Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσιών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσιών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2018

ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ


1) - Τοῖς ἐπαγγελλομένοις τά τῶν Ἑλλήνων, ἤτοι εἰδωλολατρῶν, δυσσεβῆ δόγματα καί ἀναβιοῦσι τά μυθικά αὐτῶν πλάσματα ἀρχαιολάτραις καί νεοπαγανισταῖς, ἀνάθεμα (γ΄).
 
2) - Ἀρείῳ τῷ πρώτῳ θεομάχῳ καί ἀρχηγῷ τῶν αἱρέσεων, ἀνάθεμα (γ΄).
 
 3) - Μακεδονίῳ τῷ δυσσεβεῖ καί Νεστορίῳ τῷ θεηλάτῳ, τῷ παθητήν λέγοντι τήν Ἁγίαν Τριάδα, καί Οὐαλεντίνῳ δυσσεβεῖ τῷ παράφρονι, ἀνάθεμα (γ΄).
 
4) - Πέτρῳ τῷ Κναφεῖ καί παράφρονι, τῷ λέγοντι «Ἅγιος Ἀθάνατος, ὁ σταυρωθείς δι’ἡμᾶς», ἀνάθεμα (γ΄).
 
5) - Παύλῳ τῷ Σαμοσατεῖ καί Θεοδοτίωνι τῷ τούτου συμμύστη καί ὁμόφρονι, σύν ἄλλῳ Νεστορίῳ παράφρονι, ἀνάθεμα (γ΄).
 
6) - Πέτρῳ Δειλαίῳ τῷ αἱρετικῷ, τῷ καί Λυκοπέτρῳ ἐπονομαζομένῳ, Εὐτυχίῳ τε καί Σαββελλίῳ τοῖς κακόφροσιν, ἀνάθεμα (γ΄).
 
7) - Ἰακώβῳ Ἀρμενίῳ τῷ Ζανζάλῳ, Διοσκόρῳ «πατριάρχῃ» Ἀλεξανδρείας καί Σεβήρῳ τῷ δυσσεβεῖ, ἅμα Σεργίῳ, Παύλῳ καί Πύρρῳ τοῖς ὀμόφροσι, σύν Σεργίῳ, μαθητῇ τοῦ Λυκοπέτρου, ἀνάθεμα (γ΄).

8) - Τοῖς Ὠριγενισταῖς καί τοῖς ὀπαδοῖς καί διαδόχοις αὐτῶν, ἀνάθεμα (γ΄).

9) - Ὅλοις τοῖς Εὐτυχιανισταῖς καί Μονοθελήταις καί Ἰακωβίτες καί Ἀρτζιβουρίταις καί ἁπλῶς πᾶσιν αἱρετικοῖς,  ἀνάθεμα (γ΄). 

10) - Τοῖς ἐκπεσοῦσι αἱρεσιάρχαις καί ἀρνουμένοις τήν Ἁγίαν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, Καρεκίν Β΄ Ἀρμενίας, Θεοδώρῳ Β΄ Αἰγύπτου, Παύλῳ Αἰθιοπίας, Ἰγνατίῳ-Ἐφραίμ Β΄ Συροϊακωβιτῶν, Βασιλείῳ-Θωμᾷ Α΄ Μαλαμπαριανῶν-Ἰνδιάνων, τοῖς κακῶς ὀνομάζουσιν ἑαυτούς Ὀρθοδόξους καί τοῖς αὐτοῖς κοινωνοῦσι, ἀνάθεμα (γ΄). 

11) - Τοῖς ἀρνουμένοις τάς Ἁγίας Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ καί Ζ΄ Οἰκουμενικάς Συνόδους Μονοφυσίταις, Μονοθελήταις καί Μονοενεργήταις, ἀνάθεμα (γ΄).

12) - Τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατά τῶν σεπτῶν Εἰκόνων, ἀνάθεμα (γ΄).

13) - Εἴ τις οὐ προσκυνεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν Εἰκόνι περιγραπτόν κατά τό ἀνθρώπινον, ἤτω  ἀνάθεμα (γ΄).
 
14) - Βαρλαάμ Καλαβρῷ, Γρηγορίῳ Ἀκινδύνῳ, Προχώρῳ Κυδώνι, Νικηφόρῳ Γρηγορᾷ, Γεωργίῳ Λαπίθῃ καί τοῖς ὀπαδοῖς καί διαδόχοις αὐτῶν, ἀνάθεμα (γ΄).

15) - Τοῖς κηρύσσουσι καί διδάσκουσι τήν αἵρεσιν τοῦ νεοβαρλααμισμοῦ, ἀνάθεμα (γ΄).

16) - Τῷ κανονικῶς ἀνυποστάτῳ καί ἐκπεσόντι αἱρεσιάρχῃ Πάπᾳ Παλαιᾶς Ρώμης Φραγκίσκῳ τῷ Α΄ καί τοῖς αὐτῷ κοινωνοῦσι, ἀνάθεμα (γ΄). 

17) - Τοῖς Μαρτίνῳ Λουθήρῳ, Ἰωάννῃ Καλβίνῳ, Οὐρλίχῳ Σβιγλίῳ καί Ἐρρίκῳ τῳ 8ῳ δυσσεβεῖ βασιλεῖ καί τοῖς σύν αὐτοῖς συγκροτήσασι τάς αἱρετικάς παραφυάδας τῆς Διαμαρτυρήσεως, ἀνάθεμα (γ΄).

18) - Τῷ αἱρεσιάρχῃ τῆς θρησκευτικῆς παρασυναγωγῆς τοῦ Ἀγγλικανισμοῦ Ἰουστίνῳ Γουέλμπι καί τοῖς αὐτῷ κοινωνοῦσι, ἀνάθεμα (γ΄).  

19) - Τοῖς ἀρνουμένοις καί καθυβρίζουσι τήν Παναγίαν, Ὁμοούσιον, Ἀδιαίρετον καί Ζωοποιόν Τριάδαν Ραββίνοις τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, Ἰσλαμισταῖς καί μέλεσι τῆς ἀνωνύμου φυλλαδικῆς Ἑταιρίας Σκοπιά τοῦ Πύργου τῶν «Μαρτύρων» τοῦ Ἱεχωβᾶ, ἀνάθεμα (γ΄).

20) - Τοῖς δυσφημοῦσι τά ἱερά Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Βαπτισταῖς, Ἀντβεντισταῖς καί Πεντηκοστιανισταῖς, ἀνάθεμα (γ΄). 

21) - Τοῖς κηρύσσουσι καί διδάσκουσι τήν παναίρεσιν τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀνάθεμα (γ΄).

22) - Τοῖς κηρύσσουσι καί διδάσκουσι τήν μεταπατερικήν, νεοπατερικήν, συναφειακήν καί μετακανονικήν αἵρεσιν, ἀνάθεμα (γ΄).

23) - Τοῖς ἀρνουμένοις τάς Ἁγίας Η΄ καί Θ΄ Οἰκουμενικάς Συνόδους, τάς συγκληθείσας ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, παποφιλιοκβισταῖς, ἀνάθεμα (γ΄).

24) - Τῷ προτεσταντικῷ λεγομένῳ «Παγκοσμίῳ Συμβουλίῳ Ἐκκλησιῶν»-Αἱρέσεων, ἐν ᾧ διδάσκεται ὅτι ἅπασαι αἱ αἱρέσεις κλάδοι εἰσί τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί τοῖς Ὀρθοδόξοις, τοῖς συμμετέχουσι ἐν ταῖς ἀντικανονικαῖς συμπροσευχαῖς μεθ’αἱρετικῶν κατά τήν λεγομένην «ἑβδομάδα προσευχῆς ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν», ἀνάθεμα (γ΄).

25) - Τοῖς ἀντορθοδόξοις κειμένοις τοῦ Τορόντο (1950), Μπαλαμάντ (1993), Σαμπεζύ (1994), Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καί Πουσάν (2013), ἀνάθεμα (γ΄).

26) - Τοῖς διδάσκουσι ὅτι αἱ αἱρέσεις, αἵτινες ἀπεκόπησαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβάνονται ἐντός αὐτῆς, τάς ὁποῖας καί ὀνομάζουσι «ἀτελεῖς ἐκκλησίας» καί ὅτι ἔστι σωτήριος Χάρις, ἔγκυρον βάπτισμα καί ἐνεργοῦσα Χάρις τῆς ἱερωσύνης ἐκτός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀνάθεμα (γ΄).   

27) - Τοῖς κηρύσσουσι καί διδάσκουσι τήν αἵρεσιν ὅτι ὁ ἐκάστοτε Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρῶτος ἐστί ἄνευ ἴσου, ἀνάθεμα (γ΄).

28) - Τῇ ληστρικῇ, αἱρετικῇ καί οἰκουμενιστικῇ ψευδοσυνόδῳ τῆς Κρήτης τοῦ Ἰουνίου 2016, τῇ λεγομένῃ «Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Συνόδῳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τοῖς κακοδόξοις αὐτῆς κειμένοις, ἅτινα θεσμοθετοῦσιν 
α) τήν διεξαγωγήν τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρέσεων μέ κριτήριον τάς προτεσταντικάς πλατφόρμας καί οὐχί τήν Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν, 
β) τήν  λεγομένην «ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» καί τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» διά τούς αἱρετικούς, 
γ) τόν Καταστατικόν Χάρτην  τοῦ προτεσταντικοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν»-αἱρέσεων καί τόν δογματικόν μινιμαλισμόν ὡς βάσιν τοῦ διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν αἱρέσεων, 
δ) τήν «Δήλωσιν τοῦ Τορόντο» τοῦ 1950, σύμφωνα μέ τήν ὁποίαν i) ὑπάρχουσιν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκτός τῶν τειχῶν Αὐτῆς, ii) ὑπάρχει Ἐκκλησία ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί iii) τό ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ περιεκτικώτερον ἔστιν ἤ τό ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας Ἐκκλησίας, 
ε) τούς μεικτούς γάμους μέ πρόσχημα μίαν ψευδήν οἰκονομίαν, καί στ) τήν αἱρετικήν ζηζιούλιαν θεωρίαν περί ἀνθρωπίνου προσώπου, καί τοῖς ἀποδεχομένοις καί ἐφαρμόζουσι τάς αἱρετικάς αὐτῆς ἀποφάσεις, ἀνάθεμα (γ΄).
 
29) - Τῇ Μασονίᾳ καί τῷ διεθνῇ φρικώδῃ Σιωνισμῷ,  ἀνάθεμα (γ΄).
 
30) - Ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς,  ἀνάθεμα (γ΄).

Ουκρανία :Κυριακή της ορθοδοξίας ,ο επίσκοπος Λογγίνος 
της κανονικής εκκλησίας που υπάγετε στο πατριαρχείο Μόσχας ,αναθεματίζει τον οικουμενισμό και την ψευτοσύνοδο της Κρήτης ! 

