Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2014

Μοναχός Ιννοκέντιος Σεραγιώτης (30/10/1860 – 06/11/1901)

Γεννήθηκε στις 30.10.1860 στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Μικρός έμεινε ορφανός από τους γονείς του και ζούσε με τα πέντε αδέλφια του. Ο πατέρας του τους κληροδότησε χρυσορυχεία. Νέος μετέβη στην Πετρούπολη, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες, μαθηματικά και νομικά. Ζώντας ο ίδιος πολύ λιτά, ασκητικά και αγνά ασκούσε πλούσια την αρετή της ελεημοσύνης σε άπορους συμμαθητές του και σε όποιον είχε μεγάλη ανάγκη. Μία επίσκεψή του στην Ευρώπη τον απογοήτευσε, για την εντελώς κοσμική ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι. Πίστευε ότι τα χρήματα δεν χαρίζουν την πραγματική ευτυχία και αύξησε τον ασκητικό του αγώνα.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου
Ζούσε ως ασκητής μέσα στον κόσμο, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ταπεινοφροσύνη και συνεχή ελεημοσύνη. Σε μία φτωχή μοναχή έδωσε ενα μεγάλο χρηματικό ποσό, ώστε μερικοί θεώρησαν οτι έχασε τα λογικά του και ζήτησαν να του γίνει ψυχιατρική εξέταση. Τελικά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για αληθινό άνθρωπο του Θεού, ενάρετο, ελεήμονα, που ζούσε για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του. Ένα πλουσιόπαιδο να ζεί μ’ εγκράτεια, πενία και καθαρότητα για την αγάπη του Χριστού και του πλησίον! Πολλοί τον ευλαβήθηκαν και άρχισαν να τον τιμούν ως πνευματοκίνητο και θεοφώτιστο.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου 2
Το 1890 στην Πετρούπολη ο τριαντάχρονος Ιννοκέντιος Σιμπιριακώβ γνωρίσθηκε με τον Ιερομόναχο Δαυΐδ, αδελφό της Βατοπεδινής κοινοβιακής σκήτης του Αγίου Ανδρέου-Σεράι, παρά τις Καρυές του Αγίου Όρους, που ήταν προϊστάμενος του μετοχίου της σκήτης στην Αγία Πετρούπολη. Από τότε του έγινε πνευματικός πατέρας και οδηγός και τον δίδαξε τα μυστικά της νοεράς προσευχής και του ορθοδόξου μοναχισμού. Μαθαίνοντας ο Ιννοκέντιος τις ανάγκες για την ανοικοδόμηση της σκήτης πρόσφερε ενα τεράστιο ποσό, από το μερίδιο της περιουσίας του, για την ολοκλήρωση των έργων, ώστε κατεστάθη νέος κτήτορας. Πουθενά ομως δεν επέτρεψε ν’ αναγραφεί τ’ όνομα του.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου 3
Την ίδια εποχή γνωρίσθηκε και με τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης († 1908), στον οποίο προσέφερε πολλά χρήματα για τις ανάγκες της ιεραποστολής και της φιλανθρωπίας του. Συνέχισε να προσφέρει χρήματα στις μονές Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Λατόγκα και Βαλαάμ, και στις σκήτες Αναστάσεως του Χριστού και Αγίων Πάντων. Επίσης δεν έπαυε να ελεεί φιλανθρωπικά Ιδρύματα, σχολεία, ασθενείς, αναπήρους και φτωχούς.
Το 1894 έγινε δόκιμος μοναχός, το 1896 έλαβε τη ρασοευχή, το 1898 εκάρη μικρόσχημος και ήλθε στο Άγιον Όρος, και το 1899 εκάρη μεγαλόσχημος. Έκτισε εκ βάθρων το Κελλί της Αγίας Βαρβάρας πλησίον της σκήτης. Μαζί με τον Γέροντά του Δαυίδ επιδόθηκαν σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Νήστευαν όλο τον χρόνο όλη την εβδομάδα το λάδι και κατέλυαν μόνο τα Σαββατοκύριακα, λέγοντας ακατάπαυστα την ευχή του Ιησού. Έδωσε όλη την περιουσία του στη σκήτη και έκτισε ολόκληρη πτέρυγα με τρεις ναούς, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, του Αγίου Παντελεήμονος και του Αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ, ιατρείο, νοσοκομείο και γηροκομείο.
Υπήρξε υπόδειγμα καθαρότητος, ταπεινότητος, υπακοής, φιλοθεΐας, πραότητος, ανεξικακίας, ασκητικότητος και ελεημοσύνης. Όλοι οι Σεραγιώτες μοναχοί τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια και παράδειγμα προς μίμηση. Μετά ολιγόμηνη ασθένεια -έπασχε από φυματίωση- ανεπαύθη στις 3 μ.μ. της 6.11.1901, αφού μετέλαβε των αχράντων Μυστηρίων, έχοντας μεγάλη χαρά ψυχής, που θα μεταβεί στον Νυμφίο Χριστό. Εκηδεύθη και ετάφη μετά διήμερο πίσω από τον αρχικό ναό της σκήτης του Αγίου Αντωνίου μετά του πρώτου κτήτορος Δικαίου Βησσαρίωνος, ως μέγας κτήτορας κι ευεργέτης. Από μεγάλη ταπείνωση δεν θέλησε να ιερωθεί κι έλεγε: «Έχασα τόσα χρόνια σπουδάζοντας την θύραθεν παιδείαν. Καιρός τώρα να μετανοήσω. Να κερδίσω τον χαμένον μου χρόνον. Αφήσατέ με εν ησυχία να κλαύσω τας πολλάς μου αμαρτίας, ίνα εύρω έλεος ο αμαρτωλός και τρισάλθιος εν ημέρα Κρίσεως».
Βιβλιογραφία: Εφραίμ Προηγουμένου, Ημερολόγιον Ιεράς Βατοπαιδινής Κοινοβιακής Σκήτης Αποστόλου Ανδρέου, Άγιον Όρος 2009.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄ – 1956-1983, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
πηγή

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 09, 2014

Ἐξομολόγηση, ἐξομολόγος, ἐξομολογούμενος


 
 


Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι θεοπαράδοτη ἐντολή καί ἀποτελεῖ ἕνα τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶναι μία τυπική, ἀπό συνήθεια «γιά τό καλό» καί λόγω τῶν ἐπικείμενων ἑορτῶν, βεβιασμένη καί πρόχειρη πράξη ἀπό ἕνα καί μόνο καθῆκον ἤ ὑποχρέωση καί πρός ψυχολογική ἐκτόνωση. Ἡ ἐξομολόγηση θά πρέπει νἄναι συνδυασμένη πάντοτε μέ τή μετάνοια. Μᾶς ἔλεγε Ἁγιορείτης Γέροντας: Πολλοί ἐξομολογοῦνται, λίγοι μετανοοῦν! (Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης).

Ἡ μετάνοια εἶναι μία ἐλεύθερη, καλλιεργημένη, ἐσωτερική διεργασία ἐπιμελημένη, συντριβῆς καί λύπης, γιά τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό διά τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή δέν συνδυάζεται μέ τήν ἀφόρητη θλίψη, τήν ὑπερβολική στενοχώρια καί τίς ἀδυσώπητες ἐνοχές. Τότε δέν εἶναι μᾶλλον εἰλικρινής μετάνοια, ἀλλά κρυφός ἐγωισμός, στραπατσάρισμα τοῦ «ἐγώ», θυμός μέ τόν ἑαυτό μας, πού ἐκδικεῖται γιατί ἐκτίθεται καί ντροπιάζεται καί δέν ἀνέχεται κάτι τέτοιο. Μετάνοια σημαίνει ἀλλαγή νοῦ, νοοτροπίας, μεταβολισμός, ἐγκεντρισμός χρηστοήθειας, μίσος τῆς ἁμαρτίας. Μετάνοια ἀκόμη σημαίνει ἀγάπη τῆς ἀρετῆς, καλοκαγαθία, ἐπιθυμία, προθυμία καί διάθεση σφοδρή ἐπανασυνδέσεως μέ τόν Χριστό διά τῆς Χάριτος τοῦ πανσθενουργοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ μετάνοια ξεκινᾶ ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς, ὁλοκληρώνεται ὅμως ἀπαραίτητα στό μυστήριο τῆς θείας καί ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.

Ὁ ἐξομολογούμενος ἐξομολογεῖται εἰλικρινά καί ταπεινά ἐνώπιον τοῦ ἐξομολόγου, ὡς ἐν προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ. Κανένας ἐπιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δέν μπορεῖ ν' ἀντικαταστήσει τόν ἐξομολόγο. Καμία εἰκόνα, ἔστω καί ἡ πιό θαυματουργή, δέν μπορεῖ νά δώσει αὐτό πού δίνει τό πετραχήλι τοῦ ἐξομολόγου, τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Ὁ ἐξομολόγος ἀναλαμβάνει τόν ἐξομολογούμενο, τόν υἱοθετεῖ καί τόν ἀναγεννᾶ πνευματικά, γι' αὐτό καί ὀνομάζεται πνευματικός πατέρας. Ἡ πνευματική πατρότητα κανονικά εἶναι ἰσόβια, ἱερή καί δυνατή, δυνατότερη καί συγγενικοῦ δεσμοῦ. Ὁ πνευματικός τοκετός εἶναι ὀδυνηρός. Ὁ ἐξομολόγος μέ φόβο Θεοῦ «ὡς λόγον ἀποδώσων», γνώση, ταπείνωση καί ἀγάπη παρακολουθεῖ τόν ἀγώνα τοῦ ἐξομολογούμενου καί τόν χειραγωγεῖ διακριτικά στήν ἀνοδική πορεία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ὁ ἐξομολόγος ἱερεύς ἔχει εἰδική εὐλογία ἀπό τόν ἐπίσκοπο γιά τό ἐξομολογητικό του ἔργο. Κανονικά ὅμως τό χάρισμα τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν» ἁμαρτίες τό λαμβάνει μέ τή χειροτονία του εἰς πρεσβύτερο. Καθίσταται διάδοχος τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ἔτσι σημασία κύρια καί μεγάλη ἔχει ἡ ἐγκυρότητα καί ἡ κανονικότητα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς διά τῶν ἐπισκόπων. Τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως ὅπως καί ὅλα τ' ἅγια μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας τελεσιουργοῦνται καί χαριτώνουν τούς πιστούς ὄχι κατά τήν ἀξία, ἱκανότητα, ἐπιστημοσύνη, λογιοσύνη, εὐφράδεια, δραστηριότητα καί τέχνη τοῦ ἱερέως, ἀκόμη καί τήν ἀρετή καί ἁγιότητά του, ἀλλά τή διά τῆς κανονικότητος τῆς ἱερωσύνης καί τοῦ Τελεταρχικοῦ Παναγίου Πνεύματος. Οἱ τυχόν ἁμαρτίες τοῦ ἱερέως δέν ἐμποδίζουν τή θεία Χάρη τῶν μυστηρίων. Ἀλλοίμονο ἄν ἀμφιβάλλουμε ἄν κατά τήν ἀναξιότητα τοῦ ἱερέως τό ψωμί καί τό κρασί ἔγινε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ κατά τή θεία Λειτουργία. Αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἱερεύς δέν θά πρέπει μόνιμα ν' ἀγωνίζεται γιά τήν καθαρότητά του. Ἔτσι δέν ὑπάρχουν καλοί καί κακοί ἐξομολόγοι. Ὅλοι οἱ ἐξομολόγοι τήν ἴδια ἄφεση δίνουν. Ἔχουμε ὅμως τό δικαίωμα ἐπιλογῆς τοῦ ἐξομολόγου. Μποροῦμε νά προστρέξουμε σέ αὐτόν πού ἀληθινά μᾶς ἀναπαύει. Δέν εἶναι σοβαρή ὅμως ἡ συνεχής ἀλλαγή ἐξομολόγου. Δέν φανερώνει κάτι τέτοιο πνευματική ὡριμότητα. Οὔτε ὅμως καί οἱ ἐξομολόγοι θά πρέπει νά στενοχωροῦνται παράφορα καί νά δημιουργοῦν μάλιστα καί προβλήματα ὅταν ἀναχωρήσει κάποιο πνευματικό τους τέκνο. Ἴσως τοῦτο σημαίνει πώς ἦταν νοσηρά συνδεδεμένοι μαζί του, συναισθηματικά, προσωποπαγῶς, δεμένοι μέ τό πρόσωπό του καί ὄχι μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, καί θεωροῦν τήν ἀναχώρηση προσβολή, μείωση, ὅτι δέν ὑπάρχει καλύτερος ἤ μία αἴσθηση ὅτι οἱ ἄλλοι μᾶς ἀνήκουν ἀποκλειστικά καί μποροῦμε νά τούς ἐξουσιάζουμε καί νά τούς φερόμαστε μάλιστα ἐξαναγκαστικά ὡς καταπιεσμένους καί ἀνελεύθερους ὑποτακτικούς. Εἴπαμε βέβαια πώς ὁ ἐξομολόγος εἶναι πνευματικός πατέρας καί ὁ πνευματικός τοκετός ἐνέχει ὀδύνη. Ἔτσι εἶναι φυσικό νά λυπᾶται γιά τήν ἀναχώρηση τοῦ υἱοῦ του. Προτιμότερο ὅμως εἶναι νά εὔχεται γιά τήν πνευματική του πρόοδο καί τή σύνδεσή του μέ τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί παρά τήν ἀποσύνδεσή του ἀπό τόν ἴδιο. Νά εὔχεται καί ὄχι νά ἀπεύχεται.

Τό ἔργο τοῦ ἐξομολόγου δέν εἶναι μόνο ἡ ἁπλή ἀκρόαση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἐξομολογούμενου καί ἡ ἀνάγνωση στό τέλος τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς. Οὔτε πάλι περιορίζεται μόνο στήν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως. Ὁ ἐξομολόγος σάν καλός πατέρας φροντίζει συνεχῶς τό τέκνο του, τό ἀκούει καί τό παρακολουθεῖ προσεκτικά, τό νουθετεῖ κατάλληλα, τό κατευθύνει εὐαγγελικά, τονίζει τά τάλαντά του, δέν τοῦ θέτει ὑπερβολικά βάρη, τό κανονίζει μέτρια ὅταν πρέπει, τό οἰκονομεῖ ὅταν ἀπογοητεύεται, βαρύνεται, δυσανασχετεῖ, ἀποκάμνει, τό θεραπεύει ἀνάλογα, δέν τό ἀποθαρρύνει ποτέ, συνεχίζοντας τόν ἀγώνα παθοκτονίας καί ἀρετοσυγκομιδῆς, μορφώνοντας στήν ψυχή του τήν ἀθάνατη Χριστό.

Ἡ ἀναπτυσσόμενη αὐτή πατρική καί υἱική σχέση ἐξομολόγου καί ἐξομολογουμένου δημιουργεῖ μία ἄνεση, ἐμπιστοσύνη, σεβασμό, ἱερότητα καί ἀνάταση. Ὁ ἐξομολογούμενος ἀνοίγει τήν καρδιά του στόν ἐξομολόγο καί τοῦ ἐκθέτει τά πιό κρύφια, τά πιό δόλια, τά πιό ἀκάθαρτα, ὅλα τά μυστικά του, πράξεις ἀπόκρυφες καί ἐπιθυμίες βλαβερές, ἀκόμη καί αὐτά πού δέν θέλει νά ὁμολογήσει στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό καί δέν λέει στόν πιό στενό συγγενὴ του καί τόν καλύτερο φίλο του. Ἔτσι ὁ ἐξομολόγος θά πρέπει ἀπόλυτα νά σεβασθεῖ αὐτή τήν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη τοῦ ἐξομολογούμενου. Ἡ ἐμπιστοσύνη αὐτή ἐπαυξάνεται ὁπωσδήποτε καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἐξομολόγος εἶναι αὐστηρά δεσμευμένος, μέχρι θανάτου μάλιστα, ἀπό τούς θείους καί Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μέ τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως.

