Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Μαρτίου 22, 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Αγίου Ιωάννου της Κλίμακας). (Μάρκου κεφ. θ' στίχοι 17-31)ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ; «Διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε....»

Διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε....
 ΜΕΓΑΛΗ ΥΠΗΡΞΕ η αγάπη και απέραντη η στοργή του Κυρίου μας προς τα παιδιά και τους νέους κατά την επίγεια ζωή Του. Όταν κάποτε στην πόλη της Καπερναούμ ρωτήθηκε από τους μαθητές Του, ποιός θα είναι ο μεγαλύτερο και πιο διακεκριμένος στη Βασιλεία των ουρανών, ο Κύριος προσκάλεσε ένα παιδί, το έστησε ανάμεσα τους και είπε: «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 18, 3). Ο ευαγγελιστής Μάρκος μας διασώζει μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια της συμπεριφοράς του Κυρίου: «Και εναγκαλισάμενος αυτό» (Μαρκ. 9, 36). Έκφραση απέραντης στοργής και τρυφερής αγάπης προς την αθώα παιδική ηλικία. Άλλοτε πάλι μητέρες του έφεραν τα μικρά παιδιά τους για να τα ευλογήσει. Οι μαθητές τις επέπληξαν και τις εμπόδισαν. Ο Κύριος τότε θα παρέμβει αγανακτισμένος για την πράξη τους και θα πει: «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς εμέ, και μη κωλύετε αυτά. Των γαρ τοιούτων εστί η βασιλεία του Θεού» (Μαρκ. 10,14). Την αγάπη του Χριστού για τα παιδιά και τους νέους φανερώνουν και τα θαύματα Του. Ανέστησε τη νεκρή κόρη του αρχισυναγωγού Ιαείρου (Λουκ. 8, 40-42 & 49-56). Απάλλαξε την κόρη της Χαναναίας από το ακάθαρτο πνεύμα που τη βασάνιζε (Ματθ. 15, 21-28). Θεράπευσε τον άρρωστο γιο του βασιλικού στην Κανά της Γαλιλαίας (Ιω. 4, 46-54). Ανέστησε τον μονάκριβο γιο της χήρας στη Ναΐν (Λουκ. 7, 11-17). Και ακόμη θεράπευσε, όπως μας ιστορεί η σημερινή ευαγγελική περικοπή, το δυστυχή εκείνο σεληνιαζόμενο νέο. Ο πονεμένος πατέρας του ευαγγελίου ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ ΒΑΘΙΑ ο πατέρας του δυστυχούς νέου πλησιάζει τον Κύριο. Πέφτει στα γόνατα και λέει: «Διδάσκαλε, ήνεγκα (= έφερα) τον υιόν μου προς σε...». Ιστορεί την τραγική κατάσταση του παιδιού του. Περιγράφει με φρίκη τα όσα έκανε κάτω από την επήρεια του δαιμονίου. Αναφέρει την αδυναμία των μαθητών, στους οποίους είχε καταφύγει, να το θεραπεύσουν. Και, τέλος, παρακαλεί να τον σπλαχνιστεί και να τον βοηθήσει. Ο Κύριος θα ζητήσει πίστη. Και ο δυστυχισμένος πατέρας θα φωνάξει: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία». Ο πόνος και τα δάκρυα του πατέρα, το φρικτό θέαμα του κυριευμένου από το δαιμόνιο νέου, θα συγκινήσουν τον Κύριο. Επιτιμά, λοιπόν, το ακάθαρτο πνεύμα και το διατάσσει να φύγει από το παιδί. Το δαιμόνιο κάτω από τη παντοδύναμη προσταγή του Κυρίου αναχωρεί. Ο νέος ελευθερώνεται και θεραπεύεται. Για μια ακόμη φορά ο Κύριος Ιησούς αναδεικνύεται ο ιατρός και ο σωτήρας μιας δυστυχισμένης υπάρξεως, που βρισκόταν στο άνθος της ηλικίας της. Είναι αξιοσπούδαστη η στάση του πατέρα. Αναζητεί τον Κύριο με λαχτάρα. Και πιστεύοντας πως μόνο Εκείνος μπορούσε να θεραπεύσει το παιδί του, το οδηγεί κοντά Του. Εκφράζει όλο τον πόνο της ψυχής του. Γονατίζει. Ομολογεί την ακλόνητη πίστη του. Θερμοπαρακαλεί. Η στάση αυτή του πατέρα του δυστυχούς εκείνου νέου θέτει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα και για τους σημερινούς γονείς. Τους γονείς των παιδιών κάθε εποχής. Που οδηγούν άραγε τα παιδιά τους; Προς τα που τα κατευθύνουν; Με ποιές αρχές τα διαπαιδαγωγούν; Αλλά και κάτι άλλο ακόμη: Αν τα παιδιά παρεκκλίνουν, αν εμπλακούν στα γρανάζια της ποικιλώνυμης διαφθοράς των καιρών μας, πού προσφεύγουν για βοήθεια; Που τα οδηγούν για να τα σώσουν;

 Οι αδιάφοροι γονείς.

 ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ κατηγορία γονέων αδιαφορεί. Μένει ανυποψίαστη για τις τεράστιες ευθύνες που έχει για την ηθική θωράκιση και την ψυχική καλλιέργεια των παιδιών μας. Όλο το ενδιαφέρον τους εξαντλείται στην εξασφάλιση υλικών μέσων και ανέσεων. Τα παιδιά να μεγαλώσουν χωρίς να τους λείψει τίποτε. Να τραφούν και ντυθούν καλά. Να μορφωθούν. Να καταλάβουν κάποιο σημαντικό πόστο. Να έχουν άφθονα χρήματα. Η στάση όμως αυτή υποδηλώνει ότι βλέπουμε τα παιδιά μας σαν σάρκες μόνο. Μας διαφεύγει ότι μέσα τους κρύβουν και μιαν αθάνατη ψυχή, που έχει κι εκείνη τις δικές της ανάγκες, ανάγκες πνευματικές. Λησμονούμε ότι το πρώτιστο καθήκον μας είναι να τα οδηγήσουμε κοντά στο Χριστό. Να φυτέψουμε στις αθώες καρδιές τους την αγάπη και τον φόβο του Θεού. Να οπλίσουμε τα αδύναμα σκαριά τους με την άγκυρα της πίστεως. Να τα εμπνεύσουμε να ακολουθήσουν τον ευλογημένο δρόμο της χριστιανικής ζωής. Να τα προφυλάξουμε από ποικίλες ιδεολογίες που επιδιώκουν να τα παγιδεύσουν ή τρομακτικούς ηθικούς κινδύνους που – ιδιαίτερα στις μέρες μας – τα απειλούν. Και, δυστυχώς, την εγκληματική αμέλεια των γονέων της κατηγορίας αυτής σπεύδει να ολοκληρώσει το πεζοδρόμιο. Ο σωματέμπορος. Ο έμπορος ναρκωτικών. Ο ξεσκολισμένος συμμαθητής. Η συμμαθήτρια με τα χαλκαδιασμένα μάτια. Η «ντισκοτέκ». Το μπαράκι με τα χαμηλωμένα φώτα. Όλα αυτά τα κανάλια του ξεπεσμού και της διαφθοράς των παιδιών μας. Οι «προοδευτικοί» γονείς ΜΙΑ ΑΛΛΗ κατηγορία γονέων: Είναι οι λεγόμενοι μοντέρνοι και προοδευτικοί γονείς που πιπιλίζουν την καραμέλα της ελευθερίας και του προοδευτικού πνεύματος και που θεωρούν αναχρονιστικό το να οδηγήσουν τα παιδιά τους κοντά στο Χριστό και την Εκκλησία. Είναι αντίθετοι τα παιδιά τους να λάβουν χριστιανική αγωγή. Ούτε τη δίνουν οι ίδιοι, ούτε το έργο της Εκκλησίας βοηθούν. Ειρωνεύονται τον θεσμό των Κατηχητικών Σχολείων. Αρνούνται να δώσουν στα χέρια των παιδιών ένα χριστιανικό έντυπο. Τα εμποδίζουν να προσέλθουν στο μυστήριο της Εξομολογήσεως. Άτακτοι οι ίδιοι στη ζωή τους πολλές φορές, δεν έχουν το κύρος και το ηθικό σθένος για να μιλήσουν στις καρδιές των παιδιών τους. Προσανατολισμένοι σφαλερά, οδηγούν και τα παιδιά τους σε επικίνδυνα μονοπάτια. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Η καθημερινή πραγματικότητα επιβεβαιώνει το λόγο της Γραφής: «Οι μακρύνοντες εαυτούς από σου απολούνται» (Ψαλμ. 72,27). Την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό και το θέλημα Του αργά ή γρήγορα ακολουθεί η απώλεια. Την περιφρόνηση και την ασύστολη καταπάτηση των κανόνων της ευαγγελικής ηθικής διαδέχεται ο ξεπεσμός! 

Οι υπεύθυνοι γονείς.

 ΚΑΙ Η ΤΡΙΤΗ κατηγορία: Είναι οι γονείς εκείνοι που συναισθάνονται το χρέος τους. Που αναμετρούν καθημερινά τις ευθύνες τους. Που έχουν συνείδηση και του μεγαλείου και του βάρους της αποστολής τους. Πρώτ’ απ’ όλα πιστεύουν στον Θεό. Αγωνίζονται να ζήσουν κατά το θέλημα Του. Βλέπουν την οικογένεια τους ως «κατ’ οίκον εκκλησία», ένα κομμάτι της Βασιλείας του Θεού. Είναι οι γονείς που γνωρίζουν τι είδους θησαυρό εμπιστεύτηκε ο Θεός στα χέρια τους. Πόσο βαθιά τους τίμησε αξιώνοντας τους να φέρουν στον κόσμο νέες ανθρώπινες υπάρξεις. Και γι’ αυτό αγωνιούν και παλεύουν όχι μόνο για την υλική αλλά προπάντων για την πνευματική ανάδειξη των παιδιών τους. Σαν καλοί άγγελοι επαγρυπνούν νύχτα και μέρα, παρακολουθώντας με αγάπη και στοργή τα παιδιά τους. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή και στην κοινωνία που ζούμε με τους τόσους κινδύνους και τους πολλούς και ύπουλους εχθρούς. Και ως υπεύθυνοι χριστιανοί γονείς αγωνίζονται για τη χριστιανική ανατροφή και την ορθή διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Με την συνεπή ζωή και το διδακτικό τους λόγο σπέρνουν το σπόρο της πίστεως και ανάβουν τη φλόγα της αγάπης του Χριστού στις αθώες ψυχές των παιδιών που τους χάρισε ο Κύριος.

 Η βαθύτερη δίψα των σημερινών παιδιών.

 ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑ βάθος έχουν ανάγκη και αναζητούν σήμερα τα παιδιά μας είναι ο Θεός. Απογοητευμένα από τους διάφορους ψευδομεσσίες και την αναρχούμενη θάλασσα των ποικιλώνυμων συστημάτων και ιδεολογιών αναζητούν τον ζώντα και αληθινό Θεό. Ποθούν την αγάπη Του. Διψούν τη δικαιοσύνη Του. Έχουμε ιερή υποχρέωση όλοι μας και ιδιαίτερα οι γονείς στην ώρα αυτή της αναζήτησης να σταθούμε κοντά τους. Και να γίνουμε οι έμπειροι χειραγωγοί τους στην ανακάλυψη του αληθινού Θεού. Ο απόστολος Παύλος μας δίνει έναν υπέροχο κανόνα ορθής αγωγής: «Οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών, αλλ’ εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6, 4). Ο πατέρας του νέου του σημερινού ευαγγελίου μας δίνει φωτεινό παράδειγμα. Η σωτηρία και η προκοπή των παιδιών μας υπάρχει μόνο κοντά στον Χριστό. Γι’ αυτό και αποτελεί χρέος μας να τα οδηγήσουμε κοντά Του.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2017

Τό νόημα τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως




Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἰσερχόμαστε ἀπό αὔριο στήν ἱερή περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 'Oνομάζεται καί εἶναι πράγματι στάδιο πνευματικό. Καί οἱ πιστοί, πού καλούμαστε νά εἰσέλθουμε σ' αὐτό γιά νά ἀγωνιστοῦμε, εἴμαστε οἱ ἀγωνιστές «τοῦ καλοῦ ἀγῶνος τῆς πίστεως» (Α΄ Τιμ. 6,12). Οἱ ἀθλητές τοῦ πνεύματος. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ( Β΄ Τιμ. 2,3,5).

Πάντοτε ἀγωνιζόμαστε οἱ χριστιανοί. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἕνας συνεχής καί ἀδιάκοπος ἀγώνας. Ὡστόσο, ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χρόνος προετοιμασίας μας γιά τόν ἑορτασμό τῆς κορυφαίας ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, προϋποθέτει ἐντατικότερη προσπάθεια, θερμότερο ζῆλο, μεθοδικότερον ἀγώνα.

Σέ τί ἀκριβῶς συνίσταται ὁ πνευματικός ἀγώνας αὐτῆς τῆς περιόδου, τόν ὁποῖο καλούμαστε νά ἀναλάβουμε; Τόν καθορίζει μέ σαφήνεια τό τρίτο Προσόμοιο τοῦ Τριωδίου, πού ἀκούσαμε νά ψάλλεται πρίν ἀπό λίγο -ποίημα, καθώς φαίνεται ἀπό τήν ἐπιγραφή του, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.

«Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες· ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκαν καθάρωμεν· νηστεύσομεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος· ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ, ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι».

Δηλαδή: «Ἄς ξεκινήσουμε χαρούμενα τήν περίοδο τῆς νηστείας, ὑποβάλλοντας τόν ἑαυτό μας σέ πνευματικούς ἀγῶνες. Νά ἐξαγνίσουμε τήν ψυχή. Νά καθαρίσουμε τήν σάρκα. Ὅπως νηστεύουμε μέ τίς τροφές, νά ἀπέχουμε ἀπό κάθε πάθος, ἐντρυφώντας στίς ἀρετές τοῦ Πνεύματος. Καί παραμένοντας μέ πόθο στήν ἐνάρετη ζωή, εἴθε ν' ἀξιωθοῦμε, γεμάτοι πνευματικοί χαρά, ν' ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος καί τό ἅγιο Πάσχα τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας».

1. Τό πρῶτο πού μᾶς συνιστᾶ ὁ ἱ. ὑμνογράφος εἶναι νά ἀγνίσουμε τήν ψυχή μας. Τί εἶναι ἡ ψυχή; Ὁ ἔσω ἄνθρωπος. Ἡ πνευματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ κρυπτός της καρδίας ἄνθρωπος», καθώς γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α΄ Πέτρ., 3,4).

