Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μορφές της Ορθοδοξίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μορφές της Ορθοδοξίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιουλίου 22, 2013

Γέρ. Φιλόθεος Ζερβάκος (1884-1980) – Βίος και θαύματα

Στυλιανός Κεμεντζετζίδης 

Elder-Philotheos-for-web
Ολίγα γενικά για τον βίο του Γέροντος
Ο π. Φιλόθεος γεννήθηκε στις 8 Μαΐου του 1884 στο χωριό Πάκια των Μολάων της Λακωνίας από ευσεβείς γονείς, τον Παναγιώτη και την Αικατερίνη Ζερβάκου.
Στο μυστήριο του βαπτίσματος ονομάστηκε Κωνσταντίνος. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Από την παιδική του ηλικία αγαπούσε την μελέτη του Αγίου Ευαγγελίου, τους βίους ταν αγίων, και έμαθε να προσεύχεται, να εκκλησιάζεται και να υμνεί το Θεό.
Το 1901 σε ηλικία 18 ετών διορίστηκε διδάσκαλος και εργάστηκε με θαυμαστό ζήλο για τρία χρόνια στο χωριό Φοινίκι της Λακωνίας.
Μετά τη στρατιωτική του θητεία και με τις οδηγίες και ευλογίες του πνευματικού του πατρός Αγίου Νεκταρίου, ασπάστηκε τον ισάγγελο βίο των μοναχών, τον οποίο ποθούσε από την παιδική του ηλικία και με θαυμαστό τρόπο οδηγήθηκε στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής της Πάρου. Μετά από ευδόκιμη δοκιμασία, την 29η Δεκεμβρίου του 1907 έλαβε το σχήμα του μοναχού και μετονομάστηκε Φιλόθεος. Την δε επόμενη μέρα χειροτονήθηκε διάκονος. Στις 22 Απριλίου του 1912, Κυριακή της Σαμαρείτιδος, χειροτονήθηκε ιερεύς και έλαβε και χειροθεσία πνευματικού πατρός. Τον Ιανουάριο του 1930 και σε ηλικία 46 ετών δέχθηκε την ηγουμενία της Μονής Λογγοβάρδας, την οποία ανέδειξε πνευματικό φάρο και κιβωτό σωτηρίας για μια πεντηκονταετία μέχρι την οσιακή κοίμησή του.
Ανεδείχθη δια βίου πιστός στρατιώτης Ιησού Χριστού και μιμητής των Αγίων, πολιτευθής με γνήσιο αποστολικό ζήλο και πατερικό φρόνημα.

Οι λόγοι του Γέροντος Φιλοθέου, οι πατρικές νουθεσίες και συμβουλές του ήταν ευπρόσδεκτες και επωφελείς, ιδιαίτερα επιδρούσε ευεργετικά, όμως, το φωτεινό άγιο παράδειγμά του, η ζώσα πίστη του, η μεγάλη ταπείνωση και η θερμή του αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο.
Ο π.Φιλόθεος ήταν χαρισματούχος, πολυτάλαντος, εμπνευσμένος καθοδηγητής ψυχών και εδίδασκε Χριστόν με όλη τη χριστομίμητη ζωή του.
Υπήρξε φάρος πνευματικός και για πολλές δεκαετίες στο χώρο της Ελλαδικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Υπηρέτησε υποδειγματικά το Άγιο θέλημα του Κυρίου με ορθόδοξο πατερικό και εκκλησιαστικό ήθος.
Τον στόλιζαν πολλές αρετές όπως, της απλότητας, της ταπεινώσεως, της διακρίσεως, της μακροθυμίας, της συγχωρητικότητας, της υπομονής, της αγάπης.
Ο μακαριστός γέροντας κήρυξε, εξομολόγησε, έγραψε, δίδαξε, έπραξε και αφιέρωσε τον εαυτό του για την δόξα του Θεού και την ωφέλεια του πλησίον.
Δεν τον άγγιζε ούτε πλούτος ούτε δόξα, αλλ’ έζησε ταπεινά, απλά και με ειλικρινή ευσέβεια.
«Ζούσε στον 20ο αιώνα και εμιμείτο κατά πάντα τους μεγάλους άγιους Πατέρας της ερήμου στην ατομική του ζωή», σημειώνει εύστοχα η Αδελφότης της Ι. Μ. Θαψανών Πάρου.
Ο πατήρ Φιλόθεος πολιτευόταν την οδό του Κυρίου με κάθε δικαιοσύνη και αλήθεια· και υπηρέτησε το λαό του Θεού με αγαθή συνείδηση.
Όπως είναι γνωστό, η Θεία Χάρη του Τριαδικού μας Θεού αναδεικνύει σε κάθε εποχή, στην Εκκλησία του Χριστού, Αγίους, για να καθοδηγεί και ευεργετεί δι’ αυτών, πνευματικά και υλικά, τον κόσμο για να τους δείχνουν τον δρόμο του Ευαγγελίου προς σωτηρία τους.
Ο μακαριστός Γέροντας Φιλόθεος διέθετε πίστη στερεά, ταπείνωση γνήσια και αγάπη άδολη. Έιχε ζώσα πίστη ενεργουμένη δι’ αγάπης. Είχε διηνεκή μνήμη θανάτου, αγωνιζόταν πάντοτε να ευαρεστεί τον Θεό και να ευεργετεί τον άνθρωπο, την εικόνα του Θεού. Διψούσε για την σωτηρία ψυχών.
Εργάστηκε ιεραποστολικώς σε νησιά, πόλεις και χωριά της Ελλάδος σε όλη την διάρκεια της ζωής του, κηρύττοντας τον λόγο του Θεού και εξομολογώντας· η δε συρροή των πιστών και η τιμή στο πρόσωπο του, ήταν συγκινητική. Εκηδεμόνευσε πατρικώς πτωχούς, ορφανά, χήρες και πέρασε τη ζωή του διακονώντας, ευεργετώντας και εργαζόμενος το αγαθό προς όλους με πατρική στοργή.
Κάθε ζήτημα που παρουσιαζόταν το αντιμετώπιζε με προσευχή, σύνεση, διάκριση, ταπείνωση, πραότητα και υπομονή, Η ταπείνωση και η πραότητα του Γέροντα ήταν φαινόμενον. Και μόνον που τον έβλεπαν οι άνθρωποι ωφελούνταν.
Πληροφορούσε, ενέπνεε, οικοδομούσε και οδηγούσε σε αληθινή μετάνοια τους προσερχομένους και έσωζε, συνεργούντος του Θεού, πολλές ψυχές καλής προαιρέσεως.
Ο πατήρ Φιλόθεος μαγνήτιζε τις δεκτικές ψυχές· η δε ψυχική του ωραιότητα ήταν διάχυτη στην οσιακή του βιβλική μορφή.
Όπου ευδόκησε η Θεία Πρόνοια να μεταβεί, για έργο πνευματικό, για εξομολόγηση, κήρυγμα και ιερές ακολουθίες, οι χριστιανοί έτρεχαν, όπως τρέχουν τα διψασμένα ελάφια στις πηγές των υδάτων, για να δεχθούν λόγια πίστεως, ελπίδος, αγάπης και παρηγοριάς. Τον δέχονταν δε ως άνθρωπο του Θεού.
Ο αξιοθαύμαστος π. Φιλόθεος ήταν μία ξεχωριστή εκκλησιαστική οσία μορφή και υπήρξε, θα έλεγε κάνεις, ο από Θεού κληρωθείς αστήρ για να χαράξει μία φωτεινή τροχιά, κυρίως στο πνευματικό στερέωμα της ελλαδικής Εκκλησίας, αλλά και εκτός αυτής. Υπήρξε ο ζωντανός κρίκος στην χρυσή αλυσίδα των συνεχιστών της Ορθοδόξου παραδόσεως των θεοφόρων Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας.
Ο αγγελομίμητος π. Φιλόθεος, με το ιερό και χαριτωμένο πρόσωπο, το ορθόδοξο φρόνημα και την οσιότητα του βίου, έζησε στον κόσμο αυτόν ως ξένος, διαβάτης, οδοιπόρος και φίλος Θεού. Διέθετε χαρίσματα δικαίου και αγίου ανδρός και μεγάλη παρρησία, δώρα του Θεού προς παραμυθία και ενίσχυση των πιστών, γι’ αυτό και ανακούφιζε, ευεργετούσε, προστάτευε και ανέπαυε τους προσερχομένους προς αυτόν ανθρώπους, διότι γνώριζαν, ότι «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» (Ιακ. 5, 16).
Ο μακαριστός Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ως αντιλαμβάνεσθε, διέθετε μεγάλα και εξαιρετικά υψηλά πνευματικά κεφάλαια και ήταν στολισμένος με χαρίσματα πολλά του Αγίου Πνεύματος. Επέδειξε ένθεο ζήλο υπεραμυνόμενος των δικαιωμάτων του Θεού. Αγάπησε ειλικρινά τον Κύριο και αγαπήθηκε από Αυτόν. Ευαρέστησε τον Θεό με έργα, λόγια και γραφίδα, όση δύναμις, σε όλη την ζωή του.
Εξ όσων ήδη έχουν αναφερθεί ο μακαριστός πατήρ Φιλόθεος, Σεβασμιώτατοι, σεβαστοί πατέρες και ευσεβείς χριστιανοί, καίτοι ζούσε εις τον αιώνα μας, παρουσίαζε βιώματα των αποστολικών χρόνων. Επειδή ζούσε με τον Χριστό και διΑ του Χριστού, όλη η ζωή του απετέλεσε πεδίο αγαθοεργού δράσεως, διακονώντας και ευεργετώντας πάντας, πνευματικώς και υλικώς.
Ενώ είναι δύσκολο να βρούμε λόγους ικανούς ή εικόνες κατάλληλες προς αποκάλυψη της μυστικής εν Χριστώ ζωής του, η Χάρις του Θεού, της οποίας ήταν φορέας και πλούσια ενοικούσε στην ψυχή και στο σώμα του, πληροφορούσε το πλήρωμα της Εκκλησίας και παντού όπου πήγαινε, προσέτρεχαν οι πιστοί σαν σε προσκύνημα και δεν κουράζονταν να τον ακούν προσεκτικά έστω και αν το λειτουργικό του κήρυγμα διαρκούσε και μία ώρα. Τον αισθάνονταν ως δούλο του Κυρίου εκλεκτό, ως ομολογητή της πίστεως και κήρυκα της μετανοίας, και γι’ αυτό τον τιμούσαν, ζητούσαν τις προσευχές του και τις σοφές πατρικές οδηγίες του. Βάδιζε στην γη αλλά συμπεριεφέρετο σαν πολίτης του ουρανού. Είχε το σχήμα του ανθρώπου, αλλά ζούσε σαν άγγελος. Όλος ο επί γης βίος του ήταν μία συνεχής δοξολογία του εν Τριάδι Θεού και θερμή πρεσβεία προς την Υπεραγία Θεοτόκο και τους Αγίους Πάντας. Ζούσε σε ατμόσφαιρα εσωτερικής γαλήνης, πραότητος και μακαριότητος και είχε βαθιά συναίσθηση της πνευματικής πατρότητος, επιμελούμενος της σωτηρίας των Χριστιανών.
Διήλθε την οδό του Κυρίου «εν πάση δικαιοσύνη και αληθεία». Διακόνησε το λαό του θεού «εν αγαθή συνειδήσει» και εν δυνάμει ευσεβείας, πάσχοντας καθημερινά για τον Χριστό και τους αδελφούς του χριστιανούς. Διέθετε ακεραιότητα χαρακτήρος και ανεπίληπτη ζωή. Ήταν απλούστατος, ήπιος προς όλους, διδακτικός, ανεξίκακος, αφιλάργυρος, άμαχος, φιλάγαθος, δίκαιος, γαλήνιος, πράος, κόσμιος την μορφή και το παράστημα, άκακο αρνίο, όσιος, άνθρωπος του Θεού.
Ολίγα θαυμαστά σημεία του π. Φιλοθέου
Αγαπούσε από μικρός ο π. Φιλόθεος τις ιερές ακολουθίες και μελετούσε τους βίους των Αγίων. Ενώ διάβαζα, γράφει, αισθάνθηκα ωσάν να εισήλθε στην καρδιά μου ακτίνα θεϊκού φωτός η οποία γέμισε την καρδία μου από άρρητη γλυκύτητα…, και είτε έτρωγα είτε περπατούσα, είτε συνομιλούσα ο νους μου σκεπτόταν τα ουράνια και η ψυχή μου και η καρδία μου ήσαν κολλημένα στον Θεό και τα ουράνια…
Από την ανάγνωση θρησκευτικών βιβλίων τόση ευχαρίστηση λάμβανα ώστε πολλές φορές ολόκληρες νύκτες αγρυπνούσα μελετώντας εις τον νόμο του Κυρίου.
Η αγάπη του Χριστού επεσκίασε την αγάπη των γονέων του και σε ηλικία 20 ετών ανυπόδυτος, μονοχίτων και κρατώντας ιερόν Ευαγγέλιον αναχωρεί για την αγάπη του Χριστού από την ιδιαίτερη πατρίδα, τα Πάκια Μολάων Λακωνίας, εγκαταλείποντας τον εαυτόν του στην πρόνοια του Θεού.
Οδοιπορώντας άσιτος και ταλαιπωρημένος, άρχισε να δειλιά, και τότε, γράφει· «να και παρουσιάζεται κάποιος νέος ωραίος, υψηλός, μεγαλόσωμος, με ελληνική ενδυμασία (φουστανέλα) ενδεδυμένος ερχόμενος από την οδό Τριπόλεως. Όταν με πλησίαζε και εγώ ετοιμαζόμουν να τον χαιρετήσω πρόλαβε και μου λέγει με μεγάλη, αλλά και γλυκιά φωνή, όλως φαιδρός και χαρωπός· «Τι φοβείσαι; τι δειλιάς; τον δρόμον του Θεού βαδίζεις· δεν πρέπει να φοβήσαι, διότι ο Θεός είναι μαζί σου. Βάδιζε προθύμως και ανδρείως την οδόν του Κυρίου, την οδόν την οποίαν ήρχισες, και ο Θεός θα κατευθύνη τα διαβήματά σου εις αγαθόν».
Μου έδωσε δε τεμάχιο άρτου, και εισελθών εις μία άμπελο, η οποία ήτο πλησίον, έκοψε μερικά σταφύλια και τα έθεσε εις κάποια πέτρα και μου είπε: «φάγε και βάδιζε αφόβως την οδόν σου». Τόσον δε θάρρος και μεγαλοψυχία, χαρά και αγαλλίαση πνευματική ενεποίησαν εις την ψυχή μου οι γλυκείς και παρηγορητικοί λόγοι του, ώστε έδιωξαν κάθε δειλία, κατήφεια και θλίψη. Η δε τροφή εκείνη, δηλ. ο άρτος και τα σταφύλια, τόση γλυκύτητα είχον, όπου ουδέποτε εδοκίμασα τέτοια γλυκυτάτη και νόστιμη τροφή.