Στήν ὀρθόδοξη ἐξομολογητική δέν ὑπάρχουν βέβαια γενικές συνταγές, γιατί ἡ πνευματική καθοδήγηση τῆς κάθε μοναδικῆς ψυχῆς γίνεται ἐξατομικευμένα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀνεπανάληπτος, μέ ἰδιαίτερη ψυχοσύνθεση, ἄλλο χαρακτήρα, διάφορες δυνάμεις καί δυνατότητες, ὅρια, ἐφέσεις, ἀντοχές, γνώσεις, ἀνάγκες καί διαθέσεις. Ὁ ἐξομολόγος μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή θεία φώτιση θά πρέπει νά διακρίνει ὄλ' αὐτά, ὥστε ν' ἀποφασίσει τί καλύτερα θά πρέπει νά χρησιμοποιήσει γιά νά βοηθήσει τόν ἐξομολογούμενο. Ἄλλοτε χρειάζεται ἡ ἐπιείκεια καί ἄλλοτε ἡ αὐστηρότητα. Δέν εἶναι γιά ὅλους πάντοτε τά ἴδια. Οὔτε ὁ ἐξομολόγος θά πρέπει νἄναι πάντα αὐστηρός, ἔτσι μόνο γιά νά λέγεται αὐστηρός καί νά ἐκτιμᾶται. Οὔτε ὑπερβολικά ἐπιεικής, γιά νά προτιμᾶται καί νά λέγεται πνευματικός πατέρας πολλῶν. Χρειάζεται φόβος Θεοῦ, διάκριση, τιμιότητα, εἰλικρίνεια, ταπείνωση, μελέτη, γνώση καί προσευχή.

Ἡ «οἰκονομία» δέν ἀπαιτεῖται ἀπό τόν ἐξομολογούμενο. Οὔτε εἶναι ὀρθό νά γίνει κανόνας ἀπό τόν ἐξομολόγο. Ἡ «οἰκονομία» θά πρέπει νά παραμείνει ἐξαίρεση. Ἡ «οἰκονομία» ἐπίσης θά πρέπει νά εἶναι πάντα πρός καιρόν (Ἀρχιμ. Γεώργιος Γρηγοριάτης). Ὅταν ἐκλείψουν οἱ λόγοι πού τήν ἐπιβάλλουν ἀσφαλῶς δέν θά πρέπει νά χρησιμοποιεῖται. Γιά τήν ἴδια ἁμαρτία μποροῦμε νά ἔχουμε πολλούς διαφορετικούς τρόπους πρός ἀντιμετώπισή της.

Ὁ κανόνας δέν εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητος. Ὁ κανόνας δέν εἶναι τιμωρία. Εἶναι παιδαγωγία. Ὁ κανόνας δέν τίθεται πρός ἱκανοποίηση τοῦ προσβληθέντος Θεοῦ καί ἐξιλέωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐνώπιον τῆς Θείας δικαιοσύνης. Αὐτή εἶναι μιὰ καθαρά αἱρετική διδασκαλία. Ὁ κανόνας συνήθως τίθεται στήν ἀνώριμη μετάνοια, πρός συναίσθηση καί συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία δέν εἶναι τόσο παράβαση τοῦ νόμου, ὅσο ἔλλειψη ἀγάπης στό Θεό. Ἀγάπα καί κᾶνε ὅ,τι θέλεις, ἔλεγε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος.

Ὁ κανόνας τίθεται πρός ὁλοκλήρωση τῆς μετάνοιας τοῦ ἐξομολογούμενου, γι' αὐτό, καθώς ὀρθά λέγει ὁ π. Ἀθανάσιος Μετεωρίτης, ὅπως ὁ ἐξομολόγος δέν ἐπιτρέπεται νά κοινοποιεῖ τίς ἁμαρτίες τοῦ ἐξομολογουμένου, ἔτσι κι ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἐπιτρέπεται νά κοινοποιεῖ στούς ἄλλους τόν κανόνα πού τοῦ ἔθεσε ἰδιαίτερα ὁ ἐξομολόγος, πού εἶναι συνισταμένη πολλῶν παραμέτρων.

Ὁ ἐξομολόγος λειτουργεῖ ὡς χορηγός τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά τήν ὥρα τοῦ μυστηρίου δέν λειτουργεῖ ὡς ψυχολόγος καί ἐπιστήμονας. Λειτουργεῖ ὡς ἱερεύς, ὡς ἔμπειρος ἰατρός, ὡς φιλόστοργος πατέρας. Ἀκούγοντας τ' ἁμαρτήματα τοῦ ἐξομολογουμένου προσεύχεται νά τόν φωτίσει ὁ Θεός νά δώσει τό καλύτερο φάρμακο πρός θεραπεία, νά σφυγμομετρήσει τόν βαθμό καί τήν ποιότητα τῆς μετανοίας του. Ὁ ἐξομολόγος δέν στέκεται ἀπέναντι στόν ἐξομολογούμενο μέ περιέργεια, καχυποψία, ζήλεια, ὑπερβολική αὐστηρότητα, ἐξουσιαστικότητα καί ἀλαζονεία, ἀλλά οὔτε καί ἀδιάφορα, ἐπιπόλαια, ἀπρόσεκτα καί κουρασμένα. Ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη καί ἡ προσοχή τοῦ ἐξομολόγου θά βοηθήσει πολύ τόν ἐξομολογούμενο. Οὔτε ὁ ἐξομολόγος θά πρέπει νά κάνει πολλές, περιττές καί ἀδιάκριτες ἐρωτήσεις. Ἰδιαίτερα θά πρέπει νά διακόπτει τίς λεπτομερεῖς περιγραφές διαφόρων ἁμαρτημάτων καί ἰδιαίτερα σαρκικῶν, ἀκόμη καί τίς ἀναφορές ὀνομάτων, ὥστε ν' ἀσφαλίζεται περισσότερο. Ὁ ἐξομολογούμενος πάλι δέν θά πρέπει νά φοβᾶται, νά δειλιάζει καί νά ντρέπεται, ἀλλά νά σέβεται, νά ἐμπιστεύεται, νά τιμᾶ καί νά εὐλαβεῖται τόν ἐξομολόγο. Αὐτό τό κλίμα πάντως τῆς ἱερότητος, ἀλληλοσεβασμοῦ καί ἐμπιστοσύνης κυρίως θά τό καλλιεργήσει, ἐμπνεύσει καί δημιουργήσει ὁ ἐξομολόγος.

 


Ἡ ἁγία μητέρα μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, εἶναι ἕνα ἀπέραντο θεραπευτήριο, ἀποθεραπείας τῶν ἀσθενῶν ἁμαρτωλῶν πιστῶν, ἀπό τά τραύματα, τίς πληγές καί τίς ἀσθένειες τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθογόνων δαιμόνων καί τῶν ἰοβόλων δαιμονικῶν παγίδων καί ἐπηρειῶν τῶν δαιμονοκινήτων παθῶν.

Ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι παράρτημα τοῦ ὑπουργείου κοινωνικῆς προνοίας, οὔτε συναγωνίζεται νά ξεπεράσει τούς διάφορους συλλόγους κοινωνικῆς εὐποιΐας, δίχως διόλου ν' ἀρνεῖται τό σπουδαῖο καί ἀγαθό αὐτό ἔργο καί νά μή τό ἐπιτελεῖ πλούσια, ἐπαινετά καί θαυμάσια, ἀλλά κυρίως εἶναι ἡ χορηγός νοήματος τῆς ζωῆς, λυτρώσεως καί σωτηρίας τῶν πιστῶν «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν» διά τῆς συμμετοχῆς τους στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Τό πετραχήλι τοῦ Ἱερέως εἶναι πλάνη, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, πού λειαίνει καί ἰσιάζει τούς ἀνθρώπους, εἶναι θεραπευτικό νυστέρι παθοκτονίας καί ὄχι μιστρὶ ἐργασιομανίας ἤ σύμβολο ἐξουσίας. Εἶναι ὑπηρετική ποδιά διακονίας τῶν ἀνθρώπων πρός θεραπεία καί σωτηρία.

Ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ τόν ἱερέα γιά τή συγχώρηση τοῦ πλάσματός του. Τό λέγει χαρακτηριστικά ἡ εὐχή: «Ὁ Θεός συγχωρῆσαι σοι δι' ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ πάντα, καί ἐν τῷ νῦν αἰώνι καί ἐν τῷ μέλλοντι. καί ἀκατάκριτόν σε παραστῆσαι ἐν τῷ φοβερῶ αὐτοῦ Βήματι. περί δέ τῶν ἑξαγορευθέντων ἐγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα ἔχων, πορεύου εἰς εἰρήνην». Ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες θά βαραίνουν τόν ἄνθρωπο καί στόν μέλλοντα αἰώνα. Ἐξομολογημένες ἁμαρτίες δέν ἐξομολογοῦνται. Εἶναι σάν νά μή πιστεύει κανείς στήν χάρη τοῦ μυστηρίου. Ὁ Θεός τά γνωρίζει, ἀλλά θά πρέπει πρός ἄφεση, ταπείνωση καί ἴαση νά ἑξαγορευθοῦν. Ἡ ἐνίοτε ἐπιτίμηση ἁμαρτιῶν δέν ἀναιρεῖ τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀποτελεῖ παιδαγωγική ἐπίσκεψη πρός καλύτερη συναίσθηση τῶν πταισμάτων.

Κατά τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη «ἡ ἐξομολόγησις εἶναι μία θεληματική διά στόματος φανέρωσις τῶν πονηρῶν ἔργων καί λόγων καί λογισμῶν, κατανυκτική, κατηγορητική, εὐθεία, χωρίς ἐντροπήν, ἀποφασιστική, πρός νόμιμον πνευματικόν γινομένη». Ὁ θεοφόρος ὅσιος εὐσύνοπτα, μεστά καί σημαντικά ἀναφέρει πώς ἡ ἐξομολόγηση πρέπει νά γίνεται θεληματικά, ἐλεύθερα, ἀβίαστα, ἀνεξανάγκαστα, δίχως ὁ ἐξομολόγος ν' ἄγχεται νά ἐκμαιεύσει τήν ὁμολογία τοῦ ἐξομολογουμένου. Μέ κατάνυξη, συναίσθηση δηλαδή τῆς λύπης πού προκάλεσε εἰλικρινά μέ τήν ἁμαρτία στόν Θεό. Ὄχι συναισθηματικά, ὑποκριτικά, λιπόψυχα δάκρυα. Κατάνυξη γνήσια πού σημαίνει συντριβή, μεταμέλεια, μίσος τῆς ἁμαρτίας, ἀγάπη τῆς ἀρετῆς, ἐπίγνωση εὐγνωμοσύνης στόν Δωρεοδότη Θεό. Κατηγορητική σημαίνει ὑπεύθυνη ἐξομολόγηση, δίχως δικαιολογίες, ὑπεκφυγές, στρεψοδικίες, ἀνευθυνότητες καί μεταθέσεις, μέ εἰλικρινῆ αὐτομεμψία καί γνήσια αὐτοεξουθένωση, πού φέρει τή χαρμολύπη καί τό χαροποιό πένθος τῆς Ἐκκλησίας. Εὐθεία σημαίνει ἐξομολόγηση μέ κάθε εἰλικρίνεια, εὐθύτητα καί ἀκρίβεια, ἀνδρεία καί θάρρος, αὐστηρότητα καί γενναιότητα. Συμβαίνει ἀκόμη καί τήν ὥρα αὐτή ὁ ἄνθρωπος νά μή παραδέχεται τήν ἥττα του, τήν πτώση καί τήν ἀδυναμία του καί μέ ὡραιολογίες καί μακρυλογίες νά μεταθέτει τά ποσοστά εὐθύνης του, μέ περιστροφές καί μισόλογα, κατηγορώντας καί τούς ἄλλους, προκειμένου νά φυλάξει ἀκόμη καί τώρα ἀτσαλάκωτο τό ἐγώ του. Χωρίς ἐντροπή ἐξομολόγηση σημαίνει παρουσίαση τοῦ πραγματικοῦ οἰκτροῦ ἑαυτοῦ μας. Ἡ ντροπή εἶναι καλή πρό τῆς ἁμαρτίας καί ὄχι μετά καί μπροστά στόν ἐξομολόγο. Ἡ πρό τοῦ ἐξομολόγου ντροπή λέγουν θά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή ντροπή στήν ἔσχατη κρίση, ἀφοῦ ὅ,τι συγχωρήσει ὁ ἐξομολόγος δέν θά ξανακριθεῖ. Ἀποφασιστική ἐξομολόγηση σημαίνει νά εἶναι καθαρή, συγκεκριμένη, εἰλικρινής καί μέ τήν ἀπόφαση νά μή ἐπαναλάβει τά ἐξομολογηθέντα ἁμαρτήματα ὁ πιστός. Ἀκόμη ἡ ἐξομολόγηση θά πρέπει νά εἶναι συνεχής, ὥστε τά φιλεπίστροφα, κατά τόν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, πάθη νά μή ἰσχυροποιοῦνται, ἀλλά ἀντίθετα σύντομα νά θεραπεύονται. Ἔτσι δέν λησμονοῦνται οἱ ἁμαρτίες, ὑπάρχει τακτικός ἔλεγχος, αὐτοπαρατήρηση, αὐτοέλεγχος, αὐτογνωσία καί αὐτομεμψία, δέν ἐγκαταλείπει ἡ Θεία Χάρη καί οἱ δαιμονικές παγίδες συντρίβονται εὐκολότερα καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου δέν εἶναι φοβερή καί τρομακτική.

Συμβαίνει συχνά-πυκνά καί τ' ὁμολογοῦμε μέ πολύ πόνο καί περισσή ἀγάπη τό κήρυγμα νά μήν εἶναι τόσο ὀρθόδοξο. Δηλαδή νά ἐξαντλεῖται σ' ἕνα ἀκόμη σχολιασμό τῆς φθηνῆς ἐπικαιρότητος καί νά μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο ὁ ἱερός ἄμβωνας σέ τηλεοπτικό «παράθυρο», ὅπου λέμε καί ἐμεῖς τή γνώμη μας γιά τά τρέχοντα καί συμβαίνοντα. Ὅμως τ' ὀρθόδοξο κήρυγμα κυρίως εἶναι ἐκκλησιολογικό, χριστολογικό, σωτηριολογικό, ἁγιολογικό καί ψυχωφελές. Τό κήρυγμα τῆς μετανοίας ἀπό τῶν Προφητῶν, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί πάντων τῶν ἁγίων παραμένει λίαν ἐπίκαιρο καί ἀναγκαῖο. Βασική προϋπόθεση τῆς μετοχῆς στ' ἅγια μυστήρια καί τῆς ἀνοδικῆς πνευματικῆς πορείας εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Καθαρότητα ἀπό τήν ποικίλη ἁμαρτία, τό πνεῦμα τῆς ἀπληστίας καί τῆς εὐδαιμονίας τῆς σύγχρονης ὑπερκαταναλωτικῆς κοινωνίας, τό πνεῦμα τῆς ἀντίθεης ὑπερηφάνειας ἑνός κόσμου ναρκισσευομένου, ἀτομικιστικοῦ, ἀταπείνωτου, ἀφιλάνθρωπου, ὑπερφίαλου καί παράδοξου, τό δαιμονικό πνεῦμα τῶν πονηρῶν λογισμῶν, τῶν φαντασιῶν καί φαντασιώσεων, τῶν καχυποψιῶν καί ζηλοφθονιῶν, τῶν ἀκαθάρτων καί σκοτεινῶν.