«Ψυχή ἐστιν » γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐσία νοερά, ἀσώματος, ἀπαθής, ἀθάνατος » (1). Καί ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος διευκρινίζει ἀναλυτικότερα:
«Ὥσπερ τά μέλη τοῦ σώματος πολλά ὄντα εἷς ἄνθρωπος λέγεται, οὕτω καί τά μέλη ψυχῆς εἰσι πολλά, νοῦς, συνείδησις, θέλημα, λογισμοί κατηγοροῦντες καί ἀπολογούμενοι· ἀλλά ταῦτα πάντα εἰς ἕνα λογισμόν εἰσιν ἀποδεδεμένα καί μέλη ἐστι ψυχῆς· μία δέ ἐστι ψυχή, ὁ ἔσω ἄνθρωπος » (2).
Δηλαδή, «Ὅπως ἀκριβῶς λογίζεται ἕνας ἄνθρωπος, ἄν καί εἶναι πολλά τά μέλη τοῦ σώματός του, ἔτσι πολλά εἶναι καί τά μέλη τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, ἡ συνείδηση, τό θέλημα, οἱ λογισμοί πού κατηγοροῦν καί πού ἀπολογοῦνται. Ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι καλά δεμένα σέ ἕνα λογισμό καί εἶναι μέλη τῆς ψυχῆς. Καί ἡ ψυχή εἶναι μία, ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος τῆς καρδιᾶς».

Καί ἡ ψυχή μας, ὅταν παύσει νά ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός, τότε ἀσθενεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Τά πάθη εἶναι «ψυχῆς νόσοι» (3). Τή μολύνουν καί τήν καθιστοῦν ἀκάθαρτη.
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
««Ψυχῆς ἐστιν ἀκαθαρσία τό μή ἐνεργεῖν κατά φύσιν. Ἐκ τούτου γάρ τίκτονται τῷ νῷ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε γάρ κατά φύσιν ἐνεργεῖ, ὅταν αἱ παθητικαί αὐτῆς δυνάμεις, ὁ θυμός, λέγω, καί ἡ ἐπιθυμία ἐν τῇ τῶν πραγμάτων καί τῶν ἐν αὐτοῖς νοημάτων προσβολή ἀπαθεῖς διαμένωσι» (4).

Δηλαδή: «Ἀποτελεῖ ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς τό νά μήν ἐνεργεῖ κατά φύσιν. Διότι ἀπό αὐτό γεννιοῦνται στόν νοῦ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε πράγματι ἡ ψυχή ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅταν οἱ παθητικές της δυνάμεις-ἐννοῶ τό θυμικό καί ἡ ἐπιθυμία- στήν προσβολή πού δέχονται ἀπό τά πράγματα καί ἀπό τούς λογισμούς, πού σχετίζονται μ' αὐτά, παραμένουν ἀπαθεῖς.

Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά ἁγνίσουμε τήν ψυχή μας; Νά τήν ἐλευθερώσουμε ἀπό τήν δυναστεία τῶν παθῶν; Νά τήν κρατήσουμε ἔτσι, ὥστε νά ἐνεργεῖ πάντοτε κατά φύσιν ;

Ἡ ἀπάντηση πού δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας σχετίζεται μέ τήν τριμερῆ διαίρεση τῆς ψυχῆς πού διδάσκουν ὁμόφωνα. Τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς εἶναι τό λογιστικόν, τό θυμικόν καί τό ἐπιθυμητικόν.

«Ὥσπερ τό σῶμα » ὑπογραμμίζει καί πάλι ὁ ἅγιος Μάξιμος, «διά τῶν πραγμάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει πρός παιδαγωγίαν τάς σωματικὰς ἀρετὰς, ἵνα σωφρονῇ· οὕτω καί ὁ νοῦς διά τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει ὡσαύτως πρός παιδαγωγίαν τάς ψυχικὰς ἀρετὰς, ἵνα, καθαρῶς καί ἀπαθῶς ὁρῶν τά πράγματα, σωφρονῇ » (5).

Δηλαδή: «Ὅπως τό σῶμα ἁμαρτάνει μέσω τῶν πραγμάτων καί γιά νά σωφρονεῖ ἔχει γιά παιδαγωγία τίς σωματικές ἀρετές, ἔτσι καί ὁ νοῦς πού ἁμαρτάνει μέσω τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων, γιά νά βλέπει καθαρά καί ἀπαθῶς τά πράγματα καί νά σωφρονεῖ, ἔχει ὁμοίως γιά παιδαγωγία τίς ψυχικές ἀρετές».

Μέ ποιές ἀρετές θά ἐξαγνίσουμε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς; Τό λογιστικό μέ τήν ἀνάγνωση, τήν πνευματική θεωρία καί τήν προσευχή. Τό θυμικό μέ τήν ἀγάπη πού ἀντίκειται στό μῖσος. Καί τό ἐπιθυμητικό μέ τή σωφροσύνη καί τήν ἐγκράτεια. «Τό θυμικόν τῆς ψυχῆς ἀγάπῃ χαλίνωσον· καί τό ἐπιθυμητικόν αὐτῆς ἐγκρατείᾳ καταμάρανον· καί τό λογιστικόν αὐτῆς προσευχῇ πτέρωσον ...» (6).

Δηλαδή: «Μέ τήν ἀγάπη χαλιναγώγησε τό θυμικό τῆς ψυχῆς. Καί μέ τήν ἐγκράτεια μάρανε ὁλότελα τό ἐπιθυμητικό της. Καί μέ τήν προσευχή δῶσε φτερά στό λογιστικό μέρος της».

Κάθαρση ψυχῆς σημαίνει ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη (7) καί ἐλευθερία ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς. Κι αὐτό ἐπιτυγχάνεται, προσθέτει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ (8).

Ἄς ἀναφέρουμε ἀκόμη τήν γνώμη καί ἑνός ἄλλου πνευματικοῦ διδασκάλου: «Ἀνάγνωσις καί προσευχή νοῦν καθαίρουσιν, ἀγάπη δέ καί ἐγκράτεια τό παθητικόν τῆς ψυχῆς » (9).

Δηλαδή: «Ἡ πνευματική μελέτη καί ἡ προσευχή καθαρίζουν τόν νοῦ. Καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια τό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς».


2. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν ἔχει μόνο ψυχή. Διαθέτει καί σῶμα. Ψυχή καί σῶμα ἀπαρτίζουν τήν ἑνιαία καί ἀδιαίρετη ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ σωτηρία δέν εἶναι μόνο ὑπόθεση τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται ὁλόκληρος, ἡ ψυχή καί τό σῶμα του. Καί ἐπιτυγχάνει τή σωτηρία του μ' ἕναν ἑνιαῖο ἀγώνα πού διεξάγει μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα του μαζί. Ἡ ψυχή ἀγωνίζεται. Καί τό σῶμα συναγωνίζεται μέ τήν ψυχή.
Εἶναι ἀπαραίτητο, λοιπόν, μαζί μέ τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς νά ἐπιδιώξουμε τήν κάθαρση τῆς σαρκός. «Τήν σάρκαν καθάρωμεν » προσθέτει ὁ ὑμνογράφος. Ἐξαγνισμός τῆς ψυχῆς καί κάθαρση τοῦ σώματος συνδέονται ἄρρηκτα. Συμπορεύονται. «Τό σῶμα » διδάσκει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, «οὐχ ἁμαρτάνει καθ' ἑαυτό, ἀλλά διά τοῦ σώματος ἡ ψυχή» (10). Δηλαδή: «Τό σῶμα δέν ἁμαρτάνει ἀπό μόνο του, ἀλλά ἡ ψυχή διαμέσου τοῦ σώματος».

Ἑπομένως, ὅπως ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς, ἔτσι θά πρέπει νά καθάρουμε καί τό σῶμα ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, διότι, καθώς διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «Ἡ κατ' ἐνέργειαν ἀμαρτία τοῦ σώματος ἐστιν ἀκαθαρσία» (11). Δηλαδή, «ἡ ἁμαρτία μέ συγκεκριμένες ἐνέργειες καί πράξεις καθιστᾶ ἀκάθαρτο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου».

Οἱ ψυχικές ἀρετές, ὅπως εἴδαμε, συντείνουν στόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς. Καί οἱ σωματικές ἀρετές συντελοῦν στήν κάθαρση τοῦ σώματος. Κορυφαία ἀρετή εἶναι καί ἡ νηστεία. Καί μαζί μέ τήν νηστεία, οἱ Πατέρες μας συντάσσουν τήν ἀγρυπνία, τήν ψαλμωδία, τήν προσευχή καί τήν φυλακή τῶν αἰσθήσεων.

Τό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἀσκητικό. Πνευματική ζωή χωρίς σωματική κακοπάθεια δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει. Αὐτή τή διαλεκτική σχέση μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος:
«Ἀδύνατον καί τήν σάρκαν τῷ κόρῳ τῶν βρωμάτων κατεμπιπλᾶν καί πνευματικῶς τῆς νοερᾶς καί θείας ἐπαπολαύειν χρηστότητος. Ὅσῳ γάρ τήν γαστέρα τις θεραπεύσει, κατά τοσοῦτον ἐκείνης ἑαυτόν ἀποστερήσει· καθόσον δέ τό σῶμα ὑπωπιάσει, ἀναλόγως καί τῆς πνευματικῆς τροφῆς τε καί παρακλήσεως ἐμπλησθήσεται» (12).

Δηλαδή: «Εἶναι ἀδύνατον καί τή σάρκα νά παραγεμίζουμε μέ τόν κόρο τῶν βρωμάτων καί ταυτόχρονα ἀπολαμβάνουμε πνευματικά τή νοερή καί θεία γλυκύτητα. Γιατί ὅσο κανείς περιποιεῖται τήν κοιλιά, τόσο καί ἀποστερεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό τή θεία χάρη. Καί ὅσο μέ τήν ἄσκηση ταλαιπωρεῖ τό σῶμα του, ἀνάλογα γεμίζει καί ἀπό τήν πνευματική τροφή καί παράκληση».


3. Νηστεία καί ἄσκηση, ὡστόσο, δέν σημαίνει ἀποχή μόνο ἀπό ὁρισμένες τροφές. Σημαίνει ἀπαραιτήτως καί ἀγώνα ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη μας καί προσπάθεια ἀπόκτησης τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν.

Προσθέτει ὁ ἱ. ὑμνογράφος: «Νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος».

Ἡ ἀληθής νηστεία, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ Μ. Βασίλειος, δέν ἀρκεῖται μόνο στήν ἀποχή ἀπό τίς τροφές, προχωρεῖ καί στήν ἀποδέσμευση τοῦ πιστοῦ ἀπό κάθε εἴδους πάθος.

«Οὐ μέντοι ἑξαρκεῖ καθ' ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῶ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής. Ἐν τούτοις μέν οὖν ἡ νηστεία καλόν» (13).

Δηλαδή: «Δέν φτάνει ἡ ἀποχή καί μόνο ἀπό τίς τροφές γιά νά εἶναι ἄξια ἐπαίνου ἡ νηστεία μας. Ἄς νηστέψουμε νηστεία εὐπρόσδεκτη καί εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό ὁτιδήποτε τό κακό καί ἐφάμαρτο. Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς αἰσχρές ἐπιθυμίες, τήν καταλαλιά, τό ψέμμα καί τήν ἐπιορκία. Ἡ ἀπουσία καί ἡ στέρηση ἀπό αὐτά εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ὅταν ἀγωνιζόμαστε γιά ὅλα αὐτά τότε ἡ νηστεία μᾶς εἶναι καλή καί ὠφέλιμη».

Ἀλλά ἡ κατά Χριστόν ζωή ἔχει καί τήν θετική της ὄψη. Παράλληλα μέ τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τά διάφορα πάθη, ἐπιδιώκει καί τήν ἀπόκτηση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. «Δεῖ δέ», παρατηρεῖ ἕνας ἀπό τούς πνευματικούς διδασκάλους τῆς Φιλοκαλίας, «πρός τῇ καθάρσει τῶν μοχθηρῶν ἕξεων, καί τῆς κτήσεως τῶν ἀρετῶν» (14). Πέρα, δηλαδή, ἀπό τήν κάθαρσή μας ἀπό τίς κακές συνήθειες-τά πάθη ἀπό τά ὁποῖα αἰχμαλωτιζόμαστε-, ὀφείλουμε νά ἀποκτήσουμε καί τίς ἀρετές πού κοσμοῦν τόν εὐαγγελικό βίο. Εἶναι αὐτό πού διατυπώνει πολύ ἐπιγραμματικά ὁ προφήτης Δαβίδ: «Ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν » ( Ψαλμ. 33, 14, 36, 27).

Κατά τόν θεόσοφο Ἱεράρχη τῆς Καισαρείας ἀποτελεῖ «ἀρχήν »- θεμελιώδη δηλαδή προϋπόθεση- «πρός τήν ἀνάληψιν τῶν καλῶν » «ἡ ἀναχώρησις τῶν κακῶν ». Καί συνεχίζει, σχολιάζοντας τόν παραπάνω λόγο τῶν Ψαλμῶν:

«Σοφῶς οὖν καί ἐντέχνως προσάγων ἡμᾶς εἰς τήν ἀρετήν, τήν ἀναχώρησιν τῆς κακίας ἀρχήν ἐποιήσατο τῶν καλῶν. Εἰ γάρ εὐθύς προέβαλέ σοι τά τέλεια, ἀπώκνησας ἄν πρός τήν ἐγχείρησιν· νῦν δέ τοῖς εὐληπτοτέροις σέ προσεθίζει, ἵνα κατατολμήσῃς τῶν ἐφεξῆς. Κλίμακι γάρ προσεοικέναι φαίην ἄν ἔγωγε τῆς εὐσεβεάις τήν ἄσκησιν ... Ὥστε δεῖ τούς εἰσαγομένους πρός τόν κατ' ἀρετήν βίον τοῖς πρώτοις βαθμοῖς ἐπιβάλλειν τό ἴχνος, κακεῖθεν ἀεί τῶν ἐφεξῆς ἐπιβαίνειν, ἕως ἄν πρός τό ἐφικτόν ὕψος τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει διά τῆς κατ' ὀλίγον διακοπῆς ἀναβῶσιν. Ὥσπερ οὖν ἐπί τῆς κλίμακος πρώτη ἀνάβασις ἡ τῆς γῆς ἀναχώρησις, οὕτως ἐπί τῆς κατά Θεόν πολιτείας, ἀρχή προκοπῆς ὁ χωρισμός τοῦ κακοῦ » (15).

Δηλαδή: «Ὁδηγώντας μας (ὁ Ψαλμωδός) μέ σοφία καί τέχνη στήν ἀρετή, κατέστησε ἀρχή τῶν καλῶν τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία. Διότι, ἄν εὐθύς ἀμέσως σοῦ προέβαλε τά τέλεια, θά δίσταζες νά ἐπιχειρήσεις νά τά ἐπιτύχεις. Τώρα ὅμως σέ ἐξοικειώνει μέ τά πιό εὐκολοκατόρθωτα γιά νά τολμήσεις νά ἐπιδιώξεις καί τά ἑπόμενα. Καί θά ἔλεγα ἐγώ ὅτι ἡ ἄσκηση εὐσεβείας μοιάζει μέ κλίμακα... Θά πρέπει, λοιπόν, οἱ ἀρχάριοι στόν ἐνάρετο βίο νά ξεκινοῦν ἀπό τά πρῶτα σκαλοπάτια καί ἀπό ἐκεῖ πάντοτε νά προχωροῦν καί στά ἑπόμενα, ἴσαμε νά μπορέσουν νά ἀνεβοῦν προοδευτικά στό ὕψος πού εἶναι μπορετό γιά τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως ἀκριβῶς στήν κλίμακα στό πρῶτο σκαλοπάτι συνιστᾶ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τό ἔδαφος, ἔτσι καί στήν κατά Θεόν πολιτεία ἀρχή τῆς πνευματικῆς προκοπῆς εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τό κακό».

