Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τετάρτη, Ιουλίου 10, 2013
Τετάρτη, Ιουνίου 26, 2013
«Η δωρεά οργάνων σώματος και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης υπό το φως της πατερικής ανθρωπολογίας» υπό Μητρ.Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου
υπό Μητρ.Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου,Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
1. Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω την ομιλία μου με μία αξιωματική αρχή. Το θέμα των μεταμοσχεύσεων και της δωρεάς οργάνων δεν είναι θέμα ηθικής (καλής η κακής) συμπεριφοράς αλλά ζήτημα οντολογικό για τον άνθρωπο, αφού άπτεται της ίδιας της ζωής. Με βάση λοιπόν αυτό το αξίωμα, η οποιαδήποτε άποψη περί μιας δεοντολογικής ηθικής, σύμφωνα με την οποίαν η συμπεριφορά του ανθρώπου υπαγορεύεται από την έννοιαν του καθήκοντος η της συμμόρφωσής του προς τον λεγόμενον ηθικόν νόμον, έχει δηλαδή ως ηθικό κίνητρο αποκλειστικά και μόνο τον σεβασμό στον ηθικό νόμο και τίποτε άλλο, δεν είναι δυνατόν να εκφράζει ούτε την αγάπη, ούτε το άδολο συμφέρον, ούτε το ενδιαφέρον για τους άλλους, ούτε τη φιλευσπραγχνία, ούτε οτιδήποτε άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν οποιαδήποτε ηθική η νομική προσέγγιση του θέματος των μεταμοσχεύσεων και της δωρεάς οργάνων είναι ανεδαφική και θεωρείται ξεπερασμένη, ενώ παράλληλα η εκ των προτέρων οποιαδήποτε πρόταση η ηθική απόφαση περί κάποιας ακολουθητέας ηθικής είναι φοβερά πολωτική και οδηγεί σε αδιέξοδα υπαρξιακά.
Γι’ αυτό λοιπόν το βασικό ερώτημα σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις και τη δωρεά οργάνων είναι οντολογικό, είναι δηλαδή ζήτημα ζωής η θανάτου και όχι απλά ηθικής επιλογής. Η απάντηση στο ερώτημα εάν η δωρεά οργάνων ανθρωπίνου σώματος είναι επιτρεπτή, εξαρτάται από την απάντηση σε δύο άλλα ερωτήματα˙ Τι είναι αυτό το οποίο καθορίζει την έννοια και το περιεχόμενο της έννοιας «άνθρωπος» και πως οριοθετείται και κατανοείται ως γεγονός, ο,τι ορίζουμε με τον όρο «ζωή»; Η απαντήσεις είναι αρκετά πολύπλοκες.
Η σύσταση του ανθρώπου δεν είναι κατά τη σύγχρονη ανθρωπολογική επιστήμη, απλώς μια υλική κατάσταση στην οποία θα προστεθεί ύστερα η ψυχή και το πνεύμα. Αυτά είναι πολύ δυαλιστικά και ιδεαλιστικά, τα οποία μάλιστα δεν ισχύουν πλέον σε καμμιά επιστήμη και δεν αντέχουν σε κανέναν διεπιστημονικό διάλογο.
2. Στη θεολογική σκέψη επιπλέον η σύσταση του ανθρώπου είναι οργανική κατά βάση, γι’ αυτό και όταν δίνουμε αυτή τη περιγραφή, τίθεται αρκετές φορές το επόμενο ερώτημα, τι είδος υλικής υπόστασης είναι ο άνθρωπος.
Οι κλασσικές φιλοσοφικές απόψεις και οι θεολογικές αντιλήψεις θεωρούν ότι η ταυτότητα του ανθρώπου βρίσκεται στη ψυχή, η οποία αποτελεί το οργανικό στοιχείο του ανθρώπου, αυθυπόσταση, αυθύπαρκτη, στην ουσία της είναι πνευματική και όχι υλική και επιβιώνει ανεξάρτητα από το σώμα. Η πλατωνική αυτή αντίληψη επέδρασε βαθύτατα στη χριστιανική παράδοση (κυρίως στη δυτική αντίληψη περί ανθρώπου) και οι συνέπειές της υπήρξαν βαρυσήμαντες για το ανθρωπολογικό ζήτημα. Ποιές είναι αυτές ;
α) Ότι το σώμα αποτελεί την φυλακή της ψυχής, (Πλάτωνας), ο άνθρωπος για να βρει τον πραγματικό του εαυτό πρέπει να απελευθερωθεί από το σώμα του και να ζήσει μία άϋλη και άχρονη ύπαρξη σε μία αιωνιότητα που δεν συνδέεται καθόλου με τον παρόντα κόσμο.
β) Ότι αυτό που θα επιζήσει είναι μόνο η ψυχή (Ωριγένης – Αυγουστίνος), όλος ο άλλος άνθρωπος (σωματικός – βιολογικός) είναι προορισμένος να χαθεί, αυτό δε τελικά το οποίο καθορίζει την ταυτότητα του ανθρώπου είναι το άϋλο πνεύμα και η αθάνατη και αιώνια ψυχή χωρίς το σώμα του.
Επίσης στην ιστορία της ανθρωπολογικής σκέψης υπάρχει και μία άλλη παράμετρος. Ο άνθρωπος ορίστηκε ως << ζώον λογικόν >>˙ δυνάμενο να σκέπτεται, να έχει συνείδηση του εαυτού του και του κόσμου. Η παρούσα όμως ανθρωπολογική ταυτότητα συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος αναπτύσσει τις διανοητικές του ικανότητες μονομερώς και ανεξάρτητα από το σώμα του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σκεπτόμενα όντα τα οποία δεν έχουν την ανάγκη του ανθρωπίνου σώματος για να παράγουν νόηση (πρβλ. computers, internet). Από αυτή την απομόνωση ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι καταργείται σιγά – σιγά το σώμα ως όργανο νόησης, και προσπαθούμε να σκεπτόμεθα, να επικοινωνούμε, να ψωνίζουμε ακόμη και να ερωτευόμαστε χωρίς το σώμα, αυτό το μοναδικό όργανο, το οποίο μας συνδέει με το φυσικό μας περιβάλλον αλλά και με τους άλλους ανθρώπους. Το σώμα υπό αυτή την προοπτική αφενός δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη νόηση και την πληροφόρηση και αφετέρου μπαίνει σε μία υποδεέστερη μοίρα, η οποία αξιολογικά πολλές φορές μπορεί και να μην είναι μετρήσιμη.
3. Πέραν όμως από τις παραπάνω φιλοσοφικές αντιλήψεις, οι σύγχρονες βιοτεχνολογικές πρόοδοι και οι διάφορες παρεμβάσεις της γενετικής μηχανικής απέδειξαν και συνεχώς επιβεβαιώνουν, ότι το ερώτημα της αλήθειας για το τι είναι άνθρωπος και ο ορισμός της ταυτότητας του ανθρώπου δεν απαντάται από μία μονομερή έξαρση της νοημοσύνης η του ψυχισμού του, έναντι της σωματικής και βιολογικής υποστάσεως του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος κατανοείται και αυτό επιβεβαιώνεται ως ψυχοσωματική οντότητα. Η αλήθεια του ανθρώπου δεν έγκειται μόνο στη ψυχή του αλλά και στην οργανική ενότητα ψυχής, σώματος, και κατά κάποιους πατέρες της Εκκλησίας, και πνεύματος.
Η ψυχή του ανθρώπου γεννιέται μαζί με το σώμα του και το σπουδαιότερο δεν αναπαύεται τελικά αν δεν ανακτήσει το σώμα της (Αναστάσιος Σιναΐτης). Έτσι «το σώμα χωρίς την ψυχή είναι πτώμα, μα και η ψυχή χωρίς το σώμα είναι φάντασμα, δεν είναι σε καμμιά περίπτωση άνθρωπος. Δεν είναι η αλήθεια του ανθρώπου». Δεν μπορούμε λοιπόν να λέμε ότι ο άνθρωπος έχει σώμα αλλά είναι σώμα. Αυτό θα πει ότι το σώμα είναι στοιχείο της αλήθειάς του, του είναι του, της ύπαρξής του και της οντότητάς του. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε επιστημονική και τεχνολογική κατάκτηση που καταργεί η αποδυναμώνει τον ρόλο του σώματος στη γνώση και στην επιστήμη αντιβαίνει όχι την ηθική αλλά την αλήθεια, γι’ αυτό τι είναι ζωή, στα πλαίσια μιας οντολογίας του ανθρώπου.
Επιπλέον η θέση ότι ο άνθρωπος δεν έχει σώμα αλλά είναι σώμα υποδηλώνει ότι χωρίς το φυσικό περιβάλλον και κυρίως χωρίς τους άλλους ανθρώπους (συναθρώπους) παύει να υπάρχει ο ίδιος ως άνθρωπος. Η αλήθεια λοιπόν του ανθρώπου, συνδέεται άρρηκτα και με την υπόλοιπη κτίση και με τον άλλο άνθρωπο κυρίως και εδώ βρίσκεται το τελευταίο αλλά ουσιαστικό στοιχείο της πατερικής ανθρωπολογίας, το οποίο απαντά και στο γεγονός της ζωής. Ο άνθρωπος δεν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από τη φύση μόνο, αλλά σε σχέση διαλεκτική μαζί της και με τους άλλους ανθρώπους, τους συνανθρώπούς του, και εδώ έγκειται η σπουδαιότητα και η σημασία του όλου θέματος, γιατί στη σχέση του με τον άλλον άνθρωπο ασκεί την ελευθερία του η για να τον καταστρέψει η για να τον αγαπήσει και να τον σεβαστεί ως άνθρωπο, δηλ. ως μία άλλη - έτερη ψυχοσωματική οντότητα. Γιατί όμως ο τρόπος «διαχείρισης» του σώματός μας γίνεται «στάδιο» άσκησης της ελευθερίας μας ; Το σώμα – σάρκα, κατά τον βιβλικό όρο, – είναι το μέσον μέσω του οποίου δηλώνουμε την παρουσία και την διαθεσιμότητά μας ο ένας προς τον άλλον. Το σώμα του κάθε ανθρώπου είναι το μέσον μέσω του οποίου ο άνθρωπος γίνεται διαθέσιμος στους άλλους, στην πραγματικότητα δηλαδή είναι διαθεσιμότητες, με τις οποίες καθίσταται ενεργή και δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου, και αυτό ισχύει γιατί ο άνθρωπος δεν είναι αυτόνομο ον, αλλά λαμβάνει την ύπαρξή του από τους άλλους και επιβεβαιώνει την ύπαρξή του από τη σχέση του με τους άλλους. Η ζωή του ανθρώπου είναι ένα γεγονός «σχεσιακό» και όχι ατομικό, γι’ αυτό και μπορεί συγχρόνως να δωρίζει τη ζωή του και στους άλλους (στα πλαίσια αυτά μπορούμε να προσεγγίσουμε και την οριοθέτηση μεταξύ συμμετοχικής και αυτουργικής συμπεριφοράς, της αυτοκτονίας, από την ευθανασία, και του δικαιώματός του απέναντι στο θάνατο ).
Η σχέση είναι μία πράξη ζωής, η πλέον δημιουργική, γι’ αυτό είναι η ζωή είναι σχέση αλλά και η σχέση ζωή. Αντίθετα μία ατομοκεντρική και αυτιστική θεώρηση της ύπαρξής μας συνεπάγεται θάνατο, δηλαδή αποκοπή και παραίτηση από κάθε αξίωση και διεκδίκηση για ζωή. Έτσι η προσφορά της ζωής για την διαιώνιση η τη συντήρηση της ζωής του άλλου επαινείται ενώ η αυτοκτονία, ως έμπρακτη έκφραση φιλαυτίας και αυτιστικής συμπεριφοράς διαχείρισης της ζωής μας κατακρίνεται. Σχέση λοιπόν «σημαίνει υπέρβαση της απομόνωσης και της βιολογικής αποκλειστικότητας» της ίδιας της ζωής μας.
4. Σε αυτή λοιπόν τη διαλεκτική εισέρχεται και το θέμα των ατομικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, και μάλιστα ως δικαίωμα για αυτοδιάθεση του σώματος η των οργάνων του, προ η και μετά τον θάνατον.
Είναι γνωστόν, ότι το παρόν ερώτημα επανέφερε στο προσκήνιο της επικαιρότητας ένα θέμα, με το οποίο για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται η απόκλιση η οποία υφίσταται μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών αντιλήψεων και φιλοσοφικών δοξασιών, σχετικά με την στάση του ανθρώπου έναντι του σώματός του και των ανθρωπίνων οργάνων του, αλλά και του τρόπου κατανόησης και λειτουργίας του λεγομένου << ατομικού δικαιώματος >>.
Η απάντηση όμως στα ερωτήματα αυτά εξαρτάται κυρίως από την απάντηση την οποία δίνουμε στο κατεξοχήν ερώτημα σχετικά με τον ορισμό της ταυτότητας του ανθρώπου.
Όσον αφορά την πρόκληση περί των << ανθρωπίνων δικαιωμάτων >>, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι για την ορθόδοξη θεολογία, σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου, υφίστανται όρια μεταξύ της κοινωνικής έννοιας της ελευθερίας και της πραγματικής ελευθερίας της ύπαρξης. Ύψιστη μορφή ελευθερίας σημαίνει το να μπορεί ο άνθρωπος να θυσιάζει ελεύθερα ακόμη και τα ατομικά του δικαιώματα, για χάρη της αγάπης προς τους άλλους, γι’ αυτό και το ορθόδοξο << δέον >> περί του ανθρώπου υπερβαίνει σε δύναμη και πνοή τον απλό ορίζοντα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών και αξιολογείται σε ένα άλλο επίπεδο, καθαρά υπαρξιακό και προσωπικό, όπου, όπως και η ζωή, έτσι και τα ενεργήματα της ζωής θεωρούνται στα πλαίσια της προσωπικής κοινωνίας και της υπαρξιακής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων.
Ο σεβασμός στο << ατομικό δικαίωμα >>, κύριο γνώρισμα του δυτικού διαφωτισμού και του τρόπου σκέψης και κατανόησης της ζωής, είναι έξω από τον εκκλησιαστικό τρόπο του ζην, γιατί μία τέτοιου είδους <<διαχείριση>> του ατομικού δικαιώματος και της έννοιας της ελευθερίας, αποτελεί μία ατομοκρατική θεώρηση τόσο του δικαιώματος για την ίδια τη ζωή, όσο και του ίδιου του σώματος. Η εκκλησιαστική θεώρηση και χρήση του σώματος δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο με βάση το δικαίωμα για αυτοδιάθεση ακόμη και του ίδιου του σώματός μας, προ η μετά τον βιολογικό θάνατο, η οποιασδήποτε άλλης θεώρησης η χαρακτηρισμού του θανάτου, γι’ αυτό και μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα και άσχετα προς τα δικαιώματα των άλλων συνανθρώπων. Το σώμα είναι εκκλησιαστικά σεβαστό, κανένας δεν μπορεί να το << φθείρει >>, ούτε και ο ίδιος ο φορέας του η να επιδιώξει τη βίαιη καταστροφή του, ούτε τέλος να το μεταχειριστεί ως μία υπόθεση η υποκείμενο ατομικής ιδιοκτησίας (υπ’ αυτή την προοπτική διακρίνεται <<κανονικά>> η αυτοκτονία από την αυτοπροσφορά). Ο κάθε πιστός πρέπει να γνωρίζει, ότι το σώμά του ανήκει και στα λοιπά εκκλησιαστικά μέλη, άρα και η μετά θάνατον τύχη ενός σώματος δεν αφορά μόνο την επιθυμία του νεκρού, αλλά είναι υπόθεση σχέσεων, αυτό άλλωστε προσδιορίζει και το διακριτικό κριτήριο μεταξύ ζωής και θανάτου, όχι δηλαδή εάν κάποιος προσφέρεται (σωματικά, ψυχικά, πνευματικά) μετά θάνατον, αλλά εάν προσφέρεται για να δώσει ζωή. Αυτό συνεπάγεται ότι το σώμα, ακόμη και του νεκρού, δεν αποτελεί το αντικείμενο μιας εν ζωή επιθυμίας για αυτοδιάθεση αλλά ανήκει και σε όλλους τους άλλους, όπως δηλώνεται και από την προτροπή της Εκκλησίας, στη δωρεά του σώματος, για την ζωή άλλων συνανθρώπων και στη δυνατότητα χρήσης οργάνων για μεταμόσχευση.
5. Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι στην εποχή μας απαιτείται μία αφύπνιση και μία συνεργασία. Εκκλησία και Πολιτεία ας επισπεύσουν τη συνεργασία τους στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Η Εκκλησία ας προσφέρει την εγρήγορση των συνειδήσεων και ας ενσταλάξει με τη θεολογία της στον πολιτισμό μας το σεβασμό στον άνθρωπο ως πρόσωπο τονίζουσα την αγαπητική προσφορά των σωμάτων μας προς τους άλλους, ως έκφραση ελευθερίας και σεβασμού, χωρίς να υπεισέρχεται σε άλλους χώρους επιστημών, προκειμένου να αποφανθεί περί του είδους η της μορφής του βιολογικού θανάτου (αυτό είναι αντικείμενο της ιατρικής και όχι των κληρικών η των θεολόγων), αλλά να τονίζει και να προσεγγίζει το γεγονός της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης , ως γεγονός σχέσης και προσφοράς.
_____________
Ομιλία στην Ημερίδα πού διοργάνωσε το Γενικό Νοσοκομείο Καλαμάτας σε συνεργασία με τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων, θέμα: «Μεταμοσχεύσεως και η δωρεά οργάνων» (Καλαμάτα, 14-10-2011).
Γι’ αυτό λοιπόν το βασικό ερώτημα σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις και τη δωρεά οργάνων είναι οντολογικό, είναι δηλαδή ζήτημα ζωής η θανάτου και όχι απλά ηθικής επιλογής. Η απάντηση στο ερώτημα εάν η δωρεά οργάνων ανθρωπίνου σώματος είναι επιτρεπτή, εξαρτάται από την απάντηση σε δύο άλλα ερωτήματα˙ Τι είναι αυτό το οποίο καθορίζει την έννοια και το περιεχόμενο της έννοιας «άνθρωπος» και πως οριοθετείται και κατανοείται ως γεγονός, ο,τι ορίζουμε με τον όρο «ζωή»; Η απαντήσεις είναι αρκετά πολύπλοκες.
Η σύσταση του ανθρώπου δεν είναι κατά τη σύγχρονη ανθρωπολογική επιστήμη, απλώς μια υλική κατάσταση στην οποία θα προστεθεί ύστερα η ψυχή και το πνεύμα. Αυτά είναι πολύ δυαλιστικά και ιδεαλιστικά, τα οποία μάλιστα δεν ισχύουν πλέον σε καμμιά επιστήμη και δεν αντέχουν σε κανέναν διεπιστημονικό διάλογο.
2. Στη θεολογική σκέψη επιπλέον η σύσταση του ανθρώπου είναι οργανική κατά βάση, γι’ αυτό και όταν δίνουμε αυτή τη περιγραφή, τίθεται αρκετές φορές το επόμενο ερώτημα, τι είδος υλικής υπόστασης είναι ο άνθρωπος.
Οι κλασσικές φιλοσοφικές απόψεις και οι θεολογικές αντιλήψεις θεωρούν ότι η ταυτότητα του ανθρώπου βρίσκεται στη ψυχή, η οποία αποτελεί το οργανικό στοιχείο του ανθρώπου, αυθυπόσταση, αυθύπαρκτη, στην ουσία της είναι πνευματική και όχι υλική και επιβιώνει ανεξάρτητα από το σώμα. Η πλατωνική αυτή αντίληψη επέδρασε βαθύτατα στη χριστιανική παράδοση (κυρίως στη δυτική αντίληψη περί ανθρώπου) και οι συνέπειές της υπήρξαν βαρυσήμαντες για το ανθρωπολογικό ζήτημα. Ποιές είναι αυτές ;
α) Ότι το σώμα αποτελεί την φυλακή της ψυχής, (Πλάτωνας), ο άνθρωπος για να βρει τον πραγματικό του εαυτό πρέπει να απελευθερωθεί από το σώμα του και να ζήσει μία άϋλη και άχρονη ύπαρξη σε μία αιωνιότητα που δεν συνδέεται καθόλου με τον παρόντα κόσμο.
β) Ότι αυτό που θα επιζήσει είναι μόνο η ψυχή (Ωριγένης – Αυγουστίνος), όλος ο άλλος άνθρωπος (σωματικός – βιολογικός) είναι προορισμένος να χαθεί, αυτό δε τελικά το οποίο καθορίζει την ταυτότητα του ανθρώπου είναι το άϋλο πνεύμα και η αθάνατη και αιώνια ψυχή χωρίς το σώμα του.
Επίσης στην ιστορία της ανθρωπολογικής σκέψης υπάρχει και μία άλλη παράμετρος. Ο άνθρωπος ορίστηκε ως << ζώον λογικόν >>˙ δυνάμενο να σκέπτεται, να έχει συνείδηση του εαυτού του και του κόσμου. Η παρούσα όμως ανθρωπολογική ταυτότητα συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος αναπτύσσει τις διανοητικές του ικανότητες μονομερώς και ανεξάρτητα από το σώμα του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σκεπτόμενα όντα τα οποία δεν έχουν την ανάγκη του ανθρωπίνου σώματος για να παράγουν νόηση (πρβλ. computers, internet). Από αυτή την απομόνωση ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι καταργείται σιγά – σιγά το σώμα ως όργανο νόησης, και προσπαθούμε να σκεπτόμεθα, να επικοινωνούμε, να ψωνίζουμε ακόμη και να ερωτευόμαστε χωρίς το σώμα, αυτό το μοναδικό όργανο, το οποίο μας συνδέει με το φυσικό μας περιβάλλον αλλά και με τους άλλους ανθρώπους. Το σώμα υπό αυτή την προοπτική αφενός δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη νόηση και την πληροφόρηση και αφετέρου μπαίνει σε μία υποδεέστερη μοίρα, η οποία αξιολογικά πολλές φορές μπορεί και να μην είναι μετρήσιμη.
