Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαράντος Καργάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαράντος Καργάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιουλίου 17, 2014

1000 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΛΕΙΔΙΟΥ (1014)



ΜΑΧΗ_ΚΛΕΙΔΙΟΥ_1Σαράντου Ι. Καργάκου
Ἱστορικοῦ

Φέτος συμπληρώνονται 1000 χρόνια ἀπὸ τὴ μάχη τοῦ Κλειδίου (29-7-1014), ἀλλ’ ὑποπτεύομαι ὅτι τὸ γέγονος αὐτὸ θὰ περάσει ἀπαρατήρητο ἀπὸ τὴν πολιτεία, λόγῳ τῆς «Μεττερνιχείου» καὶ δαιμονίου, ὄντως, πολιτικῆς ποὺ ἀκολουθεῖ ἔναντι τῶν γειτόνων μας: να μὴ δυσαρεστήσουμε τοὺς Βούλγαρους καὶ τοὺς Σκοπιανοὺς ἐν ὀνόματι τῆς καλῆς γειτονίας!
Καὶ ὅμως ἡ μάχη τοῦ Κλειδίου εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα στρατιωτικὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας τῆς Αὐτοκρατοριας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἀπὸ τοὺς Δυτικούς, καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸν Ἱερώνυμο Βόλφ, τὸ 1562, ὀνομάσθηκε κακῶς Βυζαντινή.
Τὸν ὅρο Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως οἱ Βολλανδιστές, Ἰησουίτες μοναχοί, ποὺ ἐκδίδουν τὰ «Acta Sanctorum», ἔχουν κατακυρώσει ὑπὲρ τῶν Φραγκων ποὺ βασίλευσαν στὴν Βασιλεύουσα μετὰ τὴν πρώτη ἅλωση (1204-1261). Τὶς ἐνστάσεις μας ὡς πρὸς αὐτὸ διατυπώνουμε στὸ βιβλίο μας «Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία τοῦ Κωνσταντίνου στὴν Ἁγία Σοφία τοῦ Ἰουστινιανοῦ» (ἐκδ. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθῆνα 2012).
Ἐπανερχόμενοι στὴν περιώνυμη αὐτὴ μάχη, πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἦταν ἕνα γεγονός ποὺ εἶχε τεράστιες πολιτικὲς προεκτάσεις σὲ ὅλο τὸ χῶρο τῆς Βαλκανικῆς καί ποὺ ὁ ἀπόηχός του φθάνει ὥς τὶς ἡμέρες μας, ἀφοῦ οἱ Σκοπιανοὶ καὶ οἱ φιλοσκοπιανοὶ ἱστορικοὶ θεωροῦν τὴ σύγκρουση τοῦ Σαμουὴλ καὶ τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κων/πόλεως ὄχι σὰν σύγκρουση τῆς ἑλληνόφωνης καὶ ἑλληνόμορφης κατ’ οὐσίαν καὶ παιδείαν αὐτοκρατορίας μὲ τὸ ἀρτισύστατο κράτος τῆς Βουλγαρίας ἀλλὰ σὰν ἕναν πόλεμο ἐνάντιον τῶν … Μακεδόνων! Ποὺ ἦσαν πρόγονοι αὐτῶν …! Καὶ ἀσφαλῶς ἦσαν πρόγονοι ὄχι, ὅμως, σὰν Μακεδόνες ἀλλ’ ὡς Σλάβοι καὶ πιὸ εἰδικὰ Βούλγαροι. Μὲ ἄλλα λόγια οἱ Σκοπιανοι θεωροῦν τὸν Σαμουὴλ σὰν «Μακεδόνα», ποὺ ἕνωσε, ὅπως οἱ «προπάτορές» τους Φίλιππος καὶ Ἀλέξανδρος ὑπὸ τὴν ἐξουσία του ὅλα τὰ μέρη τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἑλλάδος μέχρι τὸν Ἰσθμὸ καί, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμά τους, ἄρχισε πόλεμο ἐναντίον τῆς Ἀνατολῆς!
Αὐτὸ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ κάνουμε μία ἀναγωγὴ στὰ περὶ τῆς καταγωγῆς τοῦ Σαμουήλ. Οἱ ἐγκυρότεροι Ἕλληνες καὶ ξένοι ἱστορικοὶ ἀμφισβητοῦν καὶ τὴν βουλγαρικότητα τοῦ Σαμουήλ! Δὲν δέχονται πὼς ἦταν ἀπόγονος τοῦ Ἀσπαροὺχ (πρώτου Βούλγαρου ἡγεμόνα), οὔτε πὼς ἡ μάνα του ἦταν κόρη τοῦ φοβεροῦ βασιλιᾶ τῶν Βουλγάρων, τοῦ Συμεών. Ἡ ἐπικρατέστερη ἄποψη ἦταν πὼς ὁ Σαμουὴλ ἦταν ἀρμενικῆς καταγωγῆς, ἄποψη ποὺ πρωτοδιατύπωσε ὁ Ἀρμένιος ἱστορικὸς Στέφανος τοῦ Τωρόν,
ποὺ ἦταν σύγχρονος τῶν γεγόνοτων. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι οἱ τέσσερις ἀδερφοί, οἱ λεγόμενοι Κομητόπουλοι, ποὺ ἀναστάτωσαν τὴν Βαλκανικὴ καὶ ἀπείλησαν τὴν Αὐτοκρατορία, ἦσαν παιδιὰ τοῦ «κόμη» Νικολάου καὶ τῆς Ῥιψίμης. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας εἶναι δηλωτικὸ ἀρμενικῆς καταγωγῆς. Ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ πατέρα τους ὀνομάστηκαν Κομητόπουλοι. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀδέλφια, ποὺ εἶχαν στασιαστικὲς τάσεις, τὰ τρία σκοτώθηκαν: ὁ Δαβὶδ σκοτώθηκε στὴν τοποθεσία Καλὴ Δρῦς τῆς Δυτ. Μακεδονίας, ὁ Μωυσῆς σκοτώθηκε ἀπὸ στρατιῶτες τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατηγοῦ Λέοντα Μελισσηνοῦ, ἐνῶ ὁ Ἀαρών, ποὺ μετὰ ἀπὸ κάποιες ταλαντεύσεις, μεταπήδησε στὸ στρατόπεδο τῶν αὐτοκρατορικῶν, δολοφονήθηκε ἀπὸ μέλη τῆς οἰκογένειάς του. Ἀπέμεινε μόνος ὁ ἰκανώτερος καὶ πλέον ἐπίφοβος γιὰ τὴν Αὐτοκρατορία, ὁ τρομερὸς Σαμουήλ.
Ὁ Σαμουὴλ ἦταν ὁ νεώτερος γυιὸς τοῦ κόμητος (διοικητὴ) τῆς Δυτ. Μακεδονίας Νικολάου. Ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὶς συγκρούσεις τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τσιμισκῆ (969-976) ἐναντίον τῶν Ῥώσων, κυρίως ὅμως ἀπὸ τὴν ἐμπλοκὴ τοῦ νέου αὐτοκράτορα Βασιλείου Β΄ (976-1025) σὲ πόλεμο ἐναντίον τῶν ἰσχυρῶν στρατηγῶν Βάρδα Σκληροῦ καὶ Βάρδα Φωκᾶ, ποὺ ἐκπροσωποῦσαν τὴν ἰσχυρὴ τάξη τῶν «Δυνατῶν» (μεγαλογαιοκτημόνων), ξεσήκωσε τὸν βουλγαρικὸ πληθυσμὸ καὶ ὀργάνωσε ἰσχυρὸ στρατό. Στὸν στρατὸ τοῦ Σαμουὴλ προσεχώρησαν ὁ εὐνοῦχος γυιὸς τοῦ Βούλγαρου βασιλιᾶ Πέτρου, ὀνομαζόμενος Βόρις μὲ τὸν ἀδελφό του Ῥωμανό, ποὺ διέφυγαν ἀπὸ τὴν Κων/πολη. Κέντρο τοῦ Σαμουὴλ ἦταν ἡ περιοχὴ Πρεσπῶν καὶ Ἀχρίδας. Σιγὰ-σιγὰ ἡ ἐξουσία τοῦ Σαμουὴλ ἀπλώθηκε μέχρι τοῦ Ἰσθμοῦ. Κατὰ τὶς ἐπιδρομὲς κατελήφθη καὶ ἡ Λάρισα· ὁ πληθυσμός της μεταφέρθηκε στὸν Βορρᾶ, ἐνῶ τὰ λείψανα τοῦ πολιούχου ἁγίου τῆς πόλης, τοῦ Ἀχιλλίου, μεταφέρθηκαν στὴ νησῖδα τῆς Πρέσπας, ὅπου σῴζονται ἐρείπια τῆς ὀμώνυμης Βασιλικῆς (ναὸς ῥυθμοῦ Βασιλικῆς).
Ὁ Βασίλειος Β΄, ἀφοῦ τελείωσε ἐπιτυχῶς τὸν πόλεμο κατὰ τῶν στασιαστῶν στρατηγῶν, ἀνέλαβε προσωπικὰ τὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Σαμουὴλ ποὺ εἶχε αὐτοανακηρυχθεῖ «τσάρος τῶν Βουλγάρων» (Τὸ πῶς οἱ Βούλγαροι βαφτίζονται «Μακεδόνες ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Σκοπιανοὺς πολιτικοὺς καὶ ἱστορικοὺς εἶναι κάτι ποὺ ἀνήκει ὄχι στὸν χῶρο τῆς ἱστορίας ἀλλὰ τῆς πολιτικῆς ἀλχημείας). Κάθε χρόνο ὁ Βασίλειος διενεργοῦσε αὐτοπροσώπως ἐκστρατεῖες ἐναντίον τοῦ Σαμουὴλ μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ νὰ περιορίσει τὸν χῶρο δράσης του, ὁ ὁποῖος χῶρος σταδιακὰ περιορίστηκε στὶς δύσβατες περιοχὲς τῆς ΒΔ Μακεδονίας. Ἀπὸ τὸ 1009 ὁ ἀγώνας γίνεται συνεχῶς σφοδρότερος. Ὁ Σαμουὴλ ὑποχώρει συνεχῶς καί, ἀδυνατώντας νὰ πολεμήσει σὲ ἀνοικτὸ πεδίο, ὀχυρώνει διάφορα στενά, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὴ διάβαση τῶν στρατευμάτων τοῦ Βασιλείου. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν καὶ τὸ Στενὸ τοῦ Κλειδίου, μεταξὺ Σερρῶν καὶ Μελενίκου. Στο σημεῖο αὐτὸ ἐπρόκειτο νὰ δοθεῖ ἡ μάχη ποὺ ἔκρινε τὸν πολυετῆ πόλεμο ἀνάμεσα στὴν Αὐτοκρατορία τῆς Κων/πόλεως καὶ τοὺς Βουλγάρους.
Στὴν κλεισωρεία αὐτὴ καιροφυλακτοῦσε ὁ Σαμουὴλ γιὰ νὰ παγιδεύσει τὸν αὐτοκρατορικὸ στρατό. Ἀλλ’ ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος Ξιφίας, ἀντὶ νὰ μπεῖ στό στενό, πέρασε πάνω ἀπὸ τὸ βουνό, ὑπερκέρασε τὶς βουλγαρικὲς δυνάμεις καὶ βρέθηκε στὰ νῶτα τους. Οἱ Βούλγαροι, ὅπως ἦταν φυσικό, αἰφνιδιάστηκαν ἀπὸ τὸν ἐλιγμὸ καὶ τὴν ἀριστοτεχνικὴ τακτικὴ τῆς ἐμμέσου προσπελάσεως. Ὁ ἱστοριογράφος Κεδρηνὸς ὀνομάζει τὸ βουνὸ Βαλάθιστα. Ἡ μάχη διεξήχθη ὡς ἑξῆς: ὁ Βασίλειος κτύπησε τοὺς Βούλγαρους κατὰ μέτωπον καὶ ὁ Νικηφόρος Ξιφίας ἀπὸ τὰ νῶτα. Στὴ μάχη σκοτώθηκε καὶ ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος Βοτανειάτης, παπποὺς τοῦ μετέπειτα αὐτοκράτορα. Ὅταν ὁ Βασίλειος ἄρχισε νὰ εἰσχωρεῖ στὸ στενό, οἱ Βούλγαροι κυριεύθηκαν ἀπὸ πανικό. Ἡ μάχη μεταβλήθηκε σὲ σφαγή. Οἱ αἰχμάλωτοι ἦσαν χιλιάδες. Κατὰ τὸν Κεδρηνό, ὁ Βασίλειος, ἐφαρμόζοντας παλαιὰ σκληρὴ πολεμικὴ τιμωρία, τύφλωσε 15.000, ἀφήνοντας ἀνὰ 100 τυφλοὺς ἕναν μονόφθαλμο γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν Βουλγαρία.
Ὁ Παπαρρηγόπουλος, ἐρμηνεύοντας τὴν πράξη τοῦ Βασιλείου, λέγει πὼς ἀνάλογα ἔπραξαν σὲ νεωτέρους χρόνους οἱ Ἄγγλοι κατὰ τῶν καθολικῶν Ἰρλανδῶν, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι οἱ Ἀγγλοι πρῶτα ἐδίκαζαν καὶ μετὰ ἐκτελοῦσαν, ἐνῶ γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ ἐπέβαλε ὁ Βασίλειος γράφει πὼς ἐπρόκειτο «περὶ πράξεως γενομένης ἐν τῇ ἀκμῇ πολέμου μακροῦ, ἐναγωνίου, καταστρεπτικοῦ, ὑπὸ τὸ κράτος πάθους ἀκαριαίου καὶ ἀκατασχέτου, ὑπὸ τοῦ ὁποίου καταλαμβάνονται πολλάκις οἱ στρατηγοί» (Κων/νος Παπαρηγόπουλος: «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ἐκδ. Ἐλευθερουδάκη, τ. Δ΄, σ. 194). Ὁ Γάλλος ἱστορικὸς I. Brehier («Vie et mort de Byzance», σ. 230) ἀποδίδει τὸ γέγονος στὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἑξαγριωνόταν καὶ γινόταν ἐκδικητικός, ὅταν ἀντιμετώπιζε ἀντιπάλους ὠμοὺς καὶ ἀπίστους. Προσωπικὰ -χωρὶς να ἐπιδοκιμάζουμε τὴν πράξη-πιστεύουμε ὅτι πρόκειται γιὰ μία ἐνέργεια σύγχρονου πολιτικοῦ ρεαλισμοῦ. Ὁ Βασίλειος ἐφάρμοζε κάπως πιὸ πρωτόγονα-γιατὶ δὲν εἶχε τὰ σύγχρονα μέσα-αὐτό ποὺ ἐφαρμόζεται καὶ στὰ νεοτέρα χρόνια, ὡς τὶς ἡμέρες μας.
Ἄλλωστε, καὶ γιὰ τὰ σημερινὰ δεδομένα ἡ ἠθικὴ τῆς πολιτικῆς εἶναι ἡ ἀποτελεσματικότητα. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τότε ὑπῆρξε ἀκαριαῖο. Ὁ Σαμουήλ, ποὺ διασώθηκε στὴν Πρίλαπο (Πέρλεπε), μόλις ἀντίκρυσε τὸ οἰκτρὸ θέαμα, πέθανε μετὰ λίγο ἀπὸ τὴ θλίψη του. Ὁ Βασίλειος, μετὰ τὴ νίκη του καὶ τὴν πλήρη ὑποταγὴ τῆς Βουλγαρίας, ὀνομάστηκε Βουλγαροκτόνος. Ἂν πολεμοῦσε, νικοῦσε καὶ τιμωροῦσε ἀπηνῶς Μακεδόνες, ὅπως διατείνονται οἱ Σκοπιανοί, θὰ ὀνομαζό-ταν…Μακεδονοκτόνος! Ἀλλὰ Μακεδὼν ὀνομάζεται αὐτός, ὡς προερχόμενος ἀπὸ τὴ λεγομένη Μακεδονικὴ δυναστεία.
Ἡ νικηφόρα πορεία τοῦ Βασιλείου συνεχίστηκε. Κατέλαβε τὸ Μελένικο, τὴν Πρίλαπον, τὸ Στυπεῖον (σημ. Ἱστίω), τὰ Μογλενὰ (ἀρχαία Ἀλμωπία) καὶ προχώρησε ὡς τὴν Ἀχρίδα, ὅπου βρίσκονταν τὰ ἀνάκτορα τοῦ Σαμουήλ. Παρὰ τὴν ἀντίσταση ποὺ συνάντησε στὰ διάφορα φρούρια, φέρθηκε στὸ μετέπειτα διάστημα μεγαλόψυχα πρὸς τοὺς Βούλγαρους αἰχμαλώτους καὶ πρὸς τὸν λαό. Τὴν ἴδια μεγαλοψυχία ἔδειξε πρὸς τοὺς συγγενεῖς τοῦ Σαμουήλ.
Ἡ ἀντίσταση τῶν Βουλγάρων κράτησε ὡς τὸ 1018. Μετὰ τὴν πλήρη ὑποταγή, ὁ Βασίλειος χώρισε τὴ Βουλγαρία σὲ δύο «θέματα» (διοικήσεις): τὸ Παρίστριο θέμα καὶ τὸ θέμα Βουλγαρίας, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦσαν τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας. Καταργήθηκε ἐπίσης τὸ βουλγαρικὸ πατριαρχεῖο καὶ οἱ ἐπισκοπές του ὑπαχθήκανε στὴ νέα αὐτοκέφαλη Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος. Ἐπειδή, ὅμως, στὸ θέμα Βουλγαρίας καὶ στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος ὑπαχθήκανε ἑλληνικὲς περιοχὲς καὶ μητροπόλεις (μητρόπολη Λαρίσης), αὐτὸ ἔδωσε σὲ νεωτέρους χρόνους λαβὴ στοὺς Βούλγαρους ἐθνικιστὲς γιὰ διεκδικήσεις εἰς βάρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Μετὰ τὸν στρατιωτικὸ του θρίαμβο, ὁ Βασίλειος πραγματοποίησε περιοδεία ἀνὰ τὴν Αὐτοκρατορία. Τότε ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Ἀθήνα καὶ προσευχήθηκε στὸν Παρθενῶνα, ποὺ εἶχε γίνει χριστιανικὸς ναὸς (Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα). Ἡ συμβολικὴ αὐτὴ ἐνέργεια, τὴν ὁποία ὕμνησε μὲ λαμπροὺς στίχους ὁ Παλαμᾶς στὴ «Φλόγα τοῦ Βασιλιᾶ», δείχνει πὼς ὁ Βασίλειος εἶχε συνείδηση «ῥίζας». Μὲ τὸ προσκύνημά του στὸν Παρθενῶνα ἔδενε μέσα του τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὸν Χριστιανισμό. Καὶ στὸν πόλεμο, ποὺ μόλις τελείωσε, ἔδωσε ἕναν χαρακτῆρα οἰονεῖ ἐθνικό.
Ἡ μάχη τοῦ Κλειδίου καὶ ἡ συντριβὴ τοῦ Σαμουὴλ ἀπήλλαξε τὴν Αὐτοκρατορία ἀπὸ ἕναν ἐπίφοβο ἐχθρὸ γιὰ διάστημα δύο αἰώνων. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἡ Βασιλεύουσα ἀντιμετώπισε πλῆθος ἐπιδρομῶν. Ἂν σὲ αὐτοὺς προσετίθεντο καὶ οἱ Βούλγαροι, τότε ἡ κατάρρευσή της θὰ εἶχε ἐπέλθει πολὺ ἐνωρίτερα.

