(Μάρ β΄ 1-12) -Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν / Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Ἀντιμέτωπο μέ ἕνα πανίσχυρο κατεστημένο ἐμφανίζει τόν Ἰησοῦ ἡ περικοπή Μάρ β΄ 1-12, πού, σύμφωνα μέ τό λειτουργικό τυπικό τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς δεύτερης Κυριακῆς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Πρόκειται γιά τό κατεστημένο ἐκεῖνο πού διαμορφώνουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζονται ὡς εἰδικοί πάνω σέ ἕνα θέμα καί ὑπεραμύνονται μέ τέτοιο φανατισμό τῆς ἀλήθειας πού νομίζουν ὅτι κατέχουν, ὥστε τούς εἶναι ἀδύνατο νά πιστέψουν ἀκόμη καί τήν πραγματικότητα πού βλέπουν μέ τά ἴδια τους τά μάτια.
Σύμφωνα μέ τήν περικοπή, ὁ Ἰησοῦς κήρυττε σέ κάποιο σπίτι τῆς Καπερναούμ καί εἶχε μαζευτεῖ τόσος κόσμος, ὥστε κανείς δέν μποροῦσε πιά νά τόν πλησιάσει. Κάποιοι ἄνθρωποι πού μετέφεραν ἕναν παράλυτο, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι ἦταν ἀδύνατο νά προσεγγίσουν μέ ἄλλον τρόπο τόν Ἰησοῦ, δέν δίστασαν νά ἀνοίξουν μία τρύπα στήν ὀροφή τοῦ σπιτιοῦ -ἡ κατασκευή τῶν σπιτιῶν τῆς ἐποχῆς στήν Παλαιστίνη ἐπέτρεπε τέτοιου εἴδους ἐνέργειες- καί νά κατεβάσουν μέ σχοινιά τόν παράλυτο μπροστά του γιά νά τόν θεραπεύσει. Ὁ Ἰησοῦς, βλέποντας τή μεγάλη πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ἀπευθύνεται στόν παράλυτο λέγοντας: «Οἱ ἁμαρτίες σου συγχωροῦνται».
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ φράση ὅμως εἶναι πού πυροδοτεῖ τήν ἀντίδραση τῶν ἀνθρώπων γιά τούς ὁποίους ἔγινε λόγος παραπάνω. Πρόκειται στή συγκεκριμένη περίπτωση γιά τούς “γραμματείς”, τούς μορφωμένους, δηλαδή, ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς κύριο ἔργο τους τή μελέτη, ἀνάλυση καί ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς· κάτι σάν τούς σημερινούς θεολόγους. Πρόκειται γιά ἀνθρώπους πού ἄσπρισαν τά μαλλιά τους στή μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων καί πίστευαν ὅτι γνώριζαν πιά τά πάντα γιά τό Θεό. Εἶχαν ἀναπτύξει μία ἀπό κάθε ἄποψη ὁλοκληρωμένη καί τεκμηριωμένη διδασκαλία γιά τόν Θεό πού δέν φαινόταν νά χάνει ἀπό πουθενά, δέν μποροῦσε νά κλονιστεῖ μέ τίποτε. Εἶχαν μίαν ἀπάντηση γιά κάθε ἐρώτημα, μποροῦσαν νά βροῦν λύση σέ κάθε πρόβλημα πού τούς ἔθεταν· κάτι σάν τούς σημερινούς γεροντάδες. Καί τώρα, ὅλο αὐτό τό οἰκοδόμημα, πού τόσα χρόνια μέ τόσο κόπο ἔστηναν, ἔρχεται νά τούς τό γκρεμίσει ἕνας νεαρός ραββίνος μέ τή φράση «Οἱ ἁμαρτίες σου συγχωροῦνται».
Τό γεγονός ὅτι ἕνας ἄνθρωπος, χρόνια παράλυτος, μπορεῖ καί περπατάει τό ἀφήνουν ἐντελῶς ἀσχολίαστο. Αὐτό πού τούς ἀπασχολεῖ εἶναι τό θεωρητικό θεολογικό ἐρώτημα ἄν ὁ Ἰησοῦς ἔχει τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες ἤ ὄχι. Ἀφοῦ ἡ πραγματικότητα εἶναι διαφορετική ἀπό αὐτό πού πιστεύουν, λάθος εἶναι ἡ πραγματικότητα καί ὄχι ἡ θεωρία τους.