Κατάντησε δυσεύρετο κόσμημα ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, στίς ἀδελφικές σχέσεις, τίς συζυγίες, τίς συναδελφικές ὑποχρεώσεις, τίς φιλίες, τίς συζητήσεις, τίς σκέψεις, τίς ἐπιθυμίες, τίς ἱερατικές κλήσεις. Τά λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως ξέπεσαν σέ ρυπογόνες ἑστίες. Λησμονήθηκε ἡ νηπτική ἐγρήγορση, ἡ ἀσκητική νηφαλιότητα, ἡ παραδοσιακή ὀλιγάρκεια, ἁπλότητα καί λεβεντιά. Ἔτσι μολύνεται τό λογιστικό τῆς ψυχῆς, διεγείρεται στήν ἀπληστία τό ἐπιθυμητικό καί ἀμβλύνεται σοβαρά τό βουλητικό, ὥστε ἀδύναμος ὁ ἄνθρωπος νά παρασύρεται στό κακό δίχως φραγμό καί ὅρια.

Ἐπικρατεῖ ἡ αὐτοδικαίωση, ἡ δικαιολόγηση τῶν παθῶν, ἡ ὡραιοποίηση τῆς ἁμαρτίας, ἡ κατοχύρωσή της διά νέων ψυχολογικῶν ἐρεισμάτων. Θεωρεῖται μείωση, ἀδυναμία καί λάθος ἡ παραδοχή τοῦ λάθους, ἡ ἀνάληψη τῆς εὐθύνης καί ἡ ταπεινή ἀποδοχή τοῦ σφάλματος. Ἡ συνεχής δικαιολόγηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ἐπιμελημένη μετάθεση εὐθυνῶν δημιουργοῦν ἕνα ἄνθρωπο συγχυσμένο, διχασμένο, ταραγμένο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο καί ἐγωπαθῆ, ἐμπαιζόμενο ἀπό τόν δαίμονα, αἰχμαλωτιζόμενο ἀπό αὐτόν στ' ἄφωτα δίχτυά του.

Κυριαρχεῖ ἕνας ἀνόητος ὀρθολογισμός, ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει εὐαγγελικές ἀρετές καί συνοδικούς κανόνες, κατά τήν ἀρέσκεια, προτίμηση καί εὐκολία, σέ σοβαρά θέματα νηστειῶν, ἐγκράτειας, τεκνογονίας, ἤθους, σεμνότητος, αἰδοῦς, τιμιότητος καί ἀκριβείας.

Κατόπιν ὅλων τούτων, τά ὁποῖα δέν νομίζω ὅτι ὑπερβάλλουμε, θεωροῦμε ὅτι οἱ ἐξομολόγοι δέν ἔχουν εὔκολο ἔργο. Δέν ἀρκεῖ πλέον ἡ χειραγωγία στή μετάνοια καί ἡ καλλιέργεια τῆς ταπεινώσεως, ἀλλά χρειάζεται τό ποίμνιο κατήχηση, ἐπαναευαγγελισμό, κατάρτιση, μεταβολισμό πνευματικό πρός ἀπόκτηση ἰσχυρῶν ἀντισωμάτων. Ἀπαραίτητη ἡ ἀντίσταση, ἀντίδραση καί ἀντιμετώπιση τοῦ σφοδροῦ ρεύματος τῆς ἀποϊεροποιήσεως, τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τοῦ ἀποηρωισμοῦ, τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, τοῦ πλουτισμοῦ καί κορεσμοῦ. Ἰδιαιτέρως προσοχῆς, διδαχῆς καί ἀγάπης ἔχουν ἀνάγκη οἱ νέοι, πού ἡ ἀγωγή δέν τούς βοηθᾶ νά συνειδητοποιήσουν τό νόημα καί τό σκοπό τῆς ζωῆς, τό κενό, τό ἄκοσμο, τό ἄνομο, τό ἄφωτο τῆς ἁμαρτίας.

Σοβαρό πρόβλημα ἀποτελεῖ ἀκόμη καί γιά τούς χριστιανούς μας ἡ ἀγχώδης συχνά ἀναζήτηση μιᾶς ἄκοπης, ἄμοχθης καί ἄλυπης ζωῆς. Ἀναζητοῦμε Κυρηναίους. Δέν ἀποδεχόμεθα τήν ἄρση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ. Δέν γνωρίζουμε τό βάθος καί τό εὖρος τοῦ σταυροῦ. Προσκυνοῦμε τόν σταυρό στήν ἐκκλησία, κάνουμε τόν σταυρό μας, ἀλλά δέν ἀσπαζόμαστε τόν προσωπικό μας σταυρό. Τελικά θέλουμε ἕνα ἀσταύρωτο Χριστιανισμό. Δέν ὑπάρχει ὅμως Πάσχα δίχως Μεγάλη Παρασκευή.

Τιμᾶμε τούς μάρτυρες καί τούς ὁσίους, ἀλλά δέν θέλουμε ἐμεῖς καμιά κακοπάθεια, καμιά καθυστέρηση, καμιά δυσκολία. Δυσκολευόμαστε στή νηστεία, δυσανασχετοῦμε στήν ἀσθένεια, δέν ἀνεχόμαστε πικρό λόγο, ἀκόμη καί ὅταν φταῖμε, ὁπότε πῶς νά ὑπομένουμε ἀδικία, συκοφαντία, κατατρεγμό καί ἐξορία, ὅπως οἱ ἅγιοί μας; Εἶναι γεγονός ἀδιαμφισβήτητο πώς τό σύγχρονο κοσμικό πνεῦμα τῆς εὐκολίας, τῆς ἀνέσεως καί τοῦ ὑπερκαταναλωτισμοῦ ἔχει ἐπηρεάσει ἰσχυρά τό μέτρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Θέλουμε γενικά ἕνα ἀντιασκητικό Χριστιανισμό. Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως βάση ἔχει τό ἀσκητικό Εὐαγγέλιο.

Ἕνα ἄλλο μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ νοσηρή καί ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στή λογική, τή διάνοια, τή γνώση καί τήν κρίση του. Πρόκειται γιά τόν παχυλό καί κουραστικό ἐν τέλει ὀρθολογισμό. Ἡ νηπτική ὀρθόδοξη θεολογία μᾶς διδάσκει τό νοῦ νά τόν ἔχουμε ἐργαλεῖο καί νά τόν κατεβάσουμε στήν καρδιά. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν καλλιεργεῖ καί παράγει διανοούμενους. Γιά μᾶς ὁ ὀρθολογισμός δέν εἶναι φιλοσοφική νοοτροπία, ἀλλά μιὰ καθαρά ἁμαρτητική βιοθεωρία, μιὰ μορφή ἀθεΐας, ἀφοῦ ἀντιβαίνει στήν ἐντολή τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐμπιστοσύνης στόν Θεό. Ὁ ὀρθολογιστής κρίνει τά πάντα μέ τήν κρισάρα τοῦ μυαλοῦ, μόνο μέ τόν πεπερασμένο νοῦ του, κέντρο εἶναι ὁ ἐαυτός του καί τό κυρίαρχο ἐγώ του καί δέν ἐμπιστεύεται τή θεία Πρόνοια, τή θεία Χάρη καί θεία Βοήθεια στή ζωή του.

Θεωρώντας συχνά τόν ἑαυτό του ἀλάνθαστο ὁ ὀρθολογιστής δέν ἐπιτρέπει στόν Θεό νά ἐπέμβει στή ζωή του καί νά τόν κρίνει. Ἔτσι δέν θεωρεῖ ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἐξομολογήσεως. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ὅμως λέγει πώς τό νά νομίζει κάποιος πώς δέν ἔπεσε σέ ἁμαρτήματα, αὐτό εἶναι ἡ πιό μεγάλη πτώση καί πλάνη καί τό πιό μεγάλο ἁμάρτημα. Παρασυρμένοι ὁρισμένοι νεώτεροι θεολόγοι μιλοῦν γι' ἀστοχία καί ὄχι γιά ἁμαρτία, θέλοντας ν' ἀμβλύνουν τή φυσική διαμαρτυρία τῆς συνειδήσεως. Ἡ αὐτάρκεια ὁρισμένων ἐκκλησιαζομένων καί νηστευόντων χριστιανῶν κρύβει ἐνίοτε ἕνα λανθάνοντα φαρισαϊσμό, ὅτι δέν εἶναι ὅπως οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων καί ὡς ἐκ τούτου δέν χρήζουν ἐξομολογήσεως.

Κατά τούς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τό μεγαλύτερο κακό εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ μητέρα ὅλων τῶν παθῶν κατά τόν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Πρόκειται γιά πολύτεκνη μητέρα μέ πρῶτες θυγατέρες τήν κενοδοξία καί τήν αὐτοδικαίωση. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι μιὰ μορφή ἄρνησης Θεοῦ, εἶναι ἐφεύρεση τῶν πονηρῶν δαιμόνων, ἀποτέλεσμα πολλῶν κολακειῶν καί ἐπαίνων, πού ἐπιφέρει τήν ἐξουδένωση καί ἐξουθένωση τῶν ἀνθρώπων, τή θεομίσητη κατάκριση, τόν θυμό, τήν ὀργή, τήν ὑποκρισία, τήν ἀσπλαχνία, τή μισανθρωπία, τή βλασφημία. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἕνα πάθος φοβερό, δύσκολο, δυνατό καί δυσθεράπευτο. Ἡ ὑπερηφάνεια ἐπίσης εἶναι πολυδύναμη καί πολυπρόσωπη. Ἐκδηλώνεται ὡς ματαιοδοξία, μεγαλαυχία, οἴηση, ἀλαζονεία, ὑπεροψία, φυσίωση, τύφωση, καύχηση, ἰταμότητα, ἔπαρση, μεγαλομανία, φιλοδοξία, φιλαυτία, φιλαρέσκεια, φιλοχρηματία, φιλοσαρκία, φιλαρχία, φιλοκατηγορία καί φιλονικία. Ἀκόμη ὡς αὐταρέσκεια, προσωποληψία, αὐθάδεια, ἀναίδεια, παρρησία, ἀναλγησία, ἀντιλογία, ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀνυπακοή, εἰρωνεία, πεῖσμα, περιφρόνηση, προσβολή, τελειομανία καί ὑπερευαισθησία. Ἡ ὑπερηφάνεια τελικά ὁδηγεῖ στήν ἀμετανοησία.

 


Ὄργανο τῆς ὑπερηφάνειας συχνά γίνεται ἡ γλώσσα. Μέ τήν ἀργολογία, τή φλυαρία, τήν πολυλογία, τό κουτσομπολιό, τή μωρολογία, τή ματαιολογία, τήν ἀνειλικρίνεια, τήν ἀδιακρισία, τή διγλωσσία, τή διπλωματία, τήν εὐτραπελία, τήν προσποίηση καί τόν ἐμπαιγμό.

Ἀπό τά ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα προέρχονται πολλά ἄλλα πάθη. Ἀφοῦ ἀναφέραμε τά τῆς ὑπερηφάνειας, ἐρχόμαστε στή φιλαργυρία, πού γεννᾶ τή φιλοχρηματία, τήν πλεονεξία, τήν ἀπληστία, τήν τσιγγουνιά, τήν ἀνελεημοσύνη, τή σκληροκαρδία, τήν ἀπάτη, τήν τοκογλυφία, τήν ἀδικία, τή δολιότητα, τή σιμωνία, τή δωροληψία, τόν τζόγο. Ἡ πορνεία ἔχει μύριες ἐκφάνσεις ὅπως ὁ φθόνος μέ τίς ὕπουλες καί πονηρές κακίες του, ἡ ἀχόρταγη γαστριμαργία, ὁ θυμός καί ἡ ὕποπτη ἀκηδία καί ἀμέλεια.

Ἰδιαιτέρως προσοχῆς χρήζουν πολλά ἀνορθόδοξα στοιχεῖα στήν οἰκογενειακή ζωή καί φρονοῦμε πώς θά πρέπει νά θεαθοῦν προσεκτικά ἀπό ἐξομολόγους καί ἐξομολογουμένους. Ἡ ἀποφυγή τῆς τεκνογονίας, ἡ εἰδωλοποίηση τῶν τέκνων, θεωρούμενα προέκταση τοῦ ἐγώ τῶν γονέων, ὑπερπροστατευόμενα, παρακολουθούμενα συνεχῶς καί ἐξουσιαζόμενα βάναυσα. Ὁ γάμος εἶναι στίβος ταπεινώσεως, ἀλληλοπεριχωρήσεως καί ἀλληλοσεβασμοῦ καί ὄχι παράλληλη ὅδευση δύο ἐγωισμῶν, παρά τήν ἰσόβια σύζευξη καί συνύπαρξη. Χορεύει ὁ δαίμονας ὅταν δέν ὑπάρχει συγχώρεση στίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καί τά καθημερινά σφάλματα. Οἱ γονεῖς θά βοηθήσουν σημαντικά τά παιδιά τους ὄχι μέ τήν πλούσια εὐγένεια ἔξω ἀπό τό σπίτι ἀλλά μέ τό εἰρηνικό, νηφάλιο καί ἀγαπητικό παράδειγμα καθημερινά μέσα στό σπίτι τους. Ἡ συμμετοχή τῶν παιδιῶν μαζί μέ τούς γονεῖς τους στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως θά τούς ἐνδυναμώσει μέ τή θεία Χάρη καί θά τούς στερεώσει στή βιωματική ἐμπειρία μέ τόν Χριστό. Ζητώντας οἱ σύζυγοι εἰλικρινά συγγνώμην διδάσκουν τά παιδιά τους τήν ταπείνωση, πού καίει τίς δαιμονικές πλεκτάνες. Σ' ἕνα σπιτικό πού ἀνθεῖ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁμόνοια, ἡ κατανόηση, ἡ ταπείνωση καί εἰρήνη ὑπάρχει πλούσια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί γίνεται κάστρο ἀπόρθητο στήν κακία τοῦ κόσμου. Ἡ μέ τή συγχωρητικότητα ἀγωγή τῶν παιδιῶν δημιουργεῖ μία ὑγιά οἰκογενειακή ἑστία πού τά ἐμπνέει καί τά ἐνισχύει γιά τό μέλλον τους.

Ἕνα ἄλλο μεγάλο θέμα, πού ἀποτελεῖ σοβαρό ἐμπόδιο γιά τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση εἶναι ἡ αὐτοδικαίωση, πού μαστίζει καί πολλούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Βάση της ἔχει, ὅπως εἴπαμε, τή δαιμονική ὑπερηφάνεια. Κλασικό παράδειγμα ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ αὐτοδικαιούμενος ἄνθρωπος ἔχει φαινομενικά καλά, γιά τά ὁποῖα ὑπεραίρεται καί θέλει νά τιμᾶται καί ἐπαινεῖται. Χαίρεται νά τόν κολακεύουν, νά ἐξουθενώνει καί ταπεινώνει τούς ἄλλους. Αὐτοεκτιμᾶται ὑπερβολικά, αὐτοδικαιώνεται παράφορα καί θεωρεῖ τόν Θεό ἀναγκαστικά ὑποχρεωμένο νά τόν ἀνταμείψει. Πρόκειται τελικά γιά ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ὅπου ταλαιπωρούμενος ταλαιπωρεῖ καί τούς ἄλλους. Διακατέχεται ἀπό νευρικότητα, ταραχή, ἀπαιτητικότητα, πού τόν αὐτοφυλακίζει καί δέν τόν ἀφήνει ν' ἀνοίξει τή θύρα τοῦ θείου ἐλέους, διά τῆς μετανοίας.