Προδημοσίευση, περιοδικό ΄΄Ἑρῶ΄΄, τεῦχος ΑΠΡ. ΙΟΥΝ. 2014

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2014

Το σκάνδαλο του μονοτονικού...

Του Σαράντου Καργάκου 

Το μονοτονικό επιβλήθηκε στον ελληνικό Λαό από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ -Υπουργός Παιδείας κ. Ελευθ. Βερυβάκης- με τροπολογία που αιφνίδια προτάθηκε, κοντά στα μεσάνυχτα, όταν η Βουλή των Ελλήνων (συνεδρίαση της 11.1.1982) είχε περατώσει τη συζήτηση και είχε ψηφίσει το ένα και μόνο άρθρο του Νόμου 1228, που αποτελούσε «Κύρωση της από 11.11.1981 πράξης του Προέδρου της Δημοκρατίας περί εγγραφής μαθητών στα Λύκεια της Γενικής και Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως» και με αυτόν ακριβώς τον τίτλο δημοσιεύθηκε στο Α’ Τεύχος του φύλλου 15/11.2.82 της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ένα κεφαλαιώδες, λοιπόν, εθνικό θέμα, το θέμα του τρόπου γραφής των λέξεων μιας πανάρχαιας γλώσσας -τρόπου καθιερωμένου με εφαρμογή πολλών αιώνων- αντιμετωπίστηκε με ασύγνωστη, ανατριχιαστική επιπολαιότητα.
Διότι: α) εισάγεται προς συζήτηση με άρθρο «της προσκολλήσεως» σε θέμα νόμου άσχετο, β) εισάγεται μεσάνυχτα, όταν η πλειονότητα των βουλευτών απουσιάζει, γ) εισάγεται αιφνίδια (κι αυτό, θα ιδούμε γιατί), δ) εισάγεται αντισυνταγματικά (προσκολλημένο σε νόμο άσχετο) και ε) εισάγεται χωρίς να ερωτηθεί ούτε ο Λαός -ενώ τότε ακριβώς υποστηριζόταν πως για δύο στρατιωτικές βάσεις έπρεπε να γίνει…. δημοψήφισμα- ούτε η Ακαδημία Αθηνών, ούτε τα Πανεπιστήμια της χώρας και ιδίως οι Φιλοσο­φικές τους Σχολές, ούτε οι Εταιρίες των Συγγραφέων-Λογοτεχνών -παρά την βαρυσήμαντη απόφανση του σοφού καθηγητή και τότε Γεν. Γραμματέα της Ακαδημίας Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλου πως «Την γλώσσα την αναπτύσσουν μόνον εκείνοι οι οποίοι έχουν να ειπούν κάτι, δηλαδή οι πνευματικοί άνθρω­ποι, και όχι οι απνευμάτιστοι γλωσσοπλάστες και νομοθέτες… Οι γλωσσι­κοί νομοθέτες δεν έχουν καμιά αρμοδιότητα και ανακόπτουν απλώς την εξέ­λιξη του γλωσσικού μας πολιτισμού».

2. Υπήρξε, βέβαια, πολύ πριν από την ημερομηνία αυτή, εξαγγελία κύκλων του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο για την επιβολή του μονοτονικού αλλά για έσχατη απλοποίηση της γλώσσας μας (ωσάν να είμαστε οι άξεστοι Τούρκοι του Κε­μάλ Ατατούρκ και όχι οι φορείς της αρχαιότερης ζωντανής γλώσσας του κό­σμου…)· Στο «Δελτίο Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων» (Οκτώβριος 1979) προαναγγέλεται πως «το μονοτονικό είναι ένα βήμα» προς την ταύτιση της γραπτής με την προφορική λαλιά (δεν μας μιμήθηκαν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι…), δηλαδή: την κατάργηση των διφθόγγων, των πολλών ι, των δύο ε και ο, -και «σ’ αυτή την επίμονη», λέει το κείμενο, «διεργασία πρωτοστατούν οι δημοσιογράφοι, οι προκηρυξιογράφοι-τοιχοκολλητές, οι μπροσουροποιοί, μανιφεστογράφοι… που θα λυτρώσουν τη γλώσσα μας από την σκουριά αιώνων». Μόνο αυτοί είναι αρμόδιοι…

Καμιά προγενέστερη ευρεία, ανοιχτή και ελεύθερη συζήτηση δεν σημειώ­θηκε στην χώρα για το μέγα αυτό θέμα μετά από εκείνη την παλιά, αλήστου μνήμης «Δίκη των τόνων», που απόμεινε χωρίς συνέχεια και σποραδικές εδώ κι εκεί απόψεις. Η μόνη που φαίνεται ρωτήθηκε -γιατί ούτε τα Κόμματα ενη­μερώθηκαν, όπως αμέσως θα φανεί- ήταν μια Επιτροπή που συγκρότησε όπως ήθελε ο τότε Υπουργός Παιδείας καθώς και το περιλάλητο ΚΕΜΕ του ίδιου Υπουργείου. Τι ακριβώς αποφάνθηκε η Επιτροπή και τι είπε το ΚΕΜΕ σαφώς, δεν γνωρίζουμε, ούτε αν υπήρξε και τι ακριβώς υποστήριξε η μειοψη­φία. Αλλά ούτε και η Εθνική Αντιπροσωπεία το εγνώριζε, όταν τα μεσάνυχτα της 11.2.1982 εισήχθη εντελώς αιφνίδια το άρθρο της προσκολλήσεως σε αλλότριο νόμο, η παρονυχίδα στο νόμο περί εγγραφής μα­θητών στα Λύκεια κ.λπ. Πάντως, ανακοινώνουμε τα ονόματα των μελών της με βαρύτατες εθνικές ευθύνες Επιτροπής εκείνης, για να αναλάβει καθένα την προσωπική του ευθύνη και να μη τους λησμονήσει ο ελληνικός Λαός, που τον έσωσαν, φαίνεται, από την αγραμματοσύνη και την διασπάθιση χρόνου και χρήματος…: Καθηγ. Εμμ. Κριαράς πρόεδρος, Φάνης Κακριδής καθηγ. Παν/μίου, Χρίστος Τσολάκης φιλόλογος, Βασ. Φόρης φιλόλογος, Δημ. Τομπαϊδης σύμβουλος ΚΕΜΕ, Χρ. Μιχαλές Πρόεδρος της ΟΛΜΕ, Απόστ. Κοτλίττας διδάσκαλος, Αλόη Σιδέρη φιλόλογος της ΟΙΕΛΕ.

Όλα αυτά σημαίνουν, κατά την γνώμη μας, ότι ο αρμόδιος Υπουργός χειρίστηκε το κολοσσιαίο θέμα αλλαγής της γραφής της γλώσσας μας μετά τόσους αιώνες αδιάλειπτης πρακτικής αντιλαϊκά, ως ένα θεματάκι που με μια Επιτροπούλα και με μιά-δυό συνεδριάσεις του ΚΕΜΕ τακτοποι­είται….
Τα πρακτικά της συνεδρίασης εκείνης της Βουλής των Ελλήνων, της αιφνίδια κρισιμότατης, παρέχουν συγκλονιστικές πληροφορίες και στοιχειοθετούν τον χαρακτηρισμό της πράξης ως σκανδάλου. Λοιπόν:

α) Προς τα μεσάνυχτα της 11.1.1982 είχε περατωθεί η συζήτηση για την εγγραφή μαθητών των Λυκείων, οπότε τελείως αιφνίδια εισάγεται, της προσκολλήσεως καθώς είπαμε, ως άρθρο 2, ένα εντελώς άσχετο -και εθνικώς μέγα- θέμα: η επιβολή του μονοτονικού (γιατί άλλο πράγμα είναι η αναγνώριση μιας πραγματικότητας που υπάρχει και λειτουργεί, όπως έγινε με την δημοτική γλώσσα, και άλλο η αυταρχική επιβολή μιας ανύπαρκτης πραγματικότητας).

β) Μετά από μιαν άτυχη παρέμβαση του Ευάγγελου Αβέρωφ, που ερώτη­σε ποιο είδος μονοτονικού σκέφτεται να εφαρμόσει η Κυβέρνηση και που η αδεξιότητα του αρμόδιου Υπουργού φανέρωσε πως το θέμα δεν τον είχε κα­θόλου απασχολήσει…- και μετά από την ακατάσχετη, ανοημάτιστη φλυαρία κάποιων βουλευτών, παρεμβαίνει ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (σελ. 456 των Πρακτικών της Βουλής) και επισημαίνει διαμαρτυρόμενος τα ακόλουθα:

1. Το άρθρο αυτό περί μονοτονικού «προστίθεται σήμερα, την τελευταία ώρα… αιφνιδιαστικώς. Αναφέρεται σε ένα μέγα θέμα…».