Τό κεντρικό, λοιπόν, θέμα τῆς περικοπῆς εἶναι ἡ σχέση θεωρίας καί ἀλήθειας. Σέ μιὰ ἀνάλογη κατάσταση μέ αὐτήν πού ἀντιμετώπισε ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε ἀρκετούς αἰῶνες ἀργότερα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στή μνήμη τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένη ἡ δεύτερη Κυριακή της Σαρακοστῆς. Στίς ἀρχές τοῦ ιδ΄ αἰώνα κάποιοι μοναχοί στό Ἅγιο Ὄρος ἐφάρμοζαν μία ὁρισμένη τεχνική ἄσκησης καί προσευχῆς μέ πλήρη ἀπομόνωση ἀπό ἐξωτερικά ἐρεθίσματα, ὥστε νά ἀξιωθοῦν μιᾶς ἔντονης ἐμπειρίας τοῦ θείου φωτός. «Ἀδύνατον», ὑποστήριζαν οἱ μορφωμένοι θεολόγοι τῆς ἐποχῆς, «ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος». Καί πάλι ἡ θεωρία ἐρχόταν νά ἀμφισβητήσει αὐτό πού κάποιοι ἄνθρωποι βίωναν ὡς πραγματική ἐμπειρία.
Τήν ὑπεράσπιση τῶν μοναχῶν ἀνέλαβε ὁ Γρηγόριος. Συμφωνεῖ, βεβαίως, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος, ἐπιμένει ὅμως ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τόν γνωρίσει, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός τό ἐπιτρέπει καί ὁ ἄνθρωπος πληροῖ ὁρισμένες προϋποθέσεις. Ἔτσι ἀναπτύσσει μία θεολογία, ἡ ὁποία βασίζεται στή διάκριση οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι καί παραμένει ἀκατάληπτη, ἡ ἐνέργειά του ὅμως εἶναι καταληπτή. Στόχος τῆς θεολογίας, ἑπομένως δέν πρέπει νά εἶναι ἡ ἐξέταση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ προσπάθεια προσέγγισης τοῦ Θεοῦ κατά τίς ἐνέργειες καί τίς σχέσεις του μέ τά δημιουργήματά του. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ θεολογία ἀπό μία θεωρητική, φιλοσοφικοῦ τύπου, ἐνασχόληση μέ τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ γίνεται ζωή καί ἐμπειρία, γίνεται μετοχή στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή “φυσική του κατασταση”, ὅπως χαρακτηριστικά τόνιζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό, στή θέωση.
Μία τέτοια προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ζητάει ὁ Χριστός ἀπό τούς μαθητές του ὅλων τῶν ἐποχῶν. Μία προσέγγιση πού θά βασίζεται στήν προσωπική τους ἐμπειρία καί ὄχι σέ κάποιες θεωρητικές διδασκαλίες πού ἄκουσαν στά μαθήματα τῶν θρησκευτικῶν στό σχολεῖο. Τό ἐρώτημα, βέβαια, εἶναι κατά πόσο ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς ἐπιτρέπει μία ζωντανή ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ρυθμός τῆς ζωῆς σήμερα ἐλάχιστα περιθώρια ἀφήνει στούς ἀνθρώπους γιά μία ματιά μέσα τους, νά σκεφτοῦν καί νά προβληματιστοῦν πάνω στόν ρόλο τους ὡς χριστιανῶν καί στόν πραγματικό σκοπό τῆς ζωῆς τους. Οἱ περισσότεροι περιορίζονται συνήθως στήν τέλεση κάποιων τυπικῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων καί ἀφήνουν τά μεγάλα προβλήματα στά χέρια τῶν εἰδικῶν. Ὅσο λιγότερο ὅμως σκέφτονται οἱ χριστιανοί τόσο περισσότερο χῶρο ἀφήνουν σέ κάθε λογής “αὐθεντίες”, οἱ ὁποῖες ἀναλαμβάνουν νά σκέφτονται γιά τούς ἄλλους, νά τούς περνᾶνε τίς ὅποιες ἀπόψεις τους, ἕτοιμες καί καλά διατυπωμένες μέσα ἀπό ἕνα σύνθημα, πού μπορεῖ κανείς εὔκολα νά τό ἀναμασᾶ καί νά τό διαδίδει. Ἔτσι ὅμως καταντοῦν οἱ ἄνθρωποι ἄβουλα ὄργανα στά χέρια αὐτῶν πού ἀναλαμβάνουν νά διαμορφώνουν τήν κοινή γνώμη, ὁμαδοποιοῦνται κάτω ἀπό ἕνα λάβαρο καί εἶναι ἕτοιμοι νά ἐκστρατεύσουν ἐνάντια σέ ὁποιονδήποτε τούς ὑποδειχτεῖ ὡς ἐχθρός. Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι, ὅταν κάποιος βρεθεῖ σέ αὐτήν τήν κατάσταση, νιώθει τόσο ἀσφαλής καί κατοχυρωμένος ἀπό τήν κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς ἐποχῆς πού ἄλλοι διαμόρφωσαν γι’ αὐτόν, ὥστε ὄχι μόνον τόν Θεό δέν μπορεῖ νά ἀναζητήσει καί νά δεῖ, ἀλλά οὔτε καί τήν καθημερινή πραγματικότητα μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ πλέον σωστά.
