Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαΐου 04, 2015

Καλούμαστε νὰ κρατήσουμε τὴν πατρίδα μέσα στὰ περιθώρια ποὺ οἱ ἥρωές μας τὴν παρέδωσαν καὶ ὅπως αὐτοὶ βάδισαν. Οἱ ἥρωές μας ἦταν παιδιά ποὺ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὸ λίκνο τῆς Ἐκκλησίας


Τὸ ἔθνος τῶν Ρωμηῶν 
Τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου 
Εἶναι γεγονὸς ὅτι καυχόμαστε γιὰ τὴν ἑλληνική μας καταγωγὴ καὶ τὴν σχέση μας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὄχι ἀδίκως βέβαια, παρόλο ποὺ καμιὰ φορᾶ εἴμαστε λίγο ὑπερβολικοί, ὅμως ἡ ἱστορία δικαιώνει τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. 
Πάρα πολλοὶ λαοὶ ἄκουσαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, πάρα πολλοὶ λαοὶ δέχθηκαν τὶς ἐπισκέψεις τῶν Ἀποστόλων, πρὸς στιγμὴν ἔγιναν χριστιανοί, ἀλλὰ...στὸ πέρασμαεμ τῶν αἰώνων εἴτε χάθηκαν γιατί ὑποδουλώθηκαν ἀπὸ ἄλλους λαούς, εἴτε ἄλλαξαν θρησκεία ἐξολοκλήρου, εἴτε προσχώρησαν σὲ αἱρέσεις καὶ ἄλλες κακοδοξίες οἱ ὁποῖες νόθευσαν τὴν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἑλληνικὴ φυλή, τὸ ἑλληνικὸ γένος, οἱ Ἕλληνες, παρὰ τὶς πολλὲς δυσκολίες...

ποὺ εἶχαν, κράτησαν τὸ Εὐαγγέλιο, κράτησαν τὴν πίστη στὴν Ἐκκλησία, στὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ ὄχι μόνο δὲν τὴν ἔχασαν ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἔδωσαν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς (π.χ. Ρώσους, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Σέρβους, Γεωργιανούς), σὲ ὅλη τὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Οἱ βυζαντινοὶ Ρωμιοὶ πρόγονοὶ μας ἐπέμεναν, παρόλο ποὺ ἡ Δύση ἀντιδροῦσε σὲ αὐτό, ὅτι οἱ νέοι ὀρθόδοξοι λαοὶ ἔπρεπε νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ στὴ γλώσσα τους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος ποὺ μετέφεραν στοὺς Σλάβους τὸ Εὐαγγέλιο ἔφτιαξαν ἀλφάβητο, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν δική τους γραπτὴ γλώσσα, νὰ μορφώνονται, νὰ ἐκπολιτίζονται καὶ νὰ ἔχουν τὴ δική τους συνείδηση καὶ νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ στὴ δική τους γλώσσα. Οὐδέποτε χρησιμοποιήθηκε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὡς μέσο κατάκτησης τῶν ἄλλων λαῶν. Ἀντίθετα, ἦταν μία προσφορὰ σ’ αὐτοὺς τοῦ φωτὸς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπ’ ἐλευθερία, ποτὲ μὲ τὴ βία. Δὲν ἔχουμε φαινόμενα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴ βία.


Τὸ ἐρώτημα εἶναι, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, πῶς μποροῦμε νὰ ταυτίσουμε τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα μας σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας;

Ὡς Ἕλληνες καὶ ὡς ὀρθόδοξοι, καυχόμαστε ὅτι μέχρι σήμερα βαστάζουμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας ἀπαρασάλευτη καὶ ἀπαραχάρακτη καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ βαστάζουμε τὸ σταυρό, τὸν εὐλογημένο σταυρὸ τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς μέσα στὸν κόσμο, ποὺ κουβάλησε ὅλη αὐτὴ τὴν ἔνδοξή μας ἱστορία. Τὸ ἑλληνικὸ γένος, ἔχοντας πανάρχαιες ρίζες μέσα στὴν ἱστορία, ἔφτασε σὲ τόσο μεγάλα μέτρα γνώσεως τῆς ἀνθρώπινης σοφίας καὶ ἐλευθερίας, ἔφθασε σὲ τόσο ὑψηλὰ ἐπίπεδα φιλοσοφικῶν πτήσεων καὶ ἀποκαλύψεων ὥστε νὰ θεωρεῖται πρόδρομος τοῦ χριστιανισμοῦ.


Νομίζω ὅτι τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ἕλληνας, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ρωμιός, δὲν εἶναι ὑπερηφάνεια ἀλλὰ εἶναι σταυρὸς καὶ μόνο σὰν σταυρὸ καὶ σὰν διακόνημα μποροῦμε νὰ τὸ κρατήσουμε σήμερα. Εἴμαστε Ἕλληνες, ἔχουμε μία ἱστορία, ὅπως ὁ κάθε λαὸς καὶ ἀναγνωρίζουμε σὲ κάθε ἄνθρωπο αὐτὸ τὸ δικαίωμα νὰ καυχᾶται γιὰ τὴν ἱστορία του, γιὰ τοὺς προγόνους του. Καυχόμαστε σὰν Ἕλληνες ὄχι γιατί λατρεύαμε τοὺς ψεύτικους θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου, ἀλλὰ καυχόμαστε γιατί εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ φιλοσοφικὲς ἀναζητήσεις, καυχόμαστε γιατί εἴμαστε ἕνας λαὸς ποὺ γέννησε τὴ δημοκρατία, τὴ φιλοσοφία.
Οἱ ἐθνικὲς γιορτὲς εἶναι βέβαια γιορτὲς μυήσεως στὸ νόημα, ἀλλὰ εἶναι καὶ κρίση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μας. Καὶ πρέπει νὰ ὑφιστάμεθα αὐτὴ τὴν κρίση γιατί διαφορετικὰ θὰ μᾶς κρίνει ἡ ἱστορία ὡς ἀνθρώπους ποὺ δὲν διδαχτήκαμε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία καὶ τὴ πορεία μας.
Ἡ ἱστορία ὀφείλει νὰ μᾶς διδάξει καὶ ἐμεῖς ἂν εἴμαστε ἄξιοι τῶν προγόνων μας, πραγματικὰ παιδιά τους, τότε πρέπει νὰ μάθουμε νὰ διδασκόμαστε, γιατί ἔχουμε τὴ βαρύτατη αὐτὴ κληρονομιὰ νὰ εἴμαστε Ἕλληνες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχουμε μία ἱστορία ἔνδοξη σὲ πολέμους καὶ σὲ ἀγῶνες. Οἱ Ἕλληνες κρατοῦσαν τὴ σημαία τους, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἀγωνίζονται ὅπως ἔλεγαν «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἀγωνίζονται γιὰ συγκεκριμένα ἰδανικά, ἤσαν ἰδεολόγοι, δὲν ἤσαν πολεμιστὲς μὲ τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς λέξεως, ἀλλὰ γίνονταν πολεμιστὲς ὅταν ἡ ἀνάγκη τοὺς καλοῦσε καὶ ἦταν πράγματι αὐτὴ ἡ ἀνάγκη ἀδήριτη, γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν πίστη τους καὶ τὴν πατρίδα τους.

Σήμερα, ἀδελφοί μου, καλούμαστε νὰ κρατήσουμε αὐτὴ τὴν πατρίδα μέσα στὰ περιθώρια ποὺ οἱ ἥρωές μας τὴν παρέδωσαν καὶ ὅπως αὐτοὶ βάδισαν τὸ δρόμο τους μὲ σύνεση πολλή, μὲ σοφία πολλή, μὲ ὑπομονὴ πολλή.
Οἱ ἥρωές μας ἦταν παιδιά, ἦταν ἄνθρωποι τοῦ τόπου ποὺ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὸ καλύτερο λίκνο, τὸ λίκνο τῆς Ἐκκλησίας καὶ πραγματικὰ στέκει κανεὶς μπροστά τους μὲ μεγάλο θαυμασμὸ καὶ μὲ μεγάλη συγκίνηση, γιατί διαβάζει κανεὶς γιὰ τὴ ζωή τους, διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολές τους, διαβάζει αὐτὰ τὰ ὁποία ἔγραψαν καὶ ὄχι ἁπλῶς συγκινεῖται συναισθηματικὰ ἀλλὰ τὰ κείμενα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, αὐτὲς οἱ ἐπιστολὲς τῶν ἡρώων τοῦ ΄55-΄59 μᾶς θυμίζουν συναξάρια, μᾶς θυμίζουν λόγια νεομαρτύρων, μᾶς θυμίζουν τὶς ἐπιστολὲς τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὰ γραπτὰ τῶν νεομαρτύρων τῆς τουρκικῆς κατοχῆς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Δὲν διαφέρει καθόλου τὸ ἦθος τους ἀπὸ τὸ ἦθος τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πατρίδας. Διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολὲς ἐκεῖνες καὶ βλέπει ποὺ ἔστεκαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ βλέπει τί ἤθελαν σὲ αὐτὸ τὸν τόπο. Δὲν βλέπεις ἴχνος μισαλλοδοξίας, δὲν βλέπεις ἴχνος τρομοκρατίας, κι ἂς τοὺς κατηγοροῦσαν τότε ὅτι ἦταν τρομοκράτες. Διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολές τους καὶ βλέπει ἕνα ἱλαρὸ φῶς, τὸ φῶς τῆς πίστεως τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας τους, τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας ἀλλὰ δὲν τοὺς ὁδηγοῦσε ποτὲ στὸ μίσος ἀκόμα καὶ αὐτῶν ποὺ τοὺς εἶχαν κατακτήσει. Καὶ ἂν χρειάστηκε νὰ κάνουν πόλεμο καὶ νὰ κάνουν ἐπανάσταση, αὐτὸ ἦταν γιατί μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ὥρας ἐκείνης ἦταν μία ἀνάγκη καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν διαφορετικά.

Μέσα στὶς ἐπιστολὲς τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων βλέπει κανεὶς τὸ Θεό, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ βασιλεύει, πού τοὺς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ νικήσουν τὸ θάνατο, νὰ ὑπερβοῦν τὸ θάνατο, πού αἰσθάνονταν τὴ ψυχή τους νὰ φτερουγίζει γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, τί ἄλλο εἶναι παρὰ τὰ ἴδια βιώματα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως; Δὲν εἶναι αὐτὰ οἱ ἐπισκέψεις τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ οἱ ὁποῖες παρηγοροῦσαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων πού βρισκόντουσαν μόνο λίγο πρὸ τοῦ θανάτου; Ταυτόχρονα, βλέπει κανεὶς τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Τὴν Ἑλλάδα ὄχι ὡς γεωγραφικὸ χῶρο μόνο, ἀλλὰ τὴν Ἑλλάδα ὡς τὴν κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ, τὴ μητέρα τῆς φιλοσοφίας, τὴ μητέρα τῆς Ρωμιοσύνης.
Ὀφείλουμε λοιπὸν νὰ μαθαίνουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία μας, νὰ διδασκόμαστε. Ὀφείλουμε νὰ ὁδηγηθοῦμε μπροστὰ στὰ διάφορα γεγονότα τῆς ἱστορίας μας καὶ νὰ κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας, σιωπώντας καὶ περιορίζοντας τὰ λόγιά μας καὶ τὴν ἐξωστρέφειά μας καὶ νὰ ἀφήσουμε νὰ μᾶς δείξουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ μάρτυρες τῆς πατρίδας τὸ δικό τους φρόνημα καὶ νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν ἱστορία μας, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν πατρίδα μας, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν παράδοσή μας, νὰ μᾶς δείξουν ἀπὸ ποιὸ δέντρο καταγόμαστε κι ἀκόμα, νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δοῦμε ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα.