Γέννημα τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι καί ἡ κατάκριση, πού δυστυχῶς ἀποτελεῖ συνήθεια καί πολλῶν χριστιανῶν, πού ἀσχολοῦνται περισσότερο μέ τούς ἄλλους παρά μέ τόν ἑαυτό τους. Φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας καί τῆς κοινωνίας πού ὠθεῖ τόν κόσμο στή συνεχῆ ἐτεροπαρατήρηση καί ὄχι τήν αὐτοπαρατήρηση. Οἱ μύριες ἀσχολίες καί δραστηριότητες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου δέν τόν θέλουν νά μείνει ποτέ μόνο πρός μελέτη, περίσκεψη, προσευχή, αὐτογνωσία, αὐτομεμψία, αὐτοέλεγχο καί μνήμη θανάτου. Τά λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως ἀσταμάτητα ἀσχολοῦνται σκανδαλοθηρικά, ἐπίμονα καί μακρόσυρτα μέ τά πάθη, τίς ἁμαρτίες, τά παραπτώματα τῶν ἄλλων. Ὅλ' αὐτά προκαλοῦν, ἐντυπωσιάζουν καί ἄν δέν σκανδαλίζουν πάντως φορτώνουν τήν ψυχή καί τό νοῦ μέ τά βρωμερά καί ἄσχημα καί μάλιστα καθησυχάζουν, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴμαστε καλύτεροι. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος συνηθίζει στή μετριότητα, χλιαρότητα καί ἐφημερότητα τῆς φθηνῆς καθημερινότητος, μή συγκρινόμενος μέ τούς ἁγίους καί τούς ἥρωες.

Ἔτσι ἡ κατάκριση κυριαρχεῖ στίς μέρες μας, θεωρώντας ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐνεργεῖ δίκαιη κάθαρση, σπιλώνοντας ἄλλους καί μολύνοντας τόν ἑαυτό του, δημιουργώντας κακίες, μίση, ἔχθρες, μνησικακίες, ζηλοφθονίες καί ψυχρότητες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μάλιστα ἀναφέρει πώς ἐκεῖνος πού περιεργάζεται συνεχῶς τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἤ κρίνει τόν ἀδελφό του ἀπό ὑποψία καί μόνο, αὐτός δέν ἔκανε ἀκόμη ἀρχή μετανοίας, οὔτε ἄρχισε τήν ἔρευνα γιά νά γνωρίσει τίς ἁμαρτίες του.

Λέγονται πολλά καί διάφορα. Ἕνα τελικά εἶναι τό καίριο, σημαντικό καί ἐξέχον. Ἡ σωτηρία μας, γιά τήν ὁποία δέν πολυνοιαζόμαστε παντοτεινά. Ἡ σωτηρία δέν ἐπιτυγχάνεται παρά μόνο μέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί καθαρή ἐξομολόγηση. Ἡ μετάνοια δέν ἀνοίγει μόνο τόν οὐράνιο παράδεισο, ἀλλά καί τόν ἐπίγειο μέ τήν πρόγευση, ἔστω ἐν μέρει, τῆς ἀνεκλάλητης χαρᾶς τῆς ἀτελεύτητης βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί τῆς ὑπέροχης εἰρήνης ἀπό τώρα. Οἱ ἐξομολογημένοι ἄνθρωποι μποροῦν νἄναι οἱ ἀληθινά γνήσια χαρούμενοι, οἱ εἰρηνικοί καί εἰρηνοφόροι, οἱ κήρυκες τῆς μετανοίας, τῆς ἀναστάσεως, τῆς μεταμορφώσεως, τῆς ἐλευθερίας, τῆς χάριτος, τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τους καί τή ζωή τους. Ἡ πλούσια χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει τόν λύκο πρόβατο, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καμιά ἁμαρτία δέν ὑπερβαίνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κανείς ἁμαρτωλός ἄν θέλει δέν ἀδυνατεῖ ν' ἁγιάσει. Μᾶς τό ἀποδεικνύουν οἱ πολλοί μετανοημένοι ἅγιοι τοῦ Συναξαριστῆ.

Ὁ ἐξομολόγος ἐξομολογεῖ καί συγχωρεῖ τούς ἐξομολογούμενους μέ τ' ἅγιο πετραχήλι του. Δέν μπορεῖ ὅμως νά αὐτοεξομολογηθεῖ καί νά θέσει ὁ ἴδιος τό πετραχήλι του στό κεφάλι του γιά νά συγχωρηθεῖ. Πρέπει ἀπαραίτητα νά σκύψει σέ ἄλλο ὁπωσδήποτε πετραχήλι. Ἔτσι λειτουργεῖ ὁ πνευματικός νόμος, ἔτσι τά ἔθεσε ἡ πανσοφία καί ἡ φιλευσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ.

Δέν μπορεῖ νά ἐξομολογοῦμε καί νά μή ἐξομολογούμεθα. Νά διδάσκουμε καί νά μή πράττουμε. Νά μιλᾶμε γιά μετάνοια καί νά μή μετανοοῦμε οἱ ἴδιοι. Νά μιλᾶμε γιά ἐξομολόγηση καί νά μή ἐξομολογούμεθα τακτικά. Οὐδείς αὐτοκαθαίρεται καί οὐδείς αὐτοσυγχωρεῖται ποτέ. Οἱ ἀσύμβουλοι, οἱ ἀνυπάκουοι, οἱ ἀνεξομολόγητοι ἀποτελοῦν σοβαρό πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, τό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ δύναται νά γίνει θαυματουργό νυστέρι ἀφαιρέσεως κακοήθων ὄγκων, ν' ἀναστήσει νεκρούς, ν' ἀνανεώσει καί μεταμορφώσει τόν ἄκοσμο κόσμο, νά χαροποιήσει γῆ καί οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐμπιστεύθηκε τό μέγα λειτούργημα, τό ἱερό ὑπούργημα, στούς ἱερεῖς μας καί ὄχι στούς ἀγγέλους, γιά νά τούς πλησιάζουμε ἄνετα καί ἄφοβα ὡς ὁμοιοπαθεῖς καί ὁμόσαρκους.

Ὅλα τά παραπάνω, εἰλικρινά καί διόλου ταπεινόσχημα, εἰπώθηκαν ἀπό ἕνα συναμαρτωλό, πού δέν θέλησε νά κάνει τόν δάσκαλο, ἀλλά τόν συναγωνιζόμενο συμμαθητή σας. Θέλησε ἀπό ἀγάπη νά σᾶς θυμίσει μέ ἁπλά καί ἄτεχνα λόγια τή ζῶσα παράδοση τῆς ἁγίας μητέρας μας Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ πάντοτε ἐπίκαιρου θέματος τῆς θεοΰφαντης καί θεομακάριστης μετανοίας καί τῆς θεοπαράδοτης καί θεαγάπητης ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.

 

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 08, 2014

Η καλλιέργεια της καρδιάς...

                               
  
                                    Η καλλιέργεια της καρδιάς...

Του Μακαριστού Γέροντος Μωυσή, του Αγιορείτη

Γνωρίζω καλά, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, ότι είσθε ένα ακροατήριο που δεν μπαίνει για πρώτη φορά στην Εκκλησία. Έχετε ακούσει πολλά κηρύγματα και διάφορες ομιλίες.

Έχετε πάρει αποφάσεις, έχετε κάνει αγώνες, έχετε νίκες και ήττες.

Τί να πει απόψε ο ομιλητής , που δεν θέλει να σας κουράσει, αλλά και να σας ψευτοπαρηγορήσει; Σκέφθηκα , λοιπόν, αγαπητοί μου, να σας μιλήσω, όπως πάντα από χρόνια συνηθίζω, απλά, για την καλλιέργεια της καρδιάς.

Η πάροδος των χρόνων δυστυχώς μας κάνει πιο οκνηρούς. Υπάρχει σωματική και ψυχική κόπωση και φθορά. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα είναι να δει ο άνθρωπος την καρδιά του, να ελέγξει την σκέψη του, να γνωρίσει καλά τον εαυτό του. Μας τρομάζει το εσωτερικό μας κενό. Φοβόμαστε, όπως έχουμε ξαναπεί, την αντιμετώπιση και την κουβέντα με τον εαυτό μας. Δεν μιλάμε για ένα άσκοπο σεριάνι στο παρελθόν , για μία ονειροπόλα οπισθοδρομική διάθεση. Είναι αναγκαία μια εν επιγνώσει ανάκριση του εαυτού μας. Τί έκανε και τί δεν έκανε, γιατί το έκανε και γιατί δεν το έκανε.

Υπάρχουν άνθρωποι, που δεν τους νοιάζει τί έκαναν και τί δεν έκαναν. Πρόκειται για αδιάφορους , χοντρόπετσους, ασυνείδητους και αδαείς. Είναι κι άλλοι ευαίσθητοι, λεπτολόγοι, σχολαστικοί και φοβισμένοι. Ούτε αυτοί είναι σωστοί. Το παρελθόν πέρασε. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε αυτό και να το διορθώσουμε. Μπορούμε όμως να ταπεινωνόμαστε για τα τυχόν καλά μας και να μετανοούμε για τα λάθη μας. Πίνοντας οινοπνευματώδη ποτά, παίρνοντας διάφορες ναρκωτικές ουσίες και υπνωτικά δεν διορθώνεται το παρελθόν, δεν απολησμονιέται, ούτε καλλιεργείται η καρδιά.

Ο άνθρωπος που αληθινά μετανοεί δεν έχει συνεχείς τύψεις και φοβερές ενοχές . Η μετάνοια από τη στενοχώρια, τη ντροπή, την ταραχή και τον φόβο σε οδηγεί στην ηρεμία, τη γαλήνη, τη νηφαλιότητα , την κατάνυξη και τη σωφροσύνη. Τα σημάδια από τα θεραπευμένα τραύματα των αμαρτιών θυμίζουν την αποστασία. Γίνονται τα παθήματα μαθήματα διδακτικά. Η – με τη χάρη του Θεού – μεταμέλεια του ανθρώπου τον μεταμορφώνει. Βλέπει τώρα με χαρά ότι είναι άλλος άνθρωπος , νέος άνθρωπος, πέθανε ο παλαιός άνθρωπος της αμαρτίας. Αν ο άνθρωπος νιώσει ότι είναι άλλος άνθρωπος είναι σημαντικό. Σημαίνει ότι βαδίζει καλά την οδό της μετανοίας. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και όχι η λήθη της αμαρτίας οδηγεί στη συγχώρηση και τη θεραπεία της καρδιάς μας.

Για να δοκιμάσουμε την καθαρότητα της καρδιάς μας, ας υποβληθούμε στη δοκιμασία. Αν οι αφορμές, τα αίτια, οι εικόνες , τα πράγματα, οι χώροι της αμαρτίας έρχονταν μπροστά μας τί θα κάναμε; Αν τα συμπαθούσαμε, κουβεντιάζαμε μαζί τους, καθυστερούσαμε, τα προσέχαμε, τα παρατηρούσαμε, τότε κάτι δεν θα πήγαινε καλά. Αν τ’ αποδιώχναμε, τ’ αποστρεφόμαστε και τα μισούσαμε, τότε σίγουρα θα είχαμε μετανοήσει ειλικρινά. Διαφορετικά θα νομίζαμε ότι είμαστε καλά, θα παίζαμε , θα κοροϊδεύαμε τον εαυτό μας και τον Θεό μας.

Μου έλεγε ένας μοναχός προ ετών: «Αισθάνομαι όλη η ζωή μου να είναι μια μπουνιά στο στομάχι του Θεού κι εκείνος να τη χαϊδεύει». Είχε μισήσει κάθε αντίθεη πράξη της ζωής του. Η αμαρτία δεν τον δελέαζε πια. Δεν ήταν αυτός που κάποτε ήταν. Έφθανε, λέει, να μην αναγνωρίζει πλέον τον παλαιό εαυτό του. Λυπόταν για τον χρόνο που έχασε άσκοπα εδώ κι εκεί. Για τις μάταιες καθυστερήσεις , τις περιττές λύπες, το χάσιμο της αθωότητας και της απλότητας. Αισθανόταν ανάξιος να τον αγαπούν , να τον τιμούν και να τον προσέχουν.

Αν γνώριζαν ποιος πραγματικά είμαι, έλεγε, αταπεινόλογα θα με αποστρέφονταν οι πάντες. Δεν νομίζω ότι ήταν φοβερά τα αμαρτήματά του, όμως έτσι αισθανόταν, γιατί ήταν αληθινά μετανοημένος ο μακάριος. Είχε ξεβοτανίσει καλά τον κήπο της καρδιάς του και είχε καλλιεργήσει ευώδη άνθη αρετών.

Κάθε φορά που ξεβοτανίζουμε κι εμείς τον κήπο της καρδιάς μας θα πρέπει να ‘μαστε ιδιαίτερα επιμελείς. Όχι απλά να θυμόμαστε τις αμαρτίες μας , για να τις εξομολογηθούμε τυπικά, αλλά να δούμε αν ακόμη τις αγαπάμε κι εύκολα θα τις ξαναδιαπράτταμε. Αξίζει να δούμε καλά πώς τις αφήσαμε να ριζώσουν και να θεριέψουν.

Λέγοντας αυτά εννοούμε μια βαθιά εσωτερική παρατήρηση. Να βρούμε το αυθεντικό μας πρόσωπο, την πραγματική μας ταυτότητα, τη μη επιζωγραφισμένη εικόνα μας. Να μην προσέχουμε το φαίνεσθαι αλλά το είναι. Δίχως προσωπείο, μάσκα, επιτήδευση, υποκρισία, ψευτοχαμόγελα, ψευτοευγένειες και ψευτοϋποχωρήσεις. Γενναία , ανυπόκριτα, ολοκληρωμένα, ατόφια, ακέραια και ντόμπρα πράγματα. Όχι μισοκακόμοιρα, μεσοβέζικα, πρόχειρα, επιπόλαια και ρηχά. Αξίζει να γνωρισθούμε και να συμφιλιωθούμε με τον πραγματικό εαυτό μας, ώστε αυτόν να μεταμορφώσουμε και όχι την εξωτερική του επιφάνεια , για να κάνουμε τους καλούς και να μας τιμούν…

Πηγή: «ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
παθοκτονία
πρόσκληση μετανοίας
σε καιρούς κρίσεως»
Εκδόσεις : Εν πλω

πηγή

Κυριακή, Αυγούστου 03, 2014

ΠΑΝΑΓΙΑ, Η ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


Ο Χριστός παραλαμβάνει την ψυχή της Παναγίας. 
Η Παναγία, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον μεγαλύτερο δογματικό Πατέρα της Εκκλησίας μας, «κατέχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος». Δηλαδή εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί μετά την Αγία Τριάδα τιμάμε την Παναγία. Μεγάλη όντως τιμή. Στο πρόσωπο της Παναγίας τιμάται το γυναικείο φύλο. Ο πιστός ελληνικός λαός τιμά ιδιαίτερα κι ευλαβείται πολύ την Παναγία της οποίας την προστασία έζησε πολλές φορές.

