Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαρτίου 18, 2014

Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του


Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ

 
Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ' όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις ομοιότητες. Σ' αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και δραστηριότητα που οι τρεις άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν και η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων. Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξαιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.
Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο- απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρύβει η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα. Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.
Ο κίνδυνος του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού ήταν εξ ίσου μεγάλος, μεγαλύτερος μάλιστα ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητος στη θρησκεία και του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου των Δυτικών, που διευκόλυναν την αφομοίωση, ενώ ως προς το αλλόθρησκο Ισλάμ η αίσθηση της διαφοράς και της υπεροχής δημιουργούσε κάποιους φραγμούς και επιφυλάξεις. Έχει καταντήσει κλασική η ρήση του άλλου επίσης μεγάλου διδασκάλου και αγίου της ιδίας εποχής, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με την οποία εξηγεί γιατί επέτρεψε ο Θεός να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, «Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν Χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους (1453+320=1773). Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».
Για να αποφευχθούν πάντως οι εξισλαμισμοί και οι εκλατινισμοί και να μη γίνουν ποτάμι από μικροί χείμμαροι και αφανίσουν το Γένος στην πορεία τους, χρειαζόταν ο φραγμός και οι ρίζες της παιδείας, μετά μάλιστα από το βαθύ σκοτάδι της απαιδευσίας και της αμάθειας των προηγουμένων αιώνων. Ό,τι έκανε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με τις περιοδείες του και την ίδρυση σχολείων σε λαϊκό επίπεδο, έκαναν σε υψηλότερη βαθμίδα οι Κολλυβάδες Άγιοι εκδίδοντας και ερμηνεύοντας κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, βίους και ακολουθίες αγίων, ύμνους της Εκκλησίας, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας και μάλιστα θύραθεν συγγραφέων, αρχαίων Ελλήνων και Δυτικών. Αυτό που προείχε ήταν να φωτισθεί το Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός. Έπρεπε στα σχολεία που άρχισαν να πυκνώνουν, στους δασκάλους, στους μοναχούς, στους κληρικούς να εξασφαλισθεί η δυνατότης να κατανοούν τα ελληνικά κείμενα με τη σχολική παιδεία, αλλά και να τους προσφερθούν τέτοια κείμενα με εκδόσεις, γιατί τα χειρόγραφα εσπάνιζαν, κρυμμένα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες ή συλημένα από επιτηδείους ξένους περιηγητάς.
Μπορεί μάλιστα κανείς να εντοπίσει μέσα στην εντυπωσιακή πράγματι εκπαιδευτική και συγγραφική δραστηριότητά τους και ειδική τάση και δράση απέναντι στον κίνδυνο των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών. Είναι γνωστόν ότι πολλοί από τους Νεομάρτυρες είχαν ως «αλείπτας», ως προπονητάς θα ελέγαμε, οι οποίοι ψυχολογικά τους ετόνωναν και τους εστήριζαν στο δρόμο του μαρτυρίου, Κολλυβάδες αγίους, όπως τον Άγιο Μακάριο και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη. Και είναι βέβαιο πως όσα με παρρησία λέγουν πολλοί Νεομάρτυρες στις απολογίες τους απέναντι των Τούρκων δικαστών, προβάλλοντας την υπεροχή της Χριστιανικής πίστεως απέναντι στην θρησκεία του Μωάμεθ, την οποία υποτιμούν και απορρίπτουν, απηχούν τη διδασκαλία των Κολλυβάδων Αγίων. Πολλούς από τους διαλόγους αυτούς των Νεομαρτύρων με τους Τούρκους δικαστάς, που θυμίζουν τα αρχαία μαρτυρολόγια, διέσωσε ο άγιος Νικόδημος στο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να ερμηνευθούν και τα ειδικά αντιλατινικά έργα του Αγίου Αθανασίου Πάριου «Αντίπαπας», «Ουρανού κρίσις», «Ο Παλαμάς εκείνος», και όσα άλλα σε ειδικά ή μη έργα γράφουν για τις εκτροπές και τις πλάνες των Λατίνων όλοι τους.
Η προσφορά βέβαια των Κολλυβάδων στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού δεν περιορίζεται μόνο στην ενίσχυση της αυτοσυνειδησίας των Ορθοδόξων απέναντι στον διπλό κίνδυνο των επιρροών και αφομοιώσεων από Ανατολή και Δύση, που είναι και αυτή πολύ μεγάλη. Έχει και μία άλλη, εξ ίσου ευρεία διάσταση, στον χώρο της οποίας φάνηκε ότι δεν είχαν τότε τόσο μεγάλη επιτυχία, όχι γιατί η διδασκαλία τους δεν είχε απήχηση, αλλά διότι δυστυχώς ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία που εδημιούργησαν ένα οικουμενικό κράτος με οικουμενική ακτινοβολία, την Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου, που άντεχε και κρατούσε όρθια την ψυχή και το πνεύμα του και κάτω από τη σκληρή δουλεία των κατακτητών, μετά το 1821 δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα.
Το νέο κράτος αποκόπηκε βίαια από την ελληνορθόδοξη παράδοση, εγκατέλειψε την παραδοσιακή ελληνοχριστιανική παιδεία και εστράφη καθοδηγούμενο και κηδεμονευόμενο από τη Δύση εναντίον της Βυζαντινής του κληρονομιάς, των Αγίων και των Πατέρων, των ιερών και όσιων του Γένους.

Είναι γνωστόν ότι οι Κολλυβάδες Άγιοι ήλθαν σε σύγκρουση, ιδιαίτερα ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, με τους ευρωπαϊστάς και ευρωπαΐζοντας εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι υιοθέτησαν τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, ακόμη και την αθεΐα του Βολταίρου, και προσπάθησαν να στρέψουν την πορεία του νεοελληνικού πολιτισμού προς την κλασική αρχαιότητα, εκθειάζοντας και προβάλλοντας την θύραθεν, την κοσμική σοφία και γνώση και υποτιμώντας ή αγνοώντας την θεία σοφία.
Ο ορθός λόγος, η επιστήμη, η γνώση, η ελευθερία ήσαν οι νέες θεότητες του κηρύγματος του Διαφωτισμού. Ή βυζαντινή σύνθεση, όπου κατορθώθηκε η διάσωση και η ενίσχυση των υγιών στοιχείων του ελληνικού πνεύματος στην υπηρεσία του θείου κηρύγματος της αγάπης, της ταπεινώσεως, της καταλλαγής που απέρρεαν από το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Σταυρού, εγκαταλείφθηκε και υποτιμήθηκε. Ήταν ουσιαστικώς ένας νέος διωγμός εναντίον της Εκκλησίας υπό άλλη μορφή, που συγγενεύει πολύ με την απόπειρα του Ιουλιανού του Παραβάτου τον 4ο αιώνα να αναβιώσει τον ακραιφνή Ελληνισμό εναντίον του Χριστιανισμού και του Βαρλαάμ του Καλαβρού τον 14ο αιώνα να περάσει, μέσα στο ορθόδοξο Βυζάντιο, τον σχολαστικισμό και ορθολογισμό της Δυτικής Αναγέννησης, απορρίπτοντας την δοκιμασμένη μέθοδο φωτισμού και τελειώσεως των Πατέρων της Ανατολής, που έδιναν τα πρωτεία στη θεία σοφία χωρίς να απορρίπτουν την κοσμική, την ανθρώπινη.
Οι Τρεις Ιεράρχαι του 4ου αιώνος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, με την έξοχη ελληνική παιδεία τους, όπως και ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, δεν επέτρεψαν την οπισθοδρόμηση προς ένα νοσηρό κλασικισμό που τοποθετεί το κτιστό πάνω από το άκτιστο, την ανθρώπινη σοφία πάνω από την θεϊκή σοφία, τα άθεα γράμματα πάνω από τα θεωτικά, όπως έλεγε ο όσιος μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος, βλέποντας την εσφαλμένη πορεία που ακολούθησαν μετά το 1821 οι δυτικοτραφείς λόγιοι και κληρικοί υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις των Ευρωπαίων Διαφωτιστών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αγωνισταί του 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι, γαλουχημένοι με το πνεύμα της παραδόσεως των Κολλυβάδων, βρέθηκαν προδομένοι και στο σημείο αυτό. Αγωνίσθηκαν για να απελευθερώσουν σωματικά τους Έλληνες από τους Τούρκους, και είδαν την Ελλάδα να υποδουλώνεται πνευματικά, να παραδίδει την ψυχή, το πνεύμα της στους Ευρωπαίους. Ο εκλατινισμός επανήλθε με τη μορφή του εξευρωπαϊσμού και του εκδυτικισμού. Η Δύση που δεν μπόρεσε ούτε στο ελεύθερο Βυζάντιο με τον Βαρλαάμ Καλαβρό να «διαφωτίσει», δηλαδή να σκοτίσει τους Έλληνες, γιατί αντέδρασε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με το κίνημα του Ησυχασμού, ούτε στην Τουρκοκρατία, λόγω του νέου φιλοκαλικού - ησυχαστικού κινήματος των Κολλυβάδων, επεχείρησε να πάρει τη ρεβάνς μετά το 1821 θέτοντας υπό πνευματική κηδεμονία το νεοελληνικό κράτος, την παιδεία και τον πολιτισμό του. Φαίνεται όμως ότι και πάλι βγαίνει νικημένη. Οι δυσφημισμένοι ακόμη και κατά το όνομα Κολλυβάδες επηρεάζουν τώρα βαθύτατα την ορθόδοξη πίστη και ζωή ως γνήσιοι συνεχιστές της πατερικής ησυχαστικής παραδόσεως. Το Άγιον Όρος που τους εξέθρεψε, όπως και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μπορεί να καυχάται για τους μεγάλους αυτούς διδασκάλους της Ορθοδοξίας και του Γένους.

