Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Νοεμβρίου 08, 2013

Η θεραπεία από την αρρώστια τού Φαρισαϊσμού


 Η αγάπη δεν μπαίνει μέσα στα καλούπια της λογικής. Η αγάπη είναι πάνω από την λογική. Έτσι είναι και η αγάπη του Θεού. Η αγάπη του Θεού υπερβαίνει την λογική των ανθρώπων. Για αυτό το λόγο δεν μπορούμε να κρίνουμε με λογικά κριτήρια τους ανθρώπους που αγαπούν τον Θεό. Για αυτό το λόγο οι άγιοι κινούνταν με μια δική τους λογική. Είχαν μιαν άλλη λογική όχι την λογική των ανθρώπων. Γιατί η λογική η δική τους ήταν η λογική της αγάπης. Και η εκκλησία δεν μας μαθαίνει  να γίνουμε καλοί άνθρωποι, όχι,  αυτό είναι φυσικό, πρέπει να γίνουμε, αν δεν γίνουμε καλοί άνθρωποι τι κάμαμε. Αυτά είναι του νηπιαγωγείου πράγματα. Η εκκλησία μας μαθαίνει να αγαπούμε τον Χριστόν, δηλαδή να αγαπούμε αυτό τον πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Μέσα στην εκκλησία αναπτύσσεται μία σχέση. Προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον Χριστόν, όχι με την διδασκαλία του Χριστού, έτσι, όχι με τον Ευαγγέλιο.Το Ευαγγέλιο είναι κάτι που μας βοηθά να φτάσουμε στην αγάπη του Χριστού. Όταν φτάσουμε στην αγάπη του Χριστού δεν χρειάζεται το Ευαγγέλιο. Δεν χρειάζονται, τίποτα δεν χρειάζονται. Αυτά σταματούν όλα. Μένει μόνο η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Αυτή είναι η διαφορά της εκκλησίας από την θρησκεία.
Η θρησκεία σε μαθαίνει να κάνεις τα καθήκοντα σου, έτσι, όπως ήταν οι ειδωλολάτρες.  Eνα παράδειγμα: επήγαμε στα προσκυνήματα, επροσκυνήσαμε, εβάλαμε τα λεφτά μας στο κουτί, αφήσαμε τις λαμπάδες μας, τα λάδια μας, ξέρω ΄γω τις παρακλήσεις μας, τα ονόματά μας, τα πρόσφορά μας,  τα πάντα. Αυτά είναι θρησκευτικά καθήκοντα. Αλλά η καρδιά μας δεν άλλαξε καθόλου. Τέλειωσε η ώρα του καθήκοντος είμαστε το ίδιο όπως προηγουμένως. Έτοιμοι να επιτεθούμε στον άλλο, έτοιμοι να διαμαρτυρηθούμε εναντίον του άλλου, έτοιμοι να ΄μαστε ξινισμένοι πάλι όπως προηγουμένως. Δεν αλλάζει η καρδιά μας. Δεν αποκτούμε την σχέση με τον Χριστό. Γιατί απλώς αρκούμαστε στα καθήκοντα, στα θρησκευτικά καθήκοντα.
Και αυτοί οι άνθρωποι να ξέρετε, αυτοί οι άνθρωποι,  οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο επικίνδυνο είδος μέσα στην εκκλησία. Αυτοί οι θρήσκοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Ο Θεός να μας φυλάει απ'αυτούς. Έλεγε ένας αγιορείτης όταν έκαμνα μια φορά λειτουργία και λέγαμε «Κύριε σώσον τους ευσεβείς» λέει αστειευόμενος «Κύριε σωσον ημάς από τους ευσεβείς» δηλαδή ο Θεός να σε φυλάει από τους θρήσκους ανθρώπους, διότι θρήσκος άνθρωπος σημαίνει μια προσωπικότης διεστραμμένη η οποία ουδέποτε είχε προσωπική σχέση με τον Θεό. Απλώς μόνον κάμνει τα καθήκοντα της απέναντί Του, αλλά καμιά σοβαρή σχέση δεν είχε για αυτό και ο Θεός δεν λέει αυτόν τον άνθρωπο τίποτε. Και σας ομολογώ και εγώ από την πείρα μου ότι δεν είδα χειρότερους εχθρούς της εκκλησίας από τους θρήσκους ανθρώπους.
 Όταν παιδιά θρήσκων ανθρώπων που μεσ' την εκκλησία ή και παπάδων ακόμα και θεολόγων και ανθρώπων που κάνουν τους θρήσκους και τους πολλούς εδοκίμασαν τα παιδιά τους να γίνουν μοναχοί ή ιερείς αυτοί οι άνθρωποι έγιναν χειρότεροι και από δαίμονες. Εξανέστησαν εναντίον των πάντων. Έγιναν οι χειρότεροι εχθροί των ανθρώπων. 
 Θυμάμαι γονείς που έφερναν τα παιδιά τους εις τις ομιλίες και όταν το παιδί τους κάποια στιγμή έκαμε ένα βήμα παραπάνω έγιναν οι χειρότεροι άνθρωποι που έλεγαν τα χειρότερα λόγια.  Και εγώ τους λέω:  μα εσύ έφερες το παιδί σου στην ομιλία, δεν το έφερα εγώ.  

Και μια φόρα είπα σε έναν πατέρα όταν έβλεπα ότι η κόρη του ,τέλος πάντων, είχε ζήλο στην εκκλησία του λέω:
 -Κοίταξε μην την ξαναφέρεις στην ομιλία. Μην την ξαναφέρεις να της μιλήσω διότί η κόρη σου θα γίνει μοναχή και αύριο θα σου φταίω εγώ. 
- Όχι πάτερ μου, αλίμονο, εμείς σε λατρεύουμε. Και έγινε η κόρη του μοναχή εφτά χρόνια και δεν μου μιλά ακόμα.
Άνθρωποι που δεν έχαναν ομιλία, έτσι,  δεν έχαναν ομιλία. Ήταν πάντοτε οι πρώτοι. Ομιλίες, αγρυπνίες, βιβλία, ξέρω ‘γω τα πάντα. Και έφερναν και τα παιδιά τους και όταν ήρθεν η ώρα που το παιδί τους μέσα στην ελευθερία του, τέλος πάντων, αποφάσισε έναν δικό του δρόμο τότε οι άνθρωποι αυτοί έγιναν τελείως στο αντίθετο στρατόπεδο και απέδειξαν ότι για αυτούς ο Χριστός δεν είχε μιλήσει ποτέ μες την δική τους την καρδιά. Απλώς ήταν θρήσκοι άνθρωποι. Για αυτό οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο δύσκολο είδος μεσ' την εκκλησία. Γιατί ξέρετε κάτι .Αυτοί οι άνθρωποι καμιά φορά δεν θα θεραπευθούν. Γιατί νομίζουν ότι είναι κοντά στον Θεό. Ενώ οι αμαρτωλοί, ξέρω ΄γω, οι χαμένοι ας πούμε, έτσι, αυτοί ξέρουν ότι είναι αμαρτωλοί. Για αυτό ο Χριστός είπε ότι οι τελώνες και οι πόρνες θα παν στην Βασιλεία του Θεού, ενώ είπε στους Φαρισαίους: Εσείς, εσείς που είσαστε θρήσκοι δεν θα πάτε ποτέ στην Βασιλεία του Θεού. Γιατί ουδέποτε ο λόγος του Θεού άλλαξε την καρδιά τους. Απλώς αρκούνταν στην τήρηση των θρησκευτικών τύπων.

Έτσι λοιπόν εμείς ας προσέξουμε τον εαυτόν μας να καταλάβομε ότι η εκκλησία είναι ένα νοσοκομείο που μας θεραπεύει μας κάνει να αγαπούμε τον Χριστόν  και η αγάπη του Χριστού είναι μια φλόγα που ανάβει μεσ' την καρδιά μας και να εξετάζομε τον εαυτό μας εάν βρισκόμαστε στην αγάπη του Θεού. Εάν βλέπομε μέσα μας όλες αυτές τις κακίες και τις ανιδιοτέλειες και τις πονηρίες τότε πρέπει να ανησυχούμε.  Γιατί δεν είναι δυνατό ο Χριστός να είναι μέσα στην καρδιά μας και να 'μαστε γεμάτοι ξύδι.
Πως είναι δυνατό να προσεύχεσαι και να είσαι γεμάτος χολή εναντίον του άλλου ανθρώπου. Πως είναι δυνατό να διαβάζεις το ευαγγέλιο και να μην δέχεσαι τον αδερφό σου. Πως είναι δυνατό να λες έχω τόσα χρόνια στην εκκλησία, έχω τόσα χρόνια που 'μαι μοναχός κληρικός η οτιδήποτε και όμως το άλφα της πνευματικής ζωής που 'ναι η αγάπη. Που 'ναι το να  υπομένεις τον αδερφό σου, να κάνεις λίγο υπομονή με το να μην το δέχεσαι σημαίνει τίποτα δεν έκαμες. Τίποτα απολύτως τίποτα. Τίποτα απολύτως. 
 Εδώ ο Χριστός έφτασε στο σημείο να πει για τις παρθένες εκείνες ότι δεν είχε καμιά σχέση μαζί τους. Τους πέταξε έξω από τον νυμφώνα παρ' όλα που 'χαν όλες τις αρετές γιατί δεν είχαν την αγάπη. Διότι ήθελε να τους πει ότι μπορεί να έχετε αρετές εξωτερικές , μπορεί να μείνατε παρθένες, μπορεί να κάματε χίλια πράματα αλλά δεν κατορθώσατε την ουσία αυτού που είχε σημασία απ' όλα. Εάν αυτό δεν το καταφέρεις τι τα θέλεις τα άλλα όλα; Τι τα θέλω εγώ τώρα αν τρώω λάδι σήμερα και δεν τρώω λάδι. Μπορεί να μην τρώω λάδι ,ας πούμε και να τρώω τον αδερφό μου από το πρωί ως τη νύχτα. 

Έλεγαν εις το Άγιο Όρος λέει μην ρωτάς αν τρώω ψάρι. Τον ψαρά να μην φαείς και ψάρι φάε.Ή τον λαδά να μην φαείς και φάε μια σταξιά λάδι. Το να φάεις τον άλλον από την γλώσσα είναι πολύ χειρότερο από το να φας μια κουταλιά λάδι.Και όμως στέκομεν εκεί . Τρώμε λάδι, δεν τρώμε λάδι, τρώμε ψάρι, δεν τρώμε ψάρι. Ξέρω ‘γω βούτηξε το κουτάλι στο άλλο φαγί και μπορεί να τσακωθούμε εκεί, να σκοτωθούμε με τον άλλον άνθρωπο γιατί εβούτηξε το κουτάλι προηγουμένως σε έναν άλλο φαΐ. Καταλαβαίνετε πόσο γελοία είναι ετούτα τα πράγματα και μας κοροϊδεύουν και οι δαίμονες αλλά και οι άνθρωποι που είναι εκτός εκκλησίας. Και όταν μπαίνουν κοντά μας αντί να βλέπουν τους ανθρώπους της εκκλησίας μεταμορφωμένους σε Χριστό Ιησού, να 'ναι γλυκύς άνθρωποι και να'ναι ώριμοι άνθρωποι, ισορροπημένοι, ολοκληρωμένοι άνθρωποι, άνθρωποι γεμάτοι αρμονίας ας πούμε μέσα τους μας βλέπουν δυστυχώς με όλα αυτά τα πάθη μας και όλες εκείνες τις ξινίλες μας και λένε:  E, να γίνω έτσι;  Καλύτερα να μου λείπει.

Εσύ που πας στην εκκλησία τι σε ωφέλησε η εκκλησία; Όπως λέγαμε χτες πήγες στα προσκυνήματα,  είδες τους πατέρες, είδες τα άγια λείψανα, είδες το Άγιον Όρος, την Παναγία της Τήνου όλα αυτά πήγαμε, ήρθαμε. Ποιο το όφελος τελικά από όλα αυτά τα πράγματα; Μεταμορφώθηκε η καρδιά μας;  Γίναμε πιο ταπεινοί άνθρωποι; Γίναμε πιο γλυκύς άνθρωποι; Γίναμε πιο πραείς άνθρωποι εις το σπίτι μας εις την οικογένειά μας στο μοναστήρι μας; Ξέρω ‘γω εκεί που εργαζόμαστε. Αυτό έχει σημασία. Εάν δεν τα καταφέραμε αυτά τα πράγματα τουλάχιστον ας γίνομεν ταπεινοί.  Μέσα από την μετάνοια. Ας γίνομαι ταπεινοί. Εάν ούτε και αυτό το καταφέραμε τότε είμαστε άξιοι πολλών δακρύων, έτσι. Είμαστε για κλάματα. Διότι δυστυχώς ο χρόνος περνά και χάνεται και εμείς μετρούμε χρόνια.

Έλεγε ο γέρων Παίσιος όταν τον ρωτούσαν: Γέροντα πόσα χρόνια έχεις εσύ στο Άγιο Όρος;  Λέει:  Εγώ ήρθα την ίδια χρονιά που ήρθε το μουλάρι του γείτονα. Ο γείτονας του ο γερο-Ζήτος είχε ένα μουλάρι και ξέρετε στο Άγιο Όρος κάθε κελί έχει και ένα ζώο, ένα μουλάρι  που κουβαλούν τα πράγματα τους. Ε, το ζώο αυτό ζει πολλά χρόνια δεν αγοράζεις κάθε μέρα μουλάρια, είναι ακριβά. Λοιπόν, την χρονιά που ήρθα εγώ λέει στο Άγιο Όρος αγόρασε και ο γείτονας το μουλάρι του.Έχομε τα ίδια χρόνια στο Άγιο Όρος, αλλά το καημένο εκείνο έμεινε μουλάρι και εγώ το ίδιο έμεινα. Δεν άλλαξα. 
Λοιπόν λέμε πολλές φορές εγώ έχω σαράντα χρόνια και το λέμε εμείς οι παπάδες και οι καλόγεροι αυτά τα πράγματα. Έχω σαράντα χρόνια στο μοναστήρι. Μα τα χρόνια είναι εις βάρος σου. Ο Θεός θα σου πει: Σαράντα χρόνια και ακόμα δεν κατάφερες να γίνεις τίποτα; Έχεις σαράντα χρόνια ακόμα θυμώνεις, ακόμα κατακρίνεις, ακόμα αντιλογείς, ακόμα αντίστασαι, ακόμα δεν υποτάσσεσαι;  Έχεις σαράντα χρόνια και δεν έμαθες το άλφα, το πρώτο πράγματα της μοναχικής ζωής της χριστιανικής ζωής; Τι να κάμω τα χρόνια σου; Τι να σε κάμω αν έχεις πενήντα χρόνια με ψωμολογήσε  και δεν μπορείς να απαντήσεις στον άλλον με έναν καλό του λόγο. Τι να κάμω όλα αυτά τα πράγματα.
Όλα αυτά είναι εις βάρος μας. Όλα αυτά τα λέω πρώτα από όλα για τον εαυτό μου. Γιατί ισχύουν για τον εαυτό μου πρώτα και επειδή τα ξέρω από τον εαυτό μου για αυτό σας τα λέω. Και νομίζετε ότι τα λέω για τον καθένα από εσάς. Λένε για μένα τα είπες. Δεν είναι για σένα που τα είπα. Για μένα που τα είπα. Για μένα πρώτα.