2. Ζητεί να μετατεθεί στην επόμενη συνεδρίαση της Βουλής η συζήτηση του άρθρου περί μονοτονικού. «Δεν είναι δυνατόν να έχει η Κυβέρνηση την απαίτηση να μας φέρνει το θέμα αυτό το μέγα, αιφνιδιαστικά, και να απαιτεί να το ψηφίσουμε και μετά την 12ην (νυκτερινή)». «Η τροπολογία» (Θεέ και Κύριε, με… τροπολογία μεσονύκτια αλλάζει αιφνί­δια η γραφή των λέξεων που είχε επί αιώνες τηρηθεί!) «αναφέρεται σ’ ένα πολύ σοβαρό θέμα».

3. Ανακοινώνει ότι αν η Κυβέρνηση επιμείνει, η Αξιωματική Αντιπολίτευση είναι υποχρεωμένη να αποχωρήσει από την Αίθουσα (σελ. 456, β’ στήλη).

4. Δευτερολογεί ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κι επισημαίνει και πάλι (σελ. 457): α) τη σοβαρότητα του θέματος, β) ότι κακώς αυτό προτείνε­ται με τροπολογία, γ) ότι κακώς καλείται η Βουλή να το συζητήσει μετά το μεσονύκτιο, δ) ότι έτσι καθώς έρχεται «ένα τέτοιο θέμα», αιφνίδια, η Αντιπολίτευση δεν έχει προλάβει να προετοιμαστεί, να το διαβάσει, να ενημερωθεί. «Δεν έχουμε κανένα φάκελλο… καμία προετοιμασία. Δεν έχει καμία σχέση με το συζητούμενο νομοσχέδιο. Είναι σαφές ότι είναι αντισυνταγματική η τροπολογία… Δώστε μας το χρόνο να προετοιμαστούμε…».

γ) Από μέρους του ΚΚΕ η κ. Μαρία Δαμανάκη παρεμβαίνει δύο φορές (σελ. 457, β’ στήλη) και ζητεί και εκείνη αναβολή, γιατί «το Σώμα έχει κουραστεί» -ίσως δεν θέλει να πει ότι δεν υπάρχει πια απαρτία. Άλλα ο προεδρεύ­ων κ. Μιχ. Στεφανίδης αποκρίνεται σε όλα αυτά με τα εξής αμίμητα (σελ. 457, β’ στήλη): «Είναι απαράδεκτο και αδιανόητο για τον Ελληνικό Λαό, ο οποίος όταν πληροφορηθεί τη συζήτηση αυτή που γίνεται εδώ, θα αισθανθεί απογοήτευση» (μόνο γι’ αυτό…).

δ) Ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επανέρχεται (σελ. 458, α’ στήλη) για να επισημάνει πως «η Κυβέρνηση και το Προεδρείο επιμένουν εις αυτόν τον αντιδημοκρατικόν και αντικοινοβουλευτικόν τρόπον της συζη­τήσεως αυτής της τροπολογίας. Εφ’ όσον η Κυβέρνηση και το Προεδρείο επιμένουν… υπό τάς συνθήκας αυτάς λυπούμεθα ειλικρινώς, αλλά δεν δυ­νάμεθα να παρακολουθήσουμε την συζήτηση και είμεθα υποχρεωμένοι να αποχωρήσουμε (και οι βουλευτές της “Νέας Δημοκρατίας” ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ από την αίθουσα)».

5. Έτσι, το έγκλημα κατά της γλώσσας μας πραγματοποιήθηκε: με τρόπο σκανδαλώδη, αιφνίδιο, απροετοίμαστο και αντισυνταγματικό, και αν κρί­νουμε από την φλυαρία που επακολούθησε, την επιπόλαιη και αξιοδάκρυτη, η άσχετη αυτή, βαρυσήμαντη τροπολογία περί επιβολής του μονοτονικού στον ελληνικό Λαό ψηφίστηκε γύρω στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, για να επαληθευθεί ακόμη μια φορά το λεγόμενο από τον λαό μας: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά…

Από πόσους ψηφίστηκε η τροπολογία αυτή; Κατά δήλωση του αείμνηστου Παναγ. Κανελλόπουλου -δεν ήταν παρών στην συνεδρίαση, αφού ουδείς εγνώριζε πως η Κυβέρνηση αιφνίδια θα εισήγαγε προσκολλημένο σε άσχετο, επουσιώδη νόμο, τέτοιο μέγιστο εθνικό θέμα για συζήτηση- ψηφίστηκε από όχι περισσότερους από 30 (τριάντα) βουλευτές! Την πληροφορία επαναλαμβάνει ο ποιητής-ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος («Έθνος» της 8.5.1990). Ό, τι λοιπόν έπλασαν αιώνες, στις 2 μετά τα μεσά­νυχτα το εγκρέμισαν 30 περίπου βουλευτές… Σκανδαλώδης, επιπόλαιη πρά­ξη αντεθνικής βαρύτητας.

Ο νόμος, έτσι που χαλκεύτηκε, δημοσιεύτηκε, καθώς μνημονεύσαμε πριν, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με άλλο τίτλο και χρειάζεται υπερβολική φαντασία για να τον ανακαλύψει κανείς.
Και όμως, ουδείς είχε τότε, ούτε τώρα, ζητήσει από την Πολιτεία την επιβολή του μονοτονικού. Το αίτημα του αιώνα μας για τη γλώσσα μας υπήρξε σταθερά ένα και μόνο: η αναγνώριση της δημοτικής, της γλώσ­σας του Εθνικού μας Ύμνου, ως της μοναδικής σήμερα γλώσσας του ελλη­νικού Λαού. Και την αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας -όχι την αιφνίδια επιβολή μιας νέας εντελώς πραγματικότητας-πραγματοποίησε η μεταδικτατορική Κυβέρνηση του κ. Κωνσταντίνου Καραμανλή με Υπουργό Παιδείας τον κ. Γεώργιο Ράλλη, προσφέροντας στους μαθητές και στο Λαό μια απλοποιημένη και αρκετά συγχρονισμένη Νεοελληνική Γραμματική, που αντιμετωπίζει όλες σχεδόν τις εμπλοκές τονισμού των λέ­ξεων που βασάνιζαν τις παλιότερες γενιές, και κάνει εύκολο, εναρμονισμέ­νο το έργο του τονισμού -υπογραμμίζοντας συγχρόνως πως το μέγα χρέος, για δεκαετίες ίσως, όλων μας, είναι να μάθουμε να γράφουμε και να χρησι­μοποιούμε σωστά, όμορφα τη δημοτική.

Τότε βέβαια, αμέσως μετά την δικτατορία (με προδρόμους, πριν από την δικτατορία, δυο εφημερίδες της Θεσσαλονίκης που, ωστόσο, διατηρούσαν ένα σημάδι στη θέση των πνευμάτων και τόνιζαν όλες τις λέξεις), είχαν αρχί­σει κάποιες εφημερίδες της Αθήνας να εφαρμόζουν το μονοτονικό -για λό­γους οικονομικούς, όπως δήλωναν, για να κερδίσουν χρόνο στη στοιχειοθέ­τηση και στις διορθώσεις. 
Αλλά ποιος σοβαρός άνθρωπος θα διανοούνταν να υποστηρίξει ποτέ ότι εκδότες, φωτοσυνθέτες και διορθωτές θα καθορί­ζουν πώς θα γράφεται η γλώσσα; Η γλώσσα μας αποτελεί πνευματικό και ιστορικό γεγονός κρυσταλλωμένο μέσα στους αιώνες και δεν μπορεί να υπο­κύπτει σε πενιχρά χρησιμοθηρικά κριτήρια, όταν άλλες, νεότερες γλώσσες δεν τα δέχονται. Ούτε είναι λογικό -για να μην ειπούμε πως είναι καταγέλαστο- ανάλογα με τη στάθμη γλωσσικής μόρφωσης της πλειοψηφίας, ίσως, του λαού σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο, η υπεύθυνη Πολιτεία να αυξάνει ή να περιορίζει τις αξιώσεις στη γλώσσα, ώστε η γλώσσα κάθε φορά -άθυρμα πλέον- να προσαρμόζεται στην οκνηρία των πολλών και όχι οι πολλοί στην αρετή της γλωσσικής παιδείας.
Μετά τη δημοσίευση του νόμου, άρχισε να εφαρμόζεται ένα εκτεταμένο σχέδιο φανατικής γλωσσικής και υλικής καταστροφής:

α) τρομοκρατήθηκαν από την Εξουσία όλοι οι υπάλληλοι του Δημοσίου και των Δημοσίων Οργανισμών (ξεχωριστά οι εκπαιδευτικοί, βέβαια), μη τυχόν και αντιδράσουν, και δεν εφαρμόσουν το μονοτονικό.

β) Καταστράφηκαν χιλιάδες χιλιάδων βιβλία εκπαιδευτικά, αξίας πολλών εκατομμυρίων, επειδή η γλώσσα τους ήταν δημοτική πολυτονική, και ξαναστοιχειοθετήθηκαν μονοτονικά -ωσάν τα πνεύματα και οι τόνοι να εμπόδιζαν την ανάγνωσή τους από τους μονοτονιστές, ενώ το αντίθετο λογι­κά συμβαίνει: όταν για κάποιον αναγνώστη λείπουν κάποια σημεία γνωρι­μίας και τονισμού των λέξεων, αυτός δυσκολεύεται να διαβάσει ένα κείμενο και χάνει χρόνο.

γ) Ναυάγησε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής -της κληρονομιάς μας- στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και στις Φιλοσοφικές Σχολές.

δ) Άρχισε η βιαστική, ασθματική και άκριτη «μετάφραση» των Βασικών Νόμων του Κράτους, πριν προλάβει να δουλευτεί με την κρατική πρακτική η δημοτική γλώσσα, αλλά για να περάσει, μαζί με τη δημοτική, και το μονοτονικό -με προφανή βιασμό του ρυθμού εξέλιξης και κάθαρσης της γλώσσας μας, αλλά και της νόμιμης αναχώνευσης και μίξης των στοιχείων της.
Αμέσως μετά από αυτή την αιφνίδια, βίαιη αλλαγή, αρκετοί μορφωμένοι Έλληνες -κάποιοι από αυτούς με το αγιάτρευτο «σύνδρομο του προοδευτισμού»…- εκοιμήθηκαν, καθώς θα έλεγε ο Λαός μας, πολυτονιστές και την επόμενη κιόλας ημέρα, χωρίς να αναρωτηθούν ή να ρωτήσουν τί και πώς, εξύπνησαν μονοτονιστές. Αιφνίδια, τα χαράματα της 11ης προς την 12η Ιανουαρίου 1982, μετά από μια ολόκληρη ζωή, κατάλαβαν τί δεν ήταν γράφοντας επί τόσες πριν δεκαετίες. Κι από τότε, υποστηριχτές των 30 βουλευτών που νυσταγμένοι εψήφισαν το μονοτονικό, δεν έπαψαν να το εφαρμόζουν και να το κηρύττουν, τονίζοντας τα οικονομικά, χρονικά και μορφωτικά του οφέλη.

Ρωτούμε: Ποια αρχαία γλώσσα, φυσιολογικά και αβίαστα εξελισσόμενη μέσα στους αιώνες, εφάρμοσε εκπτώσεις στις αξιώσεις ιστορικής μνήμης και ακρίβειας, υποκύπτοντας σε μη γλωσσικά, δηλαδή δικά της, αυτόνομα και όχι εμπορευματολογικά κριτήρια; Τότε, αν τέτοια κριτήρια ισχύσουν, η γλώσσα μας, χαροποιώντας τους οκνηρούς, ημιμαθείς, καθώς και τις πολυε­θνικές των ηλεκτρονικών υπολογιστών, έπρεπε να εφαρμόσει το λατινικό αλφάβητο -οπότε πολλά τα οικονομικά και άλλα υλικά οφέλη… Και όμως, όλες οι γλώσσες με μακρό παρελθόν -και όχι τόσο μακρό όσο η ελληνική- είναι δύσκολες, απαιτητικές, πυκνές σε μνήμη σημειολογική, και αρνούνται να υποταγούν σε κριτήρια χρησιμοθηρικά. Μετά από συζητήσεις 100 και πλέον ετών, η γαλλική γλώσσα πέρυσι δέχτηκε κάποιες δειλές αλλαγές -στην πραγματικότητα: εναρμονίσεις- μετά από μηνών δημόσιες συζητήσεις, αλλά κι αυτές τις πενιχρές, δικαιολογημένες λογικά αλλαγές, τελικά τις απέκρου­σε η Γαλλική Ακαδημία -νόμιμος φρουρός της γλώσσας του Λαού.

Και εκείνοι δεν έχουν το βαρύ, ιερό χρέος να προασπίσουν, καθώς εμείς, που είμαστε και οι μόνοι, τα αρχαία μας Κείμενα, που χωρίς τόνους και πνεύματα δεν νοούνται. Και είναι γνωστή η νικηφόρα αντίσταση των Ισπανών στην ιταμή αξίωση των πολυεθνικών εταιριών για να καταργήσουν το ψηφίο η~.

Με τον αιφνίδιο, αντισυνταγματικό τρόπο που επιβλήθηκε μεταμεσονύχτια το μονοτονικό, κανείς δεν θέλησε να συνειδητοποιήσει, ούτε ο απληρο­φόρητος Υπουργός τότε Παιδείας, πώς δημιουργήθηκε με τη συνεργεία 30 βουλευτών, της πενιχρότερης που γίνεται μειοψηφίας της Βουλής των Ελλήνων, ένας νέος γλωσσικός διχασμός του Λαού μας.