3. Πέραν όμως από τις παραπάνω φιλοσοφικές αντιλήψεις, οι σύγχρονες βιοτεχνολογικές πρόοδοι και οι διάφορες παρεμβάσεις της γενετικής μηχανικής απέδειξαν και συνεχώς επιβεβαιώνουν, ότι το ερώτημα της αλήθειας για το τι είναι άνθρωπος και ο ορισμός της ταυτότητας του ανθρώπου δεν απαντάται από μία μονομερή έξαρση της νοημοσύνης η του ψυχισμού του, έναντι της σωματικής και βιολογικής υποστάσεως του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος κατανοείται και αυτό επιβεβαιώνεται ως ψυχοσωματική οντότητα. Η αλήθεια του ανθρώπου δεν έγκειται μόνο στη ψυχή του αλλά και στην οργανική ενότητα ψυχής, σώματος, και κατά κάποιους πατέρες της Εκκλησίας, και πνεύματος.
Η ψυχή του ανθρώπου γεννιέται μαζί με το σώμα του και το σπουδαιότερο δεν αναπαύεται τελικά αν δεν ανακτήσει το σώμα της (Αναστάσιος Σιναΐτης). Έτσι «το σώμα χωρίς την ψυχή είναι πτώμα, μα και η ψυχή χωρίς το σώμα είναι φάντασμα, δεν είναι σε καμμιά περίπτωση άνθρωπος. Δεν είναι η αλήθεια του ανθρώπου». Δεν μπορούμε λοιπόν να λέμε ότι ο άνθρωπος έχει σώμα αλλά είναι σώμα. Αυτό θα πει ότι το σώμα είναι στοιχείο της αλήθειάς του, του είναι του, της ύπαρξής του και της οντότητάς του. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε επιστημονική και τεχνολογική κατάκτηση που καταργεί η αποδυναμώνει τον ρόλο του σώματος στη γνώση και στην επιστήμη αντιβαίνει όχι την ηθική αλλά την αλήθεια, γι’ αυτό τι είναι ζωή, στα πλαίσια μιας οντολογίας του ανθρώπου.
Επιπλέον η θέση ότι ο άνθρωπος δεν έχει σώμα αλλά είναι σώμα υποδηλώνει ότι χωρίς το φυσικό περιβάλλον και κυρίως χωρίς τους άλλους ανθρώπους (συναθρώπους) παύει να υπάρχει ο ίδιος ως άνθρωπος. Η αλήθεια λοιπόν του ανθρώπου, συνδέεται άρρηκτα και με την υπόλοιπη κτίση και με τον άλλο άνθρωπο κυρίως και εδώ βρίσκεται το τελευταίο αλλά ουσιαστικό στοιχείο της πατερικής ανθρωπολογίας, το οποίο απαντά και στο γεγονός της ζωής. Ο άνθρωπος δεν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από τη φύση μόνο, αλλά σε σχέση διαλεκτική μαζί της και με τους άλλους ανθρώπους, τους συνανθρώπούς του, και εδώ έγκειται η σπουδαιότητα και η σημασία του όλου θέματος, γιατί στη σχέση του με τον άλλον άνθρωπο ασκεί την ελευθερία του η για να τον καταστρέψει η για να τον αγαπήσει και να τον σεβαστεί ως άνθρωπο, δηλ. ως μία άλλη - έτερη ψυχοσωματική οντότητα. Γιατί όμως ο τρόπος «διαχείρισης» του σώματός μας γίνεται «στάδιο» άσκησης της ελευθερίας μας ; Το σώμα – σάρκα, κατά τον βιβλικό όρο, – είναι το μέσον μέσω του οποίου δηλώνουμε την παρουσία και την διαθεσιμότητά μας ο ένας προς τον άλλον. Το σώμα του κάθε ανθρώπου είναι το μέσον μέσω του οποίου ο άνθρωπος γίνεται διαθέσιμος στους άλλους, στην πραγματικότητα δηλαδή είναι διαθεσιμότητες, με τις οποίες καθίσταται ενεργή και δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου, και αυτό ισχύει γιατί ο άνθρωπος δεν είναι αυτόνομο ον, αλλά λαμβάνει την ύπαρξή του από τους άλλους και επιβεβαιώνει την ύπαρξή του από τη σχέση του με τους άλλους. Η ζωή του ανθρώπου είναι ένα γεγονός «σχεσιακό» και όχι ατομικό, γι’ αυτό και μπορεί συγχρόνως να δωρίζει τη ζωή του και στους άλλους (στα πλαίσια αυτά μπορούμε να προσεγγίσουμε και την οριοθέτηση μεταξύ συμμετοχικής και αυτουργικής συμπεριφοράς, της αυτοκτονίας, από την ευθανασία, και του δικαιώματός του απέναντι στο θάνατο ).
Η σχέση είναι μία πράξη ζωής, η πλέον δημιουργική, γι’ αυτό είναι η ζωή είναι σχέση αλλά και η σχέση ζωή. Αντίθετα μία ατομοκεντρική και αυτιστική θεώρηση της ύπαρξής μας συνεπάγεται θάνατο, δηλαδή αποκοπή και παραίτηση από κάθε αξίωση και διεκδίκηση για ζωή. Έτσι η προσφορά της ζωής για την διαιώνιση η τη συντήρηση της ζωής του άλλου επαινείται ενώ η αυτοκτονία, ως έμπρακτη έκφραση φιλαυτίας και αυτιστικής συμπεριφοράς διαχείρισης της ζωής μας κατακρίνεται. Σχέση λοιπόν «σημαίνει υπέρβαση της απομόνωσης και της βιολογικής αποκλειστικότητας» της ίδιας της ζωής μας.
4. Σε αυτή λοιπόν τη διαλεκτική εισέρχεται και το θέμα των ατομικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, και μάλιστα ως δικαίωμα για αυτοδιάθεση του σώματος η των οργάνων του, προ η και μετά τον θάνατον.
Είναι γνωστόν, ότι το παρόν ερώτημα επανέφερε στο προσκήνιο της επικαιρότητας ένα θέμα, με το οποίο για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται η απόκλιση η οποία υφίσταται μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών αντιλήψεων και φιλοσοφικών δοξασιών, σχετικά με την στάση του ανθρώπου έναντι του σώματός του και των ανθρωπίνων οργάνων του, αλλά και του τρόπου κατανόησης και λειτουργίας του λεγομένου << ατομικού δικαιώματος >>.
Η απάντηση όμως στα ερωτήματα αυτά εξαρτάται κυρίως από την απάντηση την οποία δίνουμε στο κατεξοχήν ερώτημα σχετικά με τον ορισμό της ταυτότητας του ανθρώπου.
Όσον αφορά την πρόκληση περί των << ανθρωπίνων δικαιωμάτων >>, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι για την ορθόδοξη θεολογία, σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου, υφίστανται όρια μεταξύ της κοινωνικής έννοιας της ελευθερίας και της πραγματικής ελευθερίας της ύπαρξης. Ύψιστη μορφή ελευθερίας σημαίνει το να μπορεί ο άνθρωπος να θυσιάζει ελεύθερα ακόμη και τα ατομικά του δικαιώματα, για χάρη της αγάπης προς τους άλλους, γι’ αυτό και το ορθόδοξο << δέον >> περί του ανθρώπου υπερβαίνει σε δύναμη και πνοή τον απλό ορίζοντα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών και αξιολογείται σε ένα άλλο επίπεδο, καθαρά υπαρξιακό και προσωπικό, όπου, όπως και η ζωή, έτσι και τα ενεργήματα της ζωής θεωρούνται στα πλαίσια της προσωπικής κοινωνίας και της υπαρξιακής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων.
Ο σεβασμός στο << ατομικό δικαίωμα >>, κύριο γνώρισμα του δυτικού διαφωτισμού και του τρόπου σκέψης και κατανόησης της ζωής, είναι έξω από τον εκκλησιαστικό τρόπο του ζην, γιατί μία τέτοιου είδους <<διαχείριση>> του ατομικού δικαιώματος και της έννοιας της ελευθερίας, αποτελεί μία ατομοκρατική θεώρηση τόσο του δικαιώματος για την ίδια τη ζωή, όσο και του ίδιου του σώματος. Η εκκλησιαστική θεώρηση και χρήση του σώματος δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο με βάση το δικαίωμα για αυτοδιάθεση ακόμη και του ίδιου του σώματός μας, προ η μετά τον βιολογικό θάνατο, η οποιασδήποτε άλλης θεώρησης η χαρακτηρισμού του θανάτου, γι’ αυτό και μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα και άσχετα προς τα δικαιώματα των άλλων συνανθρώπων. Το σώμα είναι εκκλησιαστικά σεβαστό, κανένας δεν μπορεί να το << φθείρει >>, ούτε και ο ίδιος ο φορέας του η να επιδιώξει τη βίαιη καταστροφή του, ούτε τέλος να το μεταχειριστεί ως μία υπόθεση η υποκείμενο ατομικής ιδιοκτησίας (υπ’ αυτή την προοπτική διακρίνεται <<κανονικά>> η αυτοκτονία από την αυτοπροσφορά). Ο κάθε πιστός πρέπει να γνωρίζει, ότι το σώμά του ανήκει και στα λοιπά εκκλησιαστικά μέλη, άρα και η μετά θάνατον τύχη ενός σώματος δεν αφορά μόνο την επιθυμία του νεκρού, αλλά είναι υπόθεση σχέσεων, αυτό άλλωστε προσδιορίζει και το διακριτικό κριτήριο μεταξύ ζωής και θανάτου, όχι δηλαδή εάν κάποιος προσφέρεται (σωματικά, ψυχικά, πνευματικά) μετά θάνατον, αλλά εάν προσφέρεται για να δώσει ζωή. Αυτό συνεπάγεται ότι το σώμα, ακόμη και του νεκρού, δεν αποτελεί το αντικείμενο μιας εν ζωή επιθυμίας για αυτοδιάθεση αλλά ανήκει και σε όλλους τους άλλους, όπως δηλώνεται και από την προτροπή της Εκκλησίας, στη δωρεά του σώματος, για την ζωή άλλων συνανθρώπων και στη δυνατότητα χρήσης οργάνων για μεταμόσχευση.
5. Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι στην εποχή μας απαιτείται μία αφύπνιση και μία συνεργασία. Εκκλησία και Πολιτεία ας επισπεύσουν τη συνεργασία τους στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Η Εκκλησία ας προσφέρει την εγρήγορση των συνειδήσεων και ας ενσταλάξει με τη θεολογία της στον πολιτισμό μας το σεβασμό στον άνθρωπο ως πρόσωπο τονίζουσα την αγαπητική προσφορά των σωμάτων μας προς τους άλλους, ως έκφραση ελευθερίας και σεβασμού, χωρίς να υπεισέρχεται σε άλλους χώρους επιστημών, προκειμένου να αποφανθεί περί του είδους η της μορφής του βιολογικού θανάτου (αυτό είναι αντικείμενο της ιατρικής και όχι των κληρικών η των θεολόγων), αλλά να τονίζει και να προσεγγίζει το γεγονός της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης , ως γεγονός σχέσης και προσφοράς.
_____________
Ομιλία στην Ημερίδα πού διοργάνωσε το Γενικό Νοσοκομείο Καλαμάτας σε συνεργασία με τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων, θέμα: «Μεταμοσχεύσεως και η δωρεά οργάνων» (Καλαμάτα, 14-10-2011).
Τετάρτη, Ιουνίου 05, 2013
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΜΕΤΕΒΑΛΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΝΑΟ ΣΕ ΠΑΠΙΚΟ
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
ΜΕΤΕΒΑΛΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΝΑΟ ΣΕ ΠΑΠΙΚΟ
Το Σάββατο του Λαζάρου ο οικουμενιστής επίσκοπος Μεσσηνίας, έκανε συναυλία μέσα σε ορθόδοξο ναο, με παπικούς ύμνους!!!
Ολοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί ετοιμαζόταν να γιορτάσουν τα Πάθη του Χριστού και ο Μεσσηνίας ζούσε στον κόσμο του.
Δια να εισέλθω εις το εν τίτλω θέμα, θα πρέπη να αναφερθώ τι υπόσχονται οι χειροτονούμενοι ιεράρχαι κατά την, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, στιγμήν της χειροτονίας των.
Επί της κεφαλής των χειροτονουμένων τίθεται το Ευαγγέλιον ότι θα τηρήσουν άπαντα τα αναφερόμενα εις το Ευαγγέλιον, θα σεβασθούν τους ιερούς κανόνες τους αναφερομένους εις το ιερόν πηδάλιον και θα τηρήσουν την ιεράν παράδοσιν της ορθοδόξου εκκλησίας. Ούτως ωμολογήσεν και ο μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστομος Σαββάτος κατά την χειροτονίαν του. Δεν παρήλθεν όμως πολύς χρόνος που, ο ανωτέρω ιεράρχης αθέτησε την υπόσχεσιν αυτήν, εξαπατήσας την ιεράν σύνοδον, ως θα αποδείξω κατωτέρω. Μετ’ ολίγας ημέρας ο ειρημένος ιεράρχης μετά την ενθρόνισίν του απεκάλυψε το πραγματικόν του πρόσωπον. Εδήλωσε εις την τότε εκδιδομένην εν Καλαμάτα εφημερίδα «Επικαιρότητα» 7-4-2007 ότι θα τον δούμε να πίνη καφέ εις καφενείον της κεντρικής πλατείας Καλαμάτας και ότι θα συχνάζη εις καφετερίας και εδογμάτισε δεν θα αποβάλη την ιερωσύνην του αν πιη καφέν εις κεντρικόν καφενείον της Καλαμάτας.
Επ’ αυτού απαντουν άπαντες οι άγιοι ιεράρχαι και προ πάντων ο συνώνυμός του άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος∙ ο ιερός Χρυσόστομος μετά τα ιερά του καθήκοντα, προσήρχετο εις την οικίαν του και ήσθιε λιτά φαγητά. Καφωδείον (= καφενείον) δεν εγνώριζεν. Ό,τι είχεν το σκόρπισε εις την πτωχολογίαν, προς δε μερικά αντικείμενα της αρχιεπισκοπής τα επώλησε δια να θρέψη τους πεινασμένους πένητας αδελφούς του. Ο ιερός Χρυσόστομος με τα λόγια του και τας πράξεις του μας εδίδαξεν την ορθόδοξον όντως χριστιανικήν πορείαν. Οι (40) τόμοι που μας κατέλιπεν ανατρέφουν εσαεί τον ψυχικόν κόσμον των χριστιανών, και διαμορφώνουν χριστιανικούς χαρακτήρας, ευεργετών την οικουμένην ολόκληρον. Όμως ο Χρυσόστομος μητροπολίτης Μεσσηνίας δεν στοιχείται εις τα έργα και λόγια του ιερού Χρυσοστόμου, χρησιμοποιών «δικό του ευαγγέλιον» το αντι-Χρυσοστομικόν και αντιευαγγελικόν. Και ιδού κατωτέρω τα έργα και αι ημέραι του. 1) Μετά παρέλευσιν εννέα (9) περίπου μηνών, κατά την εορτήν του αγίου Νικολάου, κατά το ρωμαιοκαθολικόν ημερολόγιον συμπροσευχήθη με τους παπικούς εις το Μπάρι της Ιταλίας. Ιδού τι αναφέρει το έγγραφον που έχω εις χείρας μου: «Αυτήν την χρονιά στην αρχιερατικήν ευχαριστίαν παραβρέθηκε, μαζί με τον αρχιεπίσκοπον Μπάρι – Μπιτόντο κ.κ. Francesco Laccucci και ο ορθόδοξος μητροπολίτης κ.κ. Χρυσόστομος Σαββάτος, καθώς και πλήθος πολιτικών και στρατιωτικών αρχών.. η υπογραφή του εγγράφου «ο καθηγούμενος π. Δαμιανός».
Ενώ ο ανωτέρω μητροπολίτης εγνώριζε ότι αι συμπροσευχαί μετά των αιρετικών απαγορεύονται από τους ιερούς κανόνας (ΜΕ, ΞΕ των αγίων Αποστόλων σελ. 51-52, 84 ιερού Πηδαλίου εκδόσεως «Αστέρος») με καθαίρεσιν, περιφρονεί τους Ι. Κανόνας και συνεχίζει τας συμπροσευχάς με αιρετικούς. Έτσι την 28-11-2010, ημ. Κυριακήν ο Αγγλικανός Αρχιεπίσκοπος Κουντουρίας και Πριμάντος πάσης Αγγλίας Ρουάν Γούλιαμ το πρωί της κυριακής (28-11-2010) παρηκολούθησε την θείαν λειτουργίαν που ετελέσθη εις τον Ιερόν Ναόν Αγίου Δημητρίου (Μπραχαμίου). Την 28-11-2010 ημ. Κυριακήν, το μεν πρωί συμπροσευχήθη εις τον ειρημένον ναόν με τον Αγγλικακόν επίσκοπον Κουντουρίας και Πρίμαντος πάσης Αγγελίας Ρουάν Γούλιαμ, το δε εσπέρας της ιδίας ημέρας, παρευρέθη εις την θείαν ευχαριστίαν που τελέσθηκε από τον ειρημένον Αγγλικανόν επίσκοπον εις την Αγγλικανικήν εκκλησίαν του αγίου Παύλου επί της οδού Φιλελλήνων (Αθηνών) παρόντος και του Βρεττανού πρέσβεως κ. David Landsman.
Το δε αυτό έτος συμπροσευχήθη με τους παπικούς εις Κύπρον. Εξ πόθου προς τον παπισμόν εξεφράσθη εις τον τύπον («Έθνος» Αθηνών) κατά το ίδιον έτος (2010) ότι: «η ορθόδοξος εκκλησία δεν είναι μία, αλλά διηρημένη», κατ’ αντίθεσιν προς το σύμβολον της πίστεως, προκαλέσας την αντίδρασιν του μητροπολίτου Κυθήρων ανακαλέσαντος αυτόν εις την τάξιν, τη παρεμβάσει του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου.
Την 13-7-2007 ημ. Παρασκευήν παρηκολούθησε χορόν Βέλγων – Βελγίδων οίτινες μετά την λήξιν του χορού εγυμνώθησαν εντελώς ενώπιον των: Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου, νυν πρωθυπουργού Αντωνίου Σαμαρά, πρώην προέδρου ΣΥΡΙΖΑ κ. Ν. Κωνσταντοπούλου, Δημάρχου κ. Νίκα και πλήθους κόσμου, χωρίς ο ειρημένος Μητροπολίτης να διαμαρτυρηθή εντόνως, εκπρόσωπος γαρ του κλήρου. Διεμαρτυρήθη έγγαμος γυνή τις αποχωρήσασα του τόπου του χορού με την έντονον διαμαρτυρία «αίσχος». Βλέπετε, αδελφοί μου, ότι αυτή η γυνή ηνωχλήθη από την αδιάντροπον αυτήν παρουσίαν των χορευτών – χορευτριών, ενώ ο μητροπολίτης μακαρίως εθεάτο αυτό το αισχρόν φαινόμενον.
Εκείνο όμως που προκάλεσεν την οργήν του εχέφρονος χριστιανού Έλληνος ήτο το θράσος του μητροπολίτου Μεσσηνίας εκ των αντιχριστιανικών δηλώσεων που έδωσε εις το διμηνιαίον περιοδικόν «Flash» Μεσσηνίας, Δεκεμβρίου 2009 – Ιανουαρίου 2010. Είπεν τότε, όταν ηρωτήθη από τους δημοσιογράφους του περιοδικού αυτού δια την αδαμιαίαν περιβολήν χορευτών – χορευτριών, Βέλγων – Βελγίδων: «Και τι έγινε που είδα γυμνές. Καλά, δεν έχουν δη οι άνθρωποι το σώμα τους γυμνό, σκανδαλίζονται τόσο πολύ; Μα αν είναι τόσον επιρρεπείς πώς κρίνουν τους άλλους και δεν κρίνουν τον εαυτόν τους;». Ενώ ένας εχέφρων μετανοήσας χριστιανός θα εζητούσε συγγνώμην από τον Θεόν και τους ανθρώπους, υπακούων εις το «ο βλέπων γυναίκα εις το επιθυμήσαι… ήδη εμοίχευσεν» (Ματθ.) και του ψαλμικού: «Απότρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα». Μόνον οι αλήται του πεζοδρομίου και οι άνθρωποι της Τρούμπας του Πειραιώς εκστομούν τοιαύτας, ως ανωτέρω, δικαιολογίας. Ιδου λόγια σεμνού επισκόπου. «Μόνον όταν βαπρίζω μικρά νήπια θήλεα, βλέπω ταύτα γυμνά» (Μητροπολίτης Μεσσηνίας + Χρυσόστομος Θέμελης). Εις το ίδιον ως άνω περιοδικόν εξέμεσεν ο Μητροπολίτης Σαββάτος όλον το αντιχριστιανικόν του δόγμα: δια να στερεωθή μίαν οικογένεια πρέπει οι νέοι να έχουν προγαμιαίες σχέσεις, να αποβληθούν αι εικόνες από τα σχολεία και τα δικαστήρια, που συντελούν εις την διαμόρφωσιν του χριστιανικού χαρακτήρος του ανθρώπου. Επί (4) έτη δεν παραχωρεί ιερέα εις τον ιερόν Ναόν αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης της ειρημένης ομωνύμου μονής Καλαμάτας, λες και έχομεν ολοκληρωτικόν καθεστώς.
Ενώ θα έπρεπε να αναφερθούν πρώτον τα εν τω τίτλω αναφερόμενα, έκρινα ότι θα έπρεπε να διεξέλθω πρώτον τα «έργα και ημέρας» του μητροπολίτου Μεσσηνίας, ώστε με τον συνδυασμόν των περιγραφηθέντων και των εν τίτλω αναφερομένων, να προσφέρω κατανοητήν εικόνα εις τον αναγνώστη.
Επόμενον είναι λοιπόν, ως ανωτέρω κατέδειξα, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας να μεταβάλη τον ορθόδοξον ναόν των Ταξιαρχών Καλαμάτας εις παπικόν, έρωτος ένεκα προς τον παπισμόν.
