Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Sourozh Aντώνιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Sourozh Aντώνιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαρτίου 18, 2017

Διήγηση γιὰ τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ Anthony Bloom




Διήγηση στὰ παιδιὰ τοῦ κατηχητικοῦ γιὰ τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ


Εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς ἔχει σώσει ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο, ποὺ μᾶς ἔχει δώσει τὴ δύναμη νὰ ὑπερνικοῦμε τὴν ἁμαρτία καὶ ν' ἀρχίζουμε ἀπὸ τώρα πάνω στὴ γῆ μιὰ καινούρια ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Πῶς νὰ φανταστοῦμε ὅμως τὴ δολοφονία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ φέρνει τὴ συμφιλίωση τῶν δύο μερῶν; Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω αὐτὸ μὲ ἕνα παράδειγμα παρμένο ἀπὸ τὴν ἱστορία μας, τὴ Ρωσικὴ ἱστορία, ποὺ δείχνει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὅποιο ἡ ἀγάπη ποὺ ἐκφράζεται ὡς θυσία τῆς ζωῆς μας ἔχει τὴ δύναμη νὰ φέρνει τὴ συμφιλίωση.

Τὸ 1192, τὸ δωδέκατο δηλαδὴ αἰώνα, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρίγκηπές μας, ὁ πρίγκηπας τοῦ Μοῦρομ ἦταν σὲ πόλεμο μ' ἕνα μικρὸ πριγκηπάτο τὸ ὁποῖο δὲν εἶχε ἀκόμα ἀσπαστεῖ τὸ Χριστιανισμό. Μ' ἕνα γρήγορο πόλεμο κατάφερε νὰ περικυκλώσει τοὺς ἀντιπάλους του μέσα στὸ κάστρο τους. Αὐτὸ ποὺ ἀπέμενε, ἂν ἤθελε νὰ κερδίσει μία εὔκολη καὶ ἀποφασιστικὴ νίκη, ἦταν νὰ ἀποκλείσει τὴ μικρὴ πόλη καὶ νὰ περιμένει μέχρις ὅτου ἡ πείνα καὶ ἡ μιζέρια τοὺς σκοτώσουν ἤ διαφορετικά τοὺς ὑποχρεώσουν νὰ παραδοθοῦν. Ὁ πρίγκηπας ὅμως ἦταν Χριστιανὸς καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ διανοηθεῖ πὼς θὰ γινόταν αἴτιος ἑνὸς τέτοιου βασανισμοῦ, μιᾶς τέτοιας κακομεταχείρισης καὶ τοῦ θανάτου τόσων ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς εἶχε δημιουργήσει μὲ ἀγάπη κι ἐλπίδα, κι ἔτσι τοὺς πρόσφερε εἰρήνη, εἰρήνη χωρὶς κανένα ὅρο, εἰρήνη γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐκεῖνοι ἦταν εἰδωλολάτρες, δὲν πίστευαν στὸ Θεὸ τῶν Χριστιανῶν. Δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν πὼς δὲν ὑπῆρχε κάποιο στρατήγημα, κάποιο ὕπουλο παιγνίδι κρυμμένο πίσω ἀπὸ τὴν εἰσήγηση αὐτή, καὶ ἀφοῦ ἔκαναν μία συνεδρίαση ἀποφάσισαν νὰ δεχτοῦν τὴν προσφορὰ τοῦ πρίγκηπα μὲ τὸν ὅρο ὅτι θὰ τοὺς ἔστελνε γιὰ ὅμηρο στὸ κάστρο τους ἕναν ἀπὸ τοὺς γιούς του ὥστε, ἂν ἐκεῖνος τοὺς πρόδωνε, νὰ πάρουν ἐκδίκηση μὲ τὸ νὰ σκοτώσουν τὸ παιδὶ μπροστὰ στὰ ἴδια του τὰ μάτια.

Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τὸ πῶς ἔνιωσε ὁ πατέρας: δὲν ἐμπιστευόταν τὴν τιμὴ καὶ τὸ λόγο τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων κι ὅμως ἔνιωθε πὼς εἶχε καθῆκον νὰ κάνει ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὶς δυνάμεις του γιὰ νὰ φέρει τὴν εἰρήνη καὶ τὴ συμφιλίωση ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς ὅρους, γιὰ χατήρι τῆς ἀγάπης. Ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ τοϋ Μοῦρομ μᾶς λέει ὅτι ὁ πατέρας του βημάτιζε τὴ νύχτα πάνω καὶ κάτω μέσα στὴ σκηνὴ του ἄυπνος, ὅλος ἀγωνία. Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά του ποὺ ἦταν γύρω στὰ δεκατέσσερα κοιμόταν βαθειά, τὸ μικρότερο ὅμως, ποὺ ἦταν ἐννιὰ χρόνων, παρακολουθοῦσε τὸν πατέρα του κι ὕστερα τὸν φώναξε καὶ κάνοντας τὴ μία ἐρώτηση ὕστερα ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν κατάφερε μὲ πολὺ κόπο νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἀλήθεια.

Ὅταν ἔγινε αὐτὸ κάθισε καλὰ στὴ θέση του καὶ εἶπε στὸν πατέρα του: «Πατέρα μου, δὲν τὸ βλέπεις πὼς μποροῦμε τώρα κι ἐμεῖς νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ εἶχαν κάνει ὁ Θεὸς καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Ἂν μὲ στείλεις σ' ἐκείνη τὴν πόλη, ἀκόμη κι ἂν μὲ σκοτώσουν, ἐσὺ θὰ ἔχεις μιμηθεῖ τὸ Θεὸ κι ἐγὼ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· ἐσὺ δὲ μ' ἔχεις μάθει πὼς πρέπει νὰ μιμούμαστε ὅλες τὶς πράξεις τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Σωτήρα μας;»

Ὕστερα ἀπ' αὐτὸ ὁ πατέρας δέχτηκε τὴν ἀπόφαση τοῦ παιδιοῦ. Τὴν ἑπόμενη μέρα μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου μποροῦσες νὰ δεῖς αὐτὸ τὸ ἐννιάχρονο ἀγόρι, μόνο του, ὅλο ἐμπιστοσύνη, προετοιμασμένο γιὰ νὰ θυσιαστεῖ ὅπως καὶ ὁ Χριστός, ν' ἀφήνει τὸ σκοτεινὸ δάσος στὸ ὁποῖο καθόταν ὁ πολιορκητὴς στρατὸς καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὸ εἰδωλολατρικὸ φρούριο. Μεγάλη γαλήνη βασίλευε στὸ δάσος καὶ οἱ ματιὲς ὅλων ἦταν καρφωμένες στὸ μικρὸ πρίγκηπα. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν συγκινηθεῖ ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἁπλοχωριὰ τῆς καρδιᾶς του.

Ἦταν ὅμως καὶ κάποιος ποὺ δὲν εἶχε συγκινηθεῖ, ποὺ εἶχε μίσος στὴν καρδιά. Πῆρε τὸ τόξο του, ἔρριξε ἕνα βέλος καὶ τὸ παιδὶ ἔπεσε, πληγωμένο θανάσιμα. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ πρίγκηπα κι ὁλόκληρος ὁ λαὸς τῆς πόλης, ξεχνώντας τὸν κίνδυνο, ξεχνώντας πὼς ἦταν ἐχθροὶ ἔτρεξαν γιὰ νὰ δοῦν ἂν τὸ παιδὶ εἶχε πεθάνει ἤ ἂν ὑπῆρχε ἀκόμα ἐλπίδα. Τὸ παιδὶ πέθαινε.

Ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες καὶ οἱ Χριστιανοὶ ξαφνικὰ θυμήθηκαν πὼς ἦταν σὲ πόλεμο εἶδαν τοὺς στρατοὺς τους ἀναμιγμένους καὶ κατάλαβαν τότε πὼς δὲν ἦταν πιὰ ἐχθροί: ἦταν ἁπλῶς ἄνθρωποι, βαθειὰ συγκινημένοι, μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ πόνο στὴν καρδιά, ποὺ στεκόντουσαν μὲ φρίκη μπροστὰ στὴν ἀσπλαχνία καὶ τὸ μίσος. Τὸ παιδὶ μὲ τὸ θάνατό του τοὺς εἶχε ἐνώσει, τοὺς εἶχε φέρει τὴν εἰρήνη.

Κάτι παρόμοιο μποροῦμε ὅλοι νὰ κάνουμε, ἀπὸ τὸ μικρότερο στὸ μεγαλύτερο. Ὅταν γίνονται τσακώματα καὶ συζητήσεις, στὸ σχολεῖο ἢ τὸ σπίτι, δὲν μπορεῖ τὸ παιδὶ νὰ πεῖ στὸν πατέρα του, τὴ μητέρα, τὸ μεγαλύτερο ἀδελφό: «Μὴν τὸ κάνετε αὐτό. Ἐγὼ ἀγαπῶ καὶ τοὺς δυό σας, κι ὅμως ἐσεῖς μὲ πληγώνετε, μὲ σκοτώνετε»; Ἡ ἀγάπη φέρνει τὴ συμφιλίωση, τὴν εἰρήνη, τὴν ἀγάπη κι εἶναι δυνατότερη ἀπὸ ὅ,τιδήποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ στὸ μέσο τοῦ ταξιδιοῦ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ ἐκκλησία μᾶς δείχνει τὸ Σταυρό: εἶναι ἡ ἐλπίδα μας, ἡ μόνη ἀληθινή μας ἐλπίδα, εἶναι ἡ χαρά μας, εἶναι ἡ ἀπόδειξη πὼς ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ καὶ πὼς τὰ πάντα εἶναι δυνατὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.

Σάββατο, Μαρτίου 11, 2017

Κυριακὴ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ - Anthony Bloom




Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ψαλμούς, διαβάζουμε τὰ παρακάτω: Ἐκεῖνοι ποὺ ἔσπειραν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, θὰ θερίσουν μὲ χαρά.. Ἐὰν στὴ διάρκεια τῶν ἑβδομάδων ποὺ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα εἴδαμε κάθε τι ἄσχημο καὶ ἀνάξιο ποὺ ὑπάρχει μέσα μας νὰ καθρεφτίζεται στὶς παραβολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐὰν σταθήκαμε ἐνώπιον τῆς κρίσης τῆς συνείδησής μας καὶ τοῦ Θεοῦ, τότε πραγματικὰ ἔχουμε σπείρει μὲ δάκρυα τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία μας. Καὶ ὅμως ὑπάρχει ἀκόμα χρόνος ἐπειδὴ ἀκόμα καὶ ὅταν εἰσερχόμαστε στὴν περίοδο τοῦ θερισμοῦ, ὁ Θεὸς μᾶς δίνει παράταση· καθὼς προχωροῦμε προοδευτικὰ πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὴν Ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, μποροῦμε ἀκόμα, κάθε στιγμή, μὲ πρόσωπο πρὸς τὴν νίκη τοῦ Θεοῦ, νὰ στραφοῦμε σὲ Ἐκεῖνον μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ μὲ συντετριμμένη καρδιά, καὶ νὰ ποῦμε: «Κύριε, ἴσως εἶμαι ὁ ἐργάτης τῆς ἑνδεκάτης ὥρας, ἀλλὰ δέξου με ὅπως ὑποσχέθηκες!»

Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα γιορτάσαμε τῆς γιορτὴ τοῦ Θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ ἐκκλησία διακήρυξε ὅτι εἶναι σωστὸ νὰ ἁγιογραφοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν μία δήλωση σὲ σχέση μὲ τὴν τέχνη, ἦταν μία βαθιὰ θεολογικὴ διακήρυξη τῆς Ἐνσάρκωσης. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μᾶς εἶπε ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἀντιπροσωπευθεῖ ἀπὸ καμία εἰκόνα, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα ἀπύθμενο μυστήριο· δὲν εἶχε κἄν ὄνομα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μυστηριῶδες ὄνομα ποὺ μόνο ὁ Ἀρχιερέας γνωρίζει. Ἀλλὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη μάθαμε καὶ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὅτι ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας ἔχει ὑποταχθεῖ καὶ εἶναι ἀκόμα ὑποταγμένη γιὰ πάντα στὴν ἀνθρώπινη σάρκα· καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔχει ἀνθρώπινο ὄνομα: Ἰησοῦς καὶ ἔχει ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ μποροῦν νὰ ἀναπαραστήσουν οἱ εἰκόνες. Ἑπομένως ἡ εἰκόνα εἶναι μία διακήρυξη τῆς βεβαιότητάς μας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος· καὶ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐπιτύχει μία ἔσχατη, ἔνδοξη, τραγικὴ ἑνότητα μέ μᾶς, νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ γίνουμε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά Του. Καὶ ἔτσι θὰ μπορούσαμε ἤδη τὴν περασμένη ἑβδομάδα νὰ χαροῦμε· καὶ νὰ γιατί μία ἑβδομάδα πρίν, ὅταν προετοιμαζόμασταν νὰ συναντήσουμε αὐτὸ τὸ θαῦμα, αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἐνσάρκωσης, διακριτικά, μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν μποροῦν σχεδὸν τὰ αὐτιά μας νὰ συλλάβουν, ἡ Ἐκκλησία ἔψαλλε τὸν κανόνα τοῦ Πάσχα: Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν! - ἐπειδὴ δὲν πρόκειται γιὰ μία ὑπόσχεση γιὰ τὸ μέλλον, εἶναι μία βεβαιότητα τοῦ παρόντος, ποὺ μᾶς ἀνοίγετε σὰν μιὰ πόρτα νὰ εἰσέλθουμε μέσω τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θύρας ὅπως καλεῖ τὸν ἑαυτό Του, στὴν αἰωνιότητα.

Καὶ σήμερα θυμόμαστε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος διακήρυξε, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἀσκητῶν καὶ ὅλων τῶν πιστῶν, ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα κτιστὸ Δῶρο – εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν ἑαυτό Του ὥστε νὰ μᾶς διαπνέει ἡ παρουσία Του, ὥστε σταδιακά, ἐὰν μοναχὰ τὸν δεχτοῦμε, ἂν Τοῦ ἀνοιχτοῦμε, νὰ γίνουμε διάφανοι ἢ τουλάχιστον σχεδὸν διάφανοι στὸ φῶς Του, ὥστε νὰ γίνουμε ἀρχικὰ καὶ ὁλοένα πιὸ πολὺ μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς Του φύσης.

Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ ἁπλὰ μία ὑπόσχεση· εἶναι μία βεβαιότητα ποὺ ἔχουμε ἐπειδὴ αὐτὸ συνέβη σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ προσκυνοῦμε ὡς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ: ἔγιναν μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς φύσεως, εἶναι γιὰ μᾶς μία ἀποκάλυψη καὶ μία βεβαιότητα γιὰ ὅ,τι καλούμαστε νὰ εἴμαστε καὶ νὰ γίνουμε.

Καὶ σήμερα ἕνα ἀκόμα βῆμα μᾶς ὁδηγεῖ στὴν χαρά, στὴν δόξα τοῦ Πάσχα. Σὲ μία ἑβδομάδα θὰ ὑμνήσουμε τὸν Σταυρὸ- τὸν Σταυρὸ ποὺ ἦταν τρόμος γιὰ τοὺς ἐγκληματίες, καὶ ἔχει γίνει τώρα σημεῖο νίκης καὶ σωτηρίας, διότι γιὰ μᾶς ἡ ἀγάπη τοῦ Σταυροῦ δὲν ἔχει μέτρο, δὲν ἔχει ὅρια, εἶναι τόσο βαθιὰ ὅσο ὁ Θεός, ἀγκαλιάζει τὰ πάντα ὅπως ὁ Θεός, καὶ εἶναι πράγματι τόσο τραγικὰ νικηφόρα ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἴδιο τραγικὸς καὶ νικηφόρος, ποὺ προκαλεῖ δέος, ποὺ ἀκτινοβολεῖ τὸ ἤρεμο, εὐφρόσυνο φῶς ποὺ ψάλλουμε στὸν Ἑσπερινό.

Ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ συναντήσουμε τοῦτο τὸ γεγονός, τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸ προσέξουμε, καὶ νὰ δοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης, μία νέα δυνατὴ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μας· καὶ ὅταν ὁ χορὸς ψάλλει τούτη τὴ φορὰ πιὸ δυνατὰ τὸν κανόνα τῆς Ἀνάστασης, ἂς κατανοήσουμε ὅτι βῆμα – βῆμα ὁ Θεὸς μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία νίκη ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει κερδίσει, καὶ ποὺ θέλει νὰ μοιραστεῖ μαζί μας.

