούμε, όμως, είναι άραγε απλά μια ιδιοτροπία και ζηλοφθονία ημών των «κακών και εμπαθών» αδελφών ή μήπως και οι σύγχρονοι Άγιοι τους απορρίπτουν παντοιοτρόπως;
Ο συγγραφέας του προαναφερόμενου πονήματος προσπαθεί ανεπιτυχώς να νομιμοποιήσει την υπόσταση και τη δράση των εν λόγω Αδελφοτήτων πάνω σε ιστορική, θεολογική και εκκλησιολογική βάση. Δεν κατανοεί, ωστόσο, πως το δομικό, το ουσιαστικό του φάουλ έχει την αρχή του στην προεπιλεγμένη αντίληψη που έχει πάνω στον θεμελιώδη χαρακτήρα και στο βαθύτερο είναι της αίρεσης και της ορθοδοξίας. Και τούτα προφανώς δεν εστιάζονται στοφαίνεσθαι και στον εξωτερικό τύπο ούτε στα ψιλά λόγια και στους στείρους, στους αποφλοιωμένους από στοιχεία ζωής, δογματικούς ορισμούς. Τι νόημα έχουν, άλλωστε, οι λέξεις, όταν έχει χαθεί ή διαστραφεί η ίδια η ζωή; Το μεγάλο ερώτημα που εκκρεμεί μετά το πέρας της σύντομης ανάγνωσης τού εν λόγω εγχειριδίου συνίσταται στην παραμένουσα απορία της πλειοψηφίας περί του ισχυρού λόγου συνύπαρξής τους με τα επίσημα θεσμοθετημένα και διαχρονικώς καθιερωμένα ποιμαντικά σχήματα και όργανα της Εκκλησίας. Για ποιον λόγο δεν ενσωματώνονται – επιτέλους – στις Επισκοπικές ενορίες; Ποιο άλλο πρόσχημα στέκεται με αξιοπρέπεια μετά από τόσα χρόνια παρεκκλησιαστικής δραστηριοποίησής τους;
Πραγματικά, ίσως δεν θα είχαμε ισχυρό αντίλογο, εάν οι κύριοι αυτοί δεν αντιπολιτεύονταν υποδορίως – ενίοτε και απροκάλυπτα – το έργο της Εκκλησίας και εφόσον παρέμενε ανόθευτη η προσωπική τους πνευματικότητα, η ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και η γνησιότητα τής εν πνεύματι αγάπης, ταπεινώσεως και αυτομεμψίας στάσης τους κατενώπιον Κυρίου και των λοιπών χριστιανών αδελφών τους. Ας ακούσουμε εν προκειμένω τον όσιο Πορφύριο στην τελευταία προφορική παρακαταθήκη του, όπως ακριβώς σχολιάζει τα λόγια του ένας από τους πιο κοντινούς μαθητές του, ο π. Γεώργιος: «ο καθένας σήκωσε δικιά του παντιέρα. Θα σωθούμε μόνο αν μπούμε στην άκτιστη Εκκλησία του Χριστού και ενωθούμε στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Με παίρνουν τηλέφωνο ‘’προτεστάντες’’ και μασόνοι και θέλουν να μου πάρουν συνεντεύξεις με κασετόφωνα (εννοούσε οργανωσιακούς (sic) κι ορθοδόξους κατά τ’ άλλα ανθρώπους). Φεύγω γιατί με εκμεταλλεύονται».[2] Το χωρίο αυτό υπομνηματίζει άριστα και λίαν περιεκτικώς και ευστόχως το πνεύμα αυτού του άρθρου. No comment θα λέγαμε καλύτερα…
Ο στυγνός ευσεβισμός, ο στεγνός πουριτανισμός, η ανυπόφορη και απεχθής φαρισαΐζουσα υποτίμηση του «ακάθαρτου» και «υποδεέστερου πνευματικά» αδερφού, η αλαζονική νοοτροπία και η καμουφλαρισμένη έπαρση, ο παγερός και ανούσιος ηθικισμός, η εκπροτεσταντισμένη πνευματικότητα και ο άγονος σεχταρισμός, ο στείρος αυτοδικαιωτισμός και ο άνοστος καθωσπρεπισμός, είναι ολίγα ενδεικτικά στοιχεία της ψυχολογικής και λοιπής νοσηρότητας που εκπορεύεται από τις καταθλιπτικές αίθουσες και συνάξεις των πάσης φύσεως και επωνυμίας παρεκκλησιαστικών. Και όπως είναι επόμενο, θα ήταν αδύνατον οι αρρωστημένες και διεστραμμένες αυτές νοοτροπίες και βαθύτατες ψυχικές και πνευματικές αλλοιώσεις να μην προβληθούν στο φως των συνειδητών συμπεριφορών και των εξωτερικών εκδηλώσεων.
Καλό είναι, λοιπόν, να μη μιλάμε εν προκειμένω με αοριστολογίες και φαντασμαγορικά λεκτικά σχήματα, αλλά με συγκεκριμένα παραδείγματα, στα οποία (απο)δείχνεται του λόγου τούτου το αληθές. Πρόσφατα κατέστην μέσω βιωματικών αφηγήσεων έμμεσος κοινωνός της τραγελαφικής, μάλλον σχιζοειδούς πνευματικότητας των Οργανωσιακών, η οποία κινείται ανάμεσα στην υποκρισία και στη βαυκαλισμένη αγιότητα, πάνω στον φαντασμένο και ψευδαισθητικό ναρκισσισμό που κτίζεται πάνω στο δοκητικό επίπεδο ανυπόστατων αρετών και καθαρότητας, σχεδόν πάντοτε σε συγκριτική αντιπαράθεση και στη φυσικώς εξ αυτής απορρέουσα κατάκριση και απόρριψη της οιασδήποτε ετερότητας, ακόμα και αν αυτή υφίσταται στον ίδιο εκκλησιαστικό χώρο, στην αυτή χριστιανική ομολογία. Το αξιοσημείωτο στην επικείμενη περιπτωσιολογική παράθεση βρίσκεται στην αναφορά σε ηγετικά, σημαίνοντα στελέχη δύο εκ των κορυφαίων Οργανώσεων στη χώρα μας.
Θα αρχίσω με ιερωμένο – προϊστάμενο αδελφότητος επαρχιακής πόλης. Συλλειτουργούσε με έτερο αρχιμανδρίτη, φιλοξενούμενος σε ενοριακό ναό, χωρίς να γνωρίζει την παρουσία εκεί του άλλου, επισκέπτη και αυτού, ιερομονάχου. Το «πρόγραμμά» του φαίνεται να χάλασε, καθώς ο μη οργανωσιακός ιερέας ετύγχανε αρχαιότερος στα πρεσβεία της ιερωσύνης, πράγμα που «ανάγκασε» τον ιεροκήρυκα της Αδελφότητος να του εκχωρήσει τόσο τα λειτουργικά «πρωτεία», όσο και τα κηρυκτικά, αν θα μας επιτρεπόταν η έκφραση. Αυτό φαίνεται να στοίχισε στον οργανωσιακό κληρικό, τον κατά τον τύπον ταπεινόν και ευλαβέστατον (Β’ Τιμ. 3:5), σε σημείο που, ενώ εκείνη την ημέρα δεν έδειξε καμία δυσφορία, την ακριβώς επομένη κατήγγειλε τον συλλειτουργό του, ο οποίος σημειωτέον ήταν επισκέπτης από άλλη Μητρόπολη. Το γεγονός μού διηγήθηκε ο παθών κληρικός. Άξιον απορίας παραμένει ποιο ακριβώς «κανονικό» ή πνευματικό έγκλημα διέπραξε ο άνθρωπος, ούτως ώστε να ωθήσει τον «αδερφό» του στην δωσιλογική τούτη ενέργεια. Μήπως ότι του χάλασε το κήρυγμα; Μήπως που του έκλεψε τη δόξα της «πρωτιάς»; Τελικά αναρωτιέσαι, τον ενδιέφερε τωόντι ο λόγος του Θεού – ο οποίος ούτως ή άλλως εκηρύχθη εκείνη τη μέρα – ή μήπως η προσωπική αίγλη και η υποφώσκουσα κενόδοξη τάση αυτοπροβολής; Οι τεράστιες αυτές διαστροφικές διαθέσεις και ενέργειες – απότοκα εξάπαντος στρεβλωμένης πνευματικότητας – πρέπει να μας προβληματίσουν ισχυρά ως προς την αδράνεια της επίσημης Εκκλησίας απέναντί τους. Για την ιστορία αξίζει να υπενθυμίσω στο σημείο αυτό ότι ο ίδιος οργανωσιακός κληρικός – δυστυχέστατα πνευματικός οδηγός ουκ ολίγων «θυμάτων» – προσέβαλε παλιότερα τον οικοδεσπότη έγγαμο κληρικό της αυτής ενορίας, διατάσσοντάς τον να με βγάζει άλλη φορά από το ιερό βήμα – χωρίς, εννοείται, να με ξέρει ούτε κατ’ όψιν – καθώς πληροφορήθηκε τις «αντιοργανωσιακές» μου πεποιθήσεις και σχολιάζοντας ότι το έργο της Εκκλησίας το κάνουν μονάχα «αυτοί» και οι οπαδοί τους! Στο ίδιο εξάπαντος πνεύμα του χαφιεδισμού, του φασισμού, του στρατωνισμού της χριστιανικής ζωής, της ολοκληρωτικής τους νοοτροπίας, στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της οποίας εκπαιδεύονται με το δυτικό, το ακτιβιστικό, το ιεραποστολικό μιλιταριστικό πνεύμα και στρατεύονται στον υπερορθόδοξο αγώνα τους οι μπροστάρηδες αυτοί, τα λοκ – κατ’ αυτούς – της Εκκλησίας. Θλιβερό…
Ανεβαίνουμε στη συνέχεια στη Β. Ελλάδα. Ηγετικό στέλεχος μεγάλης αδελφότητας, γυναίκα τούτη τη φορά, κατηφορίζει στην Αθήνα προκειμένου να συναντήσει μία δια Χριστόν σαλή, για την οποία πληροφορήθηκε σχετικά. Φυσικά δεν προτιθέμεθα να αποκαλύψουμε το πρόσωπο αυτό εδώ για πολλούς και ποικίλους λόγους. Το αξιομνημόνευτο είναι η αντίδραση της «αφιερωμένης» φουστανελοφορούσης κυρίας έναντι της απλής, της «σαλής» γηραιάς κυρίας με τη φόρμα. Πέρα από τις ανάρμοστες, τις προσβλητικές και απαξιωτικές για εκείνην εκφράσεις προς τον κύριο που τις έφερε σε επαφή – και από τον οποίον πληροφορήθηκα όλα τα διαμειφθέντα – είναι τραγική η επιδερμική της κρίση, μάλλον κατάκριση της φτωχής γιαγιάς, την οποία πλησίασε προκειμένου να διαπιστώσει αγιότητα. Είναι ποτέ δυνατό μια κυρία με φόρμα – αντί φούστας βεβαίως βεβαίως – να είναι τόσο ανεβασμένη πνευματικά; Αδιανόητη για τα δικά της ψυχοσυνθετικά δεδομένα οιαδήποτε πιθανότητα σύγκρισης με αυτές, τις άμωμες και άσπιλες, τις ξεχωριστές… Με πιο καθαρές κουβέντες, δηλαδή, ο φαρισαϊσμός (Ματθ. κεφ. 23), ο ευσεβισμός, η πνευματική αθλιότητα ξετυλιγμένη στην πληρότητα του μεγαλείου τους.
Το τελευταίο περιστατικό είναι το πλέον διδακτικό. Οι άνθρωποι αυτοί, θύματα λαθεμένης, δυτικόφερτης «πνευματικότητας», ευσεβιστές παρά ορθόδοξα ευλαβείς (Β’ Τιμ. 3:5), δεν μπορούν να οσφρανθούν, ούτε καν να υποψιαστούν, το άρωμα της μυστικής Ορθοδοξίας, που μπορεί να εκπορεύεται από μια άσημη καθημερινή γυναίκα, από μια κατά Θεόν σαλή, από έναν απλό καλόγηρο, από τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας… Και εδώ κλείνουμε με το επιμύθιο του άρθρου αυτού: την αντίστροφη ακριβώς πορεία του Ορθοδόξου και του κάθε αιρετικού. Η κραυγαλέα διαφοροποίηση εντοπίζεται στις εκ διαμέτρου αντίθετες διαδρομές αμφοτέρων: ο Ορθόδοξος κινείται ad intra, προς τα μέσα και αδιαφορεί για την κατασκευή ειδωλικών ξοάνων, θεωρώντας χείριστο όλων το αυτοείδωλο. Φροντίζει την κάθαρση του εσωτερικού του ποτηρίου, την πιο ουσιώδη προϋπόθεση και αυτής του εξωτερικού (Λουκ. 11:39). Ο αιρετικός, είτε με τη βούλα είτε χωρίς τέτοια, πορεύεται ad extra, νοιάζεται, αγωνιά, κόπτεται για το έξωθεν, για τη βιτρίνα, για το image. Πώς είναι δυνατόν, επομένως, τέτοιοι άνθρωποι να έχουν σχέση με τον Χριστό; Ας ακούσουμε τον ίδιο ακριβώς συλλογισμό δια στόματος οσίου Πορφυρίου: «της είχε πει, ωστόσο, ο Γέροντας για μια κυρία, που μιλούσε κάπως περίεργα για τον Θεό, με ωραίες φράσεις, με μια συναισθηματική ορολογία, που κατά τη γνώμη της δεν έπειθε. Κι όμως, μια άλλη φορά, ο ίδιος είχε πει κάτι, που την είχε ξαφνιάσει και την είχε αφήσει άφωνη. Επρόκειτο για μια συντροφιά επισκεπτών, με κηρυκτικό ζήλο, σεμνών και αξιοπρεπών, που ανήκε σε θρησκευτική οργάνωση. Μετά την αναχώρησή τους, είπε μ’ ένα χαμόγελο απορίας ο Γέροντας, χωρίς ίχνος μομφής: – Αυτοί, τι να σου πω παιδί μου, δεν πιστεύουν στον Χριστό!».[3]

[1] Οι Χριστιανικές Οργανώσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Πανελληνίου Ομοσπονδίας Ορθοδόξων Χριστιανικών Σωματείων «ο Απόστολος Παύλος», Αθήνα 1996.
[2] Αρχιμ. Αρσένιου Κωτσόπουλου, Από το Χάος στο Φως, εκδ. ιδίου, Αθήνα 2012, σ. 297.
[3] Άννας Κωστάκου – Μαρίνη, Δύσκολο να ζεις μ’ έναν Άγιο, εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 2012, σσ. 100-101.