Την 27-4-2013 ημ. Σάββατον και ώραν 20.00 μ.μ. εορτήν του αγίου φίλου του Χριστού Λαζάρου, περιφρονώντας τας χριστιανικάς και κανονικάς (= ιερών κανόνων) εντολάς, κατ’ έτος πλέον ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας αναπέμπει εις τον ιερόν Ταξιαρχών Καλαμάτας προσευχάς προς τον πατερούλη του, τον Πάπαν εισάγων προσευχήν μετά μουσικών οργάνων. Έτσι μετέβαλεν και εφέτος (27-4-2013) κατά τον ως είρηται χρόνον, τον οίκον του Θεού (Ιερόν Ναόν Ταξιαρχών Καλαμάτας εις οίκον εμπορίου). Το ρεπερτόριον απετέλεσαν: (5) βιολιά, ένα λαούτο και ένα ακορντεόν μετά παπικής μουσικής «Ave Maria…», «Omnia ostia». Κάποιος εκ των οργανωτών έπλεξε το ανιστόρητον ψεύδος ότι ο ύμνος που συνέθεσε η αγία Κασσιανή: «Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…» απευθύνεται προς την αγίαν Μαγδαληνήν (24-7), ενώ απευθύνετο εις πόρνην τινά που εσφόγγισε με τα μαλλιά της τας πόδας του γλυκυτάτου μας Ιησού (Λουκ. Ζ, 36-50). Ιδού τι αναφέρει το Ι. Πηδάλιον, που απαγορεύει την προσευχήν μετά μουσικών οργάνων «Ώσπερ ουν το σεμνόν και σύμμετρον της μουσικής ευπρόσιτον δια τας ακμαιοτέρας κατασκευάζειν τας καρδίας οίον ανασπώσαν την ψυχήν του σώματος. Αρμονία γαρ των πνεύματι οικειότατον, μέσην έχουσαν φύσιν, σώματός τε παχύτητος και πνεύματος αϋλότητος. Ούτω πάλιν υπέρμετρος μουσική, και τω ηδεί παρά το μέτρον ενασχολουμένη, ουχ ηδύνει (= δεν ευχαριστεί), αλλ’ εκλύει (= εκφαυλίζει, διαφθείρει)… δια τούτο μόνον των ανθρώπων αποδεχόμενοι εν τη εκκλησία ως φύσει ενυπάρχουσας και απεριέργους, τα δια οργάνων κρούματα και εμπνεύσματα αποδιοπομπούσιν ως περιεργωδέστερα οι θείοι πατέρες» (ΟΕ κανών της ΣΤ Οικουμενικής Συνόδου ερμηνεία»).
Αδελφοί μου, δεν υπάρχουν σήμερον ζηλωταί, πυρ πνέοντες. Δεν επήραμεν την ιερά σκυτάλην από τους ελληνορθόδοξους προγόνους μας, που επορεύθησαν εις την ζωήν των με ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, θαυματουργήσαντες. Έτσι μας παρέδωσαν μίαν Ελλάδα μεστήν ιστορίας και δόξης, την οποίαν εκαμάρωναν και εζήλευον οι Ευρωπαίοι. Πέσαμε χαμηλά χωρίς να μυρίζουμε Ελλάδα και χριστιανισμό. Δεν ορμώμεθα πλέον από θυσιαστικόν πνεύμα. Το μόνον που ενδιαφέρει το πλείστον των Ελλήνων είναι το «μαμ» και «η ’κονόμα», «ραχατιλίκι», «σεξ» και η «ήσσων προσπάθεια». Δώσαμε τα ατίμητα εις τους αξέστους. Δεν μας ελκύει πλέον η ελληνική ιστορία, την οποίαν καταχωνιάσαμε, δια να μας την υπομιμνήσκουν σήμερον οι ξένοι η οποία ελάμπρυνε την ωραίαν Ελλάδα. Και κατέστημεν ούτως δουλάκια. Έτσι κάθε κληρικός επαμφοτερίζων, ως ο φραγκοδεσπότης Χρυσόστομος Σαββάτος εκμεταλλεύεται την αδιαφορίαν μας περί την πίστιν και μπασταρδεύει την ορθοδοξίαν μας. Εάν δεν προβάλωμεν οι χριστιανοί της Καλαμάτας σθεναράν αντίστασιν στις ερωτοτροπίες του Σαββάτου προς τον πάπαν, γρήγορα θα γίνωμεν τα τσιράκια του πάπα.
Αδελφοί και πατέρες. Εάν ο επίσκοπος Μεσσηνίας επιθυμή ερμαφρόδιτον κατάστασιν (ορθόδοξον και φιλοπαπικήν) έχουμεν χρέος, να τον εμποδίσωμεν. Και να του πούμε: Εάν θέλης να επιβάλης εις την ορθόδοξον Μεσσηνίαν παπικάς δοξασίας και καταστάσεις: δεν είσαι δεκτός, πάρε δρόμον. Εάν όμως αδιαφορήσωμεν αυτός σιγά – σιγά θα φθείρη την ορθόδοξον πίστιν μας, και θα μας λατινοποιήση. Θα μείνωμεν χριστιανοί εις την ταμπέλαν∙ και τότε αλλοίμονον μας.
Καλαμάτα 30/4/2013
Μετά τιμής
Κων/νος Παπαδόπουλος
Ανθυπασπιστής Χωροφυλακής ε.α.
Κοραή 1 Τ.Κ. 24100 Καλαμάτα
τηλ. 2721025404
Ανθυπασπιστής Χωροφυλακής ε.α.
Κοραή 1 Τ.Κ. 24100 Καλαμάτα
τηλ. 2721025404
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2012
Χριστουγεννιάτικο μήνυμα του μητροπολίτη Μεσσηνίας.
Αγαπητά μου παιδιά,
Στον τόπο μας που βρίσκεται σε αναμονή και αγωνία για το μέλλον, με ανθρώπους εξουθενωμένους από την αγανάκτηση, την οργή και την ανήμπορη εφιαλτική άμυνα, και ο πανικός της αβεβαιότητας στιγματίζει την καθημερινότητα της ζωής, μέσα από έναν αγώνα για απλή επιβίωση, η Εκκλησία προβάλλει την εορτή των Χριστουγέννων και μας καλεί να γιορτάσουμε και πάλι.
Στη χώρα μας, όπου η οικονομία διέρχεται το δικό της δύσκολο δρόμο, κουρασμένη από τις συνεχείς οικονομικές και κοινωνικές μεταπτώσεις και από την αβουλία των ξένων να δώσουν τις δόσεις των δανείων, γιορτάζουμε και πάλι τα Χριστούγεννα, τα οποία έρχονται για να μας θυμίσουν ότι προτεραιότητα πλέον έχει η ζωή και ο άνθρωπος.
Ο Χριστός γεννάται σήμερον και η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει και οι μάγοι σήμερον τα δώρα προσφέρουσι και οι ποιμένες δοξάζουσι, για να μας υπομνήσουν την ανάγκη της συνεχούς διάρκειας της ελπίδας στην ίδια τη ζωή μας, ως μία συνεχή δηλαδή παρουσία του νέου τρόπου ζωής, την οποία πολιτεύεται ο Χριστός στο σπήλαιο της Βηθλεέμ.
Στην κούραση που προκαλεί ο αγώνας για ζωή, όπου η θλίψη και η οικονομική ύφεση χαρακτηρίζουν τα φετινά νοικοκυριά πολλών οικογενειών, αλλά και τη μιζέρια του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού η εορτή των Χριστουγέννων δίνει την ελπίδα και τη δύναμη για ζωή, γι’ αυτό μας καλεί με βεβαιότητα να εορτάσουμε τη Γέννηση του Χριστού. Τα κάλαντα ευαγγελίζονται αυτήν την μεγάλη χαρά, οι καμπάνες και οι ολόφωτες Εκκλησίες αυτή την χαρά μηνύουν. Όλα είναι γεμάτα με τη χαρά της ζωής, παραμένει όμως ακόμη αναπάντητο ένα «γιατί ... ».
Η εορτή των Χριστουγέννων δεν απαντά στο «γιατί». Το προσεγγίζει όμως με έναν άλλο τρόπο.
Προβάλλει την προτεραιότητα της ζωής, όχι τον τρόπο της απλής επιβίωσης.
Διακηρύσσει την βεβαιότητα της ελπίδας, ως μία διαδικασία δυναμική και αγωνιστική, με σκοπό τη διατήρηση και διαιώνιση της ζωής, όχι μόνο σήμερα αλλά καί πάντα.
Ενισχύει τον άνθρωπο προκειμένου να προσφερθεί αγαπητικά και θυσιαστικά προς τον άλλον, μέσα από μία διαδικασία αυταπάρνησης, "κενωτικής" διάθεσης και προσφοράς, πνευματικής και υλικής.
Αποκαλύπτει το πραγματικό περιεχόμενο της ζωής, ως συν-βίωσης και κοινωνίας, αφού η πραγματική διάσταση της ζωής είναι οργανικά συνδεδεμένη με τον Θεόν και με τον συν-Άνθρωπο, γιατί μόνον έτσι η ζωή καθίσταται, ως "όντως ζωή".
Γι’ αυτό τελικά είναι όλα γεμάτα με τη χαρά της ζωής και την ελπίδα της προσδοκίας. Γι’ αυτό οι ποιμένες αγραυλούν, ο αστήρ μηνύει, οι μάγοι προσφέρουν, οι άγγελοι υμνούν και οι άνθρωποι δοξολογούν :
"Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης
ειρήνη και φωτίσαντι τω κόσμω".
Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα, με αγάπη, δύναμη και προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο, για ένα νέο έτος 2013 γεμάτο ελπίδα και ευτυχία, ώστε να γίνει η απαρχή της "νέας βιοτής".
† Ο ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Στον τόπο μας που βρίσκεται σε αναμονή και αγωνία για το μέλλον, με ανθρώπους εξουθενωμένους από την αγανάκτηση, την οργή και την ανήμπορη εφιαλτική άμυνα, και ο πανικός της αβεβαιότητας στιγματίζει την καθημερινότητα της ζωής, μέσα από έναν αγώνα για απλή επιβίωση, η Εκκλησία προβάλλει την εορτή των Χριστουγέννων και μας καλεί να γιορτάσουμε και πάλι.
Στη χώρα μας, όπου η οικονομία διέρχεται το δικό της δύσκολο δρόμο, κουρασμένη από τις συνεχείς οικονομικές και κοινωνικές μεταπτώσεις και από την αβουλία των ξένων να δώσουν τις δόσεις των δανείων, γιορτάζουμε και πάλι τα Χριστούγεννα, τα οποία έρχονται για να μας θυμίσουν ότι προτεραιότητα πλέον έχει η ζωή και ο άνθρωπος.
Ο Χριστός γεννάται σήμερον και η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει και οι μάγοι σήμερον τα δώρα προσφέρουσι και οι ποιμένες δοξάζουσι, για να μας υπομνήσουν την ανάγκη της συνεχούς διάρκειας της ελπίδας στην ίδια τη ζωή μας, ως μία συνεχή δηλαδή παρουσία του νέου τρόπου ζωής, την οποία πολιτεύεται ο Χριστός στο σπήλαιο της Βηθλεέμ.
Στην κούραση που προκαλεί ο αγώνας για ζωή, όπου η θλίψη και η οικονομική ύφεση χαρακτηρίζουν τα φετινά νοικοκυριά πολλών οικογενειών, αλλά και τη μιζέρια του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού η εορτή των Χριστουγέννων δίνει την ελπίδα και τη δύναμη για ζωή, γι’ αυτό μας καλεί με βεβαιότητα να εορτάσουμε τη Γέννηση του Χριστού. Τα κάλαντα ευαγγελίζονται αυτήν την μεγάλη χαρά, οι καμπάνες και οι ολόφωτες Εκκλησίες αυτή την χαρά μηνύουν. Όλα είναι γεμάτα με τη χαρά της ζωής, παραμένει όμως ακόμη αναπάντητο ένα «γιατί ... ».
Η εορτή των Χριστουγέννων δεν απαντά στο «γιατί». Το προσεγγίζει όμως με έναν άλλο τρόπο.
Προβάλλει την προτεραιότητα της ζωής, όχι τον τρόπο της απλής επιβίωσης.
Διακηρύσσει την βεβαιότητα της ελπίδας, ως μία διαδικασία δυναμική και αγωνιστική, με σκοπό τη διατήρηση και διαιώνιση της ζωής, όχι μόνο σήμερα αλλά καί πάντα.
Ενισχύει τον άνθρωπο προκειμένου να προσφερθεί αγαπητικά και θυσιαστικά προς τον άλλον, μέσα από μία διαδικασία αυταπάρνησης, "κενωτικής" διάθεσης και προσφοράς, πνευματικής και υλικής.
Αποκαλύπτει το πραγματικό περιεχόμενο της ζωής, ως συν-βίωσης και κοινωνίας, αφού η πραγματική διάσταση της ζωής είναι οργανικά συνδεδεμένη με τον Θεόν και με τον συν-Άνθρωπο, γιατί μόνον έτσι η ζωή καθίσταται, ως "όντως ζωή".
Γι’ αυτό τελικά είναι όλα γεμάτα με τη χαρά της ζωής και την ελπίδα της προσδοκίας. Γι’ αυτό οι ποιμένες αγραυλούν, ο αστήρ μηνύει, οι μάγοι προσφέρουν, οι άγγελοι υμνούν και οι άνθρωποι δοξολογούν :
"Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης
ειρήνη και φωτίσαντι τω κόσμω".
Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα, με αγάπη, δύναμη και προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο, για ένα νέο έτος 2013 γεμάτο ελπίδα και ευτυχία, ώστε να γίνει η απαρχή της "νέας βιοτής".
† Ο ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2012
"Το εκκλησιαστικό φρόνημα στη θεωρία και στην σύγχρονη ποιμαντική πράξη" του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου
Ομιλία στο 43ο Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας, Herten-Mülheim an.der. Rnhr-Duisburg, 15-18 Οκτωβρίου 2012
1. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι δεν είναι ευφυές, ούτε συνετό να υποτιμά κάποιος την αλήθεια ή να υποτροπιάζει στη μεταδοτική δύναμη της ανοησίας. Δυστυχώς όμως, σήμερα φαίνεται ότι η υποτίμηση μαζί με τον φανατισμό, την ημιμάθεια και την ιδιοτέλεια συγκροτούν μία νέα αντίληψη σχετικά με το περιεχόμενο του εκκλησιαστικού φρονήματος, ενώ θεωρεί ότι είναι η μεγάλη ευκαιρία για να επιβληθούν κάποιες προσωπικές αντιλήψεις η επιλογές, προκειμένου να επιτευχθούν κάποια προσωπικά οφέλη και να ικανοποιηθούν ποικίλες επιδιώξεις.
Αντιμετωπίζοντας λοιπόν ως Εκκλησία την πραγματικότητα αυτή, επιβάλλεται να σταθούμε νηφάλια ενώπιον ενός εκκλησιαστικού προβλήματος, το οποίο φαίνεται ότι προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο όπου τίποτε πλέον δεν θεωρείται ως αυτονόητο και το κάθε γεγονός απαιτεί την επιβεβαίωσή του. Να ασχοληθούμε δηλαδή και να σταθούμε υπεύθυνα και με γνησιότητα απέναντι στα ερωτήματα, που θέτει η έννοια και το περιεχόμενο του εκκλησιαστικού φρονήματος.
Πριν από όλα όμως, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γερμανίας κ. Αυγουστίνο, για την τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυνε να ομιλήσω ενώπιον του ιερού κλήρου, των άμεσων συνεργατών του, σε μία διακονία τόσο σημαντική και συγχρόνως ευαίσθητη, αφού πλέον η Εκκλησία και μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Γερμανία καλείται με τους επισκόπους, τους ιερείς και τους διακόνους της, υπό την πεπνημένη καθοδήγηση της Υμετέρας Σεβασμιότητος, να προσλάβει και να μεταμορφώσει έναν κόσμο που δεν έχει καμμία σχέση με τον κόσμο που ξέραμε λίγα χρόνια πριν, και μάλιστα σε άλλους τόπους και χώρους, και όπου η τοπική Εκκλησία προκαλείται πειρασμικά να δώσει τη δική της ταυτότητα μέσα από μία διαδικασία διαλεκτική αλλά και επιβεβαίωσης.
Το δεύτερο στοιχείο, είναι ότι οφείλω να επισημάνω και να αναγνωρίσω, πως μέσα από τις παρούσες Ιερατικές Συνάξεις και συναντήσεις, φέτος είναι η τεσσαρακοστή τρίτη, επιβεβαιώνεται το άοκνο ενδιαφέρον του επισκόπου Σας ως ποιμένος, για έναν συμπροβληματισμό σε ουσιαστικά και ποιμαντικά θέματα και συγχρόνως για την επιμόρφωση των κληρικών του σε θέματα τόσο σύγχρονα, που αγγίζουν την επικαιρότητα και τον σύγχρονο ποιμαντικό προβληματισμό, αφού, κατά την έκφραση ενός μεγάλου σύγχρονου θεολόγου, του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, "όποιος μένει απαθής ενώπιον της ιστορίας, αυτός δεν μπορεί ποτέ να είναι καλός χριστιανός" (Έργα, τόμος IV, Θεσ/νίκη 1979, σελ. 225).
Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να δείξει την αλήθεια, την οποίαν κατέχει, αφού «η χθες προ πολλού παρήλθεν. Ούτε καν την σήμερον ζώμεν σήμερον. Μας προέλαβεν η μεθαύριον. Είναι απέλπιδα τα κτυπήματα εις την θύραν της Εκκλησίας... Αν δεν κατηρχόμεθα προς την πραγματικότητα της Εικόνος του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου του αυτής της στιγμής, δεν θα είμεθα Εκκλησία. Θα είμεθα μία ένδοξος, ίσως θαυμαστή, ιστορική πραγματικότης, αλλά παρελθοντολογία και μόνον. Ενώ η Εκκλησία είναι ζωή, είναι η πάντοτε σήμερον εν τη ατέρμονι εκτάσει της αιωνιότητος...» (Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων Χατζής).
2. Είναι λοιπόν ανάγκη και καθήκον να σταθούμε κατ’ αρχήν αυτοκριτικά, μπροστά στο μέλλον και στην αποστολή της Εκκλησίας στον ήδη ενεστώτα αυριανό κόσμο. Ενώπιον της κρισιμότητας και των απαιτήσεων των καιρών, είμαστε αναγκασμένοι να αναγνωρίσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διέρχεται, κατά την ανθρώπινη συντεταγμένη της διάσταση, βαθύτατη κρίση. Γιατί ; Επειδή διέρχεται κρίση το ίδιο το φρόνημά Της, το οποίο όσο εύκολα μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως εκκλησιαστικό, τόσο δύσκολο είναι και να το καθορίσουμε η να το προσδιορίσουμε ως εκκλησιαστικό, όταν μάλιστα καλούμεθα να το συσχετίσουμε με την σύγχρονη πράξη και διακονία και με τα του κόσμου πράγματα. Τότε ακριβώς κινούμεθα σε μία περιδείνηση μεταξύ του παραδοσιακού και του σύγχρονου περιεχομένου που εκφράζει, του θεωρητικού και του πρακτικού, του φιλελεύθερου και του συντηρητικού.
Σήμερα, το να ομιλεί κάποιος και να περιγράφει το εκκλησιαστικό φρόνημα σε έναν κόσμο μεταμοντέρνο και μεταχριστιανικό, με μία ξύλινη γλώσσα, η οποία εξαντλείται στη ρητορεία, χωρίς να στέλνει κάποιο μήνυμα ζωής, κινδυνεύει να στεφθεί από αποτυχία, γιατί απλά προσπαθεί με κηρύγματα ορθολογικά και ηθικιστικά να πείσει για θέματα ζωής και ύπαρξης. Επιπλέον μία θεολογική έκφραση, η οποία με προχειρότητα προσπαθεί να προκαλέσει και να ερεθίσει τα όρια του λαϊκισμού, μπορεί να βρεθεί με βεβαιότητα αντιμέτωπη με τη συγκατάβαση και απομακρυσμένη από το μυστήριο της "κένωσης".
Τι σημαίνουν όλα αυτά ; Ότι το εκκλησιαστικό φρόνημα, τόσο στην θεωρία, όσο και στην πράξη : Δεν απαιτεί την απομόνωση αλλά αναζητεί να αναδειχθεί μέσα από τον διάλογο. Δεν κινείται στο χώρο της εσωστρέφειας και της αυτοδικαίωσης αλλά στα όρια του προφητικού χαρίσματος. Απορρίπτει την απολογητική και υιοθετεί μία θεολογία του όλου, η οποία ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή και την ύπαρξη.
Όλα αυτά απαιτούν μία υπέρβαση της διάστασης μεταξύ του λόγου και του έργου, της πίστης και της ζωής, του δόγματος και του ήθους, η οποία "αναγκαστικά" οδηγεί σε μία ταυτότητα "πράγματος".
Στην εκκλησιαστική πράξη όμως, αυτή η εμπράγματη σχέση ταυτότητας επιβεβαιώνεται απλά, χωρίς να αξιολογείται.• Αντί δηλαδή να αγωνιζόμαστε για να μεταμορφώσουμε τον κόσμο, με όρους και κριτήρια εκκλησιαστικά, αξιώνουμε η και πολλές φορές επαιτούμε από αυτόν, να επικυρώσει την αναγκαιότητα της ύπαρξής μας, με αποτέλεσμα το ήθος μας να κινδυνεύει να εκκοσμικευθεί.
Η παρούσα διαπίστωση δεν αμφισβητεί δικαιώματα αναφαίρετα και υποχρεώσεις σε κάποιους τομείς, προνόμια και δικαιοδοσίες. Είναι ζωτική όμως ανάγκη να δίνεται προτεραιότητα στην «πάση θυσία» προφύλαξη της Εκκλησίας από κάθε είδους ακρωτηριασμούς και αλλοιώσεις της οντολογικής και εκκλησιολογικής της υπόστασης.
Καλούμεθα λοιπόν, εμείς οι ίδιοι να οριοθετήσουμε τα πλαίσια μεταξύ της αλλοίωσης η του ακρωτηριασμού και της ολοκληρωμένης οντολογικά εκκλησιαστικής πραγματικότητας, η οποία περιγράφεται (σημαίνεται) από αυτό που ονομάζουμε εκκλησιαστικό φρόνημα και το οποίο δεν ταυτίζεται με μία συγκεκριμένη μορφή ηθικής συμπεριφοράς, αλλά με έναν καθορισμένο τρόπο ζωής, δηλαδή με έναν εκκλησιαστικό πολιτισμό, γιατί «δεν υπάρχει άλλος τρόπος νοηματοδότησης και καταξίωσης της ηθικής παρά μόνο όταν αυτή αποτελεί τη φανέρωση ενός ήθους που απορρέει από την εμπράγματη βίωση του δόγματος» (π. Αδαμαντίου Αυγουστίδη), δηλαδή του γεγονότος της πίστεως της Εκκλησίας.
