Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειμωνάριον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειμωνάριον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιουλίου 02, 2014

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ



῾Ο Γέροντας ἀξημέρωτα ἀκόμη ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ καθολικοῦ. Τό σκοτάδι ἦταν ἀκόμη πηχτό, ἀλλά αὐτό δέν τόν ἐμπόδισε νά προχωρήσει καί νά φτάσει στό ἅγιο βῆμα. ῎Ηξερε κάθε πατημασιά, κάθε κρυφή γωνιά τοῦ μικροῦ μοναστηριοῦ του. Χρόνια βρισκόταν καί ὑπηρετοῦσε στό μικρό καί ταπεινό μοναστηράκι τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων, πού ἀπεῖχε λίγη ὥρα ἀπό τό σκαρφαλωμένο πάνω στό βουνό χωριό τῆς περιοχῆς. Λιγοστοί οἱ κάτοικοί του, εὐλαβεῖς καί πιστοί ὅμως στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι δέν δίσταζαν μέ κάθε καιρό νά ἀνεβαίνουν στούς ἁγίους καί νά λειτουργοῦνται ἀπό τόν ἀγαπημένο τους Γέροντα. Θεωροῦσαν μεγάλη εὐλογία τό γεγονός ὅτι παρ᾽ ὅλην τήν ἐγκατάλειψή τους ἀπό τήν Πολιτεία εἶχαν τό μοναστήρι καί τόν Γέροντα, ἔστω καί μόνο του.

 ῾῾Ο Θεός καί οἱ ἅγιοι ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός τουλάχιστον δέν μᾶς ἔχουν ἀφήσει ποτέ ἀβοήθητους᾽, ἔλεγαν καί ξανάλεγαν μέ εὐγνωμοσύνη. ῾Σ᾽ ἐμᾶς δέν ἰσχύει αὐτό πού λένε: ἀπ᾽ τόν Θεό κι ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους ξεγραμμένοι. ᾽Απ᾽ τούς ἀνθρώπους, ναί! ῎Οχι ὅμως ἀπό τόν Θεό!᾽

Γι᾽ αὐτό καί εἶχαν κανονίσει ἐκ περιτροπῆς νά ἀνεβαίνουν καί νά βοηθοῦν τόν Γέροντα στήν καθαριότητα τοῦ χώρου, ἐνῶ ὁ κυρ-Κωστῆς, πού διατηροῦσε ἕνα μικρό καφενέ ἀπό παλιά στό χωριό κι εἶχε μάθει ἀπό τόν παπποῦ του μερικά ψαλτικά, ἐκτελοῦσε χρέη νεωκόρου καί ψάλτη. Μπορεῖ νά μήν ἤξερε τά σημαδάκια τῶν βιβλίων τῆς ψαλτικῆς, ἀλλά τά κατάφερνε μιά χαρά στίς διάφορες ἀκολουθίες, τούς ἑσπερινούς καί τίς θεῖες λειτουργίες.

Πολλές φορές βέβαια εἶχε παραξενευτεῖ ἀπό τήν στάση τοῦ Γέροντα. Σάν νά ἀφαιρεῖτο κάποιες στιγμές τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας, σάν νά μιλοῦσε ἄλλοτε μέ κάποιους, τότε πού ἑτοίμαζε τήν προσκομιδή.

῾Γέροντα, τί λές; Μέ ποιούς μιλᾶς;᾽ εἶχε τολμήσει κάποια φορά νά τόν ρωτήσει.
῾Μά, μέ τούς ἀγγέλους, παιδί μου᾽, τοῦ ᾽χε ἀπαντήσει ὁ ἁπλοϊκός Γέροντας, σάν νά τοῦ ἔλεγε τό πιό φυσικό πράγμα τοῦ κόσμου.
 ῾Εἶναι δυνατόν νά λειτουργοῦμε τόν Κύριο, νά ἔρχεται ὁ ῎Ιδιος καί νά μᾶς δίνει τό σῶμα καί τό ἅγιο αἷμα Του, καί νά μή συνοδεύεται ἀπό τούς ἁγίους ὑπηρέτες Του, τούς ἀγγέλους καί ὅλους τούς ἁγίους;  Δέν λέμε στήν Λειτουργία ὅτι παρευρίσκονται χιλιάδες ἄγγελοι καί ἀρχάγγελοι, δυνάμεις, ἐξουσίες, πολυόμματα, πτερωτά; ῎Ε, μ᾽ αὐτούς μιλάω᾽.

῾Ο κυρ-Κωστῆς κρατοῦσε μία ῾πισινή᾽ στά λόγια αὐτά τοῦ καλόγερου. Μπορεῖ νά ἦταν πιστός ἄνθρωπος, ἀλλά δέν ἦταν ἐντελῶς πρόθυμος νά ἀκολουθήσει τήν λογική τοῦ καλοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος στό κάτω-κάτω δέν διακρινόταν καί γιά τήν μόρφωσή του.

῎Ηξερε ὅτι ἀπό μικρό παιδί ὁ Γέροντας εἶχε ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, ἀλλά γράμματα ἰδιαίτερα δέν εἶχε μάθει. Κι ἀπ᾽ ὅ,τι εἶχε ἀκουστεῖ τά ἐκκλησιαστικά γράμματα τά εἶχε μάθει ἀπό ἀνθρώπους ἀμφίβολης χριστιανικῆς πίστης. Κάποιοι λέγανε ὅτι αἱρετικοί τόν δίδαξαν τά τῆς Θείας Λειτουργίας. ᾽Αλλά κι ὁ κυρ-Κωστῆς ὀλιγογράμματος ὅπως ἦταν δέν μποροῦσε νά καταλάβει ἀκριβῶς ποιά ἦταν ἡ ἀλήθεια.

᾽Εκεῖνο πού γνώριζε ὅμως πολύ καλά καί χωρίς ἀμφιβολία, κι αὐτός καί ὅλοι στό χωριό, ἦταν ἡ ἁγία βιοτή τοῦ παπᾶ τους. ῎Α, ὅλα κι ὅλα, μπορεῖ ὁ Γέροντας νά μήν ἤξερε πολλά γράμματα, εἶχε ὅμως φόβο Θεοῦ καί μεγάλη εὐλάβεια γιά τήν πίστη. Τό ᾽βλεπες ὅταν λειτουργοῦσε, ὅταν προσευχόταν. Καί δέν μιλᾶμε γιά τίς ἐλεημοσύνες πού ἔκανε. ῾Ο ἴδιος ἔτρωγε ἐλάχιστα, ἤτανε ὀλιγαρκής σέ ὅλα του, κι ὅ,τι τοῦ ἔφερναν τό μοίραζε στούς ἀναγκεμένους χωρίς νά τό διατυμπανίζει. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού ἀπό τό πουθενά οἱ φτωχοί ἄνθρωποι ἔβρισκαν στήν πόρτα τους αὐτό πού τούς ἔλειπε, ἀλλά ξέρανε ὅτι αὐτό προερχόταν ἀπό τόν Γέροντά τους. Δέν ἦταν τυχαῖο λοιπόν ὅτι ὅλοι πιά τόν πίστευαν καί τόν εἶχαν γιά ἅγιο.
῾᾽Αλλά νά βλέπει καί νά μιλάει μέ ἀγγέλους;᾽ σιγομουρμούριζε ὁ κυρ-Κωστῆς. ῾Αὐτό μᾶλλον παραπάει...᾽.

῾Ο Γέροντας ἄναψε τά καντήλια. ῎Εκανε πολλές στρωτές μετάνοιες, φίλησε τίς εἰκόνες, πῆρε καιρό. ῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽, ῾Κύριε, ἐλέησον᾽, ψέλλιζε διαρκῶς.

Μέχρι νά ᾽ρθεῖ ὁ νεωκόρος φόρεσε τήν στολή του, λέγοντας τήν συγκεκριμένη εὐχή γιά κάθε ἄμφιο, καί ξεκίνησε τήν προσκομιδή γιά τήν λειτουργία τοῦ Σαββάτου. Κάθε Σάββατο καί Κυριακή ὅλον τόν χρόνο λειτουργοῦσε. Πέρα ἀπό τίς ἄλλες γιορτές. ῾Ο κόσμος, ὅσο μποροῦσε, ἀνταποκρινόταν. ῎Εβλεπε κι ἔνιωθε ὅτι στό μοναστηράκι αὐτό ἡ Θεία Λειτουργία ἦταν κάτι ἄλλο. Σάν νά κατέβαινε ὁ οὐρανός στήν γῆ.

῾Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων᾽, πῆρε νά λέει ὁ Γέροντας κι ἄρχισε νά λέει ὅ,τι εἶχε μάθει γιά τήν ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς.

Κοίταξε στό ἡμίφως τῶν κεριῶν δεξιά καί ἀριστερά του. ῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽, ψιθύρισε μέ εὐγνωμοσύνη. ῾῞Αγιοι ἄγγελοι πρεσβεύσατε καί ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ᾽, ἔκανε μία κίνηση προσκύνησης βλέποντας τούς ἁγίους ἀγγέλους πού παρευρίσκονταν κάθε φορά πού ξεκινοῦσε τήν ἁγία τελετή, ἀλλά καί μετέπειτα στήν ὅλη ἀκολουθία.

Ξάφνου ἄκουσε βήματα καί κάτι σάν συζήτηση ἔξω ἀπό τό ἱερό πού τόν παραξένεψαν. ῾Γέροντα,  τήν εὐχή σου. ῾Ο Κωστῆς εἶμαι, ἀλλά ὄχι μόνος᾽, εἶπε ψιθυριστά ὁ νεωκόρος καί ψάλτης, ὁ ὁποῖος καί αὐτός εἶχε μάθει καί ἀκολουθοῦσε τό ὡράριο τοῦ Γέροντα.  ῾῎Εχει ἔλθει κι ἕνας παπᾶς ξένος μαζί μέ κάποιους ἄλλους καί περιμένει ἔξω ἀπό τό ἱερό᾽, συνέχισε, κατεβάζοντας ἀκόμη περισσότερο τόν τόνο τῆς φωνῆς του καί πλησιάζοντας τόν Γέροντα γιά νά φιλήσει τό χέρι του. ῾Νά τοῦ πῶ νά μπεῖ μέσα; Δέν μοιάζει χωριατόπαπας κι οὔτε τόν ἔχω ματαδεῖ. Ποιός ξέρει ἀπό ποιά πόλη ἦρθε καί πῶς ξέπεσε κατά δῶ;᾽
῾Πές του, παιδί μου, νά περάσει. Οἱ ἱερεῖς στό ἅγιο βῆμα μπαίνουν καί προσκυνοῦν᾽.

῾Ο παπᾶς ἦταν ἕνας νεαρός διάκος πού εἶχε ἔρθει μέ κάποιους προσκυνητές, γιατί εἶχε μάθει ὅτι ὑπάρχει αὐτό τό μοναστηράκι τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων, τό ὁποῖο σημειωτέον ἐκτός ἀπό τήν πνευματική του προσφορά εἶχε νά προσφέρει καί μία καταπληκτικοῦ κάλλους φυσική ὀμορφιά. Βρισκόταν ἀνάμεσα σέ λυγερόκορμα δέντρα, μέσα σέ πλούσια βλάστηση, πού τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ ἔβρισκαν καταφύγιο, δοξολογώντας τόν Θεό μέ τό ἀδιάκοπο τιτίβισμά τους. Θέλησαν λοιπόν νά προσκυνήσουν τούς ἁγίους καί νά ἀπολαύσουν τήν φύση τοῦ Θεοῦ, καί μέ τήν εὐκαιρία νά λειτουργηθοῦν, μιά καί ἦταν Σάββατο.