Παρασκευή, Απριλίου 10, 2015

Περί της σημασίας και συχνότητας της Θείας Κοινωνίας

Η Ορθόδοξη παράδοση και πνευματικότητα είναι γεγονός ότι υπέστη ισχυρές αλλοιώσεις εξ επιδράσεως της δυτικής χριστιανοσύνης, ρωμαιοκαθολικής και προτεσταντικής. Η πνευματική αυτή άλωση δεν παύει να υφίσταται μέχρι σήμερα και να αναπαράγεται ο δυτικός ευσεβισμός σε χώρους και σε πράγματα κατ’ επίφασιν ορθόδοξα. Εκείνο, όμως, που θα πρέπει σιγά σιγά να γίνεται, είναι η κάθαρση της Παράδοσής μας, η αποβολή των αλλότριων στοιχείων και η διατήρηση – αφομοίωση εκείνων που δεν νοθεύουν τον ουσιαστικό χαρακτήρα της.
8eiakoinwnia2
Δυστυχώς, ο εφησυχασμός των ιθυνόντων και πολλοί άλλοι λόγοι κινούν αργά τα νήματα της διαδικασίας εξυγίανσης από τα ποικίλα διαβρωτικά και διαστρεπτικά στοιχεία σε βάρος της αρχαίας και υγιούς ευχαριστιακής – εσχατολογικής ταυτότητος της Εκκλησίας. Πόσα και πόσα πράγματα πέρασαν στην Ορθοδοξία μας εξ Εσπερίας και ωστόσο τα θεωρούμε ημέτερα και δεδομένα. Η ζωγραφιά του Ιησού με το λάβαρο να ίπταται αντί της ορθόδοξης απεικόνισης της Αναστάσεως δια της καθόδου στον Άδη, η καθιέρωση του Εσταυρωμένου πίσω από την αγία Τράπεζα αντί του αρχαίου συνθρόνου, ακόμη και τα θεατρικά δρώμενα με τους Επιταφίους, είναι ελάχιστα ενδεικτικά της παραχάραξης της ορθόδοξης ακριβείας. Και, φυσικά, δεν είναι μονάχα αυτά ούτε αποτελούν τα πλέον σημαντικά.
Εκεί που θα σταθούμε εξ αφορμής και της σημερινής μέρας είναι ο ευχαριστιακός – αναστάσιμος λειτουργικός χαρακτήρας της Ορθοδοξίας, σε αντιδιαστολή με τη δυτική χριστιανοσύνη και κάθε έτερη «χριστιανική» ομάδα, γεγονός που αφορά άμεσα την πνευματικότητά μας, την ίδια μας τη ζωή. Βλέπουμε, για παράδειγμα, τους προτεσταντίζοντες, μάλλον εβραΐζοντες Μάρτυρες του Ιεχωβά, να τελούν αυτές τις μέρες την ανάμνηση του θανάτου του Ιησού. Αυτό παραπέμπει σε θλίψη, σε μνημόσυνο, σε πένθος. Όπως ακριβώς και η μετάλλαξη του αναστάσιμου χαρακτήρα της Θείας Λειτουργίας σε σταυρική ανάμνηση και αναπαράσταση, που είναι ομόλογη παραχάραξη, αλλά σε πιο ήπιο βαθμό, από την πλευρά των Ρωμαιοκαθολικών.
Στην Ορθοδοξία, όμως, η οποία διατηρεί την αυτοσυνειδησία της αποστολικής συνέχειας και της γνήσιας χριστιανικής ταυτότητας, δεν έχουν καθόλου έτσι τα πράγματα. Εδώ ούτε απλές αναμνηστικές και συμβολικές τελετές έχουμε ούτε, φυσικά, επικήδεια συναισθηματικά δρώμενα. Το μυστήριο της Ευχαριστίας, το οποίο ταυτίζεται με το είναι της Εκκλησίας, είναι το οντολογικό κέντρο της ύπαρξης του σύμπαντος κόσμου, είναι αυτό το ίδιο το μυστηριακό, το αναστημένο Σώμα του Χριστού, δια του οποίου σβήνονται οι αμαρτίες, θεοποιείται ο άνθρωπος και αφθαρτίζεται η κτίση ολόκληρη. Μονάχα όποιος κοινωνάει Σώμα και Αίμα Χριστού, σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του ίδιου του Θεανθρώπου, είναι πέρα και πάνω από τον θάνατο (Ιω. 6:54). Αυτό η Εκκλησία το ζει σε κάθε Ευχαριστιακή Σύναξη, σε κάθε Λειτουργία. Εδώ έχουμε εξάπαντος ανάσταση και πρόγευση της μέλλουσας Βασιλείας του Θεού. Και πάλι όχι συμβολική, αλλά προληπτική οντολογική μετοχή στην ερχόμενη Βασιλεία, η οποία κατ’ ουσίαν είναι ο ίδιος ο Χριστός και η ένωση μαζί Του.
Η Εκκλησία καλεί τα μέλη του Σώματος του Χριστού, τους χριστιανούς με πιο απλά λόγια, σε κάθε Ευχαριστία να μετάσχουν στον Μυστικό (: Μυστηριακό) Δείπνο, στο Σώμα και στο Αίμα του Ιησού. Η διαχρονική αμαρτία των χριστιανών είναι η απόρριψη αυτής της καθημερινής πρόσκλησης του ουράνιου Βασιλιά. Πόσο ανόητοι, αγνώμονες και αγράμματοι στα της πίστεώς μας είμαστε! Μας καλεί η Κυριακή προσευχή να λάβουμε τον «επιούσιο άρτο» (: τον Χριστό της Ευχαριστίας μάλλον παρά το καθημερινό ψωμί!) και οι περισσότεροι εφευρίσκουμε χίλιες δυο προφάσεις, προκειμένου να στρέψουμε τα νώτα μας στο Ποτήριο της Ζωής. Ένα Ποτήριο άφεσης, αθανασίας και θέωσης και σε καμιά περίπτωση επιβράβευσης αρετών και ηθικής (αυτο)δικαίωσης, όπως και πάλι μας εισήχθη η αντίστοιχη νοοτροπία από τον αιρετίζοντα χριστιανισμό της Δύσης. Μια αγιοπνευματική βρώση και πόση, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να σωθεί κάποιος και να αποφύγει τον αιώνιο θάνατο, την κόλαση, τον χωρισμό από τον Θεό.
Ο Κύριος «επιθυμεί» σφόδρα (Λουκ. 22:15), ποθεί να κοινωνήσει με τα κτίσματά του, με τα παιδιά του, με όλους μας. Με τέτοια λαχτάρα θα πρέπει να τον προσεγγίζουμε και εμείς. Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης. Όχι επειδή θα είμαστε ποτέ άξιοι ή καθαροί για μια τέτοια κοινωνία, αλλά από αγάπη στο πρόσωπό του και πίστη στο άπειρο πατρικό του έλεος. Έτσι κάπως γεννήθηκε σταδιακά στην Παράδοσή μας και το μυστήριο της Εξομολόγησης, δια του οποίου συγχωρούσε η Εκκλησία τα βαρύτερα παραπτώματα, που αποτελούσαν κώλυμα προσέλευσης στη Θεία Κοινωνία – δυστυχώς και η Εξομολόγηση κατάντησε μια εθιμική διαδικασία των Σαρακοστών, ατομιστικής τακτοποίησης ηθικιστικών και ψυχολογικών εκκρεμοτήτων, χωρίς ίχνος μετανοίας στις πλείστες των περιπτώσεων. Και μια που μιλήσαμε εξαρχής για τη νοθευμένη μας παράδοση, θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ ότι όλα στην Εκκλησία υπάρχουν και γίνονται για τη θεία Ευχαριστία, όπως το μυστήριο της Βάπτισης, του Γάμου κλπ. Και ότι οι αρχαίοι χριστιανοί κοινωνούσαν συχνότατα, γύρω στις τέσσερις, μέσο όρο, φορές την εβδομάδα! Ατυχώς, όμως, και αυτή η αρχαία υγιέστατη και ψυχωφελέστατη συνήθεια χάθηκε μέσα στο χάος των αιώνων και των ιστορικών περιπετειών της Εκκλησίας – η μιζέρια και η ημιμάθειά μας κολλάει συνήθως στο ανυπόστατο προαπαιτούμενο της εξωτερικής προετοιμασίας δια της νηστείας, η οποία δεν έχει καμιά ουσιαστική σχέση με τη Θεία Κοινωνία και τις εσώτατες προϋποθέσεις της. Προσπάθησαν το ευλογημένο τούτο έθος να το αναβιώσουν οι Κολλυβάδες Πατέρες στον 18ο αι. και είναι γεγονός πως τώρα τελευταία βλέπουμε ένα ελπιδοφόρο ανανεωτικό ρεύμα υλοποίησής του, τόσο από την πλευρά των απλών πιστών, όσο και κατά την καθοδήγηση των εξομολόγων κληρικών.
Ο τεράστιος πλούτος των Ορθοδόξων – εξ ου και η αντίστοιχη πτωχεία των εκτός Εκκλησίας όντων – είναι αυτή ακριβώς η δυνατότητα της πλήρους και οντολογικής κοινωνίας τους με την Τριαδική θεότητα, με τον Χριστό. Το πνεύμα της Εκκλησίας είναι εορταστικό, πανηγυρικό, αναστάσιμο. Επειδή, ωστόσο, ζούμε στα χρόνια λίγο πριν από τη δεύτερη έλευση του Χριστού και κυριαρχεί το κακό, η αμαρτία και τα πάθη μας, για τούτο πιο ακριβόλογα μιλάμε για σταυροαναστάστιμο χαρακτήρα και για χαρμολύπη. Έλα, όμως, που πάντοτε δίπλα και πίσω από τον Σταυρό ακολουθεί η Ανάσταση, να μην πούμε, δηλαδή, τολμώντας πιότερο, ότι προπορεύεται ήδη ο νικητής, ο αναστημένος Χριστός…

Δευτέρα, Μαρτίου 09, 2015

Μεταξύ επισκοποκεντρισμού και αποτείχισης

Επισκοποκεντρική ή Χριστοκεντρική Εκκλησία; Σκέψεις αναφορικά με το πρόβλημα του Οικουμενισμού