Να γιατί ο Μητροπολίτης Περγάμου τονίζει, ότι «ο κόσμος σήμερα δεν χρειάζεται ηθική, αλλά ήθος. Όχι έναν προγραμματισμό, αλλά μια στάση και μια νοοτροπία. Όχι μια νομοθεσία, αλλά έναν πολιτισμό».
Αυτή η έμπρακτη βίωση και εφαρμογή του γεγονότος της πίστεως, εκφράζεται, εκδηλώνεται και πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία και διατυπώνεται συνοδικά, δηλαδή ενωτικά, ως ένα βάπτισμα, μία πίστη, μία ευχαριστία, αφού οφείλουμε «ημίν σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία την γνώμην βεβαιοί» (Ειρηναίου Λυώνος). Δεν μπορούμε δηλαδή να διαμορφώσουμε το ήθος μας η να εκφράσουμε το εκκλησιαστικό μας φρόνημα μέσα από μία διαδικασία διχαστικού υποκειμενισμού η ατομικού απομονωτισμού, αλλά μόνο ως εκκλησιαστικοποιημένες οντολογικές πραγματικότητες (βλ. τον κοινό Πατέρα ημών, τους αδελφούς κ. α.). Αυτή η εκκλησιοποίηση νοηματοδοτεί ακόμη και αυτό, το οποίο ο Απ. Παύλος χαρακτηρίζει ως "συνείδηση", όχι του ενός αλλά του όλου, δηλαδή του εκκλησιαστικού Σώματος, με ποιό τρόπο; Κατανοούντες «αλλήλους εις παροξυσμόν αγάπης και καλών έργων» (Εβρ. 10,24).
Μέσα από αυτή τη διαδικασία η εκκλησιαστική ενότητα, που εκφράζεται με το εκκλησιαστικό φρόνημα, το κοινό δηλαδή φρόνημα, είναι καρπός του συνοδικού ήθους. Γι’ αυτό και «όσο η συνοδικότητα δεν θα χαρακτηρίζει κάθε επίπεδο σχέσης εν υπακοή, και όχι εν υποταγή, μέσα στην Εκκλησία, είτε πρόκειται για την ενορία, είτε πρόκειται για τον κλήρο και το λαό, τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους του, τους επισκόπους και τη σύνοδο της Ιεραρχίας, θα ελλοχεύει ο κίνδυνος για έκπτωση του ιερού θεσμού από Σώμα Χριστού σε σωματείο θρησκευομένων, με ο,τι αυτό συνεπάγεται για την πορεία μας προς ένα απαιτητικό μέλλον» (π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης), Ακόμη και την Ορθοδοξία μας θα πρέπει να την συνδέσουμε με την Εκκλησία, όχι ως μία τάση ομολογιακής διάκρισης η διαφοροποίησης, αλλά ως ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και ύπαρξης, μέσα από τον οποίον αναδεικνύεται και επιβεβαιώνεται η αλήθεια της πίστεως, η οποία γι’αυτό ακριβώς το λόγο και ταυτίζεται απόλυτα με την Εκκλησία.
Έτσι λοιπόν Ορθοδοξία, Αλήθεια και Εκκλησία ταυτίζονται. Γι’ αυτό και το χαρακτηριζόμενο ως φρόνημα ορθόδοξο δεν νοείται έξω από την Εκκλησία, αλλά ταυτίζεται απόλυτα με το εκκλησιαστικό φρόνημα.
Το ορθόδοξο-εκκλησιαστικό φρόνημα δεν είναι συνδεδεμένο με συναισθηματικές καταστάσεις, αλλά με τα πραγματικά βιώματα και την ζωή που βιώνεται μέσα από την Εκκλησία, ως γεγονός υπαρξιακό, ως τρόπος ζωής.
Το εκκλησιαστικό φρόνημα δεν εξαντλείται σε μερικά κοινωνικά, εξωτερικά και επιφανειακά έργα αλλά εκδηλώνεται στο επίπεδο της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία μάλιστα έχει κάποιο συγκεκριμένο προσανατολισμό, την αγιότητα, αφού άγιοι δεν είναι απλώς οι καλοί άνθρωποι, ούτε οι ηθικοί, με την έννοια της νομικίστικης - ηθικής αντίληψης, αλλά αυτοί που έχουν ήθος εκκλησιαστικό, δηλαδή καθολικό, αυτοί που βιώνουν την κοινή αλήθεια και επιτυγχάνουν την κοινή ζωή για όλα τα μέλη.
Έτσι η Εκκλησία, δηλαδή η Ορθοδοξία, είναι η ενότητα του κόσμου, στην οποίαν επιτυγχάνεται η πραγματική βίωση της αλήθειας και ιστορικά φανερώνεται μέσα από το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Γι’ αυτό και ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς προτρέπει να "στέργομεν πάσας τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις, εγγράφους τε και αγράφους και προ πάντων την μυστικωτάτην και πανίερον τελετήν και κοινωνίαν και σύναξιν".
3. Ας δούμε όμως πως εκφράζεται στη θεωρία και εφαρμόζεται στην πράξη το παραπάνω περιγραφέν ως εκκλησιαστικό φρόνημα.
α) Η Εκκλησία είναι η ευχαριστιακή κοινότητα από την οποίαν απορρέουν τα πάντα και προς αυτήν συγκλίνουν. Το σημαντικό μάλιστα είναι, ότι αντιλαμβάνεται το ρόλο της, ακόμη και μέσα στην κοινωνία των πολιτών και του κόσμου τούτου, μεταμορφωτικά και μάλιστα σε μία δυναμική πορεία προς το μέλλον, γι’ αυτό και δίνει προτεραιότητα στη κοινωνία, στην συνύπαρξη και στη μετοχή. Δεν αντιλαμβάνεται τη ζωή του ανθρώπου διασπασμένη σε δημόσια η ιδιωτική, ούτε την επιβίωσή του ως μία διαδικασία αυστηρά πολιτική, ως μία δηλαδή αντιπαράθεση μεταξύ του ατομικού και του κοινωνικού τρόπου ύπαρξης.
β) Αυτό το οποίο χαρακτηρίζει την Εκκλησία είναι ένας ασκητισμός, ως αυταπάρνηση του ιδίου θελήματος προς χάριν του άλλου, ως αυτοθυσία του εγώ για την επανεύρεση του εαυτού μας, ως αυτοπεριορισμό της ατομικότητας του ανθρώπου, προκειμένου να επιτευχθεί η συμβίωση με τον συνάνθρωπο, δηλαδή η επίτευξη της φιλαλληλίας, η οποία αντιπαρατίθεται προς την φιλαυτία.
γ) Η Εκκλησία είναι "εν τω κόσμω" αλλά όχι «εκ του κόσμου». Αυτό σημαίνει ότι το βασικό μήνυμα ζωής που φέρνει η Εκκλησία καθώς και η θεμελιώδης δομή της (η λατρεία, η κανονική διάρθρωση κ.λ.π) δεν επιδέχονται καμμία ανανέωση αφού εκφράζουν και «εικονίζουν» κάτι άλλο από την ιστορία και τον παρόντα κόσμο, γι’ αυτό και ο εκσυγχρονισμός δεν χωρεί σε πνευματικούς θεσμούς, παρά μόνο στο βαθμό που οι θεσμοί αυτοί ενωτίζονται τις αγωνίες και τα ερωτήματα του ανθρώπου μιας συγκεκριμένης εποχής και αντλούν την απάντηση που θα δώσουν μέσα από τις σταθερές και αμετάβλητες αρχές της παράδοσης, στην οποία στηρίζονται. Τι σημαίνει αυτό ; Ότι η παράδοση ερμηνεύεται μόνο ως προς τα ερωτήματα που της θέτει κάθε εποχή, και όχι αποκλειστικά και μόνο από τις απαντήσεις της, και επιπλέον, αξιολογείται από την χρήση των όρων και των εκφράσεων, με τις οποίες δομεί και καταθέτει την απάντησή της.
Η Εκκλησία δεν μπορεί να διακατέχεται από το άγχος να εμφανίσει σύγχρονο πρόσωπο, γιατί αυτό που αναζητεί ο άνθρωπος σ’ αυτήν, δεν είναι κάτι ανάλογο με τα άλλα «σύγχρονα πρόσωπα», αλλά κάτι διαχρονικό, σταθερό και αιώνιο, την αλήθεια του «αληθώς υπάρχειν».
δ) Η Εκκλησία είναι διακονία και όχι εξουσία η διοίκηση. Είναι ένας όρος με τον οποίον εκφράζεται ένα ευρύ περιεχόμενο εκκλησιαστικών δράσεων, τα όρια των οποίων και η άσκησή τους καθορίζονται από τους ιερούς κανόνες και την κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Αυτή ακριβώς η ειδοποιός διαφορά συνεπάγεται, ότι δεν μπορεί να ταυτίζεται η έννοια της εκκλησιαστικής διακονίας και αυθεντίας με οποιαδήποτε άλλη μορφή εξουσίας η να υιοθετεί μεθόδους και πρότυπα άλλων κοσμικών εξουσιών η κοινωνικών φορέων και δομών.
ε) Η Εκκλησία θεωρεί την ενότητα και τη διάκριση κλήρου και λαού, ως αναγκαία στην όλη δομή και λειτουργία της εκκλησιαστικής διακονίας. Είναι όμως απαραίτητο να επισημανθεί, ότι η διάκριση αυτή είναι καθαρά χαρισματική και λειτουργική και άρα ιεραρχική.
Η χαρισματική, ιεραρχική και λειτουργική διάκριση της ιερωσύνης και η αξιολογική εκτίμηση του διακονικού της χαρακτήρος περιγράφεται από τους ιερούς κανόνες και ασκείται από τους κανονικούς φορείς της διακονίας, τον επίσκοπο και τα συνοδικά όργανα. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος, ξένος προς αυτόν, τείνει στην αποδυνάμωση η περιθωριοποίηση του λειτουργήματος του επισκόπου.
στ) Η Εκκλησία, εκφράζει έναν άλλο λόγο, θεολογικό και όχι ιδεολογικό. Η πίστη είναι εμπειρία και βίωμα. Αποτελεί την ευχαριστιοκεντρική βίωση του γεγονότος της εν Χριστώ αποκεκαλυμένης Αλήθειας, την οποίαν καλείται ολόκληρο το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, να βιώσει και να διατυπώσει λειτουργικά αλλά και να αποδεχτεί εμπειρικά, ώστε να το κάνει περιεχόμενο ζωής.
Δυστυχώς όμως, σήμερα η πίστη και το περιεχόμενο της εν Χριστώ αποκεκαλυμένης Αλήθειας κατανοείται ως ένα «ιδεολόγημα», το οποίο διασώζει και επικροτεί ή ένα και μόνο αποκλειστικό σύστημα ή και ταυτίζεται με αυτό. Είτε υιοθετεί το σύστημα του υπερσυντηρητισμού, το οποίο αντιστρατεύεται την ενότητά της, μέσα στο ίδιο εκκλησιαστικό σώμα, είτε το άλλο σύστημα του προοδευτισμού, το οποίο αλλοτριώνει και οδηγεί σε διάσπαση. Και οι δύο αυτές ακραίες εκφάνσεις του θεολογικού και κηρυγματικού λόγου της Εκκλησίας συμβάλλουν στην αλλοτρίωση του θεολογικού και κηρυγματικού λόγου Της.
Τι συνεπάγεται αυτή η διάσταση και αλλοτρίωση; Να είναι δυσδιάκριτο το αυθεντικό κριτήριο διάκρισης μεταξύ Αλήθειας και ερμηνείας της Αλήθειας από την «αίρεση». Έτσι, με μεγάλη ευκολία διακηρύσσονται «κυοφορούμενες αιρέσεις» η αναπτύσσονται κατηγορητήρια κατά επισκόπων η και συνεπισκόπων για αίρεση, επειδή η πρόταση η η ερμηνεία τους δεν ταυτίζεται με την δική τους αντίληψη η σκέψη και επειδή το λεξιλόγιό τους κατανοείται και ερμηνεύεται η μονοδιάστατα η «συναφειακά». Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ο όρος «αιρετικός» να δηλώνει κάθε έναν, ο οποίος διαφωνεί με την άποψή μας, σε πείσμα όσων οι Πατέρες της Εκκλησίας και η αρχαία παράδοσή Της μας διδάσκουν σαφώς για τον όρο «αίρεση». Δεν αποτελεί παράβαση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων και ίδρυση ιδίας «Ιεραρχίας» αλλά και την μη τήρηση των εντολών του Χριστού (πρβλ. Βαρσανούφιος , Ερωταποκρίσεις 536).
Μία τέτοια αλλοίωση του θεολογικού και του κηρυγματικού λόγου της Εκκλησίας δεν υφίσταται μόνο σε επίπεδο «θεωρητικό», αλλά έχει άμεση συνέπεια και στην ίδια τη ζωή και τη συμπεριφορά των εκφραστών τους, αλλά και στη ίδια τη λειτουργία των εκκλησιαστικών δομών, γιατί οδηγεί σε μία έλλειψη της εμπειρικής ψηλάφισης των γνήσιων ευαγγελικών αναφορών και της θεώρησης της επί το αυτό συνάξεώς μας. Έτσι όμως αδυνατούμε να ψελίσσουμε στους ανθρώπους το "έρχου και ίδε", αφού δεν ξέρουμε πολλές φορές τι η ποιόν τους υποδεικνύουμε (Ιερώνυμος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, 1999).
Στο σημείο αυτό όμως χρειάζεται να κάνουμε μία σημαντική διευκρίνιση, γιατί όσο επικίνδυνο είναι να μείνουμε στη συντήρηση, άλλο τόσο μπορούμε να διολισθήσουμε και στην εκκοσμίκευση.
Αυτή η εμμονή στις εκκλησιαστικές παραδόσεις σημαίνει μία αντίληψη συντηρητισμού; Όχι βέβαια. Η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι συντηρητική. Δεν συντηρεί τον τύπο και το γράμμα, αλλά προσβλέπει στην ουσία και το πνεύμα, το οποίο μας ελευθερώνει και μάλιστα σε αντίθεση προς το γράμμα, το οποίο μας σκοτώνει ( ). Η Εκκλησία είναι κυρίως και πρωτίστως παραδοσιακή, δηλαδή δυναμική, διαχρονική και επίκαιρη. Έχει να κάνει με τα του κόσμου αλλά δεν ταυτίζεται με τον κόσμο.
Η συντήρηση αντίθετα σημαίνει διατήρηση παλαιών σχημάτων του παρελθόντος και μονοσήμαντη επανάληψη, αποξένωση από το παρόν και το μέλλον. Παράδοση όμως σημαίνει διαχρονική φανέρωση της Εκκλησίας, της πίστης και της διδασκαλίας στην σύγχρονη πραγματικότητα, προτείνοντας θέσεις και λύσεις σε σύγχρονα θέματα και προβλήματα της εποχής μας όχι μόνο κοινωνικά αλλά πρωτίστως υπαρξιακά, δηλαδή ζωής και προοπτικής της ανθρώπινης ζωής και ύπαρξης.
4. Ποιά είναι όμως τα κριτήρια κατανόησης του περιεχομένου του εκκλησιαστικού φρονήματος και διάκρισής του από το κοσμικό φρόνημα ; Eίναι η διάκριση μεταξύ του ατομικού και του καθολικού, της ηθικής και του ήθους, του εγωϊστικού και του κοινωνικού.
Τι σημαίνει όμως εκκοσμίκευση της Εκκλησίας η στην Εκκλησία ;
α) Η ταύτιση της Εκκλησίας η του τρόπου του εκκλησιαστικώς ζην με τα του κόσμου πράγματα, και
β) Η απώλεια του πραγματικού σκοπού της Εκκλησίας, που είναι σωτηρία του ανθρώπου, η φανέρωση δηλαδή και η συμμετοχή των ανθρώπων στη Βασιλεία του Θεού.
Ως Εκκλησία δεν νοούμε κάτι το αφηρημένο, αλλά κάτι το συγκεκριμένο, το Σώμα του Χριστού, το οποίο έχει κεφαλή τον ίδιο το Χριστό και μέλη τους πιστούς, τα βαπτισμένα μέλη. Η ιστορική φανέρωση της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού και εμείς ως μέλη εκ μέρους (Α Κορινθ. ΙΒ , 27) πραγματώνεται στην Ευχαριστία, όπου επιτελείται η επί το αυτό σύναξη του εκκλησιαστικού σώματος και φανερούται η ενότητα του Σώματος, ως ενότητα των μελών μεταξύ τους και συγχρόνως με το Χριστό.
Αντίθετα, η εκκοσμίκευση του εκκλησιαστικού τρόπου ζωής είναι η απώλεια η η αμαύρωση του πραγματικώς ζην στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, και η οποία είτε προϋποθέτει, είτε συνεπάγεται την αποξένωση των μελών της Εκκλησίας από το εκκλησιαστικό φρόνημα, την απεμπόληση δηλαδή του εκκλησιαστικού ήθους, ήτοι του εκκλησιαστικού τρόπου της ύπαρξης και την διαπότιση του εκκλησιαστικού τρόπου του ζην από το λεγόμενο κοσμικό φρόνημα, το οποίο συνεπάγεται ατομισμό, αποξένωση, απομονωτισμό, εσωστρέφεια και διαφοροποίηση από τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας και τελικά διάσπαση και σχίσμα.
Πότε η Εκκλησία λειτουργεί εκκοσμικευμένα ; Όταν :
α) Η Εκκλησία ταυτίζεται με τη θρησκεία. Η διαφορά μεταξύ Εκκλησίας και θρησκείας είναι τεράστια και σημαντική. Η θρησκεία μιλά για έναν Θεό απρόσωπο, που κατευθύνει και διευθύνει τον άνθρωπο, ο οποίος με διάφορες τελετές και πράξεις προσπαθεί να Τον εξιλεώσει.
Η Εκκλησία δεν μπορεί να ικανοποιεί τα λεγόμενα θρησκευτικά συναισθήματα των ανθρώπων.
β) Η Εκκλησία θεωρείται ως σύστημα ιδεολογικό και όχι ως σχέση ζωής και ύπαρξης. Τα ιδεολογικά συστήματα διαπνέονται από αφηρημένες ιδέες και εμποτίζονται από τον ιδεαλισμό, ο οποίος έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλων των ανθρωποκεντρικών συστημάτων, που στηρίζονται στη φιλοσοφία και αντιτίθενται στον υλισμό. Οι ιδέες δεν έχουν τόσο πολλή σχέση με την ζωή και με τη μεταμόρφωση του ανθρώπου. Ο ιδεαλισμός καταρτίζεται με την λογική του ανθρώπου και προσφέρεται με επιχειρήματα και ιδέες. Η Εκκλησία δεν λειτουργεί ως ιδεολογικός χώρος. Δεν έχει απλώς μερικές ιδέες, έστω τις καλύτερες και τελειότερες, τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιεί για την αντίκρουση άλλων ιδεών. Η Εκκλησία έχει τη ζωή, και μάλιστα την αληθινή ζωή, που είναι καρπός της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό.
γ) Η Εκκλησία υποβαθμίζεται σε κοινωνική οργάνωση σαν τις τόσες άλλες οργανώσεις που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία.
Δυστυχώς σήμερα υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν την Εκκλησία ως μία αναγκαία οργάνωση χρήσιμη για την κοινωνία και ο ρόλος της εκτιμάται ανάλογα προς την κοινωνική χρησιμότητά της και προσφορά.
Άλλοι πάλι, δέχονται την Εκκλησία ως ένα διακοσμητικό στοιχείο, το οποίο χρησιμοποιούν είτε για να λαμπρύνουν κάποιες τελετές είτε για να φανεί η ευρύτερη κοινωνική συναίνεση.
Μία τρίτη ομάδα είναι εκείνη, η οποία ταυτίζει την Εκκλησία με τον θεσμό ενός συγκεκριμένου Έθνους η εθνική ταυτότητα, περιορίζοντας τον οικουμενικό χαρακτήρα και τον ρόλο Της. Αυτή η ταύτιση είναι η γενεσιουργός αιτία του συγχρόνου προβλήματος της "εκκλησιαστικής διασποράς", και της αυτοκεφαλίας, γεγονότα τα οποία αποτελούν βόμβα στα θεμέλια της ίδιας της ορθόδοξης εκκλησιολογίας.
Η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί θεσμός αποκλειστικά και μόνο ενός έθνους. Δεν μπορεί να περιορίζει τον ρόλο και τον λόγο Της σε μία συγκεκριμένη εθνική ιστορία και να υποβαστάζεται η να ταυτίζεται με ένα έθνος μεμονωμένα, γιατί η οποιαδήποτε επαναστατική αποτυχία ενός έθνους δεν μπορεί να συμπαρασύρει ιστορικά σε πτώση και την ίδια την Εκκλησία.
Υπάρχει τέλος και μία άλλη θεώρηση, κατά την οποίαν η Εκκλησία είναι χρήσιμη για τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, σε τέτοιο σημείο, ώστε να προσαρμόζει το κήρυγμα και τη διδασκαλία Της σ’ αυτές τις κοινωνικές ανάγκες και μάλιστα υπό το φοβικό σύνδρομο της απόρριψης, αποδεχόμενη με τον τρόπο αυτό κάθε ανθρωπολογική κοινωνική η προνοιακή απαίτηση. Οι Εκκλησίες και οι Ομολογίες της Δύσης έχουν υποκύψει σ’ αυτόν τον πειρασμό, γι’ αυτό και σήμερα έχουν εκκοσμικευθεί εν ονόματι ενός φιλελευθερισμού η ενός ακτιβισμού.
5. Τι συνεπάγονται όλα τα παραπάνω στη σύγχρονη ποιμαντική δράση και εκκλησιαστική πράξη ;
α) Υπό την επίφαση της παραδοσιαρχίας η της εσωστρέφειας, του προοδευτισμού η της εξωστρέφειας, και με αντίληψη καθαρά εκκοσμικευμένης νοοτροπίας, οδηγούν την χαρισματική ιερωσύνη είτε στην εικόνα ενός προτεσταντικού τύπου ευσεβισμού (pietismus), όπου η εξωτερική εμφάνιση και φορμαλιστική συμπεριφορά αποτελούν την ένδειξη της εκκλησιαστικής τους παρουσίας, είτε στην εικόνα μιας ιερωσύνης δυτικού τύπου, η οποία δραστηριοποιείται μέσω του κοινωνικού ακτιβισμού και η οποία εκφράζει μία άλλη ακόμη πτυχή της εκκοσμίκευσης.
