Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειμωνάριον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειμωνάριον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 16, 2012

Μόνο πρόσεξε δύο πράγματα: πρώτον να είσαι τίμιος στη δουλειά σου, δεύτερον να τηρείς τίς εντολές της Εκκλησίας μας και να εκκλησιάζεσαι τακτικά.




.

Φωτογραφία: Στο Γεροντικό γράφει ότι ένας μοναχός ήταν αμελής στα μοναχικά του καθήκοντα. Έφθασε λοιπόν κάποτε ή ώρα του θανάτου. Ό μοναχός, με ψυχραιμία και χαρά, περιμένει την έξοδο της ψυχής. Οί άλλοι μοναχοί παραξενεύονται. Τον ρωτά κάποιος: Καλά, άββα, εσύ δεν φοβάσαι τον θάνατο;
- Όχι, δεν φοβάμαι.
- Γιατί;
- Ξέρω ότι σε όλη μου τη ζωή ήμουν ένας αμελής μοναχός. Όμως ποτέ δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κρίνει κανέναν. Έτσι, τώρα, θα πω κι εγώ στον Χριστό
μου: «Εγώ, Κύριε, τήρησα την εντολή σου "μη κρίνετε και ου μη κριθητε". Γνωρίζω ότι και Εσύ, Χριστέ μου, θα τηρήσεις την υπόσχεση Σου».
Θα αναφέρω εδώ και άλλη μία σχετική ιστορία από τον Συναξαριστή, ή οποία αποτελεί παράδειγμα υπακοής και ευλάβειας.
Κάποιος άρχοντας ζήτησε έναν νέο από τον γέρο πατέρα του για δούλο έναντι αμοιβής. Ό πατέρας λέει στο παιδί: «Παιδί μου Θεόφιλε, σου συνιστώ να πάς και σου υπόσχομαι ότι θα προκόψεις με την ευχή μου. Μόνο πρόσεξε δύο πράγματα: πρώτον να είσαι τίμιος στη δουλειά σου, δεύτερον να τηρείς τίς εντολές της Εκκλησίας μας και να εκκλησιάζεσαι τακτικά. Μάλιστα, όσες φορές περνάς έξω από κάποιο ναό μας, να μπαίνεις μέσα, να προσκυνάς και να ανάβεις το κεράκι σου». Ό νέος, πού έμαθε από μικρός την αρετή της υπακοής, άκουσε τον πατέρα, έλαβε την ευχή του και αναχώρησε.
Το αφεντικό από την πρώτη στιγμή τον αγάπησε σαν παιδί του. Όμως ή σύζυγος του, δυστυχώς, δεν ήταν τίμια. Τον απατούσε με έναν άλλο υπάλληλο τους. Μια μέρα λοιπόν ό Θεόφιλος έτυχε να μπει στο δωμάτιο για δουλειά, την ώρα πού ή σύζυγος βρισκόταν με τον εραστή. Ό νέος ούτε πρόσεξε κάτι. Εκείνοι όμως νόμισαν ότι τους είδε. «Τι θα γίνει τώρα», λένε, «αν το πει στο αφεντικό; Πρέπει να προλάβουμε!» Έτσι, καλούν εκτάκτως τον άρχοντα στο σπίτι.
- Τι συμβαίνει;
- Με μάρτυρα αυτόν τον έντιμο υπάλληλο μας, λέει ή γυναίκα, σου καταγγέλλω τούτο το παλιόπαιδο (τον Θεόφιλο), ότι προσπάθησε να με βιάσει. Λοιπόν, αν ανεχθείς αυτός πού πρόσβαλε την τιμή σου να ζήσει έστω και μία μέρα, εγώ σήμερα σε χωρίζω.
Έπεσε βέβαια ό σύζυγος από τα σύννεφα, αλλά την πίστεψε. Κάνει λοιπόν μυστική συμφωνία με έναν δήμιο.
- Αύριο το πρωί θα σου χτυπήσει την πόρτα κάποιος εκ μέρους μου. Μόλις μπει μέσα, μία σπαθιά κι έξω.
Συσκεύασε το κεφάλι, για να πάρεις και την αμοιβή.
Την άλλη μέρα το πρωί, φωνάζουν τον νέο.
- Θεόφιλε, λέει ό σύζυγος, πήγαινε στο σπίτι του δείνα εκ μέρους μας και ζήτησε να σου δώσει κάτι για μένα. Ξέρει αυτός.
Ό νέος αμέσως, πρόθυμος, τρέχει στην υπακοή. Καθ' όδόν, περνούσε έξω από μια εκκλησία. Θυμήθηκε τη συμβουλή του πατέρα του. «Ας πάω να ανάψω ένα κεράκι και συνεχίζω», σκέφτηκε. Μπαίνοντας, είδε πώς γινόταν Θεία Λειτουργία. «Δεν είναι σωστό να καταφρονήσω τη Θεία Λειτουργία», είπε μέσα του. «Θα μείνω, ώσπου να τελειώσει, και μετά προχωρώ». Όμως ή Λειτουργία καθυστέρησε αρκετά.
Οί άλλοι, γεμάτοι αγωνία, περιμένουν από λεπτό σε λεπτό το κεφάλι στο χαρτοκούτι. Περνά μισή, μία ώρα. Ό εραστής πια δεν αντέχει. Θέλει να δει κομμένο το κεφάλι εκείνου πού, υποτίθεται, έμαθε το μυστικό. «Μήπως... μήπως; Ας πάω επί τόπου να φέρω το κεφάλι, όσο πιο γρήγορα». Τρέχει, χτυπά την πόρτα.
- Έρχομαι εκ μέρους του αφεντικού μου για την υπόθεση πού ξέρεις.
Ό δήμιος κατάλαβε. Αυτός ήταν.
- Πέρασε μέσα, του κάνει.
Και αμέσως, χωρίς κουβέντες, με μία σπαθιά τον αποκεφαλίζει. Σε λίγο, να και ό Θεόφιλος. Αφού λειτουργήθηκε, έτρεξε στο καθήκον. 'Αλλά αυτή τη φορά, κατά το λεγόμενο, ήλθε δεύτερος.
- Έρχομαι εκ μέρους του δείνα.
- Πέρασε. Πάρε αυτό το δέμα, δώσε το κλειστό στο αφεντικό σου και πες του πώς περιμένω την αμοιβή.
Επιστρέφει λοιπόν ανύποπτος ό νέος στο σπίτι. Μόλις τον βλέπουν τα αφεντικά του, σάστισαν.
- Πήγες στον τάδε;
- Πήγα.
- Τι σου είπε;
- Μου έδωσε αυτό και ζητά την πληρωμή του.
Τι περίεργα πράγματα, λέει ό άνδρας. Ας το ανοίξουμε Ανοίγουν και Τι να δουν! Ή κεφαλή του μοιχού επί πινάκι. Ή γυναίκα πέφτει αμέσως λιπόθυμη. Και σε λίγο, μόλις ανοίγει τα μάτια της, έρχεται σε συναίσθηση και αρχίζει να κλαίει, να χτυπιέται και να ομολογεί:
- Κόψε και το δικό μου κεφάλι! Είναι αθώος ό Θεόφιλος! Εγώ είμαι ή ένοχη και αυτός, πού τιμωρήθηκε δίκαια. Δύο χρόνια σε απατούσα μαζί του. Σκότωσέ με! Μου αξίζει κάθε τιμωρία!
Τελικά όμως, το αφεντικό τη μεν γυναίκα συγχώρεσε, τον δε Θεόφιλο, επειδή ήσαν άτεκνοι, τον υιοθέτησαν. Και από τότε σαν γιος τους διαχειριζόταν μία τεράστια περιουσία, την οποία τελικά και κληρονόμησε. Κάποια στιγμή μάλιστα έφερε και τον γέρο πατέρα του στο αρχοντικό.
Από αυτή την ιστορία πόσα διδάγματα βγαίνουν! Ή τιμιότητα; Ή υπακοή στους γονείς, πώς ευλογείται από τον Θεό; Ή καλή ομολογία της πίστης; Πήγε στην εκκλησία εν ώρα καθήκοντος και δεν σκέφτηκε «μήπως και αρπάξω καμιά κατσάδα από το αφεντικό» ούτε υπολόγισε ότι χάνεται ώρα εργάσιμη. Ή Θεία Λειτουργία, σκέφθηκε, τα αναπληρώνει όλα. 'Αλλά και ή αδικία, πώς μόνη της ξεσκεπάστηκε! Πολλοί κρυβόμαστε από τους ανθρώπους, αλλά κανείς μας δεν διαφεύγει από τη θεία δικαιοσύνη.
Ό Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους. Ή απομάκρυνση όμως από Αυτόν οδηγεί στους χώρους του κακού, άρα ή μετάνοια θα πρέπει να είναι συνεχής. Ή γυναίκα πού απατούσε τον άνδρα είχε προαίρεση μετάνοιας - ίσως ήταν και θύμα του επιτήδειου εκείνου. Γι' αυτό ό Θεός της έδωσε περιθώριο να μετανοήσει, να εξομολογηθεί, να κλάψει για την αμαρτία της. "Αν έκοβαν και αυτής το κεφάλι, θα έφευγε αμετανόητη για τον Αδη. Ό άλλος όμως δεν είχε προαίρεση μετάνοιας. Παρ' όλα αυτά, αξίζει να αναρωτηθούμε μήπως με τον αποκεφαλισμό του θα μετριαστεί και εκείνου ή τιμωρία στον Αδη. Ποιος ξέρει; Βάθος άπειρο οί βουλές του Κυρίου...
Επειδή ωστόσο γνωρίζω ότι με τίς αληθινές αυτές ιστορίες πιο εύκολα διδασκόμαστε, θα μεταφέρω εδώ και εκείνη πού συνήθιζε πολύ συχνά να μας λέει ό αείμνηστος Γέροντας μου.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ


ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ


ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΧΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
























Στο Γεροντικό γράφει ότι ένας μοναχός ήταν αμελής στα
 μοναχικά του 
καθήκοντα. Έφθασε λοιπόν κάποτε ή ώρα του θανάτου. 
Ό μοναχός, 
με ψυχραιμία και χαρά, περιμένει την έξοδο της ψυχής. 
Οί άλλοι μοναχοί παραξενεύονται. Τον ρωτά κάποιος: Καλά,
άββα, εσύ δεν φοβάσαι τον θάνατο;
- Όχι, δεν φοβάμαι.
- Γιατί;
- Ξέρω ότι σε όλη μου τη ζωή ήμουν ένας αμελής μοναχός.
 Όμως ποτέ 
δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κρίνει κανέναν. 
Έτσι, τώρα, θα πω 
κι εγώ στον Χριστό
μου: «Εγώ, Κύριε, τήρησα την εντολή σου
 "μη κρίνετε και ου μη κριθητε".
 Γνωρίζω ότι και Εσύ, Χριστέ μου, θα τηρήσεις
 την υπόσχεση Σου».
Θα αναφέρω εδώ και άλλη μία σχετική ιστορία 
από τον Συναξαριστή,
 ή οποία αποτελεί παράδειγμα υπακοής και ευλάβειας.
Κάποιος άρχοντας ζήτησε έναν νέο από τον γέρο
 πατέρα του για δούλο
 έναντι αμοιβής. Ό πατέρας λέει στο παιδί: 
«Παιδί μου Θεόφιλε, σου
 συνιστώ να πάς και σου υπόσχομαι ότι θα προκόψεις
 με την ευχή μου.
 Μόνο πρόσεξε δύο πράγματα: πρώτον να είσαι τίμιος στη 
δουλειά σου, 
δεύτερον να τηρείς τίς εντολές της Εκκλησίας μας και
 να εκκλησιάζεσαι 
τακτικά. Μάλιστα, όσες φορές περνάς έξω από κάποιο 
ναό μας, 
να μπαίνεις μέσα, να προσκυνάς και να ανάβεις το
 κεράκι σου». 
Ό νέος, πού έμαθε από μικρός την αρετή της υπακοής,
 άκουσε τον πατέρα, 
έλαβε την ευχή του και αναχώρησε.
Το αφεντικό από την πρώτη στιγμή τον αγάπησε 
σαν παιδί του.
 Όμως ή σύζυγος του, δυστυχώς, δεν ήταν τίμια.
Τον απατούσε με έναν
άλλο υπάλληλο τους. Μια μέρα λοιπόν ό Θεόφιλος έτυχε
 να μπει στο δωμάτιο
 για δουλειά, την ώρα πού ή σύζυγος βρισκόταν με τον
 εραστή. 
Ό νέος ούτε πρόσεξε κάτι. Εκείνοι όμως νόμισαν ότι τους είδε.
 «Τι θα γίνει τώρα», λένε, «αν το πει στο αφεντικό; 
Πρέπει να προλάβουμε!» 
Έτσι, καλούν εκτάκτως τον άρχοντα στο σπίτι.
- Τι συμβαίνει;
- Με μάρτυρα αυτόν τον έντιμο υπάλληλο μας, λέει
ή γυναίκα, σου 
καταγγέλλω τούτο το παλιόπαιδο (τον Θεόφιλο), ότι
 προσπάθησε να με
 βιάσει. Λοιπόν, αν ανεχθείς αυτός πού πρόσβαλε
την τιμή σου να ζήσει
 έστω και μία μέρα, εγώ σήμερα σε χωρίζω.
Έπεσε βέβαια ό σύζυγος από τα σύννεφα,
 αλλά την πίστεψε.
Κάνει λοιπόν μυστική συμφωνία με έναν δήμιο.
Αύριο το πρωί θα σου χτυπήσει την πόρτα
 κάποιος εκ μέρους μου. 
Μόλις μπει μέσα, μία σπαθιά κι έξω.
Συσκεύασε το κεφάλι, για να πάρεις και την αμοιβή.
Την άλλη μέρα το πρωί, φωνάζουν τον νέο.
- Θεόφιλε, λέει ό σύζυγος, πήγαινε στο σπίτι του 
δείνα εκ μέρους μας
 και ζήτησε να σου δώσει κάτι για μένα. Ξέρει αυτός.
Ό νέος αμέσως, πρόθυμος, τρέχει στην υπακοή. 
Καθ' όδόν, περνούσε έξω
 από μια εκκλησία. Θυμήθηκε τη συμβουλή του
 πατέρα του.
 «Ας πάω να ανάψω ένα κεράκι και συνεχίζω», 
σκέφτηκε.
 Μπαίνοντας, είδε πώς γινόταν Θεία Λειτουργία. 
«Δεν είναι σωστό να καταφρονήσω τη Θεία Λειτουργία», 
είπε μέσα του. «Θα μείνω, ώσπου να τελειώσει,
 και μετά προχωρώ». 
Όμως ή Λειτουργία καθυστέρησε αρκετά.
Οί άλλοι, γεμάτοι αγωνία, περιμένουν από λεπτό
 σε λεπτό το κεφάλι
στο χαρτοκούτι. Περνά μισή, μία ώρα. 
Ό εραστής πια δεν αντέχει. 
Θέλει να δει κομμένο το κεφάλι εκείνου πού, υποτίθεται,
 έμαθε το
 μυστικό. «Μήπως... μήπως; Ας πάω επί τόπου να
 φέρω το κεφάλι,
 όσο πιο γρήγορα». Τρέχει, χτυπά την πόρτα.
- Έρχομαι εκ μέρους του αφεντικού μου για την 
υπόθεση πού ξέρεις.
Ό δήμιος κατάλαβε. Αυτός ήταν.
- Πέρασε μέσα, του κάνει.

