Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκος Καζαντζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκος Καζαντζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαρτίου 15, 2014

Ο ΤΕΚΤΟΝΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣΟΦΟΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ Νομικός με σπουδές Φιλοσοφίας-Θεολογίας και συγγραφέας Η Μεταφυσική της Ανταρσίας Από την πλευρά των μελετητών τώρα, και πέρα από φανατισμούς, ενώ ο Κα­ζαντζάκης αναγνωρίζεται ως «διανοού­μενος που θεολογεί περισσότερο από ό­λους τους Έλληνες διανοούμενους» (Μ. Αυγέρης), «μοναδικός Έλληνας λογο­τέχνης που έδωσε στο έργο του τόση θέ­ση στον Θεό και τον Χριστό που ούτε ο Παπαδιαμάντης δεν έδωσε» (Π. Χάρης) και «ο θρησκευτικώτερος όλων των συγγραφέων» (Κ. Τσάτσος), ελάχιστοι έχουν ασχοληθεί με τους επί μέρους φι­λοσοφικούς και μεταφυσικούς προβλη­ματισμούς του, όπως η ιδέα της επικρά­τησης του κοινωνικού Χριστιανισμού, το πρόβλημα συνύπαρξης καλού και κακού, η αλληλενέργεια Θεού και κό­σμου, το πρόβλημα της θεοδικίας κ.ά. Οι περισσότεροι ασχολήθηκαν κυρίως με τη χριστολογία του Καζαντζάκη, ο­ίκος αυτή εμφανίζεται στα μυθιστορήματά του, είτε για να την επικρίνουν εί­τε για να την επικροτήσουν. Ακόμη περισσότερο, λίγοι έκαναν τον κόπο να μπουν πιο βαθιά και να αναζητήσουν τις ρίζες των θρησκευτικών του ιδεών που αντανακλώνται στα έργα του. Βέ­βαια, η θρησκευτική εικονοκλασία του, ο αντικληρικαλισμός ή η μετα-χριστιανικότητα του Καζαντζάκη, όπως τη χαρακτήρισαν μερικοί, έχουν ήδη επισημανθεί από πολλούς, όπως επίσης οι επιδράσεις που δέχτηκε από το έργο του Δαρβίνου, του Φρόιντ, του Μπερξόν και φυσικά του Νίτσε, που οι σκέψεις τους χάραξαν βαθιά τη ζωή του. Έλληνες μελετητές του έργου του, όπως ο Ν. Ματσούκας (Η Ελληνική Παρόδους τον Καζαντζάκη, 1989) και ο Θ. Δετοράκης (Ο Καζαντζάκης και το Βυζάντιο, περιο­δικό Παλίμψηστο τ. 4) ορθά επεσήμαναν ότι στα βιβλία του παρουσιάζονται πολλά στοιχεία της ελληνορθόδοξης παράδοσης, ενώ ξένοι όπως οι D. Middleton και P. Bien (God’s Struggler: Religion in the Writings of N. Kazantzakis, 1996) έχουν να πουν ίσως περισσότερα αφενός για τη θρησκευτικότητά του και τη «θεολογία της πάλης», αφετέρου για το θρησκευτικό αντικομφορμισμό και τη «μεταφυσική της ανταρσίας», όπως χαρακτηρίζουν τη σκέψη του. Ωστόσο, οι μέχρι σήμερα μελέτες γενι­κά είναι ανεπαρκείς, γιατί δεν εξηγούν από πού αντλεί ο Καζαντζάκης ένα με­γάλο μέρος των ετερόκλητων και φαι­νομενικά αντιφατικών και προκλητι­κών ιδεών του. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι καθαρά «καζαντζικής» προέλευσης, δηλαδή προσωπικές πεποιθήσεις. Και πράγμα­τι είναι. Η μεταφυσική του σχεδία είναι πολυφωνική αλλά οι ρίζες των ιδεών του θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού και κυ­ρίως στις επιδράσεις που δέχτηκε από την ένταξή του στον Ελευθεροτεκτονισμό και τις μελέτες του στη Θεοσοφία, ένα πεδίο που, όπως ορθά επισημαίνει ο μελετητής του έργου του Βρασίδας Καραλής, παραμένει μέχρι σήμερα ανεξε­ρεύνητο. Η Επαφή με τον Τεκτονισμό Η φιλοσοφική αναζήτηση του Καζαντζάκη ξεκίνησε πολύ νωρίς, όταν σε η­λικία 26 ετών, έχοντας πάρει το πτυχίο της Νομικής Σχολής, φεύγει από την Ελλάδα και πηγαίνει στο Παρίσι, το 1907, για να παρακολουθήσει μαθήμα­τα φιλοσοφίας από τον Μπερξόν. Ταυ­τόχρονα μελετά το έργο του Νίτσε και λίγα χρόνια μετά γράφει τη διδακτορι­κή του διατριβή Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία τον Δικαίου και της Πολιτείας, για να ονομαστεί υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην έδρα της Φιλοσο­φίας του Δικαίου. Στο Παρίσι μένει μέχρι το 1909 και στη συνέχεια επιστρέφει στην Ελλάδα. Εδώ ξεκινάει μια περιπλάνηση με σκοπό να γνωρίσει όλες τις γωνιές της ελληνικής γης και το 1914 επισκέπτεται με τον Άγγελο Σικελιανό το Άγιον Όρος. Η γνωριμία του με τον Σικελιανό θα στα­θεί καθοριστική, αφού έτσι έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις θεοσοφικές ιδέες, που είχαν μεγάλη απήχηση σε πολ­λούς διανοούμενους εκείνης της εποχής. Μέσα από το Σικελιανό, που ήταν βαθύς γνώστης της Θεοσοφίας, ο Καζαντζάκης ανακαλύπτει έναν καινούριο κόσμο, νέες ιδέες (κυρίως το θεοσοφικό συγκρητισμό), οι οποίες και είχαν άμεση επίδραση στο έργο του. Έτσι, το 1921 πηγαίνει στη Βιέννη και μελετά τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου και ιδιαίτερα το Βουδισμό. Η ενασχόλησή του αυτή, σε συνδυασμό με τη γνωριμία του με τον Κομμουνισμό, την περίοδο 1922-24 που Βρισκόταν στο Βερολίνο, είχε ως αποτέλεσμα η μέχρι τότε ιδεο­λογία του, που ήταν κατά βάση ελληνο­κεντρική, να αποκτήσει πλέον έναν πιο οικουμενικό χαρακτήρα. Σ’ αυτό το κλίμα αναζήτησης το 1926 ε­πισκέπτεται τους μοναχούς του Σινά και του Θιβέτ, όπως επίσης την Κίνα και την Ιαπωνία, για να γνωρίσει από κο­ντά αυτούς τους μεγάλους πανάρχαιους πολιτισμούς. Την ίδια περίοδο πηγαίνει για λίγο στη Γαλλία και σύμφωνα με ορισμένα στοι­χεία μυείται στον Τεκτονισμό. Το ότι ο Καζαντζάκης υπήρξε τέκτονας είναι γνωστό από τα λεγόμενα του φίλου του, συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη, ο ο­ποίος όμως λανθασμένα αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης είχε μυηθεί σε Στοά της Αθήνας το 1907. Την ίδια πληροφορία μεταφέρει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης (Ο Καζαντζάκης μιλεί για τον Θεό, σελ. 53) με την παρατήρηση ότι «δεν γνωρίζου­με τίποτε άλλο για την τεκτονική του σταδιοδρομία, αν ανέβηκε σε ανώτερα δηλαδή στάδια και αν παρακολουθούσε τεκτονικές εργασίες για πολλά χρόνια». Για το ίδιο θέμα, η Έλλη Αλεξίου μνη­μονεύει τις τρεις τελείες στην υπογρα­φή του Καζαντζάκη στο γνωστό της βι­βλίο Για να Γίνει Μεγάλος. Επίσης είναι γνωστό ότι σε επιστολόχαρτά του ο Καζαντζάκης είχε τυπώσει τον ουροβόρο όφι, ένα από τα σύμβολα της Θεοσοφίας και μέσα στον κύκλο το ψευδώνυμό του Πέτρος Ψηλορείτης με τη φράση «εν το παν», ενώ στην Οδύσσειά του (Β' στιχ. 811-813) μνημονεύει τη σβάστικα, γνωστό αποκρυφιστικό σύμβολο που έ­χει την καταγωγή της στην αρχαία ινδι­κή θρησκεία. Τη δεκαετία του ’30, ενώ βρισκόταν στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης υπέβαλε αίτηση μύησης στη Στοά της Θεσσαλο­νίκης Μέγας Αλέξανδρος, η οποία όμως απορρίφθηκε, γιατί ο ίδιος δήλωνε άθεος, κάτι που αντιβαίνει μια από τις θεμε­λιώδεις αρχές του Τεκτονισμού, που εί­ναι η πίστη στον Θεό. Βέβαια, η άποψή του αυτή δεν είχε αποτελέσει εμπόδιο για την ένταξή του πριν λίγα χρόνια σε γαλλική Στοά, γιατί ο γαλλικός Τεκτο­νισμός στη συντριπτική του πλειοψηφία έχει διαγράψει από τις βασικές του αρχές την πίστη στον Θεό. Το γεγονός αυτό είχε -από πολύ παλιά- ως αποτέλεσμα οι τεκτονικές δυνάμεις των άλλων κρατών να μην αναγνωρί­ζουν πλέον το γαλλικό δόγμα και να θεωρούν τις Στοές που εργάζονται υπό την αιγίδα του όχι κανονικές αλλά «άτα­κτες», δηλαδή εκτός κανονικής τάξης. Έτσι εξηγείται γιατί δεν αναγνώρισε η ελληνική Στοά την τεκτονική ιδιότητα του Καζαντζάκη που είχε αποκτήσει στη Γαλλία και φυσικά ο λόγος που αρνήθηκε να τον δεχθεί έστω εξαρχής, ως νέο μέλος, λόγω των πεποιθήσεών του. Παρά τη μικρή του εμπλοκή με τον Τε­κτονισμό -δεν πρέπει να ξεπέρασε το βαθμό του Εταίρου- οι ιδέες του Τεκτο­νισμού και κυρίως ο ουμανιστικός του χαρακτήρας επηρέασαν βαθιά τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη. ...η Έλλη Αλεξίου μνη­μονεύει τις τρεις τελείες στην υπογρα­φή του Καζαντζάκη... Η Επίδραση της Θεοσοφίας Τι αποκόμισε λοιπόν ο Καζαντζάκης από τη θητεία του στον Τεκτονισμό και το συγχρωτισμό του με τη θεοσοφική σκέψη; Πρώτα απ’ όλα την τάση του για το θρησκευτικό συγκρητισμό, όπως φαί­νεται στην Ασκητική, αλλά κυρίως την αντί­ληψη ότι ο Θεός εμφα­νίζεται με διάφορα πρόσωπα, ανάλογα τις τοποχρονικές συνθή­κες, άλλοτε ως Αλλάχ, άλλοτε ως Βούδας, Θεός, Βράχμα, Ρα, Διόνυ­σος, Δίας, Γιαχβέ κ.ά., όπως και τον παρου­σιάζει στα βιβλία του. Για τον Καζαντζάκη δεν έχει σημασία η μορφή αλλά το ότι υπάρχει Θεός και εμφανίζεται με διάφορα πρόσωπα. Ακόμη, για τον ίδιο, Θεός είναι η ζωτική ορ­μή του Ηράκλειτου ή το elan vital του Μπερξόν. Ο Θεός βρίσκεται μέσα στη ζωή, στον άνθρωπο, και μάχεται για τη δική του σωτηρία. Η σχέση του με τη θεοσοφία τον οδήγη­σε στη μελέτη του Βουδισμού και των ανατολικών θρησκειών. Χαρακτηριστικό αυτής της επίδρασης είναι το γεγονός πως δημοσίευσε το πρωτόλειο έργο του Όφις και Κρίνος με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, όπου σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση Κάρμα είναι ο νόμος της σχέσης του αιτίου και του αιτιατού (ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος αυτό θερίζει) και Νιρβάνα η κατάσταση της απόλυτης ανά­παυσης στην οποία φθάνει ο άνθρωπος ύστερα από συνεχείς μετενσαρκώσεις με σκοπό την τελειοποίησή του. Επίσης στα μυθιστορήματά του συχνά παρεμβάλει μικρές ιστορίες και παραμύθια ανατο­λίτικης προέλευσης, στα οποία μάλιστα φαίνεται και η υιοθέτηση κάποιων από­ψεων σούφικης προέλευσης. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι σι αντιλήψεις του περί καλού και κακού και για τα στάδια ενοποίησης και συγ­χώνευσης καλού-κακού. Το κακό, όπως συνήθως το εννοούμε, δεν υπάρχει. Για την άποψή του αυτή είναι χαρακτηρι­στικό το εξής απόσπασμα από την Ασκητική: «Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, ανεμικιά, ουδέ­τερη, πάνω από τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη. Αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην αμαρτία». Πίστευε ότι ο άνθρωπος αγωνιζόμενος μεταστοιχειώνει την ύλη σε πνεύμα και αυτομυούμενος φτάνει στο ανώτατο σημείο τελειοποίησης. Συχνή είναι η α­ναφορά στα έργα του της φράσης: «Θεέ μου, κάνε με Θεό» (Οδύσσεια Ξ' στιχ. 210-212, Συμπόσιο σελ. 48, Ο Τελευταίος Πειρασμός σελ. 152,273). Όπως και οι θεοσοφιστές, αρνιόταν να δεχτεί ότι υπάρχει κόλαση, άσχετα αν τη μνημονεύει συχνά στα μυθιστομήματά του, βάζοντας τους ήρωές του να λένε φράσεις για τον παράδεισο και την κόλαση. Παράλληλα ο Καζαντζάκης πίστευε ότι ο Θεός «κρατάει σφουγγάρι και ότι όλοι οι αμαρτωλοί θα σωθούν και ο Σατανάς ο ίδιος» (Ο Φτωχούλης τον Θεού, σελ. 318). Από γράμμα του Νίκου Καζαντζάκη στον Π. Τζελέπη, όπου διακρίνονται οι τρεις τεκτονικές τελείες κάτω από τη λέξη «Θεός». Ο Ιούδας και οι Άλλοι Αντιήρωες Μια αξιοσημείωτη παράμετρος στο έρ­γο του είναι ότι πρόσωπα ανταρτών και επαναστατών τα παρουσιάζει ως ήρωες ή άγιους, κάτι που και η Θεοσοφία ανα­γνωρίζει σε μυθικές μορφές όπως ο Δαθάν, ο Αβιρών, ο Κάιν, ο Ιούδας κ.ά. Ειδικά τον Κάιν, ο Καζαντζάκης, όπως και ο πολύ παλαιότερός του Λόρδος Μπάιρον, τον εκθειάζει: «Ο Κάιν, αυτός ο απελπισμένος και περήφανος. Τον αγαπώ, ως αγαπούμε ό,τι μας μοιάζει» (Ε. Αλεξίου, Για να Γίνει Μεγάλος, σελ. 138). Όσον αφορά τον Ιούδα, είναι γνωστό ότι παίζει ηγεμονικό ρόλο στα μυ­θιστορήματά του και ιδι­αίτερα στον Τελευταίο Πειρασμό. Όπως και οι αρχαίοι Γνωστικοί, ο Κα­ζαντζάκης ισχυρίζεται ό­τι η προδοσία του Ιούδα είναι μια θεϊκή αποστολή. Τον θεωρεί συνεργάτη του Ιησού στη σωτηρία του κόσμου και εμ­φανίζει τον Χριστό να παρακαλεί τον Ιούδα να πάει στους Φαρισαίους να τον προδώσει, έργο που για τον συγγραφέα είναι πολύ βαρύτερο από τη σταύρωση του ίδιου του Ιησού (Ο Τελευταίος Πειρα­σμός, σελ. 423. 437). Από επιστολή του Νίκου Καζαντζάκη. Πάνω δεξιά υπάρχει τυπωμένο το ταοϊστικό σύμβολο Γιν-Γιανγκ με τις γραμμές ακτινωτά του Ι-Τσινγκ. Όπως και η ιδρύτρια της Θεοσοφίας Ε. Μπλαβάτσκι, ο Καζαντζάκης πίστευε ότι τα Ευαγγέλια είναι παραποιημένα και έπρεπε κάποιος να τα αποκαταστήσει. Ο ίδιος έγραφε ότι προσπαθούσε «να ξανασαρκώσει την ουσία του Χρι­στού, παραμερίζοντας τις σκουριές, τις ψευτιές και τις μικρότητες που τον φόρτωσαν και τον παραμόρφωσαν όλες οι Εκκλησίες και όλοι οι ρασοφόροι της Χριστιανοσύνης». Στην προσπάθειά του αυτή μελέτησε πολλά απόκρυφα Βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, απ' όπου άντλησε πολ­λά στοιχεία που τα θεωρούσε αν όχι πε­ρισσότερο, τουλάχιστον εξίσου αξιόπι­στα με αυτά της Βίβλου. Για τον Τελευταίο Πειρασμό, το πολύκροτο αυτό έργο, η σύζυγός του Ελένη Καζαντζάκη σε συ­νέντευξή της στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (21.1.96) αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης άντλησε το υλικό του από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Ο Καζαντζάκης ασπαζόταν την άποψη -διαδεδομένη στους κύκλους των τε­κτόνων και θεοσοφιστών- ότι ο Ιησούς είχε μαθητεύσει κοντά στους Εσσαίους. Τέλος, πίστευε ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος που είχε μέσα του τον Θεό, ακριβώς όπως όλοι οι άνθρωποι. Για τον Καζαντζάκη όλοι είμαστε εν δυνάμει θεάνθρωποι, όλοι έχουμε μέσα μας το θείο και με τον αγώνα και την προσωπική άσκηση υπάρχει η δυνατό­τητα να αποκτήσουμε ίσως κάποτε τη θεία υπόσταση του Χριστού και να φτάσουμε στη θέωση. Την ίδια άποψη υπογραμμίζει και ο Ρούντολφ Στάινερ, ο ιδρυτής της Ανθρωποσοφίας, που α­ναφέρει: «Για εκείνους που έχουν ανα­γνωρίσει τη θεία τους φύση, ο Ιησούς και ο Βούδας είναι μυημένοι με την πλέον υψηλή έννοια. Ο Ιησούς είναι έ­νας μυημένος μέσω της εγκατοίκησης της ύπαρξης του Χριστού μέσα του...» (Αρχαία Σοφία και Χριστιανισμός, σελ. 108-110). Έτσι και στον Καζαντζάκη. Ο άνθρω­πος έχει μέσα του τον Θεό αλλά πρέπει να αγωνιστεί για να τον σώσει. Ο ίδιος ο Θεός χρειάζεται βοήθεια. Γι' αυτό και η Ασκητική του έχει τον υπότιτλο Salvatores Dei, δηλαδή Σωτήρες του Θεού. Απόσπασμα από το άρθρο «Ο Τέκτονας και Θεόσοφος ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ» του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ στο περιοδικό ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ τεύχος 1ο






Η Μεταφυσική της Ανταρσίας 
   Από την πλευρά των μελετητών τώρα, και πέρα από φανατισμούς, ενώ ο Κα­ζαντζάκης αναγνωρίζεται ως «διανοού­μενος που θεολογεί περισσότερο από ό­λους τους Έλληνες διανοούμενους» (Μ. Αυγέρης), «μοναδικός Έλληνας λογο­τέχνης που έδωσε στο έργο του τόση θέ­ση στον Θεό και τον Χριστό που ούτε ο Παπαδιαμάντης δεν έδωσε» (Π. Χάρης) και «ο θρησκευτικώτερος όλων των συγγραφέων» (Κ. Τσάτσος), ελάχιστοι έχουν ασχοληθεί με τους επί μέρους φι­λοσοφικούς και μεταφυσικούς προβλη­ματισμούς του, όπως η ιδέα της επικρά­τησης του κοινωνικού Χριστιανισμού, το πρόβλημα συνύπαρξης καλού και κακού, η αλληλενέργεια Θεού και κό­σμου, το πρόβλημα της θεοδικίας κ.ά. Οι περισσότεροι ασχολήθηκαν κυρίως με τη χριστολογία του Καζαντζάκη, ο­ίκος αυτή εμφανίζεται στα μυθιστορήματά του, είτε για να την επικρίνουν εί­τε για να την επικροτήσουν. Ακόμη περισσότερο, λίγοι έκαναν τον κόπο να μπουν πιο βαθιά και να αναζητήσουν τις ρίζες των θρησκευτικών του ιδεών που αντανακλώνται στα έργα του. Βέ­βαια, η θρησκευτική εικονοκλασία του, ο αντικληρικαλισμός ή η μετα-χριστιανικότητα του Καζαντζάκη, όπως τη χαρακτήρισαν μερικοί, έχουν ήδη επισημανθεί από πολλούς, όπως επίσης οι επιδράσεις που δέχτηκε από το έργο του Δαρβίνου, του Φρόιντ, του Μπερξόν και φυσικά του Νίτσε, που οι σκέψεις τους χάραξαν βαθιά τη ζωή του.
Έλληνες μελετητές του έργου του, όπως ο Ν. Ματσούκας (Η Ελληνική Παρόδους τον Καζαντζάκη, 1989) και ο Θ. Δετοράκης (Ο Καζαντζάκης και το Βυζάντιο, περιο­δικό Παλίμψηστο τ. 4) ορθά επεσήμαναν ότι στα βιβλία του παρουσιάζονται πολλά στοιχεία της ελληνορθόδοξης παράδοσης, ενώ ξένοι όπως οι D. Middleton και P. Bien (Gods StrugglerReligion in the Writings of N.Kazantzakis1996) έχουν να πουν ίσως περισσότερα αφενός για τη θρησκευτικότητά του και τη «θεολογία της πάλης», αφετέρου για το θρησκευτικό αντικομφορμισμό και τη «μεταφυσική της ανταρσίας», όπως χαρακτηρίζουν τη σκέψη του.
Ωστόσο, οι μέχρι σήμερα μελέτες γενι­κά είναι ανεπαρκείς, γιατί δεν εξηγούναπό πού αντλεί ο Καζαντζάκης ένα με­γάλο μέρος των ετερόκλητων και φαι­νομενικά αντιφατικών και προκλητι­κών ιδεών του. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι καθαρά «καζαντζικής» προέλευσης, δηλαδή προσωπικές πεποιθήσεις. Και πράγμα­τι είναι.
Η μεταφυσική του σχεδία είναι πολυφωνική αλλά οι ρίζες των ιδεών του θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού και κυ­ρίως στις επιδράσεις που δέχτηκε από την ένταξή του στον Ελευθεροτεκτονισμό και τις μελέτες του στη Θεοσοφία, ένα πεδίο που, όπως ορθά επισημαίνει ο μελετητής του έργου του Βρασίδας Καραλής, παραμένει μέχρι σήμερα ανεξε­ρεύνητο.
Η Επαφή με τον Τεκτονισμό 
Η φιλοσοφική αναζήτηση του Καζαντζάκη ξεκίνησε πολύ νωρίς, όταν σε η­λικία 26 ετών, έχοντας πάρει το πτυχίο της Νομικής Σχολής, φεύγει από την Ελλάδα και πηγαίνει στο Παρίσι, το 1907, για να παρακολουθήσει μαθήμα­τα φιλοσοφίας από τον Μπερξόν. Ταυ­τόχρονα μελετά το έργο του Νίτσε και λίγα χρόνια μετά γράφει τη διδακτορι­κή του διατριβή Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία τον Δικαίου και της Πολιτείας, για να ονομαστεί υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην έδρα της Φιλοσο­φίας του Δικαίου.
Στο Παρίσι μένει μέχρι το 1909 και στη συνέχεια επιστρέφει στην Ελλάδα. Εδώ ξεκινάει μια περιπλάνηση με σκοπό να γνωρίσει όλες τις γωνιές της ελληνικής γης και το 1914 επισκέπτεται με τον Άγγελο Σικελιανό το Άγιον Όρος. Η γνωριμία του με τον Σικελιανό θα στα­θεί καθοριστική, αφού έτσι έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τιςθεοσοφικές ιδέες, που είχαν μεγάλη απήχηση σε πολ­λούς διανοούμενους εκείνης της εποχής. Μέσα από το Σικελιανό, που ήταν βαθύς γνώστης της Θεοσοφίας, ο Καζαντζάκης ανακαλύπτει έναν καινούριο κόσμο, νέες ιδέες (κυρίως το θεοσοφικό συγκρητισμό), οι οποίες και είχαν άμεση επίδραση στο έργο του. Έτσι, το 1921 πηγαίνει στη Βιέννη και μελετά τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου και ιδιαίτερα το Βουδισμό. Η ενασχόλησή του αυτή, σε συνδυασμό με τη γνωριμία του με τον Κομμουνισμό, την περίοδο 1922-24 που Βρισκόταν στο Βερολίνο, είχε ως αποτέλεσμα η μέχρι τότε ιδεο­λογία του, που ήταν κατά βάση ελληνο­κεντρική, να αποκτήσει πλέον έναν πιο οικουμενικό χαρακτήρα.
Σ’ αυτό το κλίμα αναζήτησης το 1926 ε­πισκέπτεται τους μοναχούς του Σινά και του Θιβέτ, όπως επίσης την Κίνα και την Ιαπωνία, για να γνωρίσει από κο­ντά αυτούς τους μεγάλους πανάρχαιους πολιτισμούς.
Την ίδια περίοδο πηγαίνει για λίγο στη Γαλλία και σύμφωνα με ορισμένα στοι­χείαμυείται στον Τεκτονισμό. Το ότι ο Καζαντζάκης υπήρξε τέκτονας είναι γνωστό από τα λεγόμενα του φίλου του, συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη, ο ο­ποίος όμως λανθασμένα αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης είχε μυηθεί σε Στοά της Αθήνας το 1907. Την ίδια πληροφορία μεταφέρει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης (Ο Καζαντζάκης μιλεί για τον Θεό, σελ. 53) με την παρατήρηση ότι «δεν γνωρίζου­με τίποτε άλλο για την τεκτονική του σταδιοδρομία, αν ανέβηκε σε ανώτερα δηλαδή στάδια και αν παρακολουθούσε τεκτονικές εργασίες για πολλά χρόνια». Για το ίδιο θέμα, η Έλλη Αλεξίου μνη­μονεύει τις τρεις τελείες στην υπογρα­φή του Καζαντζάκη στο γνωστό της βι­βλίο Για να Γίνει Μεγάλος. Επίσης είναι γνωστό ότι σε επιστολόχαρτά του ο Καζαντζάκης είχε τυπώσει τον ουροβόρο όφι, ένα από τα σύμβολα της Θεοσοφίας και μέσα στον κύκλο το ψευδώνυμό του Πέτρος Ψηλορείτης με τη φράση «εν το παν», ενώ στην Οδύσσειά του (Β' στιχ. 811-813) μνημονεύει τη σβάστικα, γνωστό αποκρυφιστικό σύμβολο που έ­χει την καταγωγή της στην αρχαία ινδι­κή θρησκεία.
Τη δεκαετία του ’30, ενώ βρισκόταν στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης υπέβαλε αίτηση μύησης στη Στοά της Θεσσαλο­νίκης Μέγας Αλέξανδρος, η οποία όμως απορρίφθηκε, γιατί ο ίδιος δήλωνε άθεος, κάτι που αντιβαίνει μια από τις θεμε­λιώδεις αρχές του Τεκτονισμού, που εί­ναι η πίστη στον Θεό. Βέβαια, η άποψή του αυτή δεν είχε αποτελέσει εμπόδιο για την ένταξή του πριν λίγα χρόνια σε γαλλική Στοά, γιατί ο γαλλικός Τεκτο­νισμός στη συντριπτική του πλειοψηφία έχει διαγράψει από τις βασικές του αρχές την πίστη στον Θεό.
Το γεγονός αυτό είχε -από πολύ παλιά- ως αποτέλεσμα οι τεκτονικές δυνάμεις των άλλων κρατών να μην αναγνωρί­ζουν πλέον το γαλλικό δόγμα και να θεωρούν τις Στοές που εργάζονται υπό την αιγίδα του όχι κανονικές αλλά «άτα­κτες», δηλαδή εκτός κανονικής τάξης. Έτσι εξηγείται γιατί δεν αναγνώρισε η ελληνική Στοά την τεκτονική ιδιότητα του Καζαντζάκη που είχε αποκτήσει στη Γαλλία και φυσικά ο λόγος που αρνήθηκε να τον δεχθεί έστω εξαρχής, ως νέο μέλος, λόγω των πεποιθήσεών του. Παρά τη μικρή του εμπλοκή με τον Τε­κτονισμό -δεν πρέπει να ξεπέρασε το βαθμό του Εταίρου- οι ιδέες του Τεκτο­νισμού και κυρίως ο ουμανιστικός του χαρακτήρας επηρέασαν βαθιά τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη.
...η Έλλη Αλεξίου μνη­μονεύει τις τρεις τελείες στην υπογρα­φή του Καζαντζάκη...
Η Επίδραση της Θεοσοφίας 
Τι αποκόμισε λοιπόν ο Καζαντζάκης από τη θητεία του στον Τεκτονισμό και το συγχρωτισμό του με τη θεοσοφική σκέψη;
Πρώτα απ’ όλα την τάση του για το θρησκευτικό συγκρητισμό, όπως φαί­νεται στην Ασκητική, αλλά κυρίως την αντί­ληψη ότι ο Θεός εμφα­νίζεται με διάφορα πρόσωπα, ανάλογα τις τοποχρονικές συνθή­κες, άλλοτε ως Αλλάχ, άλλοτε ως Βούδας, Θεός, Βράχμα, Ρα, Διόνυ­σος, Δίας, Γιαχβέ κ.ά., όπως και τον παρου­σιάζει στα βιβλία του. Για τον Καζαντζάκη δεν έχει σημασία η μορφή αλλά το ότι υπάρχει Θεός και εμφανίζεται με διάφορα πρόσωπα. Ακόμη, για τον ίδιο, Θεός είναι η ζωτική ορ­μή του Ηράκλειτου ή το elan vital του Μπερξόν. Ο Θεός βρίσκεται μέσα στη ζωή, στον άνθρωπο, και μάχεται για τη δική του σωτηρία.
Η σχέση του με τη θεοσοφία τον οδήγη­σε στη μελέτη του Βουδισμού και των ανατολικών θρησκειών. Χαρακτηριστικό αυτής της επίδρασης είναι το γεγονός πως δημοσίευσε το πρωτόλειο έργο του Όφις και Κρίνος με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, όπου σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοσηΚάρμα είναι ο νόμος της σχέσης του αιτίου και του αιτιατού (ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος αυτό θερίζει) και Νιρβάνα η κατάσταση της απόλυτης ανά­παυσης στην οποία φθάνει ο άνθρωπος ύστερα από συνεχείς μετενσαρκώσεις με σκοπό την τελειοποίησή του. Επίσης στα μυθιστορήματά του συχνά παρεμβάλει μικρές ιστορίες και παραμύθια ανατο­λίτικης προέλευσης, στα οποία μάλιστα φαίνεται και η υιοθέτηση κάποιων από­ψεων σούφικης προέλευσης.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι σι αντιλήψεις του περί καλού και κακού και για τα στάδια ενοποίησης και συγ­χώνευσης καλού-κακού. Το κακό, όπως συνήθως το εννοούμε, δεν υπάρχει. Για την άποψή του αυτή είναι χαρακτηρι­στικό το εξής απόσπασμα από την Ασκητική: «Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, ανεμικιά, ουδέ­τερη, πάνω από τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη. Αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην αμαρτία». Πίστευε ότι ο άνθρωπος αγωνιζόμενος μεταστοιχειώνει την ύλη σε πνεύμα και αυτομυούμενος φτάνει στο ανώτατο σημείο τελειοποίησης. Συχνή είναι η α­ναφορά στα έργα του της φράσης: «Θεέ μου, κάνε με Θεό» (Οδύσσεια Ξ' στιχ. 210-212, Συμπόσιο σελ. 48, Ο Τελευταίος Πειρασμός σελ. 152,273).
Όπως και οι θεοσοφιστές, αρνιόταν να δεχτεί ότι υπάρχει κόλαση, άσχετα αν τη μνημονεύει συχνά στα μυθιστομήματά του, βάζοντας τους ήρωές του να λένε φράσεις για τον παράδεισο και την κόλαση. Παράλληλα ο Καζαντζάκης πίστευε ότι ο Θεός «κρατάει σφουγγάρι και ότι όλοι οι αμαρτωλοί θα σωθούν και ο Σατανάς ο ίδιος» (Ο Φτωχούλης τον Θεού, σελ. 318).
Από γράμμα του Νίκου Καζαντζάκη στον Π. Τζελέπη, όπου διακρίνονται οι τρεις τεκτονικές τελείες κάτω από τη λέξη «Θεός».
Ο Ιούδας και οι Άλλοι Αντιήρωες 
Μια αξιοσημείωτη παράμετρος στο έρ­γο του είναι ότι πρόσωπα ανταρτών και επαναστατών τα παρουσιάζει ως ήρωες ή άγιους, κάτι που και η Θεοσοφία ανα­γνωρίζει σε μυθικές μορφές όπως ο Δαθάν, ο Αβιρών, ο Κάιν, ο Ιούδας κ.ά.Ειδικά τον Κάιν, ο Καζαντζάκης, όπως και ο πολύ παλαιότερός του Λόρδος Μπάιρον, τον εκθειάζει: «Ο Κάιν, αυτός ο απελπισμένος και περήφανος. Τον αγαπώ, ως αγαπούμε ό,τι μας μοιάζει» (Ε. Αλεξίου, Για να Γίνει Μεγάλος, σελ. 138). Όσον αφορά τον Ιούδα, είναι γνωστό ότι παίζει ηγεμονικό ρόλο στα μυ­θιστορήματά του και ιδι­αίτερα στον Τελευταίο Πειρασμό. Όπως και οι αρχαίοιΓνωστικοί, ο Κα­ζαντζάκης ισχυρίζεται ό­τι η προδοσία του Ιούδα είναι μια θεϊκή αποστολή. Τον θεωρεί συνεργάτη του Ιησού στη σωτηρία του κόσμου και εμ­φανίζει τον Χριστό να παρακαλεί τον Ιούδα να πάει στους Φαρισαίους να τον προδώσει, έργο που για τον συγγραφέα είναι πολύ βαρύτερο από τη σταύρωση του ίδιου του Ιησού (Ο Τελευταίος Πειρα­σμός, σελ. 423. 437).
Από επιστολή του Νίκου Καζαντζάκη. Πάνω δεξιά υπάρχει τυπωμένο το ταοϊστικό σύμβολο Γιν-Γιανγκ με τις γραμμές ακτινωτά του Ι-Τσινγκ.
Όπως και η ιδρύτρια της Θεοσοφίας Ε. Μπλαβάτσκι, ο Καζαντζάκης πίστευε ότι τα Ευαγγέλια είναι παραποιημένα και έπρεπε κάποιος να τα αποκαταστήσει. Ο ίδιος έγραφε ότι προσπαθούσε «να ξανασαρκώσει την ουσία του Χρι­στού, παραμερίζοντας τις σκουριές, τις ψευτιές και τις μικρότητες που τον φόρτωσαν και τον παραμόρφωσαν όλες οι Εκκλησίες και όλοι οι ρασοφόροι της Χριστιανοσύνης».
Στην προσπάθειά του αυτή μελέτησε πολλά απόκρυφα Βιβλία της Παλαιάς καιΚαινής Διαθήκης, απ' όπου άντλησε πολ­λά στοιχεία που τα θεωρούσε αν όχι πε­ρισσότερο, τουλάχιστον εξίσου αξιόπι­στα με αυτά της Βίβλου. Για τον Τελευταίο Πειρασμό, το πολύκροτο αυτό έργο, η σύζυγός του Ελένη Καζαντζάκη σε συ­νέντευξή της στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (21.1.96) αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης άντλησε το υλικό του από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια.
Ο Καζαντζάκης ασπαζόταν την άποψη -διαδεδομένη στους κύκλους των τε­κτόνων και θεοσοφιστών- ότι ο Ιησούς είχε μαθητεύσει κοντά στουςΕσσαίους. Τέλος, πίστευε ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος που είχε μέσα του τον Θεό, ακριβώς όπως όλοι οι άνθρωποι.
Για τον Καζαντζάκη όλοι είμαστε εν δυνάμει θεάνθρωποι, όλοι έχουμε μέσα μας το θείο και με τον αγώνα και την προσωπική άσκηση υπάρχει η δυνατό­τητα να αποκτήσουμε ίσως κάποτε τη θεία υπόσταση του Χριστού και να φτάσουμε στη θέωση. Την ίδια άποψη υπογραμμίζει και ο Ρούντολφ Στάινερ, ο ιδρυτής της Ανθρωποσοφίας, που α­ναφέρει: «Για εκείνους που έχουν ανα­γνωρίσει τη θεία τους φύση, ο Ιησούς και ο Βούδας είναι μυημένοι με την πλέον υψηλή έννοια. Ο Ιησούς είναι έ­νας μυημένος μέσω της εγκατοίκησης της ύπαρξης του Χριστού μέσα του...» (Αρχαία Σοφία και Χριστιανισμός, σελ. 108-110).
Έτσι και στον Καζαντζάκη. Ο άνθρω­πος έχει μέσα του τον Θεό αλλά πρέπει να αγωνιστεί για να τον σώσει. Ο ίδιος ο Θεός χρειάζεται βοήθεια. Γι' αυτό και η Ασκητική του έχει τον υπότιτλο Salvatores Dei, δηλαδή Σωτήρες του Θεού.