β) Η διάσταση ακόμη της φιλανθρωπίας, ως κοινωνική πρόνοια, κατανοείται υπό τους όρους ενός φορέως η συστήματος πρόνοιας και φιλανθρωπίας, όπου είναι δυνατόν να λειτουργεί ερήμην της ευθύνης του επισκόπου, ως κατεξοχήν ποιμένος και υπευθύνου της εκκλησιαστικής κοινότητας (πρβλ. Αποστολ. Διαταγές 2,27, 4. Ιουνίου, Απολογία 1,67,69), και μάλιστα υπό τον τύπον όχι της ενοριακής οργάνωσης αλλά μιας αποκλειστικής και ειδικής δομής διενοριακής η διεπισκοπικής άσκησης της φιλανθρωπίας.
Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι να κάνει κοσμικές - κοινωνικές δομές, παρόμοιες και παράλληλες με τις δομές ενός κράτους, για να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα. Ο φιλανθρωπικός ρόλος της Εκκλησίας είναι προσωπικός. Δεν απευθύνεται σε κατηγορίες ανθρώπων, αλλά δέχεται τον κάθε άνθρωπο, ως πρόσωπο, σεβόμενη την ελευθερία του. Δεν βασίζεται σε αριθμούς, ούτε αξιολογεί το έργο της αριθμητικά, όσο γοητευτικό και επικοινωνιακά αξιοποιήσιμο και αν είναι αυτό.
γ) Η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να αντισταθεί σε αυτόν τον τύπο της φιλανθρωπίας και να μην τον κάνει αυτοσκοπό της αποστολής και της δράσης της, γιατί θα χρειαστεί χρήματα, τα οποία θα αναζητήσει σε χώρους έξω από το ενοριακό πλαίσιο, γεγονός το οποίο θα έχει ως επακόλουθο μύριες όσες εξαρτήσεις και υποχωρήσεις, συναλλαγές και ανταλλάγματα, με αποτέλεσμα στο τέλος να μην ομοιάζει με Εκκλησία, αλλά με ανώνυμη εταιρεία και ενδεχομένως στα πρόθυρα της πτώχευσης, επιπλέον εμφωλεύει ο άμεσος κίνδυνος να αμαυρώσουμε την εκκλησιαστική μας ταυτότητα και το φρόνημά μας, αλλά αφού μία νέα τάξη πραγμάτων, με νέους οικονομικούς παράγοντες και πρόθυμους χορηγούς, εμφανίστηκαν ξαφνικά και στην ζωή της Εκκλησίας με πρόθεση να συμπαρασταθούν στο έργο της, χωρίς όμως η ίδια η ποιμαίνουσα Εκκλησία να έχει τις ασφαλιστικές εκείνες δικλείδες με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να συμπαρασυρθή και να ενδώσει στις ποικίλες μορφές προστασίας τους.
6. Ποιές όμως είναι οι αιτίες, οι οποίες οδήγησαν την εκκλησιαστική μας διακονία σε αυτή την κρίση ταυτότητας;
Η Εκκλησία, μέσα στις ίδιες τις δομές της υιοθετεί πρότυπα εξ αντιγραφής κοσμικά, με σκοπό, είτε για να επιβιώσει οικονομικά, είτε για να ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα στις ανάγκες του ποιμνίου της. Όμως τα εξ αντιγραφής αυτά πρότυπα, εάν δεν οριοθετηθούν λειτουργούν στο ίδιο το σώμα του θεσμού αλλοτριωτικά, με αποτέλεσμα η εκκλησιαστική διακονία να πάσχει από έλλειμμα αυτοκριτικής και πλεόνασμα απολογητικής διάθεσης, συνεπάγεται μία απροθυμία να υπερβεί τα θεολογικά στερεότυπα και τα κοινωνικά πρότυπα, όσο και τις επιμέρους πολιτισμικές, οικονομικές και άλλες διαφορές, και να ενώσει τη φωνή της με τις άλλες Εκκλησίες στο όνομα και για χάρη του ανθρώπου, γιατί διακατέχεται από το φοβικό σύνδρομο της ελλειμματικής αυτοπεποίθησης τόσο ως προς την πίστη που εκφράζει, όσο και ως προς την δυναμικότητα της Αλήθειας που κατέχει. Και όλα αυτά προκαλούνται επειδή υπάρχει όχι μόνο μία ώσμωση πολιτιστική αλλά κυρίως μία διάθεση μιμητισμού.
7. Τέλος, ένα από τα ζητήματα τα οποία, ιδίως στο χώρο της "διασποράς", διατρέχει τον μεγάλο κίνδυνο της αλλοίωσης της λειτουργίας του εκκλησιαστικού φρονήματος, είναι η συμμετοχή η η αξιοποίηση των λαϊκών στο έργο της εκκλησιαστικής διακονίας.
Είναι γνωστόν, ότι η αξιοποίηση των λαϊκών στο έργο της Εκκλησίας τείνει σήμερα, ως προβληματισμός, να θεωρείται κοινοτοπία μεταξύ των Προτεσταντών, ενώ για τους Ορθοδόξους, στη δεκαετία του 60 και 70, απετέλεσε θέμα προς διερεύνηση. Παρόλες όμως τις μελέτες, τις εισηγήσεις και τις αναφορές, δεν κατέστη δυνατόν να δοθούν αρκετά πειστικές απαντήσεις ή να γίνουν αξιόλογες προτάσεις, σε σχέση με τις προσδωκόμενες απαιτήσεις της εποχής, και τούτο δίκαια, γιατί ουδέποτε απετέλεσε θέμα προς συζήτηση, αλλά και ουδέποτε αμφισβητήθηκε η θέση των λαϊκών η υποβιβάστηκε το έργο και η παρουσία τους στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η θέση των λαϊκών στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δεδομένη και απαραίτητη, όχι μόνο υπό την έννοια της αξιοποίησης του ανθρωπίνου δυναμικού, αλλά πρωτίστως για να συγκροτηθεί η Εκκλησία σε Σώμα Χριστού, για το λόγο αυτό και προτιμώ τον όρο «συμμετοχή», από τον όρο «αξιοποίηση», επειδή θεωρώ, ότι οι λαϊκοί καλούνται να προσφέρουν έργο προς το εκκλησιαστικό σώμα και όχι να «χρησιμοποιηθούν» από αυτό.
Οι απαιτήσεις όμως της σύγχρονης μορφής των πολυπολι-τισμικών κοινωνιών επιβάλλουν μία επαναξιολόγηση όχι τόσο της θέσης των λαϊκών, όσο της επαναδραστηριοποίησης και της συμμετοχής τους στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με βάση πλέον τις μεθόδους και τις αρχές της σύγχρονης «θεωρίας των συστημάτων» για τη συνέργεια των μελών. Οι προκλήσεις και οι ποιμαντικές ανάγκες έχουν επιβεβαιώσει, ότι η συμμετοχή των λαϊκών διέρχεται κρίση, η οποία προβληματίζει και συγχρόνως δημιουργεί μία επιφύλαξη αναφορικά με τον τρόπο της αφύπνισης και της ενεργοποίησής τους στη συμμετοχική δράση. Χωρίς δηλαδή, να οδηγηθούμε στις ακρότητες ενός άκρατου φιλελευθερισμού, προτεσταντικού τύπου με «ιδιαίτερες» ακτιβιστικές δραστηριότητες (οργανώσεις, κινήματα λαϊκά κοινωνικών παροχών) η ενός κληρικοκρατικού - κληρικαλικού συστήματος δυτικού τύπου, με αντιλήψεις συγκεντρωτισμού, όπου ο λαϊκός απλά χρησιμοποιείται, πρέπει να επισημάνουμε, ότι οι λαϊκοί απαιτείται να επαναποκτήσουν τη δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών η εφαρμογής τέτοιων επιλογών, που θα αποβλέπουν στο γενικότερο καλό του συνόλου και όχι ενός μέρους μόνο.
Για τους λόγους αυτούς νομίζω, ότι είναι απαραίτητο ο προβληματισμός μας να προσανατολιστεί στην επαναξιολόγηση της συμμετοχής και της δράσης των λαϊκών, προκειμένου η ποιμαντική μας διακονία να ανταποκριθεί ουσιαστικότερα στις απαιτήσεις των συγχρόνων κοινωνιών, με βάση όμως τις αρχές και τις προϋποθέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας, γιατί όλα αυτά είναι δεδομένα και διαχρονικά και δεν μεταβάλλονται με τις εποχές.
Αυτό λοιπόν το οποίο οφείλουμε να επιχειρήσουμε είναι, η διερεύνηση του θέματός μας να στηρίζεται σε δύο βασικά θεολογικά στοιχεία, τα οποία και καθορίζουν το πλαίσιο των ποιμαντικών αλλαγών και αναθεωρήσεων, αν και πολλές φορές παραθεωρούνται ακόμη και από εμάς τους κληρικούς˙ και στη συνέχεια θα υποδείξουμε τις πρωτοβουλίες εκείνες, τις οποίες θεωρούμε ως αναγκαίες, προκειμένου η ποιμαντική μας διακονία να έχει θετικά αποτελέσματα, χωρίς να διατρέχουμε τον κίνδυνο της εκκοσμικευμένης απομίμησης.
Πρώτον, οι λαϊκοί αποτελούν δομικό στοιχείο της Εκκλησίας. Τι σημαίνει πιο συγκεκριμένα αυτό, ότι δηλαδή το λεγόμενο λαϊκό στοιχείο της Εκκλησίας αποτελεί βασικό στοιχείο της δομής της Εκκλησίας και ένα από τα στοιχεία εκείνα, τα οποία προδιορίζουν την ταυτότητά Της;
Όπως δεν μπορεί να υπάρξει Θεία Ευχαριστία χωρίς λαό, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και Εκκλησία χωρίς λαϊκούς. Η σύνδεση της ιδιότητας του λαϊκού με την Ευχαριστία είναι ο μόνος τρόπος για να ορίσουμε την έννοια αυτή καθαυτή και να την διαφοροποιήσουμε από οποιαδήποτε άλλη έννοια «κοσμικού». Ο λαϊκός έχει τη δική του χειροτονία, που δεν είναι άλλη από το Χρίσμα, έστω κι αν αυτό σήμερα έχει λησμονηθεί. Τόσο οι λειτουργικές μαρτυρίες, όσο και οι πατερικές αναφορές μας πληροφορούν, ότι ο λαϊκός κατελάμβανε τον οικείο τόπο στην ευχαριστιακή σύναξη και αυτό είναι που τον καθιστούσε αλλά και τον διέκρινε ως λαϊκό, με την εκκλησιαστική έννοια του όρου, και του έδινε το δικαίωμα της συμμετοχής του ακόμα και στην «διοίκηση» της Εκκλησίας.
Η σύνδεση όμως αυτή διαφωτίζει και το νόημα που έχουν, τόσο το λειτούργημα του κληρικού, με τους βαθμούς της ιερωσύνης (του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου), όσο και τα λοιπά λειτουργήματα. Τα δύο λειτουργήματα, του κληρικού και του λαϊκού, χαρακτηρίζονται ως δομικά και προέρχονται «εκ της χειροτονίας», διαφοροποιούνται δε από τα άλλα, τα μη δομικά, τα οποία προέρχονται «εκ της χειροθεσίας» και τα οποία θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ως «ιστορικά» λειτουργήματα. Τα χαρίσματα αυτά, αν και δεν είναι μόνιμα, εντούτοις η Εκκλησία τα υιοθετεί και όταν τα θεωρεί απαραίτητα, δεν διστάζει να τα ενεργοποιήσει, με μια και μοναδική προϋπόθεση, ότι οι φορείς τους «κατέχουν» ήδη το λειτούργημα του λαϊκού.
Δεύτερον, η διάκριση αυτή των χαρισμάτων πρέπει να επισημάνουμε, ότι είναι διάκριση «λειτουργική» και μόνο, ενώ απορρίπτεται κάθε άλλη αντίληψη αξιολογικής διαφοράς. Τα ποικίλα χαρίσματα λειτουργούν χωρίς να διαταράσσουν την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται, ότι και οι λαϊκοί αποτελούν τάξη χαρισματούχων, τους οποίους βέβαια κανείς δεν μπορεί να εξαιρέσει, όταν μάλιστα μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματα λειτουργούν σωστά, όταν δηλαδή είναι απόλυτα, ισότιμα και περιεκτικά αλλήλων.
Ένα εκκλησιαστικό σώμα που θέλει να λειτουργεί υγιώς δεν αξιοποιεί απλώς όλα τα μέλη του, αλλά επιτρέπει και βοηθά όλα τα μέλη του να συλλειτουργούν σε όλες τις πτυχές της ζωής αυτού του σώματος. Σε μία τέτοια κοινωνία δεν είναι δυνατόν να κυριαρχεί η αντίληψη για μία παθητική παρουσία του λαού στη δράση και ζωή της ενορίας, γιατί αφενός δεν μπορεί στη ζωή της Εκκλησίας να βιωθεί ένα γεγονός κοινωνίας, το οποίο δεν βιώνεται πρωτίστως στη λατρεία της, και αφετέρου ο,τι αποτελεί καθημερινή εμπειρία και δράση της εκκλησιαστικής ζωής, πρέπει να έχει την αναφορά του πρώτιστα στη λατρεία. Αυτό συνεπάγεται ότι η οποιαδήποτε ενοριακή δραστηριότητα, πρέπει να αποτελεί προέκταση αλλά και συνεπαγωγή της σύναξης «επί το αυτό».
Έτσι λοιπόν, κάθε τι, το οποίο κινείται έξω από τα ενοριακά πλαίσια η τείνει να αυτονομηθεί από αυτά, διατρέχει τον κίνδυνο να δραστηριοποιείται με κριτήρια κοσμικά και τελικά να εισαγάγει όρους και αρχές μιας εκκοσμικευμένης αντίληψης της συμμετοχής του. Πως λοιπόν είναι δυνατόν να ξεπεράσουμε αυτές τις επικίνδυνες αλλοτριώσεις.
α) Η Εκκλησία, εκτός της Θείας Ευχαριστίας διαθέτει και πολλά άλλα χαρισματικά στοιχεία, που τη συνιστούν, εννοώ τα «εκ της χειροθεσίας», τα «ιστορικά» λεγόμενα λειτουργήματα, τα οποία δεν «αγνοεί». Αυτό θα ήταν σοβαρό λάθος. Αντίθετα τα χρησιμοποιεί και τα προβάλλει, κάποιες φορές, περισσότερο και από αυτό του λαϊκού, τα χρησιμοποιεί δε με τη βασική προϋπόθεση ότι και αυτά ακόμη διέρχονται μέσα από αυτήν, δηλαδή εκκλησιοποιούνται, αφού περνούν από τα χέρια του Επισκόπου, ως «του προεστώτος της συνάξεως».
Η αναφορά όλων και για όλα στον Επίσκοπο δεν είναι μια απλή αναφορά σε ένα άτομο, αλλά τελικά στο ίδιο το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, άλλως ο,τι είναι έξω από αυτή την ευχαριστιακή θεώρηση είναι γεγονός ατομικό, χωρίς κάποια ευχαριστιακή, δηλαδή εκκλησιαστική λειτουργικότητα και αναφορά.
Για παράδειγμα η λειτουργία των ενοριακών συνάξεων η κληρικολαϊκών συνελεύσεων δεν είναι ξένη προς τη παράδοση, αρκεί να μην αντιλαμβάνονται τόσο οι κληρικοί όσο και οι λαϊκοί, τη παρουσία τους σ’ αυτές με το στενά νομικίστικο-δικανικό πνεύμα, το οποίο εκφράζεται μέσα από δικαιώματα, καθήκοντα, ψηφοφορία η οποιαδήποτε άλλα κοσμικά κατηγορήματα και επίσης να μην θεωρούν, ότι ενεργούν ερήμην του ονόματος του επισκόπου τους.
Οι συνελεύσεις αυτές, ως συνέχεια της συλλειτουργίας κλήρου και λαού, πρέπει να «βοηθούν» τα «ιστορικά» λεγόμενα χαρίσματα να «ανακαλύψουν», με κέντρο τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος, το ιδιαίτερο χάρισμα και την κλήση τους αλλά και τη δράση τους, ώστε προσφερόμενα να ενωθούν με τα «δώρα» και τις κλήσεις των άλλων μελών, με σκοπό την ενότητα και οικοδομή του Σώματος της Εκκλησίας.
β) Κέντρο της συμμετοχικής δράσης των λαϊκών πρέπει να είναι η ενορία, με τον επισκοποκεντρικό της χαρακτήρα, ως προέκταση δηλαδή της Ευχαριστίας υπό τον Επίσκοπο, με ο,τι αυτό συνεπάγεται, και η οποία οφείλει να έχει ως αντικείμενο της δράσης της την ανάπτυξη του ενοριακού έργου.
Η ενορία δηλαδή οφείλει να ξαναβρεί τον σωστό ορίζοντα της ποιμαντικής της δραστηριοποίησης με την αξιοποίηση των συγχρόνων μέσων και δυνατοτήτων, του ανθρωπίνου δυναμικού και των ανθρωπίνων πόρων, εικονίζουσα με τον τρόπο αυτό την ενότητα μέσα από την ποικιλομορφία και τη διάκριση των χαρισμάτων. Τα επιτεύγματα, που η σύγχρονη «θεωρία των συστημάτων» περιγράφει ως δυναμική συνέργεια των μελών, ώστε το σύνολο να είναι λειτουργικότερο από το άθροισμα των επί μέρους, επιζητείται σήμερα, όχι ως φυσικό γεγονός η μέγεθος αλλ ὡς εκπλήρωση της χαρισματικής ενότητας μέσα στην Εκκλησία.
8. Μέσα λοιπόν σ αὐτά τα θεολογικά και εκκλησιολογικά δεδομένα και μόνο, θεωρώ, ότι είναι δυνατή μία επαναξιολόγηση της συμμετοχής των λαϊκών.
Τι σημαίνουν όμως όλα τα προηγούμενα;
α) Η ενορία ξαναβρίσκει τον κεντρικό της χαρακτήρα, γίνεται το κέντρο της ζωής του εκκλησιαστικού σώματος, σημείο αναφοράς, δηλαδή κοινότητα, ενώ είναι δυνατόν να εφαρμόζει και δύο βασικές κοινωνιολογικές αρχές: την αρχή της συμπληρωματικότητας των φορέων και των χαρισμάτων, στα πλαίσια της τοπικότητας.
β) Η ενορία, στο χώρο της δράσης μιας τοπικής κοινωνίας καθίσταται ρυθμιστής και συντονιστής όλων των δραστηριοτήτων της, και υπερβαίνει κάθε νοοτροπία ιδρυματικής αντιμετώπισης των ποιμαντικών προκλήσεων, ενώ αξιοποιεί και την αναπτυξιακή δυναμική της, στα πλαίσια μάλιστα των συγχρόνων αρχών της επένδυσης και της διεύρυνσης.
γ) Ο ποιμένας, «εν ονόματι» του Επισκόπου, καλεί σε συνεργασία και άλλες ενορίες η και άλλους «χαρισματικούς φορείς» της ενορίας, προκειμένου, μέσα από τη δυναμική συνέργεια των μελών και τη συμπληρωματικότητα των χαρισματικών δράσεων, να υπάρξει μια θετικότερη και αποτελεσματικότερη δράση. Στην ενοριακή αυτή συμμετοχή των χαρισματικών μελών κανένας δεν είναι αυτάρκης και κανένας δεν περισσεύει, όλοι καλούνται να υπηρετήσουν και να διακονήσουν, έστω και επικουρικά, το έργο της ενορίας και μάλιστα μέσα από την εξειδικευμένη δράση τους, αξιοποιώντας όλα τα «ειδικά» χαρίσματά τους.
δ) Με τη συνέργεια αυτή των ποικίλων χαρισματικών φορέων επιβεβαιώνεται η ετερότητα, επιτυγχάνεται η κοινωνία και αναδεικνύεται η ελευθερία της θέλησης των φορέων, χωρίς την άμβλυνση των διανοητικών λειτουργιών της εγρήγορσης και της αυτοσυνειδησίας των φορέων, ενώ το οποιοδήποτε «χάρισμα» γίνεται μέρος της ενοριακής ταυτότητας και συγχρόνως αποδυναμούται κάθε τάση ατομικιστικής θεώρησης η χρήσης του.
ε) Η αποδοτικότερη λειτουργία αυτού του τρόπου συμμετοχής των χαρισματικών μελών της ενορίας απαιτεί ως απαραίτητη προϋπόθεση, την ύπαρξη μιας ενορίας όχι πληθωριστικού τύπου, όσον αφορά τον «αριθμό» των ενοριτών, ο οποίος μάλιστα στις μέρες μας αυξάνει καρκινικά, κατά γεωμετρική πρόοδο, και η οποία τελικά διαβρώνει καταστροφικά και αυτό ακόμη το κέντρο, αλλά μιας ενορίας, με όσο το δυνατό ολιγάριθμο ποίμνιο, όπου ο ποιμένας γινώσκει τα σα και γινώσκεται υπό των σων. Άλλωστε το μικρό ποίμνιο, ήδη από τους αποστολικούς χρόνους δεν θεωρείται προβληματικό (Λουκ.ιβ’,22), αντίθετα μάλιστα βοηθά στην εφαρμογή μιας διακριτικής ποιμαντικής και μιας διαφοροποιημένης και εξειδικευμένης αντιμετώπισης των ποιμαντικών προβλημάτων, σήμερα μάλιστα, στον αιώνα της εξειδίκευσης των ειδικοτήτων και του πλουραλισμού των δράσεων.