Αφού άρχισα να τρώγω και ενώ με αποχαιρέτα, πάλιν με ενεθάρρυνε να βαδίζω μετά θάρρους και ανδρείας την οδό του Κυρίου, και απομακρυνθείς ολίγον απ’ εμού, εξαίφνης εγένετο αφανής. Τί ήτο, άνθρωπος; Ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν».

Γέρ. Φιλόθεος Ζερβάκος (1884-1980) – Βίος και θαύματα

Στυλιανός Κεμεντζετζίδης 

Elder-Philotheos-for-web
Ολίγα γενικά για τον βίο του Γέροντος
Ο π. Φιλόθεος γεννήθηκε στις 8 Μαΐου του 1884 στο χωριό Πάκια των Μολάων της Λακωνίας από ευσεβείς γονείς, τον Παναγιώτη και την Αικατερίνη Ζερβάκου.
Στο μυστήριο του βαπτίσματος ονομάστηκε Κωνσταντίνος. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Από την παιδική του ηλικία αγαπούσε την μελέτη του Αγίου Ευαγγελίου, τους βίους ταν αγίων, και έμαθε να προσεύχεται, να εκκλησιάζεται και να υμνεί το Θεό.
Το 1901 σε ηλικία 18 ετών διορίστηκε διδάσκαλος και εργάστηκε με θαυμαστό ζήλο για τρία χρόνια στο χωριό Φοινίκι της Λακωνίας.
Μετά τη στρατιωτική του θητεία και με τις οδηγίες και ευλογίες του πνευματικού του πατρός Αγίου Νεκταρίου, ασπάστηκε τον ισάγγελο βίο των μοναχών, τον οποίο ποθούσε από την παιδική του ηλικία και με θαυμαστό τρόπο οδηγήθηκε στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής της Πάρου. Μετά από ευδόκιμη δοκιμασία, την 29η Δεκεμβρίου του 1907 έλαβε το σχήμα του μοναχού και μετονομάστηκε Φιλόθεος. Την δε επόμενη μέρα χειροτονήθηκε διάκονος. Στις 22 Απριλίου του 1912, Κυριακή της Σαμαρείτιδος, χειροτονήθηκε ιερεύς και έλαβε και χειροθεσία πνευματικού πατρός. Τον Ιανουάριο του 1930 και σε ηλικία 46 ετών δέχθηκε την ηγουμενία της Μονής Λογγοβάρδας, την οποία ανέδειξε πνευματικό φάρο και κιβωτό σωτηρίας για μια πεντηκονταετία μέχρι την οσιακή κοίμησή του.
Ανεδείχθη δια βίου πιστός στρατιώτης Ιησού Χριστού και μιμητής των Αγίων, πολιτευθής με γνήσιο αποστολικό ζήλο και πατερικό φρόνημα.

Οι λόγοι του Γέροντος Φιλοθέου, οι πατρικές νουθεσίες και συμβουλές του ήταν ευπρόσδεκτες και επωφελείς, ιδιαίτερα επιδρούσε ευεργετικά, όμως, το φωτεινό άγιο παράδειγμά του, η ζώσα πίστη του, η μεγάλη ταπείνωση και η θερμή του αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο.
Ο π.Φιλόθεος ήταν χαρισματούχος, πολυτάλαντος, εμπνευσμένος καθοδηγητής ψυχών και εδίδασκε Χριστόν με όλη τη χριστομίμητη ζωή του.
Υπήρξε φάρος πνευματικός και για πολλές δεκαετίες στο χώρο της Ελλαδικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Υπηρέτησε υποδειγματικά το Άγιο θέλημα του Κυρίου με ορθόδοξο πατερικό και εκκλησιαστικό ήθος.
Τον στόλιζαν πολλές αρετές όπως, της απλότητας, της ταπεινώσεως, της διακρίσεως, της μακροθυμίας, της συγχωρητικότητας, της υπομονής, της αγάπης.
Ο μακαριστός γέροντας κήρυξε, εξομολόγησε, έγραψε, δίδαξε, έπραξε και αφιέρωσε τον εαυτό του για την δόξα του Θεού και την ωφέλεια του πλησίον.
Δεν τον άγγιζε ούτε πλούτος ούτε δόξα, αλλ’ έζησε ταπεινά, απλά και με ειλικρινή ευσέβεια.
«Ζούσε στον 20ο αιώνα και εμιμείτο κατά πάντα τους μεγάλους άγιους Πατέρας της ερήμου στην ατομική του ζωή», σημειώνει εύστοχα η Αδελφότης της Ι. Μ. Θαψανών Πάρου.
Ο πατήρ Φιλόθεος πολιτευόταν την οδό του Κυρίου με κάθε δικαιοσύνη και αλήθεια· και υπηρέτησε το λαό του Θεού με αγαθή συνείδηση.
Όπως είναι γνωστό, η Θεία Χάρη του Τριαδικού μας Θεού αναδεικνύει σε κάθε εποχή, στην Εκκλησία του Χριστού, Αγίους, για να καθοδηγεί και ευεργετεί δι’ αυτών, πνευματικά και υλικά, τον κόσμο για να τους δείχνουν τον δρόμο του Ευαγγελίου προς σωτηρία τους.
Ο μακαριστός Γέροντας Φιλόθεος διέθετε πίστη στερεά, ταπείνωση γνήσια και αγάπη άδολη. Έιχε ζώσα πίστη ενεργουμένη δι’ αγάπης. Είχε διηνεκή μνήμη θανάτου, αγωνιζόταν πάντοτε να ευαρεστεί τον Θεό και να ευεργετεί τον άνθρωπο, την εικόνα του Θεού. Διψούσε για την σωτηρία ψυχών.
Εργάστηκε ιεραποστολικώς σε νησιά, πόλεις και χωριά της Ελλάδος σε όλη την διάρκεια της ζωής του, κηρύττοντας τον λόγο του Θεού και εξομολογώντας· η δε συρροή των πιστών και η τιμή στο πρόσωπο του, ήταν συγκινητική. Εκηδεμόνευσε πατρικώς πτωχούς, ορφανά, χήρες και πέρασε τη ζωή του διακονώντας, ευεργετώντας και εργαζόμενος το αγαθό προς όλους με πατρική στοργή.
Κάθε ζήτημα που παρουσιαζόταν το αντιμετώπιζε με προσευχή, σύνεση, διάκριση, ταπείνωση, πραότητα και υπομονή, Η ταπείνωση και η πραότητα του Γέροντα ήταν φαινόμενον. Και μόνον που τον έβλεπαν οι άνθρωποι ωφελούνταν.
Πληροφορούσε, ενέπνεε, οικοδομούσε και οδηγούσε σε αληθινή μετάνοια τους προσερχομένους και έσωζε, συνεργούντος του Θεού, πολλές ψυχές καλής προαιρέσεως.
Ο πατήρ Φιλόθεος μαγνήτιζε τις δεκτικές ψυχές· η δε ψυχική του ωραιότητα ήταν διάχυτη στην οσιακή του βιβλική μορφή.
Όπου ευδόκησε η Θεία Πρόνοια να μεταβεί, για έργο πνευματικό, για εξομολόγηση, κήρυγμα και ιερές ακολουθίες, οι χριστιανοί έτρεχαν, όπως τρέχουν τα διψασμένα ελάφια στις πηγές των υδάτων, για να δεχθούν λόγια πίστεως, ελπίδος, αγάπης και παρηγοριάς. Τον δέχονταν δε ως άνθρωπο του Θεού.
Ο αξιοθαύμαστος π. Φιλόθεος ήταν μία ξεχωριστή εκκλησιαστική οσία μορφή και υπήρξε, θα έλεγε κάνεις, ο από Θεού κληρωθείς αστήρ για να χαράξει μία φωτεινή τροχιά, κυρίως στο πνευματικό στερέωμα της ελλαδικής Εκκλησίας, αλλά και εκτός αυτής. Υπήρξε ο ζωντανός κρίκος στην χρυσή αλυσίδα των συνεχιστών της Ορθοδόξου παραδόσεως των θεοφόρων Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας.
Ο αγγελομίμητος π. Φιλόθεος, με το ιερό και χαριτωμένο πρόσωπο, το ορθόδοξο φρόνημα και την οσιότητα του βίου, έζησε στον κόσμο αυτόν ως ξένος, διαβάτης, οδοιπόρος και φίλος Θεού. Διέθετε χαρίσματα δικαίου και αγίου ανδρός και μεγάλη παρρησία, δώρα του Θεού προς παραμυθία και ενίσχυση των πιστών, γι’ αυτό και ανακούφιζε, ευεργετούσε, προστάτευε και ανέπαυε τους προσερχομένους προς αυτόν ανθρώπους, διότι γνώριζαν, ότι «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» (Ιακ. 5, 16).
Ο μακαριστός Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ως αντιλαμβάνεσθε, διέθετε μεγάλα και εξαιρετικά υψηλά πνευματικά κεφάλαια και ήταν στολισμένος με χαρίσματα πολλά του Αγίου Πνεύματος. Επέδειξε ένθεο ζήλο υπεραμυνόμενος των δικαιωμάτων του Θεού. Αγάπησε ειλικρινά τον Κύριο και αγαπήθηκε από Αυτόν. Ευαρέστησε τον Θεό με έργα, λόγια και γραφίδα, όση δύναμις, σε όλη την ζωή του.
Εξ όσων ήδη έχουν αναφερθεί ο μακαριστός πατήρ Φιλόθεος, Σεβασμιώτατοι, σεβαστοί πατέρες και ευσεβείς χριστιανοί, καίτοι ζούσε εις τον αιώνα μας, παρουσίαζε βιώματα των αποστολικών χρόνων. Επειδή ζούσε με τον Χριστό και διΑ του Χριστού, όλη η ζωή του απετέλεσε πεδίο αγαθοεργού δράσεως, διακονώντας και ευεργετώντας πάντας, πνευματικώς και υλικώς.
Ενώ είναι δύσκολο να βρούμε λόγους ικανούς ή εικόνες κατάλληλες προς αποκάλυψη της μυστικής εν Χριστώ ζωής του, η Χάρις του Θεού, της οποίας ήταν φορέας και πλούσια ενοικούσε στην ψυχή και στο σώμα του, πληροφορούσε το πλήρωμα της Εκκλησίας και παντού όπου πήγαινε, προσέτρεχαν οι πιστοί σαν σε προσκύνημα και δεν κουράζονταν να τον ακούν προσεκτικά έστω και αν το λειτουργικό του κήρυγμα διαρκούσε και μία ώρα. Τον αισθάνονταν ως δούλο του Κυρίου εκλεκτό, ως ομολογητή της πίστεως και κήρυκα της μετανοίας, και γι’ αυτό τον τιμούσαν, ζητούσαν τις προσευχές του και τις σοφές πατρικές οδηγίες του. Βάδιζε στην γη αλλά συμπεριεφέρετο σαν πολίτης του ουρανού. Είχε το σχήμα του ανθρώπου, αλλά ζούσε σαν άγγελος. Όλος ο επί γης βίος του ήταν μία συνεχής δοξολογία του εν Τριάδι Θεού και θερμή πρεσβεία προς την Υπεραγία Θεοτόκο και τους Αγίους Πάντας. Ζούσε σε ατμόσφαιρα εσωτερικής γαλήνης, πραότητος και μακαριότητος και είχε βαθιά συναίσθηση της πνευματικής πατρότητος, επιμελούμενος της σωτηρίας των Χριστιανών.
Διήλθε την οδό του Κυρίου «εν πάση δικαιοσύνη και αληθεία». Διακόνησε το λαό του θεού «εν αγαθή συνειδήσει» και εν δυνάμει ευσεβείας, πάσχοντας καθημερινά για τον Χριστό και τους αδελφούς του χριστιανούς. Διέθετε ακεραιότητα χαρακτήρος και ανεπίληπτη ζωή. Ήταν απλούστατος, ήπιος προς όλους, διδακτικός, ανεξίκακος, αφιλάργυρος, άμαχος, φιλάγαθος, δίκαιος, γαλήνιος, πράος, κόσμιος την μορφή και το παράστημα, άκακο αρνίο, όσιος, άνθρωπος του Θεού.
Ολίγα θαυμαστά σημεία του π. Φιλοθέου
Αγαπούσε από μικρός ο π. Φιλόθεος τις ιερές ακολουθίες και μελετούσε τους βίους των Αγίων. Ενώ διάβαζα, γράφει, αισθάνθηκα ωσάν να εισήλθε στην καρδιά μου ακτίνα θεϊκού φωτός η οποία γέμισε την καρδία μου από άρρητη γλυκύτητα…, και είτε έτρωγα είτε περπατούσα, είτε συνομιλούσα ο νους μου σκεπτόταν τα ουράνια και η ψυχή μου και η καρδία μου ήσαν κολλημένα στον Θεό και τα ουράνια…
Από την ανάγνωση θρησκευτικών βιβλίων τόση ευχαρίστηση λάμβανα ώστε πολλές φορές ολόκληρες νύκτες αγρυπνούσα μελετώντας εις τον νόμο του Κυρίου.
Η αγάπη του Χριστού επεσκίασε την αγάπη των γονέων του και σε ηλικία 20 ετών ανυπόδυτος, μονοχίτων και κρατώντας ιερόν Ευαγγέλιον αναχωρεί για την αγάπη του Χριστού από την ιδιαίτερη πατρίδα, τα Πάκια Μολάων Λακωνίας, εγκαταλείποντας τον εαυτόν του στην πρόνοια του Θεού.
Οδοιπορώντας άσιτος και ταλαιπωρημένος, άρχισε να δειλιά, και τότε, γράφει· «να και παρουσιάζεται κάποιος νέος ωραίος, υψηλός, μεγαλόσωμος, με ελληνική ενδυμασία (φουστανέλα) ενδεδυμένος ερχόμενος από την οδό Τριπόλεως. Όταν με πλησίαζε και εγώ ετοιμαζόμουν να τον χαιρετήσω πρόλαβε και μου λέγει με μεγάλη, αλλά και γλυκιά φωνή, όλως φαιδρός και χαρωπός· «Τι φοβείσαι; τι δειλιάς; τον δρόμον του Θεού βαδίζεις· δεν πρέπει να φοβήσαι, διότι ο Θεός είναι μαζί σου. Βάδιζε προθύμως και ανδρείως την οδόν του Κυρίου, την οδόν την οποίαν ήρχισες, και ο Θεός θα κατευθύνη τα διαβήματά σου εις αγαθόν».
Μου έδωσε δε τεμάχιο άρτου, και εισελθών εις μία άμπελο, η οποία ήτο πλησίον, έκοψε μερικά σταφύλια και τα έθεσε εις κάποια πέτρα και μου είπε: «φάγε και βάδιζε αφόβως την οδόν σου». Τόσον δε θάρρος και μεγαλοψυχία, χαρά και αγαλλίαση πνευματική ενεποίησαν εις την ψυχή μου οι γλυκείς και παρηγορητικοί λόγοι του, ώστε έδιωξαν κάθε δειλία, κατήφεια και θλίψη. Η δε τροφή εκείνη, δηλ. ο άρτος και τα σταφύλια, τόση γλυκύτητα είχον, όπου ουδέποτε εδοκίμασα τέτοια γλυκυτάτη και νόστιμη τροφή.

