Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Αβύδου Κύριλλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Αβύδου Κύριλλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιουλίου 04, 2014

Συμπεράσματα για τη θέση του Πρώτου στην Ορθόδοξη Εκκλησία


• Είναι προφανές ότι η άσκηση της διακονίας του Πρώτου στη σύγχρονη εποχή έχει καταστή καθήκον κατά πολύ επαχθέστερο για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τόσο γιατί δεν υφίσταται πλέον Πενταρχία, αλλά η παρουσία 14 αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και αυτονόητα η μεταξύ τους ευκταία ομοφωνία έχει καταστή αγώνισμα επίπονο. Από την άλλη πλευρά όλες οι αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες οφείλουν να συμβάλουν στη σύσφιξη της μεταξύ τους ενότητας απαλλαγμένες από εθνοφυλετικές αγκυλώσεις και αναζήτηση χώρων επιρροής που πολλές φορές εξυπηρετούν αλλότριες πολιτικές σκοπιμότητες. Στον ορθόδοξο χώρο δε χωρεί η διάκριση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών, ούτε εκείνη μεταξύ των περισσότερο και ολιγώτερο ορθοδόξων
Πηγή:http://epanosifi.blogspot.gr/
Πηγή:http://epanosifi.blogspot.gr/
Ουδείς εξ άλλου δικαιούται να αυτοαναγορεύεται ως αυθεντικά ορθόδοξος. Κριτήριο αληθείας αποτελούσε και αποτελεί πάντοτε το ορθόδοξο φρόνημα. Το ορθόδοξο δε φρόνημα δεν μπορεί να ευρίσκεται έξω από τη διαχρονική δογματική και κανονική παράδοση και συνείδηση της Εκκλησίας.
• Το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας βάλλοντας κατά του Πρωτείου εξουσίας του επισκόπου Ρώμης, λανθανόντως ίσως, οδηγεί στην αποδυνάμωση της κανονικής θέσης του Οικουμενικού θρόνου, προδιαγεγραμμένης από αιώνες από τους ιερούς κανόνες και την κανονική παράδοση. Μια τέτοια όμως προσδοκία, έστω και λανθάνουσα, θέτει σε κίνδυνο την ενότητα τωνΟρθοδόξων Εκκλησιώνοι οποίες στην παρούσα συγκυρία όχι μόνο οφείλουν να επιλύσουν τα μεταξύ τους προβλήματα, αλλά και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου προβάλλοντας την ορθόδοξη μαρτυρία για την υπέρβασή τους. Εάν προτιμούμε να επικαλούμαστε τον Αγ. Κυπριανό Καρθαγένης, οφείλουμε να εγκύψουμε πρωτίστως στη θεολογική αποτίμηση, τα παραγωγικά αίτια και τις ολέθριες συνέπειες του σχίσματος που είναι διάσπαρτες σε όλο το έργο του, σε όλες τις επιστολές του και κυρίως στο πόνημά του De Unitate. Αυτό δε αφορά όλους μας.
• Με δεδομένο ότι η Ανατολή ουδέποτε μπορεί να αποδεχθεί για τον επίσκοπο Ρώμηςένα Πρωτείο εξουσίαςόπως το κατανοεί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και παρότι το κείμενο της Ραβέννας που αναγνωρίζει για την προ του σχίσματος περίοδο τον επίσκοπο Ρώμης ως πρώτον μεταξύ των Πατριαρχών επισημαίνει ότι «το ζήτημα περί του ρόλου του επισκόπου Ρώμηςεν τη κοινωνία όλων των Εκκλησιών εναπομένει να μελετηθή εις μεγαλύτερον βάθος»[184], το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας υπενθυμίζει το αυτονόητο για το χώρο της Ορθόδοξης Ανατολής. Το κείμενο της Ραβέννας εντάσσει τον επίσκοπο Ρώμης στο πλαίσιο της Πενταρχίας, τονίζει την αρχή της ομοφωνίας μεταξύ του Πρώτου και των άλλων Προκαθημένων στις κοινές τους αποφάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο και ασφαλώς δεν εξομοιώνειτον Πρώτο σε επαρχιακό  επίπεδο με τον Πρώτο σε παγκόσμιο επίπεδο
Η λειτουργία του Πρώτου σε τοπικό επίπεδο είναι διαφορετικής υφής με τη λειτουργία του Πρώτου σε επαρχιακό και με τη λειτουργία του Πρώτου σε παγκόσμιο επίπεδο.
• Οφείλει να συμφωνήσει κανείς με την επισήμανση του κειμένου του Πατριαρχείου Μόσχας ότι οθεσμός του Πρώτου στην ορθόδοξη Ανατολή είναι θεσμός κανονικός η εκκλησιαστικός. Η οιαδήποτε αναλογική αναγωγή στη Μοναρχία του Πατρός και στις ενδοτριαδικές σχέσεις δεν μπορεί για πολλούς λόγους να γίνει εύκολα αποδεκτή. Δεδομένου, για παράδειγμα, ότι ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό, αποτελών την αιτία του τρόπου της υπάρξεώς Του, δεν μπορεί να υπάρξει αναλογική σχέση μεταξύ Πρώτου και λοιπών επισκόπων, οι οποίοι λαμβάνουν την «ουσία» τους από το Αγ. Πνεύμα, από το οποίο και χειροτονούνται.
• Το κείμενο της Ραβέννας εξαγγέλλει ότι το περιεχόμενο του Πρωτείου και των προνομίων του επισκόπου Ρώμης θα συζητηθούν και θα καταγραφούν σε άλλο κείμενο στο μέλλον. Η κατανόηση των θεμάτων αυτών απαιτεί να ληφθεί υπόψη ότι ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως είχε τα ίσαΠρεσβεία με το θρόνο της Ρώμης και είχε τα προνόμια που του παρεχώρησαν οι θ´ και ιη´ κανόνες της Χαλκηδόνας. Παρομοίως οφείλει απαραιτήτως να μην αγνοηθεί ο α´ κανόνας της επί Ι. Φωτίου συγκληθείσης Συνόδου (879-80).
• Η άμεση η έμμεση αμφισβήτηση του Πρωτείου του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, της κεφαλής των Ορθοδόξων Εκκλησιών, έτσι όπως αυτό κατανοήθηκε στην Ανατολή επί τη βάσει των ιερών κανόνων και της κανονικής παραδόσεως και πρακτικής, συνιστά ανατροπή της παραδεδομένης κανονικής τάξεως και θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή της. Αυτό τονίζει και η από 12.3.1981 Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως[185], αναφερόμενη στον γ´ κανόνα της Β´ Οικουμενικής Συνόδου:
«Τούτο λέγομεν μόνον, ότι τω πνεύματι των θεσπισάντων τον κανόνα τούτον Θεοφρόνων Πατέρων στοιχούσα η καθ᾽ ημάς Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και προς το αγιώτατον και ύπατον της Εκκλησίας συμφέρον αποβλέπουσα, ήσκησε και ενήργησε, κατά καιρούς, το εις αυτήν υπό της Οικουμενικής ταύτης Συνόδου ανατεθέν ιερόν χρέος εκκλησιαστικήςδιακονίας, ουδαμώς δε πρόκειται ίνα αποστή της συνεχίσεως καταβολής της διακονίας ταύτης, εν τω πλαισίω και υπό το φως πάντοτε του πνεύματος των υπό της Αγίας Β´ Οικουμενικής Συνόδου θεσπισθέντων.
Τούτο δε και μόνον, ίνα μαρτυρήση, ότι οι θεόπνευστοι Πατέρες της Β´ Οικουμενικής εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου, εν τη ευρυτέρα προοπτική αυτών, όντως υπέρ της ευτάκτου ιεραρχικής δομής της Εκκλησίας, απεφήναντο, και ότι η από της καθ᾽ ημάς Εκκλησίας άσκησις του χρέους τούτου εις ουδέν έτερον αποβλέπει, ειμή μόνον εις την συνοχήν τηςΟρθοδοξίας και την εν τη συνοχή ταύτη αναδομήν της Εκκλησίας του Χριστού εν τη πλήρεις αυτής ενότητι, κατά την παράδοσιν της Μιας και αδιαιρέτου Εκκλησίας».
• Είναι κοινός τόπος ότι η συμμετοχή στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς είναι χρέος και καθήκον των Ορθοδόξων, ανταποκρινόμενη στην εντολή του Χριστού και στην προσευχή της Εκκλησίας για την ενότητα. Οφείλει να είναι ένας διάλογος αληθείας και έκαστος με τη συμμετοχή του και την παρουσία του οφείλει να συμβάλει σ᾽ αυτό.
• Το παρόν κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας δεν αδικεί απλά την ιστορική πραγματικότητα, τους κανονικούς θεσμούς και την κανονική παράδοση, δεν αδικεί μόνο το κείμενο της Ραβέννας και τους συντάκτες του, αδικεί την ίδια την Εκκλησία της Ρωσσίας, η οποία μετά από μια μακρά περίοδο αναγκαστικής αποτελμάτωσης έχει να παρουσιάσει εντυπωσιακή και λαμπρή πρόοδο σε πολλούς τομείς, για την οποία ο κάθε καλόπιστος χριστιανός μπορεί μόνο να χαίρεται και να καυχάται. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αποστερούν όμως από κανένα το δικαίωμα της διαφωνίας, η οποία προσφέρεται απολύτως καλόπιστα προς προβληματισμό και διάλογο και ασφαλώς δε διαθέτει το τεκμήριο τουαλαθήτου.
[Τέλος]
[184]. http://www.ec–patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=848&tla=gr (σελ. 11).
[185]. Βλ. Επίσκεψις 254 (1981) άρθρ. 22. Εκκλησία ΝΗ´ (1981) 294.

Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2014

Η συμφωνία των αυτοκεφάλων Εκκλησιών στα μεγάλα εκκλησιαστικά ζητήματα


IV. Συμπερασματικές θεωρήσεις
Με βάση τους ιερούς κανόνες και την κανονική παράδοση δύο χιλετιών μέσα στα σύγχρονα δεδομένα της ύπαρξης πλειόνων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών οδηγείται κανείς στις εξής διαπιστώσεις:
• Ανάμεσα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες υπάρχουν αυτές που είναι τετιμημένες με Πρεσβεία τιμής και εκείνες που δεν απολαμβάνουν Πρεσβείων τιμής. Τα Πρεσβεία τιμής σε συγκεκριμένους εκκλησιαστικούς θρόνους συνάπτονται με άσκηση υπερτοπικής δικαιοδοσίας από αυτούς σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο που προσδιορίζεται είτε από τους ιερούς κανόνες είτε στη διάρκεια των συζητήσεων και συνεδριών των Οικουμενικών Συνόδων και καταγράφονται στα πρακτικά τους. Όπως όμως ακριβώς κατά την α´ χιλιετία η Εκκλησία της Κύπρου δεν απελάμβανε Πρεσβείων τιμής, κατά τον ίδιο τρόπο όλες οι άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες που δημιουργήθηκαν κατά τη β´ χιλιετία δεν απολαμβάνουν Πρεσβείων τιμής, τα οποία εδόθησαν και μπορούν περαιτέρω να δοθούν μόνο από Οικουμενική Συνόδο. Τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία καθορίζονται από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Μια νέα Οικουμενική Σύνοδος οφείλει, επίσης, να επικυρώσει την αυτοκεφαλία εκείνων των ορθοδόξων Εκκλησιών που δεν προβλέπονται από τους ιερούς κανόνες.
synaxis2014AA2
• Τα Πρεσβεία τιμής των θρόνων Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι μεταξύ τους διέθεταν ίσα Πρεσβεία, συνάπτονται από τους ιερούς κανόνες με εξαιρετικά προνόμια, τα οποία δε διέθεταν τα υπόλοιπα Πατριαρχεία της Ανατολής.
• Η απονομή των συνδεδεμένων με άσκηση εξουσίας  Πρεσβείων τιμής είναι εννοιολογικά κάτι το ξεχωριστό από την τάξη Προκαθεδρίας, η οποία καθορίζεται από τους ιερούς κανόνες για τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και για τις νεώτερες Ορθόδοξες Εκκλησίες μετέπειτα κατά κανόνα οφείλει να καθορίζεται από τη χρονική προτεραιότητα ανακήρυξης μιας Εκκλησίας ως αυτοκεφάλου.
• Με τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας και την υπαγωγή των διοικήσεων Ασιανής, Ποντικής και Θρακικής στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και οι πέντε πατριαρχικοί θρόνοι ασκούν επίσημα πλέον υπερτοπική δικαιοδοσία σε περιγεγραμμένους γεωγραφικούς χώρους.
• Στην Ανατολή με βάση τους κανόνες θ´ και ιζ´ της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως απετέλεσε το θρόνο τον τιμηθέντα με το εξαιρετικό προνόμιο κρίσης μειζόνων υποθέσεων άλλων Εκκλησιών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ούτε δικαιούται να παραιτηθεί, ούτε μπορεί να αποστερηθεί του δικαιώματος κρίσεως υποθέσεων, οι οποίες προσάγονται σ᾽ αυτό κατόπιν προσφυγής του ενδιαφερομένου η των ενδιαφερομένων. Το κύρος (και η ισχύς) των κανόνων της Σαρδικής και η δι᾽ αυτών προνομιακή θέση του θρόνου της Ρώμης (μέχρι το θ´ αιώνα) είναι θέμα ιστορικά αδιαπραγμάτευτο. Αυτό όμως σε κάθε περίπτωση δε σημαίνει αναγνώριση Πρωτείου εξουσίας του επισκόπου Ρώμης επί της ανά την οικουμένη Εκκλησίας από ιερούς κανόνες που επικυρώθηκαν μάλιστα από την Πενθέκτη.
• Κατά τον θ´ αιώνα –παράλληλα με την ενεργό λειτουργία του θεσμού της Πενταρχίας για δογματικά και υψίστης σημασίας κανονικά θέματα– έχει ήδη καταστή συνειδητή η διάκριση μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, ούτως ώστε να απαγορεύεται αμοιβαία η επέμβαση σε κριθέντα θέματα ανάμεσα στις δύο ευρύτερες αυτές περιφέρειες. Αυτό μεταξύ άλλων υποδηλώνει και ο τίτλος που απεδόθη στον επίσκοπο Ρώμης ως Πατριάρχου της Δύσεως και δικαιολογεί τη διαμαρτυρία της Ανατολής[181], όταν ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ´ απέβαλε αυτό τον τίτλο, δεδομένου ότι η μεταξύ τους σύγκλιση καθίσταται έτσι δυσκολώτερη.
• Ασφαλώς και τα Πρεσβεία τιμής δεν περιήλθαν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως μετά τη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τη Ρώμη, ως δεύτερης στην τάξη προκαθεδρίας[182]. Ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως μετείχε ήδη εξ ίσου στα προνόμια του πρώτου θρόνου βάσει των κανονικών αποφάσεων της Β´ και Δ´ Οικουμενικής Συνόδου.