στ) Η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και των ανθρωπίνων πόρων, στα πλαίσια μιας ενοριακής δραστηριότητας, χαρακτηρίζεται ως γνωστόν, από το στοιχείο του εθελοντισμού. Ο εθελοντισμός αποτελεί το ουσιαστικό περιεχόμενο της ποιμαντικής διακονίας της Εκκλησίας και χαρακτηρίζει απόλυτα ολόκληρη την ενοριακή ζωή και δράση. Θα πρέπει όμως στο σημείο αυτό να κάνουμε την εξής βασική διευκρίνιση. Ο εκκλησιαστικός εθελοντισμός, στα πλαίσια της ενορίας δεν νοείται ως ατίμητη και αζημίωτη προσφορά έργου, αλλά κυρίως και πρωτίστως ως εκδήλωση και δράση απροσωπόληπτης και ανιδιοτελούς προσφοράς. Αυτό άλλωστε αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας, από οποιοδήποτε άλλο προσφερόμενο κοινωνικό έργο άλλου φορέα.
Η εθελοντική αυτή προσφορά, στη γλώσσα της Εκκλησίας, ερμηνεύεται ως αγαπητική έκσταση και εκούσια θυσιαστική προσφορά των χαρισματικών μελών-φορέων, η οποία χαρακτηρίζεται από την υπέρβαση κάθε μορφής φίλαυτης συμπεριφοράς και ευδαιμονισμού, χρησιμοθηρικού τύπου. Ως περιεχόμενό του ο εθελοντισμός αυτός εμπεριέχει το σεβασμό και την αποδοχή του άλλου, όχι υπό προϋποθέσεις, αλλά έτσι όπως είναι και τελικά γι αὐτό που είναι απροϋπόθετα.
Η πολύ σημαντική αυτή έννοια του εθελοντισμού έχει και κάποιες άλλες σημαντικές συνέπειες. Σημαίνει, ότι η Εκκλησία σέβεται την ελευθερία ακόμα και του αμαρτωλού. Τον σέβεται κυρίως ως πρόσωπο, ενώ συγχρόνως καταπολεμά την αιτία της αμαρτωλότητάς του, παρέχουσα απροσωπόληπτα κάθε δυνατότητα προς μετάνοιαν, «ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον» (Ιωάν.ιβ , 47). Επίσης, χωρίς να δεσμεύεται από προκαταλήψεις η να δεσμεύει ιδεοληπτικά, διακηρύσσει, ότι « τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω»( Ιωάν.στ , 37). Τέλος, ο σεβασμός στην ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου αφήνει στο λήπτη τελικά της δωρεάς τη δυνατότητα προς ζωή η προς θάνατο, ενώ ο ίδιος ο αμαρτωλός καλείται να γίνει «εν μετανοία» μέτοχος της ταυτότητας της Εκκλησίας και όχι όργανό Της. Εάν η θέση αυτή ηχεί παράξενα στις προκαταλήψεις κάποιων «καθαρών», τότε δίκαια και η φράση του Χριστού, ότι «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την Βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. κα ,31) απετέλεσε αιτία σκανδαλισμού.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μερικές μόνο πτυχές του θέματος, ενώ προσπάθησα να θίξω και να σκιαγραφήσω τις σημαντικότερες προκλήσεις που εγείρει ενώπιόν μας το όλο ζήτημα, χωρίς να επεκταθώ σε πρακτικές συνέπειες η σε εξειδικευμένες εφαρμογές της πολυδιάστατης συμμετοχής των λαϊκών στο έργο της Εκκλησίας.
Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής και αξιοποιήσει τη συμμετοχή του λαϊκού της στοιχείου, με βάση και πυξίδα τις αρχές της ορθόδοξης εκκλησιολογίας, θα δικαιώσει την αποστολή Της στον σύγχρονο κόσμο, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να οδηγηθεί σε μία μορφή εκκοσμικευμένης αλλοτρίωσης.
Η εκκλησιαστική διακονία μπορεί να αντιδράσει. Τώρα δε που είναι ακόμη νωρίς, να θέσει με βάση το σεβασμό προς την κανονική παράδοσή της, όρους και προϋποθέσεις, όχι μόνο συνεργασιών αλλά και υιοθέτησης προτύπων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ανέκαθεν δημιούργησε πολιτισμό, προβάλλουσα αιώνιες πνευματικές αρχές και όχι ταυτιζόμενη με εφήμερες κοσμικές δυνάμεις. Τέτοιες βασικές και θεμελιώδεις αρχές είναι η αγάπη, η ελευθερία, η ακεραιότητα και η μοναδικότητα του κάθε προσώπου. Η ολότητα και ο σεβασμός του σώματος και του φυσικού περιβάλλοντος και όλα όσα συναφή προς αυτά εκφράζουν τον πολιτισμό ενός λαού. Γι’ αυτό και έχει χρέος η Ορθόδοξη Εκκλησία να πάρει συγκεκριμένη θέση και ανάλογη στάση, ως προς τους κινδύνους που εγκυμονεί η παγκοσμιοποιημένη μορφή του σύγχρονου πολιτισμού, μέσα στον οποίον η ατομοκρατία, ο ευδαιμονισμός, η χρησιμοθηρία και η λογικοκρατία συγκροτούν την μορφή του και από τα οποία ο σύγχρονος άνθρωπος κινδυνεύει υπαρξιακά, ενώ τείνει να αλλοιωθεί και το εκκλησιαστικό της φρόνημα.
Μόνο μία Ορθοδοξία ζωντανή, ανοικτή, που δέχεται με στοργή και αγάπη όλους, που ζη με την αίσθηση της καθολικής ευθύνης της στον ενοποιούμενο σύγχρονο κόσμο μπορεί να διατηρήσει το εκκλησιαστικό της φρόνημα ανόθευτο και αναλλοίωτο, από τις ποικίλες μορφές της παγκοσμιοποίησης και της εκκοσμίκευσης, διότι μόνον όταν ένα σώμα είναι δυνατό, υγιές και ακμαίο μπορεί ευκολότερα να απορρίψει κάθε τι ξένο που επιδιώκει να το αλλοιώσει, ενώ με ταχύτερους ρυθμούς μπορεί να επουλώσει και τις κατά καιρούς πληγές του.
Κριτήριο όλων των πράξεών μας θα πρέπει να είναι η εκκλησιαστικότητά μας, όλων εκείνων δηλαδή που φρονούμε ως εμπειρική βίωση στο εκκλησιαστικό γεγονός ενώ αποστολή μας θα πρέπει να είναι η μεταμόρφωση του κόσμου σε Εκκλησία και όχι το αντίστροφο.
Αυτό είναι το μοναδικό και ιερό χρέος μας ως ποιμένων σε έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο, παγκοσμιοποιημένο και συνεχώς εκκοσμικευμένο, αλλοιώς η καθημερινότητά μας, οι αποφάσεις μας και η διακονία μας θα επιβεβαιώνει ότι "ο βασιλιάς θα είναι γυμνός και στηρίζεται σε γυάλινα πόδια".
Αντιμετωπίζοντας λοιπόν ως Εκκλησία την πραγματικότητα αυτή, επιβάλλεται να σταθούμε νηφάλια ενώπιον ενός εκκλησιαστικού προβλήματος, το οποίο φαίνεται ότι προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο όπου τίποτε πλέον δεν θεωρείται ως αυτονόητο και το κάθε γεγονός απαιτεί την επιβεβαίωσή του. Να ασχοληθούμε δηλαδή και να σταθούμε υπεύθυνα και με γνησιότητα απέναντι στα ερωτήματα, που θέτει η έννοια και το περιεχόμενο του εκκλησιαστικού φρονήματος.
Πριν από όλα όμως, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γερμανίας κ. Αυγουστίνο, για την τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυνε να ομιλήσω ενώπιον του ιερού κλήρου, των άμεσων συνεργατών του, σε μία διακονία τόσο σημαντική και συγχρόνως ευαίσθητη, αφού πλέον η Εκκλησία και μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Γερμανία καλείται με τους επισκόπους, τους ιερείς και τους διακόνους της, υπό την πεπνημένη καθοδήγηση της Υμετέρας Σεβασμιότητος, να προσλάβει και να μεταμορφώσει έναν κόσμο που δεν έχει καμμία σχέση με τον κόσμο που ξέραμε λίγα χρόνια πριν, και μάλιστα σε άλλους τόπους και χώρους, και όπου η τοπική Εκκλησία προκαλείται πειρασμικά να δώσει τη δική της ταυτότητα μέσα από μία διαδικασία διαλεκτική αλλά και επιβεβαίωσης.
Το δεύτερο στοιχείο, είναι ότι οφείλω να επισημάνω και να αναγνωρίσω, πως μέσα από τις παρούσες Ιερατικές Συνάξεις και συναντήσεις, φέτος είναι η τεσσαρακοστή τρίτη, επιβεβαιώνεται το άοκνο ενδιαφέρον του επισκόπου Σας ως ποιμένος, για έναν συμπροβληματισμό σε ουσιαστικά και ποιμαντικά θέματα και συγχρόνως για την επιμόρφωση των κληρικών του σε θέματα τόσο σύγχρονα, που αγγίζουν την επικαιρότητα και τον σύγχρονο ποιμαντικό προβληματισμό, αφού, κατά την έκφραση ενός μεγάλου σύγχρονου θεολόγου, του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, "όποιος μένει απαθής ενώπιον της ιστορίας, αυτός δεν μπορεί ποτέ να είναι καλός χριστιανός" (Έργα, τόμος IV, Θεσ/νίκη 1979, σελ. 225).
Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να δείξει την αλήθεια, την οποίαν κατέχει, αφού «η χθες προ πολλού παρήλθεν. Ούτε καν την σήμερον ζώμεν σήμερον. Μας προέλαβεν η μεθαύριον. Είναι απέλπιδα τα κτυπήματα εις την θύραν της Εκκλησίας... Αν δεν κατηρχόμεθα προς την πραγματικότητα της Εικόνος του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου του αυτής της στιγμής, δεν θα είμεθα Εκκλησία. Θα είμεθα μία ένδοξος, ίσως θαυμαστή, ιστορική πραγματικότης, αλλά παρελθοντολογία και μόνον. Ενώ η Εκκλησία είναι ζωή, είναι η πάντοτε σήμερον εν τη ατέρμονι εκτάσει της αιωνιότητος...» (Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων Χατζής).
2. Είναι λοιπόν ανάγκη και καθήκον να σταθούμε κατ’ αρχήν αυτοκριτικά, μπροστά στο μέλλον και στην αποστολή της Εκκλησίας στον ήδη ενεστώτα αυριανό κόσμο. Ενώπιον της κρισιμότητας και των απαιτήσεων των καιρών, είμαστε αναγκασμένοι να αναγνωρίσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διέρχεται, κατά την ανθρώπινη συντεταγμένη της διάσταση, βαθύτατη κρίση. Γιατί ; Επειδή διέρχεται κρίση το ίδιο το φρόνημά Της, το οποίο όσο εύκολα μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως εκκλησιαστικό, τόσο δύσκολο είναι και να το καθορίσουμε η να το προσδιορίσουμε ως εκκλησιαστικό, όταν μάλιστα καλούμεθα να το συσχετίσουμε με την σύγχρονη πράξη και διακονία και με τα του κόσμου πράγματα. Τότε ακριβώς κινούμεθα σε μία περιδείνηση μεταξύ του παραδοσιακού και του σύγχρονου περιεχομένου που εκφράζει, του θεωρητικού και του πρακτικού, του φιλελεύθερου και του συντηρητικού.
Σήμερα, το να ομιλεί κάποιος και να περιγράφει το εκκλησιαστικό φρόνημα σε έναν κόσμο μεταμοντέρνο και μεταχριστιανικό, με μία ξύλινη γλώσσα, η οποία εξαντλείται στη ρητορεία, χωρίς να στέλνει κάποιο μήνυμα ζωής, κινδυνεύει να στεφθεί από αποτυχία, γιατί απλά προσπαθεί με κηρύγματα ορθολογικά και ηθικιστικά να πείσει για θέματα ζωής και ύπαρξης. Επιπλέον μία θεολογική έκφραση, η οποία με προχειρότητα προσπαθεί να προκαλέσει και να ερεθίσει τα όρια του λαϊκισμού, μπορεί να βρεθεί με βεβαιότητα αντιμέτωπη με τη συγκατάβαση και απομακρυσμένη από το μυστήριο της "κένωσης".
Τι σημαίνουν όλα αυτά ; Ότι το εκκλησιαστικό φρόνημα, τόσο στην θεωρία, όσο και στην πράξη : Δεν απαιτεί την απομόνωση αλλά αναζητεί να αναδειχθεί μέσα από τον διάλογο. Δεν κινείται στο χώρο της εσωστρέφειας και της αυτοδικαίωσης αλλά στα όρια του προφητικού χαρίσματος. Απορρίπτει την απολογητική και υιοθετεί μία θεολογία του όλου, η οποία ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή και την ύπαρξη.
Όλα αυτά απαιτούν μία υπέρβαση της διάστασης μεταξύ του λόγου και του έργου, της πίστης και της ζωής, του δόγματος και του ήθους, η οποία "αναγκαστικά" οδηγεί σε μία ταυτότητα "πράγματος".
Στην εκκλησιαστική πράξη όμως, αυτή η εμπράγματη σχέση ταυτότητας επιβεβαιώνεται απλά, χωρίς να αξιολογείται.• Αντί δηλαδή να αγωνιζόμαστε για να μεταμορφώσουμε τον κόσμο, με όρους και κριτήρια εκκλησιαστικά, αξιώνουμε η και πολλές φορές επαιτούμε από αυτόν, να επικυρώσει την αναγκαιότητα της ύπαρξής μας, με αποτέλεσμα το ήθος μας να κινδυνεύει να εκκοσμικευθεί.
Η παρούσα διαπίστωση δεν αμφισβητεί δικαιώματα αναφαίρετα και υποχρεώσεις σε κάποιους τομείς, προνόμια και δικαιοδοσίες. Είναι ζωτική όμως ανάγκη να δίνεται προτεραιότητα στην «πάση θυσία» προφύλαξη της Εκκλησίας από κάθε είδους ακρωτηριασμούς και αλλοιώσεις της οντολογικής και εκκλησιολογικής της υπόστασης.
Καλούμεθα λοιπόν, εμείς οι ίδιοι να οριοθετήσουμε τα πλαίσια μεταξύ της αλλοίωσης η του ακρωτηριασμού και της ολοκληρωμένης οντολογικά εκκλησιαστικής πραγματικότητας, η οποία περιγράφεται (σημαίνεται) από αυτό που ονομάζουμε εκκλησιαστικό φρόνημα και το οποίο δεν ταυτίζεται με μία συγκεκριμένη μορφή ηθικής συμπεριφοράς, αλλά με έναν καθορισμένο τρόπο ζωής, δηλαδή με έναν εκκλησιαστικό πολιτισμό, γιατί «δεν υπάρχει άλλος τρόπος νοηματοδότησης και καταξίωσης της ηθικής παρά μόνο όταν αυτή αποτελεί τη φανέρωση ενός ήθους που απορρέει από την εμπράγματη βίωση του δόγματος» (π. Αδαμαντίου Αυγουστίδη), δηλαδή του γεγονότος της πίστεως της Εκκλησίας.
Να γιατί ο Μητροπολίτης Περγάμου τονίζει, ότι «ο κόσμος σήμερα δεν χρειάζεται ηθική, αλλά ήθος. Όχι έναν προγραμματισμό, αλλά μια στάση και μια νοοτροπία. Όχι μια νομοθεσία, αλλά έναν πολιτισμό».
Αυτή η έμπρακτη βίωση και εφαρμογή του γεγονότος της πίστεως, εκφράζεται, εκδηλώνεται και πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία και διατυπώνεται συνοδικά, δηλαδή ενωτικά, ως ένα βάπτισμα, μία πίστη, μία ευχαριστία, αφού οφείλουμε «ημίν σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία την γνώμην βεβαιοί» (Ειρηναίου Λυώνος). Δεν μπορούμε δηλαδή να διαμορφώσουμε το ήθος μας η να εκφράσουμε το εκκλησιαστικό μας φρόνημα μέσα από μία διαδικασία διχαστικού υποκειμενισμού η ατομικού απομονωτισμού, αλλά μόνο ως εκκλησιαστικοποιημένες οντολογικές πραγματικότητες (βλ. τον κοινό Πατέρα ημών, τους αδελφούς κ. α.). Αυτή η εκκλησιοποίηση νοηματοδοτεί ακόμη και αυτό, το οποίο ο Απ. Παύλος χαρακτηρίζει ως "συνείδηση", όχι του ενός αλλά του όλου, δηλαδή του εκκλησιαστικού Σώματος, με ποιό τρόπο; Κατανοούντες «αλλήλους εις παροξυσμόν αγάπης και καλών έργων» (Εβρ. 10,24).
Μέσα από αυτή τη διαδικασία η εκκλησιαστική ενότητα, που εκφράζεται με το εκκλησιαστικό φρόνημα, το κοινό δηλαδή φρόνημα, είναι καρπός του συνοδικού ήθους. Γι’ αυτό και «όσο η συνοδικότητα δεν θα χαρακτηρίζει κάθε επίπεδο σχέσης εν υπακοή, και όχι εν υποταγή, μέσα στην Εκκλησία, είτε πρόκειται για την ενορία, είτε πρόκειται για τον κλήρο και το λαό, τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους του, τους επισκόπους και τη σύνοδο της Ιεραρχίας, θα ελλοχεύει ο κίνδυνος για έκπτωση του ιερού θεσμού από Σώμα Χριστού σε σωματείο θρησκευομένων, με ο,τι αυτό συνεπάγεται για την πορεία μας προς ένα απαιτητικό μέλλον» (π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης), Ακόμη και την Ορθοδοξία μας θα πρέπει να την συνδέσουμε με την Εκκλησία, όχι ως μία τάση ομολογιακής διάκρισης η διαφοροποίησης, αλλά ως ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και ύπαρξης, μέσα από τον οποίον αναδεικνύεται και επιβεβαιώνεται η αλήθεια της πίστεως, η οποία γι’αυτό ακριβώς το λόγο και ταυτίζεται απόλυτα με την Εκκλησία.
Έτσι λοιπόν Ορθοδοξία, Αλήθεια και Εκκλησία ταυτίζονται. Γι’ αυτό και το χαρακτηριζόμενο ως φρόνημα ορθόδοξο δεν νοείται έξω από την Εκκλησία, αλλά ταυτίζεται απόλυτα με το εκκλησιαστικό φρόνημα.
Το ορθόδοξο-εκκλησιαστικό φρόνημα δεν είναι συνδεδεμένο με συναισθηματικές καταστάσεις, αλλά με τα πραγματικά βιώματα και την ζωή που βιώνεται μέσα από την Εκκλησία, ως γεγονός υπαρξιακό, ως τρόπος ζωής.
Το εκκλησιαστικό φρόνημα δεν εξαντλείται σε μερικά κοινωνικά, εξωτερικά και επιφανειακά έργα αλλά εκδηλώνεται στο επίπεδο της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία μάλιστα έχει κάποιο συγκεκριμένο προσανατολισμό, την αγιότητα, αφού άγιοι δεν είναι απλώς οι καλοί άνθρωποι, ούτε οι ηθικοί, με την έννοια της νομικίστικης - ηθικής αντίληψης, αλλά αυτοί που έχουν ήθος εκκλησιαστικό, δηλαδή καθολικό, αυτοί που βιώνουν την κοινή αλήθεια και επιτυγχάνουν την κοινή ζωή για όλα τα μέλη.
Έτσι η Εκκλησία, δηλαδή η Ορθοδοξία, είναι η ενότητα του κόσμου, στην οποίαν επιτυγχάνεται η πραγματική βίωση της αλήθειας και ιστορικά φανερώνεται μέσα από το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Γι’ αυτό και ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς προτρέπει να "στέργομεν πάσας τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις, εγγράφους τε και αγράφους και προ πάντων την μυστικωτάτην και πανίερον τελετήν και κοινωνίαν και σύναξιν".
3. Ας δούμε όμως πως εκφράζεται στη θεωρία και εφαρμόζεται στην πράξη το παραπάνω περιγραφέν ως εκκλησιαστικό φρόνημα.
α) Η Εκκλησία είναι η ευχαριστιακή κοινότητα από την οποίαν απορρέουν τα πάντα και προς αυτήν συγκλίνουν. Το σημαντικό μάλιστα είναι, ότι αντιλαμβάνεται το ρόλο της, ακόμη και μέσα στην κοινωνία των πολιτών και του κόσμου τούτου, μεταμορφωτικά και μάλιστα σε μία δυναμική πορεία προς το μέλλον, γι’ αυτό και δίνει προτεραιότητα στη κοινωνία, στην συνύπαρξη και στη μετοχή. Δεν αντιλαμβάνεται τη ζωή του ανθρώπου διασπασμένη σε δημόσια η ιδιωτική, ούτε την επιβίωσή του ως μία διαδικασία αυστηρά πολιτική, ως μία δηλαδή αντιπαράθεση μεταξύ του ατομικού και του κοινωνικού τρόπου ύπαρξης.
β) Αυτό το οποίο χαρακτηρίζει την Εκκλησία είναι ένας ασκητισμός, ως αυταπάρνηση του ιδίου θελήματος προς χάριν του άλλου, ως αυτοθυσία του εγώ για την επανεύρεση του εαυτού μας, ως αυτοπεριορισμό της ατομικότητας του ανθρώπου, προκειμένου να επιτευχθεί η συμβίωση με τον συνάνθρωπο, δηλαδή η επίτευξη της φιλαλληλίας, η οποία αντιπαρατίθεται προς την φιλαυτία.
γ) Η Εκκλησία είναι "εν τω κόσμω" αλλά όχι «εκ του κόσμου». Αυτό σημαίνει ότι το βασικό μήνυμα ζωής που φέρνει η Εκκλησία καθώς και η θεμελιώδης δομή της (η λατρεία, η κανονική διάρθρωση κ.λ.π) δεν επιδέχονται καμμία ανανέωση αφού εκφράζουν και «εικονίζουν» κάτι άλλο από την ιστορία και τον παρόντα κόσμο, γι’ αυτό και ο εκσυγχρονισμός δεν χωρεί σε πνευματικούς θεσμούς, παρά μόνο στο βαθμό που οι θεσμοί αυτοί ενωτίζονται τις αγωνίες και τα ερωτήματα του ανθρώπου μιας συγκεκριμένης εποχής και αντλούν την απάντηση που θα δώσουν μέσα από τις σταθερές και αμετάβλητες αρχές της παράδοσης, στην οποία στηρίζονται. Τι σημαίνει αυτό ; Ότι η παράδοση ερμηνεύεται μόνο ως προς τα ερωτήματα που της θέτει κάθε εποχή, και όχι αποκλειστικά και μόνο από τις απαντήσεις της, και επιπλέον, αξιολογείται από την χρήση των όρων και των εκφράσεων, με τις οποίες δομεί και καταθέτει την απάντησή της.
Η Εκκλησία δεν μπορεί να διακατέχεται από το άγχος να εμφανίσει σύγχρονο πρόσωπο, γιατί αυτό που αναζητεί ο άνθρωπος σ’ αυτήν, δεν είναι κάτι ανάλογο με τα άλλα «σύγχρονα πρόσωπα», αλλά κάτι διαχρονικό, σταθερό και αιώνιο, την αλήθεια του «αληθώς υπάρχειν».
δ) Η Εκκλησία είναι διακονία και όχι εξουσία η διοίκηση. Είναι ένας όρος με τον οποίον εκφράζεται ένα ευρύ περιεχόμενο εκκλησιαστικών δράσεων, τα όρια των οποίων και η άσκησή τους καθορίζονται από τους ιερούς κανόνες και την κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Αυτή ακριβώς η ειδοποιός διαφορά συνεπάγεται, ότι δεν μπορεί να ταυτίζεται η έννοια της εκκλησιαστικής διακονίας και αυθεντίας με οποιαδήποτε άλλη μορφή εξουσίας η να υιοθετεί μεθόδους και πρότυπα άλλων κοσμικών εξουσιών η κοινωνικών φορέων και δομών.
ε) Η Εκκλησία θεωρεί την ενότητα και τη διάκριση κλήρου και λαού, ως αναγκαία στην όλη δομή και λειτουργία της εκκλησιαστικής διακονίας. Είναι όμως απαραίτητο να επισημανθεί, ότι η διάκριση αυτή είναι καθαρά χαρισματική και λειτουργική και άρα ιεραρχική.
Η χαρισματική, ιεραρχική και λειτουργική διάκριση της ιερωσύνης και η αξιολογική εκτίμηση του διακονικού της χαρακτήρος περιγράφεται από τους ιερούς κανόνες και ασκείται από τους κανονικούς φορείς της διακονίας, τον επίσκοπο και τα συνοδικά όργανα. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος, ξένος προς αυτόν, τείνει στην αποδυνάμωση η περιθωριοποίηση του λειτουργήματος του επισκόπου.
στ) Η Εκκλησία, εκφράζει έναν άλλο λόγο, θεολογικό και όχι ιδεολογικό. Η πίστη είναι εμπειρία και βίωμα. Αποτελεί την ευχαριστιοκεντρική βίωση του γεγονότος της εν Χριστώ αποκεκαλυμένης Αλήθειας, την οποίαν καλείται ολόκληρο το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, να βιώσει και να διατυπώσει λειτουργικά αλλά και να αποδεχτεί εμπειρικά, ώστε να το κάνει περιεχόμενο ζωής.
Δυστυχώς όμως, σήμερα η πίστη και το περιεχόμενο της εν Χριστώ αποκεκαλυμένης Αλήθειας κατανοείται ως ένα «ιδεολόγημα», το οποίο διασώζει και επικροτεί ή ένα και μόνο αποκλειστικό σύστημα ή και ταυτίζεται με αυτό. Είτε υιοθετεί το σύστημα του υπερσυντηρητισμού, το οποίο αντιστρατεύεται την ενότητά της, μέσα στο ίδιο εκκλησιαστικό σώμα, είτε το άλλο σύστημα του προοδευτισμού, το οποίο αλλοτριώνει και οδηγεί σε διάσπαση. Και οι δύο αυτές ακραίες εκφάνσεις του θεολογικού και κηρυγματικού λόγου της Εκκλησίας συμβάλλουν στην αλλοτρίωση του θεολογικού και κηρυγματικού λόγου Της.
Τι συνεπάγεται αυτή η διάσταση και αλλοτρίωση; Να είναι δυσδιάκριτο το αυθεντικό κριτήριο διάκρισης μεταξύ Αλήθειας και ερμηνείας της Αλήθειας από την «αίρεση». Έτσι, με μεγάλη ευκολία διακηρύσσονται «κυοφορούμενες αιρέσεις» η αναπτύσσονται κατηγορητήρια κατά επισκόπων η και συνεπισκόπων για αίρεση, επειδή η πρόταση η η ερμηνεία τους δεν ταυτίζεται με την δική τους αντίληψη η σκέψη και επειδή το λεξιλόγιό τους κατανοείται και ερμηνεύεται η μονοδιάστατα η «συναφειακά». Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ο όρος «αιρετικός» να δηλώνει κάθε έναν, ο οποίος διαφωνεί με την άποψή μας, σε πείσμα όσων οι Πατέρες της Εκκλησίας και η αρχαία παράδοσή Της μας διδάσκουν σαφώς για τον όρο «αίρεση». Δεν αποτελεί παράβαση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων και ίδρυση ιδίας «Ιεραρχίας» αλλά και την μη τήρηση των εντολών του Χριστού (πρβλ. Βαρσανούφιος , Ερωταποκρίσεις 536).
Μία τέτοια αλλοίωση του θεολογικού και του κηρυγματικού λόγου της Εκκλησίας δεν υφίσταται μόνο σε επίπεδο «θεωρητικό», αλλά έχει άμεση συνέπεια και στην ίδια τη ζωή και τη συμπεριφορά των εκφραστών τους, αλλά και στη ίδια τη λειτουργία των εκκλησιαστικών δομών, γιατί οδηγεί σε μία έλλειψη της εμπειρικής ψηλάφισης των γνήσιων ευαγγελικών αναφορών και της θεώρησης της επί το αυτό συνάξεώς μας. Έτσι όμως αδυνατούμε να ψελίσσουμε στους ανθρώπους το "έρχου και ίδε", αφού δεν ξέρουμε πολλές φορές τι η ποιόν τους υποδεικνύουμε (Ιερώνυμος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, 1999).
Στο σημείο αυτό όμως χρειάζεται να κάνουμε μία σημαντική διευκρίνιση, γιατί όσο επικίνδυνο είναι να μείνουμε στη συντήρηση, άλλο τόσο μπορούμε να διολισθήσουμε και στην εκκοσμίκευση.
Αυτή η εμμονή στις εκκλησιαστικές παραδόσεις σημαίνει μία αντίληψη συντηρητισμού; Όχι βέβαια. Η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι συντηρητική. Δεν συντηρεί τον τύπο και το γράμμα, αλλά προσβλέπει στην ουσία και το πνεύμα, το οποίο μας ελευθερώνει και μάλιστα σε αντίθεση προς το γράμμα, το οποίο μας σκοτώνει ( ). Η Εκκλησία είναι κυρίως και πρωτίστως παραδοσιακή, δηλαδή δυναμική, διαχρονική και επίκαιρη. Έχει να κάνει με τα του κόσμου αλλά δεν ταυτίζεται με τον κόσμο.
Η συντήρηση αντίθετα σημαίνει διατήρηση παλαιών σχημάτων του παρελθόντος και μονοσήμαντη επανάληψη, αποξένωση από το παρόν και το μέλλον. Παράδοση όμως σημαίνει διαχρονική φανέρωση της Εκκλησίας, της πίστης και της διδασκαλίας στην σύγχρονη πραγματικότητα, προτείνοντας θέσεις και λύσεις σε σύγχρονα θέματα και προβλήματα της εποχής μας όχι μόνο κοινωνικά αλλά πρωτίστως υπαρξιακά, δηλαδή ζωής και προοπτικής της ανθρώπινης ζωής και ύπαρξης.
4. Ποιά είναι όμως τα κριτήρια κατανόησης του περιεχομένου του εκκλησιαστικού φρονήματος και διάκρισής του από το κοσμικό φρόνημα ; Eίναι η διάκριση μεταξύ του ατομικού και του καθολικού, της ηθικής και του ήθους, του εγωϊστικού και του κοινωνικού.
Τι σημαίνει όμως εκκοσμίκευση της Εκκλησίας η στην Εκκλησία ;
α) Η ταύτιση της Εκκλησίας η του τρόπου του εκκλησιαστικώς ζην με τα του κόσμου πράγματα, και
β) Η απώλεια του πραγματικού σκοπού της Εκκλησίας, που είναι σωτηρία του ανθρώπου, η φανέρωση δηλαδή και η συμμετοχή των ανθρώπων στη Βασιλεία του Θεού.
Ως Εκκλησία δεν νοούμε κάτι το αφηρημένο, αλλά κάτι το συγκεκριμένο, το Σώμα του Χριστού, το οποίο έχει κεφαλή τον ίδιο το Χριστό και μέλη τους πιστούς, τα βαπτισμένα μέλη. Η ιστορική φανέρωση της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού και εμείς ως μέλη εκ μέρους (Α Κορινθ. ΙΒ , 27) πραγματώνεται στην Ευχαριστία, όπου επιτελείται η επί το αυτό σύναξη του εκκλησιαστικού σώματος και φανερούται η ενότητα του Σώματος, ως ενότητα των μελών μεταξύ τους και συγχρόνως με το Χριστό.
Αντίθετα, η εκκοσμίκευση του εκκλησιαστικού τρόπου ζωής είναι η απώλεια η η αμαύρωση του πραγματικώς ζην στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, και η οποία είτε προϋποθέτει, είτε συνεπάγεται την αποξένωση των μελών της Εκκλησίας από το εκκλησιαστικό φρόνημα, την απεμπόληση δηλαδή του εκκλησιαστικού ήθους, ήτοι του εκκλησιαστικού τρόπου της ύπαρξης και την διαπότιση του εκκλησιαστικού τρόπου του ζην από το λεγόμενο κοσμικό φρόνημα, το οποίο συνεπάγεται ατομισμό, αποξένωση, απομονωτισμό, εσωστρέφεια και διαφοροποίηση από τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας και τελικά διάσπαση και σχίσμα.
Πότε η Εκκλησία λειτουργεί εκκοσμικευμένα ; Όταν :
α) Η Εκκλησία ταυτίζεται με τη θρησκεία. Η διαφορά μεταξύ Εκκλησίας και θρησκείας είναι τεράστια και σημαντική. Η θρησκεία μιλά για έναν Θεό απρόσωπο, που κατευθύνει και διευθύνει τον άνθρωπο, ο οποίος με διάφορες τελετές και πράξεις προσπαθεί να Τον εξιλεώσει.
Η Εκκλησία δεν μπορεί να ικανοποιεί τα λεγόμενα θρησκευτικά συναισθήματα των ανθρώπων.
β) Η Εκκλησία θεωρείται ως σύστημα ιδεολογικό και όχι ως σχέση ζωής και ύπαρξης. Τα ιδεολογικά συστήματα διαπνέονται από αφηρημένες ιδέες και εμποτίζονται από τον ιδεαλισμό, ο οποίος έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλων των ανθρωποκεντρικών συστημάτων, που στηρίζονται στη φιλοσοφία και αντιτίθενται στον υλισμό. Οι ιδέες δεν έχουν τόσο πολλή σχέση με την ζωή και με τη μεταμόρφωση του ανθρώπου. Ο ιδεαλισμός καταρτίζεται με την λογική του ανθρώπου και προσφέρεται με επιχειρήματα και ιδέες. Η Εκκλησία δεν λειτουργεί ως ιδεολογικός χώρος. Δεν έχει απλώς μερικές ιδέες, έστω τις καλύτερες και τελειότερες, τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιεί για την αντίκρουση άλλων ιδεών. Η Εκκλησία έχει τη ζωή, και μάλιστα την αληθινή ζωή, που είναι καρπός της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό.
γ) Η Εκκλησία υποβαθμίζεται σε κοινωνική οργάνωση σαν τις τόσες άλλες οργανώσεις που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία.
Δυστυχώς σήμερα υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν την Εκκλησία ως μία αναγκαία οργάνωση χρήσιμη για την κοινωνία και ο ρόλος της εκτιμάται ανάλογα προς την κοινωνική χρησιμότητά της και προσφορά.
Άλλοι πάλι, δέχονται την Εκκλησία ως ένα διακοσμητικό στοιχείο, το οποίο χρησιμοποιούν είτε για να λαμπρύνουν κάποιες τελετές είτε για να φανεί η ευρύτερη κοινωνική συναίνεση.
Μία τρίτη ομάδα είναι εκείνη, η οποία ταυτίζει την Εκκλησία με τον θεσμό ενός συγκεκριμένου Έθνους η εθνική ταυτότητα, περιορίζοντας τον οικουμενικό χαρακτήρα και τον ρόλο Της. Αυτή η ταύτιση είναι η γενεσιουργός αιτία του συγχρόνου προβλήματος της "εκκλησιαστικής διασποράς", και της αυτοκεφαλίας, γεγονότα τα οποία αποτελούν βόμβα στα θεμέλια της ίδιας της ορθόδοξης εκκλησιολογίας.
Η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί θεσμός αποκλειστικά και μόνο ενός έθνους. Δεν μπορεί να περιορίζει τον ρόλο και τον λόγο Της σε μία συγκεκριμένη εθνική ιστορία και να υποβαστάζεται η να ταυτίζεται με ένα έθνος μεμονωμένα, γιατί η οποιαδήποτε επαναστατική αποτυχία ενός έθνους δεν μπορεί να συμπαρασύρει ιστορικά σε πτώση και την ίδια την Εκκλησία.
Υπάρχει τέλος και μία άλλη θεώρηση, κατά την οποίαν η Εκκλησία είναι χρήσιμη για τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, σε τέτοιο σημείο, ώστε να προσαρμόζει το κήρυγμα και τη διδασκαλία Της σ’ αυτές τις κοινωνικές ανάγκες και μάλιστα υπό το φοβικό σύνδρομο της απόρριψης, αποδεχόμενη με τον τρόπο αυτό κάθε ανθρωπολογική κοινωνική η προνοιακή απαίτηση. Οι Εκκλησίες και οι Ομολογίες της Δύσης έχουν υποκύψει σ’ αυτόν τον πειρασμό, γι’ αυτό και σήμερα έχουν εκκοσμικευθεί εν ονόματι ενός φιλελευθερισμού η ενός ακτιβισμού.
5. Τι συνεπάγονται όλα τα παραπάνω στη σύγχρονη ποιμαντική δράση και εκκλησιαστική πράξη ;
α) Υπό την επίφαση της παραδοσιαρχίας η της εσωστρέφειας, του προοδευτισμού η της εξωστρέφειας, και με αντίληψη καθαρά εκκοσμικευμένης νοοτροπίας, οδηγούν την χαρισματική ιερωσύνη είτε στην εικόνα ενός προτεσταντικού τύπου ευσεβισμού (pietismus), όπου η εξωτερική εμφάνιση και φορμαλιστική συμπεριφορά αποτελούν την ένδειξη της εκκλησιαστικής τους παρουσίας, είτε στην εικόνα μιας ιερωσύνης δυτικού τύπου, η οποία δραστηριοποιείται μέσω του κοινωνικού ακτιβισμού και η οποία εκφράζει μία άλλη ακόμη πτυχή της εκκοσμίκευσης.
β) Η διάσταση ακόμη της φιλανθρωπίας, ως κοινωνική πρόνοια, κατανοείται υπό τους όρους ενός φορέως η συστήματος πρόνοιας και φιλανθρωπίας, όπου είναι δυνατόν να λειτουργεί ερήμην της ευθύνης του επισκόπου, ως κατεξοχήν ποιμένος και υπευθύνου της εκκλησιαστικής κοινότητας (πρβλ. Αποστολ. Διαταγές 2,27, 4. Ιουνίου, Απολογία 1,67,69), και μάλιστα υπό τον τύπον όχι της ενοριακής οργάνωσης αλλά μιας αποκλειστικής και ειδικής δομής διενοριακής η διεπισκοπικής άσκησης της φιλανθρωπίας.
Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι να κάνει κοσμικές - κοινωνικές δομές, παρόμοιες και παράλληλες με τις δομές ενός κράτους, για να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα. Ο φιλανθρωπικός ρόλος της Εκκλησίας είναι προσωπικός. Δεν απευθύνεται σε κατηγορίες ανθρώπων, αλλά δέχεται τον κάθε άνθρωπο, ως πρόσωπο, σεβόμενη την ελευθερία του. Δεν βασίζεται σε αριθμούς, ούτε αξιολογεί το έργο της αριθμητικά, όσο γοητευτικό και επικοινωνιακά αξιοποιήσιμο και αν είναι αυτό.
γ) Η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να αντισταθεί σε αυτόν τον τύπο της φιλανθρωπίας και να μην τον κάνει αυτοσκοπό της αποστολής και της δράσης της, γιατί θα χρειαστεί χρήματα, τα οποία θα αναζητήσει σε χώρους έξω από το ενοριακό πλαίσιο, γεγονός το οποίο θα έχει ως επακόλουθο μύριες όσες εξαρτήσεις και υποχωρήσεις, συναλλαγές και ανταλλάγματα, με αποτέλεσμα στο τέλος να μην ομοιάζει με Εκκλησία, αλλά με ανώνυμη εταιρεία και ενδεχομένως στα πρόθυρα της πτώχευσης, επιπλέον εμφωλεύει ο άμεσος κίνδυνος να αμαυρώσουμε την εκκλησιαστική μας ταυτότητα και το φρόνημά μας, αλλά αφού μία νέα τάξη πραγμάτων, με νέους οικονομικούς παράγοντες και πρόθυμους χορηγούς, εμφανίστηκαν ξαφνικά και στην ζωή της Εκκλησίας με πρόθεση να συμπαρασταθούν στο έργο της, χωρίς όμως η ίδια η ποιμαίνουσα Εκκλησία να έχει τις ασφαλιστικές εκείνες δικλείδες με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να συμπαρασυρθή και να ενδώσει στις ποικίλες μορφές προστασίας τους.
6. Ποιές όμως είναι οι αιτίες, οι οποίες οδήγησαν την εκκλησιαστική μας διακονία σε αυτή την κρίση ταυτότητας;
Η Εκκλησία, μέσα στις ίδιες τις δομές της υιοθετεί πρότυπα εξ αντιγραφής κοσμικά, με σκοπό, είτε για να επιβιώσει οικονομικά, είτε για να ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα στις ανάγκες του ποιμνίου της. Όμως τα εξ αντιγραφής αυτά πρότυπα, εάν δεν οριοθετηθούν λειτουργούν στο ίδιο το σώμα του θεσμού αλλοτριωτικά, με αποτέλεσμα η εκκλησιαστική διακονία να πάσχει από έλλειμμα αυτοκριτικής και πλεόνασμα απολογητικής διάθεσης, συνεπάγεται μία απροθυμία να υπερβεί τα θεολογικά στερεότυπα και τα κοινωνικά πρότυπα, όσο και τις επιμέρους πολιτισμικές, οικονομικές και άλλες διαφορές, και να ενώσει τη φωνή της με τις άλλες Εκκλησίες στο όνομα και για χάρη του ανθρώπου, γιατί διακατέχεται από το φοβικό σύνδρομο της ελλειμματικής αυτοπεποίθησης τόσο ως προς την πίστη που εκφράζει, όσο και ως προς την δυναμικότητα της Αλήθειας που κατέχει. Και όλα αυτά προκαλούνται επειδή υπάρχει όχι μόνο μία ώσμωση πολιτιστική αλλά κυρίως μία διάθεση μιμητισμού.
7. Τέλος, ένα από τα ζητήματα τα οποία, ιδίως στο χώρο της "διασποράς", διατρέχει τον μεγάλο κίνδυνο της αλλοίωσης της λειτουργίας του εκκλησιαστικού φρονήματος, είναι η συμμετοχή η η αξιοποίηση των λαϊκών στο έργο της εκκλησιαστικής διακονίας.
Είναι γνωστόν, ότι η αξιοποίηση των λαϊκών στο έργο της Εκκλησίας τείνει σήμερα, ως προβληματισμός, να θεωρείται κοινοτοπία μεταξύ των Προτεσταντών, ενώ για τους Ορθοδόξους, στη δεκαετία του 60 και 70, απετέλεσε θέμα προς διερεύνηση. Παρόλες όμως τις μελέτες, τις εισηγήσεις και τις αναφορές, δεν κατέστη δυνατόν να δοθούν αρκετά πειστικές απαντήσεις ή να γίνουν αξιόλογες προτάσεις, σε σχέση με τις προσδωκόμενες απαιτήσεις της εποχής, και τούτο δίκαια, γιατί ουδέποτε απετέλεσε θέμα προς συζήτηση, αλλά και ουδέποτε αμφισβητήθηκε η θέση των λαϊκών η υποβιβάστηκε το έργο και η παρουσία τους στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η θέση των λαϊκών στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δεδομένη και απαραίτητη, όχι μόνο υπό την έννοια της αξιοποίησης του ανθρωπίνου δυναμικού, αλλά πρωτίστως για να συγκροτηθεί η Εκκλησία σε Σώμα Χριστού, για το λόγο αυτό και προτιμώ τον όρο «συμμετοχή», από τον όρο «αξιοποίηση», επειδή θεωρώ, ότι οι λαϊκοί καλούνται να προσφέρουν έργο προς το εκκλησιαστικό σώμα και όχι να «χρησιμοποιηθούν» από αυτό.
Οι απαιτήσεις όμως της σύγχρονης μορφής των πολυπολι-τισμικών κοινωνιών επιβάλλουν μία επαναξιολόγηση όχι τόσο της θέσης των λαϊκών, όσο της επαναδραστηριοποίησης και της συμμετοχής τους στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με βάση πλέον τις μεθόδους και τις αρχές της σύγχρονης «θεωρίας των συστημάτων» για τη συνέργεια των μελών. Οι προκλήσεις και οι ποιμαντικές ανάγκες έχουν επιβεβαιώσει, ότι η συμμετοχή των λαϊκών διέρχεται κρίση, η οποία προβληματίζει και συγχρόνως δημιουργεί μία επιφύλαξη αναφορικά με τον τρόπο της αφύπνισης και της ενεργοποίησής τους στη συμμετοχική δράση. Χωρίς δηλαδή, να οδηγηθούμε στις ακρότητες ενός άκρατου φιλελευθερισμού, προτεσταντικού τύπου με «ιδιαίτερες» ακτιβιστικές δραστηριότητες (οργανώσεις, κινήματα λαϊκά κοινωνικών παροχών) η ενός κληρικοκρατικού - κληρικαλικού συστήματος δυτικού τύπου, με αντιλήψεις συγκεντρωτισμού, όπου ο λαϊκός απλά χρησιμοποιείται, πρέπει να επισημάνουμε, ότι οι λαϊκοί απαιτείται να επαναποκτήσουν τη δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών η εφαρμογής τέτοιων επιλογών, που θα αποβλέπουν στο γενικότερο καλό του συνόλου και όχι ενός μέρους μόνο.