Ὁ ἐν Χριστῷ ἀγώνας τοῦ πιστοῦ, ὅπως διδάσκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, συνίσταται ἀφ' ἑνός στό νά ἐξαλείψει καί νά ἐξαφανίσει «τέλεον ἐκ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς » τά πάθη καί ἀφ' ἑτέρου νά θησαυρίσει «ἐν ἑαυτῷ πάσῃ δυνάμει ψυχῆς τάς ἀρετὰς ἀντ' αὐτῶν».
Καί συνεχίζει ὁ θεοφόρος Πατέρας: «Εἰ γάρ μή οὕτω γένηται παρ' αὐτοῦ καί οὕτω τά τῶν ἀγώνων ἔξει καλῶς ἐν αὐτῷ, οὐδέν ἔσται ὄφελος αὐτῷ ἐκ μόνης τῆς τῶν παθῶν ἀλλοτριώσεως· οὐ γάρ ὁ μή πλεονεκτῶν ἀλλ' ὁ ἐλεῶν ἐπαινεῖται, οὐδέ ὁ τό δοθέν τάλαντον σῶον φυλάξας ἀλλ' ὁ διπλασιάσας ἐσώθη, οὐδέ ὁ ἐκκλίνας ἀπό κακοῦ ἀλλ' ὁ ποιήσας τό ἀγαθόν μακαρίζεται» (16).
Δηλαδή: «Ἄν αὐτός (ὁ χριστιανός) δέν ἀγωνιστεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο καί ὁ ἀγώνας του δέν ἔχει τήν ἀγαθή κατάληξη, τίποτα δέν ἔχει νά ὠφεληθεῖ ἀπό τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τά πάθη καί μόνο. Διότι δέν ἐπαινεῖται αὐτός πού δέν εἶναι πλεονέκτης ἀλλά ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ ( Ματθ. 5, 7). Οὔτε σώθηκε αὐτός πού φύλαξε ἀκέραιο τό τάλαντο πού τοῦ δόθηκε, ἀλλά ἐκεῖνος πού τό διπλασίασε ( Ματθ. 25, 15-28). Οὔτε μακαρίζεται αὐτός πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό κακό, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἔπραξε τό ἀγαθό ( Ψαλμ. 36, 27).

Ἡ χριστιανική ζωή δέν εἶναι χωρίς σκοπό καί ὁ πνευματικός μας ἀγώνας χωρίς νόημα. Ὕψιστος σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ κοινωνία καί ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Τό νόημα τοῦ ἀγώνα πού διεξάγουμε εἶναι νά γίνουμε μέτοχοι της ἐν Χριστῷ σωτηρίας.

Στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας ἕνα ξεχωριστό σκοπό ὑπηρετεῖ καί ὁ ἰδιαίτερος ἀγώνας τῆς ἱερῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς πού ἐγκαινιάζει ὁ ἀποψινός ἑσπερινός. Μᾶς τό ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τοῦ τροπαρίου πού σχολιάζουμε: «ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό ἅγιον Πάσχα...».

Ὁ σκοπός πρός τόν ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ πνευματική προετοιμασία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία μᾶς προσκαλεῖ ἀπόψε ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία, εἶναι ν' ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας νά ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος τοῦ Κυρίου. Νά γίνουμε κοινωνοί τῆς πασχαλινῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδας τῆς Ἀναστάσεως.

Νά δώσει ὁ Θεός ἀγαπητοί ἀδελφοί!



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Πρός Ἀντίοχον 16: ΒΕΠΕΣ 35, 104.
2. Ὁμιλ. 7,8: PG 34, 528 b.
3. Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικός 11: ΒΕΠΕΣ 7, 74.
4. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 35: Φιλοκαλία τόμ. Β΄ σελ. 32.
5. Ὅπ. π. 2,64, σ. 22
6. Ὅπ. π. 4,42, 80, σ. 45, 49.
7. Θαλάσσιος 2, 79: Φιλοκαλία, τόμ. Β. σ. 215
8. Ἐπιστολή δ΄: Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά ..., ἔκδ. Ἰωακείμ Σπετσιέρη, Ἀθήνα 1895, σ. 381. Πρβλ. καί τόν ὅσιο Θαλάσσιο: «Τήρησις ἐντολῶν τίκτει μετάνοιαν· ἡ δέ τῶν ἐντολῶν τήρησις ψυχῆς ποιεῖ κάθαρσιν » (2, 77: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215).
9. Θαλάσσιος 2, 84: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215.
10. Κατήχησις 4, 23: ΒΕΠΕΣ 39, 74.
11. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 36: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 32.
12. Κεφάλαια 1,42: ΛΛ 51,51.
13. Περί νηστείας λόγ. 2, 7: ΒΕΠΕΣ 54, 26.
14. Θεοδώρου Ἐδέσσης, Θεωρητικόν: Φιλοκαλία, τόμ. Α΄, σ. 325.
15. Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τούς Ψαλμούς 1, 3-4: ΒΕΠΕΣ 52, 14-15.
16. Ἠθικός 7: SC 129, 160-162.

Πέμπτη, Μαΐου 07, 2015

Κυριακή Της Σαμαρείτιδος ΑΛΗΘΙΝΗ ΛΑΤΡΕΙΑ «Έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκηνύσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία»Του Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών.

Σχόλια:Του Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών.


Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

«Έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί
προσκηνύσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία»


ΣΕ ΚΑΘΕ ΘΡΗΣΚΕΙΑ η λατρεία προσδιορίζει τις σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό. Ο άνθρωπος που πιστεύει, αισθάνεται πηγαία την ανάγκη να λατρεύει το Θεό και να προσεύχεται σ’ Αυτόν. Όσο, μάλιστα, πιο δυνατή είναι η πίστη, τόσο πιο μεγάλη είναι και η ανάγκη για προσευχή. Εξάλλου η πίστη ενός ανθρώπου υποστηρίζεται και ενισχύεται από την πίστη των άλλων. Σ’ αυτό έγκειται η σημασία της λειτουργίας και της κοινής λατρείας του Θεού. Της λατρείας που, σύμφωνα με τη βιβλική αντίληψη, έχει έντονο κοινοτικό χαρακτήρα. Αποτελεί την στάση και την προσφορά του πιστεύοντος λαού προς τον ζώντα και αληθινό Θεό που αποκαλύπτεται μέσα στο χρόνο και την ιστορία.
Στη λατρεία, την προσκύνηση και την κοινή προσευχή που αναπέμπουμε προς τον Θεό, αναφέρεται και ο θαυμαστός διάλογος του Κυρίου με την Σαμαρείτιδα γυναίκα, την κατοπινή αγία και ισαπόστολο Φωτεινή. Ο Ιησούς, παίρνοντας αφορμή από το ερώτημα που του έθεσε η Σαμαρείτιδα για τον ενδεδειγμένο τόπο λατρείας του Θεού, θα προσδιορίσει με ελάχιστες λέξεις την ουσία της λατρείας και τα θεμελιώδη εκείνα γνωρίσματα της, που την καθιστούν γνήσια και ευάρεστη μπροστά στο Θεό. Έτσι κλείνει το κεφάλαιο της αρχαίας λατρείας και στη ζωή των ανθρώπων εισάγεται μια καινούργια λατρεία, πνευματική και αληθινή. «Έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκηνύσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία»

Τι είναι η χριστιανική λατρεία;

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ένωση του ανθρώπου με το Θεό «εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β’ Κορ. 4,6). Είναι το ξεχείλισμα της αγάπης και της ευγνωμοσύνης μας. Ο αίνος των χειλέων και η δοξολογία της καρδιάς μας. Η εναπόθεση της υπάρξεως μας στα χέρια του Θεού, στην πρόνοια, την αγάπη και την πατρική φροντίδα Του.
Κέντρο της χριστιανικής λατρείας είναι η προσφορά της θυσίας του Χριστού για τη σωτηρία μας. «Υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Με τη θυσία του Χριστού τερματίζεται η αρχαία λατρεία του Ισραήλ, που ήταν προορισμένη να εκφράσει και να διασώσει την ταπεινή και ελπιδοφόρα προσδοκία της σωτηρίας. Η σωτηρία, χάρη στη θυσία που ο Ιησούς Χριστός προσέφερε πάνω στο θυσιαστήριο του σταυρού, είναι πλέον πραγματικότητα. Και ο άνθρωπος μπορεί να λάβει τους καρπούς αυτής της θυσίας μετέχοντες στη θεία Ευχαριστία.
Μέσα στο χρόνο, στο παρόν, πραγματώνεται η κοινωνία μας με το Θεό, η οποία μας προετοιμάζει για την αιώνια και πλήρη κοινωνία του ουρανού. Η ευχαριστιακή κοινωνία, το κέντρο της νέας λατρείας και η δίοδος για τη νέα ζωή, είναι η «εικών» και το «σημείον» της ουράνιας κοινωνίας και το μέσο για την επίτευξη της.

Τα βασικά γνωρίσματα της χριστιανικής λατρείας

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ουσιώδη γνωρίσματα της καινούργιας αυτής λατρείας που εισάγει ο Χριστός μας; Πρώτα-πρώτα ότι είναι προσκύνηση και λατρεία «εν πνεύματι». Δικαιούνται και μπορούν να την προσφέρουν μόνο οι αναγεννημένοι «εκ του Πνεύματος» (Ιω, 3,8). Όσοι έλαβαν τη σφραγίδα Του, μετέχουν στη ζωοποιό χάρη Του και ακολουθούν τους νόμους Του. Πνευματική λατρεία είναι εκείνη που δεν εξαρτάται και δεν περιορίζεται σε εξωτερικές ενέργειες και τύπους μόνο, αλλά αναβλύζει από την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Προσφέρεται «δια της ψυχής και της του νου καθαρότητος», όπως ερμηνεύει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Λατρεύω τον Θεό «εν πνεύματι» σημαίνει του αφιερώνω την ύπαρξη μου, τη σκέψη μου, την καρδιά μου, τη θέληση μου. Προσηλώνομαι και ανταποκρίνομαι ολόθυμα στην αγάπη Του. Αναδεικνύω τη ύπαρξη μου θυσιαστήριο και ναό συνεχούς δοξολογίας του θεϊκού μεγαλείου Του. Επιδιώκω συνεχώς να επαναλαμβάνω μυστικά μέσα στην καρδιά μου την κραυγή του αγαπητού Υιού Του «αββά ο πατήρ» (Γαλ.4,6).
Το δεύτερο γνώρισμα της νέας λατρείας που επεσήμανε στην Σαμαρείτιδα ο Κύριος είναι το «εν αληθεία». Προσκύνηση και λατρεία του Πατρός αληθινή. Τι να σημαίνει άραγε αυτός ο προσδιορισμός της χριστιανικής λατρείας; Όχι, βέβαια, ότι προέρχεται από ειλικρινή διάθεση, διότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατό να γίνει και στην αρχαία λατρεία. Με ειλικρινή διάθεση είχε την υποχρέωση να λατρεύει τον Θεό και ο Ιουδαίος και ο Σαμαρείτης. Λατρεία αληθινή σημαίνει πραγματική λατρεία. «Τα πρότερα», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «τύπος ήν, η περιτομή, τα ολοκαυτώματα, τα θύματα, τα θυμιάματα. Νυνί δε ουκέτι, αλλ’ αλήθεια το παν».
Η δυνατότητα να λατρεύουμε αληθινά οι άνθρωποι τον Θεό μας εξασφαλίστηκε με την ενανθρώπηση και τη θυσία του Χριστού. Ο Κύριος μας φανέρωσε το μυστήριο του Τριαδικού Θεού. Μας γνωστοποίησε την Οικονομία Του, το σχέδιο δηλαδή της σωτηρίας μας. Προσέφερε αυτή τη σωτηρία με τη σταυρική θυσία και την ένδοξη Ανάσταση Του. Έτσι ο ένδοξος Χριστός είναι μυστηριωδώς παρών ανάμεσα μας. Μας παρέχει τη δυνατότητα να κοινωνούμε το σώμα και το αίμα Του και να γινόμαστε με τη συμμετοχή μας αυτή όλοι ένα και μόνο σώμα, που δοξάζει τον Πατέρα «εν Χριστώ» δια του Αγίου Πνεύματος. Για τους χριστιανούς που έχουν τη δυνατότητα να λατρεύουν αληθινά το Θεό, σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «Ημείς εσμεν η περιτομή, οι Πνεύματι Θεού λατρεύοντες και καυχώμενοι εν Χριστώ Ιησού…» (Φιλ. 3,3).
Στο σημείο αυτό όμως είμαστε υποχρεωμένοι να αναρωτηθούμε:

Εμείς ανήκουμε στους αληθινούς προσκυνητές;

ΛΑΤΡΕΥΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ «εν πνεύματι και αληθεία»; Δυστυχώς οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο προσευχόμαστε και λατρεύουμε το Θεό συχνά είναι εντελώς εξωτερικός. Τύπος χωρίς ουσία. Πράξη μηχανική. Συνήθεια και όχι προσωπική πνευματική εμπειρία. Ερχόμαστε στο ναό. Μετέχουμε στην κοινή λειτουργία. Αναπέμπουμε προσευχές. Κάνουμε τις προσφορές μας. Όλα αυτά όμως εξωτερικά, συμβατική και τυποποιημένη εκπλήρωση θρησκευτικών καθηκόντων. Χωρίς να αναγεννιέται η ύπαρξη και να μεταμορφώνεται η ψυχή μας. Εδώ ισχύει ο λόγος του Θεού που ακούμε από τον προφήτη Ησαΐα και που αναφέρεται στην εξωτερική και τυποποιημένη λατρεία: «Ο λαός τούτος με πλησιάζει με τα λόγια του στόματος του και με τιμά μόνο με τα χείλη του, ενώ η καρδιά του είναι μακριά από μένα» (29, 13).
Ο Θεός όμως θέλει λατρεία που ν’ αναβλύζει μέσα από την καρδιά μας. Ευαρεστείται στην προσευχή που προέρχεται από τα βάθη της υπάρξεως και η οποία εκφράζει τη θερμή αγάπη και την πλήρη αφοσίωση της ψυχής μας. Αξιώνει να του προσφέρουμε την ίδια την καρδιά μας. Για να γίνει ένοικος της. Και να αναδειχθεί έτσι ο πιο υπέροχος τόπος λατρείας, ο πιο περίλαμπρος ναός, όπου θα λατρεύεται και θα δοξάζεται. Ο ίδιος ο Θεός παραγγέλλει από την εποχή της Π. Δ. ακόμη: «Αγαπάν αυτόν (τον Θεό) και λατρεύειν Κυρίω τω Θεώ σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου…» (Δευ.10,12).
Ο Θεός επιζητεί ακόμη τη θέληση και τον αγώνα μας. Επαναπαύεται όχι στις υλικές προσφορές αλλά στην πιστότητα μας. Στην προσπάθεια που καταβάλλουμε για ν’ ακολουθήσουμε το θέλημα Του και να ζήσουμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο Του. Με το στόμα του προφήτου Ωσηέ μας επισημαίνει: «Έλεον θέλω και ου θυσίαν, και επίγνωσιν Θεού ή ολοκαυτώματα» (6, 6).

