Από μικρός πίστευα πως τα πιο μεγάλα ταξίδια έχουν σκληρό εξώφυλλο και πολλές σελίδες. Κι είναι αλήθεια πως χάρη στη δανειστική βιβλιοθήκη της γειτονιάς μου, έκανα πολλά και συναρπαστικά τέτοια ταξίδια τον καιρό της πρώτης μου νιότης. Ταξίδια με συνοδοιπόρους γονείς και δασκάλους φωτισμένους.
Θυμάμαι σε μια σχολική εκδρομή ρώτησα κάτι το δάσκαλό μου που έτυχε εκείνη την ώρα να κάθεται σ’ ένα παγκάκι μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Δεν μου αποκρίθηκε. Εξακολουθούσε να διαβάζει συνεπαρμένος. Τον ξαναρώτησα, αυτή τη φορά με έντονη φωνή. Και τότε μόνο, γύρισε -χωρίς να αφήσει ούτε για μια στιγμή το βιβλίο από τα χέρια του- και μου είπε απορημένος: «Μίλησες;». Δεν θα ξεχάσω την έκφραση στο πρόσωπό του. Ήταν σαν να παρακολουθούσε ποδοσφαιρικό αγώνα ανάμεσα στους βάζελους και στους γαύρους και εγώ να τον διέκοπτα ακριβώς την ώρα που ένα πέναλτι θα έκρινε το αποτέλεσμα του αγώνα.
Μεγαλώνοντας, κατάλαβα κι άλλα, πιο σημαντικά που οφείλουμε στα βιβλία: να πλαταίνει ο νους κι η καρδιά μας, να μην καταπίνουμε αμάσητα ό,τι μας σερβίρουν όλοι αυτοί που υποτίθεται υπηρετούν την αντικειμενική ενημέρωση: τα ΜΜΕ, τα ειδησεογραφικά portal κ.ά.
Τούτες τις μέρες η οθόνη στάζει αίμα, η τρομολαγνεία έχει πιάσει ταβάνι, ο κορωνοϊός υποχώρησε άξαφνα μπρος στην επέλαση των ρώσικων αρμάτων μάχης κι η αγωνία πολλών συνανθρώπων μας είναι αν θα χωρέσουν στα ντουλάπια της κουζίνας 15 κιλά μακαρόνια και 23 κουτιά γάλα μακράς διαρκείας, στο ενδεχόμενο ενός πολέμου.
Τούτες τις μέρες ήρθε μια εικόνα και σφήνωσε στο μυαλό μου. Την ανέβασε η Katerina Sergatskova, αρχισυντάκτρια του Zaborona Media στο twitter, επεξηγώντας ότι ο ερευνητής και αρχιτέκτονας Lev Shevchenko, στην προσπάθειά του να προστατευτεί από τα τζάμια των παραθύρων που θα έσπαγαν σε επικείμενο βομβαρδισμό, στοίβαξε αμέτρητα βιβλία μπροστά στα παράθυρα του σπιτιού του στο Κίεβο.
Καημένε Lev! Ποιος ξέρει αν μπορούσες να βγεις έξω, να ενωθείς με τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, μπας και ξεφύγεις από το καυτό μολύβι που ξερνά εδώ και δέκα μέρες η πολεμική μηχανή. Ποιος ξέρει αν στο διπλανό δωμάτιο είναι κατάκοιτη το ακριβό σου ταίρι και δεν ήθελες να γλιτώσεις μόνο εσύ χωρίς αυτήν … Ποιος ξέρει ποια αγάπη ή ποια ανάγκη σε κρατά καθηλωμένο για ώρες, για μέρες στα λίγα τετραγωνικά του σπιτιού σου… Ετούτες τις τραγικές στιγμές πάνω στην απόγνωση σκέφτηκες τους φίλους σου (σε αυτούς δεν τρέχουμε πρώτα στις δύσκολες ώρες;). Έτρεξες στα βιβλία σου, σε αυτά που ατέλειωτες βδομάδες, μήνες, χρόνια σου έκαναν συντροφιά κι έδιναν απόκριση στις αναζητήσεις σου.
***
Απόψε, σκάρτες είκοσι μέρες πριν από την επέτειο της Εθνεγερσίας, ψάχνω ανάμεσα σε ντοσιέ, σημειώσεις και εικόνες, υλικό για τη σχολική γιορτή. «Άργησα πολύ» μονολογώ, μα και νωρίτερα να άρχιζα το ψάξιμο, ειλικρινά δεν ξέρω τι θα πω στα 17χρονα παιδιά που έχουν ζήσει τα όμορφα χρόνια της ζωής τους με μνημόνια, πανδημία και τώρα με το φόβο μιας παγκόσμιας σύρραξης.