Οι ενδείξεις της εκκλησιαστικής ιστορίας αναφορικά με τις αιρέσεις και τα σχίσματα είναι μάλλον απογοητευτικές ως προς τον αναμφίλεκτα διαχρονικό χαρακτήρα τους, που ως φαίνεται θα την συνοδεύουν μέχρι τη συντέλεια του παρόντος αιώνος. Είτε μιλάμε για αίρεση είτε για σχίσμα, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι πρόκειται για τις δυο όψεις του αυτού δαιμονικού νομίσματος, το οποίο εξαγοράζει η ανθρωπότητα δια των πολυπληθών και πολυποίκιλων αμαρτημάτων της. Και τούτο, διότι δια των δυο τούτων διεστραμμένων πνευματικών ατραπών αμφισβητείται η σωτηριώδης δυνατότητα και υπόσταση της Εκκλησίας του Χριστού και κατακερματίζεται το Σώμα του Κυρίου. Είναι εξόχως χαρακτηριστική εν προκειμένω η παρατήρηση του ΙΑ’ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, όπου υπογραμμίζεται αυτή ακριβώς η πραγματικότητα. Φαίνεται, λοιπόν, πως ζούμε συναφείς καταστάσεις με αυτές των σχισμάτων του 9ου αιώνος, που οδήγησαν στην προαναφερόμενη Σύνοδο και στις αποφάσεις της. Είναι, από την άλλη, γεγονός πως οι αιρέσεις έχουν εμφανιστεί εν συνόλω και καταδικαστεί συνοδικώς, οπότε ο προσφορότερος σήμερα τρόπος απόσχισης από την Εκκλησία μένει το σχίσμα, ίσως δε και η παράλληλη κατασκευή καινοφανών αιρέσεων, όπως αυτή του Οικουμενισμού.
peterpaul2
Χωρίς να αρνούμαστε την υπόσταση του Οικουμενισμού (ένα είδος εκκλησιολογικού συγκρητισμού, ανάμεσα κατεξοχήν σε χριστιανικές ομολογίες, αλλά και μεταξύ διαφορετικών θρησκευμάτων), δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουμε το ψυχολογικό φαινόμενο της ανάγκης παρουσίας βαρβάρων, όπως διαφαίνεται στο γνωστό ποίημα του αλεξανδρινού ποιητή. Και αυτό το υπογραμμίζουμε μετά λόγου γνώσεως, εφόσον η υποτιθέμενη αυτή συγκρητιστική τάση – τη χαρακτηρίζουμε έτσι, διότι δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί επίσημα, συνοδικά ή έστω με ισχυρή σαφήνεια σε συγκεκριμένες ενέργειες και κείμενα Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών και εκκλησιαστικών ταγών, πλην μεμονωμένων περιπτώσεων, όπου και πάλι η ερμηνεία παραμένει ικανώς αδιόρατη και συγκεχυμένη – δεν έχει ακόμη οδηγήσει σε καμιά δογματική και εκκλησιολογική υπονόμευση την οικουμενική Ορθοδοξία αναφορικά με κάποια έκνομη ενωτική κίνηση προς αλλόδοξη χριστιανική «εκκλησία».
Η περί Οικουμενισμού διδασκαλία ερείδεται σε σχετικές επισημάνσεις σύγχρονων μορφών της Ορθοδοξίας, όπως είναι ο όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος, ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος κ.ά. Πέραν της αναντίρρητης αλήθειας ότι εν πολλοίς εδώ ο ένας αντιγράφει τον άλλον, είναι εξίσου γεγονός ότι και έτεροι μεγάλοι σύγχρονοι Πατέρες δεν κατέλιπαν κάποια συγκεκριμένη διδασκαλία για τον κίνδυνο από τη συγκεκριμένη νεοφανή αίρεση, όπως για παράδειγμα ο γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ. Με την υπογράμμιση αυτή θέλουμε να τονίσουμε αυτήν ακριβώς την απροσδιοριστία αναφορικά με την «παναίρεση» αυτήν, επί της οποίας με ελαφρότητα μπορεί να πατήσει όποιος αποφασίσει για τους δικούς του λόγους να κάνει το δικό του υπερορθόδοξο αντάρτικο, θρυμματίζοντας τοιουτοτρόπως το ένα Σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία.
Ο Οικουμενισμός είναι, θα λέγαμε, η φυσική τάση και απόληξη της παγκοσμιοποίησης, όσον αφορά πιο εξειδικευμένα στο θρησκειολογικό επίπεδο. Το πρόβλημα με τον Οικουμενισμό, ωστόσο, λαμβάνει τις απαρχές του  από την απόσταση που παρατηρείται ανάμεσα στην υποστασιοποίησή του αφενός και αφετέρου στις έμμονες φαντασιακές ιδέες και αγχωτικές μελλοντολογικές υποθέσεις και  προβλέψεις πολλών επί της υλοποιήσεώς του. Οι εικασίες, μάλιστα, πολλάκις εντοπίζονται ακόμη και στην πιθανολόγηση των προθέσεων τρίτων με τη δημιουργία σεναρίων εκκλησιολογικής φαντασίας, όπως για παράδειγμα της ένωσης Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων επί της σχετικής θεωρίας των «δύο πνευμόνων» του Περγάμου Ιωάννη. Από την άλλη, όμως, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι άχρι τούδε οι συνοδικές καταδίκες των αιρέσεων και των φορέων τους δεν έγιναν με υποθέσεις και φαντασιακά σενάρια, αλλά μέσα από συγκεκριμένα κείμενα και γεγονότα και δη εκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων, όπως συμβαίνει με την παρατηρούμενη τάση τού σήμερα.
Δεν θα αμφισβητήσουμε, εντούτοις, από την πλευρά μας ότι ο Οικουμενισμός ως σχεδιασμός ή μερική πραγματικότητα δεν υφίσταται ή δεν μπορεί να λάβει πιο ανησυχητικές διαστάσεις στο μέλλον. Το ζήτημα που δημιουργείται και που εν προκειμένω εξετάζουμε είναι η αφόρμηση εκ του Οικουμενισμού – ψευδεί ή και αληθεί προφάσει – διαφόρων στασιαστικών κινημάτων σε βάρος της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτόν ο Οικουμενισμός ήδη κάνει ζημιά και αποκτά εκκλησιαστική «παρυπόσταση», όπως ακριβώς και η αντιχριστολογία προ της ελεύσεως του Αντιχρίστου.
Η κοινή συνισταμένη όλων των ζηλωτικών κινήσεων είναι η αμφισβήτηση της εκκλησιολογικής ακεραιότητας της Εκκλησίας και της μοναδικής δυνατότητάς της στη σωτηρία του ανθρώπου, η μετατόπιση της αποστολικής διαδοχής στα δικά τους πολλαπλά κέντρα, ο οικουμενικός μαγαρισμός εκ της επαφής με τους αλλοδόξους και η επινόηση καινοφανών (αιρετικών) διδαχών, όπως π.χ. το ημερολογιακό ζήτημα, ο εκ των συμπροσευχών, διαλόγων και ανακοινώσεων γενικός μολυσμός, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της αποτείχισης του ΙΕ’ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας και αρκετά άλλα ακόμη.
Θα ξεκινήσω με το τελευταίο, διά του οποίου θα καταφανεί και η τεράστια σημασία τουεπισκοποκεντρικού – συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας. Οι Κανόνες ιγ’, ιδ’ και ιε’ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου μεριμνούν ακριβώς για την πρόληψη των Σχισμάτων, τα οποία μπορεί να συμβούν οιαδήποτε «προφάσει ἐγκλημάτων». Για τον λόγο αυτόν υπογραμμίζεται εμφατικά κατά πρώτον η οριογραμμή των εκκλησιαστικών χαρισμάτων, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνεται από τους φορείς τους – δηλονότι τους Επισκόπους και Πρεσβυτέρους –  και κατά δεύτερον η «συνοδική διάγνωσις», προ της οποίας δεν πρέπει να παύει σε καμιά περίπτωση ηλειτουργική μνημόνευση του οικείου εκκλησιαστικού προεστώτος. Ακόμη και στην περίπτωση του ΙΕ’ Κανόνος, όπου διαστέλλεται η περίπτωση της αιρέσεως, παρατηρούμε ότι οι επεξηγηματικές προϋποθέσεις είναι πληθωρικές: η αίρεση πρέπει να είναι «κατεγνωσμένη» από Συνόδους ή αγίους Πατέρες και να κηρύσσεται από τον Επίσκοπο «δημοσίᾳ» και «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας». Με λίγα λόγια, πρέπει να είναι κάποια διδασκαλία τρομερά εξόφθαλμη και ισχυρώς πρόδηλη ως προς την αιρετικότητά της, ώστε να χορηγείται το δικαίωμα στον υφιστάμενο ιερωμένο να διακόπτει την εκκλησιαστική κοινωνία από τον άμεσο προϊστάμενό του. Τουλάχιστον αυτό συνάγεται από το πνεύμα του κανόνος, όπως αυτό εξάγεται από το γράμμα του. Συνεπόμενο συμπέρασμα θα λέγαμε πως είναι ο προαιρετικός και δυνητικός χαρακτήρας της «ἀποτειχίσεως», τόσο από τα όσα προαναφέραμε, όσο και από την απουσία ετέρου Κανόνος που να προβλέπει ποινή για τον κατώτερο κληρικό, ο οποίος τυχόν θα ανέμενε τη συνοδική απόφαση σε περίπτωση αίρεσης ή άλλου κανονικού παραπτώματος της επισκοπούσης αρχής του.
Ας έρθουμε τώρα λιγάκι στη σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα. Να δούμε τι ισχύει από όσα προαπαιτεί ο εν λόγω Κανόνας για το δικαίωμα στην αποτείχιση. Ο Οικουμενισμός ως συγκεκριμένη και σαφώς προσδιορισμένη αίρεση ούτε υπό Συνόδου έχει καθοριστεί ούτε συνεπομένως έχει καταδικαστεί μέχρι τη στιγμή τούτη. Αν θα θέλαμε να μιλήσουμε για καταδίκη του, μόνον υπό Πατέρων θα βρίσκαμε (όσους προαναφέραμε) να έχει γίνει αυτό, αλλά και πάλι με κάποια αοριστία, εφόσον τα πράγματα είναι συγκεχυμένα και μπερδεμένα αναφορικά με την Οικουμενική Κίνηση, καθώς και εν εξελίξει. Ας πάμε τώρα και στην επίσημη και γυμνή  τη κεφαλή κήρυξη της αίρεσης τούτης από συγκεκριμένους Επισκόπους ή Τοπικές Εκκλησίες. Το μόνο που θα βρίσκαμε και πάλι είναι κάποιες ανακοινώσεις αμφίσημου ή πολύσημου χαρακτήρος, πάντως σε καμιά περίπτωση κάτι ξεκάθαρα αιρετικό. Επίσης, θα ανακαλύπταμε μεμονωμένες «συλλειτουργικές» κινήσεις ή προσφωνήσεις παροχής εκκλησιαστικής υπόστασης σε αλλόδοξες εκκλησίες, πάντοτε στα πλαίσια του διομολογιακού διαλόγου και των πράξεων καλής θέλησης  κατά την προσέγγιση των χριστιανικών εκκλησιών – δικαιούμαστε άχρι τούδε να το πιστεύουμε αυτό εκ των πραγμάτων. Δεν υπάρχει, επίσης, λόγος να τίθεται ζήτημα για εξατομικευμένα προκλητικά πεπραγμένα ενίων εκκλησιαστικών προσώπων, τα οποία ενδέχεται να είναι προδήλως έκνομα, διότι αυτά χαρακτηρίζουν μάλλον τα ίδια και όχι ολόκληρες Εκκλησίες σε συνοδικό και ευρύτερα συλλογικό επίπεδο.