Αφού άρχισα να τρώγω και ενώ με αποχαιρέτα, πάλιν με ενεθάρρυνε να βαδίζω μετά θάρρους και ανδρείας την οδό του Κυρίου, και απομακρυνθείς ολίγον απ’ εμού, εξαίφνης εγένετο αφανής. Τί ήτο, άνθρωπος; Ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν».

Πέμπτη, Ιουλίου 11, 2013

Αναμνήσεις από τον Γέροντα Σωφρόνιο Καθηγητής Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ·Αναμνήσεις από τον Γέροντα Σωφρόνιο
Αναμνήσεις από τον Γέροντα Σωφρόνιο 
Καθηγητής Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Σήμερα συμπληρώνονται 20 συναπτά έτη από την κοίμηση μιας κορυφαίας προσωπικότητας της σύγχρονης Ορθόδοξης πνευματικότητας, του Γέρ. Σωφρονίου. Εις μνήμην του δημοσιεύουμε ένα προσωπικό κείμενο του ανθρώπου που κατάλαβε – ίσως νωρίτερα και σε μεγαλύτερο βάθος από οποιονδήποτε άλλον στην Ελλάδα – τη βαρύτητα και τη σημασία του μηνύματος που κόμιζε ο λόγος του σεβαστού Γέροντα για το σύγχρονο άνθρωπο, του Ομότιμου Καθηγητή Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Γ. Μαντζαρίδη. Ο καθ. Μαντζαρίδης, επιπλέον, συνετέλεσε αποφασιστικά στη γνωριμία του σύγχρονου ελληνόφωνου κόσμου με τη θεολογία του Γέρ. Σωφρονίου.

«Το κείμενο αυτό, δημοσιευμένο στο “Οδοιπορικό Ορθοδόξου Ανθρωπολογίας”, αποτελεί το μοναδικό, στο οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αποκλειστικά πρώτο ενικό πρόσωπο – γεγονός που χρωματίζει ανάλογα τη σύνδεσή του με τη μορφή του πολιού Γέροντος.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος αποτυπώθηκε στη συνείδησή μου ως κορυφαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία, που έζησε και παρουσίασε στην πράξη την ορθόδοξη χριστιανική ζωή με τη θεολογική της πληρότητα. Από τον σεβασμό που σου έδειχνε μπορούσες να καταλάβεις, πως και πόσο οφείλεις να σέβεσαι τον εαυτό σου και τους άλλους. Από την ελευθερία που σου έδινε μπορούσες να αισθανθείς, πόσο πρέπει να εκτιμάς την ελευθερία κάθε ανθρώπου. Από τους ορίζοντες που άνοιγε μπροστά σου μπορούσες να αναλογισθείς, πόσο απεριόριστες είναι οι δυνατότητες που έχεις.
Με μια μικρή παρέμβασή του, με μια απλή υπόδειξη μπορούσε να χαράξει γραμμή πλεύσεως για ολόκληρη τη ζωή σου. Πριν καταλάβεις καλά εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου, πριν συνειδητοποιήσεις εντελώς τον χαρακτήρα σου, μπορούσες να ακούσεις επισημάνσεις η προτροπές με καίρια σπουδαιότητα για τη συμπεριφορά και για την όλη πορεία σου.
Κοντά στον Γέροντα έβλεπες θαύματα, όχι μόνο ως έκτακτες υπερφυσικές επεμβάσεις και θεραπείες ανθρώπων, αλλά κυρίως ως συμπαράσταση και συμπόρευση στον πόνο και τις δυσκολίες που είχαν η γνώριζε εκείνος ότι θα έχουν στο διάβα της ζωής τους, χωρίς ίσως οι ίδιοι να το υποψιάζονται. Μολονότι είμαι βέβαιος ότι θα προσκρούσω στο πνεύμα και την αρχή της μονής του, δεν μπορώ να μη σημειώσω έστω, ότι γνωρίζω πολλά αναμφισβήτητα θαύματά του. Για τους πνευματικούς όμως απογόνους και συνεχιστές του έργου του, το μεγαλύτερο θαύμα του είναι τα συγγράμματά του, με τα οποία πολλοί οικοδομούνται η και οδηγούνται στη μοναχική ζωή.

Είχε πραγματική πείρα της χάριτος του Θεού και διατύπωνε υπεύθυνα, όταν έπρεπε, λόγον Κυρίου.Κυρίως όμως διατύπωνε καθαρό, επίκαιρο και ακαινοτόμητο τον ορθόδοξο θεολογικό λόγο μέσα στη σύγχρονη κοινωνία με την τόση ασυναρτησία.

Στην αδιέξοδη προσπάθεια του ανθρώπου της εποχής μας να προσεγγίσει και να παρουσιάσει την αλήθεια του προσώπου, ο Γέροντας Σωφρόνιος πρόβαλε την απάντηση της ορθόδοξης θεολογίας, βιωμένη και βεβαιωμένη με την προσωπική του εμπειρία. Κινούμενος πέρα από περσοναλισμούς και θετικισμούς, δρασκελίζοντας με άνεση τους φιλοσοφικούς και ψυχολογικούς περιορισμούς, έβλεπε το ανθρώπινο πρόσωπο σε σχέση κοινωνίας όχι μόνο με τα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα, αλλά πρωτίστως με το απόλυτο πρόσωπο του Θεού.

Θεμέλιο της ζωής και της διδασκαλίας του ήταν η αποκάλυψη του Θεού, που ξεκινάει με το Σιναϊτικό «Εγώ ειμι ο ων»[1], και συμπληρώνεται με την έλευση του Χριστού και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Απέρριπτε τη φιλοσοφική μέθοδο προσεγγίσεως του Θεού, που στηρίζεται στην ανθρώπινη λογική και προβάλλει στη θεότητα ανθρώπινες κατηγορίες. Γι’ αυτό ήταν ξένος προς τους θεολογικούς ακροβατισμούς και τις ανθρωπολογικές τους συνέπειες, που αφθονούν στους νεώτερους θεολόγους.

Τα τρία πρόσωπα της Θεότητος, οι τρεις θείες υποστάσεις, δεν είναι ανούσιες παραστάσεις, αλλά υπαρκτοί φορείς της ουσίας τους. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από την υπόσταση. Αυτή είναι η πρώτη και έσχατη αρχή που περιβάλλει τα πάντα. Έτσι δίκαια, νομίζω, μπορεί να χαρακτηρισθεί ο Γέροντας Σωφρόνιος ως θεολόγος της υποστατικής αρχής, η της αρχής του προσώπου. Η αρχή αυτή, που θεμελιώνεται στον Τριαδικό Θεό, καθιστά δυνατή και τη θέωση του ανθρώπου με το άνοιγμα της υποστάσεώς του προς τη θεία απειρότητα.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος ζούσε με την παρουσία του Θεού. Γι’ αυτό όμως ήταν και πολύ κοντά στον κάθε άνθρωπο. Όταν μιλούσες μαζί του, μπορούσες να είσαι βέβαιος ότι σε καταλαβαίνει καλύτερα από τον εαυτό σου· ότι μπορεί να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματά σου. Και αν συνέβαινε να μην απαντήσει σε κάτι, μπορούσες να ξέρεις ότι το σφάλμα βρισκόταν στην ερώτησή σου. Συνέβαινε ακόμα να ακούς πράγματα, που απορούσες γιατί σου τα λέει. Έπαιρνες όμως την απάντηση στην απορία σου αργότερα από τα ίδια τα πράγματα, από την εξέλιξη των γεγονότων η από την καλύτερη προσέγγιση και επίγνωση του εαυτού σου.

Στο πρόσωπο του Γέροντα έβλεπε κάποιος τον άνθρωπο του Θεού, τον «ζώντα μάρτυρα» της αυθεντικής θεογνωσίας[2]. Όπως οι άγιοι στην ιστορία της Εκκλησίας, έτσι και ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν το «σημείο του Θεού» για τη γενεά του[3]. Ο γραπτός, όπως και ο προφορικός λόγος του, έχει τη σφραγίδα της πατερικής γνησιότητας και ταυτόχρονα της άκρας επικαιρότητας.

Πολλοί ισχυρίζονται, και όχι αδικαιολόγητα, ότι γνωρίζουν εκ των προτέρων τις απαντήσεις των πνευματικών πατέρων τους στα ερωτήματά τους. Αυτό δεν ίσχυε για τον Γέροντα Σωφρόνιο. «Να ακολουθείτε τον Χριστόν αναβαίνοντα εις τον Γολγοθάν», έλεγε. Η γενική αλλά και ταυτόχρονα τόσο εξατομικευμένη αυτή προτροπή δίνει τον κανόνα για τη ζωή και τη συμπεριφορά του Χριστιανού. Μέτρο του ανθρώπου είναι ο Χριστός, «το άναρχο γεγονός του είναι». Δείκτης για τις ενέργειες του πιστού είναι η ζωή του Χριστού. Προϋπόθεση για την πνευματική προκοπή του η τήρηση των εντολών.

Έβλεπε τον άνθρωπο ως καθαρή δυνατότητα, που μπορεί βαθμηδόν κατά τη διάρκεια της ζωής να περιλάβει μέσα του ολόκληρο το θεανθρώπινο είναι. Ο οποιοσδήποτε αυτοπροσδιορισμός του ανθρώπου απέναντι στον Δημιουργό του, θετικός η αρνητικός, είναι υπόθεση της ελευθερίας του. Ο θετικός όμως αυτοπροσδιορισμός προϋποθέτει ορθή αντίληψη του προτύπου, ορθή θεωρία του Θεού, ορθόδοξο δόγμα.