• Όπως όμως κατά την α´ χιλιετία η επίλυση δογματικών ζητημάτων η υψίστης σημασίας κανονικών ζητημάτων απαιτούσε τη συμφωνία των πέντε Πατριαρχείων κατά τον ίδιο τρόπο η αντιμετώπιση παρομοίων προβλημάτων οφείλει να έχει τη συμφωνία όλων των κατά τόπους αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Ως ύψιστο κανονικό ζήτημα, όπως προκύπτει από τις πηγές, είναι η κανονικήεκλογή Προκαθημένου σε μια κατά τόπου ΕκκλησίαΩσαύτως και η ανακήρυξη του αυτοκεφάλου μιας νέας Εκκλησίας, αποκλειστικό προνόμιο του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, όπως καταδεικνύουν και τα χαρακτηριστικά παραδείγματα τηςΕκκλησίας της Γεωργίας και της Πολωνίας, οφείλει να τύχει της αναγνώρισης όλων των υπολοίπων αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Παρότι η αναγκαία ομοφωνία καθιστά δύσκαμπτο το χειρισμό και την επίλυση των κανονικών αυτών προβλημάτων, εν τούτοις είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ούτε οφείλει να υπάρξει μηχανισμός πειθαναγκασμού της διαφωνούσης μειοψηφίας, ώστε να επιβληθεί η καθολική εφαρμογή των αποφάσεων της πλειοψηφίας. Μια τέτοια πρακτική θέση που απαιτεί την ομοφωνία και προσβλέπει στην ειρήνη μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών εξασφαλίζει την απρόσκοπη εφαρμογή και λειτουργία του πνεύματος του 34ου κανόνα των Αποστόλων στα σύγχρονα δεδομένα, όπως αυτό ακριβώς συνέβαινε για δογματικά και σημαντικά κανονικά ζητήματα κατά την α´ χιλιετία. Η θέση βεβαίως αυτή τελικά καταργεί de facto τη διάκριση μεταξύ των απολαυόντων και μη απολαυόντων Πρεσβείων τιμής από τους ιερούς κανόνες εκκλησιαστικών θρόνων.
• Ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως ως πρώτος στην τάξη των Πρεσβείων στο χώρο της Ανατολής ασκεί μια διακονία συντονισμού για την επίλυση διορθοδόξου ενδιαφέροντοςζητημάτων με σκοπό τη διασφάλιση της ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το ίδιο συμβαίνει και στις πρωτοβουλίες για την κατόπιν διαλόγου προσέγγιση των άλλων χριστιανικών ομολογιών. Οι κατά τόπους αυτοκέφαλες Εκκλησίες διατηρούν τη μεταξύ τους κοινωνία και ενότητα εκφραζομένη στην κοινωνία και ενότητα των Προκαθημένων τους και στην ενεργοποίηση του συνοδικού θεσμού, όποτε αυτό είναι απαραίτητο.
•  Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει αναλάβει την πρωτοβουλία της σύγκλησης των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της κατ᾽ Ανατολάς Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας «εν συνεννοήσει μετά των Προκαθημένων των επί μέρους Εκκλησιών». Η δέσμευση όμως αυτή εξαντλείται σ᾽ αυτές και δεν αφορά οποιαδήποτε άλλη πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου που έχει διορθόδοξο η διαχριστιανικό βεληνεκές. (Είναι τουλάχιστον απρεπές να ζητείται η συναίνεση των υπολοίπων Προκαθημένων, δια να έχει οΟικουμενικός Πατριάρχης το δικαίωμα να ομιλεί και να πράττει.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι το σημαντικότερο εκκλησιαστικό γεγονός του κ´ αιώνα, η άρση τωναναθεμάτων με τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, στις 7.12.1965, έγινε από ορθοδόξου πλευράς υπόμόνου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επειδή δε η πράξις αυτή αποτελούσε κοινή απαίτηση και εξέφραζε τη συλλογική εκκλησιαστική συνείδηση έγινε κατόπιν δυνατή η έναρξη του διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς). Παρομοίως ισχύει η δέσμευση της ομοφωνίας στιςαποφάσεις των Προσυνοδικών Διασκέψεων η τις αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου[183].
[Συνεχίζεται]
 
[181]. Βλ. το Ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου «επί τη καταργήσει υπό του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου του ΙΣΤ´ του τίτλου “Πατριάρχης της Δύσεως“»,  http://www. ecpatr.gr/docdisplay.php.
[182]. Αυτό υποστηρίζει το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας, οπ.παρ.: «После разрыва евхаристического общения между Римом и Константинополем в середине XI века первенство в Православной Церкви перешло к следующей в порядке диптиха кафедре—Константинопольской».
[183]. Κανονισμός Λειτουργίας Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων, Άρθρ. 2, 16, Επίσκεψις 369 (1986), 2, 5. Βλ., επίσης, Μήνυμα της Συνάξεως των Προκαθημένων Ορθοδόξων Εκκλησιών (Φανάριον, 6-9 Μαρτίου 2014), http://www.ec-patr.org/docdisplay.php? lang=gr&id=1873&tla=gr

