Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξος Μοναχισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξος Μοναχισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Απριλίου 25, 2015

Τι κάνουν οι Μοναχοί; (του αρχιμ.Ιακώβου Κανάκη)

monaxoi

Τι κάνουν οι Μοναχοί; (του αρχιμ.Ιακώβου Κανάκη)

του αρχιμ.Ιακώβου Κανάκη
Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος όρισε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, εισήλθε μέσα στην Εκκλησία ένα πνεύμα εκκοσμίκευσης.  Οι χριστιανοί που επιθυμούσαν να ζήσουν την «ζεστασιά» της «πρώτης Εκκλησίας» αποφάσισαν να φεύγουν από τις πολυπληθείς πόλεις και να ζουν κατά μόνας ή ως μικρές ομάδες σε έρημα μέρη.  Αυτή είναι η αρχή του μοναχισμού.  Οι άνθρωποι που θα ζουν στις ερημιές (στα μοναστήρια αργότερα) δεν θα το κάνουν επειδή μισούν τον κόσμο αλλά επειδή αγαπούν τον κόσμο.  Όπως και σήμερα οι μοναχοί ζουν στις Μονές και συνεχώς προσεύχονται για τον κόσμο, έχουν μέσα τους την καλή αγωνία για την Σωτηρία του κόσμου.  Στις δεήσεις τους λέγουν: «Θεέ μου, σώσε τον κόσμο».  Στις μονές πηγαίνουν επειδή θέλουν «πρόσωπο προς πρόσωπο» να ομιλήσουν στο Θεό χωρίς τους περισπασμούς και τις βιοτικές μέριμνες.  Οι μοναχοί δεν είναι «οι ναυαγοί της ζωής» αλλά αυτοί που χτύπησε μέσα στην καρδιά τους η αγάπη για το Χριστό!  Στην καθημερινή τους ζωή μέσα από τις Ιερές Ακολουθίες αγωνίζονται να κόψουν τα πάθη τους και να πλησιάσουν το Θεό!  Νυχθημερόν προσεύχονται για όλο τον κόσμο και αφήνουν τελευταίους τους εαυτούς τους.  Όταν λοιπόν ερωτηθούμε τι κάνουν οι μοναχοί στα μοναστήρια, να τους απαντήσουμε ότι κάνουν ότι πιο πολύτιμο και σημαντικό μπορεί να προσφέρει ο ένας στον άλλο.  Προσεύχονται με αγάπη για όλους τους ανθρώπους.
Αυτό που κάνει εντύπωση στα κείμενα του Ιερού Ευεργετινού και σχετίζεται με το ανωτέρω θέμα, αφορά το κοινόβιο του Μεγάλου Θεοδοσίου.  Να πως είχε διαμορφώσει το μοναστήρι του αυτός ο μεγάλος ασκητής.  Ήταν για τους ανθρώπους «ο οφθαλμός των τυφλών, το πόδι των χωλών, η ενδυμασία των γυμνών, το σπίτι των αστέγων, ο ιατρός των ασθενών, ο χορηγός, ο υπηρέτης, ο δούλος»!  Ήταν αυτός που με αυταπάρνηση, υπομονή και αγάπη έπλενε τα αίματα των τραυματισμένων, καθάριζε τα τραύματα και τις πληγές τους, φιλούσε  τους λεπρούς, παρηγορούσε τους απογοητευμένους και εξουθενωμένους.  Ήταν ένα ήσυχο λιμανάκι που οι ψυχές των ανθρώπων έβρισκαν καταφυγή.  Στο μοναστήρι του δεν γινόταν ποτέ διάκριση στους επισκέπτες, δεν γίνονταν διακρίσεις.  Την ίδια σημασία έδινε στον πτωχό και τον επιφανή.  Αντίθετα, όσο πιο άσημος ήταν κάποιος τόσο μεγαλύτερη τιμή και περιποίηση λάμβανε, ότι δηλαδή έκανε και ο Χριστός στην επίγεια ζωή του.  Ο Μέγας Θεοδόσιος αγαπούσε τον άνθρωπο μέσα από την αγάπη του για τον Θεό και στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου έβλεπε τον Χριστό!  Η καρδιά του είχε γίνει τρυφερή και πονούσε για κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο.  Είχε βγει από τον εαυτό του και «μοιραζόταν» στους άλλους ως δούλος και διάκονός τους.
Το Άγιο Πνεύμα που ανέδειξε τον Μέγα Θεοδόσιο, τον μεγάλο αυτό ασκητή, φώτισε και τον μακαριστό γέροντα Πορφύριο όταν έλεγε σε πνευματικά του παιδιά για «Εφημερεύοντα μοναστήρια».  Μοναστήρια που θα είναι ανοικτά μέρα και νύχτα και οι μοναχοί με προγραμματισμό θα δέχονται όλους τους πονεμένους ανθρώπους που θα ζητούν βοήθεια στη Μονή.  Και ένας άλλος σύγχρονος γέροντας έλεγε: «Που θα πάει αυτός που μόλις χώρισε με την γυναίκα του; Που θα πάει αυτός που μόλις έμαθε ότι πάσχει από καρκίνο; Που θα ζητήσει βοήθεια ο πονεμένος για τον θάνατο του παιδιού του γονιός; Η Εκκλησία μας περισσότερο από ποτέ οφείλει να κάνει το έργο του «καλού Σαμαρείτη» της ευαγγελικής περικοπής .

Τρίτη, Απριλίου 21, 2015

Η ζωή του Αγιορείτη μοναχού

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!
ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!

Η αρχή της ημέρας βρίσκει ξύπνιους του μοναχούς, με διάθεση εσωτερικής συνοχής, έτοιμους για τον αγώνα της καθημερινότητας.
Η ζωή τους φωτίζει το σκοτάδι της νύχτας, που το ζωογονεί με τους αναστεναγμούς της προσευχής, αφήνοντας για τη μέρα καθετί που υπηρετεί την αναγκαιότητα της επιβίωσης, ακόμα και αυτή την ανάπαυση.
Είναι πολύ σοφή η επιλογή της βυζαντινής ώρας, τόσο συμβατή με την προσευχή και την ταπείνωση του μοναχού. Το πρόγραμμα είναι σταθερό και επακριβώς προσδιορισμένο από το τυπικό:
Ακολουθίες, κανόνας προσευχής στο κελί, διακονήματα, εργασίες, παραγωγή μοναστηριακών προϊόντων, αγιογραφία. Τα καθορισμένα αυτά σημεία αναφοράς στο Άγιον Όρος, επαναλαμβανόμενα καθημερινά, διευκολύνουν τον αγιορείτη μοναχό να μη διασκορπίζεται ο νους του και τον κάνουν να είναι πολύ πιο παραγωγικός από τον άνθρωπο που διαλύεται μέσα στις αναρίθμητες «επιλογές» που προσφέρει ο πολιτισμός και οι προτεινόμενες πολλαπλές «εμπειρίες».
Δεν πρόκειται λοιπόν για μια ανούσια επανάληψη ή για μια προσπάθεια για απόλυτη συνέπεια. Η επανάληψη στην μοναχική ζωή κάνει ικανό τον άνθρωπο να πραγματοποιεί τις απλές βιολογικές καθημερινές στιγμές και έτσι να τις ανυψώνει μέσα σε μια ατμόσφαιρα δοξολογίας. Αντίθετα η αταξία και η σύγχυση που αυτή προκαλεί είναι ένδειξη φιλαυτίας.
Το εάν ο μοναχός δουλέψει στον κήπο, στην τράπεζα ή στην βιβλιοθήκη δεν έχει τόση σημασία. Αν γράψει, κτίσει, αγιογραφήσει ή ψάλλει, ή δεν κάνει τίποτε εξωτερικά - σε περίπτωση αδυναμίας - δεν έχει σημασία. Μέσα από όλα αυτά, όσα κάνει και όσα δεν κάνει, ένα ώριμος μοναχός ακτινοβολεί! Μεταγγίζει τη χάρη και την ηρεμία και τη δοξολογία προς τον Θεό, που πλημμυρίζει την καρδιά του.
Οι μοναχοί έχουν τη δική τους αντίληψη του χρόνου. Προγραμματίζουν τις ημέρες, τα χρόνια, τη ζωή τους. Και εμπιστεύονται ένα μέτρο χρόνου που αποδείχτηκε στη διάρκεια εκατονταετιών, η καλύτερα χιλιετιών, ουσιώδες και σωτήριο. Κάθε ώρα έχει τη δική της ποιότητα. Υπάρχει έτσι η εναλλαγή προσευχής και εργασίας. Υπάρχει ο ίδιος πάντοτε ρυθμός σιωπής και ακολουθιών, νηστείας και εορτών, ήχων και οσμών. Ανατολή και δύση του ηλίου. Μεσημέρι και μεσάνυχτα, φως και σκοτάδι.
Για τους μοναχούς αποτελούν ιερές ώρες και ιερά σημεία - ξεχωριστές αλλά και δεμένες στο καθημερινό κύκλο προσευχής και λατρείας - οι στιγμές που παράγουν τα προϊόντα του Αγίου Όρους. Είτε πρόκειται για την παραγωγή της βυζαντινής τέχνης της αγιογραφίας, είτε για την συγγραφή βιβλίων σχετικών με την ορθοδοξία, είτε εργασίες για την απλή μοναστηριακή διατροφή, είτε για άλλα εργόχειρα. Στη διαφορετικότητα αυτής της πνευματικής και μυστηριακής δραματουργίας κρύβεται η ουσία και η ζωντάνια της ύπαρξης των μοναχών. Και στη γνώση της πορείας η σιγουριά τους.
Ο μοναχός δεν στρέφει το μάτι του συνεχώς στην ώρα και το χρόνο της ημέρας που περνάει, αν και είναι ο κατ' εξοχήν τύπος ανθρώπου που προσδοκά το μέλλον. Αλλά αυτό το κάτι που μας κάνει να καταλαβαίνουμε καλύτερα το πώς βιώνουν οι μοναχοί την ημέρα τους, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από την έλευση της Βασιλείας του Θεού.
Ο χρόνος για τον μοναχό επομένως έχει σημασία σαν μια ευκαιρία να κάνει ο άνθρωπος την αρχή μιας καινούργιας προσωπικής πνευματικής πορείας. Να εντάξει την προσωπική του ιστορία στην αιωνιότητα. Αυτό ισχύει για όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς.