῾Παιδί μου, νά μέ συμπαθᾶς᾽ εἶπε ὁ Γέροντας στόν νεαρό διάκο. ῾Θά τά ποῦμε ἀργότερα, στό τέλος᾽.

῾Ο Γέροντας συνέχισε τήν προσκομιδή μέχρι νά ἔλθει ἡ ὥρα νά βάλει ῾εὐλογητό᾽ γιά τόν ὄρθρο. ῾Ο διάκος στεκόταν πλάϊ του στό μικρό ἱερό καί παρακολουθοῦσε μέ προσοχή τήν ὅλη τελετή. ῾Η μορφή τοῦ Γέροντα τόν εἶχε ἐντυπωσιάσει. Τοῦ εἶχαν μιλήσει γιά τήν ἁγιότητά του, ἀλλά τό διεπίστωνε κι ὁ ἴδιος. Στό βλέμμα τοῦ ἁπλοῦ αὐτοῦ καλόγερου ἔβλεπε μιά ὑπερκοσμιότητα πού δέν εἶχε ξαναδεῖ σέ ἄλλους ἱερεῖς.

῾Μά..., Γέροντα, συγγνώμη πού ἐπεμβαίνω, μέ ὅλο τό θάρρος...᾽, διέκοψε τήν τελετή κάποια στιγμή μέ συστολή καί μεγάλη σεμνότητα ὁ διάκος. Εἶχε παλέψει νά μή μιλήσει, ἀλλά ἡ συνείδησή του τόν ἔκανε νά ξεπεράσει τόν δισταγμό του. ῾Δέν θά ἔλεγα τίποτε, ἀλλά αὐτά πού λέτε στήν προσκομιδή δέν εἶναι τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας, ἀλλά κάποιας κακόδοξης. Δέν μπορῶ νά μήν σᾶς τό πῶ᾽.

Σάν νά τοῦ κακοφάνηκε τοῦ Γέροντα ἡ ἐπέμβαση τοῦ διάκου. ῾Ο ἴδιος συνέχιζε νά βλέπει τούς ἀγγέλους, τούς ὁποίους προφανῶς δέν ἔβλεπε ὁ νεαρός κληρικός, γι᾽ αὐτό καί στηριγμένος στήν ὅρασή του καταφρόνησε τά λόγια τοῦ διάκου. ῎Εκανε πώς δέν τόν ἄκουσε καί συνέχισε τό ἔργο του.

῾Ο διάκος ὅμως ἐπέμενε. ῾᾽Εδῶ δέν εἶναι θέμα εὐγένειας᾽ ἔλεγε ὁ λογισμός του, καί δικαίως. ῾᾽Εδῶ εἶναι θέμα ὀρθῆς πίστης. Καί μέ τήν πίστη δέν παίζει κανείς. ῾Ο Γέροντας εἶναι ἅγιος, ἀλλά σφάλλει᾽.

῾Σφάλλετε, Γέροντα, γιατί αὐτά πού λέτε ὡς εὐχές δέν τά παραδέχεται ἡ ᾽Εκκλησία μας᾽.

Προβληματίστηκε ὁ Γέροντας ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ διάκου νά τόν ἐλέγχει. Στράφηκε καί πάλι πρός τούς ἀγγέλους.
῾᾽Επειδή ὁ διάκονος αὐτά κι αὐτά μοῦ λέει, εἶναι σωστά τά λόγια του; ῎Εχει δίκιο ἤ ἄδικο;᾽
῾Νά τά παραδεχτεῖς, Γέροντα᾽, τοῦ εἶπαν οἱ ἄγγελοι, πάλι μέ φωνή πού μόνος αὐτός ἄκουγε. ῾῾Ο διάκος καλά σοῦ τά λέει᾽.

᾽Απόρησε καί παραξενεύτηκε ὁ Γέροντας. ῾Καί τόσο καιρό πού μέ  βλέπετε νά τά λέω λάθος, γιατί δέν μοῦ εἴπατε τίποτε; Γιατί δέν μέ διορθώσατε ἐσεῖς;᾽ Φάνηκε ἐξουθενωμένος ὁ παπᾶς.

῾Γιατί ὁ Θεός ἔτσι οἰκονόμησε τά πράγματα: ὁ ἄνθρωπος νά διορθώνεται ἀπό ἀνθρώπους. Γέροντα, μή ξεχνᾶς. ῾Ο Θεός μας γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους δέν ἔγινε ἄγγελος, δέν ἔγινε κάτι ἄλλο, ἀλλά ἔγινε κι ᾽Εκεῖνος ἄνθρωπος. Ἡ ἀπάντηση στήν ἐρώτησή σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός᾽.

Φωτίστηκε ὁ νοῦς τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἅγιου Γέροντα. Ταπεινά διόρθωσε ὅ,τι ἐσφαλμένο ἔκανε καί ἔλεγε, εὐχαρίστησε τόν Θεό καί τόν ἀδελφό.

Μά τό πολύ σημαντικότερο πού ἔμαθε ἦταν κάτι ἄλλο: κατάλαβε ὅτι ἡ παρουσία τοῦ κάθε συνανθρώπου του μπορεῖ νά εἶναι τό μήνυμα πού τοῦ στέλνει κάθε φορά ὁ Κύριος γιά τήν σωτηρία του.  Ὁ ἅγιος Γέροντας ἄρχισε νά ῾βλέπει᾽ ὡς ἀγγέλους καί τούς ἴδιους τούς συνανθρώπους του. 

Τετάρτη, Νοεμβρίου 13, 2013

Κενοδοξία...

Αββάς Αμμωνάς.
 
Κενοδοξία σημαίνει να επιζητά κανείς την δόξα στον κόσμο τούτο. Αυτή η δόξα είναι κενή, κούφια, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Πρόσκαιρη ικανοποίηση του εγωισμού του ανθρώπου και τίποτα παραπάνω. Κλείνοντας τα μάτια του ο άνθρωπος, την χάνει. Τότε παύει και εξαφανίζεται και αυτή και οι κόποι που καταβλήθηκαν για αυτήν. Ανοίγοντας τα μάτια του σε έναν άλλο αληθινό πνευματικό κόσμο, κατανοεί ότι κοπίασε για το τίποτα, και το χειρότερο, ότι αυτή του στέρησε την αληθινή δόξα που χαρίζει ο Θεός με την παρουσία Του. Όταν η κενοδοξία αφορά τους ανθρώπους του Θεού, τότε το κρίμα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Ακολουθεί απόσπασμα του αββά Αμμωνά, σχετικά με αυτό το φοβερό πάθος.
 
«...και ενώ στα μάτια των ανθρώπων φαίνονται ότι έχουν καρπό, στα μάτια του Θεού δεν έχουν τίποτε».
 
«Αγαπητοί μου, ο Θεός γνωρίζει τον καρπό των κόπων σας. Αγωνισθήτε λοιπόν να κατανικήσετε σε κάθε περίπτωση την κενοδοξία. Έτσι όλος ο καρπός σας θα γίνει ευπρόσδεκτος και θα διατηρηθεί ακέραιος ενώπιον του Δημιουργού. Έτσι θα λάβετε την θ. Χάρη, που αξίζει περισσότερο από όλα τα έργα.
 
Έχω πεποίθηση, αδελφοί, ότι με όλη σας την δύναμη πολεμάτε την κενοδοξία και αγωνίζεσθε εναντίον της ακατάπαυστα. Γι’ αυτό και ο καρπός των κόπων σας διατηρείται.
 
Το πονηρό πνεύμα της κενοδοξίας πολεμά κάθε καλή προσπάθεια που αναλαμβάνει ο άνθρωπος, γιατί θέλει να διασκορπίσει και να αχρηστεύσει τον πνευματικό του καρπό και να εμποδίσει τους ανθρώπους να εξαγιασθούν σύμφωνα με το θείο θέλημα.
 
Το πνεύμα της κενοδοξίας πολεμάς επίσης εκείνους που θέλουν να γίνουν πραγματικά πιστοί. Εάν λοιπόν μερικοί, που θέλουν να γίνουν τέτοιοι, επαινεθούν σαν πιστοί ή ασκητικοί ή ελεήμονες, αμέσως το πονηρό πνεύμα τους πολεμά. Ορισμένους μάλιστα τους νικά, οπότε διασκορπίζει και εξαφανίζει τον καρπό τους, γιατί τους παρακινεί να ζουν με ανθρωπαρέσκεια. Έτσι καταστρέφει τον καρπό των αγώνων τους, και ενώ στα μάτια των ανθρώπων φαίνονται ότι έχουν καρπό, στα μάτια του Θεού δεν έχουν τίποτε. Για αυτό, επειδή δηλαδή ο Θεός δεν βρήκε καλούς τους καρπούς τους, δεν τους έδωσε την θ. Χάρη. Τους άφησε άδειους και τους απεστέρησε από την τόσο δυνατή γλυκύτητά της».
 
(Αββάς Αμμωνάς επιστολές, Ι. Μ Παρακλήτου, σελ. 53- 55). 

Τρίτη, Αυγούστου 20, 2013

῾Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος᾽... Ο θεομπαίκτης επίσκοπος


῾Ο Θαλλέλαιος ἄκουσε ἀνέκφραστα τήν καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου: καθαιρεῖτο καί περιέπιπτε στήν τάξη τῶν ἁπλῶν μοναχῶν. ῾Η θέση πού κατεῖχε μέχρι τότε ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῆς μεγάλης πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης ἀποτελοῦσε πιά ἕνα παρελθόν γι᾽ αὐτόν. ῞Ολοι αὐτοί τούς ὁποίους ἔβλεπε ἀπό τό ὕψος τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου, μικροί καί ἀσήμαντοι οἱ περισσότεροι, ῾σκουλήκια᾽ πού σέρνονταν μπροστά του γιά νά τόν κολακέψουν καί νά τόν κανακέψουν, προσδοκώντας ἕνα βλέμμα εὐμένειας δικό του ἤ τήν μεσολάβησή του γιά νά πετύχουν κάτι μέσα στήν κοινωνία πού ζοῦσαν καί πού ἤξεραν τήν δύναμη καί τήν ἐπιρροή του, ὅλοι αὐτοί λοιπόν ξαφνικά μεγάλωναν καί γίνονταν ἕνα μ᾽ ἐκεῖνον. Στήν σκέψη τοῦ χαιρέκακου βλέμματός τους ἀπό τήν ἱκανοποίηση τῆς ἐκδικητικότητάς τους καθώς θά ἔβλεπαν τήν πτώση καί τήν ταπείνωσή του, ἔνιωσε δάγκωμα στήν καρδιά. ῾Ο ἐγωϊσμός του τόν πόνεσε. Δέν ἔδειξε ὅμως τίποτε τό πρόσωπό του. Παρακολουθοῦσε τά τεκταινόμενα μέ μία φαινομενική ἀταραξία.