Όλα αυτά λοιπόν τα λέμε τουλάχιστον να ταπεινωνόμαστε. Για να κλείνουμε το στόμα μας . Όταν κινούνται μέσα μας όλοι εκείνοι οι εγωισμοί και όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία δυστυχώς μας γελοιοποιούν και μας κάνουν να φαινόμαστε ανόητοι ενώπιον του Θεού. Και εάν ταπεινωθούμε και πάψουμε να έχουμε ιδέα περί του εαυτού μας τότε πράγματι μπορεί σιγά σιγά ο άνθρωπος να αρχίσει να διορθώνει τον εαυτό του μέσα από την μετάνοια, η οποία γεννάται ως καρπός της ταπεινώσεως. Αυτός που  δεν δικαιολογείται μετανοεί. Αυτός που δικαιολογείται ουδέποτε μετανοεί, ουδέποτε δεν θα μάθει τι σημαίνει μετάνοια αυτός ο άνθρωπος που πάντοτε είτε εξωτερικά, είτε εσωτερικά δικαιολογεί τον εαυτόν του. Για αυτό λοιπόν να εξετάζουμε τους εαυτούς μας. Δοκιμάζετε εαυτούς αδελφοί, λέει ο Απόστολος. Να εξετάζεις τον εαυτό σου εάν η αγάπη του Θεού είναι μέσα σου. Και όχι τόσο ακόμα εάν αυτό, αλλά τουλάχιστον εάν ζούμε μέσα στο χώρο της μετανοίας, ώστε να θεραπεύσει ο Θεός την ύπαρξη μας. Αυτή η σχέση μας με την εκκλησία να μας θεραπεύσει. Να γίνουμε άνθρωποι θεραπευμένοι από τα πάθη και την αμαρτία.

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία Του Μητροπολίτη Λεμεσού, Αθανάσιου
Απομαγνητοφώνηση:  Ο. Δ.

Πέμπτη, Αυγούστου 08, 2013

Ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος μιλά για τους σύγχρονους χαρισματούχους Γέροντες


 

Ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος σε συνέντευξή του στην Πεμπτουσία μιλά για το τι αποκόμισε από την επικοινωνία που είχε με σύγχρονους χαρισματούχους Γέροντες, όπως τον Γέροντα Παΐσιο, τον Γέροντα Πορφύριο, τον Γέροντα Σωφρόνιο, τον Γέροντα Ιάκωβο κ.ά.

Παρασκευή, Ιουνίου 07, 2013

Η Τέχνη του Τσακωμού και της Διόρθωσης του Συντρόφου

  • Ποιος πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα για την επίλυση 
  • ενός προβλήματος στο γάμο και την οικογένεια;
  • Πως πρέπει να τσακωνόμαστε με τον/την σύντροφό μας;
  • Πως μπορούμε να διορθώσουμε τα ελαττώματα του 
  • συντρόφου μας στο γάμο;
  • Ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος προτείνει πρακτικές 
    λύσεις από τη σοφία της ορθόδοξης πνευματικότητας
     και ασκητικής παράδοσης.

    Παρασκευή, Μαρτίου 01, 2013

    Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας Του πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου


    gerontas_athanasios_ekd

    Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ένα λαμπρό και φαιδρό στάδιο των αρετών το οποίο η Εκκλησία μας ανοίγει και μας καλεί όλους με πολλή χαρά και προθυμία να εισέλθουμε, για να αγωνιστούμε περισσότερο και να προσφέρουμε τον χρόνο μας ως δώρο στον Θεό διά της μετανοίας και του πνευματικού αγώνος.
    « Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας», όπως ακούγεται στην κατανυκτική ακολουθία του εσπερινού. Τώρα λοιπόν, είναι καιρός ευπρόσδεκτος εις τον Θεό, καιρός σωτηρίας και καιρός μετανοίας.

    Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαρακτηρίζεται για αυτή τη χάρη της μετανοίας, η οποία ελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές των ανθρώπων.
    Γι’ αυτό από την πρώτη ημέρα της Αγίας Τεσσαρακοστής η Εκκλησία μας θέτει ως θεμέλιο τη μεταξύ μας συγχώρηση.
    Γι’ αυτό και ο κατανυκτικός εσπερινός λέγεται εσπερινός της συγχωρήσεως. «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος τα παραπτώματα υμών», όπως ο Χριστός μας είπε. Γιατί κάθε αγώνας πνευματικός έχει ανάγκη της παρουσίας της Θείας χάριτος. Γιατί δεν είναι ένας αγώνας ανθρώπινος. Ο αγώνας των αγίων νηστειών δεν είναι, μία δίαιτα σωματική, την οποία κάνει ο άνθρωπος για την υγεία του και με μόνη τη σωματική του δύναμη και το διατεταγμένο πρόγραμμα που έχει. Η Αγία Τεσσαρακοστή έχει ένα άλλο νόημα. Το νόημα της ελεύσεως της χάριτος στην καρδιά του ανθρώπου, της αποφυγής της αμαρτίας, του να σκοτώσει τα πάθη που σκοτώνουν την ψυχή του και να βρει τον φωτισμό του Θεού και να οδηγηθεί στη Βασιλεία του Θεού.
    Γι’ αυτό λοιπόν μαζί με τους σωματικούς αγώνες, μαζί με τον κόπο και τον αγώνα της νηστείας χρειάζεται να έχει την ενίσχυση του Θεού και την παρουσία του Θεού. Γι’ αυτό μεταξύ μας λαμβάνομε συγχώρηση, ώστε διά της συγχωρήσεως και μετανοίας το Πνεύμα το Άγιο να έρθει στις καρδιές μας και να ανοίξει τα μάτια μας, για να οδηγηθούμε εις επίγνωση της αμαρτωλότητάς μας και να στραφούμε στον Θεό και να ζητήσουμε την άφεση των δικών μας αμαρτιών.
    Γιατί αν όλος αυτός ο αγώνας δεν καταλήξει εις εκζήτηση αφέσεως αμαρτιών και εις την ευλογημένη κατάσταση της μετανοίας, τότε δυστυχώς παραμένει άκαρπος. Εκείνο το οποίο ουσιαστικά καθαρίζει την ψυχή του ανθρώπου και την καλλιεργεί είναι η μετάνοια. Είναι η αίσθηση της μετανοίας η οποία είναι με πόνο που γίνεται στην καρδιά μας και με πένθος και δάκρυα και αγωνία πολλή. Έχει όμως γλυκείς καρπούς, αφού αίρει από εμάς τον βαρύ κλοιό της αμαρτίας.
    Και μας επισκέπτεται ξανά η χάρις του Θεού, η οποία μας ανακαινίζει, μας ελαφρύνει και μας δίνει την πρώτη εκείνη ωραιότητα και το κάλλος της δημιουργηθείσης εικόνος του Θεού εις τον εαυτό μας. Αυτό είναι ο αγώνας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αγώνας μετανοίας.
    Η νηστεία, οι αγρυπνίες, οι πολλές ακολουθίες, οι γονυκλισίες, οι ορθοστασίες, οι αναγνώσεις, σκοπό έχουν να κατανύξουν την καρδιά μας. Είναι σαν βαριά πλήγματα, που επιφέρει ο άνθρωπος πάνω στη σκληρή καρδιά του. Αυτή η πέτρινη καρδιά, η οποία έγινε σκληρή από την αμαρτία και δεν βγάζει ίχνος δακρύων για το πλήθος των αμαρτιών της και δεν πονά γιατί απομακρύνθηκε από τον Θεό, με όλη την ασκητική αγωγή της Εκκλησίας σπάζει και χάνει τη σκληρότητά της. Απ’αυτή τη θραύση εκπηδούν τα δάκρυα της μετανοίας που μας καθαρίζουν, μας ανακαινίζουν και μας φωτίζουν. Και ενώ στην αρχή είναι σαν πύρ που φλέγει, στη συνέχεια είναι φως που φωτίζει τον άνθρωπο, τον γλυκαίνει και τον πληροφορεί ότι Χριστός ο Κύριος υπέρ πάσαν άλλην γλυκύτητα του κόσμου τούτου. Γι’ αυτό ας ξεκινήσουμε αυτό το στάδιο με πολλή προθυμία όχι με δειλία. Αυτός που φοβάται δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα. Γιατί ο δειλός δεν έχει μέρος εις τη Βασιλεία του Θεού, γιατί νομίζει ότι εξαρτάται η πορεία του μέσα από τις δικές του δυνάμεις. Ξεχνά τη δύναμη του Θεού, ξεχνά αυτό που ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» Μπορώ να κάνω τα πάντα, όχι μόνος μου βέβαια, όχι με τις δυνάμεις μου, αλλά με τον Χριστό που με δυναμώνει.
    Έτσι πρέπει να εισερχόμαστε στο ευλογημένο αυτό στάδιο μετά χαράς, όπως έλεγε ο Άγιος Χρυσόστομος και σαν λιοντάρια γεμάτα δύναμη και ορμή να μη φοβηθούμε ούτε να έχουμε σκέψεις ότι δεν θα τα καταφέρουμε. Ο Θεός είναι μαζί μας, δεν θα μας αφήσει, θα μας ενδυναμώσει. Δώσε στον Θεό την πρόθεσή σου και θα πάρεις από τον Θεό τη δύναμη να επιτελέσεις το έργο αυτό της σωτηρίας σου. Και δεν είναι μόνο έργο νηστείας. Αν δεν καταφέρουμε να νηστεύσουμε όπως η Εκκλησία μας ορίζει, και κάνουμε, κατόπιν ευλογίας του πνευματικού μας πατρός, οικονομία για τη σωματική ασθένεια και σωματική αδυναμία, αυτό δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Αλλά ποιός είναι αυτός που μας εμποδίζει να ταπεινωθούμε και να μετανοήσουμε; Δεν χρειάζονται σωματικές δυνάμεις, να είσαι νέος και ακμαίος, για να έχεις ταπεινό φρόνημα και να μην αμαρτάνεις και να έχεις την καρδιά σου συντετριμμένη. Οι πάντες, νέοι και γέροι, υγιείς και ασθενείς, δυνατοί και αδύνατοι μπορούμε αυτή τη χάρη της μετάνοιας, που γεννάται μέσα από την ταπείνωση, να την έχουμε στην καρδιά μας. Αυτό είναι που θέλει ο Θεός από μας, τη δική μας καρδιά. Θα το καταφέρουμε αυτό, αν απελευθερώσουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά των παθών.
    Η νηστεία είναι το πρώτο σκαλοπάτι, το οποίο μας οδηγεί σ’ αυτή την ανδρεία κατάσταση, που κόβει τα δεσμά των παθών. Και στη συνέχεια να προχωρήσουμε με περισσότερο θάρρος στον πνευματικό αγώνα, να αποβάλουμε την κακία, την πονηριά και όλα όσα αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού. Και προπάντων ας εγκολπωθούμε την αγία ταπείνωση. Ο ταπεινός μπορεί να μετανοήσει, να προσευχηθεί, να αποκτήσει υγεία ψυχής και σώματος. Ο υπερήφανος δεν μπορεί να μετανοήσει, δεν μπορεί να καταλάβει την πραγματικότητά του, αφού αισθάνεται ότι δεν έχει ανάγκη από τον Θεό και από κανένα, δεν αισθάνεται ποτέ ένοχος. Πάντοτε έχει δίκαιο, δεν ζητά συγγνώμη και πάντοτε βρίσκεται μέσα στη δικαίωση του εαυτού του. Αλλά δυστυχώς πάντοτε βρίσκεται μέσα στο σκότος της απουσίας του Χριστού, γιατί ο Θεός κατοικεί σε αμαρτωλές καρδιές, που είναι ταπεινές και μετανοούν αλλά ποτέ σε υπερήφανες καρδιές. Στους υπερηφάνους αντιτάσσεται.
    Ας λάβουμε λοιπόν την απόφαση σ’ αυτή την ευλογημένη περίοδο, μαζί με τη σωματική άσκηση των αγίων νηστειών να αγωνιστούμε περισσότερο στη μετάνοια. Να βρούμε την ευλογημένη κατάσταση της μετανοίας, να κλάψουμε μπροστά στον Θεό, να ζητούμε τον Θεό τον ίδιο και βλέποντας πόσο ο Θεός μας αγάπησε και πόσο εμείς είμαστε μακριά Του, να πονούμε. Αυτή η απόσταση η δική μας από τον Θεό να είναι για μας πόνος, δάκρυ, αγωνία προσευχής, ώστε να ζητούμε τον Θεό Πατέρα μας μέσα στην καρδιά μας. Και να είμαστε βέβαιοι ότι ο Θεός θα έρθει στην καρδιά μας, να μας παρηγορήσει και να μας πληροφορήσει για τη δική Του αγάπη και τη δική μας σωτηρία.
    Μέσα στην Εκκλησία δεν ζούμε με ψέματα και ουτοπίες, δεν ζούμε με ηθικιστικές ευσέβειες, αλλά ζούμε την εμπειρία του Θεού. Ο Θεός είναι παρών και ο άνθρωπος καλείται να ζήσει τον Θεό ως τη μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής του. Απόδειξη όλοι οι Άγιοι που βίωσαν την παρουσία του Θεού. Έτσι θα είμαστε πραγματικά χριστιανοί, όπου το Ευαγγέλιο δούλεψε μέσα μας και έδωσε καρπούς και μεταμόρφωσε την ύπαρξή μας και την έκανε ναό του Αγίου Πνεύματος και σκεύος εκλογής του Θεού.
    (Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας)
    πηγή

    Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2013

    Η έννοια του χρόνου μέσα στην Εκκλησία του Πανιερώτατου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου




    agzoni
    Είναι συνήθεια στους ανθρώπους να γιορτάζουν το τέλος του χρόνου και την έναρξη του επόμενου και να γίνονται διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις. Όλα αυτά είναι ωφέλιμα γιατί στη ζωή του ανθρώπου είναι καλό να υπάρχουν αυτές οι εκδηλώσεις ώστε να μην υπάρχει αυτή η μονοτονία στη σημερινή ζωή. Ωστόσο εμείς, ως μέλη της Εκκλησίας, πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα ακριβώς μέσα στο πνεύμα της Εκκλησίας μας και να δούμε πως η Εκκλησία αποδέχεται και προσλαμβάνει αυτό το γεγονός του χρόνου.
    Θα έπρεπε βέβαια, αν βλέπαμε τα πράγματα μέσα από την ανθρώπινη λογική μόνο και αν βλέπαμε τη ζωή μας μέσα στα περιθώρια αυτού του κόσμου και του παρόντος αιώνος, όταν περνά ένας χρόνος να είμαστε θλιμμένοι γιατί ο κάθε χρόνος που περνά κατεργάζεται πάνω μας το μυστήριο της φθοράς μας και του θανάτου μας, αφού είμαστε θνητά όντα και ο χρόνος μας είναι περιορισμένος. Έτσι όταν χάνουμε χρόνο τότε για μας αυτό το γεγονός δεν θαέπρεπε να είναι τόσο χαρούμενο αλλά ένα γεγονός θλιβερό. Όμως μέσα στην Εκκλησία συμβαίνει κάτι το παράδοξο. Όπως είπε ο Χριστός « Εγώ είμαι η αρχή και το τέλος, το Α και το Ω», δηλαδή είναι το ίδιο πρόσωπο αυτός που ήρθε και αυτός που θα έρθει, έτσι και στην Εκκλησία γιορτάζουμε το πέρασμα του χρόνου και ταυτόχρονα γιορτάζουμε την έλευση του νέου χρόνου. Ακόμη και μέσα στα απλά λειτουργικά πλαίσια της Εκκλησίας μας, όπως στην ακολουθία του εσπερινού, όταν δύει ο ήλιος μαζευόμαστε στο ναό και υμνούμε και ευχαριστούμε το Θεό διηγούμενοι τα μεγαλεία του Θεού και πως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός με τόση σοφία και μεγαλοπρέπεια για τον άνθρωπο. Και την ίδια ώρα που ευχαριστούμε για τη δύση του ήλιου ταυτόχρονα δοξολογούμε και το Θεό διότι δεχόμαστε και την ανατολή της νέας ημέρας εφόσον γιορτάζουμε πλέον την έναρξη της επόμενης. Με το τροπάριο του εσπερινού «Φως ιλαρόν άγιας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ. Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Θεόν…» οι άνθρωποι της Εκκλησίας βιώνουμε όχι μόνο την απλή ωρολογιακή δύση της ημέρας αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε και προσδοκούμε και βιώνουμε την παρουσία του ιλαρού φωτός του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας. Δεν μας αφήνει δηλαδή η Εκκλησία να ζήσουμε αυτή την κατάθλιψη της απώλειας μίας μέρας αφού ταυτόχρονα μας δίνει την παρηγοριά της παρουσίας του Φωτός της Αγίας Τριάδος. Όλη η ζωή της Εκκλησίας μας είναι μια ταυτόχρονη παρουσία δυο αντιθέτων φαινομενικά πραγμάτων. Εκεί που πεθαίνει κανείς βρίσκει την ανάσταση και τη ζωή, εκεί που στερείται βρίσκει πλούτο, εκεί που αγρυπνά βρίσκει πιο μεγάλη ξεκούραση, εκεί που νηστεύει βρίσκει την πιο μεγάλη ευχαρίστηση, εκεί που πτωχαίνει για το Χριστό γίνεται πλούσιος, όπου υπάρχει ο Χριστός το σκότος γίνεται φως και η κόλαση παράδεισος.Μπορούμε να παρομοιάσουμε και τη ζωή μας μέσα σ’αυτό τον κόσμο σαν ένα ταξίδι. Λέει ένας Άγιος «να ξέρεις ότι σ’αυτό τον κόσμο είσαι ένας διαβάτης , ένας περαστικός και όχι ένα πολίτης» και γνωρίζοντας ότι δεν είσαι μόνιμος σ’αυτό τον κόσμο τότε θα μπορέσεις να καταλάβεις πως θα αξιοποιήσεις τα γεγονότα του παρόντος κόσμου. Αυτά δεν είναι για να μας πιάνει η κατάθλιψη,αυτό το γεγονός που εξελίσσεται σε ψυχική νόσο, αλλά ξεκινά πολλές φορές από πνευματικές αιτίες, ότι δηλαδή όλα γύρω μας μας φαίνονται μαύρα, τα πάντα γύρω μας μυρίζουν θάνατο και μοιάζουν σαν να μην έχουν νόημα. Και αυτό φαίνεται έντονα στους νέους, οι οποίοι δεν ευχαριστιούνται με τίποτα και δεν προσδοκούν τίποτα. Η πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου είναι θλιβερή. Από παντού βομβαρδιζόμαστε με ειδήσεις οι οποίες είναι καταθλιπτικές και αυτό επιδρά άσχημα στην ψυχολογία μας έστω και υποσυνείδητα και μας καλλιεργεί το φόβο για την πορεία μας μέσα στο χρόνο του κόσμου τούτου. Βέβαια βρίσκουμε τρόπο να ξεχνιόμαστε και να ξεγελούμε τον εαυτό μας, όμως στο βάθος της καρδιάς μας δεν είναι εύκολο να εισχωρήσουμε και να αλλάξουμε τα γεγονότα. Ακόμη ξέρουμε πως βαδίζουμε προς το τέλος και το τέλος είναι για όλους μας κάτι φοβερό. Για την εκκλησία όμως το τέλος δεν είναι καθόλου φοβερό αλλά είναι άκρως χαρούμενο και αισιόδοξο γιατί στο τέλος του χρόνου είναι ο ίδιος ο Χριστός. Κι όταν εμείς που ταξιδεύουμε μέσα σ’αυτό το χρόνο με τις ποικίλες τρικυμίες βλέπουμε στο τέλος του χρόνου και του δικού μας χρόνου αλλά και ολόκληρου του κόσμου τον ίδιο το Χριστό, τότε λαμβάνει το τέλος για μας μια μεγάλη ωφέλεια και χαρά.
    Όταν κανείς στο τέλος του χρόνου δεν βλέπει το χάος, αλλά τον Κύριό μας τότε τα πάντα μεταμορφώνονται. Και είναι πολύ σπουδαίο το γεγονός ότι η Εκκλησία βλέπει την πορεία της ακριβώς μέσα στο χρόνο σαν ένα ευχάριστο ταξίδι το οποίο είναι μεν επικίνδυνο και πολύπλοκο, αλλά αποβλέποντας στο τέλος, λαμβάνει μεγάλη αισιοδοξία, αφού κανένα εμπόδιο δεν είναι δυνατό να μας σταματήσει. Στο Σύμβολο της πίστεως λέμε «Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών» δεν λέμε πιστεύω στην ανάσταση των νεκρών, αλλά την περιμένουμε με λαχτάρα γιατί είναι ένα γεγονός άκρως αισιόδοξο και ευχάριστο, δηλαδή η παρουσία του Χριστού στον κόσμο είναι το τέλος της Ιστορίας. Αυτό σημαίνει οτι δεν καταργεί την Εκκλησία ούτε εκμηδενίζει τον άνθρωπο, αλλά κατεξοχήν μας ολοκληρώνει γιατί η παρουσία του Χριστού στα έσχατα του χρόνου αποτελεί για την Εκκλησία την απαρχή της αιωνίου Βασιλείας του Θεού σ’αυτό τον κόσμο.
    Όταν τελούμε τα μυστήρια της Εκκλησίας αρχίζουμε ευλογούντες τη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτόματα σαν να βρισκόμαστε σ’ένα άλλο πνευματικό χώρο, σε μια καινούρια κτήση, όπου τα πάντα παύουν. Όπως λέμε και στο Χερουβικό ύμνο«πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν», διότι βρισκόμαστε ενώπιον της Αγίας Τριάδος και εικονίζουμε τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και τις ουράνιες δυνάμεις και μέσα στο χώρο όπου εκφράζεται η Εκκλησία που είναι κατεξοχήν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας: Εκεί δεν μπορει να μπει τίποτα αφού τα πάντα καταργούνται και ο χρόνος και ο χώρος και οι περιστάσεις εκμηδενίζονται και παραμένει μόνο η παρουσία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ενας μοναχός αρχάριος την περίοδο των πνευματικών αγώνων τον έπνιγαν οι λογισμοί, κυρίως στην ψυχική σφαίρα, δηλαδή η ψυχή του δεχόταν τον πνιγμό των δαιμονικών προσβολών και έτσι η ζωή στο μοναστήρι του φαινόταν καταθλιπτική, δύσκολη και δεν υπήρχε διέξοδος αφού τα πάντα ήταν σκοτεινά μπροστά του, η ψυχική του διάθεση βρισκόταν σ’ένα πνευματικό σκοτάδι και μέσα σ’αυτό το σκοτάδι προσπαθούσε να προσευχηθεί και να βρει μία άκρη. Τότε ήταν η ακολουθία του εσπερινού. Έτσι όπως απεγνωσμένα πάλευε μέσα σ’αυτή τη θάλασσα των λογισμών και πρόφερε την ευχή τότε ο Θεός του έδωσε μία έμπειρία διά της θείας χάριτος. Τότε ακούγοντας τον ιερέα να αρχίζει τον εσπερινό λέγοντας «ευλογητός ο Θεός ήμων πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» τότε αυτή η φράση γι’αυτόν ήταν μία αποκάλυψη διότι διά της θείας χάριτος ο άνθρωπος γεύεται την πείρα της αιωνιότητος. Κατάλαβε διά της εμπειρίας ότι ο άνθρωπος ευρισκόμενος σε σχέση με το Θεό και ευλογώντας το Θεό επεκτείνεται εις τους αιώνες, γίνεται άπειρος και αυτός όπως ο Θεός. Και κάθε φράση που λέει, κάθε πράξη που κάνει και μόνο η στάση του και η παραμονή του σ’ αυτό το χώρο τον πνευματικό επεκτείνεται στους αιώνες των αιώνων γιατί απευθύνεται προς το Θεό. Έτσι βγήκε από τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που βρισκόταν σ’ένα πνευματικό φως και κατάλαβε οτι τα όρια της υπάρξεως του είναι ίσα με τα όρια της υπάρξεως του Θεού κατά χάρη. Μία αισιοδοξία κατέλαβε τη ψυχή του γιατί κατάλαβε την αίσθηση της νίκης του χρόνου. Η Εκκλησία δεν νικάται από τα γεγονότα του κόσμου αυτού και δεν φοβάται οτι και αν συμβαίνει, όχι γιατί έχει κοσμική δύναμη αφού δεν πρέπει να στηρίζεται η να ταυτίζεται με την κοσμική εξουσία αφού πρέπει να πορεύεται κατά μίμηση του Ιησού Χριστού. Επομένως δεν θέλει την κοσμική φαντασία αλλά θέλει αυτή την παρουσία του γεγονότος του Χριστού μέσα της. Αυτό είναι που καθιστά την Εκκλησία αήττητη, διότι πορεύεται διά του δρόμου του Χριστού και διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Έτσι κι εμείς,ζώντες μέσα στην Εκκλησία μεγαλώνουμε, προχωρούμε, τελειοποιούμεθα και έρχεται ώρα που η μητέρα Εκκλησία μας γεννά σ’ένα θείο τοκετό και μας παραδίδει στα χέρια του Βασιλέως Χριστού.
    Επειδή κόσμος για τους πατέρες είναι το σαρκικό φρόνημα, τα πάθη και οι αμαρτίες, έτσι οι άνθρωποι της Εκκλησίας δεν είναι κόσμος ακόμη κι αν ζούν σ’αυτόν, είναι οι άνθρωποι για τους οποίους ο Χριστός απέθανε. Επομένως επειδή είμαστε τέκνα του Θεού, και της Εκκλησίας, πρέπει να λέμε τα πράγματα ως έχουν και είμαστε άφρονες όταν πιστεύουμε πως θα ζήσουμε εδώ αιώνια. Βέβαια η Εκκλησία δεν μας βουλιάζει στην απελπισία αλλά μας βγάζει πιο πάνω από ό,τι είμαστε προηγουμένως. Μας διδάσκει πως εμείς δεν είμαστε πλασμένοι γι’αυτό τον κόσμο, αλλά υπάρχει ένας άλλος του οποίου είμαστε πολίτες. Είναι μία απάτη να ξεγελιόμαστε από τα ωραία που βλέπουμε γύρω μας και να ξεχνούμε ότι υπάρχει κάτι πιο ωραίο και ουσιαστικό από τα ωραία του παρόντος κόσμου. Γιατί αν μείνουμε στον επίγειο αυτό κόσμο κλείνουμε τον εαυτό μας σ’ένα πνευματικό θάνατο, ενώ αν βγούμε έξω από τα όρια του παρόντος τότε μπορούμε να αναπνέουμε το οξυγόνο της ουράνιας Βασιλείας του Θεού.
    Ο Χριστός μας απηύθυνε το λόγο του σ’ένα σύγχρονο Άγιο, τον Άγιο Σιλουανό: «κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι» Αυτός είναι ο λόγος του Θεού, ιδιαίτερα σήμερα.Δηλαδή κράτα τον εαυτό σου μέσα στον Άδη, μη φοβάσαι τον Άδη, άσε τον εαυτό σου εκεί γιατί εκεί είναι το όριο, είναι το έσχατο όριο της απώλειας, της αβύσσου.Κράτησε όμως μόνο ένα σχοινί, μην απελπίζεσαι, να έχεις την ελπίδα σου στο Χριστό. Έτσι λοιπόν η πορεία μας, η ζωή μας, ο κόπος στη ζωή μας με τις θλίψεις παίρνει ενίσχυση από το λόγο του Θεού. Και το πέρασμα του χρόνου, το πέρασμα των ημερών, το τελείωμα της ζωής μας και του χρόνου μας και η έναρξη του άλλου χρόνου φορτίζεται μόνο με την ελπίδα στο Θεό. Το «μην απελπίζεσαι, αλλά να έχεις την ελπίδα σου σε Μένα» σημαίνει, μη φοβάσαι γιατί εγώ νίκησα το χρόνο και μαζί με το χρόνο νίκησα και τις περιστάσεις του χρόνου, νίκησα και τα γεγονότα του χρόνου και οτιδήποτε υπήρξε σ’αυτό το χρόνο» διότι όλα αυτά είναι μή μένοντα. Όλα εκμηδενίζονται οταν ο άνθρωπος έρθει στο χώρο της αιωνίου Βασιλείας του Θεού. Οι Άγιοι, έζησαν και ζούν την εμπειρία αυτή και ξέρουν ότι το να ακολουθεί κανείς τον Χριστό σημαίνει αυτή τη μαρτυρική οδό διά μέσου του Σταυρού, και του θανάτου στον παρόντα κόσμο και όχι σε φανταστικούς κόσμους και εν συνέχεια στη μετοχή τους αιώνια πλέον στην ανάσταση του Χριστού.