Πρέπει νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ ἀνακαλύψουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ποῦμε τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος, ἐὰν θέλει νὰ ζήσει πρέπει νὰ γίνει ἑλληνικὸς τόπος κατὰ κυριολεξία. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τύχει παιδείας, παιδείας φιλοσοφικῆς, παιδείας πνευματικῆς, παιδείας ρωμαίικης, μὲ ρωμιοσύνη ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ ἀπολαύσει ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία τῆς παραδόσεώς μας. Οὔτε ἀρχαιολάτρες εἴμαστε ἀλλὰ οὔτε καὶ βυζαντινόπληκτοι εἴμαστε. Ξέρουμε ὅτι ὁ τόπος ζύμωσε τὴν ἀρχαία φιλοσοφία καὶ παράδοση μὲ τὴν ὀρθοδοξία. Καὶ ὀρθόδοξος σημαίνει ἐλεύθερος. Ὀρθόδοξος καὶ Ρωμιὸς σημαίνει ἄνθρωπος χωρὶς παρωπίδες, σημαίνει ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τὸν ἄλλο καὶ δὲν φοβᾶται τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, γιατί ἔχει ἀρχοντιά, γιατί δὲν εἶναι κομπλεξικός, γιατί δὲν αἰσθάνεται μειονεκτικὰ μπροστὰ σὲ κανένα, γιατί εἶναι περήφανος γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ περηφάνια δὲν εἶναι ἀλαζονεία ἀλλὰ εἶναι τὸ «γνώθι σ’ αὐτὸν» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων• εἶναι αὐτὴ ἡ γνώση τῆς βαρύτατης κληρονομιᾶς τὴν ὁποία κουβαλοῦμε πάνω μας. Αὐτὴ ἡ ρωμαίικη ὑπερηφάνεια μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει καὶ ὄχι νὰ ὑπηρετεῖται, μπορεῖ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἀγκαλιάσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ νὰ γίνει διάκονος τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἐμεῖς σὰν Ρωμιοὶ πάντοτε εἴχαμε τὴ μεγάλη ὑπομονὴ ἡ ὁποία ἦταν γέννημα τῆς πίστεως, Καὶ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα, πέραν τῶν φαινομενικῶν πραγμάτων. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἐμᾶς ἂν μᾶς μισοῦν ἢ ὄχι οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Θεὸς τί θὰ πεῖ στὸ τέλος. Δὲν θὰ γίνει τίποτα περισσότερο καὶ τίποτα λιγότερο ἀπὸ ὅσα ὁ Θεὸς θὰ ἐπιτρέψει. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ἔχουμε τελεία ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἐὰν ἐλπίζεις στὸ Θεὸ καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας σου, τότε λοιπὸν γιατί φοβᾶσαι;

Ἂς ἀνοίξουμε τὸ δρόμο στὴν ἀληθινὴ παιδεία• νὰ φτιάξουμε πρῶτα ἀνθρώπους ἐλεύθερους καὶ ἂν φτιάξεις ἀνθρώπους ἐλεύθερους, τότε θὰ ἀποκτήσεις καὶ πατρίδα ἐλεύθερη. Ἂν ἔχεις ἀνθρώπους δούλους, τότε καὶ ἡ ἐλεύθερη πατρίδα θὰ γίνει δούλη. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐλευθερώνεται πρῶτα καὶ ὕστερα ἐλευθερώνει καὶ γεωγραφικὰ τὸν τόπο του. Ἂν ἐνδιατρίψουμε στὴν ἱστορία μας, ἂν γνωρίσουμε τὴν παράδοσή μας, ἂν ἀσκήσουμε καλόβουλη καὶ θετικὴ κριτικὴ στὶς παρελθοῦσες πράξεις καὶ ἐνέργειές μας, ἂν εἴμαστε ἔντιμοι, ἀνυστερόβουλοι καὶ εἰλικρινεῖς, τότε θὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι ὁ τόπος γεννᾶ ἥρωες, ὁ τόπος γεννᾶ μάρτυρες, ὁ τόπος γεννᾶ ἡγέτες, ὅπως τοὺς ἡγέτες οἱ ὁποῖοι σήκωσαν τὸν τόπο αὐτὸ καὶ ἔδωσαν τὴν ἀνάσταση στὴ πατρίδα μας καὶ στὴ φυλή μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς Ρωμιοσύνης, τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀγάπης γιὰ τὴ πατρίδα μας.

Περιοδικὸ «ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 13/2008

Ἀπὸ τὸν τόμο: «Ἑλληνορθόξη Πορεία», Ἀνθολόγιο κειμένων, Ἀθήνα 2008.

Κυριακή, Απριλίου 26, 2015

Ο πνευματικός αγώνας μέσα στην οικογένεια ( Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος )


(Αθανασίου, Μητροπολίτου Λεμεσού)
Σας ευχαριστώ για την τιμητική σας πρόσκληση να μιλήσω στη σημερινή σύναξη, που είναι τόσο σημαντική και για μάς, αλλά και για την ’Εκκλησία του Χριστού τη στρατευομένη στο μαρτυρικό νησί μας.
Κάθε έργο που τελείται στο χώρο της αγίας Εκκλησίας εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, “τελειούται Πνεύματι Αγίω” και γι’ αυτό το λόγο η επιτυχία του σκοπού της όλης δραστηριότητάς σας είναι βεβαία ενώπιον του Κυρίου.
Πέρα από τους προσωπικούς δισταγμούς για την καταλληλότητά μου ως ομιλητού περί οικογενείας, η μικρή πείρα στο έργο της εξομολογήσεως και πνευματικής καθοδηγήσεως των αδελφών μας, που αγωνίζονται στον κόσμο, στον ευλογημένο χώρο και τρόπο της οικογενειακής ζωής, με έπεισε να περιοριστώ στην απάντηση του ερωτήματος και της απορίας, που συχνά ακούμε από τους αδελφούς μας, που μας λέγουν ότι “Πάτερ μου, εμείς είμαστε μέσα στον κόσμο, βρισκόμαστε στην κοινωνία, έχουμε οικογένεια, είναι δυνατό να σωθούμε; Είναι δυνατό να φθάσουμε στα μέτρα αυτών των αγίων, που δια­βάζουμε τους βίους τους στα βιβλία;”
Νομίζω πάνω σ’ αυτό το θέμα μπορούμε για λίγο να σταθούμε, να δούμε πώς εκτυλίσσεται ο αγώνας της πνευματικής ζωής μέσα στην οικογένεια, πώς πολεμούν εκεί τα πάθη και πώς θεραπεύονται και αγιάζεται ο άνθρωπος.
Γνωρίζουμε από τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας, που διαφυλάττουν ανόθευτο το γνήσιο ήθος της Ορθοδοξίας, ότι “ει τις τον γάμον μέμφοιτο, και την καθεύδουσαν μετά του ανδρός αυτής, ουσαν πιστήν και ευλαβή βδελύσσοιτο ή μέμφοιτο, ως αν μη δυναμένην εις βασιλείαν Θεού εισελθείν, ανάθεμα έστω” (Α’ Κανών της εν Γάγγρα Συνόδου). Η άνευ συμβιβασμού αποτομία και αυστηρότητα του κανόνος, που έχει και άλλους πολλούς συμφώνους του, μας δίδει την ορθή βάση και λύση του θέματος και έτσι σε μας απομένει τώρα να δούμε πρακτικά τον πόλεμο τον πνευματικό μέσα στην οικογένεια.
Η χριστιανική ζωή, και ειδικά στο προκείμενο θέμα η οικογένεια, είναι εικόνα της ζωής του τρισυποστάτου της θεότητος. Η οικογένεια, ως κοινωνία προσώπων, εικονίζει την εν πλήρει αγάπη ενότητα της Αγίας Τριάδος, όπου τα τρία πρόσωπα διατηρούν τις υποστάσεις τους χωρίς να διαλύονται στην ένωσή τους, αλλά ζουν ως μία φύσις τριών προσώπων. Ο κλασσικός όρος “μονάς εν τριάδι και τριάς εν μονάδι” εκφράζει σαφώς τη λεπτότητα και ακρίβεια της τρια­δικής θεϊκής σχέσεως και ταυτόχρονα το αρχέτυπο κάθε πραγματικής οικογένειας.
Εφ’ όσον το ήθος διαμορφώνεται από το δόγμα, άρα η ορθόδοξη θέση του ανθρώπου μέσα στην οικογένεια είναι η διάσωση, αλλά και η ολοκλήρωση του προσώπου του μέσα στην ένωση της αγαπητικής οικογενειακής ενότητας, όπου τα πολλά μέλη αποτελούν ένα σώμα αδιάσπαστο και αδιαίρετο.
Είναι κοινή θέση των αγίων Πατέρων ότι η διαίρεση και ο διχασμός οφείλεται στην προσωπική του κάθε ενός ανθρώπου διάσπαση και διαστροφή της “κατ’ εικόνα Θεού” δημιουργίας και φυσικής ωραιότητάς του, με αποτέλεσμα τον ατομισμό και την αποξένωση με όλα τα θλιβερά επόμενά τους. Σαν επακόλουθο της πτώσης έρχονται τα πάθη, που αποτελούν έκτοτε την αρρώστια της φύσης μας, τον μόνιμο και ύπουλο εχθρό της σωτηρίας μας.
Γι’ αυτό και κάθε ένας, όπου κι αν βρίσκεται, έχει μπροστά του αυτό το σκληρό τείχος των παθών, που πρέπει να υπερβεί, για να μπορέσει να κοινωνήσει εν αγάπη με το ζώντα αληθινό Θεό και δημιουργό του και με τους ανθρώπους, ως εικόνες Θεού και αδελφούς του. Πολύ δε περισσότερο μέσα στην οικογένειά του, όπου η σχέση πρέπει να είναι τόσο στενή, σαν ένα συμπαγές και αδιάλυτο σώμα, που βαστάζει όλα τα βάρη σαν ένας άνθρωπος.
Οι Άγιοί μας μέσα από τη δική τους πείρα και την εν Θεώ σοφία, κυρίως όμως από τον πανάρετο και αρχέτυπο βίο του Κυρίου μας, διαιρούν τα πάθη σε τρία γενικά, όπως τα ονομάζουν γίγαντες των παθών, και από αυτά σαν πηγή ξεχύνονται τα υπόλοιπα, που αποτελούν τον πολυποίκιλο δαίδαλο των εναντίων μας μηχανημάτων του εχθρού της σωτηρίας μας.
Και αυτά δεν είναι άλλα, απ’ εκείνα με τα οποία σαν όπλα “επείρασεν” ο σατανάς τον Κύριο, όταν ενήστευε στην έρημο, και γι’ αυτό δικαίως θεωρούνται τα κυριότερα, γιατί εάν αυτά δεν συμπλήρωναν όλο τον κύκλο της διαβολικής πανουργίας, δεν θα αφοπλίζετο κατά κράτος καθολικά ο διάβολος.
Αυτά λοιπόν είναι η κενοδοξία, η φιλαυτία και η φιληδονία, και εφόσον κτυπούν και μπαίνουν ως εμπόδια στην εν Χριστώ πορεία του κάθε ανθρώπου, ας εξετάσουμε τί γίνεται και μ’ αυτά μέσα στο χώρο της οικογένειας και πώς αντιμετωπίζονται, προκειμένου να μην επιτύχουν το σκοπό τους, που είναι η διάλυση των πάντων, που αρχίζει από τον εαυτό μας, προχωρεί στους γύρω μας, στην οικογένειά μας και καταλήγει στο Θεό Σωτήρα μας.
Το πρώτο λοιπόν πάθος, η κενοδοξία ή καλύτερα ο εγωισμός, είναι η πηγή και ρίζα όλης της μεταπτωτικής διαστροφής και αμαρτίας. Η κενοδοξία τυφλώνει το νου και εκδιώκει το φωτισμό του Θεού, με αποτέλεσμα να ρίχνει τον άνθρωπο σε φοβερά λάθη, γιατί λειτουργεί μέσα μας σαν θανατηφόρα μέθη, που σπρώχνει στο βάραθρο της αποτυχίας. Η κενοδοξία αγνοεί και αδυνατεί να συλλάβει την πραγματικότητα και ζει σε κόσμους ψεύτικους, φτιαγμένους με την αρρωστημένη εγωπαθή φαντασία.
Αυτό το ολέθριο πάθος θεραπεύεται μέσα στο χώρο της οικογένειας και της ανοχής, υπομονής και συμβολής του άλλου ανθρώπου. Όταν δεν αρκείται κανείς στις δικές του κρίσεις και αποφάσεις, αλλά ταπεινώνεται και δέχεται τις απόψεις των άλλων και υπακούει κόβοντας και θυσιάζοντας το δικό του θέλημα, τότε αρχίζει έτσι να βγαίνει από τα στενά και ασφυκτικά δεσμά του εγωισμού και να πλανιέται μέσα στον ελεύθερο χώρο της ταπεινώσεως.
Η ταπείνωση είναι το περιεχόμενο της καρδιάς του Χριστού μας, που συμβαδίζει πάντοτε με μόνιμο σύντροφο την πραότητα. Αυτές οι δύο αρετές , η τα­πείνωση και η πραότητα είναι οι απαραίτητοι στύλοι που συγκρατούν ολόκληρο το οικοδόμημα της οικογένειας, που πρέπει να αντέξει στις εσωτερικές και εξωτερικές θύελλες και πιέσεις. Μέσα στον κύκλο της οικογένειας, όπου οι σω­ματικές και οι πνευματικές ηλικίες είναι ποικίλες και διέρχονται ιδιόμορφες αλλοιώσεις, η πραότητα αποτελεί τη συνδετική υλη που συγκροτεί και συνέχει τα μέλη της οικογένειας και τα οδηγεί ήρεμα και σταθερά στην καθολική και τε­λείωση και ωριμότητα.
Δεύτερο πάθος καταστρεπτικό, που γεννάται από το προηγούμενο και το ακολουθεί όπως η σκιά το σώμα, είναι η φιλαυτία. Η άλογη φιλία του εαυτού μας, η λατρεία του εγώ, που απαιτεί να περιστρέφει τα πάντα γύρω από τη δική μας αρέσκεια και προτίμηση. Η φιλαυτία είναι ο άκρατος ατομισμός σε όλη την έκτασή του, που διαλύει κάθε κοινωνικότητα και δεσμό λόγω της αδυναμίας να αρνηθεί κανείς τον εαυτό του.
Η φιλαυτία γεννά την ανταρσία και την ιδιορρυθμία και γινόμαστε δυστυχώς μάρτυρες καθημερινών οικογενειακών ναυαγίων, που, εάν θελήσουμε να δούμε τις αιτίες, θα διαπιστώσουμε ότι αυτές δεν είναι άλλες από τον ατομισμό, τη φι­λαυτία και την ιδιορρυθμία, είτε των συζύγων μεταξύ τους, είτε των παιδιών στις σχέσεις μαζί τους. Όταν “μέτρον πάντων” των κινήσεων και των αισθημάτων μας είναι το άτομό μας, η αρέσκεια και η ανάπαυσή μας, τότε καταλαβαίνουμε πολύ καλά το λόγο των πολλών διαζυγίων που δημιουργεί ερείπια και τραύματα με μόνες τις καθιερωμένες πλέον προφάσεις “αυτό δεν μου αρέσει, δεν με εκφράζει, δεν με καταλαβαίνει, δεν ταιριάζουμε”. Η φιλαυτία μάς κάνει σκλη­ρούς και ανάλγητους ουσιαστικά τυφλούς και αναίσθητους, γιατί προκειμένου να ικανοποιήσει τον εαυτό της αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο ήθελε συμβεί, για οιαδήποτε τραύματα και ερείπια και αν δημιουργηθούν στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και κυρίως στα παιδιά.
Φάρμακο κατά της φιλαυτίας ορίζουν οι άγιοι πατέρες την ανιδιοτελή αγάπη. Αγάπη που δίδει τη ζωογόνο δύναμη να αποθάνει το “εγώ” για να ζήσει το “εσύ” μέσα στην κοινωνία του “εμείς”. Η αγάπη “ου λογίζεται τα εαυτής” και έχει διδάσκαλό της το Χριστό, που παρέδωσε “εαυτόν υπέρ της κόσμου ζωής” και έτσι ανέστησε την ’Εκκλησία.
Η αγάπη είναι η κένωση του εαυτού μας και η ανασυγκρότηση του προσώπου μας, γιατί αυτή είναι η κατ’ εξοχήν υγιής κίνηση της ψυχής. Για να μπο­ρέσομε όμως να “κενώσωμεν εαυτούς” και να γίνομε πλήρεις ζωής, τότε η αγάπη πρέπει να στραφεί πρώτα προς το Θεό και δι’ Αυτού στον άνθρωπο και την κτίση ολόκληρη. Γι’ αυτό επιβάλλεται η εν Χριστώ ζωή στα μέλη της οικογενείας, ώστε να καταλάβουν καλά ποιό το αληθινό νόημα της αγάπης, πώς ξεκινά και πού καταλήγει, ποιά είναι η σωστή τροχιά και πορεία της, ώστε να είναι αγνή και απαλλαγμένη αρρωστημένων συναισθημάτων και ατομικών κρι­τηρίων.
Το τρίτο πάθος, που σαν ισχυρός κρίκος ενώνεται με την προηγούμενη αλυσίδα, είναι κατά τους Πατέρες η φιληδονία.
Η φιληδονία στη γενική της μορφή σαν άρνηση κάθε είδους φιλοπονίας, κόπου και στερήσεως για το καλό των άλλων, αλλά και σαν απολυτοποίηση και θεοποίηση της ηδονής. Οι ρίζες της βρίσκονται στην ψυχική ασθένεια της πτώ­σεως και το σκοτισμό του μακράν του Θεού νου, με προεκτάσεις και επιδράσεις στο σώμα του ανθρώπου που είναι “ναός του Αγίου Πνεύματος” και “μέλος Χριστού”.
Η φιληδονία έχει σαν πρωταρχικό σκοπό και νόημα του γάμου και της ζωής ολόκληρης την ηδονή και βάσει αυτής ρυθμίζει την όλη συμπεριφορά. Στερεί την προσωπική κοινωνία και σχέση και κατεβάζει τον άνθρωπο από πρόσωπο σε αντικείμενο, γιατί στέκεται στην εξωτερική όψη και όχι στο βάθος, γι’ αυτό και έχει έντονο το στοιχείο του ανικανοποίητου και της παροδικότητας. Εάν η φιληδονία κυριαρχήσει στον άνθρωπο, τότε πραγματικά τον κάνει δούλο και αιχμάλωτό της και τον σπρώχνει σε δρόμους έξω από την ελευθερία της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να κτυπά θανάσιμα τον οικογενειακό δεσμό της πραγματικής αγάπης και να διαλύει ό,τι καλό και ευγενές υπάρχει.
Αντίδοτο σ’ αυτή την ασθένεια είναι η φιλοπονία. Η προθυμία προς κάθε αγώνα και αρετή, εφ’ όσον πλέον είναι κανόνας ότι “τα καλά κόπω κτώνται και πόνω κατορθούνται”. Η ίδια η Εκκλησία μας, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για “την ορθήν κρίσιν των νοημάτων”, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.
Η φιλοπονία, η άσκηση, αλλά προ πάντων η αγάπη και ο θείος έρωτας μεταμορφώνει τον εμπαθή άνθρωπο, αγιάζει τις ψυχικές και σωματικές κινήσεις και έτσι ελευθερώνεται ο ηγεμόνας νους, ώστε να κρίνει ορθά τα πράγματα, να οδηγεί το σώμα στον αγιασμό και στη σωφροσύνη και να κρατά τον άνθρωπο στο ύψος της “κατ’ εικόνα Θεού” δημιουργίας του και της “καθ’ ομοίωσιν” πο­ρείας και σκοπού.
Αυτοί λοιπόν οι τρείς γίγαντες των παθών πολεμούν κάθε άνθρωπο τόσο μέσα στο χώρο του μοναχισμού όσο και μέσα στο χώρο του γάμου και της οικογενείας, με διαφορετικά όπλα και μεθόδους, αλλά με ένα και μοναδικό σκοπό, την αποτυχία του ανθρώπου να βρει μέσα από τον τρόπο και τόπο της ζωής του τον αγιασμό και τη σωτηρία του.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προτρέπει: “Εκκλησίαν ποίησόν σου την οικίαν”. Εκκλησία σαν τόπο και ναό της λατρείας του Θεού , διά του καθημερινού προγράμματος της οικογενειακής προσευχής, όπου όλοι μαζί ενώπιον του ουρανίου Πατρός στέκονται και εκζητούν το θείον έλεος και τη συνεκτική και θεοποιό αγάπη, μετανοούντες για τα καθημερινά ανθρώπινα λάθη και δε­χόμενοι τις ευεργετικές επιδράσεις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Εκκλησία ακόμη και σαν τόπο πνευματικής θεραπείας εκ των παθών, όπως ακριβώς λειτουργεί μέσα στην Ορθοδοξία ένα αληθινό κοινόβιο μοναστήρι. Η συμβίωση, η συγκατοίκηση, η συζυγία και η εν γένει κοινωνία της κατ’ οίκον εκκλησίας, δηλαδή της οικογενείας λειαίνει τις προεξοχές του χαρακτήρα, πλα­ταίνει το στενό της καρδιάς και διδάσκει ότι χωρίς την εν Χριστώ αγάπη και προκοπή και η οικογενειακή ζωή εύκολα κινδυνεύει να διαλυθεί από στιγμή σε στιγμή.
“Παλαίστρα και στάδιον και γυμναστήριον” ακόμη, υπό του ιδίου Πατρός, χαρακτηρίζεται η οικογένεια, γιατί πράγματι είναι πολύς και μακρύς ο δρόμος και τα εμπόδια, οι πειρασμοί και οι θλίψεις δυσβάστακτες στην πορεία της οικογενείας, γι’ αυτό και είναι αναγκαίο να στηρίζονται επί την ασάλευτον πέτραν του Χριστού και της Εκκλησίας Του, ώστε να μην την καταποντίσουν τα κύματα.
“Το μυστήριον τούτο μέγα εστί, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την εκκλησίαν”. Ο Κύριος εκένωσε εαυτόν και έγινε άνθρωπος και προσέλαβε την Εκκλησία και έκτοτε “τρέφει και θάλπει αυτήν” ως νυμφίος ουράνιος και παραμένει κεφαλή της Εκκλησίας. Ούτε Εκκλησία άνευ Χριστού είναι δυνατόν να υπάρξει, αλλά ούτε και ο Χριστός άνευ της Εκκλησίας δίδει τα θεουργικά μυ­στήριά Του στον άνθρωπο. Έτσι και στην οικογένεια κανένας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον άλλο, ούτε σαν σώμα μπορεί να συγκροτηθεί, εάν κεφαλή της οικογενείας δεν είναι ο Χριστός.
Πρέπει να τονισθεί επίσης ότι το κατ’ ευδοκίαν θέλημα του Κυρίου για κάθε ένα ξεχωριστά, είναι η σωτηρία και θέωσή μας. Αυτός είναι και ο σκοπός και το τέρμα όλης της ζωής μας. Επομένως και η οικογένεια και ο μοναχισμός δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσα σωτηρίας. Η οικογένεια είναι ένας τρόπος σω­τηρίας, που δεν πρέπει να απολυτοποιήσει τον εαυτόν της, αλλά να μας οδηγήσει στον Κύριο. Όλα τα σχήματα της ζωής είναι εφήμερα και παροδικά και αξιολογούνται με το κατά πόσον μας οδηγούν ή όχι στην αιώνια βασιλεία του Θεού. Εάν η οικογένεια δεν οδηγεί στο Χριστό, τότε τα αποτελέσματά της είναι πρόσκαιρα, είναι αδύνατα και καταδικασμένα σε θάνατο, όπως και η ίδια σαν τρόπος ζωής του παρόντος αιώνος.
Η οικογένεια τότε θεωρείται ότι και επέτυχε το σκοπό της, όχι με τις κοσμικές επιτυχίες των μελών της, όχι με τη μέχρι τέλους διατήρηση της συνοχής της έστω, αλλά με τον αγιασμό και τη θέωση των μελών της.
Κάθε άλλη αξιολόγηση της οικογένειας με κριτήρια ανθρώπινα και ενδοκοσμικά αδικεί και περιορίζει ασφυκτικά τις δυνάμεις και δυνατότητές της.
Τελειώνω με ένα λόγο ενός συγχρόνου οσίου αγιορείτου ασκητού: “Όταν μάθωμε να υπερβαίνουμε το εγώ μας, γινόμαστε αληθινά μέλη της οικογένειας μας. Όταν γίνομε αληθινά μέλη της οικογένειάς μας με την υπέρβαση του εγώ μας, τότε θα γίνωμε πραγματικά μέλη της οικογένειας ολοκλήρου της ανθρωπότητος, του Αδάμ, και τότε θα μπορούμε να προσευχώμαστε στον Θεόν υπέρ όλου του κόσμου. Αυτό όμως δεν είναι άλλο παρά η ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά μας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πίσω από τους τρεις μεγίστους Ιεράρχες της ’Εκκλησίας μας υπάρχουν αγίες μητέρες, άγιοι πα­τέρες και αγίες οικογένειες. Εάν θέλωμε να διορθωθεί ο κόσμος, ας διορθώσωμε τον εαυτό μας και τις οικογένειές μας”.
Μ’ αυτά τα πτωχά, ευχόμεθα ο πα­νάγαθος Κύριος να ευλογεί όλους και να συνέχει και συγκροτεί τις οικογένειές μας με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Αμήν.
πηγή

Σάββατο, Μαΐου 24, 2014

Ομοφυλοφιλία και Ορθόδοξη Πνευματική


lemessou1
Του Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανασίου
Ποια είναι η στάση της Εκκλησίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία και τον ομοφυλόφιλο;
 Κατ’ αρχάς, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι:
 Ο ομοφυλόφιλος άνθρωπος είναι απόλυτα αποδεκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία,