Τότε δημοσιεύτηκε και η ακόλουθη Διακήρυξη Ελλήνων Συγγραφέων:

«Πιστεύαμε πως η πράξη της Πολιτείας με την οποία, πριν λίγα χρόνια, αναγνώρισε την δημοτική ως την μοναδι­κή γλώσσα του Έθνους μας σήμερα, θα λύτρωνε τον λαό μας από την μάστιγα ενός, πολιτικοποιημένου μάλιστα γλωσσικού ζητήματος και θα ήταν η απαρχή μιας βαθύτερης μελέτης και γνώσης της γλώσσας, μιας συνειδητότερης χρήσης και γραφής των λέξεών της.
Αντί γι’ αυτό, με λύπη μας είδαμε να δημιουργείται τε­χνητά, αμέσως, ένα νεόμορφο γλωσσικό πρόβλημα, το πρό­βλημα του τονισμού των λέξεων στον γραπτό λόγο και, μαζί μ’ αυτό, να συζητείται κιόλας το θέμα της γραφής των λέξε­ων από μερικούς, δηλαδή η πλήρης εξάρθρωση της ελλη­νικής γλώσσας. Κι εκείνοι που δημιούργησαν το πρόβλημα αυτό, φρόντισαν να το πολιτικοποιήσουν, χωρίς ν’ αντιλαμ­βάνονται ότι, αναθέτοντας στην Πολιτεία πάλι την λύση του, ανελάμβαναν απέναντι στο Έθνος βαρύτατη ευθύνη. Κι έτσι έχουμε νέα γλωσσική εμπλοκή στην Ελλάδα.

Επειδή όμως:

1. Οι λέξεις, όπως μας τις παρέδωσαν οι πατέρες του Δημοτικισμού, γράφονται έτσι επί 2000 τώρα χρόνια, έχο­ντας κρυσταλλώσει παράδοση αξιοσέβαστη, ακόμη κι από τους ξένους·

2. το πώς θα γράφονται οι λέξεις είναι πάντοτε αρμοδιό­τητα αποκλειστική των συγγραφέων ενός τόπου και ποτέ άλλων παραγόντων της ζωής·

3. το κύριο χρέος μας σήμερα είναι να μάθουν να μιλούν και να γράφουν οι Έλληνες σωστά την παραδομένη δημοτι­κή·

4. οι απλοποιήσεις της γλώσσας μας τα τελευταία χρόνια περιόρισαν στο ελάχιστο τις δυσκολίες τονισμού των λέξε­ών της,

διακηρύσσουμε ότι:

δεν δεχόμαστε οποιαδήποτε αλλαγή στην γραφή των λέ­ξεων της γλώσσας μας και θα συνεχίσουμε να γράφουμε και να τυπώνουμε τα βιβλία μας με σέβας προς την ζωντα­νή γλωσσική παράδοση και την πλήρη μορφή των λέξεων, όπως μας δίδαξαν οι πατέρες του Δημοτικισμού και οι με­γάλοι Νεοέλληνες συγγραφείς.

Οι συγγραφείς:

Νίκος Αθανασιάδης, Τάσος Αθανασιάδης, Έφη Αιλια­νού, Ορέστης Αλεξάκης, Κώστας Ασημακόπουλος. Τάκης Βαρβιτσιώτης, Όλγα Βότση, Νικηφόρος Βρεττάκος, Πέ­τρος Γλέζος, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου, Λιλή Ζωγράφου, Νανά Ησαΐα, Ιουλία Ιατρίδη, Πάνος Καραβιάς, Αντρέας Καραντώνης, Ζωή Καρέλλη, Γρηγ. Κασιμάτης, Τάσος Κορφής, Γιωργής Κότσιρας, Β. Κωνσταντίνος, Χριστόφορος Λιοντάκης, Ν.Κ. Λούρος, Χρήστος Μαλεβίτσης, Γ. Μανουσάκης, Μελισσάνθη, Ε.Ν. Μόσχος, Δημήτρης Μυράτ, Έλλη Νεζερίτη, Θεόδ. Ξύδης, Θ. Παπαθανασόπουλος, Δημ. Παπακωνσταντίνου, Λένα Παππά, Π. Β. Πάσχος. Γ. Πατριαρχέας, Ν. Γ. Πεντζίκης, Ε.Ν. Πλάτης, Αλέξης Σολομός, Τατιάνα Σταύρου, Γεωρ­γία Ταρσούλη, Φώφη Τρέζου, Ιωάννου Τσάτσου, Κώ­στας Ε. Τσιρόπουλος, Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Νίκος Φωκάς, Παναγιώτης Φωτέας, Ερρίκος Χατζηανέστης, Ντίνος Χριστιανόπουλος».

Το Μανιφέστο αυτό, που προκάλεσε οργή, ύβρεις και συκοφαντήσεις-λιβελλογραφήματα των οψίμων μονοτονιστών, ακολούθησαν πλήθος γνώμες εξεχόντων ανθρώπων του πνευματικού μας πολιτισμού -και μόνο αυτά θα αναχαίτιζαν μιαν ευαίσθητη, με εθνική συνείδηση Κυβέρνηση και θα την έφερναν σε αυτο-επίγνωση, ώστε τουλάχιστο να θέσει σε ευρύτατη, λαϊκή συζήτηση το θέμα και να μην επιμείνει στην αυταρχική επιβολή του μονοτονικού.

Ο Οδυσσέας Ελύτης εδήλωσε:

«Εγώ είμαι υπέρ του παλαιού συστήματος, εναντίον του μονοτονικού και υπέρ της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών. Είναι η βάση για να ξέ­ρεις την ετυμολογία των λέξεων. Η σημερινή κακοποίηση της γλώσσας με ενοχλεί και αισθητικά. Θέλω να δω γραμμένο “καφενείον” κι ας μην το προ­φέρουμε το «ν». Τώρα, όλες οι λέξεις έχουν μια τρύπα».

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπογράμμισε:

«Υπερτιμήθηκε η άποψη ότι διευκολύνει τους μαθητές, κάτι που, ίσως, είναι αντιπαιδαγωγικό. Υπάρχει, άλλωστε και μια παράδοση που εκφράζει την άποψη μεγάλων παιδαγωγών, οι οποίοι επιμένουν ότι το παιδί πρέπει να κοπιάζει για να γίνει άνθρωπος ικανός, ώστε στη ζωή του ν’ αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες. Υποστηρίχτηκε, επίσης, υπέρ του μονοτονικού και η άποψη ότι διευκολύνονται οι τυπογράφοι και οι στοιχειοθέτες, γενικά, και ότι οι εκδόσεις, πάλι γενικά, γίνονται οικονομικότερες.

Παραγνωρίστηκαν, όμως, οι λόγοι που επέβαλαν στους “Αλεξανδρινούς χρόνους την καθιέρωση των τόνων, οι οποίοι ισχύουν και σήμερα. Πολλές φορές, τα γραπτά μου δεν διαβάζονται σωστά όταν τυπώνονται στο μονοτονικό. Ας ελπίσουμε ότι θα επανεξεταστεί μελλοντικά το θέμα κι ότι θα επι­κρατήσουν σωφρονέστερες απόψεις».

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης ετόνισε:

«Τώρα για το μονοτονικό. Αν δεν θέλετε κύριοι του Υπουργείου να κάνετε φωνητική ορθογραφία, τότε πρέπει ν’ αφήσετε τους τόνους και τα πνεύματα, γιατί αυτοί που τους βάλανε, ξέρανε τι κάνανε. Δεν υπήρχαν στα αρχαία ελληνικά, γιατί απλούστατα υπήρχαν μέσα στις ίδιες τις λέξεις. Αυτοί, οι Κριαράς και οι άλλοι (…) που έκαναν αυτές τις μεταρρυθμίσεις -αυτό παρακαλώ να γραφτεί στις εφημερίδες- δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα. Δεν ξέρουν αυτό που γνώριζε η κόρη μου στα τρία της χρόνια. Μάθαινε μία λέξη και μετά έψαχνε για τις συγγενείς της. Αυτό είναι μια γλώσσα. Ένα μάγμα, ένα πλέγμα, όπου οι λέξεις παράγονται οι μεν από τις δε, όπου οι σημασίες γλιστράνε από τη μια στην άλλη, είναι μια οργανική ενότητα από την οποία δεν μπορείς να βγάλεις και να κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιας ψευτοκυβέρνησης, καθισμένος σ’ ένα γραφείο στο υπουργείο Παιδείας. Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η καταστροφή της συνέχειας. Ήδη τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων ελληνικών. Δηλαδή πάμε να καταστρέψουμε ό,τι κτίσαμε πριν λίγα χρόνια; Αυτή είναι η δραματική μοίρα του σύγχρο­νου ελληνισμού».

Ακολούθησαν διαμαρτυρίες, δημόσιες συζητήσεις, προσφυγές. Η Κυβέρνηση έμεινε ασυγκίνητη, πιστεύοντας πως από χρόνο σε χρόνο θα κέρδι­ζε με καταναγκασμό, τρομοκράτηση, διαδόσεις πως δεν υπάρχουν πια γρα­φομηχανές πολυτονικές, ούτε τυπογράφοι πολυτονιστές, πως το Κράτος δεν αγοράζει τάχα βιβλία πολυτονικά, πως θα επιβαλλόταν τελικά το μονοτονικό. Ερωτούμε όμως: μπορεί μια εξαναγκαστική πρακτι­κή 8 χρόνων να ανατρέψει παράδοση πρακτικής πολλών αιώνων; Ας μας απαντήσουν οι υπεύθυνοι.

Πάντως, και τα παιδιά μας, στα δίσεχτα αυτά χρόνια, δεν έμαθαν καλύτε­ρα τη γλώσσα μας, επειδή καταργήθηκαν τόνοι και πνεύματα, και τα γραπτά τους, κατά γενική ομολογία, κάθε χρόνο είναι και πιο αξιοθρήνητα, πειστή­ρια γλωσσικής διάλυσης. Η πλειονότητα των συνειδητών συγγραφέων μας εξακολουθεί να γράφει πολυτονικά -και των νέων συγγραφέων μας επίσης, όχι μόνο των παλιότερων,- σπουδαία περιοδικά και διαπρεπείς εκδοτικοί Οίκοι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το πολυτονικό και ο Λαός επιμένει. Ιερή εθνική επιμονή, αξιοθαύμαστη αντίσταση στην καταστροφή.

11. Συμπεραίνουμε:

1. Η επιβολή του μονοτονικού υπήρξε α) άκαιρη, β) αυθαίρετη, γ) αυταρ­χική, δ) αιφνίδια, ε) αντισυνταγματική, στ) δεν έγινε από τον Λαό μας, και κυρίως από τους ειδικά ενδιαφερομένους, αποδεκτή. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αληθινό Σκάνδαλο πανεθνικής σημασίας.

2. Η «Νέα Δημοκρατία» ΔΕΝ ΔΕΣΜΕΥΤΗΚΕ να εφαρμόσει το μονοτονικό. Ο σημερινός Πρωθυπουργός κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αντιστά­θηκε προσωπικά στην εσπευσμένη, καταστροφική εκείνη πράξη και διέταξε την αποχώρηση όλων των βουλευτών της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευ­σης από την μεταμεσονύχτια συνεδρίαση της Βουλής. Επομένως, ούτε το Κόμμα, ούτε ο Πρωθυπουργός, ούτε οι Υπουργοί του, ούτε οι βουλευτές του έχουν ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΔΕΣΜΕΥΣΗ και υποχρέωση να εφαρμόσουν και να επιμείνουν στο μονοτονικό. Δεν συνέπραξαν, ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑΝ στην χάλκευση του Σκανδάλου αυτού.

12. Ζητούμε:

1. Να διατάξει η Κυβέρνηση και να αρχίσει ο αξιότιμος κ. Υπουργός Παιδείας, σε συνεργασία με την κ. Υπουρ­γό Πολιτισμού, την επανασυζήτηση περί μονοτονικού. Την ανοιχτή, δημοκρατική και άφοβη συζήτηση και να κληθούν σ’ αυτό τον αντιαυταρχικό διάλογο όλοι οι αρμόδιοι: η Ακαδημία Αθηνών, τα Πανεπιστή­μια, τα Σωματεία Λογοτεχνών.

2. Να επιτρέψει αμέσως η Κυβέρνηση ώστε όλοι οι κρατικοί λειτουργοί και των τριών Εξουσιών της Δημοκρατίας να μπορούν, αν κριθούν, ελεύθε­ρα να γράφουν πολυτονικά, χωρίς φόβο και οποιαδήποτε πίεση.

3. Να τεθούν τα συμπεράσματα των συζητήσεων αυτών, αν όχι στην άμε­ση κρίση, όπως θα άρμοζε, των Ελλήνων με σαφές δημοψήφισμα, στην Εθνική Αντιπροσωπεία και σε ειδική συνεδρίαση έγκαιρα και πλήρως προετοιμασμένη, ώστε εκείνη να αποφασίσει ελεύθερα, υπεύθυνα, ελλη­νικά.
Αθήνα, Σεπτέμβριος 1991