1. Ό χαρακτηρισμός του κινήματος ως φιλοκαλικής αναγέννησης επεκράτησε με¬τά τη μελέτη του μητροπολίτου Μαυροβουνίου Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η φιλοκαλική αναγέννησις του ΙΗ' και ΙΘ' αι. και οι πνευματικοί καρποί της, Αθήναι 1984. Δεν παραθέτουμε εδώ τη σχετική με το κίνημα των Κολλυβάδων βιβλιογραφία. Για τους δύο εξ αυτών έγιναν στις ημέρες μας επιστημονικά συνέδρια, ένα για τον Αθανάσιο Πάριο στην Πάρο, τον Σεπτέμβριο του 1998, και ένα για τον Άγιο Νικόδημο Αγιορεί¬τη στην Ιερά Μονή Αγίου Νικόδημου στη Γουμένισσα Κιλκίς, τον Σεπτέμβριο του 1999, με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και πλήρη βιβλιογραφική κάλυψη. Εντός του έ¬τους θα κυκλοφορήσουν τα πρακτικά και των δύο συνεδρίων. Στον Άγιο Αθανάσιο Πάριο αναφέρονται επίσης οκτώ εισηγήσεις που έγιναν κατά το επιστημονικό συνέ¬δριο που έγινε στην Πάρο το Σεπτέμβριο του 1996 για την Εκατονταπυλιανή. Τα πρα¬κτικά έχουν εκδοθή από το Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου• Η 'Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσί¬ου (Πάρος 15-19 Σεπτεμβρίου 1996), Πάρος 1998. 
Πηγή: Θεοδρομία τεύχος 7- Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2000
http://www.impantokratoros.gr/

Πέμπτη, Μαΐου 23, 2013

Οι Κολλυβάδες του Άθωνα και η ελληνική Φιλοκαλία


Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453), οι ανθρωπιστές του Βυζαντίου, που αντιπροσώπευαν την αντίθεση προς το παλαμικό ρεύμα, μετανάστευσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στη Δύση, όπου πήραν ενεργό μέρος στην Αναγέννηση. Κάτω από την τουρκική κυριαρχία, οι ορθόδοξοι χριστιανοί συσπειρώθηκαν γύρω από την Εκκλησία τους, που είχε αρχίσει να αναζωογονείται κατά τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας με την ανανέωση του ησυχασμού.
Περιορισμένοι στις συνθήκες των δήμων, ταπεινωμένοι, καταπονημένοι από φόρους, υποταγμένοι στις άδικες φορολογήσεις και καταδιώξεις των Οθωμανών υπαλλήλων, εξασθενημένοι από πολλούς εξισλαμισμούς, βρέθηκαν ξαφνικά βυθισμένοι σε μεγάλη κοινωνική και πολιτιστική αθλιότητα. Μερικά ελληνικά σχολεία μπόρεσαν να επιβιώσουν μέσα στις μεγάλες πόλεις· αλλά στην ύπαιθρο μόνο τα κρυφά σχολειά, που συχνά λειτουργούσαν τη νύχτα στις ενορίες και στα μοναστήρια, παρείχαν μια στοιχειώδη μόρφωση. Ο ίδιος ο κλήρος υπέφερε συχνά από τη μεγάλη άγνοια και δεν μπορούσε να ασκήσει το λειτούργημα του κηρύγματος.

Αυτή την εποχή, η Δύση γνώριζε μία κατάσταση τελείως διαφορετική. Η ελευθερία, που απολάμβαναν τα ευρωπαϊκά έθνη, ευνοούσε μια πλατιά ανάπτυξη του πολιτισμού κάτω από όλες τις μορφές. Η ανανέωση της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μετά τη σύνοδο του Τριδέντου (Trento, 1545-1563), είχε επιτρέψει μια αξιοσημείωτη άνθιση της πνευματικής ζωής. Ωστόσο, από το 16ο αιώνα, πεποιθήσεις ορθολογιστικές, θεϊστικές η άθεες είχαν εξαπλωθεί σ’ ένα μέρος της αστικής τάξης και της αριστοκρατίας. Αυτό το ρεύμα της σκέψης απλώθηκε και παρουσιάστηκε σε όλη του τη δόξα το 18ο αιώνα με τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού. Οι ιδέες διαδόθηκαν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής, κυρίως από τους Γάλλους φιλοσόφους με επικεφαλής το Βολταίρο, και κέρδισαν την ανώτερη διανόηση της Ευρώπης.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ακριβώς απλώνεται, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρωσία και τη Ρουμανία, η μεγάλη πνευματική ανανέωση της Ορθοδοξίας. Η δημοσίευση της Φιλοκαλίαςκατέχει σ’ αυτήν μια κεντρική θέση. Ευνοημένη σε κάποιο βαθμό από τη διανοητική ανάπτυξη του Διαφωτισμού, παρουσιάστηκε την ίδια στιγμή στις ορθόδοξες χώρες σαν ένα αντίδοτο στο μαχόμενο αντιχριστιανισμό του.
Στην Ελλάδα, μυητής της ανανέωσης υπήρξε ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806). Καταγόμενος από την Κέρκυρα, κτήση ενετική τότε, μορφώθηκε στην Ιταλία και στη συνέχεια έγινε μοναχός στην Πάτμο. Αυθεντικά εκκλησιαστικός άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα πολύ ανοιχτός στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, θαυμαστής και μεταφραστής του Βολταίρου, του οποίου τα αντικαθολικά επιχειρήματα κρατεί αλλά ανασκευάζει τον αντιχριστιανισμό, ο Βούλγαρις ήθελε να προωθήσει τη διανοητική αναγέννηση, την ηθική και πνευματική του ελληνικού έθνους. Είχε την πρόθεση να θεμελιώσει αυτή την ανανέωση πάνω στη βάση της ορθόδοξης παράδοσης, αλλά υποτάσσοντάς τη σε μία μορφή, που εκείνος θεωρούσε απαραίτητη.
Στις προσπάθειές του τον ενθάρρυνε ο πατριάρχης της Πόλης Κύριλλος ο Ε΄. που το 1753 τον έθεσε επικεφαλής της Ακαδημίας, που άρχισε να ιδρύει στον Άθωνα. Αλλά οι Αθωνίτες, που ανησυχούσαν με τους νεωτερισμούς του Βουλγάρεως, συμμάχησαν εναντίον του, τον κατήγγειλαν στον πατριάρχη Κύριλλο Ε΄, τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει τα έργα του (1758) και, τέλος, κατέστρεψαν το ίδιο το κτίριο της Αθωνικής Ακαδημίας.
Ο Βούλγαρις είχε μαθητές, που μπόρεσαν να διατηρήσουν το καλύτερο μέρος της έμπνευσής του διορθώνοντας ταυτόχρονα τις αντιφάσεις και εξουδετερώνοντας τους κινδύνους της διδασκαλίας του. Οι κυριότεροι είναι ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800), στον οποίο οφείλουμε την πρώτη έκδοση (editio princeps) του αγίου Ισαάκ του Σύρου⋅ ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779), που άφησε το Άγιον Όρος, για να αφιερώσει στον ελληνικό λαό μία εξαιρετική κηρυκτική δράση, που εστέφθη από το μαρτύριο. Ο Αθανάσιος ο Πάριος (1722-1813), που αφού έγινε μαθητής του Βουλγάρεως στην αθωνική Ακαδημία, όπως και του διαδόχου του Νεοφύτου του Καυσοκαλυβίτου (1713-1784), υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Όρος εξ αιτίας εσωτερικών διχογνωμιών (τη «διαμάχη των κολλύβων», που θα εξηγήσουμε πιο κάτω). Μετά την αναχώρησή του διηύθυνε τη σχολή της Χίου, που έγινε μία από τις σπουδαιότερες «εθνικές σχολές» της Ελλάδας.
Ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης και ο Αθανάσιος ο Πάριος ήταν στενά συνδεδεμένοι με δύο άλλες προσωπικότητες: Τον άγιο Μακάριο της Κορίνθου (1731-1809) και τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1748-1809). Ο πρώτος, διευθυντής της σχολής της Κορίνθου, έγινε επίσκοπός της στα 1764· υποχρεωμένος ν’ απαρνηθεί την έδρα του για λόγους πολιτικών συνθηκών, μπόρεσε ν’ αφιερωθεί απόλυτα στην πνευματική ανανέωση της Ελλάδας, της οποίας έγινε ο κύριος εμπνευστής. Ο δεύτερος, αφού συνάντησε τον άγιο Μακάριο και αγιορείτες μοναχούς εμψυχωμένους από το ίδιο πνεύμα, έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος το 1775. Επρόκειτο να αναπτύξει μια ευρεία φιλολογική δραστηριότητα σε όλους τους χώρους των εκκλησιαστικών γραμμάτων.
Οι μοναχοί, που συγκεντρώθηκαν γύρω από το Μακάριο της Κορίνθου και το Νικόδημο τον Αγιορείτη, έλαβαν το όνομα Κολλυβάδες για το ρόλο που έπαιξαν σε μία διχογνωμία, που τάραξε το Άγιον Όρος κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Επικρατούσε να κάνουν μνημόσυνα το Σάββατο και να ευλογούν τα κόλλυβα. Μοναχοί της σκήτης της αγίας Άννας, φροντίζοντας περισσότερο για τα οικονομικά τους συμφέροντα, παρά για το σεβασμό της Παράδοσης, είχαν μεταφέρει τη μνημόνευση των νεκρών στην Κυριακή, ώστε να διαθέτουν το Σάββατο για την πώληση των εργοχείρων τους. Οι κολλυβάδες αντιστάθηκαν σ’ αυτή την αλλαγή, διότι η Κυριακή, υπόμνηση εβδομαδιαία της ανάστασης, είναι ασυμβίβαστη με το πένθος και τις τελετές που το ανακαλούν. Η διαμάχη συνεχίστηκε επί πολύ και γνώρισε πολλές φάσεις. Το πραγματικό αντικείμενο της διαμάχης ξεπερνούσε πολύ τη γενεσιουργό αιτία. Επρόκειτο στ’ αλήθεια για μία σύγκρουση μεταξύ των οπαδών μιας στενής προσήλωσης στο τυπικό, διατεθειμένων να συμβιβασθούν με μια παράδοση, που το νόημά της δεν αντιλαμβάνονταν, και των πρωταγωνιστών μιας βαθιάς πνευματικής ανανέωσης. Αυτοί οι τελευταίοι εκτιμούσαν ότι θα μπορούσαν να τη στηρίξουν μόνο σε μια μεγάλη πιστότητα στην αγιοπατερική διδασκαλία και στο σεβασμό της Λειτουργικής παράδοσης και των κανόνων της πρώτης Εκκλησίας.
Τέτοιο ήταν πραγματικά το ευρύ σχέδιο των Κολλυβάδων. Να γιατί είχαν επιχειρήσει μια μεγάλη εκδοτική εργασία των Πατέρων της Εκκλησίας, χωρίς να εξαιρέσουν τους ησυχαστές του 14ου αιώνα, διότι ο παλαμισμός τούς φαινόταν ως η άκρα εφαρμογή της πατερικής παράδοσης. Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης είχε ετοιμάσει την πλήρη έκδοση των έργων του Γρηγορίου Παλαμά. Το χειρόγραφο δυστυχώς χάθηκε, όταν το τυπογραφείο της Βενετίας, όπου το είχε εμπιστευθεί, έκλεισε κατά διαταγήν της αυστριακής κυβέρνησης. Είχε καταστραφεί από το στρατό που ερευνούσε για προπαγανδιστικά επαναστατικά κείμενα απευθυνόμενα στους Έλληνες από τον Βοναπάρτη.
Στα 1777, ο Μακάριος της Κορίνθου ήλθε να μείνει στο Άγιον Όρος. Άρχισε να ψάχνει για χειρόγραφα. Ανακάλυψε τον Ευεργετινό. πολύτιμη ανθολογία ασκητικών κειμένων, που είχε συγκεντρώσει ο Παύλος, κτίτωρ της μονής του Ευεργέτου στην Κωνσταντινούπολη. ΟΕυεργετινός περιείχε επίσης φιλοκαλικές συλλογές ησυχαστικών κειμένων της εποχής μεταξύ 4ου και 14ου αιώνα. Με μεγάλο ζήλο φρόντισε ν’ αντιγραφούν και πριν φύγει από τον Άθωνα εμπιστεύθηκε στο Νικόδημο τον Αγιορείτη την επιμέλεια της δημοσίευσης του Ευεργετινού, όπως και της πραγματείας του Περί της συχνής μεταλήψεως. Του ανέθεσε επίσης να ετοιμάσει για το τυπογραφείο τη Φιλοκαλία, πλουτίζοντάς την με πρόλογο και βιογραφικές σημειώσεις των παρουσιαζομένων συγγραφέων.
Η ελληνική Φιλοκαλία τυπώθηκε στη Βενετία το 1782. Το σύνολο των αντιτύπων μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Οι συνθήκες της έκδοσής της την έχουν στενά συνδέσει όχι μόνο με τον αθωνικό μοναχισμό αλλά και με την ευρύτερη κίνηση της πνευματικής ανανέωσης του ελληνικού λαού. Σ’ αυτήν είχαν αφιερωθεί οι Κολλυβάδες, που θέλησαν να τη στηρίξουν ταυτόχρονα στη λειτουργική ζωή, στην παράδοση της πατερικής διδασκαλίας και στην εσωτερική ζωή με κέντρο την καρδιακή προσευχή.