Καὶ τότε θὰ προχωρήσουμε· θὰ ἀκούσουμε τὸν Ἅγιο ποὺ μᾶς διδάσκει πῶς νὰ δεχτοῦμε τὴν χάρη ποὺ προσφέρει ὁ Θεός, πῶς νὰ γίνουμε ἀντάξιοί Του· καὶ μὲ ἕνα ἀκόμα βῆμα – θὰ δοῦμε τὴν νίκη τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ θὰ φθάσουμε στὸ κατώφλι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Ἀλλὰ ἂς θυμηθοῦμε ὅτι βρισκόμαστε τώρα σὲ μία νέα περίοδο, μία ἐποχὴ ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτεται, ποὺ καλούμαστε νὰ τὴν ἐνδυθοῦμε, νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὴν μὲ εὐγνωμοσύνη, μία εὐγνωμοσύνη ποὺ θὰ μᾶς μεταμορφώσει σὲ νέους ἀνθρώπους- καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε ἐπίσης μὲ χαρά! Καὶ μία χαρὰ γεμάτη ἀπὸ δάκρυα σὲ ἀπάντηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μία χαρὰ ποὺ εἶναι μία ἀξιόπιστη ἀπάντηση στὴν Θεϊκὴ ἀγάπη. Ἀμήν!

Σάββατο, Μαρτίου 04, 2017

Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας- Anthony Bloom



 


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Γιορτάζουμε σήμερα, ὅπως κάθε χρόνο στό τέλος τῆς πρώτης ἑβδομάδας τῆς Σαρακοστῆς, τήν Πανήγυρη καί τόν Θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί πρέπει, κάθε χρόνο, νά θυμόμαστε τί σημαίνει αὐτή ἡ ἡμέρα, ὄχι μοναχά ὡς ἕνα γεγονός ἱστορικό, ἀλλά ἐπίσης καί γιά τήν προσωπική μας ζωή. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας δέν σημαίνει τόν θρίαμβό της στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀποτελεῖ τόν θρίαμβο τῆς Θείας Ἀλήθειας στίς καρδιές ἐκείνων πού ἀνήκουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πού διακηρύττουν τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό τόν Θεό ἀλήθεια, στήν ἀκεραιότητα καί στήν εὐθύτητά της.

Πρέπει σήμερα νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό ὁλόψυχα πού μᾶς ἀποκάλυψε τόν ἑαυτό Του, πού ἐξοβέλισε τό σκοτάδι ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά ἑκατοντάδων ἀνθρώπων, πού Αὐτός πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια μοιράστηκε μέ ἐμᾶς τήν γνώση τῆς τέλειας Θεικῆς Ἀλήθειας.

Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε, ὅτι δέν πρόκειται ἐδῶ γιά εἰκόνες ἀπό ξύλο καί χρῶμα, ἀλλά γιά τόν Θεό πού φανερώνεται στόν κόσμο. Ὁ καθένας μας, δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε ὅλοι ζωντανές εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί αὐτό τό γεγονός ἀποτελεῖ γιά μᾶς μία τεράστια εὐθύνη, γιατί μία εἰκόνα ἴσως νά μοιάσει μὲ παρωδία καί νά γίνει μέσο βλασφημίας τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά σκεφτοῦμε καί νά ἀναρωτηθοῦμε: ἀξίζουμε, εἴμαστε ἱκανοί νά καλούμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ; Ἕνας συγγραφέας τῆς Δύσης εἶπε, ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού συναντοῦν ἕνα Χριστιανό, θά ἔπρεπε νά τόν βλέπουν ὅπως ἕνα ὅραμα, σάν μία ἀποκάλυψη πού ποτέ πρίν δέν εἶχαν, ὅτι ἡ διαφορά ἀνάμεσα σέ ἕνα Χριστιανό καί σέ ἕναν μή Χριστιανό, εἶναι τό ἴδιο σπουδαία, ριζοσπαστική καί ἐντυπωσιακή, ὅσο διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπό ἕναν ζωντανό ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα ἴσως νά εἶναι ὄμορφο, ἀλλά εἶναι φτιαγμένο ἀπό πέτρα ἤ ἀπό ξύλο καί εἶναι ἄψυχο. Ἕνας ἄνθρωπος, ἴσως μέ τήν πρώτη ἐντύπωση νά μήν φανερώνει ὅτι ζεῖ μία τέτοια ὀμορφιά, ἀλλά ὅσοι τόν συναντοῦν, θά πρέπει νά μποροῦν νά διακρίνουν σ’ ἐκεῖνον τή λάμψη τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ἀναγνωρίζουν τόν ἴδιο τόν Θεό πού ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του, μέσα ἀπό τήν ταπεινή μορφή μιᾶς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὅπως αὐτοί πού προσκυνοῦν εὐλαβικά μιὰ εἰκόνα, μιὰ εἰκόνα ἱερή καί εὐλογημένη ἀπό τήν Ἐκκλησία.

Ὅσο δέν εἴμαστε γιά τούς γύρω μας μιὰ τέτοια εἰκόνα, ἔχουμε ἀποτύχει στήν ἀποστολή μας, δέν διακηρύττουμε μέ τήν ζωή μας, τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, δίνουμε ψευδῆ μαρτυρία γιά ὅσα κηρύττουμε. Καί γιά τοῦτο, ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς καί ὅλοι μαζί συνολικά φέρουμε τήν εὐθύνη, ἐπειδή ὁ κόσμος πού συναντᾶ χιλιάδες χριστιανῶν, δέν μεταστρέφεται ἀπό τό ὅραμα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀνάμεσά τους, πού μέ τά χοϊκά, ἀλλά δοξασμένα, ἅγια σώματά τους μεταμορφώνουν τόν κόσμο.

Ὅ,τι εἶναι ἁπλά ἀληθινό γιά μᾶς, εἶναι ἀληθινό γιά τίς ἐκκλησίες μας. Ὁ Χριστός ὀνόμασε τίς ἐκκλησίες μας οἰκογένεια, μιὰ κοινότητα Χριστιανῶν πού θά γίνει ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἑνωμένοι μέσα ἀπό τήν ὁλοκληρωτική ἀγάπη, τήν αὐτοθυσία, πού εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Ἡ Ἐκκλησία κλήθηκε καί καλεῖται ἀκόμα νά ἀποτελέσει ἕνα σῶμα ἀνθρώπων πού τό χαρακτηρίζει ἡ σαρκωμένη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλίμονο, αὐτό πού συναντοῦμε σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες μας, δέν εἶναι τό θαῦμα τῆς Θείας Ἀγάπης.

Ἀπό τήν ἀρχή, ἀλίμονο, ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομήθηκε μέ αὐστηρό καί ἐπίσημο τρόπο, σύμφωνα μέ τήν ἱεραρχία τοῦ Κράτους. Σέ αὐτό τό σημεῖο, ἀποτύχαμε στὸ νά μοιάσουμε στ’ ἀλήθεια στήν πρώτη κοινότητα τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Τερτιλλιανός στά κείμενά του ὑπέρ τῶν Χριστιανῶν, λέει στόν Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα: « Ὅταν οἱ ἄνθρωποι μᾶς συναντοῦν, στέκονται καί λένε: Πόσο ἀγαπιοῦνται αὐτοί οἱ ἄνθρωποι!» Δέν ἀποτελοῦμε στό σύνολο ἕνα σῶμα ἀνθρώπων, γιά τό ὁποῖο κάποιος θά μποροῦσε νά μιλήσει ἔτσι. Καί πρέπει νά μάθουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς, αὐτό πού ἦταν μιὰ φορά ἡ Ἐκκλησία: νά ξαναφτιάξουμε τίς κοινότητες, τίς ἐκκλησίες, τίς ἐνορίες, τίς ἐπισκοπές, τά πατριαρχεῖα, ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, ἔτσι πού ὁλόκληρη ἡ ζωή, ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς θά εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ἀγάπης. Ἀλίμονο, ἀκόμα δέν τό ἔχουμε μάθει αὐτό.

Καί ἔτσι, ὅταν ἑορτάζουμε τὴν γιορτή τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄς θυμόμαστε τὸ ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ νικητής, τὸ ὅτι ἐμεῖς διακηρύττουμε τήν ἀλήθεια, τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐνσαρκωμένη καὶ ἀποκεκαλυμμένη ἀπὸ τὸν ἴδιο, καί τὸ ὅτι εἶναι μία τεράστια εὐθύνη γιά ὅλους μαζί καί γιά τόν καθένα χωριστά τὸ ὅτι δέν πρέπει νά δίνουμε ψευδῆ μαρτυρία γιά ὅσα κηρύττουμε, μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Ἕνας δυτικός θεολόγος εἶχε πεῖ ὅτι πιθανόν νά κηρύττουμε ὅλη τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, καί ταυτόχρονα νά τήν ἀκυρώνουμε, νά τήν διαψεύδουμε μέ τήν ζωή μας, ἀποδεικνύοντας ὅτι πρόκειται γιά λόγια, καί ὄχι γιά πραγματικότητα. Πρέπει νά μετανοήσουμε γι’ αὐτήν τήν κατάσταση καί νά ἀλλάξουμε. Πρέπει νά γίνουμε τέτοιοι πού οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς συναντοῦν, θά βλέπουν σέ μᾶς τήν ἀλήθεια, τό φῶς τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη Του γιά τόν καθένα χώρια καί γιά ὅλους μαζί. Ὅσο δέν τό κάνουμε, ὅσο δέν μετανοοῦμε, δέν μετέχουμε στόν Θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Θεός θριάμβευσε, ὅμως ἔβαλε ἐμᾶς ὑπεύθυνους γιά νά θριαμβεύσει ἡ ζωή μέσα ἀπό τή δική Του δόξα γιά τό καλό ὅλου τοῦ κόσμου.

Γι’ αὐτό, ἄς μάθουμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, ὄχι μόνο προσωπικά, ἀλλά συνολικά καί νά οἰκοδομήσουμε κοινωνίες Χριστιανῶν πού ἀποκαλύπτουν τὸν Θεὸ στόν κόσμο, ἔτσι πού ὁ κόσμος βλέποντάς μας, νά πεῖ: « Ἄς ἀναμορφώσουμε τούς θεσμούς, τίς σχέσεις μας, ἄς ἀνανεώσουμε ὅ,τι ἔχει γεράσει καί παραμένει παλιό καί ἄς γίνουμε μιὰ νέα κοινωνία, ὅπου ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ζωή τοῦ Θεοῦ νά μπορεῖ νά θριαμβεύσει καί νά εὐημερήσει.» Ἀμήν.

Κυριακὴ τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας - Anthony Bloom






Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Κάθε βδομάδα, σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν Σαρακοστή, ἔχουμε ἤδη δεῖ τὶς παραβολὲς στὶς ὁποῖες ἡ κατάστασή μας φαίνεται τόσο ξεκάθαρα, μὲ τέτοια σαφήνεια, τόσο καυστικὰ ἀπεικονισμένη, καὶ ταυτόχρονα μὲ τόσο αὐστηρὲς προοειδοποιήσεις, ποὺ δὲν ὑπάρχει μέση ὁδός, ἀνάμεσα στὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς καὶ στὴν ὁδὸ τοῦ θανάτου, ὅτι μπορεῖ νὰ ζοῦμε στὴ γῆ στὸ λυκόφως τοῦ ἀσυνείδητου, ἀλλὰ θὰ ἔρθει κάποια στιγμὴ ποὺ τὸ φῶς θὰ λάμψει μπρός μας καὶ θὰ γίνει ξεκάθαρο ἂν ἐμεῖς εἴμασταν παιδιὰ τοῦ φωτὸς ἢ αἰχμάλωτοι τοῦ σκότους. Καὶ κορυφαῖο σημεῖο σ’ αὐτὴ τὴν διαδικασία εἶναι ἡ ἀνάγνωση τοῦ Κανόνα τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα Κρήτης στὸν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ μετάνοια τόσο δυνατὰ ἀπεικονίζονται.

Ἀλλὰ τώρα μπαίνουμε σὲ μία καινούργια φάση τῆς προετοιμασίας γιὰ τὸ Πάσχα, μπαίνουμε στὴν Σαρακοστὴ ποὺ εἶναι μιὰ παλιὰ λέξη ποὺ σημαίνει «ἄνοιξη», ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς· μία περίοδος ὅπου δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ζοῦμε στὸ ἡμίφως ποὺ ἔχει ἀκόμα δύναμη πάνω μας, ἀλλὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς ποὺ διαλύει τὸ σκοτάδι, τὸ φῶς ποὺ κάνει ὅλα ν’ ἀστράφτουν, νὰ εἶναι τὰ ἴδια φῶς σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του Χριστοῦ.

Σήμερα θυμόμαστε τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὁμολόγησε στὴν τελευταία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸν 9ο αἰώνα, καὶ διεκήρυξε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι οὐσιώδη γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη. Κι αὐτὰ ποὺ διακηρύχθηκαν ἦταν ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀπόλυτη, ἀδιάσειστη ἐλπίδα, γιατί αὐτὸ ποὺ διακηρύχθηκε ἦταν ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος· ὁ Θεὸς ἐπέλεξε, σὲ μία πράξη ἀγάπης γιά μᾶς, ἀλληλεγγύης πρὸς ἐμᾶς, παρότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, παρότι πεπτωκότες, παρότι ἀμαυρωμένοι, διάλεξε τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος σὰν μέσο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐθύνη, ναὶ τὴν εὐθύνη! Μὲ τὴν κίνηση τῆς δημιουργίας ποὺ συντελέστηκε χωρὶς τὴν δική Του κάθοδο, καὶ τὴν ἐλευθερία, μᾶς ἔδωσε τὴν ἀπόλυτη προϋπόθεση νὰ μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ ἐπιλέξουμε τὴν ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ τὴν ..τρομακτικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν πτώση μας.

Σήμερα διαβάσαμε στὸ Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο ὁ Ἅγ Ἰωάννης διακηρύσσει, μὲ τὰ λόγια τοῦ Ναθαναήλ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Σωτήρας ποὺ ἦλθε, ὁ Θεὸς σὰν τὸ μέσο μας, κι ὅλα εἶναι δυνατά, ἂν μόνο ἂν πιστεύουμε.

Διαβάσαμε ἢ ἀκούσαμε σήμερα στὴν Ἐπιστολὴ πὼς πρὶν ἀπὸ μᾶς χιλιάδες ἄνθρωποι πίστεψαν στὸ ἀπίστευτο: ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ μ’ ἕνα τέτοιο τρόπο, ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ ν’ ἀγαπᾶ τὸν καθένα κι ὅλους μας μὲ τὴν Ζωή Του καὶ τὸν Θάνατό Του, ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ ὅσο ἀνάξιοι ἀγάπης κι ἂν νοιώθουμε καὶ μοιάζουμε στοὺς ἄλλους. Κληθήκαμε νὰ πιστέψουμε τὸ ἀπίστευτο, νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μιὰ καρδιὰ βαθειὰ καὶ πλατειὰ ἀρκετὰ ὥστε νὰ μᾶς χωράει, ἂν τὸ προτιμᾶτε, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι θυσιαστική· ὅτι Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μοιραστεῖ τὴν κατάστασή μας, περιλαμβάνοντας καὶ τὸν φόβο τοῦ νά ’χουμε χάσει τὸν Θεό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;…» ἀλλὰ Ἐκεῖνος προετοίμαζε μέρα τὴν μέρα γιὰ νὰ μᾶς ζητήσει, νὰ μᾶς πάρει στοὺς ὤμους Του ὅπως παίρνει ὁ βοσκὸς τὸ χαμένο πρόβατο, ἢ ἂν χρειαστεῖ νὰ μᾶς πάρει στοὺς ὤμους μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν Μ. Ἑβδομάδα πῆρε τὸν Σταυρό Του, ἔπεσε κάτω ἀπ’ τὸ βάρος του, καὶ σταυρώθηκε πάνω του, καὶ ἐπειδὴ μᾶς χαρίζει τὸν ἑαυτό Του, δωρεάν, μπορεῖ νὰ βρεῖ τὴν δύναμη νὰ μᾶς συγχωρεῖ: «..Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι ..»