Η αυτοσυνειδησία τής ανά την οικουμένην Ορθόδοξης Εκκλησίας – όπως ρητά διακηρύσσεται στο Σύμβολο της Πίστεως και φαίνεται στην πρακτική της απαγόρευσης μυστηριακής διακοινωνίας με τα άλλα χριστιανικά δόγματα – είναι πως πρόκειται για τη Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού επί γης. Αυτό ισχύει de facto και de jure και το περισσόν εκ του πονηρού εστίν. Επί αυτών των δεδομένων κανείς δεν δικαιώνεται να εξεγείρεται πέραν του δέοντος κατά του Πατριάρχου ή άλλης εκκλησιαστικής αρχής, η οποία δήθεν μήδισε σε θέματα Ορθοδόξου πίστεως. Το παράδοξο με όσους στασιάζουν είναι η ασύνετη προτεσταντική κατάληξη σε μικρά κλειστά σχήματα, που διεκδικούν δι’ εαυτά την αποκλειστικότητα της εκκλησιαστικής εκπροσώπησης του Χριστού επί γης! Πρόκειται για κοινό παρονομαστή απόληξης όλων των εν λόγω εξεγέρσεων. Αυτό ακριβώς το πράγμα και την πολυμερή αυτή σχάση προλαμβάνει ο ΙΕ’ Κανών, τον οποίο μάλιστα επικαλούνται όλοι οι σχισματικοί των τελευταίων ετών. Ο δαιμονικός χαρακτήρας τους εκφαίνεται κυρίως στο σημείο αυτό: στην απόρριψη του συνόλου των «μαγαρισμένων» ομοδόξων και στην ευφάνταστη δοξασία περί κατοχής της αλήθειας και καθαρότητας υπό μιας εκλεκτής κάστας ελαχίστων, οι οποίοι ολίγον κατ’ ολίγον διακόπτουν τη λειτουργική διακοινωνία προς πάντας, αυτοπεριχαρακούμενοι εις εαυτούς και μόνον.
Ας δούμε, όμως, τι ισχύει για την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, καθώς και τη βασική έγκληση όσων την παρακάμπτουν, προκειμένου να προτεσταντίσουν, πηγνύοντας τα δικά τους παρασυναγωγικά θυσιαστήρια. Σε αυτό θα μας βοηθήσουν και οδηγήσουν θέσεις σύγχρονων ζηλωτών – αποτειχισθέντων και δη κάποιων ηγετικών στελεχών τους.[1] Διαβάζουμε χαρακτηριστικά ως δήθεν οικουμενιστική θεωρία: «η Εκκλησία είναι Επισκοποκεντρική και όχι Χριστοκεντρική». Η αλήθεια, ωστόσο, δεν βρίσκεται σε αυτήν την πρόταση, αλλά σε άλλη: η Εκκλησία είναι Χριστοκεντρική και Επισκοποκεντρική. Θα μιλούσαμε για έναν χριστοκεντρικό επισκοποκεντρισμό, σύμφωνα με τον οποίο προτάσσεται η χριστοκεντρικότητα, όπως αυτή εδράζεται μέσα στο δόγμα, στη ζωή και στη λατρεία της Εκκλησίας και έπεται – στην ουσία συνοδοιπορεί – η αποστολική διαδοχή, την οποία εκφράζει η Επισκοπική διαδοχή και το Συνοδικό σύστημα. Όλο αυτό δεν είναι μια αυθαίρετη τοποθέτηση, αλλά εκπορεύεται εξάπαντος μέσα από την Παράδοση της Εκκλησίας, όπως κυρίως εκφαίνεται τούτη σε ιστορικό, λειτουργικό και ιεροκανονικό επίπεδο. Θεία Λειτουργία άνευ μνημόνευσης συγκεκριμένου Επισκόπου δεν νοείται, άλλως θα επρόκειτο για παρασυναγωγή ή αιρετική σύναξη, σε κάθε περίπτωση δε ανυπόστατη εκκλησιαστικά και άκυρη. Πάσα ετέρα θεωρία ανήκει οπουδήποτε αλλού, αλλά πάντως όχι στην ημετέρα Παράδοση και Εκκλησιολογία.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι η Αποστολική διαδοχή δεν αναφέρεται τόσο στο πρόσωπο των Επισκόπων, όσο στο σύνολο της κοινότητος. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για την Αποστολική διαδοχή των Τοπικών Εκκλησιών, τόσο σε επίπεδο ιστορικής συνέχειας, όσο και σε αυτό της παραμονής στην πίστη και εμπειρία των Αποστόλων. Έτσι, και σε συνδυασμό με την αγιότητα της κεφαλής του Σώματος, ήτοι του Χριστού, μία Εκκλησία δεν εκπίπτει της ακεραιότητας, της πληρότητας και της καθολικότητάς της εξαιτίας των αστοχιών – αμαρτιών των επιμέρους μελών της, έστω και αν πρόκειται για το ίδιο το ορατό κέντρο της, δηλαδή τον εκάστοτε Επίσκοπο. Ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας επεμβαίνει διευκρινιστικά μονάχα στην περίπτωση της αιρέσεως του Επισκόπου, κυρίως διότι θίγεται άμεσα η αποστολική ταυτότητα και διαδοχή της κοινότητος, χωρίς ωστόσο να θεωρεί ότι μολύνεται σύνολη η Εκκλησία από τον αιρετικό Επίσκοπο, όσο καιρό αυτός παραμένει προεστώς της. Οι τρεις, μάλιστα, αυτοί Κανόνες της Πρωτοδευτέρας (13,14 και 15) με πίστη στην πρόνοια του Κυρίου αναμένουν την επίσημη συνοδική διάγνωση, η οποία αργά ή γρήγορα θα επιλύσει τις κακοδοξίες και οποιοδήποτε εκκλησιολογικό καρκίνωμα στο σώμα της Τοπικής Εκκλησίας. Με αυτό το πνεύμα, επομένως, δεν καταδικάζεται η συνετή παραμονή στους κόλπους της και η μνημόνευση ακόμη και αιρετικού Επισκόπου από τους υφισταμένους του μέχρι την επίσημη καταδίκη και αποπομπή του από την Εκκλησία.
Η εκκλησιολογική υποχονδρία των αθέσμως και ακαίρως ενισταμένων φαίνεται σε ένα ακόμη σημείο στο υπό εξέτασιν κείμενο. Ο γράφων ενοχλείται που ο Μητροπολίτης Πειραιώς ισχυρίζεται ότι «ἡ ἔνταξις τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε, δέν ἀποτελεῖ παρέκκλισι, ἀλλοίωσι καί διαστροφή τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καί Παραδόσεως, δέν ἔχει κανένα δογματικό ἤ μυστηριακό χαρακτήρα, ἀλλά μόνον κοινωνικό», ενώ την ίδια στιγμή θεωρεί προδοσία της πίστεως ακόμη και τα απλά ανακοινωθέντα, εφόσον, κατ’ αυτόν πάντοτε, συνιστά αμαρτία και αίρεση το ότι «ἔχουμε δεσμεύσεις μέ πανορθόδοξες ἀποφάσεις γιά τήν κοινή πορεία στήν λεγομένη Οἰκουμενική κίνησι». Κινούμαστε σαφέστατα στον χώρο του σύγχρονου ορθόδοξου φονταμενταλισμού, ο οποίος δεν απέχει πολύ του ομοειδούς ελλαδικού παλαιοημερολογιτισμού.
Ένα ακόμη αξιομνημόνευτο είναι η χρήση του γράμματος της Γραφής και η πρόταξή της σε βάρος της Εκκλησίας και της Παράδοσης, την οποία οι ζηλωτές εξάπαντος ορίζουν κατά το δοκούν, εξοβελίζοντας από αυτήν τους σύγχρονους γέροντες και Αγίους, των οποίων το πολίτευμα εν προκειμένω δεν τους βολεύει καθόλου. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «οἱ ἱεροί, λοιπόν, Κανόνες κατεγράφησαν Συνοδικῶς ἀπό τούς Πατέρες γιά νά διασφαλίσουν καί νά περιφρουρήσουν τό κῦρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί γιά νά διδάξουν στούς Ὀρθοδόξους τό πῶς πρέπει νά ἐνεργοῦν σέ κάθε περίπτωσι, ὥστε ἡ ζωή των καί οἱ πράξεις των νά εἶναι σύμφωνες πρωτίστως ὄχι μέ τούς ἱερούς Κανόνες, ἀλλά μέ τήν Ἁγία Γραφή». Δεν ξέρω πραγματικά πόσο αντέχουν στην Ορθόδοξη κριτική και αυτοσυνειδησία τέτοιες διατυπώσεις. Απλά να σημειώσω εδώ ότι πάνω από όλους και από όλα ίσταται η Εκκλησία, η οποία εξάπαντος καθορίζει και τη Γραφή της, τουτέστιν το γραπτό κομμάτι ενός μέρους της σύνολης Παράδοσής της.
 Αυτό που θα πρέπει να καταστεί αντιληπτό είναι ότι το Σχίσμα στην Εκκλησία είναι σοβαρότατη υπόθεση. Η πλάνη όσων πηγνύουν ίδια θυσιαστήρια εκφαίνεται περίτρανα στο ότι διακόπτουν κάθε επαφή με σύμπασα τη λοιπή Ορθοδοξία και αυτοπροβάλλονται ως οι μοναδικοί «καθαροί» επί γης και γνήσιοι Ορθόδοξοι. Αυτό από μόνο του μας δημιουργεί εύλογες υποψίες για την παρουσία πλάνης και παρέχει ενδείξεις της επηρμένης οφρύος των ενεχομένων σε τέτοιες σέχτες, ιδία δε των ηγετών τους. Τα όποια επιχειρήματα χρησιμοποιούνται από την πλευρά εκείνων έρχονται μάλλον σε δεύτερο χρόνο και δεν έχουν τόση σημασία, ακόμη και εάν έχουν ισχυρή λογικοφάνεια ή και μερική κατοχύρωση σε λόγια ή έργα προγενέστερων Πατέρων, τα οποία φυσικά και πάλι συλλέγουν και χρώνται επιλεκτικά και διά τεθλασμένης ερμηνευτικής οδού, αγνοώντας ταυτόχρονα όσα άλλα δεν τους συμφέρουν. Αυτό μπορεί να γίνει πιο σαφές με ένα παράδειγμα. Σήμερα πολλοί αποτειχισθέντες ενίστανται για τις εκκλησιαστικές προσφωνήσεις προς τον Πάπα Ρώμης. Το ίδιο, εντούτοις, συνέβαινε και με τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, όταν απευθυνόταν στον αιρετικό Νεστόριο. Μια απλή ανάγνωση της αιτιολόγησης των αδικαιολογήτων και η κοπτορραπτική των επιχειρημάτων προς την συμφέρουσαν αυτοίς εφαρμογήν από την πλευρά των ζηλωτών[2] όχι απλά δεν πείθει, αλλά και επιμαρτυρεί την έμμονη προσκόλλησή τους στην πλάνη της σύγχρονης αποτείχισης.
Από την άλλη, επίσης, επιβάλλεται μια ακόμη συνειδητοποίηση. Οι Κανόνες περί αιρετικών και συμπροσευχών δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται αναχρονιστικά, όπως ακόμη θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει ριζική αλλαγή στην παγκόσμια σκηνή, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται η Εκκλησία πολλές φορές να άγεται από τις καινές περιστάσεις και τα νέα δεδομένα, στα οποία θα πρέπει να απαντά και να είναι παρούσα. Η σιωπή, η αυτοαπομόνωση και η αποφυγή του διαλόγου δεν συνιστούν λύση, αλλά φυγή ή εθελοτυφλία, πράγματα που δεν συνάδουν προς την ιεραποστολική φύση της. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι θα καταργήσει τους Κανόνες περί της απαγόρευσης των συμπροσευχών και ότι θα πράττει ο κάθε Επίσκοπος ό,τι του φαίνεται καλύτερο. Εκείνο που επιτάσσουν πλέον οι νέες συνθήκες είναι ο συνοδικός επαναπροσδιορισμόςτων ορίων και των όρων του διαθρησκειακού και διομολογιακού  διαλόγου. Μέχρι τότε, όμως, απαγορεύεται αυστηρά το Σχίσμα και η άκαιρη και άκυρη Αποτείχιση, διότι όχι μονάχα δεν επιλύουν το ζήτημα του Οικουμενισμού, αλλά τουναντίον δημιουργούν πλείστα όσα καινούργια εκκλησιολογικά και εκκλησιαστικά προβλήματα.
Με υποθέσεις, με θεωρίες συνωμοσίας, με θεωρητικά κατασκευάσματα σαθρά και ασαφή επί μεμονωμένων και συγκεχυμένων ανακοινώσεων, δηλώσεων ή και ενεργειών σε επίπεδο μονάδων, δεν θα πρέπει εξάπαντος να θεωρούμε ότι αιρετίζει η οικουμενική Ορθοδοξία. Η εκκλησιαστική ιστορία, άλλωστε, μας διδάσκει ότι διαχρονικά οι σχισματικοί πατούσαν πάνω στην «ακρίβεια» και ενοχλούνταν από την προκλητική – συνήθως – «οικονομία» της Μάνας Εκκλησίας. Η ευταξία είναι πολύ σημαντική για τη διασφάλιση της ενότητας και ερείδεται σε τεράστιο βαθμό στη συνοδική επίσημη επικύρωση και καταδίκη μιας αίρεσης και των φορέων της και όχι, φυσικά, στην οικειοθελή και αυθαίρετη αποτείχιση ενίων πιστών, η οποία μπορεί να εφευρίσκει μύριες όσες προφάσεις προκειμένου να υλοποιηθεί. Ας κλείσουμε, λοιπόν, αναμιμνησκόμενοι ένα ρητό που έρχεται από τα βάθη της σοφίας των ασκητών της ερήμου: «τα άκρα είναι του διαβόλου», καθώς και το έτερο πορφυριανό: «προτιμώ να πλανώμαι μέσα στην Εκκλησία παρά να είμαι άγιος έξω από αυτήν».
[1] http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2015/02/blog-post_85.html
[2] http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2015/03/blog-post_19.html