* Ο π. Πλακίδας Deseille είναι Γάλλος πρώην ρωμαιοκαθολικός και νυν ορθόδοξος αρχιμανδρίτης
Πηγή: Αντίφωνο, Από το βιβλίο «Φιλοκαλία», εκδ. Ακρίτας.

Δευτέρα, Απριλίου 22, 2013

ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΓΡΑΒΑΝΟΣ

1Ο Γρηγόριος ήταν κι αυτός ένας από τους συνοδοιπόρους των Κολυβάδων, που ακλούθησε το γέροντα του Νήφωνα σε πολλούς σταθμούς, στο Άγιο Όρος, σε διάφορα νησιά του Αιγαίου και κατέληξαν στην Πάτμο.

Καταγόταν από τη Νίσυρο, έρχεται στην Πάτμο και συμπροσεύχεται με τον Άγιο Μακάριο Κορίνθου στο ησυχαστήριο της Κουμάνας, αγναντεύοντας απέναντι την Αποκάλυψη και τη Μονή, τους δύο μεγάλους σταθμούς της ιστορίας της Πάτμου και της Εκκλησίας.Αργότερα πηγαίνει με τον Νήφωνα στους Λειψούς και ιδρύουν ησυχαστήριο στη περιοχή Ρωμάνι προς τιμή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Επιστρέφοντας στην Πάτμο στη θέση Γραβά θα κτίσει το κάθισμα προς τιμή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εκεί έζησε με τον υποτακτικό του τον Θεόκτιστο από τη Σόφια, έκτισε κελιά και πήρε από δώ το όνομα Γραβανός.

Η αρετή και η άσκηση του ακτινοβολούσαν σ΄ όλο το νησί. Πολλοί πήγαιναν στο ερημικό κάθισμά του για να εξομολογηθούν. Ακόμα και ένας κλέφτης τρέχει στο κελί του μετανιωμένος να παραδώσει τα κλοπιμαία σ' αυτόν. Ακόμα και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Ζ΄ όταν εξορίστηκε στην Πάτμο εξομολογείτο στο Γρηγόριο, όταν έμενε φιλοξενούμενος στο Γραβά.

Το 1791 συγκαταλέγεται στην αδελφότητα της Μονής του Θεολόγου. Το 1793 με γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Νεοφύτου τουΖ΄μετέχει με τον Άγιο Μακάριο Κορίνθου και τον δάσκαλο της Πατμιάδας Δανιήλ σε εξαρχική επιτροπή.

Όμως το 1810 ένα λυπηρό περιστατικό αναγκάζει τον Γρηγόριο να φύγει από την Πάτμο και να γυρίσει στη Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ικαρία. Το γεγονός ήταν ότι ο προαναφερθείς κλέφτης νόμιζε ότι ο Γρηγόριος πρόδωσε τ' όνομά του και απειλούσε να τον σκοτώσει. Όμως το όνομα το είχε αποκαλύψει ο αφελής υποτακτικός του Γρηγορίου ο Θεόκτιστος, γι αυτό και ο Γρηγόριος αναγκάστηκε να φύγει για την Ικαρία για να σωθεί.

Ο Γρηγόριος κοιμήθηκε στις 22 Απριλίου του 1812 και τάφηκε στη Μονή Ευαγγελισμού στην Ικαρία. Το «Βραβείον» της Μονής Θεολόγου της Πάτμου αναφέρει σχετικά με τον Γρηγόριο «1812 απριλίου 22 ετελεύτισεν ο συναδελφός ημών εν ιερομονάχοις κύρ γρηγόριος ο και ασκητής, όστις τού γραβά τα κτήρια έκτισεν, ων εκ της νήσου νισύρου, θανάτω φυσικώ εν τη νήσω ικαρία. Εις τους 1815 έγινεν η ανακομιδή του άνωθεν, ος τις ηγίασεν ποιών θαύματα εις πολλούς τα Ιερά αυτού λείψανα».

Σήμερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Γραβανός κατατάσσεται στους τοπικούς Αγίους της Δωδεκανήσου και εορτάζει στις 22 Απριλίου ημέρα την κοιμήσεως του. 
πηγή

Κυριακή, Μαρτίου 10, 2013

Το πνευματικό «κίνημα» των Αγιορειτών «Κολλυβάδων» και οι συνέπειές του.


Του Παναγιώτου Σ. Μαρτίνη Δρ. Θ.
(Η περί Μνημοσύνων και θ. Ευχαριστίας έρις)
Ο μοναχισμός υπήρξε πάντοτε σθεναρός πρόμαχος της Ορθοδοξίας και θεματοφύλακας των ιερών της Εκκλησίας παραδόσεων.
Ιδιαίτερα οι μοναχοί του Αγίου Όρους πρόσφεραν ανεκτίμητες προς την Ορθοδοξία υπηρεσίες και πολλοί αναδείχτηκαν μεγάλες θρησκευτικές προσωπικότητες (άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Κοσμάς ο Αιτωλός, ο όσιος Νικόδημος Αγιορείτης κ.ά.).