Καὶ τώρα προσβλέπουμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα, βῆμα-βῆμα· ἀλλὰ αὐτὴ ἡ Μ.Ἑβδομάδα δὲν εἶναι μία περίοδος φόβου: ξέρουμε ὅτι αὐτὴ ἡ Μ. Ἑβδομάδα θὰ σκορπιστεῖ ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, ὅτι ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἡ βδομάδα ποὺ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι, ὅλοι μας κι ὁ καθένας ἀτομικά, μὲ τὴν Θεία ἀγάπη, τὸ βάθος τῆς Θείας ἀγάπης, μιᾶς προσωπικῆς ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης ποὺ ἀπευθύνεται στὸν καθένα ἀπό μᾶς.

Καὶ θὰ δοῦμε στὴν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἑβδομάδων 2 πράγματα: σήμερα, αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔχει ἔρθει σὰν μέσο δικό μας, Ἐκεῖνος, τὸ Φῶς, εἶναι στὸ μέσο τοῦ λυκόφωτος τῆς ἱστορίας, ἢ στὸ σκοτάδι τῆς πιὸ σκοτεινῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἀπαίσιας καὶ σκοτεινῆς κατάστασης!

Ἂν αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, τότε ὅλα εἶναι δυνατά! Τότε λοιπὸν μποροῦμε νὰ πιστεύουμε τὸ ἀπίστευτο! Κι ἀκόμα περισσότερο: μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε βδομάδα τὴν βδομάδα ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα, τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, θ’ ἀκούσουμε νὰ διακηρύσσεται ἀπὸ κεῖνον τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο μᾶς ἀγαπᾶ ὅπως εἴμαστε, ἀπ ἔξω, ὄχι, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν Χάρη Του ποὺ μᾶς διαποτίζει σὰν φωτιά, κάνοντάς μας σταδιακά, ἂν τὸ δεχτοῦμε, νὰ γίνουμε σὰν τὴν Καιομένη Βάτο στὴν ἔρημο ποὺ καιγόταν χωρὶς νὰ καταναλώνεται, διότι ὁ Θεὸς δὲν δαπανᾶται, δὲν καταστρέφει, ἐκτὸς ἂν στραφοῦμε ἐναντίον Του. Ναὶ εἶναι ἡ φωτιὰ ποὺ κατακαίει, ἐκτὸς καὶ μέχρι νὰ Τὸν ἀποδεχτοῦμε. Ἀλλὰ ἐκεῖνος μᾶς ἀποδέχεται, μᾶς κάνει συμμέτοχους τῆς Θείας Φύσης Του, μᾶς γεμίζει μὲ τὴν ζωή Του, Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μέσα μας, κι ἐμεῖς εἴμαστε Ἐκεῖνος.

Αὐτὰ εἶναι τὰ δύο μηνύματα ποὺ προκύπτουν τώρα· κι ἀκόμα θὰ δοῦμε ὅτι ὁ Ἅγ, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς διδάσκει πῶς νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὸν Θεό, πῶς νὰ ξεπεράσουμε τὸ μισόφωτο ἢ τὸ σκοτάδι ποὺ βρίσκεται μέσα μας. Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, ἀπ’ τὴν κραυγὴ τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴν πείνα γιὰ ζωὴ καὶ φῶς, στὸ πρόσωπο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας κι ἄλλων ἁμαρτωλῶν ποὺ δέχτηκαν τὸν Χριστὸ καὶ μεταστράφηκαν, μεταμορφώθηκαν, σώθηκαν.

Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ βῆμα-βῆμα νὰ φθάσουμε στὴ Μ. Ἑβδομάδα, μία βδομάδα τόσο ἱερὴ ὅπου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐκφραστεῖ ὄχι μὲ λέξεις, ὄχι μὲ εὐχές, ὄχι μὲ τρυφερότητα, ἀλλὰ μὲ τὴν μορφὴ τοῦ τιμήματος τῆς ἀγάπης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, τὸ τίμημα νὰ ἔχει γίνει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ἐπειδὴ ἔχουμε φύγει μακριά Του.

Πῶς μποροῦμε ν’ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό; Ποιὸ εἶναι τὸ μήνυμα αὐτῆς τῆς περιόδου; Τὴν περίοδο στὴν ὁποία ἀναφέρθηκα, θα ’ρθουμε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κακία μέσα μας, θὰ ἔχουμε τὴν πρόκληση νὰ δεχτοῦμε: αὐτὸ εἶσαι! Κι αὐτὸ εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ συμβεῖ. Ἀλλὰ τώρα θὰ ἔρθουμε ἀντιμέτωποι καὶ μὲ τὴν ἀνέκφραστη ὀμορφιὰ καὶ ἐλπίδα: πῶς θ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό;

Μ’ εὐγνωμοσύνη! Εὐγνωμοσύνη εἶναι ὁ ἑπόμενος σταθμός· εὐγνωμοσύνη εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς φέρνει σ’ ὅλη τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας: εὐγνωμοσύνη, κι ἕνα αἴσθημα κατάπληξης: πῶς μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὅπως Ἐκεῖνος εἶναι; Πῶς μπορεῖ νὰ μ’ ἀγαπᾶ, ἐνῶ ξέρω αὐτὸ ποὺ εἶμαι, καὶ παρότι, φρίκη(!) μὲ ξέρουν κι οἱ ἄλλοι!

Ἂν τὸ κατανοήσουμε, μετὰ ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ μποροῦμε νὰ δώσουμε στὸν Θεὸ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη. Κι ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας, λέγοντας «Κύριε, παρότι εἶμαι ἀδύναμος, παρότι ἀτελής, ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, μ’ ὅλο τὸ βάθος τῆς εὐγνωμοσύνης μου γιὰ ὅ,τι Εἶσαι κι ὅ,τι ἔκανες γιὰ μένα, θα ’θελα νὰ κάνω κι ἐγὼ μ’ ὅλη μου τὴν δύναμη-ποὺ ὡστόσο ἀσθενικὴ κι ἀδύναμη- θα ’θελα νὰ κάνω τὰ πάντα γιὰ νὰ δείξω ὅτι ἔχω κατανοήσει τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης, τὸ μήνυμα τοῦ Σταυροῦ, τὸ μήνυμα τοῦ ἐλέους, ὅτι ἔχω καταλάβει μ’ ὅλο μου τὸ εἶναι καὶ θέλω νὰ τὸ ἀποδείξω ζώντας μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ν’ ἀποδεικνύει τὸ τί κατάλαβα, νὰ ζήσω μ’ ἕνα τρόπο ποὺ νά ’ναι χαρὰ γιὰ Σένα, χαρὰ τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἕνωση μὲ τὸν Θεό!

Ὦ Θεέ μου! Ἂς σκεφτοῦμε τί κάνουμε γι’ αὐτό! Ἂς μποῦμε σ’ αὐτές τὶς βδομάδες τῆς Σαρακοστῆς πραγματικὰ σὰν κάποιος ποὺ ζεῖ μία ἄνοιξη! Ἂς μποῦμε στὴν φρεσκάδα τῆς ζωῆς καὶ κατὰ τὴν διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἑβδομάδων, μ’ εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό, δίνοντάς Του χαρά. Καὶ κατόπιν θα ’μαστε σὲ θέση νὰ δοῦμε τὴν Μ. Ἑβδομάδα, ὄχι μὲ τὸν ἀπόλυτο τρόμο γιὰ καταδίκη, ἑνὸς ἀχάριστου, ἑνὸς δολοφόνου τοῦ Χριστοῦ, ὄχι: σὰν μία Βδομάδα ποὺ εἶναι πλήρης καὶ τέλεια ἀποκάλυψη μιᾶς ἀγάπης ποὺ κατανοήσαμε, ἀποδεχτήκαμε, καὶ βάλαμε μέσα μας ὅσο ἑξαρτιόταν ἀπό μᾶς.

Ὦ, ἂς μαζέψουμε ὅλη μας τὴν δύναμη, κι ὅταν ἡ δύναμή μας δὲν εἶναι ἀρκετή, ἂς θυμηθοῦμε τὴν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ: «ἡ γὰρ δύναμίς μου, ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται,…». ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ μένα…ὅπως τὸ ἔθεσε ὁ Παῦλος, «…εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ στηρίζει...» Καὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «…τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατά ἐστι τῷ Θεῷ..». Ἂς παραδοθοῦμε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ δώσουμε χαρά! Κι ὅσα θὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶναι καλά.

Ἀμήν.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2017

Εἰσαγωγὴ στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ


imagesCAXW9W0EMetrAnthony Bloom
Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ πολλοὶ νομίζουν ἢ αἰσθάνονται, ἡ Σαρακοστὴ τοῦ Πάσχα εἶναι περίοδος χαρᾶς. Εἶναι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποτινάξουμε κάθε τί ἄσχημο καὶ θανατηφόρο ἀπὸ μέσα μας γιὰ νὰ βροῦμε πάλι τὴ δύναμη νὰ ζήσουμε, νὰ βιώσουμε σὲ ὅλο τὸ βάθος του τὸ μυστήριο στὸ ὁποῖο εἴμαστε καλεσμένοι. Ἂν δὲν κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ποιότητα τῆς χαρᾶς στὴ νηστεία, θὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μιὰ καρικατούρα, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μας μίζερη.

Μπορεῖ, πράγματι, αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς χαρᾶς ποὺ πλέκεται μὲ τὴν ἐπίπονη προσπάθεια καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα νὰ φαίνεται περίεργη, ὅμως ἀγκαλιάζει μὲ καθολικὸ τρόπο τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κατάκτηση. Δὲν χαρίζεται ἁπλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀδιάφορα καὶ τεμπέλικα τὴν περιμένουν νὰ ἔρθει. Γιὰ ὅσους τὴν ἀναμένουν μὲ τέτοιο πνεῦμα, θὰ ἔρθει, ἀλλὰ στὸ μέσον της νύχτας, σὰν τὴν Ἡμέρα τῆς Κρίσης. Σὰν τὸν κλέφτη ποὺ τρυπώνει ὅταν δὲν τὸν περιμένεις, σὰν τὸ Νυμφίο ποὺ φθάνει ἐνῶ οἱ μωρὲς παρθένες κοιμοῦνται. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσμένουμε τὴν Κρίση καὶ τὴ Βασιλεία.

Χρειάζεται νὰ ἀλλάξουμε τὴ νοοτροπία μας σὲ μιὰ νέα κατανόηση ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ξαναβροῦμε μέσα μας αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιέργως ἔχουμε ἀποξενωθεῖ: τὴ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου –κι ἂς ξέρουμε ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἴσως μᾶς ξενίζει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία κηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο – δηλαδὴ “καλὸ ἄγγελμα” - αὐτὸ τῆς Κρίσεως· κι ὅμως ἀναφωνοῦμε: “Ἔρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι φόβος ἀλλὰ ἐλπίδα.

Ὅσο ἀδυνατοῦμε νὰ ἀρθρώσουμε αὐτὰ τὰ λόγια, κάτι σημαντικὸ διαφεύγει ἀπὸ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ὅ,τι κι ἂν προφασιστοῦμε, παγανιστὲς ἐνδεδυμένοι ροῦχα εὖ-ἀγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ὁποίων λείπει ὁ Θεός. Ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἐρχομὸς Του εἶναι σκοτάδι καὶ φόβος καὶ ἡ κρίση Του δὲν εἶναι λύτρωση ἀλλὰ καταδίκη. Τὸ ἀντάμωμά μας μὲ τὸν Κύριο φαντάζει σὰν ἕνα τρομερὸ γεγονὸς κι ὄχι σὰν αὐτὸ ποὺ λαχταροῦμε καὶ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ζοῦμε. Ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιήσουμε, ἡ περίοδος τῆς νηστείας δὲν θὰ γίνει ποτὲ γιὰ μᾶς χαρά, ἀφοῦ εἶναι μιὰ περίοδος ποὺ ἐνσωματώνει ταυτόχρονα κρίση καὶ εὐθύνη: χρειάζεται νὰ προηγηθεῖ αὐτοκριτικὴ γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦμε τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν Ἀνάσταση, μὲ ἀνοιχτὴ καρδιὰ καὶ πίστη, σὰν γιορτή.

Ἡ κρίση δὲν μᾶς ἐπιβάλλεται ἔξωθεν. Ναί, πράγματι θὰ ἔρθει ἡ μέρα ποὺ θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ θὰ κριθοῦμε· ἀλλά, πρὸς τὸ παρόν, ἐφόσον τὸ προσκύνημα συνεχίζεται, ὅσο τὸ τέλος ἐκκρεμεῖ καὶ ὁ δρόμος ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ ἁπλώνεται μπροστὰ μας ἀδιάβατος, κρινόμαστε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου “ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ’ αὐτοῦ” (Ματθ. 5.25). Ὁρισμένοι Πατέρες βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ “ἀντιδίκου” ὄχι τὸν διάβολο (μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς οὔτε εἰρηνεύει οὔτε συνδιαλέγεται), ἀλλὰ τὴ συνείδηση ποὺ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς γρηγορεῖ στὸ πλευρό μας καὶ οὐδέποτε ἡσυχάζει. Μὲ τὴ συνείδησή μας διαλεγόμαστε συνεχῶς, μᾶς ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ καὶ ὀφείλουμε νὰ συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Ἀλλιῶς θὰ φτάσει κάποτε ἡ στιγμὴ τῆς Κρίσης καὶ τότε ὁ “ἀντίδικος” θὰ μεταμορφωθεῖ σὲ κατήγορο. Ἐνόσῳ, λοιπόν, ἀκόμα πορευόμαστε ἡ κρίση λαμβάνει χώρα διαρκῶς μέσα μας σὰν ἕνας διάλογος μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς πράξεις μας· ὅλα αὐτὰ ποὺ τίθενται ἐνώπιόν μας νὰ κρίνουμε καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρινόμαστε.

Συχνὰ πορευόμαστε μέσα στὸ σκοτάδι, ἀφοῦ σκοτισμένα εἶναι καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ καὶ τὰ μάτια μας. Μόνο ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φωτίσει τὴ ζωὴ μας ὑπάρχει δυνατότητα ν’ ἀρχίσουμε νὰ διακρίνουμε μέσα μας τὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος. Σ’ ἕνα ἀξιοσημείωτο κείμενό του ὁ Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης γράφει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτει τὴν ἀσχήμια τῆς ψυχῆς μας παρὰ μόνο ἐὰν δεῖ μέσα μας ἀρκετὴ πίστη καὶ ἐλπίδα ἱκανὴ ὥστε νὰ μὴν καταρρεύσουμε στὸ ἀντίκρισμα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅποτε εἴμαστε σὲ θέση ν’ ἀναγνωρίσουμε τὴ σκοτεινὴ πλευρὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νὰ κάνουμε κάποια βήματα αὐτογνωσίας κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τῆς Θείας δικαιοσύνης. Δύο τινὰ συμβαίνουν τότε: ἀφενὸς μᾶς ξενίζει ἡ ἀσχήμια ποὺ φανερώνεται μπροστά μας, ἀφετέρου αἰσθανόμαστε χαρὰ γιατί ἀναγνωρίζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐμπιστεύεται μιὰ νέα γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ ἄλλοτε δὲν τὴν ἐπέτρεπε γιατί δὲν εἴχαμε τὴ δύναμη νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν ἀλήθεια. Κι ἔτσι, ἡ κρίση μετατρέπεται σὲ χαρὰ γιατί ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἀστοχιῶν μας συνοδεύεται ἀπὸ τὴ γνώση ὅτι ὁ Θεὸς εἶδε μέσα μας πίστη καὶ ἐλπίδα καὶ καρτερία ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν ὄχι μόνο νὰ δοῦμε πιὸ καθαρὰ ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνεργήσουμε.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι σημαντικὰ ἐὰν θέλουμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ἡ νηστεία καὶ ἡ χαρὰ πᾶνε μαζί. Ἀλλιῶς, ἡ διαρκής, ἐπίμονη προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς φέρει σὲ ἐπίγνωση, μπορεῖ νὰ μᾶς βαρύνει ἀντὶ νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ὥστε δὲν θὰ εἴμαστε πιὰ σὲ θέση νὰ φτάσουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ χαρά, γιατί θὰ φανταζόμαστε ὅτι ἡ Ἀνάσταση δὲν μᾶς ἀφορᾶ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰσάγει τοὺς πιστοὺς στὴ Σαρακοστὴ μὲ μία σειρὰ προκαταρκτικῶν ἑβδομάδων κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ὁδηγεῖ βῆμα πρὸς βῆμα ἀπὸ τὸ σκοτάδι πρὸς τὸ φῶς τῆς κρίσεως.