* * *
Αδελφοί μου,
Η μεγάλη ελπίδα του σημερινού ανθρώπου, που υποφέρει από μοναξιά και συμπιέζεται κάτω από την κυριαρχία της μηχανής, είναι ένα μεταφυσικό άνοιγμα στη ζωή του. Ο δρόμος της πίστεως. Η χαρά και η ανάπαυση της προσωπικής συναντήσεως με τον Θεό. Στο χώρο της Εκκλησίας. Στο κλίμα της προσευχής. Στην ατμόσφαιρα της θείας λατρείας. Μια λατρεία όμως, που, όπως ο Κύριος μας διδάσκει σήμερα, θα προσφέρουμε πάντοτε στο Θεό «εν πνεύματι και αληθεία».

Κυριακή, Μαρτίου 08, 2015

Ευλογείτε και μη καταράσθε...


''Ευλογείτε τους διώκοντας υμας,ευλογείτε και μη καταράσθε''

(Προς Ρωμαίους Επιστολή).

ΤΟ ΡΗΜΑ ΕΥΛΟΓΩ στη χριστιανική μας παράδοση —τη βιβλική αντίληψη καί την εκκλησιαστική ευσέβεια— έχει διάφορες σημασίες, πού ό παρών χώρος δεν μας επιτρέπει να αναπτύξουμε. Εδώ σημαίνει εύχομαι, επικαλούμαι την ευλογία του Θεοϋ για κάποιον. Είναι βέβαιο ότι ό απόστολος Παύλος σε αυτή την προτροπή του έχει υπόψη του ανάλογα λόγια του Κυρίου μας (Ματθ. 5,44' Λουκ. 6,28), τα όποΐα ασφαλώς ήταν γνωστά στην πρώτη Εκκλησία από την προφορική παράδοση.
Ή αγάπη είναι το γνώρισμα μας ως χριστιανών. "Εχουμε χρέος να αγαπούμε τους πάντες. Χωρίς διακρίσεις καί χωρίς περιορισμούς. Ακόμη καί τους ίδιους τους έχθρούς μας. Αυτούς πού μας μισούν καί μας καταδιώκουν. "Ενας από τους τρόπους με τους οποίους οί πιστοί θα πρέπει να εκφράζουμε αυτή την αγάπη μας είναι καί ή ευλογία. Δηλαδή να ευχόμαστε για τους εχθρούς μας. Να επικαλούμαστε γι' αυτούς την ευλογία καί τη χάρη του Θεοϋ. Να παρακαλούμε τον Κύριο να τους φωτίσει καί να οδηγήσει τα βήματα τους στο δρόμο της σωτηρίας.
Ασφαλώς μια τέτοια στάση δεν είναι κάτι εύκολο καί απλό. ' Η εμπάθεια συχνά παγιδεύει την καρδιά μας καί ή επιθυμία για αντεκδίκηση πολλές φορές συνταράσσει τον εσωτερικό μας κόσμο. ' Από τα πάθη αυτά, αν δεν τα καταπολεμήσουμε έγκαιρα, παρασύρεται καί ή γλώσσα, ή οποία αρχίζει να κατακρίνει, να υβρίζει, να κακολογεί. ' Ως χριστιανοί όμως οφείλουμε να υπερνικούμε αυτές τίς αντιδράσεις του παλαιού ανθρώπου. Να ελέγχουμε τους λόγους μας καί να αναδεικνύουμε τη γλώσσα μας όργανο ευλογίας.
Ο Άγιος Αντώνιος, μεταξύ άλλων, συμβούλευε τον άββά Παμβώ: «Εγκρατής γενοϋ γλώσσης!». Κι ένας άλλος μεγάλος ασκητής, ό άββάς Σισώης, για τριάντα ολόκληρα χρόνια στην έρημο προσευχόταν καί έλεγε: «Κύριε Ίησού, σκέπασαν με από της γλώσσης μου».

«Και μη καταρασθε»


ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ εναντίον του αλλού αφεθεί ελεύθερο καί θεριέψει μέσα μας, τότε δεν κυριεύει μόνο την καρδιά, υποτάσσει καί τη γλώσσα καί την καθίστα υποχείριο του. Καί αντί να ευλογούμε, όπως οφείλουμε, αρχίζουμε καί καταριόμαστε.Καταρώμαι σημαίνει επιθυμώ καί εύχομαι το κακό καί τη δυστυχία του αλλού. Με τη δύναμη του λόγου επικαλούμαι για το συνάνθρωπο μου ο,τι χειρότερο.  Ακόμη καί αυτό το χωρισμό του από το Θεό. Δεν πρόκειται για ένα απλό αμάρτημα της γλώσσας, αλλά για βαρύτατη αμαρτία πού φανερώνει κακότητα ψυχής, μανία άντεκδικήσεως καί όργίλο χαρακτήρα.

Παρά τη βαρύτητα καί την άποκρουστικότητά της, ή κατάρα δυστυχώς είναι φαινόμενο πολύ διαδεδομένο. Πολλοί από τους συνανθρώπους μας —περισσότερο, βέβαια, από τους άνδρες οί γυναίκες— καταριούνται με μεγάλη ευκολία. ' Ακόμη καί γονείς τα ίδια τα παιδιά τους. Καί τίς περισσότερες φορές από επιπολαιότητα καί αθυροστομία. Σέ όλους μας είναι γνωστές οί φράσεις - κατάρες: «Να μη σε βρει ό χρόνος!», «Κακιά ώρα να σ' ευρει!», «Κακό χαμπάρι να σουρθεί».
Μορφή κατάρας, καί μάλιστα βαρύτερη, είναι καί ή πολυχρησιμοποιούμενη φράση «ανάθεμα σε» καί «αναθεματισμένε» ή αυτές πού δυστυχώς ακούονται νύχτα - μέρα, ακόμη καί από μικρά παιδιά, «άι στο διάβολο!», «Να πας στο διάβολο!», «Να σε πάρει ό διάβολος!».

"Αν με τίς πρώτες επικαλούμαστε το κακό —έστω καί το βαρύτερο — για τους άλλους, αναθεματίζοντας ή διαβολοστέλνοντας κάποιον ευχόμαστε ό,τι χειρότερο: να χωριστεί ό αδελφός μας για πάντα από το Θεό καί να περιέλθει στην εξουσία του σατανά, ' Ο Χριστός μας έχυσε το αίμα Του για να ελευθερώσει «πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου» (Πράξ. 10,38)• «ίνα τα τέκνα του Θεοϋ τα διεσκορπισμένα συναγάγη είς εν» (Ίω. 11,52). Κι έμεΐς ευχόμαστε για ορισμένους αδελφούς μας να χωριστούν από το Χριστό και να γίνουν λεία του σατανά! Πόσο βαριά λόγια! Τί φρικτό αμάρτημα!
Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος,πολεμώντας την κάκιστη συνήθεια της κατάρας πού επιπόλαζε καί τότε μεταξύ των χριστιανών, σε μία ομιλία του ερωτά: «Τί λοιπόν, είναι αυτό το ανάθεμα πού λες; Δεν σημαίνει αυτός να πάει στο διάβολο, να χάσει τη δυνατότητα σωτηρίας καί να αποξενωθεί από το Χριστό; Καί ποιος είσαι συ; Αυτό είναι έργο της εξουσίας καί της μεγάλης δυνάμεως του Θεοϋ... Γιατί, λοιπόν, ανέλαβες ένα τέτοιο έργο»; Καί ό πολύς' Ιωσήφ ό Βρυέννιος σαν εξήγηση των δεινών πού έπέρχονταν κατά τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας δίνει, «ότι και ημάς αυτούς και ετέρους και ανάθεματίζομεν το καθ' ήμέραν και μυρίαις άραϊς ύποβάλλομεν».

 Αναφέρεται στο Γεροντικό πώς κάποτε ό άββάς Μακάριος ό Αιγύπτιος ανέβαινε από τη Σκήτη στο ορός της Νιτρίας. "Οταν είχε σχεδόν πλησιάσει, λέει στο μαθητή του: «Προχώρα συ λίγο μπροστά». Καθώς ό μαθητής προχωρούσε, συνάντησε έναν ειδωλολάτρη ιερέα. Ό αδελφός του φώναξε καί του είπε: «"Αχ, δαίμονα, που τρέχεις»; Τότε εκείνος γύρισε καί τον χτύπησε τόσο, ώστε τον άφησε σχεδόν ήμιθανή. Λίγο παρακάτω τον συναντά ό άββάς Μακάριος καί του λέει: «Μακάρι να σωθείς! Μακάρι να σωθείς, κουρασμένε!». Εκείνος απόρησε, τον πλησίασε καί του είπε: «Τί καλό είδες σε μένα καί μου μίλησες έτσι»;  Ο γέροντας του λέει: «Επειδή σε είδα να κοπιάζεις, καί δεν γνωρίζεις ότι μάταια κοπιάζεις». Αυτός του απάντησε: «Κι εγώ με το χαιρετισμό σου συγκλονίστηκα. Καί συνειδητοποίησα ότι είσαι άνθρωπος του Θεοϋ, ενώ ένας άλλος κακός μοναχός πού με συνάντησε, με ύβρισε. Κι εγώ τον χτύπησα αλύπητα».
Ό γέροντας κατάλαβε ότι ήταν ό μαθητής του. Ό ιερεύς τότε, πέφτοντας στα πόδια του γέροντα, του έλεγε: «Δεν θα σε αφήσω, αν δεν με κάνεις μοναχό!». Στή συνέχεια καί οί δυο ήρθαν επάνω οπού ήταν ό μοναχός, τον σήκωσαν καί τον μετέφεραν στην εκκλησία του ορούς. Οί μοναχοί πού είδαν τον ειδωλολάτρη ιερέα μαζί του απόρησαν. Καί τον έκαναν μοναχό. Καί πολλοί από τους εθνικούς έγιναν εξαιτίας του χριστιανοί. "Ελεγε, λοιπόν, ό άββάς Μακάριος: «Ό λόγος ό κακός και τους καλούς ποιεί κακούς• και ό καλός λόγος καί τους κακούς ποιεί καλούς».
Αδελφοί μου,
"Ας φυλάσσουμε τη γλώσσα μας καί ας προσέχουμε τους λόγους μας. Ό καλός λόγος ωφελεί, ενώ ό κακός ζη¬μιώνει. Πάντοτε ας ευλογούμε. "Ολους. Ακόμη καί τους εχθρούς μας. Να ευλογούμε καί να μην καταριόμαστε.

πηγή-Μητρ.Συμεών Κούτσα
ΜΑΘΗΤΕΥΣΑΤΕ(Ομιλίες στους Αποστόλους)
Εκδ.''Τήνος'

πηγή
Το είδαμε εδώ

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2015

Κυριακή Β Νηστειών ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ "Και έρχονται προς αυτόν παραλυτικόν φέροντες, αιρόμενον υπό τεσσάρων"



ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
"Και έρχονται προς αυτόν παραλυτικόν φέροντες,
αιρόμενον υπό τεσσάρων"


ΠΟΛΛΑ ΕΙΝΑΙ τα πρόσωπα που προβάλλουν στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Εν πρώτοις ο Κύριος μας, διδάσκαλος για μια ακόμη φορά της θείας αλήθειας και παράλληλα φιλάνθρωπος ιατρός μιας δυστυχισμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Έπειτα ο παραλυτικός, οι Γραμματείς, το συναγμένο πλήθος. Τέλος, οι τέσσερις μεταφορείς του παραλυτικού, αυτοί που με αγάπη και αποφασιστικότητα τον μετέφεραν κοντά στον Ιησού και συνείργησαν έτσι στη θαυμαστή θεραπεία του.
Αφήνοντας σήμερα άλλες πλευρές της ευαγγελικής διηγήσεως, ας εστιάσουμε την προσοχή μας στα πρόσωπα των τεσσάρων αυτών ανδρών, των αχθοφόρων της αγάπης, που σήκωσαν και οδήγησαν κοντά στο Χριστό τον παραλυτικό της Καπερναούμ. Το Ευαγγέλιο δεν μας παρέδωσε τα ονόματα τους. Τι μ' αυτό όμως; Πολύ μεγαλύτερη σημασία από το να γνωρίζαμε τα ονόματα τους έχει η πράξη τους, η συμπεριφορά που επέδειξαν και που κατέγραψε με ακρίβεια ο ιερός Μάρκος.

Όταν εμπνέει η αγάπη...

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΥ παρατηρούμε στους τέσσερις αυτούς άνδρες είναι η αγάπη που τους εμπνέει. Η γεμάτη στοργή στάση τους στο πλευρό του παράλυτου συνανθρώπου τους. Η πρόθυμη συμπαράσταση τους στον ανθρώπινο πόνο. Αγόγγυστα αφήνουν τις ασχολίες τους και τρέχουν με χαρά να βοηθήσουν έναν συνάνθρωπο τους. Πρέπει να τον σηκώσουν επάνω σ' ένα φορείο και να τον μεταφέρουν κοντά στον Χριστό. Και το κάνουν πρόθυμα, χωρίς να το θεωρούν ταπεινωτικό και να ντρέπονται.
Πόσο συγκινητική και αξιοθαύμαστη υπήρξε η πράξη τους φαίνεται αν τη συγκρίνουμε με τη στάση των άλλων. Του μεγάλου πλήθους. Ενώ, καθώς δείχνουν, διψούν να ακούσουν τη διδασκαλία του Χριστού. και γι' αυτό έτρεξαν και συνωστίζονταν στο σπίτι που βρισκόταν και δίδασκε ο Κύριος, απέναντι στον πόνο και τη δυστυχία του συνανθρώπου τους στέκονται ψυχροί και αδιάφοροι. Το θέαμα του παραλύτου που μετέφεραν οι τέσσερις άνδρες δεν τους συγκινεί. Κρατούν όλοι καλά τη θέση που έχουν καταλάβει και δεν θέλουν να παραμερίσουν για να φθάσει ο άρρωστος κοντά στο Χριστό.