Τρίτη, Μαρτίου 25, 2014

Σαράντος Ι. Καργάκος : Tα «χουέλιας» του ’21

(Στη μνήμη του Καπετάν Νικόλα Κωστάρα)
Κάθε φορά που πλησιάζει μια εθνική επέτειος τρέμω για τους... νεκρούς μας! Μην έλθουν από τα βάθη του Κά­τω Κόσμου και, βλέποντας τα χάλια του Πάνω Κόσμου μας, ζητήσουν από το Χάρο να τους πάει στα τρίσβαθα κι ακόμη πιο βαθειά. Είναι θλιβερό σε κάθε εθνική επέτειο οι ήρωες νεκροί μας να διαπιστώνουν μελαγχολικά, πόσο δεν μοι­άζουνε με μας. Εκείνοι ήσαν από άλλη «πάστα». Εμείς γί­ναμε πιο μαλακοί κι από οδοντόπαστα. Φοβόμαστε ακόμη και τη σκιά μας! Οι μόνοι που λεβεντοπερπατούν είναι οι κακοποιοί.
Οι πιο αδιάντροποι νοσφίζονται και το ’21. Κι ήταν φυσικό γιατί χάσαμε τα ίχνη, χάσαμε το βηματισμό που μας έφερναν ως το ’21.
Διάβασα πριν από καιρό κάτι εντυπωσιακό. Κοντά στην Αβάνα υπάρχει το πιο σεβάσμιο μνημείο της Κούβας: Μια σειρά από αχνάρια ποδιών πάνω στον πετρωμένο πηλό στην όχθη μιας λίμνης. Τα αχνάρια αυτά είναι γνωστά με την ονομασία «Χουέλιας ντε Ακαχουλίνκα». Χουέλιας είναι τα αχνάρια και Ακαχουλίνκα είναι το όνομα της λί­μνης. Σ’ έναν απρόσεκτο επισκέπτη κάποιος από τους γέ­ροντες της περιοχής έκανε μια παρατήρηση σοφή: «Πρό­σεχε που πατάς, γιατί τ’ αχνάρια σου μπορεί να ζήσουν περισσότερο από σένα»!
Δεν νομίζω ότι έχει λεχθεί τίποτε σοφώτερο για την ιστορία. Λένε πως η ιστορία είναι μια επιστήμη –και τέχνη προσθέτω εγώ– που μελετά τα αχνάρια που ζουν περισ­σότερο από μας. Τα ίχνη που μας δείχνουν από πού προ­ερχόμαστε, ώστε να ξέρουμε και προς τα πού πρέπει να πορευόμαστε. Βέβαια στην Κούβα υπάρχει και κάτι που οι εντόπιοι ονομάζουν «μάτα πόλο», δίλεκτη φράση που μπορεί να αποδοθεί με τον όρο «δεντροφονιάς». Πρόκειται για φυτά τύπου κληματσίδας που ζουν παρασιτικά, που αναρριχώνται και στα πανύψηλα «μπάνιαν», τα στραγγίζουν, τα στραγγαλίζουν και ζουν αυτά, τα παράσι­τα, ενώ τα δέντρα που τα φιλοξένησαν πεθαίνουν.
Με όλη αυτή την εισαγωγή θέλω να πω ότι κάποιοι στον τόπο μας εδώ και καιρό προσπαθούν να σβήσουν τα «χουέλιας» του ’21 κι έτσι να μην ισχύει στη ζωή μας το Κρητικό: «Των μπροστινών πατήματα, των πισινών γεφύ­ρια». Να μη βαδίζουμε, όπως βάδιζαν οι πρόγονοί μας, που, όπως γράφει ο Μακρυγιάννης, έκαναν τον τόπο τούτο «να ματαειπωθεί Ελλάς». Να μην ξέρουμε πού πατάμε και προς τα πού τραβάμε και απυξίδωτοι να βαδί­ζουμε απροσδιόριστα στο σκοτάδι του μέλλοντος.
Αυτοί οι «δεντροφονιάδες», που με κομματικές πλάτες ανέβηκαν σε θώκους ψηλούς και με κάθε λογής παρεμβο­λές ελέγχουν την επίσημη διανόηση και τα λεγόμενα «μήντια», προσπαθούν να θανατώσουν την Βασιλικήν Δρυν της Ιστορίας του ’21 και οι νέοι μας ανιστόρητοι να ακολουθούν το «μονοπάτι του τυφλού άνθρωπου», όπως λένε οι Ινδιάνοι του Μεξικού. Παρά την πολική θερμοκρα­σία που τυλίγει όσους τολμούν να μάχονται για να μην εξαλειφθεί η μνήμη του ’21, υπάρχουν ακόμη Αργοναύτες του πνεύματος. Ήρωες της αυταπαρνήσεως που μοχθούν να μην οδηγηθεί ο λαός μας στη «Χώρα των Τυφλών». Να αποτραπεί η πνευματική και εθνική μας τύφλωση.
Αλλ’ αυτοί δεν αρκούν και φοβάμαι ότι ματαιοπονούν. Ο λαός μας –ιδίως ο κόσμος της νεολαίας– έχει μείνει παντελώς άρριζος. Το δέντρο της παραδόσεως έχει κοπεί σύρριζα. Οι ρίζες που φθάνουν ως τις φλέβες του ’21 έχουν σπάσει. Ο λαός μας νόμισε ότι απογειώθηκε, επει­δή πήγε ψηλά σαν τον χαρταετό. Αλλά με κομμένο σπάγ­κο! Τώρα κινδυνεύει να χαθεί από το μαύρο του το χάλι στα χάη της ιστορίας του μέλλοντος. Διότι και το μέλλον έχει τη δική του ιστορία. Δυστυχώς στους καιρούς μας χάθηκαν οι Σίβυλλες και τα μαντεία των αρχαίων χρόνων που μέσω των χρησμών εξεμαίευαν από τους θεούς τα σκοτεινά νήματα της μοίρας. Και η χριστιανικότητά μας έχει αρχίσει να χάνει τα διαισθητικά της χαρακτηριστικά. Το πολύ να λειτουργεί σαν μία παρηγορητική δύναμη· όχι σαν οδοδείκτης. Δεν πιστεύουμε ειλικρινά στο δρόμο που μας δείχνει. Ασκούμε υποκρισία θρησκευτικότητας. Ο Γολγοθάς έχει πολύ ανήφορο...
Η δική μου γενιά που γαλουχήθηκε με πολύ ’21 απέρ­χεται. Η παλαιότερη jam transiit. Έχει ήδη απέλθει. Μες στην έρμη χώρα, ποιος μένει να κρατήσει άσβηστο τον πυρσό του ’21; Πόσοι από τους λεγόμενους σοφούς, που κατά καιρούς καλούν οι κυβερνήτες μας να τους δώσουν φως, μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν την απόκρυφη γλώσσα της μοίρας; Δεν αερολογώ και ούτε μου αρέσει να παραπέμπω σε μεταφυσικού τύπου λύσεις. Ωστόσο, ακράδαντα πιστεύω ότι το μέλλον των νέων είναι κρεμα­σμένο με μία κλωστή από ουράνιο φως.
Κι αυτό το φως μάς το προσφέρει άπλετα η μελέτη του ’21. Ας σκύψουν οι νέοι στις πρωτογενείς πηγές. Τι είναι η δική μας κατάσταση μπρος στα ζοφερά χρόνια της σκλαβιάς; Λέγει ο Γέρος του Μοριά στα «Απομνημονεύ­ματα» που υπαγόρευσε στον Γ. Τερτσέτη:
«Αφού χαλιώντας η Κωνσταντινούπολις επυκνώθη ολούθε το σκοτάδι της δουλείας, συνέβη εις την ελληνικήν φυλήν, ό,τι συμβαίνει την νύχτα εις τον κόσμον, που η ώρα η πλέον σκοτεινή, η πλέον θαμπή της νυχτός είναι η ώρα που σιμώνει το φως της ημέρας».
Αλλά το φως του γλιτωμού δεν έρχεται μόνο του. Πρέ­πει να το ζητήσουμε και να μοχθήσουμε να το φέρουμε στην ψυχή και το πνεύμα μας. Χρειάζεται επίπονη και επί­μονη προσπάθεια για να αναστήσουμε μέσα μας το ’21. Όπως γράφω σε τελευταία μελέτη μου το ’21 έχει πολύ πληγωθεί. Πρέπει να κλείσουμε τις δικές του για να κλεί­σουν και οι δικές μας πληγές. Πληγώνοντας το παρελθόν, πληγώνουμε το παρόν και το μέλλον.
Σαράντος Ι. Καργάκος

Τρίτη, Μαρτίου 11, 2014

To Eθνος πνεει τα λοισθια....

Σαράντος Καργάκος: 

 

Αξιότιμε Κύριε Πρωθυπουργέ…!


καργακος

Γνωρίζω ότι οι ασχολίες σας είναι πολλές και ασφαλώς θα σας είναι δυσχερές να εγκύψετε στα ληρήματα της ταπεινής μου γραφίδας. Αλλ’ επειδή όλα τα Συντάγματα από καταβολής Ελληνικού Κράτους (1-1-1822), μου αναγνωρίζουν το δικαίωμα του «ἀναφέρεσθαι εἰς τάς ἀρχάς», τολμώ –παρότι γνωρίζω ότι το σχετικό άρθρο του Συντάγματος εμπίπτει στις περιπτώσεις φαιδρότητας– να σας απευθύνω την ύστατη τούτη έκκληση:



Κύριε Πρωθυπουργέ, αφού δεν μπορείτε να μας αφήσετε να ζήσουμε ήσυχα, αφήστε τουλάχιστον να πεθάνουμε ήσυχα! Είναι απαράδεκτο άνθρωποι της δικής μου ηλικίας να ασχολούνται από νυκτός μέχρι πρωίας με το τι πρέπει σήμερα να μαζέψουν για την εφορία ή τι ποσό οφείλουν εντός των προσεχών ημερών να πληρώσουν στην εφορία. Οι σοφοί σας σύμβουλοι κάθε ημέρα ανακαλύπτουν και νέους τρόπους να μας αιματορρουφήξουν.

Οι μέθοδοι εισπράξεως χρημάτων, που εφευρέθηκαν εσχάτως, Κύριε Πρωθυπουργέ, παραπέμπουν στις μεθόδους του Αλή Πασά, που αντί να βάζει τον «τζελάτη» (δήμιο) με μια σπαθιά να κόβει το κεφάλι του ραγιά, τον έβαζε να τον κόβει φέτες, ξεκινώντας από τα δάκτυλα και προχωρώντας στα πόδια και στα χέρια, μέχρι να φθάσει στην αποκοπή του κεφαλιού. Ήθελε κι αυτός και τα «ρετζάλια» του (δεν γράφω ρετάλια· ρετζάλια ήσαν οι αξιωματικοί του) και οι «τζοχανταραίοι» του να απολαμβάνουν το θέαμα του μαρτυρίου.

Στο έσχατο αυτό σημείο του παρατεταμένου μαρτυρίου έχουμε φθάσει όλοι όσοι δεν πήραμε τη ζωή μας σαν «μαγκιά» (ενθυμείσθε ασφαλώς το Λαλιωτικό σύνθημα «η ζωή είναι μαγκιά»!) και μοχθήσαμε να στήσουμε νοικοκυριά, για τα παιδιά μας και για τα γεράματά μας. Τώρα που φθάσαμε στο όριο των «υπερήφανων γηρατειών», θαρρείτε, Κύριε Πρωθυπουργέ, ότι είναι δυνατόν με ισχυαλγίες, οσφυαλγίες, αρτηριακές πιέσεις, καρδιοπάθειες, άσθματα και άλλα τινά να στεκόμαστε ώρες στην ουρά για να πληρώσουμε τα διαρκώς επινοούμενα χαράτσια; Κι αν κάποτε αξιωθούμε να φθάσουμε προ του εφοριακού, νομίζετε ότι αρμόζει στην αξιοπρέπειά μας να παζαρεύουμε σαν Αιγύπτιοι… καμηλιέρηδες;

Κύριε Πρωθυπουργέ, ένας προκάτοχός σας στα χρόνια της νεότητάς σας, είχε πει, απευθυνόμενος στον υπουργό του επί των οικονομικών, το πολυθρύλητο: «Δωσ’ τα όλα»! Σεις, γιατί δεν κάνετε το αντίθετο; Να πείτε στον αρμόδιο για τις φοροεισπράξεις «μινίστρο» σας κάτι απλό: «Παρ’ τα όλα». Να ξεμπλέξουμε! Και να μην έχουμε αγωνιά μη μας κλέψουνε. Αλλά τι να πάρουν οι «χαρατσήδες» σας, 
Κύριε Πρωθυπουργέ; Η κυβέρνησή σας έχει στραγγίξει μέχρι τρυγός ( τρύξ –γός είναι το κατακάθι του οίνου) τα όποια αποθέματά μας· έχει στραγγίξει ως τη στερνή ρανίδα το μαστό της αγελάδας. Φοβάμαι ότι στο εξής, αντί να βγάζει γάλα, ο μαστός της Ελλάδος-αγελάδος, θα κατεβάζει αίμα. Με πάσαν έννοιαν. Θαρρώ, εννοείτε τι εννοώ.

Σήμερα, Κύριε Πρωθυπουργέ, εμείς τα «περήφανα γηρατειά» μοιάζουμε με τη χελώνα που δέχεται επίθεση και μένει στο καβούκι της και μόνο κάπου-κάπου βγάζει το κεφάλι της προς τα έξω και κοιτάζει γύρω. Μα τι να δει; Και το ξαναμαζεύει πάλι μετά από λίγο. Όπου να στρέψουμε το βλέμμα μας, βλέπουμε ανθρώπινα ερείπια. Φαντάζεστε, Κύριε Πρωθυπουργέ, πόσο οδυνηρό είναι για μένα να με πλησιάζει ένας νεαρός και να μου ζητάει ένα ευρώ για να φάει, όταν εγώ τον περνάω 60 χρόνια ζωής; Ξέρετε, Κύριε Πρωθυπουργέ, ότι υπάρχουν άνθρωποι της ηλικίας μου που παρακαλούν τον Θεό να τους χαρίσει χρόνια για να γηροκομήσουν τα παιδιά τους;

Έχω διαβάσει, Κύριε Πρωθυπουργέ, ότι η κατάθλιψη είναι θυμός που έχει στραφεί προς τα μέσα. Αλλά πόσο μέσα θα πάει; Κάποτε θα ξεσπάσει. Και τι θα γίνει, αν ο θυμός αυτός βγει προς έξω; Όταν ο θυμός γίνεται σεισμός, τότε οι κοινωνικές εκρήξεις ξεπερνούν και αυτές της Αίτνας και του Κρακατάου.

Προσωπικά, και μετά από φοροδοσία/αιματοδοσία 52 ετών, δικαιούμαι να έχω αξίωση μιας περισσότερο αξιοπρεπούς μεταχειρίσεως από τις αρμόδιες υπηρεσίες και όχι η δύσμοιρη σύζυγός μου –αντί να μου «παίρνει βεντούζες»– να ξαγρυπνά ψάχνοντας χαρτιά για το σπίτι που κατοικούμε, σπίτι του 1952, το οποίο έχουμε δηλώσει μέχρις εσχάτης γωνιάς πάνω από 60 φορές! Μήπως πρέπει να δηλώσουμε και την ελιά που φύτεψα φέτος; Δεν είναι ευχάριστη η επίσκεψη σε μια δημόσια υπηρεσία. Μου προκαλεί λόγω στενοχωρίας (στενότητας χώρου) στενοχώρια και δυσφορία. Και όσα ακούγονται εκεί, δεν γράφονται στο χαρτί. Κάποτε ένιωσα σαν ιεροκήρυκας σε έκθεση πορνογραφίας.