Απόσπασμα από το άρθρο «Ο Τέκτονας και Θεόσοφος ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ»  του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ στο περιοδικό ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ τεύχος 1ο

Παρασκευή, Μαρτίου 14, 2014

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Αρχιμ. Ιερόθεος Σ. Βλάχος (Νυν Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου)




Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Αρχιμ. Ιερόθεος Σ. Βλάχος
(Νυν Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου) 

Την εποχή που ήμουν φοιτητής γινόταν πολύς λόγος για τον Καζαντζάκη και τα έργα του, που κυκλοφορού­σαν πάρα πολύ και διαβάζονταν από τους νέους. Επει­δή άκουγα πολλά για τον Καζαντζάκη και για τις περι­πέτειες της ζωής του, ήθελα να έχω προσωπική γνώμη. Γι’ αυτό άρχισα να διαβάζω προσεκτικά και, κατά το δυνατόν, απροκατάληπτα τα έργα του.
Το πρώτο βιβλίο που επέλεξα να διαβάσω ήταν «ο φτωχούλης του Θεού», που ήταν συγγενέστερο στις χρι­στιανικές απόψεις. Διαπίστωνα ότι περιέγραφε θαυμάσια τα γεγονότα, είχε πραγματικά ένα υπέροχο λογοτεχνικό ταλέντο, αφού διατύπωνε τις απόψεις του με ωραίο τρό­πο, δυνατές λέξεις και κυρίως με λεπτότητα εκφράσεων. Όμως κατάλαβα ότι, εν πολλοίς, εξέφραζε έναν μονα­χισμό ξένο προς την Ορθόδοξη Παράδοση. Δεν μπόρε­σε ποτέ να καταλάβη την ορθόδοξο μοναχισμό. Αυτό ση­μαίνει ότι παρουσίαζε τον μοναχισμό μέσα στα δυτικά πλαίσια, αφού στην Δύση ο μοναχισμός αναπτύχθηκε στην προσπάθεια να σωθή η Εκκλησία. Αντίθετα, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ο μοναχός αγωνίζεται να σωθή ο ίδιος και όχι να σώση την Εκκλησία. Πέρα από αυτό η παρουσίαση του μοναχού ως αντίθετο προς την ανθρώπινη γνώση, ως επιθετικόν προς την κοινωνία και τα γράμματα, η συναισθηματική έξαρση, η πορεία μέχρι την συναισθηματική βίωση του Σταυρού, χωρίς να καταλήγη και στην Ανάσταση, η άγνωστη για την Ορθοδοξία ταύτιση των πληγών του Χριστού με τις σωματικές πλη­γές του ανθρώπου, παρουσιάζουν μια ξένη κατάσταση προς την Ορθοδοξία, είναι ουσιαστικά ξένο σώμα στην Παράδοσή μας. Ο Φραγκίσκος της Ασίζης έφθασε μέ­χρι την βίωση (αρρωστημένα) του Σταυρού του Χριστού, ενώ ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ έφθασε στην εμπειρία της Αναστάσεως, όπως εκφραζόταν στον χαιρετισμό του, «Χριστός Ανέστη, χαρά μου».
Το δεύτερο βιβλίο του Καζαντζάκη που διάβασα ήταν «ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Στο βιβλίο αυτό φαινό­ταν καθαρά η σοσιαλιστική αντίληψη του συγγραφέα. Δεν πρόκειται εδώ να παρουσιάσω τις απόψεις μου για το βι­βλίο και τις ιδέες που περικλείονται σ’ αυτό. Θα αρκεσθώ στην παρουσίαση μερικών εντυπώσεών μου από την ανάγνωση. Πρώτον, διέκρινα μια λογοτεχνία ξεπερασμέ­νη για την εποχή μας. Ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί ωραίες εκφράσεις, περιπεπλεγμένες προτάσεις, ενώ η σύγ­χρονη λογοτεχνία αρκείται στην παρουσίαση της εικόνας με λίγες, λιτές και απλές λέξεις. Δεύτερον, διακρίνεται ο Καζαντζάκης για τον παθολογικό ηδονισμό της περι­γραφής διαφόρων ερωτικών σκηνών, φυσικών και ανωμάλων. Η σύγχρονη ψυχολογία μπορεί να κάνη αναλύ­σεις πάνω στο σημείο αυτό. Τρίτον, ο Καζαντζάκης ου­σιαστικά είναι πουριτανός, εκφράζει το δυτικό πνεύμα. Από την μια επαινεί υπερβολικά τον Παπά-Φώτη, χρη­σιμοποιώντας εκφραστικότατα κοσμητικά επίθετα, από την άλλη κατεβάζει μέχρι τα «τάρταρα» της Κολάσεως τον Παπά-Γρηγόρη. Ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς με ανάλογα δικά του αισθήματα. Αυτό συνιστά δυτική και κυρίως πουριτανική αντίληψη, όπως το περιγράφει πολύ ωραία ο Παπά-Φιλόθεος Φάρος, και διαφέρει πολύ από ανάλογες περιγραφές του Παπαδιαμάντη, ο οποίος παρουσιάζει και τα λάθη των Κληρικών, ό­πως και όλων των ανθρώπων, αλλά στέκεται με αγάπη, σεβασμό, περιμένοντας την τελική κρίση από τον Θεό. Ο Παπαδιαμάντης δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε κα­λούς και κακούς με κριτήρια ηθικολογικά, αλλά βλέπει την τρεπτότητά τους τόσο προς το κακό όσο και προς το καλό και κυρίως αφήνει τον Θεό να τους κρίνη.
Μελέτησα και άλλα έργα του Καζαντζάκη. Αλλά ε­κείνο που με εντυπωσίασε ήταν η αλληλογραφία που εί­χε με έναν ιερέα που υπηρετούσε στην Αμερική και Ονο­μαζόταν Εμμανουήλ Παπαστεφάνου. Μου έκαναν τερά­στια εντύπωση οι επιστολές του Καζαντζάκη γιατί είναι αρκετά εκφραστικές. Στην αλληλογραφία αυτή διατύπω­νε τις σκέψεις του για τα βιβλία που έγραφε τότε, ζητού­σε την γνώμη του Παπαστεφάνου και γενικά φαίνεται ό­λος ο χαρακτήρας και οι σκέψεις του. Σε μια επιστολή του ο Καζαντζάκης έγραφε στον Παπαστεφάνου: «Γρά­φε μου ταχτικά και μεγάλα γράμματα. Αν αργώ λίγο, μη στενοχωράσαι. Είμαι πνιγμένος σε αγωνία. Η φωνή σου, απ’ την άλλην άκρα του Ωκεανού, με σώζει». Τον παρακαλεί να του στείλη τις σκέψεις του, την «θεογονία» του, για να την περιλάβη στο βιβλίο του «Συμπόσιο». Με­ταξύ των άλλων του γράφει: «Γι’ αφτό σε παρακαλώ θερ­μότατα γράψε μου όσο μπορείς λεπτομερέστερα τη θεο­γονία σου, έτσι θα με βοηθήσεις πολύ να βάλω στο στό­μα σου τα λόγια ακριβώς που σου ταιριάζουν».
Τον καιρό που έγραφε την «ασκητική» του, είχε τα­κτική αλληλογραφία με τον Ιερέα Εμμανουήλ Παπαστε­φάνου, ο οποίος, όπως φαίνεται, διαπνεόταν από τις ί­διες αντιλήψεις. Από το Βερολίνο που βρισκόταν εκείνη την εποχή (1922-1923) ο Καζαντζάκης του έστειλε επιστο­λή με την εξής αρχή: «Άρχισα, αδερφέ Παπαστεφάνου, ένα νέο βιβλίο, μυστικό τέλειο. Salvatores Dei», δηλαδή σωτήρες του Θεού. Στα γράμματά του παρουσιάζει όλο το περιεχόμενό της «ασκητικής του» και τα κεντρικά ση­μεία. Κάπου γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Θεός μου είναι όλο λάσπη, αίματα, επιθυμίες κι δράματα. Δεν είναι ο αγνός, άσπιλος, παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος πα­νάγαθος. Δεν είναι φως. Με αγώνα, με κάματο μετουσιόνει τη νύχτα μέσα στα σωθικά του και την κάνει φως. Ανηφορίζει αγκομαχώντας τον ανήφορο της αρετής. Φωνάζει βοήθεια. Δεν μα σώζει. Εμείς τονε σώζομε. Salvatores Dei! Τι θα πει τόνε σώζομε; Σώζομε μέσα απ’ την εφήμερη πήλινη ύπαρξή μας την πνοή την αιώνια, μετουσιόνουμε τη σάρκα, τον αέρα, το νερό και τα κάνομε πνέμα». Και μεταξύ των άλλων συνιστά: «Πρέπει χωρίς άλο να Ιδρύσομε Εκκλησίες στα διάφορα μέρη».
Στην αλληλογραφία αυτή φαίνεται η αγωνία του Κα­ζαντζάκη να δημιουργήση έναν δικό του Θεό. Ο Καζαν­τζάκης πραγματικά πέρασε από πολλά στάδια στην ζωή του. Αυτό φαίνεται εκφραστικότατα σε μια από τις τε­λευταίες επιστολές του, που την έγραψε την 25-4-54. Με­ταξύ των άλλων γράφει:
«Τρία τα μεγάλα θεολογικά στάδια που πέρασα: 
1   - Θεέ μου, εσύ θα με σώσης· 
2    - Θεέ μου, εγώ θα σε σώσω· 
3    - Μαζί θα συνεργαστούμε μαζί θα σωθούμε, Θεέ μου». 
Μόνο μέσα από τα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε όλο το έργο του Καζαντζάκη. Έτσι ακριβώς το είδα διαβά­ζοντας κείμενά του, πριν από πολλά χρόνια. Ανέφερα όλα αυτά γιατί τα συνδέω αναπόσπαστα με το βιβλίο του «ο τελευταίος πειρασμός». Πρέπει να ομολογήσω ότι προσπάθησα να διαβάσω και αυτό το βιβλίο, για το οποίο είχε γίνει πολύς λόγος. Πραγματικά, άρχισα να δια­βάσω τις πρώτες σχεδόν 100 σελίδες, αλλά δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Ήταν γραμμένο με τέτοια εμπάθεια, διαστρέβλωνε τόσο πολύ τα πράγματα, ώστε παρά την επιθυμία μου να το διαβάσω ολόκληρο, χάρη περιεργείας, ως αντικειμενικός αναγνώστης, δεν το άντεξα. Απλώς αρκέστηκα να διαβάσω αποσπασματικά μερικές σελίδες του. Με την ανάγνωση των πρώτων σελίδων και την α­ποσπασματική ανάγνωση τμημάτων του βιβλίου, αφού η συνείδησή μου διαμαρτυρόταν να το τελειώσω ολόκλη­ρο, συνέλαβα το νόημα και τις «βλασφημίες» του βιβλίου αυτού.
Αργότερα το έτος 1988, το βιβλίο «ο τελευταίος πει­ρασμός» έγινε κινηματογραφική ταινία από τον Σκορτσέζε και παιζόταν σε κινηματογράφους των Αθηνών. Τότε έγινε πολύς λόγος. Υπήρξε και αντίδραση από πλευράς Εκκλησίας και διαφόρων Χριστιανών. Την εποχή εκείνη με παρεκάλεσαν από την Ιερά Σύνοδο να γράψω τις απόψεις μου. Στην συνέχεια το καταχωρώ ολόκληρο το κείμενο, όπως ακριβώς γράφτηκε τότε.
Η προβολή της ταινίας που αναφέρεται στο ψευτο­πρόβλημα του «τελευταίου πειρασμού» του Χριστού δεί­χνει ότι δεν είναι ο πρώτος και τελευταίος πειρασμός του Χριστού και της Εκκλησίας, δείχνει, δηλαδή, ότι ούτε τώρα άρχισε, αλλά ούτε και πρόκειται να τελειώση η αν­τίδραση εναντίον του Χριστού. Ο Συμεών ο Θεοδόχος το έχει προφητεύσει: «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγό­μενον» (Λουκ. β, 34). Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι πειρασμός του Χριστού, γιατί Αυτός δεν υφίσταται καμμία προσβολή από την προβολή, όπως ο ήλιος δεν υφίσταται φθορά από την οποιαδήποτε αμφισβήτηση, αλλά είναι σημαντικός πειρασμός του ίδιου του ανθρώπου. Άλλωστε κάθε Χριστολογικό θέμα αναφέρεται και επεκτείνεται στον άνθρωπο και άρα είναι ανθρωπολογικό και σωτηριολογικό πρόβλημα.
Έτσι με την ταινία αυτή, όπως και με άλλες που έ­χουν παραπλήσιο περιεχόμενο οι άνθρωποι προβάλλουν τον ίδιο τον αρρωστημένο εαυτό τους και τον καθορίζουν αρνητικά. Εάν κάθε κίνηση σκέψεως και κάθε ενέργεια θελήσεως μεταφέρει στον γύρω κόσμο και γνωστοποιεί τα κρυπτογραφημένα μηνύματα του εσωτερικού κόσμου, αυτό πολύ περισσότερο ισχύει για την ταινία του «τελευ­ταίου πειρασμού». Και εάν κάθε εχθρική κίνηση εναντίον του Θεού έχει σημαντικές συνέπειες για την ζωή του αν­θρώπου αυτό το ίδιο συμβαίνει και με την εχθρική κίνη­ση εναντίον του Χριστού, αφού είναι Θεός αληθινός.
Επομένως, δεν αισθανόμασθε τόσο την ανάγκη να υπερασπίσουμε τον Χριστό, τον οποίο φυσικά ομολογού­με, αλλά κυρίως αισθανόμαστε την ανάγκη να υπερασπίσουμε τον ίδιο τον άνθρωπο. Γιατί κάθε υποτίμηση του Χριστού έχει συνταρακτικές συνέπειες για την σωτηρία του ανθρώπου και γενικά για τον ίδιο τον άνθρωπο. Άλ­λωστε Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός παραδόθηκε στον θά­νατο χωρίς να αντισταθή, ούτε ζήτησε, αλλά και ούτε ά­φησε τους Μαθητάς Του να τον υπερασπίσουν ή να αντισταθούν. Στον Απόστολο Πέτρο που επεχείρησε να Τον υποστηρίξη είπε χαρακτηριστικά: «βάλε την μάχαιραν εις την θήκην» (Ιω. ιη, 11). Αυτός παραδόθηκε «εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών», αλλά στην πραγματικότητα αυτή η παράδοση είναι ζωή για τον άνθρωπο, αφού ο Χρι­στός δοξάσθηκε, αλλά και δόξασε τους ανθρώπους. Ο Χριστός έχει μια ζωή που είναι πέρα από τον θάνατο, εί­ναι στην πραγματικότητα υπέρβαση του θανάτου, αλλά και αυτής της βιολογικής ζωής. Άλλωστε, το εσφαγμένον Αρνίον της Αποκαλύψεως, που είναι ο Ίδιος ο Χρι­στός νικά τελικά το θηρίο της Αποκαλύψεως. Υπάρχει, λοιπόν, ένας διωγμός που είναι δόξα. Και υπάρχει ένας θάνατος που είναι ανάσταση. Άρα το ψευτοπρόβλημα του «τελευταίου πειρασμού» του Χριστού είναι στην πραγματικότητα ένα υπαρκτό πρόβλημα του ίδιου του αν­θρώπου.
Η Εκκλησία και ο σκοπός της
Αυτή μέσα σε γενικές γραμμές είναι και η ατμόσφαι­ρα της Εκκλησίας, που δεν είναι ένας κατεστημένος θε­σμός, αλλά το Σώμα του Χριστού. Σήμερα πολλοί άνθρω­ποι μιλούν για έναν Χριστιανισμό που έφερε έναν καινού­ριο πολιτισμό και άλλαξε ριζικά τις κοινωνικές συνθή­κες ζωής. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθή αυτήν την πραγ­ματικότητα. Αλλά πρέπει να τονισθή ότι πολλοί από μας προσδίδουμε στον Χριστιανισμό μια ιδεολογική νοο­τροπία. 
Η λέξη Χριστιανισμός χρησιμοποιείται για να δηλώση μια ιδιαίτερη ιδεολογία που είναι έτοιμη να αντιπαραταχθή σε άλλες ανθρωποκεντρικές ιδεολογίες και να δώση και τον δικό της λόγο. Όμως πρέπει να νοιώθουμε τον Χριστιανισμό κυρίως και προ παντός ως Εκκλησία, που δεν υποτάσσεται, αλλά και ούτε συγκαταλέγεται σε καμμιά ιδεολογία. Η ιδεολογία διακρίνεται για τις αν­θρωποκεντρικές και ουμανιστικές ιδέες που δεν έχουν στενή σχέση με την πραγματική ζωή, διαποτίζεται από την διάθεση της επιβολής με κάθε τρόπο και μέσο, χω­ρίς αγάπη και ελευθερία, που αποβλέπει στην απόκτηση οπαδών που θα διαδίδουν τις ιδέες αυτές, που θυσιάζει τους οπαδούς της και καταφέρεται, όταν χρειασθή, ανελέητα εναντίον των εχθρών της. Όμως η Εκκλησία δεν υποτάσσεται σε τέτοια απάνθρωπη νοοτροπία, αλλά εί­ναι η μάνα των ανθρώπων.
Άλλωστε η λέξη Εκκλησία σημαίνει την σύναξη, την συνάθροιση των διεσκορπισμένων. Είναι σημαντικό ότι κατά την διάρκεια της Λειτουργίας στην αποστολική ε­ποχή και μάλιστα κατά την προσφορά του άρτου γιά να γίνη Σώμα Χριστού υπήρχε η εξής προσευχή: «Ώσπερ ην τούτο το κλάσμα διεσκορπισμένον επάνω των ορέων και συναχθέν εγένετο εν, ούτω συναχθήτω σου η Εκκλη­σία από των περάτων της γης εις την σην βασιλείαν».
Αυτό δείχνει και την καθολικότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία έχει την πλήρη και ολοκληρωμένη αλήθεια για τον Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο. Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν διαστάσεις και μεμονομένες απολυτοποιήσεις της ζωής. Η Εκκλησία διαθέτει ολόκληρη την αλήθεια, ενώ η αίρεση διακρίνεται για την μερικότητα και την αποσπασματικότητα. Και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι κάθε αποσπασματικότητα και κάθε υπερτονισμός ενός μέρους της αλήθειας σε βάρος της καθολικότητος όχι μό­νο συνιστά αιρετικό τρόπο ζωής, αλλά ταυτόχρονα συνιστά και ένα σχιζοφρενικό τρόπο ζωής. Άλλωστε, αφού η αίρεση ορίζεται ως επιλογή ενός μέρους της αλήθειας και η σχιζοφρένεια ορίζεται ως υπερτονισμός ενός μέρους και παραθεώρηση ενός άλλου, ή του πληρώμα­τος της καθολικότητος, αυτό σημαίνει ότι κάθε αίρεση συνδέεται στενά με την σχιζοφρένεια, δηλαδή την απομονωμένη λειτουργία της ανθρώπινης προσωπικότητος.
Έτσι, λοιπόν, η Εκκλησία έχουσα όλη την αλήθεια που είναι στην πραγματικότητα όχι αφηρημένη, αλλά υπαρξιακή, αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και αγωνίζεται να τους οδηγήση στην θέωση, που συνιστά την πνευ­ματική ολοκλήρωση του ανθρώπου. Αντίθετα, πολλές ανθρώπινες επιδιώξεις, που εκφράζονται με τις ιδεολο­γίες και την τέχνη είναι αποσπασματικές, γι’ αυτό και καταλυτικές για την αλήθεια και τον άνθρωπο. Η ται­νία αυτή που τώρα άρχισε να προβάλλεται είναι αποσπασματική, γιατί δείχνει μια πλευρά του Χριστού και μάλι­στα κακοποιημένη.
Το διδασκαλικό έργο της Εκκλησίας
Αφού η Εκκλησία ως Θεανθρώπινο Σώμα και όχι ως ένα ανθρώπινο σωματείο, ως Θεανθρώπινος Οργανισμός και όχι ως μια ανθρώπινη οργάνωση διαθέτει την αλή­θεια και την σωτηρία, επιδιώκει δια των Ποιμένων της να καθοδηγήσει το λαό στη βίωση αυτής της αλήθειας.
Κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος ένα από τα βασι­κά καθήκοντα του Ποιμένος είναι το διδασκαλικό, αφού «διδάσκαλος έστιν όντως». Αν η διδασκαλία είναι απαραίτητη σε όλες τις εποχές, πολύ περισσότερο χρειάζε­ται στην δική μας εποχή, στην οποία επικρατεί ένας θα­νάσιμος συγκρητισμός. Συμβιβάζουμε όλα τα ασυμβίβαστα, λατρεύουμε πολλές θεότητες, καταλήγουμε στην ειδωλολατρεία, απομονώνουμε τις ανθρώπινες λειτουργίες από την ολότητα της ψυχοσωματικής μας υπάρξεως και γενικά διαταράσσουμε την υπάρχουσα ισορροπία.
Είναι λυπηρό να ονομάζεται κάποιος Χριστιανός και μάλιστα να θίγεται όταν αποκληθή διαφορετικά, ενώ αρνείται ή αγνοεί βασικές διδασκαλίες της πίστεως. Και το χειρότερο είναι όταν το κάνη αυτό εν ονόματι μιας κα­κώς νοουμένης τέχνης, μιας επιδερμικής κουλτούρας και μιας ψευδούς ελευθερίας. Βέβαια, η αληθινή τέχνη δεν υπερτονίζει ένα μέρος της ζωής σε βάρος του άλλου, η πραγματική κουλτούρα δεν απορρίπτει βασικές πλευρές της ανθρώπινης ζωής και η ουσιαστική ελευθερία δεν απομονώνεται ή αποξενώνεται από την αληθινή αγάπη. Σε αντίθετη περίπτωση η τέχνη υποβαθμίζει τον άνθρωπο, η κουλτούρα τον νεκρώνει και η ελευθερία οδηγεί την αν­θρώπινη ύπαρξη στο μηδέν.
Γι’ αυτό οι Ποιμένες της Εκκλησίας πρέπει να προ­σφέρουν την Ευαγγελική και εκκλησιαστική αλήθεια στους πιστούς της και να τους αναγεννούν καθημερινά. 
Αυτό είναι αναγκαίο και απαραίτητο γιατί αυτή η διδα­σκαλία, επειδή συνδέεται με τις εντολές του Χριστού, εί­ναι θέμα ζωής. Ο Ίδιος ο Χριστός είπε: «ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώ­νιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. ε’ 24). Άρα ο λόγος του Θεού δεν είναι ένας κενός, φλύαρος, ανθρώπινος λόγος, αλλά θεία Χάρη και θεία ενέργεια και επομένως αναγεν­νά τον άνθρωπο.
Βέβαια, μερικοί σήμερα αισθάνονται ώριμοι και πεπληρωμένοι και δεν θέλουν να δέχωνται πνευματική κα­θοδήγηση από τους Ποιμένας της Εκκλησίας. Ισχυρί­ζονται ότι οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι για την ζωή τους και ότι μόνοι τους θέλουν να αναζητήσουν να βρούν την α­λήθεια, γι’ αυτό και αρνούνται κάθε είδους υπευθυνότητα και αρμοδιότητα στους Ποιμένες της Εκκλησίας. Αλλά η πνευματική ωριμότητα έγκειται στην ταπείνω­ση του πνεύματος και στην έλευση της θείας Χάριτος. Ώριμοι δεν είναι εκείνοι που κλείονται ερμητικά στον ε­αυτό τους και τον θέτουν κριτήριο και κέντρο όλου του κόσμου, αλλά όσοι ταπεινώνονται, εξέρχονται από την φρικτή φυλακή του εαυτού τους και αναζητούν την πλη­ρότητα στον Χριστό και την Εκκλησία Του. Και η προ­σφορά της αλήθειας γίνεται δια των γνησίων Ποιμένων.
Ο Χριστός, μιλώντας προς τους Μαθητάς Του είπε: «ο ακούων υμών εμού ακούει και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί· ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. ι, 16). Οι Ποιμένες της Εκκλησίας δεν είναι α­πλώςοι αντιπρόσωποι του Χριστού, ωσάν ο Χριστός να κατοική απλώς στους ουρανούς και έχει εκχωρήσει τα καθήκοντα της διακυβερνήσεως της Εκκλησίας στους Ποιμένες, αλλά το μυστήριο της αισθητής παρουσίας του Χριστού πάνω στην γη. Γι αυτό και οι Ποιμένες της Εκ­κλησίας είναι εις τύπον και τόπον της Κεφαλής της Εκκλησίας, δηλαδή του Χριστού. Ο ιερός Χρυσόστομος δι­δάσκει ότι έργο του ιερέως είναι να παρακολουθή τις αι­ρετικές διδασκαλίες και ιδέες που κυκλοφορούν, και στην συνέχεια να διδάσκη τον λαό, ώστε να προφυλαχθή από αυτές. Έτσι, πνευματική ωριμότητα διαθέτει ο άνθρω­πος εκείνος, που καθοδηγούμενος από τους Ποιμένες της Εκκλησίας, όπως ο Ισραηλιτικός λαός από τον Μωυσή, εξέρχεται από την γη της Αιγύπτου και πορεύεται προς την γη της επαγγελίας.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός
Και ερχόμαστε στο βασικό σημείο το οποίο, δυστυ­χώς, διαστρεβλώνεται στην ταινία στην οποία αναφερόμαστε. Βασική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, δηλαδή τέλειος Θεός και τέ­λειος άνθρωπος. Η θεία με την ανθρώπινη φύση ενώθηκαν ατρέπτως, αναλλοιώτως, ασυγχύτως και αδιαιρέτως στο Πρόσωπο του Λόγου. Αυτή η πίστη είναι το θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής. Δεν πρόκειται για μια λεπτο­μέρεια, που αν κλονισθή ίσως δεν επιφέρει καμμία αλλοίωση στον εκκλησιαστικό Οργανισμό, αλλά για το κεντρικό θεμέλιο της πίστεως. Γιατί, εφ’ όσον ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας, αυτό σημαίνει ότι αν κλονισθή αυτή η διδασκαλία, τότε αυτομάτως και η Εκκλη­σία συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρωποκεντρικών συ­στημάτων και άρα ο άνθρωπος παραμένει αιωνίως αλύτρωτος.
Είναι χαρακτηριστικός ένας διάλογος που έγινε με­ταξύ του Χριστού και των Μαθητών Του. Τους ερώτησε: «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου;». Εκείνοι τον πληροφόρησαν ότι τον θεωρούν ως τον Ηλίαν, τον Ιερεμίαν ή έναν από τους άλλους Προφήτας. Και όταν ο Χριστός επανήλθε και ζήτησε την προ­σωπική τους άποψη πάνω στο θέμα αυτό, ο Απόστολος Πέτρος εξ ονόματος όλων απήντησε: «συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος». Με αφορμή αυτήν την ο­μολογία ο Χριστός διεκήρυξε: «μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, άλλ ο πα­τήρ μου ο εν τοίς ουρανοίς, καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκ­κλησίαν» (Ματθ. ιστ, 13-18). Η πέτρα πάνω στην οποία στηρίζεται η Εκκλησία είναι η ομολογία ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι όταν κλονίζεται αυτή η πίστη και ομολογία, τότε κλονίζονται τα θεμέλια της Εκκλησίας.
Ο Χριστός, εκτός του ότι είναι αληθινός Θεός, είναι και αληθινός άνθρωπος, δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο ενηνθρώπησε, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Όμως υπάρχουν μερικοί σήμερα οι οποίοι όχι μόνον δεν μπορούν να καταλάβουν την θεότητα του Χρι­στού, αλλά ούτε μπορούν να ερμηνεύσουν και την ανθρωπότητα του Χριστού. Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός ως άν­θρωπος είχε όλα τα προβλήματα εκείνα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι, κυρίως τα σαρκικά, και έτσι θέλουν να τον ερμηνεύσουν, όπως γίνεται στην ταινία στην οποία αναφερόμαστε.
Το θέμα είναι αρκετά μεγάλο και δεν θέλουμε να κου­ράσουμε τον αναγνώστη με την ανάπτυξη της ορθόδοξης διδασκαλίας πάνω στο κρίσιμο αυτό σημείο. Εκείνο ό­μως που θέλουμε ιδιαιτέρως να υπογραμμίσουμε είναι ότι, ενώ ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση με όλα τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, εν τούτοις δεν προσέλαβε τα λεγόμενα διαβλητά και αμαρτωλά πάθη, που είναι αποτέλεσμα της πτώσεως του Αδάμ, όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Τα αδιάβλητα πάθη τα οποία προσέλαβε ο Χριστός, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό είναι «η πείνα, η δίψα, ο κόπος, ο πόνος, το δάκρυον, η φθορά, η του θανάτου παραίτησις, η δει­λία, η αγωνία, εξ ης οι ίδρωτες, οι θρόμβοι του αίματος, η δια το ασθενές της φύσεως υπό των αγγέλων βοήθεια και τα τοιαύτα, άτινα πάσι τοίς ανθρώποις φυσικώς ενυπάρχουσι». Παρά ταύτα ο Κύριος δεν προσέλαβε τα δια­βλητά πάθη, τα οποία συνιστούν την αμαρτία, γι’ αυτό είναι τελείως αναμάρτητος. Ο Απόστολος Πέτρος έγρα­φε στην Καθολική του επιστολή: «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α, Πετρ. β, 22). Και ο Ίδιος ο Χριστός προκαλούσε τους συγχρό­νους Του: «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιω. η, 46).
Επομένως, ο Χριστός δεν είχε τις σαρκικές επιθυμίες και τις επαναστάσεις του σώματος, αφού, όπως λέγει πά­λι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μεγάλος δογματικός θεολόγος της Εκκλησίας,, «ουδέ το σπερματικόν και γεννητικόν είχε ο Κύριος». Και ξέρουμε καλά από την διδα­σκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, ότι το σπερ­ματικό και γεννητικό είναι αποτέλεσμα του προπατορι­κού αμαρτήματος και είναι βλασφημία να υποστηρίζουμε ότι ο Χριστός είχε τέτοια προβλήματα. Ο Χριστός προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό και δεν εί­ναι κατά φαντασία άνθρωπος, αλλά όμως την προσέλα­βε χωρίς την αμαρτία. Άρα, η αγωνία και ο εσωτερικός πειρασμός για την διάπραξη της αμαρτίας, η αμφιταλάντευση γύρω από το θέμα αυτό, η αποδοχή της αμαρτίας στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, η αγωνιώδης κατάστα­ση του συνδυασμού, πολύ δε περισσότερο η πραγματο­ποίηση της αμαρτίας είναι ξένα προς τον Χριστό και ε­πομένως καθαρά αίρεση και βλασφημία.
Αυτός ο προβληματισμός είναι καρπός και αποτέλεσμα του προβληματισμού του συγγραφέα του βιβλίου πά­νω στο οποίο στηρίχθηκε η ταινία (δηλαδή του Καζαντζάκη), ο οποίος προς το τέλος της ζωής του ομολόγησε: «Τρία τα μεγάλα θεολογικά στάδια που πέρασα. 1. Θεέ μου, εσύ θα με σώσης. 2. Θεέ μου, εγώ θα σε σώσω· 3. Μαζί θα συνεργασθούμε μαζί θα σωθούμε Θεέ μου». Σ’ αυτήν την πορεία φαίνεται η αγωνία του «Θεού» του συγγραφέως, αλλά και η αγωνία του συγγραφέως να σώ- ση τον δικό του «Θεό». Αυτή η αγωνία έχει περάσει και στην ταινία.
Αλλά όλο αυτό το περιεχόμενο είναι άγνωστο στον αληθινό Θεό της Εκκλησίας, δηλαδή τον Θεάνθρωπο Χριστό. Στις φράσεις που αναφέραμε πιο πάνω φαίνεται άφ’ ενός μεν η ανθρωποκεντρικότητα του «θεού», αφ’ ετέρου δε η παντοδυναμία του ανθρώπου και η αυτοθέωσή μας, αφού και εμείς μπορούμε να γίνουμε «Salvatores Dei» δηλαδή «σωτήρες του Θεού»! Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθή ότι στην ταινία παρουσιάζεται η αγωνία του Χρι­στού πάνω στον Σταυρό και η απόδοση σ’ Αυτόν κατα­στάσεων που είναι έξω από το αληθινό Πρόσωπο και το πραγματικό έργο του Θεανθρώπου Χριστού.
Βέβαια, μερικοί ισχυρίζονται ότι χρειάζεται στις ημέ­ρες μας να γίνη μια απομύθευση του Χριστού. Εκτός του ότι αυτή η απομύθευση  πρέπει να στραφή και σε άλλες κατευθύνσεις μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι αυτό το έρ­γο είναι στην πραγματικότητα άρνηση της πίστεως, αλλά και αυτής της ίδιας της επιστήμης. Γιατί γνωρίζουμε ότι επιστημονικά κάθε απομύθευση στηρίζεται στην ανακάλυψη νέων κειμένων, νέων χειρογράφων, βάσει των οποίων αναθεωρείται η εικόνα που έχουμε για κάποιο πρό­σωπο και γεγονός. Αλλά στο θέμα του Χριστού δεν έ­χουμε τέτοια κείμενα και χειρόγραφα. Επομένως, η λεγομένη απομύθευση του Χριστού δεν στηρίζεται και επι­στημονικά. Όσοι ισχυρίζονται τέτοιες ιδέες είναι ψευδείς επιστήμονες, αφού στηρίζουν και προσανατολίζουν την επιστήμη τους πάνω σε ιδεολογικές σκοπιμότητες.
Εχθροί και άρρωστοι
Χρειάζεται όμως να τονισθή και μια άλλη αλήθεια, που είναι βασική για την Εκκλησία. Καίτοι υπάρχουν με­ρικοί εχθροί που πολεμούν τον Χριστό και αντιστρατεύονται το έργο της Εκκλησίας, δηλαδή είναι «οι εχθροί του σταυρού του Χριστού», η Εκκλησία δεν τους αντιμετωπίζει ως εχθρούς, άλλ’ ως αρρώστους πνευματικά, αφού έχουν μια περιορισμένη και αποσπασματική θεώ­ρηση της ζωής, και αυτής ακόμη της πίστεως της Εκ­κλησίας. Ένας άρρωστος δεν είναι ποτέ εχθρός. Και έ­χουμε παραδείγματα μέσα στην εκκλησιαστική ζωή, σύμ­φωνα με τα οποία λεγόμενοι εχθροί σε μια δεδομένη στιγ­μή μετεστράφησαν, απέκτησαν καθολική όραση της αλήθειας και έγιναν ομολογητές του Χριστού. Χαρακτη­ριστικό παράδειγμα είναι του αγίου Πορφυρίουτου από μίμων, ο οποίος ως μίμος διακωμωδούσε το Βάπτισμα των Χριστιανών. Όταν όμως, κατόπιν θαύματος, αισθάνθηκε την ώρα εκείνη ότι δέχθηκε την Χάρη του Χριστού, ομολόγησε τον Χριστό και υπέστη το μαρτύριο για την δόξα Του, οπότε θεωρείται από την Εκκλησία μάρτυς Ιησού Χριστού. Άλλωστε, όπως αναφέραμε στην αρχή, η Εκκλησία δεν είναι μια ανθρώπινη ιδεολογία, αλλά κυ­ρίως και προ παντός οικογένεια, και μάλιστα πνευματι­κό Νοσοκομείο που θεραπεύει τον άνθρωπο.
Έτσι και εμείς μιμούμενοι τον Χριστό, αντιμετωπίζουμε όλους τους ανθρώπους με αγάπη και κατανόηση. Γιατί, ενώ τώρα μπορεί να φαίνονται εχθροί, μπορεί να υπάρξη περίπτωση που να αποδειχθούν ομολογητές και μάρτυρες του Χριστού.Επομένως για όλους τους ανθρώπους η Εκκλησία περιμένει την ημέρα εκείνη κατά την οποία οι άρρωστοι, λόγω μιας αποσπασματικότητος, θα αποκτήσουν την καθολική θεώρηση της ζωής. Και αν καμμιά φορά η Εκκλησία φαίνεται λίγο αυστηρή στην αντιμετώπιση μερικών προβλημάτων, αυτό το κάνει από αγάπη, γιατί βλέπει την αίρεση σαν αρρώστεια που κα­ταστρέφει τον ίδιο τον άνθρωπο που την διαθέτει, αλλά αρρωσταίνει και τα υπόλοιπα μέλη της.
Επομένως, η ενδεχομένη «σκληρή» αντιμετώπιση με­ρικών περιπτώσεων δεν πρέπει να τεθή μέσα σε δικανικά σχήματα, αλλά σε θεραπευτικά, ιατρικά. Είναι και­ρός να δούμε την Εκκλησία σαν Νοσοκομείο που θερα­πεύει την μερικώς λειτουργούσα ανθρώπινη προσωπικό­τητα, και τους Κληρικούς ως ιατρούς που θεραπεύουν τον άνθρωπο με την δύναμη του κατ’ εξοχήν θεραπευτού, δη­λαδή του Χριστού.
Η ευθύνη της πολιτείας
Πέρα από όλα αυτά νομίζουμε ότι και η κάθε λογής εξουσία έχει την ευθύνη της πάνω στο θέμα αυτό που ανέκυψε. Και πάλιν θέλουμε να υπογραμμίσουμε εμφαντικά ότι δεν ενδιαφερόμαστε για την προστασία του Χρι­στού, αφού ο Ίδιος είναι ο Κύριος του ουρανού και της γης και επομένως η αυτοζωή, που διακυβερνά τα σύμπαντα και ζωοποιεί όλη την κτίση με τις άκτιστες ενέρ­γειές Του, μαζί με τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά για την προστασία του ανθρώπου και ταυτό­χρονα την προστασία της ίδιας της πολιτείας. Για την προστασία του ανθρώπου τονίσαμε τα δέοντα πιο πάνω. Για την προστασία της πολιτείας θέλουμε να υπογραμμί­σουμε ότι η εξουσία υπάρχει για να υπηρετή τον λαό και όχι ο λαός για να υπηρετή την εξουσία. Και επειδή ο ορ­θόδοξος λαός στην πλειοψηφία του είναι θρησκευτικός η πολιτεία πρέπει να σέβεται αυτήν την θρησκευτικότη­τα του λαού. Και αυτός ο σεβασμός είναι τιμή και υποχρέωση της πολιτείας.
Άλλωστε το ίδιο το ισχύον Σύνταγμα της χώρας συνετάγη στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Η επίκληση έχει ως εξής: «Σύνταγμα εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος». Και βεβαίως ο Χριστός, που διαστρέφεται από την ταινία που μελετάμε, είναι το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Αυτή δε η επί­κληση του Τριαδικού Θεού από το Σύνταγμα πιστεύουμε πως δεν είναι τυπική, αλλά έκφραση της διαχρονικής ευσέβειας του ελληνικού έθνους, αλλά και έκφραση της επιθυμίας να διευθύνεται αυτός ο λαός βάσει του θελήμα­τος του Τριαδικού Θεού.
Η πολιτεία ενδιαφέρεται για την υγεία των πολιτών της. Δεν χρειάζεται εγρήγορση και προσοχή και σε θέ­ματα πνευματικής υγείας του λαού; Έχουμε την βεβαιό­τητα ότι αυτό είναι απαραίτητο, γιατί σήμερα γίνεται από όλους παραδεκτό ότι τα προβλήματα που μαστίζουν τους ανθρώπους δεν είναι τόσο πολιτικά, κοινωνικά, οικονο­μικά, όσο κυρίως και προ παντός πνευματικά. Και η ύ­παρξη τέτοιων πνευματικών προβλημάτων είναι εκείνη που ναρκοθετεί την υγεία και την ακεραιότητα της κοι­νωνίας. Γι’ αυτό ισχυριζόμαστε ότι η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να προστατεύση την πνευματική υγεία του λαού, αλλά να σεβασθή και τον ίδιο τον εαυτό της.
Η ταινία «ο τελευταίος πειρασμός» μας υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα πειρασμός του Χρι­στού, όπως εννοείται κακώς, αλλά πειρασμός των ανθρώπων. Και πραγματικά πάνω στον Γολγοθά, ενώ ο Χρι­στός δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα σαρκικού πει­ρασμού, αφού ο ίδιος ήταν αναμάρτητος, προσφέρθηκε από αγάπη προς το ανθρώπινο γένος να θυσιασθή, ώστε να ζήση ο κόσμος. Παρά ταύτα το γεγονός της σταυρώσεως υπήρξε πειρασμός για όλο τον κόσμο, για τους άρχοντας του Ισραήλ που σταύρωσαν τον Χριστό, για ό­λους εκείνους που συμμετείχαν στο μεγαλύτερο έγκλη­μα των αιώνων, αλλά και για τους δύο ληστές που σταυ­ρώθηκαν μαζί με τον Χριστό.
Αν δούμε την περίπτωση των δύο ληστών θα διαπι­στώσουμε ότι ο εκ δεξιών ληστής σώθηκε όχι για τα κα­λά του έργα, αφού ήταν εγκληματίας και ληστής, αλλά γιατί ομολόγησε στην θεότητα του Χριστού. Και ο εξ αριστερών ληστής καταδικάστηκε όχι για τα κακά του έρ­γα, αφού δεν ήταν χειρότερος από τον προηγούμενο, αλλά γιατί βλασφημούσε τον Χριστό. Έτσι η θετική ή αρ­νητική αναφορά τους προς τον Χριστό καθόρισε την ζωή τους αιώνια.
Νομίζουμε ότι η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται δια μέ­σου των αιώνων, επομένως και στις ημέρες μας. Εξα­κολουθεί να υπάρχη ένας διαρκής πειρασμός των ανθρώπων σε σχέση με το Πρόσωπο του Χριστού. Άλλοι ομο­λογούν την θεότητα του Χριστού και την αναμαρτησία του ως ανθρώπου και άλλοι βλασφημούν τον Χριστό. Οι πρώτοι σώζονται και οι δεύτεροι καταδικάζονται. Ουσιαστικά δεν καταδικάζονται από τον Χριστό, αλλά αυτοκαταδικάζονται, αφού δεν δέχονται την Χάρη Του.
Ο φόβος μας είναι μήπως η προβολή της ταινίας «ο τελευταίος πειρασμός» γίνει ένας διαρκής και αιώνιος πειρασμός για τον άνθρωπο. Με αυτήν την έννοια στρε­φόμαστε στον Ορθόδοξο ελληνικό λαό και σε κάθε υπεύθυνο και ζητούμε νηφαλιότητα, ψυχραιμία και προ παντός σοβαρότητα.
Σεπτέμβριος 1987

