Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστιανική Φοιτητική Δράση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστιανική Φοιτητική Δράση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαΐου 25, 2013

Κυριακή του Παραλύτου Το νοσοκομείο του Θεού

Δεν είμαστε μόνοι

Δίπλα στην προβατική πύλη του τείχους της Ιερουσαλήμ βρισκόταν η Βηθεσδά, η κολυμβήθρα του ελέους. Είχε γύρω της πέντε στοές πλημμυρισμένες από λογής – λογής αρρώστους, ένα νοσοκομείο του Θεού ήταν. Διότι όλοι αυτοί, τυφλοί, ανάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν με αγωνία κι ελπίδα να κατέβει κάθε τόσο ο άγγελος, ο απεσταλμένος του Θεού, να ταράξει τα νερά της δεξαμενής. Και τότε! Ω τότε! Όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα στα νερά την ώρα εκείνη γινόταν αμέσως καλά, από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Απ’ όλους αυτούς τους βασανισμένους αρρώστους όμως ένας άνθρωπος ξεχώριζε. Τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ήταν μόνος, κατάμονος. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει. Μα σήμερα κάτι άλλαξε στη ζωή του. Δεν είναι μόνος. Τον πλησίασε ο Χριστός, ο Θεός που έγινε άνθρωπος για να θεραπεύσει τον πληγωμένο άνθρωπο. Ο Κύριος λοιπόν μόλις αντίκρισε τον παράλυτο, του είπε: «Θέλεις να γίνεις καλά»; Κι εκείνος με πόνο του απάντησε: «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει να πέσω πρώτος μέσα στα νερά όταν τα κινήσει ο άγγελος. Πάντοτε κάποιος άλλος προλαβαίνει να πέσει πρώτος».
Πόσο δραματική ήταν αλήθεια η ζωή αυτού του ανθρώπου! Πώς ζούσε τόσα χρόνια; Πού έβρισκε φαγητό; Ποιος τον διακονούσε στις καθημερινές του ανάγκες; Μπορούμε να τον φαντασθούμε στα τριανταοκτώ αυτά χρόνια της δοκιμασίας του; Μπορούμε να κατανοήσουμε το δράμα του εκεί στην κολυμβήθρα; Μόνος, έρημος κι αβοήθητος ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Κι από τον τρόπο που αποκρίνεται στον Κύριο φαίνεται ότι ο παράλυτος αυτός υποφέρει, μα δεν γογγύζει. Βλέπει την περιφρόνηση και δεν βλασφημεί ούτε τον Θεό ούτε την ώρα που γεννήθηκε. Δεν κατηγορεί κανένα. Δεν μιλάει με οργή. Αντίθετα περιμένει. Περιμένει την κάθοδο του αγγέλου, την επίσκεψη της θείας χάριτος.
Πόσοι άνθρωποι αλήθεια και σήμερα, σε διαφορετικές βέβαια συνθήκες υποφέρουν όπως ο παράλυτος του Ευαγγελίου. Μόνοι κι εγκαταλελειμμένοι, σ’ ένα απόμακρο χωριό, σ’ ένα Γηροκομείο ξεχασμένων ψυχών, σ’ ένα παρατημένο διαμέρισμα, σ’ ένα σπίτι χωρίς αγάπη. Όλοι αυτοί ακούγοντας σήμερα το ιερό αυτό Ευαγγέλιο, θα πρέπει να διδαχθούν από δυο μεγάλες αλήθειες. Πρώτον ότι μέσα στη μοναξιά μας, αντί να κλαίμε για την κατάστασή μας, έχουμε χρέος να καλλιεργούμαστε στην αρετή, να συνειδητοποιούμε τη μηδαμινότητά μας, να εξαγιαζόμαστε. Και δεύτερον να κατανοήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι αοράτως ο Χριστός. Μπορεί βέβαια να μην επεμβαίνει ακόμη στο δράμα μας. Αλλά ξέρει τον πόνο μας και τη μοναξιά μας. Ας Τον παρακαλούμε λοιπόν να σταθεί σύντροφος στο πρόβλημά μας και στη δυστυχία μας και να μας στείλει ανθρώπους του να μας συμπαρασταθούν και να γλυκάνουν τη μοναξιά μας και τη δυστυχία μας. Δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι ο Θεάνθρωπος έτοιμος να μας βοηθήσει.