Κυριακή, Ιουνίου 22, 2014

Πρωτείο και εκλογή των Πατριαρχών

Το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας ισχυρίζεται ότι η αποδοχή Πρώτου καταργεί τη μυστηριακή ισότητα μεταξύ των ᾽Επισκόπων[175]. Το ίδιο υπαινίσσεται και για τη αποδοχή Πρώτου έχοντος Πρεσβείον τιμής με συγκεκριμένες κανονικές αρμοδιότητες, την ύπαρξη του οποίου αρνείται. Γιατίόμως αυτό δε συμβαίνει σε επαρχιακό επίπεδοΕάν η αναγνώριση Πρώτου σε παγκόσμιο επίπεδο καταλύει την όντως υφισταμένη μυστηριακή ισότητα μεταξύ τωνΕπισκόπων, τότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει Πρώτος ούτε στο επαρχιακό επίπεδο Τότε δε θα έπρεπε να υπάρχει εκκλησιαστική ιεραρχία, αλλά ο κάθε επίσκοπος να θεωρείται και να είναι απολύτως αυτοκέφαλος. Όπως όμως, αυτονόητα, υπάρχει ιεραρχία στο επαρχιακό επίπεδο που δεν καταλύει ασφαλώς τη μυστηριακή ισότητα των επισκόπων, κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχει ιεράρχηση μεταξύ των κατά κατά τόπους Εκκλησιών και αυτονόητα στην ιεράρχηση υπάρχει πάντα οΠρώτος.
Πηγή:http://fanarion.blogspot.gr/
Πηγή:http://fanarion.blogspot.gr/
Είναι γνωστό από την εκκλησιαστική ιστορία ότι αρχικά και μέχρι την Α´ Οικουμενική Σύνοδο οι επίσκοποι εξελέγοντο από πλησιοχώρους και γειτνιάζοντες επισκόπους. Η Α´ Οικουμενική Σύνοδος λαβούσα υπόψη της τη διοικητική πολιτική διαίρεση σε επαρχίες διαμορφώσασα το Μητροπολιτικό σύστημα όρισε την εκλογή κάθε επισκόπου της επαρχίας από τους επισκόπους της επαρχίας μαζί με τον Μητροπολίτη, ενώ η εκλογή του τελευταίου εγίνετο από όλους τους υπ᾽ αυτόν επισκόπους[176]. Η διαμόρφωση του Πατριαρχικού συστήματος δικαιολογεί αναλογικά την εκλογή του Πατριάρχη από Μητροπολίτες του κάθε Πατριαρχείου.
Η διοικητική αυτή εξέλιξη, δηλ. η εκλογή Πατριάρχου για θρόνο τετιμημένο με Πρεσβεία, ασφαλώς και δε συνδέθηκε από τους ιερούς κανόνες με την απονομή απότους ίδιους Πρεσβείων σε συγκεκριμένους τόπους. Πατριαρχεία δε κατέστησαν αρχικά κατά την α´ χιλιετία μόνο οι εκκλησιαστικές έδρες, στις οποίες είχαν απονεμηθεί Πρεσβεία. Έτσι η Εκκλησία της Κύπρου κατέστη αυτοκέφαλος με το κανόνα η´ της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου[177], δεν αναγνωρίστηκε όμως ως Πατριαρχείο, ούτε διέθετε Πρεσβεία τιμής.
Ενώ λοιπόν οι ιεροί κανόνες απέδωσαν Πρεσβεία σε συγκεκριμένους εκκλησιαστικούς θρόνους που έγιναν στη συνέχεια Πατριαρχεία με απόδοση ίσων πρεσβείων στην Κωνσταντινούπολη για την Ανατολή και στη Ρώμη για τη Δύση, με «ελάττωσιν» και «υποβιβασμόν» όμως της τιμής για τα άλλα πατριαρχεία της Ανατολής, δεδομένων και των προνομίων που δόθηκαν δια των κανόνων θ´ και ιζ´ της Χαλκηδόνας στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως[178], δεν συνέδεσαν τα συγκεκριμένα αυτά Πρεσβεία με τον τρόπο εκλογής των φορέων τους, δηλ. των πέντε Πατριαρχών. Τούτο δε συνέβη, διότι, όπως έχει αναφερθεί, τα Πρεσβεία αφορούν τόπο καιόχι πρόσωπα η πρόσωπα που αποτελούν το φορέα τους.
Είναι προφανές ότι η αντίληψη και η βαρύτητα της αποστολικότητας της εκκλησιαστικής αυθεντίας η της πολιτικής σημασίας η των δύο αυτών των παραγόντων που συνέτρεχαν σε ένα τόπο υπερίσχυσε της αντίληψης κατά την οποία ο Μητροπολίτης της οποιασδήποτε επαρχίας έπρεπε να εκλέγεται από τους επισκόπους της επαρχίας του, πράγμα που αναλογικά θα εσήμανε ότι ο Πρώτος σε παγκόσμιο επίπεδο θα έπρεπε να εκλέγεται από τους άλλους Πατριάρχες η Προκαθημένους σήμερα των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών. Εάν αυτό το προέβλεπαν όμως οι ιεροί κανόνες, όπως αυτό φαίνεται να επιθυμεί το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας, θα έπρεπε –αναλογικά με τα της εκλογής του Μητροπολίτου προβλεπόμενα– και οι Προκαθήμενοι των κατά τόπους Εκκλησιών να εκλέγωνται όχι από τους υπ᾽ αυτούς Μητροπολίτες, αλλά –αναλογικά με τα ισχύοντα για τους Μητροπολίτες– από τους άλλους Προκαθημένους.