Μπράβο η διακήρυξη της πίστεως καθαρής 
και ανόθευτης από τις σύγχρονες αιρέσεις 
και κακοδοξίες ! 
Ξεκάθαρα πράγματα ,ο θεολογικός και εκκλησιαστικός λόγος κοφτερός σαν μαχαίρι !
 Εχουμε πηξει στην θολολογία , στήν τέχνη της αμφισημίας. Η θολολογία και αμφισημία έχουν καθιερωθεί ως ένα δόγμα Αν κανείς δέν την γνωρίζει σου λέει ο άλλος τί παπάς και τί θεολόγος είσαι ; Δεν είσαι σέ θέση όχι νά μιλήσεις θεολογικά ,αλλά ούτε και ένα ευχέλαιο να κάνεις .Είσαι άξεστος και αγροίκος ,βρωμάς ,δέν είσαι πολιτισμένος ,δέν έχεις τρόπους ,ο λόγος σου είναι απελέκητος ,άτεχνος , δέν είσαι in ....Kαί έτσι οι διάφοροι κουταλιανοί που έκαναν τους καμπόσους στά εύκολα μπροστά στο λαό , τώρα μασάνε τά λόγια τους, συρρικνώνονται φοβισμένοι κάτω από το ράσο .
Θά πρέπει επι τέλους ο θεολογικός και εκκλησιαστικός λόγος να αποκτήσει την σφριγηλότητα της αιώνιας νεότητάς του , την επιθετικότητά του , την διαύγειά του , την λεβεντιά νά πεί τά πράγματα μέ το όνομά τους ....νά γίνει ένας αγιοπνευματικός λόγος πλήρης χάριτος, Αληθείας και απλότητος! 

Νομίζουμε ότι είναι καλό να γνωρίζουν οι Χριστιανοί την παράδοση 
και τις δυσκολίες στην ιστορία της Εκκλησίας. Για την ερμηνεία του κειμένου, 
και τις πιθανές παρερμηνείες έχει γράψει ένα περισπούδαστο άρθρο ο Επίσκοπος Ναυπάκτου
 π. Ιερόθεος
http://www.hsir.org/Theology_el/3d7027Orthodoxias-06.p

Κυριακή, Δεκεμβρίου 29, 2013

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΩΤΕΙΟΥ

1Παραθέτουμε σήμερα την επίσημη μετάφραση ολόκληρου του κειμένου του Πατριαρχείου Μόσχας περί πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο εντός της Εκκλησίας.

Το κείμενο υιοθετήθη υπό της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας κατά τη συνεδρία της 25-26 Δεκεμβρίου 2013 (Πρακτικά № 157). 

Πολλάκις ανέκυπτε το θέμα πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο εντός της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια των εργασιών της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας με απόφαση της 27ης Μαρτίου 2007 ανέθεσε την εξέταση του θέματος στη Συνοδική Θεολογική Επιτροπή προκειμένου να εκπονηθεί η επίσημη θέση του Πατριαρχείου Μόσχας (Πρακτικά № 26). Εν τῳ μεταξύ στη συνεδρία της 13ης Οκτωβρίου 2007 της Μικτής Επιτροπής στη Ραβέννα, απουσίᾳ της αντιπροσωπείας της Ρωσικής Εκκλησίας και άνευ γνώμης αυτῆς, υιοθετήθη κείμενο υπό τον τίτλο «Εκκλησιολογικαί και κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας». Αφού εξέτασε το κείμενο της Ραβέννας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας δεν απεδέχθη το μέρος εκείνο, όπου γίνεται λόγος περί συνοδικότητας και πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εντός της Εκκλησίας. Εφόσον το κείμενο της Ραβέννας διακρίνει μεταξύ τριών επιπέδων εκκλησιαστικής διοικήσεως, δηλονότι του τοπικού, του επαρχιακού και του παγκοσμίου, η ως κάτω θέση του Πατριαρχείου Μόσχας περί πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εντός της Εκκλησίας εξετάζει το θέμα αυτό επίσης σε τρία επίπεδα.

1. Στην Αγία του Χριστού Εκκλησία το πρωτείο κατά πάντα ανήκει στην Κεφαλή της τον Κύριο και Σωτήρα ημών Ιησού Χιρστό, Υιό του Θεού και Υιό του Ανθρώπου. Κατά τον Άγιον Απόστολο Παύλο, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων (Κολ. 1,18).
Κατά την αποστολική διδασκαλία, ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῆς δόξης, ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις  ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι…καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ (Εφ. 1, 17-23).
Η Εκκλησία, ούσα επί της γης, δεν είναι μόνο η κοινωνία των εις Χριστόν πιστευόντων, αλλά και ο Θεανθρώπινος οργανισμός: Υμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους (Α΄Κορ. 12,27).
Συνεπώς, οι ποικίλες μορφές του πρωτείου στην Εκκλησία εν τῃ ιστορική της πορεία σε αυτό τον κόσμο, είναι επουσιώδεις σε σχέση με το αιώνιο πρωτείο του Χριστού ως Κεφαλής της Εκκλησίας, διά του Οποίου ο Θεός Πατήρ ἀποκαταλλάσσει τὰ πάντα εἰς αὐτόν, εἰρηνοποιών δι’ αὐτοῦ εἴτε τὰ ἐπὶ τῆς γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς (Κολ. 1,20). Το πρωτείο στην Εκκλησία πρέπει να είναι κυρίως διακονία καταλλαγής, αποβλέπουσα στη διασφάλιση της αρμονίας, συμφώνως προς τον Απόστολο, ο οποίος καλεί τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης (Εφ. 4,3).

2. Το πρωτείο όπως και η συνοδικότητα, στην εν τῳ αιώνι τούτῳ Εκκλησία του Χριστοῦ, είναι απο τις θεμελιώδεις αρχές της δομής  της. Σε διάφορα επίπεδα της υπάρξεως της Εκκλησίας το ιστορικώς διαμορφωθέν πρωτείο έχει διαφορετική φύση και διαφορετικές πηγές. Αυτά τα επίπεδα είναι: (1) η επισκοπή, (2) η Αυτοκέφαλος Τοπική Εκκλησία και (3) η ανά την Οικουμένη Εκκλησία.

(1) Σε επίπεδο της επισκοπής το πρωτείο ανήκει στον Επίσκοπο. Το πρωτείο του Επισκόπου στην ιδίαν αυτού επισκοπή έχει σταθερά θεολογικά και κανονικά ερείσματα, τα οποία ανάγονται στην εποχή της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας. Συμφώνως προς τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, τὸ Πνεῦμα  τὸ ῞Αγιον ἔθετο τους Επισκόπους ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος (Πραξ. 20,28). Η διά της χειροτονίας[1] μεταδιδόμενη αποστολική διαδοχή αποτελεί πηγή πρωτείου του Επισκόπου στην ιδίαν αυτού Επισκοπή.

Το επισκοπικό λειτούργημα είναι το εκ των ων ουκ άνευ θεμέλιο της Εκκλησίας: «Ο Επίσκοπος είναι εν τῃ Εκκλησίᾳ και η Εκκλησία είναι εν τῳ Επισκόπῳ  και όποιος δεν είναι μεθ΄ Επισκόπου ευρίσκεται εκτός Εκκλησίας» (ιερομάρ. Κυπριανού Καρθαγένης[2]). Ο ιερομάρτυς Ιγνάτιος ο Θεοφόρος παρομοιάζει το πρωτείο του Επισκόπου εν τῃ Επισκοπή αυτοῦ με την ηγεμονία του Θεού: «Παραινῶ, ἐν ὁμονοίᾳ θεοῦ σπουδάζετε πάντα πράσσειν, προκαθημένου τοῦ ἐπισκόπου εἰς τόπον θεοῦ καὶ τῶν πρεσβυτέρων εἰς τόπον συνεδρίου τῶν ἀποστόλων, καὶ τῶν διακόνων τῶν ἐμοὶ γλυκυτάτων πεπιστευμένων διακονίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃς πρὸ αἰώνων παρὰ πατρὶ ἦν καὶ ἐν τέλει ἐφάνη» (Προς Μαγνησιείς, ΣΤ΄).
Εν τῃ εκκλησιαστική αυτοῦ περιοχή ο Επίσκοπος κατέχει την πληρότητα της μυστηριακής, της διοικητικής και της διδακτικής αυθεντίας. Διδάσκει ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος: «Μηδεὶς χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου τι πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν ἐκκλησίαν. ἐκείνη· βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ ἐπίσκοπον οὖσα ἢ ᾧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψῃ…οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν οὔτε ἀγάπην ποιεῖν· ἀλλ ̓ ὃ ἂν ἐκεῖνος δοκιμάσῃ, τοῦτο καὶ τῷ· θεῷ· εὐάρεστον, ἵνα ἀσφαλὲς ᾖ καὶ βέβαιον πᾶν ὃ πράσσετε (Προς Σμυρναίους Η΄).

Εν τῃ Ευχαριστίᾳ με τον πλέον έντονο τρόπο φανερούται η μυστηριακή αυθεντία του Επισκόπου. Εν τῃ τελέσει αυτής ο Επίσκοπος είναι εικών του Χριστού, εκπροσωπών μεν την Εκκλησία των πιστών ενώπιον του Θεού και Πατρός, και ευλογών δε τους πιστούς και ανατρέφων αυτούς δι΄αληθινού πνευματικού βρώματος και πόματος του Μυστηρίου της Ευχαριστίας. Ως κεφαλή της επισκοπής του ο Επίσκοπος προΐσταται του συλλείτουργου, χειροτονεί και διορίζει κληρικούς σε εκκλησιαστκές ενορίες, παρέχων άδεια διά την τέλεση της Ευχαριστίας και λοιπών Μυστηρίων και ιεροπραξιών.

Η διοικητική αυθεντία του Επισκόπου εκδηλούται στην υποταγή σε αυτόν των κληρικών, των μοναχών και των λαϊκών της επισκοπής, των ενοριών και των Ιερών Μονών (εκτός σταυροπηγιακών) καθώς και των διαφόρων ιδρυμάτων της επισκοπής (εκπαιδευτικών, φιλανθρωπικών κλπ.). Ο Επίσκοπος είναι εκείνος ο οποίος εκδικάζει υποθέσεις εκκλησιαστικών παραβάσεων. Οι Αποστολικοί Κανόνες αναφέρουν: «Πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὁ ἐπίσκοπος ἐχέτω τὴν φροντίδα, καὶ διοικείτω αὐτά» (Κανών ΛΗ΄), «Οἱ πρεσβύτεροι, καὶ οἱ διάκονοι, ἄνευ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου μηδὲν ἐπιτελείτωσαν· αὐτὸς γὰρ ἐστὶν ὁ πεπιστευμένος τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, καὶ τὸν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος» (Κανών ΛΘ΄).

(2) Σε επίπεδο της Τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας το πρωτείο ανήκει στον Επίσκοπο, ο οποίος εκλέγεται Προκαθήμενος της Τοπικής Εκκλησίας υπό της Συνόδου των Επισκόπων αυτής[3]. Συνεπῶς, η εκλογή υπό της εχούσης την πληρότητα της εκκλησιαστικής αυθεντίας Συνελεύσεως (ή της Ιεράς Συνόδου)  του πρώτου Επισκόπου αποτελεί πηγή πρωτείου σε επίπεδο της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Το πρωτείο αυτό έχει σταθερά κανονικά ερείσματα, τα οποία ανάγονται στην εποχή των Οικουμενικών Συνόδων.
Η αυθεντία του Προκαθημένου σε μια Τοπική Αυτοκέφαλο Εκκλησία διαφέρει από την αυθεντία του Επισκόπου στην εκκλησιαστική του περιοχή: πρόκειται για την αυθεντία του πρώτου μεταξύ ίσων Επισκόπων. Ασκεί τη διακονία του πρώτου συμφώνως προς την κοινή κανονική παράδοση της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ’ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα».