Τὸ πρῶτο, δραματικὸ στάδιο συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τυφλοί, κι ὅμως ἀνίδεοι γιὰ τὴν τυφλότητά μας. Ἐνῶ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι τὸ σκοτάδι εἶναι γύρω καὶ μέσα μας. Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μᾶς μιλᾶ σχετικὰ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Βαρτίμαιου, τοῦ τυφλοῦ ἐπαίτη στὴν πύλη τῆς Ἱεριχοῦ, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἢ ἔχασε τὸ φῶς του ἢ ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση ζοῦσε στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι. Δὲν ὑπῆρχε ζωή, οὔτε φῶς, οὔτε χαρὰ γι’ αὐτόν. Πιθανὸν νὰ εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ δυστυχία του. Συνέχιζε νὰ ἐπιβιώνει μέρα μὲ τὴ μέρα, χάρη στὴν ψυχρή, ἀδιάφορη ἐλεημοσύνη τῶν περαστικῶν. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα ἔκανε τὴ δυστυχία του τραγική: Ζοῦσε τὸν καιρὸ τοῦ Ἰησοῦ. Πρέπει νὰ ἄκουσε πολλὲς φορὲς νὰ μιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ γιάτρευε ἀνθρώπους καὶ ἀνακαίνιζε τὰ πράγματα, ποὺ ἔδινε φῶς σὲ τυφλοὺς καὶ θεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἡ λαχτάρα τῆς ἀνέλπιστης γιατρειᾶς, ἔκανε τὸ σκοτάδι του ἀκόμα πιὸ πυκνό. Θὰ ἦταν ἀπίθανο ὁ Θεὸς νὰ βρεθεῖ στὸ δρόμο του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο δὲν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ καταφέρει νὰ συναντήσει αὐτὸν τὸν ἀκούραστο κήρυκα καὶ ἰατρὸ ποὺ ἀδιάκοπα περιόδευε. Πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος ν’ ἀκολουθήσει ἕναν περιοδεύοντα; Συνειδητοποίησε τὸ μέγεθος τῆς τυφλότητάς του μπροστὰ στὴ δυνατότητα ποὺ ὑπῆρχε νὰ ἀναβλέψει. Ἡ ἀπελπισία του μεγάλωσε ἀφότου γεννήθηκε μέσα του ἡ ἐλπίδα. Κι ἔτσι, ὅταν ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ πλησιάζει ἱκέτευσε γιὰ τὴν θεραπεία του ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς φλογερῆς ἐπιθυμίας του νὰ σωθεῖ.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ συχνά μᾶς φαίνεται τόσο δύσκολο: νὰ ἔρθουμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν πραγματική μας κατάσταση, κι ὄχι νὰ παρηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας ὅτι διάγουμε ἕνα εἶδος ζωῆς ποὺ εἶναι ἱκανὸ ν’ ἀντικαταστήσει τὴ θεία ζωή. Ὀφείλουμε νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι. Καὶ νὰ σκεφτοῦμε ὅτι χωρὶς φῶς εἴμαστε χαμένοι, γιατί τὸ σκοτάδι στὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀφεθεῖ εἶναι ὁ θάνατος, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξουμε στάση ἂν δὲν καταλάβουμε ὅτι ἡ κατάστασή μας εἶναι ἀπελπιστικὴ· ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, τὸ μόνο ποὺ ἔχει νόημα. Τότε θὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ Θεό, ἐλπίζοντας ὅτι ἐκεῖνος θὰ ἐνεργήσει. Μόνο αὐτὴ ἡ θανάσιμη ἀγωνία μπορεῖ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει, σὰν τοῦ Βαρτίμαιου, ποὺ κανεὶς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταματήσει τὶς κραυγές του γιὰ βοήθεια ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦρθε ἡ ἀποφασιστικὴ στιγμή. Περνοῦσε ὁ Χριστός. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ θὰ εἶχε προσπεράσει καὶ τὸ σκοτάδι του θὰ γινόταν μόνιμο, ἀθεράπευτο.

Ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ μᾶς κρατάει συνήθως σὲ ἀδράνεια εἶναι ὁ φόβος μας γιὰ τὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο πιστεύουμε πὼς πρέπει νὰ συντηροῦμε μία συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας πρὸς τὰ ἔξω εἶναι φοβερὰ δύσκολο νὰ ἀλλάξουμε, κι αὐτὸ μᾶς φανερώνει ἡ παραβολὴ τοῦ Ζακχαίου, ποὺ ἀκολουθεῖ. Τὸ πρόβλημα τοῦ Ζακχαίου ἦταν τὸ ἑξῆς: Ἤθελε ἀπεγνωσμένα νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Θὰ ἔπαιρνε τὸ ρίσκο νὰ ἐξευτελίσει τὸν ἑαυτό του; Τὸ νὰ φθάσει κανεὶς νὰ γίνει γελοῖος διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη ποὺ συνήθως βιώνουμε καὶ καταφέρνουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε χρησιμοποιώντας ὡς προκάλυμμα τὴν ὑπερηφάνειά μας. Ἡ γελοιοποίηση ξεπερνᾶ τὸ κουράγιο τῶν περισσοτέρων ἀπό μᾶς. Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε ἕναν τραπεζικὸ διευθυντὴ μιᾶς μικρῆς πόλης νὰ σκαρφαλώνει σ’ ἕνα δέντρο ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ νὰ δέχεται τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ ἐπιφωνήματα τῶν μικρῶν παιδιῶν, χάριν μιᾶς συνάντησης μὲ τὸν Χριστό; Αὐτὴ ἦταν ἡ θέση τοῦ Ζακχαίου, τοῦ ἰσχυροῦ καὶ πλούσιου ἄνδρα. Ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ εἶχε τόση σημασία –ἦταν ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου- ποὺ βρῆκε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀγνοήσει τὴν γελοιότητα καὶ τὴν ταπείνωση, προσηλωμένος στὴν ἐπιθυμία του. Καὶ εἶδε τὸν Χριστό.

Ὑπάρχουν δύο τρόποι γιὰ νὰ πάψουμε νὰ ἑξαρτώμαστε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Εἴτε θὰ πράξουμε ὅπως ὁ Ζακχαῖος, ἀποδεχόμενοι τὴν ταπείνωση ὡς οὐσιῶδες μέρος τῆς σωτηρίας μας, εἴτε θὰ ἐπιτρέψουμε στὴν καρδιά μας νὰ σκληρύνει καὶ μὲ τὴν ὑπερηφάνειά μας θὰ ἀκυρώσουμε τὴν κρίση τῶν ἄλλων. Δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐπιλογή. Ὑπάρχει μόνο ἡ αὐθόρμητη ταλάντευση καὶ ἡ ἀδυναμία ποὺ ὅλοι βιώνουμε πρὶν ἀποφασίσουμε ἀνάμεσα στὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος, γιατί κάθε φορὰ ποὺ κλείνουμε πρὸς τὸ λάθος φοβόμαστε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποτε ἀναζητοῦμε τὸ σωστὸ βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑπερηφάνεια ἢ ἡ ταπείνωση εἶναι οἱ μόνοι δρόμοι ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὸ δίλημμα.

Ἡ ἑπόμενη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου εἶναι ἐνδεικτική τῆς πρώτης, αἰχμηρῆς κρίσης ποὺ εἶναι συνάμα ἀνθρώπινη καὶ θεϊκή. Ἐὰν ἀναρωτηθοῦμε πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Φαρισαῖος νὰ εἶναι τόσο ὑψιπετὴς παρὰ τὶς ὑψηλές του γνώσεις γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Τελώνης τόσο ταπεινὸς παρὰ τὴν ἁπλότητά του, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε ὡς ἑξῆς: οἱ ἀναφορὲς τοῦ Φαρισαίου βρίσκονται στὸ γράμμα τοῦ νόμου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὔκολο νὰ αἰσθάνεται ὅτι δικαιώνεται μὲ νομικὸ τρόπο, μὲ βάση τὸ νόμο καὶ τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Μπορεῖ πάντοτε νὰ πληροῖ τοὺς κανόνες καὶ νὰ αἰσθάνεται ἀνεπίληπτος. Ἀλλὰ οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη διαφέρουν. Δὲν ἦταν νομοταγής. Ὅ,τι γνώριζε ἀπὸ τὸ νόμο συνοψίζονταν στὰ ἑξῆς: συγκεκριμένα χωρία τοῦ νόμου ἔθεταν τὶς πράξεις καὶ τὴ ζωή του στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ· κι ἄλλα πάλι χωρία τὰ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ διεκδικήσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Ὁ νόμος ἦταν ἕνα δυνατό, βάναυσο καὶ σκληρὸ ἐργαλεῖο ἄλλοτε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι ἄλλοτε στὰ δικά του. Καὶ καθὼς ἦταν γνώστης τῆς ζωῆς, ἤξερε καλὰ ὅτι ἡ μόνη σωτηρία ἀπὸ τὸ νόμο ἦταν ἡ ἀνθρώπινη εὐσπλαχνία καὶ ἡ ἀνθρώπινη συμπόνια. Μόνο ἡ ἀνθρώπινη σχέση ἦταν δυνατὸ νὰ σώσει τὸν χρεωμένο ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὸν αἰσχροκερδῆ ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ δικαστῆ. Ἔτσι οἱ ἀναφορὲς του βρίσκονταν σὲ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ δύο πράγματα: Ἀπὸ τὴ μιὰ ἦταν ὁ νόμος, ἀδυσώπητος καὶ ἀμείλικτος, ποὺ ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν ἔβρισκε τὴ δύναμη νὰ ὑπακούσει, ἀλλὰ ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ χρησιμοποιεῖ μὲ ὠμότητα ἀπέναντι σὲ ἄλλους. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη σχέση, ποὺ ἦταν ἱκανὴ νὰ ἐξομαλύνει καὶ νὰ θεραπεύσει τὰ πάντα. Οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη ἦταν οἱ συνάνθρωποί του, οἱ γείτονές του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἀόρατου γείτονα, τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ βρῆκε τὴ δύναμη καὶ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ καὶ ἔτυπτε τὸ στῆθος του, μὲ ἀπελπισία: Σὲ πεῖσμα κάθε λογικῆς, γνώριζε πὼς στὸν κόσμο τῶν σκληρῶν καὶ ἀμείλικτων ἀνθρώπων ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ὅλα εἶναι δυνατά, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος ἀκόμα καὶ μέσα στὴ σκληρότητά του. Τὸ ἴδιο πίστευε καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ὁ νόμος τὸν καταδίκαζε ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν μόνο νομοθέτης οὔτε μόνο ἐπιτηρητὴς τοῦ νόμου. Ἦταν ἐλεύθερος νὰ ἐνεργήσει μὲ φιλανθρωπία μέσα στὰ πλαίσια τοῦ νόμου Του. Αὐτὴ ἡ γνώση ταπείνωσε τὸν Τελώνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί οἱ ὅροι τῆς ἀναφορᾶς του περιεῖχαν ἐλπίδα καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐλπίδας του ἦταν τὸ ἔλεος, ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ ἀγάπη.

Ἡ ἴδια ἀλήθεια ἐμφανίζεται καὶ στὴν ἑπόμενη παραβολή, τοῦ Ἄσωτου Γιοῦ. Κι ἐδῶ βρίσκουμε δύο πρόσωπα, τὸν δίκαιο καὶ τὸν φαῦλο. Ὁ ἄσωτος γιὸς κατὰ μία ἔννοια εἶναι μία ἄλλη ὄψη τοῦ Τελώνη καὶ ὁ μεγάλος ἀδελφὸς μοιάζει μὲ τὸν Φαρισαῖο. Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν εἴμαστε ἀντιμέτωποι μόνο μὲ τὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὸ νόμο ποὺ εἶναι ἀντικειμενικὸς καὶ γι’ αὐτὸ νεκρὸς καὶ τὸ ἔλεος ποὺ εἶναι ὑποκειμενικὸ γιατί εἶναι ζωντανὸ καὶ προσωπικό. Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία. Τί εἶναι ἁμαρτία; Ὁρίζεται καθαρά, θὰ ἔλεγε κανείς, στὸ σύντομο διάλογο ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν γιὸ στὴν ἀρχὴ τῆς παραβολῆς. Κι ἂν θελήσουμε νὰ τὸν μεταφέρουμε στὴ σύγχρονη ἐποχὴ μὲ ἕναν ὄχι τόσο κομψὸ τρόπο σὰν τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ τὸν συνοψίζαμε σὲ λόγια ὅπως αὐτά: “Πατέρα θέλω νὰ ζήσω ἀλλὰ στέκεσαι ἐμπόδιο στὸ δρόμο μου. Ὅσο ζεῖς ἡ περιουσία σοῦ ἀνήκει. Πρέπει, λοιπόν, νὰ φύγεις ἀπὸ τὴ μέση. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι ἤδη νεκρός. Δὲν μπορῶ νὰ περιμένω μέχρι νὰ πεθάνεις στ’ ἀλήθεια. Ἂς συμφωνήσουμε ὅτι ὅσο τουλάχιστον μὲ ἀφορᾶ δὲν ἔχω πιὰ πατέρα, ἀλλὰ κατέχω τὴν περιουσία του γιατί τὸν ἔχω κληρονομήσει”. Αὐτὸ εἶναι λίγο ἕως πολὺ τὸ περιεχόμενο τοῦ διαλόγου ποὺ συχνὰ διαμείβεται ἀνάμεσα σὲ γονεῖς καὶ παιδιὰ ἀλλὰ κι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο. Μὲ ἄλλα λόγια: “Δὲν σὲ ὑπολογίζω σὰν πρόσωπο. Στέκεσαι στὸ δρόμο μου. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ἀξία γιὰ μένα εἶναι ὅ,τι μπορῶ νὰ ἁρπάξω ἀπὸ σένα. Κι ἀφοῦ πάρω αὐτὸ ποὺ θέλω μπορεῖς νὰ ἐξαφανιστεῖς. Πρέπει νὰ ἀποδεχτεῖς ὅτι δὲν ὑπάρχεις”. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦμε ὅσα μᾶς προσφέρει καὶ κατόπιν νὰ τὸν ἐξορίσουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας, μὲ τὸν ἴδιο ἀδίστακτο τρόπο ποὺ ὁ Ἄσωτος λησμόνησε τὸν Πατέρα του στὴν ξένη γῆ. Ἀλλὰ καὶ τὸν συνάνθρωπό μας πρόθυμα τὸν παραμερίζουμε καὶ τὸν ἀποκλείουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας γιατί δὲν μετράει. Αὐτὸ ποὺ μετράει εἶναι τὰ ἀντικείμενα καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή τους.

Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ μία ἄλλη ὄψη τῆς παραβολῆς: ἡ πείνα, ἡ δυστυχία καὶ ἡ μοναξιά, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποστρεφόμαστε στὴ ζωὴ κι ὅμως ἀποτελοῦν συχνὰ τὴ μόνη ἐλπίδα μας νὰ σωθοῦμε. Ὅσο διάγουμε στὴν ἄνεση τοῦ βίου ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν πραγματική μας κατάσταση. Ἀποδεικνυόμαστε ἀνίκανοι νὰ σκύψουμε μέσα μας καὶ νὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε μόνοι στὴ μέση του πλήθους καὶ πάμφτωχοι στὸ κέντρο τοῦ πλούτου. Εἶναι σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλα τὰ πικρὰ καὶ δύσκολα ποὺ ἀνταμώνουμε στὸ δρόμο μας, ὅλα αὐτὰ ποὺ μισοῦμε καὶ φοβόμαστε, εἶναι ἡ σωτηρία μας. Γιὰ μᾶς ἡ στέρηση εἶναι ὅρος οὐσιώδης. Κι ἂν δὲν ἔχουμε στερηθεῖ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ στερούμαστε στὸ σημεῖο ποὺ ἡ ἔλλειψη θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐπίγνωση ὅτι ἀντικρίζουμε τὸν Θεὸ σὲ κατάσταση ὁλοκληρωτικῆς γύμνιας καὶ ἀνέχειας –τὴ μόνη κατάσταση ποὺ μᾶς ἀνήκει.