Ευγνωμοσύνη

Ο Κύριος εκεί στη δεξαμενή της Βηθεσδά, αφού άκουσε τα πονεμένα λόγια του παραλύτου, του είπε: «Σήκω επάνω. Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Πώς έγιναν όλα τόσο ξαφνικά! Πώς αυτός που δεν μπορούσε να περπατήσει τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια σηκώθηκε υγιέστατος; Πώς σήκωσε το κρεβάτι του και περπάτησε και διάβαινε ολόρθος τους δρόμους της Ιερουσαλήμ;
Κάποιοι που τον είδαν, αυτόν τον πασίγνωστο παράλυτο, να περπατά, αντί να χαρούν για το πρωτοφανές θαύμα που έβλεπαν, παραλογίσθηκαν. Κι άρχισαν να τον κατηγορούν, διότι δεν ήταν επιτρεπτό σύμφωνα με το νόμο ημέρα Σάββατο να σηκώνει το κρεβάτι του. Αυτός όμως με θάρρος τους απαντά: «Εκείνος που με θεράπευσε, εκείνος μού ‘πε να σηκώσω και το κρεβάτι μου». «Και ποιος είναι αυτός;», τον ρωτούν. Ο πρώην παράλυτος όμως δεν ήξερε ποιο ήταν το όνομα του Κυρίου, ο Οποίος μετά το θαύμα είχε απομακρυνθεί διακριτικά. Κάποια ημέρα όμως ο Κύριος Ιησούς τον συναντά στο ιερό και του λέει: «Κοίταξε, έγινες καλά. Πρόσεξε όμως να μην αμαρτάνεις στο εξής, για να μην πάθεις χειρότερο κακό». Κι εκείνος γεμάτος ευγνωμοσύνη και χαρά, ψάχνει και βρίσκει ξανά τους Ιουδαίους που τον είχαν ρωτήσει, για να τους αποκαλύψει με ενθουσιασμό τον ευεργέτη του:  Ο Ιησούς είναι αυτός που με έκανε υγιή, τους είπε χαρούμενος.
Αυτή η πηγαία ομολογία του ανθρώπου εκείνου που εκδήλωνε τη βαθιά του ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη του πρέπει να μας διδάξει πολύ. Διότι κι εμείς δεχόμαστε καθημερινά τις μεγάλες και θαυμαστές ευεργεσίες του Θεού που μυστικά ή φανερά ενεργεί στη ζωή μας από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι σήμερα. Μπροστά στις αναρίθμητες ευεργεσίες λοιπόν που δεχόμαστε τόσα χρόνια, να μάθουμε να λέμε καθημερινά μέσα από την καρδιά μας το «δόξα σοι ο Θεός». Χωρίς να γκρινιάζουμε γι’ αυτά που μας λείπουν και χωρίς να ερμηνεύουμε τα γεγονότα της ζωής μας ως αποτέλεσμα συγκυριών ή ως συνέπειες των προσωπικών μας προσπαθειών. Αλλά να έχουμε μέσα μας κυρίαρχο το αίσθημα της ευγνωμοσύνης προς τον Κύριο για όλες τις δωρεές που δεχόμαστε. Να Τον ευχαριστούμε με όλη μας τη δύναμη για όλα όσα γνωρίζουμε και όσα δεν γνωρίζουμε, για τις αφανείς και φανερές ευεργεσίες που έχει κάνει σε μας. Και να ομολογούμε στους γύρω μας ότι ο Κύριος Ιησούς είναι ο ευεργέτης της ζωής μας, ο «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων» μας, ο Πατέρας μας και ο κυβερνήτης της ζωής μας.

Σάββατο, Απριλίου 20, 2013

Κυριακή Ε’ Νηστειών – Πορεία προς το πάθος


Πορεία προς το πάθος

Η αληθινή δόξα

Ο Κύριος πορεύεται προς τα Ιεροσόλυμα και έχει τα πρόσωπό του στραμμένο στην ιερή πόλη. Οι μαθητές εκστατικοί απορούν βλέποντας τον Κύριο τόσο άφοβα να προχωρεί σταθερά προς τον τόπο του μαρτυρίου, προς την πόλη όπου πρόκειται να πάθει τόσο πολλά. Τον βλέπουν να μην αποφεύγει το σταυρικό θάνατο, αλλά να σπεύδει προς αυτόν για τη σωτηρία του κόσμου. Και φοβούνται καθώς Τον ακούν κάποια στιγμή να τους λέει όσα πρόκειται να συμβούν στα Ιεροσόλυμα· ότι εκεί θα παραδοθεί στους αρχιερείς και θα Τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα Τον παραδώσουν στους Ρωμαίους κι αυτοί θα Τον εμπαίξουν και θα Τον μαστιγώσουν και θα Τον φονεύσουν. Αλλά Αυτός την Τρίτη μέρα θα αναστηθεί.
Οι μαθητές όμως φαίνεται πως δεν κατανοούν τα λόγια του Κυρίου. Ενώ ο Κύριος τους μιλάει για πάθος, αυτοί ζουν σ’ άλλο κόσμο, επιζητούν τη δόξα! Δυο μάλιστα από αυτούς, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, πλησιάζουν τον Κύριο και Του ζητούν τιμές και αξιώματα, Του ζητούν να καθίσουν δεξιά και αριστερά στο βασιλικό θρόνο του!
Μόλις αντιλαμβάνονται το αίτημα των δύο οι άλλοι δέκα, αγανακτούν. Γιατί άραγε; Αισθάνονται μήπως πόσο ολέθριο πάθος είναι η φιλοδοξία των δύο μαθητών; Όχι ασφαλώς. Οι δέκα αγανακτούν διότι είναι και οι ίδιοι φιλόδοξοι, θέλουν κι αυτοί τιμές και αξιώματα και αισθάνονται ότι παραγκωνίζονται. Βέβαια είναι κατανοητή αυτή τους η εκτροπή. Διότι δεν έχουν λάβει ακόμη την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό διακατέχονται όχι μόνο από τη μάταιη φιλοδοξία και προσδοκία υλικών αμοιβών, αλλά και από αντιζηλίες και πνεύμα ανταγωνισμού. Πόσο λίγο κατάλαβαν οι μαθητές τι είναι το ταπεινό φρόνημα που τους δίδασκε επί τρία χρόνια ο Κύριος με το λόγο του και με τη ζωή του! Δεν ήθελαν ούτε να σκεφθούν ένα ταπεινωτικό μαρτύριο! Ο νους τους πήγαινε στη συνέχεια των γεγονότων, στη δόξα! Ο Κύριος όμως με μεγάλη υπομονή αντιμετωπίζει τη φιλοδοξία των μαθητών και στοργικά στιγματίζει τα εγκόσμια φιλόδοξα ελατήριά τους.
Δεν αρνείται βέβαια ο Κύριος τη δόξα, αλλά δίνει την πραγματική της διάσταση: Όσοι θέλουν να δοξασθούν, τους λέει, πρέπει πρώτα να ταπεινωθούν, να αγιασθούν και να θυσιασθούν. Και διδάσκει έτσι όλους μας ότι ο δρόμος προς την αληθινή δόξα ξεκινάει από τα ανηφορικά μονοπάτια της ταπεινώσεως, της αγιότητος και της θυσίας. Αυτή είναι η πραγματική δόξα, η δόξα του Κυρίου και των Αγίων της Εκκλησίας μας, δόξα αιώνια και αληθινή. Διότι δεν είναι μία ανθρώπινη επιβράβευση, είναι δώρο του Θεού· γι’ αυτό και έχει αιώνια αξία.
Όλοι λοιπόν οι πιστοί ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου και των Αγίων μας, πρέπει να πορευόμαστε στο δρόμο της ζωής μας σταθερά προσηλωμένοι στην αληθινή δόξα. Να μην κολλάει η ψυχή μας στα μάταια και τα φθηνά, να μην επιζητούμε επίγειες τιμές και αξιώματα, αλλά να προσβλέπουμε στην πραγματική δόξα, που είναι η αιώνια δόξα, την οποία θα απολαύσουν οι άνθρωποι του χρέους, της ταπεινώσεως και της θυσίας.