Κοίταξε ἕνα ἕνα τά πρόσωπα τῶν συνοδικῶν ἐπισκόπων. Σκληρά καί ἀνάλγητα, ἔδειχναν ἄτεγκτοι στήν δικαιοσύνη πού ἀπένεμαν. Τό κατηγορητήριο ἦταν συντριπτικό γι᾽ αὐτόν. Οἱ μάρτυρες κατηγορίες πάμπολλοι. Τά στοιχεῖα ἀδιάσειστα: εἶχε περιπέσει σέ πλῆθος παραπτωμάτων καί ἐγκλημάτων πού τό μόνο πού προέβλεπε τό ἐκκλησιαστικό δίκαιο γι᾽ αὐτά ἦταν ἡ καθαίρεση. Κι εἶναι ἀλήθεια: μόνο τόν πρῶτο καιρό ἦταν προσεκτικός στήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του. Οἱ ἐπίσκοποι τῶν ὁποίων τίς τσέπες καί τά θησαυροφυλάκια εἶχε γεμίσει ἀπό τά δῶρα του, ὅπως καί οἱ πολιτικοί τούς ὁποίους εἶχε προσεταιριστεῖ καί εἶχαν ἀσκήσει πιέσεις γιά νά ψηφιστεῖ στόν θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης τοῦ τό εἶχαν τονίσει: πρόσεχε γιά νά μήν ἐκτεθοῦμε. Τόν πρῶτο καιρό λοιπόν ἦταν πράγματι προσεκτικός. Σιγά σιγά ὅμως, ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, συνειδητοποιοῦσε τήν δύναμη τῆς ἐξουσίας πού εἶχε ἀποκτήσει. Κι ἄρχισε νά μεθάει ἀπό αὐτήν. Κανείς δέν μποροῦσε πιά νά τόν ἐλέγξει. Κανείς δέν μποροῦσε νά τόν ἀμφισβητήσει. ῏Ηταν ἰσόβιος ἄρχοντας.
῎Αρχισε νά ζεῖ λοιπόν ὡς ἄρχοντας. ῎Οχι βεβαίως μέ τόν τρόπο πού λέει ὁ Κύριος: ὡς πρῶτος καί ἔσχατος ὅλων, ἀλλά μέ τόν τρόπο τόν κοσμικό: ἔκδοτος σέ κάθε πάθος. Καί μάλιστα χωρίς νά προσέχει. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού τά τραπέζια πού ἔκανε στήν ἐπισκοπή συναγωνίζονταν τά ῾λουκούλεια᾽ γεύματα τῶν βασιλιάδων. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού προκειμένου νά ἱκανοποιήσει τούς πολιτικούς πού τόν βοήθησαν ἀσκοῦσε παράνομες πιέσεις σέ κληρικούς καί λαϊκούς. Κι ἀκόμη: ὄχι μία ἤ δύο φορές πολλοί εἶχαν διαπιστώσει κάποιες περίεργες καί ὕποπτες συναντήσεις μέ κυρίες  ἐλευθερίων ἠθῶν, πρόθυμες νά ἱκανοποιήσουν κάθε γοῦστο, ἀκόμη κι ἐκκλησιαστικοῦ λειτουργοῦ, κρατώντας τό στόμα τους σφαλιστό μέ τό πουγκί πού τούς δινόταν πλούσιο κάθε φορά.
 Ναί, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θαλλέλαιος ἀπομυζοῦσε μέ τόν πιό κοσμικό τρόπο τήν ἐξουσία τοῦ θρόνου του. ῾Ο διάδοχος τῶν ἀποστόλων καί τῆς ταπεινῆς καί μαρτυρικῆς ζωῆς τους ἀκύρωνε καθημερινά τήν ἐκκλησιαστική θέση του καί γινόταν διάδοχος τῶν αὐτοκρατόρων καί τῶν βασιλέων. Κι ὅπως συνήθιζε νά λέει: ῾᾽Εγώ μόνο στόν Θεό δίνω λόγο᾽. Δηλαδή στήν πραγματικότητα σέ κανέναν. Μόνον στόν ἑαυτό του.
Ξανακοίταξε τούς ἐπισκόπους δικαστές. ᾽Ανασκάλεψε τήν μνήμη του γιά ὁρισμένους ἀπό αὐτούς. Τούς εἶδε τίς ὧρες πού τόν προσήγγιζαν μέ τρόπο γλοιώδη καί ἀναξιοπρεπή. Τότε πού εἶχαν χρειαστεῖ τήν ὑποστήριξή του γιά δικές τους ὑποθέσεις, ὄχι πάντοτε καθαρές, καί τούς τήν εἶχε δώσει ἁπλόχερα. Τούς εἶδε τίς ὧρες πού τούς εἶχε πλησιάσει μέ τά δῶρα του γιά νά πάρει τήν ψῆφο τους γιά τόν ἐπισκοπικό θρόνο. Τά πλατιά τους χαμόγελα ὅταν εἶχαν δεῖ τό περιεχόμενο τῶν δώρων του καί τήν σπουδή τους νά τόν βεβαιώσουν ὅτι ἦταν ὁ πιό κατάλληλος γιά τήν θέση...
Στό πρόσωπό του ἄρχισε νά διαγράφεται ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο. ᾽Εξακολουθοῦσε καί κρατοῦσε στά χέρια του τό ῾κλειδί᾽ τῆς ἐπανόδου του. Μπορεῖ λόγω τῆς ἀπροσεξίας του τά πράγματα νά εἶχαν ὁδηγηθεῖ σέ αὐτήν τήν ἀπρόσμενη γι᾽ αὐτόν κατάληξη - ἐκεῖ ἔριχνε ὅλο τό βάρος τῆς ῾ἀτυχίας᾽ του: στήν ἀπροσεξία του πού ἔφερε τήν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ - ὅμως ἦταν σίγουρος καί γιά τήν λύση τοῦ προβλήματός του. Τό χρυσάφι του. Αὐτό θά ἦταν καί πάλι ἡ διέξοδός του. ῎Ω, ὁ Θαλλέλαιος μπορεῖ νά μή διακρινόταν γιά τήν χριστιανική πίστη του καί τήν συνέπειά του σέ ἠθικές ἀρχές, μπορεῖ νά εἶχε παρασυρθεῖ ἀπό τήν γοητεία τῆς δύναμης, ὅμως εἶχε μελετήσει καλά τούς ἀνθρώπους κι ἤξερε ὅτι μπροστά στόν χρυσό ὅλες οἱ συνειδήσεις κάμπτονται, ὅλα τά ἐμπόδια ὑπερβαίνονται. Τυχαῖα ὁ σοφός Σολομώντας ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη γράφει ὅτι τό χρῆμα εἶναι αὐτό πού ἀνοίγει κάθε θύρα στά ἀνθρώπινα; ῾Ο Θαλλέλαιος τό ᾽ξερε καλά ὅτι ἦταν καί πάλι θέμα λίγου χρόνου γιά νά ἀποκατασταθεῖ στήν θέση του.
Οἱ σκέψεις του καί οἱ προβλέψεις του ἐπαληθεύτηκαν στό ἀκέραιο. ᾽Ακόμη κι ὁ ἴδιος παραξενεύτηκε σέ πόσο σύντομο χρόνο κατόρθωσε στέλνοντας ἀσφαλῶς τά ῾πεσκέσια᾽ καί τά πλούσια δῶρα του σέ ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς νά ληφθεῖ ἡ ἀπόφαση ἐπανόδου του στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο. Ἡ ἔφεσή του βρῆκε πρόθυμους ὑποστηρικτές. ῾Ο ῾χρυσός᾽  δικηγόρος ἀνέτρεψε ὅλα τά δεδομένα καί τίς ἀτράνταχτες μαρτυρίες. ῾῾Υπῆρξαν νέα δεδομένα, κατατέθηκαν ψεύτικες κατηγορίες, πρέπει καί πάλι νά ἐπανεξετάσουμε τήν ὑπόθεση᾽ ἦταν αὐτά πού ἀντέτειναν οἱ ἀποδέκτες τῶν δώρων του σέ ὅσους ἐπαναστατοῦσαν μέ τήν ἰδέα τῆς ἐπανάκαμψής του στήν ἀρχιεπισκοπή τῆς Θεσσαλονίκης. Καμμία ἀντίδραση βεβαίως δέν ἦταν ἰσχυρότερη τῶν ῾νέων καί ἀτράνταχτων ἐπιχειρημάτων᾽ τῆς ἔφεσης τοῦ Θαλλέλαιου.
Κέρδισε τήν ὑπόθεση. Οἱ κατηγορίες μπῆκαν στό ἀρχεῖο. ῾Ο ῾ποιμένας᾽ θά ἐπέστρεφε στό ποίμνιό του. Αὐτήν τήν φορά ὅμως εἶχε βάλει μυαλό. Θά ἦταν ἰδιαίτερα προσεκτικός. Θά συνέχιζε τήν ζωή του, τήν χειροπιαστή ζωή πού ἔκανε καί ὄχι αὐτή πού ὑπόσχεται ἡ χριστιανική πίστη μετά θάνατον, χωρίς νά δίνει λαβές γιά ὑποψίες. Τό μάθημά του τό εἶχε πάρει.
῾Ετοιμάστηκε πολύ προσεκτικά. Ντύθηκε σεμνά καί ἐκκλησιαστικά, ὅπως ἅρμοζε στό ἀξίωμά του. ᾽Εναπέμεναν μόνο τά χαρτιά καί ἀπό τήν κοσμική ἐξουσία, ἀπό τήν πολιτεία, πού θά βεβαίωναν ὅτι ὁ Θαλλέλαιος ἦταν πάλι ἐκεῖ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ὁ ῾ποιμένας᾽, κι αὐτό θά γινόταν τήν ἡμέρα ἐκείνη. ῎Ενιωσε ἕνα σκίρτημα στήν καρδιά. ῏Ηταν γεννημένος νά ἐξουσιάζει. Νά εἶναι πρῶτος. Ποιός ξέρει, μπορεῖ ἀργότερα νά προωθεῖτο καί σέ μεγαλύτερες θέσεις... Τό ὅραμα αὐτό τόν ἔκανε νά ἀναγαλλιάσει! ῾Πρός τό παρόν ὅμως εἶναι τά χαρτιά πού πρέπει νά πάρω᾽ μονολόγησε.
῎Ενιωσε ἄγχος ἀπό τήν ἀδημονία καί τά ἔντερά του λίγο ἔστριψαν. ῾Πάω γιά λίγο στήν τουαλέττα, δέν θά ἀργήσω᾽ εἶπε στούς δύο ὑπηρέτες του πού τόν περίμεναν ἔξω ἀπό τό δωμάτιό του.
Ἡ ὥρα πέρασε καί ὁ Θαλλέλαιος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, δέν ἔβγαινε ἀπό τήν τουαλέττα. Οἱ ὑπηρέτες ἄρχισαν νά ἀνησυχοῦν καί νά ἀδημονοῦν. Ποτέ δέν εἶχε καθυστερήσει τόσο. Περίμεναν λίγο ἀκόμη καί πῆγαν ἔξω ἀπό τόν συγκεκριμένο τόπο. Τόν φώναξαν, κτύπησαν τήν θύρα, καμμία ἀπάντηση. Κοιτάχτηκαν μέ ἀγωνία. ῾Τί θά κάνουμε;᾽ ἀναρωτήθηκαν μέ ἀπόγνωση. Ξαναχτύπησαν καί ξαναφώναξαν. Καμμία ἀπάντηση, κανένας θόρυβος. ᾽Αποφάσισαν νά κάνουν αὐτό πού δέν θά τό τολμοῦσαν ποτέ: νά ἀνοίξουν τήν θύρα.
Τό θέαμα πού ἀντίκρυσαν τούς ἔκοψε τήν μιλιά καί τούς πάγωσε τό αἷμα. Αὐτό πού εἶδαν ἦταν ἔξω ἀπό κάθε φαντασία τους. Εἶχαν ἀκούσει ἀπό διηγήσεις παλαιοτέρων ὅτι εἶχε συμβεῖ κάτι παρόμοιο στόν αἱρεσιάρχη ῎Αρειο, ἐκεῖνον πού εἶχε ἀμφισβητήσει τήν θεότητα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί εἶχε ἐπιμείνει σ᾽ αὐτό, προκαλώντας μεγάλη ἀναταραχή στήν ᾽Εκκλησία. ῾Ο Θαλλέλαιος βρισκόταν μέ τό κεφάλι ἀνάποδα, μέσα στόν σωλήνα τῶν ἀκαθαρσιῶν, ἀκίνητος καί νεκρός. ῞Ο,τι οἱ ἄνθρωποι τῆς ᾽Εκκλησίας δέν μπόρεσαν νά κάνουν, ὅ,τι ἀκεραιότητα συνείδησης δέν ἐπέδειξαν, τό ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ὁ πολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης ἅγιος Δημήτριος. ῎Αν μποροῦσε κανείς νά δεῖ μέ τά μάτια τῆς πίστης, τά ἐνισχυμένα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θά ἔβλεπε τόν τροπαιοφόρο μυροβλήτη ὀργισμένο νά στέκει παράπλευρα, μή δεχόμενο καί πάλι νά μαγαριστεῖ ὁ ἐπισκοπικός θρόνος τῆς πόλης πού προστάτευε ἀπό τόν θεομπαίκτη ἀρχιεπίσκοπο. ῾Ο ἅγιος Δημήτριος γιά μία ἀκόμη φορά ἐπιβεβαίωνε τόν χαρακτηρισμό του ὡς πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης.
Τό γεγονός τάραξε τά λιμνάζοντα ἐκκλησιαστικά νερά. ῾Ζῇ Κύριος ὁ Θεός᾽ ψιθύριζαν μικροί καί μεγάλοι. Καί: ῾Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος᾽.