Αυτό φαίνεται και στ΄ ότι από τις 30000 εκκλησίες, παρεκκλήσια κι εξωκκλήσια όλης της Ελλάδος οι 6000 είναι αφιερωμένες σ΄ εορτές της Παναγίας και οι περισσότερες στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μάλιστα από τα 1000 μοναστήρια της Ελλάδος τα 300 τιμώνται σ΄ εορτές της Παναγίας. Γέννηση, Ευαγγελισμός, Ζωοδόχος Πηγή, Τίμια Ζώνη, Κοίμηση. Τα στοιχεία αυτά λαμβάνουμε από τα επίσημα δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η Ελλάδα θα λέγαμε είναι παναγιοφρούρητη και παναγιοσκέπαστη.

Στο Άγιον Όρος, το ωραίο προσωνυμούμενο «Περιβόλι της Παναγίας», από τον πολύπλαγκτο Σκοπελίτη Ξηροποταμηνό μοναχό Καισάριο Δαπόντε, ονομασία που επικράτησε, η τιμή της Παναγίας πλησιάζει τα όρια της μεγάλης αγάπης. Από τις 20 μονές οι 5 τιμώνται στην Παναγία. Από τις 12 Σκήτες οι 3 είνι αφιερωμένες στην Παναγία. Από τα 300 Κελλιά περίπου τα 50 πανηγυρίζουν σ΄ εορτές της Παναγίας. Με σεμνές πανηγυρικές αγρυπνίες, παρακλήσεις, Χαιρετισμούς, Θεοτοκάρια και Θεοτόκια. Όλα ωραία για την ωραιότερη και σεμνότερη γυναίκα όλου του κόσμου.


Κέντρο του Θεομητορικού εορτασμού τον Αύγουστο στον ιερό Άθωνα είναι ο πάνσεπτος ναός του Πρωτάτου στις Καρυές. Αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η πολυπρόσωπη και κατανυκτική μεγάλη εικόνα του τέμπλου παρουσιάζει κατά τη βυζαντινή παράδοση τη σύναξη των Αποστόλων και πρώτων επισκόπων γύρω από τη νεκρική κλίνη της Θεοτόκου. Ο Χριστός ψηλά μετά των αγγέλων να παραλαμβάνει την ψυχή της. Η ίδια εικόνα σε μικρό μέγεθος στο προσκυνητάρι. Μεγάλη και ωραιοτάτη ίδια παράσταση σε τοιχογραφία από τον χρωστήρα του Θεσσαλονικέως Πανσέληνου και της συνοδείας του στα τέλη του 13ουαιώνος. Μεγάλη πανήγυρη και στη μονή Ιβήρων.

Η θαυματουργή εικόνα του Άξιον Εστί, δεσπόζει και λάμπει στο προσκυνητάρι της, με την κεντητή ποδιά, τ΄ ασημένια καντήλια, τα άνθη, τα θυμιάματα, τ΄ αφιερώματα, τις λαμπάδες, τις μετάνοιες, τους μύριους ασπασμούς. Κάθε 15 Αυγούστου και όλο το Άγιον Όρος αγρυπνεί εκ βαθέων ψάλλοντας : «Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει».

Η θεοτοκοφιλία μοναχών και λαϊκών είναι δικαιολογημένη, δίκαιη, πηγαία, αυθόρμητη και ειλικρινής. Η Παναγία είναι το καλύτερο που είχε να δώσει όλη η ανθρωπότητα στη θεότητα. Είναι η ωραιότερη, σεμνότερη, ταπεινότερη και ιερότερη γυναίκα του κόσμου. Ας πρεσβεύει ασίγαστα. Έχουμε μεγάλη την ανάγκη και την προστασία της.

ΠΗΓΗ : ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΕΟΡΤΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΠΟΛΗ 2012, σ. 281 κ.ε
ΠΗΓΗ.

Πέμπτη, Ιουλίου 10, 2014

Διέξοδοι στὴ μοναξιὰ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου


Εἰλικρινά, δυσκολεύομαι ἀρκετά, παρότι ἴσως σᾶς φανεῖ παράξενο, νὰ πείσω τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὴν ἀξία μιᾶς ἀκόμη ὁμιλίας. Φοβᾶμαι πὼς δὲν θὰ πρωτοτυπήσω καθόλου, ἂν καὶ γνωρίζω πὼς ἡ ἀξία τοῦ λόγου δὲν ἔγκειται στὴν πρωτοτυπία. Ἐλπίζω στὴν ὑπομονή σας. Θὰ ἐπιθυμοῦσα μέσα ἀπὸ μία σύντομη παρουσίαση τῆς καταστάσεως ποὺ σεῖς καθημερινὰ ζεῖτε, νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω μερικὰ λόγια ποὺ πηγάζουν ἀπὸ παραθεωρημένα κείμενα θείας σοφίας καὶ ἀγάπης. Θὰ χαιρόμουν νὰ τὰ κατάφερνα νὰ σᾶς ἐμπνεύσω καὶ νὰ σᾶς ὁδηγήσω σὲ μία διέξοδο, δίχως νὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς πείσω, σεβόμενος ἀπολύτως τὴ θεοσδοτη ἐλεύθερη βούλησή σας. Θ’ ἀνοίξουμε λοιπὸν μαζὶ ἕνα παράθυρο γιὰ νὰ ξαναδοῦμε τὸν κόσμο...

Ἕνα κόσμο πολύβουο, πολυπρόσωπο κι ἀπρόσωπο, ποὺ τὸ διάλογο ἔχει ὑποκαταστήσει ἡ μυριόστομη ἀντιφώνηση συνθημάτων καὶ ἡ μέθη του τὸν ἔχει κάνει μέσα στὴ μαζοποίηση νὰ ἔχει χάσει τὴν προσωπικότητά του καὶ νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ συναίσθημα τῆς ἀγέλης.

Στὴν πολυκατοικία δὲν εἶναι γνωστοὶ ὅλοι οἱ ἔνοικοι. Στὴν πολυκατοικία χάθηκε ἡ γειτονιά, ποὺ μοιραζόσουν τὸ ψωμὶ κι οἱ πόρτες ἦταν ἀνοιχτές. Οἱ σχέσεις ἐξαντλοῦνται σὲ μία καλημέρα μέσα στὸ ἀσανσὲρ κι ἕνα βιαστικὸ χαμόγελο δίνοντας τὸ λογαριασμὸ τῶν κοινοχρήστων. Στὶς ἐπαρχιακὲς πόλεις γίνεται φιλότιμη προσπάθεια νὰ διατηρηθοῦν ἐθιμοτυπικὲς ἐπισκέψεις καὶ τὸ κουτσομπολιό.

Στὸ δρόμο σκουντουφλᾶ ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, στὸ λεωφορεῖο στριμώχνονται, στὰ κέντρα διασκεδάσεως δὲν βρίσκεις θέση. Στὸ σχολεῖο, στὸ σπίτι, στὸ κατάστημα, παντοῦ, κουβαλᾶ ὁ ἄνθρωπος τὴν πλήξη καὶ τὴν ἀνία του, πολλὲς φορὲς καὶ δίχως νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ πλήρως κι ἡ κατάσταση αὐτὴ νὰ ἔχει γίνει ἁπλὴ συνήθεια δίχως καὶ νὰ ἀπασχολεῖ πιά. Οἱ καθημερινὲς ἀσχολίες δὲν τοὺς ἀφήνουν ποτὲ μόνους τους ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὰ ποῦνε μὲ τὸν ἑαυτό τους.

Ἡ μοναξιὰ δὲν ἐξοβελίζεται μ’ εὐφυεῖς συνταγὲς ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, συγγραφέων καὶ κηρύκων. Θέλει προσωπικὸ ἀγώνα, ἐσωτερικὴ τακτοποίηση, μετωπικὴ σύγκρουση μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ ἄγνωστη ταυτότητά μας, ἀνδρεία ἐνδοσκαφὴ πρὸς ἀνεύρεση τοῦ πρωτόκτιστου κάλλους, ταπεινὴ προσκύνηση τοῦ Θεοῦ, πρὸς μαθητεία καὶ βοήθεια, εἰλικρινῆ καὶ τίμια ἔξοδο πρὸς συνάντηση τῶν ἄλλων, μὲ πνεῦμα θυσίας, μὲ διάθεση κατανοήσεως καὶ παραδοχῆς, ἀλληλοσυμπληρώσεως καὶ ἀλληλοβοήθειας.

Ἔτσι ἡ στείρα καὶ πικρὴ μοναξιὰ μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ σὲ γόνιμη πηγή, μὲ ὕδατα ἀνυπέρβλητης γοητευτικότητας καὶ δυναμικότητας, ἐμβαθύνοντας στὴν ὁλότητά του κι ἀνακαλύπτοντας τὶς δυνάμεις του, τὴν αὐθεντικότητα τοῦ θεόμορφου προσώπου του.

Μόνο ὁ ἐσωτερικὰ ἰσορροπημένος ἄνθρωπος καὶ τακτοποιημένος μπορεῖ νὰ ἔχει ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους, σχέσεις ποὺ ἄρχισαν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ἔδωσαν τὴ δύναμη γι’ αὐτὴ τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι οἱ ἄλλοι γίνονται συλλειτουργοὶ στὸ μυστήριο τῆς λειτουργίας τῆς ζωῆς, ὅπου μεταλαμβάνουμε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, μὲ τὴν προσευχή, τὴ φιλία, τὸ γάμο καὶ παρηγοριόμαστε στὸ πολυκύμαντο αὐτὸ ταξείδι τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας.

Φοβᾶσαι; Μὴ φοβᾶσαι νὰ σκέφτεσαι τὸ Θεό. Πήγαινε στὴν ἐκκλησία καὶ κάτσε σὲ μία γωνιὰ ἥσυχος. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τοὺς φόβους. Μὲ συγχωρεῖτε ποὺ δυσκολεύομαι νὰ εἶμαι ἀναλυτικός. Δὲν νομίζω ἄλλωστε πὼς χρειάζεται. Πρέπει νὰ νοιώσεις πὼς οἱ σχέσεις σου μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἕνα θέμα δικό σου. Παρότι εἶναι δύσκολο ἐντούτοις πρέπει νὰ κοιτάξει νὰ βρεῖ κανεὶς ἕνα καλὸ πνευματικὸ ὁδηγό. Δὲ συμφέρει ν’ ἀνοίγει κανεὶς εὔκολα τὴν ψυχή του στὸν καθένα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπύθμενο μυστήριο. Θὰ εἶναι πολὺ τυχερὸς κανεὶς ἂν μπορέσει νὰ βρεῖ στὴ ζωὴ του ἕνα πρόσωπο ποὺ θὰ τὸ σέβεται, θὰ τὸ ἀγαπᾶ καὶ θὰ τὸ ἐμπιστεύεται καὶ μὲ χαρὰ θὰ τὸ ἀκολουθεῖ. Κι ὅσο νωρίτερα γίνει αὐτὸ τόσο καλύτερα.

Τὴν πρώτη αὐτὴ θέση τῆς καρδιᾶς μας καλεῖται νὰ ἔχει ὁ Θεός. Οἱ ἄλλοι ἂς εἶναι οἱ μεσάζοντες τῆς προσαγωγῆς μας σὲ Αὐτόν, ὡς παρρησία, ἐμπειρία, γνώση καὶ διάκριση ἔχοντες τῶν μονοπατιῶν ποὺ ὁδηγοῦν σὲ Αὐτὸν καὶ τοῦ φωτὸς ποὺ χύνει στοὺς ἐπικαλουμένους του.

Μὰ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός, πάτερ μου, θὰ μοῦ πεῖτε. Δὲν τὸν εἴδαμε, δὲν τὸν ἀκούσαμε, δὲν αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη του, εἶναι ἴσως τόσο μακρυά. Ἀσχολεῖται μ’ ἐμᾶς; Τί ἀνάγκη μᾶς ἔχει; Τί μᾶς θέλει; Καὶ δίχως Αὐτὸν δὲν μπορεῖ νὰ πάει καλὰ ἡ ζωή μας, ὅπως ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν; Εὐλόγα θάλεγα ἐρωτήματα, φυσικά, ἀνθρώπινα, νεανικά, συνήθη. Στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ν’ ἀποδειχτεῖ μὲ τὴ φυσικὴ λογική. Μόνο γι’ αὐτὸ τὸ δόγμα δὲν θὰ μποροῦσα νἄμαι ποτὲ καθολικός. Ἂν εἶχα τὸ Θεὸ σὰν ἕνα ἄλλο σὰν κι ἔμενα, ἔξω ἀπὸ μένα, μόνο ποὺ νὰ εἶναι πολὺ δυνατότερός μου, τότε θὰ ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ξεχάσω. Ἀλλὰ κι ὁ Θεὸς δεσμοφύλακας, ἐφοριακός, ἐκδικητὴς καὶ γέρος πλούσιος, ποὺ μᾶς παρουσιάστηκε ἀπὸ συγγενεῖς, δασκάλους καὶ κληρικοὺς θὰ θεωροῦσα καθῆκον μου νὰ τὸν ἀψηφήσω τελείως. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αὐτό. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε πὼς ὁ ἄνθρωπος οὔτε μὲ τὸ Θεὸ θέλει νὰ εἶναι, ἀλλ’ οὔτε μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς Αὐτόν;

Ἦλθαν δυὸ συνομίληκοί σας στὸ Ἅγιον Ὅρος, μ’ ἔξαλλη κόμωση κι ἀμφίεση. Δυσκολεμένοι ἀνάμεσα σ’ ἕνα μικρὸ ἀκροατήριο ποὺ «ξεναγεῖτο» κάθησαν διακριτικὰ στὸ τέλος καὶ μᾶς πλησίασαν. Σᾶς μεταφέρω τὶς πρῶτες κουβέντες τοῦ διαλόγου μας αὐτολεξεί:
— Θὰ μπορούσαμε νὰ σᾶς ρωτήσουμε κάτι;
— Εὐχαρίστως!
— Ἂν σᾶς ἔλεγε κάποιος πὼς δὲν ὑπάρχει Θεὸς τί θὰ τοῦ κάνατε;
— Τί θὰ τοῦ ἔκανα;
— Μάλιστα.
— Μήπως εἶναι δική σας ἡ ἐρώτηση;
— Ἂν σᾶς ποῦμε ναί;..
— Ἂν σᾶς πῶ κι ἐγὼ πὼς εἶναι καὶ δική μου;
— Δική σας; Ἐσεῖς, ἕνας μοναχός;
— Δὲν πιστεύω στὸ Θεὸ ποὺ μᾶς παρουσιάστηκε. Ἕνα Θεὸ ἄγαλμα, ξένο, μακρυνό, ἀπρόσιτο...
Μείναμε νὰ κουβεντιάζουμε ὧρες. Φεύγοντας τὴν ἄλλη μέρα μοῦ εἶπαν.
— Καὶ μεῖς νομίζαμε ἄλλα...

Ναί, πολλοὶ νομίζουν ἄλλα. Εἶναι ἀνέντιμο νὰ μιλᾶς γιὰ κάτι ποὺ δὲν γνωρίζεις, νὰ κατηγορεῖς τὸ φῶς, τὴ ζωή, τὴν ἀλήθεια, σὺ ποὺ ζεῖς στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀπάτη. Εἶναι στενομυαλιά. Μὰ ἡ στενομυαλιὰ θὰ θεραπευτεῖ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὴν παραδεχθεῖς. Ὅσο θὰ τὴ θεωρεῖς εὐφυία, ἐλευθερία καὶ δόξα θὰ ταλαιπωρεῖσαι πικρά.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄλλοι μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ καλοῦνταν νὰ μᾶς συνάξουν κοντά του. Αὐτοὶ οἱ ἀξιοδάκρυτοι ποὺ δὲν πίστευαν αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν καὶ δὲν τὰ ζοῦσαν, ἀνέντιμοι, ὑποκριτές. Μὰ τὰ ποσοστὰ εὐθύνης κυμαίνονται καὶ αἰωροῦνται ἐπὶ πολλῶν κεφαλῶν καὶ δὲν ἀπομακρύνονται καθόλου τῶν δικῶν μας. Ὁ καθένας θὰ δώσει λόγο γιὰ τὶς προσωπικές του πράξεις.