 όσο και κάθε άλλος άνθρωπος.
Δεν υπάρχει άνθρωπος, που κάποια ιδιότητά του ή προτίμηση ή πράξη του να κάνει την Εκκλησία να τον απορρίψει· υπάρχουν μόνο άνθρωποι που οι ίδιοι έχουν απορρίψει την Εκκλησία και πορεύονται προς το Θεό απ’ το δρόμο που νομίζουν αυτοί, ο οποίος όμως συνήθως είναι λάθος δρόμος.
Αν ένας δολοφόνος είναι αποδεκτός από την Εκκλησία, γιατί δεν είναι ένας ομοφυλόφιλος;
Αν εγώ, με τη χλιαρή και συχνά υποκριτική πίστη και αγάπη, είμαι αποδεκτός από την Εκκλησία, γιατί δεν είναι ένας ομοφυλόφιλος;
Εκείνος μάλιστα μπορεί να έχει πολύ πιο θερμή πίστη και αγάπη από τη δική μου. Καμιά ρατσιστική διάθεση δεν υπάρχει στην Εκκλησία απέναντι σε κανένα άνθρωπο ή ομάδα ανθρώπων.
Ρατσιστές γίνονται οι άνθρωποι που δεν έχουν καταλάβει καθόλου τι είναι ο ορθόδοξος χριστιανισμός ή που δε μπορούν να κάνουν έστω ένα βήμα για ν’ απομακρυνθούν από τις φοβίες και τα πάθη τους.
Κι αυτούς ακόμη τους ανθρώπους [τους ρατσιστές], η Εκκλησία τους αποδέχεται, γιατί η Εκκλησία υπάρχει για να θεραπεύει τον κόσμο από τα πάθη και τις φοβίες (με τη βοήθεια του Ιατρού Ιησού Χριστού φυσικά), όχι για να κρίνει τους ανθρώπους.
Από την άλλη, η ομοφυλοφιλία δε μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Εκκλησία ως σωστός δρόμος που οδηγεί τον άνθρωπο στο Θεό.
Ακριβώς από αγάπη προς τον ομοφυλόφιλο και ανησυχία για τη σωτηρία του στην αιωνιότητα, η Εκκλησία δε μπορεί να αποκρύψει ότι ο γάμος άντρα και γυναίκας είναι ένας δρόμος που οδηγεί στο Θεό, ενώ η ομοφυλοφιλία δεν είναι τέτοιος δρόμος.
Στη ζωή μας τις πιο πολλές φορές διαπράττουμε αμαρτίες, υπακούοντας στα πάθη μας κι όχι στο Θεό – η Εκκλησία όμως, ακριβώς επειδή νοιάζεται για μας, δεν πρέπει να μας ξεγελάσει λέγοντάς μας ότι είναι εντάξει να κάνουμε ό,τι μας υπαγορεύουν τα πάθη μας (για τους μη ορθόδοξους χριστιανούς που ίσως διαβάσουν αυτό το κείμενο, εξηγούμε απλά ότι «πάθη» ονομάζονται οι σωματικές και ψυχικές εξαρτήσεις που παρεμποδίζουν τον άνθρωπο από την ενότητά του με το Θεό, στρέφοντάς τον προς άλλες κατευθύνσεις· ολόκληρη η ηθική και ασκητική προσπάθεια του χριστιανού αποσκοπεί στην κάθαρση της καρδιάς του από τα πάθη).Έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Απλά, δεν οδηγούν όλοι οι δρόμοι στο Θεό.
Αυτό δεν είπε κι ο απόστολος Παύλος (Α ́ Κορινθ. 6, 12); Αν μιλάμε με έναν άθεο, δεν έχει νόημα ν’ αναφερθούμε σε Θεό, αμαρτία και σωτηρία. Εκείνος τοποθετεί υποκειμενικά, όπου ο ίδιος θέλει, το όριο ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό» και το κρίνει με τα δικά του κριτήρια.
Αν όμως συζητάμε με χριστιανούς, και μάλιστα της αρχαίας παράδοσης, της Ορθοδοξίας, πρέπει με αγάπη να μοιραστούμε μαζί τους τα παρακάτω:Ο Χριστός, στα καταγεγραμμένα λόγια Του, δεν καταδικάζει ρητά την ομοφυλοφιλία, όμως ούτε για την πολυγαμία ή την αιμομιξία κάνει κάτι τέτοιο.
Κι όμως οι χριστιανοί, από την αρχή και μέχρι σήμερα, θεωρούμε αυτονόητο πως αυτές οι δύο πρακτικές δεν υπάρχουν στο χριστιανισμό (εκτός ίσως από ακραίες παρανοήσεις του, τέτοιες που έχουν ξεφυτρώσει σα μανιτάρια μετά την προτεσταντική Μεταρρύθμιση).
Είναι σαφές στα λόγια του Χριστού ότι, όποτε μιλάει για γάμο, αναφέρεται σε ζεύγος άντρα και γυναίκας (π.χ. Ματθ. 19, 3-12).
Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού ο Θεός δημιούργησε ως πρωταρχικό ζεύγος έναν άντρα και μια γυναίκα (Ματθ. 19, 4-5)· σ’ αυτούς έδωσε την ευλογία του γάμου και δεν υπάρχει άλλος γάμος.Οι ορθόδοξοι χριστιανοί όμως βασιζόμαστε όχι μόνο σ’ αυτά που είπε ο Χριστός, αλλά και σ’ αυτά που είπε το Άγιο Πνεύμα μέσω των μαθητών του Χριστού και των αγίων Πατέρων και διδασκάλων του χριστιανικού αγώνα σε όλες τις εποχές.
Ο απόστολος Παύλος ήταν ένας απ’ αυτούς, τα λόγια του είναι για μας ιερές γραφές, και ο άγιος αυτός άνδρας γράφει πως η ομοφυλοφιλία είναι συνέπεια της διαστροφής που υπέστη το ανθρώπινο γένος με το προπατορικό αμάρτημα· προέρχεται από την απομάκρυνση της θείας χάρης απ’ την καρδιά του ανθρώπου, αφού οι άνθρωποι την έχει διώξει ξεμακραίνοντας από το Θεό (Ρωμ. 1, 27, και γενικώς 1, 18-32).
Βεβαίως, και για τους ανθρώπους που ακόμα ταλαντεύονται στην πίστη τους, το γεγονός ότι «είπε κάτι ο Θεός» ως προς το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, ίσως θα μπορούσαν να το αναγνωρίζουν και μέσα από το έργο της φύσης.
Συχνά μιλάμε για τη σοφία της φύσης. Το ακούμε ακόμη και από άθεους ή αγνωστικιστές αυτό.
Στα πλαίσια μιας τέτοιας σκέψης θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε την καταλυτική μαρτυρία της ανατομίας.
Ως βιολογικά όντα οφείλουμε τίμια να αναγνωρίσουμε την μορφολογία των γεννητικών μας οργάνων.
Η θέση και η μορφή των ανδρικών γεννητικών οργάνων, και η αντίστοιχη θέση και μορφή των γεννητικών οργάνων της γυναίκας, μπορούν να μας βεβαιώσουν ως προς την επιλογή της ετεροφυλοφιλίας.
Οι εξαιρέσεις ομοφυλοφιλικών επαφών στη φύση, που κάποιοι επικαλούνται, εκτός του ότι είναι ελάχιστες και απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ταυτόχρονα δεν αλλάζουν τίποτα σχετικά με τη μαρτυρία της ανατομίας.
Και πάλι, ως βιολογικά όντα μπορούμε να διακρίνουμε έναν βασικό σκοπό στην ύπαρξη των γεννητικών οργάνων που είναι η δημιουργία νέων ανθρώπων.
Ακόμα και αν λόγω ασθενείας η γέννηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, εντούτοις, αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη βιολογική μαρτυρία.
Και εύκολα ίσως θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε τον ισχυρισμό ότι τα γεννητικά όργανα φτιάχτηκαν αποκλειστικά για την ηδονή, διακρίνοντας πως η φύση ως λειτουργικό σώμα έχει σκοπούς υπέρτερους του μεμονωμένου
συμφέροντος του κάθε όντος.
Κάθε τι που έχει σχέση με την ηδονή των γεννητικών οργάνων εξηγείται λογικά ως ένα μέσο με το οποίο θα επιθυμώ να συνευρεθώ με το άλλο φύλο ώστε να δημιουργήσω νέους ανθρώπους.
Αν η συνεύρεση ήταν κάτι αποκρουστικό, φριχτό και επίπονο, οι άνθρωποι θα το απέφευγαν.
Η αναμενόμενη ερώτηση από εκεί και πέρα, θα αφορά το ζήτημα του «δικαιώματος» στην συνεύρεση με όποιον άνθρωπο επιθυμούμε.
Ακόμα όμως και το ζήτημα του δικαιώματος, δεν αντιστρέφει την λογική που προαναφέραμε.
Για παράδειγμα, αν κάποιος το θέλει και έτσι ευχαριστιέται, μπορεί να περπατά στον δρόμο με τα χέρια και όχι με τα πόδια.
Τότε όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε ότι η ανατομική μαρτυρία υποδεικνύει ότι πρόκειται για παρέκκλιση, με την οποία δεν είμαστε αναγκασμένοι να συμφωνήσουμε.
Η μαρτυρία της ζωής μας υποδεικνύει ότι περπατάμε με τα πόδια και όχι με τα χέρια. Αντίστοιχα ισχύουν και για την επιλογή της ομοφυλοφιλίας.
Αν πάλι τίθεται ζήτημα λειτουργικότητας, με την έννοια ότι ο ομοφυλόφιλος βλέπει ότι τα γεννητικά του όργανά του δεν είναι λειτουργικά με τον τρόπο που μαρτυρά ο κανόνας στη φύση, τότε θα μπορούσαμε με τιμιότητα να αποδεχτούμε ότι υπάρχει ζήτημα οργανικής διαταραχής όπου το σώμα ασθενεί σε κάτι.
Ίσως να πρόκειται για εκ γενετής διαταραχή, όμως, όπως στην περίπτωση που κάποιος ζει χωρίς χέρια ή πόδια, οφείλουμε να αποδεχτούμε την καταλυτική μαρτυρία της ανατομίας γύρω μας.
Ασφαλώς, η εξέταση του έργου της φύσης, για τον πιστό άνθρωπο παραμένει πάντα επικουρική για την πίστη του.
Μια ολόκληρη κοινωνία, όπου η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχει μπει σε θεραπευτικό δρόμο προς το Θεό, μπορεί να καλλιεργήσει την ομοφυλοφιλία στα νέα μέλη της που δεν ευθύνονται, φυσικά, γι’ αυτό, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι όλα εντάξει.
Ιστορικά, έχουν υπάρξει και υπάρχουν ακόμη πάρα πολλές κοινωνίες που το θρησκευτικό και αξιακό τους σύστημα απομακρύνει τους ανθρώπους από το Θεό και τη σωτηρία, όπως τα δίδαξε ο Χριστός και τα γνώρισαν οι άγιοι όλων των εποχών στην ενότητά τους με το Θεό εν Χριστώ.
Για την ακρίβεια, κάθε κοινωνία έχει ανάγκη να κεντριστεί στην ήμερη ελιά, τον Ιησού Χριστό, για να θεραπευτεί το θρησκευτικό και αξιακό της σύστημα από τα στοιχεία που της φόρτωσε η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου.
Το ίδιο και κάθε άνθρωπος, ακόμη και ο ορθόδοξος χριστιανός.
Αλλιώς στην καρδιά των ανθρώπων κυριαρχούν τα πάθη και αποδιώχνεται η θεία χάρη.
Σε σχέση με την ομοφυλοφιλία, ίσως είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι αυτή ήταν η αμαρτία των Σοδόμων.
Επειδή η ομοφυλοφιλία, κατά την ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά, όπως εκφράζεται στην Καινή Διαθήκη (Παύλος) και στη διδασκαλία των αγίων, συνιστά πάθος, ο άνθρωπος που άρχισε τη ζωή του ως ομοφυλόφιλος ή στράφηκε στην ομοφυλοφιλία κάποια στιγμή, όταν προοδεύει στην αγιότητα καθαρίζοντας την καρδιά του από τα πάθη, παύει να είναι ομοφυλόφιλος.
Δεν έχουμε ομοφυλόφιλους αγίους. Αν υπήρχαν άγιοι ομοφυλόφιλοι που αγίασαν μέσω της ομοφυλοφιλίας (όπως οι έγγαμοι άγιοι αγιάζονται μέσω του γάμου), οι άγιοι Πατέρες δε θα το έκρυβαν, ούτε θα θεωρούσαν –μαζί με τον απόστολο Παύλο– την ομοφυλοφιλία πάθος που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό, γιατί η Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται να συντηρήσει τον κοινωνικό ηθικισμό, αλλά αντίθετα γκρεμίζει τα ηθικά στερεότυπα (ταμπού) για να θεραπεύσει τον άνθρωπο.
Ασφαλώς έχουμε αγίους που υπήρξαν κάποτε ομοφυλόφιλοι (όπως και αγίους που υπήρξαν πόρνοι, έκφυλοι ή δέσμιοι διαφόρων άλλων παθών, μη σαρκικών), αλλά ανέλαβαν τιτάνιο αγώνα ενάντια στα πάθη τους και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τα νίκησαν, γι’ αυτό και είναι άγιοι.
Οι άγιοι Πρωτάς και Υάκινθος, ευνούχοι της αγίας Ευγενίας που την ακολούθησαν στο μοναχικό βίο και στο μαρτύριο, ο άγιος Αζάτ, ευνούχος του Πέρση βασιλιά Σαπώρ, που το μαρτύριό του προκάλεσε τόση θλίψη στο βασιλιά, ώστε σταμάτησε τους διωγμούς, ίσως είναι μερικά παραδείγματα.
Από το Γεροντικό ξέρουμε την περίπτωση ενός ασκητή που εξομολογήθηκε τον έρωτά του στον όσιο Αχιλλά· στη συνέχεια όμως έφυγε αμέσως, προφασιζόμενος ότι ντράπηκε ένα γέρο ασκητή, τυφλό και παράλυτο, που ζούσε εκεί.
Τότε ο άγιος, εγκρίνοντας τη φυγή του μακριά από το πάθος, τον επαίνεσε ως αγωνιστή, λέγοντας: «Αυτό δεν είναι πορνεία, αλλά πόλεμος με τους δαίμονες».
Από τη σύγχρονη εποχή, ξέρουμε την περίπτωση του αγίου Αμερικανού ιερομόναχου π. Σεραφείμ Ρόουζ, που πριν μεταστραφεί στην Ορθοδοξία ήταν ομοφυλόφιλος, έπαψε όμως να ασκεί την ομοφυλοφιλία και την απέρριψε ως πάθος όταν έγινε ορθόδοξος χριστιανός.
Ξέρουμε επίσης την ανάλογη περίπτωση του μοναχού Κοσμά από το Ρέθυμνο της Κρήτης, που εγκατέλειψε την ομοφυλοφιλία και ασκήτεψε κοντά σ’ ένα εκκλησάκι νότια της πόλης, όπου και κοιμήθηκε γύρω στο 1990. Ασφαλώς υπάρχουν πολλές ακόμη παρόμοιες περιπτώσεις.
Είναι άνθρωποι που «ευνούχισαν τον εαυτό τους για τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 19, 12). Ένα αμαρτωλό πάθος δε συνδέεται οπωσδήποτε με την κακία ενάντια στο συνάνθρωπο. Η λαγνεία και η πορνεία, είναι οπωσδήποτε αμαρτωλά πάθη, χωρίς να έχει σημασία αν ο άνθρωπος, που είναι αιχμάλωτός τους, είναι καλός ή κακός.
Η αυτοκτονία, συνέπεια του πάθους της απελπισίας, αποκόπτει τον άνθρωπο απ’ το Θεό, άσχετα αν ο αυτόχειρας είναι καλός ή κακός άνθρωπος.
Συχνά, επηρεασμένοι από μια βιαστική ανθρωπιστική ηθική, θεωρούμε αμαρτία μόνο κάτι που στρέφεται ενάντια στους ανθρώπους· όμως οι άγιοι Πατέρες δε διδάσκουν αυτό· αμαρτία είναι κάτι που με δεσμεύει και εμποδίζει τη θεία χάρη να με μεταμορφώσει σε αυτό που θέλει ο Θεός για μένα (σε άγιο).
Αμαρτωλός δεν είναι ο «κακός» άνθρωπος, αλλά ο παγιδευμένος και ανελεύθερος άνθρωπος.
Ο «κακός» ή ο άπληστος, ο εγωιστής κ.τ.λ. είναι απλά ένας τέτοιος παγιδευμένος και ανελεύθερος αδελφός μας.
Έτσι ο χριστιανός είναι καλεσμένος να αναλάβει αγώνα ενάντια στα πάθη του και, όπως η λαγνεία, η σκληρότητα, η απληστία, ο εγωισμός κ.λ.π., αλλά και ο αλκοολισμός, ο τζόγος κ.π.ά. (και ο σαδισμός, ο μαζοχισμός, η κτηνοβασία, η νεκροφιλία κ.λ.π. – για ν’ αναφερθούμε σε πάθη σχετικά με το σεξ).
Αν η ομοφυλοφιλία προέρχεται από βιολογικές αιτίες και δε γεννιέται από την κοινωνία είναι συζητήσιμο. Ακόμη κι αν συμβαίνει αυτό όμως, δεν μετατρέπεται σε μια μη εμπαθή κατάσταση.
Κάποιος μπορεί να είναι βίαιος από βιολογική αιτία (π.χ. επειδή το σώμα του παράγει περισσότερη αδρεναλίνη), αλλά αυτό δε σημαίνει πως γι’ αυτόν «είναι εντάξει» η επιθετικότητά του και πως δεν πρέπει ν’ αγωνιστεί για να θεραπευτεί από το πάθος του.
Φυσικά, δεν αγωνίζεται μόνος του. Έχει βοηθό στον ουρανό τις πρεσβείες των αγίων και στη γη τον πνευματικό του πατέρα και την εκκλησιαστική ζωή· μ’ αυτά θα προσελκύσει τη θεία χάρη και εκείνη είναι που θα τον θεραπεύσει (συγχωρέστε μου τη λέξη) από το πάθος του – αυτό ισχύει για όλα τα πάθη, για τον εγωισμό, την απληστία, τη λαγνεία, το θυμό, το μίσος κ.τ.λ. και για την ομοφυλοφιλία.
Ένας ομοφυλόφιλος μπορεί να σωθεί, παραμένοντας ομοφυλόφιλος; Δε μπορούμε, ούτε και είναι δουλειά μας, να κρίνουμε ποιος θα σωθεί και ποιος όχι, πράγμα που είναι δουλειά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Επιθυμία κάθε χριστιανού είναι να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και δεν κρίνει τους άλλους – απλώς επισημαίνει ότι μία επιλογή, ή μία άλλη, βλάπτει τη σωτηρία σύμφωνα με την Αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες, τους γνώστες όλων των δρόμων της σωτηρίας. Όλοι ελπίζουμε στη σωτηρία μας, αν και η συντριπτική πλειοψηφία των χριστιανών είμαστε ακόμη δέσμιοι σε κάποια πάθη, όπως αυτά που κατονομάσαμε πριν (την απληστία, το θυμό, τη λαγνεία κ.τ.λ.).
Ελπίζουμε να σωθούμε όχι λόγω της «αρετής» μας, αλλά λόγω της αγάπης και του ελέους του Θεού, το οποίο αποζητάμε κάθε μέρα στις προσευχές μας, μετανοώντας και αγωνιζόμενοι με τη βοήθειά Του ενάντια στα πάθη μας.
Αν όμως, αντί γι’ αυτό, προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους (και τον εαυτό μας) ότι τα πάθη μας «είναι εντάξει» και δεν αποτελούν αμαρτωλά πάθη, τότε μάλλον είμαστε υποκριτές και η σωτηρία μας κινδυνεύει ακόμη περισσότερο.
Πώς μπορεί κάποιος να δώσει το δύσκολο αγώνα για την αποδέσμευσή του από τα πάθη του;Αυτό δε μπορούμε να το διδάξουμε σε κανέναν εμείς.
Γνώστες και αρμόδιοι για κάτι τέτοιο είναι οι άγιοι Πατέρες όλων των εποχών (που η ζωή και η διδασκαλία τους είναι καταγεγραμμένες σε βιβλία εξαιρετικής σπουδαιότητας) και οι θεοφόροι Γέροντες της εποχής μας, άντρες και γυναίκες.
Σ’ αυτούς πρέπει να καταφύγει όποιος νοιάζεται ειλικρινά να βεβαιωθεί αν ο δρόμος που βαδίζει τον οδηγεί πράγματι στην πνευματική πρόοδο, δηλαδή στην ενότητα με τον Τριαδικό Θεό εν Χριστώ.
Πρέπει βέβαια να προσέξει, γιατί συχνά πέφτουμε στην παγίδα να απορρίψουμε τις συμβουλές ενός θεοφόρου ορθόδοξου πνευματικού διδασκάλου, επειδή τραυματίζει τον εγωισμό και την πνευματική μας οκνηρία και μας προκαλεί συνειδησιακούς κραδασμούς.
Είναι εντελώς διαφορετικό να παραδεχτούμε ταπεινά πως είμαστε αδύναμοι ή απρόθυμοι να εφαρμόσουμε τις δύσκολες συμβουλές ενός Γέροντα από το να υψώσουμε εγωιστικά τον εαυτό μας πάνω από τη δική του πείρα, σοφία και αγιότητα και να ισχυριζόμαστε στη συνείδησή μας και στους άλλους πως εκείνος έχει άδικο ή βρίσκεται σε λάθος δρόμο, ή ακόμη πως οι άγιοι των αρχαίων χρόνων έχουν πια σκουριάσει και οι θεραπευτικές τους οδηγίες είναι «ξεπερασμένες» για την εποχή μας.
Η παγίδα αυτή είναι καλοστημένη μπροστά στον καθένα, πολλοί έχουμε πέσει μέσα περισσότερες από μια φορές κι αυτό προκαλεί πρόσθετα εμπόδια στην ηθική και πνευματική μας καλλιέργεια. Διευκρινίζουμε ότι όλοι έχουμε ανάγκη από μετάνοια, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους· ο καθένας έχει να αντιμετωπίσει τα δικά του πάθη, όχι να τ’ αποδεχτεί, αλλά να τα πολεμήσει σκληρά.
Ένας ετεροφυλόφιλος ενδεχομένως έχει να αντιμετωπίσει πολλά πάθη που σχετίζονται με το σεξ – και ο γάμος δε μπορεί πάντα να τον θεραπεύσει, γιατί μπορεί να αισθάνεται την ανάγκη της μοιχείας, ή ακόμη και συνεύρεσης με πολλούς ερωτικούς συντρόφους ή της παιδεραστίας, της αιμομιξίας, της κτηνοβασίας και άλλα πολλά, που «αισχρόν εστί και λέγειν» (Εφεσίους 5, 12).
Όλα αυτά τα πάθη δεν είναι «εντάξει» και ο ετεροφυλόφιλος δεν είναι οπωσδήποτε πιο ενάρετος ή πιο κοντά στο Θεό από τον ομοφυλόφιλο. Και οι δύο μπορούν να σωθούν λόγω της αγάπης του Χριστού, με τον αγώνα που θα δώσουν με τη βοήθεια της θείας χάριτος.
Κλείνοντας με αγάπη αυτό το άρθρο θα θέλαμε να μεταφέρουμε το διάλογο του αγίου Γέροντα Παΐσιου (1924-1994) με ένα νεαρό ομοφυλόφιλο, που αγωνιζόταν ενάντια στην ομοφυλοφιλία αλλά ένιωθε αδύναμος γι’ αυτό τον αγώνα (φυσικά ένας άθεος θα θεωρήσει πως ένας τέτοιος αγώνας ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό του εαυτού μας, αλλά τώρα δεν απευθυνόμαστε σε άθεους, αλλά σε ορθόδοξους χριστιανούς αδελφούς μας).
Ο νέος είπε στο Γέροντα ότι δε μπορούσε να σταματήσει να ζει ως ομοφυλόφιλος. Και ο Γέροντας, αφού του είπε να εξομολογηθεί, τον ρώτησε: «Μπορείς να διαβάζεις ένα κεφάλαιο από την Αγ. Γραφή;». «Μπορώ». «Μπορείς να πηγαίνεις κάθε Κυριακή στήν Εκκλησία;».« Μπορώ». «Μπορείς να νηστεύεις Τετάρτη και Παρασκευή;». «Μπορώ». «Μπορείς ένα μικρό ποσό να το δίνεις ελεημοσύνη;». «Μπορώ». «Μπορείς...». «Μπορώ...» (πολλά ακόμα).
Στο τέλος του λέει: «Βλέπεις ότι μπορείς να κάνεις χίλια πράγματα και δε μπορείς ένα. Κάνε εσύ τα χίλια και άφησε στο Θεό το ένα!!!».
Με εκτίμηση και θερμές προσευχές για κάθε «συναθλητή» αγωνιζόμενο χριστιανό.