Στην ιστορία του Αγ. Όρους αναφέρονται πολλές προσπάθειες αγιορειτών Πατέρων για εμβάθυνση στο πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από τις οποίες δύο διακρίνονται περισσότερο. Η πρώτη είναι ο Ησυχασμός, που κύριος υπέρμαχος υπήρξε ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη, λιγότερο γνωστή, είναι η προσπάθεια των Κολλυβάδων μοναχών για την αναγέννηση της λειτουργικής και πνευματικής εν γένει ζωής της Εκκλησίας, με βάση την αποστολική και πετερική παράδοσή της. Και τα δύο αυτά «κινήματα» συνδέονται, αν όχι χρονικά (14ος αι. το πρώτο, 18-19ος αι. το δεύτερο), τοπικά και κυρίως πνευματικά
Οι «Κολλυβάδες», όπως χλευαστικά ονομάστηκαν από τους αντιπάλους τους, ήσαν λόγιοι μοναχοί και σπουδαίοι θεολόγοι, ησυχαστές και αγωνιστές της νοερής – καρδιακής προσευχής, που με δύναμη και θάρρος αγωνίστηκαν για τη διατήρηση της γνήσιας και υγιούς παράδοσης της Εκκλησίας σε θέματα λατρείας από οποιαδήποτε προσπάθεια αλλοίωσης.
Το «κίνημα» αυτό διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνος, απασχόλησε ζωηρά τη διοίκηση της Εκκλησίας και μπορεί να θεωρηθεί, κατά το Γερμανό θεολόγο N. Bonwtsch», ως εν ακόμη δείγμα της αφυπνιζομένης πνευματικής ζωής του ελληνικού έθνους κατά τον 18ο αι.».
Μεταξύ των αρχηγών αυτού του «κινήματος» αναφέρονται τρεις μεγάλες μορφές του νεοελληνικού χριστιανισμού, ο άγ. Μακάριος Νοταράς, Επίσκοπος Κορίνθου, ο σοφός διδάσκαλος του Γένους Αθανάσιος ο Πάριος, που πρόσφατα ανακηρύχθηκε άγ., ο πολυγραφότατος, επίσης διδάσκαλος, άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης. Τους τρεις αυτούς ακολούθησαν και άλλοι, όπως ο Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, Αγάπιος ο Κύπριος, Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης. Χριστόφορος Προδρομίτης κ.α.
Η αφορμή για να ιδρυθεί αυτό το «κίνημα» δε φαίνεται κατ΄ αρχάς τόσο σημαντική. Ας τη δούμε, όπως μας την περιγράφει ο π. Θεόκλητος Διονυσάτης στο βιβλίο του «Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης».
«Τω 1754 οι της εν Αγίω Όρει Ιεράς Σκήτεως της Αγ. Άννης μοναχοί ήρξαντο ανοικοδομούντες τον Καθολικόν Ναόν αυτής, τον λεγόμενον Κυριακόν, δια δαπάνης και συνδρομής των απανταχού Ορθοδόξων Χριστιανών. Κατά καθήκον, αι προσφοραί θα έπρεπε δια τελέσεως μνημοσύνων των κεκοιμημένων συγγενών των να ανταποδοθούν… Επειδή, όμως, οι απασχολούμενοι εις την οικοδομήν πατέρες Σκοπίων δι΄ όλης της εβδομάδος και δεν ήτο εύκολος η εν Σαββάτω τέλεσις των μνημοσύνων… Εσκέφθησαν να τελούν ταύτα εν τη κατά την Κυριακήν γινομένη αγρυπνία… Εντεύθεν ηνήφθη η φλοξ της έριδος… των μεν φρονούντων, ότι «παράνομον εστί το εν Κυριακή επιτελείν τα μνημόσυνα», των δε υποστηριζόντων, ότι «η Κυριακή ήτο προσφορωτέρα, ως του θανόντος – κοιμηθέντος επ ελπίδι αναστάσεως (Κυρίου) και συνεπώς δεν αντιβαίνει η τέλεσις μνημοσύνων εις τον χαρμόσυνον χαρακτήρα της ημέρας». Οι πρώτοι όμως επέμεναν και δεν δέχονταν τη μετάθεση, ως αντίθετη προς την τάξη της Εκκλησίας. Οι αντιφρονούντες προς αυτούς τους αποκάλεσαν περιφρονητικά «Κολλυβάδες», «Κολλυβιστάς» και «Σαββατιανούς». Όμως, το περιφρονητικό αυτό όνομα έγινε αργότερα τιμητικός τίτλο, ενώ τότε υπήρξε γι΄ αυτούς αιτία διωγμών και ύβρεων. Η έριδα αυτή έγινε επικίνδυνη για την ειρήνη. Και σκανδάλιζε τις ψυχές μοναχών και λαϊκών. Για τη λύση του ζητήματος αποτάθηκαν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιο Β΄(1772), ο οποίος τους απάντησε: «οι μεν εν Σαββάτω τελούντες τα των (κοιμηθέντων) μνημόσυνα καλώς ποιούσιν, ως την αρχαίαν παράδοσιν της Εκκλησίας φυλάσσοντας, οι δε εν Κυριακή ουχ υπόκεινται κρίματι». Το ίδιο συναινετικά τους απάντησε και ο διαδεχθείς το Θεοδόσιο, Πατριάρχης Σαμουήλ Χαντζερής (1773).
Επίσης, για το ίδιο θέμα συνήλθαν δύο Σύνοδοι. Η πρώτη το 1774 στη Μονή Κουτλουμουσίου και η δεύτερη στην Κων/πολη επί Πατριάρχου Σωφρονίου Β΄, που τελικά δεν έλυσαν το ζήτημα. Η πρώτη τάχθηκε υπέρ των Κολλυβάδων, ενώ η δεύτερη τους καταδίκασε!
Τέλος, ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ έλυσε το ζήτημα το 1819 με την περίφημη εγκύκλιό του, η οποία έλεγε, μεταξύ άλλω!!. Τα μνημόσυνα των ευσεβώς κοιμηθέντων επιτελώνται απαραιτήτως και εν Κυριακή και εν Σάββασιν, ως και ταις λοιπαίς ημέραις της εβδομάδος προς τελείαν εξάλειψιν της πάλαι αναφυείσης εκείνης διενέξεως». Και οι μεν διωκόμενοι Κολλυβάδες, ευσεβέστατοι και ησυχότατοι μοναχοί, για να μην σκανδαλίζουν και από πνεύμα υπακοής τελούσαν τα μνημόσυνα και την Κυριακή. Οι αντίπαλοί τους όμως, παρανοούντες το πνεύμα της εγκυκλίου, προσπαθούσαν να επιβάλουν την Κυριακή, ως ημέρα που έπρεπε να τελούνται τα μνημόσυνα. Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης στο βιβλίο του «Ομολογία πίστεως» αναφέρει και τα εξής: «… δύο είδη κυβερνήσεως ευρίσκονται εν τη του Χριστού Αγία Εκκλησία. Και το μεν πρώτο είδος ονομάζεται Ακρίβεια, το δε άλλο Οικονομία… Εάν συ, αδελφέ, θέλεις να ποιής τα μνημόσυνα εν Κυριακή, φυλάττων την οικονομίαν της Εκκλησίας και συγκατάβασιν, ημείς δεν πρέπει να σε παρατηρώμεν και να σε κατηγορώμεν δια τούτο… Εάν ημείς ποιώμεν τα μνημόσυνα εν τω Σαββάτω, φυλάττοντες την ακρίβειαν και την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν, εσύ δεν πρέπει να μας παρατηρής και να μας κατηγορής δια τούτο, δυσφημών ημάς με ονόματα δύσφημα, αλλά μάλλον και να μας επαινής…».
Το ζήτημα λοιπόν, των μνημοσύνων και ο χρόνος τελέσεώς τους υπήρξε η πρώτη αφορμή της έριδας μεταξύ «Κολλυβάδων» και αντιφρονούντων. Και η υπόθεση αυτή δεν ήταν και η μόνη προσπάθειά τους γι την πνευματική αναγέννηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Νεώτερος θεολόγος, ερευνητής του «κινήματος» αυτού αναφέρει: «Οι Κολλυβάδες ήσαν άκρως μορφωμένοι θεολογικώς, φιλοσοφικώς, εγκυκλοπαιδικώς, εγνώριζαν δε την αρχαίαν ελληνικήν, την λατινικήν και άλλας νεωτέρας γλώσσας, ως καταφαίνεται και εκ των πολλών περισπουδάστων συγγραμμάτων των αρχηγών αυτών. Υποστήριζον ούτοι δια του λόγου και δια των συγγραμμάτων των την επαναφοράν εις την αγνότητα ζωής και τους σεβασμίους θεσμούς της αρχαίας Εκκλησίας, τους οποίους εξαφάνισαν μεταγενέστερες παραδόσεις».
Συγχρόνως με τη φιλονικεία γύρω από τα μνημόσυνα υπήρχε και η «περί συχνής θείας Κοινωνίας έρις», πρόβλημα ίσως σοβαρότερο του πρώτου, που μέχρι και σήμερα απασχολεί πολλούς χριστιανούς. Οι Κολλυβάδες, πιστοί στο αρχαιοπαράδοτο της Εκκλησίας, ήσαν υπέρ της συχνής Θ. Μεταλήψεως, αντίθετα με τους αντιπάλους τους, οι οποίοι δίδασκαν για δύο ή τρεις φορές το χρόνο! Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιος Β΄ για το ζήτημα τούτο έδωσε ικανοποιητική απάντηση. Έγραψε: «Περί δε του πυκνότερον ή βραδύτερον προσέρχεσθαι τη μεταλήψει των αχτράντων μυστηρίων, φαμέν, ότι χρόνος μεν ουχώρισται, αναγκαία δε πάντως η δια της θείας μετανοίας και εξομολογήσεως προετοιμασία…».
Η φιλονικία όμως και γι΄ αυτό το ζήτημα εξακολουθούσε ν΄ αναστατώνει μοναχούς και χριστιανούς, γι΄ αυτό και πάλι ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ το έλυσε με την εγκύκλιό του στην οποία τονίζει: «Χρέος έχουσιν οι ευσεβείς εν εκάστη ιερά μυσταγωγία να προσέρχωνται και να μεταλαμβάνουσι του ζωοποιού Σώματος, δια τούτο και προσκαλούνται υπό του ιερέως εν τω «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Αντικρούει δε τις αντίθετες απόψεις περί της θείας μεταλήψεως δύο ή τρεις φορές το χρόνο ή «εν διαστήματι τεσσαράκοντα ημερών».