(Πηγή: ῾Λειμωνάριον᾽ ᾽Ιωάννου Μόσχου)

Πέμπτη, Αυγούστου 08, 2013

Η αμαρτία του Πάπα Ρώμης.

.

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Ο ᾽Αγαπητός, ὁ ἅγιος πάπας τῆς Ρώμης, καθόταν πετρωμένος σ᾽ ἕνα κάθισμα στόν μικρό χῶρο ὑποδοχῆς πού εἶχε στό ἐπισκοπεῖο του. Αὐτό πού ἄκουγε ἀπό τούς πέντε ἄντρες πού στέκονταν ἐνώπιόν του ἀρνιόταν νά τό πιστέψει. ῾Μά εἶναι δυνατόν;᾽ ἔλεγε καί ξανάλεγε. ῾῾Ο ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλης σας Ρωμίλλας, τόσο κοντά καί σ᾽ ἐμένα, εἶχε μέχρι τώρα φήμη ὄχι ἁπλῶς ἀγαθοῦ κληρικοῦ, ἀλλά ἁγίου. Ποτέ δέν ἀκούστηκε κάτι κακό γι᾽ αὐτόν. Τό ἀντίθετο. ῞Ολοι λέγανε τά καλύτερα. Καί ἡ δική μου ἡ ἐμπειρία ἀπό τίς προσωπικές μας ἐπαφές ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἴδια. Καί τώρα μοῦ λέτε πώς κάνει τέτοια πράγματα; Μά εἶστε σίγουροι;᾽ ἔθεσε γιά πολλοστή φορά τό ἐρώτημα.

῾᾽Εντελῶς σίγουροι, ἁγιότατε᾽, ἔσπευσαν ἀμέσως καί πάλι νά βεβαιώσουν τόν λόγο τους οἱ ἄντρες, πού ἀνῆκαν στούς ἐξέχοντες τῆς πόλης τους. ῾Τόν εἶδαν κληρικοί τῆς ἐπισκοπῆς, ὅπως σᾶς εἴπαμε ἤδη᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους κι ἔκανε μία ὑπόκλιση δουλικότητας. ῾Κι ὄχι μόνο μιά φορά. Μετά ἀπό κάθε Θεία Λειτουργία παραμένει μέσα στόν Ναό κι ὅταν πιά ἔχουν φύγει ὅλοι κι εἶναι μόνος, ἔτσι τουλάχιστον νομίζει, τό φαγητό πού τοῦ ἔχει φέρει ὁ διάκος τό τρώει μέσα στό ἅγιο δισκάριο! ᾽Εκεῖ πού τελέστηκε ἡ Θεία Εὐχαριστία! Μά ἔγινε ἀντιληπτός. Εἶναι φρικτό κι ἀνήκουστο αὐτό πού συμβαίνει. Οἱ κληρικοί του εἶναι ἀνάστατοι καί δέν ξέρουν τί νά κάνουν. ᾽Από ἐκείνους κι ἐμεῖς τό μάθαμε καί πήραμε τήν πρωτοβουλία νά ἔρθουμε νά σᾶς ἐνημερώσουμε. Νομίζουμε ὅτι αὐτό ἦταν τό σωστό᾽.

Εἶπε καί μιά λάμψη εὐχαριστίας ἄστραψε στό βλέμμα του πού ἔσπευσε ἀμέσως νά τό κατεβάσει γιά νά μή γίνει ἀντιληπτός, καθώς ἔβλεπε ὅτι ὁ πάπας ἀντιδρᾶ μέ τόν τρόπο πού εἶχαν ὑπολογίσει ὅλοι τους. ῾Ο ἐπίσκοπος τῆς Ρωμίλλας πού βρισκόταν τριάντα μίλια περίπου ἔξω ἀπό τήν Ρώμη, εἶχε γίνει γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας ἀπό ἀρκετά ἕως πολύ ἐνοχλητικός. Στήν ἀρχή ὅταν τοποθετήθηκε ἐκεῖ εἶχαν πιστέψει ὅτι θά προσαρμοστεῖ στά δεδομένα τά δικά τους. ῞Οτι σιγά σιγά θά τόν πλησιάσουν, θά τόν προσεταιριστοῦν, θά κάνει αὐτό πού ἐκεῖνοι ἤθελαν. Δέν ἦταν μικρό πράγμα νά ἔχουν μέ τό μέρος τους καί τήν πνευματική ἐξουσία. ῾Ο λαός πολύ εὔκολα ἄγεται καί φέρεται ὅταν βλέπει ὅτι ἡ πνευματική κεφαλή του εἶναι συντονισμένη μέ τά βήματα τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν του.

᾽Αλλά ἀπατήθηκαν. Οἱ ἐκτιμήσεις τους βγῆκαν λανθασμένες. ῾Ο συγκεκριμένος ἐπίσκοπος δέν ἔπαιζε μέ τήν πίστη του. ῾Η πίστη στόν Χριστό γι᾽ αὐτόν ἦταν ἡ ζωή του. ῾Οπότε ὄχι μόνο δέν προσαρμόστηκε, ἀλλά ἄρχισε νά ἐλέγχει τήν ἐξουσία κάθε φορά πού ἔβλεπε ὅτι αὐτή στραβοπατᾶ καί προβαίνει σέ ἀδικίες σέ βάρος τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ. Οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι ἄρχισαν νά τόν λατρεύουν. ῾Σάν τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Βαπτιστή μᾶς ὑπερασπίζεται᾽, ἔλεγαν καί δόξαζαν τόν Θεό. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως τῆς ἐξουσίας κινήθηκαν φυσικά μέ τόν τρόπο πού κάνουν ὅλοι οἱ ὁμόλογοί τους διαχρονικά. Τόν εἶδαν ἀντίπαλό τους, γι᾽ αὐτό κι ἀποφάσισαν ὅτι ἔπρεπε νά βγεῖ ἀπό τήν μέση. Τί καλύτερο λοιπόν ἀπό τό νά τόν συκοφαντήσουν; ῎Οχι ἀπό πλευρᾶς ἠθικῆς ἤ οἰκονομικῆς – δέν ὑπῆρχε κανένα πάτημα γι᾽ αὐτά - ἀλλά ἀπό πλευρᾶς ὑποκρισίας καί βλασφημίας. Ναί, τό διαβολικό μυαλό τους σκέφτηκε τό ἀνοσιούργημα αὐτό: τρώει τό φαγητό του μέσα στό δισκάριο πού τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία.

Δέν ἦταν δύσκολο νά βροῦν καί κληρικούς νά ὑποστηρίξουν τήν κατηγορία. Πάντοτε στήν ᾽Εκκλησία φυτρώνουν μαζί μέ τά στάρια καί τά ζιζάνια. Πάντοτε ὑπάρχουν κι οἱ ᾽Ιοῦδες, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι νά προδώσουν τήν πίστη τους, ὅτα μάλιστα στό χέρι τούς ἔχουν βάλει καί τό συγκεκριμένο ἀντίτιμο. ῾Υπάρχει ἄραγε κάτι πού στέκεται ἐμπόδιο μπροστά στό κλειδί πού λέγεται χρυσάφι;

῾Η ἔκπληξη ἀπό τήν εἴδηση ἄρχισε νά φεύγει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου ᾽Αγαπητοῦ. ῾Η ἔκπληξη ἔγινε ἀπορία, ἡ ἀπορία θυμός καί ὀργή. Δέν ἦταν δυνατόν τόσοι ἄνθρωποι νά ψεύδονται, ὅταν μάλιστα ἐπικαλοῦνται καί τήν μαρτυρία κληρικῶν! ῾Ο ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν λέει πώς ῾ἐπί στόματος δύο ἤ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ρῆμα;᾽ ῾Προφανῶς εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού καταγγέλλουν᾽, σκέφτηκε ὁ πάπας. ῾῾Απλῶς ἔπεσα κι ἐγώ ἔξω στίς ἐκτιμήσεις μου, ὅπως καί τόσοι ἄλλοι. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι ἠθοποιός καί ὑποκριτής. ᾽Αλλά πόσο θά μποροῦσε ἀκόμη νά κρύβεται; ῾Ο Θεός θέλησε νά ἀποκαλύψει πιά τό πραγματικό του πρόσωπο. Γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά δράσω ἀμέσως. Θά δώσω λόγο στόν Θεό ἄν ἀφήσω νά διαιωνίζεται ἡ κατάσταση. Καί μάλιστα χωρίς ἀνακρίσεις καί τέτοια πού εἶναι γιά νά κερδίζει χρόνο ἕνας τέτοιος ἔνοχος᾽.

Τήν ἀπόφαση τήν ἔβγαλε ὁ πάπας χωρίς δεύτερη κουβέντα. ῏Ηταν παρορμητικός ὡς χαρακτήρας καί αὐτό λειτουργοῦσε μερικές φορές θετικά στά θέματα τῆς πίστης, γιατί μέ τόν ζῆλο του ἔσωζε καταστάσεις ἀπό αἱρετικούς. Τίς περισσότερες φορές ὅμως ὁ ζηλωτισμός καί ὁ παρορμητισμός του ἔκανε κακό. ᾽Αδικοῦσε κάποιους, ἀπό τούς ὁποίους βεβαίως ἔπειτα ζητοῦσε ταπεινά συγγνώμη. Τό κακό ὅμως εἶχε γίνει. ῎Ετσι καί τώρα. Κατεδίκασε ἐρήμην τόν ἐπίσκοπό του: δεμένο θά τόν ἔριχνε στήν φυλακή καί ἀργότερα θά ἀποφάσιζε πιό συγκεκριμένα τί θά κάνει. Τήν ἀπόφασή του τήν ἀνακοίνωσε καί στούς ἀνθρώπους τῆς Ρωμίλλας, οἱ ὁποῖοι μόνο πού δέν πέταξαν ἀπό τήν χαρά τους ῏Ηταν ὅμως ἔμπειροι σέ τέτοια. Μέ πρόσωπο τάχα λυπητερό ἄκουσαν τήν καταδίκη, εὐχαρίστησαν μέ ὑποκλίσεις τόν πάπα γιά τήν εὐαισθησία του, πῆραν τήν εὐχή του καί ἔφυγαν. ῾Ο δρόμος τους πιά ἀπό ἐδῶ καί πέρα θά ἦταν ἀνοικτός. Κανείς δέν θά ἔμπαινε ἐμπόδιο στά ἄνομα σχέδιά τους.