Δόγμα και ήθος, πίστη και ζωή συνιστούσαν για τον Γέροντα ενιαία πραγματικότητα. Η αληθινή χριστιανική ζωή θεμελιώνεται στην ορθή αντίληψη για τον Χριστό και την Αγία Τριάδα. «Ολόκληρος η πορεία της εν Θεώ ζωής μου», γράφει, «ωδήγησεν εμέ εις την πεποίθησιν, ότι εκάστη παρέκκλισις της νοεράς ημών συνειδήσεως από της ορθής κατανοήσεως της αποκαλύψεως αντανακλά αναποφεύκτως επί των εκδηλώσεων του πνεύματος ημών εις την πράξιν της καθ’ ημέραν ημών υπάρξεως»[4].

Η εμπειρική βίωση της πίστεως τον οδήγησε στη διαμόρφωση αυτού που ο ίδιος ονόμαζε «δογματική συνείδηση». Η συνείδηση αυτή, που χαρακτηρίζει όλους τους αυθεντικούς Γέροντες, τους Στάρετς, τους Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γίνεται ο απλανής οδηγός στην πίστη και τη ζωή των Χριστιανών.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος ζούσε την πατρότητα ως συμπόρευση. Τον προσέγγιζες ως πνευματικό πατέρα και τον έβλεπες δίπλα σου ως πιστό συνοδοιπόρο. Δεν ήθελε να καθοδηγεί, αλλά να συνοδοιπορεί. Και η συνοδοιπορία του ήταν η καλύτερη προσωπική καθοδήγηση. Κοντά του ένιωθες άνεση και ελευθερία. Με κάθε λόγο και κάθε πράξη του, με κάθε ενέργεια και εκδήλωσή του προσπαθούσε να σε τιμήσει και να σε στηρίξει· να σε κάνει να αισθάνεσαι πολύτιμο πρόσωπο με ξεχωριστή αξία. Και τα χαριτολογήματά του ακόμα κινούνταν προς αυτήν την κατεύθυνση. Κάποτε τον επισκέφθηκε νεαρός θεολόγος, που υπηρετούσε ως βοηθός καθηγητού Θεολογικής Σχολής. Αυτοσυστήθηκε ως βοηθός του καθηγητού του, και ο Γέροντας στην απάντησή του είπε: Εσύ είσαι βοηθός του καθηγητού σου και σε εσένα βοηθός ο Θεός.»

[1] Εξοδ. 3,14.


[2] Πρβλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 21993, σ. 167.


[3] Πρβλ. Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, Έσσεξ Αγγλίας 2000, σ. 352.

[4] Αρχιμ. Σωφρονίου, ό.π., σ. 14.


Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Γούβαλης, 1940 -11.07.2009

Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης
(1940-2009)
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ  ΚΟΤΣΩΝΗ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΟΔΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ


Σεβαστέ Γέροντα, Σεβαστοί Πατέρες, αγαπητοί αδελφοί,

     Ο μεταστάς εκ του προσκαίρου στα αιώνια και μέλλοντα αδελφός ημών Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Γούβαλης, μας άφησε μνήμη καλή και αγαθή, όπου διήλθε και όπου διηκόνησεν, όπου θεαρέστως ηγωνίσθη, εις κλήρον και λαόν του Θεού, εις τον ισάγγελον μοναχισμόν και εις την διαποίμανσιν της ενορίας του.

    Ολίγοι, ως ημείς, εγνωρίσαμεν τόσον καλώς την μορφήν του και τον βίον του από μικράς ηλικίας. Διότι και πατριώται ήμεθα, καταγόμενοι από την ηρωικήν Ρούμελην και συνομήλικοι και συμμαθηταί στο ίδιο θρανίο του Γυμνασίου, συμμαχηταί στους αγώνας, τας πνευματικάς μάχας υπέρ της δόξης του Θεού και της Αγίας Μητρός ημών Εκκλησίας.

     Ένα σπινθηροβόλο πνεύμα, ένα αετόπουλο της ελατό Γκιώνας και του Πανουριά, ένα ορφανό παιδί, ορεσίβιο, πεντακάθαρο, κατέβηκε από τα ψηλά στον κάμπο του κόσμου, στον Πειραιά για να σπουδάσει. Κι εκεί τον συνάντησε η αγάπη και η πρόνοια και η προστασία του αειμνήστου Γέροντός μας Χερουβείμ του Αγιορείτου, κτήτορος της Αδελφότητος του Παρακλήτου στον Πειραιά και κατόπιν της ομωνύμου Ιεράς Μονής στον Ωρωπό.

     Αριστούχος μαθητής, ο αείμνηστος π. Δανιήλ, αριστούχος φοιτητής, πατερικός θεολόγος, ακούραστος ερευνητής, εραστής του βιβλίου, συγγραφεύς δυνατός, δυνατότερος στο λόγο, εμβριθής στα ελληνικά γράμματα, κάτοχος της ελληνικής γλώσσας, ακριβέστατος ερμηνευτής, στοργικός ποιμήν και διακριτικός πατέρας αναρίθμητων πνευματικών τέκνων στη μικρή ενορία της Αγίας Παρασκευής Μαλακάσας, άοκνος εις την ιεράν εξομολόγησιν και καθοδήγησιν, διηκόνησε την Εκκλησίαν εις την Ιεράν Μητρόπολιν Αττικής επί πολλά έτη, διηκόνησε την Ραδιοφωνικήν Ποιμαντικήν της Αρχιεπισκοπής Αθηνών με όμορφες, πρωτότυπες εκπομπές.

     Ένας από τους καλυτέρους βοηθούς στο συγγραφικό έργο του Γέροντος Χερουβείμ και πιστός συνεργάτης του αειμνήστου Μητροπολίτου Κρήτης Διονυσίου. Τα έργα και η μετάφρασις της Κλίμακος του Αγίου Ιωάννου και ο αθωνικός μοναχισμός δε θα είχαν δει το φως της δημοσιότητος, εάν δεν είχε διατεθεί ο ολονύκτιος πολλές φορές ζήλος και η αμέριστη βοήθεια του π. Δανιήλ.

      Ιδιαιτέρως διέπρεψε εις τον αντιαιρετικόν αγώνα. Ως καλός ποιμήν επροστάτευσε και προφορικώς και γραπτώς το ποίμνιο του Χριστού από τους αιρετικούς λύκους, τους έχοντες ένδυμα προβάτου τους εκ δυσμών και από τις πλάνες τις προερχόμενες εξ ανατολών.


     Τις ασθένειές του τις αντιμετώπισε με ηρωϊκό πνεύμα, αφήνοντας την έκβαση εις τα χέρια του Θεού και εις το θέλημά Του. Αυτή την απόλυτη εμπιστοσύνη στη Θεία Πρόνοια την είδαμε όλοι, αλλά ιδιαιτέρως αι μοναχαί αδελφαί του Ιερού Ησυχαστηρίου του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Κουφαλίων, τον οποίο Άγιο μελετούσε και ευλαβείτο υπερβολικά, όπου τον υπηρέτησαν με σεβασμόν και αληθινήν αυτοθυσίαν. Δεν παρήλθαν δύο έτη, όταν με παρεκάλεσε—ποιος ξέρει, περίμενε το τέλος—να τον συμπεριλάβωμεν εις την ανδρώα Ιεράν Μονήν μας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σοχού Λαγκαδά, οπότε ετελέσθη η κουρά του εις Μεγαλόσχημον Μοναχόν εν μέσω κατανυκτικής ατμόσφαιρας, ταπεινούμενος να υποταχθεί εις ένα συμμαθητή του και συνομήλικό του, ασφαλώς πολύ κατώτερον από αυτόν όπως είναι (...) μου.

     Αγαπητέ μας παράδελφε, φιλάδελφε, φιλόστοργε πάτερ, αγωνιστά της πίστεως και της ευσεβείας, τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθης, την πίστην τετήρηκας, τον δρόμον τετέλεκας. Λοιπόν, απόκειταί σοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει σοι Κύριος εν εκείνη τη ημέρα, ο Δίκαιος Κριτής, ου μόνον δε σοι, αλλά και πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν Αυτού.
 

Την 11η Ιουλίου 2009 έφυγε από κοντά μας ο σεβαστός πνευματικός πατέρας, Αρχιμανδρίτης και μοναχός Δανιήλ Γούβαλης. Δεν είναι καθόλου εύκολο να περιγράψουμε σε ένα άρθρο τη μεγάλη σημασία της προσφοράς του, είναι όμως πολύ εύκολο να πούμε ότι χάσαμε έναν Μεγάλο Άνθρωπο της Εκκλησίας, έναν άξιο πνευματικό, ένα σύγχρονο Άγιο. Ειδικότερα για όσους τον γνώρισαν από κοντά και υπήρξαν πνευματικά παιδιά του, η απώλεια αυτή στέκει ακόμα δυσβάσταχτη και ουσιαστικά μη πιστευτή.Αναρίθμητες ήταν οι συμβουλές του, αφού αναρίθμητοι ήταν αυτοί που έτρεχαν κοντά του για να τους βοηθήσει.

 Αναρίθμητες ήταν οι προσευχές του, αφού στους πιστεύοντες δεν υπήρχε πρόβλημα που να επιτρέπει ο Θεός να λυθεί και να μη λυθεί μέσω του πατρός Δανιήλ. Αναρίθμητες ήταν οι γνώσεις του, οι οποίες φαίνονται και μέσα από το όμορφο και χρήσιμο συγγραφικό του έργο. Επιπλέον, πώς να μετρήσει κανείς την σοφία και την σύνεσή του, που κινητοποιούσε συνήθως σε δευτερόλεπτα, λόγω του προορατικού του χαρίσματος, για να απαντήσει στον καθένα χωριστά;

Αναρίθμητες δυστυχώς ήταν και οι ταλαιπωρίες του, λόγω της ευαίσθητης υγείας του, που τον τυρρανούσαν όλο και περισσότερο.Κι όμως εκείνος ποτέ δε σταματούσε το έργο του, δεν έπαυε να αγωνίζεται, να ομιλεί στο ποίμνιο, να παρουσιάζει στο ραδιόφωνο. Δεν ήθελε να δηλώνει κουρασμένος, ενώ παράλληλα δεν άφηνε να διαφημίσουμε καμία από τις ικανότητες και τις αρετές του. Ο ίδιος έκρυβε όσο μπορούσε κάθε του καλό, ζητώντας μας επίσης να λέμε όσο το δυνατόν λιγότερα για αυτόν. Ήθελε να περνιέται απλά σαν ένας άνθρωπος, σαν ένα μέλος της Εκκλησίας. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι τον πολεμούσαν με τα σχόλιά τους, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους άξιους.

Φυσικό είναι να συνέβαιναν όλα αυτά γιατί μιλώντας για τον πατέρα Δανιήλ Γούβαλη δε μιλάμε αόριστα για ένα ιερωμένο, αλλά για ένα ζωντανό Άγιο. Έναν πραγματικό Άγιο που κάποιοι είχαν την ευλογία να τον έχουν κοντά τους για να τους συμβουλεύει, να τους αγαπά και κυρίως να τους στηρίζει. Η επικρατούσα φράση που άκουσα από όσους υπήρξαν δίπλα του είναι “Ήταν το στήριγμά μου”. Και το δικό μου στήριγμα ήταν, είναι αλήθεια.
Όπως λοιπόν σε κάθε Άγιο, έτσι και στην περίπτωση του πατρός Δανιήλ δεν υπάρχει μέτρο στην αρετή, δεν υπάρχει μέτρο και στην Αγάπη. Αγαπούσε άμετρα, άπειρα τα θεία, αγαπούσε άμετρα (όχι όμως απερίσκεπτα) και τα παιδιά του. Δεν υπάρχει μέτρο σε αυτό που προσφέρεις, αλλά στο πώς το προσφέρεις. Και ο Γέροντας είχε το σπουδαιότερο μέτρο στα πνευματικά, που λέγεται Διάκριση. Γι’ αυτό στον καθένα πρόβλεπε και συμβούλευε το δικό του “γιατρικό” , τη δική του “συνταγή” σύμφωνα με την περίπτωσή του. Κι έτσι ο καθένας από όσους τον έβλεπαν είχε την αίσθηση ότι ήταν ο δικός του Γέροντας. Όπως οι γονείς σε ορισμένες περιπτώσεις αφήνουν τα παιδιά τους να πιστεύουν ότι κάποιο χωριστά είναι που αγαπούν πιο πολύ.

Ήταν ο άνθρωπός μας, το στήριγμά μας, μια τεράστια ψυχή που χωριζόταν σε χίλια κομμάτια ώστε να έχουν όλοι κομμάτι να πάρουν.