Αφορμή και γι΄ αυτό το ζήτημα, δηλ. «περί συχνής θ. μεταλήψεως», υπήρξε το εξής γεγονός: Το έτος 1777 εκδόθηκε στη Βενετία βιβλίο με τον τίτλο: «Εγχειρίδιον ανωνύμου τινός αποδεικτικόν περί του ότι χρεωστούσιν οι χριστιανοί συχνότερον να μεταλαμβάνωσι τα θεία μυστήρια». Στο βιβλίο αυτό υποστηρίζεται με πολυάριθμα χωρία από την αγ. Γραφή και τους πατέρες η υποχρέωση των χριστιανών να μεταλαμβάνουν συχνά «εις κάθε εορταστικήν Λειτουργίαν».
Κατά τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη» του βιβλίου τούτου εξετιμήθη η αξία υπό του αγ. Νικοδήμου (Αγιορείτου), όστις, βλέπων την παραθεώρησιν της «χαριτωμένης συνηθείας να μεταλαμβάνουν οι πιστοί συχνότερον» ανέλαβε να το εκδώσει….». και συνεχίζει ο π. Θεόκλητος: «Αφού ο θείος Διδάσκαλος μετά μεγάλης ευκολίας και ανέσεως ανατρέπει τα σαθρά ταύτα επιχειρήματα (εν. των αντιφρονούντων), κάμνει εν τω επιλόγω αυτού μίαν θαυμασίαν αποστροφήν προς τους χριστιανούς και τους εχθρούς των Κολλυβάδων πλήρη αγάπης και συγκαταβάσεως…».
Το βιβλίο αυτό μόλις εκδόθηκε προκάλεσε μεγάλο θόρυβο και πολλές διαμαρτυρίες από τους αντιφρονούντες. Έτσι, το περί των μνημοσύνων και συνεχούς θ. μεταλήψεως ζήτημα έφτασε ώστε να εγερθεί σφοδρός πόλεμος κατά των Κολλυβάδων. Καταδιώχτηκαν απηνώς από το Άγ. Όρος. Έτσι, «ηναγκάσθησαν πολλοί από τους ευσεβείς εκείνους ανθρώπους να αφήσουν τας αγαπημένας τους σκήτας… και να διασκορπιστούν εις διάφορα μέρη της Ελλάδος. Ο διωγμός όμως αυτός είχεν ευχαρίστους συνεπείας, διότι ούτοι διέδωσαν το αναμορφωτικόν κήρυγμά των εις τον λαόν. Εις πλείστας πόλεις της Ελλάδος και των νήσων του Αιγαίου έκτισαν μονάς και ανεζωπύρησαν τη θρησκευτικότητα των πιστών…» (Σπυρ. Μακρής, Θρησκ. και Ηθική Εγκυκλ.). Και ο π. Θεόκλητος Διονισιάτης συμπληρώνει: Οι Κολλυβάδες «διασπαρέντες εις διαφόρους τόπους, απετέλεσαν την «μικράν ζύμην» της αναζωπυρήσεως του θρησκευτικού αισθήματος του δούλου ορθοδόξου λαού, δια των ιδρυθέντων παρ΄ αυτών μοναστηρίων, εντός των οποίων εκαλλιεργείτο … τόσον ο μυστικός, όσον και ο μυστηριακός βίος, δια της συμμετοχής του λαού εις την ορθόδοξον λατρείαν και την συχνοτέραν θείαν Ευχαριστίαν…» (Ο Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης). Και ο Γ. Βερίτης σε άρθρο του «Το αναμορφωτικόν κίνημα των Κολλυβάδων και οι δύο Αλέξανδροι της Σκιάθου» (περ. «Ακτίνες» 1943), σημειώνει: «… Ένα από τα νησιά (που δέχθηκαν το κήρυγμα των Κολλυβάδων) ήταν και η Σκιάθος, το πολυτραγουδισμένο νησί δύο Αλεξάνδρων. Πού να το ήξεραν οι διώκτες των Κολλυβάδων, πως ο διωγμός αυτός θα χάριζε στην Ελλάδα έναν Παπαδιαμάντη και έναν Μωραϊτίδη!…».
Στα βαθύτερα αίτια του κινήματος των Κολλυβάδων αναφέρεται και ο Κ. Μπαστιάς στο βιβλίο του «Ο Παπαδιαμάντης», όταν γράφει: «… η συνεχής Μετάληψις και η τέλεση των μνημοσύνων το Σάββατο και όχι την Κυριακή, δεν ήταν στενόκαρδη προσήλωση σε τύπους. Πίσω από τα δύο τούτα αιτήματα κρυβότανε το σοβαρότερο αίτημα της Ορθοδοξίας, η παράδοση! Οι Κολλυβάδες εκφράζανε τον αγώνα της Ορθοδοξίας να κρατήσει την ιερά της παράδοση ανόθευτη από συμβιβασμούς που θα νοθεύανε την μορφή και την ουσία της… Στη Σκιάθο, λοιπόν, προσφεύγουνε οι Κολλυβάδες μοναχοί, τα γνήσια τέκνα δύο αγίων, του από Κορινθίας Μακαρίου Νοταρά και του Νικοδήμου του Αγιορείτου…». Και ο Ιωάννης Φουντούλης, στο βιβλίο του. «Παράδοση και Λατρεία» γράφει: «Στο σκότος της Τουρκοκρατίας έλαμψε το καθαρό παραδοσιακό πνευματικό «κίνημα» των Κολλυβάδων. Το τι πρόσφερε αυτό στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας… είναι σ΄ όλους γνωστό. Σ΄ αυτό οφείλεται η προβολή του αιτήματος της συχνής προσελεύσεως στη θ. Κοινωνία, η έξαρση του νοήματος του εβδομαδιαίου Πάσχα, η συνεχής προσπάθεια της αναστάσιμης Κυριακής να απαλλαγή από τα νεκρώσιμα στοιχεία».
Όπως είναι γνωστόν οι Κολλυβαδικές έριδες εκφράζουν τη διάσταση ανάμεσα στους παραδοσιακούς και τους φιλελεύθερους , οι οποίοι σπουδασμένοι στη Δύση ακολουθούσαν τις ουμανιστικές της τάσεις. Στο βιβλίο της «Αθανάσιος ο Πάριος» η Αθηνά Καραμπέτη, φιλόλογος και θεολόγος, σημειώνει «…το ζήτημα (των Κολλυβάδων) δεν είναι τόσον απλούν όσον εξ αρχάς φαίνεται. Τα βασικά αίτια είχον βαθυτέρας ρίζας. Ο 18ος αιώνας δια την δυτικήν Ευρώπην, είναι ο αιών των κοινωνικών αναστατώσεων και επιστημονικών ζυμώσεων… Επίσης, εις την Δύσιν η θρησκεία είχεν υποστή κλονισμόν λόγω της ενδοεπαναστάσεως της Μεταρρυθμίσεως και Αντιμεταρρυθμίσεως και των κηρυγμάτων του Διαφωτισμού. Εις την Ανατολήν, όμως, την επί τρεις αιώνας περίπου υπό στεγνήν και βάρβαρον δουλείαν ευρισκομένην, υπήρχε σταθερά καταφυγή εις την Ορθοδοξίαν, την οποίαν συνιστούν δύο ισότιμοι και ισοδύναμοι πηγαί, ο γραπτός λόγος (Αγ. Γραφή) και ο προφορικός λόγος, τα ήθη και έθιμα που περιεβλήθησαν με συνοδική απόφασιν (παράδοσις). Το οιονδήποτε πλήγμα εις το ένα ή το άλλο μέρος, επέφερε σεισμόν εις την πίστιν, την μόνην ασφαλή δύναμιν εις κάθε εποχήν, πολλώ μάλλον των υποδούλων τότε ορθόδοξων Ελλήνων. Φυσικόν τυγχάνει ότι η παράδοσις ευκολώτερα βάλλεται. Εις αυτόν τον αγώνα, της διατηρήσεως των παραδόσεων, που συνιστά συγχρόνως ανακαινιστικήν και αναμορφωτικήν δύναμιν, απεδύθησαν οι «Κολλυβάδες». Υποστηρίζοντες την ακρίβειαν της Εκκλησίας, συνήργουν εις την διατήρησιν της Ορθοδοξίας ολοκληρωμένης και ανοθεύτου».
Στο έργο του Αθανασίου Πάριου « Έκθεσις είτε ομολογία της αληθούς και ορθοδόξου πίστεως…», διαβάζουμε τις απόψεις των «Κολλυβάδων», που είναι πράγματι βιβλικές και πατερικές δηλαδή οι σωστά παραδοσιακές. Αυτές είναι: «Η σημασία και η δύναμη των αγίων εικόνων…, ο μικρός και ο μεγάλος αγιασμός, που έχουν την δύναμιν του λουτρού της παλιγγενεσίας και ιαματική χάρη σε κάθε ασθένεια σωματική και ψυχική, το αντίδωρο, που διαφέρει από τα Τίμια Δώρα, γιατί αυτό μετέχει σε κάποια χάρη, ενώ στα Τίμια Δώρα βρίσκεται ο ίδιος ο Χριστός και τέλος οι θέσεις τους για τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους».
Όπως διαπιστώθηκε από τα παραπάνω, το «κίνημα» των Κολλυβάδων υπήρξε ένα «κίνημα» παραδοσιακό και συγχρόνως ανακαινιστικό. Κινήθηκε μέσα στα όρια της Ορθόδοξης παράδοσης με σκοπό να την διαφυλάξει από τυχόν ξένες αλλοιώσεις και συγχρόνως προσπάθησε να ανακαινίση της λειτουργική πράξη και ζωή της Εκκλησίας επαναφέροντας τις αρχαίες αποστολικές και πατερικές παραδόσεις. Γιατί, όπως σημειώνει σύγχρονος θεολόγος, «στην Ορθοδοξία και ιδιαίτερα στη λατρεία της, τίποτε δεν είναι άσχετο και αδιάφορο. Το κεράκι που ανάβουμε, ο σταυρός που κάνουμε, τα κόλλυβα που διαβάζουμε, όλα έχουν αγιασθεί από την πράξη της Εκκλησίας μας και προσφέρουν άρρητη χαρά στον πιστό».
Γι΄ αυτό πολύ σωστά ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος στο βιβλίο του «Θεολογικές Παρουσίες» σημειώνει: «… οι παραδοσιακοί Κολλυβάδες άδικα παρεξηγήθηκαν αγωνιζόμενοι για την ορθόδοξη παράδοση. Δεν ήσαν στενοκέφαλοι καλόγεροι «μεθυσμένοι από έναν αρρωστημένο οίστρο Ορθοδοξίας».
Τελειώνοντας τίθεται το ερώτημα: Έχουν περάσει περίπου δύο και πλέον αιώνες από τη λατρευτική και πνευματική γενικότερα ανακαίνιση των «Κολλυβάδων» Αγιορειτών πατέρων. Μήπως έφτασε η ώρα για μία δεύτερη ανάλογη κίνηση από μέρους της Εκκλησίας; Όλοι σήμερα μιλάμε για την οικονομική κρίση που μαστίζει την πατρίδα μας. Συγχρόνως διαπιστώνουμε ότι η κρίση αυτή στο βάθος της είναι κυρίως πνευματική. Αλλά και η λατρεία μας χρειάζεται και τη δική μας ανανέωση.
Άραγε υπάρχουν οι προϋποθέσεις και οι ανάλογες μορφές και προσωπικότητες που θα μπορούσαν να αναλάβουν ένα τόσο δύσκολο και ευαίσθητο έργο; Χωρίς φανατισμούς, με σύνεση, για να μη πληγωθεί το θρησκευτικό αίσθημα του πιστού λαού, και με βάση πάντοτε την αποστολική και πατερική παράδοση να προχωρήσουμε σ΄ ένα νέο πνευματικό και λατρευτικό «κίνημα».