Ἡ εὐαγγελική περικοπή Μάρ β΄ 1-12 εἶναι ἕνα προσκλητήριο ἀντίστασης· ἀντίστασης ἀπέναντι σέ ὅλους ἐκείνους πού στοχεύουν στήν πνευματική ἀγκύλωση τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀπεργάζονται τήν πνευματική μιζέρια καί τύφλωση τῶν χριστιανῶν. Εἶναι καιρός οἱ πιστοί νά ἀντισταθοῦν στήν ἰσοπέδωση πού ἐπιβάλλουν τά διάφορα (λεγόμενα) πνευματικά περιβάλλοντα καί στήν ὑπεραπλουστευμένη θεώρηση τῆς ζωῆς πού ἐπιχειροῦν νά τούς περάσουν. Εἶναι καιρός νά γίνει σέ ὅλους συνείδηση ὅτι τό “ποίμνιο” τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποτελεῖται ἀπό πρόβατα· ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους πού σκέφτονται, συζητοῦν, ἀποφασίζουν συνειδητά καί πρό πάντων ψάχνουν. Σέ μία ἐποχή ἀπόλυτου ἀποπροσανατολισμοῦ καί πνευματικῆς ἀποχαύνωσης τό καθῆκον τῶν χριστιανῶν γιά ἐπαναπροσδιορισμό τῆς σχέσης τους μέ τόν Θεό καί πιό συνειδητή μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας τους ἀπό τή σχέση αὐτή προβάλλει περισσότερο ἐπιτακτικό ἀπό ποτέ.
Ἀντιμέτωπο μέ ἕνα πανίσχυρο κατεστημένο ἐμφανίζει τόν Ἰησοῦ ἡ περικοπή Μάρ β΄ 1-12, πού, σύμφωνα μέ τό λειτουργικό τυπικό τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς δεύτερης Κυριακῆς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Πρόκειται γιά τό κατεστημένο ἐκεῖνο πού διαμορφώνουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζονται ὡς εἰδικοί πάνω σέ ἕνα θέμα καί ὑπεραμύνονται μέ τέτοιο φανατισμό τῆς ἀλήθειας πού νομίζουν ὅτι κατέχουν, ὥστε τούς εἶναι ἀδύνατο νά πιστέψουν ἀκόμη καί τήν πραγματικότητα πού βλέπουν μέ τά ἴδια τους τά μάτια.
Σύμφωνα μέ τήν περικοπή, ὁ Ἰησοῦς κήρυττε σέ κάποιο σπίτι τῆς Καπερναούμ καί εἶχε μαζευτεῖ τόσος κόσμος, ὥστε κανείς δέν μποροῦσε πιά νά τόν πλησιάσει. Κάποιοι ἄνθρωποι πού μετέφεραν ἕναν παράλυτο, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι ἦταν ἀδύνατο νά προσεγγίσουν μέ ἄλλον τρόπο τόν Ἰησοῦ, δέν δίστασαν νά ἀνοίξουν μία τρύπα στήν ὀροφή τοῦ σπιτιοῦ -ἡ κατασκευή τῶν σπιτιῶν τῆς ἐποχῆς στήν Παλαιστίνη ἐπέτρεπε τέτοιου εἴδους ἐνέργειες- καί νά κατεβάσουν μέ σχοινιά τόν παράλυτο μπροστά του γιά νά τόν θεραπεύσει. Ὁ Ἰησοῦς, βλέποντας τή μεγάλη πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ἀπευθύνεται στόν παράλυτο λέγοντας: «Οἱ ἁμαρτίες σου συγχωροῦνται».