    (απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας)

    Πηγή: Περιοδικόν «Παράκληση», Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού.

    Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2013

    Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ἕλληνας, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ρωμηός, δὲν εἶναι ὑπερηφάνεια ἀλλὰ εἶναι σταυρὸς καὶ μόνο σὰν σταυρὸ καὶ σὰν διακόνημα μποροῦμε νὰ τὸ κρατήσουμε" Γράφει ὁ Μητροπολίτης Λεμεσού Ἀθανάσιος


    Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ἕλληνας, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ρωμηός, δὲν εἶναι ὑπερηφάνεια ἀλλὰ εἶναι σταυρὸς καὶ μόνο σὰν σταυρὸ καὶ σὰν διακόνημα μποροῦμε νὰ τὸ κρατήσουμε"


    Γράφει ὁ Μητροπολίτης Λεμεσού  Ἀθανάσιος

    Εἶναι γεγονὸς ὅτι καυχόμαστε γιὰ τὴν ἑλληνική μας καταγωγὴ καὶ τὴν σχέση μας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὄχι ἀδίκως βέβαια, παρόλο ποὺ καμιὰ φορᾶ εἴμαστε λίγο ὑπερβολικοί, ὅμως ἡ ἱστορία δικαιώνει τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος.
    Πάρα πολλοὶ λαοὶ ἄκουσαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, πάρα πολλοὶ λαοὶ δέχθηκαν τὶς ἐπισκέψεις τῶν Ἀποστόλων, πρὸς στιγμὴν ἔγιναν χριστιανοί, ἀλλὰ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων εἴτε χάθηκαν γιατί ὑποδουλώθηκαν ἀπὸ ἄλλους λαούς, εἴτε ἄλλαξαν θρησκεία ἐξολοκλήρου, εἴτε προσχώρησαν σὲ αἱρέσεις καὶ ἄλλες κακοδοξίες οἱ ὁποῖες νόθευσαν τὴν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἑλληνικὴ φυλή, τὸ ἑλληνικὸ γένος, οἱ Ἕλληνες, παρὰ τὶς πολλὲς δυσκολίες ποὺ εἶχαν, κράτησαν τὸ Εὐαγγέλιο, κράτησαν τὴν πίστη στὴν Ἐκκλησία, στὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ ὄχι μόνο δὲν τὴν ἔχασαν ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἔδωσαν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς (π.χ. Ρώσους, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Σέρβους, Γεωργιανούς), σὲ ὅλη τὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Οἱ βυζαντινοὶ Ρωμιοὶ προγονοὶ μᾶς ἐπέμεναν, παρόλο ποὺ ἡ Δύση ἀντιδροῦσε σὲ αὐτό, ὅτι οἱ νέοι ὀρθόδοξοι λαοὶ ἔπρεπε νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ στὴ γλώσσα τους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος ποὺ μετέφεραν στοὺς Σλάβους τὸ Εὐαγγέλιο ἐφτίαξαν ἀλφάβητο, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν δική τους γραπτὴ γλώσσα, νὰ μορφώνονται, νὰ ἐκπολιτίζονται καὶ νὰ ἔχουν τὴ δική τους συνείδηση καὶ νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ στὴ δική τους γλώσσα. Οὐδέποτε χρησιμοποιήθηκε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὡς μέσο κατάκτησης τῶν ἄλλων λαῶν. Ἀντίθετα, ἦταν μία προσφορὰ σ’ αὐτοὺς τοῦ φωτὸς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπ’ ἐλευθερία, ποτὲ μὲ τὴ βία. Δὲν ἔχουμε φαινόμενα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ....

     τὴ βία.
    Τὸ ἐρώτημα εἶναι, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, πῶς μποροῦμε νὰ ταυτίσουμε τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα μας σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας;
    Ὡς Ἕλληνες καὶ ὡς ὀρθόδοξοι, καυχόμαστε ὅτι μέχρι σήμερα βαστάζουμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη μᾶς ἀπαρασάλευτη καὶ ἀπαραχάρακτη καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ βαστάζουμε τὸ σταυρό, τὸν εὐλογημένο σταυρὸ τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς μέσα στὸν κόσμο, ποὺ κουβάλησε ὅλη αὐτὴ τὴν ἔνδοξή μας ἱστορία. Τὸ ἑλληνικὸ γένος, ἔχοντας πανάρχαιες ρίζες μέσα στὴν ἱστορία, ἔφτασε σὲ τόσο μεγάλα μέτρα γνώσεως τῆς ἀνθρώπινης σοφίας καὶ ἐλευθερίας, ἔφθασε σὲ τόσο ὑψηλὰ ἐπίπεδα φιλοσοφικῶν πτήσεων καὶ ἀποκαλύψεων ὥστε νὰ θεωρεῖται πρόδρομος τοῦ χριστιανισμοῦ.
    Νομίζω ὅτι τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ἕλληνας, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ρωμιός, δὲν εἶναι ὑπερηφάνεια ἀλλὰ εἶναι σταυρὸς καὶ μόνο σὰν σταυρὸ καὶ σὰν διακόνημα μποροῦμε νὰ τὸ κρατήσουμε σήμερα. Εἴμαστε Ἕλληνες, ἔχουμε μία ἱστορία, ὅπως ὁ κάθε λαὸς καὶ ἀναγνωρίζουμε σὲ κάθε ἄνθρωπο αὐτὸ τὸ δικαίωμα νὰ καυχᾶται γιὰ τὴν ἱστορία του, γιὰ τοὺς προγόνους του. Καυχόμαστε σὰν Ἕλληνες ὄχι γιατί λατρεύαμε τοὺς ψεύτικους θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου, ἀλλὰ καυχόμαστε γιατί εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ φιλοσοφικὲς ἀναζητήσεις, καυχόμαστε γιατί εἴμαστε ἕνας λαὸς ποὺ γέννησε τὴ δημοκρατία, τὴ φιλοσοφία.
    Οἱ ἐθνικὲς γιορτὲς εἶναι βέβαια γιορτὲς μυήσεως στὸ νόημα, ἀλλὰ εἶναι καὶ κρίση τῆς ἴδιας της ζωῆς μας. Καὶ πρέπει νὰ ὑφιστάμεθα αὐτὴ τὴν κρίση γιατί διαφορετικὰ θὰ μᾶς κρίνει ἡ ἱστορία ὡς ἀνθρώπους ποὺ δὲν διδαχτήκαμε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία καὶ τὴ πορεία μας.
    Ἡ ἱστορία ὀφείλει νὰ μᾶς διδάξει καὶ ἐμεῖς ἂν εἴμαστε ἄξιοι τῶν προγόνων μας, πραγματικὰ παιδιά τους, τότε πρέπει νὰ μάθουμε νὰ διδασκόμαστε, γιατί ἔχουμε τὴ βαρύτατη αὐτὴ κληρονομιὰ νὰ εἴμαστε Ἕλληνες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχουμε μία ἱστορία ἔνδοξη σὲ πολέμους καὶ σὲ ἀγῶνες. Οἱ Ἕλληνες κρατοῦσαν τὴ σημαία τους, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἀγωνίζονται ὅπως ἔλεγαν «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἀγωνίζονται γιὰ συγκεκριμένα ἰδανικά, ἤσαν ἰδεολόγοι, δὲν ἤσαν πολεμιστὲς μὲ τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς λέξεως, ἀλλὰ γίνονταν πολεμιστὲς ὅταν ἡ ἀνάγκη τοὺς καλοῦσε καὶ ἦταν πράγματι αὐτὴ ἡ ἀνάγκη ἀδήριτη, γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν πίστη τους καὶ τὴν πατρίδα τους.
    Σήμερα, ἀδελφοί μου, καλούμαστε νὰ κρατήσουμε αὐτὴ τὴν πατρίδα μέσα στὰ περιθώρια ποὺ οἱ ἥρωές μας τὴν παρέδωσαν καὶ ὅπως αὐτοὶ βάδισαν τὸ δρόμο τους μὲ σύνεση πολλή, μὲ σοφία πολλή, μὲ ὑπομονὴ πολλή.
    Οἱ ἥρωές μας ἦταν παιδιά, ἦταν ἄνθρωποι τοῦ τόπου ποὺ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὸ καλύτερο λίκνο, τὸ λίκνο τῆς Ἐκκλησίας καὶ πραγματικὰ στέκει κανεὶς μπροστά τους μὲ μεγάλο θαυμασμὸ καὶ μὲ μεγάλη συγκίνηση, γιατί διαβάζει κανεὶς γιὰ τὴ ζωή τους, διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολές τους, διαβάζει αὐτὰ τὰ ὁποία ἔγραψαν καὶ ὄχι ἁπλῶς συγκινεῖται συναισθηματικὰ ἀλλὰ τὰ κείμενα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, αὐτὲς οἱ ἐπιστολὲς τῶν ἡρώων του ΄55-΄59 μᾶς θυμίζουν συναξάρια, μᾶς θυμίζουν λόγια νεομαρτύρων, μᾶς θυμίζουν τὶς ἐπιστολὲς τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὰ γραπτὰ τῶν νεομαρτύρων τῆς τουρκικῆς κατοχῆς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Δὲν διαφέρει καθόλου τὸ ἦθος τους ἀπὸ τὸ ἦθος τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πατρίδας. Διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολὲς ἐκεῖνες καὶ βλέπει ποὺ ἔστεκαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ βλέπει τί ἤθελαν σὲ αὐτὸ τὸν τόπο. Δὲν βλέπεις ἴχνος μισαλλοδοξίας, δὲν βλέπεις ἴχνος τρομοκρατίας, κι ἂς τοὺς κατηγοροῦσαν τότε ὅτι ἦταν τρομοκράτες. Διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολές τους καὶ βλέπει ἕνα ἱλαρὸ φῶς, τὸ φῶς τῆς πίστεως τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας τους, τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας ἀλλὰ δὲν τοὺς ὁδηγοῦσε ποτὲ στὸ μίσος ἀκόμα καὶ αὐτῶν ποὺ τοὺς εἶχαν κατακτήσει. Καὶ ἂν χρειάστηκε νὰ κάνουν πόλεμο καὶ νὰ κάνουν ἐπανάσταση, αὐτὸ ἦταν γιατί μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ὥρας ἐκείνης ἦταν μία ἀνάγκη καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν διαφορετικά.
    Μέσα στὶς ἐπιστολὲς τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων βλέπει κανεὶς τὸ Θεό, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ βασιλεύει, ποῦ τοὺς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ νικήσουν τὸ θάνατο, νὰ ὑπερβοῦν τὸ θάνατο, ποῦ αἰσθάνονταν τὴ ψυχή τους νὰ φτερουγίζει γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, τί ἄλλο εἶναι παρὰ τὰ ἴδια βιώματα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως; Δὲν εἶναι αὐτὰ οἱ ἐπισκέψεις τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ οἱ ὁποῖες παρηγοροῦσαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποῦ βρισκόντουσαν μόνο λίγο πρὸ τοῦ θανάτου; Ταυτόχρονα, βλέπει κανεὶς τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Τὴν Ἑλλάδα ὄχι ὡς γεωγραφικὸ χῶρο μόνο, ἀλλὰ τὴν Ἑλλάδα ὡς τὴν κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ, τὴ μητέρα τῆς φιλοσοφίας, τὴ μητέρα τῆς Ρωμιοσύνης.
    Ὀφείλουμε λοιπὸν νὰ μαθαίνουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία μας, νὰ διδασκόμαστε. Ὀφείλουμε νὰ ὁδηγηθοῦμε μπροστὰ στὰ διάφορα γεγονότα τῆς ἱστορίας μας καὶ νὰ κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας, σιωπώντας καὶ περιορίζοντας τὰ λόγιά μας καὶ τὴν ἐξωστρέφειά μας καὶ νὰ ἀφήσουμε νὰ μᾶς δείξουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ μάρτυρες τῆς πατρίδας τὸ δικό τους φρόνημα καὶ νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν ἱστορία μας, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν πατρίδα μας, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν παράδοσή μας, νὰ μᾶς δείξουν ἀπὸ ποιὸ δέντρο καταγόμαστε κι ἀκόμα, νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δοῦμε ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα.
    Πρέπει νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ ἀνακαλύψουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ποῦμε τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος, ἐὰν θέλει νὰ ζήσει πρέπει νὰ γίνει ἑλληνικὸς τόπος κατὰ κυριολεξία. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τύχει παιδείας, παιδείας φιλοσοφικῆς, παιδείας πνευματικῆς, παιδείας ρωμαίικης, μὲ ρωμιοσύνη ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ ἀπολαύσει ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία τῆς παραδόσεώς μας. Οὔτε ἀρχαιολάτρες εἴμαστε ἀλλὰ οὔτε καὶ βυζαντινόπληκτοι εἴμαστε. Ξέρουμε ὅτι ὁ τόπος ζύμωσε τὴν ἀρχαία φιλοσοφία καὶ παράδοση μὲ τὴν ὀρθοδοξία. Καὶ ὀρθόδοξος σημαίνει ἐλεύθερος. Ὀρθόδοξος καὶ Ρωμιὸς σημαίνει ἄνθρωπος χωρὶς παρωπίδες, σημαίνει ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τὸν ἄλλο καὶ δὲν φοβᾶται τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, γιατί ἔχει ἀρχοντιά, γιατί δὲν εἶναι κομπλεξικός, γιατί δὲν αἰσθάνεται μειονεκτικὰ μπροστὰ σὲ κανένα, γιατί εἶναι περήφανος γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ περηφάνια δὲν εἶναι ἀλαζονεία ἀλλὰ εἶναι τὸ «γνώθι σ’ αὐτὸν» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων• εἶναι αὐτὴ ἡ γνώση τῆς βαρύτατης κληρονομιᾶς τὴν ὁποία κουβαλοῦμε πάνω μας. Αὐτὴ ἡ ρωμαίικη ὑπερηφάνεια μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει καὶ ὄχι νὰ ὑπηρετεῖται, μπορεῖ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἀγκαλιάσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ νὰ γίνει διάκονος τῆς ἀνθρωπότητας.
    Ἐμεῖς σὰν Ρωμιοὶ πάντοτε εἴχαμε τὴ μεγάλη ὑπομονὴ ἡ ὁποία ἦταν γέννημα τῆς πίστεως, Καὶ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα, πέραν τῶν φαινομενικῶν πραγμάτων. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἐμᾶς ἂν μᾶς μισοῦν ἢ ὄχι οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Θεὸς τί θὰ πεῖ στὸ τέλος. Δὲν θὰ γίνει τίποτα περισσότερο καὶ τίποτα λιγότερο ἀπὸ ὅσα ὁ Θεὸς θὰ ἐπιτρέψει. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ἔχουμε τελεία ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἐὰν ἐλπίζεις στὸ Θεὸ καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας σου, τότε λοιπὸν γιατί φοβᾶσαι;
    Ἂς ἀνοίξουμε τὸ δρόμο στὴν ἀληθινὴ παιδεία• νὰ φτιάξουμε πρῶτα ἀνθρώπους ἐλεύθερους καὶ ἂν φτιάξεις ἀνθρώπους ἐλεύθερους, τότε θὰ ἀποκτήσεις καὶ πατρίδα ἐλεύθερη. Ἂν ἔχεις ἀνθρώπους δούλους, τότε καὶ ἡ ἐλεύθερη πατρίδα θὰ γίνει δούλη. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐλευθερώνεται πρῶτα καὶ ὕστερα ἐλευθερώνει καὶ γεωγραφικὰ τὸ τόπο του. Ἂν ἐνδιατρίψουμε στὴν ἱστορία μας, ἂν γνωρίσουμε τὴν παράδοσή μας, ἂν ἀσκήσουμε καλόβουλη καὶ θετικὴ κριτικὴ στὶς παρελθοῦσες πράξεις καὶ ἐνέργειές μας, ἂν εἴμαστε ἔντιμοι, ἀνυστερόβουλοι καὶ εἰλικρινεῖς, τότε θὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι ὁ τόπος γεννᾶ ἥρωες, ὁ τόπος γεννᾶ μάρτυρες, ὁ τόπος γεννᾶ ἡγέτες, ὅπως τοὺς ἡγέτες οἱ ὁποῖοι σήκωσαν τὸν τόπο αὐτὸ καὶ ἔδωσαν τὴν ἀνάσταση στὴ πατρίδα μας καὶ στὴ φυλή μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς Ρωμιοσύνης, τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀγάπης γιὰ τὴ πατρίδα μας.
     «Ἑλληνορθόξη Πορεία», Ἀνθολόγιο κειμένων, Ἀθήνα 2008.

    Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2012

    Η Σημασία τής Θείας Λειτουργίας



    Ο κόσμος αυτός έχει λόγο ύπαρξης, υπάρχει ακόμα, γιατί 
    τελείται ή Θεία Λειτουργία.
    Η Θεία Λειτουργία είναι τό μεγαλύτερο γεγονός τού κόσμου, 
    ή μεγαλύτερη πράξη πού μπορεί νά τελεστεί είς τόν κόσμο 
    \τών ορατών καί τών αοράτων, γι' αυτό μάς είπαν οί Άγιοι 
    Πατέρες ότι : Όταν θά παύσει νά τελείται 
    ή Θεία Λειτουργία είς τόν κόσμο,
    τότε θά γίνει αμέσως ή Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου, διότι
     δέν θά υπάρχει πλέον νόημα είς τήν κτίση, διότι ή κτίση 
    υπάρχει διότι τελείται ή Θεία Ευχαριστεία. Τό μεγαλύτερο
     καί σημαντικότερο έργο πού μπορεί νά επιτελέσει ό 
    άνθρωπος είναι ή Θεία Λειτουργία.
    Η Θεία Λειτουργία είναι τό κατ εξοχήν μυστήριο 
    τής Εκκλησίας,
    γι'αυτό τόν λόγο είναι άκρος απαραίτητη ή παρουσία μας 
    είς τό μυστήριον.
    Διότι δέν μπορεί νά θεωρηθεί Χριστιανός άνθρωπος ό όποίος 
    απουσιάζει από τήν Θεία Λειτουργία ιδίος τής Κυριακής 
    ημέρας. Καί δέν μπορεί νά υπάρξει πνευματική ζωή 
    επ' ουδενί λόγο, ούτε προσευχή, ούτε πνευματική εργασία 
    εάν ο άνθρωπος δέν μετέχει στήν Θεία Λειτουργία καί 
    δέν κοινωνεί τό Σώμα καί τό Αίμα τού Κυρίου.

    Μητρ. Λεμεσού Αθανάσιος

    από τήν ομιλία "Η σημασία τής Θείας Λειτουργίας"

    Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2012

    Στα χέρια του Θεού.(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου στα Δημήτρια (Αθήνα)