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 12, 2015

Οι σύγχρονοι Άγιοι ως κανόνας μη αποτείχισης

Αποτείχιση ορίζεται η εκούσια απομάκρυνση από τα όρια της επίσημης Εκκλησίας εξαιτίας δογματικών ή κανονικών αποκλίσεων του ανώτερου, προπαντός, ιερατείου της. Στο όνομα της αποτείχισης,[1] ωστόσο, κανονικού μέτρου εξάπαντος προληπτικού και θεραπευτικού της προάσπισης της πίστεως έναντι των οιωνδήποτε αιρετικών παρεκκλίσεων, παρατηρείται τελευταία μια νεοαιρετική ομώνυμη εκκλησιολογική τάση και στάση, σύμφωνα με την οποία και στο όνομα τού δήθεν γενικού οικουμενιστικού μαγαρισμού των Ορθοδόξων Επισκόπων ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί αποκόπτουν εαυτούς από το σωτήριο Σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία. Και αυτό δεν μπορεί παρά να συνιστά πλάνη.
Osios Porfyrios Kafsokalyvitis & osioi Gerontes Iakovos Tsalikis & Paisios Agioreitis4
Οι σημερινοί αποτειχισθέντες, διακατεχόμενοι από το γνωστό σύνδρομο της κολοβής αλεπούς, θέλουν, ομοτρόπως με την αισώπεια πρωταγωνίστρια, να παρασύρουν και άλλους στην πλάνη τους, την οποία φυσικά και βαπτίζουν ορθοδοξία γνήσια, όπως προ αιώνος έγινε με το έτερο μεγάλο Σχίσμα των Παλαιοεορτολογιτών. Στην έκνομη εκ πνευματικής επόψεως προσπάθειά τους, χρησιμοποιούν και τα σύγχρονα όπλα της τεχνολογίας, ασκούντες την προπαγανδιστική τους τακτική μέσα από δικά τους sites, στρατευμένα στον «αγώνα» κατά της παναίρεσης του Οικουμενισμού, όπως φυσικά τη φαντασιώνονται εκείνοι εξαπλούμενη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αφορμή του παρόντος αποτέλεσε ένα άρθρο[2] δια του οποίου ο συντάκτης του προσπάθησε να αναιρέσει το κύριο και καίριο ακανθώδες επιχείρημα σε βάρος των αποσχισθέντων αδερφών: τη μη αποτείχιση εκ των κόλπων της επίσημης και Κανονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας των σύγχρονων Αγίων και ηγιασμένων χαρισματούχων Γερόντων. Όταν γράφαμε προ καιρού[3] για τη στάση τους αυτήν αναφερόμενοι ως εις παραδειγματικό εκκλησιολογικό άξονα, επί του οποίου δύνανται απλανώς να βαδίζουν οι χριστιανοί των εσχάτων, το βασικό αντεπιχείρημα των αποτειχισθέντων ήταν πως δεν πρόκειται για Αγίους, αλλά απλά και μόνο για γέροντες, ει και χαρισματικούς. Σήμερα που δύο εξ αυτών αγιοκατετάγησαν επίσημα (Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης και Παΐσιος Αγιορείτης) τολμάνε – φευ – ακραίοι εξ αυτών να προβαίνουν σε βλάσφημες δηλώσεις περί ενός δήθεν οικουμενιστικού σχεδίου αγιοποίησης ανθρώπων, που υποστηρίζουν έμμεσα το οικουμενιστικό οικοδόμημα της εποχής. Τα αυτά, άραγε, δεν κάνουν εδώ και χρόνια και οι Παλαιοημερολογίτες αναφερόμενοι στην Εκκλησία των νεοημερολογιτών; Σε όλες δε τις περιπτώσεις τούτες είναι είτε υποδόρια είτε προφανής η διολίσθηση στο αμάρτημα της βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος (Μαρκ. 3:20-30, Λουκ. 12:10).
Η αλήθεια είναι ότι το υπό εξέτασιν άρθρο είναι πιο προσεχτικό και, ενώ πάει να υποπέσει στο ως άνω σοβαρότατο αμάρτημα, κάπως το σώζει και παραδέχεται την αγιότητα των ανδρών. Το βασικό του επιχειρηματολογικό, εντούτοις, οικοδόμημα ερείδεται επί αυτών ακριβώς των σύγχρονων αγίων, ήτοι περί της αποδόμησης του κύρους και της αμφισβήτησης της ορθότητος των πεπραγμένων και λεγομένων τους. Προσπαθεί να μας πείσει ότι όλοι αυτοί οι γεροντάδες – ένιοι εξ αυτών, σημειωτέον, και Άγιοι πλέον – δεν ακολούθησαν τη διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας, που κατ’ αυτόν είναι η υποχρεωτική αποτείχιση στις περιπτώσεις των αιρέσεων.
Το άρθρο, αν και δομημένο σε (θεο)λογικές βάσεις ως προς το φαίνεσθαι τουλάχιστον, έχει, ωστόσο, εγγενώς πολλά προβλήματα. Για παράδειγμα, δεν μας ξεκαθαρίζει το αν παραδέχεται πως οι σύγχρονοι γέροντες είναι απλοί χαρισματούχοι ή και Άγιοι (οι δύο είπαμε ήδη αναγνωρίστηκαν και επίσημα και έπεται η συνέχεια). Επίσης συγχέει την έννοια της Παράδοσης, την οποία αποδίδει γενικά και αόριστα στην Εκκλησία, από την οποία εν προκειμένω εμμέσως πλην σαφώς εξαιρεί τους γέροντες και Αγίους, οι οποίοι, κατ’ αυτόν, δεν είναι αλάθητοι. Να παρενθέσουμε εδώ ότι δεν δίνεται καμιά επαρκής επεξήγηση επί της παραδοχής των παλαιοτέρων Αγίων, η οποία, ως και επί των συγχρόνων, δεν είναι τίποτε περισσότερο από καθαρό θέμα πίστης
Φυσικά και δεν έχουμε καμιά πρόθεση ούτε να απαντήσουμε διεξοδικά ούτε να αποδομήσουμε τα επιχειρήματα του γράφοντος. Αυτό που θέλουμε να καταδειχθεί είναι μια προφανής αλήθεια, την οποία τεχνηέντως παρακάμπτει εκείνος: πως δεν πρόκειται για μεμονωμένες απόψεις ενίων γερόντων, αλλά για ένα άτυπο consensus partum, στο οποίο ακριβώς εδράζεται και η Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση.
Οι σύγχρονοι Γέροντες και Άγιοι εξάπαντος δεν πρέπει να συγκρίνονται με τους αρχαιότερους με βάση την παλαιότητα (!), καθώς έτσι αδιοράτως ακυρούται η διαχρονικότητα της δύναμης της Εκκλησίας να παράγει Αγίους. Έπειτα, αναφορικά με το εν λόγω άρθρο έχουμε να κάνουμε τρεις ακόμη ενδεικτικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι αναφέρεται στη διαχρονική αποτειχιστική πρακτική της Εκκλησίας, χωρίς να αναφέρει παραδείγματα, πλην ενός επουσιώδους περιστατικού αντίδρασης σε παρεξήγηση εκλατίνισης ιερέως τινος. Δεύτερον, πως για τους γεροντάδες που αναφέρει ότι δεν αποτειχίστηκαν, δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα και προβάλλει τη μισή αλήθεια. Ενδεικτικά και μόνον, ο π. Ιερώνυμος Αιγίνης είχε πολλές επαφές με άτομα του νέου εορτολογίου και δεν αμφισβήτησε ποτέ τη σωτηριολογική δύναμη της Εκκλησίας μας, παρά το γεγονός ότι εορτολογικά επέστρεψε στο «πάτριο» εορτολόγιο μάλλον για προσωπικούς λόγους. Τρίτο και τελευταίο, μιλάει για το υποχρεωτικό της αποτείχισης με βάση μια «εντολή» του οσίου Παϊσίου σε αγιορείτικη μονή να αποτειχιστεί, χωρίς να μας εξηγεί γιατί ο ίδιος ο όσιος τελικά εκοιμήθη σε κοινωνία με την «αίρεση»! Και ο μακρύς κατάλογος των αυτοαναιρέσεών του θα μας φάει πολύ χρόνο…
Όλοι όσοι προσπαθούν να αμφισβητήσουν παντοιοτρόπως τους σύγχρονους γεροντάδες (ακόμη και για πιθανότητα φοβιών τους, έγραψε!) δεν μπορούν να μας εξηγήσουν για ποιον λόγο υπάρχει περίπτωση να πλανήθηκαν εκείνοι (και καλά δεν είχαν πληροφόρηση καλή, αναφέρει, λες και τους έλειπε η θεία τοιαύτη, την οποία συνεπαγωγικά διεκδικεί ο κύριος δι’ εαυτόν) και όχι οι σημερινοί αποτειχισθέντες, οι αυτόκλητοι «φορείς» της Παράδοσης, ώστε να ακολουθούμε το πεπλανημένο παράδειγμα των τελευταίων.
Είναι αληθές ότι ακόμη και η στάση των όποιων γερόντων και Αγίων κρίνεται από την Ορθόδοξη Παράδοση, τη βιβλική και πατερική και ασκητική και ευχαριστιακή. Από το σύνολο σώμα της Εκκλησίας και δη από τον λαό του Θεού. Δεν ειδωλοποιούμε τη στάση του α ή β γέροντα, αλλά και δεν μπορούμε να παρακάμψουμε έτσι απλά και ελαφρά τη καρδία την προκείμενη σύμφωνη εκκλησιολογική στάση τους, γνωρίζοντες σαφέστατα την κοινωνία τους με τον Θεό και το πνευματικό ύψος στο οποίο είχαν φτάσει.[4] Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι δεν είδαμε ούτε στην περίπτωση των εν λόγω γερόντων ούτε στην πρόσφατη εκκλησιαστική μας ιστορία κάποια επίσημη πράξη αιρετικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα κάποια παράνομη ένωση και λειτουργική κοινωνία με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Το θέμα του Οικουμενισμού, χωρίς να εθελοτυφλούμε ότι δεν είναι υποστατό σε κάποιες περιπτώσεις, σίγουρα αποτελεί μια συγκεχυμένη και απροσδιόριστη αφορμή, εκ της οποίας μπορεί να αρπαχτεί ο οιοσδήποτε θέλει να δημιουργήσει ένα υπερορθόδοξο αντάρτικο φονταμενταλιστικής υφής και προέλευσης. Πού θα οδηγήσει, όμως, και πού θα τελειώσει όλη αυτή η ακαταστασία; Αυτά τα έκτροπα προβλέποντας οι σύγχρονοι Πατέρες εν Πνεύματι, τήρησαν οι ίδιοι και προέτρεψαν σε συνετή παραμονή εντός των κόλπων της Εκκλησίας, μακριά από ζηλωτικές και αντικανονικές ενέργειες και αποσχίσεις, χωρίς, επαναλαμβάνουμε, σε καμιά περίπτωση να παρακάμπτουν τη δογματική ακρίβεια της Ορθόδοξης πίστης και πράξης.
Όπως ορθά προφήτεψε ο όσιος Παΐσιος, αν αρχίσουμε να αποτειχιζόμαστε, θα κομματιαστούμε όπως οι Προτεστάντες, συστήνοντας έκαστος μια δική του Εκκλησία, όπως βλέπουμε ήδη στη Σερβία (Αρτέμιος)  και στην περιοχή της Λάρισας (Ευθύμιος). Θα καταντήσουμε σε πολλά μικρά συνοδικά σχήματα, αντιμαχόμενα αλλήλοις, όπως μας δίδαξε το πρόσφατο παράδειγμα του παλαιοημερολογιτισμού. Πρόκειται για εκκλησιολογικές πλάνες και τίποτε περισσότερο. Τώρα, αν θέλει ο καθένας να βρει ιστορικά και πατερικά «παραδείγματα» να δικαιώσει εαυτόν, μπορεί να το πράξει και να σχίσει την Εκκλησία. Εμείς, ωστόσο, δεν αφιστάμεθα της συνετής εκκλησιαστικής διαχρονικής παράδοσης, όπως άριστα και διακριτικότατα εξεφράσθη προσφάτως υπό των ηγιασμένων Γερόντων της εποχής μας, όσιο Πορφύριο, όσιο Παΐσιο, Ιάκωβο, Σωφρόνιο, Αμφιλόχιο, Φιλόθεο, Σίμωνα, Βησσαρίωνα, Ευμένιο, Γαβριηλία, Μακαρία, Επιφάνιο, άγιο Ιουστίνο… Ας ακολουθήσουμε την ωραία «πλάνη τους», να ζεις την πνευματική ζωή ορθοδόξως και χωρίς φανατισμούς και εκκλησιολογικές υποχονδρίες, μέσα στους κόλπους της Μίας, Αγίας, Αποστολικής και Καθολικής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού.