Οι αρμοδιότητες του Προκαθημένου της Τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας καθορίζονται από τη Συνέλευση (Σύνοδο) και κατοχυρώνονται στον Καταστατικό Χάρτη. Ο Προκαθήμενος της Τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας είναι Πρόεδρος της Συνελεύσεως (ή της Συνόδου) αυτής. Τοιουτοτρόπως ο Προκαθήμενος εν τῃ Τοπική Αυτοκεφάλῳ Εκκλησία δεν έχει τη μονοπρόσωπη εξουσία, αλλά τη διοικεί συνοδικώς σε συνεργασία με τους υπόλοιπους Επισκόπους[4].

(3) Σε επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας ως κοινότητας των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, διά της κοινής ομολογίας πίστεως ενωμένων  εν μία οικογενείᾳ και τελούντων εν τῃ μυστηριακή μετ΄αλλήλων κοινωνίᾳ, το πρωτείο καθορίζεται συμφώνως προς την παράδοση των Ιερών Διπτύχων και ειναι πρωτείο τιμής. Η παράδοση αυτή ανάγεται στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων (Γ΄ της Β΄ Οικουμενικής, ΚΗ΄ της Δ΄ Οικουμενικής και ΛΣΤ΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής) και επιβεβαιούται κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας από τις πράξεις των Συνόδων των επιμέρους Τοπικών Εκκλησιών καθώς και από τη λειτουργική πράξη της μνημονεύσεως των Προκαθημένων των λοιπών κατά τόπους Εκκλησιών από τον Προκαθήμενο εκάστης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας συμφώνως προς την κατάταξή των στα Ιερά Δίπτυχα.

Άλλαζε η κατάταξη αυτή κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Την πρώτη χιλιετία της εκκλησιαστικής ιστορίας το πρωτείο τιμής ανήκε στο θρόνο της Ρώμης[5]. Μετά τη διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως το δεύτερο ήμισυ του ΙΑ΄ αιώνος τα πρωτεία στην Ορθόδοξη Εκκλησία περιήλθαν στον επόμενο κατά σειρά Ιερών Διπτύχων θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Έκτοτε έως και σήμερα τα πρωτεία τιμής σε παγκόσμιο επίπεδο στην Ορθόδοξη Εκκλησία ανήκουν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως πρώτο μεταξύ ίσων Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Σε επίπεδο της ανά την Οικουμένη Εκκλησίας είναι η παγιωθείσα στα Ιερά Δίπτυχα και αναγνωρισμένη υφ’όλων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιῶν κανονική παράδοση της Εκκλησίας η οποία αποτελεί πηγή πρωτείου τιμής. Το περιεχόμενο του πρωτείου τιμής σε παγκόσμιο επίπεδο δεν καθορίζεται από τους κανόνες των Οικουμενικών ή Τοπικών Συνόδων. Οι κανόνες επί των οποίων στηριζονται τα Ιερά Διπτυχα, δεν παρέχουν σε πρώτο (ο οποίος την εποχή των Οικουμενικών Συνόδων ήταν Επίσκοπος Ρώμης) κάποιες εξουσιαστικές αρμοδιότητες εντός πλαισίων της καθόλου Εκκλησίας[6].

Οι εκκλησιολογικές αλλοιώσεις, διά των οποίων στον πρώτο επί του παγκοσμίου επιπέδου αποδίδονται διοικητικές λειτουργίες, χαρακτηριστικές του πρώτου σε υπόλοιπα επίπεδα της εκκλησιαστικής οργανώσεως, στην πολεμική φιλολογία της δευτέρας χιλιετίας απέκτησαν την ονομασία του «Παπισμού».

3. Επειδή είναι διαφορετική η φύση του πρωτείου σε διάφορα επίπεδα της εκκλησιαστικής δομής (σε τοπικό, σε επαρχιακό και σε παγκόσμιο), δεν ταυτίζονται οι λειτουργίες του πρώτου σε διάφορα επίπεδα και είναι αδύνατο να μεταφερθούν από ένα επίπεδο σε άλλο.

Η μεταφορά των λειτουργιών του πρώτου από το επίπεδο επισκοπής σε παγκόσμιο επίπεδο, επί της ουσίας σημαίνει την αναγνώριση ενός ιδιαίτερου είδους λειτουργήματος, δηλονότι εκείνου του «Παγκοσμίου Αρχιερέως», ο οποίος κατέχει την πληρότητα της διδακτικής και διοικητικής αυθεντίας στην ανά την Οικουμενική Εκκλησία. Η αναγνώριση τοιαύτη διά της καταργήσεως της μυστηριακής ισότητος των Επισκόπων, συνεπάγεται την εμφάνιση μιας δικαιοδοσίας του Παγκοσμίου Πρωθιεράρχου, την οποία ούτε οι ιεροί κανόνες  δεν αναφέρουν, αλλά ούτε η αγιοπατερική Παράδοση, και η οποία ως αποτέλεσμα έχει την ελάττωση ή ακόμα την άρση του αυτοκεφάλου των κατά τόπους Εκκλησιών.

Με τη σειρά της διά της επεκτάσεως σε παγκόσμιο επίπεδο[7] αυτού του πρωτείου, το οποίο είναι χαρακτηριστικό του  Προκαθημένου μιας Αυτοκεφάλου τοπικής Εκκλησίας (συμφώνως  προς τον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα), στον πρώτο εν τῃ ανά την Οικουμένη Εκκλησίᾳ θα παρέχονταν ειδικές αρμοδιότητες ανεξαρτήτως της εξασφαλίσεως επί τούτῳ συγκαταθέσεως των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Τοιαύτη η μεταφορά της κατανόησης της φύσεως του πρωτείου από το επαρχιακό σε παγκόσμιο επίπεδο θα ήθελε και τη σχετική  μεταφορά της διαδικασίας εκλογής του πρώτου Επισκόπου σε παγκόσμιο επίπεδο, πράγμα το οποίο θα συνεπάγετο την καταπάτηση του δικαιώματος της πρωτόθρονης Αυτοκεφάλου τοπικής Εκκλησίας όπως εκλέγει ελευθέρως τον Προκαθήμενό της.

4. Ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός προειδοποιούσε τους μαθητές του κατά της φιλαρχίας (πρβλ. Ματθ. 20, 25-28). Η Εκκλησία ήταν πάντα αντίθετη  στις αλλοιωμένες αντιλήψεις περί πρωτείου, οι οποίες από την αρχαιότητα διείσδυαν στην εκκλησιαστική ζωή[8]. Στους όρους των Συνόδων και τα αγιοπατερικά κείμενα αποδοκιμάζονταν οι καταχρήσεις εξουσίας[9].

Οι πρώτοι ως προς την τιμήν στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία Επίσκοποι Ρώμης, από απόψεως των Εκκλησιών της Ανατολής, πάντα ήταν Πατριάρχες της Δύσεως, δηλονότι Προκαθήμενοι της τοπικής Εκκλησίας της Δύσεως. Καίτοι από την πρώτη ήδη χιλιετία της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Δύση άρχισε να διαμορφούται το δόγμα περι ειδικής, θείας προελεύσεως, διδακτικής και διοικητικής αυθεντίας του Επισκόπου Ρώμης, η οποία επεκτεινόταν εφ΄όλης της ανά την  Οικουμένη Εκκλησίας.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία απέρριψε τη διδασκαλία της Εκκλησίας της Ρώμης περί του παπικού πρωτείου και της θείας προελεύσεως αυθεντίας του πρώτου ανά την Οικουμένη Εκκλησία Επισκόπου. Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι πάντα επέμειναν στο ότι η Εκκλησία της Ρώμης ήταν μια από τις κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και δεν είχε δικαίωμα επεκτάσεως της δικαιοδοσίας της επί των εδαφών των λοιπών κατά τόπους Εκκλησιών. Επίσης θεωρούσαν ότι το πρωτείο τιμής των Επισκόπων Ρώμης είναι ένας ανθρώπινος και όχι θεϊκός θεσμός[10].

Κατά τη διάρκεια όλης της δευτέρας χιλιετίας έως και τις ημέρες μας η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρούσε εκείνη τη διοικητική δομή, η οποία ήταν χαρακτηριστική της Ανατολικής Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας. Εντός πλαισίων αυτής της δομής η εκάστη τοπική Αυτοκέφαλος Εκκλησία, εν τῃ δογματική, τῃ κανονική και τῃ ευχαριστιακή ενότητι προς τις λοιπές τοπικές Εκκλησίες ούσα, είναι διοικητικά αυτοτελής. Δεν υπάρχει ούτε υπήρχε ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένα ενιαίο διοικητικό κέντρο σε παγκόσμιο επιπεδο.
Αντίθετα, στη Δύση η εξέλιξη της διδασκαλίας περί ειδικής εξουσίας του Επισκόπου Ρώμης, συμφώνως προς την οποία η ύπατη εξουσία στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία ανήκει στον Επίσκοπο Ρώμης ως διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου και επί της γης επίτροπο του Χριστού, οδήγησε στη διαμόρφωση ενός εντελώς διαφορετικού προτύπου διοικήσεως της Εκκλησίας με ένα ενιαίο οικουμενικό κέντρο τη Ρώμη[11].

Συμφώνως προς τα δυο διαφορετικά πρότυπα της εκκλησιαστικής δομής, διαφορετικώς παρουσιάζονταν και οι προϋποθέσεις διά την αναγνώριση κανονικότητας μιας εκκλησιαστικής κοινότητας. Ως απαραίτητη προϋπόθεση της κανονικότητας η Ρωμαιοκαθολική παράδοση θέλει την ευχαριστιακή ενότητα της α΄ ή της β΄ εκκλησιαστικής κοινότητας μετά του θρόνου της Ρώμης. Στην Ορθόδοξη παράδοση κανονική θεωρείται εκείνη η κοινότητα, η οποία αποτελεί μέρος μιας τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας και δι΄αυτού ευρίσκεται εν ευχαριστιακή ενότητι προς τις λοιπές κανονικές κατά τόπους Εκκλησίες.

Ως γνωστόν, οι προσπάθειες επιβολής του δυτικού προτύπου της διοικητικής δομής στην Εκκλησία της Ανατολής πάντα εύρισκαν αντίσταση στην Ορθόδοξη Ανατολή. Αυτή αποτυπώθηκε στα εκκλησιαστικά κείμενα[12] και την πολεμική φιλολογία, που στρέφονταν κατά του Παπισμού και αποτελούν μέρος της Παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

5. Το πρωτείο στην ανά την Οικουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία, το οποίο από την ίδια τη φύση του αποτελεί πρωτείο τιμής και όχι εξουσίας, έχει μεγάλη σημασία διά την Ορθόδοξη μαρτυρία στο σύγχρονο κόσμο.
Η Πατριαρχική Καθέδρα της Κωνσταντινουπόλεως έχει πρωτεία τιμής επί τη βάσει των Ιερών Διπτύχων, τα οποία αναγνωρίζονται υφ΄όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιῶν. Το περιεχόμενο δε αυτού του πρωτείο καθορίζει η συναίνεση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία εκφράζεται ειδικώς στις Διορθόδοξες Διασκέψεις επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας[13].

Ασκών το πρωτείο του ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως δύναται να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες διορθοδόξου και διαχριστιανικού εμβελείας και επίσης εκ μέρους του Ορθοδόξου πληρώματος να αποτείνεται στον έξω κόσμο, εξασφαλισθείσης επί τούτῳ της εξουσιοδοτήσεως υφ΄όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιῶν.