Βασιλεία διακονίας

Η εσφαλμένη αυτή επιδίωξη της εγκόσμιας δόξας από τους μαθητές έδωσε την αφορμή στον Κύριο να τους εξηγήσει ότι στη δική του βασιλεία, που είναι βασιλεία πνευματική, δεν έχουν θέση νοοτροπίες εξουσίας και κυριαρχίας. Μεταξύ σας, είπε, δεν επιτρέπεται να συμπεριφέρεσθε όπως κάνουν οι κοσμικοί άνθρωποι. Αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, να είναι υπηρέτης σας. Και όποιος θέλει να γίνει πρώτος, να γίνει δούλος όλων ταπεινός.
Αυτό ακριβώς άλλωστε έκανε και ο Ίδιος. Έγινε άνθρωπος όχι για να Τον υπηρετούν οι άνθρωποι, αλλά για να μας υπηρετήσει. Έλαβε μορφή δούλου για να μας διακονήσει. Έγινε δούλος των δούλων του. Έγινε άνθρωπος, για να μας προσφέρει την ύψιστη διακονία, να δώσει τη ζωή του για να σωθούμε όλοι εμείς οι σκλάβοι της αμαρτίας.
Η βασιλεία του Θεού λοιπόν είναι βασιλεία διακονίας και όχι εξουσίας και κυριαρχίας. Αυτό πρέπει να το προσέξουμε όλοι μας, όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Δεν έχουμε δικαίωμα λόγω της θέσεώς μας να επιζητούμε προβολή και κυριαρχία πάνω σε άλλους πιστούς, αλλά έχουμε καθήκον να υπηρετούμε τους άλλους. Να γινόμαστε δούλοι των δούλων, να είμαστε πρόθυμοι και για τις πιο ταπεινές διακονίες αγάπης προς τους αδελφούς μας. Έτσι θα οικοδομούμε ο ένας τον άλλον. Μεγάλοι στην Εκκλησία δεν είναι όσοι έχουν κάποια περίοπτη θέση, αλλά οι ταπεινοί, αυτοί που δέχονται με χαρά να επιτελούν ταπεινές διακονίες, και να είναι παραγκωνισμένοι για το καλό των άλλων. Αυτούς τιμά ο Θεός και αυτούς θα δοξάσει. Κάποτε και σ’ αυτή τη ζωή, πάντοτε όμως στην ένδοξη αιωνιότητα.

Σάββατο, Απριλίου 13, 2013

Κυριακή Δ’ Νηστειών Η θεραπεία του δαιμονισμένου Μπορούμε να προσευχηθούμε εμείς…


Μόλις ο Κύριος κατέβηκε από το όρος Θαβώρ, από το φως της Μεταμορφώσεως κάτω στον κόσμο, ένας πατέρας έτρεξε κοντά του να Του πει τον μεγάλο πόνο του: Διδάσκαλε, σου έφερα τον γιο μου, που τον κυρίευσε δαιμονικό πνεύμα και του πήρε τη φωνή. Υποφέρει πολύ! Όταν τον πιάσει, τον ρίχνει στη γη, τον κάνει ν’ αφρίζει, να τρίζει τα δόντια του και τον αφήνει ξερό και αναίσθητο. Πολλές φορές τον έριξε στη φωτιά και στο νερό για να τον εξοντώσει. Παρακάλεσα τους μαθητές σου να τον ελευθερώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν.
Τότε ο Κύριος γεμάτος παράπονο αναφώνησε:
— Ω γενεά που παραμένεις άπιστη και διεστραμμένη, ενώ είδες τόσα θαύματα! Μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας και θα σας ανέχομαι; Φέρτε τόν μου εδώ.
Μόλις όμως έφεραν τον νέο μπροστά στον Κύριο, το θέαμα ήταν φοβερό. Το πονηρό πνεύμα άρχισε να συνταράζει με σπασμούς τον νέο, ο οποίος, αφού έπεσε στη γη, κυλιόταν κι έβγαζε αφρούς από το στόμα του.
Δεν μπορούσε όμως να πει ούτε λέξη. Μόνο κραυγές μπορούσε να βγάζει πολλές, που συγκλόνιζαν τις καρδιές όσων τον έβλεπαν. Ο νέος αυτός δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφράσει την ικεσία του στον Κύριο, να ζητήσει τη σωτηρία του. Κι αντί γι’ αυτόν παρακαλεί ο πατέρας.
Εδώ έχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιού. Όμως ο διάβολος και με πολλούς άλλους τρόπους εξουσιάζει τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως στη δαιμονοκρατούμενη εποχή μας, πόσοι νέοι ζουν μακριά από τον Θεό και υποφέρουν κυριευμένοι από τα δαιμονικά τους πάθη. Μαζί τους βασανίζονται και οι συγγενείς τους. Κι όταν αυτοί είναι άνθρωποι του Θεού, υποφέρουν ακόμη περισσότερο κατανοώντας την κατάσταση των αγαπημένων τους.
Ο πατέρας όμως του Ευαγγελίου δίνει σ’ όλους αυτούς και σ’ όλους τους πιστούς ένα μεγάλο δίδαγμα. Όταν αυτοί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να προσευχηθούν για τον εαυτό τους, να προσευχόμαστε εμείς γι’ αυτούς. Κάθε φορά που βλέπουμε στους ιερούς ναούς μας ότι απουσιάζουν από τη θεία λατρεία χιλιάδες νέοι, νέοι που ξενύχτησαν στα σκοτεινά κέντρα του κόσμου και πολλοί έχασαν τη νεανική τους δροσιά και καθαρότητα, ας προσευχόμαστε εμείς γι’ αυτούς. Ας πονέσουμε εμείς για το δικό τους μαρτύριο. Ας κλάψουμε εμείς για το δικό τους δράμα. Και να είμαστε βέβαιοι ότι τα δικά μας δάκρυα, οι δικές μας ικεσίες, θα μαλακώσουν κάποτε τις ψυχές πολλών νέων, θα φέρουν τη μετάνοια και την επιστροφή τους.

