Ὅταν ὁ Παλαιολόγος τῶν θρύλων ἔπεφτε στὴ ματωμένη Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ, ἅρπαξαν τὶς δικέφαλες σημαῖες οἱ δοξασμένοι τῶν χίλιων τόσων χρόνων ἀετοὶ καὶ τὶς κυμάτισαν στ᾿ ἄπαρτα κάστρα τῶν βουνῶν. Ἔτσι ὅπως τὸ δήλωσε στὸν Ἅμιλτον τὸ «τρελιοντάρι» τοῦ Μωριᾶ:
«Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τὸ Ναύπλιον, ἦλθε ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ ἰδεῖ· μοῦ εἶπε ὅτι: ‘‘πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμόν, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει’’. Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: ‘‘Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος! Ἐμεῖς, Καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί καὶ ἄλλοι, καθὼς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλεύς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε, ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸ πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα’’. Μὲ εἶπε: ‘‘Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;’’. ‘‘Ἡ φρουρὰ τοῦ βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια, ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά’’. Ἔτσι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον».
Ἡ Μάνη, τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά... καὶ ἡ φρουρὰ ἀκοίμητη κρατοῦσε ἀναμμένη τὴ φλόγα στὶς καρδιές. Καὶ φύλαγε. Τί φύλαγε; Φύλαγε τὰ πατρογονικὰ ἀσημικά, τοὺς θησαυροὺς στὰ πατρικὰ κελλάρια· νὰ μὴν τοὺς κλέψουν οἱ ληστές. Φύλαγε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, τὴν πίστη τῶν Ἀποστόλων, τὴν πίστη τῶν Μαρτύρων, τῶν Πατέρων, τῶν μεγάλων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων· θησαυρὸ ἀτίμητο!
Αὐτὸ τὸν ἀτίμητο θησαυρὸ φύλαξαν τὰ λιοντάρια τῆς Φρουρᾶς στὰ μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, γι᾿ αὐτὸ τὸν Μάρτη τοῦ ᾿21 ἔσμιξαν τὸ καμένο μπαρούτι μὲ τὰ μύρα τῆς ἄνοιξης κι ἔγραψαν μὲ τὸ ἴδιο τους τὸ αἷμα τὸ Σύνταγμα τῆς ἀναστημένης Πατρίδας: «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Καὶ βεβαίωσαν ὅτι ζωὴ αὐτοῦ τοῦ τόπου εἶναι ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Πίστη.
Ἤξεραν! Διότι ἀκριβῶς μόλις κατακτήθηκε τὸ πρῶτο Σύνταγμα, οἱ ἐπίβουλοι τῆς πίστεώς τους πάσχισαν νὰ ἀποσπάσουν τὶς σάρκες τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τὰ ὀστά της, ἀποβάλλοντας ἀπὸ τὸ Σύνταγμά της τὴν πίστη τῶν Πατέρων. Ὁ Μακρυγιάννης καταγράφει μὲ πόνο τὴν προσπάθειά τους νὰ καταργήσουν τὰ ἄρθρα 1 καὶ 2 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1843: «Ἐνέργησαν πρῶτα μὲ τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας – ἐκόπηκαν ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τῶν ξένων· τοῦ κάκου κοπιάσαν. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλες συζήτησες λέγει ὁ Μεταξᾶς νὰ τὸ βάλωμεν εἰς τὴν ψηφοφορία. Τότε οἱ εὐλογημένοι πληρεξούσιοι εἶπαν παμψηφεί. Καὶ φαρμακώθηκαν ὅλοι».
«Οἱ εὐλογημένοι πληρεξούσιοι εἶπαν παμψηφεί»!
Παμψηφεί! Γιὰ νὰ γνωρίζουν οἱ 194 ἄκαπνοι νάνοι βουλευτὲς τοῦ περασμένου Δεκεμβρίου ὅτι δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ προδίδουν καὶ νὰ καταπατοῦν τὸ αἷμα τῶν θεμελιωτῶν τοῦ μαρτυρικοῦ τούτου τόπου, νομοθετώντας ἀντίχριστους νόμους καὶ «νομιμοποιώντας» ντροπιαστικὲς διαστροφές, σὲ ἐκτέλεση ἐντολῶν τῶν ἁρπάγων ἀόρατων κυβερνητῶν τοῦ κόσμου.
Καὶ γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ ἐμεῖς ὅλοι καὶ μάλιστα οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας τὸ χρέος μας. Διότι στὶς ἡμέρες μας τὰ πατρογονικὰ ἀσημικὰ τῆς Πίστεως, ποὺ μὲ μαρτύρια, θυσίες καὶ αἵματα φύλαξαν καὶ μᾶς παρέδωσαν δυὸ χιλιάδων χρόνων γενιές, οἱ προβατόσχημοι λύκοι τῆς τάχα ἀγαπητικῆς θεολογίας μᾶς πιέζουν φορτικὰ νὰ τὰ ἐκθέσουμε στὸ μεγάλο πανθρησκειακὸ παζάρι, γιὰ νὰ τὰ ἁρπάξουν ὅσο-ὅσο. Ὅπως ἔκαναν καὶ τότε στὰ 1843. Ἂς ἀκούσουμε πάλι τὸν Μακρυγιάννη νὰ περιγράφει τὴ συνάντησή του μὲ τὸν Γάλλο περιηγητὴ Μαλέρμπ:
«– Μοῦ λέγει, ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὁποὺ εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα σ᾿ ἐσᾶς πολύ τυπωμένη.