6. Το πρωτείο στην Εκκλησία του Χριστού καλείται να υπηρετεί την πνευματική ενότητα των μελών της και τη διευθέτηση της ζωής, διότι οὐ γὰρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλὰ εἰρήνης (Α Κορ. 14,33). Η διακονία του πρώτου εν τῃ Εκκλησίᾳ, ξένη προς την κοσμική φιλαρχία, έχει σκοπό την οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι… οἱ πάντες…ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα…κατ’ ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ (Εφ. 4, 12-16).

[1] Η οποία περιλαμβάνει την εκλογή, την επίθεση των χειρών και την αποδοχή εκ μέρους της Εκκλησίας.
[2] Ep. 69,8.PL 4, 406 A (στη ρωσική μετάφραση είναι η Επιστολή 54)
[3] Κατά κανόνα, ο πρώτος Επίσκοπος προΐσταται του κυριότερου (πρώτου) θρόνου στο κανονικό έδαφος εκάστης Εκκλησίας.
[4] Οι κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τις σύνθετες εκκλησιαστικές οντότητες, λ.χ. εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας υπάρχουν Αυτόνομες και Αυτοδιοίκητες Εκκλησίες, Μητροπολιτικές Περιφέρειες, Εξαρχάτα και Ιερές Μητροπόλεις. Εκάστη εξ αυτών έχει την ιδίαν μορφή του πρωτείου, η οποία καθορίζεται από την Τοπική Κληρικολαϊκή Σύναξη και αποτυπούται στον Καταστατικό Χάρτη.
[5]Περί πρωτείο τιμής του θρόνου της Ρώμης και της δευτερείας του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως ομιλεί ο Γ΄ Κανών της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Τὸν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ῥώμης ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην». Ο ΚΗ΄ Κανών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου διευκρινίζων τον ως άνω κανόνα, επικαλείται την κανονική αιτία, επί της οποίας στηρίζονται τα πρωτεία τιμής Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως: «Καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα. Καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῶ κινούμενοι οἱ ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ῥώμης ἁγιωτάτω θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τὴν βασιλείᾳ καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ῥώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ ἐκείνην ὑπάρχουσαν»
[6] Υπάρχουν κανόνες, στους οποίους στην πολεμική φιλολογία καταφεύγουν για να δικαιολογήσουν τα δικαστικά προνόμοια του πρώτου θρόνου της Ρώμης: πρόκειται για τους Δ΄και Ε΄ κανόνες της εν Σαρδική Συνόδου (343 μ.Χ.). Εν τῳ μεταξύ δεν αναφέρουν οι κανόνες αυτοί ότι το δικαίωμα της έδρας της Ρώμης όπως δέχεται προσφυγές ισχύει και δι΄όλη την ανά την Οικουμένη Εκκλησία. Από το σώμα των Ιερών κανόνων γνωρίζουμε ότι ακόμα και στη Δύση δεν ήσαν απεριόριστα τα δικαιώματα αυτά. Έτσι ακόμα η εν Καρθαγένῃ Σύνοδος του 256 μ.Χ., προεδρεύοντος του Αγίου Κυπριανού Καρθαγένης, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη στις περί πρωτείου αξιώσεις της Ρώμης όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ των Επισκόπων: «Ουδείς από μας πρέπει να καταστήσει τον εαυτό του Επίσκοπο των Επισκόπων, ούτε με τυραννικές απειλές να καταναγκάζει τους συναδέλφους του σε υποταγή, διότι ο έκαστος Επίσκοπος λόγω ελευθερίας και εξουσίας που απολαμβάνει, έχει δικαίωμα ιδίας του επιλογής, και ούτε δυνατόν είναι να δικάζεται υπό του άλλου, ούτε και ο  ίδιος να δικάζει τον άλλο, αλλά όλοι μας ας αναμένουμε την κρίση τυ Κυρίου ημῶν Ιησού  Χριστού, ο Οποίος μόνος έχει την εξουσία να μας τοποθετήσει να διοικούμε την Εκκλησία Του και να κρίνει τις πράξεις μας» (Sententiae episcoporum, PL, 3, 1085 C; 1053-1054A). Περί αυτών επίσης μιλάει η Επιστολή της ἐν Ἀφρικῇ Συνόδου πρὸς Κελεστῖνον τὸν πάπαν, τῆς Ῥωμαίων πόλεως ἐπίσκοπον (424 μ.Χ.), την οποία περιλαμβάνουν όλες οι έγκυρες εκδόσεις του σώματος των Ι. Κανόνων, π.χ. το Πηδάλιον, ως μέρος των Ιερών Κανώνων της εν Καρθαγένῃ Συνόδου. Διά της Επιστολής αυτής η Σύνοδος απορρίπτει το δικαίωμα του Πάπα Ρώμης όπως δέχεται προσφυγές κατά των δικαστικών αποφάσεων της εν Αφρική Συνόδου Επισκόπων: «ἱκετεύομεν, ἵνα τοῦ λοιποῦ πρὸς τὰς ὑμετέρας ἀκοὰς τοὺς ἐντεῦθεν παραγινομένους εὐχερῶς μὴ προσδέχησθε, μηδὲ τοὺς παρ᾽ ἡμῶν ἀποκοινωνητέους, εἰς κοινωνίαν τοῦ λοιποῦ θελήσητε δέξασθαι…». Ο ΡΕ΄ Κανών της εν Καρθαγένη Συνόδου περιλαμβάνει απαγόρευση ασκήσεως προσφυγής στις Εκκλησίες των υπερπόντιων χωρῶν, πράγμα το οποίο εν πάση περιπτώσει υπονοεί επίσης και τη Ρώμη: «Ὁστισδήποτε μὴ κοινωνῶν ἐν τῇ Ἀφρικῇ, εἰς τὰ περαματικὰ πρὸς τὸ κοινωνεῖν ὑφερπύσει, τὴν ζημίαν τῆς κληρώσεως ἀναδέξεται».
[7] Όπως τυγχάνει γνωστόν, ουδείς κανόνας υπάρχει, ο οποίος να δικαιολογούσε τοιαύτη την πράξη.
[8] Ήδη στους αποστολικούς χρόνους στην Επιστολή του ο Άγιος Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος αποδοκίμασε τον φιλοπρωτεύοντα Διοτρεφή (Γ΄ Ιω. 1,9).
[9] Ούτως η Γ΄Οικουμενική Σύνοδος υπερασπιζόμενος το δικαίωμα αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Κύπρου διά του Η΄ Κανόνα της θέσπισε: «ἔξουσι τὸ ἀνεπηρέαστον καὶ ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν, τῶν κατὰ τὴν Κύπρον, προεστῶτες, κατὰ τοὺς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων, καὶ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ ἑαυτῶν τὰς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι· τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων διοικήσεων, καὶ τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται· ὥστε μηδένα τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ, ἢ γοῦν τῶν πρὸ αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν ἀλλ᾿ εἰ καί τις κατέλαβε, καὶ ὑφ´ἑαυτὸν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι· ἵνα μὴ τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται, μηδὲ λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν κατὰ μικρὸν ἀπολέσαντες, ἣν ἡμῖν ἐδωρήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πάντων ἀνθρώπων ἐλευθερωτής».
[10] Έτσι κατά τον ΙΓ΄ αιώνα ο Άγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως έγραφε: «Υπάρχουν πέντε Πατριαρχεία με καθορισμένα δια τον καθένα όρια, και εν τω μεταξύ τα τελευταία χρόνια  ανάμεσά τους εδημιουργήθη σχίσμα, αρχή της οποίας έθεσε μια τολμηρά χειρ, η οποία επιζητεί υπεροχή και κυριαρχία εν τῃ Εκκλησίᾳ. Η Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός, ενῶ κάθε αξίωση πρωτείου είναι αντίθετη με τη διδασκαλία Του» (παρατίθεται από το I.I.Sokolov Lektsii po istorii Greko-Vostochnoi Tserkvi, S-Pb, 2005, σελ. 129).
Κατά τον ΙΔ΄ αιώνα ο Νείλος Καβάσιλας Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Δύο γάρ περῖ τὸν πάππαν θεωρουμένων, τό τε είναι Ρώμης ἐπίσκοπον…καῖ ἔτι τὸ πρῶτον [ως προς την τιμή] είναι των άλλων επισκόπων. Το μεν παρά του Πέτρου έχει λαβών, το είναι Ρώμης επίσκοπος, το δε, παρά των μακαρίων Πατέρων, και των ευσεβών βασιλέων, πολλοίς χρόνοις ύστερον, διά το δίκαιο είναι και τα εκκλησιαστικά υπό τάξιν τελείν» (De primate papae, PG 149, 701 CD).
Ακολουθών τους βυζαντινούς θεολόγους των ΙΓ΄- ΙΔ΄ αιώνων ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος δηλοί: «Όλοι εμείς, ως Ορθόδοξοι… είμαστε πεπεισμένοι ότι κατά την πρώτη χιλιετία της ιστορίας της Εκκλησίας, την εποχή της αδιαιρέτου Εκκλησίας, ανεγνωρίζετο το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης, του Πάπα. Όμως το πρωτείο εκείνο ήταν πρωτείο τιμής και αγάπης χωρίς να είναι νομική κυριαρχία εφ΄όλης της χριστιανικής Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη θεολογία μας, αυτό το πρωτείο είναι ανθρώπινου χαρακτήρος και θεσπίσθηκε λόγῳ ανάγκης να έχουν οι Εκκλησίες την κεφαλή και το συντονιστικό κέντρο» (απόσπασμα της συνεντεύξεως στα Βουλγαρικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τον Νοέμβριο 2007).
[11] Οι διαφορές στην εκκλησιαστική οργάνωση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν παρατηρούνται μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και σε επαρχιακό και σε τοπικό.
[12] Στην Εγκύκλιο τους (1848) οι Πατριάρχες της Ανατολής επικρίνουν την μετατροπή του υπό των Επισκόπων Ρώμης πρωτείου τιμής σε κυριαρχία εφ΄όλης της Οικουμενικής Εκκλησίας: «αυτό το πρωτείον… εξ αδελφικού τύπου και πρεσβείου ιεραρχικού εις κυριαρχικόν μεταπεπτωκός» (αρθ. ΙΓ΄). Όπως αναφέρει η Εγκύκλιος, το αξίωμα της Εκκλησίας της Ρώμης, «ου κυριαρχικόν, ούτε μην διαιτητικόν, όπερ ουδ’ αυτός ο μακάριος Πέτρος ουδέποτε εκπληρώσατο, αλλ’ αδελφικόν τυγχάνει πρεσβείον εν τη Καθολική Εκκλησία και γέρας απονεμηθέν τοις Πάπαις δια το μεγαλώνυμον και πρεσβείον της πόλεως» (αρθ. ΙΓ΄).
[13] Βλ. λ.χ. την Απόφαση της Δ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1968), π.6,7, και τον Κανονισμό Λειτουργίας Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων (1986) αρ.2,13.
 

Πέμπτη, Ιουνίου 06, 2013

ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ - ΑΘΗΝΑΣ - ΑΘΩΝΑ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ Του Παναγιώτη Τελεβάντου








Διαβάσαμε στο ιστολόγιο “Θρησκευτικά”ένα εξαιρετικό, - από κάθε άποψη - άρθρο, του έγκυρου αναλυτή κ. Γ. Παπαθανασόπουλου, που επιγράφεται“Από την Αθήνα ανταλλαγή «μηνυμάτων» Φαναρίου - Μόσχας”!