Ὅ,τι κι ἂν ἔγινε μέχρι χθὲς μπορεῖ νὰ διορθωθεῖ σήμερα, τώρα. Ὅλοι ζητοῦν τὸ ἀποτίναγμα τοῦ νέφους ποὺ στεφανώνει τὶς πόλεις μας καὶ κανεὶς δὲν κάνει μία κίνηση. Ἀγνοεῖ; Δειλιάζει; Φοβᾶται; Τί συμβαίνει;

Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἔχει μιὰ κληρονομιὰ ἁγιότητος, ἐπιδεικνύει τρόπο ἐπικίνδυνης ζωῆς κι ὄχι φλύαρες κι ἀτέρμονες συζητήσεις τῶν σχολαστικιστῶν, μὲ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν ὀρθολογιστῶν καὶ τὶς πομπώδεις διδασκαλίες τῶν ἠθικιστῶν. Κελαρύζει δροσερὸ νεράκι στὰ χωράφια τῶν καρδιῶν καὶ ξεδιψᾶ πραγματικὲς ἀνάγκες ἀπαιτητικῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀσκητισμός της, ἡ ταπείνωσή της μᾶς ὁδηγοῦν σὲ πεδίο βολῆς καὶ ἐκτόξευσης. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἡ πιστὴ τήρηση μερικῶν ὑποχρεωτικῶν κανόνων κι ἑνὸς τυπικοῦ ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀπομνημονευθεῖ. Μᾶλλον πρέπει νὰ σιωπήσουμε καὶ ν’ ἀκινητοποιηθοῦμε, νὰ μὴ μιλᾶμε πολὺ οὔτε περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ν’ ἀποκτήσουμε τρόπο ζωῆς διαφορετικό. Ἡ ζωή μας νὰ μιλᾶ. Κι ὄχι νὰ μιλᾶ γιὰ νὰ μιλᾶ. Ἡ παραδοχὴ καὶ ἡ κατανόηση τῶν ἄλλων εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ὁδοὺς τῆς θεώσεως καὶ τῆς καταργήσεως τῆς μοναξιᾶς. Γνωρίζω καλὰ πὼς ὅλοι αὐτὸ ποθεῖτε κι ἂς μὴ τὸ ἐκφράζετε, αὐτὸ φανερώνει κι ἡ τυχὸν ἀντίδρασή σας στὴ φτώχειά μου.

Πρέπει ν’ ἀφήσουμε τὰ πολλά, ὅσα δὲν εἶναι ἀναγκαῖα, τὶς γενικότητες καὶ τὶς ἀσάφειες. Ὁ Παπαδιαμάντης λέει: κάθε γενικότητα γελοιότητα. Κι ἕνας ἄλλος σύγχρονος σοφός: «Ἂν προσπαθήσεις νὰ δεῖς τὰ πάντα, δὲν θὰ δεῖς τίποτε». Νὰ γίνουμε πιὸ συγκεκριμένοι, πιὸ συγκεντρωμένοι, πιὸ προσεκτικοί, πιὸ λιτοί. Νὰ γνωρίσουμε τὴ σπουδαιότητα τῆς ἁπλότητας. Νὰ εἴμαστε εὐχαριστημένοι μ’ ἕνα πειθαρχημένο ἑαυτό. Πρέπει, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, νὰ πεθαίνουμε κάθε μέρα. Αὐτὸ σημαίνει νὰ κάνω ὅ,τι θέλω τὸν ἑαυτό μου κι ὄχι ὅ,τι θέλει αὐτὸς ἐμένα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία. Ἡ λύση τοῦ ἀδιεξόδου. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση αὐτή. Γιὰ σκεφθεῖτε την. Ἀκόμη αὐτὸς ὁ θάνατος ὁ καθημερινὸς σημαίνει πῶς ν’ ἀρέσω στὸν Θεὸ κι ὄχι πῶς νὰ θαυμάζομαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Δὲν χρειάζεται νὰ τὰ καταλάβουμε ἀμέσως ὅλα. Ὁ σεβασμός μας στὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ στὸν τίμιο ἀγώνα ἁγίων ἀνθρώπων, ὅταν κάτι δὲν καταλαβαίνουμε ἂς ἱκανοποιεῖται νὰ τ’ ἀφήνει ἀκατανόητο καὶ δὲν θ’ ἀργήσει ἡ ὥρα ποὺ θὰ φωτιστοῦμε καὶ θὰ τὸ κατανοήσουμε. Τὸ νὰ διαστρέφουμε ὅμως τὶς ἔννοιες γιὰ νὰ τὴν ταιριάσουμε στὶς ἰδέες μας εἶναι ἐγωισμὸς κι ἀρχὴ πλάνης κι αἱρέσεως.

Ὅπως κανεὶς δὲν πηγαίνει στὸ στρατὸ γιὰ νὰ καλοπεράσει ἔτσι κι ἡ πνευματικὴ ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι ἀγώνας διαρκής, δίχως ἄγχος, μὰ μὲ ἀγωνία. Μία μάχη σῶμα μὲ σῶμα, ὅπου πρέπει νὰ σφαγεῖς, νὰ θανατωθεῖς, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖς. Κι αὐτὸ γίνεται ἤρεμα, σιγά, ἀνεπαίσθητα, ἀργὰ ἤ σύντομα, ἀνάλογα μὲ τὸν πόθο καὶ τὴν ἀγαπητικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ. Προσκαλεῖ συνεχῶς, προκαλεῖ ἐπιτηδείως κι εὐγενῶς ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, νὰ δώσει στὸν ἑαυτὸ χρόνο, νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ μὴ ζεῖ σ’ ἕνα συνεχῆ στρόβιλο δραστηριότητας. Θὰ ἦταν ἀρκετὸ στὸ Θεὸ νὰ ὑπομείνει ὁ ἄνθρωπος τὸ δύσκολο χαρακτήρα του, ἀφοῦ τὸν παραδεχτεῖ, ν’ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἄρρωστη γυναίκα του ὁ σύζυγος, ν’ ἀγαπήσει τοὺς ἀπρόκοφτους μαθητὲς του ὁ δάσκαλος, νὰ κατανοήσει τὴν ἀπαιτητικὴ καὶ παράξενη μάνα του ὁ γιός. Εἶναι ἕνας πειρασμὸς ν’ ἀρκεστεῖ κανεὶς στ’ ὀλίγο. Θεωρεῖ ὅτι μόνο ἔκτακτα, μεγάλα καὶ συνταρακτικὰ γεγονότα θὰ τὸν ἀναδείξουν. Φαντάζεται εὐεργέτη τῆς ἀνθρωπότητας τὸν ἐφευρέτη καὶ τὸν ἱεραπόστολο τῆς Ἀφρικῆς. Δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὸ Χριστὸ ν’ ἀφήνει τὰ 99 πρόβατα γιὰ νὰ πάει στοὺς γκρεμοὺς νὰ βρεῖ τὸ χαμένο ἕνα. Νομίζουμε θὰ μᾶς ζητήσει ὁ Θεὸς πολλά. Θὰ ζητήσει μόνο αὐτὰ ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν κάναμε. Δὲν θὰ ζητήσει καρποὺς ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρε. Δὲν θὰ πεῖ στὸν τραυλὸ γιατί δὲν ἔγινε ἱεροκήρυκας καὶ στὸν χωλὸ δρομέας. Θὰ δώσουμε λόγο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν κάναμε. Θὰ λαθεύουμε, θὰ σκοντάφτουμε. Θὰ πέφτουμε, μὰ θὰ σηκωνόμαστε. Ἔχει τόση ἄπλα, τόση ἄνεση, τόση εὐρυχωρία ἡ Ἐκκλησία μας. Στὴ θερμή της ἀγκάλη της χωροῦν ὅλοι, ὅποιοι καὶ νἄναι. Τὸ νὰ πέσουμε εἶναι ἀνθρώπινο, τὸ νὰ μὴ σηκωθοῦμε δαιμονικό. Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴ συγχωρεῖται, πληγή ποὺ νὰ μὴ θεραπεύεται. Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἐπιθυμήσεις, νὰ τὸ θελήσεις ἀληθινά.

Ὁ Θεὸς μᾶς θέλει ὅλους κοντά Του. Αὐτὸ εἶναι σίγουρο καὶ βέβαιο. Στὸ χέρι μας λοιπὸν εἶναι νὰ τὸν ἀπολαύσουμε. Μιὰ ἀκόμη ἀρχὴ αὐτῆς τῆς συναντήσεώς μας μὲ Αὐτόν, στὸ νὰ σκηνώσει ἡ Χάρη του ζωηρὴ ἐντὸς μας εἶναι ἡ καθαρότητά μας. Μόνο μὲ τοὺς καθαροὺς ἑνώνεται ὁ Θεός. Πρέπει πρῶτα νὰ καθαριστεῖς γιὰ νὰ συνομιλήσεις μὲ τὸ Θεό, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Καὶ ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ τονίζει πὼς πρῶτα θ’ ἀποσυνδεθεῖς ἀπὸ τὴν ὕλη γιὰ νὰ συνδεθεῖς μὲ τὸ Θεό. Ὅσο καιρὸ ὁ νοῦς παραμένει ἀπρόσεκτος κι ἀκάθαρτος ὁ Θεὸς δὲν ἐλέει. Μὲ τὴ σταδιακὴ κάθαρση ἔρχεται λύπη στὴν καρδιὰ γιὰ τ’ ἀτοπήματά μας καὶ τὴν προσβολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ χαρά, γιατί ἡ ψυχὴ ἀρχίζει ν’ ἀνασαίνει καὶ νὰ προγεύεται κάποιων θείων μικρῶν ἀλλὰ δυνατῶν κ ἐντυπωσιακῶν παρηγοριῶν. Ἡ προσευχὴ βοηθᾶ σ’ αὐτὴ τὴν κάθαρση καὶ ἰδιαίτερα ἡ νοερά: τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν.

Πρέπει νὰ τονιστεῖ πὼς ὅλη ἡ ἀσκητικὴ παράδοση ἀποδίδει μεγάλη σημασία στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ δὲν ἱκανοποιεῖται σὲ κάποια ἐξωτερικὴ τακτοποίηση τῶν ἠθῶν. Εἶναι ἀστεῖο νὰ πιστεύει κανεὶς πὼς ἔχει ἀποκαταστήσει τὶς σχέσεις του μὲ τὸ Θεὸ ἐπειδή, ζεῖ μία τίμια ζωὴ κι ἀποφεύγει τὶς ἁμαρτίες ἐνῶ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του παραμένουν ἀνενόχλητα καὶ βαθύρριζα τὰ πάθη. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνιστοῦν θεραπευτικὰ μέσα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ πάθη.

Ἂν μπορέσεις νὰ δεχτεῖς τὸ θαῦμα πὼς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὅλες οἱ ἄλλες δυσκολίες εἶναι μηδαμινές. Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ ν’ ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος. Τοῦ ἄνοιξε τὸ δρόμο. Τώρα ὅλα εἶναι εὔκολα. Μὲ τὴν ἀνάστασή του νικήθηκε κι ὁ θάνατος. Ἔτσι ἡ πίστη τοῦ πιστοῦ περιπαίζει τὸ δαίμονα, τὸ θάνατο, τὸ κακό, τὴν κάθε μοναξιά.

Μόνο ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ σκέφτεται τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Δὲν προσδοκᾶ ἀνταπόδοση. Χαίρεται νὰ χαρίζει σὰν νὰ λαμβάνει. Ἕνα σκοπὸ ἔχει: Πὼς νὰ σωθεῖ. Ἀγαπᾶ γιατί εἶναι ἔξυπνος. Δὲν ἔχει ὀκνηρία, διχασμοὺς καὶ δισταγμούς, ἄγχος καὶ ἀμφιβολίες. Χαίρεται νὰ ὑπακούει. Δὲν κάνει τίποτε τὸ μισό. Ξέρει κι ἀγαπᾶ νὰ σωπαίνει. Εἶναι γνήσιος αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀτόφιος, εἰλικρινής.

Θὰ μποροῦσε βεβαίως ὁ Θεὸς νὰ ἐπέμβει δυναμικὰ στὴ ζωή μας καὶ νὰ μᾶς ἀλλοιώσει, καὶ νὰ μᾶς κάνει θέλοντας καὶ μὴ καλούς. Ἀλλὰ αὐτὸ ὅπως καταλαβαίνετε εἶναι μακράν τοῦ σχεδίου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι δοτή. Ὁ Θεὸς δίνει συνεχεῖς εὐκαιρίες κι ἐρεθισμούς, ἂν ὁ ἄνθρωπος τὶς ἐκμεταλλευτεῖ καλῶς. Ὁ Θεὸς στὸ ἕνα βῆμα μας κάνει δέκα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ κάνουμε πρῶτα τὸ δικό μας ἕνα. Ἀδυνατεῖ, θὰ λέγαμε ἀνθρωπομορφικά, νὰ ἐπέμβει δικτατορικῷ τῷ τρόπῳ καὶ νὰ μᾶς ἀναστατώσει. Εἶναι ἀπεριόριστα εὐγενὴς κι εὐαίσθητος ὁ Θεός. Ὁ ὑποκειμενικὸς λοιπὸν παράγοντας στὴν πρὸς Θεὸν προσαγωγὴ μας εἶναι ἀπαραιτήτως ἀπαραίτητος. Ἡ συμβολή μας, ἡ συνεργία μας, στὸ συνεχῆ ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία μας, μὲ πολλὴ ταπείνωση πάντα, εἶναι βασικὴ προϋπόθεση μιᾶς ἀρχῆς.

Μέσα σ’ ἕνα κόσμο δίχως σκοπό, μὲ μία συμφεροντολόγα ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον καὶ κακὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ποὺ πλησιάζει τὸν ἄλλο γιὰ ν’ ἀποφύγει τὰ ἐρωτήματα τοῦ ἑαυτοῦ του, ἡ μοναξιὰ του καταντᾶ φυλακή. Ἡ χυδαιότητα τοῦ κόσμου ἔγκειται στ’ ὅτι ζεῖ γιὰ τὸ τίποτα κι αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ δακρύων γιὰ κάθε φιλόθεο καὶ φιλάνθρωπο.

Ἀναγκάζομε παρασυρόμενος νὰ ὑποπίπτω σ’ αὐτὸ ποὺ κατηγόρησα, σὲ γενικότητες καὶ νὰ σᾶς κουράζω.