–Διὰ τοῦτο εἶπα κ’ ἐγὼ ὅτι εὐκαριστοῦμεν τοὺς ξένους προστάτες μας, ὅτι εἴδαμεν τὴν διάθεσίν τους εἰς αὐτὸ τὸ κεφάλαιον· Ὅμως... τοῦ κάκου κοπιάζει ἡ Εὐρώπη... ὅσο νὰ καταστρέψη τὴν ἀρετή, δὲν σῴνεται· ὅτι χωρὶς ἀρετὴ καὶ θρησκεία δὲν σκηματίζεται κοινωνία, οὔτε βασίλειον. Καὶ πρᾶμα τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο, ὁποὺ τὸ βαστήξαμεν εἰς τὴν τυραγνία τοῦ Τούρκου, δὲν τὸ δίνομεν τώρα, οὔτε τὸ καταφρονοῦμεν οἱ Ἕλληνες».
Γι᾿ αὐτὸ εἶναι χρέος μας ἱερὸ καὶ ἐπιταγὴ αὐστηρὴ τῆς ἱστορίας μας, τῶν ἁγίων Πατέρων μας καὶ τῶν θεοφρόνων ἡρώων τοῦ ʼ21 τούτη τὴν Πίστη, τὸν «τζιβαϊρικὸ» καὶ «πολυτίμητο» θησαυρό, νὰ τὴν κρατήσουμε κρυστάλλινη, ἀμώμητη, ἀκίβδηλη, ἀμόλυντη ἀπὸ τὸ πανθρησκειακὸ δηλητήριο, ποὺ διαρκῶς προπαγανδίζεται σήμερα μὲ τόσους ὕπουλους τρόπους. Νὰ τὴν κρατήσουμε! Γιὰ νὰ μᾶς κρατήσει ὄρθιους στοὺς δίσεκτους καιροὺς καὶ στὰ ὀργισμένα χρόνια ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Γιὰ νὰ λάμψει κάποια στιγμὴ ἀπὸ τὸ ἕνα μέχρι τὸ ἄλλο ἄκρο τῆς γῆς. Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος ὅλος μιὰ ἀληθινὴ Ἐπανάσταση, ἕναν Εὐαγγελισμὸ ἄπειρης χαρᾶς, μιὰ νέα ἀσυλλήπτων διαστάσεων Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας!
«Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τὸ Ναύπλιον, ἦλθε ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ ἰδεῖ· μοῦ εἶπε ὅτι: ‘‘πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμόν, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει’’. Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: ‘‘Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος! Ἐμεῖς, Καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί καὶ ἄλλοι, καθὼς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλεύς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε, ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸ πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα’’. Μὲ εἶπε: ‘‘Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;’’. ‘‘Ἡ φρουρὰ τοῦ βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια, ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά’’. Ἔτσι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον».
Ἡ Μάνη, τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά... καὶ ἡ φρουρὰ ἀκοίμητη κρατοῦσε ἀναμμένη τὴ φλόγα στὶς καρδιές. Καὶ φύλαγε. Τί φύλαγε; Φύλαγε τὰ πατρογονικὰ ἀσημικά, τοὺς θησαυροὺς στὰ πατρικὰ κελλάρια· νὰ μὴν τοὺς κλέψουν οἱ ληστές. Φύλαγε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, τὴν πίστη τῶν Ἀποστόλων, τὴν πίστη τῶν Μαρτύρων, τῶν Πατέρων, τῶν μεγάλων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων· θησαυρὸ ἀτίμητο!
Αὐτὸ τὸν ἀτίμητο θησαυρὸ φύλαξαν τὰ λιοντάρια τῆς Φρουρᾶς στὰ μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, γι᾿ αὐτὸ τὸν Μάρτη τοῦ ᾿21 ἔσμιξαν τὸ καμένο μπαρούτι μὲ τὰ μύρα τῆς ἄνοιξης κι ἔγραψαν μὲ τὸ ἴδιο τους τὸ αἷμα τὸ Σύνταγμα τῆς ἀναστημένης Πατρίδας: «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Καὶ βεβαίωσαν ὅτι ζωὴ αὐτοῦ τοῦ τόπου εἶναι ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Πίστη.