Προσευχή και νηστεία

Ο πατέρας συνεχίζει την ικεσία του. Κύριε, εάν μπορείς να κάνεις κάτι, λυπήσου μας και βοήθησέ μας. Όμως ο Ιησούς του αποκρίνεται: Εσύ εάν μπορείς να πιστεύσεις, τότε όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. Κι αμέσως ο πατέρας γεμάτος δάκρυα φωνάζει: Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην ολιγοπιστία μου.
Τότε ο Ιησούς Χριστός με θεϊκή εξουσία λέει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, βγες από αυτόν και μην ξαναμπείς ποτέ μέσα του. Και το πονηρό πνεύμα, αφού έκραξε και συντάραξε τον νέο, έφυγε αφήνοντάς τον κάτω στη γη σαν νεκρό. Τότε ο Κύριος τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε. Οι μαθητές έκπληκτοι Τον ρωτούν κατόπιν ιδιαιτέρως: Γιατί, Κύριε, εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Κι Εκείνος απαντά: Αυτό το είδος του δαιμονίου δεν φεύγει από τον άνθρωπο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία.
Γιατί όμως το σκληρό αυτό είδος διαμονίου δεν μπορεί να βγει από τον άνθρωπο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία; Αλλά και γενικότερα γιατί η προσευχή μαζί με τη νηστεία έχουν τόσο μεγάλη δύναμη;
Διότι όταν ο άνθρωπος προσεύχεται έπειτα από νηστεία τροφών και παθών, η προσευχή του έχει το στοιχείο της ασκήσεως, της θυσίας και της προσφοράς. Τότε ο άνθρωπος δεν δυσκολεύεται να προσευχηθεί, δεν κουράζεται από το βάρος των φαγητών ή από το βάρος των τύψεων, αλλά είναι ανάλαφρος. Η νηστεία που ορίζει η Εκκλησία μας δίνει φτερά στην προσευχή, διότι ταπεινώνει τον άνθρωπο. Τον γυμνάζει σωματικά και ψυχικά. Απονεκρώνει τις σαρκικές επιθυμίες και ηδονές και προετοιμάζει το σώμα κατάλληλα για να μην καταστεί εμπόδιο, αλλά να υπηρετήσει την ψυχή την ώρα της προσευχής. Μια τέτοια προσευχή, που γίνεται με νηστεία τροφών και παθών, επειδή έχει το στοιχείο της ταπεινώσεως, αυξάνει και την πίστη. Και γίνεται έτσι μια ζωντανή εμπειρία, αυξάνει τη θέρμη της καρδιάς μας, μας κάνει να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού μπροστά μας. Και φέρνει τη χάρη του Θεού και το θαύμα.
Αυτά ακριβώς τα δυο πνευματικά όπλα, την προσευχή συνδυασμένη με τη νηστεία, μας καλεί η Εκκλησία μας να χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τώρα περισσότερη προσευχή, μεγαλύτερες Ακολουθίες, αλλά και αυστηρότερη νηστεία, εντατικότερη άσκηση. Ας  συνεχίσουμε λοιπόν τον αγώνα μας στον πνευματικό στίβο με τα όπλα αυτά και θα έχουμε μαζί μας την ακατανίκητη δύναμη της Χάριτος του Θεού.
Σ1975

Παρασκευή, Απριλίου 12, 2013

Η θεραπεία του δαιμονισμένου Μπορούμε να προσευχηθούμε εμείς…


Μόλις ο Κύριος κατέβηκε από το όρος Θαβώρ, από το φως της Μεταμορφώσεως κάτω στον κόσμο, ένας πατέρας έτρεξε κοντά του να Του πει τον μεγάλο πόνο του: Διδάσκαλε, σου έφερα τον γιο μου, που τον κυρίευσε δαιμονικό πνεύμα και του πήρε τη φωνή. Υποφέρει πολύ! Όταν τον πιάσει, τον ρίχνει στη γη, τον κάνει ν’ αφρίζει, να τρίζει τα δόντια του και τον αφήνει ξερό και αναίσθητο. Πολλές φορές τον έριξε στη φωτιά και στο νερό για να τον εξοντώσει. Παρακάλεσα τους μαθητές σου να τον ελευθερώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν.
Τότε ο Κύριος γεμάτος παράπονο αναφώνησε:
— Ω γενεά που παραμένεις άπιστη και διεστραμμένη, ενώ είδες τόσα θαύματα! Μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας και θα σας ανέχομαι; Φέρτε τόν μου εδώ.
Μόλις όμως έφεραν τον νέο μπροστά στον Κύριο, το θέαμα ήταν φοβερό. Το πονηρό πνεύμα άρχισε να συνταράζει με σπασμούς τον νέο, ο οποίος, αφού έπεσε στη γη, κυλιόταν κι έβγαζε αφρούς από το στόμα του.
Δεν μπορούσε όμως να πει ούτε λέξη. Μόνο κραυγές μπορούσε να βγάζει πολλές, που συγκλόνιζαν τις καρδιές όσων τον έβλεπαν. Ο νέος αυτός δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφράσει την ικεσία του στον Κύριο, να ζητήσει τη σωτηρία του. Κι αντί γι’ αυτόν παρακαλεί ο πατέρας.
Εδώ έχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιού. Όμως ο διάβολος και με πολλούς άλλους τρόπους εξουσιάζει τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως στη δαιμονοκρατούμενη εποχή μας, πόσοι νέοι ζουν μακριά από τον Θεό και υποφέρουν κυριευμένοι από τα δαιμονικά τους πάθη. Μαζί τους βασανίζονται και οι συγγενείς τους. Κι όταν αυτοί είναι άνθρωποι του Θεού, υποφέρουν ακόμη περισσότερο κατανοώντας την κατάσταση των αγαπημένων τους.
Ο πατέρας όμως του Ευαγγελίου δίνει σ’ όλους αυτούς και σ’ όλους τους πιστούς ένα μεγάλο δίδαγμα. Όταν αυτοί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να προσευχηθούν για τον εαυτό τους, να προσευχόμαστε εμείς γι’ αυτούς. Κάθε φορά που βλέπουμε στους ιερούς ναούς μας ότι απουσιάζουν από τη θεία λατρεία χιλιάδες νέοι, νέοι που ξενύχτησαν στα σκοτεινά κέντρα του κόσμου και πολλοί έχασαν τη νεανική τους δροσιά και καθαρότητα, ας προσευχόμαστε εμείς γι’ αυτούς. Ας πονέσουμε εμείς για το δικό τους μαρτύριο. Ας κλάψουμε εμείς για το δικό τους δράμα. Και να είμαστε βέβαιοι ότι τα δικά μας δάκρυα, οι δικές μας ικεσίες, θα μαλακώσουν κάποτε τις ψυχές πολλών νέων, θα φέρουν τη μετάνοια και την επιστροφή τους.