 
Πάντα απλά, χωρίς πολλά λόγια από μέρους του. Όσο μεγαλύτερη είναι η καρδιά σε τόσα περισσότερα κομμάτια θέλει και μπορεί να χωριστεί και να μοιραστεί στους άλλους. Αναρωτιόμαστε πολλές φορές πως γίνεται οι Μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας να μπορούν να βοηθούν ή πως γίνεται η Παναγία να ακούει και να φροντίζει ταυτόχρονα τόσους ανθρώπους πάνω στη γη. Μα, αν αυτό το κάνει ένας ταγμένος στρατιώτης του Θεού όσο είναι εν ζωή, δεν θα μπορεί να το κάνει όταν είναι στον ουρανό και έχει κάθε δικαίωμα και δυνατότητα και δύναμη να το κάνει; Φυσικά και μπορεί! Γιατί έχει το αξίωμα, την παρρησία όπως λέμε, απέναντι στο Θεό. Αρκεί να του χτυπήσουμε την πόρτα. Έτσι και ο παππούλης εν ζωή ακόμη δεν είχε μέτρο στην αγάπη του για μας. Και όταν έκοβε χρονικά λίγο από έναν, είναι γιατί έβλεπε ανάγκη σε κάποιον άλλον. Ποτέ στον εαυτό του. Το μόνο που επιζητούσε ήταν να βρίσκεται σε ιερούς τόπους. Αλλά και εκεί παρέσερνε κι άλλους για να ευλογούνται. Ουσιαστικά μια αγάπη τον οδηγούσε, μία θυσιάζετο και μία τον χαρίτωνε, η Αγάπη του Χριστού.

 
Γνωρίζαμε ότι ο Γέροντας δεν ήταν τελευταία καλά. Γνωρίζαμε ότι υπέφερε και κουβαλούσε τον δικό του σταυρό. Παρ’ όλ’ αυτά δεν περιμέναμε αυτή την έκβαση. Πώς άλλωστε να πιστέψεις κάτι τέτοιο; Πώς να το δεχθείς; Επειδή όμως σε πολλά πράγματα υπάρχουν δύο όψεις, αντί να οδυνόμαστε και να οδυρόμαστε που χάσαμε το Γέροντα από κοντά μας, ζητώντας τα ρέστα από τον Κύριο που μας τον πήρε (και ανθρώπινο είναι), καλό θα ήταν να νιώθουμε ευχαριστημένοι που τον γνωρίσαμε, που είμαστε μαζί του-άλλος πολύ, άλλος λίγο-και δεχθήκαμε την παρουσία του τόσα χρόνια δίπλα μας. Και όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ανεξάρτητα από την σχέση που είχαμε μαζί του, ας είμαστε δυναμωμένοι από την ιδέα ότι ο Θεός ακόμα μας σκέφτεται και στέλνει πραγματικούς Αγίους για να μας βοηθούν. Τέλος για όσους δεν είναι σίγουροι ή αρκετά ενημερωμένοι για την προσφορά και την πνευματικότητα του Γέροντα παραθέτω ενδεικτικά ένα μόνο γεγονός που συνέβη σε εμένα προσωπικά.

 

Κάποτε είχα διαβάσει ένα βιβλίο που ήταν αφιερωμένο στο έργο του Γέροντα Παΐσιου-του οποίου η αγιοσύνη είναι πια γνωστή. Ενώ δεν τον γνώριζα, αποφάσισα σχετικά με ένα σημαντικό πρόβλημά μου να κάνω αυτό που θα ήθελε ο Γέροντας Παΐσιος από τον καθένα στη θέση μου (Αυτό το αποφάσισα για να μην τον στενοχωρήσω και επειδή φαινόταν ξεκάθαρα μέσα στο βιβλίο ή θέλησή του σε αυτό). Στην πορεία όμως μετά την απόφασή μου δυσκολεύτηκα πάρα πολύ και κάποια στιγμή έφτασα σε απόγνωση. Τότε, αναφώνησα μέσα μου: “Που είσαι τώρα Γέροντα Παΐσιε, τώρα που έκανα αυτό που ήθελες, για να με βοηθήσεις;”. Πάνω στη σκέψη μου αυτή, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Γέροντας Δανιήλ τον οποίο είχα στο μεταξύ γνωρίσει και μου λέει: “Πώς πάμε; Καλά; Γιατί είχα μία έμπνευση (!) να σας πάρω τηλέφωνο”!!


ΟΒοιωτικής καταγωγής πατέρας Δανιήλ Γούβαλης υπηρέτησε 25 ολόκληρα χρόνια στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Μαλακάσας. Από εκεί ξεκινούσε για να εξομολογεί και να ωφελεί μικρούς και μεγάλους σε όλες τις γύρω ενορίες. Το σαρανταήμερο μνημόσυνό του θα τελεστεί στην άνω εκκλησία στις 16-8 παρουσία του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη μας κ.κ.Νικολάου. Επίσης στο Internet λειτουργεί ιστοσελίδα στο όνομά του. Είθε το άρθρο αυτό να σταθεί αφορμή της έκδοσης και δημοσίευσης περισσότερων και πληρέστερων από πλευράς πληροφοριών έντυπων πονημάτων, αφιερωμένων στη ζωή και το έργο του Γέροντα.

Ας έχουμε όλοι την ευχή του Παππούλη μας Δανιήλ και ας επιτρέπει ο Κύριος να μας βοηθάει και να στέργει για μας και από κει που είναι. Και έτσι θα γίνει, γιατί μαζί με τον Γέροντα Παΐσιο και το Γέροντα Πορφύριο, ο Γέρων Δανιήλ της Μαλακάσας είναι και αυτός πλέον, ένας αληθινός Άγιος της εποχής μας.

Π.Ν.


Ήταν ο άνθρωπός μας, το στήριγμά μας, μια τεράστια ψυχή που χωριζόταν σε χίλια κομμάτια ώστε να έχουν όλοι κομμάτι να πάρουν. Πάντα απλά, χωρίς πολλά λόγια από μέρους του. Όσο μεγαλύτερη είναι η καρδιά σε τόσα περισσότερα κομμάτια θέλει και μπορεί να χωριστεί και να μοιραστεί στους άλλους.

Αναρωτιόμαστε πολλές φορές πως γίνεται οι Μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας να μπορούν να βοηθούν ή πως γίνεται η Παναγία να ακούει και να φροντίζει ταυτόχρονα τόσους ανθρώπους πάνω στη γη. Μα, αν αυτό το κάνει ένας ταγμένος στρατιώτης του Θεού όσο είναι εν ζωή, δεν θα μπορεί να το κάνει όταν είναι στον ουρανό και έχει κάθε δικαίωμα και δυνατότητα και δύναμη να το κάνει; Φυσικά και μπορεί! Γιατί έχει το αξίωμα, την παρρησία όπως λέμε, απέναντι στο Θεό.

Αρκεί να του χτυπήσουμε την πόρτα. Έτσι και ο παππούλης εν ζωή ακόμη δεν είχε μέτρο στην αγάπη του για μας. Και όταν έκοβε χρονικά λίγο από έναν, είναι γιατί έβλεπε ανάγκη σε κάποιον άλλον. Ποτέ στον εαυτό του. Το μόνο που επιζητούσε ήταν να βρίσκεται σε ιερούς τόπους. Αλλά και εκεί παρέσερνε κι άλλους για να ευλογούνται. Ουσιαστικά μια αγάπη τον οδηγούσε, μία θυσιάζετο και μία τον χαρίτωνε, η Αγάπη του Χριστού.

Αρχιμανδρίτης Ιωαννίκιος Κοτσώνης



     Σεμνός και ταπεινός λειτουργός τού Υψίστου, ο Αρχιμανδρίτης π. Δανιήλ Γούβαλης, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 11 Ιουλίου 2009.
Γεννήθηκε στην Πανουργιά Λαμίας το έτος 1940. Ορφανός από πατέρα, αγάπη­σε βαθειά την Εκκλησία και αφιέρωσε τον εαυτό του σ' Αυτήν από μικρή ηλικία. Δεν περιορίστηκε στα εφημεριακά του καθή­κοντα στην Αγία Παρασκευή Μαλακάσας. Ανέπτυξε μια πλούσια ποιμαντική δραστη­ριότητα σε κάθε γωνιά της Ελλάδος.
Λειτουργός, ιεροκήρυκας, πνευματικός, συγγραφέας, διδάσκαλος, απολογητής, με φλογερή και καθαρή πίστη και αγωνία για τη στήριξη και την οικοδομή ψυχών στην Αλήθεια τού Χριστού.
Κάθε τόπος και τρόπος γινόταν γι' αυ­τόν άμβωνας. Κηρύγματα, ομιλίες, εκπομπές, σειρά βιβλίων, συνέδρια, ημερίδες, συζητήσεις ατελείωτες με αιρετικούς, ήταν η καθημερινή αγωνιώδης προσπάθεια του σεβαστού Γέροντα. Το ευλογημένο αποτέ­λεσμα και οι καρποί της γόνιμης εργασίας του, ήταν συχνά η επανένταξη πλανεμένων αδελφών μας στην Εκκλησία.
Ηξαφνική αναχώρησή του για την αιώ­νια Βασιλεία του Θεού, την οποία εκήρυττε επί δεκαετίες ως διάκονος της Εκκλησίας του Χριστού, απορφάνισε πλήθος πνευμα­τικών τέκνων του. Ο Κύριος όμως του χά­ρισε χριστιανικά και ανώδυνα τα τέλη της επίγειας ζωής του, αναπαύοντάς τον από κόπους πολλούς, δυσκολίες και αγώνες για τη σωτηρία ψυχών και την περιφρούρηση της Αλήθειας τού Χριστού από την λύμη των αιρέσεων. Και τώρα αναπαύεται από των κόπων του στο Ησυχαστήριο του Γέ­ροντος Πορφυρίου στο Μήλεσι.
Από την δεκαετία τού 1970, μαζί με τον μακαριστό Πρωτοπρεσβύτερο π. Αντώ­νιο Αλεβιζόπουλο και άλλους συνεργάτες αποτελούσαν το «διδακτικό προσωπικό» του «Φροντιστηρίου Αντιμετωπίσεως αιρέ­σεων». Όλοι εμείς, εκεί ελάβαμε τα εφό­δια για να συνεχίσουμε το έργο και την ποιμαντική προσπάθεια για την αντιμε­τώπιση τού προβλήματος των νεοφανών αιρέσεων.
ΗΠΕΓείχε την ευλογία να έχει ως πο­λύτιμο συμπαραστάτη και συνεργάτη στη διακονία της τον μακαριστό π. Δανιήλ και όλοι μας αισθανόμασταν πάντοτε έντονη την παρουσία του.
Είμαστε βέβαιοι ότι την μελλοντική δια­κονία τηςΠΕΓθα στηρίζουν οι προσευχές και των δύο σεβασμίων γερόντων μας, του π. Αντωνίου και του π. Δανιήλ.
Εμείς όλοι, με αισθήματα ευγνωμοσύ­νης και σεβασμού στη μνήμη του μακαρι­στού Αρχιμανδρίτου π. Δανιήλ Γούβαλη, ευχόμαστε να αναπαύση ο Κύριος την ψυ­χή του εν Χώρα ζώντων, «ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται».
π. Κυριακός Τσουρός
 