Πηγή : Νεκρός για τον Κόσμο

Τετάρτη, Απριλίου 02, 2014

Η θεραπεία από την αρρώστια τού Φαρισαϊσμού ( Μητροπολίτη Λεμεσού, Αθανάσιου )


 

Η αγάπη δεν μπαίνει μέσα στα καλούπια της λογικής. Η αγάπη είναι πάνω από την λογική. Έτσι είναι και η αγάπη του Θεού. Η αγάπη του Θεού υπερβαίνει την λογική των ανθρώπων. Για αυτό το λόγο δεν μπορούμε να κρίνουμε με λογικά κριτήρια τους ανθρώπους που αγαπούν τον Θεό. Για αυτό το λόγο οι άγιοι κινούνταν με μια δική τους λογική. Είχαν μιαν άλλη λογική όχι την λογική των ανθρώπων. Γιατί η λογική η δική τους ήταν η λογική της αγάπης. Και η εκκλησία δεν μας μαθαίνει να γίνουμε καλοί άνθρωποι, όχι, αυτό είναι φυσικό, πρέπει να γίνουμε, αν δεν γίνουμε καλοί άνθρωποι τι κάμαμε. Αυτά είναι του νηπιαγωγείου πράγματα. Η εκκλησία μας μαθαίνει να αγαπούμε τον Χριστόν, δηλαδή να αγαπούμε αυτό τον πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. 
Μέσα στην εκκλησία αναπτύσσεται μία σχέση. Προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον Χριστόν, όχι με την διδασκαλία του Χριστού, έτσι, όχι με τον Ευαγγέλιο.Το Ευαγγέλιο είναι κάτι που μας βοηθά να φτάσουμε στην αγάπη του Χριστού. Όταν φτάσουμε στην αγάπη του Χριστού δεν χρειάζεται το Ευαγγέλιο. Δεν χρειάζονται, τίποτα δεν χρειάζονται. Αυτά σταματούν όλα. Μένει μόνο η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Αυτή είναι η διαφορά της εκκλησίας από την θρησκεία. 
Η θρησκεία σε μαθαίνει να κάνεις τα καθήκοντα σου, έτσι, όπως ήταν οι ειδωλολάτρες. Eνα παράδειγμα: επήγαμε στα προσκυνήματα, επροσκυνήσαμε, εβάλαμε τα λεφτά μας στο κουτί, αφήσαμε τις λαμπάδες μας, τα λάδια μας, ξέρω ΄γω τις παρακλήσεις μας, τα ονόματά μας, τα πρόσφορά μας, τα πάντα. Αυτά είναι θρησκευτικά καθήκοντα. Αλλά η καρδιά μας δεν άλλαξε καθόλου. Τέλειωσε η ώρα του καθήκοντος είμαστε το ίδιο όπως προηγουμένως. Έτοιμοι να επιτεθούμε στον άλλο, έτοιμοι να διαμαρτυρηθούμε εναντίον του άλλου, έτοιμοι να ΄μαστε ξινισμένοι πάλι όπως προηγουμένως. Δεν αλλάζει η καρδιά μας. Δεν αποκτούμε την σχέση με τον Χριστό. Γιατί απλώς αρκούμαστε στα καθήκοντα, στα θρησκευτικά καθήκοντα. 
Και αυτοί οι άνθρωποι να ξέρετε, αυτοί οι άνθρωποι, οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο επικίνδυνο είδος μέσα στην εκκλησία. Αυτοί οι θρήσκοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Ο Θεός να μας φυλάει απ'αυτούς. Έλεγε ένας αγιορείτης όταν έκαμνα μια φορά λειτουργία και λέγαμε «Κύριε σώσον τους ευσεβείς» λέει αστειευόμενος «Κύριε σωσον ημάς από τους ευσεβείς» δηλαδή ο Θεός να σε φυλάει από τους θρήσκους ανθρώπους, διότι θρήσκος άνθρωπος σημαίνει μια προσωπικότης διεστραμμένη η οποία ουδέποτε είχε προσωπική σχέση με τον Θεό. Απλώς μόνον κάμνει τα καθήκοντα της απέναντί Του, αλλά καμιά σοβαρή σχέση δεν είχε για αυτό και ο Θεός δεν λέει αυτόν τον άνθρωπο τίποτε. Και σας ομολογώ και εγώ από την πείρα μου ότι δεν είδα χειρότερους εχθρούς της εκκλησίας από τους θρήσκους ανθρώπους. 
Όταν παιδιά θρήσκων ανθρώπων που μεσ' την εκκλησία ή και παπάδων ακόμα και θεολόγων και ανθρώπων που κάνουν τους θρήσκους και τους πολλούς εδοκίμασαν τα παιδιά τους να γίνουν μοναχοί ή ιερείς αυτοί οι άνθρωποι έγιναν χειρότεροι και από δαίμονες. Εξανέστησαν εναντίον των πάντων. Έγιναν οι χειρότεροι εχθροί των ανθρώπων. 
Θυμάμαι γονείς που έφερναν τα παιδιά τους εις τις ομιλίες και όταν το παιδί τους κάποια στιγμή έκαμε ένα βήμα παραπάνω έγιναν οι χειρότεροι άνθρωποι που έλεγαν τα χειρότερα λόγια. Και εγώ τους λέω: μα εσύ έφερες το παιδί σου στην ομιλία, δεν το έφερα εγώ. 