Δευτέρα, Μαρτίου 09, 2015

Περί της διαίτης των πατέρων.

Ότε η χάρις του Θεού ένευσεν εις την καρδίαν μου ίνα έλθω εις τον ευλογημένον τούτον τόπον της ησυχίας και προσευχής, ήτο Φεβρουάριος του σωτηρίου έτους 1910˙ ο πόθος μου ήτο να μεταβώ εις την Σκήτην των Καυσοκαλυβίων, όπου ήσκησεν ο συντοπίτης μου Όσιος Ακάκιος και όπου εμόναζον και μονάζωσιν εισέτι δύο αυτάδελφοι ιερομόναχοι συμπολίται μου, ων ο πνευματικός Παντελεήμων[1], οσιώτατος και εις άκρον ενάρετος, είναι και ο πρεσβύτερος ίσως των επιζώντων αγιορειτών ήδη 103 ετών γέροντας.
Γέρων Γαβριήλ Διονυσιάτης
Είχον πράγματι την απόφασιν και μετά την άφιξίν μου εις Άγιον Όρος να μεταβώ και ζήσω ως ασκητής, και εκίνησα διά ξηράς εκ Δάφνης διά Καυσοκαλύβια. Διερχόμενος όμως εκ της ιεράς ταύτης Μονής του Αγίου Διονυσίου και ιδών την ευταξίαν των πατέρων εις συμπεσούσαν εκείνην την ημέραν κηδείαν γηραιού ιεροδιακόνου και επηρεασθείς εκ της ασκητικής μορφής της τε Μονής και του φυσικού περιβάλλοντος παρέμεινα, εις τον πανάγαθον Θεόν και τον Τίμιον Πρόδρομον επιρρίψας τας ελπίδας της σωτηρίας μου.
Ήτο Μεγάλη Τεσσαρακοστή όταν εκοινοβίασα (εντάχθηκα στο μοναστήρι) και εδιωρίσθην να υπηρετώ ως βοηθός εις τον ξενώνα της Μονής. Κατ’ εκείνην την έποχήν αι ιεραί Σκήται και τα ερημητήρια ήσαν υπερπλήρη μοναχών, αι δε ιεραί Μοναί έχουσαι τα Μετόχια των τότε, έδιδον αφειδότερον την ελεημοσύνην, και δεν υπήρχε και ο χωρισμός του μνημόσυνου, έφ’ ω κάθε Σάββατον εσπέρας ήρχοντο ασκηταί και ερημίται πατέρες, ίνα και εις την αγρυπνίαν μείνωσι και την καθιερωμένην ελεημοσύνην λάβωσι.
Φυσική συμπάθεια και ευλαβώς προς αυτούς διακείμενος, αλλά και συστελλόμενος εκ σεβασμού δι’ ερωτήσεις, προσεπάθουν οτέ μεν ωτακουστών οτέ δε παρακαθήμενος να υποκλέψω τι εκ των ομιλιών και συζητήσεων των δια να κρίνω εξ αυτών περί της πνευματικής των καταστάσεως.
Ήτο νυξ σχεδόν και ανεμένοντο αι κρούσεις των σημάντρων δια την αγρυπνίαν, είχε δε τελειώσει και το κέρασμα του καθιερωμένου καφέ προς τε τους αδελφούς και ξένους και εκαθήμην ξεκουραζόμενος ένδοθεν της «Καφετζαρίας»[2] εως ου αρχίση η αγρυπνία της Ε’ Κυριακής των Νηστειών.
Θέλων ως φαίνεται, ο πανάγαθος Θεός να με πληροφόρηση περί της διαίτης των ασκητών πατέρων, έτι δε περισσότερον ίνα άρη τον ενδόμυχον γογγυσμόν μου δια τους ακρέμονας (αβρονιές) δι’ ας διττώς εμεμψιμοίρουν, πρώτον ότι ως νεώτερον με έστελλον δις της εβδομάδος προς συλλογήν μετ’ άλλων συνηλικιωτών, και εστερούμεθα της ιεράς ακολουθίας, και δεύτερον διότι δεν ηδυνάμην να τας φάγω μαγειρευομένας ως εκ της πικρότητός των, ωκονόμησε και ήλθον και εκάθησαν εις το έξωθι σκαμνίον δύο ερημίται, και η πρώτη ερώτησις του ενός προς τον έτερον ήτο «πως επέρασαν την αγίαν Τεσσαρακοστήν έως τότε»˙ εις απάντησιν ο άλλος είπε, «δι’ ευχών σας και χάριτι Χριστού καλά, έχομεν στην γειτονιά μας τον άγιον πνευματικόν παπα Ματθαίον και μας κάμει τας λειτουργίας και μεταλαμβάνουν οι αδελφοί Τετάρτην και Σάββατον, γιαυτό με έστειλεν ο Γέροντας να έλθω να πάρω πρόσφορα και λίγα κεριά και νάμα και να επιστρέψω».
«Κατά τα άλλα τα σωματικά πως περνάτε;» ξαναερώτησεν ο πρώτος˙ «δόξα τω αγίω Θεώ», ανταπάντησεν ο έτερος˙ «εφέτος η ευσπλαγχνία του Θεού μας ελυπήθη και εγέμισεν ο τόπος «αβρονιές» και δεν καταλάβαμε πως πέρασε η αγία Τεσσαρακοστή, κάθε μέρα αυτές βράζομεν με λίγο ρύζι και τα Σαββατοκύργιακα με λίγο λάδι, και είμεθα πλούσιοι από φαγητό, δοξασμένο το όνομα του Κυρίου». Ως ήκουσα ταύτα εταλάνισα εμαυτόν και ιατρεύθην από το πάθος του γογγυσμού, καθότι ημείς εις το Μοναστήριον μόνον μίαν – δύο φοράς την εβδομάδα εμαγειρεύαμεν και επί πλέον είχεν η τράπεζα προσφάγιον ελαίας ή σύκα, ενώ αυτοί εις την ξηράν έρημον στερούνται ίσως και τούτων.
Είναι δε αι «αβρονιές» αι τρυφεραί κορυφαί φυτού εκ της κατηγορίας των «ελλισσομένων» (πού αναρριχούνται) υδροχαρές (που ευδοκιμεί στο νερό) μάλλον, και πικρίζον κατά την γεύσιν, διουρητικόν και καθαρτικόν του αίματος κατά τους βοτανολόγους. Φύεται καθ’ όλας τας διεράδας (υγρά μέρη) του Αγίου Όρους, και οι ακρέμονές (κλωναράκια) του αναδύονται τρυφερώτατοι εκ της γης από αρχάς μέχρι τέλους Μαρτίου, και θεωρούνται ευλογία Θεού δια την νηστήσιμον ταύτην περίοδον. Δια τον τρώγοντα ταύτας πρώτην φοράν και δη άνευ ελαίου, ως γίνεται κατά τας νηστησίμους ημέρας εν Αγίω Όρει, φαίνονται πράγματι ως κάτι το δηλητηριώδες και βλαβερόν, οι πατέρες όμως τας συνηθίζουν συν τω χρόνω και τας ευρίσκουν και εδωδίμους (φαγώσιμους) και ωφελίμους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι Γέροντες του Μακαριστού Γέροντος Πορφυρίου
[2] Χώρος στο Αρχονταρίκι για την παρασκευή καφέ και αφεψημάτων.
ΛΑΥΣΑΪΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Ύπό  Άρχιμ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΎ (†), 1983, Β’ ΕΚΔΟΣΙΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2002
το είδαμε εδώ

Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2014

Η ζωή της ησυχίας στο πέλαγος της θείας Χάριτος

Η ασκημένη ύπαρξη του ασκητή-φορέα αυτής της επιθυμητότητας παραμένει αλώβητη από πάθη και αγωνία φόβο θανάτου. Από το ανεξιχνίαστο βάθος της αναβλύζει κάλλος ιλαρό, πυρακτωμένο από την «άκρα ταπείνωση» του Χριστού. Ο ησυχαστής φιλιώθηκε τόσο πολύ με το μυστήριο, που το τελευταίο του αποκαλύφθηκε και τον έντυσε με κάλλος. Έγινε όλος κάλλος, αλλά τι κάλλος; Τι είναι αυτό που ακτινοβολεί; Είναι η απεραντοσύνη της αθανασίας, που σε γεμίζει κι εσένα ελευθερία. Η κτιστότητα έχει υποχωρήσει έναντι της λαμπρότητας του μακαρίου κάλλους. «Των μεν ουν αγίων η θεοειδής του Πνεύματος εικών από του νυν ένδον ώσπερ εντυπωθείσα και το σώμα θεοειδές έξω και ουράνιον απεργάζεται» λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Πόποβιτς 1992, 168). Από τούδε  φέρει επάνω του ο ησυχαστής αυτό που ο  ίδιος άγιος ονομάζει «καλλονή λαμπρότητος και ωραιότητος ουρανίου» (ό.π.α.).Μια νέα πραγματικότητα καταυγάζει, αφού ισχύει αυτό που ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος τονίζει για τη γνώση:«τα αρχαία παρήλθε, γέγονε καινά τα πάντα»(ό.π.α.,193). Κυριαρχεί η  «Θεία Ειρήνη»,οι αντιφάσεις του χρόνου και του χώρου δεν είναι θανατηφόρες(ό.π.α.).
HSYX8XARH2
Ο ησυχαστής δεν είναι ούτε ένα  εμπερίστατο ον, ούτε υπεράνθρωπος. Αλλά ούτε και προβάλλει έναν κοινό πρότυπο βίου για όλους τους θνητούς.  Αυτό που αδιαφιλονίκητα προβάλλει είναι οι δυνατότητες του ανθρώπου όχι να έχει οράματα (πολύ της μόδας ήταν πάντα η έννοια αυτή), αλλά να διαθέτει τη σωματικότητά του στην υπηρεσία του ακτίστου κάλλους! Ενός κάλλους που δεν το δημιουργεί η φύση, αφού είναι ανίκανη να το φτιάξει, ενδημεί όμως σε όλη την κτίση ως ποίημα Θεού. Δεν το φτιάχνει η επαγγελματίας αισθητικός, ούτε και ο ευρηματικός καλλιτέχνης. Είναι κάλλος που κρατάει τον άνθρωπο στην αντίπερα της επαληθευσιμότητας και της θέλησης για δύναμη όχθης, στη χώρα της μη αναγωγιμότητας. Εκεί, στη χώρα του έρωτα, υπέρ κάθε έρωτα, της επιθυμητότητας υπέρ πάσαν επιθυμία, πρωταρχικό ρόλο δεν έχει η κάθε μία αίσθηση ξεχωριστά, αλλά η σύνολη σωματικότητα. Και γι’ αυτό εξάλλου ο ασκητής ακούει με τα μάτια και βλέπει με τα αυτιά, οσφρύζεται το γλυκύ και γεύεται την ευωδία. Και για να μην ξεχνάμε την ποίηση του Ελύτη: «άκου, άκου ομορφιά»(Ελεγείο τουGruningen).
Εάν ορισμένοι ησυχαστές έχουν τη Χάρη κρυφή, δεν είναι δική τους επιλογή, δεν είναι μοναδικοί, ούτε εξάλλου οι ίδιοι πιστεύουν κάτι τέτοιο για τον εαυτό τους. Ούτε είναι δική τους επιλογή να δείχνουν τη Χάρη. Ο καθένας όμως από εμάς είναι συνόμιλος τους και έχει το μερίδιο συναιτιότητας- σε ένα αποτέλεσμα «χωρίς» αίτιο!- που του αναλογεί: οφείλει να αναλάβει αυτό το μερίδιο από τη ζωή του ησυχαστή και να συν-αλλοιωθεί μαζί του κατανοώντας το μέχρις ενός σημείου, όχι γνωρίζοντάς το. Το κάλλος αυτό δεν  είναι ένα αντι-κείμενο, ούτε ένα θέαμα προς απόλαυση, αλλά  μια κατάσταση, που σε κάνει να μεταστοιχειώνεις τις  επιθυμίες σε δοξολογία. Διαδικασία ασφαλώς επισφαλής, αφού δεν υπάρχει εδώ μέθοδος προσέγγισης. Αν υπήρχε κάποια, σίγουρα θα τις ακρωτηρίαζε. Υπάρχει όμως η αλλοιωμένη οντότητα του ησυχαστή που σε συν-αναλλοιώνει και δεν βλέπεις απλώς κάποιο «ατεμάχιστο» κάλλος, αλλά μετέχεις σε αυτό ανακτώντας κάτι από την ανακτημένη, μέχρι αφέλειας, παιδικότητά του και μεταλλάσσεις  τότε με τη σειρά σου τον εαυτό σου. Γίνεσαι όλος επιθυμία, γιατί δεν έχεις καμία, γίνεσαι ολάκαιρος μακάριο κάλλος
Πολλοί, ενδεχομένως, διαβάζοντας το βιβλίο του π. Εφραίμ ίσως σκανδαλισθούν, θεωρώντας ότι ο γέροντας Ιωσήφ ήταν, ως θιασώτης εξοντωτικής άσκησης, σωματοκτόνος. Ίσως οι πιο θεωρητικοί θα πουν  ότι διακατεχόταν από την πλατωνική ή την πλωτινική, και την εν γένει αρχαιοελληνική, αντίληψη, την απαξιωτική για το σώμα. Ο Γέροντας Ιωσήφ, όμως, ήταν σύμφωνα με την πατερική παράδοση, όπως π.χ. εκφράζεται από τον άγιο Μάξιμο, έμψυχο σώμα και ένσωμη ψυχή, ήτοι ένας, τη ευδοκία του Θεού, ψυχοσωματικός άνθρωπος, που αγιάζει όντας ουσιωμένος από το Θεό. Φέρει επάνω στο σώμα του τον άκτιστο προαιώνιο λόγο του Θεού. Στον πυρήνα του σώματός του έχει ψήγματα θείας λογικότητας. Συνεπώς, είναι προπτωτικός ως προς τη φύση του, όχι όμως σε σχέση με ένα  χαμένο παρελθόν, αλλά ως μέτοχος των Εσχάτων. Είναι ένα όλος. Η σχέση σώματος και ψυχής είναι άρρηκτη οντολογική σχέση,  όπου «ουκ έστιν ουν όλως σώμα δυνατόν ή ψυχήν ευρείν ή λέγειν άσχετον»(ό.π.α., 168).
Το άκτιστο-μακάριο κάλλος του ησυχαστή αντλείται από τη Χάρη και καταφάσκει στην σωματικότητά του. Το σώμα του ασκητή δεν τιμωρείται, ακόμα και όταν ο ίδιος αυτομαστιγώνεται. Δεν πρόκειται για συναίσθηση ενοχών. Η αστοχία του όλου  Είναι του είναι που τον θλίβει και η συνείδησή του τον ελέγχει, καθώς διαπιστώνει αυτή την αστοχία. Δεν πρόκειται για επιβολή προκαθορισμένων ποινών επί τελεσμένων αμαρτημάτων. Το σώμα του, περιέχον θείας βουλής, δεν είναι χημικές ουσίες, αλλά θεουργημένο με τη θεία λαμπρότητα, με την, κατά τον ανωτέρω άγιο, «θείαν της μακαρίας δόξης λαμπρότητα, μεθ‘ ήν ουκ έστι τι επινοήσαι λαμπρότερον ή υψηλότερον»(ό.π.α.,170).
Εξ αυτού του λόγου είναι σώμα ταγμένο να διατηρεί το θείο άκτιστο-μακάριο-αθάνατο κάλλος. Αυτό το πετυχαίνει λογικοποιημένο (ό.π.α.,172 κ.εξ.), ήτοι αγιασμένο, θεωμένο με τη Χάρη, ικανό για αθανασία, συνεπώς πανωραίο. Το σώμα λαμβάνει το άκτιστο κάλλος, επειδή και αυτό πάσχει μαζί με τις αισθήσεις τα «μακάρια θεία πάθη»(άγιος Νικόδημος)(ό.π.α.329). Ο ησυχαστής είναι ένας εξαιρετικά λογικός άνθρωπος. Έχει τα ένστικτά του ως άνθρωπος, έχει τις ανάγκες της φύσης του, αλλά δεν τις αφήνει ανεξέλεγκτες. Βάζει θεληματικά μπροστά τη  λογική του, με αυτή λέει όχι στο παράλογο, με τον ιδρώτα της άσκησής του και τη λογική του χαλιναγωγεί τα πάθη του. Διαπιστώνει τις εσωτερικές του αντιφάσεις και  τις αστοχίες που του στερούν τη Χάρη. Δεν ανέχεται ένα αντιφατικό σώμα, πασχίζει να το διατηρήσει ενωμένο με το μακάριο κάλλος.
Ουδεμία σχέση έχει αυτή η στάση με μαζοχισμούς. Απόγνωση νοιώθει, που λοξεύει το εν κοινωνία γίγνεσθαι προς τα έσχατα, απόγνωση επειδή υπονομεύεται η ακτιστοποίησή του(ό.π.α.). «Ο  Θεός Λόγος φωτίζει το σώμα, ενώ το σύγχρονο αφώτιστο σώμα παραπαίει μέσα στο σκοτεινό ναρκισσισμό του»(ό.π.α.,182). Το σώμα και η ψυχή του ησυχαστή είναι ταγμένα να διατηρούν το μακάριο κάλλος, να το εκπέμπουν και να το πολλαπλασιάζουν. Παράδειγμα συνιστά ο π. Πορφύριος (δες: αρχ.Γοντικάκης ό.π.α., 2005).