Ἕνας ὄμορφος μύθος διηγεῖται τὴ ζωὴ ἑνὸς πάμφτωχου ραβίνου ποὺ πρωΐ-βράδυ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ γενναιοδωρία Του. Κάποιος ποὺ ἄκουσε τὴν προσευχὴ του ἀναρωτήθηκε: “Πῶς μπορεῖς νὰ εἶσαι τόσο ὑποκριτής; Δὲν βλέπεις ὅτι ὁ Θεός σοῦ ἔχει στερήσει τὰ πάντα;” Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: “Κάνεις λάθος. Ὁ Θεὸς μὲ κοίταξε καὶ σκέφτηκε, “αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ σωθεῖ ἔχει ἀνάγκη τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, τὸ κρύο καὶ τὴ μοναξιά, τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ἐγκατάλειψη.” Καὶ μοῦ τὰ ἔδωσε σὲ ἀφθονία”. Νὰ τὸ ἀληθινὸ χριστιανικὸ ἦθος, ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς πιστοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ μόνο ποὺ ἔχει πραγματικὴ σημασία εἶναι ἡ ψυχή του. Τὸ ἴδιο μᾶς φανερώνει καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἀσώτου.

Ὁ ἄσωτος γιὸς μᾶς διδάσκει καὶ κάτι ἀκόμα. Ἐπιστρέφει ἔχοντας προετοιμάσει τὴν ὁμολογία του: “Πατέρα ἁμάρτησα. Δὲν ἀξίζω πλέον νὰ καλοῦμαι υἱός σου. Συγκατέλεξέ με ἀνάμεσα στοὺς δούλους σου”. Ἀλλὰ ὁ Πατέρας δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ συνεχίσει. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ξεστρατισμένος γιός, μία ἄσωτη θυγατέρα, ἕνας ἀνάξιος φίλος. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ξεπερνάει τὶς δυνατότητές μας εἶναι νὰ ὑποβιβάσουμε τὴν ποιότητα τῆς σχέσης μας. Ἕνας ἀνάξιος γιὸς δὲν μπορεῖ νὰ μετατραπεῖ σὲ ἄξιο μισθοφόρο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποτιμήσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὴ γέννησή μας, τὸ δικαίωμα ποὺ μᾶς χάρισε ἡ ἀγάπη. Δὲν γίνεται, δηλαδή, νὰ ψάχνουμε γιὰ συμβιβασμοὺς καὶ γιὰ νομικὲς ὁριοθετήσεις στὶς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ λέμε: “Ἀδυνατῶ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν καρδιά μου, ἀλλὰ θὰ σοῦ φερθῶ καλά. Δυσκολεύομαι νὰ σὲ ἀγαπήσω, ἀλλὰ θὰ σὲ ὑπηρετήσω”. Εἶναι μία ψεύτικη σχέση ποὺ ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ δεχθεῖ.

Τὸ τελευταῖο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ Σαρακοστὴ μᾶς δίνεται μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν ἀμνῶν καὶ τῶν ἐριφίων ποὺ θέτει ἐνώπιόν μας τὸν ἑξῆς προβληματισμό: Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε νὰ κρίνουμε κι αὐτὸ ποὺ τελικά μᾶς κρίνει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ξεκάθαρη. Εἶναι πιθανὸν νὰ νομίζουμε ὅτι κρινόμαστε μὲ βάση τὴν ἱκανότητά μας νὰ θεολογοῦμε ἢ νὰ μετέχουμε μὲ τὴν ὑψηλὴ θεωρία σ’ ἕναν κόσμο ὑπερβατικό. Ὡστόσο, ἡ παραβολὴ μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ πρὶν εἰσέλθουμε στὴ Θεία πραγματικότητα εἶναι πιὸ ἁπλή: Ἔχετε γίνει ἄνθρωποι; Ἐὰν ὄχι, μὴν φαντάζεστε ὅτι θὰ μπορέσετε ποτὲ νὰ ὁμοιάσετε τὸν Θεό, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μέτρο γιὰ κάθε τι.

Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι σημαντικό, γιατί μόνιμα πέφτουμε σὲ μία λανθασμένου τύπου κρίση. Μετρᾶμε τὴν ἀτομική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, πόσο πιστοὶ εἴμαστε ἢ πόσα γνωρίζουμε γιὰ τὸν Θεό, ζητήματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε “πιετισμό”, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν χριστιανισμό. Ἀλλὰ ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἑξῆς: Εἶστε ἄνθρωποι ἢ μήπως ὑπ-άνθρωποι; Μὲ ἄλλα λόγια, εἶστε ἱκανοὶ ν’ ἀγαπήσετε ἢ ὄχι; Ἤμουν νηστικός, διψασμένος, γυμνός, φυλακισμένος, ἄρρωστος. Ἤσασταν σὲ θέση ν’ ἀνταποκριθεῖτε στὴ δυστυχία μου μὲ ὁποιοδήποτε κόστος καὶ μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, ἢ ὄχι;

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἂς θυμηθοῦμε ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ζητᾶ νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ νόμο. Δὲν πρόκειται νὰ ζυγίσει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερὸ ποὺ προσφέραμε, οὔτε θὰ ἀριθμήσει τὶς ἐπισκέψεις μας σὲ ἀσθενεῖς καὶ τὰ παρόμοια. Αὐτὸ ποὺ θὰ μετρήσει εἶναι ἡ ἀνταπόκριση τῆς καρδιᾶς μας. Ἡ πράξη συχνὰ καθ’ αὐτὴ δὲν σημαίνει τίποτα. Γινόμαστε ἄνθρωποι τὴ στιγμὴ πού, σὰν τὸν Τελώνη καὶ τὸν Ἄσωτο γιό, θὰ ἔχουμε φτάσει στὴν ἀγάπη καὶ ἡ καρδιά μας θὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ δὲν θὰ μποῦμε ποτὲ στὴ διαδικασία νὰ αἰσθανθοῦμε δικαιωμένοι γιατί δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἐκπλήρωση τοῦ νόμου ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον ἀφομοιώσαμε τὸ νόμο ὥστε αὐτὸς νὰ δώσει καρπὸ μέσα μας τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης.

Ἔτσι θὰ ἀρχίσουμε νὰ κατανοοῦμε τὸν ἀνακαινιστικὸ ρόλο ποὺ μπορεῖ νὰ παίξει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς. Θὰ ἔχουμε περάσει ἀπὸ ὅλα τὰ στάδια τῆς κρίσης καὶ θὰ ἔχουμε ἀφήσει πίσω μας τὸ σκοτάδι καὶ τὸ νόμο, ἐνῶ μπροστὰ μας θὰ ἀντικρίζουμε τὸ μυστήριο τῆς σχέσης ποὺ καλεῖται “ἔλεος” ἢ “Χάρη”. Καὶ θὰ εἴμαστε πλέον ἀντιμέτωποι πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρωπιᾶς μας, ποὺ ἀξίζει νὰ θυμόμαστε πὼς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Χριστό.

Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἂς πορευτοῦμε στὸν καιρὸ τῆς νηστείας. Ἂς ξεκινήσουμε μέσα ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα καὶ τὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ βαδίσουμε τὴ μακριὰ πορεία τῆς μετά-νοιας. Ἔτσι, θὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας χάρης ποὺ μόνον αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ μοιάσουμε μὲ τὸν Χριστό.

πηγή

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2017

Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Παράδεισο ( τῆς Τυρινῆς) , Μητροπολίτης Sourozh Aντώνιος


Σχετική εικόνα
Τό ἀνθρώπινο γένος στό πρόσωπο τοῦ παλιοῦ Ἀδάμ ἔπεσε, ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη· κι ἡ φοβερή κρίση τοῦ Θεοῦ θά εἶναι μιά κρίση γιά τήν ἀνθρώπινη ἀγάπη.


Ὁ ἄνθρωπος εἶχε προσκληθεῖ στήν πλήρη ἀντίληψη, σέ μιά ἑνότητα ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του μέ τό Θεό μέσω τῆς ἀγάπης ἀλλά ἔπεσε ἐπειδή θέλησε νά μάθει τό μυστήριο τοῦ εἶναι μέ τήν κρύα λογική του καί τήν τυφλωτική ἀντίληψη τῆς σάρκας. Καί ἔγινε σάρκα, τό πνεῦμα σβήστηκε ἐνῶ ὁ φυσικός ἄνθρωπος θριάμβευσε μέσα του, κι ἔγινε αὐτό ποὺ γνωρίζουμε τούς ἑαυτούς μας νά εἶναι: κάτοχος ἑνός ἀβέβαιου, ψεύτικου εἴδους κατανόησης τοῦ μυαλοῦ κι ἑνός μεθυστικοῦ εἴδους ἀντίληψης τοῦ σώματος. 




Τή γνώση ὅμως ἐκείνη ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶχε κληθεῖ νά ἀποκτήσει μέσα στήν ἑνότητά του μέ τό Θεό, μέ τήν ἐνατένιση τῶν μυστηρίων τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης στό βάθος τοῦ Θεοῦ τήν ἔχασε - ὅπως τή χάνει καί τώρα - ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη.

Τό Εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς ἦταν γιά τή Μέλλουσα Κρίση. Ἡ κρίση αὐτή βασιζόταν ἀποκλειστικά στήν ἐρώτηση ἄν ἤμασταν ἱκανοί ν' ἀγαπᾶμε ὅταν ζούσαμε στή γῆ: «Ἔθρεψες τούς πεινασμένους, συμπόνεσες ὅσους κρύωναν, ἕντυσες τούς γυμνούς, εἶχες τό θάρρος νά ἐπισκεφτεῖς τούς φυλακισμένους, εἶχες δείξει ἔλεος καί ἀγάπη;» Αὐτή εἶναι ἡ μόνη κρίση γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Κύριος. Ρωτάει μόνο τί εἴδους καρδιά εἴχαμε, ἄν πάνω στή γῆ ἤμασταν ἱκανοί ν' ἀγαπήσουμε μέ ὅλο τό πλάτος τῆς γήινης ἀγάπης καί μέ μιά ζωντανή, ἀνθρώπινη καρδιά γεμάτη συμπάθεια, στοργή καί συμπόνια. Ἡ φοβερή κρίση εἶναι τρομακτική διότι δέ θά ἀπαιτήσει τίποτα ἀπό μᾶς. Θά σταθοῦμε ἁπλῶς μπροστά στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί τότε ἐμπρός στό πρόσωπο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, σ' ἕνα πεδίο ὅπου δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπό τήν ἀγάπη, ὅπου ἡ ἀγάπη ἐκφράζει ὅλο τό νόημα τοῦ εἶναι, αὐτό ποὺ εἶναι καλό μέσα μας θά θρηνήσει διότι ποτέ δέν τό ἀφήσαμε ἐλεύθερο, ποτέ δέν τό ἀφήσαμε νά ἐκφραστεῖ στήν πληρότητά του, διότι σκοτώσαμε τήν ἀγάπη γιά χάρη τῆς κρύας λογικῆς μας καί τῶν πειρασμῶν τῆς σάρκας.

Σήμερα λοιπόν, θυμούμενοι τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ μποροῦμε πολύ εὔκολα νά φανταστοῦμε τό πῶς ἔχυσε πικρά δάκρυα ἐμπρός ἀπό τίς πύλες τοῦ παραδείσου. Οἱ πύλες αὐτές τοῦ παραδείσου εἶναι οἱ πύλες οἱ ὁποῖες εἶναι κλεισμένες σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποτύχει στήν ἀγάπη. Πόσο συχνά δέ νιώθουμε κι ἐμεῖς κάτι παρόμοιο: ἡ οἰκογένεια διαλύεται καί κάποιος θρηνεῖ μπροστά στίς κλειστές πύλες τοῦ παραδείσου ἐπειδή ἡ ἀγάπη δέν μπόρεσε νά σταθεῖ καί νά θριαμβεύσει, ἐπειδή τίποτα δέν ἔχει μείνει ἐκτὸς ἀπό ψυχρότητα καί ἀπομάκρυνση· πεθαίνει ἴσως μιά φιλία κι ἕνας ἄνθρωπος στέκεται στόν παγωμένο κόσμο μιᾶς σβησμένης ἀγάπης καί μιᾶς κλειστῆς καρδιᾶς. 

Δέ γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τόν πόθο ἐκεῖνο τοῦ Ἀδάμ γιά τόν ὁποῖο ἡ ἐκκλησία ψάλλει μέ τόσο μεγάλο πόνο; Δέν ἕλκεται ἡ ψυχή μας πρός τό Θεό, πρός τά ἀγαπημένα μας πρόσωπα, καί δέ μᾶς κλείνεται ἡ πόρτα κατάφατσα ἐπειδή ἡ ἀγάπη μας δέν εἶναι ἀρκετή, ἐπειδή ἡ ψύχρα καί ἡ ἀπολίθωση τῶν καρδιῶν καί τοῦ μυαλοῦ μας εἶναι τόσο δυνατές;

Τί πρέπει νά κάνουμε ὅμως; Πῶς νά ξεφύγουμε ἀπό τή φρίκη αὐτή; Τήν ἀπάντηση μᾶς τή δίνει τό σημερινό Εὐαγγέλιο. Τό νά μάθουμε ν' ἀγαπᾶμε ἔξαφνα, ἀνεπιφύλακτα, τό ν' ἀνοίξουμε τίς καρδιές μας, ν' ἀνοίξουμε τίς ζωές καί τίς ψυχές μας στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους εἶναι πέρα ἀπό τίς δυνάμεις μας, μποροῦμε ὅμως τουλάχιστο ν' ἀρχίσουμε ἀπό τά μικρά- μποροῦμε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 14.1) νά ἀρχίσουμε νά  δεχόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο σάν «ἀσθενοῦντας», ὅπως ἀκριβῶς ἀσθενεῖς εἴμαστε καί ἐμεῖς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς συγχώρησης. 

Εἴμαστε ἀνίκανοι νά συγχωροῦμε ὥστε νά μήν παραμένει πόνος καί φρίκη, μποροῦμε ὅμως ν' ἀρχίσουμε νά συγχωροῦμε, μποροῦμε νά ποῦμε: «Σέ δέχομαι ὅπως εἶσαι· παρ’ ὅλη σου τήν ψυχρότητα καί τήν πικροχολία, τήν κακοτροπία καί τήν ἀσχήμια δέ θά σέ ἀποστραφῶ· εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, ἡ ἀδελφή μου, ἡ μητέρα μου, ὁ πατέρας, ὁ φίλος μου. Θά ἀνεχτῶ τήν ψυχρότητά σου, θά ἀνεχτῶ τά πάντα, θά τά ὑποφέρω. Πρός τό παρόν αὐτό εἶναι ὅλο ποὺ μπορῶ νά κάνω- δέν εἶμαι ἱκανός νά σέ ἀγαπήσω, μπορῶ ὅμως νά σέ ἀποδεχτῶ. Μπορῶ νά σέ δεχτῶ ὅπως καί ὁ Χριστός δέχτηκε τό σταυρό, τόν ἄσπλαχνο, βασανιστικό σταυρό, καί νά σέ μεταφέρω μέ μαρτύριο καί θλίψη στούς ὤμους μου».

Δέν εἶναι βέβαια ὅλους ποὺ πρέπει νά ὑπομείνουμε μέ τόσο πόνο καί λύπη. Πολλούς μποροῦμε νά μεταφέρουμε μέ χαρά· κι ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅλους ὅσους μεταφέρουν ἐμᾶς μέ στοργή, μέ συμπόνια, μέ ἀγάπη.