Ανακατεύω, ξεφυλλίζω για ώρα, όταν η ματιά μου πέφτει σε μια εικόνα, ξεχασμένη -ποιος ξέρει πόσα χρόνια!- από τον καιρό κάποιας έρευνας των φοιτητικών μου χρόνων. Η φθορά του χρόνου δεν κατάφερε να με εμποδίσει να διαβάσω -σχεδόν συλλαβίζοντας- όσα η πονεμένη καρδιά ενός παπαδάσκαλου άφησε να αποτυπωθούν πάνω στο χαρτί.
Είμαστε στα 1830. Οκτώβρης μήνας. Ο «άγιος της πολιτικής» Ιωάννης Καποδίστριας στέλνει τον Ιωάννη Κοκκώνη σε όλα τα σχολεία της Πελοποννήσου -25 αλληλοδιδακτικά και 18 ελληνικά[1]- προκειμένου να οργανώσει όσο γινόταν καλύτερα την παιδεία του δύσμοιρου τόπου που τον επέλεξε για Κυβερνήτη.
Σε μια από τις εκθέσεις που συνέταξε ο Κοκκώνης προς την «επί της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας», επισυνάπτει μια επιστολή του ιερέως Βασιλείου Αθανασιάδη, δασκάλου στο αλληλοδιδακτικό σχολείο Στεμνίτσας Αρκαδίας.
Πηγή εικόνας: Γενικά Αρχεία του Κράτους,
Αρχείο περιόδου Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια
Μινιστέριο της Θρησκείας και της Παιδείας, φάκελος 32.
Γράφει λοιπόν, ο παπαδάσκαλος στις 21 του Οκτώβρη του 1830: «Μ’ ὅλον ὅτι ἡ σχολὴ αὕτη ἔχει μαθητὰς ἐπέκεινα τῶν ἑξήκοντα διδασκομένους τὰ ἑλληνικὰ μαθήματα, τὰ λεγόμενα σχολαστικὰ καὶ μέρος μαθηματικῶν, στερεῖται, μ’ ὅλον τοῦτο, διαφθαρέντων τῶν βιβλίων της τῶν μὲ παρὰ τοῦ ἐχθροῦ[2], τῶν δὲ εἰς χρῆσιν πολεμοφοδίων κατ’ ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως, παντὸς ἑλληνικοῦ βιβλίου …»
Αχ παπα Βασίλη μου! Σε φαντάζομαι «στα κακοτράχαλα βουνά», να βλέπεις από τη μια τον εχθρό να ανασυντάσσεται και να προχωρά κι από την άλλη τα βιβλία του σχολειού σου, που με τόσο αγώνα και αγωνία κόπιασες να αποκτήσεις. Από τη μια η λευτεριά του τόπου κι από την άλλη τα ματάκια των εξήντα παιδιών να σε κοιτούν και να προσμένουν από σένα να τους συνοδεύσεις -πάντα μέσα από τα βιβλία- σε τόπους, σε ιδέες, σε πλάτεμα του νου και της καρδιάς… Τα ζύγιασες αυτά τα δυο, ράγισε η καρδιά σου, μα δεν άργησε να πάρει την απόφαση. Με πόνο στη ψυχή και δάκρυα στα μάτια, έκοψες μια-μια τις σελίδες των βιβλίων. Κι έγιναν τα ταξίδια σε τόπους και ιδέες, χαρτί για να τυλιχτούν το μπαρούτι και τα βόλια και να φτιαχτούν οι χαρτούτσες[3], έτοιμες να μπουν στην παλάσκα κάθε αγωνιστή.
Με το γράμμα του παπα Βασίλη στο χέρι και την εικόνα του παραθυριού του Lev στο μυαλό από την άλλη, σκέφτομαι τη γιορτή του σχολειού μου, τούτον τον παράξενο Μάρτη. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν θα δείξω κάποιο powerpoint και ποια κείμενα θα διαβάσουν με τη βελούδινη φωνή τους τα μέλη της θεατρικής μας ομάδας. Ένα μόνο το ’χω σίγουρο. Πως στο τέλος της γιορτής, μετά τους χορούς και λίγο πριν από το κλείσιμο, την ώρα που οι μαθητές θα χτυπούν παλαμάκια και θα φωνάζουν ρυθμικά «Τσά-μι-κος!», την ώρα που οι μαθητές της χορωδίας θα τραγουδούν δυνατά, τότε που μαθητές και δάσκαλοι θα ’χουν σηκωθεί όρθιοι για να χορέψουν, τότε εκεί στην αρχή του χορού, εσάς θα βλέπω με τα μάτια της ψυχής -εσένα παπα Βασίλη, εσένα Lev- να τραγουδάτε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής σας «Κριτής κι αφέντηςείν’ ο Θεός και δραγουμάνος του ο λαός»[4].