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ φράση ὅμως εἶναι πού πυροδοτεῖ τήν ἀντίδραση τῶν ἀνθρώπων γιά τούς ὁποίους ἔγινε λόγος παραπάνω. Πρόκειται στή συγκεκριμένη περίπτωση γιά τούς “γραμματείς”, τούς μορφωμένους, δηλαδή, ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς κύριο ἔργο τους τή μελέτη, ἀνάλυση καί ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς· κάτι σάν τούς σημερινούς θεολόγους. Πρόκειται γιά ἀνθρώπους πού ἄσπρισαν τά μαλλιά τους στή μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων καί πίστευαν ὅτι γνώριζαν πιά τά πάντα γιά τό Θεό. Εἶχαν ἀναπτύξει μία ἀπό κάθε ἄποψη ὁλοκληρωμένη καί τεκμηριωμένη διδασκαλία γιά τόν Θεό πού δέν φαινόταν νά χάνει ἀπό πουθενά, δέν μποροῦσε νά κλονιστεῖ μέ τίποτε. Εἶχαν μίαν ἀπάντηση γιά κάθε ἐρώτημα, μποροῦσαν νά βροῦν λύση σέ κάθε πρόβλημα πού τούς ἔθεταν· κάτι σάν τούς σημερινούς γεροντάδες. Καί τώρα, ὅλο αὐτό τό οἰκοδόμημα, πού τόσα χρόνια μέ τόσο κόπο ἔστηναν, ἔρχεται νά τούς τό γκρεμίσει ἕνας νεαρός ραββίνος μέ τή φράση «Οἱ ἁμαρτίες σου συγχωροῦνται».
Τό γεγονός ὅτι ἕνας ἄνθρωπος, χρόνια παράλυτος, μπορεῖ καί περπατάει τό ἀφήνουν ἐντελῶς ἀσχολίαστο. Αὐτό πού τούς ἀπασχολεῖ εἶναι τό θεωρητικό θεολογικό ἐρώτημα ἄν ὁ Ἰησοῦς ἔχει τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες ἤ ὄχι. Ἀφοῦ ἡ πραγματικότητα εἶναι διαφορετική ἀπό αὐτό πού πιστεύουν, λάθος εἶναι ἡ πραγματικότητα καί ὄχι ἡ θεωρία τους.
Τό κεντρικό, λοιπόν, θέμα τῆς περικοπῆς εἶναι ἡ σχέση θεωρίας καί ἀλήθειας. Σέ μιὰ ἀνάλογη κατάσταση μέ αὐτήν πού ἀντιμετώπισε ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε ἀρκετούς αἰῶνες ἀργότερα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στή μνήμη τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένη ἡ δεύτερη Κυριακή της Σαρακοστῆς. Στίς ἀρχές τοῦ ιδ΄ αἰώνα κάποιοι μοναχοί στό Ἅγιο Ὄρος ἐφάρμοζαν μία ὁρισμένη τεχνική ἄσκησης καί προσευχῆς μέ πλήρη ἀπομόνωση ἀπό ἐξωτερικά ἐρεθίσματα, ὥστε νά ἀξιωθοῦν μιᾶς ἔντονης ἐμπειρίας τοῦ θείου φωτός. «Ἀδύνατον», ὑποστήριζαν οἱ μορφωμένοι θεολόγοι τῆς ἐποχῆς, «ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος». Καί πάλι ἡ θεωρία ἐρχόταν νά ἀμφισβητήσει αὐτό πού κάποιοι ἄνθρωποι βίωναν ὡς πραγματική ἐμπειρία.
Τήν ὑπεράσπιση τῶν μοναχῶν ἀνέλαβε ὁ Γρηγόριος. Συμφωνεῖ, βεβαίως, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος, ἐπιμένει ὅμως ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τόν γνωρίσει, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός τό ἐπιτρέπει καί ὁ ἄνθρωπος πληροῖ ὁρισμένες προϋποθέσεις. Ἔτσι ἀναπτύσσει μία θεολογία, ἡ ὁποία βασίζεται στή διάκριση οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι καί παραμένει ἀκατάληπτη, ἡ ἐνέργειά του ὅμως εἶναι καταληπτή. Στόχος τῆς θεολογίας, ἑπομένως δέν πρέπει νά εἶναι ἡ ἐξέταση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ προσπάθεια προσέγγισης τοῦ Θεοῦ κατά τίς ἐνέργειες καί τίς σχέσεις του μέ τά δημιουργήματά του. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ θεολογία ἀπό μία θεωρητική, φιλοσοφικοῦ τύπου, ἐνασχόληση μέ τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ γίνεται ζωή καί ἐμπειρία, γίνεται μετοχή στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή “φυσική του κατασταση”, ὅπως χαρακτηριστικά τόνιζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό, στή θέωση.