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει περὶ Θεοῦ καὶ νὰ σᾶς πείσει. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποδεικνύεται. Φανερώνεται μυστικὰ στὶς καρδιὲς καὶ κάποτε σὲ τόπους καὶ ὧρες ποὺ δὲν τὸ περιμένεις. Ὁ Θεὸς μιλᾶ σιωπηλά. Σὲ τόπους ἥσυχους, θορυβωδῶς. Σὲ τόπους θορυβώδεις, ἥσυχα, κι ἴσως γι' αὐτὸ δὲν ἀκούγεται. Ἴσως, μᾶλλον, δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀκούσουμε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἀκοῦμε. Μὴ μειώνουμε λοιπὸν τὸ νόημα αὐτῶν ποὺ δὲν κατανοοῦμε. Ὅλα εἶναι δύσκολα πρὶν αὐτὴ τὴ φανέρωση, τὴ ζωντανὴ σχέση, τὴν ἀποκάλυψη, τὸ νέο τρόπο ζωῆς. Εἶναι ἕνα θαῦμα αὐτὴ ἡ συνταρακτικὴ ὅσο καὶ ἁπλὴ γνωριμία μὲ τὸ Θεό. Ἕνα θαῦμα φωτὸς ποὺ σὲ κάνει νὰ λησμονεῖς ὅλο τὸ προηγούμενο σκοτάδι σου, ἀπὸ λεπρὸς γίνεσαι ὑγιής, ἀπὸ ἀμαθής σοφός. Ἀποκτᾶς, φτερά, νέα δράση, νέα ἀκοή. Μὰ δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖς τὸν Ἴκαρο, τὸ πολὺ φῶς ποὺ τυφλώνει, τὴ βροντὴ τῆς σιωπῆς ποὺ κουφαίνει.

Συγχωρέστε παρακαλῶ τὴν τυχὸν ποιητικότητά μου. Πολλὴ εἰρήνη ὑπάρχει μέσα στὴ σιωπή. Μίλα ἄνετα μὲ τοὺς ἀνθρώπους, δίχως συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις. Να ’σαι φίλος ὅσο ξένος μὲ ὅλους, κατὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Λέγε τὴ γνώμη σου δίχως νὰ θὲς νὰ τὴν ἐπιβάλλεις. Ἄκου καὶ τὸν ἄλλο κι ἄς σοῦ φαίνεται ἀνιαρὸς κι ἀστεῖος. Ἔχει τὸν πόνο του, τὴν ἱστορία του, ἔχυσε καὶ γι’ αὐτὸν αἷμα ὁ Χριστός. Μὴ συγκρίνεσαι μὲ τοὺς ἄλλους, λέει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Εἶναι ἕνα ἐπικίνδυνο παιχνίδι. Ἂν πεῖς εἶσαι καλύτερός τοῦ ἄλλου πέφτεις στὴν ὑπερηφάνεια. Ἂν πεῖς πὼς εἶσαι χειρότερος στὴν κακομοιριά, τὴ μειονεξία, τὴν ἀποθάρρυνση, τὴν ἀπελπισία. 

Νὰ ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὴν πρόοδό σου στὶς σπουδὲς καὶ τὴν ἐργασία, μὰ νὰ ξέρεις πὼς κι ἕνας τσαγκάρης κι ἕνας ὁδοκαθαριστὴς προσφέρει ἔργο χρήσιμο, μπορεῖ νὰ εἶναι ἥρωας, ἅγιος. Νὰ κοιτᾶς νὰ εἶσαι αὐτὸ ποὺ εἶσαι. Κυρίως μὴν ὑποκρίνεσαι τὸν καλὸ γιατί εἶναι βαρειὰ αὐτὴ ἡ ἀρρώστια κι ὁδηγεῖ σὲ θάνατο. Οὔτε πάλι ὡς ἐξ αὐτοῦ νὰ γίνεσαι κυνικὸς καὶ μάλιστα ὅτι ἀφορᾶ τὴν ἀγάπη. Μὴ βιάζεσαι καὶ μὴ χασομερᾶς. Νὰ εἶσαι ὅσο εὐγενικὸς τόσο κι αὐστηρὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου. Μὴν τὸν ἀφήνεις εὔκολα νὰ χαζεύει καὶ μὴ τὸν κουράζεις μὲ προγράμματα ποὺ σὲ λίγο θὰ τὰ διακόψεις. Ἡ κούραση κι ἡ μοναξιὰ γρήγορα μποροῦν νὰ σὲ ἀρρωστήσουν. Φτιάξ’ τα μὲ τὸν Θεό. Φτιάξ’ τα μὲ τὸν ἑαυτό σου. Φτιάξ’ τα μὲ τοὺς ἄλλους καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ κλέψει τὴν εἰρήνη ἀπ' τὴν καρδιά σου. Βρὲς τὴν εἰρήνη στὴν καρδιά σου καὶ χιλιάδες κόσμος θὰ σωθεῖ, λέει ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ. Ἔτσι, ἐσὺ ποὺ ὅλοι νομίζουν πὼς δὲν προσφέρεις τίποτε, μόνο μὲ αὐτὴ τὴν εἰρήνη, τὴ νηφαλιότητά σου, τὴ χαρά σου θὰ ἔχεις διάρκεια ἀντοχῆς, ἀποθέματα, σημεῖα σημαντικὰ μυστικῶν Μεταμορφώσεων, δυνάμενα νὰ μεταμορφώσουν πολλὴ ἀπὸ τὴν κακία καὶ ἀσχήμια τοῦ κόσμου.
Ὅπως μερικὰ γεροντάκια στὸ Ἅγιον Ὅρος ποὺ σὲ διδάσκουν μόνο μὲ τὴ θωριά τους. Ἡ ἠρεμία τους, ἡ γαλήνη τους, ἡ στάση τους, ὁ τρόπος τους, εἶναι τὸ πιὸ βροντερὸ κήρυγμα καὶ μάλιστα στοὺς νέους ἐπισκέπτες τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐσᾶς, ποὺ ἔχετε τὴ χάρη πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διακρίνετε τὸ γνήσιο, τὸ ἀτόφιο, τὸ καθαρό, τὸ πολύτιμο.

Εἶστε καλοὶ μὰ μπορεῖτε νὰ γίνετε καλύτεροι. Εἶστε λίγοι, μὴ φοβᾶστε. Κι ἕνας μπορεῖ νὰ φυλάει τὴν ἀλήθεια, ὅπως διδάσκει ἡ Ἱστορία. Ἡ δύναμη τοῦ πνεύματος δὲν εἶναι μὲ τὰ μεγάλα μεγέθη τῶν ἀριθμῶν.

Εἶναι λυπηρὸ νὰ βλέπεις τοὺς νέους διαμελισμένους, σκόρπιους ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀφηρημένους, ἀσυνεπεῖς. Ἐνῶ μποροῦν πολλά. Ἂς κάνει κανεὶς πολὺ λιγότερα, μὰ ὁλοκληρωμένα. Εἶναι κρίμα νάχει κατακυριευτεῖ ἡ νεολαία ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς βαρύτητας, τῆς πλαδαρότητας, τῆς νωχέλειας, τοῦ «δὲ βαρυέσαι βρὲ ἀδελφέ». Τὸ νὰ ἔχεις μία γνώμη γιὰ ὅλα, νὰ μισοξέρεις πολλά, νὰ λὲς σὲ ὅλους ναὶ ἤ ὄχι, εἶναι σημεῖο μεγάλης θολούρας καὶ χλιαρότητας, ποὺ φανερώνει ἀναποφασιστικότητα καὶ φαντασιοσκοπία, πνευματικὴ χρεωκοπία καὶ δυστυχία γιὰ τὸ μέλλον.

Ὅταν θὰ βαρεθεῖτε ὅλα αὐτὰ τὰ λίγα, τὰ πολλά, τὰ μισὰ κι ἀσχοληθεῖτε μὲ τὸ ἕνα, μέ σᾶς, μὲ τὸν Θεό, μὲ μένα, μὲ σένα, τότε κάτι μπορεῖ ν’ ἀρχίσει. Γι’ αὐτὴ τὴ μεγάλη τιμὴ τῆς ἰδιαιτερότητος τοῦ προσώπου μιλᾶ ἡ Ἐκκλησία μας ἁπλᾶ, καθαρά, συγκεκριμένα. Γι’ αὐτὴ τὴ σπάνια καὶ πολύτιμη, εἰλικρινῆ καὶ ἀθώα γνησιότητα ἀγωνίσθησαν οἱ ἅγιοι κι αὐτὴ μᾶς παραδίδουν. Δίχως νὰ προσδοκοῦν καμμιὰ ἀνταπόδοση γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀγώνα τους, οὔτε ἀπὸ τὸ Θεό, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Δὲν θὰ σᾶς κουράσω πολὺ ἀκόμα μὲ τὶς ἀποσπασματικὲς καὶ τηλεγραφικὲς αὐτὲς φράσεις μου. Θὰ ἐπιθυμοῦσα ὅμως νὰ σᾶς μεταφέρω τὶς σκέψεις μερικῶν ἀκόμη ἁγίων Πατέρων μας στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, τῶν σχέσεών μας μὲ τὸ Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τῆς διεξόδου τῆς πολλῆς μοναξιᾶς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πὼς δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος καλὸ οὔτε πολὺ νὰ ξεθαρρεύει οὔτε ν’ ἀπελπίζεται. Τὸ νὰ ἔχεις παράτολμο θάρρος σὲ κάνει νὰ πέσεις κι ἡ ἀπελπισία πεσμένο δὲ σ’ ἀφήνει νὰ σηκωθεῖς. Ἂς εἰρηνεύσεις μὲ τὸν ἑαυτό σου, θὰ πεῖ ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, κι ὅλα θὰ εἰρηνεύσουν.

Κι ἀλλοῦ ὁ ἴδιος θὰ πεῖ τὴ σπουδαία ἐκείνη ρήση: Αὐτὸς ποὺ γνώρισε καὶ νίκησε τὰ πάθη του εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀνασταίνει νεκρούς.

Χρειάζεται νὰ βγάζουμε διδάγματα καὶ συμπεράσματα καὶ νὰ κάνουμε ἀναλύσεις; Ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως ὄχι. Διατηρώντας πάντα τὸ παντζούρι ἀνοιχτό, τοῦ παραθύρου ποὺ ἀνοίξαμε μαζί, σ’ ἕνα κόσμο ἄκοσμο κι ὄχι κόσμημα, πεπτωκότα καὶ συγχυσμένο, ποὺ ὅμως μπορεῖ ἂν θέλει νὰ σπάσει τὸ κέλυφος ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει ν’ ἀνασάνει ἐλεύθερα κι ἡ μοναξιά του νὰ γίνει εὐεργετικὴ μὲ τὴν αὐτογνωσία, τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τὴ μελέτη. Ἑτοιμασία καὶ ὁδὸς πρὸς συνάντηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πλασμάτων του κι ὁ κόσμος νἄναι περιβόλι. Αὐτὰ ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Νύξεις ἁπλὲς μὲ τὴν γνώση πὼς δὲν κομίζω «γλαύκας εἰς Ἀθήνας» καὶ τὴν συγγνώμην γιὰ τὸ τυχὸν διδασκαλικό μου ὕφος.


( Σημειώσεις εἰσηγήσεως ποὺ ἔγινε στὴ Δράμα, τὴν Ξάνθη καὶ τὴν Ἀθήνα σὲ φοιτητὲς τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1986).
πηγή

Σάββατο, Ιουλίου 05, 2014

Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου - Θλίψη

Θλίψη (μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης)
Επικρατεί μια συννεφιά στον τόπο μας. Πρόσωπα σκυθρωπά, αγέλαστα, θλιμμένα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην πέρασε θλίψη. Διάφορες είναι οι πηγές της θλίψεως. Κουράζουν το σώμα και την ψυχή.


Οι θλίψεις μπορούν να αρρωστήσουν τον άνθρωπο, αλλά μπορούν και να τον ωριμάσουν και να τον καλλιεργήσουν. Να τον κάνουν να δει τον συνάνθρωπό του με μεγαλύτερη επιείκεια, κατανόηση και συμπάθεια.

Η υπομονή και η ελπίδα στις θλίψεις ανακουφίζουν. Μπορεί οι θλίψεις να οδηγήσουν σε καλό, σε μετάνοια. Δεν είναι κανείς που να μην πέρασε θλίψεις, πόνους, πειρασμούς και δοκιμασίες. Σαν σαράκι η θλίψη κατατρώει τον έσω άνθρωπο. Ο σκοπός των θλίψεων στη ζωή μας δεν είναι ότι ο Θεός αρέσκεται να τιμωρεί και να βασανίζει τους ανθρώπους σαν ένας σαδιστής πατέρας, αλλά η διόρθωσή μας, η βελτίωσή μας, η κατεύθυνσή μας στα άνω. Οι θλίψεις μπορούν να γίνουν ένας δρόμος προς συνάντησή μας με τον ζώντα Θεό.

Οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι και όχι το φως, και γι’ αυτό θλίβονται. Μερικές φορές οι θλίψεις διώχνουν την οκνηρία, τη νωχέλεια και την αδιαφορία. Μπορούν να συγκεντρώσουν τον άνθρωπο στον εαυτό του, να γίνει αφορμή περισυλλογής, ενδοσκαφής, αυτοανάκρισης, αυτογνωσίας και αυτομεμψίας. Οι πολλές και διάφορες ανέσεις μπορούν να κάνουν τον άνθρωπο πιο ράθυμο, χλιαρό και χαλαρό. Μπορεί να νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος, μέσα του όμως να έχει μια ανεκπλήρωτη χαρά. Η γενναία αντιμετώπιση των θλίψεων της ζωής θα δώσει τη νίκη της ανδρείας. Μπορεί οι θλίψεις να μας φέρουν πιο κοντά στο Θεό. Ο Θεός αγαπά να δοκιμάζει παιδαγωγικά για να βοηθήσει, να φωτίσει, να ανορθώσει. Οι θλιμμένοι μπορούν να γίνουν πιο συμπάσχοντες και φιλάδελφοι.

Μη στη στενοχώρια προσθέτουμε στενοχώρια και στη θλίψη άλλη θλίψη. Κατά τον Μέγα Βασίλειο κακό δεν είναι η ασθένεια, η απόρριψη, η οικονομική ζημιά, η φτώχεια και η στέρηση παρά μόνο η αμαρτία. Η σοφία του Θεού αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται λαθεμένα, εσφαλμένα, πλεονεκτικά και απάνθρωπα. Επιτρέπει τις ασθένειες στο σώμα για να το ταπεινώσει, να δώσει υγεία στην ψυχή, να μην αφηνιάσει στην αμαρτία. Παίρνει, παρά τη θλίψη μας, εκείνους που κρίνει πως είναι η καλύτερή τους ώρα. Μην τα βάζουμε με τον Θεό. Ξέρει καλά τι κάνει. Δεν γνωρίζουμε το σωτήριο σχέδιο και τον λυτρωτικό Θεό. Αρκετές φορές το φάρμακο είναι πικρό, δεν θέλουμε να το πάρουμε, όμως δίνει θεραπεία.