῾῞Αμ᾽ ἔπος, ἅμ᾽ ἔργον᾽ λοιπόν γιά τόν ᾽Αγαπητό. Ξαναμμένος καί μέ βαριά καρδιά τήν ἴδια ὥρα ἔστειλε δύο μεγαλόσωμους διακόνους νά πᾶνε στήν Ρωμίλλα καί νά φέρουν δεμένο τόν βλάσφημο ἐπίσκοπο. Καί μάλιστα γιά νά ταλαιπωρηθεῖ περισσότερο, νά τόν φέρουν μέ τά πόδια.

Τόν βρῆκαν νά προσεύχεται στό φτωχικό ἐπισκοπεῖο του. Γονατιστός ἦταν καί μέ δάκρυα στά μάτια. Μέ μεγάλη ἔκπληξη ἄκουσε τήν κατηγόρια καί τήν ἀπόφαση τοῦ πάπα, ἀλλά δέν εἶπε τίποτε. Κατάλαβε ἀμέσως τί διαδραματιζόταν καί τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά στραφεῖ στόν ᾽Εσταυρωμένο τοῦ προσκυνηταριοῦ του, νά κλίνει τό κεφάλι του καί νά παραδοθεῖ στούς διακόνους.

Κατάκοπος, ἐξαντλημένος, χωρίς καμία περιποίηση ρίχτηκε στήν φυλακή. ῾Η σκέψη του πῆγε στόν Κύριο καί στούς ἀποστόλους. ῾Εὐχαριστῶ, Κύριε, πού μοῦ δίνεις τήν χάρη νά πάσχω γιά τό ἅγιο ὄνομά Σου!᾽ ψιθύρισε. Θέλησε νά γονατίσει καί νά συνεχίσει τήν προσευχή του. Δέν ἄντεξε. ῎Επεσε πλαγιαστός κι ἐκεῖ συνέχισε νά ψελλίζει τήν συνήθη του εὐχή: ῾Κύριε, ἐλέησόν με᾽, ῾῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με᾽. ῎Ενιωσε γλύκα στήν καρδιά καί σάν νά ἐξαφανίστηκαν οἱ πόνοι του. ῾Ο Κύριος καί ἡ Παναγία ἦταν μαζί του. Συνέχισε μέ δύναμη τώρα τήν προσευχή του.

῾Ο ᾽Αγαπητός προσπαθοῦσε νά πείσει τόν ἑαυτό του ὅτι ἔδρασε σωστά. ῎Εμαθε ἀμέσως τόν ἐρχομό τοῦ ἐπισκόπου του στήν Ρώμη καί τό ρίξιμό του στήν φυλακή. Σάν νά δαγκώθηκε λίγο ἡ συνείδησή του ὅταν τοῦ εἶπαν οἱ διάκοι πού τόν ἔφεραν ὅτι ὄχι μόνο δέν ἀντέδρασε μέ τήν σύλληψή του, ἀλλά τούς ἀκολούθησε εὐχαρίστως, ἔχοντας τήν ἔγνοια τους μάλιστα γιά τήν δική τους ταλαιπωρία τόσο δρόμο πού θά ἔκαναν. ῾Τόση ἠθοποιΐα λοιπόν; ᾽Ακόμη καί τώρα παίζει τό παιχνίδι τοῦ εὐσεβῆ;᾽ σκεφτόταν ὁ πάπας. ῾Δέν τόν παίρνει βέβαια νά κάνει καί κάτι ἄλλο. ᾽Ασφαλῶς θά εἶναι τρομοκρατημένος μέ ὅ,τι πρόκειται νά ἀκολουθήσει. ᾽Επιτέλους ὅμως ἡ ᾽Εκκλησία πρέπει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τέτοιες πληγές. Δέν μπορεῖς νά παίζεις ῾ἐν οὐ παικτοῖς᾽.

Πέρασαν τρεῖς ἡμέρες ἀφότου εἶχε βρεθεῖ στήν φυλακή ὁ ῾βλάσφημος᾽ ἐπίσκοπος. ῾Ο πάπας σάν νά τόν ξέχασε, καθώς ἦταν ἀπορροφημένος ἀπό τά προβλήματα τῆς διαποίμανσης μιᾶς τόσο μεγάλης πόλης καί ἀπό τόν ἀγώνα πού ἔδινε κατά τῶν αἱρετικῶν μονοφυσιτῶν πού ἀγωνίζονταν νά ἐπιβάλουν τήν δική τους ἀλλοιωμένη εἰκόνα περί τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Μπροστάρης αὐτός στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς ὀρθοδοξίας καί μέ συνεχή ἐπικοινωνία μέ τό ἄλλο κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας, τήν Κωνσταντινούπολη.

Ξημέρωνε ἡ ἡμέρα Κυρίου, ἡ Κυριακή. Εἶχε παρατείνει ἀρκετά τήν προσευχή του ὁ ἅγιος πάπας τό προηγούμενο βράδυ, ἐνόψει μάλιστα τῆς Θείας Λειτουργίας πού θά τελοῦσε σέ λίγες ὧρες. Ζήτησε ἐπανειλημμένως ἀπό τόν Κύριο νά τόν συγχωρήσει γιά ὅ,τι κακό ἐνδεχομένως εἶχε κάνει. ῎Εγειρε στό στέλος νά κοιμηθεῖ. ᾽Αλλά τί ὕπνος ἦταν κι αὐτός; Στριφογύριζε ἀρκετές φορές στό κρεβάτι του. ῾Η εἰκόνα τοῦ ἐπισκόπου στήν φυλακή ἦρθε ξαφνικά μπροστά του. Σάν νά τόν στοίχειωσε. ῾Κύριε, ἐλέησον καί αὐτόν᾽ ψέλλισε λίγο μετανιωμένος. ῾Δῶσε του μετάνοια νά μή κάνει κακό στό ἅγιο Σῶμα Σου᾽ εἶπε κι ἔνιωσε νά τόν παίρνει γιά λίγο ὁ ὕπνος.

Δέν κατάλαβε ἄν ἦταν στό ξύπνιο του ἤ στόν ὕπνο του ἡ φωνή πού ἄκουσε καί τόν τρόμαξε: ῾Αὐτήν τήν Κυριακή μήν προσκομίσεις οὔτε σύ οὔτε κανείς ἄλλος ἀπό τούς κληρικούς ἤ τούς ἐπισκόπους πού εἶναι στήν πόλη, παρά μόνον ὁ ἐπίσκοπος τόν ὁποῖο ἔχεις ἐγκατάκλειστο στήν φυλακή. ᾽Εκεῖνον θέλω σήμερα νά προσκομίσει᾽.

Πετάχτηκε κάθιδρος. ῾Μά τί μοῦ συμβαίνει;᾽ ψιθύρισε. ῾Βάλθηκε ὁ Πονηρός νά μέ ταράξει τώρα πού ξημερώνει Κυριακή καί θά λειτουργήσω; Τέτοια κατηγορία ἄκουσα ἐναντίον τοῦ ὐποκριτῆ αὐτοῦ ἐπισκόπου κι αὐτός θά προσκομίσει; ῎Οχι, δέν θά σοῦ περάσει, τρισκατάρατε, μέ τά δεξιά σου ὅπλα. ῞Υπαγε ὀπίσω μου᾽.

Ξανάπεσε στό κρεβάτι ὁ πάπας ταραγμένος. Τά χείλη του ψιθύριζαν ἔντονα τήν εὐχή τοῦ ᾽Ιησοῦ. Μά γιά δεύτερη φορά ἦλθε ἡ φωνή σέ ὅραμα πού ἔλεγε: ῾Σοῦ εἶπα ὅτι ὁ ἐπίσκοπος πού εἶναι στήν φυλακή, ἐκεῖνος θά προσκομίσει᾽. Ἡ ἀπορία τοῦ πάπα ᾽Αγαπητοῦ αὔξανε ὁλοένα. Δέν μποροῦσε νά καταλάβει τί συνέβαινε. Παρόμοια καί τρίτη φορά τοῦ φανερώθηκε καί τοῦ εἶπε τά ἴδια.

῏Ηταν ἀδύνατο νά μείνει στό κρεβάτι του. ᾽Αξημέρωτα ἀκόμη κάλεσε τόν διάκο του καί τόν ἔστειλε ἐκείνην τήν ὥρα νά φέρει τόν ἐπίσκοπο ἀπό τήν φυλακή. ῾Ο διάκος ἀπορημένος δέν εἶπε τίποτε κι ἔσπευσε νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή. ῾Ο ἐπίσκοπος βρέθηκε μέ σκυφτό τό κεφάλι, ταπεινός καί σεμνός νά στέκει ἐνώπιον τοῦ πάπα ᾽Αγαπητοῦ. ᾽Από πάντα ἔνιωθε βαθύ σεβασμό ἀπέναντί του καί γιά τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς ᾽Ορθοδοξίας, ἀλλά καί γιά τήν ἁγία βιοτή του. Καί τώρα ἀκόμη, μέ ὅ,τι ἔγινε, δέν ἄφησε σκέψεις κατάκρισης νά ἀνέβουν στήν καρδιά του. ῎Ηξερε ὅτι κάποιοι τόν εἶχαν συκοφαντήσει. Κι ὁ πάπας τούς εἶχε πιστέψει. Δέν ἔφταιγε αὐτός. Προσευχόταν ἁπλῶς ὁ Κύριος νά φωτίζει τόν ἱεράρχη, καθώς βρισκόταν σέ τέτοια καίρια καί μεγάλη θέση στήν ᾽Εκκλησία καί οἱ μέριμνες τόν ἔτρωγαν ἀπό παντοῦ. ῾Κύριε, ἄς μή γίνω ἐγώ ἡ ἀφορμή πρόκλησης ὁποιασδήποτε ταραχῆς στήν ᾽Εκκλησία σου. ῎Ας χαθῶ ἐγώ, ἀρκεῖ νά γίνεται τό ἅγιο θέλημά Σου᾽.

῾Ποιά εἶναι ἡ πνευματική σου ἐργασία;᾽ σήκωσε τά μάτια του ὁ ᾽Αγαπητός, ὁ πάπας τῆς Ρώμης, καί ρώτησε τόν ταπεινό ἐπίσκοπο, κοιτώντας τον ἐρευνητικά.
῾῾Αγιότατε, ἐγώ δέν ἔχω πνευματική ἐργασία. Εἶμαι ἁμαρτωλός᾽ ἀπάντησε ψιθυριστά ἐκεῖνος.
῾Ποιά εἶναι ἡ πνευματική σου ἐργασία;᾽ ξαναρώτησε πιό ἔντονα ὁ πάπας, γιά νά εἰσπράξει ὅμως τήν ἴδια ἀπάντηση. Κατάλαβε ὅτι δέν θά ἔβγαζε πουθενά ἡ συζήτηση κι ὅτι δέν πείθει τόν ἐπίσκοπο νά τοῦ ἀποκαλύψει κάτι ἀπό τήν ἐσωτερική του ζωή.
῾῎Ακου᾽, τοῦ εἶπε. ῾Σήμερα ἐσύ θά προσκομίσεις στήν Θεία Λειτουργία᾽.