Τετάρτη, Ιουλίου 09, 2014

Η ζωή στο Άγιο Όρος


Μοναχική μύηση - Κουρά

Ο µοναχός, όπως και κάθε πλάσµα, του Θεού γεννιέται και πεθαίνει.
Όµως η γέννηση του µοναχού δεν ταυτίζεται µε τη βιολογική γέννηση, αλλά µε µια νέα ταυτότητα που αποκτά κατόπιν µακροχρόνιας και έντονης µύησης και δοκιµασίας. Τα θέσµια του Ορθόδοξου µοναχισµού και κατεξοχήν του Αγίου Όρους, προϋποθέτουν µια τέτοια πορεία.
  • Ο υποψήφιος αρχικά εντάσσεται δοκιµαστικά σε µια αδελφότητα. Εκεί, υπό την καθοδήγηση του Γέροντα - Ηγουµένου, ακολουθεί ένα πρόγραµµα προσευχής και διακονίας και συνυφασµένης κατήχησης, που τηρείται για ένα χρόνο ή και περισσότερο. Ως δόκιµος, συνήθως ο υποψήφιος δε φέρει παρά µόνο "σκουφάκι", κατόπιν ευχής που του διαβάζεται.
  • Ύστερα από απόφαση του ηγουµενοσυµβουλίου ορίζεται η στιγµή της κουράς του υποψήφιου µοναχού. Την ιεροτελεστία θα τελέσει κάποιος ιεροµόναχος, ενώ ο ηγούµενος θα παραστέκεται στον προσερχόµενο µοναχό ως ανάδοχός του. Ο υποψήφιος, φορώντας συνήθως λευκές κάλτσες και λευκή φανέλλα, µετά την είσοδο του ευαγγελίου στη Θεία Λειτουργία, οδηγούµενος υπό του ηγουµένου, φέρεται από τη θύρα του ναού κάτω από τον πολυέλαιο. Εκεί, αφού βάλει µετάνοια προς τα τέσσερα σηµεία του ορίζοντα, προχωρεί και βάζει τρεις µετάνοιες στις εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και του αγίου που τιµάται το Καθολικό. Έπειτα βάζει µετάνοια, παίρνει την ευχή του Ηγουµένου και στέκεται στα αριστερά του µε σταυρωµένα τα χέρια.
  • Μετά την ψαλµωδία των διατεταγµένων απολυτικίων, ο ιερέας κατηχεί τον µέλλοντα µοναχό διαβάζοντας την ευχή "Άνοιξον τα της καρδίας σου ώτα, Αδελφέ,…". Ακολουθούν ερωταποκρίσεις ανάµεσα στον ιερέα και τον υποψήφιο που βεβαιώνουν την εκούσια προσέλευσή του στη µοναχική πολιτεία. Σ' όσες ερωτήσεις απαντά θετικά ακούµε την ευλογηµένη απόκριση "Ναι, του Θεού συνεργούντος µοι, τίµιε Πάτερ". Αµέσως µετά τις ερωταποκρίσεις συνεχίζεται η κατήχηση υπό του ιερέως. Νέα στιχοµυθία έπεται. Μετά και το πέρας αυτής της στιχοµυθίας, ο ιερέας απευθύνει ευχή ζητώντας τη βοήθεια του Θεού για τον κειρόµενο µοναχό. Ακολουθεί η εκφώνηση του ονόµατος του µοναχού. Ο ιερέας τότε τρεις φορές θα δώσει στον κειρόµενο µοναχό το ψαλίδι της κουράς του και ο µοναχός άλλες τρεις αντίστοιχα θα αντιδώσει το ψαλίδι διαµέσου του Ηγουµένου στον ιερέα. Ο ιερέας κείρει την κόµη του γονυκλινή υποψήφιου στο όνοµα της Αγίας Τριάδος, ενώ οι χοροί ψάλλουν τρεις φορές το "Κύριε Ελέησον". Ο τυπικάρης (µοναχός υπεύθυνος για την τήρηση του τυπικού) στη συνέχεια φέρνει τα µοναχικά ενδύµατα από το Ιερό Βήµα και τα επιδίδει στον ιερέα. Αυτός, αφού τα ευλογήσει τα παραδίδει στον Ηγούµενο, ο οποίος και ντύνει το νέο µοναχό. Έτσι µε τη σειρά του φορά το ζωστικό, το αγγελικό σχήµα, το πολυσταύρι, τη ζώνη, το ράσο, τα υποδήµατα, το καλυµµαύχι, το κουκούλι και τέλος τον µανδύα. Συνεχίζεται η Θεία Λειτουργία ψαλλοµένου του "Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε..". Θα ακολουθήσουν τα αναγνώσµατα και ο ιερέας θα δώσει στο νέο µοναχό σταυρό, κοµποσχοίνι και λαµπάδα αναµµένη. Ο νέος µοναχός θα µεταλάβει πρώτος χωρίς να βγάλει το κουκούλι του. Οι άλλοι µοναχοί µε τη σειρά πηγαίνουν στο νέο αδελφό που στέκεται σε στασίδι, ασπάζονται το σταυρό που κρατά και του εύχονται "καλό παράδεισο" ή άλλες αρµόζουσες ευχές. Ακολουθεί η τράπεζα, όπου ο νεοκαρείς µοναχός κάθεται πλησίον του ηγουµένου.
Τα µοναχικά ενδύµατα είναι µαύρα. Το µεγάλο σχήµα που µοιάζει µε πετραχήλι είναι µαύρο κεντηµένο µε κόκκινο ή άσπρες και χρωµατιστές κλωστές.
Πάνω του αναπαρασταίνονται ο σταυρός του Κυρίου µε τη λόγχη και τον σπόγγο εκατέρωθεν και από κάτω µια νεκροκεφαλή. Αριστερά και δεξιά έχει σε συντοµογραφίες τις επιγραφές:

ΜΙΧΑΗΛ ΓΑΒΡΙΗΛ
ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ
Τούτο το Σχήµα δαίµονες φρίτουσσι
Θεού θέα Θείον Θαύµα
Χριστός Χριστιανοίς χαράν χαρίζει
Φως Χριστού φαίνει πάσι
Τόπος Κρανίου Παράδεισος γέγονε Αδάµ


Ο Λειτουργικός Κύκλος µιας Ηµέρας

Η νύχτα και ο έναστρος ουρανός κρατύνουν πάνω από τα κτίσµατα του µοναστηριού. Είναι ώρα προσευχής, εγρήγορσης και ανάτασης της ψυχής προς τις θείες διακοσµήσεις.

Στις 7:30΄ µε τη Βυζαντινή ώρα, ο εκκλησιαστικός θα σηµάνει το πρώτο τάλαντο, θα ανάψει τις κανδήλες, τις λουσέρνες, τα φανάρια και τους φανούς του Καθολικού. Στις 7:45΄ σηµαίνει το δεύτερο τάλαντο και στις 8:00΄ το τρίτο. Ο εφηµέριος βάζει το πετραχήλι και το Μεσονυκτικό αρχίζει. Τούτη η ακολουθία φέρνει εγρήγορση στην ανύστακτη ψυχή που προσµένει στο µεσονύκτιο το Νυµφίο Χριστό. Αποτελεί σηµείο διαχωριστικό του σκότους της πλάνης που ο χριστιανός και ειδικά ο µοναχός άφησε πίσω του και της ζωής του φωτός που αναµένεται να ανατείλει την επόµενη ηµέρα. Καθώς αρχίζει ο "Άµωµος" ο εκκλησιαστικός βάζει µετάνοια στον Ηγούµενο και χτυπά µε την σειρά τον κόπανο και το καθηµερινό σιδεράκι.