Θέλω να ευχαριστήσω εκ βάθους καρδίας τον κ. Παπαθανασόπουλο επειδή παρακολουθεί τις εξελίξεις τόσο προσεκτικά και μας καθιστά κοινωνούς πολλών πραγμάτων που διαφορετικά δεν θα υπέπιπταν στην αντίληψή μας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Παπαθανασόπουλος απέδειξε ότι γνωρίζει ανθρώπους και καταστάσεις στο εκκλησιαστικό παρασκήνιο, έχει πρόσβαση στις πηγές των πληροφοριών και έχει προπαντός την ικανότητα να αναλύει με θεολογική επάρκεια τα εκκλησιαστικά γεγονότα.

Θλιβερός πάντως είναι ο απολογισμός της επίσκεψης του Πατριάρχη Κύριλλου στην Ελλάδα και στο Αγιον Ορος. 

Αντί να αναδειχθεί η αγάπη και η ομόνοια των δύο Εκκλησιών και των δύο ομόδοξων λαών, η πατριαρχική “ειρηνική επίσκεψη”επισκιάστηκε από τις διαμάχες για το"πρωτείο" στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τις κοσμικές και εθνοφυλετικές φιλοδοξίες.

Προσευχόμαστε ο Αγιος Θεός να χαρίσει καλύτερες μέρες στις σχέσεις των αδελφών Ορθόδοξων Εκκλησιών, οι οποίες να εδράζονται στην κοινή πίστη και παράδοση, αλλά και στα κοινά συμφέροντα που μας ενώνουν.

Αναφέρει ο κ. Παπαθανασόπουλος:

“Παιχνίδι για γερό σκακιστή στην εκκλησιαστική διπλωματία εξελίχθηκε η επίσκεψη του Πατριάρχου Μόσχας κ. Κυρίλλου στην Αθήνα και συνεχίζεται στο Άγιον Όρος. Πίσω από τις διπλωματικές ευγένειες, την επίδοση των παρασήμων και τους τυπικούς λόγους αβροφροσύνης Φανάρι και Μόσχα αντάλλαξαν «μηνύματα». 

Το Φανάρι, σε συνεργασία με την Κυβέρνηση της Ελλάδος και σε συνεννόηση με την Ελλαδική Εκκλησία, υποβάθμισε την επίσκεψη στα όρια της διπλωματικής ευγένειας.

Περιορισμένη χρονικά η επίσκεψη, μόνο τρεις περίπου ημέρες και μόνο στην Αθήνα. Επίσης υποτονικές έως ανύπαρκτες οι υποδοχές στα μέρη που πήγε και στα όρια της τυπικής«θερμότητας» οι συναντήσεις του. Ακόμη δεν οργανώθηκαν παρουσίες του Πατριάρχη της Μόσχας,  σε κάποιο Ίδρυμα, πλην της ΜΚΟ«Αποστολή», σε κάποιο Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα, ή σε κάποια εκδήλωση προς τιμήν του. Έγιναν μόνο οι απαραίτητες εθιμοτυπικές επισκέψεις, και κατ’ αυτές δεν υπήρξε χρόνος να μεταβεί ούτε στη Ρωσική Εκκλησία της οδού Φιλελλήνων...

Είναι χαρακτηριστικό ότι εκ μέρους της Κυβέρνησης τηρήθηκε αυστηρά  η εθιμοτυπία και προβλέφθηκε γεύμα, με εκπροσώπηση της από τον Υφυπουργό των Εξωτερικών. Στο γεύμα της Κυριακής, 2ας Ιουνίου, στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» ο πρέσβυς της Ρωσίας, πάλι κατά την εθιμοτυπία, δεν θα είχε τιμητική θέση στο πλάϊ του Πατριάρχη της Μόσχας, αλλά θα καθόταν μαζί με τους άλλους πρέσβεις που είχαν κληθεί και ήσαν από κράτη που οι λαοί τους είναι, στην πλειοψηφία τους, Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Από πλευράς Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Ρωσικής να συζητηθούν διμερώς και μεταξύ των δύο αντιπροσωπειών θέματα, που πανορθοδόξως συζητούνται από Επιτροπές, των οποίων επικεφαλής είναι εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι εκπρόσωποι της Ρωσικής Εκκλησίας ήθελαν να συζητηθούν θέματα όπως τα πρεσβεία των Ορθοδόξων Εκκλησιών, η εξέλιξη του Διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους άλλους ετεροδόξους Χριστιανούς και η τύχη των προκαταρκτικών της Πανορθοδόξου Συνόδου Συνδιασκέψεων. 

Ακόμη μετά την άφιξή του κ. Κυρίλλου και τη Δοξολογία στον Ιερό Ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου από τη Σύνοδο ήταν προγραμματισμένο άτυπο - «φιλικό» γεύμα στο εστιατόριο «Διόνυσος», απέναντι από την Ακρόπολη...

Γενικά το μήνυμα που εστάλη από το Φανάρι στον Πατριάρχη της Μόσχας είναι πως δεν τίθενται σε συζήτηση τα πρεσβεία τιμής του στην Ορθοδοξία και πως η Εκκλησία της Ελλάδος είναι υπό την επιρροή του και αυτό ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει.

Μηνύματα από το Φανάρι εστάλησαν και κατά την επίσκεψη του Πατριάρχου Μόσχας στο Άγιον Όρος.

Στην υποδοχή του ήταν παρών ο Μητροπολίτης Μιλήτου κ.  Απόστολος, ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, για να υπογραμμίσει την εκκλησιαστική του δικαιοδοσία στο Άγιον Όρος, κάτι που φάνηκε και από την προσφώνησή του. 

Επίσης ο Πρωτεπιστάτης της Ιεράς Κοινότητας, στη δική του προςφώνηση, σημείωσε με νόημα: «Ηγείσθε μιας Εκκλησίας, Μακαριώτατε, η οποία προήλθε από το Βυζάντιον και το ωμόφορον της Μητρός ημών Εκκλησίας, του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου, εις την οποίαν έχει την πνευματικήν αναφοράν του ο Ιερός Άθως και υπό την σκέπην του οποίου, ως νέα κιβωτός των ιστορικών και πνευματικών παραδόσεων, πορεύεται μέχρι σήμερον». 

Ακόμη και στην προσφώνηση το «Μακαριώτατε», έχει το νόημα του. Πλην του Οικουμενικού Πατριάρχου, που προσφωνείται «Παναγιώτατος», όλοι οι υπόλοιποι Πατριάρχες και Πρόεδροι των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών προσφωνούνται «Μακαριώτατοι». Ο Πατριάρχης Μόσχας θέλει να αποκαλείται «Αγιώτατος», όπως ο Πάπας.
         
Από την πλευρά του ο κ. Κύριλλος έστειλε το δικό του μήνυμα στην Εκκλησία της Ελλάδος και, κατ’ επέκταση, στο Φανάρι.

Πρώτον θέλησε να δείξει την ισχύν του. Με ιδιωτικά αεροπλάνα ήρθαν από τη Μόσχα ο ίδιος και η πολυπληθής συνοδεία του, μεταξύ των οποίων ικανός αριθμός ήταν οι άνδρες της προσωπικής του ασφαλείας, που περνούσαν και ήλεγχαν με ενοχλητική σχολαστικότητα τα μέρη στα οποία θα είχε παρουσία. 

Δεύτερον το βράδυ της άφιξής του επικαλέστηκε κόπωση και αρνήθηκε να παραβρεθεί στο άτυπο – «φιλικό»γεύμα στον Διόνυσο, υποδηλώνοντας τη δυσαρέσκειά του για το, κατά την άποψη του, κοσμικής αντίληψης γεύμα. 

Τρίτον δεν δέχθηκε να παραστεί στο γεύμα της Κυβέρνησης, με παρακαθήμενό του τον Υφυπουργό των Εξωτερικών, αντί του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως προβλέπει το πρωτόκολλο του Πατριαρχείου της Μόσχας. Σημειώνεται ότι για τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως η εθιμοτυπία του Υπουργείου των Εξωτερικών τηρεί αυτά που προβλέπονται σε αρχηγό κράτους, ενώ για τον Πατριάρχη Μόσχας ό, τι προβλέπεται για τους άλλους  Πατριάρχες και  Αρχιεπισκόπους. 

Τέταρτον ο πρέσβυς της Ρωσίας αρνήθηκε να παραστεί στο γεύμα της Κυριακής, 2 Ιουνίου, στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», γιατί δεν κάθησε τιμητικά δίπλα στον Πατριάρχη της Μόσχας. Πέμπτον ο κ. Κύριλλος δεν δέχθηκε να καταλύσει στο ξενοδοχείο «Ηλέκτρα Παλάς» της Θεσσαλονίκης, όπως προγραμμάτισε η Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά ζήτησε το «Μακεδονία Παλάς», όπου ιδιοκτήτης είναι ο Ποντιακής καταγωγής Ρώσος υπήκοος και φίλος του Ιβάν Σαββίδης, πρόεδρος και του ΠΑΟΚ.

Σημειώνεται ότι ο κ. Κύριλλος  σε κανένα μέρος των ομιλιών του δεν αναφέρθηκε στο Φανάρι. Αντίθετα εξύμνησε το διαχρονικό έργο της Εκκλησίας της Ελλάδος, σε σημείο που ήρθε σε αντίθεση με την ιστορική πραγματικότητα. 

Κατά την άφιξή του στην Αθήνα ο κ. Κύριλλος  και στη δήλωση του προς τον ελληνικό και ξένο Τύπο είπε μεταξύ των άλλων: «Πάντα έχω καλή διάθεση ερχόμενος στην Ελλάδα. Πάτησα στο έδαφος μιας Ορθοδόξου, φίλης χώρας, η οποία συνδέεται με τη Ρωσία και όλες τις χώρες της Αγίας Ρωσίας δια στενοτάτων  δεσμών, με ιστορία πλέον της μιας χιλιετίας. Από εδώ ήρθαν οι Άγιοι Ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος...Πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος της Ελλάδος στη χριστιανοποίηση της Ρωσίας, ενώ κατά τη μεταγενέστερη εποχή η Ρωσία διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην απελευθέρωση της Ελλάδος...Μας φέρνει κοντά ο κοινός μας αγώνας δια την ελευθερία και την ανεξαρτησία του Ελληνικού λαού»

Επίσης στην αντιφώνησή του προς τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, στην Ιερά Αρχιεπισκοπή, σημείωσε μεταξύ των άλλων: «Και οι δύο Εκκλησίες αποτελούν Εκκλησίες της πλειοψηφίας των κατοίκων. Και οι δύο Εκκλησίες διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στη διαφύλαξη των εθνών, στη διαμόρφωση της κρατικής υποστάσεως και γι’ αυτό διαχρονικώς επωμίζονται μεγάλη ευθύνη»

Και οι δύο αυτές επισημάνσεις μπορούν να θεωρηθούν αθώες και απλά επαινετικές προς την Εκκλησία της Ελλάδος, όμως μπορούν να ιδωθούν και κατ’ αντιδιαστολή προς την Φαναριώτικη πολιτική, κατά και μετά την Επανάσταση του 1821.

Ο κ. Κύριλλος δεν παρέλειψε να σημειώσει και την οικονομική βοήθεια που προσέφερε το Πατριαρχείο της Μόσχας στην Εκκλησία της Ελλάδος. 