Η αμαρτία είναι η κύρια και η μεγάλη πηγή των θλίψεων. Η αμαρτία τυραννά, παρασύρει, δεσμεύει, φυλακίζει, εξαθλιώνει. Ο Θεός δεν θα κρίνει όσους αμάρτησαν, αλλά όσους δεν μετανόησαν. Η ταπεινοφροσύνη, η προσευχή, η υπομονή ελαφρύνει το βάρος των θλίψεων. Μη λοιπόν αφήσουμε εξαιτίας μας να μεγαλώσουν οι θλίψεις. Μην επιτρέψουμε θλίψη επί των θλίψεων. Ας τις δούμε και με αυτό το άλλο μάτι που αναφέρουμε. Μην, παρακαλώ, οδηγηθεί ποτέ κανείς στην απελπισία. Μετά τη συννεφιά συνήθως η λιακάδα είναι πιο γλυκιά.
πηγή

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2014

Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου εν τω «άδειν»: η παράδοση από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ του ύμνου «Άξιον Εστίν»

+ ήσας Γαβριήλ πριν το Xαίρε τη Kόρη,
άδεις δε και νυν, άξιόν σε υμνέειν.
H Σύναξις αύτη και εορτή του Aρχαγγέλου Γαβριήλ ηκολούθησεν εν τω Aγίω όρει του άθω, εις ένα κελλίον του Mοναστηρίου του Παντοκράτορος, επονομαζόμενον «άξιόν εστιν», εν τόπω καλουμένω άδειν. Ηκολούθησε δε, διά το εξής ρηθησόμενον θαύμα. Kατά την Σκήτιν του Πρωτάτου, την ευρισκομένην εις τας Kαρεάς, εκεί πλησίον εν τη τοποθεσία της Iεράς Mονής του Παντοκράτορος, είναι λάκκος μεγάλος, όστις έχει κελλία διάφορα. Eις ένα λοιπόν των κελλίων τούτων, επ’ ονόματι τιμώμενον της Kυρίας Θεοτόκου της Kοιμήσεως, εκατοίκει ένας Iερομόναχος γέρων και ενάρετος, μετά άλλου υποτακτικού. Eπειδή δε ήτον συνήθεια να γίνεται αγρυπνία κάθε Kυριακήν εις την ρηθείσαν Σκήτιν του Πρωτάτου, κατά το εσπέρας ενός Σαββάτου, θέλωντας να υπάγη ο προρρηθείς γέρωντας εις την αγρυπνίαν, λέγει τω μαθητή αυτού.
Tέκνον, εγώ μεν, υπάγω διά να ακούσω την αγρυπνίαν, ως σύνηθες. Συ δε, μείνον εις το κελλίον, και ως δύνασαι ανάγνωθι την Aκολουθίαν σου. Kαι ούτως απήλθεν. Aφ’ ου δε η εσπέρα επέρασεν, ιδού κρούει τις την θύραν του κελλίου. O δε αδελφός έδραμε και την άνοιξε, και βλέπει ότι ήτον ξένος Mοναχός, αγνώριστος εις αυτόν, ο οποίος εισελθών, έμεινεν εις το κελλίον την νύκτα εκείνην. Eν τη ώρα δε του όρθρου αναστάντες, έψαλλον και οι δύω την Aκολουθίαν. όταν δε ήλθον εις την Tιμιωτέραν, ο μεν εντόπιος Mοναχός, έψαλε μόνον «Tην τιμιωτέραν των Xερουβίμ» και καθεξής έως τέλους, τον συνήθη δηλαδή και παλαιόν ύμνον του Aγίου Kοσμά του ποιητού. O δε ξένος εκείνος Mοναχός, κάμνωντας άλλην αρχήν του ύμνου, έψαλεν ούτως· «άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Mητέρα του Θεού ημών». Eίτα εσύναψεν ομού και την Tιμιωτέραν άχρι τέλους.
Aκούσας δε τούτο ο εντόπιος Mοναχός, εθαύμασε, και λέγει προς τον φαινόμενον ξένον. Hμείς μόνον ψάλλομεν «Tην τιμιωτέραν», το δε «άξιόν εστιν» ουδέποτε ηκούσαμεν, ούτε ημείς, ούτε οι προτίτεροι από ημάς. Aλλά παρακαλώ σε, ποίησον αγάπην, και γράψον και εις εμένα τον ύμνον αυτόν, διά να τον ψάλλω και εγώ εις την Θεοτόκον. O δε αποκριθείς, φέρε μοι, του είπε, μελάνι και χαρτί, διά να τον γράψω. Kαι ο εντόπιος, δεν έχω, του λέγει, ούτε μελάνι, ούτε χαρτί. O δε φαινόμενος ξένος, φέρε μου, του είπε, μίαν πλάκα. O δε Mοναχός δραμών, εύρε πλάκα, και του την έφερε. Λαβών δε ταύτην ο ξένος, έγραψεν επάνω εις αυτήν με τον εαυτού δάκτυλον τον ρηθέντα ύμνον, ήτοι το «άξιόν εστι». Kαι ω του θαύματος! τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επάνω εις την σκληράν πλάκα, ωσάν να εγράφησαν επάνω εις κηρί απαλώτατον.
Eίτα λέγει τω αδελφώ. Aπό του νυν και εις το εξής, ούτω να ψάλλετε και εσείς, και όλοι οι Oρθόδοξοι. Kαι ταύτα ειπών, έγινεν άφαντος. ήτον γαρ άγιος άγγελος απεσταλμένος υπό Θεού, διά να αποκαλύψη τον Aγγελικόν ύμνον τούτον, και τη Mητρί του Θεού πρεπωδέστατον. Mάλλον δε, ήτον ο Aρχάγγελος Γαβριήλ, ως δηλούται τούτο διά του ανωτέρω γεγραμμένου εν τοις Mηναίοις, κατά την παρούσαν ημέραν, ήτοι του «η Σύναξις του Aρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω άδειν». Oι γαρ τότε Πατέρες ετέλουν Σύναξιν και εορτήν και Λειτουργίαν κάθε χρόνον εν τω ρηθέντι κελλίω του «άδειν», εις μνήμην του θαύματος, τιμώντες και δοξάζοντες τον Aρχάγγελον Γαβριήλ, όστις, καθώς απ’ αρχής έως τέλους εστάθη ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου, και τροφεύς, και διακονητής, και χαροποιός αυτής Eυαγγελιστής, έτζι υπηρέτησε και εις το να αποκαλύψη τον όντως θεομητορικόν τούτον ύμνον, ως αυτώ μόνω κατά πάντα πρεπούσης της τοιαύτης διακονίας.
     Aφ’ ου δε ήλθεν από την αγρυπνίαν ο γέρωντας, και εμβήκεν εις το κελλίον, αρχίζει ο υποτακτικός του να ψάλλη το «άξιόν εστι», καθώς ο άγγελος αυτώ επαρήγγειλε, και ακολούθως δείχνει εις τον γέροντά του και την ρηθείσαν πλάκα, με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. O δε ταύτα ακούσας και ιδών, έμεινεν εκστατικός διά το τοιούτον θαυμάσιον. Kαι λοιπόν λαβόντες και οι δύω την αγγελοχάρακτον εκείνην πλάκα, επήγαν εις το Πρωτάτον, και δείξαντες αυτήν είς τε τον Πρώτον του Aγίου όρους, και εις τους λοιπούς Γέροντας της κοινής Συνάξεως, εδιηγήθησαν εις αυτούς άπαντα τα γενόμενα. Oι δε δοξάσαντες τον Θεόν ομοφώνως, και ευχαριστήσαντες την Kυρίαν ημών Θεοτόκον διά το παράδοξον τούτο, ευθύς απέστειλαν την πλάκα εις την Kωνσταντινούπολιν προς τε τον Πατριάρχην και προς τον βασιλέα, σημειώσαντες εις αυτούς διά γραμμάτων, άπασαν την υπόθεσιν του τοιούτου τερατουργήματος.
Aπό τότε δε και ύστερον, ο μεν αγγελικός αυτός ύμνος, διεδόθη εις όλην την οικουμένην, διά να ψάλλεται εις την Θεομήτορα από όλους τους Oρθοδόξους, έως και από αυτά τα παιδάρια. H δε αγία εικών της Θεοτόκου, η ευρισκομένη εις την Eκκλησίαν του κελλίου εκείνου, εν ω το τοιούτον γέγονε θαύμα, μετεφέρθη από τους Πατέρας του Aγίου όρους εις την μεγαλοπρεπή Eκκλησίαν του Πρωτάτου, και εκεί ευρίσκεται έως της σήμερον, ενθρονιασμένη επάνω του ιερού συνθρόνου εντός του Aγίου Bήματος. Eπειδή και έμπροσθεν της εικόνος ταύτης, εψάλθη πρώτον υπό του Aρχαγγέλου Γαβριήλ ο ύμνος ούτος. Tο δε κελλίον εκείνο, έλαβε την επωνυμίαν να ονομάζεται, άξιόν εστι. Kαι ο λάκκος εκείνος, εις τον οποίον το κελλίον ευρίσκεται, ονομάζεται από όλους έως της σήμερον, άδειν, ο εστι ψάλλειν, διά το να εψάλθη πρώτον εις αυτόν, ο αγγελικός και θεομητροπρεπής αυτός ύμνος. Το ότι το Συναξάριον τούτο, έγραψεν ο Πρώτος του Aγίου όρους Σεραφείμ ονομαζόμενος, προ χρόνων ήδη 256. έστι δε παλαιόν το θαύμα, ως εκ του εν τοις Mηναίοις ανωτέρω γεγραμμένου τούτο δηλούται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Απολυτίκιον. ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Πατέρων αθροίσθητε, πασά του άθω πληθύς, πιστώς εορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, και φαιδρώς αλαλάζοντες, πάντες εν ευφροσύνη, του Θεού γαρ η Μήτηρ, νυν παρά του Αγγέλου, παραδόξως υμνείται διό ως Θεοτόκον αεί ταύτην δοξάζομεν.

H θαυμαστή ιστορία ενός αντιγράφου της εικόνας «Άξιον Εστίν»
Με την ευκαιρία του φετεινού εορτασμού της θαυματουργής εικόνας του Πρωτάτου «Άξιον Εστίιν», αναφέρουμε τη θαυμαστή ιστορία ενός αντιγράφου της, που υπήρχε στη Μικρά Ασία και μεταφέρθηκε μετά την καταστροφή από τους πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Στα χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως του  1821, λίγο πριν τη μεγάλη καταστροφή της Χίου, το νησί λεηλατήθηκε από τους Τούρκους που ερήμωσαν τα πλούσια μοναστήρια του. Προσπα­θώντας να γλυτώσουν δυο Έλληνες συνάντησαν ένα Τούρκο, που τους πρόσφερε μια εικόνα, λέγοντας: «Πάρετε αυτή τη Μεριέμ» (οι Τούρκοι αποκαλούν την Παναγία Μεριέμ, δηλαδή Μαρία). Φοβισμένοι οι Έλληνες έμειναν διστακτικοί, για να ακούσουν άπ τον Τούρκο: «Προσπάθησα μ΄ένα τσεκούρι να κομματιάσω την εικόνα, για να βάλω τα σανίδια στη φωτιά. Το τσεκούρι έπεσε πολλές φορές πάνω στην εικόνα, αλλά η εικόνα δεν έπαθε τίπο­τε. Κοίταξα καλά την εικόνα και είδα το εικονιζόμενο πρόσωπο να μου χαμογελά. Κατάλαβα ότι η πίστη σας είναι μεγάλη και ότι η εικόνα αυτή δεν πρέπει να καταστραφεί. Πάρετε την εικόνα και να την βάλετε στην εκκλησία σας». Συγκινημένοι οί έλληνες σταυροκοπήθηκαν, ασπάσθηκαν την εικόνα της ελεούσης, την έκρυψαν σ’ ένα σακκί και ξεκίνησαν για την πατρίδα τους, το Ρεϊζδερέ Μικράς Ασίας.
Η εικόνα τοποθετήθηκε στον ναό της μονής του Αγίου Νικο­λάου, όπου «γρήγορα έγινε η παρηγοριά των δυστυχισμένων, ο γιατρός των ασθενών και η σκέπη των κατατρεγμένων». από τότε, «ο γιατρός και τα φάρμακα για τους Ρεϊζδερινούς ήταν η Ελεούσα. Κάθε μεγάλη ανάγκη τους εύρισκε γονατισμένους μπροστά στην εικόνα Της να ζητούν βάλσαμο για τον πόνο τους και δύναμη για τις συμφορές τους… η πίστη η βαθειά και η απέ­ραντη στη δύναμη Της, έδωσε υγεία σε πολλούς». Σύντομα η φήμη της θαυματουργής εικόνας ξεπέρασε τα όρια του Ρεϊζδερέ και «από  παντού έτρεχαν να ζητήσουν το έλεος και την προστα­σία της». Το μοναστήρι και η εικόνα είχαν γεμίσει από πλούσια αφιερώματα και «χιλιάδες πιστών συνέρρεαν κάθε χρόνο στις 11 Ιουνίου, ημέρα εορτής», για να τιμήσουν τη μνήμη Της. Τότε γίνο­νταν πολλά θαύματα σε άρρωστους. Μεταξύ των πολλών θαυ­μάτων μεταφέρουμε ένα:
«Κάποια γυναίκα άρρωστη, που είχε ακούσει για τα θαύματα της Ελεούσας, παρακάλεσε την Παναγία να γίνει καλά και να προσφέρει αφιέρωμα τα βραχιόλια της. Πράγματι έγινε καλά. Η μεγάλη απόσταση όμως τού τόπου της από το Ρεϊζδερέ και η δυσκολία μετακινήσεως την εποχή εκείνη την εμπόδισαν να πραγ­ματοποιήσει την υπόσχεση της. Δεν έπαυε όμως να σκέπτεται την υποχρέωση της απέναντι της Παναγίας. Με μεγάλη κατάπληξη όμως είδε κάποια μέρα ότι τα βραχιόλια της έλειπαν. Υπέθεσε ότι της τα έκλεψαν. Αποφάσισε όμως να πάει στο μοναστήρι και ν’ αναπληρώσει με χρήματα την αξία των άφιερωθέντων. όταν έφθασε, ανέφερε το γεγονός στην ηγουμένη και εκείνη την οδήγη­σε μπροστά στην εικόνα να δει δύο βραχιόλια, που, κατά μυστη­ριώδη τρόπο, είχαν βρεθεί πριν από μερικές μέρες μαζί με τ’ άλλα αφιερώματα.
Μ’ έκπληξη είδε ότι ήταν τα δικά της. η Παναγία είχε εκπληρώσει την επιθυμία της πιστής γυναίκας».Οι, πιστοί κάτοικοι του Ρεϊζδερέ δεν αποχωρίσθηκαν την «Παναγία τους», ούτε στο πρώτο διωγμό του 1914, όπου πήγαν στη Χίο και επέστρεψαν, ούτε στον φοβερό τού 1922. Μέσα στη σφαγή έκρυψαν την εικόνα στο φούρνο ενός Μπαρούμα, ο όποιος, με κίνδυνο της ζωής του, την έσωσε. Ο Μπαρούμας έγινε κατόπιν μοναχός στο Άγιον Όρος, όπου και έκοιμήθη. Η εικόνα υστέρα από πολλές περιπέτειες έφθασε στη Χίο και κατόπιν στη Λήμνο. Μεταφέροντας το πλοίο την εικόνα, με κατεύθυνση την Κρήτη, πέρασε από τα παράλια του Αγίου όρους. Μαθαίνοντας οι μοναχοί για την εικόνα, εξήλθαν προς προϋπάντηση και θέλη­σαν να την κρατήσουν, αλλά η μεγάλη ευλάβεια των Ρεϊζδεριανών την ήθελε κοντά τους, στην Ιεράπετρα της Κρήτης.
Έγινε κι εδώ παρηγοριά και σκέπη των προσφύγων αλλά σύντομα και των ντόπιων κατοίκων. «Λατρεύτηκε με θέρμη καί πάθος». Αγαπήθηκε απ΄όλους τους κατοίκους της Ιεράπετρας. Όλοι όσοι την παρακάλεσαν, δέχθηκαν πλούσια τη χάρη της. Πολλά θαύματα έκανε». Η αγάπη των πιστών έκτισε προς τιμήν της Ελεούσας περικαλλή ναό.  Η ιστορία της εικόνας αυτής είναι ένα ακόμη τεκμήριο της ευσέβειας τού μικρασιατικού λαού, της χάριτος των αγίων εικόνων και της παρουσίας της Θεοτόκου στις ανάγκες των τέκνων της.    

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...