Μία τέτοια προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ζητάει ὁ Χριστός ἀπό τούς μαθητές του ὅλων τῶν ἐποχῶν. Μία προσέγγιση πού θά βασίζεται στήν προσωπική τους ἐμπειρία καί ὄχι σέ κάποιες θεωρητικές διδασκαλίες πού ἄκουσαν στά μαθήματα τῶν θρησκευτικῶν στό σχολεῖο. Τό ἐρώτημα, βέβαια, εἶναι κατά πόσο ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς ἐπιτρέπει μία ζωντανή ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ρυθμός τῆς ζωῆς σήμερα ἐλάχιστα περιθώρια ἀφήνει στούς ἀνθρώπους γιά μία ματιά μέσα τους, νά σκεφτοῦν καί νά προβληματιστοῦν πάνω στόν ρόλο τους ὡς χριστιανῶν καί στόν πραγματικό σκοπό τῆς ζωῆς τους. Οἱ περισσότεροι περιορίζονται συνήθως στήν τέλεση κάποιων τυπικῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων καί ἀφήνουν τά μεγάλα προβλήματα στά χέρια τῶν εἰδικῶν. Ὅσο λιγότερο ὅμως σκέφτονται οἱ χριστιανοί τόσο περισσότερο χῶρο ἀφήνουν σέ κάθε λογής “αὐθεντίες”, οἱ ὁποῖες ἀναλαμβάνουν νά σκέφτονται γιά τούς ἄλλους, νά τούς περνᾶνε τίς ὅποιες ἀπόψεις τους, ἕτοιμες καί καλά διατυπωμένες μέσα ἀπό ἕνα σύνθημα, πού μπορεῖ κανείς εὔκολα νά τό ἀναμασᾶ καί νά τό διαδίδει. Ἔτσι ὅμως καταντοῦν οἱ ἄνθρωποι ἄβουλα ὄργανα στά χέρια αὐτῶν πού ἀναλαμβάνουν νά διαμορφώνουν τήν κοινή γνώμη, ὁμαδοποιοῦνται κάτω ἀπό ἕνα λάβαρο καί εἶναι ἕτοιμοι νά ἐκστρατεύσουν ἐνάντια σέ ὁποιονδήποτε τούς ὑποδειχτεῖ ὡς ἐχθρός. Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι, ὅταν κάποιος βρεθεῖ σέ αὐτήν τήν κατάσταση, νιώθει τόσο ἀσφαλής καί κατοχυρωμένος ἀπό τήν κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς ἐποχῆς πού ἄλλοι διαμόρφωσαν γι’ αὐτόν, ὥστε ὄχι μόνον τόν Θεό δέν μπορεῖ νά ἀναζητήσει καί νά δεῖ, ἀλλά οὔτε καί τήν καθημερινή πραγματικότητα μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ πλέον σωστά.
Ἡ εὐαγγελική περικοπή Μάρ β΄ 1-12 εἶναι ἕνα προσκλητήριο ἀντίστασης· ἀντίστασης ἀπέναντι σέ ὅλους ἐκείνους πού στοχεύουν στήν πνευματική ἀγκύλωση τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀπεργάζονται τήν πνευματική μιζέρια καί τύφλωση τῶν χριστιανῶν. Εἶναι καιρός οἱ πιστοί νά ἀντισταθοῦν στήν ἰσοπέδωση πού ἐπιβάλλουν τά διάφορα (λεγόμενα) πνευματικά περιβάλλοντα καί στήν ὑπεραπλουστευμένη θεώρηση τῆς ζωῆς πού ἐπιχειροῦν νά τούς περάσουν. Εἶναι καιρός νά γίνει σέ ὅλους συνείδηση ὅτι τό “ποίμνιο” τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποτελεῖται ἀπό πρόβατα· ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους πού σκέφτονται, συζητοῦν, ἀποφασίζουν συνειδητά καί πρό πάντων ψάχνουν. Σέ μία ἐποχή ἀπόλυτου ἀποπροσανατολισμοῦ καί πνευματικῆς ἀποχαύνωσης τό καθῆκον τῶν χριστιανῶν γιά ἐπαναπροσδιορισμό τῆς σχέσης τους μέ τόν Θεό καί πιό συνειδητή μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας τους ἀπό τή σχέση αὐτή προβάλλει περισσότερο ἐπιτακτικό ἀπό ποτέ.