[1] Κανών ΙΕ’ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
[2] http://apotixisi.blogspot.gr/2015/02/blog-post_54.html#more
[3] Νούση Κώστα, Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Εκκλησιολογία – Θεολογία, εκδ. Γρηγόρη 2014, σσ. 177 κ. εξ.
[4] http://aktines.blogspot.gr/2014/11/15_28.html

Οι σύγχρονοι Άγιοι ως κανόνας μη αποτείχισης

Αποτείχιση ορίζεται η εκούσια απομάκρυνση από τα όρια της επίσημης Εκκλησίας εξαιτίας δογματικών ή κανονικών αποκλίσεων του ανώτερου, προπαντός, ιερατείου της. Στο όνομα της αποτείχισης,[1] ωστόσο, κανονικού μέτρου εξάπαντος προληπτικού και θεραπευτικού της προάσπισης της πίστεως έναντι των οιωνδήποτε αιρετικών παρεκκλίσεων, παρατηρείται τελευταία μια νεοαιρετική ομώνυμη εκκλησιολογική τάση και στάση, σύμφωνα με την οποία και στο όνομα τού δήθεν γενικού οικουμενιστικού μαγαρισμού των Ορθοδόξων Επισκόπων ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί αποκόπτουν εαυτούς από το σωτήριο Σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία. Και αυτό δεν μπορεί παρά να συνιστά πλάνη.
Osios Porfyrios Kafsokalyvitis & osioi Gerontes Iakovos Tsalikis & Paisios Agioreitis4
Οι σημερινοί αποτειχισθέντες, διακατεχόμενοι από το γνωστό σύνδρομο της κολοβής αλεπούς, θέλουν, ομοτρόπως με την αισώπεια πρωταγωνίστρια, να παρασύρουν και άλλους στην πλάνη τους, την οποία φυσικά και βαπτίζουν ορθοδοξία γνήσια, όπως προ αιώνος έγινε με το έτερο μεγάλο Σχίσμα των Παλαιοεορτολογιτών. Στην έκνομη εκ πνευματικής επόψεως προσπάθειά τους, χρησιμοποιούν και τα σύγχρονα όπλα της τεχνολογίας, ασκούντες την προπαγανδιστική τους τακτική μέσα από δικά τους sites, στρατευμένα στον «αγώνα» κατά της παναίρεσης του Οικουμενισμού, όπως φυσικά τη φαντασιώνονται εκείνοι εξαπλούμενη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αφορμή του παρόντος αποτέλεσε ένα άρθρο[2] δια του οποίου ο συντάκτης του προσπάθησε να αναιρέσει το κύριο και καίριο ακανθώδες επιχείρημα σε βάρος των αποσχισθέντων αδερφών: τη μη αποτείχιση εκ των κόλπων της επίσημης και Κανονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας των σύγχρονων Αγίων και ηγιασμένων χαρισματούχων Γερόντων. Όταν γράφαμε προ καιρού[3] για τη στάση τους αυτήν αναφερόμενοι ως εις παραδειγματικό εκκλησιολογικό άξονα, επί του οποίου δύνανται απλανώς να βαδίζουν οι χριστιανοί των εσχάτων, το βασικό αντεπιχείρημα των αποτειχισθέντων ήταν πως δεν πρόκειται για Αγίους, αλλά απλά και μόνο για γέροντες, ει και χαρισματικούς. Σήμερα που δύο εξ αυτών αγιοκατετάγησαν επίσημα (Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης και Παΐσιος Αγιορείτης) τολμάνε – φευ – ακραίοι εξ αυτών να προβαίνουν σε βλάσφημες δηλώσεις περί ενός δήθεν οικουμενιστικού σχεδίου αγιοποίησης ανθρώπων, που υποστηρίζουν έμμεσα το οικουμενιστικό οικοδόμημα της εποχής. Τα αυτά, άραγε, δεν κάνουν εδώ και χρόνια και οι Παλαιοημερολογίτες αναφερόμενοι στην Εκκλησία των νεοημερολογιτών; Σε όλες δε τις περιπτώσεις τούτες είναι είτε υποδόρια είτε προφανής η διολίσθηση στο αμάρτημα της βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος (Μαρκ. 3:20-30, Λουκ. 12:10).
Η αλήθεια είναι ότι το υπό εξέτασιν άρθρο είναι πιο προσεχτικό και, ενώ πάει να υποπέσει στο ως άνω σοβαρότατο αμάρτημα, κάπως το σώζει και παραδέχεται την αγιότητα των ανδρών. Το βασικό του επιχειρηματολογικό, εντούτοις, οικοδόμημα ερείδεται επί αυτών ακριβώς των σύγχρονων αγίων, ήτοι περί της αποδόμησης του κύρους και της αμφισβήτησης της ορθότητος των πεπραγμένων και λεγομένων τους. Προσπαθεί να μας πείσει ότι όλοι αυτοί οι γεροντάδες – ένιοι εξ αυτών, σημειωτέον, και Άγιοι πλέον – δεν ακολούθησαν τη διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας, που κατ’ αυτόν είναι η υποχρεωτική αποτείχιση στις περιπτώσεις των αιρέσεων.
Το άρθρο, αν και δομημένο σε (θεο)λογικές βάσεις ως προς το φαίνεσθαι τουλάχιστον, έχει, ωστόσο, εγγενώς πολλά προβλήματα. Για παράδειγμα, δεν μας ξεκαθαρίζει το αν παραδέχεται πως οι σύγχρονοι γέροντες είναι απλοί χαρισματούχοι ή και Άγιοι (οι δύο είπαμε ήδη αναγνωρίστηκαν και επίσημα και έπεται η συνέχεια). Επίσης συγχέει την έννοια της Παράδοσης, την οποία αποδίδει γενικά και αόριστα στην Εκκλησία, από την οποία εν προκειμένω εμμέσως πλην σαφώς εξαιρεί τους γέροντες και Αγίους, οι οποίοι, κατ’ αυτόν, δεν είναι αλάθητοι. Να παρενθέσουμε εδώ ότι δεν δίνεται καμιά επαρκής επεξήγηση επί της παραδοχής των παλαιοτέρων Αγίων, η οποία, ως και επί των συγχρόνων, δεν είναι τίποτε περισσότερο από καθαρό θέμα πίστης
Φυσικά και δεν έχουμε καμιά πρόθεση ούτε να απαντήσουμε διεξοδικά ούτε να αποδομήσουμε τα επιχειρήματα του γράφοντος. Αυτό που θέλουμε να καταδειχθεί είναι μια προφανής αλήθεια, την οποία τεχνηέντως παρακάμπτει εκείνος: πως δεν πρόκειται για μεμονωμένες απόψεις ενίων γερόντων, αλλά για ένα άτυπο consensus partum, στο οποίο ακριβώς εδράζεται και η Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση.
Οι σύγχρονοι Γέροντες και Άγιοι εξάπαντος δεν πρέπει να συγκρίνονται με τους αρχαιότερους με βάση την παλαιότητα (!), καθώς έτσι αδιοράτως ακυρούται η διαχρονικότητα της δύναμης της Εκκλησίας να παράγει Αγίους. Έπειτα, αναφορικά με το εν λόγω άρθρο έχουμε να κάνουμε τρεις ακόμη ενδεικτικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι αναφέρεται στη διαχρονική αποτειχιστική πρακτική της Εκκλησίας, χωρίς να αναφέρει παραδείγματα, πλην ενός επουσιώδους περιστατικού αντίδρασης σε παρεξήγηση εκλατίνισης ιερέως τινος. Δεύτερον, πως για τους γεροντάδες που αναφέρει ότι δεν αποτειχίστηκαν, δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα και προβάλλει τη μισή αλήθεια. Ενδεικτικά και μόνον, ο π. Ιερώνυμος Αιγίνης είχε πολλές επαφές με άτομα του νέου εορτολογίου και δεν αμφισβήτησε ποτέ τη σωτηριολογική δύναμη της Εκκλησίας μας, παρά το γεγονός ότι εορτολογικά επέστρεψε στο «πάτριο» εορτολόγιο μάλλον για προσωπικούς λόγους. Τρίτο και τελευταίο, μιλάει για το υποχρεωτικό της αποτείχισης με βάση μια «εντολή» του οσίου Παϊσίου σε αγιορείτικη μονή να αποτειχιστεί, χωρίς να μας εξηγεί γιατί ο ίδιος ο όσιος τελικά εκοιμήθη σε κοινωνία με την «αίρεση»! Και ο μακρύς κατάλογος των αυτοαναιρέσεών του θα μας φάει πολύ χρόνο…
Όλοι όσοι προσπαθούν να αμφισβητήσουν παντοιοτρόπως τους σύγχρονους γεροντάδες (ακόμη και για πιθανότητα φοβιών τους, έγραψε!) δεν μπορούν να μας εξηγήσουν για ποιον λόγο υπάρχει περίπτωση να πλανήθηκαν εκείνοι (και καλά δεν είχαν πληροφόρηση καλή, αναφέρει, λες και τους έλειπε η θεία τοιαύτη, την οποία συνεπαγωγικά διεκδικεί ο κύριος δι’ εαυτόν) και όχι οι σημερινοί αποτειχισθέντες, οι αυτόκλητοι «φορείς» της Παράδοσης, ώστε να ακολουθούμε το πεπλανημένο παράδειγμα των τελευταίων.
Είναι αληθές ότι ακόμη και η στάση των όποιων γερόντων και Αγίων κρίνεται από την Ορθόδοξη Παράδοση, τη βιβλική και πατερική και ασκητική και ευχαριστιακή. Από το σύνολο σώμα της Εκκλησίας και δη από τον λαό του Θεού. Δεν ειδωλοποιούμε τη στάση του α ή β γέροντα, αλλά και δεν μπορούμε να παρακάμψουμε έτσι απλά και ελαφρά τη καρδία την προκείμενη σύμφωνη εκκλησιολογική στάση τους, γνωρίζοντες σαφέστατα την κοινωνία τους με τον Θεό και το πνευματικό ύψος στο οποίο είχαν φτάσει.[4] Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι δεν είδαμε ούτε στην περίπτωση των εν λόγω γερόντων ούτε στην πρόσφατη εκκλησιαστική μας ιστορία κάποια επίσημη πράξη αιρετικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα κάποια παράνομη ένωση και λειτουργική κοινωνία με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Το θέμα του Οικουμενισμού, χωρίς να εθελοτυφλούμε ότι δεν είναι υποστατό σε κάποιες περιπτώσεις, σίγουρα αποτελεί μια συγκεχυμένη και απροσδιόριστη αφορμή, εκ της οποίας μπορεί να αρπαχτεί ο οιοσδήποτε θέλει να δημιουργήσει ένα υπερορθόδοξο αντάρτικο φονταμενταλιστικής υφής και προέλευσης. Πού θα οδηγήσει, όμως, και πού θα τελειώσει όλη αυτή η ακαταστασία; Αυτά τα έκτροπα προβλέποντας οι σύγχρονοι Πατέρες εν Πνεύματι, τήρησαν οι ίδιοι και προέτρεψαν σε συνετή παραμονή εντός των κόλπων της Εκκλησίας, μακριά από ζηλωτικές και αντικανονικές ενέργειες και αποσχίσεις, χωρίς, επαναλαμβάνουμε, σε καμιά περίπτωση να παρακάμπτουν τη δογματική ακρίβεια της Ορθόδοξης πίστης και πράξης.
Όπως ορθά προφήτεψε ο όσιος Παΐσιος, αν αρχίσουμε να αποτειχιζόμαστε, θα κομματιαστούμε όπως οι Προτεστάντες, συστήνοντας έκαστος μια δική του Εκκλησία, όπως βλέπουμε ήδη στη Σερβία (Αρτέμιος)  και στην περιοχή της Λάρισας (Ευθύμιος). Θα καταντήσουμε σε πολλά μικρά συνοδικά σχήματα, αντιμαχόμενα αλλήλοις, όπως μας δίδαξε το πρόσφατο παράδειγμα του παλαιοημερολογιτισμού. Πρόκειται για εκκλησιολογικές πλάνες και τίποτε περισσότερο. Τώρα, αν θέλει ο καθένας να βρει ιστορικά και πατερικά «παραδείγματα» να δικαιώσει εαυτόν, μπορεί να το πράξει και να σχίσει την Εκκλησία. Εμείς, ωστόσο, δεν αφιστάμεθα της συνετής εκκλησιαστικής διαχρονικής παράδοσης, όπως άριστα και διακριτικότατα εξεφράσθη προσφάτως υπό των ηγιασμένων Γερόντων της εποχής μας, όσιο Πορφύριο, όσιο Παΐσιο, Ιάκωβο, Σωφρόνιο, Αμφιλόχιο, Φιλόθεο, Σίμωνα, Βησσαρίωνα, Ευμένιο, Γαβριηλία, Μακαρία, Επιφάνιο, άγιο Ιουστίνο… Ας ακολουθήσουμε την ωραία «πλάνη τους», να ζεις την πνευματική ζωή ορθοδόξως και χωρίς φανατισμούς και εκκλησιολογικές υποχονδρίες, μέσα στους κόλπους της Μίας, Αγίας, Αποστολικής και Καθολικής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού.