Μετά το τρίτο κατανυκτικό τροπάριο ο εκκλησιαστικός ανοίγει τη Βασιλική Πύλη. Ο ιερέας εισέρχεται στον κυρίως ναό και ποιεί "Ευλογητόν" ιστάµενος έµπροσθεν του τέµπλου. Κατά τη διάρκεια ανάγνωσης του "Επακούσαι σου.." θα θυµιατίσει το ναό. Ο "Εξάψαλµος" θα διαβαστεί από τον Ηγούµενο. Με το πέρας της έκτης Ωδής διαβάζεται το Συναξάρι της ηµέρας και ο εκκλησιαστικός και πάλι θα χτυπήσει το σιδεράκι. Στην εννάτη Ωδή, "Την Τιµιωτέραν", ο ιερέας θυµιάζει το ναό, ενώ οι µοναχοί αποκουκουλίζονται και κατεβαίνουν από τα στασίδια τους. Μια στάση που εύγλωττα φανερώνει την ξεχωριστή τιµή που οι µοναχοί αποτίουν στην Κυρία Θεοτόκο.
Προς το τέλος του Όρθρου σηµαίνει ένα τάλαντο σε τρεις στάσεις κύκλω του ναού. Γίνεται απόλυση και µεταβαίνουν στο παρεκκλήσι που θα τελεσθεί η Θεία Λειτουργία. Εκεί πρωτίστως αναγιγνώσκεται η τρίτη και έκτη Ώρα. Στο "∆όξα" της έκτης Ώρας ο εκκλησιαστικός σηµαίνει το σιδεράκι. Τότε περίπου θα σηµάνει και ο ιερέας τον κωδωνίσκο της προθέσεως και οι πατέρες αποκουκουλισµένοι και έχοντας κατεβεί από τα στασίδια τους µνηµονεύουν µυστικά τα ονόµατα που ο καθείς φέρει στη µνήµη του, ζώντων και κεκοιµηµένων. Σε λίγο ο εκκλησιαστικός ανάβει τα δρακόντια από το τέµπλο του παρεκκλησιού και ακολουθεί η Θεία Λειτουργία. Τα βηµόθυρα παραµένουν κλειστά, για να ανοίξουν µόνο στις δύο εισόδους και την ώρα της Θείας Μετάληψης.
Στο τρίτο αντίφωνο γίνεται η µικρή είσοδος υπό του ιερέως φέροντος το ευαγγέλιο, προηγουµένου του εκκλησιαστικού µε αναµµένο εισοδικό. Ακολουθούν τα αναγνώσµατα, ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο. Λίγο µετά ψάλλεται ο χερουβικός ύµνος, γίνεται η µεγάλη είσοδος όπου τα Τίµια ∆ώρα διακοµίζονται από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα. Τα Λειτουργικά και οι αιτήσεις του ιερέως δηµιουργούν θεία ένταση φτάνοντας ως την Κυριακή προσευχή. Προ της Μεταλήψεως οι µοναχοί χαιρετούν τις εικόνες. Ακολουθεί η κοινωνία του Σώµατος και Αίµατος του Χριστού, το κέντρο της ζωής του µοναχού και κάθε χριστιανού. Έπεται η απόλυση. ∆ιανέµεται το αντίδωρο και κατά την έξοδο λαµβάνεται και ο αγιασµός που φυλάγεται σε ειδικό σκεύος στη λιτή.

Στη συνέχεια, αν δεν είναι µέρα νηστείας κατά την οποία απουσιάζει το πρωινό γεύµα, εισέρχονται στην Τράπεζα. Αρχίζει προσευχή, και ενώ οι παρευρισκόµενοι τρώνε, ο αναγνώστης διαβάζει αποσπάσµατα από πατερικά κείµενα ή βίους αγίων. Ο εφηµέριος, αν απουσιάζει ο ηγούµενος, δια ξυλίνου σφυρίδος σηµαίνει το τέλος του φαγητού και ευλογεί τα περισεύµατα ευχαριστώντας τον Θεό. Στην έξοδο της τράπεζας ο ιερέας ευλογεί τους εξερχόµενους και οι διακονητές, κάµπτοντες την οσφύ, ζητούν συγχώρεση από τους αδελφούς για τυχόν λάθη και παραλλείψεις. ∆ίωρη ή τρίωρη ξεκούραση προηγείται της επιστροφής των µοναχών στο διατεταγµένο για τον καθένα διακόνηµα.

Όπως µια µικρή κοινότητα για να ζήσει χρειάζεται σωστή κατανοµή εργασιών, έτσι και ένα κοινόβιο µοναστήρι ή σκήτη ή κελλί επιβιώνει και προοδεύει και εκπληρώνει τη σωστική αποστολή του µε την ανάθεση των διαφόρων διακονηµάτων στους εκεί εγκαταβιούντας µοναχούς.
Ο αρχοντάρης περιµένει να προσφέρει ξεκούραση στους νεοφερµένους προσκυνητές, να τους σερβίρει τον κλασικό δίσκο µε το νερό, το ρακί και το λουκούµι και να τους τακτοποιήσει στα δωµάτιά τους. Άλλοι αδελφοί ασχολούνται µε τους λαικούς εργάτες που δουλεύουν εκεί, φροντίζουν τους γεροντότερους, επιµελούνται τα ζώα, φτιάχνουν ψωµί και ετοιµάζουν το φαγητό στο µαγειρείο. Ο εκκλησιάρχης ευπρεπίζει το ναό, ενώ άλλοι έχουν για εργόχειρο το πλέξιµο κοµποσχινιών, την αγιογραφία, την ξυλογλυπτική και την αργυροχοία, την παρασκευή θυµιάµατος και σπάνια την ιεροραπτική και τη βιβλιοδεσία.
Οι γεροντότεροι, που προσµένουν τη µετάβασή τους στην αγήρω µακαριότητα, σµίγουν σε κουβέντες πνευµατικές, στρέφονται σε µνήµες του παρελθόντος και του µέλλοντος, ενώ ο τριγύρω χώρος εµµένει να διαιωνίζει µια ειρήνη αταλάντευτη που περιαυγάζει τους τρούλλους, τους σταυρούς, τη φιάλη και την κρήνη που κοσµούν το φυσικό περίγυρο.
Στις 8:30΄ κατά τη Βυζαντινή Ώρα ο εκκλησιαστικός θα σηµάνει το πρώτο τάλαντο, στις 8:45΄ το δεύτερο και στις 9:00΄ το τρίτο. Τότε στο χώρο της λιτής αρχίζει η εννάτη Ώρα. Στο "∆όξα" της εννάτης ο εκκλησιαστικός θα βγει από το ναό για να κρούσει τον κόπανο και κατόπιν το σιδεράκι. Με το τέλος της εννάτης Ώρας ο ιερέας, ιστάµενος έµπροσθεν του Ιερού Βήµατος, αρχίζει τον Εσπερινό. Η ακολουθία αυτή κατά αρχαία χριστιανική συνήθεια, έχοντας ιουδαικές καταβολές, αποτελεί το προοίµιο της επόµενης ηµέρας. Τον "Προοιµιακό" θα διαβάσει ο πρώτος στην τάξη µοναχός. Στο "Κύριε εκέκραξα.." ο ιερέας θυµιάζει το ναό. Μετά το "Νυν απολύεις…" ο εκκλησιαστικός σβήνει τα λαδοκέρια και λίγο µετά ακολουθεί η απόλυση.
Οι µοναχοί εξέρχονται του ναού κατευθυνόµενοι προς την Τράπεζα. Και πάλι λόγοι προσευχητικοί και διδακτικοί ανακρώνται µε το φαγητό.
Στις 12:00΄ ο εκκλησιαστικός θα κρούσει το σιδεράκι για το Απόδειπνο που λαµβάνει χώρα στη λιτή. Είναι ώρα για προσευχή και δέηση προς το Θεό να τηρήσει όσους πάνε να κοιµηθούν ασφαλείς υπό τη σκέπη Του. Μετά το "Σύµβολο της Πίστεως" ανάβεται το λαδοκέρι της εικόνας της Θεοτόκου και ένας µοναχός ασκεπής απαγγέλει τους "Χαιρετισµούς". Στη διάρκεια του Αποδείπνου, ή αµέσως µετά, οι προσκηνυτές έχουν την ευλογία να χαιρετίσουν τα άγια λείψανα στον κυρίως ναό. Πρό του τέλους του αποδείπνου µοναχοί και προσκηνυτές ασπάζονται τις εικόνες και παίρνουν την ευχή του ηγουµένου ή του ιερέως και γίνεται απόλυση.
Ύστερα άλλοι θα προτιµήσουν µια διδακτική συζήτηση, άλλοι την ανάγνωση και άλλοι την ξεκούραση. Τέλος όλοι θα πάνε στα κελλιά τους. Οι µοναχοί από νωρίς, µετά τα µεσάνυχτα, πριν προσέλθουν στο ναό, θα ξυπνήσουν για την επιτέλεση του προσωπικού τους κανόνα, που περιλαµβάνει συνήθως µετάνοιες, προσευχή µε κοµποσχοίνι και ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων.

