Αγίου Γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ
Η ζωή του χριστιανού είναι κατ’ ουσίαν πορεία οπίσω του Χριστού: «Τί προς σε (οιοσδήποτε και εάν είναι ο άλλος); Συ ακολούθει Μοι» (πρβλ. Ιωάν. 21,22). Ως εκ τούτου έκαστος πιστός θα επαναλάβη εις τον ένα ή τον άλλον βαθμόν την οδόν του Κυρίου, αλλ’ ουχί δια της ιδίας αυτού δυνάμεως θα άρη επί των ώμων αυτού τον σταυρόν, ίνα πορευθή εις Γεθσημανή και περαιτέρω εις Γολγοθάν: «… ότι χωρίς Αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (πρβλ. Ιωάν. 15,5). Όσοι όμως έλαβον την φοβεράν ταύτην ευλογίαν, εγεύθησαν της αναστάσεως αυτών· ο κλήρος των υπολοίπων είναι η πίστις εις την ευσπλαχνίαν του Θεού.
Ούτως ηυδόκησε περί ημών ο Πατήρ ο ουράνιος: Πάντες οι γηγενείς οφείλουν «να άρουν τον σταυρόν αυτών», ίνα κληρονομήσουν ζωήν αιώνιον (πρβλ. Ματθ. 16,24-25). Οι εκκλίνοντες από της σταυροφορίας ταύτης δεν θα εκφύγουν την δουλείαν των παθών και θα «θερίσουν εκ της σαρκός φθοράν» (πρβλ. Γαλ. 6,8 και Ρωμ. 8,13). Η προς τον Θεόν και τον πλησίον εντεταλμένη αγάπη είναι πλήρης βαθέων παθημάτων, αλλά ταύτα συνοδεύει παράκλησις ουράνιος (πρβλ. Μάρκ. 10,29-30): Την ψυχήν ζωοποιεί η ειρήνη εκείνη, την οποίαν έδωκεν ο Κύριος εις τους Αποστόλους προ της αναβάσεως Αυτού εις τον Γολγοθάν. Όταν δε το πνεύμα του ανθρώπου εισαχθή εις την σφαίραν της φωτοφόρου αγάπης του Θεού και Πατρός ημών, τότε επιλανθάνεται πάντων των πόνων, και η ψυχή ανερμηνεύτως μακαριούται (βλ. Ιωάν. 12,50 και 17,3)….
«Και Αυτός (ο Ιησούς) απεσπάσθη απ’ αυτών (των μαθητών) ωσεί λίθου βολήν, και θεις τα γόνατα προσηύχετο λέγων: Πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το Ποτήριον απ’ Εμού! … Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. Εγένετο δε ο ιδρώς Αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,42-44).
Τι είναι το Ποτήριον τούτο του Χριστού κατά την ουσίαν αυτού; Το βάθος του μυστηρίου τούτου είναι αποκεκρυμμένον αφ’ ημών. Εν τη προσπαθεία ημών όπως ακολουθήσωμεν τον Χριστόν δια της οδού της τηρήσεως των εντολών Αυτού, αναποφεύκτως και απαύστως πίνομεν ποτήριόν τι, αλλά δεν κατανοούμεν πλήρως το Ποτήριον εκείνο εις το οποίον ανεφέρετο και το οποίον έζη ο Χριστός «εν τη ώρα εκείνη». Εν τούτοις ανάλογον τι απαραιτήτως τελείται και μεθ’ ημών καθώς Αυτός Ούτος είπε: «Το Ποτήριον ό Εγώ πίνω πίεσθε» (Μάρκ. 10,39). Το Ποτήριον του Χριστού είναι μυστηριώδες, αλλά και το ημέτερον ποτήριον είναι κεκρυμμένον από των αλλοτρίων οφθαλμών…
Πάσαι εν γένει αι αντιδράσεις του Πνεύματος του Χριστού, προς πάντα τα πέριξ ημών τελούμενα, διαφέρουν βαθέως – συχνάκις δε είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι – προς το πνεύμα των τέκνων του κόσμου τούτου. Ιδού έν παράδειγμα: Ενώ ο Ιούδας εξήρχετο του Υπερώου της Σιών, ίνα παραδώση τον Κύριον εις σταύρωσιν, την ώραν εκείνην ήνοιξε το στόμα ο Ιησούς και είπε: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν Αυτώ» (Ιωάν. 13,31). Ούτω, λοιπόν, παρατηρούμεν εν τω Ευαγγελίω ότι ο Κύριος εις έκαστον βήμα Αυτού έζη εις άλλο επίπεδον του Είναι· εκεί όπου τα πάντα ορώνται δια μέσου άλλου πρίσματος. Και όστις θέλει να γνωρίζη περί του μυστηρίου τούτου, έστω και εκ μέρους, ούτος οφείλει να άρη επί των ώμων τον σταυρόν αυτού και να παραδοθή τελείως εις το θέλημα του Ουρανίου Πατρός. Δεν υπάρχει άλλη οδός. Και δεν υπάρχει εισέτι τέλος εις την σύγκρουσιν μεταξύ του Χριστού και του κόσμου τούτου…
Εκτός της οδού ταύτης ουδείς θα δυνηθή να «πληρωθή εις πάν το πλήρωμα του Θεού». Ενταύθα κρεμάμεθα επί σταυρού, έστω και εισέτι αοράτου.