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2013

Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του Του π. Θεοδώρου Ζήση



Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς,Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ' όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις ομοιότητες. Σ' αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και δραστηριότητα που οι τρεις άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν και η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων. 

 
Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες[1] από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.
Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο - απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρυβεί η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα. Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων [εξήγηση "Νεκρού": δηλ. προτεσταντών & καθολικών ιεραποστόλων] που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.


Ο κίνδυνος του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού [=αλλοτρίωσης από πκαθολικισμό και προτεσταντισμό] ήταν εξ ίσου μεγάλος, μεγαλύτερος μάλιστα ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητος στη θρησκεία και του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου των Δυτικών, που διευκόλυναν την αφομοίωση, ενώ ως προς το αλλόθρησκο Ισλάμ η αίσθηση της διαφοράς και της υπεροχής δημιουργούσε κάποιους φραγμούς και επιφυλάξεις. Έχει καταντήσει κλασική η ρήση του άλλου επίσης μεγάλου διδασκάλου και αγίου της ιδίας εποχής, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με την οποία εξηγεί γιατί επέτρεψε ο Θεός να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, «Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν Χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους (1453+320=1773). Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».
Για να αποφευχθούν πάντως οι εξισλαμισμοί και οι εκλατινισμοί και να μη γίνουν ποτάμι από μικροί χείμαροι και αφανίσουν το Γένος στην πορεία τους, χρειαζόταν ο φραγμός και οι ρίζες της παιδείας, μετά μάλιστα από το βαθύ σκοτάδι της απαιδευσίας και της αμάθειας των προηγουμένων αιώνων. Ό,τι έκανε ο άγιοςΚοσμάς ο Αιτωλός με τις περιοδείες του και την ίδρυση σχολείων σε λαϊκό επίπεδο, έκαναν σε υψηλότερη βαθμίδα οι Κολλυβάδες Άγιοι εκδίδοντας και ερμηνεύοντας κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, βίους και ακολουθίες αγίων, ύμνους της Εκκλησίας, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας και μάλιστα θύραθεν συγγραφέων, αρχαίων Ελλήνων και Δυτικών. 

Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, ένας από τους σημαντικότερους πνευματικούς διδασκάλους του Νεότερου Ελληνισμού. Φυσικά οι "ευρωλιγούρηδες" και οι νεο-ειδωλολάτρες τον μισούν θανάσιμα... Η φωτο από εδώ, όπου απόσπασμα από το έργο του Αόρατος Πόλεμος.

Αυτό που προείχε ήταν να φωτισθεί το Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός. Έπρεπε στα σχολεία που άρχισαν να πυκνώνουν, στους δασκάλους, στους μοναχούς, στους κληρικούς να εξασφαλισθεί η δυνατότης να κατανοούν τα ελληνικά κείμενα με τη σχολική παιδεία, αλλά και να τους προσφερθούν τέτοια κείμενα με εκδόσεις, γιατί τα χειρόγραφα εσπάνιζαν, κρυμμένα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες ή συλημένα από επιτηδείους ξένους περιηγητάς.
Μπορεί μάλιστα κανείς να εντοπίσει μέσα στην εντυπωσιακή πράγματι εκπαιδευτική και συγγραφική δραστηριότητά τους και ειδική τάση και δράση απέναντι στον κίνδυνο των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών. Είναι γνωστόν ότι πολλοί από τους Νεομάρτυρες είχαν ως «αλείπτας», ως προπονητάς θα ελέγαμε, οι οποίοι ψυχολογικά τους ετόνωναν και τους εστήριζαν στο δρόμο του μαρτυρίου, Κολλυβάδες αγίους, όπως τον Άγιο Μακάριο και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη. 
Και είναι βέβαιο πως όσα με παρρησία λέγουν πολλοί Νεομάρτυρες στις απολογίες τους απέναντι των Τούρκων δικαστών, προβάλλοντας την υπεροχή της Χριστιανικής πίστεως απέναντι στην θρησκεία του Μωάμεθ, την οποία υποτιμούν και απορρίπτουν, απηχούν τη διδασκαλία των Κολλυβάδων Αγίων. Πολλούς από τους διαλόγους αυτούς των Νεομαρτύρων με τους Τούρκους δικαστάς, που θυμίζουν τα αρχαία μαρτυρολόγια, διέσωσε ο άγιος Νικόδημος στο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να ερμηνευθούν και τα ειδικά αντιλατινικά έργα του Αγίου Αθανασίου Πάριου «Αντίπαπας», «Ουρανού κρίσις», «Ο Παλαμάς εκείνος», και όσα άλλα σε ειδικά ή μη έργα γράφουν για τις εκτροπές και τις πλάνες των Λατίνων όλοι τους.

Όλοι οι άγιοι που ανήκουν στο πνευματικό κίνημα των Κολλυβάδων (από εδώ).

Η προσφορά βέβαια των Κολλυβάδων στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμούδεν περιορίζεται μόνο στην ενίσχυση της αυτοσυνειδησίας των Ορθοδόξων απέναντι στον διπλό κίνδυνο των επιρροών και αφομοιώσεων από Ανατολή και Δύση, που είναι και αυτή πολύ μεγάλη. Έχει και μία άλλη, εξ ίσου ευρεία διάσταση, στον χώρο της οποίας φάνηκε ότι δεν είχαν τότε τόσο μεγάλη επιτυχία, όχι γιατί η διδασκαλία τους δεν είχε απήχηση, αλλά διότι δυστυχώς ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία, που εδημιούργησαν ένα οικουμενικό κράτος μεοικουμενική ακτινοβολία, την Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου, που άντεχε και κρατούσε όρθια την ψυχή και το πνεύμα του και κάτω από τη σκληρή δουλεία των κατακτητών, μετά το 1821 δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα.
Το νέο κράτος αποκόπηκε βίαια από την ελληνορθόδοξη παράδοση, εγκατέλειψε την παραδοσιακή ελληνοχριστιανική παιδεία και εστράφη καθοδηγούμενο και κηδεμονευόμενο από τη Δύση εναντίον της Βυζαντινής του κληρονομιάς, των Αγίων και των Πατέρων, των ιερών και όσιων του Γένους.
Είναι γνωστόν ότι οι Κολλυβάδες Άγιοι ήλθαν σε σύγκρουση, ιδιαίτερα ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, με τους ευρωπαϊστάς και ευρωπαΐζοντας εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι υιοθέτησαν τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, ακόμη και την αθεΐα τουΒολταίρου, και προσπάθησαν να στρέψουν την πορεία του νεοελληνικού πολιτισμού προς την κλασική αρχαιότητα, εκθειάζοντας και προβάλλοντας την θύραθεν, την κοσμική σοφία και γνώση και υποτιμώντας ή αγνοώντας την θεία σοφία.
Ο ορθός λόγος, η επιστήμη, η γνώση, η ελευθερία ήσαν οι νέες θεότητες του κηρύγματος του Διαφωτισμού. Η βυζαντινή σύνθεση, όπου κατορθώθηκε η διάσωση και η ενίσχυση των υγιών στοιχείων του ελληνικού πνεύματος στην υπηρεσία του θείου κηρύγματος της αγάπης, της ταπεινώσεως, της καταλλαγής που απέρρεαν από το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Σταυρού, εγκαταλείφθηκε και υποτιμήθηκε. Ήταν ουσιαστικώς ένας νέος διωγμός εναντίον της Εκκλησίας υπό άλλη μορφή, που συγγενεύει πολύ με την απόπειρα του Ιουλιανού του Παραβάτου τον 4ο αιώνα να αναβιώσει τον ακραιφνή Ελληνισμό εναντίον του Χριστιανισμού ["Νεκρός": ενν. τον ανορθόλογο ειδωλολατρικό ελληνισμό - ο Ιουλιανός τον έβλεπε ως "ακραιφνή", αλλά ακραιφνής ελληνισμός είναι και ο μη ειδωλολατρικός ελληνισμός των φιλοσόφων, των "προ Χριστού χριστιανών"] και του Βαρλαάμ του Καλαβρού τον 14ο αιώνα να περάσει, μέσα στο ορθόδοξο Βυζάντιο, τον σχολαστικισμό και ορθολογισμό της Δυτικής Αναγέννησης, απορρίπτοντας την δοκιμασμένη μέθοδο φωτισμού και τελειώσεως των Πατέρων της Ανατολής, που έδιναν τα πρωτεία στη θεία σοφία χωρίς να απορρίπτουν την κοσμική, την ανθρώπινη.
Οι Τρεις Ιεράρχαι του 4ου αιώνος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, με την έξοχη ελληνική παιδεία τους, όπως και ο ΆγιοςΓρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, δεν επέτρεψαν την οπισθοδρόμηση προς ένα νοσηρό κλασικισμό που τοποθετεί το κτιστό πάνω από το άκτιστο, την ανθρώπινη σοφία πάνω από την θεϊκή σοφία, τα άθεα γράμματα πάνω από τα θεωτικά, όπως έλεγε ο όσιος μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος, βλέποντας την εσφαλμένη πορεία που ακολούθησαν μετά το 1821 οι δυτικοτραφείς λόγιοι και κληρικοί υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις των Ευρωπαίων Διαφωτιστών.