Μπροστά στήν ἁγία Τράπεζα ὁ ἐπίσκοπος τελοῦσε πιά τήν Λειτουργία. Δέν εἶχε δείξει καμία ἔκπληξη μ᾽ αὐτό πού τοῦ ᾽χε προτείνει ὁ πάπας. Εἶχε μάθει νά ὑπακούει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνωτέρων του. Οἱ ἀντιρρήσεις καί τά ῾μά τί λέτε;᾽ ἤξερε ὅτι εἶναι ταπεινολογίες πού δέν τόν ἐξέφραζαν. Βρέθηκε λοιπόν ἐνδεδυμένος τήν ἀρχιερατική στολή, μόνος αὐτός ἐνώπιον τῆς ἁγίας Τραπέζης, βοηθούμενος ἀπό διακόνους, ἔχοντας συμπροσευχόμενους τόν ἅγιο πάπα καί ἄλλους κληρικούς τῆς ἁγίας πόλης.

Ἡ Λειτουργία προχωροῦσε. ῾Η ὅλη ἀτμόσφαιρα ἦταν πράγματι μία μυσταγωγία. Οἱ εὐχές ἀκούονταν εὐκρινῶς ἀπό τόν ἐπίσκοπο πού τίς ἔλεγε εἰς ἐπήκοον τῶν παρευρισκομένων καί μέ μεγάλη αἴσθηση ψυχῆς. ῏Ηλθε ἡ ὥρα τῆς ἁγίας προσκομιδῆς καί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς. Λίγο ἀκόμη καί ὁ ἐπίσκοπος ἐξ ὀνόματος ὅλου τοῦ πιστοῦ λαοῦ θά ἐπικαλεῖτο τό ῞Αγιον Πνεῦμα νά μεταβάλει τό ψωμί καί τό κρασί σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ ἀντιστοίχως.

᾽Αλλά κάτι ἄρχισε νά μήν πηγαίνει πιά καλά. Λίγο πρίν τήν τελική ἁγιαστική εὐχή ὁ ἐπίσκοπος ἄρχισε νά λέει καί πάλι τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς ἀπό τήν ἀρχή. Σήκωσε τά μάτια του ὁ πάπας. ῾Ξέχασε τά λόγια;᾽ σκέφτηκε. ῾῎Εχασε τήν σειρά;᾽ ῎Ακουσε νά λέγονται οἱ ἴδιες εὐχές.

῾Μά τί ᾽ναι τοῦτο πάλι;᾽ ταράχτηκε ὁ πάπας, ὁ ὁποῖος εἶδε στά πρόσωπα καί τῶν ἄλλων τήν ἴδια ταραχή. ῞Ολοι εἶχαν σηκώσει τά βλέμματα καί παρακολουθοῦσαν μέ ἀπορία τόν λειτουργοῦντα ἐπίσκοπο πού καθυστεροῦσε χωρίς νά φαίνεται ὅτι ὑπάρχει κανένας λόγος. Τό ἴδιο καί οἱ διάκοι πού τόν ὑπηρετοῦσαν δίπλα του. Καί πάλι πρίν τήν τελική ἁγιαστική εὐχή γιά τήν μεταβολή τῶν δώρων ὁ ἐπίσκοπος πήγαινε πίσω καί ξανάλεγε ἀπό τήν ἀρχή τίς εὐχές. Τρίτη καί τέταρτη φορά τό ἴδιο.

Δέν ἄντεξε ὁ ἅγιος ᾽Αγαπητός. Πλησίασε τόν ἐπίσκοπο καί τοῦ λέει σιγανά: ῾Τί συμβαίνει, πάτερ; Τώρα γιά τέταρτη φορά εἶπες τήν ἁγία εὐχή καί δέν τήν ὁλοκληρώνεις, δέν τήν τελεῖς. Τί συμβαίνει;᾽
῾Συγχώρα με, ἅγια πατέρα᾽, ἀπάντησε ψιθυριστά ἐκεῖνος. ῾Δέν μπορῶ νά συνεχίσω γιατί δέν εἶδα ἀκόμη ὡς συνήθως τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῞Ομως, ἄν θέλεις, ἀπομάκρυνε ἀπό τό θυσιαστήριο τόν διάκονο πού κρατᾶ τό ριπίδιο, γιατί αὐτός εἶναι ἡ αἰτία τῆς μή παρουσίας τοῦ Πνεύματος, κι ἐγώ δέν τολμῶ νά τοῦ τό πῶ᾽.

Δέν εἶπε τίποτε ὁ πάπας στόν ἐπίσκοπο. Παρήγγειλε ὅμως στόν διάκονο νά φύγει ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα κι ἐκεῖνος πράγματι ἀπομακρύνθηκε. Καί τότε τέλειωσε τήν εὐχή ὁ λειτουργός.

Μά αὐτό πού συνέβη ἦταν συγκλονιστικό. Κι ὁ ἐπίσκοπος κι ὁ πάπας μαζί του εἶδαν μέ μάτια πού τούς ἔδινε ὁ Θεός τήν παρουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τό ῾Οποῖο μετέβαλε τά δῶρα σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ.

Κι ὄχι μόνον αὐτό. ῞Ολοι ἔμειναν ἄφωνοι ὅταν τό καταπέτασμα πού βρισκόταν πάνω ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριο σηκώθηκε μόνο του καί σκέπασε καί τόν πάπα καί τόν ἐπίσκοπο κι ὅλους τούς παρευρισκομένους διακόνους, μαζί μέ τό ἅγιο θυσιαστήριο, κι αὐτό ἐπί τρεῖς ὧρες. ῞Ο,τι συνέβη στόν Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν σέ ἀγρυπνία τοῦ λαοῦ, ὅπου ἡ ἴδια ἡ Παναγία συνοδευόμενη ἀπό τούς ἁγίους ᾽Ιωάννη τόν Θεολόγο καί ᾽Ιωάννη τόν Πρόδρομο μαζί μέ πλῆθος ἀγίων ἀγγέλων ἅπλωσε τό μαφόρι της καί ἐπί ὧρες ἡ χάρη του προχεόταν στόν προσευχόμενο λαό, τό ἴδιο καί ἐδῶ.

Ὁ ἅγιος ᾽Αγαπητός γονατιστός ἔνιωθε τά δάκρυά του νά καῖνε τό πρόσωπό του. ῾Η δοξολογία πρός τόν Θεό συμπλεκόταν πρός τά αἰτήματα συγχώρησής του ἀπό τόν Κύριο. ῾Πῶς μέ κορόιδεψαν;᾽ σκεφτόταν. ῾Πῶς ἄφησα νά παρασυρθῶ ἀπό ἀνθρώπους πού φαίνονταν ὅτι ἦταν πονηροί; Πῶς κατηγόρησα καί ἔριξα στήν φυλακή ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ; Θεέ μου, συγχώρησέ με καί δῶσε μου τήν δύναμη νά μή κινοῦμαι παρορμητικά κι ἀπό συναρπαγή, ἀλλά πάντοτε μέ σκέψη καί μέ μακροθυμία᾽.

Γονάτισε τό ἴδιο καί φίλησε τά πόδια τοῦ ἁγίου λειτουργοῦ. Τοῦ ζήτησε ταπεινά συγγνώμη. ᾽Εκεῖνος σεμνός γονάτισε τό ἴδιο. Ζητοῦσε κι αὐτός συγγνώμη γιατί ἔγινε ἀφορμή νά στενοχωρηθεῖ ὁ πάπας του. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πολλαπλασίασε τήν φωτεινότητα τῆς παρουσίας Του. ῎Αγγελοι καί ἄνθρωποι χαίρονταν γιά ὅ,τι τώρα διαδραματιζόταν.

(Πηγή: ῾Λειμωνάριον᾽ ᾽Ιωάννου Μόσχου, κεφ. 150)
 πηγή

Πέμπτη, Μαρτίου 14, 2013

Το πάθος της κοιλιοδουλείας, Όσιος Νείλος ο Ασκητής


Ρώτησαν κάποτε τον όσιο Νείλο
 τον ασκητή , σχετικά με το άσχημο 
πάθος της κοιλιοδουλείας ,
 και ο Όσιος είπε τα παρακάτω : 
'' Το να βαδίζει κανείς με την 
κοιλιά είναι αλήθεια ότι σημαίνει
 την ηδονή , επειδή αιτία όλων 
σχεδόν των ηδονών είναι η κοιλιά. 
Όταν αυτή γεμίσει ακολουθούν 
δυνατές επιθυμίες και για τις άλλες ηδονές · όταν όμως είναι
 άδεια οι επιθυμίες είναι πιο ήμερες και σταθερές . ( ... ) 
Ο φιλήδονος λοιπόν περπατάει με την κοιλιά αφού ολόκληρος
 γέρνει στην απόλαυση και τις ηδονές. 
Αυτός που μόλις αρχίζει να ζει με αρετή αφαιρεί το 
λίπος της κοιλιάς αποφεύγοντας τις τροφές που παχαίνουν. 
Εκείνος που βελτιώνεται στην ενάρετη ζωή καθαρίζει το 
εσωτερικό της κοιλιάς , και ο τέλειος καθαρίζει ολόκληρη 
την κοιλιά απορρίπτοντας τελείως ό,τι ξεπερνάει τα
 απολύτως απαραίτητα. 
Ταιριάζει πάρα πολύ λοιπόν η φράση θα περπατάς με το στήθος 
και την κοιλιά , γιατί η ηδονή δεν χαρακτηρίζει εκείνους που 
στέκονται όρθιοι και ήρεμοι αλλά όσους έχουν πάθη και 
είναι γεμάτοι 
ταραχή. 
Και πιο κοντά στο πάθος της γαστριμαργίας είναι το σεξουαλικό.
 Έτσι και η φύση για να δείξει την ομοιότητά τους τοποθέτησε τα 
γενετήσια όργανα κάτω από την κοιλιά , 
δείχνοντας με την εγγύτητα 
τη συγγένεια. Αν είναι ασθενικό το γενετήσιο πάθος 
αυτό οφείλεται
 στην κοιλιά που είναι άδεια, κι αν είναι ισχυρό 
και έντονο , 
από την κοιλιά παίρνει τη δύναμή του '' .