Και αμέσως, χωρίς κουβέντες, με μία σπαθιά 
τον αποκεφαλίζει.
 Σε λίγο, να και ό Θεόφιλος. Αφού λειτουργήθηκε, 
έτρεξε στο καθήκον.
 'Αλλά αυτή τη φορά, κατά το λεγόμενο, ήλθε δεύτερος.
- Έρχομαι εκ μέρους του δείνα.
- Πέρασε. Πάρε αυτό το δέμα, δώσε το κλειστό στο 
αφεντικό σου και
 πες του πώς περιμένω την αμοιβή.
Επιστρέφει λοιπόν ανύποπτος ό νέος στο σπίτι.
 Μόλις τον βλέπουν τα αφεντικά του, σάστισαν.
- Πήγες στον τάδε;
- Πήγα.
- Τι σου είπε;
- Μου έδωσε αυτό και ζητά την πληρωμή του.
Τι περίεργα πράγματα, λέει ό άνδρας. Ας το ανοίξουμε
 Ανοίγουν και
 Τι να δουν! Ή κεφαλή του μοιχού επί πινάκι. 
Ή γυναίκα πέφτει αμέσως
 λιπόθυμη. Και σε λίγο, μόλις ανοίγει τα μάτια της,
 έρχεται σε συναίσθηση
 και αρχίζει να κλαίει, να χτυπιέται και να ομολογεί:
- Κόψε και το δικό μου κεφάλι! Είναι αθώος ό Θεόφιλος!
 Εγώ είμαι ή ένοχη 
και αυτός, πού τιμωρήθηκε δίκαια. Δύο χρόνια σε
 απατούσα μαζί του. 
Σκότωσέ με! Μου αξίζει κάθε τιμωρία!
Τελικά όμως, το αφεντικό τη μεν γυναίκα συγχώρεσε,
 τον δε Θεόφιλο, 
επειδή ήσαν άτεκνοι, τον υιοθέτησαν. Και από τότε 
σαν γιος τους 
διαχειριζόταν μία τεράστια περιουσία, την οποία τελικά
 και κληρονόμησε. 
Κάποια στιγμή μάλιστα έφερε και τον γέρο πατέρα
 του στο αρχοντικό.
Από αυτή την ιστορία πόσα διδάγματα βγαίνουν! 
Ή τιμιότητα; 
Ή υπακοή στους γονείς, πώς ευλογείται από τον Θεό; Ή καλή 
ομολογία της πίστης; Πήγε στην εκκλησία εν ώρα καθήκοντος και 
δεν σκέφτηκε «μήπως και αρπάξω καμιά κατσάδα από το αφεντικό»
 ούτε υπολόγισε ότι χάνεται ώρα εργάσιμη. Ή Θεία Λειτουργία, 
σκέφθηκε,
τα αναπληρώνει όλα. 'Αλλά και ή αδικία, πώς μόνη της
 ξεσκεπάστηκε! 
Πολλοί κρυβόμαστε από τους ανθρώπους, αλλά κανείς
 μας δεν διαφεύγει 
από τη θεία δικαιοσύνη.
Ό Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους. Ή απομάκρυνση
 όμως από Αυτόν
 οδηγεί στους χώρους του κακού, άρα ή μετάνοια θα πρέπει
 να είναι συνεχής. 
Ή γυναίκα πού απατούσε τον άνδρα είχε προαίρεση
 μετάνοιας - ίσως ήταν
και θύμα του επιτήδειου εκείνου. Γι' αυτό ό Θεός της έδωσε
 περιθώριο να
 μετανοήσει, να εξομολογηθεί, να κλάψει για την αμαρτία της. 
"Αν έκοβαν 
και αυτής το κεφάλι, θα έφευγε αμετανόητη για τον Αδη. 
Ό άλλος όμως δεν
 είχε προαίρεση μετάνοιας. Παρ' όλα αυτά, αξίζει να
αναρωτηθούμε μήπως
 με τον αποκεφαλισμό του θα μετριαστεί και εκείνου
 ή τιμωρία στον Αδη. 
Ποιος ξέρει; Βάθος άπειρο οί βουλές του Κυρίου...
Επειδή ωστόσο γνωρίζω ότι με τίς αληθινές αυτές
 ιστορίες πιο εύκολα
διδασκόμαστε, θα μεταφέρω εδώ και εκείνη πού
 συνήθιζε πολύ συχνά
 να μας λέει ό αείμνηστος Γέροντας μου.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ


ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ


ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΧΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 12, 2012

Για τον αββά Ιωάννη τον Ευνούχο.


12ΣΕΠ
Όταν εμείς ήμασταν στην  Αλεξάνδρεια, επισκεφτήκαμε στο ένατο σημείο το μοναστήρι του αββά  Ιωάννη του Ευνούχου χάριν ωφελείας· καί βρήκαμε έναν άνδρα γερασμένο, ο οποίος έκανε στο μοναστήρι γύρω στα ογδόντα χρόνια, ελεήμονα, όσο άλλο δεν είδαμε, όχι μονό προς τους ανθρώπους, αλλά και προς τα άλογα ζώα. Γιατί τί έκανε ο γέροντας; Άλλη δουλειά δεν είχε απ’ αυτή: Σηκωνόταν από το πρωί και πήγαινε σ’ όλα τα σκυλάκια που ήσαν στη λαύρα· κι ακόμα έβαζε σιμιγδάλι μεν στα μικρά μυρμήγκια, στάρι δε στα μεγάλα, έβρεχε και παξιμάδια και τα έριχνε στις αυλές, για να φάνε τα πουλιά. Ζώντας έτσι δεν άφησε στο μοναστήρι του ούτε θύρα ούτε παράθυρο ούτε παραθυράκι ούτε καν­τήλα ούτε πιάτο και, για να μη μακραίνω τη διήγηση αναφέροντάς τα όλα, δεν άφησε από τα επίγεια τίποτε απολύτως, δεν κράτησε ποτέ μέχρι μια ώρα ούτε πουγκί ούτε χρήμα ούτε ρούχο, αλλά όλα τα έδινε στους αναγκεμένους αφιερώνοντας όλη τη φροντίδα για τα μέλλοντα αγαθά.
Διηγούνταν και τούτο γι’ αυτόν, θέλοντας να παραστήσουν την ευσπλαχνία και τη φιλελεημοσύνη του, ότι μια μέρα ήρθε κάποιος γεωργός προς αυτόν ζητώντας να του δώσει ένα χρυσό νόμισμα. Επειδή ο γέροντας δεν είχε -δεν κρατούσε ποτέ χρυσάφι- τον έστειλε και δανείστηκε από ένα μοναστήρι και το έδωσε στον άνθρωπο, ο οποίος υποσχέθηκε ότι μετά ένα μήνα το δίνει. Καθώς λοιπόν πέρασαν δυό χρόνια και δεν το έδωσε -ούτε κι είχε τίποτε ο γεωργός- τον καλεί ο αββάς  Ιωάννης και του λέει: «Δώσ’ μου το νόμισμα, αδελφέ». Αυτός είπε: «Ο Θεός ξέρει ότι δεν έχω». Τότε του λέει ο γέροντας: «Σου βρήκα τρόπο με τον οποίο οφείλεις να μου το ξεπληρώσεις». Αυτός τότε είπε στο γέροντα: « Ό,τι προστάζεις, πες μου και το κάνω», νομίζοντας ο άνθρωπος ότι θέλει να του αναθέσει κάποια δουλειά. Τότε λέει ο αββάς Ιωάννης: «Όταν ευκαιρείς και δεν έχεις δουλειά, έλα και βάζε τριάντα μετάνοιες και σου τάζω ένα κεράτιο»(χρυσό νόμισμα). Και του έδωσε να φάει και να πιεί. Συμφώνησε λοιπόν ο άνθρωπος να κάνει αυτό κι όταν ευκαιρούσε, ερχόταν και αφού έβαζε τις μετάνοιες, του χάριζε ο γέροντας μια χάρη, δηλαδή ένα κεράτιο· και του έδινε να φάει και να πιει· και του έδινε και πέντε παξιμάδια για το σπίτι του. Όταν λοιπόν συμπλήρωσε τα εικοσιτέσσερα κεράτια, που κάνουν ένα χρυσό νόμισμα, πήρε απ’ αυτόν το γραμμάτιο ο γέροντας και τον άφησε να φύγει δίνοντάς του και ευλογίες.
Ο ίδιος ο αββάς  Ιωάννης ο Ευνούχος μας διηγήθηκε τα εξής: «Ανέβηκα στη Θηβαΐδα στο κοινόβιο του αββά Απολλώ κι είδα έναν αδελφό νέο, ο οποίος είχε τον κατά σάρκα πατέρα του κι αυτόν μοναχό. Έβαλε κανόνα λοιπόν ο νέος να μην πιεί μήτε κρασί μήτε νερό μήτε κανένα υγρό μέχρι τέλους της ζωής του. Κι έτρωγε ραδίκια κι αντίδια και πικραλίδες και μερικά λαχανικά που μπορούσαν να τον ανακουφίζουν από τη δίψα. Είχε δε διακόνημα να φουρνίζει τα ψωμιά. Μόλις λοιπόν συμπλήρωσε τρία χρόνια, αρρώστησε κι έφυγε προς τον Κύριο.  Επειδή λοιπόν φλεγόταν από τον πυρετό και την άμετρη δίψα, τον παρακαλούσαν όλοι να γευτεί λίγο κρασί· όμως με κανένα τρόπο δεν δεχόταν ο αδελφός.
Ο αββάς τότε του κοινοβίου έστειλε και κάλεσε γιατρό, για να ανακουφίσει αυτός, όσο ήταν δυνατό, τον πάσχοντα.  Ήρθε λοιπόν ο γιατρός και, βλέποντας τον αδελφό σε τόσο επικίνδυνη κατάσταση, αν και τον παρακάλεσε πολύ να πιει λίγο κρασί και δεν το έκανε, λέει στον αββά: «Φέρτε μου εδώ μια μεγάλη σκάφη». Κι έριξε σ’ αυτήν τέσσερα δοχεία χλιαρό νερό και τον έκανε να μπει μέχρι τους μηρούς για μια ώρα. Και μας διαβεβαίωνε ο θείος γέροντας -επειδή βρέθηκε εκεί, λέει, όταν τον έβγαλαν από το νερό- ότι μέτρησε το νερό ο γιατρός και βρήκαν το νερό ένα δοχείο λιγότερο. Να σε ποιά πράγματα έδειχναν επιμονή οι ασκητές τηρώντας εγκράτεια και άσκηση, βιάζοντας για το Θεό τους εαυτούς τους, για να κερδίσουν τα αιώνια αγαθά».
Ο ίδιος πάλι μας διηγήθηκε: «Στο ίδιο κοινόβιο μπήκα στο κελί ενός γέροντα κι είδα ότι εκεί όπου έβαζε μετάνοιες ήταν πλάκα και πάνω σ’ αυτήν έβαζε, κι εκεί όπου ακουμπούσε τα γόνατα και τα χέρια βαθούλωσε την πλάκα περισσότερο από τέσσερα δάχτυλα. Τόσο πολλές μετάνοιες έβαζε».

(Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ.Σταυρονικήτα-Αγ. Όρος, σ.203-205)

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 07, 2012

Ο ναυαγός και το πρόσφορο



Γράφει ο Μέγας Γρηγόριος στους Διάλογους του, ότι στην θάλασσα τσακίσθηκε ένα καράβι, το οποίο είδαν από μακριά οι άνθρωποι της πόλεως, από την οποία ήταν οι ναύτες. Νομίζοντας δε, ότι επνίγησαν όλοι, ελειτούργησε ένας ιερέας για έναν αδελφό του, πού ήταν μέσα εις το καράβι καί τον εμνημόνευσε ως αποθαμμένον...

Την επομένη είδε τον αδελφό του καί ήλθε ζωντανός στο σπίτι του. Όταν τον ερώτησε, πώς εγλύτωσε από τον κίνδυνο, αποκρίθηκε: «Καθώς τσακίσθηκε το πλοίο άρπαξα ένα σανίδι καί έπλεα με εκείνο όσο μπορούσα. Έπειτα από ώρα πολλή ατόνησα καί δεν μπορούσα πλέον να κολυμπώ. Τότε βλέπω έναν θαυμάσιο νέο καί μου δίνει ένα ψωμί ωραιότατο καί μου λέγει να το φάω. Μόλις το έφαγα, επήρα τόση δύναμη καί δεν αισθανόμουν πλέον τον κόπο καθόλου, έως ότου —με την θεία βοήθεια— έφθασα εις τη στεριά».

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2012

Για μια γυναίκα πιστή της οποίας ο σύζυγος μεταστράφηκε από θαύμα.


Στη νήσο Σάμο μάς διηγήθηκε η θεοφιλής και φιλόπτωχη Μαρία, η μητέρα του κυρού Παύλου του κανδιδάτου(αξιωματικού), τα εξής: «Ήταν κάποια γυναίκα στην πόλη Νί­σιβη χριστιανή κι ο άνδρας της ειδωλολάτρης. Και είχαν πενήντα μιλιαρήσια (ασημένια νομίσματα). Μια μέρα λοιπόν λέει ο άνδρας στη γυναίκα του: «Ας δανείσουμε τα μιλιαρήσια, για να έχουμε απ’ αυτά λίγη απολαβή, επειδή, αν τα χαλάμε ένα-ένα, πρόκειται να τα ξοδέψουμε όλα». Αποκρίθηκε η γυναίκα και του λέει: «Αν προστάζεις να τα δανείσουμε, έλα δάνεισέ τα στο Θεό των χριστιανών». Της λέει ο άνδρας:
«Και πού είναι ο Θεός των χριστιανών, να του δανείσουμε;» Του λέει εκείνη: «Εγώ θα σου Τον δείξω· όχι μόνο δεν τα χάνεις, αλλά και τόκους σου δίνει και το κεφάλαιο διπλασιάζει». Αυτός της λέει: «Πάμε να μου Τον δείξεις και να Του δανείσουμε». Αυτή τον παίρνει και τον πηγαίνει στην αγιότατη εκκλησία. Έχει δε η εκκλησία της Νίσιβης πέντε πύλες μεγάλες. Μόλις λοιπόν τον έφερε στο περίστοο της εκκλησίας, όπου είναι οι μεγάλες πύλες, του έδειξε τους φτωχούς και είπε: «Αν δώσεις σε τούτους, ο Θεός των χριστιανών τα παίρνει, επειδή όλοι αυτοί είναι δικοί Του». Αυτός αμέσως δίνει μετά χαράς τα πενήντα μιλια­ρήσια στους φτωχούς και πήγε στο σπίτι του. Και μετά τρεις μήνες, επειδή είχαν ανάγκη από χρήματα, λέει ο άνδρας στη γυναίκα: «Αδελφή, δεν οφείλει να μας δώσει ο Θεός των χριστιανών κάτι από το χρέος εκείνο, επειδή είμαστε σε δύσκολη θέση;» Του αποκρίνεται λοιπόν η γυναίκα και του λέει: «Ναι, πήγαινε όπου τα έδωσες και θα σου δώσει πολύ πρόθυμα». Αυτός τότε πήγε τρέχοντας στην αγία εκκλησία. Κι όταν έφτασε στον τόπο όπου έδωσε τα μιλιαρήσια στους φτωχούς και τριγύρισε όλη την εκκλησία, επειδή νόμιζε ότι θα δει κάποιον που όφειλε να του δώσει κάτι, δεν είδε κανένα έκτος από τους φτωχούς που κάθονταν πάλι εκεί. Και καθώς διαλογιζόταν σε ποιόν να πει ή από ποιόν να απαιτήσει, βλέπει μπροστά στα πόδια του στο μάρμαρο ένα μιλιαρήσιο μεγάλο από εκείνα που είχε μοιράσει στους αδελφούς. Έσκυψε τότε, το πήρε, πήγε στο σπίτι του και λέει στη σύζυγό του: «Να, που πήγα στην εκκλησία σας και σε διαβεβαιώνω, γυναίκα, δεν είδα όπως είπες το Θεό των χριστιανών και δεν μου έδωσε τίποτε, βρήκα όμως το μιλιαρήσιο τούτο στον τόπο όπου κι εγώ έδωσα τα πενήντα μιλιαρήσια». Τότε του λέει η θαυμαστή γυναίκα: «Αυτός είναι που έδωσε τούτο αφανώς, επειδή είναι αόρατος και διοικεί τον κόσμο με αόρατη δύναμη και χέρι. Όμως πήγαινε, κύριέ μου, κι αγόρασέ μας τίποτε να φάμε σήμερα κι Αυτός σου ξαναδίνει». Αυτός πήγε κι αγόρασε γι’ αυτούς ψωμί και κρασί και ψάρι και τα δίνει στη γυναίκα. Αυτή πήρε το ψάρι κι άρχισε να το καθαρίζει. Κι όταν το άνοιξε, βρίσκει στα σπλάχνα του μια πέτρα τόσο θαυμαστή, που απόρησε η γυναίκα μ’ αυτήν. Βέβαια δεν ήξερε τι είναι, αλλ’ όμως τη φύλαξε. Όταν ήρθε ο άνδρας της, καθώς έτρωγαν, του έδειξε την πέτρα που βρήκε και είπε: «Να, αυτήν την πέτρα βρήκα στο ψάρι». Αυτός βλέποντάς την, θαύμασε μεν κι αυτός την ομορφιά της, αγνοούσε όμως τη φύση της. Κι όταν έφαγαν, της λέει: «Δώσ’ τη μου και πηγαίνω να την πουλήσω, αν τυχόν και βρω κανένα να μου δώσει γι’ αυτήν τίποτε». Γιατί ούτε κι αυτός, όπως είπα, ήξερε τι είναι, όντας αστοιχείωτος. Παίρνει λοιπόν την πέτρα και πηγαίνει στον τραπεζίτη, ο οποίος ήταν και αργυροπράτης.  Ήταν τότε ώρα να κλείσει· (ήταν βράδυ). Λέει στον αργυροπράτη: «Θέλεις να αγοράσεις αυτήν την πετρούλα:» Τότε ο αργυροπράτης τη βλέπει και λέει: «Και τί θέλεις γι’ αυτήν;» Του λέει ο πωλητής: «Δώσε ό,τι θέλεις». Του λέει εκείνος: «Πάρε πέντε μιλιαρήσια». Τότε ο πωλητής, επειδή νόμισε ότι τον περιπαίζει, του λέει: «Και δίνεις αυτά για τούτη;» Και ο αργυροπράτης, επειδή νόμισε ότι ειρωνικά του απάντησε έτσι, του λέει: «Πάρε δέκα μιλιαρήσια». Ο δε πωλητής, νομίζοντας ότι τον ξανακοροϊδεύει, σιωπούσε. Του λέει ο αργυροπράτης: «Πάρε είκοσι μιλιαρήσια γι’ αυτήν». Αλλ’ αυτός σιωπούσε χωρίς να αποκρίνεται τίποτε. Καθώς όμως ανέβηκε στα τριάντα και μετά μέχρι τα πενήντα μιλιαρίσια ο αργυ­ροπράτης ορκιζόμενος ότι πράγματι θα τα δώσει, τότε το καλοσκέφτηκε και μπήκε στο νόημα ότι, αν δεν ήταν αυτή πολύτιμη, δεν θα έδινε πενήντα μιλιαρήσια γι’ αυτήν κι’ ανεβάζοντας λίγο-λίγο την τιμή, του δίνει μέχρι τριακόσια μιλιαρήσια μεγάλα. Κι όταν τα πήρε, αφού έδωσε την πέτρα, έρχεται στη γυναίκα του χαρούμενος. Αυτή, όταν τον είδε του λέει: «Πόσο την πήρε;» νομίζοντας ότι ή πέντε ή δέκα φόλεις την πούλησε. Αυτός έβγαλε τότε τα τριακόσια μιλιαρή­σια και της τα έδωσε λέγοντας ότι τόσο την πούλησε. Αυτή θαύμασε την αγαθότητα του φιλάνθρωπου Θεού και λέει προς αυτόν: «Να, άνδρα μου, πόσο αγαθός και ευγνώμων και πλούσιος είναι ο Θεός των χριστιανών. Βλέπεις πως όχι μόνο τα πενήντα μιλιαρήσια, αλλά και τον τόκο τους έδωσε σε σένα που Του δάνεισες, αλλά και σε λίγες μέρες στα παρέδωσε εξαπλάσια. Μάθε λοιπόν ότι δεν υπάρχει Θεός άλλος ούτε στη γη ούτε στον ουρανό παρά μόνο Αυτός». Κι επειδή πείστηκε απ’ αυτό το θαύμα και γνώρισε εκ πείρας και μ’ αυτόν τον τρόπο την αλήθεια, έγινε αμέσως χριστιανός και δόξασε το Σωτήρα μας Χριστό «συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι» ευχαριστώντας τον πάρα πολύ για τη σύνεση της γυναίκας του, διά της οποίας του δωρήθηκε το να γνωρίσει το Θεό «εν αληθεία».
(Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ.Σταυρονικήτα-Αγ. Όρος, σ.205-208)

Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2012

Ο αναχωρητής Ιωάννης.



05ΙΟΥΛ

 
      Μας διηγήθηκε ο οσιότατος Διονύσιος, ο πρεσβύτερος και σκευοφύλακας της αγιότατης  Εκκλησίας των  Ασκαλωνιτών, για τον αββά Ιωάννη τον αναχωρητή ότι υπήρξε πραγματικά μέγας άνθρωπος κατά Θεόν στη σημερινή γενιά· και για να δείξει την προς Θεόν ευαρέστησή του, διηγιόταν τούτο το θαύμα που συνέβαινε σ’ αυτόν: «Ο γέροντας», λέει, «ησύχαζε στα μέρη του χωριού Σοχούς, είκοσι σχεδόν μίλια από τα  Ιεροσόλυμα. Είχε δε ο γέροντας στο σπήλαιό του μια εικόνα της Παναγίας αχράντου Δεσποίνης ημών και αειπάρθενου Μαρίας να κράτα στην αγκαλιά το Θεό μας. Κάθε φορά λοιπόν που ήθελε να πάει σε κάποιο τύπο, ή σε μακρινές ερήμους ή στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τους αγίους Τόπους, ή και στο όρος Σινά, για να προσκυνήσει, και σε ναούς μαρτύρων που απείχαν από τα  Ιεροσόλυμα μεγάλη και μακρινή απόσταση -ήταν φιλομάρτυρας ο γέροντας και τώρα μεν πήγαινε στον άγιο Ιωάννη στην Έφεσο, έπειτα στον άγιο Θεόδωρο στα Ευχάιτα, και πριν λίγο μεν στη χώρα των Ισαύρων, στην αγία Θέκλα στη Σελεύκεια, τώρα δε στον άγιο Σέργιο στο Σάφας· και τη μια φορά προς αυτόν, την άλλη δε προς εκείνον τον άγιο πορευόταν ετοίμαζε λοιπόν την καντήλα και την άναβε, όπως είχαν συνήθεια. Έπειτα έστεκε σε προσευχή και ικέτευε το Θεό να κατευθύνει την πορεία του κι έλεγε στη Δέσποινα προσβλέποντας την εικόνα της: «Αγία Δέσποινα Θεοτόκε, επειδή πρόκειται να βαδίσω μεγάλο δρόμο, που έχει πολλών ημερών απόσταση, φρόντισε την καντήλα σου κι αν πάει να σβήσει, φύλαξέ την, κατά τη διάθεσή μου, επειδή εγώ φεύγω έχοντας τη βοήθειά σου συνοδοιπόρο». Και λέγοντας αυτά μπροστά στην εικόνα, έφευγε. Έκανε λοιπόν την προγραμματισμένη πορεία και επέστρεφε πότε σε ένα μήνα, πότε σε δύο και τρεις, καμιά φορά και σε πέντε κι έξι κι έβρισκε την καντήλα περιποιημένη κι αναμμένη όπως ακριβώς την άφησε φεύγοντας για την πορεία και ποτέ δεν την είδε σβησμένη από μόνη της,  ούτε όταν σηκωνόταν από τον ύπνο ούτε όταν επέστρεφε από ταξίδι ούτε όταν ερχόταν από την έρημο στο σπήλαιο».
      Μας έλεγε και τούτο γι’ αυτόν ο ίδιος Διονύσιος ο πρεσβύτερος, ότι κάποτε περπατούσε ο γέροντας στην άκρη του χωριού Σοχούς, όπου ήταν το σπήλαιό του, και περπατώντας είδε ένα λιοντάρι μεγάλο να έρχεται από απέναντι και να βρίσκεται κοντά του. Περπατούσε δε σ’ ένα δρόμο πολύ στενό που βρισκόταν ανάμεσα σε δύο φράχτες με τους οποίους οι γεωργοί συνηθίζουν να περιφράζουν τα χωράφια τους φυτεύοντας δέντρα από τα αγκαθωτά. Κι είχε τέτοια στενότητα ο δρόμος από τα αγκάθια, που χωρούσε μόλις ένα πεζό χωρίς να κουβαλά τίποτε και δεν επέτρεπε να βαδίζει ανεμπόδιστα ο διαβάτης. Μόλις λοιπόν πλησίασαν ο ένας τον άλλο ο γέροντας και το λιοντάρι, ούτε ο γέροντας επέστρεψε στο δίστρατο, για να αφήσει χώρο για το λιοντάρι ούτε το λιοντάρι μπορούσε να γυρίσει πίσω ούτε να περάσουν και οι δύο ήταν δυνατό, από τη μεγάλη στενότητα του δρόμου. Βλέποντας λοιπόν το λιοντάρι το δούλο του Θεού να θέλει να προχωρήσει και να μη θέλει να γυρίσει πίσω με κανένα τρόπο, στάθηκε στα πίσω πόδια του κι ακούμπησε όρθιο στο φράχτη αριστερά του γέροντα. Έτσι έκανε με το βάρος και τη δύναμη του σώματος κάποια μικρή ευρυχωρία και πρόσφερε ανεμπόδιστη την πορεία στο δίκαιο· κι έτσι πέρασε ο γέροντας αγγίζοντας τη ράχη του λιονταριού. Και τότε, μετά το πέρασμά του, το λιοντάρι σηκώθηκε από το φράχτη και προχώρησε το δικό του δρόμο.
Τον αββά  Ιωάννη επισκέφτηκε ένας αδελφός και δεν βρήκε τίποτε στο σπήλαιό του. Και του λέει: «Πώς μένεις εδώ, πάτερ, μη έχοντας τα αναγκαία;» Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Το σπήλαιο τούτο, παιδί μου, είναι παλαίστρα· «μία σου και μία μου».


(Ιωαν. Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2012

Για τον επίσκοπο ο οποίος άφησε τη θέση του και δούλευε εργάτης.



Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για έναν επίσκοπο ο οποίος άφησε την επισκοπή του και πήγε στη Θεούπολη και δούλευε βοηθώντας τους κτίστες. Εκείνο τον καιρό ήταν κόμης της Ανατολής ο  Εφραίμιος, άνδρας ελεήμων και πονόψυχος. Γι’ αυτό και ανοικοδομούνταν τα δημόσια κτίρια, επειδή είχε πέσει όλη η πόλη από το σεισμό. Μια νύχτα λοιπόν βλέπει ο  Εφραίμιος στον ύπνο του τον επίσκοπο να κοιμάται κι ένα στύλο πύρινο να κατεβαίνει πάνω του από τον ουρανό. Το είδε αυτό όχι μια και δυό, αλλά πολλές φορές κι έμεινε έκθαμβος. Γιατί το θαύμα ήταν φοβερό και σε γέμιζε έκπληξη. Και συλλογιζόταν τί να είναι άραγε τούτο; Γιατί δεν ήξερε ο  Εφραίμιος ότι ο εργάτης ήταν επίσκοπος. Και πώς ήταν δυνατό να το ξέρει ότι ήταν επίσκοπος, όταν έβλεπε μαλλιά άγρια και βρώμικα ρούχα και άνθρωπο ασήμαντο, φτωχό και ταλαιπωρημένο από την πολλή υπομονή, την άσκηση και εργασία κι από την εξάντληση που φέρνει ο κόπος ο πολύς; Μια μέρα λοιπόν καλεί ο  Εφραίμιος τον εργάτη, τον πρώην επίσκοπο, θέλοντας να μάθει από τον ίδιο το ποιός είναι· κι άρχισε να τον ρωτά ιδιαιτέρως από πού είναι και το όνομά του. Αυτός του λέει: «Εγώ είμαι κάποιος από τους φτωχούς αυτής της πόλεως και, μη έχοντας από πού να τραφώ, δουλεύω εργάτης και με τρέφει ο Θεός από τους κόπους μου». Παρακινημένος όμως από το Θεό ο Εφραίμιος αποκρίνεται και του λέει: «Σε βεβαιώνω ότι δεν θα σ’ αφήσω, μέχρι να μου πεις την αλήθεια για όλη τη ζωή σου». Επειδή δεν μπορούσε πια να κρυφτεί, του λέει: «Δώσε μου το λόγο σου ότι, όσο βρίσκομαι σ’ αυτήν τη ζωή, δεν θα αποκαλύψεις σε κανένα την ιστορία μου κι εγώ θα σου ανακοινώσω τα δικά μου, έκτος από το όνομά μου και την πόλη». Τότε του ορκίστηκε ο θείος  Εφραίμιος ότι «δεν θα πω τίποτε από τα δικά σου, μέχρι που θα θελήσει ο Θεός να σε πάρει απ’ αυτήν τη ζωή». Αυτός τότε του λέει: «Εγώ είμαι επίσκοπος και άφησα την επισκοπή μου για το Θεό κι ήρθα εδώ, στον άγνωστο τόπο, ταλαιπωρούμενος και δουλεύοντας εργάτης. Κι από τον κόπο μου εξοικονομώ το λίγο ψωμί μου.  Εσύ όμως, όσο μπορείς, αύξανε την ελεημοσύνη. Γιατί, αυτές τις μέρες, ο Θεός σε ανεβάζει στον αποστολικό θρόνο αυτής της  Εκκλησίας των Θεουπολιτών, για να ποιμάνεις το λαό Του, για τον οποίο φρόντισε με το ίδιο Του το αίμα ο Χριστός, ο αληθινός Θεός μας. Όπως λοιπόν σας είπα, υπέρ της ελεημοσύνης και της  Ορθοδοξίας αγωνιστείτε. «Τοιαύταις γαρ θυσίαις ευαρεστείται ο Θεός». Και σε λίγες μέρες έτσι έγινε. Όταν άκουσε αυτά ο Εφραίμιος, δόξασε το Θεό και είπε: «Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός, οι οποίοι μόνο σ’ Αυτόν είναι γνώριμοι!».

(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 14, 2012

Το πρότυπο





Ζήτησε απ' τον φίλο τον 
ζωγράφο για δώρο,
μια προσωπογραφία του.
Κι ο αληθινός,
 φίλος-καλλιτέχνης του
 ζωγράφισε...
τον Αναστάντα!
Σου χαρίζω, του είπε, 
την αιωνιότητα!
 Ήταν εγωισμός. 
Ματαιολατρεία αυτό
 που ζήτησες!
 Αντίγραφε Αυτόν που 
σου δωρίζω: 
τον Αναστάντα!
Αυτόν κάμε τον, αντάξια 
προσωπογραφία σου!
Ανδρ. Αγραπ.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012

Για μια αγιότατη παρθένο.


        
     Επισκεφτήκαμε τον αββά Ιωάννη τον αναχωρητή, το λεγόμενο Πυρρό, και μας διηγήθηκε τα εξής: «Άκουσα τον αββά  Ιωάννη το Μωαβίτη να λέει ότι ήταν κάποια μονάστρια στην αγία πόλη πολύ ευλαβής και προκομμένη κατά Θεό. Επειδή λοιπόν φθόνησε ο διάβολος την παρθένα, βάζει σε κάποιο νέο σατανικό έρωτα προς αυτήν. Η θαυμαστή όμως εκείνη παρθένα, βλέποντας τη σκευωρία του δαίμονα και τον κίνδυνο να χαθεί ο νέος, παίρνει σ’ ένα μαντήλι λίγα βρεγμένα όσπρια κι έρχεται στην έρημο προξενώντας και στο νέο την απαλλαγή από την ενόχληση και τη σωτηρία με την αναχώρηση και στον εαυτό της την ασφάλεια της ερημιάς. Μετά πολύ λοιπόν καιρό κατ’ οικονομία Θεού, για να μη μείνει άγνωστη η ενάρετή της ζωή, τη βλέπει κάποιος αναχωρητής στην έρημο του Ιορδάνη και της λέει: «Αμμά, τί κάνεις σ’ αυτή την έρημο;» Αυτή, θέλοντας να κρυφτεί από τον αναχωρητή, του λέει: «Συμπάθα με, γιατί έχασα το δρόμο· αλλά, κάνε αγάπη, πάτερ, για τον Κύριο, και δείξε μου τον». Αυτός, επειδή ήξερε από Θεού την υπόθεσή της, της λέει: «Σε διαβεβαιώνω, αμμά, ότι ούτε έχασες το δρόμο, ούτε δρόμο αναζητάς, αλλά μια και ξέρεις ότι το ψέμα είναι από το διάβολο, πες μου αληθινά την αίτια για την οποία ήρθες εδώ». Τότε λέει η παρθένα: «Συμπάθα με, αββά, κάποιος νέος σκανδαλίστηκε με μένα και γι’ αυτό ήρθα σ’ αυτήν την έρημο, προτιμώντας μάλλον να πεθάνω εδώ παρά να γίνω πρόσκομμα σε κάποιον, κατά το λόγο του  Αποστόλου».Της λέει ο γέροντας: «Και πόσο καιρό έχεις εδώ;». Αυτή του λέει: «Έχω, με τη χάρη του Χριστού, δεκαεφτά χρόνια». Της ξαναλέει ο αναχωρητής: «Και από πού τρως;» Αυτή βγάζει το μαντήλι με τα βρεγμένα όσπρια και λέει στον αναχωρητή: «Να, τούτο το πανί που βλέπεις βγήκε μαζί μου από τήν πόλη μ’ αυτά τα λίγα βρεγμένα όσπρια και τέτοια οικονομία έκανε ο Θεός σε μένα την ταπεινή, ώστε τόσο καιρό τρώω απ’ αυτά και δεν ελαττώθηκαν. Κι αυτό να ξέρεις, πάτερ, ότι τόσο με σκέπασε η αγαθότητά Του. ώστε αυτά τα δεκαεφτά χρόνια δεν με είδε άνθρωπος, έκτος από σένα μόνο σήμερα· εγώ όμως τους έβλεπα όλους». Και μαθαίνοντας αυτά ο αναχωρητής δόξασε το Θεό».

(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 25, 2012

To Σούπερ μάρκετ του Ουρανού



   Περπατούσα πριν καιρό στην λεωφόρο της ζωής.
Μια μέρα είδα μια πινακίδα που έγραφε: «Σούπερ μάρκετ Ουρανού».
Καθώς ήρθα πιο κοντά η πόρτα άνοιξε και δίχως να το καταλάβω, βρέθηκα μέσα.
Είδα οικοδεσπότες Αγγελούδια που στέκονταν παντού. Ένα αγγελούδι με πλησίασε, μου έδωσε ένα καλάθι και μου είπε: «ψώνισε με σύνεση».
Όλα όσα ένας χριστιανός χρειάζεται ήταν μες στο σούπερ μάρκετ.
Όσα δεν μπορούσες να κουβαλήσεις σήμερα, θα μπορούσες να ξανάρθεις πάλι.
Στο καλάθι μου πρώτα έβαλα λίγη «Υπομονή» και στην ίδια σειρά βρήκα την «Αγάπη» και πιο κάτω την «Κατανόηση».
Τα χρειάζεσαι αυτά παντού, όπου κι αν πας.
Πήρα μία σακούλα «Σοφία» μια, δυο σακούλες «Πίστη».
Δεν μπορούσα να προσπεράσω το Άγιο Πνεύμα γιατί ήταν παντού μέσα στην αίθουσα.
Σταμάτησα να πάρω λίγη «Δύναμη» και «Κουράγιο», για να βοηθηθώ να τρέξω στον αγώνα.
Σχεδόν το καλάθι μου είχε γεμίσει, μα θυμήθηκα ότι χρειαζόμουν την «Ευλογία».
Δεν ξέχασα να πάρω τη «Σωτηρία» γιατί ήταν δωρεάν. Έτσι προσπάθησα και πήρα αρκετή και για τους δύο, για σένα και εμένα.
 Οπωσδήποτε μην παραλείψω, μην προσπεράσω, την «Ταπεινοφροσύνη», τη «Συγχώρηση», τη «Δικαιοσύνη» και την «Ευγνωμοσύνη».
Τελικά ξεκίνησα για το ταμείο να πληρώσω το λογαριασμό. Πίστευα ότι είχα ότι χρειαζόμουν για να εκπληρώσω την επιθυμία του δασκάλου μου.
Καθώς προχωρούσα στο διάδρομο είδα την «Προσευχή» και την «Εγκράτεια».
Σίγουρα τις χρειαζόμουν και τι δύο, γιατί ήξερα ότι μόλις βγω έξω θα συναντούσα την αμαρτία.
Η «Ειρήνη» και η «Χαρά» ήταν εν αφθονία στο τελευταίο ράφι.
Το «Τραγούδι» και η «Δοξολογία» κρέμονταν στο πλάι κι έτσι έβαλα και από αυτά στο καλάθι μου.
Πλησιάζοντας τον άγγελο στο ταμείο τον ρώτησα:
-Πόσα σας οφείλω;
-Πάρε τα μαζί σου όπου κι αν πας, μου απάντησε με ένα μειδίαμα.
-Πόσα σας οφείλω γι όλα αυτά; Ξαναρώτησα
Ο Άγγελος χαμογέλασε πάλι και μου είπε:
«Ο Χριστός έχει πληρώσει το λογαριασμό σου πριν πολλά-πολλά χρόνια»
πηγή:leimwnas