Αυτό ασφαλώς θα κατέλυε, όπως ορθά επισημαίνει το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας[179], για την εκλογή του Πρώτου σε παγκόσμιο επίπεδο, την αυτοκεφαλία των κατά τόπους Εκκλησιών. Άλλωστε το κείμενο της Ραβέννας υιοθετώντας την αρχή της ομοφωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο, υιοθετώντας δηλ. το πνεύμα του 34ου κανόνα, των Αποστόλων που αναφέρεται στο τοπικό επίπεδο, δεν εξομοιώνει τη θέση του Μητροπολίτου μιας επαρχιακήςσυνόδου με αυτή του Πρώτου στο πλαίσιο της Πενταρχίας. Έτσι ο τελευταίος δεν υποχρεούται, για παράδειγμα, δις του έτους στην ενεργοποίηση του συνοδικού θεσμού, κάτι που είναι υποχρεωτικό για το Μητροπολίτη μιας επαρχίας σύμφωνα με τον ε´ κανόνα της Α´ Οικουμενικής συνόδου[180].
Εκείνο το οποίο επιτυγχάνει το κείμενο της Ραβέννας είναι η ένταξη του επισκόπου Ρώμης στο πλαίσιο της Πενταρχίας και η υποχρεωτική ομόφωνη λήψη αποφάσεων για δογματικά και υψίστης σημασίας κανονικά ζητήματα. Υπό την έννοια αυτή το σημείο ομοφωνίας Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών αποτελεί σημαντική πρόοδο στο μεταξύ τους διάλογο, είναι η αποδοχή μιας θέσης που συμφωνεί απόλυτα με την ορθόδοξη Εκκλησιολογία, την κανονική πρακτική αιώνων και την ιστορική πραγματικότητα.
Το γεγονός όμως ότι κατά τους ιερούς κανόνας οι Προκαθήμενοι των με Πρεσβεία τετιμημένων θρόνων δεν εκλέγονται μεταξύ τους, ουδόλως σημαίνει ότι είναι και λειτουργούν εντελώς αυτόνομα. Η εκλογή κάθε Πατριάρχου ηλέγχετο από τους υπολοίπους τόσο ως προς την κανονικότητα της εκλογής, όσο και ως προς την ορθοδοξία του εκλεγέντος προσώπου. Αυτό το νόημα είχαν και έχουν τα ακολουθούντα την εκλογή «Ειρηνικά–Συνοδικά» γράμματα που ουδόλως συνιστούν μια τυπική διαδικασία. Ανεφέρθη ήδη το παγκοίνως γνωστό παράδειγμα του Ιγνατίου και του Ι. Φωτίου. Εάν μετά την εκλογή ανέκυπτε πρόβλημα Ορθοδοξίας, έπαυε η μεταξύ τους κοινωνία. Σε περίπτωση καθαιρέσεως η εκπτώσεως ενός Πατριάρχου, η εσωτερική αυτή πράξη των Μητροπολιτών ενός Πατριαρχείου, έπρεπε και πρέπει να γίνει αποδεκτή από τους υπολοίπους, είτε άμεσα, όπως το θέλει ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, είτε έμμεσα με τηναναγνώριση του διαδόχου του.
Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν εμφανώς ότι οι Πατέρες των Οικου-μενικών Συνόδων απέδωσαν Πρεσβεία τιμής σε συγκεκριμένους εκκλησιαστικούς θρόνους μη συνδέοντας άμεσα την εκλογή των φορέων τους από τους υπόλοιπους εκκλησιαστικούς θρόνους, στους οποίους αποδόθηκαν Πρεσβεία τιμής. Κατά συνέπεια δε συνέδεσαν και δε ζήτησαν την αναλογική εφαρμογή σε παγκόσμιο επίπεδο των διατάξεων που αφορούν την εκλογή του Πρώτου σε τοπικό επίπεδο. Ούτε το κείμενο της Ραβέννας αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Αυτό όμως φαίνεται να επιζητούν οι συντάκτες του κειμένου του Πατριαρχείου Μόσχας. Επειδή όμως δε συμβαίνει αυτό, θεωρούν ότιδικαιούνται να αρνούνται την ύπαρξη Πρώτου με τις συγκεκριμένες αρμοδιότητεςπου του απονέμουν οι ιεροί κανόνες και η κανονική παράδοση.
[Συνεχίζεται]
[175]. Βλ. στο πρωτότυπο κείμενο, οπ.παρ.: «Таковое признание, упраздняя сакраментальное равенство епископата».
[176]. Κανόνες δ´, ε´, στ´, του Α´ Οικουμενικής Συνόδου Ρ. Π., Β´, 122, 124-125, 128.
[177] Ρ. Π., Β´, 203-204.
[178]. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ερμηνεία του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου για ισότητα τιμής και τάξεως όλων των πατριαρχικών θρόνων. Βλ. Πηδάλιον, Αθήναι 1970, 157-158.
[179]. Στόκείμενο, οπ. παρ.: «…следствием которой становится умаление или даже упразднение автокефалий Поместных Церквей».
[180]. Ρ. Π., Β´, 124-125.

Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2014

Η έννοια του Πρωτείου Τιμής στην Ορθόδοξη Εκκλησία


• Καταδεικνύεται από τα πρακτικά των δύο Συνόδων ότι ο θεσμός της Πενταρχίας ήταν ενεργός και αυτός αποτελούσε την υψίστη αρχή για τη λήψη των αποφάσεων που αφορούσαν δογματικά και μείζονα κανονικά θέματα. Είναι σημαντικό ότι με τον ιγ´ κανόνα της Συνόδου των ετών 869-870 ο επίσκοπος Ρώμης εντάσσεται στην Πενταρχία των Πατριαρχών, κρινόμενος, όποτε ήθελε χρειαστεί, υπ᾽ αυτής[170].
• Παράλληλα, κατά τη Σύνοδο του 879-80 καταδεικνύεται η διαμόρφωση εκκλησιαστικών ορίων μεταξύ Ανατολής και Δύσεως ως δύο ανεξαρτήτων δικαιοδοσιών που θα οδηγηθούν κατόπιν στην τέλεια αυτονόμηση και αλλοτρίωση με το μεταξύ τους σχίσμα. Σε όλα δε τα συζητούμενα θέματα εκφράζεται η άποψη της Ρώμης και ακολουθεί η ενιαία άποψη των θρόνων της Ανατολής. Η αναγνώριση των δύο αυτών ανεξαρτήτων δικαιοδοσιών καταδεικνύεται και από τον πρώτο Κανόνα[171] της Συνόδου 879-880, για τον οποίο έγινε λόγο ανωτέρω και με τον οποίο απηγορεύετο η ανάμειξη της μιας στη δικαιοδοσία της άλλης σε δικαστικές υποθέσεις.
Πηγή:http://1myblog.pblogs.gr/
Πηγή:http://1myblog.pblogs.gr/
• Για την Ανατολή αναγνωρίζεται ο προέχων ρόλος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο προκύπτει με σαφήνεια και από την ήδη ανωτέρω μνημονευθείσα και αξία επαναλήψεως κατάθεση του επισκόπου Μαρτυρουπόλεως Βασιλείου, τοποτηρητού του θρόνου της Αντιοχείας στη σύνοδο:
«Οι των καθ᾽ ημάς θρόνων μέγιστοι Αρχιερείς, επί πλείον αδιάσπαστον την προς τον αγιώτατον πατριάρχην Φώτιον γνώμην έχοντες, αφ᾽ ου και εις τον αρχιερατικόν ανηνέχθη βαθμόν, επί τούτω και ημάς απέστειλαν, δόντες εξουσίαν και αυθεντίαν Φωτίω τω αγιωτάτω πατριάρχη, ίνα ει τις, καν τε του ιερατικού καταλόγου είη, καν τε του λαϊκού τάγματος, ευρεθείη εαυτόν της αγίας του Θεού Εκκλησίας χωρίζων, το δοκούν τη αγιωσύνη αυτού εις τους τοιούτους διαπράττηται ως ουν και την των ανατολικών θρόνων εξουσίαν ειληφώς και της των  Ρωμαίων αυθεντίας το κύρος προσλαβόμενος, καθώς αρτίως ηκούσαμεν, μάλλον δε προέχων εκΘεού ως αρχιερεύς μέγιστος, ους αν δήση τω του Παναγίου Πνεύματος αλύτω δεσμώ έχομεν και ημείς δεδεμένους και ους αν λύση, έχομεν και ημείς λελυμένους»[172].
Είναι προφανές από το παραπάνω απόσπασμα, δεδομένου ότι και οι εκπρόσωποι των άλλων Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων πάντοτε συμπλέουν με τις θέσεις του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως[173], ότι ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί την κεφαλή των θρόνων της Ανατολής, αφού οι τελευταίοι χωρίς άλλο αναγνωρίζουν την αυθεντία του και τη δικαστική του κρίση. Εξ αυτού του λόγου ακριβώς ο πρώτος κανών της Συνόδου αυτής κάνει λόγο για την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών κρίσεων μεταξύ πάπα Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως και ουδόλως αναφέρεται στους άλλους πατριαρχικούς θρόνους τηςΑνατολής. Με τον κανόνα αυτό δίδεται τέλος (θεωρητικά τουλάχιστον, ενώ η πράξηοφείλει να ερευνηθεί) σε οποιαδήποτε αρμοδιότητα του επισκόπου Ρώμης σε δικαστικές υποθέσεις της Ανατολής, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν έρεισμα στους κανόνες της Σαρδικής.
Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι ο ισχυρισμός του Πατριαρχείου Μόσχας ότι δεν υπήρξε και δεν υπάρχει Πρώτος με ουσιαστικές αρμοδιότητες σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι αυτός ο Πρώτος θα έπρεπε αναγκαστικά να ασκεί Πρωτείο υπό την έννοια που κατανοεί αυτό η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, καταδεικνύεται ιστορικά ατεκμηρίωτος. Η ιστορική πραγματικότητα δεν είναι τόσο πολωτική, όσο θέλει να εμφανίζεται από το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας. Το γεγονός ότι η ορθόδοξος Ανατολή απορρίπτει το Πρωτείο εξουσίας του επισκόπου Ρώμης, αυτό δε σημαίνει ότι αποδέχεται ένα απογυμνωμένο Πρωτείο τιμής, το οποίο είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει, είναι ένα και το αυτό πράγμα.
Ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως διέθετε Πρωτείο τιμής, όχι βεβαίως απογυμνωμένο από κάθε αρμοδιότητα –όπως θέλει το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας– και κατά την πρώτη χιλιετία, όταν ακόμα η κοινωνία με τη Ρώμη δεν είχε διαρραγεί. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως μετέχων στην Ανατολή των ίσων Πρεσβείων του Πρώτου θρόνου της Εκκλησίας αποτελούσε την κεφαλή όλων των Πατριαρχείων της Ανατολής ως ο «προέχων» αυτής θρόνος. Εξακολούθησε δε να παραμένει και κατά τη δευτέρα χιλιετία, όταν και εκ των ιστορικών συγκυριών ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως εκπροσωπούσε ενώπιον της Υψηλής Πύλης όλα τα Πατριαρχεία της Ανατολής[174] που κατά μεγάλες ιστορικές περιόδους εκλονίζοντο από προβλήματα έσωθεν η έξωθεν προερχόμενα.
Η ιστορία, οι κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων  και η κανονική πρακτική καταδεικνύουν τον πρωτεύοντα ρόλο του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και το περιεχόμενο αυτού του ρόλου.
Το δεύτερο επιχείρημα του κειμένου του Πατριαρχείου Μόσχας, όπως και ανωτέρω εξετέθη, είναι ότι, εάν υπήρχε Πρωτείο σε παγκόσμιο επίπεδο θα έπρεπε ο Πρώτος και η διαδικασία εκλογής του να μεταφερθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Προφανώς το κείμενο εννοεί ότι, εάν στην Εκκλησία υπήρχε ο «Οικουμενικός Αρχιερεύς», αυτός θα έπρεπε να εκλέγεται από τους Προκαθημένους των Εκκλησιών κατ᾽ αναλογική εφαρμογή των κανονικών διατάξεων που προβλέπουν ότι η εκλογή του Πρώτου σε επαρχιακό επίπεδο γίνεται από τους υπ᾽ αυτόν Μητροπολίτες. Στην Ορθόδοξη όμως Εκκλησία δεν υπάρχει –πολύ απλά– ο «Παγκόσμιος Αρχιερεύς».
Και μόνη η χρήση του όρου «Παγκόσμιος Αρχιερεύς» που παραπέμπει στον επίσκοπο Ρώμης και το Παπικό Πρωτείο καταδεικνύει ότι το ρωσσικό κείμενο τείνει εκούσια η ακούσια να ταυτίσει στην αντίληψη του αναγνώστη το Παπικό Πρωτείο, όπως αυτό κατανοήθηκε στη Δύση και δη όπως κατεγράφη στην απόφαση της Α´ Βατικανής (1870), με την κατανόηση του Πρωτείου του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως στην ΑνατολήΟυδέποτε στηνΑνατολή έγινε λόγος για Οικουμενική Εκκλησία επί της οποίας κυριαρχεί ο οΠρώτος. Ουδέποτε ασφαλώς στην Ανατολή έγινε δεκτή η ύπαρξη «Οικουμενικού Αρχιερέως» η ενός Πρωθιεράρχου.
Το αναγνωριζόμενο Πρεσβείο τιμής, εξ ου απορρέει το Πρωτείο στην Ανατολή, δεν αφορά πρόσωπο, άλλο συγκεκριμένο τόπο, συγκεκριμένη εκκλησιαστική έδρα. Φορέας του Πρωτείου είναι βεβαίως το πρόσωπο που κατέχει την έδρα και ο οποίος δεν λειτουργεί μόνος αλλά συνοδικά, πηγή όμως του Πρωτείου είναι κατά τους ιερούς κανόνες ο τόπος και μοναδικά ο τόπος και όχι οτιδήποτε άλλο. Το περιεχόμενο του Πρωτείου τιμής στην Ανατολή καθορίζεται από τους ίδιους τους ιερούς κανόνες που προαναφέρθηκαν και από την κανονική παράδοση, ασκείται δε μόνο στα πλαίσια των ρυθμίσεων όλων των ιερών κανόνων που επιτάσσουν τη διοικητική αυτονομία των τοπικών Εκκλησιών. Κατά συνέπεια το Πρωτείο τιμής στηνΑνατολή σε κανονικά πλαίσια ασκούμενο δεν μπορεί να οδηγήσει ποτέ σε έναΠρωτείο εξουσίαςόπως αυτό το αντιλαμβάνεται η Δύση.
[Συνεχίζεται]
 