Κατ' αυτόν τον τρόπο αρχίζει και κλείνει µια ηµέρα, η καθηµερινότητα του µοναχικού βίου στον Άθω, εδώ και χίλια χρόνια. Και έχεις την έντονη εντύπωση πως η νύχτα που εξουσιάζει και στην έναρξη και στη λήξη, δεν είναι ο ζόφος που συρρικνώνει και συστέλλει τη ζωή, αλλά η φερέλπιδη ησυχία που βιώνει τη ζωηφόρο νέκρωση, η ταφή που κυοφορεί σαν το σπόρο τη ζωή και η νύχτα µε το σκοτάδι που θα δώσει τόπο στην πληρότητα του φωτός της Τρισηλίου Θεότητος.


Κηδεία Μοναχού
Όταν επισυµβεί να κοιµηθεί ένα γεροντάκι ή οποιοσδήποτε µοναχός (συνήθως φθάνουν σε µεγάλη ηλικία, γιατί δεν κάνουν καταχρήσεις και τρώνε υγιεινές τροφές), δεν του κάνουν λουτρό, αλλά τον σφουγγίζουν µε χλιαρό νερό σταυροειδώς στο µέτωπο, το στήθος, τα χέρια, τα γόνατα και τα πόδια. Χωρίς να τον δει γυµνό ο µοναχός που θα τον ντύσει, τον αλλάζει, του φοράει κάλτσες καθαρές, εσώβρακο µακρύ, φανέλλα, το σχήµα, το πολυσταύρι, του σταυρώνει τα χέρια και τα δένει µε επίδεσµο. Του περνάει µετά ένα κοµποσχοινάκι σ' αυτό, του βάζει σκούφο και του σκεπάζει µε το κουκούλι, που του βάζει, το πρόσωπο σχηµατίζοντας σταυρό. Τον τοποθετεί στο σάγισµα (τρίχινο ή ψαθί), αφού τον περιζώσει µε το λουρί και του φορέσει καινούργια υποδήµατα. Μετά ρίχνει πάνω του το ράσο µε σχιστά τα µανίκια, που τα τοποθετεί διαγωνίως και το ράβει όλο, ώστε να περιλάβει µέσα όλο το λείψανο, µε µαύρη κλωστή. Με άσπρη κάνει τρεις σταυρούς στο κεφάλι, το στήθος και τα πόδια. Αν έχει κοιµηθεί στο Νοσοκοµείο ή το Γηροκοµείο, έρχεται ένας ιερέας και κάνει τρισάγιο. Αν ο ίδιος ο νεκρός είναι ιεροµόναχος, του βάζουν από πάνω ένα πετραχήλι. Αν είναι ηγούµενος δεν του σκεπάζουν το κεφάλι. Με ξύλινο φορείο (νεκροκράβατο) µεταφέρεται στο νάρθηκα. Όσον καιρό µένει εκεί, καίει λαµπάδα και αδελφοί εναλλάξ διαβάζουν το ψαλτήρι. Η νεκρώσιµη (εξοδιαστική) ακολουθία ιεροµονάχου ψάλλεται στο µέσο του καθολικού, ενώ απλού µοναχού στο µέσο της λιτής.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας όλοι οι αδελφοί κρατούν αναµµένα κεριά. Πάνω στο στήθος του νεκρού υπάρχει η τρίµορφη εικόνα. Η ακολουθία είναι πολύ µεγαλύτερη από τη συνήθη.

Αµέσως µετά, ενώ ψέλνεται το Τρισάγιο, το λείψανο µεταφέρεται στο κοιµητήρι. Μπρος πηγαίνουν οι εκκλησιαστικοί κρατώντας φανάρια, ακολουθούν οι χοροί των ψαλτών, των ιερέων και των άλλων αδελφών και καθ' οδόν γίνονται στάσεις, για ν'αναπεµφθούν αιτήσεις. Αφού τοποθετηθεί το λείψανο χωρίς το σάγισµα στο µνήµα, ο ιερέας ρίχνει σταυροειδώς χώµα και λάδι απ' το καντήλι του Χριστού (στο Κοιµητήρι)… Μετά οι αδελφοί κάνουν κοµποσχοίνι 100άρι υπέρ αναπαύσεως… Ύστερα γίνεται το Τρισάγιο…και ο Ηγούµενος εκφωνεί λόγο εξαίροντας την αρετή και τους πνευµατικούς αγώνες του µοναχού που κοιµήθηκε.

Επί 40 µέρες οι αδελφοί του µοναστηριού κάνουν στον κανόνα τους κοµποσχοίνι "υπέρ αναπαύσεως" του αδελφού που κοιµήθηκε. Ο νεκρός µνηµονεύεται επί 40 µέρες µετά την ταφή του κατά τη µεγάλη είσοδο. Αν είναι Ηγούµενος, πολύ περισσότερο χρόνο. Αναγράφεται στα δίπτυχα (ο κάθε µοναχός που απήλθε) και µνηµονεύεται καθηµερινά στην προσκοµιδή κατά τη Θεία Λειτουργία (καθολικό, παρεκκλήσια).

Ονομασίες διακονημάτων στο Άγιον Όρος
Έχει καλλιεργηθεί από ορισμένους η άποψη ότι οι Ορθόδοξοι μοναχοί, αντίθετα προς εκείνους της δυτικής Εκκλησίας που αναπτύσσουν κοινωνικό έργο, ακολουθώντας τον δρόμο του αναχωρητισμού δεν προσφέρουν τίποτε στο κοινωνικό σύνολο κλπ. Την ανυπόστατη αυτή άποψη διαψεύδει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η μακρόχρονη προσφορά του Αγίου Όρους στα Γράμματα, την Τέχνη, ακόμη και σε πλείστους άλλους τομείς. Ο επισκέπτης ενός αθωνικού μοναστηριού, αλλά και μιάς σκήτης, διαπιστώνει αμέσως ότι εκτός από τα λατρευτικά και άλλα πνευματικά τους καθήκοντα οι μοναχοί μέσα στο κοινόβιο έχουν συγκεκριμένο διακόνημα, με το οποίο συμβάλλουν στη λειτουργία του, και ως σκητιώτες ή κελλιώτες έχουν κάποιο εργόχειρο, από το οποίο αποζούν. Μεγάλο μέρος των λειτουργικών αναγκών μιάς μονής καλύπτεται από τα διακονήματα των μοναχών της. Ο χρόνος που αναπαύονται είναι συνήθως ελάχιστος κι όταν έχουν λίγη ελεύθερη ώρα κι αυτή την αξιοποιούν δημιουργικά με κάποια άλλη ενασχόληση. Λ.χ. κάποιος αγιογραφεί όχι για να διαθέσει τις εικόνες του, αλλά για προσωπική ευχαρίστης, άλλος συγγράφει κλπ.
Υπάρχουν μοναχοί που επιφορτίζονται με περισσότερα από ένα διακονήματα. Ορισμένες ασχολίες δεν είναι δυνατόν να γίνουν από ένα άτομο και σ’ αυτές συμμετέχουν οι περισσότεροι μοναχοί του κοινοβίου.
Πρόκειται για τη λεγόμενη «παγκοινιά» (την ακούμε κι ως «παγκενιά» κλπ). Π.χ. στον τρύγο, τις ελιές, τα φουντούκια κλπ.
Ακολουθεί η καταγραφή  διακονημάτων, που αναλαμβάνουν στα κοινόβια οι διάφοροι μοναχοί.
Αγιογράφος: ο καταγινόμενος με την ιστόρηση ιερών εικόνων και γενικά την αγιογραφία.

Αμπελικός: ο επιμελούμενος τον αμπελώνα.

Αντιπρόσωπος: ο εκπρόσωπος της Μονής στην Ιερά Κοινότητα.

Αρσανάρης: ο υπεύθυνος για τον αρσανά, λιμενίσκο γενικά της Μονής.

Αρχειοφύλαξ: ο υπεύθυνος του αρχείου.

Αρχοντάρης: ο αρμόδιος για το αρχονταρίκι και τη φιλοξενία των επισκεπτών και προσκυνητών.

Βαγενάρης: ο υπεύθυνος του βαγεναριού (κρασαριού).

Βδομαδιάρης: ο ιερομόναχος που εφημερεύει τη βδομάδα.