Ἄν δέν μποροῦμε νά συγχωρέσουμε τέλεια ἄς λυπηθοῦμε τουλάχιστο τόν ἄλλο ποὺ εἶναι ἁμαρτωλός ὅπως ἀκριβῶς καί ἐμεῖς, ποὺ εἶναι ἐξ ἴσου μ' ἐμᾶς ἀσθενικός καί ἀνίσχυρος, τό ἴδιο ἀνίκανος ν' ἀγαπήσει, τό ἴδιο ἀνίκανος νά συγχωρέσει, νά ζήσει. Ἄς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τήν ἀγάπη τοῦ σταυροῦ, καί ἄς μποῦμε στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαιρόμενοι ποὺ μᾶς δόθηκε νά προχωρήσουμε μαζί πρός τή σωτηρία, πρός τήν ἡμέρα ποὺ μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, τή στοργή καί τήν ἀγάπη καί τήν παρηγοριά τοῦ Θεοῦ θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε καλά καί νά γνωρίσουμε τήν πλήρη συγχώρηση, τήν τέλεια ἀγάπη καί μέσα ἀπό τίς στενές πύλες θά ἔχουμε φτάσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Σημ. Τήν Κυριακή αὐτή μνημονεύουμε τήν Ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.


\

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2017

Κυριακὴ τῆς συγχώρησης



Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, καθὼς ἀπόψε ξεκινᾶ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μᾶς μιλάει μὲ λόγια θείας ἐλπίδας ἀλλὰ καὶ προειδοποιεῖ: Συγχωρεῖτε ἐκείνους ποὺ σφάλουν ἐνώπιόν σας, συγχωρεῖτε, διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ συγχωρηθεῖτε. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης, ἀμοιβαίας ἀποδοχῆς καὶ ἀγάπης, στοιχείων ποὺ συμπίπτουν μὲ τὴ χαρὰ τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑτοιμότητας νὰ σηκώνουμε ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου.

Νὰ συγχωροῦμε, ἀλλὰ πῶς; Ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ ἡ συγνώμη; Θὰ ἦταν τόσο εὔκολο, πραγματικὰ θαυμάσιο, ἂν ἡ συγνώμη μποροῦσε νὰ ἀρχίσει μὲ μία τέτοια ἀλλαγὴ τῆς καρδιᾶς, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς εἶναι ἀπεχθεῖς νὰ γίνουν ἀγαπητοί, αὐτὰ ποὺ μᾶς πόνεσαν νὰ ξεχαστοῦν καὶ νὰ μποροῦμε νὰ ἀρχίζουμε ἀπ' τὴν ἀρχὴ σὰν τίποτε νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ.

Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει! Τὸν πόνο τοῦ παρελθόντος τὸν νιώθουμε, δὲν ξεχνιέται, δὲν μποροῦμε ἁπλῶς νὰ ξαναρχίσουμε σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε τίποτε προηγουμένως. Ἀλλὰ τὸ νόημα τῆς συγνώμης δὲν εἶναι αὐτό. Συγνώμη δὲν σημαίνει λήθη· ἡ λήθη δὲν ὁδηγεῖ πουθενά. Ἂν ξεχάσουμε πώς, γιὰ ποιὸ λόγο, κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες, λόγω ποιᾶς ἀδυναμίας, σὲ ποιὸ σημεῖο ἦταν εὐάλωτος ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαλε, τότε τὸν ἀφήνουμε ἀπροστάτευτο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὸ λάθος πρέπει νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ ἐνδεχόμενη νέα πτώση. Αὐτὸ ποὺ ἔκανε, οἱ λόγοι καὶ οἱ συνθῆκες τῆς πτώσης του δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχαστοῦν, διότι ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική μας στοχαστική, ἀγαπητικὴ μέριμνα, ὥστε νὰ μὴ γλιστρήσει, νὰ μὴν ἁμαρτήσει καὶ πάλι.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ συγνώμη: τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία, ἀναγνωρίζοντας τὸ εὔθραυστο τῶν ἄλλων, ὅπως ἀναγνωρίζω καὶ τὸ δικό μου, τὴν ἀνάγκη τους γιὰ προστασία καὶ βοήθεια, γιὰ εὐσπλαχνία, εἶμαι προετοιμασμένος νὰ φέρω μαζί τους τὸ φορτίο τῆς ἀδυναμίας τους, τὸ εὐάλωτο τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ἡ συγνώμη ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφασίζω νὰ ἀνέχομαι τοὺς ἀδελφούς μου, χωρὶς νὰ περιμένω νὰ ἀλλάξουν, νὰ τοὺς ἀνέχομαι ὅπως εἶναι, νὰ κάνω ἐλαφρότερο τὸ φορτίο τους, ὥστε κάποτε ἡ ἀλλαγή τους νὰ καταστεῖ ἐφικτή.

Ἡ προϋπόθεση πάντως τῆς συγνώμης βρίσκεται μέσα μου: εἶναι ἡ προθυμία μου νὰ ἀναλάβω αὐτὸν τὸν σταυρό, αὐτὸ τὸ φορτίο, ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ θεραπευθοῦν ἢ τουλάχιστον νὰ προστατευθοῦν ἀπέναντι στὸ κακό. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ὁ καθένας, δὲν χρειάζεται παρὰ μία στιγμὴ κατανόησης, ἀποφασιστικότητα καὶ καλὴ θέληση. Ὅλοι μας ἔχουμε δίπλα μας ἀνθρώπους ποὺ δύσκολα ἀνεχόμαστε, ποὺ εἶναι αἰτία ταλαιπωρίας, δυστυχίας καὶ θυμοῦ· μποροῦμε νὰ ἀκυρώσουμε αὐτὸ τὸ θυμὸ καὶ νὰ ξεπεράσουμε τὴ δυστυχία ἂν κάνουμε τὸ καθῆκον μας, τὸ καθῆκον τῆς ζωῆς μας, τὸ ἔργο μας, ποὺ εἶναι νὰ κουβαλᾶμε μαζί τους τὸ φορτίο, νὰ εἴμαστε αὐτοὶ πού, πληγωμένοι καὶ προσβεβλημένοι καὶ ἀποδιωγμένοι, θὰ στραφοῦμε στὸν Κύριο καὶ θὰ ποῦμε: "Κύριε, συγχώρησε, γιατί δὲν μνησικακῶ, θέλω νὰ γίνω καὶ νὰ παραμείνω στέρεος μ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀδυναμία του καὶ στὴν ἁμαρτωλότητά του. Δὲν θὰ σταθῶ κριτικὰ ἀπέναντί του, κι ἂν ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀκόμη ἱκανὸς νὰ τὸ κάνω, κάνε το Ἐσὺ γιὰ μένα: μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κρίση, μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κατάκριση ποὺ μὲ τραχύτητα πρόφερα, μὴν ὑποστηρίξεις τὸν θυμό μου. Στάσου δίπλα σ' αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε, ἐπειδὴ αὐτὸς ἢ αὐτὴ ἔχει ἀνάγκη βοήθειας, συγχώρησης καὶ θεραπείας γι' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο ".

Ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ συγνώμη, κι ἂν δὲν ἀρχίσει ἐκεῖ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ τίποτα ἄλλο. Σηκώνουμε τὸ φορτίο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ἀποδεχόμαστε τὴν ἀλληλεγγύη μὲ ἐκείνους ποὺ ἔσφαλαν καὶ σφάλλουν, τοὺς ἀγαποῦμε "ἐν καινότητι" ζωῆς καὶ μόνον τότε ἡ συγχώρηση γίνεται αὐτὴ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι: μία πράξη μεσιτείας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μία πράξη ποὺ γιατρεύει καὶ μεταμορφώνει. Αὐτὴ τὴν ἀρχὴ τῆς συγνώμης ὅλοι μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε, εἶναι μέσα στὶς δυνάμεις μας νὰ ἀναλάβουμε αὐτὸ τὸ ἔργο. Ἂς κάνουμε λοιπὸν ὅ,τι μποροῦμε, καὶ ἂς ἀφήσουμε τὸ Θεὸ νὰ πραγματοποιήσει μέσα μας, γιά μᾶς, καταμεσῆς τῆς ζωῆς μας, αὐτὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὴ καλή μας θέληση, ὥστε νὰ χτίσουμε σιγὰ-σιγὰ τὴ βασιλεία τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, μιὰ βασιλεία ποὺ εἶναι ἀληθινὰ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.



 

Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Παράδεισο ( τῆς Τυρινῆς) Anthony Bloom




Τό ἀνθρώπινο γένος στό πρόσωπο τοῦ παλιοῦ Ἀδάμ ἔπεσε, ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη· κι ἡ φοβερή κρίση τοῦ Θεοῦ θά εἶναι μιά κρίση γιά τήν ἀνθρώπινη ἀγάπη.

Ὁ ἄνθρωπος εἶχε προσκληθεῖ στήν πλήρη ἀντίληψη, σέ μιά ἑνότητα ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του μέ τό Θεό μέσω τῆς ἀγάπης ἀλλά ἔπεσε ἐπειδή θέλησε νά μάθει τό μυστήριο τοῦ εἶναι μέ τήν κρύα λογική του καί τήν τυφλωτική ἀντίληψη τῆς σάρκας. Καί ἔγινε σάρκα, τό πνεῦμα σβήστηκε ἐνῶ ὁ φυσικός ἄνθρωπος θριάμβευσε μέσα του, κι ἔγινε αὐτό ποὺ γνωρίζουμε τούς ἑαυτούς μας νά εἶναι: κάτοχος ἑνός ἀβέβαιου, ψεύτικου εἴδους κατανόησης τοῦ μυαλοῦ κι ἑνός μεθυστικοῦ εἴδους ἀντίληψης τοῦ σώματος.

Τή γνώση ὅμως ἐκείνη ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶχε κληθεῖ νά ἀποκτήσει μέσα στήν ἑνότητά του μέ τό Θεό, μέ τήν ἐνατένιση τῶν μυστηρίων τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης στό βάθος τοῦ Θεοῦ τήν ἔχασε - ὅπως τή χάνει καί τώρα - ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη.

Τό Εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς ἦταν γιά τή Μέλλουσα Κρίση. Ἡ κρίση αὐτή βασιζόταν ἀποκλειστικά στήν ἐρώτηση ἄν ἤμασταν ἱκανοί ν' ἀγαπᾶμε ὅταν ζούσαμε στή γῆ: «Ἔθρεψες τούς πεινασμένους, συμπόνεσες ὅσους κρύωναν, ἕντυσες τούς γυμνούς, εἶχες τό θάρρος νά ἐπισκεφτεῖς τούς φυλακισμένους, εἶχες δείξει ἔλεος καί ἀγάπη;» Αὐτή εἶναι ἡ μόνη κρίση γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Κύριος. Ρωτάει μόνο τί εἴδους καρδιά εἴχαμε, ἄν πάνω στή γῆ ἤμασταν ἱκανοί ν' ἀγαπήσουμε μέ ὅλο τό πλάτος τῆς γήινης ἀγάπης καί μέ μιά ζωντανή, ἀνθρώπινη καρδιά γεμάτη συμπάθεια, στοργή καί συμπόνια. Ἡ φοβερή κρίση εἶναι τρομακτική διότι δέ θά ἀπαιτήσει τίποτα ἀπό μᾶς. Θά σταθοῦμε ἁπλῶς μπροστά στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί τότε ἐμπρός στό πρόσωπο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, σ' ἕνα πεδίο ὅπου δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπό τήν ἀγάπη, ὅπου ἡ ἀγάπη ἐκφράζει ὅλο τό νόημα τοῦ εἶναι, αὐτό ποὺ εἶναι καλό μέσα μας θά θρηνήσει διότι ποτέ δέν τό ἀφήσαμε ἐλεύθερο, ποτέ δέν τό ἀφήσαμε νά ἐκφραστεῖ στήν πληρότητά του, διότι σκοτώσαμε τήν ἀγάπη γιά χάρη τῆς κρύας λογικῆς μας καί τῶν πειρασμῶν τῆς σάρκας.

Σήμερα λοιπόν, θυμούμενοι τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ μποροῦμε πολύ εὔκολα νά φανταστοῦμε τό πῶς ἔχυσε πικρά δάκρυα ἐμπρός ἀπό τίς πύλες τοῦ παραδείσου. Οἱ πύλες αὐτές τοῦ παραδείσου εἶναι οἱ πύλες οἱ ὁποῖες εἶναι κλεισμένες σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποτύχει στήν ἀγάπη. Πόσο συχνά δέ νιώθουμε κι ἐμεῖς κάτι παρόμοιο: ἡ οἰκογένεια διαλύεται καί κάποιος θρηνεῖ μπροστά στίς κλειστές πύλες τοῦ παραδείσου ἐπειδή ἡ ἀγάπη δέν μπόρεσε νά σταθεῖ καί νά θριαμβεύσει, ἐπειδή τίποτα δέν ἔχει μείνει ἐκτὸς ἀπό ψυχρότητα καί ἀπομάκρυνση· πεθαίνει ἴσως μιά φιλία κι ἕνας ἄνθρωπος στέκεται στόν παγωμένο κόσμο μιᾶς σβησμένης ἀγάπης καί μιᾶς κλειστῆς καρδιᾶς.

Δέ γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τόν πόθο ἐκεῖνο τοῦ Ἀδάμ γιά τόν ὁποῖο ἡ ἐκκλησία ψάλλει μέ τόσο μεγάλο πόνο; Δέν ἕλκεται ἡ ψυχή μας πρός τό Θεό, πρός τά ἀγαπημένα μας πρόσωπα, καί δέ μᾶς κλείνεται ἡ πόρτα κατάφατσα ἐπειδή ἡ ἀγάπη μας δέν εἶναι ἀρκετή, ἐπειδή ἡ ψύχρα καί ἡ ἀπολίθωση τῶν καρδιῶν καί τοῦ μυαλοῦ μας εἶναι τόσο δυνατές;

Τί πρέπει νά κάνουμε ὅμως; Πῶς νά ξεφύγουμε ἀπό τή φρίκη αὐτή; Τήν ἀπάντηση μᾶς τή δίνει τό σημερινό Εὐαγγέλιο. Τό νά μάθουμε ν' ἀγαπᾶμε ἔξαφνα, ἀνεπιφύλακτα, τό ν' ἀνοίξουμε τίς καρδιές μας, ν' ἀνοίξουμε τίς ζωές καί τίς ψυχές μας στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους εἶναι πέρα ἀπό τίς δυνάμεις μας, μποροῦμε ὅμως τουλάχιστο ν' ἀρχίσουμε ἀπό τά μικρά- μποροῦμε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 14.1) νά ἀρχίσουμε νά δεχόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο σάν «ἀσθενοῦντας», ὅπως ἀκριβῶς ἀσθενεῖς εἴμαστε καί ἐμεῖς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς συγχώρησης.

Εἴμαστε ἀνίκανοι νά συγχωροῦμε ὥστε νά μήν παραμένει πόνος καί φρίκη, μποροῦμε ὅμως ν' ἀρχίσουμε νά συγχωροῦμε, μποροῦμε νά ποῦμε: «Σέ δέχομαι ὅπως εἶσαι· παρ’ ὅλη σου τήν ψυχρότητα καί τήν πικροχολία, τήν κακοτροπία καί τήν ἀσχήμια δέ θά σέ ἀποστραφῶ· εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, ἡ ἀδελφή μου, ἡ μητέρα μου, ὁ πατέρας, ὁ φίλος μου. Θά ἀνεχτῶ τήν ψυχρότητά σου, θά ἀνεχτῶ τά πάντα, θά τά ὑποφέρω. Πρός τό παρόν αὐτό εἶναι ὅλο ποὺ μπορῶ νά κάνω- δέν εἶμαι ἱκανός νά σέ ἀγαπήσω, μπορῶ ὅμως νά σέ ἀποδεχτῶ. Μπορῶ νά σέ δεχτῶ ὅπως καί ὁ Χριστός δέχτηκε τό σταυρό, τόν ἄσπλαχνο, βασανιστικό σταυρό, καί νά σέ μεταφέρω μέ μαρτύριο καί θλίψη στούς ὤμους μου».

Δέν εἶναι βέβαια ὅλους ποὺ πρέπει νά ὑπομείνουμε μέ τόσο πόνο καί λύπη. Πολλούς μποροῦμε νά μεταφέρουμε μέ χαρά· κι ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅλους ὅσους μεταφέρουν ἐμᾶς μέ στοργή, μέ συμπόνια, μέ ἀγάπη.