[170]. Mansi 16, 405C.
[171]. Mansi 17, 497DE.
[172]. Mansi 17, 499 AB.
[173]. Αυτό ίσχυσε και για το επίμαχο θέμα της αθρόας χειροτονίας λαϊκών στον επι-σκοπικό βαθμό: Βλ. Mansi 17, 489BC: «ει μεν ουν η των Ρωμαίων του Θεού Εκκλησία ουδέ-ποτε από λαϊκών παρεδέξατο εις αρχιερέα, φυλαττέτω τούτο. προσήκον γαρ εστιν όρια πατέρων μη παραβαίνειν. επεί δε ούτε οι ανατολικοί τούτο παρεφυλάξαντο ούτε η καθ᾽ ημάς αγία των Κωνσταντινοπολιτών εκκλησία, ευχόμεθα μεν αεί από των κληρικών και λαϊκών τούτους αναδείκνυσθαι, ώστε την ψήφον της αρχιερωσύνης επ᾽ αυτούς έρχεσθαι».
[174]. A. Kartaschoff, Το της εκκλήτου δικαίωμα.., 292-293.

Σάββατο, Μαΐου 31, 2014

Η σχέση του Οικουμενικού Θρόνου με τις αδελφές τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες


Είναι χαρακτηριστικό αυτό που επισημαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας[123] προς τον Πατριάρχην Βουλγαρίας Κύριλλον σε επιστολή του (27.7.1961) κατά την ανύψωση της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Βουλγαρίας σε Πατριαρχείο: «…εν τη πεποιθήσει, βεβαίως, και προσδοκία ότι εν τη αποφάσει ημών ταύτη έξομεν, κατά τα πρόσθεν γενόμενα, ομογνώμονας και συμψήφους και τους λοιπούς Μακαριωτάτους και Τιμιωτάτους Πατριάρχας και Προέδρους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιώνέως ου και το ζήτημα τούτο τελειωτικώς καθορισθήυπό Οικουμενικής Συνόδου, μόνης εχούσης το δικαίωμα προάγειν τινά των επί μέρους αγίων του Θεού Εκκλησιών εις Πατριαρχικήν αξίαν και περιωπήν».
opor8ekkl2
Πηγή:http://www.kathimerini.gr/
Είναι προφανές ότι ο αοίδιμος Πατριάρχης Αθηναγόρας καταγράφει την κανονική ακρίβεια, η οποία και οφείλει να τηρηθεί στην πράξη. Η Εκκλησία της Βουλγαρίας είχε λάβει την αυτοκεφαλία με την υποχρέωση «αναφέρεσθαι τε προς τον καθ᾽ ημάς Αγιώτατον Πατριαρχικόν Οικουμενικόν θρόνον και δι᾽ αυτού επιζητείν και λαμβάνειν την έγκυρον γνώμην και αντίληψιν αυτού τε και των λοιπών αγίων αδελφών Εκκλησιών επί γενικώς εκκλησιαστικών ζητημάτων, της καθολικωτέρας ψήφου και δοκιμασίας δεομένων»[124].
• Ενώ λοιπόν σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις το αυτοκέφαλο δίδεται υπό μόνης της Μητρός Εκκλησίας, του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, εκ των υστέρων συναινούντων των υπολοίπων Ορθοδόξων Εκκλησιών –η περίπτωσις της Εκκλησίας της Πολωνίας και της Γεωργίας καταδεικνύει εμφανέστατα ότι μόνο αρμόδιο προς τούτο είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αντιστρόφως δε η απονομή του αυτοκεφάλου στην «Ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής» υπό του Πατριαρχείου Μόσχας δεν αναγνωρίζεται από καμιά άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία–, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκλήθη να ρυθμίσει πολλαπλά διορθοδόξου φύσεως θέματα. Δίδονται κατωτέρω περαιτέρω ενδεικτικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
• Ο Πατριάρχης της Ρωσσίας Τύχων (1918) διαμαρτύρεται προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο δια την εκ της Ρωσικής Εκκλησίας αποκοπή τής Εκκλησίας της Γεωργίας, ενώ και η Εκκλησία της Γεωργίας «εν αλλεπαλλήλοις ευκαιρίαις» και μερικές δεκαετίες αργότερα (1990), απετάνθη, «την κανονικότητα εις τα εαυτής βουλομένη», για να λάβει το αυτοκέφαλο προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ασκώντας κανονικό δικαίωμα και καθήκον παρεχώρησε την αυτοκεφαλία[125].
Αποτελεί δε υποχρέωση της Εκκλησίας της Γεωργίας για θέματα διορθοδόξου ενδιαφέροντος να απευθύνεται προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και δι᾽ αυτού να επικοινωνεί με τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες για τα θέματα αυτά. Είναι δε πρέπον για την Εκκλησία της Γεωργίας, σε ο,τι αφορά το Άγιο Μύρο, «όπως τηρήται η εν προκειμένω καθεστηκυία εκκλησιαστική τάξις, ίνα δι᾽ ορωμένων και δι᾽ αοράτων συγκροτήται και εμφαίνηται τοις πάσι, τοις τε εντός και τοις εκτός, και καταγγέλληται και πιστώται η αδιάρρηκτος ενότης της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Ο τόμος της αυτοκεφαλίας παραπέμπει στο Βαλσαμώνα, ο οποίος επισημαίνει ότι: «Λέγεται γαρ ότι και επί των ημερών του αγιωτάτου Πατριάρχου Θεουπόλεως μεγάλης Αντιοχείας κυρού Πέτρου γέγονε οικονομία συνοδική, ελευθέραν είναι και αυτόνομον της εκκλησίας της Ιβηρίας, υποκειμένην τότε τω πατριάρχη Αντιοχείας». Η επισήμανση δε αυτή είναι σημαντική όχι απλά γιατί μνημονεύει ένα ιστορικό γεγονός, αλλά γιατί καταδεικνύει ότι η Εκκλησία της Γεωργίας, πάλαι ποτέ υποκειμένη στο θρόνο της Αντιοχείαςαπετάνθηπρος το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την παραχώρηση και αναγνώριση του αυτοκεφάλου, ως του μόνου κανονικών αρμοδίου γι᾽ αυτό.