Με την παρούσα δεν ζητώ τον οίκτο σας. Που ποτέ δεν ζήτησα. Απλώς θέλω για ύστατη φορά να θυμίσω (κι όχι μόνο σε σας), ποιος είναι ο ρόλος του πρωθυπουργού. Που δεν είναι –επαναλαμβάνω– ρόλος να εγκρίνει φορολογικά μέτρα. Ο ρόλος του είναι άλλος. Μια κυβέρνηση είναι σαν το παλιό καλό ρολόι με κουρδιστήρι. Και ρόλος του πρωθυπουργού είναι να κρατάει το ρολόι αυτό καλά κουρδισμένο. Δυστυχώς, η κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός μοιάζουν με ξεκούρδιστο ρολόι. Τι χρειαζόταν η μισή κυβέρνηση να κουβαληθεί στην Κεφαλονιά; Και η αντιπολίτευση μαζί! Δεν υπήρχαν αρμόδια όργανα για να συντονίσουν αυτό που πρέπει να γίνει; Οι υπουργοί πρέπει να τα συντονίζουν όλα; Τότε τι χρειάζονται τα λοιπά όργανα;

Αυτά που γίνονται, Κύριε Πρωθυπουργέ, από την κυβέρνησή σας είναι –αν όχι ανόητα– πάντως ακατανόητα. Μας πνίξατε στα ακρωνύμια. Είναι ευκολώτερο να μάθεις Σανσκριτικά παρά να μάθεις τι σημαίνουν τα αρκτικόλεξα αυτά. Τότε ένας τόπος κυβερνάται καλά, όταν η κυβέρνηση κινείται σ’ ένα όριο που μπορεί να το νιώσει κανείς, ακόμη και να το κατανοήσει. Δεν ανήκω στη χορεία των σοφών που περιστοιχίζουν κάθε υπουργό. Ωστόσο, όταν ταξιδεύω με τον ηλεκτρικό, άνθρωποι απλοί με ρωτούν: «Τι γίνεται στον τόπο αυτό;». Και δεν ξέρω τι να αποκριθώ. Συχνά μου έρχεται στη μνήμη μια φράση: «Η κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη όσο φαίνεται· είναι ακόμη χειρότερη». Να απαντήσω έτσι; Σας ερωτώ…
Η αισιοδοξία δεν είναι θέμα «γραμμής».

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 28, 2014

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΝ ΚΙΝΔΥΝῼ ἢ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΕΥΘΥΝΩΝ (Ὅταν ὁ κόσμος τρέμει, ζητεῖ ὡς σανίδα σωτηρίας κάποιον Μεσσία.) [Σαρ. Καργάκος]

Ἡ δημοκρατία ἐν κινδύνῳ
Γράφει ὁ Σαρ. Καργάκος

15.02.2014

.           Ὁ Ἀβραάμ Λίνκολν τό εἶχε πεῖ: «Δίνοντας ἐλευθερία στούς σκλάβους, διασφαλίζουμε τήν ἐλευθερία τῶν ἐλευθέρων». Σήμερα οἱ περισσότεροι λαοί ἔχουν κατακτήσει –τυπικά τουλάχιστον– τό προνόμιο τῆς ἐλευθερίας. Ὅμωςκανένας δέν εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος, γιατί ὑπάρχουν καί δοῦλοι τῆς ἀνεξαρτησίας τους. Τό εἶχε εὔστοχα ἐπισημάνει ὁ Πλάτων: «Ἡ ἄγαν ἐλευθερία οὐκ εἰς ἄλλο τι ἤ εἰς ἄγαν δουλείαν μεταβάλλει καί ἰδιώτην καί πόλιν» (=Ἡ ὑπέρμετρη ἐλευθερία ὁδηγεῖ σέ ὑπέρμετρη δουλεία καί τόν πολίτη καί τήν πόλη).
.                Οἱ σημερινές κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες κάνουν τόν σκεπτόμενο ἄνθρωπο νά διερωτᾶται: Μήπως αὐτό πού ὀνομάζουμε ἐλευθερία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό μία διευκόλυνση στήν ἐπιλογή νέων μορφῶν δουλείας;Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος μόνο στό νά διαλέξει τόν τύπο τῆς δουλείας του; Ἤ, μήπως ἡ ἐλευθερία τοῦ ἑνός γίνεται προϋπόθεση γιά τή δουλεία τοῦ ἄλλου;
.               Τό ζήτημα δέν εἶναι φιλοσοφικό, εἶναι πολύ πρακτικό. Γι’ αὐτό δέν προτίθεμαι νά σᾶς μεταφέρω στόν «Λεβιάθαν» τοῦ Τόμας Χόμπς ἀλλά σ’ ἕνα ἀπό τά κεντρικά σημεῖα τῶν Ἀθηνῶν καί πιό συγκεκριμένα στήν πλατεῖα πού φέρει τό ὄνομα τοῦ καταστατικοῦ χάρτη τῶν ἐλευθεριῶν μας, τήν Πλατεῖα Συντάγματος. Πόση ἐλευθερία ἔχουμε νά τή διασχίσουμε ὅλοι, νά τήν χαροῦμε ὅλοι, νά τήν ἀξιοποιήσουμε ἐπαγγελματικά, ἄν εἴχαμε ἐπενδύσει κεφάλαια ἐντός ἤ πέριξ αὐτῆς; Ἀσφαλῶς, τό Σύνταγμα κατοχυρώνει τό δικαίωμα τῆς ἀπεργίας καί τῆς διαμαρτυρίας. Ὅταν ὅμως ἡ διαμαρτυρία –ὅσο δίκαιη– γίνεται μαρτύριο ἤ καταστροφή γιά ἄλλους, τότε ποῦ ὁδηγούμεθα; Μήπως σέ μιά ἀλληλοσύγκρουση πού θά μᾶς ὁδηγήσει στό ἔρεβος κάποιας ὀλιγαρχικῆς ἐξουσίας;
.             Θά πῶ κάτι πού πιθανῶς νά φανεῖ τρομακτικό καί ξέρω ὅτι θά μοῦ κοστίσει πολύ, ὅπως πολύ μοῦ ἔχουν κοστίσει καί ἄλλα πού ἔχω πεῖ. Ὡστόσο θά τό πῶ: ἄν σήμερα γινόταν μιά δημοσκόπηση εὐρείας ἐκτάσεως, μέ τό ἐρώτημα, ποιόν θεωρεῖτε καλύτερο, τόν Γεώργιο Παπαδόπουλο ἤ τούς σημερινούς πολιτικούς, φοβᾶμαι ὅτι σέ συντριπτικό ποσοστό ὁ ἑλληνικός λαός –καί περισσότερο ἡ νεολαία– θά ἔδινε «ψῆφο» στόν Παπαδόπουλο. Κι ἄς μήν σπεύσει κανείς ἀπό τούς «καναλόκυνες» νά μοῦ κολλήσει τήν ταμπέλλα τοῦ «νεοχουντικοῦ». Ἡ δικτατορία μοῦ ἔκλεισε δύο φορές τό φροντιστήριο, μοῦ ἀρνήθηκε ἐπί 6 χρόνια διαβατήριο (καί ματαιώθηκαν οἱ βλέψεις μου γιά μεταπτυχιακές σπουδές στό Παρίσι) καί ἐξ αἰτίας της ὑποχρεώθηκα στίς 19 Μαρτίου 1969 νά παραιτηθῶ ἀπό τήν ἰδιωτική ἐκπαίδευση. Ἀπό ἀξιοπρέπεια οὔτε ἐγώ οὔτε ἡ σύζυγός μου, πού ἔγραψε τήν πρώτη ἀντιδικτατορική προκήρυξη, διεκδικήσαμε τίτλο ἤ σύνταξη «ἀντιστασιακοῦ». Καί ἐπειδή ἀγόρασα ἀντίγραφο τοῦ «φακέλου» μου, ξέρω πολλούς καταδότες πού μέ ἰδιότητα «ἀντιστασιακοῦ» ἔκαναν λαμπρή –γιά τόν ἐαυτό τους– πολιτική καί πανεπιστημιακή καριέρα.
.              Ὅλα αὐτά γράφονται προειδοποιητικά, ὅπως εἶχαν γραφεῖ καί το 1965. Καί μέ αὐτό ἐννοῶ ὅτι ἡ παταγώδης ἀποτυχία τῶν νῦν θά ἀναδείξει τή φυσιογνωμία τῶν πρίν. Εἴτε ἔπραξαν καλά, εἴτε ἔπραξαν κακά. Ἡ ὡραιοποίηση καί ἡρωοποίηση κάποιων χθεσινῶν μορφῶν πού εἶχαν ἐπιβληθεῖ διά τῆς λόγχης εἶναι ἐπακόλουθο τῆς ἠθικῆς δυσμορφίας καί τῆς πλαδαρῆς ἀνικανότητας τῶν τωρινῶν. Μπορεῖ κάποιοι τωρινοί σέ ἀλλοτινούς καιρούς νά ξεκίνησαν μέ τούς ἁγιώτερους σκοπούς, ἀλλά μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου μούλιασαν καί μετεξελίχθηκαν σέ δημαγωγικώτερους  τοῦ Κλέωνος καί ἀμελέστεροι τοῦ περιώνυμου Ἱπποκλέιδη. Τό «οὐ φροντίς Ἱπποκλείδῃ» ἦταν πολιτικός κανόνας.
.              Σήμερα τούς πολιτικούς δέν τούς σώζουν οἱ ταμπέλλες μέ ἰδεολογικούς χρωματισμούς. Ὁ χρηματισμός τούς ἔκανε φθηνούς. Οὔτε μποροῦν νά ἐπικαλοῦνται τό τί ἔκαναν παλιά. «Τά στερνά τιμοῦν τά πρῶτα», λέει ὁ λαός, ἐπαναλαμβάνοντας αὐτό πού εἶπε ὁ Δημοσθένης: «Πρός γάρ τό τελευταῖον ἐκβάν ἕκαστον τῶν πρίν ὑπαρξάντων κρίνεται». Δηλαδή ἀπό τίς τελευταῖες πράξεις κρίνονται καί οἱ πρῶτες.
.              Λυπᾶμαι πού εἶμαι ὑποχρεωμένος νά ἀνοίγω ἀνοικτές θύρες μέ τό νά γράφω ὅτι τόν φασισμό, τόν ναζισμό, τόν περονισμό, τόν σταλινισμό δέν τούς γεννᾶ κάποιος ἐπιδημικός ἰός· τούς γεννᾶ ἡ ἐξαθλίωση καί ἡ ἐξαχρείωση τῆς δημοκρατίας. Ὁ σπουδαῖος Θεόδωρος Μόμσεν εἶχε πεῖ ὅτι ἕνα ἐξευτελισμένο κοινοβούλιο εἶναι χειρότερο καί ἀπό τή χειρότερη μορφή τυραννίας. Τήν ἀπόδειξη παρέχει ἡ σημερινή κατάσταση τοῦ κοινοβουλίου, πού εὐθύνεται γιά τήν ὁλοσχερῆ παράλυση τῆς δημοκρατίας.
.                Ἡ δημοκρατία, καλῶς ἐξεταζομένη, πρέπει νά εἶναι πολίτευμα σοβαροκρατίας. Ἡ λέξη σοβαρός (ἀπό τό ρῆμα σοβῶ = κινῶ ὁρμητικά) στά ἀρχαῖα ἑλληνικά εἶχε τή σημασία τοῦ πομπώδους, τοῦ καυχησιάρη, τοῦ ὁρμητικοῦ· μόνον ὅταν «ταυτοποιήθηκε» πρός τό λατινικό severus (ἀπ’ ὅπου τό κυριώνυμο Σεβῆρος) προσέλαβε τή σημασία τοῦ αὐστηροῦ. Ἐπί τῆς αὐστηρότητος στήριξε τή νομοθεσία του ὁ πρῶτος νομοθέτης τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ὁ Ζάλευκος ἀπό τούς Ἐπιζεφύριους Λοκρούς τῆς Κάτω Ἰταλίας. Καί τήν αὐστηρότητα αὐτή ἐφάρμοσε ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του γιά νά γίνει παράδειγμα τῶν συμπολιτῶν του. Δυστυχῶς ἡ αὐστηροκρατία καί ἡ σοβαροκρατία, πού θά μετέτρεπαν τήν ἑλληνική δημοκρατία σέ ἀριστοκρατία, πολίτευμα δηλαδή τῶν ἀρίστων κατά τό ἦθος πολιτῶν καί πολιτικῶν, ἐξοστρακίσθηκαν καί γι’ αὐτό ὑφιστάμεθα τή δικτατορία τῶν ἀνευθύνων. Καί δέν ἐννοῶ μόνον τήν τυραννία τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἐννοῶ καί τήν αὐθαιρεσία παντός πολίτη πού πιστεύει στό δόγμα: «Δημοκρατία ἔχουμε· κάνουμε ὅ,τι θέλουμε»!
.              Δυστυχῶς, ἔχουμε πάρει στραβή, θεόστραβη πολιτική ἀγωγή.Δημοκρατία σημαίνει ὄχι τό νά κάνεις ὅ,τι θέλεις ἀλλά ὅ,τι πρέπει. Ἠ δημοκρατία εἶναι εὐθύνη. Ἀλλ’ ἐπειδή ἡ εὐθύνη εἶναι φορτίο βαρύ, πολλοί τήν ἀποποιοῦνται καί μοιραῖα τό κατάλοιπο εἶναι μιά ὀχλοκρατία πού δέν παρέχει οὔτε τίς πλέον στοιχειώδεις ἐγγυήσεις ἀσφαλείας. Ὅταν ὁ κόσμος τρέμει, ζητεῖ ὡς σανίδα σωτηρίας κάποιον Μεσσία.

Τρίτη, Αυγούστου 20, 2013

ΚΗΦΗΝΕΙΟΝ “Η Ωραία Ελλάς” Σαράντος Καργάκος

*(κηφηνείον-εκ του κηφήνα-αρσενικής μέλισσας)

Σαράντος Καργάκος

Ακούω ότι το μεγαλύτερο σήμερα πρόβλημα των νέων μας είναι η ανεργία. Διαφωνώ. Εδώ και τριάντα χρόνια είναι η … εργασία. Ο νέος δε φοβάται την αναδουλειά φοβάται τη δουλειά.