[1] Κανών ΙΕ’ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
[2] http://apotixisi.blogspot.gr/2015/02/blog-post_54.html#more
[3] Νούση Κώστα, Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Εκκλησιολογία – Θεολογία, εκδ. Γρηγόρη 2014, σσ. 177 κ. εξ.
[4] http://aktines.blogspot.gr/2014/11/15_28.html

Οι σύγχρονοι Άγιοι ως κανόνας μη αποτείχισης

Αποτείχιση ορίζεται η εκούσια απομάκρυνση από τα όρια της επίσημης Εκκλησίας εξαιτίας δογματικών ή κανονικών αποκλίσεων του ανώτερου, προπαντός, ιερατείου της. Στο όνομα της αποτείχισης,[1] ωστόσο, κανονικού μέτρου εξάπαντος προληπτικού και θεραπευτικού της προάσπισης της πίστεως έναντι των οιωνδήποτε αιρετικών παρεκκλίσεων, παρατηρείται τελευταία μια νεοαιρετική ομώνυμη εκκλησιολογική τάση και στάση, σύμφωνα με την οποία και στο όνομα τού δήθεν γενικού οικουμενιστικού μαγαρισμού των Ορθοδόξων Επισκόπων ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί αποκόπτουν εαυτούς από το σωτήριο Σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία. Και αυτό δεν μπορεί παρά να συνιστά πλάνη.
Osios Porfyrios Kafsokalyvitis & osioi Gerontes Iakovos Tsalikis & Paisios Agioreitis4
Οι σημερινοί αποτειχισθέντες, διακατεχόμενοι από το γνωστό σύνδρομο της κολοβής αλεπούς, θέλουν, ομοτρόπως με την αισώπεια πρωταγωνίστρια, να παρασύρουν και άλλους στην πλάνη τους, την οποία φυσικά και βαπτίζουν ορθοδοξία γνήσια, όπως προ αιώνος έγινε με το έτερο μεγάλο Σχίσμα των Παλαιοεορτολογιτών. Στην έκνομη εκ πνευματικής επόψεως προσπάθειά τους, χρησιμοποιούν και τα σύγχρονα όπλα της τεχνολογίας, ασκούντες την προπαγανδιστική τους τακτική μέσα από δικά τους sites, στρατευμένα στον «αγώνα» κατά της παναίρεσης του Οικουμενισμού, όπως φυσικά τη φαντασιώνονται εκείνοι εξαπλούμενη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αφορμή του παρόντος αποτέλεσε ένα άρθρο[2] δια του οποίου ο συντάκτης του προσπάθησε να αναιρέσει το κύριο και καίριο ακανθώδες επιχείρημα σε βάρος των αποσχισθέντων αδερφών: τη μη αποτείχιση εκ των κόλπων της επίσημης και Κανονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας των σύγχρονων Αγίων και ηγιασμένων χαρισματούχων Γερόντων. Όταν γράφαμε προ καιρού[3] για τη στάση τους αυτήν αναφερόμενοι ως εις παραδειγματικό εκκλησιολογικό άξονα, επί του οποίου δύνανται απλανώς να βαδίζουν οι χριστιανοί των εσχάτων, το βασικό αντεπιχείρημα των αποτειχισθέντων ήταν πως δεν πρόκειται για Αγίους, αλλά απλά και μόνο για γέροντες, ει και χαρισματικούς. Σήμερα που δύο εξ αυτών αγιοκατετάγησαν επίσημα (Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης και Παΐσιος Αγιορείτης) τολμάνε – φευ – ακραίοι εξ αυτών να προβαίνουν σε βλάσφημες δηλώσεις περί ενός δήθεν οικουμενιστικού σχεδίου αγιοποίησης ανθρώπων, που υποστηρίζουν έμμεσα το οικουμενιστικό οικοδόμημα της εποχής. Τα αυτά, άραγε, δεν κάνουν εδώ και χρόνια και οι Παλαιοημερολογίτες αναφερόμενοι στην Εκκλησία των νεοημερολογιτών; Σε όλες δε τις περιπτώσεις τούτες είναι είτε υποδόρια είτε προφανής η διολίσθηση στο αμάρτημα της βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος (Μαρκ. 3:20-30, Λουκ. 12:10).
Η αλήθεια είναι ότι το υπό εξέτασιν άρθρο είναι πιο προσεχτικό και, ενώ πάει να υποπέσει στο ως άνω σοβαρότατο αμάρτημα, κάπως το σώζει και παραδέχεται την αγιότητα των ανδρών. Το βασικό του επιχειρηματολογικό, εντούτοις, οικοδόμημα ερείδεται επί αυτών ακριβώς των σύγχρονων αγίων, ήτοι περί της αποδόμησης του κύρους και της αμφισβήτησης της ορθότητος των πεπραγμένων και λεγομένων τους. Προσπαθεί να μας πείσει ότι όλοι αυτοί οι γεροντάδες – ένιοι εξ αυτών, σημειωτέον, και Άγιοι πλέον – δεν ακολούθησαν τη διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας, που κατ’ αυτόν είναι η υποχρεωτική αποτείχιση στις περιπτώσεις των αιρέσεων.
Το άρθρο, αν και δομημένο σε (θεο)λογικές βάσεις ως προς το φαίνεσθαι τουλάχιστον, έχει, ωστόσο, εγγενώς πολλά προβλήματα. Για παράδειγμα, δεν μας ξεκαθαρίζει το αν παραδέχεται πως οι σύγχρονοι γέροντες είναι απλοί χαρισματούχοι ή και Άγιοι (οι δύο είπαμε ήδη αναγνωρίστηκαν και επίσημα και έπεται η συνέχεια). Επίσης συγχέει την έννοια της Παράδοσης, την οποία αποδίδει γενικά και αόριστα στην Εκκλησία, από την οποία εν προκειμένω εμμέσως πλην σαφώς εξαιρεί τους γέροντες και Αγίους, οι οποίοι, κατ’ αυτόν, δεν είναι αλάθητοι. Να παρενθέσουμε εδώ ότι δεν δίνεται καμιά επαρκής επεξήγηση επί της παραδοχής των παλαιοτέρων Αγίων, η οποία, ως και επί των συγχρόνων, δεν είναι τίποτε περισσότερο από καθαρό θέμα πίστης
Φυσικά και δεν έχουμε καμιά πρόθεση ούτε να απαντήσουμε διεξοδικά ούτε να αποδομήσουμε τα επιχειρήματα του γράφοντος. Αυτό που θέλουμε να καταδειχθεί είναι μια προφανής αλήθεια, την οποία τεχνηέντως παρακάμπτει εκείνος: πως δεν πρόκειται για μεμονωμένες απόψεις ενίων γερόντων, αλλά για ένα άτυπο consensus partum, στο οποίο ακριβώς εδράζεται και η Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση.
Οι σύγχρονοι Γέροντες και Άγιοι εξάπαντος δεν πρέπει να συγκρίνονται με τους αρχαιότερους με βάση την παλαιότητα (!), καθώς έτσι αδιοράτως ακυρούται η διαχρονικότητα της δύναμης της Εκκλησίας να παράγει Αγίους. Έπειτα, αναφορικά με το εν λόγω άρθρο έχουμε να κάνουμε τρεις ακόμη ενδεικτικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι αναφέρεται στη διαχρονική αποτειχιστική πρακτική της Εκκλησίας, χωρίς να αναφέρει παραδείγματα, πλην ενός επουσιώδους περιστατικού αντίδρασης σε παρεξήγηση εκλατίνισης ιερέως τινος. Δεύτερον, πως για τους γεροντάδες που αναφέρει ότι δεν αποτειχίστηκαν, δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα και προβάλλει τη μισή αλήθεια. Ενδεικτικά και μόνον, ο π. Ιερώνυμος Αιγίνης είχε πολλές επαφές με άτομα του νέου εορτολογίου και δεν αμφισβήτησε ποτέ τη σωτηριολογική δύναμη της Εκκλησίας μας, παρά το γεγονός ότι εορτολογικά επέστρεψε στο «πάτριο» εορτολόγιο μάλλον για προσωπικούς λόγους. Τρίτο και τελευταίο, μιλάει για το υποχρεωτικό της αποτείχισης με βάση μια «εντολή» του οσίου Παϊσίου σε αγιορείτικη μονή να αποτειχιστεί, χωρίς να μας εξηγεί γιατί ο ίδιος ο όσιος τελικά εκοιμήθη σε κοινωνία με την «αίρεση»! Και ο μακρύς κατάλογος των αυτοαναιρέσεών του θα μας φάει πολύ χρόνο…
Όλοι όσοι προσπαθούν να αμφισβητήσουν παντοιοτρόπως τους σύγχρονους γεροντάδες (ακόμη και για πιθανότητα φοβιών τους, έγραψε!) δεν μπορούν να μας εξηγήσουν για ποιον λόγο υπάρχει περίπτωση να πλανήθηκαν εκείνοι (και καλά δεν είχαν πληροφόρηση καλή, αναφέρει, λες και τους έλειπε η θεία τοιαύτη, την οποία συνεπαγωγικά διεκδικεί ο κύριος δι’ εαυτόν) και όχι οι σημερινοί αποτειχισθέντες, οι αυτόκλητοι «φορείς» της Παράδοσης, ώστε να ακολουθούμε το πεπλανημένο παράδειγμα των τελευταίων.
Είναι αληθές ότι ακόμη και η στάση των όποιων γερόντων και Αγίων κρίνεται από την Ορθόδοξη Παράδοση, τη βιβλική και πατερική και ασκητική και ευχαριστιακή. Από το σύνολο σώμα της Εκκλησίας και δη από τον λαό του Θεού. Δεν ειδωλοποιούμε τη στάση του α ή β γέροντα, αλλά και δεν μπορούμε να παρακάμψουμε έτσι απλά και ελαφρά τη καρδία την προκείμενη σύμφωνη εκκλησιολογική στάση τους, γνωρίζοντες σαφέστατα την κοινωνία τους με τον Θεό και το πνευματικό ύψος στο οποίο είχαν φτάσει.[4] Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι δεν είδαμε ούτε στην περίπτωση των εν λόγω γερόντων ούτε στην πρόσφατη εκκλησιαστική μας ιστορία κάποια επίσημη πράξη αιρετικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα κάποια παράνομη ένωση και λειτουργική κοινωνία με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Το θέμα του Οικουμενισμού, χωρίς να εθελοτυφλούμε ότι δεν είναι υποστατό σε κάποιες περιπτώσεις, σίγουρα αποτελεί μια συγκεχυμένη και απροσδιόριστη αφορμή, εκ της οποίας μπορεί να αρπαχτεί ο οιοσδήποτε θέλει να δημιουργήσει ένα υπερορθόδοξο αντάρτικο φονταμενταλιστικής υφής και προέλευσης. Πού θα οδηγήσει, όμως, και πού θα τελειώσει όλη αυτή η ακαταστασία; Αυτά τα έκτροπα προβλέποντας οι σύγχρονοι Πατέρες εν Πνεύματι, τήρησαν οι ίδιοι και προέτρεψαν σε συνετή παραμονή εντός των κόλπων της Εκκλησίας, μακριά από ζηλωτικές και αντικανονικές ενέργειες και αποσχίσεις, χωρίς, επαναλαμβάνουμε, σε καμιά περίπτωση να παρακάμπτουν τη δογματική ακρίβεια της Ορθόδοξης πίστης και πράξης.
Όπως ορθά προφήτεψε ο όσιος Παΐσιος, αν αρχίσουμε να αποτειχιζόμαστε, θα κομματιαστούμε όπως οι Προτεστάντες, συστήνοντας έκαστος μια δική του Εκκλησία, όπως βλέπουμε ήδη στη Σερβία (Αρτέμιος)  και στην περιοχή της Λάρισας (Ευθύμιος). Θα καταντήσουμε σε πολλά μικρά συνοδικά σχήματα, αντιμαχόμενα αλλήλοις, όπως μας δίδαξε το πρόσφατο παράδειγμα του παλαιοημερολογιτισμού. Πρόκειται για εκκλησιολογικές πλάνες και τίποτε περισσότερο. Τώρα, αν θέλει ο καθένας να βρει ιστορικά και πατερικά «παραδείγματα» να δικαιώσει εαυτόν, μπορεί να το πράξει και να σχίσει την Εκκλησία. Εμείς, ωστόσο, δεν αφιστάμεθα της συνετής εκκλησιαστικής διαχρονικής παράδοσης, όπως άριστα και διακριτικότατα εξεφράσθη προσφάτως υπό των ηγιασμένων Γερόντων της εποχής μας, όσιο Πορφύριο, όσιο Παΐσιο, Ιάκωβο, Σωφρόνιο, Αμφιλόχιο, Φιλόθεο, Σίμωνα, Βησσαρίωνα, Ευμένιο, Γαβριηλία, Μακαρία, Επιφάνιο, άγιο Ιουστίνο… Ας ακολουθήσουμε την ωραία «πλάνη τους», να ζεις την πνευματική ζωή ορθοδόξως και χωρίς φανατισμούς και εκκλησιολογικές υποχονδρίες, μέσα στους κόλπους της Μίας, Αγίας, Αποστολικής και Καθολικής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού.