Τρίτη, Ιανουαρίου 24, 2012

Για τον αββά Μάρκελο το Σκητιώτη.



 
 Επισκεφτήκαμε στη λαύρα των Μονιδίων τον αββά Μάρκελο το Σκητιώτη· κι ο γέροντας, θέλοντας να μας ωφελήσει, μας διηγήθηκε τα εξής: «Όταν ήμουν στη χώρα μου (ήταν από την Απάμεια) είχε έναν ηνίοχο ο εκεί ιππόδρομος στο όνομα Φιλέρημο. Μια μέρα λοιπόν που ηττήθηκε το άρμα του, σηκώθηκαν οι της φατρίας του και του φώναζαν: «Φιλέρημος σε πόλη δάφνες δεν παίρνει». Αφού λοιπόν ήρθα στη Σκήτη, αν ποτέ με πολεμούσε ο λογισμός να πάω σε πόλη ή χωριό, αμέσως έλεγα μέσα μου: «Μάρκελε, φιλέρημος σε πόλη δάφνες δεν παίρνει». Και με τη χάρη του Χριστού αυτός ο λογισμός με έκανε να μη βγω από τη Σκήτη για τριανταπέντε χρόνια μέχρι που ήρθαν οι βάρβαροι και με πούλησαν στην Πεντάπολη κι ερήμωσαν τη Σκήτη».
Ο ίδιος αββάς Μάρκελος μας διηγήθηκε δήθεν για άλλο γέροντα που ησύχαζε στη Σκήτη (ήταν όμως ο ίδιος) ότι κάποτε σηκώθηκε νύχτα με σκοπό να κάνει τον κανόνα. Και μόλις αρχίζει τον κανόνα, ακούει ήχο βούκινου σαν σε πόλεμο. Και επειδή ταράχτηκε ο γέροντας απ’ αυτό, διαλογιζόταν μέσα του: «Από πού ο ήχος εδώ; Δεν υπάρχουν στρατιώτες εδώ ούτε γίνεται πόλεμος». Και καθώς διαλογιζόταν αυτά, να που ήρθε κοντά του ένας δαίμονας και του λέει: «Ναι, πόλεμος είναι. Αν λοιπόν δεν θέλεις να πολεμήσεις και να αντιπολεμηθείς, πήγαινε, κοιμήσου και μην πολεμάς».
Είπε πάλι ο γέροντας: «Σας βεβαιώνω, παιδιά μου, τίποτε δεν ταράζει τόσο και διεγείρει και παροξύνει και τραυματίζει και καταστρέφει και στενοχωρεί και φέρνει εναντίον μας τους δαίμονες και τον ίδιο τον αρχέκακο Σατανά, όσο η παντοτινή μελέτη των Ψαλμών. Γιατί όλη μεν η αγία Γραφή είναι ωφέλιμη και λυπεί όχι λίγο τούς δαίμονες.   Αλλά τίποτε δεν λυπεί τόσο αυτούς, όσο το Ψαλτήρι.  Επειδή, όπως ακριβώς με τις φατρίες του ιπποδρόμου, αν το ένα μέρος εγκωμιάζει τον βασιλιά, το άλλο μέρος δεν λυπάται ούτε κινείται εναντίον τους· όταν όμως αρχίσουν τις βρισιές, τότε εξεγείρονται εναντίον τους, έτσι κι οι δαίμονες, δεν λυπούνται τόσο ούτε ταράζονται με την υπόλοιπη Γραφή, όσο με τους Ψαλμούς. Επειδή μελετώντας τους Ψαλμούς μ’ άλλα μεν λόγια προσευχόμαστε για μας, μ’ άλλα δε τους δαίμονες καταριόμαστε. Όπως, όταν λέμε:
«Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψαν το ανόμημά μου». Και πάλι: «Μη απόρριψης με εις καιρόν γήρως, εν τω εκλείπειν την ισχύν μου μη εγκαταλίπης με». Με άλλα δε καταριόμαστε τους δαίμονες, όπως όταν άλλοτε λέμε: «Αναστήτω ο Θεός και διασκυρπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωααν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν». Κι άλλου: «Διασκόρπισον έθνη τα τους πολέμους θέλοντα». Κι αλλού: «Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου, και παρήλθον, και ιδού ουκ ην, και εζήτησα αυτόν, και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού»,:. Και το: «Η ρομφαία αυτών εισέλθοι εις καρδίαν αυτών». Και: «Λάκκον ώρυξεν και α­νέσκαψεν αυτόν και εμπεσείται εις βόθρον ον ειργάσατο· επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού και εις κορυφήν αυτού η αδικία αυτοϋ καταβήσεται».
 Είπε πάλι ο γέροντας: «Πιστέψτε με, παιδιά μου, όταν λέω ότι όσο μεγάλος έπαινος και μεγάλη δόξα πρέπει σ’ αυτόν που και βασιλεία αφήνει και γίνεται μοναχός, επειδή πολυτιμότερα είναι τα νοητά από τα αισθητά, τόσο μεγάλη ντροπή και ατιμία αρμόζει στο μοναχό ο οποίος αφήνει το μοναχικό σχήμα και γίνεται βασιλιάς».
Είπε πάλι; «Ο άνθρωπος ομοίωμα Θεού ήταν στην αρχή· έγινε όμως ομοίωμα θηρίων ξεπέφτοντας μακριά από το Θεό».
Είπε πάλι: «Και η φύση ξεσηκώνει τις επιθυμίες, αδελφοί, όπως η επίταση της ασκήσεως τις σβήνει».
Είπε πάλι ο γέροντας: «Γνώρισε εκ πείρας τον αγαθό βίο και μην τον φοβηθείς σαν δήθεν αδύνατο».
Είπε πάλι: «Μην απορήσεις, επειδή, όντας άνθρωπος, μπορείς να γίνεις άγγελος. Γιατί είναι μπροστά μας η ισάγγελη δόξα την οποία υπόσχεται ο αγωνοθέτης στους αγωνιζόμενους».
Είπε πάλι ο γέροντας: «Τίποτε δεν προσεγγίζει τόσο το Θεό στους μοναχούς, όσο η καλή και σεμνή και φιλόθεη αγνότητα, που παρέχει την ευπρέπεια και προσκόλληση στον Κύριο χωρίς περισπασμούς, όπως έδωσε μαρτυρία γι’ αυτήν το πανάγιο Πνεύμα μέσω του θείου Παύλου».
       Είπε πάλι: «Παιδιά μου, ας αφήσουμε τους γάμους και τις τεκνογονίες σ’ αυτούς που βλέπουν στη γη και ποθούν τα παρόντα και δεν μελετούν τα μέλλοντα μήτε ασχολούνται με την απόκτηση των αιώνιων αγαθών μήτε μπορούν να απαλλαγούν από τα πρόσκαιρα».
Είπε πάλι ο γέροντας: «Ας σπεύσουμε να φύγουμε από τη σαρκική ζωή, όπως ο Ισραήλ από την αιγυπτιακή δουλεία».
Είπε πάλι: «Λαμπρές και γλυκές έχουμε μπροστά μας τις δωρεές του Θεού, αδελφοί, σε αντίθεση με την πικρή ηδονή του κόσμου».
Είπε πάλι ο γέροντας: «Ας αποφύγουμε τη μητέρα όλων των κακών, τη φιλαργυρία».

(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)

Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2012

Ο μοναχός που έσωσε την μητέρα του από την κόλαση.