                   ΣΟΦΙΑ  
ΑΓΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2013

Περί του αββά Μακαρίου




1. Εκεί ακούσαμε και πολλούς μοναχούς να μας διηγούνται το βίο του αββά Μακαρίου, που είχε αναπαυθεί εν Κυρίω πριν λίγο καιρό, και ήταν μαθητής του αγίου Αντωνίου. Κ' εκείνος, όπως ακριβώς ο γέροντάς του Αντώνιος, είχε κάμη πολλά θαύματα, θεραπείες και άλλα θεοφιλή έργα, τα οποία δεν θα μπορούσε κανείς να τ' απαριθμήσει-τόσο πολλά ήταν. Ωστόσο, λιγ' από αυτά τα κατορθώματα του αββά του Μακαρίου, που συγκράτησε η μνήμη μας, θα προσπαθήσουμε ν' αφηγηθούμε, έστω και με συντομία.
2. Ο αββάς Μακάριος είδε μια φορά κοντά στον μεγάλο του γέροντα, τον άγιο Αντώνιο, που εργαζόταν εκλεκτά κλωνάρια φοινικιάς και του ζήτησε απ' αυτά μια δεσμίδα. Ο αββάς Αντώνιος τότε του είπε:
- Είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή, πως δεν πρέπει να επιθυμήσεις όσα έχει ο πλησίον σου (Εξ. κ' 17, Δευτ. ε΄21).
Και μόνο μ' αυτό το λόγο που είπε ο Γέροντας, αμέσως όλα τα τρυφερά εκείνα κλωνάρια καψαλίστηκαν σαν να τα 'καψε φωτιά. Ο αββάς Αντώνιος, βλέποντας τούτο το πράγμα, είπε στον Μακάριο:
- Ιδού, που επάνω σου έχει αναπαυτεί το πνεύμα μου, κ' έτσι θα' σαι λοιπόν κληρονόμος των χαρισμάτων μου.
3. Αργότερα, πάλι, έτυχε ο διάβολος να βρει στην έρημο τον αββά Μακάριο, πολύ εξαντλημένο από σωματική κούραση, και του λέει: Ιδού, που έλαβες την χάρη του αγίου Αντωνίου. Γιατί, λοιπόν, δεν κάνεις χρήση αυτού του προνομίου και δεν ζητάς από το Θεό τρόφιμα και λίγη δύναμη για ν' αντέξεις στην οδοιπορία σου;
Και ο Γέροντας αμέσως του απαντά:
Η δύναμή μου είναι ο Κύριος και σ' αυτόν είναι αφιερωμένος κάθε ύμνος μου ( Ψαλμ . ριζ' 14). Κ' εσύ πάψε να βάζεις σε πειρασμό το δούλο του Θεού!
4. Ευθύς ο διάβολος του φέρνει άλλη φαντασία: μια καμήλα, που χρησιμοποιείται για μεταφορές, περιπλανώμενη μέσα στην έρημο και φορτωμένη με κάθε είδους τρόφιμα, είδε τον αββά Μακάριο και ήρθε και γονάτισε μπροστά του. Όμως ο Γέροντας υποψιάστηκε πως όλα αυτά ήταν φάντασμα - όπως και ήταν - και άρχισε να προσεύχεται. Κι αμέσως την καμήλα την κατάπιε η γη!
5. Μια φορά πάλι ο Γέροντας, ύστερ' από μεγάλη νηστεία, προσευχήθηκε στο Θεό και του ζήτησε να του δείξει τον παραδεισένιο εκείνο κήπο, τον οποίο φύτεψαν ο Ιαννής και ο Ιαμβρής , επιθυμώντας να φτιάξουν ένα ομοίωμα του αληθινού παραδείσου.
6. Καθώς, λοιπόν, περιπλανιόταν επί τρεις εβδομάδες μέσα στην έρημο, δίχως να βάλει τίποτε στο στόμα του, άρχισε να γέρνει από λιποθυμία. Τότε άγγελος Κυρίου τον παίρνει και τον αποθέτει μπρος σ' εκείνο που ζητούσε. Εκεί, όμως, ήταν πολλοί δαίμονες και φύλαγαν από παντού, όλες τις πύλες του κήπου, μην αφήνοντάς τον να μπει μέσα. Και, ακόμη, ο κήπος ήταν πάρα πολύ μεγάλος και τεραστίων διαστάσεων.
7. Κι όταν, ύστερ' από προσευχή, πήρε το θάρρος και τόλμησε να μπει μέσα ο Γέροντας, βρήκε μέσα δύο άλλους άγιους μοναχούς, που κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο είχαν εισέλθει, και είχαν ήδη αρκετό καιρό εκεί μέσα. Προσευχήθηκαν τότε, κατά την μοναχική συνήθεια και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλον, γεμάτοι χαρά και αγαλλίαση που ανταμώθηκαν. Του έπλυναν, λοιπόν, τα πόδια και του παρέθεσαν να φάει από τους καρπούς του παραδείσου. Ο αββάς Μακάριος έφαγε, κι ευχαρίστησε τον Θεό, θαυμάζοντας εκείνους τους ωραίους καρπούς, οι οποίοι ήταν και μεγάλοι και πολλών ειδών. Έλεγαν, μάλιστα, ο ένας στον άλλο:
- Πόσο ωραίο θα 'ταν, αν γινότανε να 'ναι όλοι οι μοναχοί εδώ!
8. Έλεγε, πως υπήρχαν μέσα στον παράδεισο εκείνο τρεις πηγές, που αναβλύζανε από την άβυσσο και ποτίζανε όλο τον κήπο, στον οποίο υπήρχαν τεράστια δένδρα φορτωμένα με καρπούς από κάθε είδος που ευδοκιμεί κάτω από τη στέγη τ' ουρανού.
9. Ο αββάς Μακάριος έμεινε κοντά τους εφτά ημέρες και ύστερα τους είπε πως θα πάει στην έρημο που είχε τους μοναχούς του να τους πάρει, και να τους φέρει όλους εδώ, μαζί του. Όμως, οι άγιοι εκείνοι άνθρωποι του είπαν πως τούτο δεν θα μπορούσε να το κάμει, γιατί η έρημος είναι πολύ μεγάλη και απέραντη. Σ' αυτήν, μάλιστα, την απέραντη έρημο κατοικούν πολλοί δαίμονες, οι οποίοι σκοτώνουν, όπως έγινε και με πολλούς άλλους μοναχούς που θέλησαν να έρθουν σ' αυτά τα μέρη.
10. Όμως, ο Μακάριος, που δεν άντεχε να μένει άλλο εκεί, τους είπε:
- Πρέπει, οπωσδήποτε, να πάω να τους φέρω εδώ, ν' απολαύσουν αυτόν τον παράδεισο.
Και ξεκίνησε αμέσως για την κατοικημένη από τους μοναχούς του έρημο, παίρνοντας μαζί του και λίγους καρπούς για να τους δείξει σ' εκείνους. Έκοψε, ακόμη, και πολλά φοινικόκλαρα , απ' τα οποία έβαζε σαν σημάδια στην έρημο, για να μην χάσει τον δρόμο του όταν ξανάρθει.
11. Κάπου στην έρημο νύσταξε κ' έπεσε να κοιμηθεί για λίγο. Μα, όταν ξύπνησε, είδε όλα τα φοινικόκλαρα , που είχε βάλει για σημάδια, να είναι μαζεμένα στο προσκέφαλό του απ' τους δαίμονες. Σηκώθηκε, λοιπόν, και είπε προς τους δαίμονες:
- Αν είναι θέλημα του Θεού, κανένας από σας δεν θα μπορέσει να μας εμποδίσει να μπούμε στον παράδεισο!
12. Όταν έφθασε κοντά στους μοναχούς του, τους έδειχνε τους καρπούς, και τους συμβούλευε να πάνε κι αυτοί σ' εκείνο το παράδεισο. Όμως, πολλοί πατέρες που μαζεύτηκαν εκεί, του είπαν:
- ’γιε Γέροντα, μήπως εκείνος ο παράδεισος έγινε για τον όλεθρο των ψυχών μας; Διότι, αν τώρα τον απολαύσουμε, θα έχουμε ήδη, από εδώ κάτω στη γη απολαύσει τη μερίδα των αγαθών που αναμένουμε. Και ποιο μισθό θα έχουμε αργότερα, όταν πάμε κοντά στο Θεό, ή για ποιά αρετή μας θα μας τιμήσει;
Κι έτσι τον έπεισαν να μην πάνε καθόλου προς τα εκεί.
13. Aλλη φορά, όταν είχε επιθυμήσει να φάει σταφύλια, του έστειλαν μερικά που μόλις τα είχαν κόψει. Ωστόσο για να δείξει εγκράτεια, τα έστειλε σε κάποιον αδελφό, που ήταν άρρωστος κ' είχε επιθυμία να φάει σταφύλια. Εκείνος τα δέχτηκε με πολύ μεγάλη χαρά, μα θέλοντας να κρύψει την εγκράτειά του, τα' στειλε σε άλλο αδελφό, γιατί δεν είχε τάχα όρεξη να φάει σταφύλια. Κι ο άλλος που τα δέχτηκε, αν κ' επιθυμούσε πολύ να τα γευθεί, έκαμε κ' εκείνος το ίδιο.
14. Όταν, λοιπόν, πέρασαν μ' αυτόν τον τρόπο τα σταφύλια απ' όλους τους αδελφούς και κανένας δεν θέλησε να τα γευθεί. Ο τελευταίος μοναχός τα πήρε και τα πήγε στον αββά Μακάριο, νομίζοντας πως του κάνει ένα μεγάλο δώρο. Ο Μακάριος τ' αναγνώρισε και, αφού εξέτασε τα πράγματα, γεμάτος ενθουσιασμό ευχαρίστησε τον Κύριο για την τόση εγκράτεια των μοναχών του, και, τελικά, ούτε εκείνος τα γεύθηκε.
15. Aλλοτε, πάλι, όπως μας είπαν, έμενε σ' ένα σπήλαιο της ερήμου για να προσεύχεται. Εκεί κοντά υπήρχε κ' έν ' άλλο σπήλαιο, που σ' αυτό έμενε μια ύαινα. Μία μέρα, εκεί που προσευχόταν στον ο Γέροντας, ήρθε η ύαινα και τριβόταν στα πόδια του. Σε μία στιγμή έπιασε την άκρη του ράσου του και τον τραβούσε ήρεμα προς το δικό της σπήλαιο. Εκείνος την ακολούθησε, λέγοντας μέσα του:
- Τι να θέλει, άραγε, τούτο το θηρίο με τέτοια καμώματα;
16. Όταν πια τον έφερε ίσαμε με το δικό της σπήλαιο, μπήκε μέσα και βγάζει τα μωρά της, που είχαν γεννηθεί τυφλά. Ο Γέροντας προσευχήθηκε, και σε λίγο τα μικρά της άνοιξαν τα μάτια τους και έβλεπαν. Η ύαινα, τότε, για τον ευχαριστήσει του έφερε για δώρο ένα πολύ μεγάλο δέρμα ενός τεραστίου κριαριού και το απόθεσε μπρος στα πόδια του. Ο Γέροντας της χαμογέλασε για την ευγνωμοσύνη και τα αισθήματα που έδειξε, και παίρνοντας το δέρμα το 'κανε στρωσίδι του. Λέγεται ότι αυτό το δέρμα σώζεται μέχρι σήμερα στο κελλί κάποιου μοναχού
17. Διηγούνται, ακόμη, για τον αββά Μακάριο, πως του πήγαν μια φιλομόναχη και παρθενεύουσα κόρη, την οποία ένας κακούργος την είχε μεταβάλει, με διάφορες μαγείες σε φοράδα. Την πήραν, λοιπόν, οι γονείς της και την πήγαν στον άγιο Γέροντα και τον παρακάλεσαν πολύ θερμά, αν ήθελε να προσευχηθεί για να την μεταβάλει και πάλι σε γυναίκα. Ο Γέροντας την έκλεισε σ' ένα χώρο μόνη της, μαζί με τους γονείς της, ενώ εκείνος για εφτά ημέρες προσευχόταν διαρκώς σ' ένα διπλανό κελλί . Την έβδομη μέρα, μαζί με τους γονείς της, ο Γέροντας ήρθε και την άλειψε όλη με άγιο λάδι. Μετά, γονάτισε και προσευχήθηκε πάλι, μαζί με τους γονείς της. Όταν σηκώθηκαν από την προσευχή, ο Γέροντας και οι γονείς, την είδαν να έχει γίνει πάλι η θυγατέρα τους που ήξεραν!