Ἄν δέν μποροῦμε νά συγχωρέσουμε τέλεια ἄς λυπηθοῦμε τουλάχιστο τόν ἄλλο ποὺ εἶναι ἁμαρτωλός ὅπως ἀκριβῶς καί ἐμεῖς, ποὺ εἶναι ἐξ ἴσου μ' ἐμᾶς ἀσθενικός καί ἀνίσχυρος, τό ἴδιο ἀνίκανος ν' ἀγαπήσει, τό ἴδιο ἀνίκανος νά συγχωρέσει, νά ζήσει. Ἄς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τήν ἀγάπη τοῦ σταυροῦ, καί ἄς μποῦμε στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαιρόμενοι ποὺ μᾶς δόθηκε νά προχωρήσουμε μαζί πρός τή σωτηρία, πρός τήν ἡμέρα ποὺ μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, τή στοργή καί τήν ἀγάπη καί τήν παρηγοριά τοῦ Θεοῦ θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε καλά καί νά γνωρίσουμε τήν πλήρη συγχώρηση, τήν τέλεια ἀγάπη καί μέσα ἀπό τίς στενές πύλες θά ἔχουμε φτάσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Σημ. Τήν Κυριακή αὐτή μνημονεύουμε τήν Ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.

Εἰσαγωγὴ στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ




Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ πολλοὶ νομίζουν ἢ αἰσθάνονται, ἡ Σαρακοστὴ τοῦ Πάσχα εἶναι περίοδος χαρᾶς. Εἶναι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποτινάξουμε κάθε τί ἄσχημο καὶ θανατηφόρο ἀπὸ μέσα μας γιὰ νὰ βροῦμε πάλι τὴ δύναμη νὰ ζήσουμε, νὰ βιώσουμε σὲ ὅλο τὸ βάθος του τὸ μυστήριο στὸ ὁποῖο εἴμαστε καλεσμένοι. Ἂν δὲν κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ποιότητα τῆς χαρᾶς στὴ νηστεία, θὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μιὰ καρικατούρα, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μας μίζερη.

Μπορεῖ, πράγματι, αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς χαρᾶς ποὺ πλέκεται μὲ τὴν ἐπίπονη προσπάθεια καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα νὰ φαίνεται περίεργη, ὅμως ἀγκαλιάζει μὲ καθολικὸ τρόπο τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κατάκτηση. Δὲν χαρίζεται ἁπλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀδιάφορα καὶ τεμπέλικα τὴν περιμένουν νὰ ἔρθει. Γιὰ ὅσους τὴν ἀναμένουν μὲ τέτοιο πνεῦμα, θὰ ἔρθει, ἀλλὰ στὸ μέσον της νύχτας, σὰν τὴν Ἡμέρα τῆς Κρίσης. Σὰν τὸν κλέφτη ποὺ τρυπώνει ὅταν δὲν τὸν περιμένεις, σὰν τὸ Νυμφίο ποὺ φθάνει ἐνῶ οἱ μωρὲς παρθένες κοιμοῦνται. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσμένουμε τὴν Κρίση καὶ τὴ Βασιλεία.

Χρειάζεται νὰ ἀλλάξουμε τὴ νοοτροπία μας σὲ μιὰ νέα κατανόηση ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ξαναβροῦμε μέσα μας αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιέργως ἔχουμε ἀποξενωθεῖ: τὴ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου –κι ἂς ξέρουμε ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἴσως μᾶς ξενίζει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία κηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο – δηλαδὴ “καλὸ ἄγγελμα” - αὐτὸ τῆς Κρίσεως· κι ὅμως ἀναφωνοῦμε: “Ἔρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι φόβος ἀλλὰ ἐλπίδα.

Ὅσο ἀδυνατοῦμε νὰ ἀρθρώσουμε αὐτὰ τὰ λόγια, κάτι σημαντικὸ διαφεύγει ἀπὸ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ὅ,τι κι ἂν προφασιστοῦμε, παγανιστὲς ἐνδεδυμένοι ροῦχα εὖ-ἀγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ὁποίων λείπει ὁ Θεός. Ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἐρχομὸς Του εἶναι σκοτάδι καὶ φόβος καὶ ἡ κρίση Του δὲν εἶναι λύτρωση ἀλλὰ καταδίκη. Τὸ ἀντάμωμά μας μὲ τὸν Κύριο φαντάζει σὰν ἕνα τρομερὸ γεγονὸς κι ὄχι σὰν αὐτὸ ποὺ λαχταροῦμε καὶ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ζοῦμε. Ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιήσουμε, ἡ περίοδος τῆς νηστείας δὲν θὰ γίνει ποτὲ γιὰ μᾶς χαρά, ἀφοῦ εἶναι μιὰ περίοδος ποὺ ἐνσωματώνει ταυτόχρονα κρίση καὶ εὐθύνη: χρειάζεται νὰ προηγηθεῖ αὐτοκριτικὴ γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦμε τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν Ἀνάσταση, μὲ ἀνοιχτὴ καρδιὰ καὶ πίστη, σὰν γιορτή.

Ἡ κρίση δὲν μᾶς ἐπιβάλλεται ἔξωθεν. Ναί, πράγματι θὰ ἔρθει ἡ μέρα ποὺ θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ θὰ κριθοῦμε· ἀλλά, πρὸς τὸ παρόν, ἐφόσον τὸ προσκύνημα συνεχίζεται, ὅσο τὸ τέλος ἐκκρεμεῖ καὶ ὁ δρόμος ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ ἁπλώνεται μπροστὰ μας ἀδιάβατος, κρινόμαστε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου “ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ’ αὐτοῦ” (Ματθ. 5.25). Ὁρισμένοι Πατέρες βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ “ἀντιδίκου” ὄχι τὸν διάβολο (μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς οὔτε εἰρηνεύει οὔτε συνδιαλέγεται), ἀλλὰ τὴ συνείδηση ποὺ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς γρηγορεῖ στὸ πλευρό μας καὶ οὐδέποτε ἡσυχάζει. Μὲ τὴ συνείδησή μας διαλεγόμαστε συνεχῶς, μᾶς ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ καὶ ὀφείλουμε νὰ συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Ἀλλιῶς θὰ φτάσει κάποτε ἡ στιγμὴ τῆς Κρίσης καὶ τότε ὁ “ἀντίδικος” θὰ μεταμορφωθεῖ σὲ κατήγορο. Ἐνόσῳ, λοιπόν, ἀκόμα πορευόμαστε ἡ κρίση λαμβάνει χώρα διαρκῶς μέσα μας σὰν ἕνας διάλογος μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς πράξεις μας· ὅλα αὐτὰ ποὺ τίθενται ἐνώπιόν μας νὰ κρίνουμε καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρινόμαστε.

Συχνὰ πορευόμαστε μέσα στὸ σκοτάδι, ἀφοῦ σκοτισμένα εἶναι καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ καὶ τὰ μάτια μας. Μόνο ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φωτίσει τὴ ζωὴ μας ὑπάρχει δυνατότητα ν’ ἀρχίσουμε νὰ διακρίνουμε μέσα μας τὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος. Σ’ ἕνα ἀξιοσημείωτο κείμενό του ὁ Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης γράφει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτει τὴν ἀσχήμια τῆς ψυχῆς μας παρὰ μόνο ἐὰν δεῖ μέσα μας ἀρκετὴ πίστη καὶ ἐλπίδα ἱκανὴ ὥστε νὰ μὴν καταρρεύσουμε στὸ ἀντίκρισμα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅποτε εἴμαστε σὲ θέση ν’ ἀναγνωρίσουμε τὴ σκοτεινὴ πλευρὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νὰ κάνουμε κάποια βήματα αὐτογνωσίας κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τῆς Θείας δικαιοσύνης. Δύο τινὰ συμβαίνουν τότε: ἀφενὸς μᾶς ξενίζει ἡ ἀσχήμια ποὺ φανερώνεται μπροστά μας, ἀφετέρου αἰσθανόμαστε χαρὰ γιατί ἀναγνωρίζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐμπιστεύεται μιὰ νέα γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ ἄλλοτε δὲν τὴν ἐπέτρεπε γιατί δὲν εἴχαμε τὴ δύναμη νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν ἀλήθεια. Κι ἔτσι, ἡ κρίση μετατρέπεται σὲ χαρὰ γιατί ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἀστοχιῶν μας συνοδεύεται ἀπὸ τὴ γνώση ὅτι ὁ Θεὸς εἶδε μέσα μας πίστη καὶ ἐλπίδα καὶ καρτερία ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν ὄχι μόνο νὰ δοῦμε πιὸ καθαρὰ ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνεργήσουμε.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι σημαντικὰ ἐὰν θέλουμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ἡ νηστεία καὶ ἡ χαρὰ πᾶνε μαζί. Ἀλλιῶς, ἡ διαρκής, ἐπίμονη προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς φέρει σὲ ἐπίγνωση, μπορεῖ νὰ μᾶς βαρύνει ἀντὶ νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ὥστε δὲν θὰ εἴμαστε πιὰ σὲ θέση νὰ φτάσουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ χαρά, γιατί θὰ φανταζόμαστε ὅτι ἡ Ἀνάσταση δὲν μᾶς ἀφορᾶ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰσάγει τοὺς πιστοὺς στὴ Σαρακοστὴ μὲ μία σειρὰ προκαταρκτικῶν ἑβδομάδων κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ὁδηγεῖ βῆμα πρὸς βῆμα ἀπὸ τὸ σκοτάδι πρὸς τὸ φῶς τῆς κρίσεως.

Τὸ πρῶτο, δραματικὸ στάδιο συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τυφλοί, κι ὅμως ἀνίδεοι γιὰ τὴν τυφλότητά μας. Ἐνῶ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι τὸ σκοτάδι εἶναι γύρω καὶ μέσα μας. Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μᾶς μιλᾶ σχετικὰ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Βαρτίμαιου, τοῦ τυφλοῦ ἐπαίτη στὴν πύλη τῆς Ἱεριχοῦ, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἢ ἔχασε τὸ φῶς του ἢ ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση ζοῦσε στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι. Δὲν ὑπῆρχε ζωή, οὔτε φῶς, οὔτε χαρὰ γι’ αὐτόν. Πιθανὸν νὰ εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ δυστυχία του. Συνέχιζε νὰ ἐπιβιώνει μέρα μὲ τὴ μέρα, χάρη στὴν ψυχρή, ἀδιάφορη ἐλεημοσύνη τῶν περαστικῶν. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα ἔκανε τὴ δυστυχία του τραγική: Ζοῦσε τὸν καιρὸ τοῦ Ἰησοῦ. Πρέπει νὰ ἄκουσε πολλὲς φορὲς νὰ μιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ γιάτρευε ἀνθρώπους καὶ ἀνακαίνιζε τὰ πράγματα, ποὺ ἔδινε φῶς σὲ τυφλοὺς καὶ θεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἡ λαχτάρα τῆς ἀνέλπιστης γιατρειᾶς, ἔκανε τὸ σκοτάδι του ἀκόμα πιὸ πυκνό. Θὰ ἦταν ἀπίθανο ὁ Θεὸς νὰ βρεθεῖ στὸ δρόμο του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο δὲν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ καταφέρει νὰ συναντήσει αὐτὸν τὸν ἀκούραστο κήρυκα καὶ ἰατρὸ ποὺ ἀδιάκοπα περιόδευε. Πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος ν’ ἀκολουθήσει ἕναν περιοδεύοντα; Συνειδητοποίησε τὸ μέγεθος τῆς τυφλότητάς του μπροστὰ στὴ δυνατότητα ποὺ ὑπῆρχε νὰ ἀναβλέψει. Ἡ ἀπελπισία του μεγάλωσε ἀφότου γεννήθηκε μέσα του ἡ ἐλπίδα. Κι ἔτσι, ὅταν ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ πλησιάζει ἱκέτευσε γιὰ τὴν θεραπεία του ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς φλογερῆς ἐπιθυμίας του νὰ σωθεῖ.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ συχνά μᾶς φαίνεται τόσο δύσκολο: νὰ ἔρθουμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν πραγματική μας κατάσταση, κι ὄχι νὰ παρηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας ὅτι διάγουμε ἕνα εἶδος ζωῆς ποὺ εἶναι ἱκανὸ ν’ ἀντικαταστήσει τὴ θεία ζωή. Ὀφείλουμε νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι. Καὶ νὰ σκεφτοῦμε ὅτι χωρὶς φῶς εἴμαστε χαμένοι, γιατί τὸ σκοτάδι στὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀφεθεῖ εἶναι ὁ θάνατος, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξουμε στάση ἂν δὲν καταλάβουμε ὅτι ἡ κατάστασή μας εἶναι ἀπελπιστικὴ· ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, τὸ μόνο ποὺ ἔχει νόημα. Τότε θὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ Θεό, ἐλπίζοντας ὅτι ἐκεῖνος θὰ ἐνεργήσει. Μόνο αὐτὴ ἡ θανάσιμη ἀγωνία μπορεῖ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει, σὰν τοῦ Βαρτίμαιου, ποὺ κανεὶς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταματήσει τὶς κραυγές του γιὰ βοήθεια ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦρθε ἡ ἀποφασιστικὴ στιγμή. Περνοῦσε ὁ Χριστός. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ θὰ εἶχε προσπεράσει καὶ τὸ σκοτάδι του θὰ γινόταν μόνιμο, ἀθεράπευτο.

Ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ μᾶς κρατάει συνήθως σὲ ἀδράνεια εἶναι ὁ φόβος μας γιὰ τὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο πιστεύουμε πὼς πρέπει νὰ συντηροῦμε μία συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας πρὸς τὰ ἔξω εἶναι φοβερὰ δύσκολο νὰ ἀλλάξουμε, κι αὐτὸ μᾶς φανερώνει ἡ παραβολὴ τοῦ Ζακχαίου, ποὺ ἀκολουθεῖ. Τὸ πρόβλημα τοῦ Ζακχαίου ἦταν τὸ ἑξῆς: Ἤθελε ἀπεγνωσμένα νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Θὰ ἔπαιρνε τὸ ρίσκο νὰ ἐξευτελίσει τὸν ἑαυτό του; Τὸ νὰ φθάσει κανεὶς νὰ γίνει γελοῖος διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη ποὺ συνήθως βιώνουμε καὶ καταφέρνουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε χρησιμοποιώντας ὡς προκάλυμμα τὴν ὑπερηφάνειά μας. Ἡ γελοιοποίηση ξεπερνᾶ τὸ κουράγιο τῶν περισσοτέρων ἀπό μᾶς. Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε ἕναν τραπεζικὸ διευθυντὴ μιᾶς μικρῆς πόλης νὰ σκαρφαλώνει σ’ ἕνα δέντρο ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ νὰ δέχεται τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ ἐπιφωνήματα τῶν μικρῶν παιδιῶν, χάριν μιᾶς συνάντησης μὲ τὸν Χριστό; Αὐτὴ ἦταν ἡ θέση τοῦ Ζακχαίου, τοῦ ἰσχυροῦ καὶ πλούσιου ἄνδρα. Ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ εἶχε τόση σημασία –ἦταν ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου- ποὺ βρῆκε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀγνοήσει τὴν γελοιότητα καὶ τὴν ταπείνωση, προσηλωμένος στὴν ἐπιθυμία του. Καὶ εἶδε τὸν Χριστό.

Ὑπάρχουν δύο τρόποι γιὰ νὰ πάψουμε νὰ ἑξαρτώμαστε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Εἴτε θὰ πράξουμε ὅπως ὁ Ζακχαῖος, ἀποδεχόμενοι τὴν ταπείνωση ὡς οὐσιῶδες μέρος τῆς σωτηρίας μας, εἴτε θὰ ἐπιτρέψουμε στὴν καρδιά μας νὰ σκληρύνει καὶ μὲ τὴν ὑπερηφάνειά μας θὰ ἀκυρώσουμε τὴν κρίση τῶν ἄλλων. Δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐπιλογή. Ὑπάρχει μόνο ἡ αὐθόρμητη ταλάντευση καὶ ἡ ἀδυναμία ποὺ ὅλοι βιώνουμε πρὶν ἀποφασίσουμε ἀνάμεσα στὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος, γιατί κάθε φορὰ ποὺ κλείνουμε πρὸς τὸ λάθος φοβόμαστε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποτε ἀναζητοῦμε τὸ σωστὸ βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑπερηφάνεια ἢ ἡ ταπείνωση εἶναι οἱ μόνοι δρόμοι ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὸ δίλημμα.