Βηματάρης: ο επιμελούμενος το ιερό βήμα του καθολικού με τα ιερά λείψανα, σκεύη, άμφια κλπ.

Βιβλιοφύλαξ: ο βιβλιοθηκάριος.

Βορδονάρης: ο ημιονηγός, επιμελείται και τον σταύλο και τη χορταποθήκη.

Γηροκόμος: ο μοναχός που περιποιείται τους γέροντες μοναχούς στο γηροκομείο.

Γραμματικός: ο επιμελούμενος τη γραμματεία, αλληλογραφία κλπ της Μονής.

Δευτερεύων: ο αναπληρωτής του διαβαστή.

Διαβαστής: ο αναγνώστης στην τράπεζα.

Δοχειάρης: ο υπεύθυνος του δοχειού (αποθήκης τροφίμων).

Εκκλησιαστικός: ο αρμόδιος για το ναό.

Επιστάτης: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνεται από τα 15 μοναστήρια που δικαιούνται κάθε 5 χρόνια συμμετοχή στην Επιστασία.

Επιστημονάρχης: ο επόπτης των διαφόρων διακονημάτων.

Ηγούμενος: ο αρχιμανδρίτης, ο πνευματικός ηγέτης του μοναστηριού ιερομόναχος, ο πατέρας όλων των μοναχών.

Ηγουμενιάρης: ο εντεταλμένος με τη φροντίδα του ηγουμένου.

Ιεροψάλτης: καλλίφωνος μοναχός που ψέλνει στο δεξιό ή αριστερό αναλόγιο.

Κανονάρχης: ο μοναχός που κανοναρχεί τους ψάλτες.

Κηροπλάστης: ο μοναχός που κατασκευάζει τα κεριά.

Κοιμητηριάρης: ο υπεύθυνος για το κοιμητήριο και οστεοφυλάκιο της μονής.

Κολλυβάς: καλλιτέχνης μοναχός που φτιάχνει τα κόλλυβα των πανηγύρεων.

Κονακτζής: ο επιμελούμενος το Αντιπροσωπείο (κονάκι) της μονής στις Καρυές, όπου διαμένει ο αντιπρόσωπος της μονής στην Ιερά Κοινότητα.

Κουρτζής: ο υπεύθυνος για το δάσος της μονής.

Κωδωνοκρούστης: ο μοναχός που κρούει τις καμπάνες.

Μάγειρος: ο μοναχός που ετοιμάζει το φαγητό για την τράπεζα.

Μάγκιπος: ο φούρναρης.

Νοσοκόμος: ο μοναχός που φροντίζει τους ασθενείς στο νοσοκομείο της μονής.

Οικονόμος: ο υπεύθυνος για τους εργάτες και τις γενικές εργασίες της μονής, εκτελεί και χρέη δοχειάρη. Στη Μεγίστη Λαύρα ο οικονόμος λέγεται παρα-οικονόμος, γιατί Οικονόμισσα θεωρείται η Παναγία.

Περβολάρης: ο κηπουρός.

Πνευματικός: ο εξομολόγος.

Πορτάρης: ο φύλακας του πυλώνα της μονής.

Προσμονάριος: διακονητής σε θαυματουργή εικόνα.

Προσφοριάρης: ο μοναχός που παρασκευάζει τα πρόσφορα.

Πρώτος: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνει μια από τις 5 μονές που δικαιούνται για πρωτεπιστάτη, κάθε 5 χρόνια όταν έχει σειρά το μοναστήρι.

Ράφτης: ο μοναχός που ράβει τα ζωστικά, τα άμφια κλπ των αδελφών.

Σκευοφύλαξ: ο υπεύθυνος για το σκευοφυλάκιο (κειμηλαρχείο) της μονής.

Τραπεζάρης: ο διακονητής της τράπεζας.

Τυπικάρης: ο αρμόδιος για το τυπικό και επιμελούμενος το τυπικαριό.

Ωρειάριος: ο υπεύθυνος για το ωρειό (αποθήκη σιταριού).


Διατροφή 
Οι αγιορείτες μοναχοί ακόμα και τις ημέρες του Πάσχα δεν τρώνε κρέας και προτιμούν το ψάρι. Καθόλου κρέας όλο τον χρόνο, πολλά χορταρικά και φρούτα.
Το διαιτολόγιο των μοναχών, εκτός από πιστό στους κανόνες της Εκκλησίας, αποδεικνύεται και… αντικαρκινικό, όπως διαπιστώνουν οι επιστήμονες. Οι αγιορείτες μοναχοί καταναλώνουν με μέτρο τις τροφές τους, ενώ χαρακτηριστικά της διατροφής τους είναι η εναλλαγή ημερών με κατανάλωση τροφών με και χωρίς λάδι, οι περίοδοι νηστείας.
Μοναχός Επιφάνιος 
Ο μοναχός Επιφάνιος ζει στο Aγιο Όρος εδώ και 35 χρόνια και από την αρχή της μοναχικής ζωής του είναι μάγειρας. Στο Aγιο Όρος, αναφέρει, οι μοναχοί σπάνια τρώνε κρέας. Η διατροφή τους περιλαμβάνει κυρίως ψάρια, θαλασσινά, όσπρια και λαχανικά. Δεν λένε όχι στα τηγανιτά, ιδιαίτερα στα αυγά και τα ψάρια, πίνουν καφέ, τσάι, αλλά και κόκκινο κρασί που φτιάχνουν οι ίδιοι. Το ίδιο συμβαίνει και με το ψωμί. Το παρασκευάζουν οι ίδιοι και το ψήνουν, όπως όλα τα φαγητά, σε φούρνους με ξύλα, χωρίς να χρησιμοποιούν ρεύμα ή φυσικό αέριο. Αυτό που αποκλείεται από τη διατροφή τους είναι το βούτυρο, τα μαγειρικά λίπη και οι μαργαρίνες, η κρέμα γάλακτος, η μπεσαμέλ και παρόμοια προϊόντα. Για όλα σχεδόν τα φαγητά χρησιμοποιούν ελαιόλαδο.
ΑΓΝΑ ΥΛΙΚΑ
"Τα υλικά που χρησιμοποιούμε", τονίζει ο μοναχός Επιφάνιος, "είναι αγνά και η μαγειρική τους δεν είναι περίπλοκη, αλλά όσο απλούστερη γίνεται. Η ομορφιά στις γεύσεις, άλλωστε, δεν προκύπτει από την ποικιλία, τα πολλά καρυκεύματα και τους περίτεχνους τρόπους μαγειρέματος. Όταν τα υλικά είναι αγνά, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια, για να αναδειχτούν. Για να φτιάξουμε πατάτες γιαχνί, για παράδειγμα, αν οι πατάτες είναι νόστιμες, το φαγητό θα γίνει καλό. Χρειαζόμαστε ένα κρεμμύδι, λάδι και λίγη ντομάτα. Το πολύ πολύ να βάλει κανείς λίγο μαυροπίπερο ή λίγη ρίγανη. Δεν απαιτείται τίποτα ιδιαίτερο. Επιπλέον, παίζει ρόλο το ότι μαγειρεύουμε τα πάντα σε φούρνους με ξύλα".

Ταξιδεύοντας συχνά στην Κωνσταντινούπολη και στην Αίγυπτο, στην Αγία Αικατερίνη του Σινά, ο μοναχός Επιφάνιος έχει εξοικειωθεί πάντως με το κύμινο, ένα ιδιαίτερα δημοφιλές μπαχαρικό στην κουζίνα των λαών στους τόπους αυτούς. Πλέον το χρησιμοποιεί ακόμη και σε φαγητά που δεν συνηθίζεται. "Όπως μαθαίνω και από βιβλία μαγειρικής που κυκλοφορούν, το κύμινο βοηθά πολύ τη χώνεψη", αναφέρει.

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Συχνά το πρώτο γεύμα της ημέρας στα μοναστήρια σερβίρεται στις 8 το πρωί. Όσο περίεργο και αν φαίνεται στον κόσμο, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι μοναχοί ξυπνούν στις 3 το πρωί και εκκλησιάζονται συνήθως για 3-4 ώρες. Συνεπώς, από το δείπνο που έχουν πάρει γύρω στις 6 το απόγευμα την προηγούμενη μέρα, έχουν περάσει αρκετές ώρες, ώστε να πεινούν.
Η διαδικασία του φαγητού στις μονές του Αγίου Όρους δεν είναι μονοδιάστατη. Σύμφωνα με τον μοναχό Επιφάνιο, σημαντικό ρόλο παίζει η ηρεμία, η καλή ψυχική κατάσταση και γενικότερα ο τρόπος ζωής. "Έχει σημασία η διάθεση που έχει κανείς όταν κάθεται στο τραπέζι. Το ίδιο ισχύει και για το χώρο όπου τρώμε. Στις μονές οι τραπεζαρίες είναι διακοσμημένες με αγιογραφίες, με μορφές αγίων τους οποίους οι μοναχοί προσπαθούν να μιμηθούν. Κατά τη διάρκεια των γευμάτων επικρατεί απόλυτη ησυχία και ακούγεται μόνο αυτός που διαβάζει εκκλησιαστικά κείμενα, ομιλίες, ή κείμενα σχετικά με την εκάστοτε επίκαιρη γιορτή. Όσο για τον μάγειρα μοναχό, μαγειρεύει για ανθρώπους που αγαπάει. Όχι για να τον συγχαρούν για το ωραίο φαγητό, ούτε για να πληρωθεί για αυτό. Αυτή ακριβώς είναι η ομορφιά της μαγειρικής του".