Μια οικογενειακή αντίληψη, ότι δουλειά είναι ό,τι δεν λερώνει, επεκτάθηκε και στο νεοσουσουδιστικό σχολείο με ευθύνη των κομμάτων, που για λόγους ψηφοθηρίας απεδύθησαν σε μια χυδαία πολιτική παιδοκολακείας, η οποία μετά τη δικτατορία εξέθρεψε και διαμόρφωσε δύο γενιές «κουλοχέρηδων»… παιδιών δηλαδή που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους -πέρα από τη μούντζα- για καμμιά εργασία από αυτές που ονομάζονται χειρωνακτικές, επειδή -τάχα- είναι ταπεινωτικές. Κι ας βρίσκεται μέσα στη λέξη «χειρώναξ», σαν δεύτερο συνθετικό το «άναξ» που κάνει τον δουλευτή, τον άνακτα χειρών, βασιλιά στο χώρο του, βασιλιά στο σπιτικό του, νοικοκύρη δηλαδή, λέξη άλλοτε ιερή που ποδοπατήθηκε κι αυτή μες στην ασυναρτησία μιας πολιτικής που έδειχνε αριστερά και πήγαινε δεξιά και τούμπαλιν. Γι’ αυτό τουμπάραμε…
Κάποτε, ακόμη κι από τις στήλες του περιοδικού αυτού, που δεν είναι πολιτικό με την ευτελισμένη έννοια του όρου, έγραφα πως η ανεργία στον τόπον μας είναι επιλεκτική, ότι δουλειές υπάρχουν αλλά ότι δεν υπάρχουν χέρια να τις δουλέψουν. Κι έπρεπε να κατακλυσθεί ο τόπος από 1,5 εκατομμύριο 
λαθρομετανάστες, για να αποδειχθεί ότι στην Ελλάδα υπήρχε δουλειά πολλή αλλ’ όχι διάθεση για δουλειά. Τα παιδιά -τα μεγάλα θύματα αυτής της ιστορίας- είχαν γαλουχηθεί με τη νοοτροπία του «White color workers». Έτσι σήμερα το πιο φτηνό εργατικό και υπαλληλικό δυναμικό είναι οι πτυχιούχοι, που ζητούν εργασία ακόμη και στον ΟΤΕ ως έκτακτοι τηλεφωνητές, προσκομίζοντας στα πιστοποιητικά προσόντων ακόμη και διδακτορικά!

Γέμισε ο τόπος πανεπιστήμια, σχολές επί σχολών, επιστημονικούς κλάδους αόριστους, ομιχλώδεις και ασαφείς, απροσδιορίστου αποστολής και χρησιμότητας. Πτυχία-φτερά στον άνεμο σαν τις ελπίδες των γονιών, που πιστεύουν ότι τα παιδιά και μόνον με τα «ντοκτορά» θα βρουν δουλειά. Έτσι παράγονται επιστήμονες που είναι δεκαθλητές του τίποτα, ικανοί μόνον για το δημόσιο ή για υπάλληλοι κάποιας πολυεθνικής.

Παρ’ όλο που γέμισε η χώρα μας τεχνικές σχολές (τι ΤΕΛ, τι ΕΠΑΛ, τι ΤΕΙ, τι ΙΕΚ!…) οι πιο άτεχνοι νέοι είναι οι νέοι της Ελλάδος. Παίρνουν πτυχίο τεχνικής σχολής και δεν έχουν πιάσει κατσαβίδι οι πιο πολλοί. Δεν ξέρουν να διορθώσουν μια βλάβη στο αυτοκίνητό τους, στο ραδιόφωνο ή στο τηλέφωνό τους. Είναι άχεροι, ουσιαστικά χωρίς χέρια.

Τώρα με τα ηλεκτρονικά ξέχασαν να γράφουν, ξέχασαν να διαβάζουν, εκτός φυσικά από «μηνύματα» του αφόρητου «κινητού» τους.

Τούτη η παιδεία, που όχι μόνο παιδεία δεν είναι αλλ’ ούτε καν εκπαίδευση, αφού δεν καλλιεργεί καμμιά δεξιότητα, εκτός από την ραθυμία, την αναβλητικότητα και το φόβο της δουλειάς, όχι μόνο δεν καλλιεργεί τον νέο εσωτερικά αλλά τον πετρώνει δημιουργικά σαν τα παιδιά της Νιόβης. Τα κάνει άχρηστα τα παιδιά για παραγωγική εργασία, γιατί ο θεσμός της παπαγαλίας και η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, με το πρόσχημα να μην τα κουράσομε, τους αφαιρεί την αυτενέργεια, την πρωτοβουλία, τη φαντασία και την πρωτοτυπία.

Το σχολείο, αντί να μαθαίνει τα παιδιά πως να μαθαίνουν, τα νεκρώνει πνευματικά. Δεν τα μαθαίνει πως να σκέπτονται αλλά με τι να σκέπτονται. Έτσι τα κάνει πτυχιούχους βλάκες. Βάζει όρια στον ορίζοντα της σκέψης και των ενδιαφερόντων. Τα χαμηλοποιεί. Τα κάνει να βλέπουν σαν τα σκαθάρια κοντά, κι όχι να θρώσκουν άνω, να έχουν έφεση για κάτι πιο πέρα, πιο τρανό και πιο μεγάλο.

Το έμβλημα πια του ελληνικού σχολείου δεν είναι η γλαύξ, είναι ο παπαγάλος, ο μαθητής-βλάξ που καταπίνει σελίδες σαν χάπια και που θεωρεί ως σωστό ό,τι γράφει το σχολικό. Και το λεγόμενο «σχολικό» είναι συνήθως αισχρό και ως λόγος και ως περιεχόμενο.

Και τολμώ να λέγω αισχρό, διότι πρωτίστως το «Αναγνωστικό» που πρέπει να είναι ευαγγέλιο πνευματικό ειδικά στο Δημοτικό, αντί να καλλιεργεί την αγάπη για τη δουλειά, καλλιεργεί την απέχθεια.

Που πια, όπως παλιά, ο έρωτας για την αγροτική, τη βουκολική και τη θαλασσινή ζωή; Ο ναύτης δεν είναι πρότυπο ζωής. Πρότυπο ζωής είναι ο «χαρτογιακάς». Όσο κι αν ήσαν κάπως ρομαντικά τα παλιά «Αναγνωστικά», καλλιεργούσαν τον έρωτα για τη δουλειά. Ακούω πως δεν πάει καλά η οικονομία. Μα πως να πάει, όταν με τη ναυτιλία που προσφέρει το 5,6% του ΑΕΠ ασχολείται μόνο το 1% των Ελλήνων; (Με τον αγροτικό τομέα που προσφέρει το 6,6% του ΑΕΠ ασχολείται το 14,5% του πληθυσμού). Διερωτώμαι, τί είδους ναυτικός λαός είμαστε, όταν αποστρεφόμαστε την θάλασσα και στα ελληνικά καράβια κυριαρχούν Φιλιππινέζοι, Αλβανοί και μελαψοί κάθε αποχρώσεως;

Το σχολείο καλλιεργεί τον έρωτα για την τεμπελιά, όχι για δουλειά. Τα πανεπιστήμια και οι ποικιλώνυμες σχολές επαυξάνουν τον έρωτα αυτό. Πράγματα που μπορούν να διδαχθούν εντός εξαμήνου -και μάλιστα σε σεμιναριακού τύπου μαθήματα- απαιτούν τετραετία! Βγαίνουν τα παιδιά από τις σχολές και δικαίως ζητούν εργασία με βάση τα «προσόντα» τους, αλλά τέτοιες εργασίες που ζητούν τέτοια προσόντα δεν υπάρχουν.

Αν δεν απατώμαι, υπάρχουν δύο σχολές θεατρολογίας -πέρα από τις ιδιωτικές θεατρικές σχολές- που προσφέρουν άνω των 300 πτυχίων το έτος. Που θα βρουν δουλειά τα παιδιά αυτά;

Αν όμως το σχολείο από το Δημοτικό καλλιεργούσε την τόλμη, την αυτενέργεια, βράβευε την πρωτοβουλία, την ανάληψη ευθυνών, την αγάπη για την οποιαδήποτε δουλειά ακόμη και του πλανόδιου γαλατά, θα είχαμε κάνει την Ελλάδα Ελδοράδο, όπως έγινε Ελδοράδο για τους εργατικούς Αλβανούς, Βουλγάρους, Πολωνούς, Γεωργιανούς, Αιγυπτίους αλιείς, Πακιστανούς και Ουκρανούς.

Σήμερα αυτοί είναι η εργατική κι αύριο η επιχειρηματική τάξη της Ελλάδος. Κι οι Έλληνες, αφήνοντας την πατρώα γη στα χέρια των Αλβανών που την δουλεύουν, την πατρώα θάλασσα στα χέρια των Αιγυπτίων που την ψαρεύουν, θα μεταβληθούν σε νομάδες της Ευρώπης ή των ΗΠΑ ή θα τρέχουν για δουλειά στην Αλβανία που ξεπερνά σε νόμιμη και παράνομη επιχειρηματική δραστηριότητα όλες τις χώρες της Βαλκανικής.

Γέμισαν τα Τίρανα ουρανοξύστες, κτήρια γιγάντια, κακόγουστα μεν, σύγχρονα δε. Περίπου 100 ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην πρωτεύουσα της χώρας των αετών.

Εμείς αφήσαμε αδιαπαιδαγώγητη την εργατική και την αγροτική τάξη. Στην πρώτη περάσαμε σαν ιδεολογία-θεολογία 
το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και υποχρεώσαμε πλήθος επιχειρήσεις να κλείσουν ή να μεταφερθούν άλλου.

Μετά διαφθείραμε τους αγρότες με παροχές χωρίς υποχρεώσεις και τους δημιουργήσαμε νοοτροπία μαχαραγιά. Γέμισε η επαρχία με «Κέντρα Πολιτισμού», όπου «μπαγιαντέρες» κάθε λογής και φυλής άναβαν πούρο με φωτιά πεντοχίλιαρου! Το μπουκάλι με το ουΐσκυ βαπτίστηκε … αγροτικό! Τώρα, όμως, που έρχονται τα «εξ εσπερίας νέφη» χτυπάμε το κεφάλι μας. Και που να φθάσουν τα «εξ Ανατολής» σαν εισέλθει η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα γίνει η Ελλάς vallis flentium (=κοιλάς κλαυθμώνων) και θα κινείται quasi osculaturium inter flentium et dolorum (=σαν εκκρεμές μεταξύ θλίψεως και οδύνης).

Δεν είμαι υπέρ μιας παιδείας που θα υποτάσσεται στην οικονομία.

Θεωρώ ολέθριο να χαράσσεται μια εκπαιδευτική πολιτική με κριτήρια οικονομικής αναγκαιότητας.

Θεωρώ ολέθρια όμως και την παιδεία που εθίζει τα παιδιά στην οκνηρία, που τα κουράζει με την παπαγαλία και το βάρος αχρήστων μαθημάτων.

Το μεγαλύτερο κεφάλαιο της χώρας είναι τα κεφάλια των παιδιών της. Τούτη η παιδεία αποκεφαλίζει τα παιδιά. Τα κάνει ικανά να μην κάνουν τίποτε. [...]

Είναι θλιβερή η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα, παρουσίαζε χθες και θα παρουσιάζει κι αύριο η ελληνική κοινωνία: να υπάρχουν άνθρωποι άνω των 65 ετών, άνω των 70 ετών, που, ενώ έχουν συνταξιοδοτηθεί, εργάζονται νυχθημερόν, για να συντηρούν τα παιδιά τους μέχρι να τελειώσουν τις ατελείωτες σπουδές τους, τα παιδιά που λιώνουν τα νιάτα τους στα 
«κηφηνεία», που πάνε σπίτι τους να κοιμηθούν την ώρα που οι Αλβανοί πάνε για δουλειά, θα μου πείτε, τί δουλειά; Οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να είναι τίμια.

Όταν μικροί -ακόμη στο Δημοτικό- μαθαίναμε απέξω τον Τυρταίο (ποιος τολμά σήμερα να διδάξει Τυρταίο;) δεν τον μαθαίναμε για να γίνουμε πολεμοχαρείς αλλά για να νοιώθουμε ντροπή, όταν στην μάχη της ζωής, στην πρώτη γραμμή είναι οι παλαιότεροι, οι «γεραιοί» και οι νέοι κρύβονται πίσω από τη σκιά τους. «Αισχρόν γαρ δη τούτο… κείσθαι πρόσθε νέων άνδρα παλαιότερον».

Σήμερα, βέβαια, οι χειρωνακτικές εργασίες ελέγχονται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από ξένους. Στις οικοδομές μιλούν αλβανικά, στα χωράφια πακιστανικά.

Σε λίγο οι χειρωνακτικές επιχειρήσεις θα περάσουν στα χέρια των Κινέζων που κατασκευάζουν ήδη το μεγαλύτερο μέρος των τουριστικών ειδών που θυμίζουν… Ελλάδα. Ακόμη και τις σημαίες μας στην Κίνα τις φτιάχνουν!

Κι εμείς;

Εμείς, όπως πάντα, φτιάχνουμε τα τρία κακά της μοίρας μας.

«Φτιάχνουμε» τη ζωή μας στην τηλοψία, που δίνει τα μοντέρνα πρότυπα οκνηρίας στη νεολαία, ποθούμε μια χρυσίζουσα ζωή σαν αυτήν που προσφέρει το «γυαλί», αγοράζουμε πολυτελή αυτοκίνητα με δόσεις, κάνουμε διακοπές με «διακοποδάνεια», εορτάζουμε με «εορτοδάνεια» και πεθαίνουμε με «πεθανοδάνεια».

Έλεγε ο Φωκίων, που πλήρωσε τέσσερεις δραχμές τη δεύτερη δόση του κωνείου που χρειαζόταν για να «απέλθει», πως στην Αθήνα δεν μπορεί ούτε δωρεάν να πεθάνει κανείς. Έπρεπε να ζούσε τώρα…

Λυπάμαι που θα το πω, αλλά πρέπει να το πω: το σχολείο, οι σχολές και τα ΜΜΕ σακάτεψαν και σακατεύουν τη νεολαία, γιατί μιλούν συνεχώς για τα δικαιώματά της -δικαιώματα στην τεμπελιά- και ποτέ για υποχρεώσεις, ποτέ για χρέος, ποτέ για καθήκον. Το καθήκον έγινε άγνωστη λέξη.