 
 Ο μακαριστός Ιερομόναχος πατήρ Δανιήλ γεννήθηκε το 1940 από ευλαβείς και μορφωμένους γονείς (ο πατέρας του υπήρξε δάσκαλος) εις το ορεινόν χωριόν Πανουριάς της Γκιώνας. Εκεί μεγάλωσε δύσκολα και τελείωσε το Δημοτικόν Σχολείον, αφού στα έξι του χρόνια έμεινε ορφανός από πατέρα και το σπίτι του καθώς και το χωριό του καταστράφηκε κατά την Γερμανικήν κατοχή.
Στα δώδεκά του χρόνια κατέβηκε στον Πειραιά, σε έναν θείο του, για να φοιτήση στο Γυμνάσιο. Εκεί τότε γνώρισε και την Αδελφότητα της Ι. Μονής Παρακλήτου και ανέπτυξε σιγά-σιγά ενεργή δράση. Σπούδασε θεολόγος εις την Θεολογικήν Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και όταν τελείωσε και την στρατιωτικήν του θητείαν ενετάχθη εις την Αδελφότητα του Παρακλήτου, όπου και παρέμεινε εργαζόμενος και ασκητεύοντας μέχρι την κοίμησιν του πνευματικού του Πατέρα και οδηγού μακαριστού Χερουβείμ. Τότε βγήκε στον κόσμο, για να υπηρετήση τον άνθρωπο και τον Θεό με κέντρο το ταπεινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής Μαλακάσας, εφημέριος της οποίας υπήρξε από το 1984 μέχρι την οσίαν κοίμησίν του την 11η Ιουλίου 2009. Τότε συνδέθηκε πνευματικά με τον ουσιαστικό πλέον Γέροντά του και Πνευματικό του οδηγό, τον μακαριστό Γέροντα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη.
Σε όλα αυτά τα χρόνια, παρόλο που τον βρήκαν βαρειές ασθένειες και υπερκοπώσεις, έτρεχε και δούλευε ακούραστα, ημέρα και νύχτα, αψηφώντας κινδύνους, αψηφώντας κόπους, αψηφώντας τον ίδιον του τον εαυτό και τη ζωή του ακόμα, για να ικανοποιήση, κατά το δυνατόν, τις πνευματικές, ψυχικές και υλικές ακόμη ανάγκες των 3000 τουλάχιστον πνευματικών του τέκνων.
Ετοίμαζε τις ραδιοφωνικές εκπομπές του, τις ομιλίες του για εκκλησιαστικά συνέδρια, συνέγραφε βιβλία (πολλά από τα οποία παραμένουν ακόμα ανέκδοτα), ως υπεύθυνος, οργάνωνε και στελέχωνε τα κατηχητικά και τις Νεανικές Συντροφιές ολόκληρης της ΙΒ´ Αρχιερατικής Περιφερείας Καπανδριτίου-Ωρωπού της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής, ήταν μέλος της Συνοδικής Επιτροπής επί των αιρέσεων με ενεργό ποιμαντική και αντιαιρετική δράση, που είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή πολλών στην Ορθοδοξία, διακονούσε γενικά σε υπεύθυνες θέσεις και αποστολές την Εκκλησία και πολλά άλλα.
Και τα έκανε όλα αυτά αθόρυβα, απλά, ταπεινά, από πραγματική Αγάπη, αγάπη για τον Χριστό, αγάπη για τον Πλησίον.
Δεν είναι της ώρας να εκθειάσουμε το έργο του, ποιμαντικό, αντιαιρετικό, συγγραφικό κλπ η να εξάρουμε τις αρετές του, τις γνώσεις του, την σοφία του. Θα αρκεστούμε, επιτρέψτε μας αγαπητοί αναγνώστες, να πούμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» από τα βάθη της ψυχής μας, εμείς τα πνευματικά του τέκνα στον Πατέρα μας, που στάθηκε δίπλα μας στον καθένα μας ξεχωριστά, γιατί ξεχωριστά βρισκόμαστε όλοι μέσα στην γεμάτη αγάπη καρδιά του, και έσκυψε στις ανάγκες της ψυχής και του σώματός μας, μας ανακούφιζε, μας παρακολουθούσε με την προσευχή του σαν άγρυπνος φρουρός, μας θεράπευε την ψυχή και το σώμα, μας καθοδηγούσε και μας οδηγούσε στο ασφαλές λιμάνι. Ήταν για μας μία δύναμη, ένας ακλόνητος βράχος, που πάνω του ακουμπούσαμε και δε φοβόμασταν τίποτε. Ήταν ο φύλακας άγγελός μας, ο Ορθόδοξος Ποιμένας μας.
 Όταν έφυγε πονέσαμε βαθειά, νιώσαμε ένα μεγάλο κενό στη ζωή μας, κλονιστήκαμε. Αλλά ήμαστε σίγουροι, πως θα μας βοηθούσε να συνέλθουμε, γιατί όπως σε μια επιστολή του έγραφε ο Κυπριανός Καρχηδόνιος, μία αγιασμένη προσωπικότητα της αρχαίας Εκκλησίας, στο πιστό φίλο του Κορνήλιο, «δεν πρέπει να λυπούμαστε, αν μας χωρίση ο θάνατος...» αφού και τώρα επικοινωνούμε, αφού ο Πατέρας μας εξακολουθεί να μας αγαπά, να μας φροντίζη, να μας παρακολουθή, «να προσεύχεται υπέρ ημών προ του ιλαστηρίου του κοινού Πατρός» και «ο Χριστός να τον ακούη και να χαίρεται» (Γέρων Παΐσιος Αγιορείτης) και να μας βοηθάη.
Και πράγματι και τώρα μας βοηθάει και μας κατευθύνει. Να έχουμε όλοι την βοήθειά του και την ευχή του.
Αιωνία του η μνήμη. Αιωνία σου η μνήμη σεβαστέ και αγαπημένε μας Πατέρα.
Μαρία Μελετίου-Μακρή Φιλόλογος

π.Δανιήλ πρέσβευε υπέρ ημών
 


πηγή

Τετάρτη, Ιουλίου 10, 2013

Ὁ παπὰ Τύχων ὁ ἐρημίτης




Ἕνας κρυμμένος μαργαρίτης

Στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὸ «περιβόλι τῆς Παναγίας» ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ σήμερα πολλοὶ κρυμμένοι μαργαρίτες. Μπορεῖ κάποιος νὰ ψάξει καὶ νὰ τοὺς βρεῖ στὰ μοναστήρια, στὶς σκῆτες, στὰ τόσα ἐρημητήρια....

Ἀληθινοὶ μαργαρίτες, ἄνθρωποι δυνατοὶ κι ἀλλοιώτικα ὄμορφοι. Κάλλος τους ἡ εὐλογημένη ζωή τους. Πλοῦτος τους ἡ ἀκτημοσύνη καὶ ἡ φτώχειά τους. Λιγοστὰ εἶναι τὰ λόγια ποὺ ἔχουν νὰ εἰποῦν. Περισσότερο μιλάει ἡ σιωπή τους. Οἱ μορφὲς τους φωτεινὰ εἰρηνικὲς γιατ’ ἡ καρδιὰ τους ἄγρυπνη στέκει στὴν προσευχή, γιατί ἡ εὐχὴ ἀτελεύτητα συντροφεύει τὸν ἀσκητικό τους βίο.

Ἕνας κρυμμένος μαργαρίτης ἦταν καὶ ὁ παπὰ-Τύχων - κατὰ κόσμον Τιμόθεος Γολεγκὼφ - ποὺ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια. Ἄνθρωπος ἀγάπης, προσευχῆς, κατανύξεως καὶ ταπεινώσεως. Ἀκτήμων ἐρημίτης, νηστευτὴς καὶ χαρισματοῦχος, θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους τοῦ αἰώνα μας. Τὸ πέρασμά του δὲ ἀπ’ τὸ «περιβόλι τῆς Παναγίας» ἄφησε σημάδια ἀνεξίτηλα στοὺς τόσους ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς ποὺ ζήτησαν κοντὰ του ν’ ἀναπαυτοῦν.

Γεννήθηκε τὸ 1884 στὸ χωριὸ Νόβαγια Μιχαηλόσκα τῆς Ρωσσίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς. Ἡ μητέρα του καθὼς ἔλεγε ὁ ἴδιος: «κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε καθόλου, ἦταν δοσμένη ὅλη στὴν προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυα ἔτρεχαν πυκνὰ ἀπ’ τὰ μάτια της». Μικρὸς ἀκόμα ἐπισκεπτόταν μοναστήρια καὶ ἔψαλλε στὴ χορωδία τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ του.

Στὰ δεκαοκτώ του χρόνια ἔνοιωσε μέσα του τὴ μοναχικὴ κλίση. Ἔτσι μὲ τὴν εὐλογία τῶν γονέων του καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφτηκε σχεδὸν διακόσια μοναστήρια στὴν πατρίδα του κίνησε μ’ ἄλλους πιστοὺς νὰ ἐπισκεφτεῖ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Καθ’ ὁδὸν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ συγκεκριμένα στὴν Κωνσταντινούπολη «ἐγνωρίστηκε μὲ τὸν οἰκονόμο-μοναχό τοῦ κελλιοῦ Μπουραζέρη τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὴν ἁγιορείτικη μονὴ Χιλιανδαρίου. Τοῦ εἶπε τότε ὁ οἰκονόμος «θέλεις νὰ γίνης μοναχός;» «θέλω» ἀπάντησε ὁ δεκαοχτάχρονος Τιμόθεος, καὶ ὁ φωτισμένος οἰκονόμος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Βάλε μετάνοια καὶ ἀπὸ σήμερα εἶσαι δόκιμος στὴ συνοδεία μας».

Ἔτσι ἀφοῦ περάτωσε τὸ προσκύνημά του στὰ Ἱεροσόλυμα ἦλθε καὶ κατατάχτηκε στὴ συνοδεία τοῦ Μπουραζέρη καὶ σ’ ἕνα χρόνο ἔγινε μοναχός. Στὴν καλὴ ὅμως συνοδεία δὲ θὰ μείνει γιὰ πολύ. Ὁ πόθος του γιὰ ἄσκηση καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ ἡσυχία θὰ τὸν φέρουν στὰ φρικτὰ Καρούλια. Σὲ μιὰ σπηλιά, ποὺ ἦταν στὰ θεμέλια τοῦ ἀσκητηρίου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, θὰ μείνει γιὰ δεκαπέντε ὁλάκερα χρόνια.

Κάθε Σάββατο ἀνέβαινε στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ κοινωνοῦσε. Ἀμέσως μετὰ κατέβαινε πάλι στὴ σπηλιά του. «Στὸν Ἅγιο Γεώργιο ὑπῆρχε ἕνας πολὺ σοφός, κατὰ κόσμον καὶ κατὰ Θεόν, Γέροντας, τὸν ὁποῖο ἀποκαλοῦσε διδάσκαλο». Ὁ Γέροντας αὐτὸς ὑπῆρξε συνοδοιπόρος καὶ πατέρας πνευματικός τοῦ Τύχωνα κατὰ τὴν πολύχρονη θητεία του στὰ Καρούλια.

Ὁ ἄγνωστος σὲ μᾶς Γέροντας ἔδινε στὸν Τύχωνα ἕνα πατερικὸ βιβλίο κάθε μήνα. Ἐπιστρέφοντάς το θὰ ἔπρεπε νὰ τοῦ διηγηθεῖ τὸ περιεχόμενό του. Ἂν δὲν τοῦ τὸ ἔλεγε ἐπακριβῶς δὲν τοῦ τὸ ἄλλαζε. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τελείωσε ὁ μοναχὸς Τύχων τὴν ἀνάγνωση ὅλων σχεδὸν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.


Στὴν Καψάλα

Σὰν πέρασαν δεκαπέντε χρόνια ἄφησε ὁ μοναχὸς Τύχων τὰ Καρούλια καὶ ἦλθε στὴν «ἔρημο» τῆς Καψάλας, στὴν περιοχὴ τῆς Καλιάγρας. «Ἐδῶ εἶδε ἕνα ὅραμα πὼς ἦταν νύκτα Ἀναστάσεως καὶ πὼς ἔψαλε ὅλη τὴν ἀναστάσιμη ἀκολουθία μὲ χαρά». Τὸ εἶπε στὸν πνευματικό του ὁ ὁποῖος μόλις τ’ ἄκουσε τὸν πῆρε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ μοναστήρι τοῦ Σταυρονικήτα ὅπου χειροτονήθηκε ἱερέας.

Ἡ καλύβα του δὲν εἶχε ἐκκλησία γι’ αὐτὸ καὶ ξεκίνησε γιὰ νὰ φτιάξει. Ἀκτήμων ὅμως καθὼς ἦταν ἀδυνατοῦσε νὰ βρεῖ τὰ ἀναγκαῖα χρήματα. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ πάει νὰ ζητήσει ἐλεημοσύνη. Στὸ δρόμο πηγαίνοντας συνάντησε κάποιο μοναχὸ καὶ τοῦ εἶπε πὼς θέλει νὰ φτιάξει ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Τίμιο Σταυρό. Ὁ μοναχὸς ἔκπληκτος ἀπάντησε στὸν παπὰ-Τύχωνα πὼς μόλις τὴν μέρα ἐκείνη εἶχε λάβει μία ἐπιστολὴ καὶ χρήματα γιὰ νὰ τὰ δώσει σ’ ὅποιον θὰ ’θελε νὰ κτίσει ἐκκλησία. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση τοῦ παπᾶ-Τύχωνα ἦταν μεγάλη. Ἀφοῦ πῆρε τὰ χρήματα εὐχαριστώντας τὸ μοναχό, κάλεσε τεχνίτες ποὺ μετάτρεψαν ἕνα ἀπ’ τὰ κελλιὰ τῆς καλύβας σὲ μία λιτή, μικροσκοπικὴ ἐκκλησία.

Τὸ καλύβι του, φτωχικὸ κι ἀπέριττο, στέκει ἀκόμα μάρτυρας ἀξιόπιστος τῆς ἁγίας φτώχειάς του. Στὸ ἐσωτερικό του βλέπει κανεὶς τὶς λιγοστὲς σανίδες ποὺ χρησίμευαν γιὰ κρεββάτι καὶ κάθισμα, δυὸ σκαμνάκια καὶ λίγα μαγειρικὰ σκεύη. Λίγο πιὸ πέρα ἕνας διάδρομος τριῶν μέτρων ὁδηγεῖ στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὅπου ὁ γέροντας συνομιλοῦσε μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ συλλειτουργοῦσε μὲ τοὺς Ἅγιους.

Στὴν Καψάλα ἔμεινε σχεδὸν σαράντα τέσσερα χρόνια. Στὰ χρόνια αὐτὰ πολλοὶ ἄνθρωποι τὸν ἐπισκέφτηκαν. Ἀνάμεσά τους μητροπολίτες, ἡγούμενοι καὶ μοναχοί. Πολλοὶ ἦταν ἐπίσης καὶ οἱ λαϊκοὶ ποὺ ἔρχονταν κοντὰ του κουρασμένοι ἀπὸ τὴν «ἁλμυρὰ τοῦ κόσμου ἀκαταστασία» γιὰ ν’ ἀναπαυτοῦν, ν’ ἀκούσουν τὶς συμβουλές του ποὺ ἦταν «σταλαγματιὲς βιωμάτων τῆς καρδιᾶς του».