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: 
"Παρεμβάσεις στην σύγχρονη κοινωνία" - Τόμος Α’ 
Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)

Πέμπτη, Μαρτίου 13, 2014

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ (ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ Ο καπετάν Μιχάλης» & «Ο τελευταίος πειρασμός») ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ



 Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ  ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ
 (ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
Ο καπετάν Μιχάλης» & «Ο τελευταίος πειρασμός»)
 ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ


Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΤΑΙ 
«Ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. μαράν αθά» (Α ' Κο 16,22)

«Ο Εβραίος μου λέγει πως ο Χριστός μου είνε μπάσταρδος και η Παναγία μου πόρνη, το άγιον Ευαγγέλιον λέγει πως το έγραψεν ο διάβολος. Τώρα έχω μάτια να βλέπω τον Εβραίον;  Ένας άνθρωπος να με υβρίση, να φονεύση τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν και ύστερα το μάτι να μου βγάλη, έχω χρέος ωσάν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το δε να υβρίζη τον Χριστόν μου και την Παναγίαν μου, δεν θέλω να τον βλέπω»
(Κοσμάς ο Αιτωλός • Δ' Διδαχή του ιερομάρτυρος)


    Ο νέος Ιούδας στεφανώνεται
    Εις την Αποκάλυψιν του ευαγγελιστού Ιωάννου υπάρχει προφη­τεία, κατά την οποίαν το εν τω κόσμω ηθικόν κα­κόν, η πλάνη και η αμαρτία, η υπό μορφήν πολυκεφάλου τέρατος εμφανιζόμενη, θα εξαπλώση τους πλοκάμους λίαν επικινδύνως, θα λάβη διαστάσεις τοιαύτας, ώστε θα έλθη εποχή, κατά την οποίαν το κακόν όχι μόνον θα λέγεται και θα πράττεται αναισχυντίας, αλλά και το χείριστον εξ όλων, ο λέγων την χυδαιοτέραν ύβριν και ο πράττων το φρικιαστικώτερον έγκλημα θα επαινήται, θα χειροκροτήται και θα στεφανώνεται δημοσία. Έκαστη κεφαλή του τέρατος θα φέρη διάδημα χρυσούν. Η κακία, δηλαδή, εστεμμένη, ο διάβολος θριαμβεύων (Ιδέ Απ 12,3).
Αδελφοί και πατέρες! Η εποχή αυτή έφθασε. Πλείστα γεγονότα των τελευταίων δεκαετηρίδων του παρόντος αιώνος του απατεώνος μαρτυρούν τούτο. Συχνά παριστάμεθα ακροαταί και θεαταί ανθρώπων, οι οποίοι σπεύδουν να συγχαρούν, να χειροκροτήσουν και να βραβεύσουν άθλια έργα άπιστων, που υποσκάπτουν το ηθικόν και θρησκευτικόν οικοδόμημα. Το σκότος καλείται φως και το φως σκότος. Ιδού και κεφαλή τις ασεβείας, έχουσα εν ασφαλεία την φωλεάν της εις την κυανήν ακτήν της Γαλλίας, εξακοντίζει εκείθεν τον φαρμακερόν σίελον και δηλητηριάζει ψυχάς και άφρονες υιοί και θυγατέρες της Ελλάδος αντί να λαμβάνουν μέτρα προφυλάξεως, επιθέτουν επί της κεφαλής αυτής στεφάνους. Και η κεφαλή υψώνεται περισσότερον και μεγαλαυχεί.
Αλλά τις η στεφανουμένη αύτη κεφαλή; Είνε ο εκ Κρήτης λογοτέχνης Ν. Καζαντζάκης. Αυτός ως άλλος Ιούδας προδίδει την Ορθόδοξον πίστιν. Την προδίδει και την καθυβρίζει δια των ασεβών δημοσιευμάτων του.
Το βιβλίον του Καζαντζάκη «Ο καπετάν Μιχάλης»
    Εκ των δημοσιευμάτων του Ν. Καζαντζάκη λαμβάνομεν εδώ σήμερον εν και μόνον, το βιβλίον το υπό το τίτλον «Ο καπετάν Μιχάλης». Εξεδόθη εν Ελλάδι, ετυπώθη εις το τυπογραφείον του Αρ. Μαυρίδη τον Οκτώβριον του 1953, αποτελείται από 483 πυκνοτυπωμένας σελίδας και εκυκλοφόρησεν ευρέως εν Ελλάδι. Εις το βιβλίον αυτό ο συγγραφεύς ως μυθιστορηματογράφος πλάθει φανταστικά πρόσωπα και δι’ αυτών με τέχνην εκχύνει το δηλητήριον, που κρύπτει κάτω από τους οδόντας του ο φαρμακερός αυτός της απιστίας όφις. Ελίσσεται και επιτίθεται αγρίως κατά του Χριστιανι­σμού. Ουδέν δόγμα εξ όσων περιέχει το Σύμβολον της αμωμήτου ημών πίστεως αφήνει άθικτον. Τοεχθρικόν κατά της Ορθοδόξου πίστεως πνεύμα του φαίνεται ποικιλοτρόπως εκδηλούμενον. Προκειμένου μεν περί θεμάτων, που ο συγγραφεύς αγαπά και εκτιμά υπέρ την αξίαν, που έχουν δια την ζωήν, η γραφίς του εκλέγει τας καλυτέρας των λέξεων, συσσωρεύει πλούτον επαινετικών επιθέτων, δια να τα δοξάση και να τα λαμπρύνη, αλλά προκειμένου περί του υψίστου θέματος, περί της θρησκείας, η γραφίς του αμέσως βυθίζεται εις δηλητήριον, εις πύον, εις βόρβορον και εκλέγει τας χυδαιοτέρας των λέξεων, δια να καθυβρίση και ατιμάση την θρησκείαν των πατέρων του, την θρησκείαν, εις την οποίαν και αυτός εβαπτίσθη.
Εντός αρωμάτων η Κρήτη ως φυσικός κόσμος, αλλ’ εντός βορβόρου η θεότηςΕκ του εσωτερικού του θησαυρού, εκ της διεφθαρμένης καρδίας του και της απίστου διανοίας του, εκ του υποσυνειδήτου, εκ του βυθού της υπάρξεώς του, ως εξ άλλων καταπακτών του άδου, εκπηδούν οι «ήρωές» του, τέρατα που πλάθει η νοσηρά φαντασία του και δι’ αυτών εξωτερικεύεται μεν ο εσωτερικός του κόσμος, αλλ’ αυτός κρύπτεται ως υποβολεύς θεάτρου, που ομιλεί, αλλ’ οι λόγοι του φέρονται δια του στόματος των επί σκηνής δρώντων ηθοποιών.
Εάν τις δι’ όσα μετ’ αναισχυντίας κατά της πίστεως λέγονται ήθελε διαμαρτυρηθή, ο Καζαντζάκης θα έχη πρόχειρον την απάντησιν «Λάθος κάμνετε. Δεν τα λέγω εγώ. Τα λέγουν οι ήρωές μου, τα τέρατά μου (καπετάν Μιχάλης, το Θρασάκι, ο Πολυξίγκης, ο Νουρήμπεης, η Εμινέ, ο Σήφακας...). Όπως ακριβώς συνέβη προ ετών, ότε άλλος τις συγγραφεύς, ομοίου προς τον Καζαντζάκην φυράματος, εκδώσας βιβλίον, χλευάζον τας βάσεις της χριστιανικής ηθικής, και ελεγχθείς απήντησεν ότι δεν τα λέγει αυτός, αλλά... το τέρας, όπερ εννοείται, είχε πλάσει ο ίδιος και το παρουσίαζε σκεπτόμενον, συναισθανόμενον και ενεργούν, ως ο Νίτσε έπλασε τον Ζαρατούστραν του και δι’ αυτού εξωτερικεύεται λέγων «Τάδε λέγει Ζαρατούστρας»... Αυτή είνε η νοοτροπία των απίστων και ανάνδρων συγγραφέων. Δια στόματος τεράτων ομιλούν και διαχέουν τα δηλητήρια και καυχώνται δια την τέχνην των. Αλλά, ω υποκριταί! Διατί κρύπτεσθε όπισθεν προσωπείων; Σας ερωτώμεν: Αυτά που λέγουν τα τέρατά σας τα παραδέχεσθε ή τα αποδοκιμάζετε; Απαντήσατέ μας με εν καθαρόν ναι ή όχι.
   Αλλά δεν είνε ανάγκη να μας απαντήσητε. Διότι η δομή του έργου, η πλοκή, το πνεύμα που διαχέεται εις όλας τας σελίδας δίδουν την απάντησιν. Ουδεμίαν στενοχώριαν δι’ όσα ασεβή λέγουν τα τέρατά σας διακρίνεται. Οι αείμνηστοι ευσεβείς λογοτέχναι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης αναφέροντες δηλώσεις απίστων και βλασφήμων, πενθούν και αναστενάζουν, ενώ εσείς; Νομίζει τις ότι ακούει τα χειροκροτήματά σας. Ουδεμία λύπη, ουδεμία σοβαρά απόπειρα, ίνα ανασκευασθούν αι ύβρεις. Τα τέρατά σας, ως λέοντες, βρυχώμενα και εξεμούντα κρουνούς ύβρεων κατά των ιερών και των θείων φαίνονται κυρίαρχα εις το πεδίον της λογοτεχνικής ταύτης μάχης. Ουδαμού παρουσιάζετε τα αντί-τέρατα, που να ενσαρκώνουν τας ουρανίας δυνάμεις και να πολεμούν τα τέρατα της ασεβείας και να τα νικούν κατά κράτος και ούτω να επέρχεται η κάθαρσις, ως εις τας αρχαίας τραγωδίας. Υποκριταί, που κρύπτεσθε μέσα εις τα λογοτεχνικά σας παιγνίδια! Δια μέσου ανθέων συρίζοντες όφεις. «Γεννήματα εχιδνών», πως θα εκφύγητε την οργήν του Κυρίου;
Αι ιδέαι του βιβλίου του
   Και επειδή δεν θέλομεν να νομισθώμεν ότι αδικούμεν τον συγγραφέα κρίνοντες αορίστως, θα παραθέσωμεν εκ του βιβλίου συγκεκριμένα στοιχεία, δια να ιδούν και να πεισθούν οι αναγνώσταί μας εις ποια βάθη περιφρονήσεως, εξυβρίσεως, διακωμωδήσεως, μυκτηρισμού, διασυρμού και ασεβείας κατέπεσε και κυλιέται ο δυστυχής και ότι προς τα βάθη αυτά ζητεί να παρασύρη και τους άλλους με την φήμην του μεγάλου συγγραφέως. Πολλοί ευσεβείς θα φρικιάσουν και θα μας είπουν ότι δεν θα έπρεπε να μεταφερθούν εις τας στήλας της «Σπίθας» τοιαύται ύβρεις, αλλά δυστυχώς το  επιβάλλει πλέον η ανάγκη. Η ανάγκη να διαφωτισθή ο ευσεβής λαός περί του μεγέθους της ασεβείας και να χαρακτηρίση δεόντως την χειρονομίαν όλων εκείνων, οι οποίοι εν γνώσει των κακοηθεστάτων ύβρεων, που περιέχουν τα δημοσιεύματα του Καζαντζάκη, έσπευσαν να τον συγχα­ρούν.
Ας αρχίσωμεν με λύπην μεγάλην δια τον συγγραφέα και με ακόμη μεγαλυτέραν δι’ εκείνους, οι οποίοι τον συνεχάρησαν.
Περί του εν Τριάδι Θεού, τον οποίον πιστεύει όλος ο χριστιανικός κόσμος, εν τω υπό κρίσιν βιβλίω «Ο καπετάν Μιχάλης» δια του στόματος μιας Τουρκάλας πορνευομένης μετά χριστιανού λέγει· «Ώχου, κι’ εδώ θαρώ θα τα κάμω μούσκεμα! Ένας είναι και τρεις· πατέρας, γυιός και άγιο πνέμα. Ο Πατέρας είναι γέρος κοτσονάτος με άσπρα γένια κι έχει στα πόδια του κι ακουμπάει ένα σκαμνί από σύννεφα· ο Γυιός είναι ροδοκόκκινος, όμορφος ντεληκανής, με ξανθά μουστάκια σαν τα δικά σου και χωρίστρα μα δε φοράει φέσι κρατάει στα χέρια του ένα τόπι» (Ιδέ σελ. 228).
Περί του Χριστού δια μεν του στόματος της ιδίας Τουρκάλας εκφράζεται ούτω· «Ο γυιός του Θεού· είπαμε, όμορφος ντεληκανής. Κατέβηκε στη γης και σταβρόθηκε για να σώσει, λέει, τους ανθρώπους. Τι έκαμαν; Τι του έκαμαν; Κάθου γύρεβε! Ένα είναι σίγουρο πως σταβρόθηκε, ας είναι καλά, και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε και σκαρφάλοσε πάλι στον ουρανό... Καλά τα λέω;». Δια δε στόματος του κατηχητού της καπετάν Πολυξίγκη, θαυμάζοντος την αρίστην(!) αυτήν απάντησιν της υποψηφίας χριστιανής, ετοιμαζομένης δια το βάπτισμα, λέγει· «Καλά, λέει! Εσύ κάνεις για Μητροπολίτης, Εμινέ μου, να σε χαρώ. Ξύσε με λίγο στην γάμπα, ν’άχεις την εφκή μου... Το λοιπόν αναστήθηκε, ε; Μά τόπαμε, πούχες το νου σου; Αναστήθηκε μαθές και σκαρφάλοσε στον ουρανό, έτσι χωρίς σκοινί, χωρίς σκάλα, σαν μπεχλιβάνης, στον αέρα...» (Ιδέ σελ. 224). Δια δε της γλώσσης ενός Τούρκου Νουρή εκστομίζεται η χυδαιοτάτη βλασφημία κατά του Κυρίου «Φτου στον Χριστό σου τον μπάσταρδο...» (Ιδέ σελ. 198).
Περί της Εκκλησίας, την οποίαν ίδρυσεν ο Θεάνθρω­πος, ιδού πως ομιλεί όχι αυτός... αλλά το τέρας του, το Θρασάκι του, υιός και εγγονός οπλαρχηγών της Κρήτης, πλάσμα που δεν ημπορούσε ποτέ να πλάση η ευσέβεια των Κρητών, αλλά μόνον η απιστία και η αθεΐα του αιώνος μας... η αντίχριστος μανία των άθεων κομμουνιστών, οι οποίοι και εν τοις πράγμασι κατά τα πρώτα έτη της επικρατήσεώς των εν Ρωσία εφήρμοσαν το σχέδιον του Θρασάκι. Ποιον δε το σχέδιον; Δια της βίας ν’ απομακρύνουν την Κυριακήν εκ της Εκκλησίας όσους δεν κατώρθωσαν δια της διαβολής του αρχαίου δράκοντος να πείσουν ότι η θρησκεία είνε ένα παραμύθι και η Εκκλησία μία εκμετάλλευσις. Απέναντι της Εκκλησίας το Θρασάκι είχε τον σταύλον του και εκεί μέσα ωργίαζε αυτός και οι φίλοι του διακωμωδούντες την θείαν Λειτουργίαν. Ας παραθέσωμεν την περικοπήν αυτήν ως χαρακτηριστικήν του πνεύματος, με το οποίον είνε γραμμένον το βιβλίον· «Αλήθεια κάθε Κυριακή το Θρασάκι με τους φίλους του έκαναν αντίπραξη στην επίσημη εκκλησιά και λειτουργούσαν μέσα στο στάβλο του Κρασογιώργη. Πήγαιναν πρωί πρωί κι’ έπιαναν τα περάσματα κι’ έστεκαν καραούλι στην πόρτα του άη Μηνά και στις γύρα γωνιές κι όταν έβλεπαν έναν τους συμμαθητή να προβαίνει με τα κυριακάτικά του, με το καθαρό μαντηλάκι στο χέρι, με το μεταλίκι μέσα στο μαντηλάκι, για να πάρει από τον πάγκο το κερί, έπεφταν επάνω του και πότε με το καλό, πότε με το ζόρι, κάπου κάπου και με ξύλο, τον άρπαχναν και τον πήγαιναν στο στάβλο «έχουμε δικιά μας εκκλησιά, τούλεγαν, δεν ντρέπεσαι να πηγαίνεις στην ξένη;» (Ιδέ σελ. 261).
Αυτά γράφει ο Καζαντζάκης. Και ερωτώ ολόκληρον την μεγαλόνησον που εγέννησε ήρωας και μάρτυρας της Ορθοδόξου πίστεως. συνέβη ποτέ υιός Κρητός, πιστόν τέκνον της Εκκλησίας, να στέκεται απ’ έξω από τον ι. ναόν της ενορίας του και να εμποδίζη την προσέλευσιν των νέων εις την Εκκλησίαν; Ουδέποτε τοιούτον φαινόμενον είδεν η Κρήτη η πιστεύουσα εις τον Χριστόν. Θα ίδη όμως εις το μέλλον πολλά «Θρασάκια» να απομακρύνουν βιαίως εκ των ναών της Κρήτης τους πιστούς και με το κνούτον να τους οδηγούν εις τους σταύλους των οργίων και να μεταβάλλουν εις κέντρα διασκεδάσεως τους ναούς, θα ίδη, λέγομεν, τοιαύτα θεάματα πολλά η Κρήτη, εάν επικρατήσουν αι θεωρίαι του Καζαντζάκη, όστις δια των ανωτέρω εκφράζει τον μύχιον πόθον του άθεου να ίδη τους ναούς ερήμους εκκλησιάσματος και τους σταύλους πλήρεις δίποδων κτηνών.
Σημειωτέον ότι το «Θρασάκι» του είνε υιός του κυριωτέρου ήρωος του μυθιστορήματος, του καπετάν Μιχάλη, όστις ακούων από το παραθυράκι του σπιτιού του «τις φωνές» των οργιαζόντων εν τω σταύλω «ξεχώριζε την στερνή φωνή του γυιού του· Θα σάς σπάσω στο ξύλο» (Το διατί θα τους σπάση στο ξύλο, το λέγει παραπάνω «Την άλλην Κυριακή, όποιος από σάς δεν έρθει, θα τον σπάσω στο ξύλο, φώναζε το Θρασάκι»)· αφτό’ ταν πάντα το απολυτίκι κι η λειτουργιά (μέσα εις τον σταύλον) έπαιρνε τέλος και ο καπετάν Μιχάλης χαμογέλασε «Γειά σου, μωρέ Θρασάκι, έτσι σε θέλω, να δέρνεις, μουρμούρισε...» (Ιδέ σελ. 262).
Αυτά γράφει ο Καζαντζάκης. Και ερωτώ και πάλιν ολόκληρον την μεγαλόνησον από του ενός ακρωτηρίου μέχρι του άλλου· Υπάρχει πατέρας κρητικός, όστις πληροφορού­μενος ότι ο υιός του κατά τοιούτον βέβηλον τρόπον ενήργησε τας πρωινάς ώρας της Κυριακής, θα ευφρανθή και θα συγχαρή τον υιόν του; Δεν υπήρξεν, ούτε υπάρχει επί της Κρήτης τοιούτος πατέρας αντίχριστος. Υπάρχει μόνον σήμερον εν τη φαντασία του Καζαντζάκη, θα υπάρξουν δε πολλοί εις το μέλλον, εάν το βιβλίον του, που εκθειάζει το «Θρασάκι», κατά προτροπήν «σοβαράς» εθνικόφρονος εφημερίδος των Αθηνών εισαχθή ως αναγνωστικόν εις τας τά­ξεις του Δημοτικού σχολείου (Ιδέ το ύπ’ αριθμ. 155 φύλλον της «Σπίθας»).
Με το «Θρασάκι» του διακωμωδεί την Εκκλησίαν. Αλλά και τι δεν διακωμωδεί ο περίφημος αυτός συγγραφεύς; Διακωμωδεί το μάθημα της ιεράς κατηχήσεως, την οποίαν αναλαμβάνει να κάμη προς την νεαράν Τουρκάλαν Εμινέ εκλέξας ως ώραν κατάλληλον την ώραν των αισχρών περιπτύξεων του Πολυξίγκη μετά της πόρνης ταύτης (Ιδέ σελ. 223-224). Διακωμωδεί το πρόσωπον της Υπεραγίας Θεοτόκου, της οποίας την εικόνα ζωγραφίζει ως αυτός θέλει (Ιδέ σελ. 88). Διακωμωδεί τα πρόσωπα των αγίων, ως βλέπομεν εις τας σελ. 297, 321, εις τας οποίας ο χρι­στιανός του(;) με μίαν απερίγραπτον αυθάδειαν απευθυνόμενος προς τον εικονιζόμενον άγιον Νικόλαον λέγει. «Το ακούς, άη Νικόλα; Μη μου σκαρώσεις πάλι καμμιά βρωμοδουλειά σαν και την άλλη φορά;».
Τέλος ο Καζαντζάκης κρημνίζει και τα δύο τελευταία άρθρα του Συμβόλου της πίστεως· «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν». Διότι περί του ανθρώπου γράφων δεν παραδέχεται ότι έχει προορισμόν, ως τον διδάσκει η χριστιανική πίστις. Εν τη διανοήσει του ο άνθρωπος φέρεται ως πλοίον, που ευρίσκεται εν μέσω ζοφώδους πελάγους και δεν γνωρίζει που φέρεται. Εις ένα μακρόν διάλογον, που γίνεται γύρω από την κλίνην ενός γέροντος οπλαρχηγού βαδίζοντος προς τον θάνατον και διερωτώντος εαυτόν «τι έστιν άνθρωπος», φαίνεται όλη η απιστία του. Δια των τεράτων του, που ομιλούν όλα το εν κατόπιν του άλλου, ακούονται όλαι αι φωναί της απιστίας, κυ­ρίως δε η φωνή του Νίτσε κηρύττοντος τον υπεράνθρωπον. «Με ρώτησες, λέγει δια του στόματος ενός εξ αυτών, θα πω κι’ εγώ το λόγο μου, αρέσει σου, δε σου αρέσει. Από που ερχόμαστε; ρωτάς· από το χώμα, καπετάν Σήφακα! Που πάμε; ρωτάς· στο χώμα, καπετάν Σήφακα! Ποιο ’ναι το χρέος μας; Να σου το πω εγώ, με λίγα λόγια Αν είσαι λύκος να τρως· αν είσαι αρνί, να σε τρώνε! Κι’ αν ρωτάς και για Θεό, αφτός είναι ο Μέγας Λύκος· αφτός δα τρώει αρνιά και λύκους συγκόκαλα». Εις τα λόγια αυτά του τέρατος κάποιο άλλο τέρας προσπαθεί να δώση απάντησιν, μειώνουσαν πως την βαρύτητα των εκφράσεων, λέγον, ότι ο Μέγας Λύκος είνε ο Χάρος, όχι ο Θεός, αλλά τούτο λέγεται επίτηδες, δια να δοθή αφορμή εις το πρώτον τέρας και να φωνάξη πλέον καθαρά την αθεΐαν του «Θεός και Χάρος είναι ένα, κουμπάρε!  Μα τι να σου κάνω; Το μιαλό σου κουκιά έφαε κουκιά μολογάει...» (Ιδέ σελ. 445).
   Καιρός, νομίζω να εγκαταλείψωμεν το βιβλίον. Εμμένοντες εις τας σελίδας τας πλήρεις βορβόρου και δηλητηριω­δών αερίων, υπάρχει φόβος να πάθωμεν ασφυξίαν, εάν δεν είμεθα ωπλισμένοι με αντιασφυξιογονικάς προσωπίδας.
Αλλά διατί δεν λέγεται τίποτε και περί του άλλου βιβλίου, όπερ εκυκλοφόρησεν εν γερμανική γλώσση «Ο τελευταίος πειρασμός»; Δεν υπάρχει πλέον άλλος χώρος. Δια τούτο ας αναβάλωμεν τον έλεγχον του βιβλίου τούτου δι’ επόμενον φύλλον. Τόσον δε μόνον εδώ λέγομεν ότι οι αναγνώσαντες αυτό έχουν φρικιάσει προ των γραφόμενων και λέγουν ότι ουδέποτε τοιούτος υβριστής του Θεανθρώπου ενεφανίσθη επί της γης, αφού τολμά ο άθλιος ν’ ανοίξη την καρδίαν του Ιησού μας και να ίδη ότι κατά τας ώρας της αγωνίας Του επί του Σταυρού τίποτε άλλο δεν επόθει παρά μόνον... τα κάλλη των πορνών!!! Κύριε! Συγχώρησόν μας. «Ιδέ επιστολήν Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Μιχαήλ δημοσιευθείσαν εις το φύλλον της 22 Ιουνίου 1954 της «Εστίας»)…


ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ      
ΑΝΑΤΥΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΣΦΕΝΔΟΝΗ τ. Α» Αθήνα 1988
(Βλ.«Χριστ. Σπίθα», αριθμ. φύλ. 169, Απρ. 1955)
Φωτογραφίες από εδώ

Τετάρτη, Μαρτίου 12, 2014

ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΣΤΗΝ «ΑΣΚΗΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


 ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΣΤΗΝ
«ΑΣΚΗΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ»
ΜΑΣΟΝΙΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Δύο κείμενα παρουσιάζουμε στους αναγνώστες μας. Το πρώτο είναι άρθρο-μελέτη από το Τεκτονικό δελτίο ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ (Τόμος Η’. τεύχος 30-31. Έτος 1990) με τον τίτλο «ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ» υπογεγραμμένο από τον κ. Α. Παπαναστασόπουλο το οποίο εστιάζει στην στενή (όπως αποδεικνύεται)  σχέση της «ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ» και της «μυστικής» διδασκαλίας του Μασονισμού.
Ο συγγραφέας – τέκτων ο ίδιος - εξετάζει σχολαστικώς τις έννοιες της «ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ» και τις αποκωδικοποιεί με «κλειδί» την τεκτονική διδασκαλία. Έτσι το εισαγωγικό κείμενο του προλόγου: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι΄ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου. Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ΄ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ΄ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.», αποκτά άλλο νόημα όταν ερμηνευτεί με την μασονική ορολογία, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που «θα μπορούσε άνετα να μπει σ’ ένα τυπικό οιουδήποτε βαθμού συμβολικού ή φιλοσοφικού τεκτονισμού» (σελ.43)
Το κείμενο του Τεκτονικού περιοδικού παρατίθεται μαζί με το εξαιρετικό άρθροτου κ. Αχιλλέως Β. Πιτσίλκα, Δρ, Θ. που δημοσιεύτηκε σε 11 συνέχειες στον Ορθόδοξο Τύπο από τις 9 Οκτωβρίου 1998 μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1998, και το οποίο αποκαλύπτει τις μασονικές επιδράσεις στα έργα του Καζαντζάκη.
Πιστεύουμε ότι τα δυο κείμενα - αν και διαφορετικής θεώρησης - θα βοηθήσουν τον χριστιανό αναγνώστη να κατανοήσει και να αποκωδικοποιήσει τις λεκτικές ασάφειες του Καζαντζάκη σχετικά με βασικές έννοιες όπως Θεός, φύση, σωτηρία, θέωση, ανυπαρξία. Πολλοί αδελφοί μας κινούμενοι από αγάπη προς τον συγγραφέα και τη λογοτεχνία θέλουν να πιστεύουν ότι ο Καζαντζάκης εκφράζει στα έργα του σκέψεις και συλλογισμούς που ανήκουν στους ήρωές του και ότι δεν πρέπει αυτές οι σκέψεις να αποδίδονται στον συγγραφέα.
Γράφει επ’ αυτού ο Νικόλαος Τυπάλδος στο βιβλίο του «ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Ο αρνητής τού Χριστού, Ο αλαζονικός Μηδενιστής»: Ο Κ. καμιά σχέση δεν έχει με το λεγόμενο Πολυφωνικό Μυθιστόρημα, όπως π.χ. ο Ντοστογιέφσκη. Όλοι, ανεξαιρέτως όλοι, οι ήρωές του, είτε λέγονται Ζορμπάς, Καπετάν Μιχάλης, Άρπαγος, Παπα-Φώτης, Παπα-Γρηγόρης, Παπα-Γιώργης, Φράτε Λεόνε ή Φραγκίσκος της Ασίζης, Μανολιός ή Πολυξίγκης, Ιούδας ή Ματθαίος, Χριστός ή Ιουλιανός ο Παραβάτης κ.ο.κ., ταυτίζονται απολύτως με το κοσμοθεωριακό πιστεύω τού Κ. Αυτό είναι αληθινότατο. Μια απλή παραβολή των μυθιστορημάτων του με τα φιλοσοφικά και αυτοβιογραφικά του έργα, και επιπλέον με τα Γράμματά του στον Πρεβελάκη, στην Γαλάτεια, στον ιερέα Παπαστεφάνου και όπου αλλού, και με τις ομολογίες εκείνων που τον έζησαν από κοντά, όπως η λογοτέχνιδα Έλλη Αλεξίου, πείθει για τού λόγου το ασφαλές».
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το κείμενο από το Τεκτονικό περιοδικό είναι σε μορφή φωτογραφιών με έγχρωμες σημειώσεις.
ΜΑΣΟΝΙΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Του κ. Αχιλλέως Β. Πιτσίλκα, Δρ, Θ.