Προσευχή και νηστεία

Ο πατέρας συνεχίζει την ικεσία του. Κύριε, εάν μπορείς να κάνεις κάτι, λυπήσου μας και βοήθησέ μας. Όμως ο Ιησούς του αποκρίνεται: Εσύ εάν μπορείς να πιστεύσεις, τότε όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. Κι αμέσως ο πατέρας γεμάτος δάκρυα φωνάζει: Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην ολιγοπιστία μου.
Τότε ο Ιησούς Χριστός με θεϊκή εξουσία λέει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, βγες από αυτόν και μην ξαναμπείς ποτέ μέσα του. Και το πονηρό πνεύμα, αφού έκραξε και συντάραξε τον νέο, έφυγε αφήνοντάς τον κάτω στη γη σαν νεκρό. Τότε ο Κύριος τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε. Οι μαθητές έκπληκτοι Τον ρωτούν κατόπιν ιδιαιτέρως: Γιατί, Κύριε, εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Κι Εκείνος απαντά: Αυτό το είδος του δαιμονίου δεν φεύγει από τον άνθρωπο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία.
Γιατί όμως το σκληρό αυτό είδος διαμονίου δεν μπορεί να βγει από τον άνθρωπο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία; Αλλά και γενικότερα γιατί η προσευχή μαζί με τη νηστεία έχουν τόσο μεγάλη δύναμη;
Διότι όταν ο άνθρωπος προσεύχεται έπειτα από νηστεία τροφών και παθών, η προσευχή του έχει το στοιχείο της ασκήσεως, της θυσίας και της προσφοράς. Τότε ο άνθρωπος δεν δυσκολεύεται να προσευχηθεί, δεν κουράζεται από το βάρος των φαγητών ή από το βάρος των τύψεων, αλλά είναι ανάλαφρος. Η νηστεία που ορίζει η Εκκλησία μας δίνει φτερά στην προσευχή, διότι ταπεινώνει τον άνθρωπο. Τον γυμνάζει σωματικά και ψυχικά. Απονεκρώνει τις σαρκικές επιθυμίες και ηδονές και προετοιμάζει το σώμα κατάλληλα για να μην καταστεί εμπόδιο, αλλά να υπηρετήσει την ψυχή την ώρα της προσευχής. Μια τέτοια προσευχή, που γίνεται με νηστεία τροφών και παθών, επειδή έχει το στοιχείο της ταπεινώσεως, αυξάνει και την πίστη. Και γίνεται έτσι μια ζωντανή εμπειρία, αυξάνει τη θέρμη της καρδιάς μας, μας κάνει να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού μπροστά μας. Και φέρνει τη χάρη του Θεού και το θαύμα.
Αυτά ακριβώς τα δυο πνευματικά όπλα, την προσευχή συνδυασμένη με τη νηστεία, μας καλεί η Εκκλησία μας να χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τώρα περισσότερη προσευχή, μεγαλύτερες Ακολουθίες, αλλά και αυστηρότερη νηστεία, εντατικότερη άσκηση. Ας  συνεχίσουμε λοιπόν τον αγώνα μας στον πνευματικό στίβο με τα όπλα αυτά και θα έχουμε μαζί μας την ακατανίκητη δύναμη της Χάριτος του Θεού.
Σ1975

Πέμπτη, Απριλίου 04, 2013

Κυριακή Γ’ Νηστειών – Της Σταυροπροσκυνήσεως Να σηκώνουμε τον Σταυρό μας


Καθώς βρισκόμαστε στο μέσο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας προβάλλει στους ιερούς Ναούς μας τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου και μας καλεί να τον προσκυνήσουμε με δέος και πίστη και να πάρουμε χάρη πολλή και δύναμη για τον πνευματικό αγώνα που διεξάγουμε την περίοδο αυτή.