Εκατόν είκοσι έξι συνταγές μαγειρικής με τα μυστικά της υγιεινής διατροφής των Μοναχών του Αγίου Όρους, όπως πρώτη φορά τα αποκαλύπτει ο Μοναχός Επιφάνιος Μυλοποταμινός.

Δευτέρα, Ιουλίου 07, 2014

Ευαγγελικός Μοναχισμός (4ο Μέρος)


Αλλά εκείνο, που κυρίως κάνει τον αγιαζόμενο μοναχό χαρά και φως του κόσμου είναι ότι διασώζει το «κατ’ εικόνα». Μέσα στην παρά φύσιν κατάστασι της αμαρτίας, που ζούμε, ξεχνάμε και χάνουμε το μέτρο του αληθινού ανθρώπου. Ποιος ήταν ο προπτωτικός άνθρωπος και ποιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος δηλαδή η εικόνα του Θεού, μας το φανερώνει ο αγιασμένος μοναχός. Έτσι ο μοναχός παραμένει για όσους τουλάχιστον ημπορούν να διακρίνουν τη βαθύτερη και αληθινή ανθρώπινη φύση χωρίς τις προκαταλήψεις των παρερχομένων ιδεολογιών — η ελπίδα του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν ημπορή να θεωθή και αν δεν έχουμε προσωπικά γνωρίσει θεωμένους ανθρώπους, είναι δύσκολο να ελπίζουμε στην δυνατότητα να ξεπεράση ο άνθρωπος την πεπτωκυΐα του κατάστασι και να επιτύχη τον σκοπό, για τον οποίο τον έπλασε ο Πανάγαθος Θεός, δηλαδή την χαριτωμένη θέωσι: Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Φως μοναχοίς άγγελοι· φως δε πάντων ανθρώπων μοναδική πολιτεία» (Λόγος ΚΣΤ).
evmon4om2
Έχοντας ο μοναχός την χάρι της θεώσεως ήδη από την παρούσα ζωή, γίνεται σημείο και μάρτυς της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. Βασιλεία δε του Θεού κατά τους αγίους Πατέρας είναι η δωρεά και ενοίκησι του Αγίου Πνεύματος. Μέσω του θεωμένου μοναχού γνωρίζει ο κόσμος «αγνώστως» και θεάται «αθεάτως» τον χαρακτήρα και την δόξα του θεωμένου ανθρώπου και της ερχομένης Βασιλείας του Θεού, η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Έτσι με τον μοναχισμό διατηρείται στην Εκκλησία η εσχατολογική συνείδησι της Αποστολικής Εκκλησίας, ζωντανή η προσδοκία του ερχομένου Κυρίου (μαράν αθά = ο Κύριος έρχεται), αλλά και η εν μέσω ημών ήδη μυστική παρουσία Του, το ότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών έστι».
Η χαρισματική μνήμη του θανάτου και η γόνιμη παρθενία επεκτείνουν τον μοναχό στον μέλλοντα αιώνα. «Όπως διδάσκει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Εκ Παρθένου γεννάται (ο Χριστός) παρθενίαν νομοθετών», ως ενθένδε μετάγουσαν, και κόσμον συντέμνουσαν, κόσμον κόσμω παραπέμπουσαν, τον ενεστώτα τω μέλλοντι… στρέφων από των δρωμένων επί τα μη βλεπόμενα» (Εις τον Μέγα Βασίλειον Επιτάφιος, P.G. 36, 576). Ο κατά Χριστόν παρθενεύων μοναχός υπερβάς όχι μόνο το παρά φύσι, αλλά και το κατά φύσι, και φθάσας εις το υπέρ φύσι μετέχει της αγγελικής αφύλου καταστάσεως, για την οποία μίλησε και ο Κύριος: «Εν γαρ τη αναστήσει ούτε γαμούσιν (νυμφεύονται) ούτε εκγαμίζονται (υπανδρεύονται), αλλ’ ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ είσι» (Ματθ. 22, 30). Όπως οι άγγελοι έτσι και οι μοναχοί παρθενεύουν όχι για να επιτύχουν πρακτικές ωφέλειες για την Εκκλησία (ιεραποστολική δράσι), αλλά για να λατρεύουν τον Θεό  «εν τω σώματι και εν τω πνεύματι αυτών» (Α’ Κορ. 6, 20).
Η παρθενία θέτει όριο στον Θάνατο, όπως θεολογεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: «ώσπερ γαρ επί της Θεοτόκου Μαρίας «o βασιλεύσας από Αδάμ μέχρις εκείνης θάνατος», επειδή και κατ’ αυτήν εγένετο, καθάπερ τινί πέτρα τω καρπώ της παρθενίας προσπταίσας περί αυτήν συνετρίβη, ούτως εν πάση ψυχή τη διά παρθενίας την εν σαρκί παριούση ζωήν συντρίβεται πως και καταλύεται του θανάτου το κράτος, ουκ έχοντος τίσι το εαυτού κέντρον εναπερείσηται» (Περί Παρθενίας ιδ’, 1, 25 εν S.C. τ. 119, σελ. 436).
Το ευαγγελικό εσχατολογικό πνεύμα, που διατηρεί ο μοναχισμός, προφυλάσσει και την εν τω κόσμω Εκκλησία από την εκκοσμίκευσι και την συμμαχία με αμαρτωλές καταστάσεις, που είναι αντίθετες στο ευαγγελικό πνεύμα.
Τοπικά απομονωμένος και σιωπηλός, αλλά πνευματικά και μυστικά εν μέσω της Εκκλησίας και από υψηλό άμβωνα κηρύττει ο μοναχός τα δικαιώματα του Παντοκράτορος και την ανάγκη για απόλυτη χριστιανική ζωή. Προσανατολίζει τον κόσμο προς; την άνω Ιερουσαλήμ και την δόξα της Αγίας Τριάδος, σαν τον καθολικό σκοπό της δημιουργίας.
Αυτό είναι το αποστολικό κήρυγμα, που αυθεντικά κηρύττει σε κάθε εποχή ο Μοναχισμός και που προϋποθέτει την αποστολική αποταγή των πάντων και την εσταυρωμένη ζωή του αποστολικού έργου. ‘Όπως οι Άγιοι Απόστολοι, έτσι και οι Μοναχοί, «αφέντες πάντα» ακολουθούν τον ‘Ιησού και εκπληρώνουν τον λόγο Του: «πας ος αφήκεν οικίας η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η τέκνα η αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 19, 29). «Μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες» συμμερίζονται τα παθήματα, τις στερήσεις, τις κακουχίες, τις αγρυπνίες και την κατά κόσμον ανασφάλεια των Αγίων Αποστόλων.
Αξιώνονται όμως, όπως οι Άγιοι Απόστολοι, να γίνουν «επόπται και της εκείνου μεγαλειότητος» (Β’ Πετρ. ], 16) και να λάβουν προσωπική εμπειρία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ώστε επίσης αποστολικά να ημπορούν να ειπούν όχι μόνον το  «Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α’ Τιμ. 1, 15), αλλά και το  «ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· -και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν» (Α’ Ιωάνν. 1,1 – 2).
Αυτή η θέα της δόξης του Θεού και η γλυκυτάτη επίσκεψι του Χριστού στον μοναχό δικαιώνει όλους τους αποστολικούς του αγώνες και κάνει την μοναχική ζωή την  «όντως ζωήν» και «μακαρίαν ζωήν», την οποίαν με τίποτε δεν ανταλλάσσει, οποίος ταπεινός μοναχός χάριτι Θεού έστω και έπ3 ολίγον την εγνώρισε.
Αυτή την χάρι ακτινοβολεί μυστικά ο μοναχός και προς τους εν τω κόσμω αδελφούς του, ώστε όλοι να ιδούν, να μετανοήσουν, να πιστεύσουν, να παρηγορηθούν, να χαρούν εν Κυρίω και να δοξάσουν τον
Ελεήμονα Θεόν  «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. 9, 8).
Πηγή: αρχιμ. Γεωργίου καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου (σημείωσις δική μας: νυν μακαριστού προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου), Ευαγγελικός Μοναχισμός, περίοδος β΄, Τεύχος 1ο, σελ. 64-80,  Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1976.
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...