Και μια φόρα είπα σε έναν πατέρα όταν έβλεπα ότι η κόρη του ,τέλος πάντων, είχε ζήλο στην εκκλησία του λέω: 
-Κοίταξε μην την ξαναφέρεις στην ομιλία. Μην την ξαναφέρεις να της μιλήσω διότί η κόρη σου θα γίνει μοναχή και αύριο θα σου φταίω εγώ. 
- Όχι πάτερ μου, αλίμονο, εμείς σε λατρεύουμε. Και έγινε η κόρη του μοναχή εφτά χρόνια και δεν μου μιλά ακόμα.
Άνθρωποι που δεν έχαναν ομιλία, έτσι, δεν έχαναν ομιλία. Ήταν πάντοτε οι πρώτοι. Ομιλίες, αγρυπνίες, βιβλία, ξέρω ‘γω τα πάντα. Και έφερναν και τα παιδιά τους και όταν ήρθεν η ώρα που το παιδί τους μέσα στην ελευθερία του, τέλος πάντων, αποφάσισε έναν δικό του δρόμο τότε οι άνθρωποι αυτοί έγιναν τελείως στο αντίθετο στρατόπεδο και απέδειξαν ότι για αυτούς ο Χριστός δεν είχε μιλήσει ποτέ μες την δική τους την καρδιά. Απλώς ήταν θρήσκοι άνθρωποι. Για αυτό οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο δύσκολο είδος μεσ' την εκκλησία. Γιατί ξέρετε κάτι .Αυτοί οι άνθρωποι καμιά φορά δεν θα θεραπευθούν. Γιατί νομίζουν ότι είναι κοντά στον Θεό. Ενώ οι αμαρτωλοί, ξέρω ΄γω, οι χαμένοι ας πούμε, έτσι, αυτοί ξέρουν ότι είναι αμαρτωλοί. Για αυτό ο Χριστός είπε ότι οι τελώνες και οι πόρνες θα παν στην Βασιλεία του Θεού, ενώ είπε στους Φαρισαίους: Εσείς, εσείς που είσαστε θρήσκοι δεν θα πάτε ποτέ στην Βασιλεία του Θεού. Γιατί ουδέποτε ο λόγος του Θεού άλλαξε την καρδιά τους. Απλώς αρκούνταν στην τήρηση των θρησκευτικών τύπων. 


Έτσι λοιπόν εμείς ας προσέξουμε τον εαυτόν μας να καταλάβομε ότι η εκκλησία είναι ένα νοσοκομείο που μας θεραπεύει μας κάνει να αγαπούμε τον Χριστόν και η αγάπη του Χριστού είναι μια φλόγα που ανάβει μεσ' την καρδιά μας και να εξετάζομε τον εαυτό μας εάν βρισκόμαστε στην αγάπη του Θεού. Εάν βλέπομε μέσα μας όλες αυτές τις κακίες και τις ανιδιοτέλειες και τις πονηρίες τότε πρέπει να ανησυχούμε. Γιατί δεν είναι δυνατό ο Χριστός να είναι μέσα στην καρδιά μας και να 'μαστε γεμάτοι ξύδι. 
Πως είναι δυνατό να προσεύχεσαι και να είσαι γεμάτος χολή εναντίον του άλλου ανθρώπου. Πως είναι δυνατό να διαβάζεις το ευαγγέλιο και να μην δέχεσαι τον αδερφό σου. Πως είναι δυνατό να λες έχω τόσα χρόνια στην εκκλησία, έχω τόσα χρόνια που 'μαι μοναχός κληρικός η οτιδήποτε και όμως το άλφα της πνευματικής ζωής που 'ναι η αγάπη. Που 'ναι το να υπομένεις τον αδερφό σου, να κάνεις λίγο υπομονή με το να μην το δέχεσαι σημαίνει τίποτα δεν έκαμες. Τίποτα απολύτως τίποτα. Τίποτα απολύτως. 
Εδώ ο Χριστός έφτασε στο σημείο να πει για τις παρθένες εκείνες ότι δεν είχε καμιά σχέση μαζί τους. Τους πέταξε έξω από τον νυμφώνα παρ' όλα που 'χαν όλες τις αρετές γιατί δεν είχαν την αγάπη. Διότι ήθελε να τους πει ότι μπορεί να έχετε αρετές εξωτερικές , μπορεί να μείνατε παρθένες, μπορεί να κάματε χίλια πράματα αλλά δεν κατορθώσατε την ουσία αυτού που είχε σημασία απ' όλα. Εάν αυτό δεν το καταφέρεις τι τα θέλεις τα άλλα όλα; Τι τα θέλω εγώ τώρα αν τρώω λάδι σήμερα και δεν τρώω λάδι. Μπορεί να μην τρώω λάδι ,ας πούμε και να τρώω τον αδερφό μου από το πρωί ως τη νύχτα. 


Έλεγαν εις το Άγιο Όρος λέει μην ρωτάς αν τρώω ψάρι. Τον ψαρά να μην φαείς και ψάρι φάε.Ή τον λαδά να μην φαείς και φάε μια σταξιά λάδι. Το να φάεις τον άλλον από την γλώσσα είναι πολύ χειρότερο από το να φας μια κουταλιά λάδι.Και όμως στέκομεν εκεί . Τρώμε λάδι, δεν τρώμε λάδι, τρώμε ψάρι, δεν τρώμε ψάρι. Ξέρω ‘γω βούτηξε το κουτάλι στο άλλο φαγί και μπορεί να τσακωθούμε εκεί, να σκοτωθούμε με τον άλλον άνθρωπο γιατί εβούτηξε το κουτάλι προηγουμένως σε έναν άλλο φαΐ. Καταλαβαίνετε πόσο γελοία είναι ετούτα τα πράγματα και μας κοροϊδεύουν και οι δαίμονες αλλά και οι άνθρωποι που είναι εκτός εκκλησίας. Και όταν μπαίνουν κοντά μας αντί να βλέπουν τους ανθρώπους της εκκλησίας μεταμορφωμένους σε Χριστό Ιησού, να 'ναι γλυκύς άνθρωποι και να'ναι ώριμοι άνθρωποι, ισορροπημένοι, ολοκληρωμένοι άνθρωποι, άνθρωποι γεμάτοι αρμονίας ας πούμε μέσα τους μας βλέπουν δυστυχώς με όλα αυτά τα πάθη μας και όλες εκείνες τις ξινίλες μας και λένε: E, να γίνω έτσι; Καλύτερα να μου λείπει. 


Εσύ που πας στην εκκλησία τι σε ωφέλησε η εκκλησία; Όπως λέγαμε χτες πήγες στα προσκυνήματα, είδες τους πατέρες, είδες τα άγια λείψανα, είδες το Άγιον Όρος, την Παναγία της Τήνου όλα αυτά πήγαμε, ήρθαμε. Ποιο το όφελος τελικά από όλα αυτά τα πράγματα; Μεταμορφώθηκε η καρδιά μας; Γίναμε πιο ταπεινοί άνθρωποι; Γίναμε πιο γλυκύς άνθρωποι; Γίναμε πιο πραείς άνθρωποι εις το σπίτι μας εις την οικογένειά μας στο μοναστήρι μας; Ξέρω ‘γω εκεί που εργαζόμαστε. Αυτό έχει σημασία. Εάν δεν τα καταφέραμε αυτά τα πράγματα τουλάχιστον ας γίνομεν ταπεινοί. Μέσα από την μετάνοια. Ας γίνομαι ταπεινοί. Εάν ούτε και αυτό το καταφέραμε τότε είμαστε άξιοι πολλών δακρύων, έτσι. Είμαστε για κλάματα. Διότι δυστυχώς ο χρόνος περνά και χάνεται και εμείς μετρούμε χρόνια. 


Έλεγε ο γέρων Παίσιος όταν τον ρωτούσαν: Γέροντα πόσα χρόνια έχεις εσύ στο Άγιο Όρος; Λέει: Εγώ ήρθα την ίδια χρονιά που ήρθε το μουλάρι του γείτονα. Ο γείτονας του ο γερο-Ζήτος είχε ένα μουλάρι και ξέρετε στο Άγιο Όρος κάθε κελί έχει και ένα ζώο, ένα μουλάρι που κουβαλούν τα πράγματα τους. Ε, το ζώο αυτό ζει πολλά χρόνια δεν αγοράζεις κάθε μέρα μουλάρια, είναι ακριβά. Λοιπόν, την χρονιά που ήρθα εγώ λέει στο Άγιο Όρος αγόρασε και ο γείτονας το μουλάρι του.Έχομε τα ίδια χρόνια στο Άγιο Όρος, αλλά το καημένο εκείνο έμεινε μουλάρι και εγώ το ίδιο έμεινα. Δεν άλλαξα. 
Λοιπόν λέμε πολλές φορές εγώ έχω σαράντα χρόνια και το λέμε εμείς οι παπάδες και οι καλόγεροι αυτά τα πράγματα. Έχω σαράντα χρόνια στο μοναστήρι. Μα τα χρόνια είναι εις βάρος σου. Ο Θεός θα σου πει: Σαράντα χρόνια και ακόμα δεν κατάφερες να γίνεις τίποτα; Έχεις σαράντα χρόνια ακόμα θυμώνεις, ακόμα κατακρίνεις, ακόμα αντιλογείς, ακόμα αντίστασαι, ακόμα δεν υποτάσσεσαι; Έχεις σαράντα χρόνια και δεν έμαθες το άλφα, το πρώτο πράγματα της μοναχικής ζωής της χριστιανικής ζωής; Τι να κάμω τα χρόνια σου; Τι να σε κάμω αν έχεις πενήντα χρόνια με ψωμολογήσε και δεν μπορείς να απαντήσεις στον άλλον με έναν καλό του λόγο. Τι να κάμω όλα αυτά τα πράγματα. 
Όλα αυτά είναι εις βάρος μας. Όλα αυτά τα λέω πρώτα από όλα για τον εαυτό μου. Γιατί ισχύουν για τον εαυτό μου πρώτα και επειδή τα ξέρω από τον εαυτό μου για αυτό σας τα λέω. Και νομίζετε ότι τα λέω για τον καθένα από εσάς. Λένε για μένα τα είπες. Δεν είναι για σένα που τα είπα. Για μένα που τα είπα. Για μένα πρώτα. 