 Ο επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ό όποιος έζησε τον Ε μ.Χ. αιώνα, διηγείται πώς μια φορά τον επισκέφθηκε ένας μοναχός, πού ερχόταν από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουρασθή και να φάγη. Όταν έτρωγε ό μοναχός, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνο το αριστερό του χέρι και ότι το δεξί του ήταν τυλιγμένο με ένα παλιόρασο.
Ό επίσκοπος τον ρώτησε, όχι από περιέργεια άλλα από ενδιαφέρον, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του και μάλιστα με ένα παλιόρασο τριμμένο, ενώ εφαίνετο από την όλη του ενδυμασία ότι δεν ήταν μοναχός ρακένδυτος. Μάλιστα, θέλησε να το τραβήξει για να δη, όπως υποψιαζόταν, αν υπήρχε κάποια πληγή στο χέρι του μονάχου, αλλά αυτός δεν τον άφησε και το σκέπασε γρήγορα, διότι άρχισε να βγαίνει αφόρητη δυσοσμία.
Κι ό μοναχός διηγήθηκε τα έξης στον επίσκοπο:
-Σεβασμιότατε, εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πάγκαλη, ή οποία, δυστυχώς, από πολύ νωρίς, άφ ότου χήρεψε, παρεσύρθη στον κακό δρόμο κι έγινε πόρνη. Λόγω δε της μεγάλης ωραιότατος πού είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη "πελατεία" και έγινε πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη.
Όταν όμως μεγάλωσα και άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται, βδελυσσόμενος αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της και πήγα σε ένα μοναστήρι.
Πληροφορήθηκα όμως κάποια στιγμή ότι ή μητέρα μου αιφνιδίως πέθανε. Και όλη ή τεράστια εκείνη περιουσία, την οποία είχε κάνει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περιουσία αυτή την μοίρασα όλη, μέχρι και της τελευταίας δραχμής, στους φτωχούς κι έφυγα για την Έρημο ξανά, προσευχόμενος για τη σωτηρία της μάνας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου, πού όταν είχε κοιμηθή, εγώ ήμουν μωρό.
Πάντα προσευχόμουν όμως στον Θεό, σαν μοναχός πού ήμουν, να με πληροφόρηση εάν οι ελεημοσύνες πού δόθηκαν σε όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου και να κάνουν πολλά-πολλά σαρανταλείτουργα έπιασαν τόπο. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα, μετά από έναν χρόνο και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Και εκείνος μου είπε:
--Πολύ καλά έκανες βέβαια και μοίρασες όλη αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και έδωσες στα μοναστήρια για να γίνονται Λειτουργίες στο όνομα της μητέρας σου, αλλά για τις πληροφορίες πού μου ζητάς να μάθεις που βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σου απαντήσω. Ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός Γέροντας, πού να μπορεί να σε πληροφόρηση για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.

Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου, πήγα στις Σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου. Εκεί πράγματι γνώρισα πατέρας και ασκητής πολλούς, πού μου υπέδειξαν έναν Γέροντα, πολύ βαθιά στην Έρημο, ικανό να με βοηθήσει. Κι έτσι με έναν ντορβά στον ωμό, με λίγο νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον Γέροντα αυτόν.
Μου είπαν οι πατέρες ότι: «στην πρώτη σπηλιά πού θα συνάντησης, εκεί θα τον βρεις».
Και πράγματι, ύστερα από οδοιπορία τριάντα ήμερων βρήκα τη σπηλιά και τον άγιο εκείνο άνθρωπο, ό όποιος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχθηκε.
Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, φίλησα τις άκρες των δακτύλων του και με δάκρυα στα μάτια του ανέφερα τη ζωή της μητέρας μου και ποιες ήταν οι ενέργειες μου για τη σωτηρία της ψυχής της, με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα πού έκανα.
-Παιδί μου, λέει, αυτό πού ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. 'Αλλά όμως, αφού έκανες τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ήμερων για να φθάσης μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δύο μαζί, να μας πει που περίπου βρίσκετε ι ή ψυχή της μητέρας σου.
Βγήκε λοιπόν έξω, στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια πετρούλα κι έκανε έναν κύκλο, ό άγιος ασκητής και μου είπε:
-Σ αυτόν τον κύκλο μέσα έλα και στάσου όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος, χωρίς να καθίσεις, επτά ήμερες. Ούτε θα φας ούτε θα πιεις ούτε θα κουνηθείς!' Επτά μέρες κι επτά νύχτες όρθιος και ακίνητος διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ό Θεός να μάς φώτιση και να μάς αποκάλυψη την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Θα παρακαλείς τον Θεό συνεχώς με δάκρυα, τα όποια κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάνω κι εγώ ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.
Και πράγματι, λοιπόν, έγινε αυτό, όπως ακριβώς το είπε ό άγιος εκείνος Γέροντας και φημισμένος ασκητής.
Όταν έφθασε λοιπόν ή νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ό νους του μοναχού στον ουρανό και με έκσταση ψυχής είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Και ότι ο Θεός είναι παρών και στην κόλαση και στον παράδεισο. Στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν.
Είδε λοιπόν, ας πούμε, στην αριστερή του πλευρά, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό μείγμα, πού έβραζε και κόχλαζε. Μέσα σ αύτη τη φοβερή λίμνη την καιόμενη του πυρός, όπως μας αναφέρει η Αποκάλυψις, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, είδε να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές. Πότε να βυθίζονται μέσα σ αυτήν και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο σαν να παίρνουν μια αναπνοή και ξανά πάλι μέσα και ξανά πάλι έξω, χωρίς τελειωμό. Είχε την αίσθηση, όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβίθια και με τον βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις να ανεβοκατεβαίνουν.
Κάποια στιγμή λοιπόν, ανεγνώρισε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε κι αυτή τον γυιό της πού εύρίσκετο στην άκρη της λίμνης και φώναξε:
-Παιδί μου, ΕΛΕΟΣ!!! ΒΟΗΘΕΙΑ!!!
Και ξαναβυθίοτηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε, μέχρι τη μέση τώρα. Και ξαναφωνάζη πάλι "έλεος! έλεος! βοήθεια! βοήθεια!"
-Παιδί μου, βοήθησε με, βοήθησε με!!! Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!...
Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά.
-Και τόσος ήταν ό πόνος μου, λέει ό μοναχός, τόση ήταν ή οδύνη μου και τόση ή λαχτάρα μου, πού την ώρα πού ξαναβυθιζόταν, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα από τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω.
Και δίπλα μου βλέπω μία ωραιότατη χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, από ένα βράχο...πού δεν ήταν και βράχος, δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν! έτρεχε γάργαρο νερό και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ. Και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ' αυτήν την κολυμβήθρα και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν από την κολυμβήθρα κι εκεί κάποιοι Νέοι, στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ' αυτά και εντάχθηκε μέσα στον χορό των Αγίων.
  Κι εκείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους Νέους, τούς ολόλαμπρους πού χαίρονταν μέσα στη χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι πού ξαναήλθα στον εαυτό μου. Και βρέθηκα το πρωί πού τελείωνε ή έβδομη ημέρα, να είμαι έξω εκεί, μέσα στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου και βεβαίως ύστερα να ευγνωμονώ τον Θεό συνεχώς.
Όταν ό άγιος εκείνος ασκητής με ρώτησε:
-Τι είδες, παιδί μου, αυτό το βράδυ; διηγήθηκα όλα αυτά. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες προς τον Θεό και Σωτήρα μας, για την άπειρη ευσπλαχνία 
Του πού έβγαλε την ψυχή της μάνας μου από τον Άδη. Το χέρι μου όμως πού βούτηξε μέσα σ' αυτή την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήταν όχι μόνο καμένο -διότι εκαίετο εκείνη η λίμνη- αλλά και βρωμούσε απαίσια.
--Πάτερ μου, λέω, στον άγιο εκείνο Γέροντα και ασκητή σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.
Κι εκείνος μου είπε:
--Όχι! Μέχρι πού να πεθάνεις, θα το δείχνεις! Είναι ή απόδειξης, για το πόση δύναμη έχει ή Θεία Λειτουργία, τα μνημόσυνα, τα τρισάγια, οι προσευχές με το κομποσκοίνι και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Και σχίζει το ράσο του ό μεγάλος εκείνος ασκητής και Γέροντας και μου λέει:
-Τύλιξε το. Ό τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και για εκείνους πού θα αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.
-Σεβασμιότατε, το τραβήξατε λίγο. Για δείτε το τώρα ολόκληρο! Και ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι του. Κι ό δεσπότης δεν άντεξε την "βρώμα" κι έφυγε από το δωμάτιο. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντος ήταν ράσο αγιασμένο, γι' αυτό είχε και τόση ευωδία.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...