Στο συλλείτουργο της Κυριακής, 2 Ιουνίου, τόνισε μεταξύ των άλλων: «Οι πιστοί της Εκκλησίας μας στην πλειοψηφία τους δεν έχουν οικονομική ευχέρεια, ωστόσο προσέφεραν τον οβολό τους προκειμένου να στηρίξουν τα έργα ελεημοσλυνης της αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος». Η σημείωση αυτή είναι πραγματική, αλλά έχει προεκτάσεις πολλές. Γενικά η Μόσχα έδειξε στην Αθήνα και στο Φανάρι τη δύναμή της, έστειλε τα μηνύματα που ήθελε και πρόβαλε  την  πεποίθηση, ότι το μέλλον της ανήκει για την απόκτηση της ηγεσίας στην Ορθοδοξία. 

Αλλά «άγνωστες οι βουλές του Κυρίου».

Τετάρτη, Απριλίου 03, 2013

ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΕΡΟΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

1Αλεξιπτωτιστές ιερείς για πρώτη φορά μετέφεραν αερομεταφερόμενο … ναό.
Το υπουργείο Άμυνας ανέφερε ότι, επειδή στο στρατό αυξάνεται χρόνο με το χρόνο ο αριθμός των ορθόδοξων νεοσύλλεκτων,επιβάλλεται η παρουσία ιερέα στις μονάδες, και η διεξαγωγή σε τακτικά διαστήματα λειτουργίας και Θείας Μετάληψης.

Το «πλοίο - Εκκλησία»

Η αερομεταφέρομενη εκκλησία μεταφέρθηκε για πρώτη φορά πρόσφατα στην περιφέρεια Ριαζάν, ακριβώς μετά την ολοκλήρωση διήμερης άσκησης της δύναμης αλεξιπτωτιστών. Η άσκηση άλλωστε, είχε αυτόν ακριβώς τον στόχο. Πώς να μεταφερθεί, να ρίξουν την εκκλησία από το αεροσκάφος και κατόπιν να τη στήσουν. Ο εκπρόσωπος των αερομεταφερόμενων δυνάμεων, συνταγματάρχης Αλεξάντρ Κουτσερένκο, ανέφερε ότι αρχικά πήδηξαν οι ιερείς του στρατού και στη συνέχεια ρίχτηκε με επιτυχία ο ναός. Όπως είπε, οι ιερείς πραγματοποίησαν δύο εκπαιδευτικά άλματα με αλεξίπτωτο από αεροσκάφος Antonov-2, και στη συνέχεια από ένα Iliyushin-76. Λίγο πρίν είχε αφεθεί από μεταγωγικό αεροσκάφος η πλατφόρμα με τον ναό. Στη συνέχεια, οι ιερείς μαζί με τους καταδρομείς τον συναρμολόγησαν επιτόπου.

Φουσκωτή … εκκλησία

Η κινητή εκκλησία, όπως σημειώνει το rbth.gr,  είναι μια μεγάλη φουσκωτή σκηνή σε ειδική πλατφόρμα-αλεξίπτωτο, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταφορά τεχνικών μέσων και άλλων στρατιωτικών φορτίων. Η σκηνή περιέχει εκκλησιαστικά σκεύη, όπως ιερό, εικόνες και άλλα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη Θεία Λειτουργία. Όλα τα σκεύη είναι συσκευασμένα σε αφρολέξ ώστε να μην σπάσει τίποτα. Οι εικόνες της δύναμης αλεξιπτωτιστών είναι και αυτές ειδικές για την περίσταση, φτιαγμένες δηλαδή από πλαστικοποιημένο ύφασμα.

Η μεταφορά του «ιπτάμενου» ναού έγινε χωρίς προβλήματα και σύμφωνα με τον σχεδιασμό. Ο Κουτσερένκο εξήγησε πως οι ιερείς μαζί με τους στρατιωτικούς έστησαν τον φορητό ναό επάνω στην πλατφόρμα -μια ρυμουλκούμενη καρότσα αυτοκινήτου- σε διάστημα 5-7 λεπτών. Το μέγεθος της σκηνής-εκκλησίας μπορεί να φτάνει από 8 ως τα 20 μέτρα.

Παπάδες με «πουλάδα»

Ο ιερέας Μιχαήλ Βασίλιεφ, υπεύθυνος του τομέα της δύναμης αλεξιπτωτιστών στο τμήμα της Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ΡΟΕ), που αφορά τη συνεργασία με τις Ενοπλες Δυνάμεις και τις αρχές ασφαλείας, ανέφερε ότι δέκα ιερωμένοι της ΡΟΕ πραγματοποιούν συστηματικά πτώσεις με αλεξίπτωτο. «Είναι και αυτός ένας τρόπος για να φτάσεις στο ποίμνιο, το οποίο αποτελούν οι καταδρομείς», εξήγησε ο πατήρ Μιχαήλ, και τόνισε ότι οι ιερείς λειτουργούν για το στρατό, βοηθώντας τους στρατιώτες «να παίρνουν δύναμη κατά την εκτέλεση του δύσκολου και επικίνδυνου έργου τους να υπηρετιούν την πατρίδα».

Σχέδια για τη δημιουργία αερομεταφερόμενων ορθοδόξων ναών για τη δύναμη αλεξιπτωτιστών υπήρξαν ήδη από τον Μάρτιο του 2012. Μεταξύ των άλλων, τον Φεβρουάριο του 2013 παρουσιάστηκε ένας φορητός ναός σε σασί οχήματος KamAz για τους αλεξιπτωτιστές του Ριαζάν. Κατά τον εκπρόσωπο του υπουργείου Αμύνης, Κουτσερένκο, οι ανάγκες για ιερείς στο στρατό αυξάνονται συνεχώς. Πόσο μάλλον, αφού ο αριθμός των νεοσύλλεκτων ορθοδόξων χριστιανών αυξάνεται κάθε χρόνο, φτάνοντας στις δυο τελευταίες ΕΣΣΟ το 90%.

Εκτός από τους ορθοδόξους, στον ρωσικό στρατό υπηρετούν και εκπρόσωποι άλλων θρησκειών, αλλά σύμφωνα με τον ιερέα Μ. Βασίλιεφ, από πλευράς μουσουλμάνων και ιουδαίων δεν έχει εκδηλωθεί έντονη ανάγκη για ναό. Όπως ανέφερε, για τους μουσουλμάνους και ιουδαίους ο ναός δεν είναι απαραίτητος καθώς αυτοί μπορούν να προσευχηθούν οπουδήποτε, έχοντας απλώς μαζί τους ένα χαλάκι. Ενώ για τους ορθοδόξους χριστιανούς η τέλεση της λατρείας και των μυστηρίων έχει την ιδιαιτερότητα ότι απαιτεί την ύπαρξη αρκετών συγκεκριμένων αντικειμένων. 
πηγή

Σάββατο, Μαΐου 26, 2012

ριακή των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου Ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας: Περίοδος αναδιοργανώσεως – Διοικητική αυτονομία και η θεωρία της Τρίτης Ρώμης