Όλα αυτά λοιπόν τα λέμε τουλάχιστον να ταπεινωνόμαστε. Για να κλείνουμε το στόμα μας . Όταν κινούνται μέσα μας όλοι εκείνοι οι εγωισμοί και όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία δυστυχώς μας γελοιοποιούν και μας κάνουν να φαινόμαστε ανόητοι ενώπιον του Θεού. Και εάν ταπεινωθούμε και πάψουμε να έχουμε ιδέα περί του εαυτού μας τότε πράγματι μπορεί σιγά σιγά ο άνθρωπος να αρχίσει να διορθώνει τον εαυτό του μέσα από την μετάνοια, η οποία γεννάται ως καρπός της ταπεινώσεως. Αυτός που δεν δικαιολογείται μετανοεί. Αυτός που δικαιολογείται ουδέποτε μετανοεί, ουδέποτε δεν θα μάθει τι σημαίνει μετάνοια αυτός ο άνθρωπος που πάντοτε είτε εξωτερικά, είτε εσωτερικά δικαιολογεί τον εαυτόν του. Για αυτό λοιπόν να εξετάζουμε τους εαυτούς μας. Δοκιμάζετε εαυτούς αδελφοί, λέει ο Απόστολος. Να εξετάζεις τον εαυτό σου εάν η αγάπη του Θεού είναι μέσα σου. Και όχι τόσο ακόμα εάν αυτό, αλλά τουλάχιστον εάν ζούμε μέσα στο χώρο της μετανοίας, ώστε να θεραπεύσει ο Θεός την ύπαρξη μας. Αυτή η σχέση μας με την εκκλησία να μας θεραπεύσει. Να γίνουμε άνθρωποι θεραπευμένοι από τα πάθη και την αμαρτία.

πηγή  το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Μαρτίου 06, 2014

Αυτός που φοβάται δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα.


1Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ένα λαμπρό και φαιδρό στάδιο των αρετών το οποίο η Εκκλησία μας ανοίγει και μας καλεί όλους με πολλή χαρά και προθυμία να εισέλθουμε, για να αγωνιστούμε περισσότερο και να προσφέρουμε τον χρόνο μας ως δώρο στον Θεό διά της μετανοίας και του πνευματικού αγώνος.

«Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας», όπως ακούγεται στην κατανυκτική ακολουθία του εσπερινού. Τώρα λοιπόν, είναι καιρός ευπρόσδεκτος εις τον Θεό, καιρός σωτηρίας και καιρός μετανοίας.

Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαρακτηρίζεται για αυτή τη χάρη της μετανοίας, η οποία ελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές των ανθρώπων.

Γι’ αυτό από την πρώτη ημέρα της Αγίας Τεσσαρακοστής η Εκκλησία μας θέτει ως θεμέλιο τη μεταξύ μας συγχώρηση και ο κατανυκτικός εσπερινός λέγεται εσπερινός της συγχωρήσεως. «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος τα παραπτώματα υμών», όπως ο Χριστός μας είπε. Γιατί κάθε αγώνας πνευματικός έχει ανάγκη της παρουσίας της Θείας χάριτος. Γιατί δεν είναι ένας αγώνας ανθρώπινος. 

Ο αγώνας των αγίων νηστειών δεν είναι, μία δίαιτα σωματική, την οποία κάνει ο άνθρωπος για την υγεία του και με μόνη τη σωματική του δύναμη και το διατεταγμένο πρόγραμμα που έχει. Η Αγία Τεσσαρακοστή έχει ένα άλλο νόημα. Το νόημα της ελεύσεως της χάριτος στην καρδιά του ανθρώπου, της αποφυγής της αμαρτίας, του να σκοτώσει τα πάθη που σκοτώνουν την ψυχή του και να βρει τον φωτισμό του Θεού και να οδηγηθεί στη Βασιλεία του Θεού.

Γι’ αυτό λοιπόν μαζί με τους σωματικούς αγώνες, μαζί με τον κόπο και τον αγώνα της νηστείας χρειάζεται να έχει την ενίσχυση του Θεού και την παρουσία του Θεού. Γι’ αυτό μεταξύ μας λαμβάνομε συγχώρηση, ώστε διά της συγχωρήσεως και μετανοίας το Πνεύμα το Άγιο να έρθει στις καρδιές μας και να ανοίξει τα μάτια μας, για να οδηγηθούμε εις επίγνωση της αμαρτωλότητάς μας και να στραφούμε στον Θεό και να ζητήσουμε την άφεση των δικών μας αμαρτιών.

Γιατί αν όλος αυτός ο αγώνας δεν καταλήξει εις εκζήτηση αφέσεως αμαρτιών και εις την ευλογημένη κατάσταση της μετανοίας, τότε δυστυχώς παραμένει άκαρπος. Εκείνο το οποίο ουσιαστικά καθαρίζει την ψυχή του ανθρώπου και την καλλιεργεί είναι η μετάνοια. Είναι η αίσθηση της μετανοίας η οποία είναι με πόνο που γίνεται στην καρδιά μας και με πένθος και δάκρυα και αγωνία πολλή. Έχει όμως γλυκείς καρπούς, αφού αίρει από εμάς τον βαρύ κλοιό της αμαρτίας.

Και μας επισκέπτεται ξανά η χάρις του Θεού, η οποία μας ανακαινίζει, μας ελαφρύνει και μας δίνει την πρώτη εκείνη ωραιότητα και το κάλλος της δημιουργηθείσης εικόνος του Θεού εις τον εαυτό μας. Αυτό είναι ο αγώνας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αγώνας μετανοίας.

Η νηστεία, οι αγρυπνίες, οι πολλές ακολουθίες, οι γονυκλισίες, οι ορθοστασίες, οι αναγνώσεις, σκοπό έχουν να κατανύξουν την καρδιά μας. Είναι σαν βαριά πλήγματα, που επιφέρει ο άνθρωπος πάνω στη σκληρή καρδιά του. Αυτή η πέτρινη καρδιά, η οποία έγινε σκληρή από την αμαρτία και δεν βγάζει ίχνος δακρύων για το πλήθος των αμαρτιών της και δεν πονά γιατί απομακρύνθηκε από τον Θεό, με όλη την ασκητική αγωγή της Εκκλησίας σπάζει και χάνει τη σκληρότητά της. Απ’αυτή τη θραύση εκπηδούν τα δάκρυα της μετανοίας που μας καθαρίζουν, μας ανακαινίζουν και μας φωτίζουν. Και ενώ στην αρχή είναι σαν πύρ που φλέγει, στη συνέχεια είναι φως που φωτίζει τον άνθρωπο, τον γλυκαίνει και τον πληροφορεί ότι Χριστός ο Κύριος υπέρ πάσαν άλλην γλυκύτητα του κόσμου τούτου. Γι’ αυτό ας ξεκινήσουμε αυτό το στάδιο με πολλή προθυμία όχι με δειλία. Αυτός που φοβάται δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα. Γιατί ο δειλός δεν έχει μέρος εις τη Βασιλεία του Θεού, γιατί νομίζει ότι εξαρτάται η πορεία του μέσα από τις δικές του δυνάμεις. Ξεχνά τη δύναμη του Θεού, ξεχνά αυτό που ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» Μπορώ να κάνω τα πάντα, όχι μόνος μου βέβαια, όχι με τις δυνάμεις μου, αλλά με τον Χριστό που με δυναμώνει.

Έτσι πρέπει να εισερχόμαστε στο ευλογημένο αυτό στάδιο μετά χαράς, όπως έλεγε ο Άγιος Χρυσόστομος και σαν λιοντάρια γεμάτα δύναμη και ορμή να μη φοβηθούμε ούτε να έχουμε σκέψεις ότι δεν θα τα καταφέρουμε. Ο Θεός είναι μαζί μας, δεν θα μας αφήσει, θα μας ενδυναμώσει. Δώσε στον Θεό την πρόθεσή σου και θα πάρεις από τον Θεό τη δύναμη να επιτελέσεις το έργο αυτό της σωτηρίας σου. Και δεν είναι μόνο έργο νηστείας. Αν δεν καταφέρουμε να νηστεύσουμε όπως η Εκκλησία μας ορίζει, και κάνουμε, κατόπιν ευλογίας του πνευματικού μας πατρός, οικονομία για τη σωματική ασθένεια και σωματική αδυναμία, αυτό δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Αλλά ποιός είναι αυτός που μας εμποδίζει να ταπεινωθούμε και να μετανοήσουμε; Δεν χρειάζονται σωματικές δυνάμεις, να είσαι νέος και ακμαίος, για να έχεις ταπεινό φρόνημα και να μην αμαρτάνεις και να έχεις την καρδιά σου συντετριμμένη. Οι πάντες, νέοι και γέροι, υγιείς και ασθενείς, δυνατοί και αδύνατοι μπορούμε αυτή τη χάρη της μετάνοιας, που γεννάται μέσα από την ταπείνωση, να την έχουμε στην καρδιά μας. Αυτό είναι που θέλει ο Θεός από μας, τη δική μας καρδιά. Θα το καταφέρουμε αυτό, αν απελευθερώσουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά των παθών.

Η νηστεία είναι το πρώτο σκαλοπάτι, το οποίο μας οδηγεί σ’ αυτή την ανδρεία κατάσταση, που κόβει τα δεσμά των παθών. Και στη συνέχεια να προχωρήσουμε με περισσότερο θάρρος στον πνευματικό αγώνα, να αποβάλουμε την κακία, την πονηριά και όλα όσα αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού. Και προπάντων ας εγκολπωθούμε την αγία ταπείνωση. Ο ταπεινός μπορεί να μετανοήσει, να προσευχηθεί, να αποκτήσει υγεία ψυχής και σώματος. Ο υπερήφανος δεν μπορεί να μετανοήσει, δεν μπορεί να καταλάβει την πραγματικότητά του, αφού αισθάνεται ότι δεν έχει ανάγκη από τον Θεό και από κανένα, δεν αισθάνεται ποτέ ένοχος. Πάντοτε έχει δίκαιο, δεν ζητά συγγνώμη και πάντοτε βρίσκεται μέσα στη δικαίωση του εαυτού του. Αλλά δυστυχώς πάντοτε βρίσκεται μέσα στο σκότος της απουσίας του Χριστού, γιατί ο Θεός κατοικεί σε αμαρτωλές καρδιές, που είναι ταπεινές και μετανοούν αλλά ποτέ σε υπερήφανες καρδιές. Στους υπερηφάνους αντιτάσσεται.

Ας λάβουμε λοιπόν την απόφαση σ’ αυτή την ευλογημένη περίοδο, μαζί με τη σωματική άσκηση των αγίων νηστειών να αγωνιστούμε περισσότερο στη μετάνοια. Να βρούμε την ευλογημένη κατάσταση της μετανοίας, να κλάψουμε μπροστά στον Θεό, να ζητούμε τον Θεό τον ίδιο και βλέποντας πόσο ο Θεός μας αγάπησε και πόσο εμείς είμαστε μακριά Του, να πονούμε. Αυτή η απόσταση η δική μας από τον Θεό να είναι για μας πόνος, δάκρυ, αγωνία προσευχής, ώστε να ζητούμε τον Θεό Πατέρα μας μέσα στην καρδιά μας. Και να είμαστε βέβαιοι ότι ο Θεός θα έρθει στην καρδιά μας, να μας παρηγορήσει και να μας πληροφορήσει για τη δική Του αγάπη και τη δική μας σωτηρία.

Μέσα στην Εκκλησία δεν ζούμε με ψέματα και ουτοπίες, δεν ζούμε με ηθικιστικές ευσέβειες, αλλά ζούμε την εμπειρία του Θεού. Ο Θεός είναι παρών και ο άνθρωπος καλείται να ζήσει τον Θεό ως τη μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής του. Απόδειξη όλοι οι Άγιοι που βίωσαν την παρουσία του Θεού. Έτσι θα είμαστε πραγματικά χριστιανοί, όπου το Ευαγγέλιο δούλεψε μέσα μας και έδωσε καρπούς και μεταμόρφωσε την ύπαρξή μας και την έκανε ναό του Αγίου Πνεύματος και σκεύος εκλογής του Θεού.
(Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας)
Περιοδικό «Παράκληση», Ι. Μητροπόλεως Λεμεσού
 Πηγή  Το είδαμε εδώ

Σάββατο, Φεβρουαρίου 08, 2014

Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος: "Οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι τὸ πιὸ ἐπικίνδυνο εἶδος μέσα στὴν ἐκκλησία"

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία "Ἡ θεραπεία ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ Φαρισαϊσμοῦ"
Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ ξέρετε, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι,  οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι τὸ πιὸ ἐπικίνδυνο εἶδος μέσα στὴν ἐκκλησία. Αὐτοὶ οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι ἐπικίνδυνοι. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάει ἀπ'αὐτούς. Ἔλεγε ἕνας ἁγιορείτης ὅταν ἔκαμνα μία φορὰ λειτουργία καὶ λέγαμε «Κύριε σῶσον τοὺς εὐσεβεῖς» λέει ἀστειευόμενος «Κύριε σωσον ἠμᾶς ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς» δηλαδὴ ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάει ἀπὸ τοὺς θρήσκους ἀνθρώπους, διότι θρῆσκος ἄνθρωπος σημαίνει μία προσωπικότης διεστραμμένη ἡ ὁποία οὐδέποτε εἶχε προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἁπλῶς μόνον κάμνει τὰ καθήκοντα τῆς ἀπέναντί Του, ἀλλὰ καμιὰ σοβαρὴ σχέση δὲν εἶχε γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δὲν λέει αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τίποτε. Καὶ σᾶς ὁμολογῶ καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν πείρα μου ὅτι δὲν εἶδα χειρότερους ἐχθρούς της ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς θρήσκους ἀνθρώπους.
Ὅταν παιδιὰ θρήσκων ἀνθρώπων ποὺ μεσ' τὴν ἐκκλησία ἢ καὶ παπάδων ἀκόμα καὶ θεολόγων καὶ ἀνθρώπων ποὺ κάνουν τοὺς θρήσκους καὶ τοὺς πολλοὺς ἐδοκίμασαν τὰ παιδιά τους νὰ γίνουν μοναχοὶ ἢ ἱερεῖς αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν χειρότεροι καὶ ἀπὸ δαίμονες. Ἐξανέστησαν ἐναντίον τῶν πάντων. Ἔγιναν οἱ χειρότεροι ἐχθροὶ τῶν ἀνθρώπων. Θυμᾶμαι γονεῖς ποὺ ἔφερναν τὰ παιδιὰ τοὺς εἰς τὶς ὁμιλίες καὶ ὅταν τὸ παιδὶ τοὺς κάποια στιγμὴ ἔκαμε ἕνα βῆμα παραπάνω ἔγιναν οἱ χειρότεροι ἄνθρωποι ποὺ ἔλεγαν τὰ χειρότερα λόγια.  Καὶ ἐγὼ τοὺς λέω:  Mὰ ἐσὺ ἔφερες τὸ παιδί σου στὴν ὁμιλία, δὲν τὸ ἔφερα ἐγώ.  Καὶ μία φόρα εἶπα σὲ ἕναν πατέρα ὅταν ἔβλεπα ὅτι ἡ κόρη τοῦ ,τέλος πάντων, εἶχε ζῆλο στὴν ἐκκλησία τοῦ λέω: Κοίταξε μὴν τὴν ξαναφέρεις στὴν ὁμιλία. Μὴν τὴν ξαναφέρεις νὰ τῆς μιλήσω διότι ἡ κόρη σου θὰ γίνει μοναχὴ καὶ....