Σύμφωνα με το Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο της Αυτοκεφαλίας η μέλλουσα να συνέλθει Οικουμενική Σύνοδος οφείλει να επικυρώσει την πράξη της αυτοκεφαλίας[126]: «….επ᾽ αναφορά μέντοι γε προς την μέλλουσαν Αγίαν Οικουμενικήν Σύνοδον, την αείποτε διασφαλίζουσαν και αλώβητον διατηρούσαν την εν τη πίστει και τη εκκλησιαστική κανονική τάξει ενότητα της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας».
• Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός (1898-1931) εκηρύχθη έκπτωτος από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων για την υποχωρητικότητά του προς τους Άραβες. Η σύνοδος προσέφυγε προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και ο Δαμιανός ανεγνωρίσθη υπό του Κωνσταντινουπόλεως ως κανονικός Πατριάρχης το 1909, οπότε και ανέλαβε ουσιαστικά τα καθήκοντά του[127].
• Το 1933 το Πατριαρχείο Αντιοχείας εδοκιμάσθη εξ αφορμής Πατριαρχικής εκλογής. Προσέφυγε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου εύρε και βοήθεια. Προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε καταφύγει και ο τελευταίος Έλληνας Πατριάρχης Αντιοχείας, Σπυρίδων (1891-1897), ο οποίος είχε καθαιρεθεί από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου του, χωρίς όμως να αποκατασταθεί στο θρόνο του[128].
• Η Εκκλησία της Κύπρου δοκιμασθείσα εξ αιτίας της επαναστάσεως του 1933 κατά της αγγλικής κατοχής προσέφυγε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο[129]. Το ίδιο έπραξε η Εκκλησία της Κύπρου κατά τα έτη 1946 και 1947.
• Ενδιαφέρον είναι ότι το έτος 1948 ο Αρχιεπίσκοπος Πράγας Σαββάτιος απέστειλε προς τον Οικουμενικό Πατριάρχην Μάξιμο επιστολή[130] δια του οποίου ζητούσε την υπαγωγή της αυτονόμου τότε Εκκλησίας του από του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Εκκλησίατης Ρωσσίας. Στην απάντησή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης επισημαίνει: «…ει ο καθ᾽ ημάς Αγιώτατος Οικουμενικός Θρόνος παρείχε την προς τούτο ευλογίαν, πρώτος αυτός παρεβίαζεν αν και κατέλυε την κρατούσαν κανονική τάξιν, ης τέτακται φύλαξ και επιτηρητής. Η Ορθόδοξος Αρχιεπισκοπή Τσεχοσλοβακίας, δι᾽ ιστορικούς και κανονικούς λόγους αποτελούσα τμήμα του καθ᾽ ημάς κλίματος, πως αποτελέσειε μέρος τοπικής Εκκλησίαςης η δικαιοδοσία ου δύναται επεκταθήναι πέραν των αρχήθεν καθωρισμένων αυτή ορίωνει μη δια παραβιάσεως θεμελιωδών κανόνων των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων;»
• Η Εκκλησία της Βουλγαρίας εδοκιμάσθη προ ολίγων ετών (1998) εξ αιτίας σχίσματος. Η αποκατάσταση της κανονικής τάξεως επήλθε μετά από αίτημα του Πατριάρχου Βουλγαρίας Μαξίμου προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείο[131] με σύγκληση υπό την προεδρίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Μείζονος και Υπερτελούς Συνόδου στη Σόφια, η οποία και ανεγνώρισε ως κανονικό Πατριάρχη το Μάξιμο[132]. Διατυπώνοντας το αίτημά του προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην ο Πατριάρχης Μάξιμος επεσήμανε: «…We ask Your Holiness to resond to our anxious appeal and, in accordance with the practice of the Ecumenical Orthodoxyto convene and be at the head of the Council of Primates and Representatives of the Local Autocephalous Orthodox Churches in Sofia»[133].
• Η Σύνοδος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων κηρύξασα έκπτωτο το 2005 τον Πατριάρχη αυτής Ειρηναίο απετάνθη μετά της αγιοταφικής αδελφότητος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο συνεκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη Πανορθόδοξο Σύνοδο και επικύρωσε την έκπτωση από το θρόνο του Πατριάρχου Ειρηναίου[134].
[Συνεχίζεται]
 
[123]. Για το κείμενο της Επιστολής, Βλ. Ορθοδοξία 26 (1951) 515-516.
[124]. Για το Συνοδικό Τόμο της εν Βουλγαρία Εκκλησίας, Βλ. Ορθοδοξία 20 (1945) 72-74.
[125]. Ρ. Π., Β´, 172.
[126]. Βλ. Συνοδικό Τόμο Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Γεωργίας, Επίσκεψις 435 (1990) 7-9.
[127]. A. Kartaschoff, Το του εκκλήτου δικαίωμα…, Ορθοδοξία (1948) 297.
[128]. A. Kartaschoff, Το του εκκλήτου δικαίωμα…, Ορθοδοξία (1948) 296.
[129]. A. Kartaschoff, Το του εκκλήτου δικαίωμα…, Ορθοδοξία (1948) 298.
[130]. Για το κείμενο της επιστολής και την απάντηση του Πατριάρχου Μαξίμου, Βλ. Ορθοδοξία 23 (1948) 241-243.
[131]. Για το κείμενο της επιστολής, Βλ. Ορθοδοξία 5 (1998) 620-621.
[132]. Πρακτικά της Συνόδου και αποφάσεις αυτής, Ορθοδοξίας (1998) 633-639.
[133]. Γράμμα του Μακ. Πατριάρχου Σόφιας, αιτουμένου την υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου σύγκληση Μείζονος και Υπερτελούς Ιεράς Συνόδου, Ορθοδοξία 5 (1998) 621.
[134]. Ανακοινωθέν της Συνόδου, Απόστολος Βαρνάβας 66 (2005) 291. Επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου περί της διαγραφής του Πατριάρχου Ειρηναίου από τα Δίπτυχα, Εκκλησία 82 (2005) 526-527.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...