Τι θα πει αυταπάρνηση

Λίγες εβδομάδες πριν από το πάθος του ο Κύριος κάλεσε τους μαθητές του και τα πλήθη του λαού για να τους πει λόγια βαρυσήμαντα για τη ζωή τους και τη ζωή όλων μας. Όποιος θέλει, είπε, να με ακολουθήσει και να γίνει μαθητής μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του κι ας πάρει τη σταθερή απόφαση να υποστεί για μένα όχι μόνο κάθε θλίψη και δοκιμασία αλλά και θάνατο σταυρικό, και τότε ας με ακολουθεί.
Τι σημαίνει όμως «απαρνούμαι τον εαυτό μου»; Σημαίνει δυο πράγματα. Πρώτα ότι νεκρώνω τον παλαιό εαυτό που κρύβω μέσα μου, τον διαγράφω από τη ζωή μου. Παύω να υπάρχω γι’ αυτόν. Αρνούμαι δηλαδή και νεκρώνω τα θελήματα, τις επιθυμίες και τις ροπές του παλαιού ανθρώπου. Ακόμη κι αν τον δω να επαναστατεί, να αντιδρά, να επιζητεί με μανία και επιμονή καθετί αμαρτωλό, εγώ δεν υποκύπτω, δεν του δίνω σημασία. Έχω αρνηθεί όχι μόνο κάτι από τον εαυτό μου αλλά όλο τον παλαιό εαυτό μου.
Αρνούμαι τον παλαιό εαυτό μου σημαίνει ταυτόχρονα ότι υποτάσσομαι στο άγιο θέλημα του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ακολουθώ τον Κύριο όπου με οδηγεί. Και υπομένω όλες τις θλίψεις που επιτρέπει στη ζωή μου για τον εξαγιασμό μου. Μέχρι του σημείου να περιφρονώ ακόμη και το θάνατο. Διότι αυτό σημαίνει να σηκώνω διαρκώς τον σταυρό των θλίψεων και της θυσίας. Όπως κάθε κατάδικος σήκωνε ως μελλοθάνατος τον σταυρό του, έτσι κι εγώ πρέπει να σηκώνω τον δικό μου σταυρό περιμένοντας το μαρτύριο. Με την απόφαση να είμαι έτοιμος σε κάθε στιγμή, αργά ή γρήγορα, να πεθάνω, αν μου το ζητήσει ο Κύριος. Και να προχωρώ με τέτοια διάθεση όχι για λίγο αλλά σε όλη μου τη ζωή. Να σηκώνω τον σταυρό των θλίψεων όχι αναγκαστικά, επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, αλλά με χαρά κι ελπίδα, με τη συναίσθηση ότι ο δρόμος της υποταγής στο θέλημα του Θεού, τον οποίο βαδίζω σηκώνοντας τον σταυρό των θλίψεων, είναι ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία μου, στον Παράδεισο.
Όλη η ζωή του Κυρίου άλλωστε ήταν μία διαρκής αυταπάρνηση, προσφορά και θυσία, που κορυφώθηκε και ολοκληρώθηκε στη σταυρική θυσία. Κι επειδή αυτός πρώτος εφάρμοσε την τέλεια αυταπάρνηση, ζητά κι από μας ν’ ακολουθήσουμε ολόψυχα το παράδειγμά του.

Πόσο αξίζει μια ψυχή

Ο Κύριος συνέχισε τη διδασκαλία του λέγοντας: όποιος θέλει να σώσει την επίγεια ζωή του, θα χάσει την αιώνια. Όποιος όμως θυσιάσει τη ζωή του για μένα και το Ευαγγέλιό μου, αυτός θα σώσει την ψυχή του. Διότι τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο εάν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του; Και τι μπορεί να δώσει ως αντάλλαγμα για να την εξαγοράσει; Όποιος ντραπεί εμένα και τους λόγους μου επειδή φοβάται τους χλευασμούς των ανθρώπων της αποστατημένης και αμαρτωλής αυτής γενιάς, αυτόν θα τον αποκηρύξω κι εγώ όταν θα έλθω μέσα στη θεϊκή δόξα μου μαζί με τους αγίους αγγέλους.
Και ο Κύριος επισφράγισε τους λόγους του λέγοντας: Πολλοί από σας, πριν πεθάνουν, θα δουν να θεμελιώνεται με δύναμη ακαταγώνιστη η Βασιλεία του Θεού στη γη, δηλαδή η Εκκλησία μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σ’ όλη αυτή τη διδασκαλία του ο Κύριος τονίζει την αξία της ψυχής μας. Και τι λέει; Πόσο αξίζει η ψυχή μας; Ανυπολόγιστα. Δεν συγκρίνεται με όλα τα αγαθά του κόσμου αυτού. Έχει ασυγκρίτως ανώτερη αξία από όλα τα πλούτη, τις τιμές και τις απολαύσεις αυτής της ζωής. Γι’ αυτήν ο Θεός έγινε άνθρωπος, γι’ αυτήν έχυσε το αίμα του επάνω στο σταυρό και μας εξαγόρασε με το τίμιο Αίμα του. Κι αν εμείς περιφρονήσουμε το πολυτιμότατο αυτό λύτρο που έδωσε ο Χριστός για την ψυχή μας, η καταστροφή μας θα είναι ανεπανόρθωτη. Διότι, όταν εμείς αμαρτάνουμε συστηματικά και ασύστολα, κινδυνεύουμε να χάσουμε την ψυχή μας για πάντα στην αιώνια κόλαση. Εκεί η ψυχή θα χωρισθεί αιωνίως από τον Θεό, τη χάρη του και την αγάπη του και θα βυθισθεί στο αιώνιο σκοτάδι. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος ότι το χειρότερο κακό που μπορούμε να πάθουμε οι άνθρωποι, είναι το να χάσουμε την ψυχή μας. Και αν χάσουμε την ψυχή μας, χάσαμε τον Θεό, χάσαμε τον εαυτό μας, χάσαμε τα πάντα. Κι αυτή η απώλεια είναι αμετάκλητη. Μήπως έχουμε και άλλη ψυχή, ώστε να δώσουμε μία στον σατανά και μία στον Θεό; Ή να δώσουμε τη μία αντάλλαγμα για την απώλεια της άλλης; Τα χρήματα και τα κτήματα και τα σπίτια μπορούμε να τα ανταλλάξουμε. Την ψυχή όμως ποτέ.
Και δεν είναι δύσκολο να τη χάσουμε. Σ’ αυτή τη ζωή φοβερός πόλεμος διεξάγεται. Με λύσσα οι δαίμονες ζητούν να αρπάξουν και να κατασπαράξουν την ψυχή μας. Ας αντισταθούμε λοιπόν κι ας αγωνισθούμε. Ώστε, όταν κλείσουμε τα μάτια μας, να παραλάβουν την ψυχή μας οι παμφώτεινοι άγγελοι στην αγκαλιά του Θεού.