Ἡ ἑπόμενη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου εἶναι ἐνδεικτική τῆς πρώτης, αἰχμηρῆς κρίσης ποὺ εἶναι συνάμα ἀνθρώπινη καὶ θεϊκή. Ἐὰν ἀναρωτηθοῦμε πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Φαρισαῖος νὰ εἶναι τόσο ὑψιπετὴς παρὰ τὶς ὑψηλές του γνώσεις γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Τελώνης τόσο ταπεινὸς παρὰ τὴν ἁπλότητά του, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε ὡς ἑξῆς: οἱ ἀναφορὲς τοῦ Φαρισαίου βρίσκονται στὸ γράμμα τοῦ νόμου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὔκολο νὰ αἰσθάνεται ὅτι δικαιώνεται μὲ νομικὸ τρόπο, μὲ βάση τὸ νόμο καὶ τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Μπορεῖ πάντοτε νὰ πληροῖ τοὺς κανόνες καὶ νὰ αἰσθάνεται ἀνεπίληπτος. Ἀλλὰ οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη διαφέρουν. Δὲν ἦταν νομοταγής. Ὅ,τι γνώριζε ἀπὸ τὸ νόμο συνοψίζονταν στὰ ἑξῆς: συγκεκριμένα χωρία τοῦ νόμου ἔθεταν τὶς πράξεις καὶ τὴ ζωή του στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ· κι ἄλλα πάλι χωρία τὰ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ διεκδικήσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Ὁ νόμος ἦταν ἕνα δυνατό, βάναυσο καὶ σκληρὸ ἐργαλεῖο ἄλλοτε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι ἄλλοτε στὰ δικά του. Καὶ καθὼς ἦταν γνώστης τῆς ζωῆς, ἤξερε καλὰ ὅτι ἡ μόνη σωτηρία ἀπὸ τὸ νόμο ἦταν ἡ ἀνθρώπινη εὐσπλαχνία καὶ ἡ ἀνθρώπινη συμπόνια. Μόνο ἡ ἀνθρώπινη σχέση ἦταν δυνατὸ νὰ σώσει τὸν χρεωμένο ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὸν αἰσχροκερδῆ ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ δικαστῆ. Ἔτσι οἱ ἀναφορὲς του βρίσκονταν σὲ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ δύο πράγματα: Ἀπὸ τὴ μιὰ ἦταν ὁ νόμος, ἀδυσώπητος καὶ ἀμείλικτος, ποὺ ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν ἔβρισκε τὴ δύναμη νὰ ὑπακούσει, ἀλλὰ ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ χρησιμοποιεῖ μὲ ὠμότητα ἀπέναντι σὲ ἄλλους. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη σχέση, ποὺ ἦταν ἱκανὴ νὰ ἐξομαλύνει καὶ νὰ θεραπεύσει τὰ πάντα. Οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη ἦταν οἱ συνάνθρωποί του, οἱ γείτονές του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἀόρατου γείτονα, τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ βρῆκε τὴ δύναμη καὶ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ καὶ ἔτυπτε τὸ στῆθος του, μὲ ἀπελπισία: Σὲ πεῖσμα κάθε λογικῆς, γνώριζε πὼς στὸν κόσμο τῶν σκληρῶν καὶ ἀμείλικτων ἀνθρώπων ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ὅλα εἶναι δυνατά, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος ἀκόμα καὶ μέσα στὴ σκληρότητά του. Τὸ ἴδιο πίστευε καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ὁ νόμος τὸν καταδίκαζε ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν μόνο νομοθέτης οὔτε μόνο ἐπιτηρητὴς τοῦ νόμου. Ἦταν ἐλεύθερος νὰ ἐνεργήσει μὲ φιλανθρωπία μέσα στὰ πλαίσια τοῦ νόμου Του. Αὐτὴ ἡ γνώση ταπείνωσε τὸν Τελώνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί οἱ ὅροι τῆς ἀναφορᾶς του περιεῖχαν ἐλπίδα καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐλπίδας του ἦταν τὸ ἔλεος, ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ ἀγάπη.

Ἡ ἴδια ἀλήθεια ἐμφανίζεται καὶ στὴν ἑπόμενη παραβολή, τοῦ Ἄσωτου Γιοῦ. Κι ἐδῶ βρίσκουμε δύο πρόσωπα, τὸν δίκαιο καὶ τὸν φαῦλο. Ὁ ἄσωτος γιὸς κατὰ μία ἔννοια εἶναι μία ἄλλη ὄψη τοῦ Τελώνη καὶ ὁ μεγάλος ἀδελφὸς μοιάζει μὲ τὸν Φαρισαῖο. Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν εἴμαστε ἀντιμέτωποι μόνο μὲ τὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὸ νόμο ποὺ εἶναι ἀντικειμενικὸς καὶ γι’ αὐτὸ νεκρὸς καὶ τὸ ἔλεος ποὺ εἶναι ὑποκειμενικὸ γιατί εἶναι ζωντανὸ καὶ προσωπικό. Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία. Τί εἶναι ἁμαρτία; Ὁρίζεται καθαρά, θὰ ἔλεγε κανείς, στὸ σύντομο διάλογο ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν γιὸ στὴν ἀρχὴ τῆς παραβολῆς. Κι ἂν θελήσουμε νὰ τὸν μεταφέρουμε στὴ σύγχρονη ἐποχὴ μὲ ἕναν ὄχι τόσο κομψὸ τρόπο σὰν τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ τὸν συνοψίζαμε σὲ λόγια ὅπως αὐτά: “Πατέρα θέλω νὰ ζήσω ἀλλὰ στέκεσαι ἐμπόδιο στὸ δρόμο μου. Ὅσο ζεῖς ἡ περιουσία σοῦ ἀνήκει. Πρέπει, λοιπόν, νὰ φύγεις ἀπὸ τὴ μέση. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι ἤδη νεκρός. Δὲν μπορῶ νὰ περιμένω μέχρι νὰ πεθάνεις στ’ ἀλήθεια. Ἂς συμφωνήσουμε ὅτι ὅσο τουλάχιστον μὲ ἀφορᾶ δὲν ἔχω πιὰ πατέρα, ἀλλὰ κατέχω τὴν περιουσία του γιατί τὸν ἔχω κληρονομήσει”. Αὐτὸ εἶναι λίγο ἕως πολὺ τὸ περιεχόμενο τοῦ διαλόγου ποὺ συχνὰ διαμείβεται ἀνάμεσα σὲ γονεῖς καὶ παιδιὰ ἀλλὰ κι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο. Μὲ ἄλλα λόγια: “Δὲν σὲ ὑπολογίζω σὰν πρόσωπο. Στέκεσαι στὸ δρόμο μου. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ἀξία γιὰ μένα εἶναι ὅ,τι μπορῶ νὰ ἁρπάξω ἀπὸ σένα. Κι ἀφοῦ πάρω αὐτὸ ποὺ θέλω μπορεῖς νὰ ἐξαφανιστεῖς. Πρέπει νὰ ἀποδεχτεῖς ὅτι δὲν ὑπάρχεις”. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦμε ὅσα μᾶς προσφέρει καὶ κατόπιν νὰ τὸν ἐξορίσουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας, μὲ τὸν ἴδιο ἀδίστακτο τρόπο ποὺ ὁ Ἄσωτος λησμόνησε τὸν Πατέρα του στὴν ξένη γῆ. Ἀλλὰ καὶ τὸν συνάνθρωπό μας πρόθυμα τὸν παραμερίζουμε καὶ τὸν ἀποκλείουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας γιατί δὲν μετράει. Αὐτὸ ποὺ μετράει εἶναι τὰ ἀντικείμενα καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή τους.

Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ μία ἄλλη ὄψη τῆς παραβολῆς: ἡ πείνα, ἡ δυστυχία καὶ ἡ μοναξιά, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποστρεφόμαστε στὴ ζωὴ κι ὅμως ἀποτελοῦν συχνὰ τὴ μόνη ἐλπίδα μας νὰ σωθοῦμε. Ὅσο διάγουμε στὴν ἄνεση τοῦ βίου ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν πραγματική μας κατάσταση. Ἀποδεικνυόμαστε ἀνίκανοι νὰ σκύψουμε μέσα μας καὶ νὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε μόνοι στὴ μέση του πλήθους καὶ πάμφτωχοι στὸ κέντρο τοῦ πλούτου. Εἶναι σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλα τὰ πικρὰ καὶ δύσκολα ποὺ ἀνταμώνουμε στὸ δρόμο μας, ὅλα αὐτὰ ποὺ μισοῦμε καὶ φοβόμαστε, εἶναι ἡ σωτηρία μας. Γιὰ μᾶς ἡ στέρηση εἶναι ὅρος οὐσιώδης. Κι ἂν δὲν ἔχουμε στερηθεῖ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ στερούμαστε στὸ σημεῖο ποὺ ἡ ἔλλειψη θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐπίγνωση ὅτι ἀντικρίζουμε τὸν Θεὸ σὲ κατάσταση ὁλοκληρωτικῆς γύμνιας καὶ ἀνέχειας –τὴ μόνη κατάσταση ποὺ μᾶς ἀνήκει.

Ἕνας ὄμορφος μύθος διηγεῖται τὴ ζωὴ ἑνὸς πάμφτωχου ραβίνου ποὺ πρωΐ-βράδυ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ γενναιοδωρία Του. Κάποιος ποὺ ἄκουσε τὴν προσευχὴ του ἀναρωτήθηκε: “Πῶς μπορεῖς νὰ εἶσαι τόσο ὑποκριτής; Δὲν βλέπεις ὅτι ὁ Θεός σοῦ ἔχει στερήσει τὰ πάντα;” Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: “Κάνεις λάθος. Ὁ Θεὸς μὲ κοίταξε καὶ σκέφτηκε, “αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ σωθεῖ ἔχει ἀνάγκη τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, τὸ κρύο καὶ τὴ μοναξιά, τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ἐγκατάλειψη.” Καὶ μοῦ τὰ ἔδωσε σὲ ἀφθονία”. Νὰ τὸ ἀληθινὸ χριστιανικὸ ἦθος, ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς πιστοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ μόνο ποὺ ἔχει πραγματικὴ σημασία εἶναι ἡ ψυχή του. Τὸ ἴδιο μᾶς φανερώνει καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἀσώτου.

Ὁ ἄσωτος γιὸς μᾶς διδάσκει καὶ κάτι ἀκόμα. Ἐπιστρέφει ἔχοντας προετοιμάσει τὴν ὁμολογία του: “Πατέρα ἁμάρτησα. Δὲν ἀξίζω πλέον νὰ καλοῦμαι υἱός σου. Συγκατέλεξέ με ἀνάμεσα στοὺς δούλους σου”. Ἀλλὰ ὁ Πατέρας δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ συνεχίσει. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ξεστρατισμένος γιός, μία ἄσωτη θυγατέρα, ἕνας ἀνάξιος φίλος. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ξεπερνάει τὶς δυνατότητές μας εἶναι νὰ ὑποβιβάσουμε τὴν ποιότητα τῆς σχέσης μας. Ἕνας ἀνάξιος γιὸς δὲν μπορεῖ νὰ μετατραπεῖ σὲ ἄξιο μισθοφόρο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποτιμήσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὴ γέννησή μας, τὸ δικαίωμα ποὺ μᾶς χάρισε ἡ ἀγάπη. Δὲν γίνεται, δηλαδή, νὰ ψάχνουμε γιὰ συμβιβασμοὺς καὶ γιὰ νομικὲς ὁριοθετήσεις στὶς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ λέμε: “Ἀδυνατῶ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν καρδιά μου, ἀλλὰ θὰ σοῦ φερθῶ καλά. Δυσκολεύομαι νὰ σὲ ἀγαπήσω, ἀλλὰ θὰ σὲ ὑπηρετήσω”. Εἶναι μία ψεύτικη σχέση ποὺ ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ δεχθεῖ.

Τὸ τελευταῖο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ Σαρακοστὴ μᾶς δίνεται μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν ἀμνῶν καὶ τῶν ἐριφίων ποὺ θέτει ἐνώπιόν μας τὸν ἑξῆς προβληματισμό: Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε νὰ κρίνουμε κι αὐτὸ ποὺ τελικά μᾶς κρίνει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ξεκάθαρη. Εἶναι πιθανὸν νὰ νομίζουμε ὅτι κρινόμαστε μὲ βάση τὴν ἱκανότητά μας νὰ θεολογοῦμε ἢ νὰ μετέχουμε μὲ τὴν ὑψηλὴ θεωρία σ’ ἕναν κόσμο ὑπερβατικό. Ὡστόσο, ἡ παραβολὴ μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ πρὶν εἰσέλθουμε στὴ Θεία πραγματικότητα εἶναι πιὸ ἁπλή: Ἔχετε γίνει ἄνθρωποι; Ἐὰν ὄχι, μὴν φαντάζεστε ὅτι θὰ μπορέσετε ποτὲ νὰ ὁμοιάσετε τὸν Θεό, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μέτρο γιὰ κάθε τι.

Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι σημαντικό, γιατί μόνιμα πέφτουμε σὲ μία λανθασμένου τύπου κρίση. Μετρᾶμε τὴν ἀτομική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, πόσο πιστοὶ εἴμαστε ἢ πόσα γνωρίζουμε γιὰ τὸν Θεό, ζητήματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε “πιετισμό”, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν χριστιανισμό. Ἀλλὰ ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἑξῆς: Εἶστε ἄνθρωποι ἢ μήπως ὑπ-άνθρωποι; Μὲ ἄλλα λόγια, εἶστε ἱκανοὶ ν’ ἀγαπήσετε ἢ ὄχι; Ἤμουν νηστικός, διψασμένος, γυμνός, φυλακισμένος, ἄρρωστος. Ἤσασταν σὲ θέση ν’ ἀνταποκριθεῖτε στὴ δυστυχία μου μὲ ὁποιοδήποτε κόστος καὶ μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, ἢ ὄχι;

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἂς θυμηθοῦμε ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ζητᾶ νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ νόμο. Δὲν πρόκειται νὰ ζυγίσει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερὸ ποὺ προσφέραμε, οὔτε θὰ ἀριθμήσει τὶς ἐπισκέψεις μας σὲ ἀσθενεῖς καὶ τὰ παρόμοια. Αὐτὸ ποὺ θὰ μετρήσει εἶναι ἡ ἀνταπόκριση τῆς καρδιᾶς μας. Ἡ πράξη συχνὰ καθ’ αὐτὴ δὲν σημαίνει τίποτα. Γινόμαστε ἄνθρωποι τὴ στιγμὴ πού, σὰν τὸν Τελώνη καὶ τὸν Ἄσωτο γιό, θὰ ἔχουμε φτάσει στὴν ἀγάπη καὶ ἡ καρδιά μας θὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ δὲν θὰ μποῦμε ποτὲ στὴ διαδικασία νὰ αἰσθανθοῦμε δικαιωμένοι γιατί δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἐκπλήρωση τοῦ νόμου ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον ἀφομοιώσαμε τὸ νόμο ὥστε αὐτὸς νὰ δώσει καρπὸ μέσα μας τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης.

Ἔτσι θὰ ἀρχίσουμε νὰ κατανοοῦμε τὸν ἀνακαινιστικὸ ρόλο ποὺ μπορεῖ νὰ παίξει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς. Θὰ ἔχουμε περάσει ἀπὸ ὅλα τὰ στάδια τῆς κρίσης καὶ θὰ ἔχουμε ἀφήσει πίσω μας τὸ σκοτάδι καὶ τὸ νόμο, ἐνῶ μπροστὰ μας θὰ ἀντικρίζουμε τὸ μυστήριο τῆς σχέσης ποὺ καλεῖται “ἔλεος” ἢ “Χάρη”. Καὶ θὰ εἴμαστε πλέον ἀντιμέτωποι πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρωπιᾶς μας, ποὺ ἀξίζει νὰ θυμόμαστε πὼς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Χριστό.

Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἂς πορευτοῦμε στὸν καιρὸ τῆς νηστείας. Ἂς ξεκινήσουμε μέσα ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα καὶ τὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ βαδίσουμε τὴ μακριὰ πορεία τῆς μετά-νοιας. Ἔτσι, θὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας χάρης ποὺ μόνον αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ μοιάσουμε μὲ τὸν Χριστό.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...