Από το περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ», τεύχος 395, Νοέμβριος 2004, σσ.548-550
Από το περιοδικό «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ» τεύχος 45

πηγή

Τρίτη, Ιουνίου 04, 2013

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ κ. ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟΥ «Τῆς ἀπαντᾶ ὁ Δ. Σολωμὸς»

Ὁ ἱστορικὸς-συγγραφέας, Σαράντος Καργάκος σὲ ἄρθρο του στὴ Realnews ὑπὸ τὸν τίτλο «Στὴν κυρία Ρεπούση ἀπαντᾶ ὁ Δ. Σολωμὸς» ἀναφέρει: «Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ποιητὴς -ἂν οὗτος δικαιοῦται νὰ ὀνομάζεται οὕτως- στὸ πολύστιχο ποίημα ποὺ ἔγραψε μὲ τίτλο “Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδου Μπάιρον” ἀφιερώνει 5 τετράστιχα στὸ χορὸ τοῦ Ζαλόγγου (101-105).  Εἶναι τὰ ἑξῆς:

Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸ μέρος
τοῦ Τσαλόγγου τὸ ἀκρινὸ
τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως
καὶ τὲς ἔμπνευσε χορό.

Τέτοιο πήδημα δὲν τὸ εἶδαν
οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές,
καὶ ἄλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές*.
(*Ἐννοεῖ τὰ παιδιὰ ποὺ οἱ γυναῖκες εἶχαν μέσα στὴν κοιλιὰ)

Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν
καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺ ἐγυρίζαν
ἀπὸ πάνου ἔλειπε μιά.

Χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα
πάρα ἐκείνη μοναχά,
ὁποῦ ἔκαναν μὲ τὴν κάρα,
μὲ τὰ στήθια, στὰ γκρεμά.

Στὰ ἴδια ὄρη ἐγεννηθῆκαν
καὶ τὰ ἀδάμαστα παιδιά,
ποὺ τὴν σήμερο ἐχυθῆκαν
πάντα οἱ πρῶτοι στὴ φωτιά.

.           Τὸ ποίημα γράφτηκε 21 χρόνια μετὰ τὴν τραγωδία τοῦ Ζαλόγγου. Ὁ Σολωμὸς ἄντλησε τὶς πληροφορίες ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες -κυρίως Σουλιώτισσες- ποὺ εἶχαν κατακλύσει τὰ Ἑπτάνησα μετὰ τὸ 1803. Τὸ 1824 πολλοὶ ἤσαν οἱ ἐπιζήσαντες. Κάποιος ἢ κάποιοι θὰ μποροῦσαν νὰ διατυπώσουν ἐνστάσεις γιὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Σολωμοῦ. Ὅτι ἤσαν παραμύθια. Δὲν τὸ ἔπραξαν. Ἔτσι τὰ παραμύθια (μὲ τὴν κακὴ σημασία τοῦ ὄρου) τ’ ἄφησαν γιὰ κάποιες σημερινὲς θορυβομανεῖς ὑπάρξεις τοῦ σήμερα».

 .          Ὁ καθηγητὴς Ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Κωνσταντῖνος Φωτιάδης, σὲ ἄρθρο του στὴ Realnews ὑπὸ τὸν τίτλο «Περιμένω τὴ γραπτὴ συγγνώμη τῆς κ. Ρεπούση!» ἀναφέρει, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «θὰ τῆς ἀπαντήσω ὄχι γιὰ ἕνα Ζάλογγο ἀλλὰ γιὰ πολλὰ ποὺ ὑπάρχουν στὴν ἔνδοξη ἱστορία μας τὰ πέτρινα χρόνια της ὀθωμανοκρατίας. Μόνο στὸν Πόντο, μὲ βάση τὶς ἔγκυρες πηγὲς ποὺ διαθέτουμε ἕως σήμερα, ἔχουμε τουλάχιστον τέσσερις περιπτώσεις ἀνάλογων ἡρωικῶν πράξεων».


Σάββατο, Απριλίου 20, 2013

η καλύτερη εκδίκηση είναι η συγγνώμη...


                                                       ΄

Απέφευγα για λόγους προσωπικής ευαισθησίας (έχουμε κι εμείς βέβαια τα ευαίσθητα προσωπικά
δεδομένα μας!) ν’ αναφερθώ στο περιβόητο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Ήμουν εξήμισυ ετών όταν ανήμερα σχεδόν του Αγίου Νικολάου του 1943 οι Γερμανοί πηγαίνανε για σκοτωμό τ’ αδέρφια του πατέρα μου. Η μάνα μου λέει πως με κρατούσε από το χέρι. Πέρασε το αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που ήταν δεν ήταν 30 ετών, σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.

Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποια στροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινε άσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε κι άλλες, κι άλλες πολλές ακόμη εκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Τα πήγαν για εκτέλεση»!
                                                       

                                               

Κάποτε τα δεινά έληξαν και στον τόπο εγκαθιδρύθηκε μια κουτσή και στραβή τάξη. Η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες ώρες αφόρητης φτώχειας. Η Κατοχή μάς είχε εξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν έναν αγώνα για αποζημιώσεις. Μάζευαν υπογραφές από συγγενείς θυμάτων. Υπόσχονταν –αν θυμάμαι καλά- δύο χιλιάδες το «κεφάλι». Πήγαν και στον πατέρα μου να υπογράψει, μα ο φτωχούλης αρνήθηκε με βδελυγμία. «Δεν κοστολογούνται τα κεφάλια των αδελφών μου», είπε. Κι ένιωσε πως ανταπέδιδε με τη φράση αυτή την καλύτερη τιμωρία στην επηρμένη μεταπολεμική Γερμανία, τη Γερμανία του οικονομικού θαύματος, που στηρίχθηκε στην ξένη εργασία και στην αφειδώς παρεχόμενη αμερικανική βοήθεια.         
                                                 

Αν σ’ όλη αυτή τη μακρά διαδικασία με πληγώνει κάτι, είναι όχι αυτή καθαυτή η εκτέλεση, αλλά η «νομιμότητα» αυτής της εκτέλεσης. Οι γερμανικές αρχές είχαν διακηρύξει πως για κάθε σκοτωμένο Γερμανό θα εκτελούνταν 40 άμαχοι Έλληνες. Ας το σκεφθούμε αυτό: 40 Έλληνες έναντι ενός Γερμανού! Έτσι μας κοστολόγισαν κι έτσι μας κοστολογούν. Ένας Έλληνας είναι υποπολλαπλάσιο του Γερμανού. Αυτό εκφράζει όχι απλώς τη ναζιστική θηριωδία αλλά τη γενικώτερη ευρωπαϊκή νοοτροπία. Γιατί, όπως πολύ σοφά έλεγε ο Ντισραέλι, «μπορεί μια αποικία ν’ απέκτησε ανεξαρτησία, αλλά δεν παύει γι’ αυτό το λόγο να είναι αποικία».
                                                            
       
Αν σήμερα οι Γερμανοί δυστροπούν να πληρώσουν την επιδικασθείσα από τα Δικαστήρια αποζημίωση στους μαρτυρικούς κατοίκους του Διστόμου (και όχι μόνον του Διστόμου), δεν το κάνουν μόνο από τσιγκουνιά, το κάνουν για να μας ταπεινώσουν ακόμη μια φορά. αρνούνται υπόσταση στα δικαστήριά μας. Ουσιαστικά δεν αναγνωρίζουν σε μας υπόσταση κράτους. Παραπέμπουν το ζήτημα στον Υπουργό. Αυτός είναι ένας περιδεής εκπρόσωπος της Νέας Τάξης που δεν λογοδοτεί στον ελληνικό λαό αλλά στα Διευθυντήρια των Νέων Καιρών.
                                                          
Αυτό που όμως με θλίβει δεν είναι η ψυχική κακομοιριά των κυβερνώντων, είναι το ηθικό κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων. Άκουγα ένα μεσημέρι κάποιον ραδιοσχολιαστή που με άκρως περιφρονητική φωνή στιγμάτιζε τη συμπεριφορά των Διστομιτών, επειδή κατέφυγαν στα ασφαλιστικά μέτρα κατά των Γερμανών. Κι έλεγε: «Πού φθάσαμε...»! Έπρεπε να είχε ζήσει τη γερμανική φρίκη της Κατοχής, για να είχε δει το πού φθάνε το κτήνος όταν κυριεύει την ανθρώπινη ψυχή. Τι έκαναν οι κάτοικοι του Διστόμου από το να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη; Μήπως έπρεπε κι αυτοί – κι όχι μόνο αυτοί- να συμπεριφερθούν γερμανικά, δηλαδή να πιάσουν καμμιά πεντακοσαριά Γερμανούς τουρίστες και να τους κρατήσουν ομήρους ή να τους εκτελέσουν; Στα αντίποινα των Γερμανών εμείς δεν απαντήσαμε με αντίποινα. Οι Γερμανοί τιμωρήθηκαν ελάχιστα γι’ αυτά που διέπραξαν στον τόπο μας. Κάλυψαν ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που όφειλαν. Συνέχισαν τη ναζιστική πολιτική, όχι βέβαια στη γραμμή του Χίτλερ (δεν είναι ακόμη καιρός) αλλά στη γραμμή του Γκαίμπελς. Παραπλάνηση και εξαπάτηση. Και μετά αποθράσυνση. Θα ’ρθει στιγμή που θα μας ζητήσουν αποζημίωση για τις σφαίρες που ξόδεψαν για να μας... σκοτώσουν.
                                                                  

Το κείμενο που προηγήθηκε είχε γραφτεί προ πολλών ετών για να δημοσιευθεί στην εφημερίδα όπου αρθρογραφούσα επαγγελματικώς. Δεν δημοσιεύθηκε· και σε λίγες ημέρες «εκτελέστηκα» και δημοσιογραφικώς. Μου τράβηξαν το χαλί επιτηδείως κάτω από τα πόδια μου. Τώρα που ήλθαν οι δύσκολοι καιροί και η Γερμανία μάς φόρεσε καπίστρι, πολλοί σταθμοί και πάμπολλα έντυπα μού ζητούν να μιλήσω και να γράψω για τις περιβόητες αποζημιώσεις. Μου ζητήθηκε να μιλήσω και για τις εκτελέσεις. Κι αντιμετώπισα τις λοιδορίες δύο «καναλοκύνων».
Αναφερόμουν στην εκτέλεση των συγγενών μου και στην υπέροχη στάση της γιαγιάς μου. Ήμουν μπροστά, όταν ο πατέρας τής ανακοίνωσε την εκτέλεση των δύο παιδιών της, των δύο αδελφών του. Η γιαγιά – βαθιά χριστιανική ψυχή- κατέβασε το μαύρο τσεμπέρι ως τα μάτια και πριν τυλίξει με αυτό το στόμα για να μη βγει κραυγή οδύνης, κατόρθωσε να μουρμουρίσει:
- Ο θεός να τους συγχωρέσει για το κακό που μου έκαναν!...
Κι έπειτα κλείστηκε στη βαθιά σιωπή της. Που και που ένα σιγαλό – σαν αγεράκι απαλό- μοιρολόι.

Πέρασαν κάποια χρόνια. Ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, την λεγόμενη τότε «Ογδόη». Ο πατέρας έφθασε ένα μεσημέρι ράκος στο σπίτι. Τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του «Δραγώνα» (Αιόλου 89) ο άνθρωπος που είχε βάλει στη λίστα των μελλοθάνατων τα αδέρφια του. ήταν ετοιμοθάνατος· τον «κουράριζε» στον Άγιο Σάββα, εξάδελφός μου ογκολόγος. Του έμεναν λίγες ημέρες ζωής. Ζήτησε από τον εξάδελφό μου την άδεια να βγει για λίγες ώρες· έπρεπε κάποιον να δει. Και πήγε να βρει τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να ανέβει στον ημιώροφο. Τον ζήτησε και κατέβηκε ο πατέρας. Σαν τον είδε πάνιασε.
- Ήλθα να πάρω τη συγγνώμη σου, του είπε ο άλλος. Σε λίγες μέρες πεθαίνω...
Ο πατέρας, βαθιά συγκλονισμένος, μόλις κατόρθωσε να ψελλίσει μία φράση:
- Να ’σαι συγχωρεμένος...
Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο γραφειάκι που ήταν το λογιστήριο. Δεν ήθελε να τον δει κανείς με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με υψηλή περηφάνεια. Μας τα είπε στο σπίτι με αναφιλητά. ήταν η πρώτη φορά που μάλωσα με τον πατέρα μου. Με τη σκληρότητα της νεανικής ηλικίας πίστευα πως η συγγνώμη σ’ έναν εγκληματία συνιστά αδικία. Σήμερα το ίδιο θα έπραττα κι εγώ, Αυτό δεν σημαίνει πως έκοψα να είμαι Μανιάτης. Αλά η πείρα μιας μακράς ζωής με εδίδαξε ότι η καλύτερη εκδίκηση είναι η συγγνώμη. Γι’ αυτό συγχωρώ και τον δημοσιογράφο – κάποτε φίλο- και τα παρασαρκώματα που τον περιστοιχίζουν, που, χωρίς να φορούν την στολή της «Βέρμαχτ», συνεχίζουν με άλλα μέσα το έργο τους.
Συγχωρώ ακόμη και τους Γερμανούς δημοσιογράφους, τραπεζίτες και πολιτικούς για όσα μας κάνουν. Κι όχι απλώς τους συγχωρώ, αλλά τους ευγνωμονώ. Από τη δική τους αγνώμονα στάση, θα ξεπηδήσει η δική μας ανάταση, η νέα εθνική μας επανάσταση. Όχι κατά των Γερμανών αλλά κατά των υπολειμμάτων του δωσιλογισμού που «κοπροκρατούν» (το ρήμα του Ελύτη) πολιτικά και οικονομικά τη δόλια πατρίδα μας.
.
Σαράντος Ι. Καργάκος
Ιστορικός – Συγγραφέας
.
http://www.sarantoskargakos.gr/

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...