    30ΟΚΤ
    [...] «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»:
    Είναι αυτή η ευχή που λέμε συχνά στην Εκκλησία, η διακονική προτροπή που αναφέρεται εις τον λαό του Θεού και μας προσκαλεί να αφήσομε στα χέρια του Χριστού όλη τη ζωή μας!
    Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα. Τους εαυτούς μας και τους άλλους ανθρώπους, τα παιδιά μας, τους φίλους μας, τους συγγενείς μας, τους οικείους μας, τους συναδέλφους μας, τους συμπολίτες μας, τον κόσμο όλο να τον αφήσουμε στα χέρια του Θεού! Και όσο κι αν φαίνεται απλή αυτή η προτροπή του διακόνου της Εκκλησίας, στις μέρες μας ιδιαίτερα έχει τεράστια σημασία και μεγάλη δύναμη. Γιατί νομίζω ότι στις πολύπλοκες μέρες που ζούμε που φορτωνόμαστε όλοι πάρα πολλά πράγματα, έχουμε καταντήσει να είμαστε πάρα πολύ κουρασμένοι. Και συναντάει κανείς ανθρώπους πονεμένους και κουρασμένους, ακόμα και στη νεανική ηλικία. Συναντά κανείς νέους οι οποίοι έχουν γηράσει από τον κόπο και τον μόχθο της καθημερινότητας, οι οποίοι έχουν τραυματιστεί κι έχουν πληγωθεί απ’ όλ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω τους. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν τόση ευαισθησία που είναι αρκετό γι’ αυτούς ν’ ακούσουν ένα δελτίο ειδήσεων για να βυθιστεί η ψυχή τους μέσα σε μια μεγάλη απορία και για το τι γίνεται μέσα στον κόσμο και για το πού πηγαίνει ο κόσμος και για το τι θα γίνει ακόμα συν τω χρόνω. Και μπαίνει η ψυχή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτή την αγωνία… Και αυτή η αγωνία και αυτός ο κόπος και αυτή η δυσκολία είναι ένα σημείο των εσχάτων ημερών, ένα σημείο που ο Κύριος μάς το έδωσε ως γνώρισμα των εσχάτων χρόνων· που οι έσχατοι χρόνοι, βέβαια, είναι διαρκώς παρόντες μέσα στην Εκκλησία. Ζούμε όλοι μας αυτή τη δυσκολία, αυτό το βάρος που βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας.
    Έρχεται ο Χριστός και μας λέγει να έρθουμε κοντά Του όλοι εμείς οι κουρασμένοι, οι πεφορτισμένοι και θα μας αναπαύσει. Και έρχεται η Εκκλησία και μας προτρέπει τους εαυτούς μας και τους γύρω μας και τα πάντα να τα αφήνουμε στα χέρια του Θεού. Και πολλές φορές ακούμε από πνευματικούς ανθρώπους όταν τους εκθέτουμε τα προβλήματά μας και τες δυσκολίες μας «άφησ’ το στον Θεό». Και βλέπουμε ότι αυτή η απάντηση δεν μας πολυαναπαύει πάντοτε. Γιατί θεωρούμε «πώς να τ’ αφήσω στον Θεό; Εγώ τι πρέπει να κάμω; Εγώ τι μπορώ να κάμω; Εγώ δεν πρέπει να κάμω τίποτε; Να τ’ αφήσω όλα στον Θεό και να μείνω με χέρια σταυρωμένα;» Και νομίζομε ότι αυτό το πράγμα είναι ολιγωρία, ότι είναι αδιαφορία, ότι είναι δειλία, ενώ τελικά είναι μεγάλη ανδρεία! Θέλει να είσαι πολύ ανδρείος άνθρωπος, πολύ γενναίος άνθρωπος για να τ’ αφήσεις όλα στα χέρια του Θεού! Πρέπει να είσαι πολύ γενναίος άνθρωπος για να τ’ αφήσεις όλα στα χέρια του Θεού και πρέπει να έχεις την ψυχή σου γεμάτη μ’ εμπιστοσύνη εις την πρόνοια και εις την αγάπη του Θεού Πατέρα μας.
    H εποχή μας χαρακτηρίζεται από το άγχος, από την κούραση, από την αγωνία των ημερών, από τις πολλές θλίψεις που συμβαίνουν γύρω μας, από τη μοναξία… Ζούμε μέσα σε πόλεις μεγάλες κι όμως πάσχουμε από μοναξιά! Μπορεί να ζούμε μέσα στην οικογένειά μας, μέσα σ’ ένα σπίτι και να αισθανόμαστε ότι κανείς δεν μας καταλαβαίνει, κανείς δεν επικοινωνεί μαζί μας, ότι είμαστε μόνοι μας, εγκαταλελειμμένοι, πεταμένοι, ότι δεν έχουμε ένα άνθρωπο ν’ ακουμπήσουμε, ότι δεν έχουμε κάποιο που να μας αγαπά πραγματικά ή και που να τον αγαπούμε πραγματικά κι αυτά τα πράγματα όλα μας διαλύουν και μας κάνουν να μην ξέρουμε πού να στραφούμε. Μπαίνει η ψυχή μας πραγματικά μέσα σ’ ένα υπαρξιακό σκοτάδι, σ’ ένα μεγάλο σκοτάδι για το πού θα πάμε και πώς θα βγούμε απ’ όλη αυτή την περιπέτεια!
    Παρά ταύτα όμως, η Εκκλησία μας εδώ και αιώνες επαναλαμβάνει συνεχώς αυτή την προτροπή που όντως φαίνεται πάρα πολύ σπουδαία. Σκεφθήκατε ένα άνθρωπο ο οποίος είναι φορτωμένος ένα βαρύ φορτίο, ένα μεγάλο φορτίο κι έρχεται κάποιος και του λέει «άφησέ με να το πάρω το φορτίο εγώ» και μας ξεφορτώνει και μας βγάζει το φορτίο από πάνω μας και το παίρνει εκείνος! Κι αισθανόμαστε εμείς μεγάλη άνεση, μεγάλη ξεκούραση, γιατί μας πήρε το φορτίο. Και δεν το πήρε για να το πετάξει κάπου αλλού, αλλά για να το οδηγήσει με τον καλύτερο τρόπο εκεί που θα θέλαμε εμείς να οδηγηθεί. Φτάνει να του δώσουμε εμπιστοσύνη! Φτάνει να τον αφήσομε να πάρει αυτό το φορτίο από πάνω μας! Αυτό σημαίνει το «παραθώμεθα»: να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού όλα.
    Αλλά είναι αυτό άραγε ένα πράγμα εύκολο; Δεν είναι εύκολο όπως είπα προηγουμένως. Είναι πολύ δύσκολο γιατί μας εμποδίζει ο εαυτός μας· μας εμποδίζει ο εαυτός μας, η φιλαυτία μας. Φοβούμαστε να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού! Φοβόμαστε ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού! Δεν είναι εύκολο πράγμα να πεις στον Θεό «γενηθήτω το θέλημά Σου»!
    Να σας πω κάτι που το λέω συχνά. Είναι μια δική μου αδυναμία που την εβίωνα για αρκετά χρόνια. Όταν ήμουν νέος και σκεφτόμουν να γίνω μοναχός -από μέσα μου έβγαινε αυτή η επιθυμία του μοναχισμού- σκεφτόμουν να μείνω στο Άγιον Όρος αλλά και από την άλλη φοβόμουν να το αποδεχτώ αυτό το πράγμα: Πώς θ’ αφήσω τους γονείς μου, ν’ αφήσω την πατρίδα μου και να πάω σ’ ένα τόπο άγνωστο, μακριά, που δεν θα με ξαναδεί κανένας, ούτε θα ξανάβλεπα εγώ κανένα! Και ρώτησα ένα γέροντα: Γέροντα άραγε να γίνω μοναχός; Μου λέει: να παρακαλείς τον Θεό να κάνει το θέλημά Του! Κι εγώ ετρόμαξα! Και λέω: έχει γούστο να θέλει ο Θεός να γίνω μοναχός! Εσκέφτηκα ότι αν ο Θεός θέλει κάτι που εγώ δεν το θέλω, τι θα κάνουμε τώρα; Κάποιος από τους δύο πρέπει να κόψει το θέλημά του! Ή ο Θεός να κόψει το θέλημά Του -θα με βόλευε βέβαια αυτό το πράγμα-, ή εγώ να έκοβα το θέλημά μου και ν’ ακολουθούσα το θέλημα του Θεού που μου φαινόταν ένα μεγάλο βουνό.
    Δεν μπορούσα να εννοήσω τότε, ότι το θέλημα του Θεού είναι η πιο μεγάλη ανάπαυση στον άνθρωπο! Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να θέλει κάτι, το οποίο να σε φέρει σε δύσκολη θέση. Αντίθετα! Ο Θεός σε εξάγει από τη φυλακή που βρίσκεσαι και σε οδηγεί σε τόπο αναπαύσεως. Το θέλημα του Θεού είναι ειρήνη στην ψυχή του ανθρώπου, είναι χαρά στον άνθρωπο, είναι ανάπαυση στον άνθρωπο! Αυτό που λέει ο Χριστός «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» δεν το ήξερα, δεν μπορούσα να το καταλάβω ότι εάν αφεθώ στο θέλημα του Θεού, αυτό θα ‘ταν η πιο μεγάλη ανάπαυσις. Αυτό δεν το καταλάβαινα, δεν μπορούσα να το εννοήσω! Φοβόμουν το θέλημα του Θεού. Φοβόμουν τον Θεό! Όπως ένα μωρό που πηγαίνει στον γιατρό και δεν θέλει ν’ αφήσει τον γιατρό να το θεραπεύσει: κλωστά τον γιατρό, αντιδρά, κάμνει φασαρίες, τρέχει μέσα στους διαδρόμους· δεν θέλει ν’ αφήσει τον γιατρό ν’ αγγίξει πάνω του! Μέχρι που να βάλει μυαλό βέβαια και να καταλάβει ότι δεν πρέπει να κάνει έτσι…
    Χρειάζεται να υπερβεί κανείς τον εαυτό του και χρειάζεται να γνωρίσει την αγάπη του Θεού· ότι ο Θεός, όπως έλεγε και ο αείμνηστος γέροντας Παΐσιος, είναι οξυγόνο στον άνθρωπο. Δεν μπορεί να γίνεται διοξείδιο του άνθρακος. Δεν μπορεί ο Θεός να σου δημιουργήσει μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που να σε πνίξει μέσα. Όταν ο Θεός ενεργεί στον άνθρωπο και ομιλεί στον άνθρωπο και αποκαλύπτει εις τον άνθρωπο τον εαυτό Του και την αγάπη Του, τότε μια απέραντη ειρήνη, μια απέραντη γαλήνη βασιλεύει στην ψυχή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος καταλαβαίνει αυτό που είπε ο Χριστός «κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς», εγώ θα σας αναπαύσω. Και μετά καταλαβαίνει εκ πείρας ότι δεν υπάρχει άλλη ανάπαυσις, δεν υπάρχει πουθενά ανάπαυσις, μόνο ο Χριστός είναι ανάπαυσις της ψυχής μας. Μακριά από τον Χριστό υπάρχει κόπος, υπάρχει δυσκολία, υπάρχει μεγάλη δυσφορία της ψυχής μας. Όταν είναι κάτι μέσα στην ευλογία του Θεού τότε όλα είναι πανέμορφα!
    Έτσι, ενθυμούμαι, όταν ήμουν στο Άγιον Όρος ζούσα εκείνη την όμορφη, την πανέμορφη και την αγγελική, όντως, ζωή των μοναχών. Κι όταν έβγαινα έξω, απεσταλμένος σε εργασίες, στη Θεσσαλονίκη βέβαια που ήτανε κοντά μας, αισθανόμουν μια μεγάλη δυσκολία αντιμετωπίζοντας και βλέποντας την πόλη και όλη εκείνη την κίνηση. Πραγματικά μ’ έπιανε κατάθλιψη, δεν μπορούσα! Έκανα γρήγορα-γρήγορα τις δουλειές μου κι έφευγα πίσω! Όταν ήρθε η ώρα που έπρεπε να πάω στην Κύπρο, γιατί έτσι ήρθαν τα πράγματα μέσα στην πρόνοια του Θεού κι ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ζήτησε από τον γέροντά μας μια ομάδα μοναχών να πάει στην Κύπρο [1], αφού καταγόμαστε από ‘κεί, εγώ δεν είχα πάει ποτέ μου στην Κύπρο στα χρόνια μου στο Άγιον Όρος και δεν θυμόμουν τίποτα, είχα ξεχάσει τα πάντα! Όταν με κάλεσε ο γέροντας και μου είπε: «Κοίταξε, η Εκκλησία ζητά να πάμε κάτω.» «Κι εγώ», λέει ο γέροντας, «αισθάνομαι ότι κάναμε μια αδικία στην Εκκλησία της Κύπρου, γιατί μαζευτήκατε όλοι οι Κύπριοι εδώ και αφαιμάξαμε την Εκκλησία. Και να στείλουμε κάποιους αδελφούς να πάνε κάτω.» Λέω, «είναι καλή η σκέψη· να στείλετε κάποιους να παν κάτω.» Μου λέει, «μα δεν σε κάλεσα για να μου πεις τη γνώμη σου.» Λέω, «γιατί με καλέσατε;» «Για να φτειάξεις τα πράγματά σου και να πας από βδομάδας κάτω!»
    Εγύρισα όλους τους γέροντες του Αγίου Όρους, ελπίζοντας ότι κάποιος θα μου πει «μην πάεις»! Λέω, έστω κι ένας να βρεθεί να μου πει να μην πάω, θα τσακωθώ με τον γέροντα κανένα-δυο μήνες αφού θα κάνω παρακοή, μετά ελπίζω να μην πεθάνει στο διάστημα(!)· θα πάω να πω ένα συγγνώμη, ένα ευλόγησον γέροντα έκανα λάθος, έκανα ανυπακοή, θα αποκατασταθούν οι σχέσεις μας και θα γλιτώσω και την Κύπρο!
    Πήγα σε όλους. Δεν είχα πολλές ελπίδες στον γέρο-Παΐσιο και στους υπόλοιπους γιατί ήταν πιο ανοικτού πνεύματος, αλλά είχα μεγάλη ελπίδα ότι ο παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια δεν θα με άφηνε να πάω κάτω· γιατί τον άκουσα μια φορά που έλεγε ότι «η υπακοή είναι μέχρι τη Δάφνη [2]. Από τη Δάφνη και πέρα να μην πηγαίνετε!» Λέω, αυτός θα με σώσει! Επήγα, λοιπόν, του λέω «ξέρεις, γέροντα, έτσι έχουν τα πράγματα μου είπαν να πάω στην Κύπρο κι εγώ δεν θέλω να πάω». Λέει, «ο γέροντας τι σου είπε;» «Μου είπε να πάω. Αλλά δεν θέλω να πάω, έχει τόσα χρόνια να πάω κάτω, ξέχασα, αποσυνδέθηκα, δεν ξέρω κανένα, δεν νομίζω ότι είμαι ικανός γι’ αυτό το πράγμα.» «Καλά», λέει, «αύριο να τα πούμε μετά τη λειτουργία».
    Το πρωί λειτούργησα εκεί στο εκκλησάκι και με φώναξε και μου λέει «άκουσε… Προσευχόμενος για το θέμα που μου είπες είδα δύο δρόμους. Ο ένας είναι: Ή κάνεις υπακοή και πάεις στην Κύπρο… Κι ο άλλος: Ή κάνεις παρακοή και μένεις στο Άγιον Όρος! Κρίνε μόνος σου ποιος είναι ο κατά Θεόν δρόμος…» Και κατάλαβα ότι αυτό ήταν τελικά…
    Όταν πήγα, οι πρώτες μέρες ήταν πολύ οδυνηρές βέβαια, αλλά μέσα μου παραδόξως αισθανόμουν -παρ’ όλο που δεν ήθελα να το αποδεχθώ, δεν ήθελα να το δεχθώ αυτό το πράγμα!- αισθανόμουν ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού, κι αυτό είναι ανάπαυσις. Κι έμεινα εκεί… και τα ‘φερε ο Θεός έτσι, κάναμε ένα μοναστήρι, πήγαμε σ’ ένα μοναστήρι, έγινε μια αδελφότητα εκεί κι έλεγα «δόξα τω Θεώ, είμαι καλά, ας είμαι και εδώ». Θυμάμαι όταν έβγαινα προς την πόλιν για εργασίες και επέστρεφα πίσω, έβλεπα το μοναστήρι από ψηλά κι αμέσως επανερχόταν μέσα μου αυτή η ανάπαυσις, η ειρήνη στην ψυχή μου. Κι έλεγα, «δόξα τω Θεώ, μεγάλο πράγμα είναι να αναπαύεται ο άνθρωπος και σ’ ένα τόπο ακόμα». Κι έτσι ήμουν ειρηνικός…
    Στην Κύπρο, ξέρετε, είχαμε -ή έχουμε ακόμα, δεν ξέρω- ένα σύστημα που εκλέγονται οι επίσκοποι με ψήφο κλήρου και λαού. Έγινε μια κένωσις μιας επισκοπικής θέσεως, της Μητροπόλεως Λεμεσού, που είναι η πόλις που εγεννήθηκα και εμεγάλωσα, και δυστυχώς οι άνθρωποι εκεί με ψήφισαν εμένα, κλήρος και λαός κι η Σύνοδος και μ’ έπιασε πάλι απελπισία! Λέω, πώς θα πάω εγώ τώρα σ’ αυτή την πόλη που ήταν η πόλις της ασωτίας, η πόλις της αμαρτίας! Και δεν μ’ έφταναν όλα τ’ άλλα όταν πήγα στον Αρχιεπίσκοπο να μου αναγγείλει το αποτέλεσμα, μου λέει «πάτερ Αθανάσιε, σε λυπάμαι!» Του λέω, «γιατί Μακαριότατε;» Μου λέει, «πας στη χειρότερη πόλη της Κύπρου!» Λέω, «ευχαριστώ πάρα πολύ!» Δεν μ’ έφταναν τ’ άλλα όλα έχω και την επιβεβαίωση από πάνω την αρχιεπισκοπική!
    Τέλος πάντων, έγινε τι έγινε… δεν μπορούσα ν’ αντιδράσω… Αντέδρασα, αλλά ποιος με άκουσε! Έγινε η χειροτονία εις επίσκοπον και το απόγευμα, την ίδια μέρα, αυθημερόν, γίνεται η ενθρόνισις του επισκόπου. Πήγαμε με τους άλλους επισκόπους να πάμε στην πόλη, στη Μητρόπολη. Όπως βγήκαμε στο κέντρο, ήταν όλη πόλις μπροστά μας, ενώ άλλες φορές μ’ έπιανε κατάθλιψις όταν έβλεπα την πόλη, απ’ εκείνη την ώρα αισθάνθηκα μιαν ανάπαυση, γιατί λέω «αυτό είναι το θέλημα του Θεού». Και πολλές φορές με ρωτούν διάφοροι άνθρωποι «πώς αισθάνεσαι, πάτερ μου, που ήσουν στο Άγιο Όρος, στο μοναστήρι μέχρι τα σαράντα σου χρόνια και βρέθηκες εις την πιο πολύπλοκη και κοσμική πόλη της Κύπρου;» Και η Μητρόπολίς μας είναι σ’ ένα κέντρο, που όλα τα κέντρα τα νυκτερινά είναι γύρω μας! Και να σας πω ότι έχω μάθει όλα τα τραγούδια της εποχής, τι να σας πω δηλαδή! Αρχίζει η «αγρυπνία» μετά τις μία τα μεσάνυκτα! Τελειώνουμε εμείς η ώρα μία την Παρασκευή το βράδυ και εκείνη την ώρα εξέρχονται οι πιστοί στην… Ανάσταση, πάνε στα διάφορα άλλα πόστα γύρω μας! Λέω, δεν έχει καμιά διαφορά, σαν να είμαι στο Άγιον Όρος, παράξενο πράγμα! Εγώ τρελάθηκα; Είναι η ηλικία μου, άραγε, κι έπαθα έτσι; Ποιος ξέρει!
    Αλλά νομίζω ότι τελικά εκείνο που ζητά η ψυχή μας είναι να αναπαυθεί. Κι αυτό που λέμε μέσα στην Εκκλησία και το χρησιμοποιούμε μέσα στους μοναχικούς κύκλους «αναπαύομαι· εδώ αναπαύομαι, εδώ δεν αναπαύομαι» που δεν ερμηνεύεται, δεν έχει γιατί δεν αναπαύομαι! Αναπαύομαι… Ούτε έχει γιατί αναπαύομαι! Ετέλειωσε! Αναπαύομαι – αναπαύομαι! Δεν αναπαύομαι – δεν αναπαύομαι! Δεν σημαίνει ότι αν δεν αναπαύομαι δεν είναι καλά όσα δεν είναι γύρω μου! Όχι, απλώς δεν αναπαύομαι. Δεν ερμηνεύεται, δεν έχει παρεπόμενα!
    Αυτή, λοιπόν, η λέξις «ανάπαυσις» είναι αυτό το οποίο ψάχνει η ψυχή μας, ψάχνει ο εαυτός μας, κι είναι εδώ που είναι το σημείο, το κομβικό σημείο το οποίο ο Χριστός μάς έδωσε ως ένα σωσίβιο μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των καθημερινών μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Όπως είπε κι ένας άγιος της Εκκλησίας μας [...] «Πάθαμε ναυτία από τα κύματα και τις τρικυμίες των βιωτικών πραγμάτων.» Έρχεται ο Χριστός και μας ρίχνει αυτό το σωσίβιο, μας δίνει το χέρι Του και μας πιάνει και λέει «ελάτε κοντά μου κι εγώ θα σας αναπαύσω.» Αλλά παρακάτω λέει και το μυστικό. Πώς θα μας αναπαύσει;
    «Μάθετε από μένα», λέει ο Χριστός, «ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών». «Θα μάθετε από Μένα», λέγει ο Χριστός, «εγώ θα σας το διδάξω, δεν θα σας το διδάξουν άλλοι άνθρωποι· Εγώ ο ίδιος θα σας διδάξω, όταν θα σας εμφανίσω τον εαυτό μου, όταν θα σας αποκαλύψω τον εαυτό μου, ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι θα βρείτε ανάπαυσιν μέσα σας.»
    Και πράγματι ποιος αναπαύεται τελικά; Ο ταπεινός άνθρωπος! Μόνο ο ταπεινός άνθρωπος αναπαύεται εν Χριστώ! Εμείς, οι υπερήφανοι άνθρωποι, οι εγωιστές άνθρωποι, οι φίλαυτοι άνθρωποι δεν μπορούμε να αναπαυθούμε, γιατί εμποδίζομε τον Χριστό να μας πάρει στην αγκαλιά Του. Δεν δεχόμαστε, δεν θέλουμε ν’ αφεθούμε στον Θεό! Φοβούμαστε τον Θεό! Ή δεν Του έχουμε εμπιστοσύνη. Λέμε, «όχι, εγώ θα τα χειριστώ τα πράγματα. Εγώ θα αναλάβω τις υποθέσεις της ζωής μου. Εγώ θα τα τακτοποιήσω όλα· δεν θα τ’ αφήσω έτσι να πάνε όπου θέλουν τα πράγματα. Εγώ πρέπει να έχω τον έλεγχο. Αν δεν έχω τον έλεγχο, δεν μπορώ να αισθανθώ σιγουριά. Χάνομαι αν δεν έχω τον έλεγχο!»
    Βέβαια ο Χριστός δεν μας είπε να τ’ αφήσουμε ανεξέλεγκτα. Ούτε μας είπε να γίνουμε αδιάφοροι και οκνηροί και τεμπέληδες. Αντίθετα μας είπε ν’ αγωνιζόμαστε και να κοπιάζουμε. Και να μεριμνούμε, αλλά όχι τη ψυχή ημών· μη μεριμνάτε τη ψυχή ημών, λέγει ο Χριστός. Να κάνετε τα πάντα, αλλά την ψυχή σας αφήστε την ανεπηρέαστη. Μην την υποτάξετε μέσα σ’ αυτήν την καθημερινή πάλη των πραγμάτων. Κι αφού κάμεις ό,τι εξαρτάται από σένα κι αφού εξαντλήσεις όλα τα δικά σου περιθώρια, τότε παραδίδεις τη σκυτάλη στα χέρια του Θεού.
    Να σας πω ένα-δυο περιστατικά για να μη σας πολυκουράζω κιόλας με θεωρίες· για να δείτε πώς οι απλοί άνθρωποι βιώνουν στην καθημερινότητά τους αυτή την εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού. Όταν ήμουν στο Άγιον Όρος κάναμε ένα διάστημα στην Καψάλα, στην έρημο της Καψάλας -είναι περιοχή μεταξύ Καρυών [3], Παντοκράτορος και Σταυρονικήτα· μια αγιασμένη περιοχή, έρημος, πανέμορφη, τότε στην εποχή μου ακόμα πιο γραφική, χωρίς δρόμους, χωρίς τίποτα. Γεμάτη γεροντάκια, ερημίτες. Ήμασταν εκεί πάμφτωχοι, δεν μας ήξερε κανένας, ούτε κι εμείς ξέραμε κανένα. Αφού να σκεφτείτε μια φορά πήγα στη Δάφνη να πάρω κάποια γράμματα κι ήρθε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ελλάδος, κι είδαμε αστυνομίες, στρατό και μου λέει ένα γεροντάκι «πήγαινε, διάκο, ρώτα γιατί είναι αυτή όλη η αστυνομία εδώ». Λέω, «να πάω». Πάω και λέω «γιατί είναι η αστυνομία εδώ;» Λέει «θα ‘ρθει ο Σαρτζετάκης [4]». Λέω, «ποιος είν’ αυτός;»! Λέω, «παππού, παππούλη, θα ‘ρθει ο Σαρτζετάκης!». «Ποιος είν’ αυτός;» μου λέει. Λέω, «πού ξέρω κι εγώ;». Μου λέει, «πήγαινε ξαναρώτα». Πάω να ξαναρωτήσω τον αστυνομικό, μόνο που δεν με συνέλαβε! Λέω, «συγγνώμη, ποιος είναι ο Σαρτζετάκης;». Μου λέει, «τρελός είσαι;» [...] Τίποτα, ιδέα δεν είχαμε!
    Τέλος πάντων, κατά διαστήματα, όταν είχαμε κάποια πράγματα στον κήπο μας, λαχανικά ή κάποια άλλα τρόφιμα, ο γέροντας ετοίμαζε κάποιες σακουλίτσες με διάφορα πράγματα και τα παίρναμε στα γεροντάκια. Ένα γεροντάκι απέναντί μου, μέσα σε μια χαράδρα, μέσα σε μια καλύβα, μόνος του, ο Σέργιος, τον έβλεπα κάθε βράδυ από το κελί μου που άναβε το καντηλάκι του με το καντηλοκέρι τη νύχτα, θεοσκότεινα, αλλά φαινόταν το κερί του, πήγα να του πάρω τρόφιμα. Μόνος του, γεροντάκι, πανέρημος ο τόπος, το καλύβι του μισογκρεμισμένο, πήγα να του πάρω τρόφιμα. Του λέω, «γέροντα, μ’ έστειλε ο γέροντας ο δικός μου να σου φέρω αυτά τα πράγματα». Ήταν μια σακούλα με πολλά πράγματα. «Αχ, ευχαριστώ πάρα πολύ»! Λέει, «να πάρω ό,τι μου χρειάζεται…». Επήρε λίγο ψωμί, ένα μαρούλι, δυο-τρία πράματα, μου λέει, «φτάνουν αυτά για σήμερα»! Του λέω, «πάρε και τα υπόλοιπα. Για σένα τα ‘φερα!». «Όχι, δεν τα θέλω, δεν μου χρειάζονται! Φτάνουν αυτά για σήμερα!» Του λέω, «πάρε να ‘χεις και για αύριο»! Μου λέει, «αύριο έχει ο Θεός!» Λέω, «πάρε γέροντα, έχει ο Θεός, αλλά αφού ο Θεός σού τα ‘στειλε!» «Ναι», λέει, «αλλά ο Θεός είπε τον άρτον ημών τον επιούσιον· δεν είπε και τον αυριανόν! Μου φτάνει ο σημερινός άρτος. Αύριο έχει ο Θεός.» Του λέω, «πόσα χρόνια έχεις εδώ;» Μου λέει, «πενήντα έξι». Πενήντα έξι χρόνια ζούσε σ’ αυτό το καλυβάκι, έχοντας μόνο τον άρτον τον επιούσιον. Κι ο Θεός είχε γι’ αυτόν πάντοτε τον αυριανόν άρτον! Ουδέποτε αισθάνθηκε ο άνθρωπος αυτός αυτή την αγωνία. Μα τι μου λες τώρα, μέσα σ’ αυτή την έρημο, πώς θα βρεθεί ο αυριανός άρτος; Καμιά μέριμνα περί τούτου!
    Μια άλλη φορά στα Καρούλια [5], πήγα να επισκεφθώ εκεί τους πατέρες, όταν ήμασταν στη Νέα Σκήτη, είχε ένα Σέρβο, παπα-Στέφανο, ο οποίος έμενε στα Καρούλια. Του λέω, «γέροντα, δεν φοβήθηκες να ‘ρθεις εδώ, μέσα σ’ αυτά τα σπήλαια που κατεβαίνεις με αλυσίδες;» Μου λέει, «φοβήθηκα πάρα πολύ! Και την πρώτη μέρα που ήρθα είπα “τι έκανα κι ήρθα εδώ! Όταν κατέβηκα εκείνο τον κατήφορο όλο κι εκείνους τους γκρεμούς όλους κι είχα μαζί μου ένα ψωμί και μια σακουλίτσα με ελιές, είπα “εντάξει, θα φάω το ψωμί σήμερα κι αύριο και μεθαύριο. Μετά;” Και μ’ έπιασε μεγάλη δειλία όταν είδα ότι δεν είχα τίποτε γύρω μου! Κατακόρυφα κάτω η θάλασσα κι εγώ μόνος μου εδώ!» «Κι έχω, μου λέει, εικοσιπέντε χρόνια που ‘μαι ‘δώ στην έρημο κι ο Θεός δεν με άφησε ποτέ! Και έχω ακόμα από το ψωμί εκείνο! Το φυλάω! Όχι μόνο δεν πρόλαβα να το φάω, έμεινε εκεί και δεν χάλασε κιόλας.»
    Βλέπει κανείς πώς ο Θεός προνοεί τον ταπεινό άνθρωπο, ο οποίος έμαθε αυτό το μεγάλο πράγμα, να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού· όλα! Αλλά έμαθε ότι όποιος τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού, ο Θεός δεν μένει αδρανής, ο Θεός αναλαμβάνει την ευθύνη πλέον. Και τα έργα του Θεού είναι πολύ σημαντικότερα και πολύ σπουδαιότερα από τα δικά μας έργα.
    Εσύ κάμε αυτό που μπορείς· κάμε ό,τι μπορείς, χωρίς ν’ αγχώνεσαι, χωρίς ν’ αγωνιάς, χωρίς να ταλαιπωρείσαι. Αφού κάνεις αυτό που μπορείς και η συνείδησή σου σου καταμαρτυρεί ότι «έκανα ότι μπορούσα, μέχρις εδώ! Από ‘δώ και κάτω δεν μπορώ να κάνω τίποτα!» Τότε παραδίδεις το θέμα, το πρόβλημα, το παιδί σου, την υγεία σου, τα οικονομικά σου, ό,τι έχεις που σε βαραίνει το παραδίδεις στα χέρια του Θεού. Και τότε πράγματι, εκεί ο Θεός εμφανίζεται!
    Κι αν ακόμα αργήσουν να γίνουν τα πράγματα, όπως πιθανόν πρέπει να γίνουν, κι αν ακόμα φανεί ότι ο Θεός σιωπά και δεν ενεργεί και παραμείνει ο άνθρωπος μέσα στην εμπιστοσύνη του Θεού, τότε ο Θεός αποκαλύπτει πράγματι με θαυμαστό τρόπο τον εαυτό Του. Κανένας, λέγει η Γραφή, κανένας δεν ήλπισε επί Κύριον και καταισχύνθηκε. Λέει ο Δαβίδ ένα ωραίο λόγο: «Εμβλέψετε, κοιτάξετε στις αρχαίες γενεές, βρέστε μου ένα άνθρωπο ο οποίος ήλπισε επί Κύριον και εντράπηκε. Ένας άνθρωπος να βρεθεί που να πει ότι εγώ, είχα την ελπίδα μου στον Χριστό κι ο Χριστός δεν ανταποκρίθηκε. Δεν με βοήθησε. Μ’ εγκατέλειψε!» Κανένας!
    Βέβαια θα μου πεις ότι μπορεί να μην έγινε αυτό που ήθελα, μπορεί να μην έγινε αυτό που εγώ ζητούσα… Εάν όμως έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό, θα δεις πως τελικά αυτό που έγινε, αυτό ήταν το καλύτερο. Εσύ μπορεί να μην ήξερες ποια ήταν η πραγματικότητα…
    Επανέρχομαι σ’ ένα δικό μου πάθημα! Όταν σπούδαζα θεολογία, επέρασα στη Θεσσαλονίκη κι ήθελα να ‘ρθω στην Αθήνα να σπουδάσω γιατί είναι πιο κοντά στην Κύπρο· και πήγα στη γραμματεία της Σχολής και μου είπαν ότι πρέπει να περάσω τα μαθήματα όλα τον Ιούνιο και «να ‘ρθεις να πάρεις μια αίτηση να τη συμπληρώσεις, να την υποβάλεις και να πας δεύτερο έτος θεολογική στην Αθήνα». Κι ήθελα πάρα πολύ να ‘ρθω στην Αθήνα για πολλούς και διάφορους λόγους· κι ένας λόγος ήταν για να μην πάω στο Άγιον Όρος! Φοβόμουν το Άγιον Όρος! Ε… κατασκοτώθηκα διαβάζοντας! Διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα όλη μέρα κι όλη νύχτα για να περάσω όλα τα μαθήματα -κι ήταν και πολλά τότε. Βοήθησε κι ο Θεός και τα πέρασα· όλα τα μαθήματα. Φόρτωσα τα πράγματά μου, κατέβηκα στον Πειραιά -τα ‘βαλα στο πλοίο την εποχή εκείνη, 1976 να σκεφθείτε- κι έφυγα.