Λειτουργός του Ὑψίστου

Τὴ Θεία Λειτουργία ὁ παπὰ-Τύχωνας τὴν ἀγαποῦσε πολύ. Ὁ ὑποτακτικός του πάτερ Παΐσιος διηγεῖται χαρακτηριστικά: «Ἡ Θεία Λειτουργία γιὰ τὸν Γέροντα ἦταν ἕνα ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ. Σὰν τὸν Παῦλο ἡρπάζετο καὶ σὰν τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα συναναστρέφετο τοὺς ἀγγέλους τοῦ Κυρίου. Ὅταν ἔμπαινε στὴν Ἁγία Ἀναφορὰ καὶ ἄρχιζε νὰ διαβάζη τὴν εὐχή: «Μετὰ τούτων καὶ ἡμεῖς τῶν μακαρίων δυνάμεων Δέσποτα φιλάνθρωπε βοῶμεν καὶ λέγομεν Ἅγιος, Ἅγιος» ὁ παπὰ-Τύχων ἔβλεπε τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ».

Ὁ εὐλογημένος γέροντας ζοῦσε πραγματικὰ τὴ θεία Λειτουργία. Τὴν ἀγαποῦσε τόσο, καθὼς λέει ὁ ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος, ποὺ «τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας ἔφτανε νὰ μεταρσιώνεται. Ἔφτανε νὰ βραδυάζη, ἀπ’ τὸ πρωὶ ποὺ εἶχε ἀρχίσει, καὶ δὲν εἶχε τελειώσει. Ὅλος ἔξαρση, τὴν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ καὶ τοῦ καθαγιασμοῦ, ἔψαλε μὲ ἀγγέλους τὸν ὕμνο τους στὰ οὐράνια, ἔβλεπε κατόπιν πὼς ἦταν στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ τελείωνε τὴν λειτουργία καὶ δὲν καταλάβαινε πῶς πέρασε ἡ ὥρα...»

Πραγματικὰ στὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέα Τυχωνα βλέπομε, ὅπως γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος, «τὸν μεθυσμένο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸν ἱερουργὸν ποὺ μεθίσταται σὲ ἄλλους κόσμους καὶ ἠμπορεῖ νὰ λέγει ὅτι τὸν σηκώνει ὁ Δεσπότης Χριστὸς καὶ τὸν ἐξάγει «τοῦ τε χώρου τοῦ τε ζόφου καὶ εἰσάγει εἰς ἄλλον, εἴτε κόσμον ἤ ἀέρα....καὶ πρὸς φῶς εἰσάγει μέγα» (Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος}.


Φωτισμένος Δάσκαλος

«Ἐδίδασκε ὁ παπὰ-Τύχων μὲ τὴν ἁγιασμένην ζωήν του. Ἡ ἁπλότητά του καὶ ἡ βαθειά του ταπεινοφροσύνη μιλοῦσαν τόσο φανερά. Μιλοῦσε καὶ δίδασκε καὶ μὲ κλειστὸ τὸ στόμα, ὅταν ὅμως ἄρχιζε νὰ διδάσκη, νὰ λέη τὶς συμβουλὲς του ὁ Γέροντας καθισμένος στὴ ρίζα τῆς μικρῆς ἐλιᾶς, δίπλα στὸν τάφο του ἤ στὴ σκληρὴ σανίδα τοῦ κρεββατιοῦ του, τότε ἡ ψυχὴ τοῦ μαθητοῦ ἐγοητεύετο».

Γοήτευε τὶς ψυχὲς ὁ δάσκαλος παπὰ-Τύχων. Ἁπλὰ μιλοῦσε κι ἁπλὰ δίδασκε. Ἄρχιζε διδάσκοντάς σε νὰ ξεκινᾶς πάντα ἀπὸ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ μόλις ἔφτανες στὸ κελλὶ σ’ ἔπαιρνε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ σὲ ὁδηγοῦσε στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Σταύρου. Ἔψαλλε τὸ «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» καὶ τὸ «ΣΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΣΟΥ». Μετὰ ἀφοῦ σ’ ἔβαζε νὰ κάνεις τρεῖς μετάνοιες μπροστὰ στὸ μεγάλο σταυρὸ ποὺ ἦταν στημένος σὲ κεντρικὴ θέση ἐκεῖ μέσα πρόσθετε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλεήσεις τὸν δοῦλον σου».

Ἔπειτα ἀφοῦ σὲ κερνοῦσε ἄρχιζε ν’ ἀπαντᾶ στὶς ἐρωτήσεις σου. Σὲ συμβούλευε κι ἦταν οἱ συμβουλὲς του ἀπ’ ἀτόφιο χρυσάφι καμωμένες. Σοῦ ἔλεγε γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη. Σοῦ ἔλεγε, μὲ τὰ σπασμένα ἑλληνικά του, πὼς «κάθε πρωὶ ὁ Θεὸς εὐλογεῖ ὅλο κόσμο μὲ ἕνα χέρι. Βλέπει ταπεινό! Εὐλογεῖ μὲ δύο χέρια. Πά, πά, πά. Ταπεινὸ ἄνθρωπο ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλο κόσμο».

Μελετοῦσε πολὺ ὁ παπὰ-Τύχων κι ἐπέμενε στὸ θέμα τῆς μελέτης. Τόνιζε συχνὰ πὼς «ὅταν διαβάσει νοῦς καθαρίσει».

Ἡ εὐχὴ σύντροφος παντοτινός τῆς ζωῆς του. Ζώντας τὰ εὐεργετήματά της ἔλεγε: «Πάντοτε νὰ κάνης εὐχὴ πρὶν ἀρχίσης κάθε δουλειὰ νὰ λές: Θεέ μου δῶσε μου δύναμη καὶ φώτιση, κατόπιν ν’ ἀρχίζεις τὴ δουλειά σου καὶ στὸ τέλος νὰ λὲς, Δόξα τῷ Θεῶ».

Πνευματικός, φωτισμένος ὁ ἴδιος, καθοδηγητὴς ἀπὸ τοὺς λίγους, ἀξιώθηκε κοντὰ σὲ γέροντες εὐσεβεῖς νὰ βιώσει τὶς εὐεργεσίες ποὺ δίδει ἕνας καλὸς πνευματικός. Γι’ αὐτὸ καὶ συμβούλευε: «Γιὰ νὰ βρὴς καλὸν πνευματικὸ νὰ κάνεις τρεῖς μέρες προσευχὴ καὶ κατόπιν τί ὁ Θεὸς θὰ φωτίση. Καὶ στὸ δρόμο ποὺ θὰ πηγαίνης νὰ κάνης προσευχὴ νὰ τὸν φωτίση ὁ Θεὸς νὰ σοῦ πῆ λόγους καλούς».

Τὰ περισσά του δάκρυα τὰ μάζευε μὲ ἕνα πανὶ ποὺ ἦταν πάντα μουσκεμένο. Τοῦτα τὰ δάκρυά του στέκαν μάρτυρες ἀξιόπιστοι γιὰ τὸ πόσο ζοῦσε τὴ συμβουλὴ ποὺ τόνιζε πώς: «Δάκρυα, παιδί μου, δάκρυα, αὐτὸ θέλει ὁ Θεός».

Ἡ σχέση τοῦ μοναχοῦ μὲ τὰ χρήματα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ θέλει πολλὴ προσοχή. Τόξερε αὐτὸ ὁ φωτισμένος μοναχὸς καθὼς ἔλεγε πὼς «ὁ ἐρημίτης ἔχει εὐλογία νὰ κρατᾶ μόνο τὰ ἀπαραίτητα χρήματα γιὰ τὰ σαρανταλείτουργα. Γύρω ἀπ’ τὴν καλύβα του μπορεῖ νὰ ἔχει κλήματα γιὰ νὰ παίρνη σταφύλια, λίγες ἐλιὲς γιὰ τὸ λάδι κι ἕνα κῆπο γιὰ τὰ λαχανικά του. Αὐτὰ νὰ τοῦ εἶναι ἀρκετὰ καὶ νὰ μὴ λησμονᾶ τὴν ἐλεημοσύνη». Τόξερε ὁ παπὰ-Τύχων μὰ κι ἀληθινὰ τὸ ζοῦσε γι’ αὐτὸ σὰν τοῦ περίσσευαν χρήματα τὰ ἔστελλε σὲ κάποιο μπακάλη στὶς Καρυὲς διαμυνώντας του: «Παρακαλῶ κάνε ἀγάπη νὰ πάρη ψωμὶ καὶ νὰ δώση φτωχὸ ἄνθρωπο, αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη».

Μοναχὸς ποὺ τιμοῦσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα συνειδητοποιεῖ ἀληθινὰ τὸ βάρος του γι’ αὐτὸ καὶ τόνιζε: «Δὲν ἀρκεῖ ἁπλὰ νὰ τὸ φέρουμε ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουμε μία ἁγία ζωή. Στὴ Ρωσσικὴ Ἐκκλησία τρέφεται ἄπειρος σεβασμὸς στοὺς μεγαλόσχημους μοναχούς. Τὸ μέγα σχῆμα ἀντικαθιστᾶ τὸν ἄγγελο, τὸν τέλειο μοναχό, τὸν ἀπαλλαγμένο ἀπὸ πάσα βιοτικὴ μέριμνα. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀνέβηκε ὅλες τὶς ἀρετές, ζητᾶ τὴν ἀγγελικὴ ζωή, μεριμνᾶ τὰ τοῦ Θεοῦ, πῶς θ’ ἀρέση μόνο στὸν Θεό, ὄχι στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα σχῆμα: κελλί, ἐκκλησία, νηστεία προσευχὴ ἀδιάλειπτος. Δὲν δικαιολογεῖται ὁ μεγαλόσχημος νὰ περιφέρεται δεξιὰ κι ἀριστερά, οὔτε ν’ ἀσχολεῖται μὲ τὴ διοίκηση. Στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸν μεγαλόσχημο τὸν θεωροῦν ἅγιο. Λέγουν πὼς ἂν δοῦν τὸν πατριάρχη πρῶτα θὰ βάλουν μετάνοια στὸν μεγαλόσχημο. Ὄχι ὅπως τὸ ἔχουμε ἐμεῖς ποὺ τὸ φοροῦν οἱ νέοι καὶ καμαρώνουν, αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία».


Χαρισματοῦχος ἐρημίτης


« Ὁ μακάριος παπὰ-Τύχων ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ γίνη «τέκνον Θεοῦ», καὶ νὰ ἀναγεννηθῆ «ἄνωθεν ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ νὰ ἔχη τὸν Χριστὸν μέσα στὴν ἁγιασμένη του καρδιά, ἀξιώθηκε καὶ τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ σκηνώση ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μέσα στὴν ψυχή του»

Γιὰ τὰ χαρίσματά του ἔχουν γράψει μὲ περισσὴ ἐπιτυχία τόσο ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης Χαλκίδος ὅσο καὶ ὁ ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος. Ὁ γράφων γνωρίζοντας τὴν ἀδυναμία του δὲν θὰ τὰ παρουσιάσει ὅλα. Ἁπλῶς γιὰ νὰ μὴν ἀδικήσει τὸ γέροντα θὰ προσπαθήσει νὰ παρουσιάσει δύο ἀπ’ αὐτὰ μορφοποιώντας ἔτσι ἀκόμα μιὰ πτυχὴ τοῦ φωτεινοῦ βίου τοῦ ἐρημίτη Τύχωνα.

Εἶχε λοιπὸν ὁ παπὰ-Τύχων τὸ χάρισμα τῆς ἀναστροφῆς μὲ τὰ ἀγρίμια. Σὰν στὸ καλύβι ἐμφανίζονταν κανένα μικρὸ ποντίκι πρότειναν στὸ γέροντα νὰ πάρει καμμιὰ γάτα. Ἡ ἀπάντησή του βεβαίωνε τὸ χάρισμα ποὺ εἶχε:« Ὄχι γάτα. Ἔχω ἐγὼ ἄλλο γάτα, μιάμιση γάτα μεγάλο ἔρχεται. Ἄνθρωπο δὲ φοβᾶται. Τρώει ποντίκια, μετὰ φεύγει πάει λάκο μέσα στὸ δάσος.»

Τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως εἶναι πολλὲς φορὲς καθὼς λένε γέννημα τῆς ἡσυχίας τῆς ἐρήμου. Χαρακτηριστικὰ τὰ παρακάτω πιστοποιοῦν πὼς ὁ μοναχὸς Τύχων εἶχε κι αὐτὸ τὸ χάρισμα ποὺ ἀναφέρει ὁ Χαλκίδος Νικόλαος: «Ὅταν κάποιος νεαρὸς θεολόγος τὸν ἐπεσκέφθη καὶ τοῦ εἶπε ὅτι εἶχε πάει στὸ Ὄρος γιὰ νὰ γίνη μοναχὸς καὶ νὰ διακόψη κάθε ἐπαφὴν μὲ τὸν πολυτάραχο κόσμο, ὁ Γέροντας τὸν διεβεβαίωσε ὅτι δὲν πρόκειται νὰ μείνη στὸ Μοναστήρι. Καὶ πράγματι μέσα σὲ λίγους μῆνες ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐγύρισε στὴν «ὄζουσαν τοῦ κόσμου θάλασσαν».