Ο άγιος ιεροκήρυκας Χριστοφόρος ο Παπουλάκος. Κόκκινο πανί για ευρωλιγούρηδες και νεο-ειδωλολάτρες, δήθεν προοδευτικούς. Η εικόνα από εδώ, όπου και άλλα ενδιαφέροντα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αγωνισταί του 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι, γαλουχημένοι με το πνεύμα της παραδόσεως των Κολλυβάδων, βρέθηκαν προδομένοι και στο σημείο αυτό.Αγωνίσθηκαν για να απελευθερώσουν σωματικά τους Έλληνες από τους Τούρκους, και είδαν την Ελλάδα να υποδουλώνεται πνευματικά, να παραδίδει την ψυχή, το πνεύμα της στους Ευρωπαίους. Ο εκλατινισμός επανήλθε με τη μορφή του εξευρωπαϊσμού και του εκδυτικισμού. Η Δύση που δεν μπόρεσε ούτε στο ελεύθερο Βυζάντιο με τον Βαρλαάμ Καλαβρό να «διαφωτίσει», δηλαδή να σκοτίσει τους Έλληνες, γιατί αντέδρασε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με το κίνημα του Ησυχασμού, ούτε στην Τουρκοκρατία, λόγω του νέου φιλοκαλικού - ησυχαστικού κινήματος των Κολλυβάδων, επεχείρησε να πάρει τη ρεβάνς μετά το 1821 θέτοντας υπό πνευματική κηδεμονία το νεοελληνικό κράτος, την παιδεία και τον πολιτισμό του. Φαίνεται όμως ότι και πάλι βγαίνει νικημένη. Οι δυσφημισμένοι ακόμη και κατά το όνομα Κολλυβάδες επηρεάζουν τώρα βαθύτατα την ορθόδοξη πίστη και ζωή ως γνήσιοι συνεχιστές της πατερικής ησυχαστικής παραδόσεως. Το Άγιον Όρος που τους εξέθρεψε, όπως και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μπορεί να καυχάται για τους μεγάλους αυτούς διδασκάλους της Ορθοδοξίας και του Γένους.
Σημείωση

1. Ο χαρακτηρισμός του κινήματος ως φιλοκαλικής αναγέννησης επεκράτησε μετά τη μελέτη του μητροπολίτου Μαυροβουνίου Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η φιλοκαλική αναγέννησις του ΙΗ' και ΙΘ' αι. και οι πνευματικοί καρποί της, Αθήναι 1984. Δεν παραθέτουμε εδώ τη σχετική με το κίνημα των Κολλυβάδων βιβλιογραφία. Για τους δύο εξ αυτών έγιναν στις ημέρες μας επιστημονικά συνέδρια, ένα για τον Αθανάσιο Πάριο στην Πάρο, τον Σεπτέμβριο του 1998, και ένα για τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη στην Ιερά Μονή Αγίου Νικόδημου στη Γουμένισσα Κιλκίς, τον Σεπτέμβριο του 1999, με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και πλήρη βιβλιογραφική κάλυψη. Εντός του έτους θα κυκλοφορήσουν τα πρακτικά και των δύο συνεδρίων. Στον Άγιο Αθανάσιο Πάριο αναφέρονται επίσης οκτώ εισηγήσεις που έγιναν κατά το επιστημονικό συνέδριο που έγινε στην Πάρο το Σεπτέμβριο του 1996 για την Εκατονταπυλιανή. Τα πρακτικά έχουν εκδοθή από το Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου. Η Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου (Πάρος 15-19 Σεπτεμβρίου 1996), Πάρος 1998.

Κυριακή, Ιουνίου 24, 2012

Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813)