Για τους λόγους αυτούς νομίζω, ότι είναι απαραίτητο ο προβληματισμός μας να προσανατολιστεί στην επαναξιολόγηση της συμμετοχής και της δράσης των λαϊκών, προκειμένου η ποιμαντική μας διακονία να ανταποκριθεί ουσιαστικότερα στις απαιτήσεις των συγχρόνων κοινωνιών, με βάση όμως τις αρχές και τις προϋποθέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας, γιατί όλα αυτά είναι δεδομένα και διαχρονικά και δεν μεταβάλλονται με τις εποχές.
Αυτό λοιπόν το οποίο οφείλουμε να επιχειρήσουμε είναι, η διερεύνηση του θέματός μας να στηρίζεται σε δύο βασικά θεολογικά στοιχεία, τα οποία και καθορίζουν το πλαίσιο των ποιμαντικών αλλαγών και αναθεωρήσεων, αν και πολλές φορές παραθεωρούνται ακόμη και από εμάς τους κληρικούς˙ και στη συνέχεια θα υποδείξουμε τις πρωτοβουλίες εκείνες, τις οποίες θεωρούμε ως αναγκαίες, προκειμένου η ποιμαντική μας διακονία να έχει θετικά αποτελέσματα, χωρίς να διατρέχουμε τον κίνδυνο της εκκοσμικευμένης απομίμησης.
Πρώτον, οι λαϊκοί αποτελούν δομικό στοιχείο της Εκκλησίας. Τι σημαίνει πιο συγκεκριμένα αυτό, ότι δηλαδή το λεγόμενο λαϊκό στοιχείο της Εκκλησίας αποτελεί βασικό στοιχείο της δομής της Εκκλησίας και ένα από τα στοιχεία εκείνα, τα οποία προδιορίζουν την ταυτότητά Της;
Όπως δεν μπορεί να υπάρξει Θεία Ευχαριστία χωρίς λαό, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και Εκκλησία χωρίς λαϊκούς. Η σύνδεση της ιδιότητας του λαϊκού με την Ευχαριστία είναι ο μόνος τρόπος για να ορίσουμε την έννοια αυτή καθαυτή και να την διαφοροποιήσουμε από οποιαδήποτε άλλη έννοια «κοσμικού». Ο λαϊκός έχει τη δική του χειροτονία, που δεν είναι άλλη από το Χρίσμα, έστω κι αν αυτό σήμερα έχει λησμονηθεί. Τόσο οι λειτουργικές μαρτυρίες, όσο και οι πατερικές αναφορές μας πληροφορούν, ότι ο λαϊκός κατελάμβανε τον οικείο τόπο στην ευχαριστιακή σύναξη και αυτό είναι που τον καθιστούσε αλλά και τον διέκρινε ως λαϊκό, με την εκκλησιαστική έννοια του όρου, και του έδινε το δικαίωμα της συμμετοχής του ακόμα και στην «διοίκηση» της Εκκλησίας.
Η σύνδεση όμως αυτή διαφωτίζει και το νόημα που έχουν, τόσο το λειτούργημα του κληρικού, με τους βαθμούς της ιερωσύνης (του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου), όσο και τα λοιπά λειτουργήματα. Τα δύο λειτουργήματα, του κληρικού και του λαϊκού, χαρακτηρίζονται ως δομικά και προέρχονται «εκ της χειροτονίας», διαφοροποιούνται δε από τα άλλα, τα μη δομικά, τα οποία προέρχονται «εκ της χειροθεσίας» και τα οποία θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ως «ιστορικά» λειτουργήματα. Τα χαρίσματα αυτά, αν και δεν είναι μόνιμα, εντούτοις η Εκκλησία τα υιοθετεί και όταν τα θεωρεί απαραίτητα, δεν διστάζει να τα ενεργοποιήσει, με μια και μοναδική προϋπόθεση, ότι οι φορείς τους «κατέχουν» ήδη το λειτούργημα του λαϊκού.
Δεύτερον, η διάκριση αυτή των χαρισμάτων πρέπει να επισημάνουμε, ότι είναι διάκριση «λειτουργική» και μόνο, ενώ απορρίπτεται κάθε άλλη αντίληψη αξιολογικής διαφοράς. Τα ποικίλα χαρίσματα λειτουργούν χωρίς να διαταράσσουν την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται, ότι και οι λαϊκοί αποτελούν τάξη χαρισματούχων, τους οποίους βέβαια κανείς δεν μπορεί να εξαιρέσει, όταν μάλιστα μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματα λειτουργούν σωστά, όταν δηλαδή είναι απόλυτα, ισότιμα και περιεκτικά αλλήλων.
Ένα εκκλησιαστικό σώμα που θέλει να λειτουργεί υγιώς δεν αξιοποιεί απλώς όλα τα μέλη του, αλλά επιτρέπει και βοηθά όλα τα μέλη του να συλλειτουργούν σε όλες τις πτυχές της ζωής αυτού του σώματος. Σε μία τέτοια κοινωνία δεν είναι δυνατόν να κυριαρχεί η αντίληψη για μία παθητική παρουσία του λαού στη δράση και ζωή της ενορίας, γιατί αφενός δεν μπορεί στη ζωή της Εκκλησίας να βιωθεί ένα γεγονός κοινωνίας, το οποίο δεν βιώνεται πρωτίστως στη λατρεία της, και αφετέρου ο,τι αποτελεί καθημερινή εμπειρία και δράση της εκκλησιαστικής ζωής, πρέπει να έχει την αναφορά του πρώτιστα στη λατρεία. Αυτό συνεπάγεται ότι η οποιαδήποτε ενοριακή δραστηριότητα, πρέπει να αποτελεί προέκταση αλλά και συνεπαγωγή της σύναξης «επί το αυτό».
Έτσι λοιπόν, κάθε τι, το οποίο κινείται έξω από τα ενοριακά πλαίσια η τείνει να αυτονομηθεί από αυτά, διατρέχει τον κίνδυνο να δραστηριοποιείται με κριτήρια κοσμικά και τελικά να εισαγάγει όρους και αρχές μιας εκκοσμικευμένης αντίληψης της συμμετοχής του. Πως λοιπόν είναι δυνατόν να ξεπεράσουμε αυτές τις επικίνδυνες αλλοτριώσεις.
α) Η Εκκλησία, εκτός της Θείας Ευχαριστίας διαθέτει και πολλά άλλα χαρισματικά στοιχεία, που τη συνιστούν, εννοώ τα «εκ της χειροθεσίας», τα «ιστορικά» λεγόμενα λειτουργήματα, τα οποία δεν «αγνοεί». Αυτό θα ήταν σοβαρό λάθος. Αντίθετα τα χρησιμοποιεί και τα προβάλλει, κάποιες φορές, περισσότερο και από αυτό του λαϊκού, τα χρησιμοποιεί δε με τη βασική προϋπόθεση ότι και αυτά ακόμη διέρχονται μέσα από αυτήν, δηλαδή εκκλησιοποιούνται, αφού περνούν από τα χέρια του Επισκόπου, ως «του προεστώτος της συνάξεως».
Η αναφορά όλων και για όλα στον Επίσκοπο δεν είναι μια απλή αναφορά σε ένα άτομο, αλλά τελικά στο ίδιο το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, άλλως ο,τι είναι έξω από αυτή την ευχαριστιακή θεώρηση είναι γεγονός ατομικό, χωρίς κάποια ευχαριστιακή, δηλαδή εκκλησιαστική λειτουργικότητα και αναφορά.
Για παράδειγμα η λειτουργία των ενοριακών συνάξεων η κληρικολαϊκών συνελεύσεων δεν είναι ξένη προς τη παράδοση, αρκεί να μην αντιλαμβάνονται τόσο οι κληρικοί όσο και οι λαϊκοί, τη παρουσία τους σ’ αυτές με το στενά νομικίστικο-δικανικό πνεύμα, το οποίο εκφράζεται μέσα από δικαιώματα, καθήκοντα, ψηφοφορία η οποιαδήποτε άλλα κοσμικά κατηγορήματα και επίσης να μην θεωρούν, ότι ενεργούν ερήμην του ονόματος του επισκόπου τους.
Οι συνελεύσεις αυτές, ως συνέχεια της συλλειτουργίας κλήρου και λαού, πρέπει να «βοηθούν» τα «ιστορικά» λεγόμενα χαρίσματα να «ανακαλύψουν», με κέντρο τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος, το ιδιαίτερο χάρισμα και την κλήση τους αλλά και τη δράση τους, ώστε προσφερόμενα να ενωθούν με τα «δώρα» και τις κλήσεις των άλλων μελών, με σκοπό την ενότητα και οικοδομή του Σώματος της Εκκλησίας.
β) Κέντρο της συμμετοχικής δράσης των λαϊκών πρέπει να είναι η ενορία, με τον επισκοποκεντρικό της χαρακτήρα, ως προέκταση δηλαδή της Ευχαριστίας υπό τον Επίσκοπο, με ο,τι αυτό συνεπάγεται, και η οποία οφείλει να έχει ως αντικείμενο της δράσης της την ανάπτυξη του ενοριακού έργου.
Η ενορία δηλαδή οφείλει να ξαναβρεί τον σωστό ορίζοντα της ποιμαντικής της δραστηριοποίησης με την αξιοποίηση των συγχρόνων μέσων και δυνατοτήτων, του ανθρωπίνου δυναμικού και των ανθρωπίνων πόρων, εικονίζουσα με τον τρόπο αυτό την ενότητα μέσα από την ποικιλομορφία και τη διάκριση των χαρισμάτων. Τα επιτεύγματα, που η σύγχρονη «θεωρία των συστημάτων» περιγράφει ως δυναμική συνέργεια των μελών, ώστε το σύνολο να είναι λειτουργικότερο από το άθροισμα των επί μέρους, επιζητείται σήμερα, όχι ως φυσικό γεγονός η μέγεθος αλλ ὡς εκπλήρωση της χαρισματικής ενότητας μέσα στην Εκκλησία.
8. Μέσα λοιπόν σ αὐτά τα θεολογικά και εκκλησιολογικά δεδομένα και μόνο, θεωρώ, ότι είναι δυνατή μία επαναξιολόγηση της συμμετοχής των λαϊκών.
Τι σημαίνουν όμως όλα τα προηγούμενα;
α) Η ενορία ξαναβρίσκει τον κεντρικό της χαρακτήρα, γίνεται το κέντρο της ζωής του εκκλησιαστικού σώματος, σημείο αναφοράς, δηλαδή κοινότητα, ενώ είναι δυνατόν να εφαρμόζει και δύο βασικές κοινωνιολογικές αρχές: την αρχή της συμπληρωματικότητας των φορέων και των χαρισμάτων, στα πλαίσια της τοπικότητας.
β) Η ενορία, στο χώρο της δράσης μιας τοπικής κοινωνίας καθίσταται ρυθμιστής και συντονιστής όλων των δραστηριοτήτων της, και υπερβαίνει κάθε νοοτροπία ιδρυματικής αντιμετώπισης των ποιμαντικών προκλήσεων, ενώ αξιοποιεί και την αναπτυξιακή δυναμική της, στα πλαίσια μάλιστα των συγχρόνων αρχών της επένδυσης και της διεύρυνσης.
γ) Ο ποιμένας, «εν ονόματι» του Επισκόπου, καλεί σε συνεργασία και άλλες ενορίες η και άλλους «χαρισματικούς φορείς» της ενορίας, προκειμένου, μέσα από τη δυναμική συνέργεια των μελών και τη συμπληρωματικότητα των χαρισματικών δράσεων, να υπάρξει μια θετικότερη και αποτελεσματικότερη δράση. Στην ενοριακή αυτή συμμετοχή των χαρισματικών μελών κανένας δεν είναι αυτάρκης και κανένας δεν περισσεύει, όλοι καλούνται να υπηρετήσουν και να διακονήσουν, έστω και επικουρικά, το έργο της ενορίας και μάλιστα μέσα από την εξειδικευμένη δράση τους, αξιοποιώντας όλα τα «ειδικά» χαρίσματά τους.
δ) Με τη συνέργεια αυτή των ποικίλων χαρισματικών φορέων επιβεβαιώνεται η ετερότητα, επιτυγχάνεται η κοινωνία και αναδεικνύεται η ελευθερία της θέλησης των φορέων, χωρίς την άμβλυνση των διανοητικών λειτουργιών της εγρήγορσης και της αυτοσυνειδησίας των φορέων, ενώ το οποιοδήποτε «χάρισμα» γίνεται μέρος της ενοριακής ταυτότητας και συγχρόνως αποδυναμούται κάθε τάση ατομικιστικής θεώρησης η χρήσης του.
ε) Η αποδοτικότερη λειτουργία αυτού του τρόπου συμμετοχής των χαρισματικών μελών της ενορίας απαιτεί ως απαραίτητη προϋπόθεση, την ύπαρξη μιας ενορίας όχι πληθωριστικού τύπου, όσον αφορά τον «αριθμό» των ενοριτών, ο οποίος μάλιστα στις μέρες μας αυξάνει καρκινικά, κατά γεωμετρική πρόοδο, και η οποία τελικά διαβρώνει καταστροφικά και αυτό ακόμη το κέντρο, αλλά μιας ενορίας, με όσο το δυνατό ολιγάριθμο ποίμνιο, όπου ο ποιμένας γινώσκει τα σα και γινώσκεται υπό των σων. Άλλωστε το μικρό ποίμνιο, ήδη από τους αποστολικούς χρόνους δεν θεωρείται προβληματικό (Λουκ.ιβ’,22), αντίθετα μάλιστα βοηθά στην εφαρμογή μιας διακριτικής ποιμαντικής και μιας διαφοροποιημένης και εξειδικευμένης αντιμετώπισης των ποιμαντικών προβλημάτων, σήμερα μάλιστα, στον αιώνα της εξειδίκευσης των ειδικοτήτων και του πλουραλισμού των δράσεων.
στ) Η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και των ανθρωπίνων πόρων, στα πλαίσια μιας ενοριακής δραστηριότητας, χαρακτηρίζεται ως γνωστόν, από το στοιχείο του εθελοντισμού. Ο εθελοντισμός αποτελεί το ουσιαστικό περιεχόμενο της ποιμαντικής διακονίας της Εκκλησίας και χαρακτηρίζει απόλυτα ολόκληρη την ενοριακή ζωή και δράση. Θα πρέπει όμως στο σημείο αυτό να κάνουμε την εξής βασική διευκρίνιση. Ο εκκλησιαστικός εθελοντισμός, στα πλαίσια της ενορίας δεν νοείται ως ατίμητη και αζημίωτη προσφορά έργου, αλλά κυρίως και πρωτίστως ως εκδήλωση και δράση απροσωπόληπτης και ανιδιοτελούς προσφοράς. Αυτό άλλωστε αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας, από οποιοδήποτε άλλο προσφερόμενο κοινωνικό έργο άλλου φορέα.
Η εθελοντική αυτή προσφορά, στη γλώσσα της Εκκλησίας, ερμηνεύεται ως αγαπητική έκσταση και εκούσια θυσιαστική προσφορά των χαρισματικών μελών-φορέων, η οποία χαρακτηρίζεται από την υπέρβαση κάθε μορφής φίλαυτης συμπεριφοράς και ευδαιμονισμού, χρησιμοθηρικού τύπου. Ως περιεχόμενό του ο εθελοντισμός αυτός εμπεριέχει το σεβασμό και την αποδοχή του άλλου, όχι υπό προϋποθέσεις, αλλά έτσι όπως είναι και τελικά γι αὐτό που είναι απροϋπόθετα.
Η πολύ σημαντική αυτή έννοια του εθελοντισμού έχει και κάποιες άλλες σημαντικές συνέπειες. Σημαίνει, ότι η Εκκλησία σέβεται την ελευθερία ακόμα και του αμαρτωλού. Τον σέβεται κυρίως ως πρόσωπο, ενώ συγχρόνως καταπολεμά την αιτία της αμαρτωλότητάς του, παρέχουσα απροσωπόληπτα κάθε δυνατότητα προς μετάνοιαν, «ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον» (Ιωάν.ιβ , 47). Επίσης, χωρίς να δεσμεύεται από προκαταλήψεις η να δεσμεύει ιδεοληπτικά, διακηρύσσει, ότι « τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω»( Ιωάν.στ , 37). Τέλος, ο σεβασμός στην ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου αφήνει στο λήπτη τελικά της δωρεάς τη δυνατότητα προς ζωή η προς θάνατο, ενώ ο ίδιος ο αμαρτωλός καλείται να γίνει «εν μετανοία» μέτοχος της ταυτότητας της Εκκλησίας και όχι όργανό Της. Εάν η θέση αυτή ηχεί παράξενα στις προκαταλήψεις κάποιων «καθαρών», τότε δίκαια και η φράση του Χριστού, ότι «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την Βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. κα ,31) απετέλεσε αιτία σκανδαλισμού.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μερικές μόνο πτυχές του θέματος, ενώ προσπάθησα να θίξω και να σκιαγραφήσω τις σημαντικότερες προκλήσεις που εγείρει ενώπιόν μας το όλο ζήτημα, χωρίς να επεκταθώ σε πρακτικές συνέπειες η σε εξειδικευμένες εφαρμογές της πολυδιάστατης συμμετοχής των λαϊκών στο έργο της Εκκλησίας.
Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής και αξιοποιήσει τη συμμετοχή του λαϊκού της στοιχείου, με βάση και πυξίδα τις αρχές της ορθόδοξης εκκλησιολογίας, θα δικαιώσει την αποστολή Της στον σύγχρονο κόσμο, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να οδηγηθεί σε μία μορφή εκκοσμικευμένης αλλοτρίωσης.
Η εκκλησιαστική διακονία μπορεί να αντιδράσει. Τώρα δε που είναι ακόμη νωρίς, να θέσει με βάση το σεβασμό προς την κανονική παράδοσή της, όρους και προϋποθέσεις, όχι μόνο συνεργασιών αλλά και υιοθέτησης προτύπων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ανέκαθεν δημιούργησε πολιτισμό, προβάλλουσα αιώνιες πνευματικές αρχές και όχι ταυτιζόμενη με εφήμερες κοσμικές δυνάμεις. Τέτοιες βασικές και θεμελιώδεις αρχές είναι η αγάπη, η ελευθερία, η ακεραιότητα και η μοναδικότητα του κάθε προσώπου. Η ολότητα και ο σεβασμός του σώματος και του φυσικού περιβάλλοντος και όλα όσα συναφή προς αυτά εκφράζουν τον πολιτισμό ενός λαού. Γι’ αυτό και έχει χρέος η Ορθόδοξη Εκκλησία να πάρει συγκεκριμένη θέση και ανάλογη στάση, ως προς τους κινδύνους που εγκυμονεί η παγκοσμιοποιημένη μορφή του σύγχρονου πολιτισμού, μέσα στον οποίον η ατομοκρατία, ο ευδαιμονισμός, η χρησιμοθηρία και η λογικοκρατία συγκροτούν την μορφή του και από τα οποία ο σύγχρονος άνθρωπος κινδυνεύει υπαρξιακά, ενώ τείνει να αλλοιωθεί και το εκκλησιαστικό της φρόνημα.
Μόνο μία Ορθοδοξία ζωντανή, ανοικτή, που δέχεται με στοργή και αγάπη όλους, που ζη με την αίσθηση της καθολικής ευθύνης της στον ενοποιούμενο σύγχρονο κόσμο μπορεί να διατηρήσει το εκκλησιαστικό της φρόνημα ανόθευτο και αναλλοίωτο, από τις ποικίλες μορφές της παγκοσμιοποίησης και της εκκοσμίκευσης, διότι μόνον όταν ένα σώμα είναι δυνατό, υγιές και ακμαίο μπορεί ευκολότερα να απορρίψει κάθε τι ξένο που επιδιώκει να το αλλοιώσει, ενώ με ταχύτερους ρυθμούς μπορεί να επουλώσει και τις κατά καιρούς πληγές του.
Κριτήριο όλων των πράξεών μας θα πρέπει να είναι η εκκλησιαστικότητά μας, όλων εκείνων δηλαδή που φρονούμε ως εμπειρική βίωση στο εκκλησιαστικό γεγονός ενώ αποστολή μας θα πρέπει να είναι η μεταμόρφωση του κόσμου σε Εκκλησία και όχι το αντίστροφο.
Αυτό είναι το μοναδικό και ιερό χρέος μας ως ποιμένων σε έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο, παγκοσμιοποιημένο και συνεχώς εκκοσμικευμένο, αλλοιώς η καθημερινότητά μας, οι αποφάσεις μας και η διακονία μας θα επιβεβαιώνει ότι "ο βασιλιάς θα είναι γυμνός και στηρίζεται σε γυάλινα πόδια".
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα, εν ουρανώ και επί γης προσκυνούμενος και δοξαζόμενος Χριστός ο Θεός, ο μακρόθυμος, ο πολυέλεος, ο πο...
-
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Το πνευματικό μεγαλείο, το μυστικό βάθος και το αισθητικό κάλλος της Ορθοδόξου τέχνης συνε...
-
ΕΥΧΗ ΕΠΙ ΕΥΛΟΓΙΑ ΠΙΤΑΣ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας και Φιλαφελφείας ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Ουράνιος Άρτος, ο τη...
-
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
τοῦ π. Μαρτίνου Πέτζολτ «Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι», ψέλνει ο λαός στην εκκλησία το κοντάκιον των Χριστουγέννων. Και στις ει...
-
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέ...
-
ΧΟΕ : ΕΝΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ π.Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ – ΠΡΕ...
-
Ιωάννης Ελ. Σιδηράς Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός Οι θεολογικές, σ...
-
Τι είχε προβλέψει ο Πατροκοσμάς; Διαβάστε τι αποκαλύπτουμε μέσα στο βιβλίο μας «Ο Άγνωστος Πατροκοσμάς» για μία επίκαιρη προφητεία το...
-
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Γάιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Δαλματία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τὸ ἔτος 283 μ.Χ. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένους ἐρευνητὲς ἦταν σ...