[1] Κανών ΙΕ’ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
[2] http://apotixisi.blogspot.gr/2015/02/blog-post_54.html#more
[3] Νούση Κώστα, Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Εκκλησιολογία – Θεολογία, εκδ. Γρηγόρη 2014, σσ. 177 κ. εξ.
[4] http://aktines.blogspot.gr/2014/11/15_28.html

Οι σύγχρονοι Άγιοι ως κανόνας μη αποτείχισης

Αποτείχιση ορίζεται η εκούσια απομάκρυνση από τα όρια της επίσημης Εκκλησίας εξαιτίας δογματικών ή κανονικών αποκλίσεων του ανώτερου, προπαντός, ιερατείου της. Στο όνομα της αποτείχισης,[1] ωστόσο, κανονικού μέτρου εξάπαντος προληπτικού και θεραπευτικού της προάσπισης της πίστεως έναντι των οιωνδήποτε αιρετικών παρεκκλίσεων, παρατηρείται τελευταία μια νεοαιρετική ομώνυμη εκκλησιολογική τάση και στάση, σύμφωνα με την οποία και στο όνομα τού δήθεν γενικού οικουμενιστικού μαγαρισμού των Ορθοδόξων Επισκόπων ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί αποκόπτουν εαυτούς από το σωτήριο Σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία. Και αυτό δεν μπορεί παρά να συνιστά πλάνη.
Osios Porfyrios Kafsokalyvitis & osioi Gerontes Iakovos Tsalikis & Paisios Agioreitis4
Οι σημερινοί αποτειχισθέντες, διακατεχόμενοι από το γνωστό σύνδρομο της κολοβής αλεπούς, θέλουν, ομοτρόπως με την αισώπεια πρωταγωνίστρια, να παρασύρουν και άλλους στην πλάνη τους, την οποία φυσικά και βαπτίζουν ορθοδοξία γνήσια, όπως προ αιώνος έγινε με το έτερο μεγάλο Σχίσμα των Παλαιοεορτολογιτών. Στην έκνομη εκ πνευματικής επόψεως προσπάθειά τους, χρησιμοποιούν και τα σύγχρονα όπλα της τεχνολογίας, ασκούντες την προπαγανδιστική τους τακτική μέσα από δικά τους sites, στρατευμένα στον «αγώνα» κατά της παναίρεσης του Οικουμενισμού, όπως φυσικά τη φαντασιώνονται εκείνοι εξαπλούμενη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αφορμή του παρόντος αποτέλεσε ένα άρθρο[2] δια του οποίου ο συντάκτης του προσπάθησε να αναιρέσει το κύριο και καίριο ακανθώδες επιχείρημα σε βάρος των αποσχισθέντων αδερφών: τη μη αποτείχιση εκ των κόλπων της επίσημης και Κανονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας των σύγχρονων Αγίων και ηγιασμένων χαρισματούχων Γερόντων. Όταν γράφαμε προ καιρού[3] για τη στάση τους αυτήν αναφερόμενοι ως εις παραδειγματικό εκκλησιολογικό άξονα, επί του οποίου δύνανται απλανώς να βαδίζουν οι χριστιανοί των εσχάτων, το βασικό αντεπιχείρημα των αποτειχισθέντων ήταν πως δεν πρόκειται για Αγίους, αλλά απλά και μόνο για γέροντες, ει και χαρισματικούς. Σήμερα που δύο εξ αυτών αγιοκατετάγησαν επίσημα (Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης και Παΐσιος Αγιορείτης) τολμάνε – φευ – ακραίοι εξ αυτών να προβαίνουν σε βλάσφημες δηλώσεις περί ενός δήθεν οικουμενιστικού σχεδίου αγιοποίησης ανθρώπων, που υποστηρίζουν έμμεσα το οικουμενιστικό οικοδόμημα της εποχής. Τα αυτά, άραγε, δεν κάνουν εδώ και χρόνια και οι Παλαιοημερολογίτες αναφερόμενοι στην Εκκλησία των νεοημερολογιτών; Σε όλες δε τις περιπτώσεις τούτες είναι είτε υποδόρια είτε προφανής η διολίσθηση στο αμάρτημα της βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος (Μαρκ. 3:20-30, Λουκ. 12:10).
Η αλήθεια είναι ότι το υπό εξέτασιν άρθρο είναι πιο προσεχτικό και, ενώ πάει να υποπέσει στο ως άνω σοβαρότατο αμάρτημα, κάπως το σώζει και παραδέχεται την αγιότητα των ανδρών. Το βασικό του επιχειρηματολογικό, εντούτοις, οικοδόμημα ερείδεται επί αυτών ακριβώς των σύγχρονων αγίων, ήτοι περί της αποδόμησης του κύρους και της αμφισβήτησης της ορθότητος των πεπραγμένων και λεγομένων τους. Προσπαθεί να μας πείσει ότι όλοι αυτοί οι γεροντάδες – ένιοι εξ αυτών, σημειωτέον, και Άγιοι πλέον – δεν ακολούθησαν τη διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας, που κατ’ αυτόν είναι η υποχρεωτική αποτείχιση στις περιπτώσεις των αιρέσεων.
Το άρθρο, αν και δομημένο σε (θεο)λογικές βάσεις ως προς το φαίνεσθαι τουλάχιστον, έχει, ωστόσο, εγγενώς πολλά προβλήματα. Για παράδειγμα, δεν μας ξεκαθαρίζει το αν παραδέχεται πως οι σύγχρονοι γέροντες είναι απλοί χαρισματούχοι ή και Άγιοι (οι δύο είπαμε ήδη αναγνωρίστηκαν και επίσημα και έπεται η συνέχεια). Επίσης συγχέει την έννοια της Παράδοσης, την οποία αποδίδει γενικά και αόριστα στην Εκκλησία, από την οποία εν προκειμένω εμμέσως πλην σαφώς εξαιρεί τους γέροντες και Αγίους, οι οποίοι, κατ’ αυτόν, δεν είναι αλάθητοι. Να παρενθέσουμε εδώ ότι δεν δίνεται καμιά επαρκής επεξήγηση επί της παραδοχής των παλαιοτέρων Αγίων, η οποία, ως και επί των συγχρόνων, δεν είναι τίποτε περισσότερο από καθαρό θέμα πίστης
Φυσικά και δεν έχουμε καμιά πρόθεση ούτε να απαντήσουμε διεξοδικά ούτε να αποδομήσουμε τα επιχειρήματα του γράφοντος. Αυτό που θέλουμε να καταδειχθεί είναι μια προφανής αλήθεια, την οποία τεχνηέντως παρακάμπτει εκείνος: πως δεν πρόκειται για μεμονωμένες απόψεις ενίων γερόντων, αλλά για ένα άτυπο consensus partum, στο οποίο ακριβώς εδράζεται και η Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση.
Οι σύγχρονοι Γέροντες και Άγιοι εξάπαντος δεν πρέπει να συγκρίνονται με τους αρχαιότερους με βάση την παλαιότητα (!), καθώς έτσι αδιοράτως ακυρούται η διαχρονικότητα της δύναμης της Εκκλησίας να παράγει Αγίους. Έπειτα, αναφορικά με το εν λόγω άρθρο έχουμε να κάνουμε τρεις ακόμη ενδεικτικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι αναφέρεται στη διαχρονική αποτειχιστική πρακτική της Εκκλησίας, χωρίς να αναφέρει παραδείγματα, πλην ενός επουσιώδους περιστατικού αντίδρασης σε παρεξήγηση εκλατίνισης ιερέως τινος. Δεύτερον, πως για τους γεροντάδες που αναφέρει ότι δεν αποτειχίστηκαν, δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα και προβάλλει τη μισή αλήθεια. Ενδεικτικά και μόνον, ο π. Ιερώνυμος Αιγίνης είχε πολλές επαφές με άτομα του νέου εορτολογίου και δεν αμφισβήτησε ποτέ τη σωτηριολογική δύναμη της Εκκλησίας μας, παρά το γεγονός ότι εορτολογικά επέστρεψε στο «πάτριο» εορτολόγιο μάλλον για προσωπικούς λόγους. Τρίτο και τελευταίο, μιλάει για το υποχρεωτικό της αποτείχισης με βάση μια «εντολή» του οσίου Παϊσίου σε αγιορείτικη μονή να αποτειχιστεί, χωρίς να μας εξηγεί γιατί ο ίδιος ο όσιος τελικά εκοιμήθη σε κοινωνία με την «αίρεση»! Και ο μακρύς κατάλογος των αυτοαναιρέσεών του θα μας φάει πολύ χρόνο…
Όλοι όσοι προσπαθούν να αμφισβητήσουν παντοιοτρόπως τους σύγχρονους γεροντάδες (ακόμη και για πιθανότητα φοβιών τους, έγραψε!) δεν μπορούν να μας εξηγήσουν για ποιον λόγο υπάρχει περίπτωση να πλανήθηκαν εκείνοι (και καλά δεν είχαν πληροφόρηση καλή, αναφέρει, λες και τους έλειπε η θεία τοιαύτη, την οποία συνεπαγωγικά διεκδικεί ο κύριος δι’ εαυτόν) και όχι οι σημερινοί αποτειχισθέντες, οι αυτόκλητοι «φορείς» της Παράδοσης, ώστε να ακολουθούμε το πεπλανημένο παράδειγμα των τελευταίων.
Είναι αληθές ότι ακόμη και η στάση των όποιων γερόντων και Αγίων κρίνεται από την Ορθόδοξη Παράδοση, τη βιβλική και πατερική και ασκητική και ευχαριστιακή. Από το σύνολο σώμα της Εκκλησίας και δη από τον λαό του Θεού. Δεν ειδωλοποιούμε τη στάση του α ή β γέροντα, αλλά και δεν μπορούμε να παρακάμψουμε έτσι απλά και ελαφρά τη καρδία την προκείμενη σύμφωνη εκκλησιολογική στάση τους, γνωρίζοντες σαφέστατα την κοινωνία τους με τον Θεό και το πνευματικό ύψος στο οποίο είχαν φτάσει.[4] Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι δεν είδαμε ούτε στην περίπτωση των εν λόγω γερόντων ούτε στην πρόσφατη εκκλησιαστική μας ιστορία κάποια επίσημη πράξη αιρετικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα κάποια παράνομη ένωση και λειτουργική κοινωνία με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Το θέμα του Οικουμενισμού, χωρίς να εθελοτυφλούμε ότι δεν είναι υποστατό σε κάποιες περιπτώσεις, σίγουρα αποτελεί μια συγκεχυμένη και απροσδιόριστη αφορμή, εκ της οποίας μπορεί να αρπαχτεί ο οιοσδήποτε θέλει να δημιουργήσει ένα υπερορθόδοξο αντάρτικο φονταμενταλιστικής υφής και προέλευσης. Πού θα οδηγήσει, όμως, και πού θα τελειώσει όλη αυτή η ακαταστασία; Αυτά τα έκτροπα προβλέποντας οι σύγχρονοι Πατέρες εν Πνεύματι, τήρησαν οι ίδιοι και προέτρεψαν σε συνετή παραμονή εντός των κόλπων της Εκκλησίας, μακριά από ζηλωτικές και αντικανονικές ενέργειες και αποσχίσεις, χωρίς, επαναλαμβάνουμε, σε καμιά περίπτωση να παρακάμπτουν τη δογματική ακρίβεια της Ορθόδοξης πίστης και πράξης.
Όπως ορθά προφήτεψε ο όσιος Παΐσιος, αν αρχίσουμε να αποτειχιζόμαστε, θα κομματιαστούμε όπως οι Προτεστάντες, συστήνοντας έκαστος μια δική του Εκκλησία, όπως βλέπουμε ήδη στη Σερβία (Αρτέμιος)  και στην περιοχή της Λάρισας (Ευθύμιος). Θα καταντήσουμε σε πολλά μικρά συνοδικά σχήματα, αντιμαχόμενα αλλήλοις, όπως μας δίδαξε το πρόσφατο παράδειγμα του παλαιοημερολογιτισμού. Πρόκειται για εκκλησιολογικές πλάνες και τίποτε περισσότερο. Τώρα, αν θέλει ο καθένας να βρει ιστορικά και πατερικά «παραδείγματα» να δικαιώσει εαυτόν, μπορεί να το πράξει και να σχίσει την Εκκλησία. Εμείς, ωστόσο, δεν αφιστάμεθα της συνετής εκκλησιαστικής διαχρονικής παράδοσης, όπως άριστα και διακριτικότατα εξεφράσθη προσφάτως υπό των ηγιασμένων Γερόντων της εποχής μας, όσιο Πορφύριο, όσιο Παΐσιο, Ιάκωβο, Σωφρόνιο, Αμφιλόχιο, Φιλόθεο, Σίμωνα, Βησσαρίωνα, Ευμένιο, Γαβριηλία, Μακαρία, Επιφάνιο, άγιο Ιουστίνο… Ας ακολουθήσουμε την ωραία «πλάνη τους», να ζεις την πνευματική ζωή ορθοδόξως και χωρίς φανατισμούς και εκκλησιολογικές υποχονδρίες, μέσα στους κόλπους της Μίας, Αγίας, Αποστολικής και Καθολικής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού.

[1] Κανών ΙΕ’ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
[2] http://apotixisi.blogspot.gr/2015/02/blog-post_54.html#more
[3] Νούση Κώστα, Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Εκκλησιολογία – Θεολογία, εκδ. Γρηγόρη 2014, σσ. 177 κ. εξ.
[4] http://aktines.blogspot.gr/2014/11/15_28.html

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...