Ἡ κοίμησή του, ἡλιοβασίλεμα φωτεινὸ

Φωτεινὴ ἦταν ἡ ζωή του, φωτεινὸ καὶ τὸ τέλος του. Δίκαιος στὴ ζωὴ του ὁλόκληρη δὲν φοβήθηκε τὸ θάνατο. Τὸν περίμενε μὲ ἠρεμία καὶ χαρά. Περίπου δέκα μέτρα ἀπ’ τὸ κρεββάτι του ἄνοιξε τὸν τάφο του: Τὸν ἄνοιξε ὁ ἴδιος. Τὸν ἔσκαψε μὲ τὰ χέρια, καὶ καθὼς ἦταν ὁ σωρὸς τὸ χῶμα, στὴν ἄκρη εἶχε μπηγμένο τὸ φτυάρι. «Νὰ ἔτσι ρίξει χῶμα», ἔλεγε στὸ μοναχὸ ποὺ τὸν ἐπεσκέπτετο καὶ ἔκανε τὴν σχετικὴ κίνησι ρίχνοντας μιὰ φτυαριὰ χῶμα μέσα στὸν τάφο του. Ἐφύτεψε καὶ ἕνα δεντρολίβανο στὴν ἄκρη. Συχνὰ ἔδινε ὁδηγίες γιὰ τὸ τί θὰ κάνουν στὴν ἔξοδό του. —«Πεθαίνει παπὰ - Τύχων; Σιωπή! Κάνει κομποσχοίνι. Μετὰ λές: παπὰ-Τύχων πέθανε.»

Ἑτοίμασε καὶ τὰ γράμματα ποὺ θὰ ἔστελλαν σὲ γνωστοὺς καὶ φίλους του μετὰ τὸ θάνατό του. Ἦταν γράμματα ἁπλὰ μὰ πρόδιδαν τὸν πλοῦτο τοῦ συντάκτη τους.

«Φίλος παπὰ - Τύχων ἀπέθανε ἡμέρα... (ἄφηνε κενὸν) παρακαλῶ διάβασε μία εὐχή».

Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ προγνωρίζει τὸ θάνατό του. Τόλεγε στὸν ὑποτακτικό του «Παπὰ Τύχων ἂν θέλη Θεὸς ζήσει μία βδομάδα, δέκα μέρες». Λίγες μέρες μετὰ ἡ Παναγία φανερώθηκε στὸ γέρο-ἐρημίτη καὶ σὰν ὁ ὑποτακτικός του, π. Παίσιος, τὸν ρώτησε τί τοῦ εἶπε, ὁ παπὰ Τύχων ἀπάντησε ἁπλά: «Εἶπε παπὰ - Τύχωνα περάσει ἡ γιορτὴ Της πάρει».

«Καὶ πράγματι ἀφοῦ πέρασε ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου 8 Σεπτεμβρίου, σὲ δύο ἡμέρες, στὶς 10.9.1968 ἀφοῦ ἔλαβε τὸ «ἐφόδιον τῆς ἀθανασίας», μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐξέφρασε τὴν εὐχαρίστησή του μὲ προσευχὴ καὶ μὲ λαμπερὸ πρόσωπο, ἔκανε τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ ἀνεπαύθη. Ἂν ζοῦσε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης θὰ μποροῦσε νὰ γράψη «ὡς δὲ ἐπλήρωσε τὴν εὐχαριστίαν καὶ ἡ χεὶρ ἐπαχθεῖσα διὰ τῆς σφραγίδος τῷ προσώπῳ τὸ πέρας τῆς εὐχῆς διεσήμανε, μέγα τι καὶ βύθιον ἀναπνεύσασα τῇ προσευχῃ τὴν ζωὴν συγκατέληξεν» (Βίος Ὁσίας Μακρίνης)».

Κυριακή, Ιουλίου 07, 2013

Βίος του Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη

Ο παπα- Εφραιμ Κατουνακιώτης γεννήθηκε το 1912 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Ο πατέρας του ονομάζονταν Ιωάννης Παπανικήτας και η μητέρα του Βικτορία. 

Ο Γέροντας είχε σαν κοσμικός το όνομα Ευάγγελος. Τελείωσε το Γυμνάσιο αλλά η Χάρις του Θεού έκλεινε στον Ευάγγελο τις κοσμικές θύρες της αποκατάστασης. Στην Θήβα, όπου είχε μετακομίσει η οικογένεια του, ο Ευάγγελος γνώρισε τους γεροντάδες του τον Εφραίμ και τον Νικηφόρο.



Η ζωή του Ευάγγελου ήταν καλογερική. Αγωνίζονταν πνευματικά με την ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, την νηστεία και κυρίως με την υπακοή. 
 
Η μητέρα του αξιώθηκε να λάβει πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο ότι το θέλημα του υιού της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και πώς ο Ευάγγελος θα τιμήσει την μοναχική ζωή.

Την 14η Σεπτεμβρίου 1933 ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια στην συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά την δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. 
 
Το 1935 έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντα του Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε Ιερέας.

Ο παπα-Εφραίμ αξιώθηκε και γνώρισε τον πρύτανη της ησυχαστικής ζωής τον διορατικό, προορατικό και άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (1898 -1959) και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του με την ευλογία του Γέροντα του Νικηφόρου. Ο Γέροντας Ιωσήφ με την σειρά του είχε διδαχθεί την απλανή πνευματική ζωή από τους περίφημους ησυχαστές μοναχό Καλλίνικο και Ιερομόναχο Δανιήλ. Επομένως ο παπα-Εφραίμ μας διδάσκει την επίμονη αναζήτηση για την πνευματική ζωή και την ανεύρεση απλανούς πνευματικού οδηγού, πού θα είναι «Εκδόσεις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως». Ο απλανής πνευματικός βλέπει τις δαιμονικές πλάτες και με τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα οδηγεί τα πνευματικά παιδιά του στον Παράδεισο.

Ο μακαριστός παπα-Εφραίμ διαχώρισε την γνήσια υπακοή από την αρρωστημένη όταν συμβούλευσε κοινοβιάτη μοναχό να κάνει υπακοή στον Γέροντα του 
όχι σαν ζώο αλλά από αγάπη και ζήλο Θεού.

Ο άγιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον παπα-Εφραίμ, για να καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησον με», να έχει φυλακή των αισθήσεων και τον οδήγησε στην κάθαρση της καρδίας και τον θείο φωτισμό.

Ο παπα-Εφραίμ με την ευλογία του Γέροντος Ιωσήφ εντρύφησε στην «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών» και ελάμβανε τις συμβουλές των Νηπτικών Πατέρων για τον αγώνα του. Δεν διάβαζε ούτε βιβλία ψυχιατρικής, ούτε «κουλτουριάρικα» αναγνώσματα δια πνευματικές επιδείξεις στα σαλόνια, ούτε είχε τον φόβο μήπως 
τον αποκαλέσουν οι κοσμικοί κύκλοι «φονταμενταλιστή».

Το 1973 εκοιμήθη ο Ιερομόναχος Νικηφόρος ο Γέροντας του παπα-Εφραίμ. Ο Γέροντας μετά το 1980 είχε συγκροτήσει συνοδεία και τήρησε την εντολή 
του Γέροντος Ιωσήφ να αποκτήσει συνοδεία μετά τον θάνατο του παπα-Νικηφόρου. Επομένως ο παπα-Εφραίμ πρώτα έφθασε στην κάθαρση και κατόπιν έγινε ο ίδιος Γέροντας.
 
Ο παπα-Εφραίμ πολέμησε τον μεγάλο εχθρό της πνευματικής ζωής την κενοδοξία. Οι θυσίες του γίνονταν για τον Χριστό και όχι για προσδοκώμενο έπαινο από τους ανθρώπους.

Η θ. Λειτουργία για τον παπα-Εφραίμ ήταν συγκλονιστικό και βιωματικό γεγονός. Είχε εκμυστιρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία πού τέλεσε, έβλεπε αισθητά την Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τα θεία δώρα. Μάλιστα, μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό μέσα στο δισκάριο και ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυα του, όταν έφθανε στο τεμαχισμό του Σώματος του Χριστού. Έβρεχε με τα δάκρυα του το αντιμήνσιο κατά την θεία Λειτουργία και έβλεπε δεξιά και αριστερά τους αγγέλους να συλλειτουργούν.

Όμως ο παπα-Εφραίμ δεν αναφέρθηκε ποτέ σε «λειτουργική αναγέννηση» και μάλιστα ζητούσε σε κοινοβιάτες, πού βρίσκονταν στα εξωτερικά διακονήματα να μη παραλείπουν το ψαλτήρι.

Ο παπα- Εφραίμ ήταν κοσμημένος με το διορατικό χάρισμα και έβλεπε την πνευματική κατάσταση κάθε κληρικού ή μοναχού και έδιδε τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα για την πρόοδο στην πνευματική ζωή.



Η Χάρις του Θεού είχε κοσμήσει τον παπα- Εφραίμ και με το προορατικό χάρισμα, γι 'αυτό και έβλεπε καταστάσεις πού έρχονταν (όπως ο σεισμός του 1977 στην Θεσσαλονίκη), αλλά και πολλές φορές είχε προσφωνήσει λαϊκούς ακόμα και μικρά παιδιά με τα ονόματα πού έλαβαν μετά από χρόνια στην μοναχική τους κούρα. Μάλιστα, κάποιος φοιτητής έστειλε μία περιληπτική και χωρίς λεπτομέρειες επιστολή στον μακαριστό Γέροντα και έλαβε απάντηση από τον παπα-Εφραίμ, πού του περιέγραφε με λεπτομέρειες την πνευματική του κατάσταση ακόμα και κατασταθείς στον χώρο πού διέμενε ο φοιτητής χωρίς αυτός να τις έχει προαναφέρει.

Κάποτε άγνωστοι μεταξύ τους κληρικοί συναντήθηκαν στον δρόμο για τα Κατουνάκια και όταν έφτασαν στον παπα-Εφραίμ, ο μακαριστός άγιος Γέροντας άρχισε να επιπλήττει 
έναν από τους κληρικούς, πώς δεν είναι παπάς αλλά μασόνος, πού έβαλε ράσο, για να κατασκοπεύει το Άγιον Όρος. Ο μασόνος παραδέχτηκε την ραδιουργία του.

Ο παπα-Εφραίμ έζησε εμπειρίες, πού μόνο οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μπορούν να ζήσουν, μακριά από παπικές η προτεσταντικές πλάνες.

Κάποτε ένας ηγούμενος, δύο θεολόγοι και ένας φοιτητής ζήτησαν από τον παπα-Εφραίμ να τους εξηγήσει την ευωδιά των αγίων λειψάνων. 
 
Ο Γέροντας έσκυψε το κεφάλι του στο μέρος της καρδιάς και προσεύχονταν. Ο τόπος γέμισε ευωδιά και ο παπα-Εφραίμ τους είπε πώς επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος να το εξηγήσει παρακάλεσε τον Θεό να απαντήσει στους συνομιλητές.

Ο παπα-Εφραίμ αισθάνονταν τις αμαρτίες σαν δυσοσμία. Κάποιος επίσκοπος μέσω τρίτου ρώτησε τον μακαριστό άγιο Γέροντα για τον οικουμενισμό. 
 
Ο Γέροντας έκανε προσευχή, για να τον πληροφορήσει ο Θεός και τότε ξεχύθηκε μία δυσωδία με γεύση ξινή, αλμυρή και πικρή, πού τον γέμισε με αποτροπιασμό.

Η παρακαταθήκη του μακαριστού παπα-Εφραίμ για την ενότητα των Ορθοδόξων ήταν σαφής «Το σχίσμα εύκολα γίνεται, η ένωση είναι δύσκολος».

Άραγε, πόσο απήχηση έχουν σήμερα τα λόγια ενός θεοφόρου σύγχρονου Πατρός;

Ο παπα-Εφραίμ αναδείχθηκες με την Χάρη του Θεού και πρακτικός οδηγός στην ποιμαντική του γάμου και της οικογενείας, γιατί βοήθησε πολλούς νέους να καταλήξουν στον γάμο χωρίς να τους πιέσει γι' αυτό αλλά και οι επιστολές του, πού σώζονται, αποτελούν πνευματική παρακαταθήκη και «σχολή γονέων» χωρίς ψυχολογικές και φιλοσοφικές θεωρίες για τις αγωνιζόμενες πνευματικά οικογένειες.

Το 1996 ο παπα-Εφραίμ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και έπεσε σε ακινησία. Δεν γόγγυσε καθόλου αλλά δοξολογούσε τον Θεό. 
 
Μας αφήνει το άγιο παράδειγμα του για την αντιμετώπιση των ασθενειών.

Στις 14/27 Φεβρουαρίου 1998 ο παπα- Εφραίμ Κατουνακιώτης του Αγίου Όρους παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, πού υπηρέτησε από την νεότητα του.


Ο Τάφος του Γέροντα στον Άγιον Όρος

Λέγουν πώς κάποτε ρωτήσανε έναν υπερήλικα, πού ζούσε τον 19ο αιώνα, να πει το συγκλονιστικότερο γεγονός στην ζωή του. 
 
Ο υπερήλικας απάντησε ότι όταν ήταν μικρός είδε και άκουσε τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό.

Και η δική μας γενιά αξιώθηκε να γνωρίσει τα εύοσμα άνθη του Αθωνικού Μοναχισμού, τον Γέροντα Παίσιο και τον παπα-Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, 
πού μας καλούν να ακολουθήσουμε την ζωή τους.

Πηγή: Βιβλίο «Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης», Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Οσίου Εφραίμ, Κατουνάκια Αγίου Όρους

 πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...