Η γνήσια αγάπη γίνεται εφευρετική

ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΑΣΠΛΑΧΝΙΑ των πολλών, του πλήθους, υπερνικά ο ζήλος και το θερμό ενδιαφέρον των τεσσάρων. Συνάντησαν εμπόδια. Η προσπάθεια τους να φέρουν τον άρρωστο κοντά στον Ιησού φαίνεται εκ πρώτης όψεως αδύνατη. Και όμως δεν απογοητεύτηκαν. Δεν παραιτήθηκαν από το σκοπό τους. Επιμένουν και αρχίζουν να σκέπτονται τι θα μπορούσε να γίνει. Η αγάπη όταν είναι γνήσια και θερμή γίνεται εφευρετική. Επινοεί τρόπους για να υπερπηδά τα εμπόδια και να παρακάμπτει τις δυσκολίες. "Και επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν κοντά στον Ιησού εξαιτίας του πλήθους, έβγαλαν τη στέγη πάνω από κει που ήταν ο Ιησούς, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος".
Εδώ ακριβώς έγκειται το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει τη στάση των τεσσάρων μεταφορέων: η τόλμη της αγάπης και η εφευρετικότητα του ενδιαφέροντος τους. Είναι αυτό που επισημαίνει ο απόστολος Παύλος στον μαθητή του Τιμόθεο: "Ου γαρ έδωκεν υμίν ο Θεός πνεύμα δειλίας αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού" (Β' Τιμ. 1, 7).

Η ζωντανή πίστη αποτελεί το θεμέλιο της αγάπης

ΟΜΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ και ένα τρίτο στοιχείο που αποτελεί, θα λέγαμε, το θεμέλιο και των δυο άλλων. Και αυτό είναι η πίστη των τεσσάρων ανδρών. Μια πίστη που λάμπει και φανερώνεται όχι μόνο στα μάτια του παντογνώστη Κυρίου αλλά και όλων των συγκεντρωμένων. Πίστη δυνατή, που τους έκανε να ελπίζουν ακλόνητα ότι ο Κύριος είχε τη δύναμη και την αγαθότητα να ανορθώσει το ζωντανό εκείνο πτώμα και να το κάνει άνθρωπο υγιή. Πίστη ταπεινή, διότι, ενώ ο ασθενής ήταν παράλυτος και ανίκανος να μετακινηθεί, αυτοί δεν ζήτησαν να τον επισκεφτεί ο Χριστός για να τον θεραπεύσει, αλλά έφεραν αυτοί τον ασθενή στον Χριστό υπερνικώντας εμπόδια.
Και την πίστη αυτή βλέποντας ο Κύριος χαρίζει την ίαση και την άφεση αμαρτιών στον παράλυτο. Ο ίδιος άλλωστε επισημαίνει σε άλλη περίσταση πόση δύναμη κρύβει η ζωντανή πίστη. Τι εκπληκτικά πράγματα μπορεί να επιτελέσει. «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε…καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται» (Ματθ. 21,21).

Οι ανάγκες της εποχής και το δικό μας χρέος


Η ΣΤΑΣΗ ΑΥΤΗ των τεσσάρων άγνωστων ανδρών που εμπνέει η πίστη και καθοδηγεί η αγάπη, ανταποκρίνεται σ’ ένα υπαρκτό πρόβλημα. Καλύπτει μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη. Παρόμοια προβλήματα και ανάλογες ανάγκες εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα ανάμεσα μας. Στις συγκεκριμένες κοινωνίες και στις σύγχρονες συνθήκες στις οποίες ζούμε κι εμείς. Ας μνημονεύσουμε μερικές περιπτώσεις.
* Ξεχασμένοι άρρωστοι σε νοσοκομεία ή παρατημένοι τρόφιμοι σε διάφορα ιδρύματα. Άνθρωποι, που πέρα από τον πόνο που τους βασανίζει, αντιμετωπίζουν και την πικρία της μοναξιάς. Αισθάνονται εγκατελειμμένοι. Τους λείπει η ζεστασιά της ανθρώπινης παρουσίας. Το χαμόγελο και το ενδιαφέρον κάποιου που θα τους επισκεφτεί. Αισθάνονται – ιδιαίτερα όταν και η πίστη τους δεν είναι ζωντανή – ότι τους έχουν ξεχάσει οι πάντες, ο Θεός και οι άνθρωποι.
* Άνθρωποι ανήμποροι ή ανάπηροι, που περνούν μια ζωή ολόκληρη πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι ή κλεισμένοι στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Θέλουν να εκκλησιαστούν. Έχουν κι αυτοί ανάγκη ενός περιπάτου στην όμορφη φύση. Όμως κάποιοι θα πρέπει να τους φροντίσουν. Χρειάζονται, όπως όλοι μας, να κάνουν μερικές προμήθειες. Αλλά κάποιοι θα πρέπει να διαθέσουν τον απαιτούμενο χρόνο για να τους εξυπηρετήσουν.
* Άλλοι που είναι κατάκοιτοι και μόνοι, χωρίς κανένα στον κόσμο, έχουν ανάγκη από περιποίηση ή λίγη συντροφιά. Θέλουν να κουβεντιάσουν με κάποιον. Να πουν τον πόνο τους. Να επικοινωνήσουν κι αυτοί ως άνθρωποι μ’ έναν συνάνθρωπο τους.
* Απέναντι όλων αυτών των αδελφών μας έχουμε χρέος να σταθούμε με αγάπη. Να τους αναζητήσουμε όπου υπάρχουν. Να τους πλησιάσουμε με ενδιαφέρον. Να τους ακούσουμε με προσοχή. Στο όνομα του Χριστού ν’ απλώσουμε το χέρι μας και να τους συμπαρασταθούμε αδελφικά.
Ας μας εμπνέει στην άσκηση του ιερού αυτού χρέους το συγκινητικό παράδειγμα των τεσσάρων μεταφορέων του παραλύτου που είδαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο. Είναι ο δρόμος της ζωντανής και έμπρακτης αγάπης. Είναι ο δρόμος του Θεού. «Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει» (Α’ Ιω. 4, 16)
Σχόλια του Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών απο το βιβίο του << Κηρύξατε >>.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2015

Τό νόημα τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως






Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἰσερχόμαστε ἀπό αὔριο στήν ἱερή περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 'Oνομάζεται καί εἶναι πράγματι στάδιο πνευματικό. Καί οἱ πιστοί, πού καλούμαστε νά εἰσέλθουμε σ' αὐτό γιά νά ἀγωνιστοῦμε, εἴμαστε οἱ ἀγωνιστές «τοῦ καλοῦ ἀγῶνος τῆς πίστεως» (Α΄ Τιμ. 6,12). Οἱ ἀθλητές τοῦ πνεύματος. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ( Β΄ Τιμ. 2,3,5).

Πάντοτε ἀγωνιζόμαστε οἱ χριστιανοί. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἕνας συνεχής καί ἀδιάκοπος ἀγώνας. Ὡστόσο, ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χρόνος προετοιμασίας μας γιά τόν ἑορτασμό τῆς κορυφαίας ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, προϋποθέτει ἐντατικότερη προσπάθεια, θερμότερο ζῆλο, μεθοδικότερον ἀγώνα.

Σέ τί ἀκριβῶς συνίσταται ὁ πνευματικός ἀγώνας αὐτῆς τῆς περιόδου, τόν ὁποῖο καλούμαστε νά ἀναλάβουμε; Τόν καθορίζει μέ σαφήνεια τό τρίτο Προσόμοιο τοῦ Τριωδίου, πού ἀκούσαμε νά ψάλλεται πρίν ἀπό λίγο -ποίημα, καθώς φαίνεται ἀπό τήν ἐπιγραφή του, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.

«Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες· ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκαν καθάρωμεν· νηστεύσομεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος· ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ, ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι».

Δηλαδή: «Ἄς ξεκινήσουμε χαρούμενα τήν περίοδο τῆς νηστείας, ὑποβάλλοντας τόν ἑαυτό μας σέ πνευματικούς ἀγῶνες. Νά ἐξαγνίσουμε τήν ψυχή. Νά καθαρίσουμε τήν σάρκα. Ὅπως νηστεύουμε μέ τίς τροφές, νά ἀπέχουμε ἀπό κάθε πάθος, ἐντρυφώντας στίς ἀρετές τοῦ Πνεύματος. Καί παραμένοντας μέ πόθο στήν ἐνάρετη ζωή, εἴθε ν' ἀξιωθοῦμε, γεμάτοι πνευματικοί χαρά, ν' ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος καί τό ἅγιο Πάσχα τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας».

1. Τό πρῶτο πού μᾶς συνιστᾶ ὁ ἱ. ὑμνογράφος εἶναι νά ἀγνίσουμε τήν ψυχή μας. Τί εἶναι ἡ ψυχή; Ὁ ἔσω ἄνθρωπος. Ἡ πνευματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ κρυπτός της καρδίας ἄνθρωπος», καθώς γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α΄ Πέτρ., 3,4).

«Ψυχή ἐστιν » γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐσία νοερά, ἀσώματος, ἀπαθής, ἀθάνατος » (1). Καί ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος διευκρινίζει ἀναλυτικότερα:
«Ὥσπερ τά μέλη τοῦ σώματος πολλά ὄντα εἷς ἄνθρωπος λέγεται, οὕτω καί τά μέλη ψυχῆς εἰσι πολλά, νοῦς, συνείδησις, θέλημα, λογισμοί κατηγοροῦντες καί ἀπολογούμενοι· ἀλλά ταῦτα πάντα εἰς ἕνα λογισμόν εἰσιν ἀποδεδεμένα καί μέλη ἐστι ψυχῆς· μία δέ ἐστι ψυχή, ὁ ἔσω ἄνθρωπος » (2).
Δηλαδή, «Ὅπως ἀκριβῶς λογίζεται ἕνας ἄνθρωπος, ἄν καί εἶναι πολλά τά μέλη τοῦ σώματός του, ἔτσι πολλά εἶναι καί τά μέλη τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, ἡ συνείδηση, τό θέλημα, οἱ λογισμοί πού κατηγοροῦν καί πού ἀπολογοῦνται. Ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι καλά δεμένα σέ ἕνα λογισμό καί εἶναι μέλη τῆς ψυχῆς. Καί ἡ ψυχή εἶναι μία, ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος τῆς καρδιᾶς».

Καί ἡ ψυχή μας, ὅταν παύσει νά ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός, τότε ἀσθενεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Τά πάθη εἶναι «ψυχῆς νόσοι» (3). Τή μολύνουν καί τήν καθιστοῦν ἀκάθαρτη.
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
««Ψυχῆς ἐστιν ἀκαθαρσία τό μή ἐνεργεῖν κατά φύσιν. Ἐκ τούτου γάρ τίκτονται τῷ νῷ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε γάρ κατά φύσιν ἐνεργεῖ, ὅταν αἱ παθητικαί αὐτῆς δυνάμεις, ὁ θυμός, λέγω, καί ἡ ἐπιθυμία ἐν τῇ τῶν πραγμάτων καί τῶν ἐν αὐτοῖς νοημάτων προσβολή ἀπαθεῖς διαμένωσι» (4).

Δηλαδή: «Ἀποτελεῖ ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς τό νά μήν ἐνεργεῖ κατά φύσιν. Διότι ἀπό αὐτό γεννιοῦνται στόν νοῦ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε πράγματι ἡ ψυχή ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅταν οἱ παθητικές της δυνάμεις-ἐννοῶ τό θυμικό καί ἡ ἐπιθυμία- στήν προσβολή πού δέχονται ἀπό τά πράγματα καί ἀπό τούς λογισμούς, πού σχετίζονται μ' αὐτά, παραμένουν ἀπαθεῖς.

Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά ἁγνίσουμε τήν ψυχή μας; Νά τήν ἐλευθερώσουμε ἀπό τήν δυναστεία τῶν παθῶν; Νά τήν κρατήσουμε ἔτσι, ὥστε νά ἐνεργεῖ πάντοτε κατά φύσιν ;

Ἡ ἀπάντηση πού δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας σχετίζεται μέ τήν τριμερῆ διαίρεση τῆς ψυχῆς πού διδάσκουν ὁμόφωνα. Τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς εἶναι τό λογιστικόν, τό θυμικόν καί τό ἐπιθυμητικόν.

«Ὥσπερ τό σῶμα » ὑπογραμμίζει καί πάλι ὁ ἅγιος Μάξιμος, «διά τῶν πραγμάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει πρός παιδαγωγίαν τάς σωματικὰς ἀρετὰς, ἵνα σωφρονῇ· οὕτω καί ὁ νοῦς διά τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει ὡσαύτως πρός παιδαγωγίαν τάς ψυχικὰς ἀρετὰς, ἵνα, καθαρῶς καί ἀπαθῶς ὁρῶν τά πράγματα, σωφρονῇ » (5).

Δηλαδή: «Ὅπως τό σῶμα ἁμαρτάνει μέσω τῶν πραγμάτων καί γιά νά σωφρονεῖ ἔχει γιά παιδαγωγία τίς σωματικές ἀρετές, ἔτσι καί ὁ νοῦς πού ἁμαρτάνει μέσω τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων, γιά νά βλέπει καθαρά καί ἀπαθῶς τά πράγματα καί νά σωφρονεῖ, ἔχει ὁμοίως γιά παιδαγωγία τίς ψυχικές ἀρετές».

Μέ ποιές ἀρετές θά ἐξαγνίσουμε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς; Τό λογιστικό μέ τήν ἀνάγνωση, τήν πνευματική θεωρία καί τήν προσευχή. Τό θυμικό μέ τήν ἀγάπη πού ἀντίκειται στό μῖσος. Καί τό ἐπιθυμητικό μέ τή σωφροσύνη καί τήν ἐγκράτεια. «Τό θυμικόν τῆς ψυχῆς ἀγάπῃ χαλίνωσον· καί τό ἐπιθυμητικόν αὐτῆς ἐγκρατείᾳ καταμάρανον· καί τό λογιστικόν αὐτῆς προσευχῇ πτέρωσον ...» (6).

Δηλαδή: «Μέ τήν ἀγάπη χαλιναγώγησε τό θυμικό τῆς ψυχῆς. Καί μέ τήν ἐγκράτεια μάρανε ὁλότελα τό ἐπιθυμητικό της. Καί μέ τήν προσευχή δῶσε φτερά στό λογιστικό μέρος της».

Κάθαρση ψυχῆς σημαίνει ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη (7) καί ἐλευθερία ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς. Κι αὐτό ἐπιτυγχάνεται, προσθέτει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ (8).

Ἄς ἀναφέρουμε ἀκόμη τήν γνώμη καί ἑνός ἄλλου πνευματικοῦ διδασκάλου: «Ἀνάγνωσις καί προσευχή νοῦν καθαίρουσιν, ἀγάπη δέ καί ἐγκράτεια τό παθητικόν τῆς ψυχῆς » (9).

Δηλαδή: «Ἡ πνευματική μελέτη καί ἡ προσευχή καθαρίζουν τόν νοῦ. Καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια τό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς».


2. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν ἔχει μόνο ψυχή. Διαθέτει καί σῶμα. Ψυχή καί σῶμα ἀπαρτίζουν τήν ἑνιαία καί ἀδιαίρετη ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ σωτηρία δέν εἶναι μόνο ὑπόθεση τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται ὁλόκληρος, ἡ ψυχή καί τό σῶμα του. Καί ἐπιτυγχάνει τή σωτηρία του μ' ἕναν ἑνιαῖο ἀγώνα πού διεξάγει μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα του μαζί. Ἡ ψυχή ἀγωνίζεται. Καί τό σῶμα συναγωνίζεται μέ τήν ψυχή.
Εἶναι ἀπαραίτητο, λοιπόν, μαζί μέ τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς νά ἐπιδιώξουμε τήν κάθαρση τῆς σαρκός. «Τήν σάρκαν καθάρωμεν » προσθέτει ὁ ὑμνογράφος. Ἐξαγνισμός τῆς ψυχῆς καί κάθαρση τοῦ σώματος συνδέονται ἄρρηκτα. Συμπορεύονται. «Τό σῶμα » διδάσκει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, «οὐχ ἁμαρτάνει καθ' ἑαυτό, ἀλλά διά τοῦ σώματος ἡ ψυχή» (10). Δηλαδή: «Τό σῶμα δέν ἁμαρτάνει ἀπό μόνο του, ἀλλά ἡ ψυχή διαμέσου τοῦ σώματος».

Ἑπομένως, ὅπως ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς, ἔτσι θά πρέπει νά καθάρουμε καί τό σῶμα ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, διότι, καθώς διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «Ἡ κατ' ἐνέργειαν ἀμαρτία τοῦ σώματος ἐστιν ἀκαθαρσία» (11). Δηλαδή, «ἡ ἁμαρτία μέ συγκεκριμένες ἐνέργειες καί πράξεις καθιστᾶ ἀκάθαρτο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου».

Οἱ ψυχικές ἀρετές, ὅπως εἴδαμε, συντείνουν στόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς. Καί οἱ σωματικές ἀρετές συντελοῦν στήν κάθαρση τοῦ σώματος. Κορυφαία ἀρετή εἶναι καί ἡ νηστεία. Καί μαζί μέ τήν νηστεία, οἱ Πατέρες μας συντάσσουν τήν ἀγρυπνία, τήν ψαλμωδία, τήν προσευχή καί τήν φυλακή τῶν αἰσθήσεων.

Τό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἀσκητικό. Πνευματική ζωή χωρίς σωματική κακοπάθεια δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει. Αὐτή τή διαλεκτική σχέση μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος:
«Ἀδύνατον καί τήν σάρκαν τῷ κόρῳ τῶν βρωμάτων κατεμπιπλᾶν καί πνευματικῶς τῆς νοερᾶς καί θείας ἐπαπολαύειν χρηστότητος. Ὅσῳ γάρ τήν γαστέρα τις θεραπεύσει, κατά τοσοῦτον ἐκείνης ἑαυτόν ἀποστερήσει· καθόσον δέ τό σῶμα ὑπωπιάσει, ἀναλόγως καί τῆς πνευματικῆς τροφῆς τε καί παρακλήσεως ἐμπλησθήσεται» (12).

Δηλαδή: «Εἶναι ἀδύνατον καί τή σάρκα νά παραγεμίζουμε μέ τόν κόρο τῶν βρωμάτων καί ταυτόχρονα ἀπολαμβάνουμε πνευματικά τή νοερή καί θεία γλυκύτητα. Γιατί ὅσο κανείς περιποιεῖται τήν κοιλιά, τόσο καί ἀποστερεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό τή θεία χάρη. Καί ὅσο μέ τήν ἄσκηση ταλαιπωρεῖ τό σῶμα του, ἀνάλογα γεμίζει καί ἀπό τήν πνευματική τροφή καί παράκληση».


3. Νηστεία καί ἄσκηση, ὡστόσο, δέν σημαίνει ἀποχή μόνο ἀπό ὁρισμένες τροφές. Σημαίνει ἀπαραιτήτως καί ἀγώνα ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη μας καί προσπάθεια ἀπόκτησης τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν.

Προσθέτει ὁ ἱ. ὑμνογράφος: «Νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος».

Ἡ ἀληθής νηστεία, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ Μ. Βασίλειος, δέν ἀρκεῖται μόνο στήν ἀποχή ἀπό τίς τροφές, προχωρεῖ καί στήν ἀποδέσμευση τοῦ πιστοῦ ἀπό κάθε εἴδους πάθος.

«Οὐ μέντοι ἑξαρκεῖ καθ' ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῶ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής. Ἐν τούτοις μέν οὖν ἡ νηστεία καλόν» (13).

Δηλαδή: «Δέν φτάνει ἡ ἀποχή καί μόνο ἀπό τίς τροφές γιά νά εἶναι ἄξια ἐπαίνου ἡ νηστεία μας. Ἄς νηστέψουμε νηστεία εὐπρόσδεκτη καί εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό ὁτιδήποτε τό κακό καί ἐφάμαρτο. Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς αἰσχρές ἐπιθυμίες, τήν καταλαλιά, τό ψέμμα καί τήν ἐπιορκία. Ἡ ἀπουσία καί ἡ στέρηση ἀπό αὐτά εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ὅταν ἀγωνιζόμαστε γιά ὅλα αὐτά τότε ἡ νηστεία μᾶς εἶναι καλή καί ὠφέλιμη».

Ἀλλά ἡ κατά Χριστόν ζωή ἔχει καί τήν θετική της ὄψη. Παράλληλα μέ τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τά διάφορα πάθη, ἐπιδιώκει καί τήν ἀπόκτηση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. «Δεῖ δέ», παρατηρεῖ ἕνας ἀπό τούς πνευματικούς διδασκάλους τῆς Φιλοκαλίας, «πρός τῇ καθάρσει τῶν μοχθηρῶν ἕξεων, καί τῆς κτήσεως τῶν ἀρετῶν» (14). Πέρα, δηλαδή, ἀπό τήν κάθαρσή μας ἀπό τίς κακές συνήθειες-τά πάθη ἀπό τά ὁποῖα αἰχμαλωτιζόμαστε-, ὀφείλουμε νά ἀποκτήσουμε καί τίς ἀρετές πού κοσμοῦν τόν εὐαγγελικό βίο. Εἶναι αὐτό πού διατυπώνει πολύ ἐπιγραμματικά ὁ προφήτης Δαβίδ: «Ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν » ( Ψαλμ. 33, 14, 36, 27).

Κατά τόν θεόσοφο Ἱεράρχη τῆς Καισαρείας ἀποτελεῖ «ἀρχήν »- θεμελιώδη δηλαδή προϋπόθεση- «πρός τήν ἀνάληψιν τῶν καλῶν » «ἡ ἀναχώρησις τῶν κακῶν ». Καί συνεχίζει, σχολιάζοντας τόν παραπάνω λόγο τῶν Ψαλμῶν:

«Σοφῶς οὖν καί ἐντέχνως προσάγων ἡμᾶς εἰς τήν ἀρετήν, τήν ἀναχώρησιν τῆς κακίας ἀρχήν ἐποιήσατο τῶν καλῶν. Εἰ γάρ εὐθύς προέβαλέ σοι τά τέλεια, ἀπώκνησας ἄν πρός τήν ἐγχείρησιν· νῦν δέ τοῖς εὐληπτοτέροις σέ προσεθίζει, ἵνα κατατολμήσῃς τῶν ἐφεξῆς. Κλίμακι γάρ προσεοικέναι φαίην ἄν ἔγωγε τῆς εὐσεβεάις τήν ἄσκησιν ... Ὥστε δεῖ τούς εἰσαγομένους πρός τόν κατ' ἀρετήν βίον τοῖς πρώτοις βαθμοῖς ἐπιβάλλειν τό ἴχνος, κακεῖθεν ἀεί τῶν ἐφεξῆς ἐπιβαίνειν, ἕως ἄν πρός τό ἐφικτόν ὕψος τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει διά τῆς κατ' ὀλίγον διακοπῆς ἀναβῶσιν. Ὥσπερ οὖν ἐπί τῆς κλίμακος πρώτη ἀνάβασις ἡ τῆς γῆς ἀναχώρησις, οὕτως ἐπί τῆς κατά Θεόν πολιτείας, ἀρχή προκοπῆς ὁ χωρισμός τοῦ κακοῦ » (15).

Δηλαδή: «Ὁδηγώντας μας (ὁ Ψαλμωδός) μέ σοφία καί τέχνη στήν ἀρετή, κατέστησε ἀρχή τῶν καλῶν τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία. Διότι, ἄν εὐθύς ἀμέσως σοῦ προέβαλε τά τέλεια, θά δίσταζες νά ἐπιχειρήσεις νά τά ἐπιτύχεις. Τώρα ὅμως σέ ἐξοικειώνει μέ τά πιό εὐκολοκατόρθωτα γιά νά τολμήσεις νά ἐπιδιώξεις καί τά ἑπόμενα. Καί θά ἔλεγα ἐγώ ὅτι ἡ ἄσκηση εὐσεβείας μοιάζει μέ κλίμακα... Θά πρέπει, λοιπόν, οἱ ἀρχάριοι στόν ἐνάρετο βίο νά ξεκινοῦν ἀπό τά πρῶτα σκαλοπάτια καί ἀπό ἐκεῖ πάντοτε νά προχωροῦν καί στά ἑπόμενα, ἴσαμε νά μπορέσουν νά ἀνεβοῦν προοδευτικά στό ὕψος πού εἶναι μπορετό γιά τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως ἀκριβῶς στήν κλίμακα στό πρῶτο σκαλοπάτι συνιστᾶ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τό ἔδαφος, ἔτσι καί στήν κατά Θεόν πολιτεία ἀρχή τῆς πνευματικῆς προκοπῆς εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τό κακό».

Ὁ ἐν Χριστῷ ἀγώνας τοῦ πιστοῦ, ὅπως διδάσκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, συνίσταται ἀφ' ἑνός στό νά ἐξαλείψει καί νά ἐξαφανίσει «τέλεον ἐκ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς » τά πάθη καί ἀφ' ἑτέρου νά θησαυρίσει «ἐν ἑαυτῷ πάσῃ δυνάμει ψυχῆς τάς ἀρετὰς ἀντ' αὐτῶν».
Καί συνεχίζει ὁ θεοφόρος Πατέρας: «Εἰ γάρ μή οὕτω γένηται παρ' αὐτοῦ καί οὕτω τά τῶν ἀγώνων ἔξει καλῶς ἐν αὐτῷ, οὐδέν ἔσται ὄφελος αὐτῷ ἐκ μόνης τῆς τῶν παθῶν ἀλλοτριώσεως· οὐ γάρ ὁ μή πλεονεκτῶν ἀλλ' ὁ ἐλεῶν ἐπαινεῖται, οὐδέ ὁ τό δοθέν τάλαντον σῶον φυλάξας ἀλλ' ὁ διπλασιάσας ἐσώθη, οὐδέ ὁ ἐκκλίνας ἀπό κακοῦ ἀλλ' ὁ ποιήσας τό ἀγαθόν μακαρίζεται» (16).
Δηλαδή: «Ἄν αὐτός (ὁ χριστιανός) δέν ἀγωνιστεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο καί ὁ ἀγώνας του δέν ἔχει τήν ἀγαθή κατάληξη, τίποτα δέν ἔχει νά ὠφεληθεῖ ἀπό τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τά πάθη καί μόνο. Διότι δέν ἐπαινεῖται αὐτός πού δέν εἶναι πλεονέκτης ἀλλά ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ ( Ματθ. 5, 7). Οὔτε σώθηκε αὐτός πού φύλαξε ἀκέραιο τό τάλαντο πού τοῦ δόθηκε, ἀλλά ἐκεῖνος πού τό διπλασίασε ( Ματθ. 25, 15-28). Οὔτε μακαρίζεται αὐτός πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό κακό, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἔπραξε τό ἀγαθό ( Ψαλμ. 36, 27).

Ἡ χριστιανική ζωή δέν εἶναι χωρίς σκοπό καί ὁ πνευματικός μας ἀγώνας χωρίς νόημα. Ὕψιστος σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ κοινωνία καί ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Τό νόημα τοῦ ἀγώνα πού διεξάγουμε εἶναι νά γίνουμε μέτοχοι της ἐν Χριστῷ σωτηρίας.

Στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας ἕνα ξεχωριστό σκοπό ὑπηρετεῖ καί ὁ ἰδιαίτερος ἀγώνας τῆς ἱερῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς πού ἐγκαινιάζει ὁ ἀποψινός ἑσπερινός. Μᾶς τό ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τοῦ τροπαρίου πού σχολιάζουμε: «ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό ἅγιον Πάσχα...».

Ὁ σκοπός πρός τόν ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ πνευματική προετοιμασία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία μᾶς προσκαλεῖ ἀπόψε ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία, εἶναι ν' ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας νά ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος τοῦ Κυρίου. Νά γίνουμε κοινωνοί τῆς πασχαλινῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδας τῆς Ἀναστάσεως.

Νά δώσει ὁ Θεός ἀγαπητοί ἀδελφοί!



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Πρός Ἀντίοχον 16: ΒΕΠΕΣ 35, 104.
2. Ὁμιλ. 7,8: PG 34, 528 b.
3. Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικός 11: ΒΕΠΕΣ 7, 74.
4. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 35: Φιλοκαλία τόμ. Β΄ σελ. 32.
5. Ὅπ. π. 2,64, σ. 22
6. Ὅπ. π. 4,42, 80, σ. 45, 49.
7. Θαλάσσιος 2, 79: Φιλοκαλία, τόμ. Β. σ. 215
8. Ἐπιστολή δ΄: Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά ..., ἔκδ. Ἰωακείμ Σπετσιέρη, Ἀθήνα 1895, σ. 381. Πρβλ. καί τόν ὅσιο Θαλάσσιο: «Τήρησις ἐντολῶν τίκτει μετάνοιαν· ἡ δέ τῶν ἐντολῶν τήρησις ψυχῆς ποιεῖ κάθαρσιν » (2, 77: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215).
9. Θαλάσσιος 2, 84: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215.
10. Κατήχησις 4, 23: ΒΕΠΕΣ 39, 74.
11. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 36: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 32.
12. Κεφάλαια 1,42: ΛΛ 51,51.
13. Περί νηστείας λόγ. 2, 7: ΒΕΠΕΣ 54, 26.
14. Θεοδώρου Ἐδέσσης, Θεωρητικόν: Φιλοκαλία, τόμ. Α΄, σ. 325.
15. Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τούς Ψαλμούς 1, 3-4: ΒΕΠΕΣ 52, 14-15.
16. Ἠθικός 7: SC 129, 160-162.
πηγή

Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2015

“Mη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου …”

«Μη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ επάκουσόν μου. Πρόσχες τη ψυχη μου και λύτρωσαι αυτήν»  (Μέγα Προκείμενον – Ψαλμ. 68,18-19) 
Για μια ακόμη φορά, η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας αξίωσε να εισέλθουμε στην ιερή περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ποιό είναι το νόημα αυτής της περιόδου; Το βρίσκουμε, αριστοτεχνικά εκφρασμένο, στο «Μέγα Προκείμενο» του εσπερινού, ένα από τα δύο Προκείμενα, που ψάλλουμε εναλλάξ στους Κατανυκτικούς Εσπερινούς. Πρόκειται για δύο στίχους του 68ου Ψαλμού. 