Αγιορείτης Άγιος
Μνήμη 24 Ιουνίου


Γεννήθηκε στο χωριό Κώστος της Πάρου το 1721 από ευκατάστατους γονείς. Ο πατέρας του Απόστολος Τούλιος καταγόταν από τη Σίφνο και είχε άλλα τρία παιδιά. Στο νησί του έμαθε τα πρώτα γράμματα από ρασοφόρους των εκεί μονών. Η Πάρος του έδωσε το επίθετό του.
Το 1745 μεταβαίνει για σπουδές στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου παραμένει επί εξαετία. Τότε δίδασκαν εκεί οι γνωστοί παραδοσιακοί δάσκαλοι Ιερόθεος Δενδρινός ο Ιθακήσιος και Χρύσανθος Καραβίας, οι οποίοι τον επηρέασαν αρκετά στην υγιή εντρύφηση του κάλλους της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Το 1751 έφθασε στο Άγιον Όρος, στην επίσης ξακουστή Αθωνιάδα Σχολή, που είχε ιδρύσει πλησίον της μεγάλης και πλούσιας μονής του ο αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βατοπαιδινός, με καθηγητή του τον πολύ Ευγένιο Βούλγαρη και συμμαθητή του τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Η εξάχρονη φοίτηση του Αθανασίου στην Αθωνιάδα ήταν γόνιμη και τον βοήθησε πολύ στην κατοπινή του πορεία. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η μαθητεία του στον Βούλγαρη.
Το 1758 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής του Ελληνομουσείου της Θεσσαλονίκης επί διετία. Η εκεί καταστρεπτική ασθένεια της πανώλης τον αναγκάζει ν' αναχωρήσει για την Κέρκυρα και να μαθητεύσει ξανά στον Νικηφόρο Θεοτόκη. Από εκεί προσκαλείται από τον συμμαθητή του Παναγιώτη Παλαμά στο Μεσολόγγι ως ιεροκήρυκας. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη το 1767 και διευθύνει το Ελληνομουσείο μέχρι το 1770, όπου έχουμε την έκρηξη επαναστάσεως. Καταφεύγει στη γνωστή φίλη αθωνική ησυχία, μένει για λίγο στη μονή Ιβήρων και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Αθωνιάδος Σχολής (1771-1776). Την εποχή αυτή χειροτονείται ιερέας από τον επίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, με τον οποίο θα συνεργασθεί και συναγωνισθεί στο θέμα της διατηρήσεως και επανόδου των ιερών θεσμών της Ορθοδόξου Παραδόσεως, «αναδεικνυόμενος απολογητής και μαχητικός ηγέτης των Κολλυβάδων». Ο σοφός Αθανάσιος «εμφανίζεται ως σθεναρός υπέρμαχος του ορθού και της αλήθειας, εις την περίπτωσιν αυτήν προσπαθεί να συμβιβάση τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, να αμβλύνη τις διαφορές και να ενώση τα διεστώτα». Δυστυχώς η στάση του Αθανασίου παρεξηγήθηκε, και κατόπιν συκοφαντικών εισηγήσεων από ψευδαδέλφους καταδικάσθηκε το 1776 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι εισηγείται ετεροδιδασκαλίες. Έτσι απομακρύνεται λυπημένος από το φίλτατο Άγιον Όρος.
Στη Θεσσαλονίκη αναλαμβάνει πάλι τη διεύθυνση του Ελληνομουσείου. το 1781 αποκαθίσταται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εγκωμιάζεται ως «ανήρ ων ου των ευκαταφρονήτων σοφίας τε μετεσχηκώς της θύραθεν και της καθ' ημάς και καλώς μεμυημένος τα θεία και ευπαιδευσία τω όντι τη καθηκούση κεκοσμημένος». Μάλιστα τον καλούν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και του προτείνουν επισκοποποίηση. Εκείνος ειλικρινά και ταπεινόφρονα τους απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλά δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμα περισσότερον καρπόν εις την Βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος. Άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου».
Το 1787 μεταβαίνει στη Χίο, όπου θα παραμείνει έως της μακαρίας κοιμήσεώς του, διδάσκων, κηρύττων, συγγράφων, λειτουργών, προσευχόμενος και ασκούμενος.
Ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, κατά τις δύο περίπου εξαετίες της παραμονής του στην Αθωνιάδα, την πρώτη φορά ως μαθητής άριστος και τη δεύτερη ως σχολάρχης εξαίρετος, μελετά με φιλοπονία και ετοιμάζεται για μεγάλο έργο. Γράφει ένας των βιογράφων του: «Άπληστος και ακαταπόνητος στη φιλομάθειά του, καταγίνεται εντατικά στις ιδιαίτερές του αυτές μελέτες με την έρευνα της ελληνικής ιστορίας και της κλασσικής παιδείας ... ερευνά τις βιβλιοθήκες της Σχολής και όλων των αγιορειτικών μονών ... καταρτίζεται λοιπόν η γεμάτη από άγιους οραματισμούς αυτή καρδιά και διάνοια και για "εργάτης του Ευαγγελίου". Εξασκείται εντατικά και συστηματικά στο θείο κήρυγμα, για να «ωφελήση», όπως συχνά εδήλωνε «το Γένος του». Είναι πλασμένος για ιεραπόστολος και εθναπόστολος».
Όπως αναφέραμε, ο όσιος Αθανάσιος υπήρξε ενεργό, δραστήριο, τολμηρό και άφοβο μέλος της ευκλεούς τριάδος, μετά του Μακαρίου και Νικοδήμου, των Κολλυβάδων. «Η προσωνυμία τούτη έλαβε από τότε χαρακτήρα ιερό, τίτλο τιμής, για τους μεγάλους αυτούς ανακαινιστές ... Κολλυβάς έγινε ταυτόσημο μέ το αναδημιουργός. Γιατί πραγματικά οι Κολλυβάδες εζητούσαν αλλαγές. Όχι βέβαια νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα' εννοούσαν να ξαναφέρουν τόσο στο μοναχισμό όσο και στου λαού γενικά τη ζωή, το πρωτοχριστιανικό, το γνήσιο του Χριστού πνεύμα. Πλην δε από τα άλλα συνιστούσαν και τη συχνή θεία Κοινωνία, σύμφωνα με την παράδοσι του Μυστηρίου από τον Κύριο και την πράξι της Αρχαίας Εκκλησίας. Σε τούτο όμως σφοδρά αντιδρούσανε μεγάλο μέρος Αγιορειτών Πατέρων. Η Εκκλησία μ' αλλεπάλληλες αποφάσεις εκανόνισε το θέμα κατά την αρχική παράδοσι. Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Ε΄ με δυο του εγκυκλίους (1807 και 1819) εδικαίωσε πέρα για πέρα των Κολλυβάδων τις απόψεις».
Ο όσιος Αθανάσιος και οι ομόφρονές του Κολλυβάδες «δεν ημπορεί να εζήτουν απλώς μίαν στενόκαρδον προσήλωσιν εις τύπους. Πίσω από την ημέραν της τελέσεως των μνημοσύνων και την συνεχή θεία μετάληψιν εκρύπτετο το πλέον σοβαρόν αίτημα της Ορθοδοξίας. Η Παράδοσις». Πιστός πάντοτε στις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας αγωνίσθηκε πολύ κατά των επιδράσεων του ρωμαιοκαθολικισμού και του γαλλικού διαφωτισμού. Στον αγώνα του είχε πρότυπα δύο μεγάλους αγίους, τον Αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά και τον Μάρκο Ευγενικό Εφέσου. Για τον πρώτο γράφει βιβλίο, που περιλαμβάνει σε παράφραση τον βίο του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, και για τον δεύτερο επίσης βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντίπαπας».
Η παραμονή του οσίου Αθανασίου του Παρίου στη διεύθυνση της Σχολής της Χίου από το 1788 ως το 1811 της έδωσε μεγάλη φήμη και φοίτησαν σπουδαίοι μαθηταί. Το έργο του Αθανασίου συνίστατο κυρίως στην προβολή των ιερών κειμένων της Ορθοδόξου Παραδόσεως απέναντι στο δυνατό ρεύμα του Διαφωτισμού. Αφετηρία, τροφή και πηγή εμπνεύσεως του διδακτικού του έργου είναι τα αγιοπατερικά έργα και όχι οι νέες ιδέες της Δύσης, οι ξένες από την πλούσια παράδοση του εγχώριου πολιτισμού. Αρκετοί λόγιοι της εποχής εκείνης αντέδρασαν στη στάση, το ήθος, τον τρόπο και την εμμονή του Αθανασίου στις πατροπαράδοτες παραδόσεις, όπως οι Βενιαμίν Λέσβιος, Αδαμάντιος Κοραής και Κωνσταντίνος Κούμας, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για συντηρητισμό, οπισθοδρομικότητα, στενοκεφαλιά και γεροντικό πείσμα. Εντούτοις ο υπομονετικός, σοβαρός, σοφός, θεοσεβής και ελληνοτραφής Αθανάσιος υπήρξε βράχος ακλόνητος της πίστεως, «κυρίαρχη μορφή λογίου ανδρός που αγωνίσθηκε κατά της δυτικής αλλοτριώσεως του χώρου της Ορθόδοξης Ανατολής ... η ενσάρκωση μιάς πνευματικής στάσης, πιστά προσκολλημένης στην Παράδοση των Πατέρων, Παράδοση εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκκλησιαστικού γεγονότος, κάλλους και σοφίας».
Ο όσιος Αθανάσιος πέρα από την πολύτιμη διδακτική και κηρυκτική του δράση άφησε, όπως και οι άλλοι Κολλυβάδες, ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, που περιέχεται σε αξιόλογα βιβλία απολογητικού, δογματοκανονικού, λειτουργικού, παιδαγωγικού, αγιολογικού, υμνολογικού, ομιλητικού, επιστολογραφικού περιεχομένου. Ο μαθητής και βιογράφος του όσιος Νικηφόρος ο Χίος (1760-1821) γράφει για το πλούσιο έργο του σεβαστού και αγαπητού του διδασκάλου: «Εις διάστημα τόσον ολιγοχρόνιον εξέδωκεν εις φως τόσα και τόσα βιβλία αξιόλογα και επαίνου παντός υπεράξια, ρητορικάς αντιφωνήσεις, χριστιανικάς απολογίας, κρίσεις του ουρανού, μεταφυσικά, θεολογίας ... Τα δε λοιπά όλα συνθέματα σχολής βιβλία όσον αναγκαία τόσον και σπάνια, και όσον σπάνια τόσον και αναγκαία, βιβλία καινούργια, καινοφανή, πρωτοφανούσικα, ως προς ημάς, διά να μεταχειρισθώ αυτήν την λέξιν».
Ο άλλος βιογράφος του Αθανασίου, ο Χίος λόγιος Ανδρέας Ζανής Μάμουκας, σε «Υπόμνημα αληθέστατον υπό ανωνύμου τινός περί του περιωνύμου και αοιδίμου κυρίου Αθανασίου του Παρίου» αναφέρει ότι το 1811 υπέργηρος και κατάκοπος ο Αθανάσιος παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της Σχολής και αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο του Αγίου Γεωργίου στα Ρευστά, έχοντας συνοδεία τον όσιο Νικηφόρο από τα Καρδάμυλα και τον Ιωσήφ από τον Φουρνά των Αγράφων. Γράφοντας ως τα τέλη του, μελετώντας, προσευχόμενος και διδάσκοντας τελείωσε τον μακάριο βίο του, όπως ωραία αναφέρει ο Μάμουκας: «Μόλις δ' εις μέσου του προοιμίου όντι, επήλθε αυτώ ρεύμα αποπληξίας, και διέκοψε την εργασίαν. Μετά δύο εβδομάδας μικρόν αναλαβών, εξακολούθησε την συγγραφήν και τω επήλθε δεύτερον, ισχυρότατον του πρώτου ρεύματος, τούτο δε μόνον έφθασε να είπη «ετοιμάσατε τα χρειώδη». Η γλώσσα του έμεινε δεδεμένη, εκ δε του νεύματος των οφθαλμών και εκ μικράς κινήσεως της χειρός εννοήσαν οι μετ' αυτού, ότι χρειώδη είπε την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων. Λαβών δε το εφόδιον τούτο του ουρανίου δρόμου, σύννους και εν γνώσει φρενών, έμεινεν έτι ζων και νοών επί μίαν ημέραν και μίαν νύχτα, και ετελειώθη εν Κυρίω ατάραχος τη 24η Ιουνίου 1813 έτους. Ετάφη εν τω προπυλαίω του ναού του μονυδρίου εκείνου».
Τα μάτια του έκλεισε ο ιεροδιάκονος Ιωσήφ. Αυτή ήταν η περιουσία του: «Την ευσέβειαν ήσκει ουχί εν λόγοις, αλλ' εν έργοις' μεριμνών περί των άλλων πάντοτε, ημέλει εαυτού και απέθανε πάμπτωχος, ενώ έσχε πλείστας ευκαιρίας να πλουτίση. Εθεώρει αμάρτημα θανάσιμον, εάν η ανατολή της πρώτης του έτους εύρισκεν εν τω θηλακίω αυτού οβολόν του παρελθόντος έτους' διό αποθανών κατέλιπεν ως περιουσίαν μίαν ενδυμασίαν, ένα λύχνον και ένα μελανοδοχείον».
Ετάφη στην είσοδο του ναού του Αγίου Γεωργίου Ρεστών. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του όσιος Νικηφόρος έγραψε:
« Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως ...».
Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822. Ημέτεροι και ξένοι επαινούν επάξια τον όσιο Αθανάσιο για τη δράση και το έργο του, υπάρχει μάλιστα πλούσια βιβλιογραφία. Σήμερα θεωρείται πλέον ισχυρός, σοφός και ενάρετος άνδρας. Αντέδρασε δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα στον δυτικό διαφωτισμό, που ήθελε ν' αλλοιώσει βάναυσα το ορθόδοξο ήθος και ύφος της αγιοτόκου Ελλάδος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατόπιν ενεργειών των μακαριστών Γερόντων Φιλοθέου Ζερβάκου και Νικολάου Αρκά διά του μητροπολίτου Παροναξίας κ. Αμβροσίου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας κατέταξε το 1991 τον όσιο Αθανάσιο τον Πάριο στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι οι τρεις πρόμαχοι του αναγεννητικού κινήματος των Κολλυβάδων Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος εστέφθησαν αγιωνυμίας επάξια.
Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ο άγιος συντιμάται και μετά των αγίων της Αθωνιάδος.
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιουνίου.
.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...