Προλεγόμενα
Είπαν κάποιοι ότι ο Ν. Καζαντζάκης ήταν δήθεν μεγάλος συγγραφέας και διανοητής, γιατί τα έργα του κυκλοφόρησαν μεταφρασμένα σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν είχαν δίκιο, γιατί, κατά τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, «μέγας δεν είναι ποτέ ο μη ευεργετήσας την ανθρωπότητα ή τουλάχιστον το έθνος αυτού» (Ιστορία… Β, 445). Όπως, δηλ., ο Ιουλιανός ο Παραβάτης δεν υπήρξε αληθινά μεγάλος, διότι, κατά τον μνημονευθέντα συγγραφέα, «δεν ευηργέτησε τον κόσμον» (όπ.π.), κατά παρόμοιο τρόπο και ο Ν. Καζαντζάκης δεν υπήρξε αληθινά μεγάλος ή και απλώς μεγάλος, αλλά μεγάλος αιρετικός ή ακριβέστερα αντίχριστος, που έκανε πολύ μεγάλο κακό στην πατρίδα μας και στην ανθρωπότητα ολόκληρη, εξαιτίας των παγανιστικών και μηδενιστικών αντιλήψεων που είχε, ως μασόνος, και που εγκατέσπειρε «τεχνηέντως» και «εν γνώσει» σε όλα τα έργα του, από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο. Εξαιτίας της τέχνης, δηλ., με την οποία εγκατέσπειρε τις αντιχριστιανικές αντιλήψεις σε όλα τα έργα του, υπάρχει κίνδυνος να εξαπατηθούν κάποιοι αστήρικτοι  πνευματικά και να ακολουθήσουν τις ιδέες και τον τρόπο της ζωής του, οδηγούμενοι κατά τον τρόπο αυτό μακρυά από το Χριστό-Σωτήρα, που για τους πιστούς χριστιανούς είναι «ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή» (Ιω. 14, 6), και να θεοποιήσουν τον εωσφόρο ή και το ίδιο το ίνδαλμά τους, που θέλησε σε κάποια στιγμή να ιδρύσει τη νέα θρησκεία (!) του πανσεξουαλισμού, που θα είχε ως σύμβολο το άνθος και ως κέντρο τον ίδιο τον εαυτό του.
Για να μη οδηγηθούν, λοιπόν, κάποιοι στην έσχατη πλάνη, τη «χείρονα» της πρώτης (Ματθ. 27, 34), αγαπώντας, σαν το Ν.Κ., «μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς» (Ιω. 13, 19), γράφουμε τις σκέψεις αυτές, με τις οποίες θα φανερώσουμε τις μασονικές επιδράσεις στα έργα του Ν. Καζαντζάκη, ώστε να καταστεί ηλίου φαεινότερο ότι δεν αποτελεί εθνικό σύμβολο, αλλά, όπως έλεγε ο ανεψιός του Βενιζέλου Σαριδάκης, «Το αίσχος της Ελλάδος» (Βλ. Πρεβελάκη, 400 γράμματα, Αθήνα 1984, 174), όσον αφορά τις αντιχριστιανικές και ανθελληνικές θέσεις του, εφόσον διαστρεβλώνει κυριολεκτικά τις πιο θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης (Πρβλ Εφημ. «Ελεύθ. Τύπος» της 19.10.1988). Η πιο πάνω  επίδραση, άλλωστε ήταν αναπόφευκτη, διότι ο Καζαντζάκης, κατά τη μαρτυρία του φίλου του Πρεβελάκη, έγινε μέλος της μασονικής Στοάς των Αθηνών τον Ιούνιο του 1907 (400 γρ., σ. 4). Όπως, επομένως, ένας φιλόλογος δεν είναι δυνατόν να σκέπτεται και να γράφει διαφορετικά, παρά μονάχα ως φιλόλογος, κατά παρόμοιο τρόπο και ο Ν. Καζαντζάκης σκεπτόταν και έγραφε πάντοτε ως μασόνος, δηλ., σαν ένας σύγχρονος σατανιστής και «εν γνώσει» ειδωλολάτρης, έργα αποκλειστικά αντιχριστιανικά και ταυτόχρονα αντινομιστικά, για να μεταφέρει το μίασμα του δαιμονισμού στις αστήρικτες ψυχές των νέων, επιτελώντας κυριολεκτικά έργο σατανά.
Για να φανεί δε καλύτερα η επίδραση αυτή, θα χωρίσουμε το όλο θέμα σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, δηλ., θα παρουσιάσουμε κάποιες από τις γενικές αρχές της Μασονίας, που παρατηρούνται και στα έργα του Καζαντζάκη, τα χαρακτηριζόμενα εύλογα ως «άνθη του κακού». Και στο δεύτερο μέρος θα γίνει λόγος για τους ιδιαίτερους στόχους της Μασονίας και του Καζαντζάκη, που δίδασκε τη δήθεν απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της θρησκείας, αυτός «δοῦλος ὑπάρχων τῆς φθορᾶς» (Βλ. Β’ Πέτρ. 2, 19).
Δημοσιεύτηκε σε 11 συνέχειες στον Ορθόδοξο Τύπο 
Από τις 9 Οκτωβρίου 1998 μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1998
Μασονικαί επιδράσεις
εις τα έργα του Ν. Καζαντζάκη 
ΜΕΡΟΣ Ι 
Οι γενικές αρχές της Μασονίας, που παρατηρούνται και στα έργα του Ν. Καζαντζάκη 
Η Μασονία, όπως και κάθε άλλη θρησκεία και αίρεση, έχει οπωσδήποτε κάποιες γενικές αρχές, που τη διέπουν, παρόλο που αυτές είναι συνήθως μυστικές και ανομολόγητες. Μεταξύ των αρχών αυτών είναι και η απόκρυψη ή το καμουφλάζ, ο παγανισμός, ο κρυφός σατανισμός και η καταφρόνηση της γυναίκας, για τις οποίες θα γίνει λόγος ιδιαίτερος πιο κάτω.
Κεφ. Α’. Η απόκρυψη ή το καμουφλάζ 
Σύμφωνα με τις διακηρύξεις των ίδιων των οπαδών της, η Μασονία δεν είναι κάτι άλλο, παρά ένα «φιλοσοφικός, προοδευτικός και φιλανθρωπικός» σύλλογος, ευεργετικός δήθεν για κάθε κοινωνία και έθνος. Στην πραγματικότητα όμως η Μ. δεν είναι αυτό, που οι διδάσκαλοί της διασαλπίζουν, προσπαθώντας με το πιο πάνω καμουφλάρισμα να ρίξουν στάκτη στα μάτια των αφελών, αλλά η νέα μορφή της ειδωλολατρείας και αθεΐας, που έχει άμεση σχέση με τις μυστηριακές θρησκείες της αρχαιότητας, εφόσον οι ίδιοι οι Μασόνοι ομολογούν ότι η Μ. «είναι η μόνη επιζήσασα των αρχαίων μυστηρίων και δύναται ν’ αποκληθή ο φύλαξ αυτών» (Ward, Freemasonry and the AncientGods, σ. 347-350). Δεν είναι, με άλλα λόγια, η Μασονία μια αθώα φιλανθρωπική οργάνωση, αλλά αυτό που διαβεβαιώνεται από τον Ν. Ψαρουδάκη, δηλ. «η μυστική γιάφκα της πλουτοκρατίας» και «διεθνής του Καπιταλισμού» (Βλ. Ν. Ψαρουδάκη, Σκοτεινές δυνάμεις και Χριστιανισμός, Αθήνα 1996, σ. 192), Όπως, λοιπόν, η Μασονία κρύβεται πίσω από τη μάσκα της δήθεν φιλανθρωπίας και της φιλοσοφίας, κατά παρόμοιο τρόπο και ο Ν. Καζαντζάκης έβαζε κάθε τόσο την «καλόβολη μάσκα» (Αναφ. 85) του χριστιανού ή του πιστού, που επιζητεί δήθεν την κάθαρση της Εκκλησίας, ενώ εντελώς διαφορετικά ήταν τα όσα έκρυβε στην καρδιά του. Η πιο πάνω απόκρυψη, για παράδειγμα, γίνεται φανερή στο τέλος πολλών επιστολών του, στις οποίες προσθέτει το «ο Θεός μαζί σας». Στην πραγματικότητα, όμως, Θεός του Κ. δεν ήταν ο Θεός των χριστιανών, όπως θα φανεί και πιο κάτω, αλλά εντελώς διαφορετικός. Για τούτο στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο» γράφει χαρακτηριστικά, ότι «δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στο Θεό, σε αυτό που λέτε εσείς Θεό» (σ. 420), φανερώνοντας σε μία στιγμή ειλικρίνειας ότι τις πιο πολλές φορές έκρυβε την απιστία του στο Θεό. Κατά παρόμοιο τρόπο κάνει λόγο και για την ψυχή. «Η ψυχή σας -αυτό που λέτε εσείς ψυχή- βυθισμένη στη βουδική κοσμοθεωρία», γράφει φανερώνοντας την πραγματική του άποψη ή ακριβέστερα αιρετική κοσμοθεωρία, «θαρρεί πώς να κοιμηθείς με γυναίκα είναι αμαρτία θανάσιμη» (Αναφ. 426). 
Από τις πιο πάνω και άλλες αποκαλύψεις του Ν.Κ. καθώς και κάποια αποκαλυπτικά χωρία της Αγίας Γραφής γίνεται φανερό ότι τόσο η Μ., όσο και ο Ν.Κ. μεταχειρίζονταν την απόκρυψη, για να μη ελεγχθούν τα έργα τους, που ήταν πονηρά. «Πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων, δίδασκε για τούτο ο Κύριος, μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ιω. 3, 20).
Κεφ. Β’. Ο Παγανισμός 
Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της Μασονίας είναι αναμφίβολα και ο παγανισμός της, που κρύβεται γενικότερα κάτω από το όνομα και τη λατρεία του Θεού, που οι οπαδοί της πιστεύουν, δηλ. του Μεγάλου Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος (ΜΑΤΣ). Ο ΜΑΤΣ, όμως, αυτός στην πραγματικότητα δεν είναι ο Θεός των χριστιανών, αλλά ο αποστάτης Άγγελος, δηλ. ο Εωσφόρος, ή η Φύση, που περιβάλλει τον άνθρωπο, δηλ. η δημιουργία, ή οι κάθε μορφής θεοί της αρχαίας ειδωλολατρείας, που προσπαθούν να ανασυστήσουν, υπενθυμίζοντας τις προσπάθειες του Ιουλιανού του Παραβάτη, ή και ο ίδιος ακόμη ο άνθρωπος με τις αρετές και τα πάθη του. 
Παρόμοιες, όμως, ακριβώς είναι οι αντιλήψεις και του Ν.Κ., που δεν πίστευε στο Θεό των χριστιανών, αλλά στους θεούς της αρχαίας ειδωλολατρείας, που έτρωγαν, έπιναν και ασώτευαν, σύμφωνα με τη Μυθολογία, στις κορυφές του Ολύμπου. «Ετούτοι είναι, γράφει, για τούτο, οι ντόπιοι, οι αληθινοί θεοί μας, οι αθάνατοι· πώς μπόρεσαν κάτω από τέτοιο φως, εμπρός σε τέτοια θάλασσα, ανάμεσα σε τέτοια βουνά, να γεννηθούν και να προκόψουν άλλοι θεοί, χωρίς κοιλιά, χωρίς χαρά, χωρίς αμπελόφυλλα στα μελίγγια; Και πώς μπόρεσαν οι γιοι και οι θυγατέρες της Ελλάδας να πιστέψουν σ’ ένα Παράδεισο διαφορετικό από τον Παράδεισο ετούτης της γης;» (Αν. 583). 
Οι παγανιστικές αντιλήψεις, δηλ., του Ν.Κ., που, κατά τη διαβεβαίωση και του αρχιεπισκόπου της Αλβανίας κ. Αναστασίου Γιαννουλάτου, έβλεπε το Χριστό «μέσα στο ημίφως ενός είδους ασιατικού πανθεϊσμού και παραφροϋδικών προσωπικών βιωμάτων» (Βλ. Εφημ. «Μεσημβρινή» της 17.11.1988), ιδιαίτερα εξεταζόμενες, διακρίνονται, εκτός πολλών άλλων, εμφαντικότερα στα εξής: 
α) Στο μπέρδεμα του Θεού με τον άνθρωπο 
Μία από τις πιο βασικές θέσεις του Ν.Κ. είναι πρωταρχικά το μπέρδεμα του Θεού με τον άνθρωπο ή ακριβέστερα η τοποθέτηση του ανθρώπου στον κενό θρόνο του Θεού, που για τον ίδιο δεν υπάρχει. «Χαίρουμαι, έλεγε, για το λόγο αυτό, τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τους θεούς, τα παιδιά μου» (Ασκητ. 14). Ο άνθρωπος, με άλλα λόγια, γι’ αυτόν είναι πιο δυνατός από το Θεό, γιατί έχει δήθεν τη δύναμη να κατασκευάζει και να κυβερνά το Θεό ή τους θεούς. «Δεν έχει ανάπαψη, δεν έχει ησυχία, λέγει για τούτο η καρδιά καρδερίνα στο θεό-νου, μη κοιμηθείς. Μέρα νύχτα θα κάθουμαι από πάνω σου και θα φωνάζω: Δεν έχει ανάπαψη, δεν έχει ησυχία, μη κοιμηθείς. Δε θα σ’ αφήσω να κοιμηθείς, είμαι η καρδιά τ’ ανθρώπου» (Ο Φτ. του Θεού, σ. 342). 
Από τα πιο πάνω λόγια και από πολλά άλλα, ακόμη, σχετικά γίνεται φανερός ο παγανισμός του Ν.Κ., που υποστήριζε άλλωστε και κατά τρόπο φιλοσοφικό κάθε τόσο ότι «Ἓν τὸ πᾶν», υπενθυμίζοντας τις αντιλήψεις των Προσωκρατικών Φιλοσόφων, και «τὸ Ἕνα τοῦτο δὲν ὑπάρχει» (Αν. 601). Ένα έγινε για τούτο και ο άγιος της Δύσης Φραγκίσκος της Ασίζης, όταν πέθαινε, με το Θεό ή με το μαύρο Αρχάγγελο, που, κατά το Ν.Κ., ήρθε να τον πάρει (Ο Φτ. του Θεού, σ. 368, 345). Ένα με το Θεό γίνονται επίσης, γι’ αυτόν και όσοι βυθίζονται στη μακαριότητα του βουδιστικού Νιρβάνα, που τον είχε κατακυριεύσει στα τελευταία χρόνια της ζωής του. «Μακάριοι, έλεγε για τούτο, όσοι σε λύτρωσαν και σμίγουν μαζί σου, Κύριε, και λεν Εγώ και συ είμαστε ένα» (Επίλογος Ασκητ.). 
β) Στο μπέρδεμα των ζώων και των φυτών με το Θεό και τον άνθρωπο 
Θεός, κατά το Ν.Κ., δεν είναι μονάχα ο νους του ανθρώπου ή η καρδιά-καρδερίνα ή ο όλος γενικότερα άνθρωπος, αλλά και όλα τα ζώα και τα φυτά της Δημιουργίας ή ακριβέστερα ολόκληρη η Δημιουργία, που καταλαμβάνει τη θέση του Θεού. «Αδελφή μου αυλή, έλεγε για το λόγο αυτό με το στόμα του αγίου της Δύσης Φραγκίσκου της Ασσίζης, αδέλφια μου κρίνα και τριαντάφυλλα, καλώς σας βρήκα! Να δώσει η χάρη του Θεού στη Δευτέρα Παρουσία ν’ ανεβείτε και σεις από τη γη και να μπείτε μαζί με την αδερφή Κλάρα στον Παράδεισο» (Ο Φτ. του Θεού, σ. 243). 
Από όλα τα δημιουργήματα, όμως, φαίνεται ότι ο Ν.Κ. αγαπούσε πιο πολύ τα πουλιά και για τούτο αποδίδει κατ’ εξοχήν σ’ αυτά θεϊκές ιδιότητες. «Αδέρφια μου πουλιά, λέει για τούτο  και πάλι με το στόμα του “Αγίου”  Φραγκίσκου της Ασσίζης, ο Θεός πολύ σας αγαπάει και το ξέρετε· γι’ αυτό, … όταν οι φωλιές σας γεμίσουν αυγά και καθίζετε, μανάδες, από πάνω τους και τα κλωσσάτε, γίνεται ο θεός αρσενικό πουλί, καθίζει στο αντικρινό κλαρί και κελαηδάει να σας ξεκουράζει» (Ο Φτ. του Θεού, σ. 184) 
γ) Στη θεοποίηση της φωτιάς και άλλων στοιχείων της φύσης 
Το ότι ο Ν.Κ. λάτρευε «την Κτίσην μάλλον ή τον Κτίσαντα» φαίνεται καθαρά και στη θεοποίηση της φωτιάς, που συναντάται και στις γιορτές του Νηπιαγωγείου του Μασονισμού, δηλ. των Προσκόπων. Για τούτο, άλλοτε χαρακτηρίζει τη Φλόγα ως «αδερφή» (Ο Φτ. του Θεού, σ. 217), άλλοτε παρουσιάζει τη φωτιά ως θυγατέρα του Θεού (όπ. π., 228), το πυρωμένο σίδερο ως αδερφό (ὀπ. π., 238) κ.ο.κ. 
Από τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και πάρα πολλά άλλα, που θα μπορούσαν να παρατεθούν, γίνεται ολοφάνερο ότι για το Ν.Κ., «αυτός θα ‘ναι ο Θεός, το κεντημένο με ανθούς, πουλιά, ανθρώπους παραπέτασμα» (Αν. 562), δηλ. η Κτίση, που λάτρευε σαν θεότητα. Για το λόγο αυτό υποστηρίζεται από το Ν. Ανδριώτη πολύ σωστά ότι «Κανένα θρησκευτικό δόγμα, καμμιά πολιτική ιδεολογία δεν μπορεί να θεωρήσει τον Καζαντζάκη δικό της. Τα έργα του θα είναι πάντα μια αίρεση για κάθε πολιτική είτε θρησκευτική πίστη…» (Βλ. Ελλ. Αλ., όπ.π., 344-345).
Κεφ. Γ’. Ο κρυφός δαιμονισμός 
Μία τρίτη γενική και ανομολόγητη αρχή, που διέπει τη Μασονία, είναι ο δαιμονισμός, τον οποίο πρέπει σιγά-σιγά να ανακαλύψουν μόνοι τους οι οπαδοί της. Ο δαιμονισμός, δηλ., στον οποίο καταντούν, γίνεται φανερός από πολλά σημεία της διδασκαλίας τους και μάλιστα από τους επαίνους και τους ύμνους προς τον Εωσφόρο, στον οποίο αφιερώνονται και ειδικές προσευχές. 
Ο δαιμονισμός αυτός, ακριβώς, κατά τρόπο απαράλλακτο παρατηρείται και σε κάθε σελίδα των έργων του Καζαντζάκη, που άλλοτε βεβαιώνει ότι «ο Εωσφόρος έλαμπε στο μυαλό μου» (Αναφορά, σ. 270) και ότι «ένας δαίμονας αντάρτης τινάζεται μέσα μου» (Σόδομα, σ. 317) και άλλοτε πάλι ότι «μια μέρα ο πιο ένδοξος αρχάγγελος, που θα στέκεται στο πλάι του Θεού, δεν θα είναι, μήτε ο Γαβριήλ, μήτε ο Ραφαήλ· θα ‘ναι ο Εωσφόρος» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 19). Ήταν τόσο μεγάλη, δηλ., η επίδραση των πονηρών πνευμάτων μέσα του, που τον έσπρωχνε «ν’ αυθαδιάζει με τον προαιώνιο αντίμαχό του, το Θεό» (Αναφορά, σ. 303), ώστε να «ψυχανεμίζεται με τρόμο» ότι δεν ήταν αυτός, αλλά κάποιος άλλος (Βλ. Έλλη Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, 185-186), ενώ ταυτόχρονα διαβεβαίωνε ότι «μου αρέσει, κι ας χαθώ να παλεύω με το Θεό» (Αναφορά, σ. 175). 
Ο Θεός, που πίστευε άλλωστε ο Ν. Καζαντζάκης δεν ήταν, όπως είπαμε, ο λατρευόμενος από τους χριστιανούς, αλλά ο ίδιος ο Σατανάς, που χαρακτήριζε ως θεό ή ακριβέστερα μπέρδευε με το Θεό. «Αιώνια παλεύουν, έλεγε για τούτο, μέσα μου οι δυο τους…, Θεός και Σατανάς» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 280). Έχοντας συμμαχήσει, δηλ., σύμφωνα με τα δικά του λόγια, με όλες τις σκοτεινές και φωτερές δυνάμεις, για να γκρεμίσει από το θρόνο του το Θεό (Αναφορά, σ. 575), ήταν επόμενο να τοποθετήσει στη θέση Του τον ίδιο το Σατανά, που τον υποδαύλιζε να πράττει τα εντελώς αντίθετα από εκείνα, που δίδαξε ο ενανθρωπήσας Θεός, δηλ., ο Χριστός. «Καταχωνιασμένος μέσα μου ο αδιάντροπος δαίμονας, βεβαιώνει ο ίδιος ο Κ., περίμενε να ξεβιδώσουν μία στιγμή τα μελίγγια μου, να παρατήσει τα κλειδιά ο νους μου, για… ν’ αρχίσει αυτός ν’ αυθαδιάζει με τον προαιώνιο αντίμαχό του, το Θεό» (Αναφορά, σ. 303). Στη διαστροφή, ακριβώς, αυτή βρίσκεται, για μας, η ουσία του σατανισμού του Ν.Κ., του οποίου «η παθολογική φαντασία… όπως βεβαιώνεται και από το Δ. Καραχάλιο, φθάνει… εις τα όρια του παρανοϊκού και της σατανοπληξίας» («Ορθόδοξος Τύπος», 8 Αυγούστου 1997). Για τούτο άλλωστε ο ίδιος διαβεβαίωνε ότι «ένας δαίμονας είναι μέσα μας, ας τον πούμε Εωσφόρο, γιατί φέρνει το Φως» (Αναφορά, σελ. 599). 
Τη σατανοπληξία, ακριβώς, αυτή του Ν.Κ. παραδέχεται και ο Νικ. Βρεττάκος, που την αποδίδει στο τραγικό άγχος της ζωής του άπιστου αυτού συγγραφέα. «Η μεταφυσική αγωνία του, γράφει χαρακτηριστικά, κι η αίσθηση της ασημαντότητάς του απέναντι στο χώρο και το χρόνο μεταβλήθηκε σ’ ένα τραγικό άγχος, που μέσα του ούρλιαζαν όχι μόνο όλοι οι δαιμονισμένοι του Ντοστογιέφσκι, αλλά όλοι οι δαιμονισμένοι από καταβολής κόσμου» (Ν. Καζαντζάκης, Η αγωνία του και το έργο του, σ. 149-158). 
Εάν, όμως, κανένας δεν πιστεύει στα πιο πάνω, τότε δεν απομένει άλλο, παρά μα μελετήσει με προσοχή το έργο του Ν.Κ. «Τελευταίος Πειρασμός», που, κατά τον Κ. Μουρατίδη, «γράφηκε με ανθρώπινο χέρι καθ’ υπαγόρευση του σατανά» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Αθήνα, 1988, σ. 12), για να διαπιστώσει «ιδίοις όμμασιν» αυτό, που διαπίστωσε και ο Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος και για τούτο χαρακτήρισε το Ν.Κ. ως «σατανόπληκτο και σατανοκίνητο» (Άρθρα-Μελέται-Επιστολαί, τ. Α, Αθήναι 1981, σ. 488). 
Κεφ. Δ’. Η καταφρόνηση της γυναίκας 
Στη Μασονία, όπως είναι γνωστό, οι γυναίκες δε γίνονται δεκτές, εξαιτίας και μόνο του φύλου τους. Για το λόγο αυτό οι γυναίκες των Μασόνων εντάσσονται σε κάποιες άλλες θυγατρικές οργανώσεις τους (Ζόντα κ.λπ.). Η καταφρόνηση ακριβώς αυτή και υποτίμηση της γυναίκας παρατηρείται και στα έργα του Ν.Κ. (Έλλη Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, σ. 415), από τα οποία, κατά την Έλλη Αλεξίου, σαν πρωταγωνίστριες, «λείπουν οι γυναίκες. Μόνο μια υπάρχει, για να δίνεται στους άνδρες κι αυτή τη γυναίκα τη σκοτώνει πάντοτε χωρίς να χρειάζεται ο σκοτωμός της ούτε στη πλοκή, ούτε στη δράση της αφήγησης» (όπ. π., σ. 81). Την ίδια άποψη σχημάτισε και ο Δ. Πόθος, που γράφει ότι στα έργα του Ν.Κ. «η γενετήσια πρόκλησι καλεί στο φόνο, φέρνοντας στο νου του αναγνώστη τα “σεξουαλικά” εγκλήματα των ανωμάλων τύπων» (όπ. π., σ. 84). Οι γυναίκες δηλ. για το Ν.Κ., «καμμιά δεν έχουν αυτόφωτη λάμψη» (Πρεβελάκη, 400 γράμματα, σ. 372), ενώ το φαρμάκι, που στάζει μέλι, παραλληλίζεται από αυτόν με τη γυναίκα (Ζορμπάς, σ. 52 ή 144). Για το Ν.Κ., με άλλα λόγια, είναι «μαρτύριο και ντροπή να ‘σαι γυναίκα» (Ιουλιανός…, σ. 125), ενώ η κοιλιά της μάνας χαρακτηρίζεται κατά τον πλέον απεχθή τρόπο από τον ίδιο ως «υπόνομος» (Ζορμπάς, σ. 127). Αν ήθελε να ακριβολογήσει, δηλ., κανένας περισσότερο, οι γυναίκες για το Ν.Κ. «δεν είναι άνθρωποι, ισότιμοι με τους άνδρες, αλλά “παράσιτα” της κοινωνίας» (Έλλη Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, σ. 117), που οφείλουν να υπηρετούν μονάχα τους άνδρες, σαν δεύτερης κατηγορίας όντα (Έλλη Αλεξίου, όπ. π., σ. 115) ή «σκεύη ηδονής» των ανδρών (Ζορμπάς, σ. 109). Για τούτο η αδελφή της πρώτης συζύγου του Γαλάτειας σημειώνει με παράπονο ότι η αδελφή της είχε προσφέρει στο σύζυγό της τα πάντα, ενώ εκείνος δε στάθηκε στο πλευρό της ούτε στις αρρώστειες της, ούτε σε καμμία άλλη ανάγκη (Έλλη Αλεξίου, όπ. π., σ. 189). «Τι βοήθεια πρόσφερες εσύ, γράφει η Έλλη Αλεξίου για τη σχέση του Ν.Κ. με τις δύο γυναίκες του, στον αγώνα το δικό τους; Σε ποιες θυσίες ατομικής απάρνησης αποδύθηκες, για να γλυκάνεις τις δύσκολες ώρες τους;» (όπ. π., σ. 196). Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι ασφαλώς «ουδεμία». Την καταφρόνηση που ένοιωθε άλλωστε, για κάθε γυναίκα την συναντά κανένας όχι μονάχα στα λόγια των άλλων ηρώων των έργων του, αλλά και στον «άγιο» Φραγκίσκο ακόμη της Ασίζης, που λέει σε κάποια στιγμή ότι «δεν έχει εμπιστοσύνη στη γυναίκα· το φίδι της Εύας αγλείφει αιώνια τ’ αυτιά σας και τα χείλια» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 222), γιατί η γυναίκα γι’ αυτόν είναι ένα «άγριο θεριό», που μονάχα ο Θεός μπορεί να δαμάσει (όπ.π., 237), ενώ η αγάπη είναι κάτι το αποτρόπαιο και φευκτέο, από το οποίο «πρέπει να λυτρωθούμε» (Αδερφ., σ. 84). 
Όποιες σελίδες των έργων του και να μελετήσει τελικά κανένας, θα αντιληφθεί πολύ σύντομα ότι οι γυναίκες για το Ν.Κ. είναι «διπλοκάπουλες φοράδες» και «παράσιτα» της κοινωνίας, που «παίζουν πάντα βοηθητικό ρόλο» (όπ.π.), γιατί είχε ένα σατανικό εγωισμό, ώστε να βλέπει όλους τους άλλους και ιδιαίτερα τις γυναίκες σαν σκιές (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., 189). Για τούτο είναι απορίας άξιο το πώς βρίσκονται στον κόσμο αυτό γυναίκες, που υπερασπίζονται με μανία τη μνήμη του μεγαλύτερου υβριστή όχι μονάχα του Χριστού, αλλά και του φύλου τους, εφόσον «Από τα πρώτα έργα ως τα υστερνά (τις γυναίκες) τις μεταχειρίζεται με συγκατάβαση· σαν δεύτερης κατηγορίας όντα» (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., σ. 115).
Ένα μονάχα πρέπει να σημειώσουμε, όμως, εδώ ιδιαίτερα, ότι, δηλ., η καταφρόνηση της γυναίκας από το Ν.Κ., δεν οφειλόταν μονάχα στο σατανικό εγωισμό του, αλλά, κατά τη διαβεβαίωση της Έλλης Αλεξίου, και στη διεστραμμένη από την πλευρά της ηθικής ζωή του. «Νίκος - Γαλάτεια, σημειώνει αυτή, που ήξερε τα πράγματα από κοντά, δέκα χρόνια είχαν ερωτικό δεσμό, χωρίς συμβίωση. Δεκάξη χρόνια κάνανε παντρεμένοι. Εικοσιέξη χρόνια συνολικά, χωρίς σαρκικό δεσμό» (όπ.π., 192).
Ίδιοι στόχοι Μασονίας και Νικολ. Καζαντζάκη
Η άμεση σχέση του Ν.Κ. με τη Μασονία γίνεται φανερή πιο καθαρά από τους ίδιους στόχους που είχε ως συγγραφέας, με τη σκοτεινή αυτή οργάνωση. Οι στόχοι αυτοί, δηλ. θα λέγαμε γενικότερα ήταν τρεις, το ξερρίζωμα της Χριστιανικής πίστης από τις καρδιές των πιστών, η προβολή των μασονικών αρχών και η πολιτική σκοπιμότητα, για τους οποίους θα γίνει πιο κάτω λόγος.
Κεφ. Α’. Το ξερρίζωμα της χριστιανικής πίστης από τις καρδιές των πιστών
Ο σκοπός, που προβάλλεται από τους ίδιους τους Μασόνους είναι, όπως ήδη σημειώσαμε, η δήθεν φιλανθρωπία και η πρόοδος της ανθρωπότητας. Ο πραγματικός, όμως, σκοπός τους είναι αρχικά το ξερρίζωμα της πίστης από τις καρδιές των πιστών και η τοποθέτηση των ανθρώπων τους σε θέσεις κλειδιά, ώστε να εργάζονται ύπουλα για την επικράτηση της πλουτοκρατίας και ιδιαίτερα για την εξάπλωση του διεθνούς Σιωνισμού και των αρχών του στον κόσμο. Τους κρυφούς αυτούς σκοπούς, βέβαια, δεν τους φανερώνουν οι ίδιοι οι Μασόνοι. Αναφέρονται, όμως, ρητά, στα Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών, δηλ. των Σιωνιστών, και τα πιο κάτω αποκαλυπτικά: «Αναμένοντας την ανάρρησή μας, θα δημιουργώμεν και πολλαπλασιάζωμεν τα μασονικάς στοάς εις πάσαν χώραν της οικουμένης. Θα προσελκύωμεν εν αυταίς όλους εκείνους, οίτινες είναι ή δύνανται να γίνωσιν υπέροχοι πράκτορές μας. Αι στοαί αυταί θ’ αποτελώσι το κυριώτερον γραφείον πληροφοριών μας» (Κεφ. 15ο). Σύμφωνα με τα Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών, δηλ., σκοπός της Μασονίας είναι: «η εκρίζωσις ή χαλάρωσις της θρησκευτικής ζωής, η καταφρόνησις της οικογενείας, η ψύξις του πατριωτισμού, η λήθη των πατρίων παραδόσεων, η καταφρόνησις των ηθικών ενταλμάτων» (Μ. Γαλανού, Το μυστικόν της Μασωνίας, Αθήναι 1909, σελ. 26-29). Κατά τον τρόπο αυτό, κάτω από το πρόσχημα των νέων ιδεών και της χειραφέτησης της επιστήμης πολεμείται κατά το Ν. Ψαρουδάκη, «η ιδέα της θρησκείας ως δεισιδαιμονία, η οικογενειακή αλληλεγγύη ως στενή αντίληψις του ανθρωπισμού,… η παραδεδεγμένη θρησκευτική ηθική ως υπόχρεως να υποχωρήση εις τη φυσικήν ηθικήν, την οποίαν εφαρμόζουν τα ζώα» (Σκοτειναί δυνάμεις και Χριστιανισμός, Αθήναι 1966, σελ. 47).
Παρόμοιος, όμως, με τον πιο πάνω αναφερόμενο ήταν και ο σκοπός του Ν.Κ., που επιζητούσε το ξεθεμελίωμα της πίστης από τις καρδιές των χριστιανών, ώστε «να μη καταφεύγουν στη θρησκεία σαν σε μοναδικό αποκούμπι» (Πρβλ. 400 Γράμματα, σ. λβ’). Το ξερρίζωμα, δηλ., αυτό γίνεται από το Ν.Κ. με πολλούς τρόπους και μάλιστα με τους εξής:
α) Με τη διαστροφή και ειρωνεία όλων των χριστιανικών διδαγμάτων
Ο πιο συνηθισμένος, ίσως, τρόπος καταπολέμησης των χριστιανικών ενταλμάτων από το Ν.Κ. είναι η ειρωνεία και η διαστροφή. Εάν μελετήσει, δηλ. κανένας με προσοχή τα έργα του, θα παρατηρήσει ότι δεν υπάρχει σχεδόν σελίδα τους, που να μην ειρωνεύεται το Χριστιανισμό και να μη διαστρέφει κάποια από τις διδασκαλίες και τις παραδόσεις του. Για τούτο βεβαιώνεται από τον π. Ιω. Βράνο ότι «Όλα τα ιστορικά πρόσωπα παραμορφώνονται (από το Ν.Κ.) αλλά προς το ίδιο πρότυπο. Το “Εγώ” του Καζαντζάκη» (όπ. π., 102).
Για να κτυπήσει το «πιστεύω», δηλ. των χριστιανών, ο Κ. σε πολλές περιπτώσεις αναφέρει το «δεν πιστεύω τίποτα» (Βλ. Ζορμπάς, 76 κ.ά.)
Για να καταπολεμήσει τη θεοσέβεια, παρουσιάζει το Λωτ ως αντάρτη απέναντι του Θεού και ασεβή (Αναφορά 302), διαστρέφοντας τελείως τη διήγηση της Αγίας Γραφής.
Για να ξεριζώσει την πίστη στην αιώνια ζωή και τον Παράδεισο, παρουσιάζει την Κόλαση σαν την πιο «γλυκειά παρηγοριά τ’ ανθρώπου» (Νικ. Φωκά, 396) και το Θεό σαν απόγονο του ανθρώπου (Αναφορά 387).
Για να καταπολεμήσει τη μελέτη της Αγ. Γραφής, που την παραλληλίζει με τα παραμύθια της χαλιμάς (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, 154-157) και με τους θρύλους των λαών (Αναφορά 333), συνιστά τη μελέτη του Ροβινσώνα (Καπετάν Μιχάλης 270-271), γιατί η Αγία Γραφή είναι, γι’ αυτόν, γεμάτη εκδίκηση και κεραυνούς (Αν. 308) αντάξιους με τα γκαρίσματα των γαϊδάρων (Καπετάν Μιχάλης 270-271).
Τόσο μεγάλη, δηλ., ήταν η μανία της διαστροφής, που τον είχε κυριέψει, ώστε να παρουσιάζει όλα τα ξύλα ως Τίμια (Αναφ. 252), τη Β’ Παρουσία ως επίγεια (Αν. 525), το μυστήριο του Βαπτίσματος ως απλό μπάνιο (Αναφορά 573), την Αγία Τράπεζα ως παχνί (Αναφορά 369) κ.ο.κ., ενώ ο ίδιος ο Χριστός παρουσιάζεται στα έργα του ως νεραϊδοπαρμένος (Τελευταίος Πειρασμός 32), η Παναγία ως άρρωστη, ώστε «να κράζει το Θεό παιδί της» (Αναφορά 293), οι Άγγελοι ως κατεργασμένοι διάβολοι (Αναφορά 362), ο άσωτος γιος ως αμετάνοιωτος (Αναφορά 268-327), η Ανάσταση του Χριστού ως φαντασία της Μαρίας Μαγδαληνής (Αν. 288) και των ιερέων (Αναφορά 529) κ.ο.κ.
Ό,τι όμως δεν πασχίζει να ξερριζώσει με την απ’ ευθείας διαστροφή, ο Κ. προσπαθεί να το αμαυρώσει με την ειρωνεία του, που αναφέρεται στα πλέον ιερά θέματα της χριστιανικής πίστης. Ειρωνευόμενος, για παράδειγμα, τη δύναμη της μετάνοιας, γράφει ότι το επιτίμιο που επιβάλλεται από τον πνευματικό για τη συγχώρηση γίνεται εδώ ταρίφα: «Βαριά, λέγει ο παπα-Φαταούλας, αρρώστια, κακομοίρη, θα πάρεις το βράδυ… 5 δράμια Χριστό,… αλλιώς θα πας στο πάτο της κόλασης» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σ. 28). «Αν υπάρχει άλλη ζωή», λέει ειρωνικά και στην «Αναφορά του στο Γκρέκο», «πρόφτασα και μετάνοιωσα την τελευταία στιγμή· δεν έδωκε ο Χριστός το λόγο του, πως ένα δευτερόλεπτο πριν πεθάνεις να μετανοήσεις σώθηκες;» (Αναφορά 359).
Για να ειρωνευτεί μάλιστα, περισσότερο το χριστιανικό Παράδεισο, και τη Β’ Παρουσία, παρουσιάζει με το δικό του τρόπο και τα ποντίκια, «που έρχονται από τον Παράδεισο… και κατέχουν πολλά μυστικά» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 29), ενώ το γκάρισμα του γαϊδάρου του Μανολιού παραλληλίζεται με το σάλπισμα του Αρχαγγέλου κατά τη Β’ Παρουσία (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται 403).
Εξαιτίας των πιο πάνω θέσεων του Ν.Κ. και μάλιστα των παρουσιαζομένων στον «Τελευταίο Πειρασμό» βεβαιώνεται από το Δ. Καραχάλιο ότι «ολόκληρον σχεδόν το περιεχόμενον του εν λόγω έργου (δηλ. του «Τελευταίου Πειρασμού»), αν το αντιπαραβάλη κάποιος με τας αντιστοίχους Ευαγγελικάς διηγήσεις, είναι εν σκοτεινόν, δυσώδες και αηδιαστικόν τέλμα» («Ορθόδοξος Τύπος» της 8 Αυγούστου 1997) και γενικότερα «νεκροταφείον» (όπ.π.).