Ο Δαβίδ δοκιμάζει μεγάλη θλίψη. Βρίσκεται αντιμέτωπος με φοβερούς εχθρούς. Ωστόσο, είναι βέβαιος για την αγάπη του Θεού, και με αυτή τη βεβαιότητα απευθύνεται και Τον παρακαλεί να ακούσει τη δέησή του, να τον λυτρώσει από τους εχθρούς του, να τον απαλλάξει από τις συμφορές του. «Μην αποστρέψεις το πρόσωπο Σου από εμένα τον δούλο Σου, διότι υποφέρω πολύ. Άκουσέ με γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση. Δείξε μου προσοχή και ελευθέρωσέ με». 

Οι στίχοι, όπως βλέπουμε, αποτελούν δέηση. Είναι μια ισχυρή κραυγή ικεσίας, στα χείλη του Δαβίδ που εκφράζουν συγκεκριμένα αιτήματα που υπαγόρευαν οι τραγικές περιστάσεις στις οποίες βρισκόταν. Στα χείλη τα δικά μας, ολόκληρη την περίοδο της Τεσσαρακοστής, ερμηνεύουν το πνεύμα και το χαρακτήρα αυτής της περιόδου. Συνοψίζουν το περιεχόμενο και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα, τη συντριβή και την κατάνυξη της προσευχής. 

Οι θλίψεις και οι διάφορες δοκιμασίες αποτελούν μια αδιαμφισβήτητη μεταπτωτική πραγματικότητα, που ισχύει για όλους τους ανθρώπους· αποτελούν τον κλήρο, τη μερίδα της χριστιανικής ζωής. Η θλίψη της χριστιανικής ζωής δεν είναι πάντοτε αίσθηση φυσική του πόνου. Είναι και αίσθηση ψυχική, η οποία προσδιορίζεται από αίτια πνευματικά. Η συναίσθηση της ανθρώπινης αδυναμίας, η επίγνωση των λαθών και των αποτυχιών, η συνειδητοποίηση του πολέμου από τον πονηρό και τα όργανά του και πάνω απ’ όλα η αίσθηση της θείας απουσίας, συχνά μας θλίβουν. Μας προκαλούν ψυχικό πόνο. Και τότε στρεφόμαστε προς το Θεό και Τον παρακαλούμε να μην αποστρέψει το πρόσωπό Του από μας. Η σχέση μας με το Θεό είναι σχέση προσωπική. Και όπως σε μια ανθρώπινη σχέση επιθυμούμε να δούμε το πρόσωπο του άλλου, έτσι και στη σχέση μας με τον προσωπικό Θεό. 

Το γεγονός ότι ο Θεός μπορεί να κάνει αισθητή την παρουσία Του ή μπορεί να μας αφήνει με την αίσθηση της απουσίας Του, είναι απόδειξη αυτής της ζωντανής και πραγματικής σχέσεως. 

Συνάντηση, λοιπόν, και επικοινωνία προσωπική σημαίνει να δούμε, να απολαύουμε το πρόσωπο του άλλου. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στη σχέση του πιστού με το Θεό. Αντίθετα, ό,τι πιο φοβερό και απευκταίο είναι ο άνθρωπος «να μη δει Θεού πρόσωπο»! 

Το πρόσωπο του Θεού στην Π. Δ. είναι θανάσιμα φοβερό για τον άνθρωπο. Ακόμη και ο μέγας Μωυσής, στον οποίο μίλησε ο Θεός «ενώπιος ενωπίω»,όταν ζητά να δει τη δόξα του Θεού, δεν τον βλέπει παρά από πίσω. 

Ό,τι ήταν αδύνατο στην Π. Δ. έγινε δυνατό στην Κ. Δ., στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Επισημαίνει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης· «η υπόσταση του Υιού που ενανθρώπησε γίνεται κατά κάποιο τρόπο μορφή και πρόσωπο, μέσω του οποίου φτάνουμε στην επίγνωση του Πατέρα». 

Οι πιστοί, χάρη στο Άγιο Πνεύμα που κατοικεί μέσα μας και μας ανακαινίζει, μπορούμε «ανακεκαλυμμένω προσώπω», δηλαδή με ακάλυπτο το πρόσωπο, να αντανακλούμε τη δόξα του Κυρίου και να μεταμορφωνόμαστε «από δόξης εις δόξαν»(Β’ Κορ. 3,18).

Η δωρεά αυτή εν τούτοις δεν είναι ακόμα πλήρης. Αποτελεί ελπίδα και προσδοκία. Ό,τι αξιωνόμαστε να βλέπουμε στον παρόντα κόσμο, αυτό γίνεται σαν σε καθρέφτη, αμυδρά. Τότε, στη Βασιλεία των ουρανών, θα αξιωθούμε να δούμε το Θεό «πρόσωπον προς πρόσωπον». 

Όσο επιθυμητό και εράσμιο πράγμα είναι η φανέρωση του προσώπου του Θεού, τόσο φοβερό και επώδυνο είναι να το αποστρέφει από μας. Τί σημαίνει άραγε ότι ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπο Του; 

Μας το εξηγεί ο Μ. Βασίλειος: «Λέμε ότι ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του, όταν στις διάφορες περιστάσεις επιτρέπει να περιπέσει κάποιος σε πειρασμούς για να φανερωθεί η πνευματική ανδρεία του αγωνιζομένου ». 

Ζητώντας, λοιπόν, να μην αποστρέψει ο Θεός το πρόσωπό Του, τον παρακαλούμε να μη μας εγκαταλείψει στη δύσκολη ώρα. Να μην αποσύρει τη θεϊκή Του σκέπη. Να μην επιτρέψει πειρασμούς που δεν μπορούμε να σηκώσουμε. Και ακόμη, να μας δίνει τη δύναμη, ώστε να μπορούμε να τους υποφέρουμε. 

«…Ταχύ επάκουσόν μου, πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν».

Ο Δαβίδ ζητά από το Θεό να τον ακούσει, τον παρακαλεί να δώσει προσοχή και να τον λυτρώσει. Οι λόγοι του, μας αποκαλύπτουν την εξάρτησή του από το Θεό· τη βαθιά ανάγκη που αισθάνεται για τη θεία Παρουσία. 

Η προσευχή μας δεν μπορεί, δεν πρέπει να είναι κενοί λόγοι. Η αληθινή προσευχή είναι έκφραση πίστεως. Είναι διάλογος αγάπης και κοινωνία προσωπική και όχι ένας συμβατικός μονόλογος χωρίς αξία και νόημα. Λόγια που πέφτουν στο κενό μόλις φύγουν από τα χείλη μας! 

Προσευχόμαστε στο Θεό, γιατί έχουμε τη βεβαιότητα πως μας ακούει. Του ζητάμε να μας ακούσει και να μας προσέξει, γιατί γνωρίζουμε πως απευθυνόμαστε στον γεμάτο αγάπη Πατέρα. 

Προσοχή όμως! Ποτέ ας μη μας διαφεύγει πως ό ,τι ζητάμε από το Θεό, όσο θερμά και αν Του το ζητάμε, αποτελεί ικεσία και παράκληση και όχι διαταγή. Η προσευχή που δεν συνοδεύεται και από εμπιστοσύνη δεν είναι γνήσια. Πάνω από τη δική μας κρίση οφείλουμε να βάζουμε την κρίση του Θεού και να Του δείχνουμε εμπιστοσύνη· εμπιστοσύνη στην αγάπη και τη σοφία Του. 

Η προσευχή πάνω απ’ όλα είναι έκφραση αγάπης. Είναι προσφορά και όχι λήψη. Προσευχόμαστε γιατί αγαπούμε το Θεό και όχι για να λάβουμε από το Θεό. Το γνησιότερο κίνητρο προσευχής είναι ο πόθος του Θεού, η δίψα της λυτρώσεως. Η αληθινή προσευχή ως κέντρο και σημείο αναφοράς έχει το Θεό και την αγάπη Του και όχι το άτομό μας και τις υλικές μας ανάγκες. 

Η αληθινή προσευχή είναι αυτοπαράδοση και αυτοεγκατάλειψη στην αγάπη και την πρόνοιά Του. Ζητώντας να μας λυτρώσει, σημαίνει πως θέλουμε ν’ ανήκουμε σ’ Εκείνον και μόνο. Εκείνος να μας κυβερνά, να μας φωτίζει. Η δική Του θεία ζωή να γίνεται και δική μας. 

«Μη γίνεσαι άφρων στα αιτήματά σου» μας συμβουλεύει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος. «Γίνε σοφός στις προσευχές σου… Ζήτησε τα τίμια…». 

Τα αιτήματα που απευθύνουμε στο Θεό θα πρέπει να τα διακρίνει η φρόνηση και όχι η αφροσύνη. Να αποδεικνυόμαστε ώριμοι πνευματικά στις προσευχές μας. Και να ζητάμε αυτά που έχουν αληθινή και αιώνια αξία και όχι πράγματα ασήμαντα ή μάταια· να ζητάμε « τα κρείττονα και σωτηρίας εχόμενα» κατά την έκφραση του αποστόλου Παύλου 

Η πύλη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής άνοιξε και η Εκκλησία μας προσκαλεί όλους μας, τα παιδιά της, να αναλάβουμε τον καλόν αγώνα της πίστεως.

Για να κάνουμε όμως αυτόν τον αγώνα έχουμε ανάγκη από τη δύναμη του Θεού, από το προστατευτικό βλέμμα και την ευμένεια του θείου προσώπου Του. 

Αυτό μας συμβουλεύει και ο Μ. Βασίλειος να παρακαλούμε συνεχώς : 

«Ας ευχόμαστε πάντοτε να λάμπει πάνω μας το πρόσωπο του Θεού, ώστε να είμαστε ιεροπρεπείς στη συμπεριφορά, πράοι και η θερμή διάθεσή μας για καθετί το καλό να μας διατηρεί με κάθε τρόπο ατάραχους». Αμήν. 

(Μητρ. Ν. Σμύρνης Συμεών. «Στο κατώφλι της Μ. Τεσσαρακοστής»)
το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 18, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ (Ματθαίου κεφ. στ' στίχοι 14-21) Η ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ.


 
Σχόλια: Του Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών
 απο το βιβλίο του Κηρύξατε. 
Η ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ.

«Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί». ΔΕΝ ΝΟΕΙΤΑΙ χριστιανική ζωή χωρίς άσκηση। Χωρίς, δηλαδή, την προσπάθεια εκείνη που αναλαμβάνουμε οι πιστοί, εμπνεόμενοι από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ν’ απαλλαγούμε από τον ζυγό της αμαρτίας. Ν’ αποτινάξουμε την κυριαρχία των παθών. Να ακολουθήσουμε με αυταπάρνηση το θέλημα του Κυρίου. Να ζήσουμε τη ζωή του Χριστού ως ζωντανά μέλη του σώματος Του, που είναι η Εκκλησία. Στην ασκητική αυτή προσπάθεια ιδιαίτερα σημαντική θέση κατέχει και η νηστεία. Δυστυχώς η αποκοπή πολλών σημερινών χριστιανών από τις εκκλησιαστικές τους ρίζες, η αλλοίωση του φρονήματος και η εκκοσμίκευση του τρόπου ζωής τους κάνουν να υποτιμούν ή ακόμη και να αρνούνται το θεσμό της νηστείας. Αλλά και όσοι από τους χριστιανούς τηρούν τη νηστεία ως ένα βαθμό, συχνά το κάνουν εντελώς συμβατικά. Χωρίς να συναισθάνονται την πνευματική σημασία που έχει και το σκοπό προς τον οποίο αποβλέπει. Έτσι η τήρηση της νηστείας εκπίπτει σε μια τυπική πράξη που δεν ανταποκρίνεται στο βαθύτερο περιεχόμενο της, αυτό που της προσέδωσε η πίστη και η εμπειρία της Εκκλησίας. Ένα από τα θέματα στα οποία αναφέρεται η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι και η νηστεία. Η περικοπή ανήκει στη λεγόμενη επί του Όρους ομιλία του Κυρίου. Ο Ιησούς με τα όσα διδάσκει μας καθορίζει τον θεάρεστο και όχι υποκριτικό τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να νηστεύουμε. Έτσι η νηστεία μας προφυλάσσεται από τον κίνδυνο να εκπέσει σε ένα φαρισαϊκό τύπο και ως πράξη θυσίας και έκφραση μετάνοιας γίνεται δεκτή από τον Θεό. Η αρχαιότητα της νηστείας. Η ΝΗΣΤΕΙΑ δεν είναι εφεύρημα των ανθρώπων, αλλά σαφής διδασκαλία που πηγάζει από την Αγία Γραφή. Και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Ο Μ. Βασίλειος εξαίροντας την αρχαιότητα της νηστείας διδάσκει ότι αυτή νομοθετήθηκε στον ίδιο τον παράδεισο με την απαγορευτική εντολή που είχε δώσει ο Θεός στους πρωτοπλάστους να μη φάνε «από του ξύλου του γιγνώσκειν καλόν και πονηρόν» (Γεν. 2, 17). Γράφει ο ιερός διδάσκαλος: «Συνηλικιώτις εστι της ανθρωπότητος. Νηστεία εν τω παραδείσω ενομοθετήθη». Η Παλαιά Διαθήκη είναι διάσπαρτη από αναφορές στη νηστεία, στην οποία υποβάλλονταν οι ευσεβείς Ισραηλίτες. Ιδιαίτερα δε οι Προφήτες υπογραμμίζουν με έμφαση το αληθινό νόημα της νηστείας, τη νηστεία που αποδέχεται ο Θεός και η οποία έχει τη δύναμη να εξαλείφει τις αμαρτίες (Ησαΐας 1, 13-17 & 58, 6-11). Στη νηστεία αναφέρεται και ο Κύριος μας. Τονίζει την αξία της. Απορρίπτει την υποκριτική άσκηση της. Υποδεικνύει τον ορθό τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να νηστεύουμε. Και τα όσα δίδαξε με το λόγο Του τα επισφράγισε και με το παράδειγμα Του, «νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα» (Ματθ. 4, 2), προτού αρχίσει το δημόσιο έργο Του. Με βάση τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής η Εκκλησία μας όρισε για τους χριστιανούς της ημέρες και περιόδους νηστείας και προσδιόρισε το σκοπό που αποβλέπει και τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ασκείται. Αλάθητο κριτήριο που οδήγησε την Εκκλησία στις αποφάσεις της ήταν η διδασκαλία περί νηστείας του αρχηγού της πίστεως μας Ιησού Χριστού. Και άξονας γύρω από τον οποίο διαμορφώθηκαν οι εκκλησιαστικές νηστείες υπήρξαν οι κορυφαίοι σταθμοί της επί γης ζωής του Κυρίου μας. Η νηστεία μας πλέον αποβλέπει στην ωφέλεια της ψυχής. Γίνεται για την αγάπη του Χριστού και όχι για να προκαλέσει τον θαυμασμό και τον έπαινο των ανθρώπων. Και την χαρακτηρίζει όχι η κατήφεια αλλά η ιλαρότητα και η χαρά. Τι επιδιώκουμε με τη νηστεία. ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟΣ σκοπός της νηστείας είναι η κάθαρση και ο εξαγιασμός μας, της ψυχής μας και του σώματος μας. Ενώ η γαστριμαργία εξάπτει το σαρκικό φρόνημα και διεγείρει τις ορμές, η νηστεία, αντίθετα, μαραίνει τις σαρκικές επιθυμίες και καταπολεμά τα διάφορα πάθη της ψυχής. Γι’ αυτό και οι θεοφόροι Πατέρες μας την ονομάζουν «παθοκτόνο» και «φάρμακον παθών καθαρτήριον». Η νηστεία διακρίνεται σε σωματική και πνευματική. Η σωματική νηστεία συνίσταται στην αποχή από ορισμένες τροφές και στη λήψη άλλων, των λεγόμενων νηστήσιμων. Με την αποφυγή αυτών των τροφών και τη λιτή διατροφή αποβλέπουμε στην περιστολή των ορμών και στην εκρίζωση των σαρκικών επιθυμιών. Είναι αυτό που ο απόστολος Παύλος ονομάζει «νέκρωση» και «σταύρωση» του σαρκικού φρονήματος και των εμπαθών επιθυμιών (Κολ. 3, 5 – Γαλ.5, 24). Η πνευματική νηστεία είναι η νηστεία της ψυχής, του έσω ανθρώπου. Συνίσταται στην «αλλοτρίωση των κακών» και αποτελεί την «αληθινή νηστεία», τη νηστεία που είναι ευάρεστη στο Θεό. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Μη μέντοι εν τη αποχή μόνη των βρωμάτων το εκ της νηστείας αγαθόν ορίζου. Νηστεία γαρ αληθής η των κακών αλλοτρίωσις». Και «αλλοτρίωση των κακών» σημαίνει αποφυγή της αμαρτίας σε όλες τις εκφράσεις της: εφάμαρτες πράξεις, κακοί λόγοι, εμπαθείς επιθυμίες, ακάθαρτοι λογισμοί! Έτσι η νηστεία γίνεται έργο του όλου ανθρώπου, κοινό αγώνισμα της ψυχής και του σώματος του. Η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ, μεγαλύτερη και αυστηρότερη εκκλησιαστική νηστεία είναι αυτή της Μ. Τεσσαρακοστής που αρχίζει από αύριο. Που αποσκοπεί; Να μας προετοιμάσει πνευματικά για τη συμμετοχή μας στην εορτή του Πάσχα: να προσκυνήσουμε αξίως το σταυρό του Κυρίου και να γίνουμε κοινωνοί της αναστάσιμης χαράς Του. Η φιληδονία που χαρακτηρίζει τη νοοτροπία της εποχής μας δεν επιτρέπει να αισθανθούμε την πνευματική σημασία που έχει η εγκράτεια. Και η καταναλωτική μανία από την οποία κυριαρχούμαστε οι σύγχρονοι άνθρωποι – χριστιανοί κατά τα άλλα στο όνομα! -, μας κάνει να βλέπουμε τη νηστεία σαν ξεπερασμένη υπόθεση. Να την αντιμετωπίζουμε ακόμη και στις συζητήσεις μας με συγκατάβαση και περισσή ειρωνεία. Αυτό που μετρά για τους πολλούς είναι η έξοδος του τριημέρου, η μέθη της ταχύτητας, το αλόγιστο φαγοπότι, το αποκριάτικο ξεφάντωμα! Όλα αυτά εκφράζουν την εσωτερική μας γυμνότητα και αποδεικνύουν την τραγική αποχριστιάνιση της νοοτροπίας και της καθημερινής συμπεριφοράς μας. Για την Εκκλησία του Χριστού όμως η σημερινή ημέρα αποτελεί την αφετηρία της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αναγγέλλει την έναρξη μιας ιερής περιόδου με κύρια χαρακτηριστικά την άσκηση, τη μετάνοια και την προσευχή. Σηματοδοτεί την απαρχή της ευλογημένης νηστείας. «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται!»! Και «οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε αναζωσάμενοι τον καλόν της νηστείας αγώνα». Ευλογημένοι όσοι θα θελήσουν να εισέλθουν στον πνευματικό αυτό στίβο! Ευλογημένοι όσοι θα αναλάβουν, με τη δύναμη του Χριστού μας, τον καλό αγώνα της νηστείας. Ευλογημένοι όσοι θα νηστέψουν «σωματικώς» και «πνευματικώς». Αυτοί θα γευτούν τη λυτρωτική χαρά του Σταυρού. Σ’ αυτούς ανήκει το πλήρωμα της αναστάσιμης χαράς.

πηγή

Τρίτη, Φεβρουαρίου 10, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ -Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ «’Οταν έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού...»


 

 Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 15 Φεβρουαρίου 2015.
Τρίτη Κυριακή του Τριωδίου, η παραβολή της Μελλούσης Κρίσεως.

Ματθαίος κεφάλαιο, κε΄ στίχοι, 31-46


Σχόλια του Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών απο τον βιβλίο του Κηρύξατε. 

ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ

«’Οταν έλθη ο υιός του ανθρώπου
εν τη δόξη αυτού...»


ΕΡΩΤΗΜΑ κεφαλαιώδους σημασίας: Ή είναι αλήθεια το Ευαγγέλιο ή δεν είναι. Ή είναι ο λόγος του Θεού που δίνει απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματα μας – ποιοί είμαστε, από που προερχόμαστε, για που κατευθυνόμαστε – ή δεν είναι, οπότε μένουμε στο σκοτάδι και την αβεβαιότητα. Ή δεχόμαστε ολόκληρο το Ευαγγέλιο – όλη την αλήθεια του Χριστού – ή το αρνούμαστε και το απορρίπτουμε. Στο χώρο της χριστιανικής πίστεως το «διαλέγουμε και παίρνουμε» δεν έχει θέση. Το «άλλα δέχομαι και άλλα απορρίπτω» συνιστά βαριά πλάνη. Το «με όσα συμφωνώ, τ’ ακολουθώ, με όσα διαφωνώ τα αγνοώ» αποτελεί φρικτή αίρεση. Μια τέτοια αντίληψη οδηγεί τελικά στην ανατροπή ολόκληρου του Ευαγγελίου.
Το παραπάνω ερώτημα δεν αποτελεί ρητορικό σχήμα, αλλά πρόβλημα που το αντιμετωπίζουμε καθημερινά. Δυστυχώς υπάρχουν πολλοί χριστιανοί που υιοθετούν μια τέτοια στάση. Δέχονται και θαυμάζουν το Ευαγγέλιο για τη διδασκαλία του που αφορά την επίγεια ζωή μας και απορρίπτουν την εσχατολογική διδασκαλία του. Ισχυρίζονται πως είναι χριστιανοί. Όμως στην ουσία είναι υλιστές, αφού πιστεύουν πως όλα σταματούν στην ταφόπετρα του νεκροταφείου. Ακούνε για ουράνια Βασιλεία και μεταθανάτια ζωή; Αποφαίνονται ειρωνικά: «Παραμύθια!». Γίνεται λόγος για κόλαση και παράδεισο; Χαμογελούν με συγκατάβαση και απαντούν: «Εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος. Πέθανες ; Ξόφλησες!».
Τι, σε όλα αυτά, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε; Απάντηση μας δίνει ο ίδιος ο Κύριος. Το σημερινό ευαγγέλιο της κρίσεως.

Η δίψα του ανθρώπου για δικαιοσύνη

Ο ΚΥΡΙΟΣ αναφέρεται στα έσχατα. Στα τέλη του κόσμου και της ιστορίας. Στη μεγάλη και επιφανή ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας Του πάνω στο πρόσωπο της γης. Ο Χριστός ήρθε την πρώτη φορά απλά και ταπεινά. Ήρθε για να μας αποκαλύψει την αλήθεια του Θεού και να απολυτρώσει το γένος μας με τη σταυρική Του θυσία. Όμως θα έλθει και πάλι, για δεύτερη φορά. Και τη φορά αυτή «εν δόξη», ως δίκαιος κριτής για να αποδώσει δικαιοσύνη και ν’ αποκαταστήσει την ηθική τάξη. Για να ανταμείψει τους πιστούς τηρητές των εντολών Του και να κατακρίνει εκείνους που τις περιφρόνησαν κι έζησαν αμετανόητα μακριά από το άγιο θέλημα Του.
Ο Κύριος, λοιπόν, θα έλθει και πάλι ως κριτής όλων μας, διότι είναι δίψα κι απαίτηση της ανθρώπινης ψυχής. Η ψυχή του ανθρώπου είναι ζυμωμένη με το αίσθημα της δικαιοσύνης. Ποθεί να βασιλεύει η δικαιοσύνη πάνω στο πρόσωπο της γης. Ανάμεσα στους ανθρώπους. Μεταξύ των λαών.
Ο πόθος αυτός γίνεται εντονότερος, όσο βλέπουμε να μην υπάρχει γύρω μας δικαιοσύνη. Και δεν υπάρχει, διότι πολλοί από τους ανθρώπους δεν θέλουν να αποδώσουν δικαιοσύνη. Διότι πολλοί – άτομα και έθνη – καταπατούν ενενδοίαστα το δίκαιο, καταπιέζουν τους αδυνάτους και σφετερίζονται τα δικαιώματα των φτωχών και των μικρών λαών. Έτσι ο αδικούμενος στρέφεται προς τον Θεό και με σπαραγμό ψυχής ερωτά: «Έως πότε ο Δεσπότης ο άγιος και αληθινός, ου κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών εκ των κατοικούντων επί της γης;» (Αποκ. 6, 10).

Αίτημα και της δικαιοσύνης του Θεού

Η ΗΜΕΡΑ της κρίσεως θα έλθει όχι μόνο διότι το ποθεί η ανθρώπινη ψυχή, αλλά διότι το ζητά και η δικαιοσύνη του Θεού. Μας το αποκαλύπτει ο Κύριος στο σημερινό ευαγγέλιο κατά τρόπο συγκλονιστικό, που δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση. Στην ένδοξη παρουσία Του όμως ο Χριστός αναφέρθηκε και άλλες φορές. Άλλοτε με παραβολές και άλλοτε ανοιχτά. Ας θυμηθούμε τα όσα σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης και τα οποία ακούμε στην ευαγγελική περικοπή της νεκρώσιμης Ακολουθίας: «Έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού, και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω. 5, 28-29).
Ο Θεός είναι ο αιώνιος και υπέρτατος Νομοθέτης. Είναι ο φύλακας και ο επόπτης της ηθικής τάξεως μέσα στον κόσμο. Κάποτε, λοιπόν, θα ζητήσει λόγο για το πως ζήσαμε. Θα μας κρίνει για τα όσα πράξαμε είτε αγαθά είτε κακά. Διδάσκει ο απόστολος Παύλος: «Πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος προς ά έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν» (Β’ Κορ. 5, 10).
Ο φυσικός θάνατος δεν είναι το τέλος του ανθρώπου. Είναι το τέρμα της επίγειας ζωής και της πνευματικής τελειώσεως, μετά από το οποίο είναι λογικό και δίκαιο να επακολουθήσει, όπως για όλους τους αγώνες, η κρίση και η αμοιβή. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Εβρ. 9, 27). Στη μέλλουσα κρίση με μεγαλειώδη τρόπο αναφέρεται και ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη του. «Και έδωκεν η θάλασσα τους νεκρούς τους εν αυτή και ο θάνατος και ο Άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτή, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών» (Αποκ. 20, 13).

Διακηρυγμένη πίστη της Εκκλησίας

Ο ΘΕΟΣ, ΛΟΙΠΟΝ, «έστησεν ημέραν, εν ή μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη» (Πραξ. 17, 31). Πάνω στην ολοφάνερη αυτή διδασκαλία της Αγίας Γραφής στήριξε την πίστη και το κήρυγμα της η Εκκλησία. Όλοι οι χριστιανοί πιστεύουμε και ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως μας ότι ο Κύριος θα έλθει εκ νέου με δόξα θεϊκή για να κρίνει ζώντας και νεκρούς: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς».
Όλοι προσδοκούμε ότι μια μέρα θα αναστηθούμε. Το τελευταίο άρθρο του ιερού Συμβόλου διδάσκει: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Δεν υπάρχουν ως εκ τούτου περιθώρια να αμφιβάλλει κανείς ή να αρνηθεί την ένδοξη παρουσία του Κυρίου και τη γενική κρίση που θα ακολουθήσει. Για κείνους που αρνούνται τη θεμελιώδη αυτή διδασκαλία της πίστεως ο άγιος Πολύκαρπος γράφει: «Ός αν μεθοδεύη τα λόγια του Κυρίου προς τας ιδίας επιθυμίας και λέγη μήτε ανάστασιν μήτε κρίσιν, ούτος πρωτότοκος εστί του σατανά».

Το χρέος των πιστών

Ο ΥΙΟΣ του ανθρώπου, λοιπόν, θα έλθει οπωσδήποτε «εν τη δόξη αυτού» για να κρίνει τον κόσμο. Ποιό άραγε είναι το δικό μας χρέος ως χριστιανών απέναντι στη θεμελιώδη αυτή αλήθεια του Ευαγγελίου;
Πρώτον, η ακλόνητη πίστη και η σταθερή ελπίδα. Αν είναι το ευαγγέλιο η σώζουσα αλήθεια του Θεού, αλήθεια είναι ολόκληρο. Κάθε διδασκαλία του. Επομένως και τα όσα διδάσκει για το τέλος του κόσμου, την ένδοξη παρουσία του Χριστού μας, τη γενική κρίση και τη δικαιοσύνη του Θεού που θα λάμψει και θα επιβληθεί. Οφείλουμε, λοιπόν, να πιστεύουμε ακλόνητα και να ελπίζουμε σταθερά ότι η μέρα εκείνη θα έλθει.
Δεύτερον, η μετάνοια και η ετοιμασία. Η φοβερή εκείνη μέρα πρέπει να μας βρει έτοιμους. Ο Κύριος θα εμφανιστεί αιφνίδια. Θα έλθει απροειδοποίητα. Γι’ αυτό οφείλουμε να ζούμε εν μετανοία και να είμαστε πάντοτε έτοιμοι. «Γρηγορείτε – μας λέγει ο Κύριος -, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται» (Ματθ. 24, 42). Βασική υποχρέωση μας η τήρηση του νόμου της αγάπης στα πρόσωπα των ελαχίστων αδελφών του Κυρίου.
Είθε η ώρα εκείνη να μας βρει έτοιμους. Και να ακούσουμε όλοι από τα χείλη του Κυρίου τον χαρμόσυνο λόγο: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου».

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...