Τετάρτη, Μαρτίου 06, 2013

Κυριακή της Απόκρεω – Η ώρα της κρίσεως

Η ώρα της κρίσεως

Ο Παράδεισος

Η ώρα είναι μοναδική και συγκλονιστική. Ο Θεάνθρωπος Κύριος έρχεται μέσα στη θεϊκή του δόξα για να κρίνει την ανθρωπότητα. Τον συνοδεύουν οι αμέτρητες στρατιές των αγίων αγγέλων. Μπροστά στον ένδοξο θεϊκό του θρόνο έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι άνθρωποι όλων των αιώνων. Κι ο μέγας Κριτής χωρίζει τους ανθρώπους, όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα γίδια. Στα δεξιά του βάζει τους δίκαιους και στα αριστερά του τους αμετανόητους αμαρτωλούς. Εκείνη τη φοβερή ώρα ακούγεται η θεϊκή φωνή του ουρανίου Κριτού προς τους δικαίους: Ελάτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, να κληρονομήσετε τη Βασιλεία που είναι ετοιμασμένη για εσάς από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος. Διότι πείνασα και μου δώσατε τροφή, δίψασα και μου δώσατε νερό, ήμουν ξένος και με φιλοξενήσατε, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και με επισκεφθήκατε, φυλακισμένος και ήλθατε να με παρηγορήσετε.
Και οι δίκαιοι με έκπληξη και απορία θα πουν: Κύριε, πότε Σε είδαμε πεινασμένο, διψασμένο, ξενιτεμένο, γυμνό, άρρωστο, φυλακισμένο και Σου δείξαμε αγάπη; Και θα αποκριθεί ο Κριτής: Εφόσον το κάνατε στους άσημους αδελφούς μου, είναι σαν να το κάνατε σε μένα. Ελάτε λοιπόν στη Βασιλεία μου.
Πώς όμως θα είναι αυτή η Βασιλεία του Θεού; Όποιες λέξεις κι αν χρησιμοποιήσουμε δεν θα μπορέσουμε να περιγράψουμε την ασύλληπτη ωραιότητα της Βασιλείας των ουρανών, όπως ακριβώς ένας εκ γενετής τυφλός δεν μπορεί να περιγράψει την ωραιότητα της φύσεως. Η Αγία Γραφή βέβαια παρουσιάζει συμβολικές εικόνες του Παραδείσου, ο απόστολος Παύλος τονίζει ότι σαν αυτά που ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που Τον αγαπούν, «ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’ 9). Η ζωή του Παραδείσου όχι μόνο εν μπορεί να περιγραφεί, αλλά ούτε και να συγκριθεί με καμιά άγια χαρά του κόσμου αυτού. Από τη ζωή εκείνη θα απουσιάζει κάθε «ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός». Εκεί δεν θα υπάρχουν αδικίες, αρρώστιες, θάνατος. Εκεί θα έχουν σβήσει όλα τα πάθη. Εκεί όλα θα είναι γεμάτα χαρά. Όλα θα είναι φως. Η μεγαλύτερη όμως χαρά και ευτυχία μας θα είναι ότι θα βλέπουμε διαρκώς «πρόσωπον προς πρόσωπον» το απαστράπτον πρόσωπο του Χριστού.
Τα μάτια μας δεν θα χορταίνουν να βλέπουν τη δόξα του· τα αυτιά μας να ακούν τη φωνή του και τις γλυκύτατες ψαλμωδίες των αγγέλων και των αγίων, το στόμα μας να δοξολογεί ακατάπαυστα τον βασιλέα μας· τα χέρια μας να υψώνονται προς Αυτόν. Εκεί θα λάμπουμε όλοι όπως ο ήλιος και θα μοιάζουμε στη μορφή και τη δόξα με τον Χριστό μας. Εκεί θα γίνουμε κατά χάριν θεοί. Εκεί… Αλλά μέχρι να φθάσουμε εκεί, ας στραφούμε προς τα εκεί κάθε μέρα το νου μας κι ας πλημμυρίσει την καρδιά μας ο πόθος της Βασιλείας του Θεού.

Η κόλαση

Κατόπιν ο Κύριος θα στρέψει το βλέμμα Του αριστερά στους αμετανόητους αμαρτωλούς και θα τους πει: Φύγετε από κοντά μου στο πυρ το αιώνιο, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους δαίμονες. Διότι επείνασα, και δεν μου δώσατε τροφή, δίψασα, και δεν μου δώσατε νερό, ήμουν ξένος, και δεν με φιλοξενήσατε, γυμνός και δεν με ντύσατε, άρρωστος, και δεν με επισκεφθήκατε, φυλακισμένος, και δεν ήλθατε να με παρηγορήσετε.
Τότε αυτοί θα Του αποκριθούν: Πότε Σε είδα, Κύριε, πεινασμένο, διαψασμένο, ξενιτεμένο, γυμνό, άρρωστο, φυλακισμένο και δεν Σε υπηρετήσαμε; Και ο Κριτής θα τους απαντήσει: Καθετί που δεν κάνατε στους άσημους αδελφούς μου, ούτε σε μένα το κάνατε. Τότε θα φύγουν αυτοί στην αιώνια κόλαση.
Πώς θα ζουν αλήθεια οι άνθρωποι στην αιώνια κόλαση; Ό,τι και να πει κανείς, ελάχιστα μπορεί να περιγράψει τη φρίκη της κολάσεως. Εκεί οι κολασμένοι θα υποφέρουν φρικτά. Θα δοκιμάζουν οδυνηρούς πόνους, ακατάπαυστη δίψα, αφόρητη αγωνία, τύψεις βασανιστικές, απελπισία και θάνατο. Διότι θα είναι περικυκλωμένοι από τους μισάνθρωπους δαίμονες και από όλους τους κολασμένους ανθρώπους. Επιπλέον θα βλέπουν αιωνίως μέσα τους τα αποτυπώματα των αμαρτιών τους, και η ντροπή που θα δοκιμάζουν θα είναι φοβερή. Θα υποφέρουν ακόμη, διότι θα στερούνται όλα εκείνα τα οποία απήλαυσαν στην επίγεια ζωή τους.
Το μεγαλύτερο όμως μαρτύριο των κολασμένων θα είναι ότι θα ζουν χωρίς Θεό. Και μία μόνο ακτίνα της δόξας του αν είχαν, αμέσως ο άδης θα γινόταν Παράδεισος! Οι κολασμένοι θα υποφέρουν μακριά από την αγάπη του Θεού. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη φρίκη από την αιωνιότητα νωρίς τον Χριστό! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κόλαση από το να χάσουμε την Χριστό, ο Οποίος είναι όλος φως, όλος ζωή, όλος ωραιότητα.
Εκείνο λοιπόν το οποίο πρέπει κυρίως να φοβόμαστε ως προς την κόλαση είναι η αιώνια στέρηση της αγάπης του Θεού. Γι’ αυτό ας αγαπήσουμε από τώρα τον Κύριο και τις άγιες και σωτήριες εντολές του κι ας αγωνιζόμαστε καθημερινά να ζούμε όπως θέλει Εκείνος. Για να αντικρίσουμε κι εμείς το ολοφώτεινο πρόσωπό του και να ακούσουμε τη γλυκύτατη φωνή του να μας καλεί κοντά του.