Ομ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών Βλάσιος Φειδάς
Η περίοδος αυτή της Ρωσικής Εκκλησίας χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή de facto ανεξαρτητοποίηση από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, μόνο ως προς την εκλογή μητροπολίτη Ρωσίας, αλλ’ όχι και ως προς την διοικητική της αναφορά. Η εκλογή κατά τη σχετική απόφαση της τοπικής συνόδου της Μόσχας (1459) θα μπορούσε να γίνεται «υπό του αγίου Πνεύματος, συμφώνως προς τους κανόνες των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων, και κατά τη διαταγή του Κυρίου μας, του μεγάλου ηγεμόνα Βασιλείου Βασίλιεβιτς ». Η απόδοση στον ηγεμόνα ουσιαστικής εξουσίας στην διαδικασία εκλογής του μητροπολίτη δεν διέθετε τα αναγκαία κανονικά ή εθιμικά ερείσματα, αλλά επηρέασε βαθύτατα τις εφεξής σχέσεις του τσάρου με την εκάστοτε κεφαλή της Εκκλησίας της Ρωσίας. Ωστόσο, η απόφαση αυτή συμπίπτει όχι μόνο προς τη διαίρεση της μητροπόλεως σε μητρόπολη της Μόσχας και μητρόπολη του Κιέβου, αλλά και προς την εντυπωσιακή ανάπτυξη της δυνάμεως της Πολιτείας. Έτσι, ο μεγάλος Ηγεμόνας των Ρώσων, μετά την απελευθέρωση της Ρωσίας από τους Μογγόλους (1462) και την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Τούρκους (1453), εμφανιζόταν πλέον ως ο μόνος ορθόδοξος βασιλιάς και προστάτης των ομοπίστων του.
Πράγματι, οι ηγεμόνες της Μόσχας, μετά τη νίκη του Δημητρίου Ντόνσκοϊ στο Κουλίκοβο (1380), παρουσιάσθηκαν ως και οι μόνοι ηγεμόνες της Ρωσίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να αναδιοργανώσουν και να αναπτύξουν το ρωσικό κράτος. Οι ηγεμόνες Ιβάν Γ΄(1462-1505) και Βασίλειος Γ΄ (1505-1533) πέτυχαν να υποτάξουν τις γειτονικές ηγεμονίες Ιαροσλάβ (1463), Ροστώβ (1474), Νόβγκοροντ (1478), Τβερ (1485), Βιάτκα, Πσκωφ (1510), Ριαζάν (1517), Νόβγκοροντ – Σέβερσκυ και Σταροντούμπ (1523). Έτσι ο Αλέξανδρος Γ΄ Ιαγγελόν, μετά από τους ατυχείς ρωσολιθουανικούς πολέμους (1492-1494, 1500- 1503, 1507, 1522), αναγκάσθηκε να παραχωρήση τις πόλεις Ντέσνα και Σόιγ (1503) και το Σμολένσκ (1522), ενώ ενωρίτερα αναγνώρισε στον Ιβάν Γ΄ τον τίτλο του ηγεμόνα «πασών» των Ρωσιών (1495). Η Χρυσή Ορδή των Ταρτάρων είχε ουσιαστικά διαλυθή από τις εσωτερικές της έριδες, αλλ’ ο νόμιμος χαν του Αστραχάν αναγκαζόταν πλέον να αμυνθή κατά των χαν της Κριμαίας, 5 ου Καζάν και του Κασσίμωφ, οι οποίοι ήσαν συνήθως σύμμαχοι της Μόσχας. Η τελευταία σπασμωδική προσπάθεια των Τατάρων να επιβάλουν στους Ρώσους την παλαιότερη φορολογία (1480) δεν είχε την αναγκαία στρατιωτική υποστήριξη και απέτυχε, ενώ η πλήρης εθνική ανεξαρτησία από κάθε ταταρική αξίωση επιβεβαιώθηκε οριστικώς.
Η συνειδητοποίηση της ανεξαρτησίας και η ανάπτυξη του Κράτους και η αφύπνιση της εθνικής συνειδήσεως των Ρώσων υπέθαλψαν έναν ιδιότυπο σωβινιστικό και θρησκευτικό φανατισμό. Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως και ο γάμος του τσάρου Ιβάν Γ΄ με τη Σοφία Παλαιολογίνα, ανεψιά του τελευταίου βασιλιά του Βυζαντίου (1472), τον οδήγησαν στην ιδέα ότι αυτός ήταν πλέον και ο νόμιμος κληρονόμος των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Στον θρησκευτικό τομέα η υπογραφή από τους εκπροσώπους της Μητρός Εκκλησίας της ενώσεως κατά τη σύνοδο Φερράρας -Φλωρεντίας (1438-1439) υπέθαλψε σκοπίμως την εσφαλμένη ιδέα, ότι δήθεν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξέπεσε από την ορθή πίστη, γι αυτό και η Μόσχα εμφανίσθηκε σε ορισμένους μοναστικούς κύκλους ως φύλακας της καθαρότητας της ορθόδοξης πίστεως ή ακόμη και, ως η νέα ελεύθερη απόρθητη πρωτεύουσα του ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου. Έτσι, ο μητροπολίτης Ζωσιμάς λ.χ. με την συνήθη εκκλησιαστική αμετροέπεια αποκαλούσε τον τσάρο Ιβάν Γ΄ «νέο αυτοκράτορα (τσάρο) Κωνσταντίνον της Νέας Κωνσταντινουπόλεως», ήτοι της Μόσχας.
Οι ευνόητες αυτές πνευματικές ζυμώσεις μεταξύ ορισμένων μοναστικών ή και λόγιων κύκλων της Ρωσίας αναπτύχθηκαν βεβαίως κατ’ αναφορά προς την πολιτική ιδεολογία του Βυζαντίου, εντός της οποίας είχε γαλουχηθή ο πολιτικός και εκκλησιαστικός βίος της Ρωσίας. Βεβαίως, η παρακμή και η πτώση του Βυζαντίου προκάλεσε μια γενικότερη κρίση στην όλη πολιτική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία είχε ως άξονα τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδεολογία και τη χριστιανική πίστη. Η υποταγή στους Τούρκους όλων σχεδόν των ορθοδόξων λαών, πλην της Ρωσίας, η οποία μόλις απελευθερώθηκε τότε από την μογγολική κυριαρχία, άφησε μετέωρη την πολιτική θεολογία της Εκκλησίας και ανενεργή τη ρωμαϊκή ιδέα, αφού το οθωμανικό κράτος ως αλλόθρησκο δεν νομιμοποιούσε την οποιαδήποτε διεκδίκηση διαδοχής του Βυζαντίου. Συνεπώς, η Ρωσία θα μπορούσε να καλλιεργήση μόνο από απόψεως πολιτικής ανάλογες διεκδικήσεις, αλλά δεν διέθετε τις καθιερωμένες εκκλησιαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες ήσαν αναγκαίες για την θεμελίωση της πολιτικής θεολογίας της αυτοκρατορικής ιδέας. Πράγματι, όχι μόνο δεν διέθετε κάποιον πατριαρχικό θρόνο ή εκκλησιαστική αυτοκεφαλία, αλλά υπαγόταν εκκλησιαστικώς υπό την κανονική διοικητική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Υπό το πνεύμα αυτό, κατανοείται πλήρως το γεγονός, ότι η λεγόμενη θεωρία της Τρίτης Ρώμης είχε πάντοτε ως πυρήνα κυρίως τον τσάρο και όχι την Εκκλησία της Ρωσίας, ενώ η Πρεσβυτέρα και η Νέα Ρώμη συνδύαζαν την απόλυτη έκφραση όχι μόνο της πολιτικής αλλά και της εκκλησιαστικής εξουσίας. Εντούτοις η θεωρία αυτή καλλιεργήθηκε σε ορισμένους μοναστικούς κύκλους. Το ρωσικό Χρονικό, το οποίο εμφανίσθηκε το 1512 και είχε ως πηγή τον βυζαντινό χρονογράφο Κωνσταντίνο Μανασσή, τόνιζε χαρακτηριστικά ότι μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453):« Ἐπειδή ὅλαι αἱ εὐσεβεῖς αὐτοκρατορίες τῆς Σερβίας, τῆς Βοσνίας, τῆς Ἀλβανίας και πολλῶν ἄλλων κατακτήθηκαν γιά τίς ἁμαρτίες μας καί κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ ἐρημώθηκαν καί ἐδουλώθηκαν στούς ἀπίστους Τούρκους, ἡ δική μας ὅμως γῆ τῆς Ρωσίας μέ τό θεῖο ἔλεος καί μέ τίς προσευχές τῆς Πανάγνου Θεομήτορος καί πάντων τῶν θαυματουργῶν ἁγίων αὐξάνει, νεάζει και ἀναπτύσσεται . Εἴθε ὁ φιλεύσπλαχνος Χριστός νά τῆς ἐπιτρέψη νά αὐξάνη, νά ἀναπτύσσεται καί νά ἐκτείνεται αἰωνίως ».
Ο μοναχός του Πσκωφ Φιλόθεος συνδέθηκε αμεσώτερα με την ανάπτυξη της θεωρίας της Τρίτης Ρώμης: «Είμαι ένας χωρικός, εξέμαθα ανάγνωση και γραφή, αλλά δεν μελέτησα τις λεπτολογίες των Ελλήνων. Δεν ανέγνωσα τους ρήτορες ή τους αστρονόμους, δεν γεννήθηκα και στην Αθήνα και δεν συζήτησα με τους σοφούς φιλοσόφους, αλλ’ ανέγνωσα τα βιβλία της αγίας πίστεως». Εν τούτοις ο μοναχός Φιλόθεος, μιλώντας περί του ρωσικού κράτους και του τσάρου, τόνιζε ότι αυτός «είναι ο μόνος χριστιανός τσάρος σε όλη την Οικουμένη. Αυτός κρατεί τα ηνία όλων των ιερών Θρόνων (των πρεσβυγενών Πατριαρχείων)» της αγίας Οικουμενικής Εκκλησίας, η οποία αντί να ευρίσκεται στη Ρώμη ή στην Κωνσταντινούπολη, ευρίσκεται στην θεοφρούρητη πόλη της Μόσχας…». Συνεπώς, ο τσάρος και όχι η Εκκλησία της Μόσχας προβάλλεται ως το κύριο και αποκλειστικό έρεισμα της θεωρίας, αφού «…η ψυχή των Ρωμαίων είναι αιχμάλωτη του διαβόλου ένεκα των αζύμων, ενώ, καίτοι οι Αγαρηνοί κατέλαβαν την Ελληνική αυτοκρατορία, δεν διέφθειραν την πίστη και δεν ανάγκασαν τους Έλληνες να αποστατήσουν. Έτσι, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία είναι ακατάλυτη, διότι η ρωμαϊκή εξουσία είναι σύμβολο του Κυρίου». Πράγματι, ο μοναχός Φιλόθεος, σε επιστολή του προς τον τσάρο Βασίλειο Ιβάνοβιτς, τονίζει ότι «η αρχαία Ρώμη εξέπεσε στην αίρεση του Απολιναρισμού . Οι Αγαρηνοί έσπασαν τις θύρες της δευτέρας Ρώμης με τους πελέκεις τους, αλλ’ η Τρίτη Ρώμη, η σύγχρονη…λάμπει ως ο ήλιος». Στη συνέχεια ο ηγεμόνας τονίζει ότι «δύο Ρώμαι έπεσαν, η Τρίτη ίσταται ορθή και δεν θα υπάρξη τετάρτη».
Είναι προφανές ότι η διαμόρφωση της θεωρίας της «Τρίτης Ρώμης» αναφέρεται κυρίως και αποκλειστικώς στην πολιτική και όχι βεβαίως στην εκκλησιαστική προοπτική της ρωμαϊκής ιδέας, γι αυτό και συνδέθηκε πάντοτε με τις ποικίλες αξιώσεις φιλοδόξων ηγεμόνων των ορθοδόξων λαών (Βουλγάρων, Σέρβων, Ρώσων κ.ά.) να μονιμοποιήσουν τις περιστασιακές διεκδικήσεις τους για την υποκατάσταση ή και τη διαδοχή του βυζαντινού αυτοκράτορα στην ηγεσία όλων των ορθοδόξων λαών τόσο πριν, όσο και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453). Η εκκλησιαστική προοπτική αγνοούσε το ανυπόστατο και το πλασματικό σχήμα «Πρώτη- Δευτέρα- Τρίτη Ρώμη» αντί του καθιερωμένου στην κανονική παράδοση και στη διαχρονική εκκλησιαστική πράξη σχήματος «Πρεσβυτέρα- Νέα Ρώμη», το οποίο παρέμεινε πάντοτε απαραβίαστο στις θεωρίες αυτές αφ’ ενός μεν γιατί ήταν θεωρητικώς και πρακτικώς αδύνατη η αμφισβήτησή του, αφού αυτή θα προσέκρουε σε αποφάσεις Οικουμενικών συνόδων και στην εκκλησιαστική συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε γιατί καμμία από τις συγκεκριμένες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν διέθετε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μια τέτοια αξίωση. Πράγματι, η εκκλησιαστική προοπτική της θεωρίας υπήρξε περιφερειακό και δορυφορικό στοιχείο της πολιτικής προοπτικής, αφού δεν υπήρχε η απαραίτητη προϋπόθεση, το κριτήριο της πατριαρχικής οργανώσεως της Εκκλησίας του συγκεκριμένου λαού, η οποία ήταν αναγκαία για τη δική της θεωρητική θεμελίωση και όχι βεβαίως για την αμφισβήτηση ή την ανατροπή της καθιερωμένης στην Ορθόδοξη Εκκλησία κανονικής τάξεως. Υπό την έννοια αυτή, τόσο η κύρια πολιτική, όσο και η παρεπόμενη εκκλησιαστική προοπτική της νεοφανούς θεωρίας της «Τρίτης Ρώμης» λειτουργούσαν πάντοτε κατ’ αναφορά προς το Οικουμενικό πατριαρχείο και τα πρεσβυγενή πατριαρχεία της Ανατολής, όπως αυτό επιβεβαιώθηκε λ.