 αὔριο θὰ σοὺ φταίω ἐγώ.  Ὄχι πάτερ μου, ἀλλοίμονο, ἐμεῖς σὲ λατρεύουμε. Καὶ ἔγινε ἡ κόρη τοῦ μοναχὴ ἑφτὰ χρόνια καὶ δὲν μοῦ μιλᾶ ἀκόμα. Ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχαναν ὁμιλία, ἔτσι,  δὲν ἔχαναν ὁμιλία. Ἦταν πάντοτε οἱ πρῶτοι. Ὁμιλίες, ἀγρυπνίες, βιβλία, ξέρω ‘γῶ τὰ πάντα. Καὶ ἔφερναν καὶ τὰ παιδιά τους καὶ ὅταν ἦρθεν ἡ ὥρα ποὺ τὸ παιδὶ τοὺς μέσα στὴν ἐλευθερία του, τέλος πάντων, ἀποφάσισε ἕναν δικό του δρόμο τότε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔγιναν τελείως στὸ ἀντίθετο στρατόπεδο καὶ ἀπέδειξαν ὅτι γιὰ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε μιλήσει ποτὲ μὲς τὴν δική τους τὴν καρδιά. Ἁπλῶς ἦταν θρῆσκοι ἄνθρωποι. Γιὰ αὐτὸ οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι τὸ πιὸ δύσκολο εἶδος μεσ' τὴν ἐκκλησία. Γιατί ξέρετε κάτι . Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καμιὰ φορᾶ δὲν θὰ θεραπευθοῦν. Γιατί νομίζουν ὅτι εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. Ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί, ξέρω ΄γῶ, οἱ χαμένοι ἂς ποῦμε, ἔτσι, αὐτοὶ ξέρουν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί. Γιὰ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες θὰ πᾶν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶπε στοὺς Φαρισαίους: Ἐσεῖς, ἐσεῖς ποὺ εἴσαστε θρῆσκοι δὲν θὰ πάτε ποτὲ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί οὐδέποτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε τὴν καρδιά τους. Ἁπλῶς ἀρκοῦνταν στὴν τήρηση τῶν θρησκευτικῶν τύπων.
Ἔτσι λοιπὸν ἐμεῖς ἂς προσέξουμε τὸν ἑαυτόν μας νὰ καταλάβομε ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα νοσοκομεῖο ποὺ μᾶς θεραπεύει μᾶς κάνει νὰ ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸν  καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία φλόγα ποὺ ἀνάβει μεσ' τὴν καρδιά μας καὶ νὰ ἐξετάζομε τὸν ἑαυτό μας ἐὰν βρισκόμαστε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν βλέπομε μέσα μᾶς ὅλες αὐτὲς τὶς κακίες καὶ τὶς ἀνιδιοτέλειες καὶ τὶς πονηρίες τότε πρέπει νὰ ἀνησυχοῦμε.  Γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι μέσα στὴν καρδιά μας καὶ νὰ 'μαστε γεμάτοι ξύδι.
Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ εἶσαι γεμάτος χολὴ ἐναντίον τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ διαβάζεις τὸ εὐαγγέλιο καὶ νὰ μὴν δέχεσαι τὸν ἀδερφό σου. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ λὲς ἔχω τόσα χρόνια στὴν ἐκκλησία, ἔχω τόσα χρόνια ποὺ 'μαι μοναχὸς κληρικὸς ἡ ὁτιδήποτε καὶ ὅμως τὸ ἄλφα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ποὺ 'ναι ἡ ἀγάπη. Ποῦ 'ναι τὸ νὰ  ὑπομένεις τὸν ἀδερφό σου, νὰ κάνεις λίγο ὑπομονὴ μὲ τὸ νὰ μὴν τὸ δέχεσαι σημαίνει τίποτα δὲν ἔκαμες. Τίποτα ἀπολύτως τίποτα. Τίποτα ἀπολύτως. Ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ πεῖ γιὰ τὶς παρθένες ἐκεῖνες ὅτι δὲν εἶχε καμιὰ σχέση μαζί τους. Τοὺς πέταξε ἔξω ἀπὸ τὸν νυμφώνα παρ' ὅλα ποὺ 'χαν ὅλες τὶς ἀρετὲς γιατί δὲν εἶχαν τὴν ἀγάπη. Διότι ἤθελε νὰ τοὺς πεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχετε ἀρετὲς ἐξωτερικὲς , μπορεῖ νὰ μείνατε παρθένες, μπορεῖ νὰ κάματε χίλια πράματα ἀλλὰ δὲν κατορθώσατε τὴν οὐσία αὐτοῦ ποὺ εἶχε σημασία ἀπ' ὅλα. Ἐὰν αὐτὸ δὲν τὸ καταφέρεις τί τὰ θέλεις τὰ ἄλλα ὅλα; Τί τὰ θέλω ἐγὼ τώρα ἂν τρώω λάδι σήμερα καὶ δὲν τρώω λάδι. Μπορεῖ νὰ μὴν τρώω λάδι ,ἂς ποῦμε καὶ νὰ τρώω τὸν ἀδερφό μου ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὴ νύχτα. Ἔλεγαν εἰς τὸ Ἅγιο Ὅρος λέει μὴν ρωτᾶς ἂν τρώω ψάρι. Τὸν ψαρὰ νὰ μὴν φαεῖς καὶ ψάρι φάε. Ἢ τὸν λαδὰ νὰ μὴν φαεῖς καὶ φάε μία σταξιὰ λάδι. Τὸ νὰ φάεις τὸν ἄλλον ἀπὸ τὴν γλώσσα εἶναι πολὺ χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ φᾶς μία κουταλιὰ λάδι. Καὶ ὅμως στέκομεν ἐκεῖ . Τρῶμε λάδι, δὲν τρῶμε λάδι, τρῶμε ψάρι, δὲν τρῶμε ψάρι. Ξέρω ‘γῶ βούτηξε τὸ κουτάλι στὸ ἄλλο φαγὶ καὶ μπορεῖ νὰ τσακωθοῦμε ἐκεῖ, νὰ σκοτωθοῦμε μὲ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο γιατί ἐβούτηξε τὸ κουτάλι προηγουμένως σὲ ἕναν ἄλλο φαΐ. Καταλαβαίνετε πόσο γελοία εἶναι ἐτοῦτα τὰ πράγματα καὶ μᾶς κοροϊδεύουν καὶ οἱ δαίμονες ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἐκτὸς ἐκκλησίας. Καὶ ὅταν μπαίνουν κοντά μας ἀντὶ νὰ βλέπουν τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐκκλησίας μεταμορφωμένους σὲ Χριστὸ Ἰησοῦ, νὰ 'ναι γλυκὺς ἄνθρωποι καὶ νὰ'ναὶ ὥριμοι ἄνθρωποι, ἰσορροπημένοι, ὁλοκληρωμένοι ἄνθρωποι, ἄνθρωποι γεμάτοι ἁρμονίας ἂς ποῦμε μέσα τοὺς μᾶς βλέπουν δυστυχῶς μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ πάθη μας καὶ ὅλες ἐκεῖνες τὶς ξινίλες μας καὶ λένε:  E, νὰ γίνω ἔτσι;  Καλύτερα νὰ μοῦ λείπει. 

Ἐσὺ ποῦ πᾶς στὴν ἐκκλησία τί σὲ ὠφέλησε ἡ ἐκκλησία; Ὅπως λέγαμε χτὲς πῆγες στὰ προσκυνήματα,  εἶδες τοὺς πατέρες, εἶδες τὰ ἅγια λείψανα, εἶδες τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν Παναγία τῆς Τήνου ὅλα αὐτὰ πήγαμε, ἤρθαμε. Ποιὸ τὸ ὄφελος τελικὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα; Μεταμορφώθηκε ἡ καρδιά μας;  Γίναμε πιὸ ταπεινοὶ ἄνθρωποι; Γίναμε πιὸ γλυκὺς ἄνθρωποι; Γίναμε πιὸ πραεῖς ἄνθρωποι εἰς τὸ σπίτι μας εἰς τὴν οἰκογένειά μας στὸ μοναστήρι μας; Ξέρω ‘γῶ ἐκεῖ ποὺ ἐργαζόμαστε. Αὐτὸ ἔχει σημασία. Ἐὰν δὲν τὰ καταφέραμε αὐτὰ τὰ πράγματα τουλάχιστον ἂς γίνομεν ταπεινοί.  Μέσα ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἂς γίνομαι ταπεινοί. Ἐὰν οὔτε καὶ αὐτὸ τὸ καταφέραμε τότε εἴμαστε ἄξιοι πολλῶν δακρύων, ἔτσι. Εἴμαστε γιὰ κλάματα. Διότι δυστυχῶς ὁ χρόνος περνᾶ καὶ χάνεται καὶ ἐμεῖς μετροῦμε χρόνια.

Ἔλεγε ὁ γέρων Παίσιος ὅταν τὸν ρωτοῦσαν: Γέροντα πόσα χρόνια ἔχεις ἐσὺ στὸ Ἅγιο Ὅρος;  Λέει:  Ἐγὼ ἦρθα τὴν ἴδια χρονιὰ ποὺ ἦρθε τὸ μουλάρι τοῦ γείτονα. Ὁ γείτονας τοῦ ὁ γερὸ-Ζῆτος εἶχε ἕνα μουλάρι καὶ ξέρετε στὸ Ἅγιο Ὅρος κάθε κελὶ ἔχει καὶ ἕνα ζῶο, ἕνα μουλάρι  ποὺ κουβαλοῦν τὰ πράγματά τους. Ε, τὸ ζῶο αὐτὸ ζεῖ πολλὰ χρόνια δὲν ἀγοράζεις κάθε μέρα μουλάρια, εἶναι ἀκριβά. Λοιπόν, τὴν χρονιὰ ποὺ ἦρθα ἐγὼ λέει στὸ Ἅγιο Ὅρος ἀγόρασε καὶ ὁ γείτονας τὸ μουλάρι του. Ἔχομε τὰ ἴδια χρόνια στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἀλλὰ τὸ καημένο ἐκεῖνο ἔμεινε μουλάρι καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο ἔμεινα. Δὲν ἄλλαξα. Λοιπὸν λέμε πολλὲς φορὲς ἐγὼ ἔχω σαράντα χρόνια καὶ τὸ λέμε ἐμεῖς οἱ παπάδες καὶ οἱ καλόγεροι αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἔχω σαράντα χρόνια στὸ μοναστήρι. Μὰ τὰ χρόνια εἶναι εἰς βάρος σου. Ὁ Θεὸς θὰ σοὺ πεῖ: Σαράντα χρόνια καὶ ἀκόμα δὲν κατάφερες νὰ γίνεις τίποτα; Ἔχεις σαράντα χρόνια ἀκόμα θυμώνεις, ἀκόμα κατακρίνεις, ἀκόμα ἀντιλογεῖς, ἀκόμα ἀντιστασαι, ἀκόμα δὲν ὑποτάσσεσαι;  Ἔχεις σαράντα χρόνια καὶ δὲν ἔμαθες τὸ ἄλφα, τὸ πρῶτο πράγματα τῆς μοναχικῆς ζωῆς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς; Τί νὰ κάμω τὰ χρόνια σου; Τί νὰ σὲ κάμω ἂν ἔχεις πενήντα χρόνια μὲ ψωμολογῆσε  καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀπαντήσεις στὸν ἄλλον μὲ ἕναν καλό του λόγο. Τί νὰ κάμω ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...