Π. Β. Πάσχου , εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 2004, σελ. 137-143.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 17, 2013

Μονοφυσίτης ή Ορθόδοξος; ... Διήγηση από το Λειμωνάριο


Άγγελος Κυρίου ζητά από έναν απλοϊκό γέροντα, που είχε 
κοινωνία με τους Σεβηριανούς, να ξεκαθαρίση την πίστι του, 
προτού πεθάνη.
Μας διηγήθηκε ο αββάς Γεώργιος ο πρεσβύτερος του κοινοβίου των Σχολαρίων ότι ησύχαζε στα Μονίδια ένας γέροντας πολύ φιλόπονος, ήταν όμως αφελής κατά την πίστη και μεταλάμβανε αδιάκριτα όπου έβρισκε. Μια μέρα λοιπόν του φανερώθηκε άγγελος Θεού και του είπε; «Πες μου, γέροντα, αν πεθάνεις, πώς θέλεις να σε ενταφιάσουμε; Όπως οι Αιγύπτιοι μοναχοί ενταφιάζουν, ή όπως οι Ιεροσολυμίτες;» Ο γέροντας τότε του αποκρίθηκε και του είπε: «Δεν ξέρω». Τότε του λέει ο άγγελος: «Σκέψου κι έρχομαι μετά τρεις βδο¬μάδες και μου λες». Πήγε τότε ο γέροντας σε κάποιον άλλο και του διηγήθηκε όσα άκουσε από τον άγγελο. Μόλις λοιπόν το άκουσε ο γέροντας, έμεινε εμβρόντητος από το άκουσμα. τον ατένισε για πολύ και του λέει, παρακινημένος από το Θεό: «Πού μεταλαμβάνεις τα άγια μυστήρια;» Αυτός αποκρίνεται και του λέει: «Όπου βρω». Τότε του λέει ο γέροντας: «Μην κρίνεις πια σωστό να κοινωνήσεις έξω από την αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία, η οποία μνημονεύει τις τέσσερις άγιες συνόδους, της Νικαίας των 318 (Θεοφόρων Πατέρων), και της Κωνσταντινουπόλεως των 150 και της Εφέσου την πρώτη των 200 και της Χαλκηδόνος των 630. Κι όταν έρθει ο άγγελος, πες του: «Όπως οι Ιεροσολυμίτες θέλω». Μετά τρεις βδομάδες λοιπόν ήρθε ο άγγελος και λέει στο γέροντα: «Τί έγινε, γέροντα; Σκέφτηκες;» Τότε ο γέροντας του λέει: «Όπως οι Ιεροσολυμίτες θέλω». Του λέει ο άγγελος: «Καλά, καλά». Κι ευθύς παράδωσε την ψυχή. Κι όλο αυτό έγινε, για να μη χάσει τους κόπους του ο γέροντας και καταδικαστεί μαζί με τους αιρετικούς.(1)
1. Ιωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον σ. 195-196

Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2012

εγώ ο ξένος



Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ολύμπιο , τον πρεσβύτερο 
της λαύρας του αγίου Γερασίμου:
«Πες μου λόγο».
Αυτός τού λέει : «Μη συγκατοικήσεις με αιρετικούς, 
κάνε εγκράτεια στη γλώσσα και στην κοιλιά σου και 
οπουδήποτε , κατοικείς , λέγε συνέχεια  «είμαι ξένος»
από το Λειμωνάριο , εκδ. Ι.Μ.Σταυρονικήτα , σελ.21

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 27, 2012

Για τον κομερκιάριο(φοροεισπράκτορα) Μόσχο.


Επισκεφτήκαμε τον αββά Ευστάθιο τον ηγούμενο στο κοινόβιο του σπηλαίου του αγίου Σάββα. Κι ήταν εκεί κάποιος κομερκιάριος στο όνομα Μόσχος. Κι όταν πήγαμε στην Τύρο, μας διηγήθηκε: «Όταν ήμουν κομερκιάριος, πήγα να λουστώ αργά το βράδυ και βρίσκω στο δρόμο μια γυναίκα που έστεκε στο σκοτάδι. Εγώ πήγα και την πλησίασα κι αυτή δέχτηκε να με ακολουθήσει. Εγώ τότε, από τη διαβολική χαρά δεν λούστηκα, αλλά όρμησα στο δείπνο. Και μολονότι την παρότρυνα πολύ, δεν δεχόταν να γευτεί· τέλος πάντων σηκωθήκαμε να κοιμηθούμε και, μόλις πήγα να τη φιλήσω, έκραξε μεγαλόφωνα με δάκρυα: «Αλίμονό μου, στην άθλια». Εγώ τότε τρόμαξα και ρωτούσα την αιτία. Αυτή με περισσότερα δάκρυα μου λέει: «Ο άνδρας μου είναι πραματευτής και ναυάγησε κι έχασε και τα δικά του και τα ξένα. Κι είναι στη φυλακή από τα χρέη. Και μη έχοντας τι να κάνω, για να του πάρω τουλάχιστον ψωμί, αναγκάστηκα από την πολλή καταισχύνη να δώσω το σώμα μου, για να βρούμε τουλάχιστο ψωμί. Γιατί τα άρπαξαν όλα». Και λέω: «Τί υπόλοιπο χρωστάς:» Και λέει: «Πέντε λίτρες χρυσάφι». Πήρα λοιπόν το χρυσάφι και της το έδωσα λέγοντας: «Βλέπεις ότι δεν σε άγγιξα, φοβούμενος την κρίση του Θεού. Πάρε και βγάλε τον και προσευχηθείτε για μένα».
Κατόπι, μετά από αρκετό καιρό, συκοφαντούμαι στο βασιλιά ότι σκόρπισα τα χρήματα του κομέρκιου(το τελωνείο). Και στέλνει ο βασιλιάς και διαρπάζει το σπίτι μου και με σέρνει με το πουκάμισο στην Κωνσταντινούπολη και με βάζει στη φυλακή και κάνω κάμποσο καιρό με το παλιό πουκάμισο. Κάποια μέρα λοιπόν άκουσα ότι ο βασιλιάς θέλει να με σκοτώσει. Και λοιπόν ξέγραψα τη ζωή μου και κοιμήθηκα κλαίγοντας και οδυρόμενος. Και βλέπω κάποια που έμοιαζε με την έγγαμη γυναίκα η οποία είχε τότε τον άνδρα της στη φυλακή να λέει: «Τί είναι αυτό που έχεις, κύριε Μόσχε; γιατί είσαι κλεισμένος εδώ:» Κι όταν εγώ είπα ότι συκοφαντήθηκα και νομίζω πως θα με σκοτώσει ο βασιλιάς, μου λέει: «Θέλεις να μιλήσω για σένα στο βασιλιά και να σε απολύσει;» Και της λέω: «Και σε γνωρίζει ο βασιλιάς;» Και λέει: «Ναι». Και ξύπνησα κι απορούσα τι είναι αυτό. Και ξαναπαρουσιάζεται δεύτερη και τρίτη φορά λέγοντας το ίδιο: «Μη φοβάσαι, γιατί αύριο σε απολύει».
Και κατά τα χαράματα με παίρνουν στο παλάτι κατά διαταγή του βασιλιά. Κι όταν μπήκα και με είδε με το βρώμικο ρούχο, μου λέει: «Σε σπλαχνίζομαι, στο εξής φρόντισε να διορθωθείς». Έβλεπα δε και τη γυναίκα εκείνη να στέκει στα δεξιά του βασιλιά και να μου λέει: «Έχε θάρρος και μη φοβάσαι». Παραγγέλλει να ξαναπάρω την περιουσία μου ο βασιλιάς και, δίνοντάς μου πολλά αγαθά, με αποκατάστησε στη θέση μου, κάνοντάς με και τοποτηρητή.
Την ίδια νύχτα λοιπόν φανερώνεται η ίδια γυναίκα και μου λέει: «Ξέρεις ποιά είμαι; αυτή που σπλαχνίστηκες και δεν άγγιξες το σώμα μου για το Θεό. Να που σε λύτρωσα κι εγώ από τον κίνδυνο. Βλέπεις τη φιλανθρωπία του Θεού; Δηλαδή έμενα λυπήθηκες κι εγώ έδειξα μεγάλη ευσπλαχνία για σένα».
(Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ.Σταυρονικήτα-Αγ. Όρος, σ.209-211)

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 21, 2012

Πως μετέστρεψε στην αληθινή πίστη,ο Άγιος Εφραίμιος, Σεβηριανό μοναχό.


πηγή

21ΣΕΠ
Μας διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για το μακάριο Εφραίμιο, πατριάρχη Αντιοχείας, ότι είχε πολύ ζήλο και θέρμη για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε κάποτε για κάποιο στυλίτη, στα μέρη της Ιεραπόλεως, ότι ανήκει στους αιρετικούς Σεβηριανούς και Ακεφάλους, οι οποίοι είχαν αποκοπεί από την Εκκλησία, πήγε προς αυτόν με σκοπό να τον μεταστρέψει. Μόλις λοιπόν έφτασε κοντά του, άρχισε ο θείος Εφραίμιος να παρακαλεί και να νουθετεί το στυλίτη να προστρέξει στον αποστολικό θρόνο και να έρθει σε μυστηριακή κοινωνία με την αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία. Του αποκρίθηκε ο στυλίτης και είπε:
«Εγώ δεν θα δεχτώ τη σύνοδο στην τύχη».
Του λέει ο θείος Εφραίμιος:
«Και με τί τρόπο θέλεις να σε θεραπεύσω πλήρως και να σου αποδείξω ότι, με τη χάρη του Χριστού Ιησού και Κυρίου Θεού μας, είναι ελεύθερη η αγία Εκκλησία από κάθε ακαθαρσία αιρετικής διδασκαλίας;»
Του λέει ο στυλίτης:
«Ν’ ανάψουμε φωτιά, κύριε πατριάρχη, και να μπούμε μέσα εγώ και σεις. Κι όποιος βγει αβλαβής, αυτός είναι ορθόδοξος κι αυτόν οφείλουμε να ακολουθήσουμε».
Το είπε αυτό, για να τρομάξει τον πατριάρχη.
Τότε ο θείος Εφραίμιος αποκρίνεται στο στυλίτη:
«Έπρεπε, παιδί μου, να μ’ ακούσεις σαν πατέρα και τίποτε περισσότερο να μη ζητήσεις από μας. Επειδή όμως ζήτησες πράγμα που ξεπερνά την αθλιότητά μου, θαρρώ στους οικτιρμούς του Υιού του Θεού ότι για τη σωτηρία της ψυχής σου, κάνω κι αυτό».
Τότε λέει ο θείος Εφραίμιος στους παρευρισκομένους:
«Ευλογητός Κύριος, φέρτε εδώ μερικά ξύλα».
Κι ήρθαν τα ξύλα. Τα άναψε λοιπόν ο πατριάρχης μπροστά στο στύλο και λέει στο στυλίτη:
«Κατέβα κι ας μπούμε κι οι δυο, κατά την απόφασή σου».
Επειδή όμως ο στυλίτης έμεινε έκπληκτος από την πίστη του πατριάρχη στο Θεό και δεν ήθελε να κατεβεί, του λέει ο πατριάρχης:
«Δεν πρότεινες εσύ να γίνει αυτό; και πώς τώρα δεν θέλεις να το κάνεις;»
Τότε έβγαλε ο αρχιεπίσκοπος το ωμοφόριο που φορούσε, ήρθε κοντά στη φωτιά και προσευχήθηκε και είπε:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, ο οποίος καταξίωσες να σαρκωθείς αληθινά για μας, από τη Δέσποινά μας, την αγία Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία, δείξε μας την αλήθεια».
Κι όταν τελείωσε την ευχή, τίναξε το ωμοφόριό του στη μέση της φωτιάς. Αφού λοιπόν η φωτιά κράτησε τρεις ώρες και κατάφαγε τα ξύλα, πήραν το ωμοφόριο σώο, αβλαβές και ακέραιο, χωρίς να βρεθεί σ’ αυτό ίχνος καψίματος. Τότε ο στυλίτης, είδε το γεγονός, πληροφορήθηκε, αναθεμάτισε το Σεβήρο και την αίρεσή του, προσήλθε στην αγία Εκκλησία, κοινώνησε από τα χέρια του μακαρίου Εφραιμίου και δόξασε το Θεό”.
ΠΗΓΗ:
Ιωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον ένθ. αν., σ. 41-43
Από το περιοδικό: «Αγιορείτικη Μαρτυρία» τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου – τεύχη 12-13,
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...