χ. όχι μόνο κατά την κρίση του πατριάρχη Ρωσίας Νίκωνα (1666), αλλά και κατά την κατάργηση του πατριαρχείου της Ρωσίας (1720) μετά από το σχετικό αίτημα του τσάρου Μ. Πέτρου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Είναι ευνόητο ότι για την προβολή των όποιων διεκδικήσεων της θεωρίας της Τρίτης Ρώμης αναγκαίες προϋποθέσεις ήσαν αφ’ ενός η κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αφ’ ετέρου δε η έκπτωση του Οικουμενικού πατριαρχείου στην αίρεση, επειδή μόνο έτσι θα παρεκάμπτοντο οι ανυπέρβλητες δυσχέρειες για την προώθηση της ιδέας. Η προϋπόθεση όμως της εκπτώσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην αίρεση δεν μπορούσε να επαληθευθή αντικειμενικά, αφού η Εκκλησία της Ρωσίας υπαγόταν επίσημα και αστασίαστα υπό την άμεση πνευματική εποπτεία του, γι αυτό και οι ιδέες των μοναχών, καίτοι δεν βρήκαν επίσημη εκκλησιαστική έκφραση, δεν δυσαρεστούσαν τους τσάρους της Ρωσίας. Το ζήτημα βεβαίως παρέμενε ανοικτό και προκαλούσε συζητήσεις στους μοναστικούς κύκλους, ενώ τροφοδοτούσε συνεχώς τόσο την κατά του Οικουμενικού πατριαρχείου πολεμική, όσο και το νοσηρό πνεύμα ενός άκρατου συντηρητισμού ή και μιας ανθελληνικής μισαλλοδοξίας ορισμένων μοναστικών τάσεων, όπως θα δούμε στην περίπτωση Μάξιμου του Γραικού. Η θεωρία λοιπόν της «Τρίτης Ρώμης», όπως διατυπώθηκε ανεπίσημα στα ανωτέρω κύρια και σε άλλα σχετικά κείμενα, εκφράζει τόσο την αφύπνιση της εθνικής συνειδήσεως της Ρωσίας, όσο και την επίδρασή της στην ορθόδοξη αυτοσυνειδησία της. Εν τούτοις, η θεωρία δεν βρήκε ευρεία απήχηση στην πίστη του λαού και στην πράξη της Εκκλησία της Ρωσίας, επειδή και το ρωσικό κράτος δεν είχε ακόμη διαμορφώσει μία δική του αυτοδύναμη θρησκευτική αυτοσυνειδησία (1) .
Αναμφιβόλως, η θεωρία αυτή απετέλεσε το υπόβαθρο της ρωσικής υπερηφάνειας, ενώ και άλλες παράλληλες παραδόσεις παρουσιάζουν ανάλογο πνεύμα, όπως λ. χ. η παράδοση για την εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν, η οποία, κατά το σχετικό θρύλο, φιλοτεχνήθηκε με εντολή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού, απεστάλη από αυτόν στη Ρώμη κατά την περίοδο της Εικονομαχίας (727-843), αλλά μετά εκατό τριάντα έτη επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και εξήντα έτη πριν την πτώση της μετέβη κατά θαυμαστό τρόπο στο Τιχβίν . Σχετική είναι και η ρωσική παράδοση για την λευκή Μίτρα ( belui Klobuk ) ή επανωκαλύμμαυχο η οποία αποτελεί μια σλαβική τροποποίηση της ψευδο – Κωνσταντινείου δωρεάς. Η λευκή μίτρα δόθηκε κατά την παράδοση στον πάπα Σίλβεστρο, λόγω όμως της αιρέσεως του Απολιναρισμού, στην οποία περιέπεσε ο βασιλιάς Μ. Κάρολος και ο πάπας Φορμόσος, μετέβη κατά θαυμαστό τρόπο στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, ο Οικουμενικός πατριάρχης Φιλόθεος διέταξε, συμφώνως προς την παράδοση αυτή, να μεταφερθή στο Νόβγκοροντ, λέγοντας: «Στην Τρίτη Ρώμη, η οποία είναι η Ρωσία, απαστράπτει η χάρη του αγίου Πνεύματος. Γνώριζε, ω Φιλόθεε, ότι όλες οι χριστιανικές αυτοκρατορίες φθάνουν στο τέλος τους και ενώνονται μεταξύ τους στη μόνη αυτοκρατορία της Ρωσίας…Ο Κύριος θα ανυψώση τον ρώσο Τσάρο υπεράνω όλων των εθνών και πολλοί τσάροι των άλλων εθνών θα υποταγούν στην αυτοκρατορία του. Το πατριαρχικό αξίωμα θα μεταφερθή στη συνέχεια από την αυτοκρατορική αυτή πόλη στη ρωσική γη για να τεθή υπό την εξουσία της και η χώρα θα κληθή αγία Ρωσία». Είναι ευνόητο ότι οι εσχατολογικές αυτές παραδόσεις αφ’ ενός μεν κλόνιζαν τη συνείδηση για την πιστότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ορθοδοξία, αφ’ ετέρου δε έτρεφαν τα οράματα των Ρώσων εθνικιστών, αλλ’ οπωσδήποτε δεν θα μπορούσαν να προβληθούν ή να υποστηριχθούν κι επίσημα. Ο Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός (1533-1584) στέφθηκε τσάρος από τον μητροπολίτη Μόσχας Μακάριο στις 16 Ιανουαρίου 1547 κατά το βυζαντινό πρότυπο των σχετικών τελετών, εν τούτοις η στέψη του επικυρώθηκε το 1561 από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάσαφ, συμφώνως προς την καθιερωμένη βυζαντινή παράδοση.
Είναι όμως πολύ χαρακτηριστικό ότι το όλο σχήμα της θεωρίας έχει θεμελιωθή σε εσφαλμένα και πλασματικά κριτήρια, επειδή στην κανονική παράδοση υπάρχει μόνο το θεωρητικό σχήμα «Πρεσβυτέρα-Νέα Ρώμη», ενώ είναι τελείως άγνωστο το σχήμα «Πρώτη-Δευτέρα Ρώμη». Το πρώτο σχήμα κλείνει τον όλο κύκλο της νόμιμης εξελικτικής διαδοχής της συγκεκριμένης πολιτικής θεωρίας, επειδή με τη «Νέα Ρώμη» ολοκληρώνεται η όλη θεωρητική της εξέλιξη. Αντιθέτως, με το δεύτερο σχήμα η εισαγόμενη πλασματική διαδοχή είναι απεριόριστη, αλλά δεν έχει οποιαδήποτε θεμελίωση στην πολιτική θεωρία ή την κανονική συνείδηση της Εκκλησίας. Το πρώτο σχήμα απορρέει από τα κανονικά πρεσβεία τιμής των πατριαρχικών θρόνων, ενώ το δεύτερο εισάγει την κατανόηση της ιδέας της Τρίτης Ρώμης σε μια μονοσήμαντη πολιτική προοπτική, ήτοι έξω από τις καθιερωμένες αρχές της κανονικής παραδόσεως. Υπό το πνεύμα αυτό, η ιδέα αυτή δεν υπήρξε ποτέ επίσημη ή παραδεκτή εκκλησιαστική πρόταση, γι αυτό και συζητήθηκε ποτέ επίσημα από την Εκκλησία ή και από την Πολιτεία της Ρωσίας. Αντιθέτως, μετά την ανακήρυξη της Ρωσίας σε Πατριαρχείο (1589) παρέμεινε πάντοτε ισχυρή η πνευματική της εξάρτηση από τον Οικουμενικό θρόνο, ενώ η πρωτοβουλία του Μ. Πέτρου για την κατάργηση του Πατριαρχείου Ρωσίας (1720) υποδηλώνει την περιορισμένη απήχηση της θεωρίας περί Τρίτης Ρώμης και σε αυτή ακόμη τη Ρωσία, καίτοι είχε συνδεθή ειδικότερα προς την αυτοκρατορική ιδέα του τσαρικού θεσμού. Βεβαίως, οι θεωρητικοί εκπρόσωποι των διαφόρων τάσεων του πανσλαβισμού του ΙΘ΄ αιώνα ενέταξαν στην διαλεκτική του και την εκκλησιαστική προοπτική της θεωρίας με διάφορες αντιφατικές προτάσεις, σε περίπτωση διαλύσεως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (μεταφορά Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Μόσχα ή στην Πετρούπολη, επιβολή ρώσου Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη κ.λπ.), αλλά μετά από τη διαλεκτική αυτή συνειδητοποιήθηκε πληρέστερα η ουτοπία των πανσλαβιστικών αυτών οραμάτων.
(1) Είναι προφανές ότι η διαμόρφωση της θεωρίας της «Τρίτης Ρώμης» αναφερόταν κυρίως και αποκλειστικώς στην πολιτική και όχι στην εκκλησιαστική προοπτική της ρωμαϊκής ιδέας και συνδέθηκε πάντοτε με τις ποικίλες αξιώσεις φιλοδόξων ηγεμόνων των ορθοδόξων λαών (Βουλγάρων, Σέρβων, Ρώσων κ.ά.) να νομιμοποιήσουν τις περιστασιακές διεκδικήσεις τους για την υποκατάσταση ή και τη διαδοχή του βυζαντινού αυτοκράτορα στην ηγεσία όλων των ορθοδόξων λαών τόσο πριν, όσο και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453). Η εκκλησιαστική προοπτική του καθιερωμένου του καθιερωμένου στην κανονική παράδοση και στην διαχρονική εκκλησιαστική πράξη σχήματος (Πρεσβυτέρα και Νέα Ρώμη) απέμεινε πάντοτε απαραβίαστο στις θεωρίες αυτές αφ’ ενός μεν γιατί ήταν θεωρητικώς και πρακτικώς αδύνατη η αμφισβήτησή του, αφού θα προσέκρουε σε αποφάσεις Οικουμενικών συνόδων και στην εκκλησιαστική συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε γιατί καμμία από τις συγκεκριμένες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν διέθετε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μία τέτοια αξίωση. Πράγματι, στις θεωρίες αυτές η εκκλησιαστική προοπτική υπήρξε πάντοτε περιφερειακό και δορυφορικό στοιχείο της πολιτικής προοπτικής, η οποία είχε ανάγκη της πατριαρχικής οργανώσεως της Εκκλησίας του συγκεκριμένου λαού για τη δική της θεωρητική θεμελίωση και όχι βεβαίως για την αμφισβήτηση ή την ανατροπή της καθιερωμένης στην Ορθόδοξη Εκκλησία κανονικής τάξεως. Υπό την έννοια αυτή, τόσο η κύρια πολιτική, όσο και η παρεπόμενη εκκλησιαστική προοπτική της θεωρίας της «Τρίτης Ρώμης» λειτουργούσαν πάντοτε κατ’ αναφορά προς το Οικουμενικό πατριαρχείο και τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Ανατολής, όπως αυτό επιβεβαιώθηκε λόγου χάρη όχι μόνο κατά την κρίση του Πατριάρχη Ρωσίας Νίκωνα (1666) αλλά και κατά την κατάργηση του πατριαρχείου Ρωσίας (1720) μετά από σχετικό αίτημα του τσάρου Μ. Πέτρου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Βεβαίως, οι θεωρητικοί εκπρόσωποι των διαφόρων τάσεων του Πανσλαβισμού του ΙΘ΄ αιώνα ενέταξαν στην διαλεκτική τους και την εκκλησιαστική προοπτική της θεωρίας με διάφορες αντιφατικές προτάσεις σε περίπτωση διαλύσεως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (μεταφορά Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Μόσχα ή την Πετρούπολη, επιβολή Ρώσου Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη κ. λπ .) αλλά μέσα από τη διαλεκτική αυτή συνειδητοποιήθηκε πληρέστερα η ουτοπία των πανσλαβιστικών οραμάτων.
Περί της θεωρίας της «Τρίτης Ρώμης» βλ. Lure Ja S ., O Vozniknovenii teorii » Moskva – Tretii Rim «, » Trud ê Otdela Drevnerusskoi Literatur ê institute russkoi literatur ê «, Moskva 1910. Kirilov I. O. Moskva Tretii Rim . S. Peterburg 1914. Smurlo E., Tretii Rim, εν » Enčiklopeditseskil Slovar «, v. 33a, 789-791. Schrader Hildergard, Moscau das dritte Rom, Studien sur Geschichte der politischen Theorien in der slavischen Welt I) Osteuropäische Studien, hrsg.vom Osteuropäische Seminar der hamburgischen Universität, Hamburg 1929. Belpaire Th. (Dom), Moscou, troisième Rome (á propos d’un ouvrage récent), «  Irenikon  », v. 4 (1932), p. 169-175. Zernov N., Moscow the Third Rome, London 1937. Čaev N. S. » Moskva – Tretii Rim » v političeskoi praktike moskovskogo pravitel’stva XVI veka, Moskva 1945. Tambora Angelo, La teoria politico- religiosa de » Mosca -Terza Roma» nei secoli XVII-XIX : Sopravivenza e linee di svolgimento, (= Dea Roma alla Terza Roma. Roma- Constantinopoli-Mosca ), Napoli 1983. Pachuto Vladimir T., Mosca – Terza Roma (= Da Roma alla Terza Roma- Constantinopoli – Mosca ), Napoli 1983.
Πηγή: Βλασίου Ιω. Φειδά, Ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας από την ίδρυσή της μέχρι και σήμερα, 
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, εκδ. Ε΄, Αθήνα 2005, σελ. 212-221.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...