Υπ.
ΥΓ. Πληροφοριακά αναφέρουμε ότι ο Κυβερνήτης ενίσχυε οικονομικά κάθε σχολείο που ζητούσε βοήθεια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι τοπικοί άρχοντες, παρακάμπτοντας την ιεραρχία, απευθύνονταν κατευθείαν στον Καποδίστρια και εκείνος ανταποκρινόταν άμεσα. Αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Όταν ο έκτακτος επίτροπος Ήλιδας (των περιοχών δηλαδή Γαστούνης και Πύργου Ηλείας) Π. Α. Αναγνωστόπουλος έστειλε στις 4/3/1830 επιστολή στον Κυβερνήτη, αναφέροντας διάφορα προβλήματα που υπήρχαν στην περιοχή της δικαιοδοσίας του, η απάντηση του Κυβερνήτη γράφτηκε στις 13/3/1830, δηλαδή μετά από 9 ημέρες (!), συμπεριλαμβανομένων των ημερών που απαιτούνταν για να φτάσει το γράμμα από την Ήλιδα στο Ναύπλιο.
Σε μία άλλη περίπτωση, όταν ο επίτροπος Ύδρας του έγραψε γράμμα στις 13/3/1830, ο Κυβερνήτης απάντησε σε τέσσερις μέρες, στις 17/3/1830, στέλνοντας μαζί και 1.000 φοίνικες!
__________
[1] Τα αλληλοδιδακτικά σχολεία ήταν τα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (κάτι σαν τα σημερινά Δημοτικά) και τα λεγόμενα ελληνικά της δευτεροβάθμιας (περίπου σαν τα σημερινά Γυμνάσια).
[2] Ο Ιμπραήμ πασάς, στρατιωτικός και χεδίβης (αντιβασιλέας) της Αιγύπτου, έγινε ευρέως γνωστός και έμεινε στην ιστορία από την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, η οποία παρ’ ολίγον να αποδειχθεί μοιραία για την Ελληνική Επανάσταση. Στάλθηκε από τον πατέρα του Μεχμέτ Αλή για να βοηθήσει τους Οθωμανούς, επικεφαλής στρατιάς Αιγυπτίων που κάποτε έφτασε τουλάχιστον τις 35.000 άνδρες. Ο Ιμπραήμ επίσπευσε την απόβαση στην Πελοπόννησο, όταν πληροφορήθηκε την εμφύλια διαμάχη.
Το Φλεβάρη του 1825 αποβιβάστηκε ανενόχλητος στη Μεθώνη και κατέλαβε το κάστρο της πόλης. Στη συνέχεια κατέλαβε τα στρατηγικά κάστρα της Κορώνης και της Πύλου, κατατρόπωσε τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι και άνοιξε το δρόμο για την Τριπολιτσά, την οποία κατέλαβε και κατέστρεψε. Την επομένη βάδισε κατά του Άργους και του Ναυπλίου, αλλά ο Δημήτριος Υψηλάντης τον σταμάτησε στους βάλτους των Μύλων.
Το καλοκαίρι του 1827, μην μπορώντας να εδραιώσει τη θέση του στην Πελοπόννησο, άρχισε να εφαρμόζει την τακτική της «καμένης γης», (πυρπολώντας οικισμούς, δέντρα και σπαρτά) προκειμένου να κάμψει τους επαναστάτες, ενώ προετοίμαζε απόβαση στην Ύδρα και τις Σπέτσες, γεγονός που θα είχε ολέθριες συνέπειες για την Επανάσταση, αν γινόταν πραγματικότητα.
Στην περίπτωση του αλληλοδιδακτικού σχολείου της Στεμνίτσας, όσα βιβλία γλίτωσαν από την κατασκευή φυσιγγιών, έγιναν στάχτη μαζί με το κτήριο κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ.
[3] Χαρτούτσες = έτοιμα φυσίγγια
[4] Πρόκειται για τον ακροτελεύτιο στίχο του τραγουδιού «Τσάμικος», σε στίχους Νίκου Γκάτσου, μουσική Μάνου Χατζηδάκη και πρώτη εκτέλεση Μανώλη Μητσιά.
Στα κακοτράχαλα τα βουνά με το σουράβλι και το ζουρνά
πάνω στην πέτρα την αγιασμένη χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής.
Δική τους είναι μια φλούδα γης μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς
για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα απ’ το τσακάλι και την αρκούδα.
Δες πως χορεύει ο Νικηταράς κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.
Από την Ήπειρο στο Μοριά κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά
το πανηγύρι κρατάει χρόνια στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.
Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός και δραγουμάνος του ο λαός.