Ἤξεραν! Διότι ἀκριβῶς μόλις κατακτήθηκε τὸ πρῶτο Σύνταγμα, οἱ ἐπίβουλοι τῆς πίστεώς τους πάσχισαν νὰ ἀποσπάσουν τὶς σάρκες τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τὰ ὀστά της, ἀποβάλλοντας ἀπὸ τὸ Σύνταγμά της τὴν πίστη τῶν Πατέρων. Ὁ Μακρυγιάννης καταγράφει μὲ πόνο τὴν προσπάθειά τους νὰ καταργήσουν τὰ ἄρθρα 1 καὶ 2 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1843: «Ἐνέργησαν πρῶτα μὲ τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας – ἐκόπηκαν ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τῶν ξένων· τοῦ κάκου κοπιάσαν. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλες συζήτησες λέγει ὁ Μεταξᾶς νὰ τὸ βάλωμεν εἰς τὴν ψηφοφορία. Τότε οἱ εὐλογημένοι πληρεξούσιοι εἶπαν παμψηφεί. Καὶ φαρμακώθηκαν ὅλοι».
«Οἱ εὐλογημένοι πληρεξούσιοι εἶπαν παμψηφεί»!
Παμψηφεί! Γιὰ νὰ γνωρίζουν οἱ 194 ἄκαπνοι νάνοι βουλευτὲς τοῦ περασμένου Δεκεμβρίου ὅτι δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ προδίδουν καὶ νὰ καταπατοῦν τὸ αἷμα τῶν θεμελιωτῶν τοῦ μαρτυρικοῦ τούτου τόπου, νομοθετώντας ἀντίχριστους νόμους καὶ «νομιμοποιώντας» ντροπιαστικὲς διαστροφές, σὲ ἐκτέλεση ἐντολῶν τῶν ἁρπάγων ἀόρατων κυβερνητῶν τοῦ κόσμου.
Καὶ γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ ἐμεῖς ὅλοι καὶ μάλιστα οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας τὸ χρέος μας. Διότι στὶς ἡμέρες μας τὰ πατρογονικὰ ἀσημικὰ τῆς Πίστεως, ποὺ μὲ μαρτύρια, θυσίες καὶ αἵματα φύλαξαν καὶ μᾶς παρέδωσαν δυὸ χιλιάδων χρόνων γενιές, οἱ προβατόσχημοι λύκοι τῆς τάχα ἀγαπητικῆς θεολογίας μᾶς πιέζουν φορτικὰ νὰ τὰ ἐκθέσουμε στὸ μεγάλο πανθρησκειακὸ παζάρι, γιὰ νὰ τὰ ἁρπάξουν ὅσο-ὅσο. Ὅπως ἔκαναν καὶ τότε στὰ 1843. Ἂς ἀκούσουμε πάλι τὸν Μακρυγιάννη νὰ περιγράφει τὴ συνάντησή του μὲ τὸν Γάλλο περιηγητὴ Μαλέρμπ:
«– Μοῦ λέγει, ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὁποὺ εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα σ᾿ ἐσᾶς πολύ τυπωμένη.
–Διὰ τοῦτο εἶπα κ’ ἐγὼ ὅτι εὐκαριστοῦμεν τοὺς ξένους προστάτες μας, ὅτι εἴδαμεν τὴν διάθεσίν τους εἰς αὐτὸ τὸ κεφάλαιον· Ὅμως... τοῦ κάκου κοπιάζει ἡ Εὐρώπη... ὅσο νὰ καταστρέψη τὴν ἀρετή, δὲν σῴνεται· ὅτι χωρὶς ἀρετὴ καὶ θρησκεία δὲν σκηματίζεται κοινωνία, οὔτε βασίλειον. Καὶ πρᾶμα τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο, ὁποὺ τὸ βαστήξαμεν εἰς τὴν τυραγνία τοῦ Τούρκου, δὲν τὸ δίνομεν τώρα, οὔτε τὸ καταφρονοῦμεν οἱ Ἕλληνες».
Γι᾿ αὐτὸ εἶναι χρέος μας ἱερὸ καὶ ἐπιταγὴ αὐστηρὴ τῆς ἱστορίας μας, τῶν ἁγίων Πατέρων μας καὶ τῶν θεοφρόνων ἡρώων τοῦ ʼ21 τούτη τὴν Πίστη, τὸν «τζιβαϊρικὸ» καὶ «πολυτίμητο» θησαυρό, νὰ τὴν κρατήσουμε κρυστάλλινη, ἀμώμητη, ἀκίβδηλη, ἀμόλυντη ἀπὸ τὸ πανθρησκειακὸ δηλητήριο, ποὺ διαρκῶς προπαγανδίζεται σήμερα μὲ τόσους ὕπουλους τρόπους. Νὰ τὴν κρατήσουμε! Γιὰ νὰ μᾶς κρατήσει ὄρθιους στοὺς δίσεκτους καιροὺς καὶ στὰ ὀργισμένα χρόνια ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Γιὰ νὰ λάμψει κάποια στιγμὴ ἀπὸ τὸ ἕνα μέχρι τὸ ἄλλο ἄκρο τῆς γῆς. Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος ὅλος μιὰ ἀληθινὴ Ἐπανάσταση, ἕναν Εὐαγγελισμὸ ἄπειρης χαρᾶς, μιὰ νέα ἀσυλλήπτων διαστάσεων Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας!