Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξη Θεολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξη Θεολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2017

O Μέγας Αγιασμός

Στους Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο αριθμός «Επτά» που αναφέρεται στα Μυστήρια είναι άγνωστος. Θεωρούν κάθε μορφή ιεροπραξίας που γίνεται από τους κανονικούς λειτουργούς της Εκκλησίας για αγιασμό και σω­τηρία των πιστών σαν Μυστήριο.
«Κάθε ιερά πράξις και τελετουργία εν τη Εκκλησία είναι ένα μυστήριόν της, και κάθε μυστήριόν της είναι μεγάλο όπως το ίδιον το μυστήριον της Εκκλησίας, διότι κάθε μυστηριακή πράξις εν τω θεανθρωπίνω οργανισμώ της Εκκλησίας ευρίσκεται εις οργανικήν και ζωτικήν σχέσιν με το κεντρικόν μυστήριον της Εκκλησίας, τον θεάνθρωπον Χριστόν», γράφει ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.
Πηγή:www.korestos-hristianikimartyria.com
Πηγή:www.korestos-hristianikimartyria.com
Και ο αγιασμός των Θεοφανείων ή Μεγάλος Αγιασμός, είναι μια πράξη της Εκκλησίας αλλά το ιερό θαύμα που τελείται με αυτή εί­ναι τεράστιο, όσο η ίδια η Εκκλησία. Το α­γαπημένο αυτό θαύμα, επισκέπτεται τώρα και δύο χιλιάδες χρόνια εκατομμύρια ψυχών των ορθοδόξων χριστιανών, τις καθαρίζει, τις α­γιάζει και τους χαρίζει την υγεία και την α­θανασία.
Γύρω από το θέμα του Μ. Αγιασμού ε­πικρατεί πολλή σύγχυση στο λαό μας. Οι χρι­στιανοί ρωτούν. «Πίνεται ο αγιασμός της πα­ραμονής των Θεοφανείων; Μπορούμε να έχου­με το Μ. Αγιασμό στο σπίτι μας και να τον χρησιμοποιούμε;». Πολλοί δίνουν αβασάνιστα μια πρόχειρη απάντηση με αποτέλεσμα να δημιουργείται η σύγχυση.
Επειδή με την εορτή των Θεοφανείων τελείται η ακολουθία του Μ. Αγιασμού θα αναφέρουμε λίγα για την έννοια και τη χρήση του.
Η ακολουθία του αγιασμού των υδάτων την ημέρα των Θεοφανείων είναι μια παλιά ιερή συνήθεια της Εκκλησίας μας. Ευχές για τον αγιασμό του νερού βρίσκουμε σε αρχαιότερα κείμενα όπως οι Απ. Διαταγές, Απ. Παράδοση του Ιππόλυτου και στο Ευχολόγιο του Σεραπίωνα, Επισκόπου Θμούεως. Παρα­δείγματα χρήσεως αγιασμένου νερού βρίσκου­με στη «Φιλόθεο Ιστορία» και στην «Εκκλη­σιαστική Ιστορία» του Θεοδώρητου.
Τα σημερινά Εκκλ. βιβλία (Μηναία – Ευ­χολόγια) σαν συνθέτη των Ευχών της ακολου­θίας του Μ. ‘Αγιασμού θεωρούν τον άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων. Η πραγματικότητα εί­ναι άλλη. Ο άγιος Σωφρόνιος μπορεί να θεω­ρηθεί ως «διακοσμητής της ακολουθίας, προσθέσας εν αρχή αυτής τα εισαγωγικά τροπάρια». Συνθέτης φαίνεται πιθανότερο να είναι ο Πρόκλος. Τα χειρόγραφα διασώζουν ότι η βασική ευχή του αγιασμού του νερού, η ευχή «Μέγας ει, Κύριε…» ανήκει στο Μ. Βασίλειο.
Η ακολουθία του Μ. Αγιασμού τελείται κατά την σημερινή τάξη δύο φορές, την παρα­μονή της εορτής των Θεοφανείων μετά το τέ­λος της Θ. Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου και την ημέρα των Θεοφανείων. Και στις δύο περι­πτώσεις τελείται η ίδια ακριβώς ακολουθία με μόνη την διαφορά ότι ο «πρόλογος της μεγά­λης καθαγιαστικής ευχής δηλ. από το «Τριάς Υπερούσιε…» μέχρι το «συνεχόμενος φόβω εν κατανύξει βοώ σοι» διαβάζεται μόνο την ημέ­ρα των Θεοφανείων. Ο Αγιασμός, λοιπόν, της παραμονής και της ημέρας των Θεοφανείων είναι ακριβώς ο ίδιος, «μέγας αγιασμός» και στις δύο περιπτώσεις.
Γιατί όμως τελείται δύο φορές ο ίδιος μεγάλος αγιασμός;
Για λόγους πρακτικούς. Για να εξυπηρετούνται οι πιστοί. Η διπλή τέλεση άρχισε από τον 5ο αιώνα. Στην αρχή ο μεγάλος αγιασμός γινόταν κατά την παν­νυχίδα της εορτής των Θεοφανείων αμέσως μετά την ακολουθία του Όρθρου, σε ανάμνηση του βαπτίσματος του Κυρίου. Μετά την ακολουθία του Όρθρου οι πιστοί αντλούσαν αγιασμένο νερό, έπιναν και ραντίζονταν και στη συνέχεια βαπτίζονταν σ’ αυτό οι κατη­χούμενοι. Στην ουσία ο μέγας αγιασμός είναι ευλογία του νερού του βαπτίσματος. Στη λει­τουργία της εορτής που ακολουθούσε μετά τον Όρθρο παρευρίσκονταν και οι νεοφώτιστοι γι’ αυτό και μέχρι σήμερα ψάλλεται το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε…».
Ο Πατριάρχης Αντιόχειας Πέτρος Γναφεύς (465 – 475) όρισε να τελείται ο αγια­σμός και κατά την παραμονή των Θεοφανείων «εν τη εσπέρα». Έτσι ξεχωρίστηκαν οι ακολουθίες του αγιασμού του νερού για το βάπτισμα και του Μ. Αγιασμού.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που στη Θ. Λειτουργία της παραμονής των Θεοφανείων ακούμε τροπάρια του εσπερινού, αφού αυτή γινόταν βράδυ ενώ σήμερα γίνεται πρωί. Η σημερινή λοιπόν Θ. Λειτουργία και Μεγάλος Αγιασμός της παραμονής των Θεοφανείων έχει τη θέση τις άλλοτε βραδινής λειτουργίας.
Πίνεται ο αγιασμός αυτός της παραμονής των Θεοφανείων;
Και βέβαια πίνεται. Αφού με τον αγια­σμό αυτόν ο ιερέας ραντίζει όλους τους χώ­ρους και τους εξαγιάζει, δεν επιτρέπεται να τον πιούμε;
Η ίδια η ακολουθία του αγιασμού μας λέει ότι πρέπει να τον πίνουμε. Αν προ­σέξουμε καλά τις δεήσεις και τις ευχές της ακολουθίας θα το δούμε σε πολλά σημεία. Η ακολουθία του αγιασμού προϋποθέτει ότι θα πιουν οι χριστιανοί τον αγιασμό και ο ιερέ­ας εύχεται να τους αποβεί προς αγιασμό, προς ευλογία, προς ψυχική και σωματική υγεία. Σε μια ευχή ο ιερέας εύχεται «Δος πάσι τοις τε απτομένοις, τοις τε χριομένοις, τοις τε μεταλαμβάνουσιν, τον αγιασμόν, την ευλογίαν, την κάθαρσιν, την υγείαν». (Δώσε σε όλους όσους αγγίζουν, αλείφονται και πίνουν τον αγιασμό, την ευλογία, τον καθαρι­σμό και την υγεία).
Ακόμα ένα στοιχείο από τη σύγχρονη πράξη των μοναστηριών του Αγ. Όρους. Οι μοναχοί κοινωνούν του μεγάλου Αγιασμού όχι μόνον κατά την ημέρα των Θεοφανείων, αλλά κατά την συνήθειά τους να πίνουν αγια­σμό κάθε μέρα μετά την Θ. Λειτουργία, πί­νουν από αυτόν σε όλο το οκταήμερο μετά τα Θεοφάνεια, μέχρι της αποδόσεως της εορτής.
Πίνεται, λοιπόν, ο Μεγάλος Αγιασμός της παραμονής.
Δεν πρέπει όμως να νηστεύουμε την προηγουμένη μέρα; Όχι! Πολλοί, ακόμη και ιερείς, νομίζουν ότι την παραμονή των Θεο­φανείων νηστεύουμε για να πιούμε τον αγια­σμό την άλλη μέρα. Αυτό δεν είναι σωστό. Η νηστεία της παραμονής γίνεται για την γιορτή των Θεοφανείων και όχι για τον αγιασμό. Έτσι κι’ αν ένας χριστιανός δεν θα πιει α­γιασμό γιατί π.χ. δεν έχει το χωριό του πα­πά ή για άλλο λόγο, οφείλει να νηστέψει την παραμονή των Θεοφανείων για την μεγάλη γιορτή της Βαπτίσεως του Κυρίου.
Ας δούμε τί γράφει γι’ αυτό το θέμα ο μακαριστός καθηγητής της Λειτουργικής στο Πανεπιστή­μιο Θεσσαλονίκης I. Φουντούλης. «Η νηστεία της παραμονής των Θεοφανείων κακώς θεω­ρείται ότι έχει σχέση με την μετάληψη του μεγάλου Αγιασμού. Κατά παλαιό έθος της Εκκλησίας, των μεγάλων εορτών προηγείτο προετοιμασία, η οποία εκτός των άλλων περιελάμβανε και νηστεία… Τα Θεοφάνεια δεν είχαν τη δυνατότητα να αναπτύξουν νηστεία αν και τα προεόρτια των αρχίζουν από την 2αν Ιανουαρίου, γιατί το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων αποτελούσε εορταστική περί­οδο καταλύσεως εις πάντα. Εξ άλλου η νη­στεία των Χριστουγέννων είναι προπαρα­σκευαστική και για τα Θεοφάνεια, εφ’ όσον οι εορτές αυτές παλαιότερα αποτελούσαν μια ενιαία εορτή, που εωρτάζετο την 6ην Ι­ανουαρίου.
Μόνο, λοιπόν, η παραμονή των Θεοφα­νείων έμεινε στην Εκκλησία μας ως ημέρα νηστείας, ξηροφαγίας… Η νηστεία όμως, κατά τους ιερούς κανόνας, απαγορεύεται κα­τά τα Σάββατα και τας Κυριακάς. Αν κατ’ αυτάς τας ημέρας συμπέσει η παραμονή των Θεοφανείων, καταλύεται η νηστεία, όχι βέ­βαια «εις πάντα», αλλά έχουμε κατάλυση «οί­νου και ελαίου».
Αν παραδεχτούμε ότι για να πιούμε το μεγάλο Αγιασμό πρέπει να νηστέψουμε τό­τε κανείς δεν πρέπει να πίνει από τον αγιασμό της παραμονής των Θεοφανείων γιατί η προηγουμένη ημέρα, η 4η  Ιανουάριου, είναι καταλύσιμη. Επομένως ή δεν θα έπρεπε να τελείται ο αγιασμός κατά την παραμονή ή αν ετελείτο δεν θα έπρεπε να κοινωνούν απ’ αυτόν οι πιστοί. Το δεύτερο αποκλείεται για­τί όλες οι ιερές ακολουθίες γίνονται για να μετάσχουν οι πιστοί στις πνευματικές δω­ρεές μη την μετάληψη των αγιαζομένων ειδών.
Η νηστεία, λοιπόν, της παραμονής των Θεοφανείων δεν έχει καμιά σχέση μη τον α­γιασμό και μπορούμε να πιούμε τον αγιασμό της παραμονής της εορτής χωρίς να έχουμε νηστέψει την προηγούμενη μέρα.
Αυτά που γράφτηκαν μέχρι τώρα για τον Μεγάλο Αγιασμό ισχύουν για τις μέρες των Θεοφανείων. Σε άλλη μέρα εκτός της εορ­τής χρειάζεται σχετική νηστεία για να πάρει κανείς τον μεγάλο αγιασμό.
Τον μεγάλο αγιασμό τον φυλάμε στα σπί­τια μας;
Βεβαιότατα. Οι πιστοί από πολύ πα­λιά, τηρώντας ιερή παράδοση, παίρνουν το μεγάλο αγιασμό των Θεοφανείων ή της παραμονής και τον φυλάνε στα σπίτια τους. Ο ιε­ρός Χρυσόστομος αναφέρει στο λόγο του «Εις το Άγιον Βάπτισμα» (P.G. 49,366) για τους χριστια­νούς της εποχής του ότι είχαν τη συνήθεια να αντλούν από το αγιασμένο νερό και να το διατηρούν στα σπίτια τους ένα και δύο και τρία ακόμα χρόνια. Μάλιστα ο άγιος Πατέ­ρας θαυμάζει ότι το αγιασμένο νερό δεν φθείρεται, δεν σαπίζει, αν και παραμένει πολύ διάστημα κλεισμένο, αλλά είναι καθα­ρό και υγιεινό.
Σκοπός που διατηρείται ο μεγάλος αγια­σμός στα σπίτια είναι να πίνουν οι πιστοί ή να χρίονται και να αγιάζονται αν έχουν κάποια ψυχική ή σωματική αρρώστια. Και μπο­ρούν βέβαια έτσι να κάνουν σε ανάλογη πε­ρίσταση με μεγάλη πάντοτε ευλάβεια προς τον μεγάλο αγιασμό.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε και να το­νίσουμε ότι μετά την ημέρα των Θεοφανείων, πρέπει να προσέχουμε να μη χυθεί σε ενδεχόμενη χρήση του ούτε σταγόνα από τον μεγά­λο αγιασμό. Σε χειρόγραφο της Μονής Σινά του ΙΣΤ’ αι. γράφεται το εξής. «Μετά την λειτουργίαν της αύριον (των αγίων Θεοφα­νείων) ου ρίπτεται αγίασμα το σύνολον, αλ­λά τιμάται και προσέχεται και δεύτερον της αγίας κοινωνίας θεωρείται» δηλ. μετά την λειτουργία των αγίων Θεοφανείων δεν χύνε­ται καθόλου μεγάλος αγιασμός αλλά τον τι­μούμε και τον προσέχουμε και τον θεωρούμε ότι μετά την Θεία Κοινωνία έχει την δεύτερη θέση.
Από αυτή τη θέση που πήρε ο Μέγας Αγιασμός δημιουργήθηκε μια παρανόηση σε πολλούς χριστιανούς: Ότι είτε κοινωνήσουν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού είτε πιουν Μεγάλο Αγιασμό το ίδιο είναι.
Πολύ παλιά συνήθεια πάλι είναι ο μεγάλος αγιασμός να δίνεται στους χριστιανούς εκείνους, που εμποδίζονται από τον πνευμα­τικό να κοινωνήσουν τα Άχραντα μυστήρια γιατί υπέπεσαν σε βαρειά αμαρτήματα. Για την Θεία Κοινωνία υπάρχουν κωλύματα (ε­μπόδια), για τον μεγάλο αγιασμό δεν υπάρ­χουν. Όσοι συμβαίνει να μεταλαμβάνουν από τον μεγάλο αγιασμό παίρνουν βέβαια ευλογία δεν πρέπει όμως στη συνείδησή τους ο μεγάλος αγιασμός να αντικαταστήσει τη Θεία Κοινω­νία, αλλά πρέπει να πιστεύουν ότι έμειναν ακοινώνητοι και να στενοχωρούνται γι’ αυτό.
Ο Μεγάλος Αγιασμός πίνεται, ως γνωστόν, πριν να πάρουμε το αντίδωρο ή οτιδή­ποτε άλλο.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2017

Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι;





Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια. Δὲν εἶναι ἰδέα, δὲν εἶναι θεωρία, δὲν εἶναι σύστημα. Εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς, ποὺ ὁ ἴδιος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια λέγοντας «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μας!

Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας δὲν εἶναι ὑπόθεση γνώσεως. Κυρίως εἶναι ὀρθὸς τρόπος ζωῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ὀρθοπραξία.

*Εἶναι ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῆς παραδόσεως.

*Εἶναι ἡ προετοιμασία μας γιὰ ὁμολογία πίστεως καὶ μαρτύριο.

*Εἶναι τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα ποὺ πρέπει νὰ μᾶς διέπει.

*Εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς πτωχείας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ ἀποφυγὴ τοῦ ὑπερκαταναλωτισμοῦ.

*Εἶναι τὰ χρηστά μας ἤθη καὶ ὁ ἔλεγχος τῶν παρεκτρεπομένων ἀπὸ αὐτά.

*Εἶναι ὁ πόθος γιὰ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου «ἵνα ὦμεν ἕν» (Ἰωάν. ιζ. 11) μὲ βάση, ὅμως, τὴν μόνη ἀλήθεια, καὶ ὄχι τὴν οἰκονομία τῆς ἀγάπης, ποὺ προβάλλουν πολλοὶ σὲ βάρος τῆς ἀληθείας.

Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ ὅλους μέσα στοὺς αἰῶνες ὄχι μόνο νὰ Τὸν γνωρίσουμε, ἀλλὰ νὰ ζήσουμε τὴ δική Του ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε. Ἡ συνέπεια λόγων καὶ πράξεών μας εἶναι ἡ πιὸ πειστικὴ ἀπόδειξη ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι ἡ μόνη ὀρθή. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ζεῖ ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ συμμετέχει στὰ μυστήρια καὶ τὴν κοινὴ λατρεία ὀρθοδοξεῖ καὶ βρίσκεται σὲ πλήρη ἀσφάλεια. Ἔχει γνώση σωτηρίας καὶ ἀνήκοντας στὴ λογικὴ ἀγέλη τοῦ Κυρίου δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τοὺς προβατόσχημους λύκους, τοὺς διάφορους αἱρετικοὺς ( Ἰωάν. ι΄ 1-16).

Μόνο ἡ Ὀρθοδοξία σώζει τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια. Εἶναι ὁ Χριστός μας, ὁ ὁποῖος ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ «κηρύξει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. α΄ 14), νὰ διδάξει καὶ νὰ «μαρτυρήσει τὴν ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιη΄ 37). Γνωρίζοντας, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια, καὶ βιώνοντάς την ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία (Ἰωάν. η΄ 32) καὶ μετέχει στὴν ἀληθινὴ ζωὴ (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ ἀπέναντί της βρίσκεται ἡ πλάνη καὶ ἡ αἵρεση. Ἡ πλάνη ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ αἵρεση τὴ νοθεύει. Ἔτσι μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπεσε σὲ πλάνη ἤ παρασύρθηκε ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ ὡς ἐκ τούτου χάνει τὴ δυνατότητα σωτηρίας. Αὐτὸ τόνιζε ἐμφατικὰ καὶ ὁ θεοσοφὸς Γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος λέγοντας ὅτι «μόνο μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει σωτηρία».

Ἡ Ἐκκλησία μας ποὺ εἶναι «ὁ στύλος καὶ τὸ στήριγμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ 15), ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια, ἀγωνίσθηκε σκληρά, νὰ κρατήσει ἀκέραιη καὶ ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια καθὼς καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ διάδοχοί τους γιὰ νὰ προφυλάξουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τῶν «ψευδοδιδασκάλων» καὶ τῶν «ψευδοπροφητῶν (Ματθ. ζ΄ 15, Β΄ Πετρ. β΄ 1, Α΄ Ἰωάν. δ΄ 1).

Ἀληθινὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς πού:

* Πιστεύει στὴν Ἁγία Τριάδα. Στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

*Ἔχει ἀποδεχθεῖ καὶ ἔχει ὁμολογήσει, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ Ἐμμανουήλ, καὶ ὅτι εἶναι ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.

*Εἶναι βαπτισμένος στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εἶναι χρισμένος μὲ Ἅγιο Μύρο, ποὺ συμβολίζει τὶς δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

*Μὲ τὴ ζωή του καὶ τὶς πράξεις του προσπαθεῖ καθημερινὰ νὰ προκόπτει πνευματικὰ καὶ νὰ παραμένει ζωντανὸ κύτταρο τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

*Τιμάει τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους μας καὶ προσκυνάει τὶς σεπτὲς εἰκόνες τους μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ προσκύνηση μεταβαίνει στὸ πρωτότυπο. Ἔτσι, κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανικὸ σπίτι ἔχει τὶς εἰκόνες του καὶ μὲ εὐλάβεια ἐμεῖς οἱ ἔνοικοί του, ἀνάπτουμε τὸ καντήλι μὲ τὸ ἱλαρὸ φῶς τοῦ ἐνώπιόν τους.

Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εἴμαστε ἀδέλφια καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ Χριστὸς πάνω στὸ Σταυρὸ χύνοντας τὸ πανάγιο Αἷμά Του.

Σήμερα ποὺ ὅλοι διακηρύττουν τὶς πεποιθήσεις τους, γιατί νὰ ἀρνούμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τὴν δική μας; Ἡ πίστη δὲν μένει κρυφή, δημοσιοποιεῖται, καὶ δὲν εἶναι συναίσθημα, ἀλλὰ γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι προσωπικὴ ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ γιὰ σωτηρία. Καὶ οἱ δαίμονες πιστεύουν, ἀλλὰ δὲν τηροῦν τὴν πίστη στὴ ζωή τους.

Ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικάει καὶ ἡ Ὀρθοδοξία πολεμουμένη θριαμβεύει καὶ καταδεικνύει ὅτι εἶναι ὀργανισμὸς θεοΐδρυτος, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ποὺ παραμένει ὁ ἴδιος «χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8). Ὁ θρίαμβος καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν ὑπῆρξαν οἱ διωγμοὶ καὶ τὰ μαρτύρια. Στὶς κατακόμβες ἡ Ἐκκλησία ἔστησε τρόπαιο νίκης, ἔκτισε τοὺς ἱεροὺς βωμοὺς πάνω στοὺς ὁποίους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μελίζεται καὶ δὲν διαιρεῖται, ἐσθίεται καὶ δὲν δαπανᾶται ὁ Ἄμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τοὺς πολέμους καὶ τὶς διώξεις ποὺ ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ὥς τὶς ἡμέρες μας κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀπαριθμήσει, γιατί αὐτὴ ὡς θεοΐδρυτος ὀργανισμὸς ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της μέχρι σήμερα δέχεται τὰ βέλη τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ποὺ ζητοῦν νὰ τὴν κατασπαράξουν.

Μὲ διαφορετικὲς μορφὲς κάθε φορὰ ὁ μισόκαλος ἐπιτίθεται, «ὡς λέων ὠρυόμενος ζητῶν τίνα καταπίει» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), ἀλλὰ δὲν γνωρίζει ὁ ταλαίπωρος ὅτι πάντοτε ὁ Χριστὸς νικάει, ὁ Χριστὸς θριαμβεύει, ἀφοῦ εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄ 14), «ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις» (Ἰωάν. ια΄ 25), «ἡ ὁδός», καὶ ἡ μόνη «ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Σήμερα ὁ μισόκαλος πολεμάει τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὶς αἱρέσεις, μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση, τὴν ἀναζήτηση τοῦ χρήματος, τὴν ἀπόκτηση περιουσιακῶν στοιχείων, τὴν ἀκριβῆ διασκέδαση, τὸν ἀνέμελο τουρισμό, ποὺ προβάλλει περισσότερο ἀπὸ τὰ ἀξιοθέατα, τὶς τρυφηλὲς ἀπολαύσεις, τὴν πολυφαγία, τὴν ἄκρατη οἰνοποσία καὶ ποτοποσία, τὶς κάθε εἴδους σωματικὲς ἡδονές, ποὺ ἔχουν ἔμβλημά τους τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴ ρήση: «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 32).

Πολεμᾶται ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν προβολὴ τῆς χλιδάτης ζωῆς, τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ, τῶν ἀνέσεων, τοῦ διαφημισμένου ἀνθρωπισμοῦ καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ μακρινοὺς λαούς, ἐνῶ παραβλέπεται ὁ πλησίον μας, τὸν ὁποῖον ἀφήνουμε νὰ ὑποφέρει καὶ παραμένουμε ἀδρανεῖς στὶς ἐκκλήσεις του, ποὺ μᾶς κοιτάζει καὶ μᾶς φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδᾶ «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. ε΄ 7). Πολεμᾶται ἀπὸ τὸν ξενόφερτο τρόπο ζωῆς μὲ τὰ ἐκκοφαντικὰ ἀκούσματα, μὲ τὰ ναρκωτικά, μὲ τὸ διαδίκτυο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀχίλλειο πτέρνα τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία εἰσάγεται στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὁ θάνατος, στὰ μέλη της ποὺ λησμόνησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν «Στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» (Β΄ Θεσ. β΄ 15). Δούρειος, ὅμως, ἵππος, ἐχθρὸς ποὺ ἐλλοχεύει μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐχθρὸς ποὺ ὕπουλα προσπαθεῖ νὰ ἀφανίσει τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι καὶ ὁ οἰκουμενισμός, ποὺ ἐπινοεῖται διαφόρους τρόπους γιὰ νὰ μᾶς ρίξει στὴ δηλητηριώδη ἀγκάλη τῶν ἀζυμιτῶν, ποὺ προβάλλοντας τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα καὶ μὲ τὴν οὐνία καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἰσχὺ ποὺ αὐτὸς διαθέτει σὰν ὁδοστρωτήρας ἀφανίζει ὅσους βρίσκονται στὸ δρόμο του. Εὐλογημένη Ὀρθοδοξία στάσου, «Ἕως θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπέρ Σοῦ» (Σοφ. Σειρ. δ΄ 28).

Προσοχή, ὅμως, ὅταν ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι, γιατί αὐτὸ βεβαιώνουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ δροῦν ἀνορθόδοξα καὶ ἐξασκοῦν ἐπαγγέλματα ἐντελῶς ἀντίθετα μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ὅπως ἀστρολόγοι, μέντιουμ, μάγοι, μάντισσες, καφετζοῦδες, χαρτορίχτρες.

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνα διακοσμητικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς μας, ἕνα κοστούμι ποὺ τὸ ράβουμε στὰ μέτρα μας. Εἶναι ἀκριβὴς κανόνας πίστεως καὶ ἀκριβὴς τρόπος ζωῆς. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ ἔχει ὀρθόδοξο βίωμα, Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς. Πολλοὶ κατ’ ὄνομα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ζοῦν τελείως μακριὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ ἄρνηση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδοξίας μας μᾶς ἀφαιρεῖ τὴν ἰδιότητα τοῦ Ὀρθοδόξου, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ ἐνσυνείδητος ἀνορθόδοξος τρόπος ζωῆς. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀγρυπνεῖ καὶ βλέποντας τὶς παγίδες ποὺ στήνει ὁ πονηρὸς σὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς ἀπορρίπτει τελείως ὅλες τὶς ἐνέργεις, τὰ τεχνάσματα καὶ τὰ ἐπαγγέλματα ποὺ βυθίζουν τὶς ψυχὲς στὸ χάος, ἀφοῦ ἀντιστρατεύονται τὴν Θεία Πρόνοια καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς πηγῆς τῆς ἀληθείας. Τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μόνον Ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξιχνιάσουν οἱ μάντισσες, οἱ ἀστρολόγοι καὶ οἱ χαρτορίχτρες. Οὔτε τὰ ζώδια μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ μέλλον μας. Μιὰ πίστη σὲ αὐτὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς μελλοντολόγους καταρρίπτει τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν τρόπο ποὺ διαχειρίζεται τὴ ζωή του.

Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος εἶναι, τὸ τονίζουμε, μόνον ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὀρθόδοξα καὶ ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ ὀρθόδοξα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀναμαρτησία, δηλαδὴ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀναμάρτητοι. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μέσα στὴ φύση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι καθολικὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτήν, ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἔχει τὸ λουτρὸ τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως. Αὐτὸς ποὺ βιώνει ὀρθόδοξα τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔχει ὀρθόδοξη πορεία ζωῆς ξέρει νὰ μετανοεῖ γιὰ τὰ σφάλματά του, νὰ ζητάει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ νὰ προχωράει σταθερὰ στὸ δύσβατο καὶ τραχὺ μονοπάτι τῆς ζωῆς.
Μπούσιας Χαράλαμπος (Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας)

Τρίτη, Μαΐου 21, 2013

ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΡΟΠΟ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ;


Η μοναξιά δεν είναι σε καμιά περίπτωση μια απελπιστική κατάσταση που δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Οπωσδήποτε αντιμετωπίζεται, στα σίγουρα ξεπερνιέται. Πώς;

Όχι πάντως με τις συνταγές του “κόσμου”. Που άλλες απ’ αυτές μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση, όχι όμως και να τη λύσουν οριστικά, όπως τα ταξίδια, τα χόμπι, η έξοδος απ’ το σπίτι, η δραστηριοποίηση σ’ ένα σύλλογο κ.λπ. Κι άλλες μπορούν να επιτείνουν ακόμη πιο πολύ το πρόβλημα και να μεγαλώσουν το όποιο ψυχικό κενό υπάρχει, όπως οι διασκεδάσεις, το αλκοόλ, τα ηρεμιστικά, τα ναρκωτικά, οι διάφορες σαρκικές απολαύσεις κ.λπ.

Λοιπόν, πού βρίσκεται η λύση; Αυτή είναι καθαρή και ξάστερη. Γιατί αφού οι ρίζες της μοναξιάς βρίσκονται μέσα μας, δεν είναι δυνατόν ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτήν χωρίς να σκύψουμε στο εσωτερικό της ψυχής μας. Κι εκεί για να μπει φως, πρέπει ν’ ανοίξει κανείς το παράθυρο! Να ξανοιχθεί στο συνάνθρωπο και στο Θεό!…




Είπε ο Αββάς Αλώνιος: “Εάν δεν πει μέσα στην καρδιά του ο άνθρωπος, ότι εγώ μόνος και ο Θεός είμαστε στον κόσμο, δε θα έχει ανάπαυση“. Κι ένας σύγχρονος ιεροκήρυκας έγραψε: “Εάν δε σπάσουμε το κέλυφος του εγώ μας, της ιδιοτέλειάς μας, των ατομικών μικροσυμφερόντων μας, είμαστε καταδικασμένοι στην ψυχική απομόνωση, όπως το κλωσσόπουλο, αν δε σπάσει το κέλυφος του αβγού να εισπνεύσει το οξυγόνο της ατμόσφαιρας, θα πεθάνει!”.

Γράφει ο συγγραφέας π. Τιμ. Κιλίφης: “Υποκατάστατα, βέβαια, για την αντιμετώπιση της μοναξιάς, υπάρχουν αρκετά. Δεν τη φυγαδεύουν όμως. Αντίθετα την επιτείνουν. Ένα είναι το αληθινό όπλο, που χτυπάει θανάσιμα τη μοναξιά. Η αληθινή αγάπη. Όποιος ζει μέσα στο κλίμα της γνήσιας αγάπης, δεν κινδυνεύει ποτέ από τη θανάσιμη μοναξιά. Η αγάπη είναι ο εχθρός της μοναξιάς”.

Είναι πολύ σημαντικά αυτά που σημειώνει ο συγγραφέας Γ. Μαυρομάτης: “Γι’ αυτό ήρθε ο Χριστός στον κόσμο. Για να αποκαταστήσει την επικοινωνία: Θεού και ανθρώπου, ανθρώπου και ανθρώπου, ανθρώπου και κτίσης”. “Η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς”, λέει ο Απ. Παύλος. Δηλαδή, η αποκατάσταση της επικοινωνίας και η απομάκρυνση της μοναξιάς βρίσκεται στη θέληση του ανθρώπου, εάν βέβαια δεχτεί να αποκαταστήσει την επικοινωνία του με το Θεάνθρωπο Χριστό, που είναι ο δρόμος προς το Θεό-Πατέρα. Η αποκατάσταση αυτή, που γίνεται με μετάνοια και ταπεινοφροσύνη και πίστη, θα φέρει την επικοινωνία του με τον άλλο άνθρωπο και με την κτίση ολόκληρη.

Εάν το θελήσει ο άνθρωπος και το πραγματοποιήσει. Αλλιώς, σε συλλόγους και συνδέσμους, σε κοινές εκδρομές και πάρτι, σε ψυχαναλύσεις και γενικά μ’ ανθρώπινες προσπάθεις και συμβουλές δε γίνεται τίποτε. Και το ξέρουμε καλά γιατί το ζούμε…”.

Ο Άγιος Αυγουστίνος, που ως νέος περπάτησε πολύ στους δρόμους της αμαρτίας πριν γνωρίσει το Θεό, γράφει πως οι καρδιές μας θα παραμένουν μόνες και ανήσυχες, μέχρι να βρουν την ηρεμία τους στο Θεό!

Διαβάζουμε στην Αγία Γραφή: “Να μη φοβηθείς μήτε να δειλιάσεις. Διότι είναι μαζί σου ο Κύριος ο Θεός σου όπου κι αν πας” (Ναυή α΄ α). Ο Ιησούς δε ο Χριστός μάς έχει διαβεβαιώσει: “Θα είμαι μαζί σας μέχρι το τέλος του κόσμου” (Ματθ. κη΄ 20). Και περιδιαβαίνει τις πλατείες τις πολύβουες πόλεις, παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι. Όπως και τότε στη Βηθεσδά. Και απευθύνεται στον κάθε πάσχοντα λέγοντας “θέλεις υγιής γενέσθαι;”. Μόνο που τότε πρέπει να Τον δεχθούμε πρόθυμα, με εμπιστοσύνη και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Για να βρούμε τη σωτηρία μας και απ’ τη μοναξιά μας.


πηγη

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013

Ερμηνεία στο Πάτερ ημών (Α)


(Αγίου Μακαρίου Νοταρά)
«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς»
Πραγματικά, αδελφοί μου, είναι μεγάλη η ευσπλαχνία του Κυρίου μας και ανερμήνευτη η φιλανθρωπία που έδειξε και δείχνει σε μας τους αχάριστους και αγνώμονες προς Αυτόν, τον ευεργέτη μας. Διότι, όχι μόνο μας ανέστησε, ενώ είχαμε κατρακυλήσει στην αμαρτία, αλλά, επειδή η αγαθότητα Του είναι άπειρη, μας παρέδωσε και πρότυπο προσευχής, που ανεβάζει το νου μας στην υψηλή κατάσταση της Θεολογίας και βοηθά όλο το ανθρώπινο γένος να μην πέσει πάλι από επιπολαιότητα και αφροσύνη στα ίδια αμαρτήματα.
Γι’ αυτό το λόγο, έτσι όπως είναι και πρέπον, από την αρχή της προσευχής, ανεβάζει το νου μας στο υψηλό επίπεδο της Θεολογίας. Μας γνωρίζει τον κατά φύση Πατέρα Του και Δημιουργό όλης της ορατής και αοράτου κτίσεως, και μας επισημαίνει την κατάσταση της υιοθεσίας, την οποία εμείς οι Χριστιανοί αξιωθήκαμε να λάβουμε, γι’ αυτό έχουμε και τη δυνατότητα να Τον φωνάζουμε κατά χάριν, «Πατέρα».
Διότι, αφού ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός σαρκώθηκε, δόθηκε εξουσία σε όλους, όσοι Τον πίστευσαν, να γίνουν τέκνα και υιοί του Θεού, μέσω του αγίου Βαπτίσματος, καθώς το λέει ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Σ’ όσους Τον δέχθηκαν και πίστευ¬σαν σ’ Αυτόν, έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού». Ενώ ο απόστολος Παύλος γράφει: «Είστε όλοι παιδιά του Θεού, αφού πιστεύετε στον Ιησού Χριστό». Και σε άλλο σημείο: «Και επειδή πραγματικά είστε παιδιά Του, ο Θεός απέστειλε το Πνεύμα του Υιού στις καρδιές σας, και αυτό φωνάζει: Αββά, Πατέρα μου». Δηλαδή: Όλοι οι πιστοί και ορθόδοξοι Χριστιανοί είστε παιδιά του Θεού μέσω της πίστεως, με τη Χάρη του Θεού. Ή να το πω και διαφορετικά: Επειδή είστε παιδιά του Θεού, έστειλε ο Θεός και κατά Χάριν Πατέρας σας το Άγιο Πνεύμα του Υιού Του στις καρδιές σας, το οποίο φωνάζει μυστικά εκεί μέσα: «Πατέρα, Πατέρα μας».
Γι’ αυτό ο Κύριος μας παραγγέλλει πως να προσευχόμαστε προς τον κατά Χάριν Πατέρα μας, για να είμαστε πάντοτε, μέχρι το τέλος, κάτω από τη Χάρη της υιοθεσίας. Να είμαστε δηλαδή παιδιά του Θεού, όχι μόνο κατά την ώρα της αναγεννήσεώς μας με το άγιο Βάπτισμα, αλλά και στη συνέχεια, μέσα στη ζωή και στην πράξη. Διότι, όποιος δεν ζει πνευματική ζωή και δεν έχει έργα πνευματικά, άξια της άνωθεν αναγεννήσεως, αλλά τα έργα του είναι έργα σατανικά, αυτός δεν είναι άξιος να ονομάζει πατέρα του τον Θεό. Αλλά θα ονομάζει πατέρα του τον διάβολο, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου μας που λέει: «Ο πατέρας που έχετε εσείς είναι ο διάβολος, και όσα επιθυμεί ο πατέρας σας, αυτά θέλετε να κάνετε». Δηλαδή εσείς είστε γεννημένοι ως προς την κακία από τον πατέρα σας, τον διάβολο, και τις κακές και διεστραμμένες επιθυμίες του πατέρα σας θέλετε να κάνετε.
Μας προστάζει δε να ονομάζουμε τον Θεό «Πατέρα», αφενός μεν για να μας πληροφορήσει ότι γίναμε στ’ αλήθεια παιδιά του Θεού με την αναγέννηση του αγίου Βαπτίσματος, αφετέρου δε, διότι πρέπει να φυλάττουμε και τις ιδιότητες, δηλαδή τις αρετές του Πατέρα μας, αισθανόμενοι ντροπή κατά κάποιο τρόπο, για τη συγγένεια την οποία έχουμε με Αυτόν, καθώς ο Ίδιος λέει: «Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ ημών οικτίρμων εστίν». Δηλαδή : Να γίνετε και σεις σπλαχνικοί σε όλους, όπως είναι και ο Πατέρας σας σε όλους σπλαχνικός.
Και ο απόστολος Πέτρος λέει: «Ετοιμασθείτε λοιπόν πνευματικά και μείνετε άγρυπνοι, αφήστε να σας καθοδηγεί πλήρως η ελπίδα που σας προσμένει, όταν φανερωθεί ο Ιησούς Χριστός. Αφού αποφασίσατε να υπακούετε στον Θεό, μην αφήνετε να ρυθμίζουν τη ζωή σας οι επιθυμίες που είχατε πριν Τον γνωρίσετε. Αντίθετα, όλη η συμπεριφορά σας να είναι άγια, όπως άγιος είναι και ο Θεός που σας κάλεσε. Γιατί το λέει η Γραφή: Να γίνετε άγιοι γιατί κι εγώ είμαι άγιος. Κι αφού στις προσευχές σας ονομάζετε τον Θεό “Πατέρα”, που κρίνει τον καθένα σύμφωνα με τα έργα του, χωρίς να κάνει διακρίσεις σε πρόσωπα, έχετε υποχρέωση να περνάτε την πρόσκαιρη ζωή σας πάνω στη γη με σεβασμό στον Θεό, για να μην κατακριθείτε απ’ Αυτόν».
Ο δε Μέγας Βασίλειος λέει ότι «χαρακτηριστικό εκείνου, ο οποίος γεννήθηκε από το Πνεύμα το Άγιο, είναι να γίνει κατά το δυνατόν παρόμοιος με το Πνεύμα, από το Οποίο και γεννήθηκε, καθώς είναι γραμμένο, ότι εκείνος που γεννήθηκε από σαρκικό πατέρα είναι και αυτός σάρκα, δηλαδή είναι σαρκικός. Εκείνος όμως που γεννήθηκε από το Πνεύμα το Άγιο, είναι πνεύμα, δηλαδή είναι πνευματικός».
Και τρίτον, Τον ονομάζουμε «Πατέρα», διότι πιστεύσαμε σ’ αυτόν, τον Μονογενή Υιό του Θεού, συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό, τον ουράνιο Πατέρα μας, ενώ πριν ήμασταν εχθροί μαζί Του και τέκνα οργής.
Και όταν λέει ο Κύριος να λέμε «Πάτερ ημών», δείχνει με αυτό ότι, όσοι αναγεννηθήκαμε με το άγιο Βάπτισμα, όλοι είμαστε αδελφοί γνήσιοι και παιδιά ενός Πατέρα, δηλαδή του Θεού, που σημαίνει παιδιά της Αγίας Ανατολικής, Αποστολικής και Καθολικής Εκκλησίας. Γι’ αυτό πρέπει να αγαπούμε ο ένας τον άλλον ως γνήσιοι αδελφοί, καθώς μας προστάζει ο Κύριος λέγοντας: «Αυτή είναι η δική μου εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον».
Και ως προς μεν «το είναι», δηλαδή την πλάση και δημιουργία μας, είναι και λέγεται ο Θεός Πατέρας όλων των ανθρώπων, και των πιστών και των απίστων. Έχουμε λοιπόν χρέος να αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, διότι τους έκαμε την τιμή και τους έπλασε με τα χέρια Του ο Θεός, και μόνο την κακία και την ασέβεια να μισούμε και όχι το πλάσμα του Θεού. Κατά δε το «ευ είναι», δηλαδή την ανάπλασή μας, πάλι είναι και λέγεται ο Θεός Πατέρας όλων των ανθρώπων. Και γι’ αυτό πρέπει να αγαπούμε εμείς οι ορθόδοξοι ο ένας τον άλλο, γιατί είμαστε διπλά ενωμένοι και κατά τη φύση και κατά τη Χάρη.
Όλοι δε οι άνθρωποι διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες: Σε δούλους γνήσιους, σε δούλους νόθους και σε δούλους πονηρούς, εχθρούς του Θεού.
Και δούλοι γνήσιοι είναι όσοι πιστεύουν ορθά, είναι δηλαδή ορθόδοξοι, και με φόβο και χαρά επιτελούν το θέλημα του Θεού.
Δούλοι νόθοι είναι όσοι πιστεύουν μεν στον Χριστό και έλαβαν και το άγιο Βάπτισμα, αλλά όμως δεν εργάζονται τις εντολές Του.
Οι άλλοι, παρόλο που είναι και αυτοί δούλοι, ως δικά Του δημιουργήματα, είναι όμως πονηροί, εχθροί και ενάντιοι του Θεού, αν και είναι πολύ αδύνατοι και μηδαμινοί και δεν μπορούν να επιφέρουν κάτι κακό εναντίον Του. Και αυτοί είναι όσοι πίστευσαν στον Χριστό, ύστερα όμως έπεσαν σε διάφορες αιρέσεις.
Μαζί μ’ αυτούς συναριθμούνται οι άπιστοι και οι ασεβείς.
Όμως εμείς που αξιωθήκαμε να γίνουμε δούλοι του Θεού κατά Χάριν, διά της αναγεννήσεως του αγίου Βαπτίσματος, ας μη γινόμαστε πάλι δούλοι στον εχθρό μας τον διάβολο, με το να πέφτουμε θεληματικώς στα κακά του θελήματα, για να μη γίνουμε όμοιοι μ’ εκείνους, για τους οποίους γράφει ο Απόστολος ότι «ήταν παγιδευμένοι από τον διάβολο, για να κάνουν το θέλημά του».
Αλλά επειδή ο Πατέρας μας είναι στους Ουρανούς, πρέπει και εμείς να στρέφουμε το νου μας στον Ουρανό, εκεί που είναι η πατρίδα μας, η άνω Ιερουσαλήμ, και όχι να έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας κάτω στη γη, όπως οι χοίροι. Αλλά να προσβλέπουμε προς Αυτόν, τον γλυκύτατο Σωτήρα και Δεσπότη μας, και στα ουράνια κάλλη του Παραδείσου . Και αυτό να το κάνουμε, όχι μόνο τον καιρό της προσευχής, αλλά όλον τον καιρό και σε κάθε τόπο πρέπει να έχουμε το νου μας στον Ουρανό, για να μη διασκορπίζεται εδώ κάτω στα φθαρτά και πρόσκαιρα πράγματα.
Και, αν ασκούμε κάθε μέρα βία στον εαυτό μας, καθώς λέει ο Κύριος, ότι «η Βασιλεία του Θεού κερδίζεται με βία και προσπάθεια και την κατακτούν όσοι αγωνίζονται», με τη βοήθεια του Θεού, θα διαφυλαχθεί και σε μας το «κατ’ εικόνα » σώο και καθαρό. Και έτσι λίγο-λίγο από το «κατ’ εικόνα» ανερχόμαστε προς το «καθ’ όμοίωσιν», αγιαζόμενοι από τον Θεό και αγιάζοντας κι εμείς το Όνομά Του στη γη, λέγοντας προς Αυτόν μαζί με την Κυριακή προσευχή: «Αγιασθήτω το Όνομά Σου».
«Αγιασθήτω το όνομά Σου»
Μήπως δεν είναι τάχα άγιο το Όνομα του Θεού και γι’ αυτό πρέπει να παρακαλούμε να αγιασθεί; Πώς αρμόζει να κάνουμε κάτι τέτοιο; Αυτός δεν είναι η πηγή της αγιότητας; Απ’ Αυτόν δεν αγιάζονται τα πάντα, όσα βρίσκονται στον Ουρανό και στη γη ; Πώς λοιπόν εδώ μας προτρέπει να αγιάζουμε το Όνομά Του;
Το Όνομα του Θεού, αυτό καθ’ εαυτό, είναι άγιο και υπεράγιο και πηγή αγιότητας. Και μόλις το αναφέρουμε αγιάζει όλα εκείνα για τα οποία το αναφέρουμε. Δεν επιδέχεται δε καμιά αύξηση αγιότητας ή ελάττωση. Όμως ο Θεός θέλει και αγαπά να δοξάζεται το Όνομά Του και από όλα τα δημιουργήματά Του, καθώς το λέει ο προφήτης και ψαλμωδός Δαβίδ: «Ευλογείτε τον Κύριον πάντα τα έργα αυτού». Δηλαδή: «Δοξάσατε τον Θεό όλα τα δημιουργήματά Του». Και αυτό το απαιτεί. Όχι τόσο για τον εαυτό του, όσο για να αγιασθούν τα πλάσματα Του απ’ Αυτόν και να δοξασθούν. Γι’ αυτό πρέπει, ό,τι και να κάνουμε, να το κάνουμε για τη δόξα του Θεού, σύμφωνα και με τον Απόστολο που λέει: «Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε κάνετε οτιδήποτε άλλο, να το κάνετε για τη δόξα του Θεού, για να αγιάζεται το Όνομα του Θεού και από μας».
Και το Όνομα του Θεού αγιάζεται, όταν κάνουμε έργα καλά και άγια, όπως είναι και η πίστη μας αγία. Και τότε, βλέποντας οι άνθρωποι την καλή μας πολιτεία, οι μεν πιστοί Χριστιανοί θα δοξάζουν τον Θεό, ο Οποίος μας σοφίζει και μας ενδυναμώνει να εργαζόμαστε το καλό, οι δε άπιστοι θα έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας, βλέποντας ότι τα έργα μας, επιβεβαιώνουν την πίστη μας. Το ίδιο μας παρακινεί και ο Κύριος να κάνουμε, λέγοντας: «Να λάμπει με τέτοιο τρόπο το φως των έργων σας μπροστά στους ανθρώπους, ώστε βλέποντας τα καλά σας έργα, να δοξάσουν τον Πατέρα σας τον επουράνιο».
Συμβαίνει βέβαια και το αντίθετο, δηλαδή να βλασφημείται εξαιτίας μας το Όνομα του Θεού από τους ειδωλολάτρες και τους άπιστους, κατά τον Απόστολο: «Το Όνομα του Θεού διασύρεται εξαιτίας σας από τους ειδωλολάτρες». Κάτι τέτοιο βέβαια δημιουργεί μεγάλη σύγχυση και φοβερό κίνδυνο, διότι νομίζουν οι άνθρωποι, και μάλιστα οι άπιστοι, ότι ο Θεός μας προστάζει να έχουμε μια τέτοια συμπεριφορά.
Γι’ αυτό, για να μην υβρίζεται και ατιμάζεται ο Θεός και για να μην κινδυνεύουμε κι εμείς να δημιουργήσουμε για τον εαυτό μας αιώνια κόλαση, πρέπει να φροντίζουμε, μαζί με την ορθή πίστη και την ευσέβεια, να έχουμε ενάρετη ζωή και πολιτεία.
Ενάρετη ζωή, όταν λέμε, εννοούμε να εκτελούμε τις εντολές του Χριστού, όπως και ο Ίδιος μας το ζητά λέγοντας: «Αν με αγαπάτε, θα πρέπει να τηρήσετε τις εντολές μου». Και θα τηρήσουμε τις εντολές Του, για να φανερώσουμε την αγάπη που τρέφουμε σ’ Αυτόν. Γιατί από την τήρηση των εντολών Του στερεώνεται και η πίστη μας προς Αυτόν.
paterymon 2
Ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Αν κάποιος δεν μπορεί να αναφέρει το Όνομα του Κυρίου Ιησού, παρά μόνο με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να κρατήσει την πίστη του ασάλευτη και ριζωμένη, χωρίς τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος. Πώς όμως θα μπορέσουμε να ελκύσουμε τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και να γίνουμε άξιοι να τη διατηρήσουμε πάντοτε στην ύπαρξή μας; Με τα καλά έργα και την άριστη βιοτή μας. Γιατί όπως το φως του λυχναριού ανάβει με το λάδι και, όταν εκείνο καεί σβήνει και το φως του, με τον ίδιο τρόπο και η Χάρη του Αγίου Πνεύματος εκχέεται προς εμάς και μας φωτίζει. Όταν έχουμε έργα καλά και όταν κατακλύζει την ψυχή μας πολλή ευσπλαχνία και ελεημοσύνη για τους αδελφούς μας. Αν όμως η ψυχή δεν τα έχει εγκολπωθεί όλα αυτά, τότε αναχωρεί η Χάρη και απομακρύνεται από μας.
Ας κρατήσουμε λοιπόν μέσα μας το φως του Αγίου Πνεύματος, με την πλούσια φιλανθρωπία μας και την ανεξάντλητη ελεημοσύνη μας προς αυτούς που έχουν ανάγκη. Διαφορετικά, θα ναυαγήσουμε και ως προς την πίστη μας. Διότι και η πίστη χρειάζεται κυρίως τη βοήθεια και την παραμονή του Αγίου Πνεύματος, για να παραμείνει αδιάσειστη. Αλλά η Χάρη του Αγίου Πνεύματος συνηθίζει να κρατείται και να παραμένει μέσα μας, αν διαθέτουμε καθαρή ζωή και ενάρετο βίο. Αν λοιπόν θέλουμε να έχουμε συνεχώς εδραιωμένη την πίστη μας, πρέπει να διαθέτουμε άγια και λαμπρή βιοτή, η οποία θα πείθει το Πνεύμα το Άγιο να παραμένει και να συνέχει την πίστη μας. Διότι είναι αδύνατον να έχει κάποιος ζωή ακάθαρτη και διεφθαρμένη και να μην έχει διασαλευθεί η πίστη του.
Και για να σας αποδείξω την αλήθεια αυτού που σας λέω και ότι οι πονηρές πράξεις λυμαίνονται τη σταθερότητα της πίστεως, ακούστε τι γράφει ο απόστολος Παύλος προς τον Τιμόθεο: “Για να πορεύεσαι”, του λέει. “και να πολεμάς έχοντας αυτά τα όπλα στον ωραίο σου αγώνα, δηλαδή να έχεις πίστη και καλή συνείδηση (η οποία γεννιέται από τη σωστή ζωή και τα καλά έργα). Αυτή τη συνείδηση, κάποιοι που την απέρριψαν, στο τέλος ναυάγησαν και στην πίστη τους».
Και σε άλλο σημείο πάλι λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Αυτήν, επειδή κάποιοι την αγάπησαν, έχασαν την πίστη τους και πλανήθηκαν». Βλέπεις ότι και αυτοί που δεν είχαν αγαθή συνείδηση και αυτοί που αγάπησαν τη φιλαργυρία έχασαν την πίστη τους; Όλα αυτά πρέπει, αδελφοί μου, να τα συλλογισθούμε καλά και να φροντίσουμε να είναι άριστη η βιοτή μας, για να είναι διπλούς και ο μισθός μας. Ο ένας θα είναι για τα καλά και θεάρεστά μας έργα και ο άλλος για τη στερέωση της πίστεως μας. Διότι ό,τι είναι η τροφή για το σώμα, το ίδιο είναι και η ενάρετη πολιτεία για την πίστη. Και όπως η φύση του σώματος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την υλική τροφή, το ίδιο και η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή».
Πράγματι, πολλοί είχαν πίστη και ήταν Χριστιανοί, αλλά επειδή δεν είχαν αγαθά έργα, έχασαν τη σωτηρία. Εμείς όμως ας φροντίσουμε και για τα δύο, και για την πίστη και για τα καλά έργα, για να μπορούμε να συνεχίσουμε άφοβα να λέμε την Κυριακή Προσευχή.
« Ελθέτω η βασιλεία Σου»
Επειδή η ανθρώπινη φύση με τη θέλησή της υποδουλώθηκε στον ανθρωποκτόνο διάβολο, γι’ αυτό μας προστάζει ο Κύριός μας να παρακαλούμε τον Θεό και Πατέρα μας να μας ελευθερώσει, από την πικρή τυραννία του διαβόλου. Αλλά αυτό δεν γίνεται με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μόνο αν έλθει η Βασιλεία του Θεού μέσα μας. Αυτό σημαίνει να έλθει το Πνεύμα το Άγιο, για να διώξει από μας τον τύραννο εχθρό και να μας εξουσιάσει, καθότι στους τέλειους αρμόζει να ζητούν τη Βασιλεία του Θεού και Πατρός, επειδή αυτοί έχουν φθάσει στην τελειότητα της πνευματικής ηλικίας.
Όσοι όμως έχουμε ακόμη τις τύψεις της συνειδήσεως να μας βασανίζουν, όπως εγώ, δεν μπορούμε ούτε να ανοίξουμε το στόμα μας να ζητήσουμε τέτοια πράγματα, αλλά πρέπει να παρακαλούμε τον Θεό να στείλει το Άγιό Του Πνεύμα, για να μας φωτίσει και να μας δυναμώσει στο θέλημά Του το άγιο και στα έργα της μετάνοιας. Διότι λέει ο Τίμιος Πρόδρομος: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασίλεια των ουρανών». Δηλαδή: «Μετανοείτε, γιατί έφθασε η Βασιλεία του Θεού». Σαν να λέει: Άνθρωποι, μετανοείτε για τα κακά που κάνετε και ετοιμασθείτε για να υποδεχθείτε τη Βασιλεία των Ουρανών, δηλαδή Αυτόν τον Μονογενή και Λόγο του Θεού, ο Οποίος ήλθε για να εξουσιάσει και να σώσει όλον τον κόσμο.
Γι’ αυτό πρέπει να λέμε κι εμείς αυτό που μας παρέδωσε ο άγιος Μάξιμος: «Ας έλθει το Πνεύμα το Άγιο να μας καθαρίσει τελείως και στο σώμα και στην ψυχή, ώστε να γίνουμε κατοικία άξια να υποδεχθούμε την Αγία Τριάδα, για να βασιλεύσει στο εξής ο Θεός σε μας, δηλαδή μέσα στις καρδιές μας, καθώς είναι γραμμένο: Η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα στην καρδιά μας”. Και σε άλλο χωρίο: «Εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθουμε και θα κατοικήσουμε σ’ εκείνον που αγαπά τις εντολές μου». Και να μην κατοικεί πια στην καρδιά μας η αμαρτία, καθώς το λέει, και ο Απόστολος: «Ας μη βασιλεύει πια η αμαρτία στο θνητό σώμα σας, ώστε να υπακούετε σ’ αυτήν λόγω των επιθυμιών του σώματος ».
Και έτσι, παίρνοντας δύναμη από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, να κάνουμε το θέλημα του Θεού και επουράνιου Πατέρα μας και να λέμε χωρίς ντροπή στην προσευχή μας: «Γενηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης».
«Γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης»
Δεν υπάρχει τίποτε πιο μακάριο και πιο ειρηνικό πράγμα, ούτε στη γη ούτε στον ουρανό, από το να κάνει κανείς το θέλημα του Θεού. Ο Εωσφόρος ήταν στον ουρανό. Επειδή δεν ήθελε όμως να κάνει το θέλημα του Θεού, γκρεμίστηκε στον Αδη. Ο Αδάμ ήταν μέσα στον Παράδεισο και τον τιμούσε σαν βασιλιά όλη η κτίση. Επειδή όμως δεν φύλαξε τη θεϊκή εντολή, έπεσε στην εσχάτη ταλαιπωρία. Εκείνος λοιπόν που δεν θέλει να κάνει το θέλημα του Θεού, είναι καθολικά υπερήφανος. Γι’ αυτό και ο προφήτης Δαβίδ με το δίκιο του, κατά κάποιο τρόπο, καταριέται αυτούς τους ανθρώπους και λέει: «Επέπληξες, Κύριε, τους υπερήφανους, που αρνούνται να υπακούσουν στο νόμο Σου. Καταραμένοι είναι εκείνοι που παρεκκλίνουν από την τήρηση των εντολών σου». Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «Οι υπερήφανοι κάνουν πολλές παρανομίες και παραβάσεις».
Με όλα αυτά ο Προφήτης αποδεικνύει ότι αιτία της παρανομίας είναι η υπερηφάνεια. Και το αντίθετο, αιτία της υπερηφάνειας, είναι η παρανομία. Γι’ αυτό είναι αδύνατον να βρει κανείς άνθρωπο ταπεινό ανάμεσα στους παράνομους ή άνθρωπο να φυλάττει το νόμο του Θεού ανάμεσα στους υπερήφανους, διότι η υπερηφάνεια είναι αρχή και τέλος κάθε κακίας.
Θέλημα όμως του Θεού είναι να απαλλαγούμε από τα κακά και να κάνουμε τα καλά, καθώς μας το λέει και ο προφήτης: «Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν». Δηλαδή «παραμέρισε το κακό και κάνε το καλό». Καλά δε είναι, όσα αναφέρονται στην Αγία Γραφή και όσα μας έχουν παραδώσει οι Άγιοι της Εκκλησίας μας και όχι όσα ο καθένας μας ασύνετα διακηρύττει, τα οποία πολλές φορές είναι βλαβερά για τις ψυχές και οδηγούν τον άνθρωπο στην απώλεια.
Αν όμως ακολουθούμε τις συνήθειες του κόσμου ή αν ο καθένας κινείται ανάλογα με τις επιθυμίες του, τότε, και εμείς οι Χριστιανοί, δεν θα έχουμε καμιά διαφορά από τους άπιστους, οι οποίοι δεν πιστεύουν ούτε εφαρμόζουν τις Γραφές. Επίσης δεν θα διαφέρουμε από τους ανθρώπους αυτούς που ζούσαν την περίοδο εκείνη της αναρχίας, η οποία αναφέρεται στο βιβλίο των Κριτών. Εκεί λοιπόν λέει: «Ο καθένας έκανε εκείνο που έκρινε ότι είναι καλό για τα δικά του μάτια και τα δικά του κριτήρια, διότι δεν υπήρχε βασιλιάς να κυβερνήσει τις ημέρες εκείνες».
Για τον ίδιο λόγο και οι Εβραίοι, ήθελαν να θανατώσουν τον Κύριό μας από το φθόνο τους, ενώ ο Πιλάτος ήθελε να τον απολύσει, διότι δεν έβρισκε σ’ Αυτόν αιτία θανάτου. Εκείνοι όμως πήραν το λόγο και είπαν: «Εμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας, πρέπει να πεθάνει, επειδή ονόμασε τον εαυτό του Υιό του Θεού». Αυτά όμως ήταν όλα ψέματα. Γιατί που βρίσκεται στο νόμο ότι πρέπει να πεθάνει όποιος θα ονομάσει τον εαυτό του υιό του Θεού, εφόσον μάλιστα η Αγία Γραφή ονομάζει τους ανθρώπους θεούς και υιούς του Θεού; «Εγώ είπα ότι είσθε όλοι θεοί και υιοί του ύψιστου Θεού». Οπότε, λέγοντας οι Εβραίοι «νόμο έχουμε», λένε ψέματα, διότι τέτοιος νόμος δεν υπάρχει.
Βλέπεις, αγαπητέ, ότι έκαναν νόμο το φθόνο και την κακία τους; Σ’ αυτούς τους ανθρώπους αναφέρεται ο σοφός Σολομώντας, όταν λέει: «Ας κάνουμε νόμο τη δύναμή μας, για να παγιδεύσουμε κρυφά τον δίκαιο». Ο νόμος βέβαια και οι Προφήτες έγραφαν ότι θα έλθει ο Χριστός και θα σαρκωθεί και θα πεθάνει για τη σωτηρία του κόσμου, όχι όμως για το σκοπό που έθεταν εκείνοι, οι παράνομοι.
Λοιπόν, ας προσπαθήσουμε να μην πάθουμε κι εμείς ό,τι έπαθαν οι Εβραίοι. Ας φροντίσουμε να τηρούμε τις εντολές του Κυρίου μας και ας μην πορευόμαστε έξω από όσα είναι γραμμένα στην Αγία Γραφή. Και «οι εντολές Του δεν είναι βαριές», καθώς το λέει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Και επειδή ο Κύριός μας έκανε το θέλημα του Πατέρα Του ανελλιπώς στη γη, γι’ αυτό πρέπει να Τον παρακαλούμε να δίνει δύναμη και σε μας και να μας φωτίζει να κάνουμε κι εμείς το άγιό Του θέλημα στη γη, καθώς το κάνουν οι άγιοι Άγγελοι στον Ουρανό. Διότι «χωρίς τη δική Του συνέργεια, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Και έτσι όπως υποτάσσονται οι Άγγελοι χωρίς αντιλογία σ’ όλα τα θεία προστάγματά Του, έτσι πρέπει να υποτασσόμαστε κι εμείς όλοι οι άνθρωποι στο θείο θέλημά Του, το οποίο περιέχεται μέσα στις Άγιες Γραφές, για να υπάρχει ειρήνη στη γη μεταξύ των ανθρώπων, όπως και στον Ουρανό μεταξύ των Αγγέλων και για να μπορούμε να λέμε με παρρησία προς τον Θεό Πατέρα μας: «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον ».
«Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον»
Ο άρτος λέγεται επιούσιος με τρεις έννοιες. Και για να ξέρουμε, όταν προσευχόμαστε, ποιόν άρτο ζητάμε από τον Θεό και Πατέρα μας, ας δούμε τη σημασία της κάθε μιας έννοιας.
Πρώτα-πρώτα άρτος επιούσιος λέγεται ο κοινός άρτος, το ψωμί, η σωματική τροφή, η οποία αναμιγνύεται με την ουσία του σώματος, για να αυξάνει και να δυναμώνει το σώμα, ώστε να μην οδηγηθεί στο θάνατο.
Επομένως, αν πάρουμε τον άρτο με αυτή την έννοια, δεν πρέπει να επιζητούμε εκείνα τα φαγητά που φέρνουν στο σώμα μας τροφή και ηδυπάθεια, για τα οποία ο απόστολος Ιάκωβος λέει: «Ζητάτε από τον Θεό και δεν λαμβάνετε, διότι δεν ζητάτε από τον Θεό τα απαραίτητα, αλλά επιδιώκετε εκείνα που θα συντελέσουν στην αύξηση της ηδονής». Και σε άλλο σημείο: «Επιδοθήκατε στις τρυφές και στη σπατάλη, εδώ στη γη, και καλοθρέψατε τα σώματά σας τόσο, σαν να σας είχαν για σφαχτάρια».
Αλλά ο Κύριός μας λέει: «Προσέχετε καλά τον εαυτό σας, μην τύχει και βαρύνει ο νους σας από τη μέθη και τις κοσμικές μέριμνες και σας αιφνιδιάσει εκείνη η ημέρα η έσχατη».
Γι’ αυτό λοιπόν, μόνο την αναγκαία τροφή πρέπει να ζητούμε, διότι ο Κύριος συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη ασθένειά μας και προστάζει να ζητούμε μόνο τον επιούσιο άρτο και όχι τα περιττά. Αν ήταν διαφορετικά, δεν θα έβαζε στην Κυριακή προσευχή το «δος ημίν σήμερον». Το «σήμερον» ο Ιερός Χρυσόστομος το εξηγεί ως «πάντοτε». Το χωρίο λοιπόν αυτό έχει συνοπτικό χαρακτήρα.
Ο άγιος Μάξιμος ονομάζει το σώμα φίλο της ψυχής. Ο δε Παροιμιαστής νουθετεί την ψυχή να μην περιποιείται το σώμα «με τα δυό πόδια». Δηλαδή να μην έχει πολλή φροντίδα γι’ αυτό, αλλά να το φροντίζει μόνο «με το ένα πόδι». Κι αυτό πάλι να γίνεται λίγες φορές, για να μην τύχει, λέει, και χορτάσει το σώμα και σηκωθεί καταπάνω της ψυχής και κάνει εκείνα τα ίδια κακά που μας κάνουν οι δαίμονες, οι εχθροί μας.
Ας ακούσουμε τον απόστολο Παύλο που λέει: «Όταν έχουμε τροφές και ενδύματα, ας αρκεσθούμε σ’ αυτά, διότι όσοι θέλουν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμό, σε παγίδα του διαβόλου και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, που βυθίζουν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στην απώλεια της ψυχής και στο χαμό».
Αλλά ίσως κάποιος θα μπορούσε να σκεφθεί το εξής: Επειδή μας προστάζει ο Κύριος να ζητούμε την αναγκαία τροφή από Εκείνον, ας κάθομαι αμέριμνος και αργός, περιμένοντας από τον Θεό να μου δώσει να φάω.
Σ’ αυτόν θα απαντήσουμε, ότι άλλο είναι η μέριμνα και το άγχος και άλλο η εργασία. Μέριμνα είναι ο περισπασμός και η ταραχή του νου γύρω από πολλά και υπερβολικά πράγματα, ενώ εργασία είναι το να εργάζεται κάποιος, το να σπέρνει δηλαδή ή το να εξασκεί μια άλλη τέχνη.
Ο άνθρωπος λοιπόν δεν πρέπει να διακατέχεται από άγχος και μέριμνα και δεν πρέπει να ανησυχεί και να σκοτίζει το νου του, αλλά να έχει όλη του την ελπίδα στον Θεό και να αναθέτει σ’ Αυτόν κάθε μέριμνα, καθώς το λέει και ο προφήτης Δαβίδ· «επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και αυτός σε διαθρέψει», Δηλαδή, «άφησε στον Κύριο τη φροντίδα της διατροφής σου και Εκείνος θα σε διαθρέψει».
Αν τώρα κάποιος βασίζει την ελπίδα του πιο πολύ στα έργα των χεριών του και στους κόπους του ή στους συνανθρώπους του, θα ακούσει από τον προφήτη Μωυσή να λέει στο Δευτερονόμιο: «Όποιος βασίζεται και ελπίζει στα έργα των χεριών του, είναι ακάθαρτος και όποιος πέφτει σε πολλές μέριμνες και φροντίδες, είναι ακάθαρτος. Και όποιος συνεχώς περπατάει με τα τέσσερα, και αυτός είναι ακάθαρτος».
Και περπατάει πάνω στα χέρια του εκείνος που στηρίζει όλη την ελπίδα του στα χέρια, δηλαδή στα έργα που κάνουν τα χέρια και στην τέχνη του, κατά τον άγιο Νείλο: «Περπατάει δε με τα τέσσερα εκείνος που έχει την ελπίδα του στα αισθητά πράγματα και προσηλωμένο το νου του στην φροντίδα τους. Ο άνθρωπος δε που έχει πολλά πόδια είναι αυτός που βασίζεται στα σωματικά σε κάθε περίσταση και τα εναγκαλίζεται και με τα δυο του χέρια και μ’ όλη του τη δύναμη».
Ο δε προφήτης Ιερεμίας λέει: «Ας είναι καταραμένος ο άνθρωπος εκείνος που έχει την ελπίδα του σε άνθρωπο και στηρίζει τη δύναμή του πάνω σ’ αυτόν και έτσι απομακρύνει την καρδιά του από τον Κύριο. Και ας είναι ευλογημένος ο άνθρωπος που έχει την πεποίθησή του στον Κύριο και ο Κύριος είναι η ελπίδα του».
Άνθρωποι, γιατί ταραζόμαστε μάταια; Ο δρόμος της ζωής είναι λίγος, όπως το λέει και ο προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ προς τον Θεό: «Ιδού, Κύριε, έκανες τις ημέρες της ζωής μου να είναι τόσο λίγες, μετρημένες στην παλάμη του χεριού. Και η σύσταση της φύσεως μου δεν είναι τίποτα μπροστά στη δική σου αιωνιότητα. Όμως, όχι εγώ μόνο, αλλά τα πάντα είναι μάταια. Μάταιος είναι και κάθε άνθρωπος που ζει σ’ αυτό τον κόσμο. Βέβαια, ο ταλαίπωρος άνθρωπος ζει αυτή τη ζωή όχι αληθινά, αλλά μοιάζει η ζωή του σαν μια ζωγραφισμένη εικόνα. Γι’ αυτό μάταια ταράσσεται και αποθηκεύει θησαυρούς. Στην ουσία δεν γνωρίζει για ποιόν τους συγκεντρώνει αυτούς τους θησαυρούς».
Άνθρωπε, έλα στα συγκαλά σου. Μην τρέχεις σαν τρελλός όλη την ημέρα με χίλιες φροντίδες. Και πάλι τη νύχτα μην κάθεσαι να λογαριάζεις τους διαβολικούς τόκους και τα διάφορα, γιατί όλη σου η ζωή τελικά διέρχεται μέσα στους λογαριασμούς του Μαμμωνά, δηλαδή στα πλούτη που προέρχονται από την αδικία. Και έτσι δεν βρίσκεις λίγη ώρα να συλλογιστείς τις αμαρτίες σου και να κλάψεις γι’ αυτές. Δεν ακούς τον Κύριό μας που λέει ότι «κανείς δεν μπορεί να δουλεύει σε δύο κυρίους»; «Δεν μπορείτε», λέει, «να δουλεύετε και στον Θεό και στον Μαμμωνά». Μ’ αυτό θέλει να πει ότι δεν μπορείτε να δουλεύετε σε δύο αφέντες. Να είναι δηλαδή η καρδιά σας και στον Θεό και στον πλούτο τον άδικο.
Και για το σπόρο που έπεσε στα αγκάθια, δεν ακούς που λέει ότι τον έπνιξαν και δεν έκανε κανένα καρπό; Δηλαδή θέλει να πει ότι έπεσε ο λόγος του Θεού σε άνθρωπο που ήταν βουτηγμένος στις φροντίδες και στις μέριμνες του πλούτου και δεν έφερε αυτός ο άνθρωπος κανένα καρπό σωτηρίας. Δεν βλέπεις τον τάδε και τον τάδε πλούσιο, που έκαναν και αυτοί τα όμοια με σένα, και σύναξαν πλούτο πολύ, αλλά έπειτα τον φύσηξε ο Θεός από τα χέρια τους και τον έχασαν και μαζί μ’ αυτόν έχασαν και το νου τους και τώρα γυρίζουν γύρω-γύρω, έξω φρενών σαν δαιμονισμένοι; Δίκαια βέβαια τα έπαθαν, επειδή είχαν κάνει Θεό τον πλούτο και είχαν το νου τους προσηλωμένο σ’ αυτόν.
Άκουσε, άνθρωπε, τον Κύριο μας που λέει: «Μη θησαυρίζετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στη γη, γιατί τους αφανίζει ο σκώρος και οι κλέφτες που γκρεμίζουν και τρυπούν τους τοίχους, για να τους συλήσουν». Και δεν πρέπει να θησαυρίζεις εδώ στη γη, για να μην ακούσεις και συ από τον Κύριο τον ίδιο εκείνο φοβερό λόγο που είπε στον πλούσιο: «Ανόητε πλούσιε, αυτή τη νύχτα σου παίρνουν την ψυχή, όσα θησαύρισες που θα τα αφήσεις»;
Ας έλθουμε στον Θεό και Πατέρα μας και ας αφήσουμε σ’ Αυτόν όλη τη φροντίδα της ζωής μας και Αυτός θα φροντίσει, για μας. Όπως λέει ο απόστολος Πέτρος. Ας πλησιάσουμε τον Θεό, όπως μας φωνάζει ο Προφήτης, λέγοντας : «Πλησιάστε τον Θεό και θα φωτισθούν τα πρόσωπά σας και δεν θα ντροπιαστείτε, ότι μείνατε τάχα αβοήθητοι».
Να λοιπόν που με τη βοήθεια του Θεού σας εξηγήσαμε την μία έννοια σχετικά με τον επιούσιο άρτο.
Συνεχίζεται.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 02, 2011

Ἡ σημασία τοῦ Ἡσυχασμοῦ

Ζιάκας Θεόδωρος



Ὁ Ἰωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός ὡς αὐτοκράτωρ καί ὡς μοναχός


Συνεκτικός ἱστός ὄχι μόνο τοῦ Βυζαντίου, ὡς πολυεθνικοῦ σχήματος, ἀλλά καί τῶν ἐπιμέρους ἐθνικῶν συνιστωσῶν του ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη.

Τό συνάγουμε καί ἀπό τίς ἑξῆς δύο θεμελιώδεις διαπιστώσεις: α) Ὅτι ὁ Ἡσυχασμός ἀποδείχθηκε ἐθνικό σωσίβιο ἀνθεκτικότατο ὄχι μόνο γιά τούς Ἕλληνες ἀλλά καί γιά τούς Σλάβους.(1) β) Ὅτι ἡ «ἑλληνίζουσα» πρόταση ὑπῆρξε τελείως οὐτοπική. (2) Ἄς ὑπενθυμίσουμε, ἐπιπροσθέτως, ὅτι ὁ ἀποκλεισμός μιᾶς τρίτης λύσης -οὔτε παπική Τιάρα οὔτε τουρκικό Σαρίκι- εἶχε τελεσιδικίσει στά πεδία τῶν μαχῶν.

Ἡ μόνη «ἀναγέννηση» πού τελεσφόρησε ἦταν ἡ ἡσυχαστική. Χάρη στό ἡσυχαστικό κίνημα ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε νά ἀποσυνδεθεῖ ἀπό τούς δύο ἄλλους πόλους τῆς βυζαντινῆς «τρόικας» (τό Θρόνο καί τή Σχολή) καί νά ἀποφύγει τήν σύν-κατάρρευση. Ἀναγνωρίζοντας ὡς φορέα τῆς θρησκευτικῆς αὐθεντίας τόν ταπεινό ἀσκητή (καί ὄχι τόν μεγαλόσχημο θρησκευτικό ἀξιωματοῦχο), ὁ Ἡσυχασμός ἐπέτρεψε στήν Ἐκκλησία νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς καθεστωτικές δουλεῖες της καί νά ξαναβρεῖ τόν αὐτοθυσιαστικό ἑαυτό της. Ἔδωσε ἔτσι τή δυνατότητα στόν Ἑλληνισμό νά ἀναδιπλωθεῖ στήν προσωποκεντρική αὐθεντικότητα τῆς Πίστης του καί νά ἐνεργοποιήσει, μέσω αὐτῆς, τήν οἰκουμενική του λειτουργικότητα, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει νά ἐξαρθρώνεται καί στό πνευματικό ἐπίπεδο. Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἡσυχαστικῆς ἀναγέννησης, ἐπιβεβαιώνοντας τή μοναδικότητα τῆς στρατηγικῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀναδεικνύει τήν κατανόηση τῆς ἱστορικῆς σημασίας τοῦ Ἡσυχασμοῦ σέ σημεῖο-κλειδί γιά τήν ὑπέρβαση τῶν ἀγκυλωτικῶν νεωτερικῶν ἀναγνώσεων τῆς ἱστορίας τοῦ νεότερου Ἑλληνισμοῦ.(3)

Σύμφωνα μέ μία ἀξιοσημείωτη κρίση τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ, ἄλλη θά ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς σχέσης «Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας», ἄν τό ἱστορικό περιβάλλον δέν εἶχε διαμορφωθεῖ τόσο ἀντίξοο ἀπό πολιτική ἄποψη. Θά ἀποφευγόταν τουλάχιστον ἡ ἀδυναμία εἰρηνικῆς συνύπαρξης Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας. (4) Ἡ ἱστορία τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη ΣΤ' Καντακουζηνοῦ (1341-1354) (5) προτείνεται, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ὡς ἀφετηρία γόνιμου προβληματισμοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ συνέπεσαν καί οἱ τρεῖς πόλοι τῆς κατά τόν Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815-1881) βυζαντινῆς «τριαρχίας»: ὁ ἀκαταπόνητος πολεμιστής βασιλιάς, ὁ ἐπιφανής ἕλλην λόγιος καί ὁ ἡσυχαστής μονάχος (Ἰωάσαφ). Ἡ μορφή τοῦ καβαφικοῦ «Κύρ Γιάννη» εἶναι ἰδιαζόντως τραγική, γιατί ἡ ἑνότητα τῶν τριῶν πόλων πού κατόρθωσε νά ἐνσαρκώσει στό πρόσωπό του εἶχε ἤδη καταστραφεῖ στό ἱστορικό πεδίο. Τονίζω τήν ἀνάγκη μελέτης τῆς τριπολικῆς σχέσης Λόγου, Πίστης καί Πολιτικῆς, ἐπειδή δέν εἶναι ἄσχετη μέ τήν κατοπινή σχιζοείδεια τῆς ταυτότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ.(6)

Ἐπανερχόμενος στό θέμα τῆς «ἀναγέννησης», ὀφείλω νά ἐπισημάνω ὅτι, γιά νά ἔχουμε ἀξιόπιστη εἰκόνα, πρέπει νά δοῦμε καί τί εἴδους «ἀναγέννηση» ἔλαβε χώρα (ἄν ἔλαβε) στούς δύο ἄλλους πόλους τοῦ βυζαντινοῦ συστήματος: τόν βασιλικό θεσμό καί τήν ἑλληνική λογιοσύνη. Ποιές ἦταν ἐκεῖ οἱ «ἀναγεννητικές» ἀπόπειρες, ποιό χαρακτήρα εἶχαν καί γιατί δέν τελεσφόρησαν; Ἄς ὑποθέσουμε, γιά τήν οἰκονομία τῆς συζήτησης, ὅτι, ἄν ὑπῆρχαν «ἀναγεννήσεις», ὁμόλογες τῆς ἡσυχαστικῆς, καί στίς δύο ἄλλες συνιστῶσες τοῦ βυζαντινοῦ σχήματος καί ἐπιτύγχαναν, ἴσως κατόρθωνε τό Βυζάντιο νά ἀποφύγει τήν κατάρρευση.

Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πρέπει νά διατυπώσω τήν ἀπορία μου: Γιατί οἱ νεωτερικοί νόες μας, οἱ κατά τά ἄλλα τομώτατοι, ἀρνοῦνται πεισματικά νά ἀναγνωρίσουν τήν «ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ἐκεῖ ὅπου ὄντως ὑπῆρξε καί χάρη στήν ὁποία ὄντως ἐπιβίωσε ὁ Ἑλληνισμός, δηλαδή τήν ἡσυχαστική ἀναγέννηση; Γιατί ἡ μεταξύ τους κρατοῦσα ἄποψη εἶναι, ἀντιθέτως, ὅτι «φταίει ὁ ἡσυχασμός», ποὺ δέν μπόρεσαν οἱ ἄλλες «ἀναγεννήσεις» νά ἐπιτύχουν τήν ἀποτροπή τῆς κατάρρευσης;

Ἀπό τό βιβλίο: Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Ὁ σύγχρονος μηδενισμός, Ἐκδόσεις Ἁρμός




-----------------------------------

1. Γιά τόν μή ἐνημερωμένο ἀναγνώστη σημειώνω ὅτι ἡ λεγόμενη «ἡσυχαστική ἔριδα» ξεκίνησε ἀπό τήν ἐπίθεση τοῦ «ἑλληνίζοντος» μονάχου Βαρλαάμ ἀπό τήν Καλαβρία ἐναντίον τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί διαίρεσε τό Βυζάντιο σέ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα. Τήν ὑπεράσπιση τῶν «ἱερῶς ἡσυχαζόντων» ἀνέλαβε ὁ μοναχός Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ κατοπινός ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καί Ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ διαμάχη συμπεριέλαβε ὅλα τά μεγάλα πνευματικά ζητήματα, μέ ἄξονα τή θεολογία τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, βάσει τῆς ὁποίας κατοχυρώνεται στό πεδίο τῆς Πίστης ἡ μετοχή τοῦ προσώπου στήν ἀπόλυτη ἐλευθερία. Μέ τή θεολογία τῶν Ἐνεργειῶν ὁ Ἡσυχασμός ἐπαναβεβαίωσε τήν πίστη στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὄρθωσε ἔτσι ἀποτελεσματικό φράγμα στήν ἀνελεύθερη δυτική καί ἀνατολική πνευματικότητα, σώζοντας τήν ἑλληνικότητα στό πεδίο ὁρισμοῦ της: τό πνευματικό-ψυχικό.

2. Ἡ «ἑλληνίζουσα» πρόταση προσέλαβε καί τυπικά ἐθνοκρατικά χαρακτηριστικά ἀπευθυνόμενη στό βασιλιά Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (1391-1425) ἀπό τόν Πλήθωνα-Γεμιστό (1355-1452), τό μέντορα τῆς «ἀναγέννησης» τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στήν Ἰταλία. Ὡς πλατφόρμα ἐθνοκρατικῆς «ἀναγέννησης» τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ πρότασή του κρίνεται ἐντελῶς ἐξωπραγματική.

3. Μία μνημοτεχνική κωδικοποίηση τοῦ «ἡσυχαστικοῦ» διχασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Παλαμικοί/Ἀντιπαλαμικοί. Καντακουζηνικοί/Παλαιολογικοί. Ἀντιουμανιστές/Οὑμανιστές. Συντηρητικοί/Κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Ἀντιλατίνοι/Λατινόφρονες. (Hans George Beck, Ἡ Βυζαντινή χιλιετία, σ. 338, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ἔκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1990.)

4. Ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς εἶναι ἀπό τούς ἐλάχιστους νεωτερικούς στοχαστές μας πού ἀντιλαμβάνεται τόν κρίσιμο ρόλο τοῦ Ἡσυχασμοῦ γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἐπιπλέον, διαπραγματεύεται τή σχέση «Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας» μέ τέτοια ἐπάρκεια, πού ἐκπλήσσει ἀκόμα καί τόν ἐναυρυνόμενο ὡς «εἰδικό» στό θέμα Μητροπολίτη Ναυπάκτου (βλ. βιβλιοκριτική του στό: http ://www.alopsis.gr).

5. Γιά τή ζωή καί τό ἔργο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ, βλ. Donald Μ. Nicol, Ἰωάννης Καντακουζηνός, Ὁ ἀπρόθυμος αὐτοκράτορας, μτφρ. Κατερίνα Χαλμάκου, ἔκδ. Γκοβόστης, Ἀθήνα 2008.

6. Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς χαρακτήρισε τό 1354, χρονιά πού ὁ Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε τή Θεολογική Σοῦμα τοῦ Ἀκινάτη, ὡς ἱστορικό ὁρόσημο μεγαλύτερης πολιτισμικῆς σημασίας ἀπό τό 1453, ἔτος τῆς Ἁλώσεως τῆς Πόλης ἀπό τούς Τούρκους. (Ὀρθοδοξία καί Δύση στή νεώτερη Ἑλλάδα, σ. 9, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992.) Ἡ μετάφραση ὅμως ἦταν ἔργο τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἡ ἀπόφαση γιά τή γνωριμία τῶν Ἑλλήνων μέ τό διανοητικό τέρας τῆς καθολικῆς Δύσης ἦταν τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη ΣΤ' Καντακουζηνοῦ, συνειδητοῦ ἡσυχαστῆ καί φίλου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Δέν ἦταν ἀπόφαση τῶν «λατινοφρόνων». Βέβαια, ὁ Κυδώνης, «χαμένος στή μετάφραση», ἔγινε καθολικός. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Κυδώνη ἔχει τή σημασία της, ἀλλά δέν ἀγγίζει τήν οὐσία τοῦ ζητήματος. Ποιό ἦταν ἄραγε τό σκεπτικό τῆς πολιτικῆς ἀπόφασης; (Γιά τό σχῆμα τῆς σχιζοείδειας στή δομή τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ταυτότητας, τίς καταβολές τῆς ὁποίας καλούμαστε νά ἀναζητήσουμε στήν ἐποχή αὐτή, βλ. Πέρα ἀπό τό Ἄτομο, σσ. 361-365.)

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2011

Ορθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωής - Μέρος Α'-Του Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καί Αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Ορθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωής - Μέρος Α'
Του Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καί Αγ. Βλασίου Ιεροθέου
Η αυτοσυνειδησία στόν άνθρωπο είναι πολύ σημαντικό γεγονός, γιατί ένας πού δέν έχει συνείδηση ή δέν γνωρίζει τί κάνει καί έχει τό ακαταλόγιστο δέν είναι αληθινός άνθρωπος. Οι νεκροί δέν έχουν ενεργή τήν συνείδηση, αλλά καί όσοι πλησιάζουν πρός τόν θάνατο έχουν απώλεια συνειδητότητας. Ο άνθρωπος πρέπει νά γνωρίζη επαρκώς ποιός είναι, από πού κατάγεται, ποιά είναι η σχέση του μέ τό περιβάλλον, νά θέτη όρια μέ τούς ανθρώπους πού τόν περιβάλλουν, αλλά καί νά αποκτά γέφυρες επικοινωνίας μέ αυτούς, χωρίς νά αλλοτριώνεται, χωρίς νά χάνη τήν ταυτότητά του.

Αυτό επεκτείνεται καί στόν κοινωνικό, πολιτισμικό, εθνικό καί χριστιανικό τρόπο ζωής. Είναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε ποιοί είμαστε ως έθνος, ποιά είναι τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού μάς διακρίνουν από άλλα έθνη καί άλλους πολιτισμούς, σέ ποιά σημεία μπορούμε νά επικοινωνήσουμε μέ τά άλλα έθνη καί ποιά σημεία είναι αναπαλλοτρίωτα καί αδιαπραγμάτευτα. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί μέ τούς πολιτισμούς συμβαίνουν πολλά στό θέμα τής αφομοίωσης καί τής επίδρασης μεταξύ τους, όπως είναι η «πολιτισμική πρόσκτηση ή σύνθεση», η πολιτισμική μεταβολή καί η λεγόμενη «αφομοίωση» καί η πολιτισμική αλλαγή, ο λεγόμενος «αποεκπολιτισμός». Ο τίτλος τού θέματος έχει δύο κεντρικά σημεία, τό ένα «Ορθοδοξία καί Δύση», καί τό άλλο «ο τρόπος ζωής». Ενδιάμεσα θά δούμε καί τήν διαφορά πού υπάρχει μεταξύ αυτών τών δύο μεγάλων πολιτιστικών καί θρησκευτικών τρόπων ζωής.
1. Ορθοδοξία καί Δύση
Στήν αρχή πρέπει νά προσδιορισθή ότι οι έννοιες Ορθοδοξία καί Δύση δέν είναι αντίθετες, γιατί Ορθοδοξία έχουμε καί στήν Δύση, όπως τήν Δύση συναντάμε καί στόν ορθόδοξο χώρο. Μάλλον θά μπορούσαμε περισσότερο νά κάνουμε λόγο γιά Ρωμανία-Βυζάντιο καί λόγο γιά τήν Δύση. Πάντως, όταν ομιλούμε γιά τήν σχέση καί διαφορά μεταξύ Ρωμανίας-Βυζαντίου καί Δύσης πρέπει νά τήν προσδιορίσουμε από τρείς πλευρές. Η πρώτη είναι η γεωγραφική, αφού Ανατολή είναι τό ανατολικό μέρος τής Ευρώπης ή τού κόσμου καί Δύση τό δυτικό. Μέ τούς όρους αυτούς παλαιότερα γινόταν λόγος γιά τά δύο τμήματα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τό δυτικό καί τό ανατολικό. Έτσι, Δύση είναι ο Ευρωπαϊκός χώρος καί Ανατολή είναι η Μικρά Ασία καί η Μέση Ανατολή. Επίσης, πρέπει νά προστεθούν ο Βορράς καί ο Νότος. Η δεύτερη προσδιοριστική πλευρά είναι η χρονική-ιστορική, βάσει τής οποίας η ιστορία χωρίζεται σέ αρχαίους, μέσους καί νεωτέρους χρόνους, αφού κάθε χρονική-ιστορική περίοδος έχει τίς ιδιαιτερότητές της. Έτσι, στήν αρχαία Ελλάδα επικρατεί η αρχαία κλασσική φιλοσοφία, στούς μέσους χρόνους στήν Δύση έχουμε τήν εμφάνιση διαφόρων άλλων λαών, όπως οι Βησιγότθοι, οι Οστρογότθοι, οι Βάνδαλοι, οι Λογγοβάρδοι, οι Φράγκοι, καί στήν Ανατολή έχουμε τήν εμφάνιση άλλων λαών, όπως οι Άβαροι, οι Άραβες, οι Οθωμανοί κλπ. πού άσκησαν διάφορες επιδράσεις πάνω στούς χώρους αυτούς. Η τρίτη προσδιοριστική πλευρά είναι η πολιτισμική, αφού στούς δύο αυτούς γεωγραφικούς καί ιστορικούς χώρους, αναπτύχθηκαν ιδιαίτεροι πολιτισμικοί τρόποι ζωής, πού είχαν διάφορες επιδράσεις στούς ανθρώπους καί τούς λαούς. Έτσι, κάνουμε λόγο γιά έναν ιδιαίτερο τρόπο μέ τόν οποίο οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τόν Θεό, τόν άνθρωπο, τήν κοινωνία, τήν οικογένεια, τήν παιδεία κλπ.. Όσα θά πούμε στήν συνέχεια αναφέρονται κυρίως στήν τρίτη αυτή πλευρά, τήν πολιτισμική, πού μάς ενδιαφέρει εδώ, καί θά προστεθούν καί στοιχεία από τίς άλλες πλευρές.
2. Ιστορία καί θεολογία
Μεταξύ δυτικού καί ανατολικού ανθρώπου πράγματι υπάρχουν σαφείς διαφορές στόν τρόπο ζωής. Αυτό φαίνεται στόν τρόπο τής σκέψεως καί τής πράξεως, στόν τρόπο μέ τόν οποίο αντιμετωπίζει κανείς τόν Θεό, τόν άνθρωπο καί τόν κόσμο, στόν τρόπο μέ τόν οποίο διοργανώνει τήν κοινωνική του ζωή, καί επεκτείνεται καί σέ άλλους χώρους, όπως τήν οικογενειακή ζωή, τήν ψυχαγωγία κλπ. Γιά νά τό δούμε αυτό καλύτερα πρέπει νά εξετάσουμε τήν σχέση μεταξύ τής ιστορίας καί τής θεολογίας. Συμβαδίζουν στενά η ιστορία μέ τήν θεολογία. Άλλωστε, ο Χριστός ενηνθρώπησε μέσα στήν ιστορία, τόν χώρο καί τόν χρόνο, προσέλαβε τό θνητό καί παθητό σώμα, τό θέωσε καί τό απάλλαξε καί από τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα, μέ τήν Ανάσταση καί τήν Ανάληψή Του στούς ουρανούς. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τήν Εκκλησία, η οποία δέν προέρχεται από τόν κόσμο, αλλά κινείται καί εργάζεται στόν κόσμο καί τήν ιστορία. Αυτό συμβαίνει καί μέ τίς διαφορές μεταξύ Δύσεως καί Ανατολής, πού μάς ενδιαφέρει στό σημείο αυτό. Στόν χώρο πού εμφανίσθηκε ο Χριστιανισμός, δηλαδή στήν Παλαιστίνη κατ’ αρχάς καί στήν συνέχεια στόν ενιαίο χώρο τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπήρχαν τρία ρεύματα, ήτοι η εβραϊκή σκέψη, η ελληνική φιλοσοφία καί τό ρωμαϊκό δίκαιο. Καί τά τρία αυτά ρεύματα συναντήθηκαν μεταξύ τους καί αποτέλεσαν μιά ενότητα καί έναν πολιτισμό. Στήν πραγματικότητα η πρώτη συνάντηση έγινε μεταξύ ελληνισμού καί ρωμαϊκής σκέψεως, μάλιστα δέ η ελληνική γλώσσα μιλιόταν στήν Ρώμη από τόν 2ο αιώνα π.Χ., ώστε δέν ήταν αναγκαία η ύπαρξη μεταφραστών στήν Σύγκλητο. Ο Μ. Αλέξανδρος, μέ τήν επέκτασή του πρός ανατολάς, αλλά καί οι Έλληνες φιλόσοφοι καί διανοητές πού είχαν επηρεάσει τούς Λατίνους τής Δύσεως δημιούργησαν έναν κοινό πολιτισμικό τρόπο ζωής στόν τότε γνωστό κόσμο, στήν τότε οικουμένη. Μιλούσαν βασικά δύο γλώσσες, τήν ελληνική καί τήν λατινική.
Μέ τήν εμφάνιση τού Χριστιανισμού γίνεται καί μιά άλλη σύνθεση μεταξύ εβραϊκής καί ελληνιστικής σκέψεως, στήν πραγματικότητα ο Χριστιανισμός ονομάσθηκε τό τρίτο γένος, τό οποίο ένωσε τήν εβραϊκή καί τήν ελληνική σκέψη. Δέν είναι ο χρόνος κατάλληλος γιά νά δούμε πώς συνδέθηκαν τά τρία αυτά ρεύματα, όπως φαίνεται στήν διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου, τών Αποστολικών Πατέρων καί κυρίως τών μεγάλων Πατέρων τού 4ου αιώνος μ.Χ. Άς δούμε κατ’ αρχάς πώς διαμορφώθηκαν τά ιστορικά δεδομένα στήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καί μετά πώς επηρέασαν τά δεδομένα αυτά τήν θεολογία, οπότε διαμορφώθηκε αυτό τό ιδιαίτερο ήθος μεταξύ Ανατολής καί Δύσεως. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επηρεασθή από τόν ελληνικό πολιτισμό καί αργότερα από τόν Χριστιανισμό. Μετά τούς διωγμούς τών τριών πρώτων αιώνων, ο Χριστιανισμός απέκτησε κύρος μέσα στήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ιδίως μάλιστα όταν ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε τήν πρωτεύουσα τού Ρωμαϊκού Κράτους στήν πόλη τού Βυζαντίου, τήν οποία όμως μετονόμασε σέ Νέα Ρώμη, καί αργότερα προσέλαβε τήν ονομασία τού ιδρυτού της καί ονομάσθηκε Κωνσταντινούπολη. Δέν υπάρχει διαίρεση τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά απλώς μεταφορά τής πρωτεύουσάς της. Ήταν επόμενο η νέα Πρωτεύουσα νά αποκτήση μεγάλη δόξα, επειδή ήταν έδρα τού Αυτοκράτορος καί τής Συγκλήτου καί γι’ αυτό μέ τόν καιρό καί ο θρόνος τής Κωνσταντινουπόλεως απέκτησε τά ίσα πρεσβεία τιμής μέ τήν Παλαιά Ρώμη. Η μεταφορά, όμως, τής Πρωτεύουσας τού Ρωμαϊκού Κράτους στήν Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα νά αποδυναμωθή τό δυτικό τμήμα από πλευράς πολιτικής. Βεβαίως αποστέλλονταν, όταν χρειαζόταν, στρατεύματα γιά νά αντιμετωπισθούν διάφοροι εισβολείς, αλλά αυτό δέν ήταν εύκολο πάντοτε. Έτσι, κατέβαιναν από τό βορρά διάφορα φύλα, όπως οι Γότθοι, οι Βησιγότθοι, οι Οστρογότθοι, οι Βάνδαλοι, οι Λογγοβάρδοι καί τελικά οι Φράγκοι καί κατελάμβαναν διάφορα μέρη τού δυτικού τμήματος τής ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπάρχουν πολλά ιστορικά βιβλία πού τό παρουσιάζουν αυτό, απλώς θά αναφέρω τά όσα γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης καί ο Ζάκ λέ Γκόφ. Αυτό φαίνεται ανάγλυφα καί στό βιβλίο «Διάλογοι» πού έγραψε ο Πάπας Ρώμης άγιος Γρηγόριος, ο επονομαζόμενος Διάλογος.
Μετά από επανειλημμένες εισβολές τών γερμανικών φύλων καί κατακτήσεις εδαφών, τελικά ο Καρλομάγνος κυρίευσε τό μεγαλύτερο μέρος τού δυτικού τμήματος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καί ίδρυσε τήν Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τού Γερμανικού Έθνους. Βέβαια, καί ο Πάπας οικειοποιήθηκε τήν πολιτική εξουσία τού δυτικού τμήματος καί τελικά ξέσπασαν διαρκείς πόλεμοι μεταξύ τών Παπών καί τών Φράγκων Βασιλέων γιά τό βαθμό τής πολιτικής εξουσίας τού καθενός στά μέρη εκείνα. Τό σημαντικό είναι ότι οι Φράγκοι εισήγαγαν στήν Ευρώπη τό φεουδαλιστικό σύστημα διοικήσεως. Σύμφωνα μέ αυτό ο Ρήγας χώρισε τό Βασίλειό του σέ τμήματα καί τά έδωσε σέ διαφόρους ευγενείς, πολεμάρχους, δούκες, κόμητες, βαρώνους καί κατώτερους ιππότες. Μέ τόν καιρό δέ τά φέουδα αυτά αναγνωρίζονταν ως «κληρονομικά οικογενειακά δικαιώματά» τους. Πρόκειται γιά προσωπικές σχέσεις πού συνδέονταν μεταξύ τους ιεραρχικά. Τά χαρακτηριστικά στοιχεία τού φεουδαλιστικού συστήματος ήταν δύο. Τό πρώτον ήταν τό συμβόλαιο τής υποτέλειας, όπως φαινόταν στήν τελετή πού γινόταν, κατά τήν οποία ο υποτελής έδινε υπόσχεση ότι θά ανήκη στόν άρχοντα καί ανελάμβανε υποχρεώσεις «στήν διοίκηση, τή δικαιοσύνη καί τόν στρατό τού άρχοντα». Τό δεύτερο γνώρισμα ήταν τό φέουδο, δηλαδή η παραχώρηση ενός τμήματος γής καί αυτό φαινόταν από τήν προσφορά ενός αντικειμένου, όπως λάβαρο, σκήπτρο, ράβδος, δαχτυλίδι, μαχαίρι, γάντι, κομμάτι άχυρο κλπ.. Βασικές δέ αρχές τού φεουδαλιστικού συστήματος ήταν ο σεβασμός στήν δικαιοσύνη, η τάξη στήν δημιουργία καί, κατά συνέπεια, εκείνος πού διαταράσσει τήν τάξη προκαλεί τήν οργή τού άρχοντος καί αυτό απαιτεί τήν αποκατάσταση τής δικαιοσύνης πού γίνεται διά τής τιμωρίας, μέ τήν οποία ικανοποιείται η δικαιοσύνη καί επαναφέρεται η τάξη στήν δημιουργία.
Οι Φράγκοι ηγεμόνες μέ τίς στρατιωτικές επιδρομές απέκοψαν τό δυτικό τμήμα από τήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, λάμβαναν τήν άδεια καί τήν ευλογία από τόν Πάπα, σημαντική δέ ήταν η στέψη τού Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα τά Χριστούγεννα τού έτους 800 μ.Χ. Επίσης, οι Φράγκοι χορήγησαν καί πολιτική εξουσία στόν Πάπα. Εκείνο πού πρέπει νά σημειωθή είναι ότι στήν εποχή μας τά πρώτα Κράτη πού απετέλεσαν τήν Ε.Ο.Κ. ήταν τά βασικά κράτη πού αποτελούσαν τό κράτος τού Καρλομάγνου, τήν αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τού Γερμανικού Έθνους. Στήν Ευρώπη σήμερα έχουν ως πρότυπο τόν Καρλομάγνο, ως προστάτη τής παιδείας τό κτήριο στίς Βρυξέλλες έχει τό όνομα τού Καρλομάγνου καί όσοι συντελούν στήν ενότητα τής Ευρώπης λαμβάνουν τό βραβείο τού Καρλομάγνου. Μετά τήν σύντομη αυτή ιστορική καί πολιτική ανασκόπηση άς δούμε καί τά θεολογικά δεδομένα πού διαμορφώθηκαν στό δυτικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ανύψωση τού Επισκόπου τής Νέας Ρώμης στά ίσα πρεσβεία τιμής μέ τόν Επίσκοπο τής Παλαιάς Ρώμης προκάλεσε τόν Πάπα, μέ αποτέλεσμα νά μήν παρίσταται προσωπικά σέ καμμιά Οικουμενική Σύνοδο, πού γινόταν στό ανατολικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά απέστελλε αντιπροσώπους. Ωστόσο υπήρχε ακόμη ενότητα μεταξύ τών Επισκόπων τής Παλαιάς καί Νέας Ρώμης, όπως αποδεικνύεται από τήν Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά καί τήν Η’ Οικουμενική Σύνοδο επί τού Μεγάλου Φωτίου. Σέ όλη τήν Αυτοκρατορία υπήρχε ενότητα στήν πίστη καί τόν ησυχασμό, οι πολίτες της ήταν δίγλωσσοι, δηλαδή ελληνόφωνοι Ρωμαίοι καί λατινόφωνοι Ρωμαίοι, αργότερα δέ προστέθησαν καί οι αραβόφωνοι καί σλαυόφωνοι Ρωμαίοι. Στήν Εκκλησία τής Παλαιάς Ρώμης υπήρχαν Πατέρες πού μιλούσαν τήν ελληνική γλώσσα καί Πατέρες πού μιλούσαν τήν λατινική γλώσσα, αλλά ήταν ορθόδοξοι. Ο ιερός Αυγουστίνος δέν εγνώριζε καθόλου τήν ελληνική γλώσσα, δέν μπορούσε νά παρακολουθήση τίς συζητήσεις πάνω στά δογματικά θέματα πού γίνονταν στό ανατολικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καί γι’ αυτό, καίτοι έκανε αγώνες εναντίον τών αιρετικών, εν τούτοις εξέφραζε καί μερικές απόψεις πού δέν συντονίζονταν μέ τήν διδασκαλία τών ελληνόφωνων καί λατινόφωνων Πατέρων τής Εκκλησίας, ανατολής καί δύσεως.
Οι Φράγκοι τόν 8ο αιώνα, μετά τήν πολιτική κυριαρχία τους στό δυτικό τμήμα, απεφάσισαν νά διαφοροποιήσουν τήν Ευρώπη πολιτιστικά καί θεολογικά. Έτσι, υιοθέτησαν τίς απόψεις τού ιερού Αυγουστίνου, τού μόνου εκκλησιαστικού συγγραφέως πού δέν γνώριζε ελληνικά, αλλά λατινικά, καί είχε επηρεασθή από τόν νεοπλατωνισμό. Σημαντικό ορόσημο αυτής τής διαφοροποίησης ήταν η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος περί τής θεολογίας τών ιερών εικόνων. Είναι γνωστόν ότι η Οικουμενική αυτή Σύνοδος, στήν οποία συμμετείχαν καί οι εκπρόσωποι τού Πάπα, οι οποίοι καί υπέγραψαν τά Πρακτικά, απεφάσισε τήν τιμητική προσκύνηση τών ιερών εικόνων καί όχι τήν λατρεία τους. Ο Καρλομάγνος έδωσε αμέσως εντολή στούς θεολόγους τού επιτελείου του (Αλκουΐνο καί Θεοδούλφο) νά αναιρέσουν τίς αποφάσεις τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι, εγράφησαν τά γνωστά Libri Carolini μέ τά οποία εσκεμμένως κατηγορούσαν τήν Οικουμενική Σύνοδο ως αιρετική. Στήν συνέχεια ο Καρλομάγνος συνεκάλεσε στήν Φραγκφούρτη τό 794 μ.Χ. Σύνοδο στήν οποία συμμετείχαν οι Επίσκοποι τής επικράτειάς του, αναγνώσθηκαν τά Libri Carolini καί καταδικάσθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος.
Είναι σημαντικό τό γεγονός ότι ενώ στά Libri Carolini οι κάτοικοι τού ανατολικού τμήματος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν Ρωμαίοι, στά Πρακτικά τής Συνόδου τής Φραγκφούρτης ονομάσθηκαν Γραικοί. Δηλαδή, μεταξύ 787 καί 794 έγινε η μεγαλύτερη πλαστογραφία στήν ιστορία εναντίον ενός έθνους. Μάλιστα δέ οι Γραικοί ονομάσθηκαν αιρετικοί ως Έλληνες-ειδωλολάτρες, επειδή δήθεν λατρεύουν τίς ιερές εικόνες, καί στήν συνέχεια εγράφησαν τά γνωστά συγγράμματα Contra errores Grecorum, σύμφωνα μέ τήν αντίληψή τους ότι οι Φράγκοι είναι Ρωμαίοι καί Ορθόδοξοι. Βεβαίως, στό ανατολικό τμήμα εξοκολουθούσαν νά αποκαλούν τούς εαυτούς τους Ρωμαίους μέχρι τής πτώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόν 14ο αιώνα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ονομάζει τούς ορθοδόξους κατοίκους τής Μικράς Ασίας, πού είχαν αιχμαλωτισθή στούς Οθωμανούς, Ρωμαίους, ενώ Βυζαντινοί χαρακτηρίσθηκαν τόν 16ο αιώνα, μετά τήν πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως, τό 1562, από τόν φράγκο ιστορικό Ιερώνυμο Βόλφ. Μετά από αυτό, στήν Σύνοδο τού Άαχεν τό 809, οι Φράγκοι εισήγαγαν τό Filioque, μέ αποτέλεσμα νά διαφοροποιηθή τελείως τό δυτικό τμήμα, όχι μόνον πολιτικά, αλλά καί θεολογικά, από τό ανατολικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτό πού συνηθίσαμε νά ονομάζουμε Βυζάντιο. Ο 9ος αιώνας είναι μιά κρίσιμη εποχή πού δείχνει όλες αυτές τίς αποσχιστικές τάσεις, καί κυρίως αυτό φαίνεται έντονα τήν εποχή τού Μ. Φωτίου. Τότε εκδηλώθηκαν φανερά όλες οι επεκτατικές τάσεις τών Φράγκων ηγεμόνων, αλλά καί οι υπερφίαλες απόψεις τών Παπών καί πραγματικά ο Μέγας Φώτιος υπήρξε μιά μεγάλη φυσιογνωμία πού διέθετε εξυπνάδα, γνώση, διακριτικότητα καί μαχητικότητα. Αλλά, δυστυχώς τό ρεύμα τής ιστορίας, όπως καθορίσθηκε από τούς Φράγκους ηγεμόνες, τήν πολιτική τών Παπών καί τήν εξασθένηση τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από ανατολικούς εχθρούς, υπερέβαινε όλους.
Πάντως, στήν αρχή ο Πάπας τής Ρώμης αντιδρούσε εναντίον τών ενεργειών τού Καρλομάγνου γιά τήν καταδίκη τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά ο Καρλομάγνος είχε μεγάλη πολιτική καί στρατιωτική δύναμη καί επέβαλε τίς απόψεις του. Τελικά, ύστερα από διάφορες αλλαγές, οι Φράγκοι επέβαλαν φιλοφράγκους καί Φράγκους Πάπες στόν θρόνο τής Ρώμης, οι οποίοι εισήγαγαν τό 1009 τό Filioque στό Σύμβολο τής Πίστεως, οπότε έχουμε τήν θεολογική απόσχιση τού δυτικού τμήματος από τό ορθόδοξο ανατολικό τμήμα, ουσιαστικά τήν απόσχιση καί τήν ακοινωνησία τής Παλαιάς Ρώμης από τήν Νέα Ρώμη καί τά Πατριαρχεία τής Ανατολής. Επομένως, όταν εξετάσουμε μέ προσοχή όλη αυτήν τήν πολιτική καί θεολογική διαφοροποίηση τών Φράγκων, παρατηρούμε ότι στήν αρχή έχουμε σχίσμα μέσα στό δυτικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μεταξύ Πάπα Ρώμης καί Φράγκων, καί στήν συνέχεια έχουμε υποδούλωση τής δυτικής Εκκλησίας στούς Φράγκους ηγεμόνες καί τήν τελική απομάκρυνση τής Παλαιάς Ρώμης από τήν Νέα Ρώμη. Η πολιτική απόσχιση οδήγησε καί στήν εκκλησιαστική απόσχιση.
Οι Φράγκοι θεολόγοι, πού βρίσκονταν στό περιβάλλον τού Καρλομάγνου, υιοθέτησαν, όπως αναφέρθηκε, τίς απόψεις τού ιερού Αυγουστίνου, καί έτσι δημιουργήθηκε ο λεγόμενος σχολαστικισμός, πού έλαβε τό όνομα από τίς σχολές πού αναπτύχθηκαν τότε στά Πανεπιστήμια, καί είχε κέντρο τήν λογική, τόν ορθολογισμό. Αυτό σημαίνει ότι απέβαλαν τόν ησυχασμό, ως μέθοδο γνώσεως τού Θεού, καί υιοθέτησαν τόν ορθολογισμό. Αυτό καλλιεργήθηκε έντονα από τόν 11ο έως τόν 13ο αιώνα καί βασικοί σχολαστικοί θεολόγοι ήταν ο Ανσελμος Καντερβουρίας, ο Αβαιλάρδος, ο Αλβέρτος ο Μέγας, ο Θωμάς Ακινάτης, ο Δούνς ο Σκώτος, ο Γουλιέλμος Όκκαμ. Μαζί μέ τόν ορθολογισμό, ως μέθοδο γνώσεως τού Θεού, εισήχθηκε στόν δυτικό Χριστιανισμό καί ο φεουδαλισμός στήν θεολογία καί αναπτύχθηκε από τούς δύο θεολόγους, πού αναφέραμε πρό ολίγου (Άνσελμο Καντερβουρίας καί Θωμά Ακινάτη), η θεωρία περί εξιλεώσεως τής θείας δικαιοσύνης. Σύμφωνα μέ αυτήν τήν θεωρία ο Θεός εκλαμβάνεται ως ο απόλυτος καί μέγας φεουδάρχης ο οποίος είναι η υψίστη δικαιοσύνη, δημιούργησε τήν τάξη στήν δημιουργία καί η διατήρηση αυτής τής τάξεως αποτελεί τήν ύψιστη δικαιοσύνη. Όμως, η αμαρτία επέφερε τήν διατάραξη αυτής τής τάξεως καί τής δικαιοσύνης τού Θεού, ο Θεός εξοργίσθηκε γι’ αυτήν τήν ανταρσία τού ανθρώπου καί έπρεπε νά τιμωρήση τόν άνθρωπο, οπότε η ενανθρώπηση τού Χριστού καί η σταυρική θυσία Του εξιλέωσε τήν τρωθείσα θεία δικαιοσύνη καί επανέφερε τήν τάξη στήν δημιουργία.
Βεβαίως, αυτό τό θεολογικό σύστημα είχε συνέπεια καί στήν πρακτική ζωή τού δυτικού ανθρώπου. Μέ τίς θεωρίες αυτές δικαιολογούνται οι τάξεις καί διακρίσεις στήν κοινωνία – πλούσιοι καί πτωχοί– ως δοσμένες από τόν Θεό, εισάγεται ο απόλυτος προορισμός, αφού ο Θεός έχει προορίσει τόν καθένα νά σωθή ή νά καταδικασθή, σύμφωνα μέ τό προαιώνιο σχέδιό Του, καί θεσπίζεται η θεωρία τής εξιλέωσης τής θείας δικαιοσύνης. Όλα αυτά δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα στήν ζωή τών δυτικών ανθρώπων, αφού δικαιολόγησαν διάφορες στυγνές δικτατορίες καί απολυταρχίες. Έπειτα, ο καθένας δέν αγωνιζόταν, μέ τήν Χάρη τού Θεού, νά οδηγηθή από τήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί τήν θέωση, όπως διδάσκουν οι Πατέρες τής Εκκλησίας, αλλά αναζητούσε νά εξιλεωθή καί στήν πραγματικότητα αγωνιζόταν μέ τήν αυτοεξέταση νά καταλάβη άν ήταν προορισμένος από τόν Θεό νά σωθή ή νά καταδικασθή, όπως αναλύει πολύ εκφραστικά ο Max Weber αυτήν τήν διαστροφή στήν θεολογία καί τήν ζωή. Η διαστροφή τού μυστηρίου τής εξομολογήσεως, η ρατσιστική ιδεολογία στήν κοινωνία, η ύπαρξη τών δουλοπαροίκων πού όφειλαν νά ικανοποιούν τόν Θεό, είναι απόρροια αυτής τής θεωρίας. Επίσης, τά ορθολογιστικά καί ψυχολογικά συστήματα πού αναπτύχθηκαν στήν πορεία τού χρόνου ήταν αποτέλεσμα αυτής τής νοοτροπίας. Πρόκειται γιά πολιτική, θεολογική καί πολιτιστική διαφοροποίηση τής Δύσεως από τήν ορθόδοξη Ανατολή.
Στήν Ορθόδοξη Παράδοση εξακολουθεί, μέχρι σήμερα, νά παραμένη η ορθόδοξη ησυχία ως μέθοδος γνώσεως τού Θεού, αλλά νά ισχύουν καί όλα τά στοιχεία τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως τά είχαν καθορίσει οι Τοπικές καί Οικουμενικές Σύνοδοι, καί τά ανέλυσαν διεξοδικά οι Πατέρες τής Εκκλησίας. Αυτό συντονιζόταν μέ τήν αρχαία κοινή παράδοση τήν οποία είχαν οι ελληνόφωνοι καί λατινόφωνοι Πατέρες τής αρχαίας Εκκλησίας. Πράγματι, στό βιβλίο τού αγίου Γρηγορίου Διαλόγου, Πάπα Ρώμης, πού φέρει τόν τίτλο «Διάλογοι», φαίνεται καθαρά η ορθόδοξη πίστη καί η παράδοση τής ορθοδόξου ησυχίας πού βίωναν οι Επίσκοποι, οι Κληρικοί, οι μοναχοί καί οι λαϊκοί στήν Δύση, τουλάχιστον, μέχρι τόν 7ον αιώνα. Επίσης, φαίνονται οι καταστροφές καί οι βανδαλισμοί πού έκαναν τά διάφορα γερμανικά φύλα πού κατέβαιναν από τόν Βορρά, ήτοι οι Γότθοι, Βησιγότθοι, Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Λογγοβάρδοι καί Φράγκοι, από τούς οποίους οι μέν Φράγκοι ήταν τυπικά ορθόδοξοι, αλλά είχαν άγνοια τής Ορθοδοξίας, οι δέ υπόλοιποι ήταν Αρειανοί. Οι Πατέρες τής Εκκλησίας πού απέκοψαν τήν δυτική Εκκλησία από τόν κορμό τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, λόγω τών αλλοιώσεων στήν πίστη καί τήν ζωή, δικαιώθηκαν από τήν άλλη μεγάλη επανάσταση καί απόσχιση από τόν κορμό τού δυτικού Χριστιανισμού, πού έγινε τόν 16ο αιώνα, μέ τούς Μεταρρυθμιστές, τούς Προτεστάντες. Οι ομάδες αυτών τών Χριστιανών αντέδρασαν στίς αυθαιρεσίες τού Πάπα καί απέρριψαν όλα τά στοιχεία τής Ιεράς Παραδόσεως, τά Μυστήρια, τά δόγματα, τίς ιερές εικόνες. Έτσι, μαζί μέ τόν σχολαστικισμό τών Παπικών εισήχθη στήν Δύση, μέ τούς Προτεστάντες, καί ο ηθικισμός.
Ο σχολαστικισμός πού είχε κέντρο τήν λογική τού ανθρώπου καί στό θέμα τού Θεού, ανέπτυξε τήν φιλοσοφία, μέ τήν απόρριψη τής θεολογίας τών Πατέρων τής Εκκλησίας, καί ανέπτυξε όλα τά φιλοσοφικά συστήματα καί τίς ιδεολογίες πού συναντάμε μέχρι σήμερα στόν δυτικό κόσμο. Ο ηθικισμός τών Προτεσταντών οδήγησε τούς ανθρώπους σέ μιά υποκριτική συμπεριφορά, αφού προφασίζονταν ότι είναι αναγεννημένοι, ενώ μέσα τους οργίαζαν τά πάθη. Καί οι δύο αυτές τάσεις, μέ τόν ιδιαίτερο ρόλο της η κάθε μία, οδήγησε στήν ανάπτυξη τής ψυχολογίας, τής ψυχανάλυσης καί τής ψυχοθεραπείας. Φυσικά, μαζί μέ τόν σχολαστικισμό καί τόν ηθικισμό, ως αντίδραση, αναπτύχθηκε ο ουμανισμός, η αναγέννηση, ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, ο νεωτερισμός, η μετανεωτερικότητα καί άλλα ρεύματα. Έτσι, στόν δυτικό χώρο επικρατεί σήμερα μιά θρησκευτικότητα πού στηρίζεται στόν ορθό λόγο καί τήν ηθική, ένας ουμανισμός πού εκφράζεται μέ τόν τονισμό τών ανθρωποκεντρικών στοιχείων, ένας αγνωστικισμός πού εκφράζεται μέ τήν αδιαφορία, μιά αθεΐα πού αντιτίθεται σέ όλα τά ρεύματα τά οποία εμποτίζονται από τό θρησκευτικό στοιχείο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ιστορία συμπλέκεται στενά μέ τήν θεολογία καί δημιουργεί ένα ιδιαίτερο ποικιλόμορφο πολιτιστικό τοπίο καί ιδιαίτερα κοινωνικά δεδομένα. Αυτά επηρεάζουν τόν τρόπο σκέψεως τών ανθρώπων, αλλά καί τόν τρόπο τής ζωής τους. Δέν μπορεί κανείς νά δή τόν δυτικό άνθρωπο έξω από αυτά τά δεδομένα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...