β) Με την αμφιβολία
Για το ξεθεμελίωμα της πίστης ο Κ. μεταχειρίζεται ταυτόχρονα με τα πιο πάνω και το σαράκι της αμφιβολίας, με το οποίο κατατρώγεται ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου κατά τρόπο έμμεσο, αλλά επικινδυνότερον, φθάνοντας στο δικό του σατανικό συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, «άλλη ανάσταση δεν υπάρχει» (Αναφορά 551).
Την αμφιβολία, για παράδειγμα, προσπαθεί να ενσπείρει στο θέμα της αμαρτίας, απορώντας, δηλ., «μπας κι είναι αυτή στη δούλεψη του Θεού» (Αναφορά 278).
Την αμφιβολία πασχίζει ο Κ. να διαχύσει στις ψυχές των αναγνωστών του και σε πολλά άλλα θέματα και μάλιστα στη Γέννηση και στην Ανάσταση του Χριστού, δηλ. στα πιο κεφαλαιώδη δόγματα της χριστιανικής πίστης.
«Γεννήθηκε ο Χριστός, σοφέ Σολομών, λέγει στο “Ζορμπά”, καλαμαρά μου! Μη ψιλοκοσκινίζεις: γεννήθηκε, δε γεννήθηκε; μωρέ γεννήθηκε, μη είσαι κουτός. Αν πιάσεις το φακό να δεις το νερό που πίνουμε, θα δης ότι είναι γεμάτο σκουλήκια… και δεν θα πιεις. Δεν θα πιεις και θα πεθάνεις της δίψας. Σπάσε το φακό, αφεντικό, σπάσε το άτιμο ν’ αφανισθούν ευθύς τα σκουλήκια να πιεις νερό να δροσερέψης» (Ζορμπά 149).
Το σαράκι της αμφιβολίας, για την ανάσταση και τη σταύρωση του Χριστού βάζει με σατανική μαεστρία και στο στόμα του Απ. Παύλου, που, κατά τη γνώμη του, κατασκεύασε δήθεν το Χριστιανισμό. «Δεν νιάζουμαι εγώ (λέει δήθεν ο Απ. Παύλος) για τις αλήθειες και τις ψευτιές, τον είδα δεν τον είδα, σταυρώθηκε δε σταυρώθηκε· εγώ με το πείσμα, με τη λαχτάρα, με την πίστη, δημιουργώ την αλήθεια· δε μάχουμαι να τη βρω, τη φτιάνω… Είναι ανάγκη, το ακούς; ανάγκη μεγάλη, για να σωθεί ο κόσμος, να σταυρωθείς κι εγώ θα σταυρώσω, θες δε θες· είναι ανάγκη ν’ αναστηθείς, κι εγώ θα σε αναστήσω, θες δε θες» (Τελευταίος Πειρασμός 478).
Την αμφιβολία προσπαθεί να ενσπείρει επίσης και στο θέμα του Παραδείσου, που παρουσιάζει σατανικά ως «πιθανό».
«Τι να σου πω, καλόγερε, λέει με το στόμα κάποιου χωρικού, δε λέω όχι (για την ύπαρξη της βασιλείας των ουρανών)· μπορεί. Μα μπορεί αν προλάβω την τελευταία στιγμή να μεταλάβω, να πάω στη βασιλεία των ουρανών· κι η αφεντιά σου κι εγώ το ”μπορεί” αυτό το πιπιλίζουμε σε όλη μας τη ζωή και παρηγούμαστε· δεν είναι λοιπόν, πιο συμφέρον να τρώμε και να πίνουμε και να φιλούμε, μπας και χάσουμε και την επίγεια ετούτη και την αιώνια ζωή;» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 287).
Από το «μπορεί» όμως, αυτό της ύπαρξης του Παραδείσου, ο Ν.Κ. έρχεται σιγά-σιγά και στο τίποτα. «Αρσένιε, τέκνον μου, λέει με το στόμα του εκατοχρονίτη αγίου Νείλου, την πάθαμε· μήτε Παράδεισος μήτε Κόλαση!
Τι λοιπόν; Το χάος;  –Μήτε το χάος. –Μα τότε τι; –Τίποτα» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 300). 
Την αμφιβολία αυτή, που έμαθε από το Νίτσε (Αναφορά 404), ο Ν.Κ. διασπείρει τελικά και στο θέμα της θρησκείας γενικότερα γιατί σκοπός του ήταν η κατάργηση όλων των γνωστών θρησκειών του κόσμου και η διάδοση της υπερθρησκείας της Μασονίας. «Κάθε θρησκεία, γράφει, που υπόσχεται στον άνθρωπο ό,τι αυτός επιθυμεί άρχισε να του φαίνεται καταφύγι για τους φοβητσιάρηδες, ανάξιο του αληθινού ανδρός. Είναι ο δρόμος του Χριστού, έλεγε, αυτός που φέρνει τη λύτρωση του ανθρώπου; Ή μπας και είναι ένα καλά οργανωμένο παραμύθι, που υπόσχεται τον Παράδεισο και την αθανασία έξυπνα πολύ, με τέχνη πολλή, ποτέ ο πιστός να μη μπορέσει να μάθει, ο Παράδεισος ετούτος αντικαθρεφτισμός της δίψας μας»; (Αναφορά 404-405).
Για τους πιο πάνω λόγους, γράφει χαρακτηριστικά η Λιλή Ζωγράφου ότι ο Κ. ήταν ένας «τραγικός», που «από σελίδα σε σελίδα σταλάζει το φαρμάκι της αμφιβολίας και του σαρκασμού του στην ευλογημένη ευπιστία τους (δηλ. των αναγνωστών του) και τους προετοιμάζει να φθάσουν ανυποψίαστοι στην άβυσσο της ολοκληρωτικής άρνησης» (σελ. 272).
γ) Με τη θεοσοφία
Ακόμα πιο επικίνδυνη από τα πιο πάνω γίνεται η διδασκαλία του Ν. Καζαντζάκη με τη χρήση τηςθεοσοφίας, με την οποία ο Χριστός παρουσιάζεται σαν ένας μεγάλος μύστης, ενώ σε όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα δίνεται ένα νόημα τελείως διαφορετικό από τη χριστιανική πίστη, για να συνταιριάξει με τους μύθους και τις διδασκαλίες της αρχαίας ειδωλολατρείας.
Κατά τον τρόπο αυτό, δηλ., ο Λυτρωτής για το Ν.Κ. «δεν είναι ένας άνθρωπος, παρά ολάκερος Λαός» (Αναφορά, σελ. 492). Επάνω στο Σταυρό δεν έπαθε γι’ αυτόν, ο Χριστός, αλλά «ο άνθρωπος, κάθε δίκαιος, κάθε άγιος, που προδίνουνταν, μαστιγώνονταν, σταυρώνονταν, χωρίς ν’ απλώσει ο Θεός το χέρι να του δώσει βοήθεια» (Αναφορά, σελ. 295). Ο Λόγος δε δημιούργησε, για το Ν.Κ., τον κόσμο, αλλά ο άνθρωπος δημιουργεί μέσα του το Λόγο (Αναφορά, σελ. 329).
Η Σταύρωση ταυτίζεται από το Ν.Κ. με την Άνοιξη (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 174), ενώ η Ανάσταση του Χριστού γίνεται μονάχα στις καρδιές (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 268), η Παρθένα Μάνα ταυτίζεται με τη φωτιά, που γεννάει το γιο τον αθάνατο, το φως (Αναφορά, σελ. 614), ο Γολγοθάς είναι διανοητικός! (Αναφορά, σελ. 531), ο Χριστός «σταυρώνονταν, ανασταίνονταν, ξανακατέβαινε τον άλλο χρόνο από τον ουρανό, ξανασταυρώνονταν» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 317), «σταυρός είναι το κορμί του ανθρώπου… κι απάνω του είναι σταυρωμένος ο Θεός» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 309), δηλ. ο νους, κ.ο.κ.
Με τον πιο πάνω τρόπο, τον πραγματικά σατανικό, ο Χριστιανισμός ολόκληρος διαστρεβλώνεται όχι μονάχα στη μορφή, αλλά και στην ουσία του, ώστε να συνταιριάζει στα μέτρα της αρχαίας ειδωλολατρείας, της οποίας διάδοχο σχήμα είναι και ο Μασονισμός. Όπως, δηλ., στα αρχαία Μυστήρια γινόταν λόγος για το μυθικό Διόνυσο και τα κομματιασμένα μέλη του, έτσι και από το Ν.Κ., γίνεται λόγος για το Νίτσε, που χαρακτηρίζεται ως «σταυρωμένος Διόνυσος» (Αναφορά, σελ. 394), γιατί πίστευε «στη διονυσιακή ζωή και στην αναγέννηση της διονυσιακής τραγωδίας» (Αναφορά, σελ. 388). Όπως, επίσης, στην Κοίμησή της η Παναγία παριστάνεται «ξαπλωμένη», «όμοια κοιμάται, για το Ν.Κ., το χινόπωρο κι η γης, η Παρθένα» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 268). Για τους λόγους αυτούς έχει απόλυτα δίκιο, για μας, ο Δ. Πόθος, όταν αναφέρει ότι «όλα τα χαρακτηριστικά της Θεοσοφίας, από τα πιο κεντρικά ως τα λεπτομερειακά, θα τα συναντήσει κανείς στο βιβλίο αυτό (δηλ. στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», όπ.π. 37) και ότι «με την πίστη στη Θεοσοφία έγινε το πρώτο βήμα στον κατήφορο της αποστασίας από τη μία Αλήθεια του Θεού και, αντίθετα, της προσφυγής σ’ ανθρώπινα εφευρήματα, υποκατάστατά της» (όπ.π. 38).
δ) Με την «απελπισία»
Ένα μαχαίρι πάρα πολύ κοφτερό για την πνευματική ζωή του ανθρώπου είναι αναμφίβολα και η βουδιστική απελπισία, που παρατηρείται όχι μονάχα στην παγανιστική Μασονία, αλλά και στο εκλεκτό μέλος της Ν.Κ., εξαιτίας της βουδιστικής μπόρας, που είχε περάσει από πάνω του και τον είχε αφήσει «εξαντλημένο και αδειανό» (Ζορμπάς, σελ.88). Μη πιστεύοντας, δηλ., στο Χριστό-Λυτρωτή, όλοι οι Μασόνοι ζουν στον κόσμο αυτό ως άθεοι, «ἐλπίδα μὴ ἔχοντες» (Εφεσ. 2, 12). Για τούτο την απελπισία συναντά ο αναγνώστης των έργων του Ν.Κ., που πίστευε σε ένα νέο Ραβί (Χριστός, σελ. 64), δηλ. στο Βούδα, σε κάθε σχεδόν σελίδα του. «Ένα καράβι είναι το σώμα μας, γράφει για τούτο στην “Ασκητική” του, που μόνο Ασκητική δεν είναι, και πλέει απάνω σε βαθυγάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε» (σελ. 25). Τόσο πολύ μεγάλη, δηλ., ήταν η επιθυμία του για το σβήσιμο της ελπίδας μέσα του, ώστε να ζητεί σε κάποια στιγμή βοήθεια και του Θεού σ’ αυτό, παρότι ο ίδιος δεν πίστευε στο Θεό των χριστιανών. «Θεέ μου», λέει στο «Φτωχούλη του Θεού», «δώσε μου τη δύναμη μια μέρα ν’ απαρνηθώ και την ελπίδα· την ελπίδα, Θεέ μου, να σε δω» (σελ. 155).
Τότε όμως, θα έλεγε κανένας, γιατί αγωνίζεσαι στη ζωή, εφόσον δεν ελπίζεις σε τίποτα;
«Πολεμούμε, γράφει στην “Ασκητική“ του ο Κ., γιατί έτσι μας αρέσει· πολεμούμε κι ας μη υπάρχει αφέντης να μας πλερώσει το μεροκάματο» (Ασκητική, σελ. 21).
Όπως είναι όμως γνωστό, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το Θεό, που χαρακτηρίζεται από τον Απόστολο Παύλο, ως «Θεός της ελπίδος» (Ρωμ. 15, 13). «Μακάριος ἀνήρ, λέγει για τούτο και ο Ψαλμωδός, οὗ ἔστι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐλπὶς αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐπέβλεψεν εἰς ματαιότητας καὶ μανίας ψευδεῖς» (39, 5). Πώς είναι λοιπόν δυνατόν, θα έλεγε κανένας, να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς το Θεό; Ο Κ. όμως, που, κατά το φίλο του Πρεβελάκη, είχε θέσει σαν βάση της κοσμοθεωρίας του τον ηρωικό πεσιμισμό (βλ. «Ο Ποιητής…», σελ. 63), δεν πίστευε στο Θεό των χριστιανών, δηλ. το «Θεό της ελπίδος», αλλά σ’ ένα Θεό που αυτός κατασκεύαζε (Ασκητική, σελ. 88), και που «δεν είναι παντοδύναμος… Δεν είναι πανάγαθος… Δεν είναι πάνσοφος» (Ασκητική, σελ. 66-67). Για το λόγο αυτό  έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μεθά «στις ταβέρνες της ελπίδας» (Αναφορά, σελ. 412). Δεν πίστευε επίσης, σε λύτρωση και σε Λυτρωτή (Ασκητική, σελ. 93-94, Αναφορά, σελ. 231), αλλά, κατά τρόπο αφύσικο και διεστραμμένο, στη λύτρωση (Αναφορά, σελ. 592). Για το λόγο αυτό δίδασκε, κατά τρόπο σατανικό, το ξερρίζωμα κάθε ελπίδας. «Νίκησε το στερνό, γράφει χαρακτηριστικά, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα» (Ασκητική, σελ. 21).
Όταν όμως ο άνθρωπος ξερριζώνει από μέσα του την ελπίδα, φθάνει στην άκρη της αβύσσου (Αναφορά, 328), όπου έφθασε και ο ίδιος ο Κ., που έλεγε το «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος» (Ασκητική, σελ. 25). Όταν πιστέψει κανένας, δηλ., στον ισχυρισμό του Κ. ότι «η ελπίδα ξευτελίζει τον άνθρωπο» (Συμπ., σελ. 31) και αρνηθεί όλες τις παρηγοριές -«θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες» (Αναφορά, σελ. 394)- τότε, κατά τη διεστραμμένη πραγματικά αντίληψή του, δεν φοβάται πλέον το Θεό ή «τη ζωή την άλλη» (Αναφορά, σελ. 421), αλλά αρχίζει να πλάθει πλέον μόνος του το θεό, όπως αυτός τον θέλει (βλ. Αναφορά, σελ. 394). Για το λόγο αυτό, όπως είναι γνωστό, εξέφρασε και την επιθυμία, ώστε να γραφεί και επάνω στην πλάκα του τάφου του το «Δεν ελπίζω τίποτα…», που είναι τελείως αντίθετο προς τις επιτάφιες επιγραφές των χριστιανών όλων των αιώνων, ενώ, κατά τη διάρκεια της ζωής, είχε εκλείψει από το εσωτερικό του κόσμο «το αγωνιστικό θάρρος», που γίνεται πηγή κάθε μεγαλείου στη ζωή (βλ. Γράμμα Γαλάτειας στο Σουηδό Γκούνορ Άντερσον). Για το λόγο αυτό χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του σαν μια στάμνα τρυπημένη, που «όλοι οι ποταμοί της γης να χυθούν μέσα της, απομένει αδειανή και διψασμένη» (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 206).
Κλείνοντας την παράγραφο αυτή, θα έλεγα μαζί με τον Ι. Κορδορούμπα ότι δεν υπάρχει σχεδόν θέση υγιής στο Ν.Κ., γιατί όλα τα διαποτίζει στα έργα του η υγρασία της άρνησης και του μηδενισμού (Πρβλ. Ι. Κορδορούμπα, όπ.π., 10). Όλα τα έργα του Κ. χαρακτηρίσθηκαν για τούτο από το φίλο του Πρεβελάκη ως «ένα βουνό χαλάσματα» (Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, σ. 186), από τα οποία το πιο ανέλπιδο είναι  η Οδύσσεια, ή ακριβέστερα η χωρίς Ιθάκη Οδύσσεια, που δίκαια χαρακτηρίσθηκε «σαν ένα τερατώδες μνημείο απελπισίας» (Βλ. Ν. Βρεττάκου, Ο Καζαντζάκης, σελ. 545), εφόσον δημιουργεί μονάχα ναυάγια στη ζωή.
ε) Με τις βλάσφημες εκφράσεις
Ένα από τα πιο σκληρά μέσα του Κ., για το ξερρίζωμα της χριστιανικής πίστης ήταν και οι βλάσφημες εκφράσεις, που παρατηρούνται σε όλα τα έργα του και που, κατά τρόπο αντινομιστικό, δεοντολογούνται και δικαιολογούνται.
Οι βλάσφημες εκφράσεις του Κ., δηλ., που αναφέρονται γενικότερα στο Θεό ή στο πρόσωπο του Χριστού και ειδικότερα στα πρόσωπα της Παναγίας, του αγίου Μηνά, κ.ο.κ., είναι τόσο πολλές, ώστε να υπενθυμίζουν το φρέαρ της αβύσσου, από το οποίο εξήλθε καπνός, «ως καπνός καμίνου καιομένης», που εσκότισε τον ήλιο (Αποκ., σελ. 9, 2), ή τον Αντίχριστο, που, σύμφωνα με τα λόγια της Αγίας Γραφής, «ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ εἰς βλασφημίαν πρὸς τὸν Θεόν» (Απ., σελ. 13,6).
Όταν αναφέρεται, δηλ., στο Θεό, τον παρουσιάζει άλλοτε σαν ελέφαντα (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 156), άλλοτε σαν ανθρωποφάγο (Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 308), αίτιο όλων των κακών (Αναφορά, σελ. 270), αφιλότιμο (Οδυσ. Ε., σελ. 170-178), Χατζηαβάτη ανήλεο (Αναφορά, σελ. 315), αιμοβόρο (Αναφορά, σελ. 316-317), κοκορόμυαλο (Ζορμπάς, σελ. 164), άδικο (Αναφορά, σελ. 227), πανούργο (Αναφορά, σελ. 344), «ουράνιο τέρας» (Ρουσία, Διφρ. 1956, σελ. 275) κ.ο.κ., ενώ τον εαυτό του τον παρουσιάζει σαν σκορπιό, που σηκώνει την ουρά του με το πιο φοβερό φαρμάκι, για να «φάει» το Θεό (Σοδ., σελ. 439). Από την παιδική του ηλικία άλλωστε, όπως διηγήθηκε ο ίδιος στον Πρεβελάκη, είχε σηκώσει τη γροθιά του απειλητικά προς τον ουρανό (Βλ. Λ. Ζωγράφου, όπ.π. σελ. 161).
Όταν αναφέρεται ιδιαίτερα στο πρόσωπο του Χριστού, που βλέπει μονάχα σαν άνθρωπο και μάλιστα, αμαρτωλό(!), χύνει όλο το δηλητήριο του μίσους του, χαρακτηρίζοντας Αυτόν πάντοτε βλάσφημα όχι μονάχα ως «νεραϊδοπαρμένο κι αχαΐρευτο» (Τελευταίος Πειρασμός, σελ. 32, 36), αλλά και «τρελλό» (Τελευταίος Πειρασμός, σελ. 311), «δειλό», «μπάσταρδο» (Καπετάν Μιχάλης, σελ. 198) και γενικότερα παθιασμένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ζητεί βοήθεια από τον Ιούδα (Τελευταίος Πειρασμός, σελ. 411, 386, 408, 412). Το άκρο άωτο των βλασφημιών αυτών, όμως αναφέρονται ασφαλώς, στις δήθεν σχέσεις του Χριστού με τη Μαγδαληνή Μαρία (όπ.π. σ. 34-35, 147), που συνετέλεσαν, ώστε να χαρακτηρισθεί δίκαια ως ο μεγαλύτερος βλάσφημος συγγραφέας όλων των αιώνων και από το Δ. Καραχάλιο, ως «ο μεγαλύτερος αντίχριστος της παγκοσμίου λογοτεχνίας όλων των αιώνων» (Ορθόδοξος Τύπος, 8ης Αυγούστου 1997). «Από τους κρατήρες που προκαλεί η απιστία του, γράφει για τούτο χαρακτηριστικά και ο Ι. Κορδορούμπας, εκτινάσσεται με δύναμη η καυστική λάβα των φρικτών του βλασφημιών κατά του προσώπου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της πανάγνου και αειπαρθένου Μητρός Του, που όμοιές των μόνον ο Σατανάς θα μπορούσε να εμπνευσθή» (Ο Καζαντζάκης ως διανοούμενος και συγγραφεύς, Αθήναι 1976, σελ. 10).
Με την ίδια μανία καταφέρεται, όπως είδαμε, και κατά του προσώπου της Παναγίας, που στον Καπετάν Μιχάλη την τοποθετεί στην ίδια θέση με τη φοράδα του Καπετάν Πολυξίγκη.
«Δίνεις εσύ τη φοράδα σου, λέγει, Καπετάν Πολυξίγκη;… Όχι· ε λοιπόν, μήτε κι εγώ την Παναγία μου» (Καπετάν Μιχάλης, σελ. 95).
Για να μη αναφέρουμε όμως, τις χιλιάδες βλαστήμιες, που παρουσιάζονται στα έργα του Ν.Κ., θα λέγαμε τελικά ότι την ακατάσχετη τάση που είχε για τη βλαστήμια από μικρό παιδί (που είχε σηκώσει τη γροθιά του προς τον ουρανό) την παραδέχεται και ο ίδιος, αλλά την αποδίδει στο Σατανά ή στο Χριστό, που χαρακτηρίζει «Άγιο Βλασφημίωνα»! «Μια φοβερή υποψία, γράφει για τούτο στην Αναφορά, έσκισε το νου μου: μπας και με σπρώχνει και μένα ο Άγιος αυτός Βλασφημίων να βλαστημώ;» (Αναφορά, σελ. 302).
Ύστερα από τα πιο πάνω, θα μπορούσαμε να πούμε βάσιμα ότι οι βλάσφημες εκφράσεις στα έργα του Ν.Κ., είναι τόσο πολλές, ώστε να χαρακτηρίζεται δίκαια ως υπηρέτης του σατανά, εφόσον κατά το Δ. Πόθο «εργάστηκε τις περισσότερες φορές έργο σατανά» (Ν. Καζαντζάκης, Αθήναι 1978, σελ. 127). Η μεγαλύτερη βλαστήμια του, δηλ., είναι αναμφίβολα η αναφερόμενη στο Πνεύμα το Άγιο, εφόσον μέχρι και τις τελευταίες της ζωής του στιγμές παρέμενε αμετανόητος και αδιόρθωτος. Για τούτο είχε δίκαιο, για μας, ο Ι. Κορδορούμπας, όταν έγραφε ότι ο Κ. «Έγραψε αποκλειστικώς και μόνο έργα αντιχριστιανικά και ο μοναδικός σκοπός του ήταν όχι απλώς να κλονίση την πίστι, αλλά κυριολεκτικώς να γκρεμίση και να ξεθεμελιώση τη θρησκεία του Χριστού» (Ο Καζαντζάκης ως διανοούμενος και συγγραφεύς, εκδ. Γ’, Αθήναι, σελ. 36).
Κεφ. Β’. Η προβολή των μασονικών αρχών του
Ο κύριος σκοπός του Νικολάου Καζαντζάκη, όμως, δεν ήταν το γκρέμισμα του Χριστιανισμού, αλλά η θεμελίωση της δικής του ειδωλολατρικής θρησκείας, που στην πραγματικότητα ταυτιζόταν με τις επιδιώξεις της Μασονίας. Όλες οι αρχές της μασονίας, δηλ. (συγκρητισμός, ορθολογισμός, φυσιολατρεία κ.λπ.), προβάλλονται στα έργα του Ν.Κ. με τόση δύναμη, ώστε να είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν εύστοχα ως «Ευαγγέλιο της Μασονίας», ο δε Ν.Κ. ως ο κατ’ εξοχήν εκφραστής και απόστολος της νέας αυτής «θρησκείας». Για τις κυριότερες από τις αρχές αυτές γίνεται λόγος ειδικότερα πιο κάτω.
α) Ο συγκρητισμός
Το χειρότερο, ίσως, κακό στο Ν.Κ. δεν ήταν οι φρικτές βλαστήμιες, που προκαλούν την αντίδραση στις καρδιές των πιστών, αλλά ο σατανικός συγκρητισμός του, δηλ. το μπέρδεμα που συστηματικά επιχείρησε, ώστε να αποπροσανατολίσει σιγά-σιγά τους αναγνώστες του από την ορθόδοξη αλήθεια.
Το μπέρδεμα αυτό, δηλ. αναφέρεται πρωταρχικά στο Θεό και το σατανά. «Φώναζα πότε το Θεό, λέγει χαρακτηριστικά στο Φτωχούλη του Θεού, πότε το Σατανά, όποιος και νάναι από τους δυο τους να προβάλει» (σελ. 36), γιατί, γι’ αυτόν, «δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το Θεό από το Δαίμονα» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 135) ή ακριβέστερα γιατί, γι’ αυτόν, «Θεός και ο διάβολος είναι ένα» (Ζορμπάς, σελ. 279).
Κατά παρόμοιο, θα έλεγε κανένας, τρόπο με τον πιο πάνω ο Κ. μπερδεύει το Χριστό με το Βούδδα, με τον Αντίχριστο και με τους θεούς της Ελλάδας, εφόσον, γι’ αυτόν, ο Χριστός, όπως ακριβώς και για τη Μασονία, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένας μεγάλος μύστης.
«Ο Χριστός, γράφει χαρακτηριστικά στην Αναφορά του στο Γκρέκο, έκρυβε μέσα του, βαθειά χωμένο, το σπόρο του Βούδδα» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 480).
Ο Αντίχριστος για το Ν.Κ. υποφέρει, όπως και ο Χριστός (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 382), γιατί, γι’ αυτό, «έσμιξαν» (όπ.π.).
«Ήρθε ο καιρός, γράφει για τούτο στο τελευταίο έργο της ζωής του, να κάμουμε το Χριστό… ν’ αφομοιώσει τους δυνατούς χαρούμενους θεούς της Ελλάδας. Ήρθε ο καιρός ο Ιουδαίος Χριστός να γίνει Έλληνας» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 250), δηλ. ειδωλολάτρης.
Για να κτυπήσει μάλιστα, πιο καίρια το μυστήριο της θεανθρωπότητας του Χριστού, γράφει με σατανική πονηριά στον «Τελευταίο Πειρασμό» ότι δήθεν «Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος» (σελ. 9).
Από το μπέρδεμα αυτό Θεού και Σατανά ή Χριστού και Βούδδα, ο Ν.Κ.  έρχεται τελικά «φυσιολογικά» και στο μπέρδεμα προσευχής και βλαστήμιας, αρετής και κακίας, αλήθειας και ψευτιάς, Παραδείσου και Κόλασης, κ.ο.κ., για να αποδεικνύεται ότι το σκοτάδι, που υπήρχε στο μυαλό του, το έβλεπε σατανικά σαν φως.
«Πότε βλαστημούσα, γράφει για το λόγο αυτό στο Φτωχούλη του Θεού, πότε τό ‘ριχνα στο Κύριε ελέησον» (Αθήναι 1964, σελ. 14).
«Έξι μέρες του Διαβόλου, γράφει και στον Καπετάν Μιχάλη, μια του Θεού, άναβε λαμπάδα και στους δυο, για να ‘σαι μέσα» (Καπετάν Μιχάλης, σελ. 91).
«Κι η Κόλαση, λέει με το στόμα του “αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης”, τίποτ’ άλλο δεν είναι, παρά ο προθάλαμος της Παράδεισος» (Ο Φτωχούλης του Θεού, 322).
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι, όπως στη Μασονία, που, κατά τον Π. Τρεμπέλα, «σύγκειται εξ όλων των θρησκειών του κόσμου» (Ο Μασον., σελ. 118), Θεός ή Σατανάς ή Έρωτας «το ίδιο πράγμα είναι» (P. Naudon, Ο Ελευθεροτεκτονισμός, μετ. Γ. Ζωγραφάκη, Αθήναι 1966, σελ. 94), έτσι ακριβώς και στον Κ. «Έρωτας, Θάνατος, Θεός… είναι ένα» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 171). Όπως στο Μασονισμό, δηλ., μπερδεύονται οι αλήθειες με τους μύθους, έτσι ακριβώς και ο Ν.Κ. μπέρδευε εσκεμμένα «αλήθειες με ψευτιές» (Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. ογ) κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη ξέρει τελικά ούτε ο ίδιος να τα διαχωρίζει. Για τους λόγους αυτούς είχε δίκιο, κατά τη γνώμη μας, ο π. Ιωάννης Βράνος, όταν έγραφε ότι ο Κ. «έφυγε όξω από τα σύνορα της πατρίδος μας, και μάζωξε του κόσμου τις αρρώστιες, γυρίζοντας σ’ Ευρώπη κι Ανατολή» (όπ.π.6).
β) Ο ορθολογισμός
Ένα άλλο  βασικό δόγμα της Μασονίας, που διακρίνεται ολοκάθαρα και στο Ν.Κ., είναι ο ορθολογισμός. Όπως, δηλ. στη Μασονία ο ορθός λόγος, που θεοποιείται, λατρεύεται (Βλ. Χ. Καλύβα, Εβραϊσμός και Τεκτονισμός, Αθήναι 1955, σελ. 143), κατά παρόμοιο τρόπο και από το Ν.Κ. ο νους του ανθρώπου χαρακτηρίζεται ως μεγαλοδύναμος Θεός. Για τούτο βεβαιώνει, ότι «άμα σβύση ο νους, όλα, ουρανός και γη, αφανίζονται» (Ασκ., σελ. 11).
Η ζωή, δηλ., για το Ν.Κ. μοιάζει με ένα καράβι, που πλέει στα βαθυγάλαζα νερά, έχοντας σαν κυβερνήτη και θεό το νου του ανθρώπου. (Βλ. Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 569. Πρβλ. Ασκ., σελ. 25). Διαστρέφοντας μάλιστα, για πολλοστή φορά τα πράγματα κατά τρόπο βλάσφημο, παρουσιάζει το δήθεν Θεό-Νου να γεννά, «σαν της γης γυναίκα», το γιο Λόγο (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 557, 542, κ.ά.). «Αχ, να μπορούσα, συλλογιζόμουν, λέγει στη συνέχεια, στο Λόγο αυτό να σαρκώσω όλες τις αγωνίες μου, όλες τις ελπίδες μου, κι όταν θ’ ανοίξω την πόρτα της γης, να φύγω, ν’ αφήσω πίσω μου έναν τέτοιο γιο!» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 557).
Σαν θεός-Λυτρωτής δε παρουσιάζεται ο νους του ανθρώπου σε όλα τα έργα και ιδιαίτερα στην «Οδύσσεια»  του Ν.Κ. «Ο νους μου ανέβηκε, γράφει, στην πιο αψηλή κορφή της γης και ξέρει -εγώ ‘μαι ο λυτρωτής και λύτρωση του κόσμου δεν υπάρχει» (Οδύσσεια, σελ. 650, Ραψωδία Σ, σελ. 504-505).
Σαν θεός παρουσιάζεται ο νους του ανθρώπου και στο Φτωχούλη του Θεού με το στόμα μάλιστα του «αγίου» Φραγκίσκου της Ασσίζης: «Φράτε Λεόνε, λέγει σε κάποια στιγμή ο “άγιος” Φραγκίσκος, το  κορμί του ανθρώπου είναι η Κιβωτός της Διαθήκης, και μέσα του ταξιδεύει ο Θεός» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 250), δηλ., ο νους του ανθρώπου.
Η θεοποίηση, όμως, αυτή του νου του ανθρώπου και ιδιαίτερα του νου του ίδιου του Ν.Κ., που τοποθετούσε τον εαυτό του στη θέση του Θεού, έκανε χείριστη εντύπωση στην πρώτη σύζυγό του Γαλάτεια, που έγραψε αργότερα χαρακτηριστικά ότι «οι αγαθοί… άνθρωποι μεταβάλλουν αδιάκοπα τη ζωή και την χτίζουν, λιθάρι το λιθάρι, την ώρα που οι υπεράνθρωποι (εδώ εννοεί προφανώς και τον Ν.Κ.), μακρυά από τις κοινές έννοιες, συνεχίζουν το μάταιο και αδειανό διάλογό τους με τους θεούς, που οι ίδιοι φτιάνουν, και οι ίδιοι καταλιούνε, σαν τα παιδιά τους πύργους τους με χαρτάκια» (Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι, Θεσσαλονίκη, 267).
γ) Η φυσιολατρεία
Βασικό γνώρισμα της Μασονίας και του Ν.Κ. είναι και η μελέτη και έρευνα των καλλονών της φύσης, που παίρνει και αυτή τη μορφή της λατρείας, εφόσον και αυτή η φύση θεοποιείται και λατρεύεται ως θεότητα. Στον Τεκτονισμό, δηλ. η Φύση λατρεύεται κάτω από το όνομα του Αιγυπτιακού θεού Όσιρι, που συμβολίζει «την τάξη και την αρμονία στο Σύμπαν» (P. Naudon, όπ.π. 77-78), ενώ στο Ν.Κ. η Φύση παρουσιάζεται ως ανώτερη από τον Παράδεισο των χριστιανών και ταυτόσημη με τη θεότητα. «Τι ‘ναι ο κόρφος του Αβραάμ, γράφει χαρακτηριστικά, και τ’ άυλα εκτοπλάσματα του χριστιανικού Παραδείσου, μπροστά στην ελληνική τούτη, καμωμένη από νερό, πέτρα και δροσερό μελτέμι, αιωνιότητα;» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 561-562). Η Φύση, με άλλα λόγια, είναι για το Ν.Κ. το «παραπέτασμα» εκείνο, που είχε ζωγραφίσει κάποιος ζωγράφος, και που στην πραγματικότητα ταυτίζεται με την εικόνα, δηλ. με το Θεό (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 562). «Αλήθεια, βεβαιώνει για τούτο, αυτός θα ‘ναι ο Θεός, το κεντημένο με ανθούς, πουλιά, ανθρώπους, παραπέτασμα· δεν είναι ο κόσμος ετούτο το φόρεμά του (δηλ. του Θεού), όπως μια φορά θαρρούσα, είναι αυτός ο ίδιος μορφή και ουσία είναι ένα» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 563). «Τόσα χρόνια, γράφει για τον ίδιο λόγο, ζητούσα το Θεό και δεν έβλεπα πως (αυτός ο Θεός που ζητούσα, δηλ. η Φύση) ήταν μπροστά μου» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 563).
Στη θεότητα αυτή ο Ν.Κ. αφιερώνει στην πραγματικότητα τη λατρεία όλων των ηρώων των έργων του, εκφράζοντας, όπως είναι ευνόητο, τις δικές του παγανιστικές αντιλήψεις. Στην καρδιά του αγίου της Δύσης Φραγκίσκου, για παράδειγμα, υπήρχε κατά το Ν.Κ. «ο ύμνος στον αδελφό μας τον Ήλιο (που εδώ θεοποιείται), στις αδερφάδες μας Σελήνη, τη Θάλασσα, τη Φωτιά» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 451, 452).
Αντί για την ίδια τη Φύση όμως, που έβλεπε μπροστά του σαν θεότητα (όπ.π.), σε άλλες στιγμές λάτρευε πανθεϊστικά τους νόμους της Φύσης ή την αρμονία, όπως ακριβώς και οι Μασόνοι όλου του κόσμου, που διακρίνονται πάντοτε για τη Φυσιολατρεία τους. «Ζεύτηκα στην αιώνια ρόδα κι εγώ, λέγει για τούτο, σαν πιστός Ινδουιστής μάλλον ή πανθεϊστής, μαζί με τα πουλιά και με τ’ άστρα, κι ένοιωθα θαρρώ, για πρώτη φορά ποια η αληθινή λευτεριά: να μπεις στο ζυγό του Θεού, θέλω να πω της αρμονίας» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 563). Για τούτο αμαρτία γι’ αυτόν είναι το να «χαλνάει (κανένας) την αρμονία» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 561), που «υψώνεται ανάμεσα στους αντιμαχόμενους κομματιασμένους ήρωες της σημερινής τραγωδίας» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 542).
Από τη λατρεία της Φύσης, όμως δεν έμεινε ικανοποιημένη ουσιαστικά η ψυχή του Κ. Για τούτο ο ίδιος ο Κ. παρομοίαζε, όπως είπαμε, την ψυχή του ανθρώπου, παίρνοντας παράδειγμα από τον εαυτό του, με μία στάμνα τρυπημένη, που μένει πάντα αδειανή, έστω και αν χυθούν μέσα της όλοι οι ποταμοί της γης (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., σελ. 206). Εξαιτίας των πιο πάνω και γενικότερα όλων των αιρετικών απόψεων του Κ. έλεγε χαρακτηριστικά ο εμβριθέστατος ερευνητής των έργων του Ι. Κασσομενάκης, ότι «αλλοίμονο στα παιδιά του ελληνικού λαού, που θα πέσουν στα χέρια διδασκάλων, εμπνεόμενων από τα αντιχριστιανικά έργα του Κρητικού αυτού συγγραφέα» (Ο Καζαντζάκης και η κοσμοθεωρία του, Ν. Υόρκη 1988, σελ. 226).

δ) Το «κατά φύσιν» ζην ή ο αμοραλισμός
Αποτέλεσμα της άκρατης φυσιολατρείας των Μασόνων είναι και η «φυσική» ηθική ζωή τους. Σαν γνήσια παιδιά της Φύσης, δηλ., οι Μασόνοι ζουν πάντοτε «κατά φύσιν», εφαρμόζοντας την ηθική ζωή των ενστίκτων τους ή ακριβέστερα των ζώων, μη θέτοντας «ουδένα περιορισμό» και στο σημείο αυτό στη ζωή τους, γιατί η φυσική ζωή, κατ’ αυτούς, «εξευγενίζει τον άνθρωπον, εξευγενίζει το ήθος τους και ευρύνει την νοητικήν του ικανότητα, ωθούσα αυτόν διαρκώς εις την μεγάλην λεωφόρον του ανθρωπισμού» (Π. Τρεμπέλα, Μασονία, σελ. 129).
Τη «φυσική» αυτή ηθική, που, κατά το Ν. Ψαρουδάκη, «εφαρμόζουν τα ζώα» (Σκοτειναί δυνάμεις και Χριστιανισμός, Αθήναι 1966, σελ. 47), ζούσε και συνιστούσε πάντοτε και ο Νίκος Καζαντζάκης, που άλλοτε παρουσιάζει τον εαυτό του ως συνουσιαζόμενο με μία Ιρλανδέζα μέσα σ’ ένα ταπεινό εκκλησάκι, ενώ «από το ταπεινό τέμπλο τους κοίταζαν ο Χριστός και η Παρθένα» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 156-157), άλλοτε διαζωγραφίζει το φανταστικό ταβερνάκι του Κυρηναίου Σίμωνα, «όπου οι Άγιοι Απόστολοι, κατά την αρρωστημένη φαντασία του, γλεντοκοπούσαν με σαχλά ευφυολογήματα» (Τελευταίος Πειρασμός, σελ. 297-300), άλλοτε βεβαιώνει ότι η ελπίδα του ανθρώπου δε βρίσκεται στο κεφάλι, ούτε στην καρδιά, αλλά «παρακάτω» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 518) κ.ο.κ.
«Αν με ρωτήσεις, γράφει στο Ζορμπά, ποιος είναι ο δρόμος του Θεού, θα σου έλεγα ο δρόμος που πάει στη Μαρία. Μαρία είναι η χήρα» (Ζορμπάς, σελ. 145). Ο ιδανικός τύπος, δηλ., του Ν.Κ. ήταν, σύμφωνα με δικές του διαβεβαιώσεις, ο φίλος του ο Ζορμπάς, που χαρακτηρίζεται ως «εξαίσιος φαγάς, πιοτής, δουλευταράς, γυναικάς κι αλήτης» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 552). Ο Θεός βέβαια, στον οποίο πίστευε ο Ν.Κ., ήταν στην πραγματικότητα η Φύση ή ο ίδιος ο εαυτός του. Για τούτο ήθελε να χτίζει μαζί με το πρότυπό του, το Ζορμπά, ένα μοναστήρι «χωρίς Θεό, χωρίς διάολο, με λεύτερους (από κάθε ηθική) ανθρώπους», στο οποίο τα κλειδιά θα τα κρατούσε ο θαυμαζόμενος από αυτόν Ζορμπάς (Ζορμπάς, σελ. 352).
Όταν όμως ο άνθρωπος δεν πιστεύει στο Θεό, τότε, κατά τη διαβεβαίωση του Ντοστογιέφσκυ, «τα πάντα επιτρέπονται». Αυτό ακριβώς γίνεται για τούτο φανερό σε πολλά σημεία των έργων του Κ. Στο έργο του, δηλ. «Σόδομα και Γόμορα» παρουσιάζει για τούτο έναν Άγγελο διαστρέφοντας τελείως τη διήγηση της Αγίας Γραφής, που φλέγεται δήθεν από επιθυμία για τις κόρες του Λωτ, ενώ στη συνέχεια υποκύπτει στις λάγνες επιθυμίες της διεφθαρμένης βασίλισσας» (Σόδομα και Γόμορα, σελ. 426).
Σε άλλα έργα του πάλι δικαιολογεί την πορνεία, ακόμη και μεταξύ των συγγενών, δηλ. την προσωρινή άρση της κοινωνικής δήθεν συμβατότητας (βλ. Ι. Κορδ., όπ.π., σελ. 59), εφόσον θεός, γι’ αυτόν, ήταν η σαρκολατρεία. «Ανάμεσα στα σπλάχνα μου, έγραφε για το λόγο αυτό, χλιμιντράει ένας θεός όμοιος με μένα, πανάρχαιος, όλος τρίχα, μουκανητό και λάσπη» (Συμπόσιο, Αθήνα 1971, σελ. 45).
Ο αμοραλισμός του Ν.Κ. όμως, πέρα από τα όσα αναφέραμε, σε πολλές περιπτώσεις διδάσκεται και έμμεσα με τη θεωρία της αποκατάστασης των πάντων ή γενικώτερα των αντινομισμό. Για τούτο με πολλή πονηριά διδάσκει με το στόμα του «αγίου» Φραγκίσκου της Ασσίζης, ότι και οι αμαρτωλοί θα φτάσουν μία μέρα κοντά στο Θεό με τον τέλειο αμοραλισμό. «Ακολουθούν κι αυτοί το δρόμο τους, φράτε Λεόνε, λέγει σε κάποια στιγμή ο άγιος Φραγκίσκος στον υποθετικό σύντροφό του Λέοντα, για να φτάσουν στο Θεό· εμείς από τη φτώχεια και τη παρθενιά, αυτοί από το μπόλικο φαΐ και το αγκάλιασμα» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 152). Όταν όμως διδάσκει ότι «όλες οι αμαρτίες θα σβηστούν» και ότι «όλοι οι αμαρτωλοί θα σωθούν κι ο Σατανάς το ίδιο» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 322) είναι φανερό ότι οδηγεί στον τέλειο αμοραλισμό, κατά τον οποίο πιστεύουν ότι «και η Κόλαση τίποτ’ άλλο δεν είναι, παρά ο προθάλαμος της Παράδεισος» (όπ.π.).
Για τους πιο πάνω λόγους σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ν. Τυπάλδος, ότι «πλημμυρίζει ο αέρας πτωμαΐνη, όντας υποχρεωμένος να επιχειρήσει… το περιδιάβασμα του κόσμου της αλαζονείας του τραγικού αυτού λογοτέχνη» (Ν. Καζαντζάκης, Αθήναι, 1989, σελ. 94-95)
ε) Η μυθολογία
Σε κάθε προσεκτικό μελετητή των έργων του Ν.Κ. γίνεται φανερή η έξαρση της Μυθολογίας έναντι της Ιστορίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον Τεκτονισμό. Όπως, δηλ., εξαίρεται στη Μασονία ο μύθος του Χιράμ, κατά παραποίηση των διηγήσεων της Π. Διαθήκης, για την κατασκευή του ναού του Σολομώντα, κατά παρόμοιο τρόπο εκθειάζεται και από το Ν.Κ., που σύμφωνα με την άποψη της δεύτερης γυναίκας του, είχε το χάρισμα του παραμυθά (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., σελ. 147), ο μύθος πιο πολύ από κάθε αλήθεια.
–«Υπάρχει, ρωτάει ο ίδιος, τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια;»
–«Ναι, απαντά ο ίδιος, το παραμύθι· αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 567).
Στις μασονικές στοές άλλωστε γίνεται, όπως είναι γνωστό, λόγος όχι μονάχα για τη Μυθολογία των Ελλήνων, αλλά και για τις μυήσεις των αρχαίων Μυστηρίων, από τις οποίες παρέλαβαν πολλά στοιχεία. Για τέτοιες ακριβώς Μυθολογίες γίνεται πολλές φορές λόγος και από το Ν.Κ., που σαν πιστό μέλος του Τεκτονισμού που ήταν, γράφει και τα εξής:
«Στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες οι ήρωες δεν ήταν παρά τα σκορπισμένα μέλη του Διόνυσου, που συγκρούονταν μεταξύ τους…, γιατί ήταν κομμάτια, αντιπροσώπευε ο καθένας ένα μέρος μονάχα της θεότητας, δεν ήταν ακέραιος θεός· ο ακέραιος θεός, ο Διόνυσος, στέκονταν αόρατος στο κέντρο της τραγωδίας και κυβερνούσε τη γένεση, την εξέλιξη και την κάθαρση του μύθου. Για τον μυημένο θεατή, τα σκόρπια αλληλομαχόμενα μέλη του θεού έχουν  κιόλας μυστικά εντός του σμίξει και συμφιλιωθεί κι έχουν συνθέσει το ακέραιο σώμα του Θεού· έχουν γίνει αρμονία» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 542). Το ίδιο ακριβώς πρέπει να γίνεται, κατά το Ν.Κ., που, κατά δική του ομολογία, ανακάτευε «αλήθειες και ψευτιές» (Βλ. Πρεβελάκη, «400 Γράμματα», σελ. ογ), και «ανάμεσα στους αντιμαχόμενους κομματιασμένους ήρωες της σημερινής τραγωδίας» (όπ.π.).
Με τη βοήθεια του παραμυθιού, με άλλα λόγια, ο Κ. έδινε στις διηγήσεις του το νόημα που αυτός κάθε φορά ήθελε, οδηγώντας τους αναγνώστες του στο βουδιστικό «Παράδεισο της ανυπαρξίας, όπου σβήνουν μαζί με τους πόθους κι οι πόνοι, μαζί με τα όνειρα και οι καημοί…» (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., σελ. 149).
Από την ευρύτατη, όμως αυτή χρήση του μύθου γίνεται φανερό, ότι ο Κ. στην πραγματικότητα δεν πατούσε ποτέ σε σταθερό «έδαφος» στα θέματα της πίστης και της σωτηρίας και γενικώτερα της ζωής. Για το λόγο αυτό έχει δίκιο, κατά τη γνώμη μας, ο Γ. Βαλέτας, όταν αναφέρει, ότι ο Ν.Κ. «από λογοτεχνική πλευρά στέκει σαν αδρή, γεμάτη χυμούς αφήγηση, αλλά κλονίζεται στη σύλληψη σωστών τύπων και μορφών, ανακατεύοντας τα πιο ανομοιογενή και αντιφατικά στοιχεία…» (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., σελ. 353). Μπερδεύοντας με άλλα λόγια τα μασονικά ψεύδη και τους μύθους με κάποιες παραποιημένες χριστιανικές αλήθειες, ο Κ. δε διέστρεψε μονάχα τις αλήθειες του Χριστού, αλλά «αναποδογύρισε» κυριολεκτικά το Ευαγγέλιο (Ι. Βράνου, όπ.π., σελ. 161), σαν νέος Μωάμεθ, κάνοντας εν γνώσει του έργο σατανά.
στ) Η μετενσάρκωση
Ένα βασικό κεφάλαιο της Μασονίας, που αποτελεί συνονθύλευμα όλων των ανθρώπινων φιλοσοφιών της γης, είναι και η Ινδουιστική δοξασία της μετενσάρκωσης, στην οποία πίστευε αδιαμφισβήτητα και ο Ν.Κ.
«Και τώρα μάχεται (ο Βούδας), γράφει χαρακτηριστικά για το θέμα αυτό, να θυμηθεί τα κορμιά που πέρασε, τι ζώο ήταν, τι θεός ήταν, προτού να πατήση τη γης, φορώντας το στερνό του κρανίο -- το κρανίο του Γαουτάμα (Βούδας, σελ. 658). Από τα πιο πάνω γίνεται φανερό ότι κατά το Ν.Κ. στον τροχό των γεννήσεων (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 416) και τον κύκλο των μετενσαρκώσεων λαμβάνουν μέρος όχι μονάχα οι άνθρωποι, που μπορούν να φερθούν καλύτερα «σε (μια) άλλη ζωή» (Ζορμπάς, σελ. 155), αλλά και οι χαρακτηριζόμενοι ως θεοί.
Σύμφωνα με κάποια άλλα χωρία των έργων του μάλιστα, στον κύκλο αυτό περιλαμβάνονται και τα ζώα και τα φυτά, από τα οποία εξελικτικά και κατόπιν μετενσαρκώσεων προήλθε κατά το Ν.Κ. ο άνθρωπος. «Αγάπα, λέγει για τούτο, κατά τρόπο υπενθυμίζοντα το μασονικό Δεκάλογο των Προσκόπων, τα ζώα και τα φυτά, γιατί ήσουνα συ» (Ασκητ., σελ. 83).
Στο άκρο άωτο της ασέβειας, όμως, φθάνει ο Κ., όταν  στον κύκλο αυτό των μετενσαρκώσεων συμπεριλαμβάνει και τον ίδιο τον Κύριο, που βλέπει πάντοτε σαν άνθρωπο και μάλιστα αμαρτωλό.
«Ξέρω, γράφει στον Τελευταίο Πειρασμό, είπε ο Ιησούς χαμογελώντας· μια φορά ήμουν κι εγώ γυναίκα, σε άλλη ζωή, και ύφαινα» (σελ. 280).
Για να βγει ένας άνθρωπος από τον κύκλο αυτό των μετενσαρκώσεων, πρέπει, κατά το Ν.Κ., που σύμφωνα με τη μαρτυρία της κουνιάδας του Έλλης, σχεδίαζε κάθε τόσο τον ουροβόρο όφι της Μασονίας, δηλ., το σύμβολο των διαρκών μετενσαρκώσεων (Για να γίνει μεγάλος, σελ. 85), να υψωθεί πάνω από την «πεθυμιά» και την ελπίδα. «Υψώστε το νου σας, γράφει και στην Αναφορά του στο Γκρέκο, απάνω από την πεθυμιά  και την ελπίδα -και τότε, ζωντανοί ακόμα, μπορείτε να μπείτε στη μακαριότητα της ανυπαρξίας. Και με το μπράτσο σας θα σταματήσετε τον τροχό των γεννήσεων» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 416).
Από τα πιο πάνω γίνεται φανερός ο άμεσος επηρεασμός του Κ. από το Βουδισμό, στον οποίο «η ιδέα της μετενσωματώσεως αποτελεί βασικόν δόγμα» (ΘΗΕ 8, 1073), και από τις θρησκευτικές δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων, που εγκολπώθηκε, όπως είναι γνωστό, η σύγχρονη μορφή της αρχαίας ειδωλολατρείας, δηλ. η Μασονία.
ζ) Η χρήση της Μαγείας
Ένα άλλο κοινό σημείο της Μασονίας και του Νικολάου Καζαντζάκη ήταν και η χρήση της Μαγείας. Στη Μασονία, δηλ., γίνεται χρήση της Μαγείας, εξαιτίας του εωσφορισμού της και γενικότερα των δαιμονικών δυνάμεων, τις οποίες πιστεύουν και προσκυνούν, για να έχουν τις απολαύσεις και τις δόξες της γης αυτής. Η χρήση, άλλωστε, αυτή γίνεται φανερή από πολλές εκδηλώσεις των Μασόνων και μάλιστα, από τις σχέσεις τους με γνωστούς μάγους της Ιστορίας (Καλλιόστρο κ.λπ.), από την ευρύτατη χρήση του βιβλίου του εβραϊκού μυστικισμού, δηλ. της Καβάλλας, από τη μαγική των αριθμών και την αριθμολογία, γύρω από τα οποία ενδιατρίβουν, και μάλιστα από τις προσευχές, που απευθύνουν προς τον αγαπητό σ’ αυτούς Εωσφόρο, που στην πραγματικότητα λατρεύουν ως θεό.
«Ελθέ, λέγουν σε μια από τις προσευχές αυτές, ω Εωσφόρες, ελθέ… Συ, τον οποίον οι ιερείς εσυκοφάντησαν! Συ, τον οποίον οι ιερείς καταδίκασαν! Ελθέ! Ελθέ, να σ’εναγκαλισθώμεν, να σε σφίξωμεν εις τας αγκάλας μας…» (Leo Taxil, Τα μυστήρια των Μασόνων, σελ. 373-374).
Στη χρήση της Μαγείας όμως κατέφυγε πολλές φορές και ο Ν.Κ., αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά τη μασονική ιδιότητά του. Το 1907, δηλ., που έγινε μέλος της Μασονικής Στοάς των Αθηνών (Πρεβελάκη, Τα 400 γράμματα, σελ. 4), κατέφυγε σε μία μάγισσα, που τον διαβεβαίωσε ότι θα ζήσει δήθεν 84 χρόνια, γιατί, κατά την Έλλη Αλεξίου, αυτό «πίστευε σταθερά» (Για να γίνει μεγάλος, σελ. 390), δηλ. πίστευε σταθερά στα μάγια. Τον γοήτευαν, δηλ. πάντοτε «οι ψυχικές καταστάσεις, που μετέχουν της μαγείας και του φανταστικού» (όπ.π., σελ. 336). Για τούτο βεβαιώνεται και πάλι από την αδελφή της πρώτης γυναίκας του ότι «Μέσα σ’ όλα τα υλικά, που μαζεύει με μανία είναι λόγου χάρη οι γητειές και τα ξόρκια», ενώ «όσους γνωρίζει τους ρωτάει να του πούνε αν ξέρουν κανένα ξόρκι»(όπ.π., σελ. 336-337).
η) Η πίστη στη Μοίρα
Στην παγανιστική Μασονία, που είναι συνέχεια και αναβίωση των αρχαίων Μυστηρίων, δηλ. της αρχαίας ειδωλολατρείας, κυριαρχεί σαν ανώτατη θεότητα η Μοίρα. Στη Μοίρα, δηλ., ή στην ανάγκη, σύμφωνα με την πίστη των Ελλήνων της προχριστιανικής εποχής, «και θεοί πείθονται». Κατά παρόμοιο όμως, ακριβώς, τρόπο στην υπερθεότητα αυτή των αρχαίων ειδωλολατρών και των συγχρόνων Μασόνων πίστευε στην πραγματικότητα και ο Ν. Καζαντζάκης, που έλεγε χαρακτηριστικά ότι «δεν πιστεύω στη σύμπτωση, πιστεύω στη μοίρα» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ.  551).
Η Μοίρα, δηλ., γι’ αυτόν, τον βοήθησε να γνωρίσει «ένα γέρο-εργάτη μιναδόρο, το Ζορμπά» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ.  534).
Η Μοίρα, κατά δική του διαβεβαίωση, είχε φέρει σε κάποια στιγμή, που βρέθηκε στο Μπατούμ της Αρμενίας, μπροστά του μια νέα γυναίκα, την Βαρβάρα Νικολάεβνα, για την οποία «εκατομμύρια χρόνια δούλεψαν αναρίθμητες περιπέτειες, συμπτώσεις, τύχες, μοίρες για να γεννηθεί» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ.  514-515).
Από τα πιο πάνω γίνεται ασφαλώς φανερό ότι η Μοίρα τόσο στη Μασονία, όσο και στο Ν.Κ., αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια απρόσωπη θεότητα ή Αόρατη Δύναμη, που κανονίζει τη ζωή και την πορεία του κάθε ανθρώπου. «Κι όταν λέω Αόρατο, βεβαιώνει για τούτο ο Κ., δεν εννοώ κανένα παπαδίστικο Θεό, μήτε καμμιά μεταφυσική συνείδηση ή κανένα τέλειο όντως Ον, παρά τη δύναμη τη μυστικιά, που μεταχειρίζεται εμάς τους ανθρώπους -και πριν από μας τα ζα, τα φυτά και την ύλη- φορείς της, υποζύγιά της, και βιάζεται σα να ‘χε ένα σκοπό και ν’ ακολουθούσε ένα δρόμο» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ.  483).
Τη δύναμη της Μοίρας μάλιστα δεν μπορούν, κατά το Ν.Κ., να συντρίψουν οι ισχυροί Ταύροι ούτε οι Αρκούδες, παρά μονάχα «η καρδιά μιας περιστέρας» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ.  478). Ποια είναι βέβαια, η περιστέρα αυτή, δε διευκρινίζεται στο σημείο αυτό. Σε άλλα, όμως, σημεία των έργων του και μάλιστα στο έργο «Ο Καποδίστριας» γίνεται φανερό ότι αυτή ήταν η απελπισία του ανθρώπου (Βλ. Καποδίστριας, σελ. 64, 107, 115, 121, κ.ά.), εφόσον αυτή ελευθερώνει, γι’ αυτόν, και καταξιώνει τον άνθρωπο. Η μαύρη αυτή απελπισία του Καζαντζάκη, όμως είναι φανερό ότι δεν οδηγεί στην κατάφαση της ζωής, δηλ. στο Θεό, αλλά στην άρνηση και στο θάνατο.
Για τούτο, εξαιτίας της απελπισίας του αυτής, ο Ν.Κ. δεν κατέφευγε ποτέ στην Εκκλησία, αλλά στις μάντισσες και στους Μάγους, για να του φανερώσουν τα «γραπτά» της Μοίρας του. Για το λόγο αυτό και όταν ακόμη κατέφυγε σε κάποια στιγμή στο Άγιο Όρος, αναφέρει χαρακτηριστικά, παρουσιάζοντας τις πεποιθήσεις του και διαστρεβλώνοντας τα πράγματα, ότι ένας καλόγερος πήρε δήθεν το χέρι του «και κοίταξε την απαλάμη του, για να του πει τη μοίρα του» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ.  303).
Κεφ. Γ’. Η πολιτική διάσταση της Μασονίας και του Ν.Κ.
Η Μασονία, όπως είναι γνωστό, έχει και την πολιτική της διάσταση, παρά τις διαβεβαιώσεις των ίδιων των Μασόνων για το αντίθετο, που δίδονται «δίκην καπνού», για την εξαπάτηση των απλοϊκών. Οι διασυνδέσεις, δηλ. των μασονικών στοών της Ελλάδας με άλλες του εξωτερικού (βλ. Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, κεφ. 15ο), η συγκέντρωση πληροφοριών «προς χάριν τρίτων» (όπ.π.) και προπάντων η κατάληψη θέσεων-κλειδιών στις κυβερνήσεις των κρατών από τους Μασόνους με κάθε τρόπο αποδεικνύουν περίτρανα την άμεση σχέση της Μασονίας όχι μονάχα με την πλουτοκρατία αλλά και με την πολιτική. Για τούτο γράφει χαρακτηριστικά ο Π. Τρεμπέλας, ότι «Πάντες οι επίσημοι εν Αγγλία κύκλοι τυγχάνουσι μεμυημένοι εις την στοάν» (Μασ., σελ. 140), ενώ οι Μασονικές στοές θεωρούνται συνήθως «κέντρα φιλοβασιλικά» (όπ.π.).
Η διάσταση αυτή, ακριβώς παρατηρείται και στη ζωή και διδασκαλία του Ν.Κ., αποδεικνύοντας όχι μονάχα τη μασονική ιδιότητά του για πολλοστή φορά, αλλά και στη συγγραφή όλων των έργων του κάτω από την επίδραση αυτή, που τα καθιστά για το λόγο αυτό όχι απλώς αιρετικά, αλλά πέρα για πέρα αντιχριστιανικά ή ακριβέστερα εκφράσεις της σύγχρονης ειδωλολατρείας, της αντιστρατευόμενης με μανία και λύσσα εναντίον των ευαγγελικών διδαχών.
Οι σπουδαιότερες από τις εκδηλώσεις της πολιτικής διάστασης του Ν.Κ., που τιμάται ευκαίρως-ακαίρως από τους μασόνους και τους ροταριανούς με κάθε τρόπο, ήταν η κατάληψη θέσεων, ο κοσμοπολιτισμός και ο ανθελληνισμός, για τις οποίες θα γίνει λόγος πιο κάτω.
α) Η κατάληψη καίριων θέσεων
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Μασονίας, όπως είπαμε, είναι η κατάληψη καίριων θέσεων με τη βοήθεια των πλουτοκρατών «αδελφών» της Στοάς. Την κατάληψη τέτοιων θέσεων, ακριβώς, με μέσα όχι αξιοκρατικά παρατηρεί ο καθένας εύκολα και στη ζωή του Ν.Κ., που, όπου εύρισκε «κορμό», προσπαθούσε με κάθε μέσο, νόμιμο ή παράνομο, να αναρριχηθεί (Βλ. π. Ιω. Βρ., όπ.π., σελ. 105), γιατί, κατά την Έλλη Αλεξίου, «είχε μεγάλη αδυναμία στη συγκέντρωση τίτλων» (όπ.π., σελ. 236). Έτσι, το 1919 έγινε, ελέω Μασονίας και γενικότερα των φίλων της ισχυρών της ημέρας, Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως, ώστε να ενδιαφερθεί για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου. Κατά τον τρόπο αυτό ταξίδεψε το 1919 στον Καύκασο, το 1920 στη Γαλλία, Γερμανία και την Ιταλία, το 1921 στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία και αργότερα και σε άλλες χώρες (Ρωσσία, Κίνα, Ισπανία κ.ά.). Κατά τα ταξίδια του αυτά, δηλ., που πραγματοποιούσε πάντοτε μόνος του, ζούσε σύμφωνα με τα ιδεώδη και τις αρχές της Μασονίας, δηλ. το «φάγωμεν, πίωμεν και ασωτεύσωμεν», όπως διηγείται ο ίδιος στις ταξιδιωτικές του αναμνήσεις.
Το 1923, εξάλλου παρακάλεσε με τη μεσολάβηση της Γαλάτειας τον Γ. Παπανδρέου να τον διορίσει Γενικό Πρόξενο στην Ισπανία ή στην Ιταλία ή στη Σκανδιναυΐα ή στην Ιερουσαλήμ ή στην Αβησσυνία, γιατί τα μέρη αυτά τον ενδιέφεραν για τη δουλειά του, ενώ ο Γ. Παπανδρέου του αντιπρότεινε να αναλάβει τη διεύθυνση της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που εκείνος δε δέχθηκε (Έλλης Αλεξίου, σελ. 217).
Το 1926 συναντήθηκε, με τη μεσολάβηση προφανώς των φίλων του Μασόνων, με τον εξόριστο βασιλιά της Χετζάζης, στη συνέχεια με το δικτάτορα Μουσολίνι, με τον Πρίμο ντε Ριβέρα, με το δικτάτορα της Ισπανίας Φράνκο και με άλλους μεγάλους κατά κόσμον, ενώ ταυτόχρονα επιδίωκε «επίσημες προσκλήσεις και φιλοξενίες από προσωπικότητες, από οργανισμούς, από κυβερνήσεις» (Έλλης Αλεξίου, σελ. 218). Δεν μας αναφέρει βέβαια, η Έλλη Αλεξίου με τη βοήθεια ποιων φίλων του κατώρθωσε τα πιο πάνω, αλλά αυτό είναι προφανές. Δεν ήταν δυνατόν, δηλ., να επιτυγχάνει τις πιο πάνω επαφές με δικτάτορες και αυτοκράτορες και γενικότερα με τους μεγάλους του κόσμου, παρά μονάχα με την υποστήριξη της ισχυρής κατά κόσμον Μασονίας.
Με τη βοήθεια των φίλων του Μασόνων και γενικότερα των ισχυρών στη συνέχεια εκλέχθηκε το 1944 Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, «ύστερα από προηγούμενη συνεννόηση» (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 229), χωρίς να αναφέρεται ρητά με ποιους ισχυρούς.
Με την ίδια υποστήριξη, μάλιστα και με τιμητικό διάταγμα της κυβέρνησης Παπανδρέου έγινε αργότερα και Ακαδημαϊκός (όπ.π.).
Το 1945, που νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά, έγινε για ένα διάστημα, ελέω και πάλι Μασονίας, Πρόεδρος, της «Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης» (14.8.1945) και υπουργός Παιδείας, παρότι στην πραγματικότητα ήταν εχθρός λυσσαλέος της χριστιανικής Εκκλησίας.
Την ίδια χρονιά διορίσθηκε και μέλος της επιτροπής διαπιστώσεως ωμοτήτων στην Κρήτη (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 255).
Το 1947 έγινε με τη βοήθεια των φίλων του Μασόνων Γραμματέας της Ουνέσκο στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Ελένη Σαμίου (Έλλης Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, Αθήνα 1988, σελ. 176). Τη μεσολάβηση των πολιτικών για την κατάληψη της θέσης αυτής σημειώνει ήδη και η αδελφή της πρώτης συζύγου του Έλλης Αλεξίου, γράφοντας τα εξής: «Για την Ουνέσκο πρέπει να κινητοποιηθούν όχι πνευματικοί άνθρωποι, αλλά πολιτικοί… Και πάλι όχι μόνο αυτοί, κι όχι μόνο γι’ αυτό το σκοπό» (Για να γίνει μεγάλος, σελ. 250).
Το 1955 προτάθηκε από τους ισχυρούς φίλους του να δοθεί σ’ αυτόν το βραβείου Ειρήνης από το Συμβούλιο της Ειρήνης του Εξωτερικού. Για το σκοπό αυτό ο Ν.Κ. μετέβη στη Βιέννη της Αυστρίας, όπου στις 28 Ιουνίου του 1956 έγινε η βράβευση και η επίδοση σ’ αυτόν του Βραβείου της Ειρήνης (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 270), αν και, κατά τη μαρτυρία της ίδιας της κουνιάδας του, «Ο πόλεμος ή η ειρήνη ποτέ δεν τον απασχόλησε στα κείμενά του, ως πρωταρχικό θέμα» (όπ.π.). Στο λόγο δε, που ο Κ. εκφώνησε κατά την απονομή του βραβείου αυτού, γίνεται φανερή για άλλη μία φορά η μασονική ιδιότητά του, εφόσον μίλησε για τον πιθηκάνθρωπο, που προσπάθησε να φθάσει στην ανώτατη αποκορύφωσή του, στον άνθρωπο, για τις σκοτεινές δυνάμεις, που λυσσούν εντός του, για τις δυνάμεις του Κακού και του Καλού, δηλ. για τη δυαρχία, για την ανθρώπινη μοίρα και για το μυστηριώδη νόμο που κυβερνά τον κόσμο, για να κλείσει με ένα ανατολίτικο θρύλο, που εκφράζει το μυστηριώδη νόμο της ξαναγέννησης στη ζωή (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 275-278), δηλ, της μετεμψύχωσης.

β) Ο κοσμοπολιτισμός
Η Μασονία, όπως είναι γνωστό, δεν ευνοεί τα εθνικιστικά κινήματα και γενικότερα την προσήλωση σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, γιατί θέλει να στρέψει τους ανθρώπους στη δική της πολιτική, δηλ. στη στήριξη της πλουτοκρατίας. Για το σκοπό αυτό παρουσιάζεται συνήθως ως υπερκομματική, κοσμοπολιτική και φιλοσοφική θεωρία, βλέποντας όλα τα πολιτικά κινήματα και τις τάσεις επικριτικά. Τη στάση αυτή ακριβώς βλέπει ο καθένας και στο Νίκο Καζαντζάκη, που δεν ήθελε να ανήκει αποκλειστικά σε οποιοδήποτε κόμμα, για να βλέπει, όπως έλεγε, καθαρά (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 285).
Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν ήθελε να αναμιχθεί στα γνωστά τότε κόμματα, γιατί ανήκε ήδη στην οργάνωση της Μασονίας εδώ και πολλά χρόνια και για τούτο η Έλλη Αλεξίου βεβαιώνει ότι στην υπογραφή του κολλούσε και τις τρεις κουκίδες, που βάζουν οι Μασόνοι (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 286).
Άλλωστε «το επικινδύνως ζην» δεν ήταν το πιο αγαπημένο του γνωμικό» (όπ.π.). Για το λόγο αυτό παρουσιαζόταν συνήθως ως οπαδός όλων των κομμάτων, ενώ ταυτόχρονα έκανε συνήθως λόγο για την αναγκαιότητα της προσαρμογής «της Μικρής μας πραγματικότητας προς την Μεγάλην» (όπ.π., σελ. 300). Τη μια στιγμή, δηλ., παρουσιαζόταν ως ένθερμος υποστηρικτής του Κομμουνισμού, ενώ λίγο αργότερα συνεργαζόταν «επ’ αμοιβή» στο περιοδικό της νεολαίας του Μεταξά, δηλ. της ΕΟΝ (όπ.π., σελ. 302). Με τα λόγια του παρουσιαζόταν εξάλλου πολλές φορές ως κομμουνιστής, ενώ στην πραγματικότητα «ποτέ του δεν στρατεύτηκε» (όπ.π. 285), γιατί δήθεν «δεν ήταν από φυσικού του». Όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, ήθελε όλοι να τον υπηρετούν και να τον δοξάζουν σα θεό, ενώ στις δύσκολες στιγμές της Κατοχής κατέφυγε στην Αίγινα, από την οποία ξαναγύρισε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση (όπ.π., σελ. 305), για να φύγει, ύστερα από το νέο αλυσόδεμα της Ελλάδας στο εξωτερικό, όπου μπορούσε να παριστάνει τον κοσμοπολίτη. Και την ώρα δε που πολλοί φυλακίζονταν και κινδύνευαν για τη δράση και τις ιδέες τους, ο ίδιος ρωτούσε και ξαναρωτούσε την κουνιάδα του «Ποιος θα επικρατήσει», για να πάει με το μέρος του. Για τούτο η σκανδαλισμένη από τη συμπεριφορά αυτή Έλλη Αλεξίου γράφει χαρακτηριστικά τα πιο κάτω:
«Λένε κείνα τα πενιχρά και τετριμμένα «αγάπησε τον άνθρωπο»… «οπαδός και κήρυκας της ειρήνης και της ευτυχίας του ανθρώπου…», «με αγιάτρευτο πάντα τον πόνο για τον πάσχοντα άνθρωπο…» κλπ., κλπ… . Όλα ξένα από την ψυχοσύνθεσή του» (όπ.π., σελ. 308), δηλ. όλα ψέμματα. Ο κοσμοπολιτισμός, δηλ., δεν έκανε το Ν.Κ. ούτε πιο ενάρετο ούτε πιο δίκαιο, αλλά περισσότερο υποκριτή, εφόσον ο ίδιος διαβεβαίωσε ότι οι τρεις λέξεις, που αποτελούσαν το σύνθημα της Γαλλικής επανάστασης, δηλ. το Liberté, Egalité και Fraternité (Ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη) «είναι ένα δόλωμα για τους αμαθείς και τους ηλίθιους» (Βλ. Εφημερίδα «Νέον Άστυ», Ιούνιος 1989). Ο ίδιος επίσης διαβεβαίωσε ξεκάθαρα, καταστρατηγώντας τον τίτλο του κομμουνιστή και του ανώτερου ανθρώπου, ότι «δικαιοσύνη θα πει: ο φύσει δούλος να εχτελή χρέη δούλου και ο φύσει άρχοντας χρέη άρχοντα. Γιατί πιστεύω ακλόνητα στην ανισότητα των ανθρώπων» (Ιαπωνία - Κίνα, σελ. 102). Τους ανθρώπους, με άλλα λόγια, του λαού, ο Κ. δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει, γιατί του προκαλούσαν «αηδία» (Λ. Ζωγράφου, όπ.π., σελ. 238). Για τούτο τους χαρακτήριζε ως «άθλιους» και «τιποτένιους».
γ) Ο ανθελληνισμός
Πέρα από κάποιες σπάνιες εκφράσεις του φιλικές για την Ελλάδα, ο Ν.Κ. παρουσιάζεται σε πάρα πολλά σημεία των έργων του και ιδιαίτερα στις επιστολές του σαν ένας από τους χειρότερους ανθέλληνες της Ιστορίας. Όταν, δηλ., βρέθηκε στη Μόσχα, έγραψε στις 28.10.1927, μια επιστολή στο φίλο του Πρεβελάκη, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «Πόσο μακριά βρίσκεσαι εδώ απ’ την επιπόλαιη, φτενή, μικρόμυαλη, μικρόψυχη Ελλάδα. Τι ντροπή ν’ ανήκης σε μια ράτσα ξεπεσμένη, ξεπλυμένη, φελάχα! Πρέπει όλα αυτά να τα νικήσουμε, να ξεφύγουμε, να πολεμήσουμε μέσα μας ό,τι μας σμίγει με το ρωμέικο αίμα» (Γράμμα 41, Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. 56).
Κατά παρόμοιο δε τρόπο έγραψε και στις 9.4.1929 και πάλι από τη Μόσχα τα εξής: «Προτιμώ τη Γερμανία απ’ τη Γαλλία. Το Παρίσι μυρίζει πολλή Ελλάδα και η Ελλάδα -οι Έλληνες- μου είναι μισητή» (Γράμμα 79, Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. 121).
Τόσο μεγάλη, δηλ., ήταν η αποστροφή που ένοιωθε για την Ελλάδα, ώστε να εύχεται να του κοπεί «κάθε πιθανότητα εργασίας στην Ελλάδα», γιατί «δεν τη θέλει» (Γράμμα 83, Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. 133). Κατά παρόμοιο, άλλωστε, τρόπο γράφει και στην επιστολή της 23.3.1932 ότι «πρέπει να κάνωμε τα πάντα να μη γυρίσουμε στην Ελλάδα. Η επιστροφή μας εκεί θάναι σίγουρα ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω» (Γράμμα 150, Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. 311-312).
Για την Ελλάδα ακριβέστερα ο Ν.Κ. δεν ένοιωθε μονάχα αποστροφή και δυσφορία (Γράμμα 117, Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. 216), αλλά και οργή και αηδία. «Τώρα που τη συλλογούμαι (την Ελλάδα), γράφει στο γράμμα 204, που έγραψε στην Αίγινα στις 8.8.1934, με κυριεύει η οργή και η αηδία για τους Ρωμιούς. Ποτέ δεν τους μίσησα και δεν τους σιχάθηκα τόσο» (Πρεβελάκη, όπ.π., σελ. 429). Δικαιολογώντας μάλιστα την οργή αυτή και την αηδία, που ένιωθε για την Ελλάδα, γράφει χαρακτηριστικά σε μια άλλη επιστολή του, ότι «τίποτε απ’ ό,τι τους ενδιαφέρει δεν μ’ ενδιαφέρει. Κανένα απ’ τα προβλήματά τους τα πνευματικά δεν με απασχολεί» (Γράμμα 372, Πρεβελάκη, όπ.π., σελ. 642). Επεξηγώντας δε ακόμη περισσότερο το γιατί σιχαινόταν και μισούσε την Ελλάδα, από την οποία πάσχισε με κάθε τρόπο να λυτρωθεί (Γράμμα 400, Πρεβελάκη, όπ.π., σελ. 62), αναφέρει σε κάποια στιγμή στο «Ζορμπά», ότι «γλύτωσα από την πατρίδα, γλύτωσα από τους παπάδες» (Ζορμπάς, σελ. 268). Η Ελλάδα, δηλ., ήταν συνδεδεμένη αδιάρρηκτα με την Ορθοδοξία και τους ιερείς της, που δίδασκαν το Ευαγγέλιο, το οποίο ο Ν.Κ. είχε, ως Μασόνος, απαρνηθεί για πάντα. Στην Ελλάδα, με άλλα λόγια, δεν έπιασε η προσπάθειά του για την ίδρυση της νέας θρησκείας του πανσεξουαλισμού και των διαστροφών, που ο ίδιος πάσχισε να στεριώσει. Για το λόγο αυτό έμεινε συνήθως αδιάφορος για την Ελλάδα και τα προβλήματά της κατά τρόπο, θα έλεγε κανένας, εγκληματικό και εξοργιστικό.
«Αν μάθω (πως) πήραν την πόλη οι Έλληνες, γράφει για τούτο στο Ζορμπά, είναι το ίδιο για μένα, αν πάρουν την Αθήνα οι Τούρκοι» (Ζορμπάς, σελ. 179).
Σαν κοσμογυρισμένος που ήταν, δηλ., ήθελε να παρουσιάζεται ως κοσμοπολίτης, βάζοντας στην ίδια θέση τους Έλληνες με τους Τούρκους και τους Βούλγαρους (Βλ. Ζορμπάς, σ. 268), δηλ. με εκείνους, από τους οποίους έμαθε το μίσος. Στην πραγματικότητα όμως προτιμούσε, ως Μασόνος που ήταν, πάντοτε τους Εβραίους.
«Ας είναι καλά η μοίρα μου, γράφει χαρακτηριστικά στο Γκρέκο, …ας είναι καλά με ρίχνει πάντα μέσα σε οβραίικες ψυχές· θαρρώ πως πολύ καλύτερα από τις χριστιανικές αυτές μου ταιριάζουν» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 443).
Ενώ όμως του ταίριαζαν οι «οβραίικες» ψυχές και για τούτο αγαπούσε τους «Οβραίους», μεταξύ των οποίων βρήκε αρχικά κάποια ανταπόκριση στη διάδοση των ιδεών του, για τους Έλληνες δε βρίσκει κανένα καλό λόγο να πει, παρά μονάχα ότι «είναι χοντροί, αναίσθητοι, πρόστυχοι» (Έλλης Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, σελ. 381) και ότι η βρωμερή γενιά τους «θα ψοφήσει» (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 136). Εκδηλώνοντας μάλιστα πιο καθαρά τη φρίκη που του προξενούσαν «οι άτιμοι ομόφυλοι» (Έλλης Αλεξίου, σελ. 136), γράφει χαρακτηριστικά ότι δε θέλει τίποτε άλλο, παρά να χαθεί ήσυχα, «πολεμώντας, παλεύοντας τους άθλιους Ρωμιούς» (Έλλης Αλεξίου, σελ. 136), τους οποίους σιχάθηκε και δεν τους θέλει (Καποδ. 34) με κανένα τρόπο.
Παρά τις πιο πάνω ύβρεις του όμως για την Ελλάδα και παρά την προσπάθειά του να «χτυπήσει» τον Ελευθέριο Βενιζέλο (Ι. Κασσομενάκη, όπ.π., σελ. 230), πολλοί Έλληνες τίμησαν και τιμούν το Ν.Κ. εξαιτίας της μασονικής και μόνο ιδιότητάς του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, δηλ. ακόμη είχε διαδοθεί η φήμη ότι είχε αρνηθεί «Τα πάτρια» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 516), ότι ήταν φιλογερμανός και μετέφερε τις ειδήσεις στο Γερμανό φίλο του Βέλτερ (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 228), ενώ «δεν είχε το θάρρος να συγκρουσθεί με την εξουσία» (όπ.π., σελ. 271) ποτέ, λέγοντας την αλήθεια. Παρόλα αυτά όμως, τιμάται σήμερα από τους εκπροσώπους της πατρίδας, σαν να αποτελεί μία νέα θεότητα, γιατί είχε, κατά τον π. Ιωάννη Βράνο, τη «μασονική υποστήριξη, το χρήμα τους, τα πρόσωπα κλειδιά τους και πολιτικές υποστηρίξεις» (όπ.π., σελ.11).
Αν ζυγοσταθμίσει, δηλ., κανένας ιδιαίτερα τον εγκληματικό ρόλο της Γερμανίας στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις προδοτικές αναφορές του φιλογερμανού Ν.Κ. σε Γερμανούς, σαν τον Βέλτερ, τότε θα έπρεπε να διαγράψει για πάντα το όνομά του από τον κατάλογο των Ελλήνων και να τον κατατάξει στον κατάλογο όχι μονάχα των μεγαλυτέρων αιρετικών και αθέων, αλλά ταυτόχρονα και μισελλήνων και προδοτών, που άφησαν, σαν τον Ιούδα, αποτρόπαιο όνομα μέσα στην Ιστορία.
Αν δώσει επίσης ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκτίμηση που έτρεφε προς όλους τους μεγάλους δικτάτορες και εγκληματίες πολέμου (Χίτλερ, Μουσολίνι, Φράνκο κλπ), τότε θα αντιληφθεί ότι δεν έπρεπε να πάρει το βραβείο ειρήνης αυτός, που «δούλευε με ταυλικά του φασισμού» (Λ. Ζωγράφου, όπ.π., σελ. 312), αλλά του υμνητή των μεγαλυτέρων σφαγέων της ανθρωπότητας και της αδιαφορίας για την πατρίδα. Ο ίδιος άλλωστε ο Κ., που χαρακτηρίσθηκε από πολλούς ως νέος Μωάμεθ, διαβεβαίωσε ότι όποιος δεν έκλεψε, δεν πρόδωσε ποτέ του και δεν νογάει βαρύ φονιά του νου, να σηκωθή να φύγη» (Οδύσσεια, 342).

Επίλογος
Κλείνοντας το όλο θέμα, θα λέγαμε ότι ο Νικόλαος Καζαντζάκης δεν υπήρξε μονάχα, ως μασόνος, άθεος, αντινομιστής και εωσφοριστής από κάθε άποψη, αλλά και αντιπαιδαγωγός συγγραφέας, εφόσον σαν ιδανικό και στόχο της ζωής και ταυτόχρονα αποτρόπαιο μυστικό παρουσιάζει το «τίποτα», ενώ όλοι οι ήρωες των έργων του παρουσιάζονται από αυτόν «απάνθρωποι» (Έλλης Αλεξίου, σελ. 415) και γενικότερα τύποι εμπαθείς και αρρωστημένοι. Για τούτο βεβαιώνεται από τη Λιλή Ζωγράφου, που δε χαρακτηρίζεται δυστυχώς για την πίστη της, ότι «ο Καζαντζάκης θα κλείσει με πάταγο την πόρτα του μέλλοντος στα μούτρα της ανθρωπότητος» (όπ.π., σελ. 303).
Το ιδανικό του Ντεσπεράντος, δηλ., του Ν.Κ., που δεν ελπίζει σε τίποτα και κυριεύεται από μία λύσσα καταστροφής, ή της άκρας απελπισίας, που διακατείχε τον ίδιο (Καπετάν Μιχάλης, σελ. 441), δεν ενθαρρύνει με κανένα τρόπο τους νέους σε αγώνες ηρωικούς για την καταξίωση των ονείρων τους και γενικότερα στην καταξίωση της ζωής, αλλά «στο γκρέμισμα παντός ιερού και οσίου της φυλής μας» (Ι. Κασσομενάκη, Ο Καζαντζάκης και η κοσμοθεωρία του, Ν. Υόρκη 1988, σελ. 273) και στη νέκρωση της ζωής, στην οποία άλλωστε παρακινεί και απ’ ευθείας ο «τραγικός απελπισμένος» συγγραφέας της Οδύσσειας, συνιστώντας την αυτοκτονία (Ραψ. Ο’).
Με την απαισιόδοξη, δηλ., αυτή θεωρία του, κατά τη σωστότατη έκφραση του π. Ιωάννου Βράνου, ο Ν.Κ. υπήρξε «ένας από τους μεγαλύτερους δολοφόνους της νέας Ελλάδας» (Το πικρό πορτ., του Ν.Κ., Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 93), οδηγώντας με τα αντίχριστα και πεσσιμιστικά βιβλία του στο έγκλημα και στη διαφθορά τους νέους, σύμφωνα με τους κρυφούς στόχους της Μασονίας και του πάτρωνά της διεθνούς Σιωνισμού (όπ.π.). Για το λόγο αυτό κατατάσσεται και από το Ν. Τυπάλδο στους καλαμαράδες εκείνους, που είναι «χειρότεροι κι από φονιάδες» (Ν. Καζαντζάκης, Αθήναι 1989, σελ. 95), ενώ και από τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, παρουσιάζεται σαν ένα δυστυχισμένο πλάσμα ή ακριβέστερα «ψυχικό τέρας» (Άρθρα-Μελέται-Επιστολαί, τ. Α’, Αθήναι 1981, σ. 636).
Κάθε χριστιανός επομένως, που επιζητεί την «ἐν Χριστῷ» ζωή και σωτηρία, πρέπει να φεύγει μακρυά από τις δηλητηριώδεις διδασκαλίες του Ν.Κ., εφόσον πιστεύει στα θεόπνευστα λόγια του Αποστόλου Παύλου, ότι, δηλ., «ἡ σοφία τοῦ κόσμου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι» (Α’ Κορ. γ’, 19), και στα επίσης θεόπνευστα λόγια Ιακώβου του Αδελφοθέου, ότι, δηλ., «ὁ πταίσας ἐν ἑνὶ γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ιακ. β’, 10), αν και ο Ν.Κ. δεν έπταιε μονάχα «ἐν ἑνί», αλλά σε όλα, διαπράττοντας «τὴν βλασφημίαν κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», στην οποία περιπίπτουν και όλοι οι αμετανόητοι Μασόνοι.
Για τους λόγους αυτούς, κατά τη γνώμη μας, είχε απόλυτο δίκιο, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος (που δεν αφώρισε το Ν.Κ. εξαιτίας της ζωηρότατης παρέμβασης της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης και γενικότερα του παλατιού, που στήριζε με κάθε τρόπο τη Μασονία), όταν με έγγραφό της ζητούσε την απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του αιρετικού Καζαντζάκη, που πρέπει, κατά τους Πατέρες, να καταδικάζονται για τις αιρετικές διδασκαλίες και μετά το θάνατό του συγγραφέα τους, αναφέροντας μεταξύ άλλων και τα εξής: «Εις το έργον “Καπετάν Μιχάλης” διασύρεται η Εκκλησία και διαπομπεύονται οι θεσμοί της και το τριαδικόν του Θεού ασεβέστατα καθυβρίζεται. Εις το κυκλοφορήσαν γερμανιστί έργον ”Τελευταίος Πειρασμός”, περιέχονται ανήκουστοι ύβρεις κατά του θεανδρικού προσώπου του Ιησού Χριστού, επιδιώκεται να καταρριφθή η θεότης αυτού και η χριστιανική ηθική και διαστρεβλούται η ευαγγελική αλήθεια διά της φαντασιοκοπίας, δι’ αχαλινώτου δε αυθαιρεσίας παραποιείται η σωτήριος διδαχή του Ευαγγελίου».
Είχαν κάθε δίκιο επίσης και οι αλλόθρησκες ακόμη χώρες, όπως η Ινδία, που απαγόρευσαν την προβολή κινηματογραφικών ταινιών, βασισμένων σε έργα του Ν.Κ., «με το αιτιολογικό της προσβολής γνωστής θρησκείας» (Γ. Λιακούτσος, «Ορθόδοξος Τύπος» της 6.6.97), εφόσον «θίγεται (σ’ αυτές) βάναυσα το πρόσωπο και η ζωή του Προφήτη (όπως τον δέχεται ο Μωαμεθανισμός) Ιησού από τον Προκρούστη αυτόν της Ελλάδας του εικοστού αιώνα, που χαρακτηρίσθηκε δίκαια ως «ο ανυπέρβλητος εχθρός του Χριστού» και ταυτόχρονα «ο μεγαλύτερος κοινωνικός διαφθορέας» (π. Ιω. Βράνου, όπ.π., σελ. 179), «ο υπ’ αριθμόν 1 βλάσφημος συγγραφέας», ο Προκρούστης των χριστιανικών δογμάτων, ο τέλειος διαστροφέας όλων των χριστιανικών αληθειών και ανατροπέας των ευαγγελικών διδαγμάτων (βλ. π. Ιω. Βρ., όπ.π., σελ. 211 κ.α.), ενώ τα βιβλία του χαρακτηρίσθηκαν εύστοχα ως «ο απόπατος του σύμπαντος» (Ι. Κορδάτου, όπ.π., σελ. 59).
Είχε απόλυτο δίκιο τελικά και ο ανεψιός του Βενιζέλου Σαριδάκης, που βεβαίωνε ότι ο Ν.Κ. δεν αποτελούσε τη δόξα, αλλά «το αίσχος της Ελλάδος», εφόσον η δόξα του σύγχρονου αυτού Ιούδα, όσον αφορά τη χριστιανική διδασκαλία, είναι «Ηροστράτειος» (Αρχιμ. Επιφ. Θεοδωρόπουλος, όπ.π., σελ. 488). Πέτυχε βέβαια, με την υποστήριξη της Μασονίας στη ζωή του «την οικονομική άνεση, την επιβολή, την παγκόσμια προβολή, τη δόξα» (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 389), δηλ. όλα εκείνα, που προσφέρει συνήθως ο σατανάς στους υποτακτικούς του. Έχασε όμως την ίδια την ψυχή του, εφόσον έμεινε αμετανόητος σατανολάτρης μέχρι και τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, ενώ ταυτόχρονα έγινε και γίνεται αφορμή σκανδάλου για πολλούς απλοϊκούς, που δεν μπορούν να ξεχωρίζουν τους συρίζοντες όφεις, που κρύβονται στα βιβλία του, και τα δηλητηριασμένα άνθη του κακού τα θεωρούν πολλές φορές ως ευώδη. Για τούτο χαρακτηρίζεται από τη γλώσσα της Αγίας Γραφής ως άνθρωπος «μωρός», εφόσον διδάσκει ακατάπαυστα στα βιβλία του ότι «οὐκ ἔστι Θεός» (βλ. Ψαλμ. 52, 1. 131), μη πιστεύοντας ότι μια μέρα «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός» (Φιλ. 2, 10-11).
Κατόρθωσε επίσης με την υποστήριξη της Μασονίας να εκδόσει και να διαδώσει τα βιβλία του, των οποίων η κυριότερη αρετή είναι η «ύβρις» κατά του Θεού και γενικότερα της θρησκείας, στον κόσμο ολόκληρο, τον ευρισκόμενο στην πλάνη και προσκυνούντα ως θεό τον άρχοντα του κόσμου τούτου, «τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον» (Εβρ. β’, 14), εξαιτίας «του κατευθυνόμενου και γι’ αυτό διαιωνιζόμενου σκοταδισμού» (Λ. Ζωγράφου, όπ.π., σελ.  312).
Τα βιβλία όμως του Ν.Κ., όπως καταδείξαμε, είναι τέλματα απαισιοδοξίας, βάλτοι αθεΐας και βόθροι του πιο βρώμικου αμοραλισμού, στους οποίους συμπνίγονται οι ελπίδες των αστήρικτων αναγνωστών, που οδηγούνται στα ηθικά ναυάγια και την αυτοκτονία. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκαν ως «κατάλληλα μόνο για ανθρώπους της τελευταίας υποστάθμης» (Δ. Πόθου, όπ.π., σελ. 39-40), ενώ από πολλούς υποστηρίχθηκε η παντελής εξαφάνιση των βιβλίων αυτών - δηλητηρίων από το πρόσωπο της γης. Όπως, δηλ., στα χρόνια του Αποστόλου των Εθνών τα μαγικά βιβλία καίγονταν (βλ. Πρ. 19, 19), κατά παρόμοιο τρόπο πρέπει, κατά τη γνώμη ασκητών του Αγίου Όρους, να ρίχνονται στη φωτιά και τα βιβλία του μεγαλύτερου διά μέσου των αιώνων αιρετικού και διαστροφέα των Γραφών και ιδιαίτατα ο «Τελευταίος Πειρασμός», που, όπως σωστά παρατηρήθηκε, γράφηκε με το χέρι του Ν.Κ. «καθ’ υπαγόρευσιν του σατανά» (Κ. Μουρατίδου, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Αθήνα 1988, σελ. 12).

Ύστερα από όλα τα πιο πάνω, ένα μονάχα πρέπει να τονισθεί, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα στο σημείο αυτό, ότι δηλ., υπάρχουν, κατά τη γνώμη ορισμένων «προοδευτικών», στα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη και κάποια σημεία «καλά». Στα λεγόμενα, όμως, «καλά» στοιχεία υποκρύπτεται, κατά κανόνα, εύσχημα ο παγανισμός του συγγραφέα τους, που εξυμνεί συνήθως, ως γνήσιος μασόνος, ως θεό τον Ήλιο ή γενικότερα τη Φύση και τον Άνθρωπο. Για το λόγο αυτό, τα λεγόμενα αυτά «καλά» στοιχεία, που γίνονται, ως παγανιστικά, αφόρμηση ανεπίγνωστης νεοειδωλολατρείας και αιώνιας απώλειας, πρέπει να αποφεύγονται με μεγαλύτερη προσοχή, όπως ακριβώς και οι καλοστημένες παγίδες, γιατί σαν καλοστημένες παγίδες χαρακτηρίζονται και από τον ίδιο το συγγραφέα τους. Όπως, άλλωστε, δεν εκθειάζεται ένας ζωγράφος, όσο ωραία χρώματα και πινελιές και αν μεταχειρίζεται, αν τα περιεχόμενα των θεμάτων του είναι σωροί ακαθαρσιών, κατά παρόμοιο τρόπο δεν πρέπει να εκθειάζεται, σαν μεγάλος δήθεν λογοτέχνης ή συγγραφέας, και ο Ν.Κ., εφόσον ντύνει με τα χρυσόχαρτα της λογοτεχνίας τα βρωμερότερα «χοιροκόπρανα» των αντιχριστιανικών αιρέσεων, εργαζόμενος «εν γνώσει» έργο του σατανά (Βλ. Ιβ. Βράνου, Το πικρό πορτραίτο του Ν.Κ., Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 28-29). Για τους πιο πάνω λόγους θα έλεγα τελικά και εγώ μαζί με τον π. Ιω. Βράνο, ότι  δεν υπάρχουν καλά σημεία στη ζωή και στα έργα του Ν.Κ., αλλά μονάχα «αιρέσεις απωλείας» (2 Πετρ. β’ 1), γιατί έζησε μακρυά από την πηγή του Καλού, δηλ. το Θεό.
Την ίδια άποψη διατύπωσε άλλωστε, στη σημείο αυτό και η πρώτη γυναίκα του Γαλάτεια, που υποστήριξε για τούτο, ότι «σ’ όλη τη ζωή ο Καζαντζάκης ώργωνε μια ατέλειωτη Σαχάρα, που επάνω της δεν άνθισε ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι» (Γράμμα της Γαλάτειας προς το Σουηδό Γκούναρ Άντερσον, 15.8.59). Οι δήθεν φωτεινές πλευρές του Ν.Κ., ερευνώμενες περισσότερο, και κατά τον Ι. Κασσομενάκη, «αποκαλύπτονται σκοτειναί…» (όπ.π., σελ. 12).
* * *
Εάν όμως, παρόλα τα πιο πάνω, κάποιοι από τους αναγνώστες μας δεν έχουν ακόμη πεισθεί για τη μασονική ή σατανική επίδραση στα έργα του Ν.Κ., που αναδείχθηκε από τους Μασόνους «μεγάλος» εξαιτίας των μεγάλων βλασφημιών του στο πρόσωπο του Χριστού, είναι ανάγκη να οδηγηθούν στο άνοιγμα του τάφου του, κατά το οποίο το σώμα του βρέθηκε τυμπανιαίο και άλυωτο (Γ. Γιολετζόγλου, «Ορθόδοξος Τύπος», αρ. 802), πράγμα που προσπάθησαν να αποκρύψουν «επιμελώς» οι τυφλωμένοι από τα πάθη οπαδοί του.
Αν δεν πιστεύουν και στον τυμπανισμό του σώματος του ινδάλματός τους, ας πιστέψουν στην μαρτυρία του αγιορείτου π. Παϊσίου Εζνεπίδη, συγχρόνου αγίου, που βεβαίωνε ότι οι δαίμονες ήταν πρόθυμοι να αφήσουν ήσυχο κάποιο χριστιανό ασκητή από κάθε πόλεμο, αν αντικαθιστούσε στις προσευχές του το όνομα του Ιησού Χριστού με το όνομα «Καζαντζάκης».
Αν δεν πιστεύουν δε και στη διαβεβαίωση του π. Παϊσίου, ας μελετήσουν τότε, έστω και για λίγο, τις επιστολές του Αποστόλου των Εθνών, που βεβαιώνει απερίφραστα ότι «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» (Α’Κορ. ιστ’, 22), ώστε να αποκολλήσει από την επιτήδεια κόλλα του σατανά, που μεταχειρίσθηκε, ως προπομπός του Αντιχρίστου, ο Ν.Κ., γράφοντας τα σατανοκίνητα έργα του.
Αν όμως θεωρεί κανένας και τα θεόπνευστα λόγια του Αποστόλου Παύλου υπερβολικά, ας προσέξει τελικά στα λόγια του ίδιου του Κυρίου, που διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι «Ὁ μὴ ὢν μετ’ έμοῦ, κατ’ ἐμοῦ ἐστι» και «ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει», ώστε να μη παρασυρθεί, μελετώντας τα έργα του Κ., μακρυά από το Χριστό, έξω και μακρυά από τον Οποίο δεν υπάρχει, κατά το μεγάλο απολογητή Pascal, παρά μονάχα σκοτάδι και σύγχυση (βλ. Σκέψεις, μετ. Π. Αντωνοπούλου, Αθήνα, σ. 171).
Αν δεν πιστεύει δε και στα λόγια του Χριστού, τότε δεν είναι χριστιανός, αλλά αντίχριστος, όπως ακριβώς ήταν και ο Ν.Κ., που δίκαια χαρακτηρίστηκε από το Δ. Καραχάλιο «ο μεγαλύτερος αντίχριστος της παγκοσμίου λογοτεχνίας όλων των αιώνων» («Ορθόδοξος Τύπος», 8 Αυγούστου 1997).

Δημοσιεύτηκε σε 11 συνέχειες στον Ορθόδοξο Τύπο
Από τις 9 Οκτωβρίου 1998 μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1998
Το κείμενο του κ. Αχιλλέως Β. Πιτσίλκα, Δρ, Θ. αναδημοσιεύουμε από:http://www.impantokratoros.gr/742D78B8.el.aspxΤο κείμενο «ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ» είναι από το Τεκτονικό δελτίο ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ (Τόμος Η’. τεύχος 30-31. Έτος 1990) 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...