    Όταν έφευγα από τη Ρόδο κι ήμουν στα μέσα του πελάγους θυμήθηκα ότι ξέχασα να πάω να πάρω την αίτηση! Μου ‘ρθε να πέσω στη θάλασσα! Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι ένα χρόνο κατασκοτώθηκα να διαβάζω και ξέχασα να πάρω την αίτηση! Τι να σας πω τι έπαθα δηλαδή! Δεν ήξερα τι να κάνω με τον εαυτό μου· δεν μπορούσα νά ‘βρω άκρη! Θύμωσα, στεναχωρέθηκα, λυπήθηκα, έγινα χάλια μαύρα! Τελικά, όμως, αυτό ήταν που έπρεπε να γίνει.
    Λέω ότι μπορεί να ‘ρχονται πράγματα πολλές φορές που εμείς δεν τα θέλουμε, που νομίζουμε ότι είναι αντίθετα με τα δικά μας, που νομίζουμε ότι δεν είν’ αυτό που επιθυμούσαμε… Αλλά ο Θεός ο οποίος βλέπει την καρδιά μας -κι όχι το τρελό το μυαλό μας!- ακούει την καρδιά ο Θεός και ξέρει τι έχουμε πράγματι ανάγκη.
    Όπως μας είπε εκεί: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού.» Και οίδε ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τι έχετε ανάγκη και θα σας δώσει αυτό που έχετε πράγματι ανάγκη. Έστω κι αν εσείς ακόμα δεν το ξέρετε! Γιατί, στ’ αλήθεια, πόσοι από μας ξέρομε τι έχομε πραγματικά ανάγκη; Νομίζομε ότι έχομε ανάγκη αυτό το πράγμα. Νομίζομε ότι έχουμε ανάγκη την υγεία… Αλλά, πράγματι την έχουμε ανάγκη; Μήπως έχουμε ανάγκη την αρρώστια! Μήπως έχουμε ανάγκη τον πόνο! Μήπως έχουμε ανάγκη την καταστροφή ακόμα! Γιατί ο Θεός δεν βλέπει μέσα στα 60-80-90 χρόνια που ζει ένας άνθρωπος. Γιατί ο Θεός βλέπει ότι θέλομε να ζήσουμε μαζί Του αιώνια. Ότι ζητούμε τη σωτηρία μας! Ζητούμε την αιωνιότητα! Αλλά, ζητούμε και πράγματα τα οποία δεν θα μας ωφελήσουν. Και ο Θεός βλέπει και δίδει αυτό που πράγματι εμείς έχομε ανάγκη!
    Κι όταν ο άνθρωπος πράγματι το γευθεί αυτό και το καταλάβει και περάσει στη ζωή του πολλές δοκιμασίες και πολλές περιπέτειες και διά πολλών θλίψεων διέλθει τον δρόμο της ζωής του, τότε απομένει σαν λάφυρο πείρας αυτή η μεγάλη εμπειρία «άφησ’ τα στα χέρια του Θεού και μη φοβάσαι· μη φοβάσαι». Ο Θεός θα κάνει το καλύτερο, το άριστο, το θεοπρεπές. Εσύ ό,τι και να κάμεις, όσο καλό και να το κάμεις, θα ‘χει και την ανθρώπινη λειψάδα πάνω, θα ‘χει και την ανθρώπινη ατέλεια! Ενώ ό,τι κάμει ο Θεός είναι τέλειο. Κι είναι αδύνατο ο Θεός να κάνει λάθος! Ο Θεός δεν κάμνει λάθη κι ούτε αφήνει τα έργα του ατέλειωτα. Ούτε αρχίζει κάτι και το μετανιώνει μετά! Ούτε απογοητεύει ποτέ τον άνθρωπο. Ούτε σε αφήνει μόνο σου. Ούτε σε ντροπιάζει ο Θεός. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να σε καταισχύνει, όταν εσύ ελπίζεις εις Αυτόν.
    Ο ταπεινός, λοιπόν, άνθρωπος είναι αυτός που αφήνει τη ζωή του στα χέρια του Θεού· γι’ αυτό εκείνο που μας χρειάζεται, αδελφοί μου, είναι να αγωνιζόμαστε καθημερινά, να κάνομε άσκηση από τα πιο απλά πράγματα, για να μάθομε τον εαυτό μας να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού.
    Λέγει στο Γεροντικό, σ’ ένα περίφημο και ωραιότατο βιβλίο: Είπε ο Αββάς Αγάθων ότι σήμερα θα κάνω το θέλημα του Θεού. Και σηκώθηκε και παρεκάλεσε τον Θεό: «Κύριε, αξίωσέ με σήμερα να κάνω το θέλημά Σου! Να πω κι εγώ ότι μια μέρα της ζωής μου έκαμα το θέλημα του Θεού! Αφού όλες τις άλλες παραβαίνω το θέλημα του Θεού, έστω και μια μέρα ας το κάμω! Να έχω στη συνείδησή μου μέσα ότι έκαμα το θέλημα του Θεού.» Τι έκαμε; Εγώ θα έλεγα, μες το φτωχό μου το μυαλό, ότι θα έκανε προσευχή όλη μέρα, ή θα κλεινόταν στο κελί του ή θα διέβαζε όλη μέρα. Δεν έκαμε τίποτα απ’ όλ’ αυτά! Έκαμε τη δουλειά του. Τι δουλειά είχε να κάμει εκείνη τη μέρα; Ήθελε ν’ αλέσει το σιτάρι του, για να το κάμει αλεύρι και να το πάρει πίσω στην έρημο να έχει το αλεύρι της χρονιάς. Το φορτώθηκε και το πήγε στο χωριό, στην κώμη. Κι εκεί, λέει, ν’ αλέσω το σιτάρι μου και να το πάρω πίσω με τα πόδια.
    Πήγε πρώτος. Μόλις ετοιμάστηκε να βάλει το σιτάρι στον μύλο πήγε κάποιος άνθρωπος και του λέει: «Αββά, δεν μ’ αφήνεις ν’ αλέσω εγώ που βιάζομαι κι εσύ αλέθεις ύστερα;» Λέει, «ευχαρίστως, αδελφέ μου». Και τον άφησε. Μόλις έφυγε εκείνος κι ετοιμάστηκε να ξαναβάλει το σιτάρι του ήρθε ένας άλλος. Του λέει, «αββά, σε παρακαλώ, εσύ δεν έχεις δουλειές, καλόγερος είσαι, άφησ’ με εμένα να αλέσω και αλέθεις μετά». «Ευχαρίστως»! Κι όχι μόνο τους άφηνε· βοηθούσε και στο άλεσμα. Και δεν ξέρω αν θυμάστε εσείς, πώς ήταν ν’ αλέθεις τότε. Δεν άλεθες με τις μηχανές. Εγώ στο Άγιον Όρος το πρόλαβα που εμείς κυλούσαμε την πέτρα εκείνη, σπρώχναμε την πέτρα εμείς ή τα ζώα. Μπήκε κάτω από τον ζυγό της πέτρας και άλεσε. Τέλος πάντων, να μην πολυλογούμε, από το πρωί μέχρι το βράδυ μόλις ετοιμαζόταν να βάλει το σιτάρι, πήγαινε άλλος και του γινόταν η ίδια σκηνή. Έφτασε η νύχτα και δεν άλεσε το σιτάρι! Το φορτώθηκε να πάει πίσω… Δεν έκαμε κάτι «πνευματικό», ας το πούμε εντός εισαγωγικών. Ούτε και θεωρήθηκε ότι έκαμε και τη δουλειά του. Κι όμως ο Θεός τον επληροφόρησε ότι «σήμερα έκαμες το θέλημα του Θεού!»
    Βλέπετε, σ’ ένα απλό πράγμα, μέσα στην καθημερινή ζωή, πήρε το σιτάρι να πάει να τ’ αλέσει. Πήγε εκεί και συναντούσε εμπόδια. Δεν αγανάκτησε, δεν εθύμωσε… Δεν είπε: «Καλά, φτάνει! Κορόιδο είμαι; Ήρθε ο πρώτος, ήρθε ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ας αλέσω κι εγώ το σιτάρι μου να πάω πίσω, που είμαι και μακριά και το φορτώθηκα και στην πλάτη κι έχω ανάγκη!» Τίποτα απ’ όλ’ αυτά!
    Και ένα άλλο: Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο ότι πέρασε τον Νείλο και θέλοντας να επιστρέψει πίσω στη Σκήτη, χάλασε το πλοίο, το δημόσιο πλοίο. Και καθόταν εκεί μαζί με τους υπολοίπους κοσμικούς ανθρώπους και περίμενε να φτειαχτεί το πλοίο. Πήγαν κάποιοι και του είπαν: «Αββά, έλα έχει βάρκες άλλες, να περάσεις απέναντι, να μην περιμένεις εδώ άδικα.» Λέει: «Όχι. Ουκ αναβαίνω ει μη στο δημόσιον πλοίον. Δεν θα πάω με κανένα άλλο πλοίο· θα πάω μόνο με το δημόσιο πλοίο.» Γιατί; Γιατί ήθελε να ασκήσει τον εαυτό του σ’ αυτή την εκκοπή του ιδίου θελήματος. Σ’ αυτό το να θέλει να τα κάμει όλα ο ίδιος! Με ειρήνην άκραν και με αταραξία και ησυχία αντιμετώπιζε αυτό που ήταν μπροστά του.
    Και εμείς αδελφοί μου στην καθημερινή μας ζωή ν’ ασκούμε τον εαυτό μας -κι εσείς, δόξα τω Θεώ, έχετε αφορμές ασκήσεως πολλές! Μόνο να πας και να ‘ρθεις στο κέντρο της Αθήνας, είναι μεγάλη άσκησις! Και μεγάλη πρόκλησις να μην πεις τίποτα ή να μην εκνευριστείς. Και να κάμεις υπομονή και να πεις «έτσι είναι… θα πάμε όπως παν τα πράγματα». Έρχεται ο ένας μπαίνει μπροστά, ο άλλος μπαίνει μπροστά, σε βρίζουν κι όλας από πάνω… αλλά έχεις ειρήνη! Αρχίζει κανείς, λέει ο Αββάς Δωρόθεος, από τα μικρά-μικρά-μικρά, για να πάει στα μεγάλα. Ώστε υπερβαίνοντας τον εαυτό του, υπερβαίνοντας τον ατομισμό, τον εγωισμό, αυτό το να θέλουμε να τα ελέγξουμε όλα, να μπουν όλα στο δικό μας πρόγραμμα, να γίνουν όλα όπως εμείς τα θέλομε, να γίνουν όλα όπως εμείς τα προγραμματίζομε, να γίνουν όλα όπως εμείς τα οραματιζόμαστε. Ακόμη και τα άγια όνειρά μας! Ακόμη κι οι ευσεβείς πόθοι μας. Ακόμα κι αυτά που νομίζουμε ότι είναι σημαντικά και είναι κατά Θεόν, που όμως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τα δούμε όλα αυτά να καταρρέουν μέσα σε πλήρη ειρήνη! Έχοντας μέσα στην ψυχή μας συνεχώς αυτή την αίσθηση ότι ο Θεός όλα τα βλέπει, ο Θεός όλα τα παρακολουθεί. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο απ’ ό,τι επιτρέψει ο Θεός.
    Αυτή τη φράση συχνά-πυκνά μας την έλεγε ο γέροντάς μας [6] όταν πειρασμοί ποικίλοι μας εκύκλωναν και λέγαμε «γέροντα, τι θα γίνει τώρα;» Κι έλεγε:
    - Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι επιτρέψει ο Θεός».
    - Και πώς θ’ αντιδράσουμε και τι θα γίνει;…
    - Πού είναι ο Θεός, παιδί μου; Ο Θεός δεν βλέπει; Εάν ο Θεός βλέπει, έχετε ειρήνην. Άσ’ τα στα χέρια του Θεού! Εμείς είμαστε έτοιμοι ν’ αποδεχθούμε ό,τι ο Θεός επιτρέψει. Θα κάνουμε αυτό που μπορούμε, θα κάνουμε αυτό που είναι στο χέρι μας, ό,τι εξαρτάται από μας και τα υπόλοιπα στα χέρια του Θεού.
    Και πράγματι, ο Θεός ουδέποτε μας εγκατέλειψε, αλλά και ουδέποτε εγκατέλειψε κανένα άνθρωπο.
    Και ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής όλης της ασκητικής αγωγής; Το αποτέλεσμα είναι ότι ο άνθρωπος τελικά, όταν βιώσει αυτή την εμπειρία της ξαλάφρωσης, της άνεσης, του να παραδώσεις τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε ο άνθρωπος επιστρέφει και γίνεται ως το παιδίον που δεν έχει μέριμνες, που ‘ναι μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του κι αισθάνεται τόσον όμορφα και τόσον ωραία. Και γίνεται, πραγματικά, αυτό το παιδίον το οποίο εισέρχεται εις την βασιλείαν του Θεού. Κι έχει ειρήνη μέσα στην ψυχή κι ευχαριστεί τον Θεό για όλα. Και χαίρεται· είναι χαρούμενος. Είναι ειρηνικός. Δεν έχει εχθρούς, έστω κι αν δεν τον θέλει κανένας! Δεν αισθάνεται για κάποιον κάτι! Δεν φοβάται τον απέναντί του. Δεν φοβάται τον γείτονά του. Δεν έχει καχυποψίες για τους άλλους ανθρώπους. Δεν αισθάνεται ότι κινδυνεύει, έστω κι αν βλέπει μπροστά του κάποιους έτοιμους να τον κατασκοτώσουν. Αισθάνεται μια φοβερή ασφάλεια.
    Αυτή η ανασφάλεια που μαστίζει τον κόσμο σήμερα, θεραπεύεται μ’ αυτή την ασφάλεια της παρουσίας του Θεού. Κι αυτό το άγχος και η αγωνία που μας κατατρώγει θεραπεύεται μ’ αυτή τη νηπιακή, την εν Χριστώ νηπιότητα, η οποία σφραγίζει το έργο των ανθρώπων που αφήνουν τη ζωή τους μ’ εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού.
    Όποιος θέλει μπορεί να το δοκιμάσει. Είναι για τα παλληκάρια, όπως έλεγε κι ο γέροντας Παΐσιος! Θέλει λεβεντιά να το κάνεις. Θέλει πολύ θάρρος. Αλλά δοκιμάστε τον Θεό. Δοκιμάστε τον Θεό και θα δείτε ότι δεν θα χάσετε. Όποιος ελπίζει επί Κύριον, αυτός δεν καταισχύνεται ποτέ. Κι αυτή η προτροπή της Εκκλησίας «πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» νομίζω είναι η πιο σημαντική προτροπή στην εποχή μας για κάθε άνθρωπο: για τους γονείς, για τους νέους, για τους ηλικιωμένους, για τους ιερείς, για κάθε ένα που προβληματίζεται και αγωνιά για το τι γίνεται γύρω μας. Ο Θεός έχει τα πάντα στο δικό Του χέρι. Κι όταν είναι τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε έχουμε ειρήνη μέσα στην ψυχή μας.
    Εύχομαι, αδελφοί μου, αυτή την ειρήνη του Θεού να την έχουμε όλοι μας, όπως ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, που παρ’ όλο ότι βρισκόταν προ του θανάτου, ζούσε σαν να ήταν μέσα σε βασιλικό ανάκτορο, γιατί ο Θεός κατοικούσε στην ψυχή του κι αυτός άφησε τα πάντα στα χέρια του Θεού!
    ομιλία μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου στα Δημήτρια (Αθήνα)
    Πηγή βίντεο: Ορθόδοξες χριστιανικές ταινίες.
    Σημειώσεις:
    [1] Αναφέρεται στο 1992, όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο αείμνηστος Χρυσόστομος Α’.
    [2] Κύριο επίνειο και βασική είσοδος του Αγίου Όρους.
    [3] η πρωτεύουσα του Αγίου Όρους.
    [4] Ο Χρίστος Σαρτζετάκης διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1985-1990.
    [5] Περιοχή της ερήμου του Αγίου Όρους στο ΝΑ του άκρο, υπαγόμενη στην Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας. Ονομάστηκε έτσι διότι η μόνη διόδος στα απόκρημνα ησυχαστήρια ήταν με καρούλια.
    [6] Ο μητροπολίτης πρέπει ν’ αναφέρεται στον μακαριστό γέροντα της Ι.Μ. Βατοπαιδίου, Ιωσήφ Βατοπαιδινό.

      Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...