Κυριακή της Απόκρεω - Τα ειδωλόθυτα της Κορίνθου, Διάκριση ελευθερίας - Κήρυγμα εις τον Απόστολο

Τα ειδωλόθυτα της Κορίνθου

Διάκριση ελευθερίας

Στην Κόρινθο οι πιστοί ήταν διχασμένοι για ένα θέμα που νόμιζαν ότι ήταν πολύ σημαντικό για τη ζωή τους. Ήταν το ζήτημα των ειδωλοθύτων. Άλλοι δηλαδή αγόραζαν από τα κρεοπωλεία κρέατα που προέρχονταν από ειδωλολατρικές θυσίες και τα έτρωγαν, επειδή πίστευαν ότι οι θεοί των ειδώλων ήταν ανύπαρκτοι. Άλλοι όμως, ευαίσθητοι συνειδησιακά, δεν τα έτρωγαν επειδή, τα θεωρούσαν ιερά. Ο απόστολος Παύλος λοιπόν ξεκαθαρίζει το ζήτημα και παίρνει αφορμή για να διδάξει γενικότερες αλήθειες.
Δεν είναι το φαγητό, λέει, που μας καθιστά ενάρετους. Διότι ούτε εάν φάμε προοδεύουμε στην αρετή, ούτε εάν δεν φάμε υστερούμε. Προσέχετε όμως, λέει, μήπως το δικαίωμα αυτό που έχετε να τρώτε απ’ όλα τα κρέατα, ακόμη κι από τα ειδωλόθυτα, γίνει αιτία να αμαρτήσουν οι αδελφοί σας που είναι αδύναμοι στην πίστη. Διότι, αν κανείς απ’ αυτούς σας δει να κάθεστε στο τραπέζι κάποιου ναού των ειδώλων, θα παρασυρθεί και θα τρώει ειδωλόθυτα νομίζοντας ότι τρώει κάτι ιερό. Κι έτσι σιγά-σιγά θα παρασυρθεί στην ειδωλολατρία εξαιτίας της δικής σας στάσεως και θα χάσει την ψυχή του. Αλλά για την σωτηρία του αδελφού σας αυτού ο Χριστός θυσίασε τη ζωή του.
Βέβαια το ζήτημα αυτό που θίγει ο απόστολος Παύλος δεν υφίσταται στην εποχή μας. Και ίσως νομίζουμε ότι δεν μας αφορά. Αν το προσεγγίσουμε όμως λίγο βαθύτερα, θα δούμε ότι πέρα από τα φαινόμενα, το όλο πρόβλημα της Κορίνθου αποκαλύπτει ένα διαχρονικό πρόβλημα των πιστών: ότι μέσα στην Εκκλησία δεν έχουμε όλοι οι πιστοί την ίδια συνείδηση, την ίδια καλλιέργεια, τις ίδιες εμπειρίες και δυνάμεις. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι κι ούτε μπορούμε να γίνουμε. Έχουμε βέβαια όλοι τον ίδιο Κύριο, είμαστε μέλη της ίδιας Εκκλησίας, έχουμε όμως διαφορετικούς χαρακτήρες, διαφορετικούς τρόπους βιώσεως της εν Χριστώ ζωής. Πρέπει λοιπόν να βλέπουμε με κατανόηση τη διαφορετικότητα των άλλων. Μη βάζουμε ως κριτήριο πνευματικότητας τον εαυτό μας και μη απαιτούμε να γίνουν όλοι όπως είμαστε εμείς. Θα πρέπει όλοι μας να αποκτήσουμε τη μεγάλη αρετή της διακρίσεως. Να κατανοούμε όλους με αγάπη, ευαίσθητους και δυνατούς, αρχάριους και σταθερούς. Χωρίς να καταδικάζουμε κανένα και χωρίς να απαιτούμε τίποτε. Να ζούμε όπως μας καθοδηγεί ο Πνευματικός μας και να μην ασχολούμαστε με τους άλλους πιστούς, πώς ζουν, πώς συμπεριφέρονται, τι κάνουν.

Διάκριση αγάπης

Ο απόστολος Παύλος λοιπόν έρχεται και επεξηγεί και καθορίζει πόσο σοβαρό είναι το αμάρτημα του σκανδαλισμού των ασθενέστερων. Κάνετε πολύ μεγάλο αμάρτημα, λέει, με το οποίο βλάπτονται πολύ οι αδελφοί. Πληγώνετε σκληρά την ευαίσθητη συνείδησή τους. Αλλά συγχρόνως αμαρτάνετε και προς τον Χριστό, ο Οποίος πέθανε για να σώσει τους αδελφούς αυτούς. Γι’ αυτό λοιπόν, συνεχίζει, εάν αυτό που τρώω γίνεται αιτία σκανδάλου και αμαρτίας στον αδελφό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιοδήποτε είδος κρεάτων, για να μη σκανδαλίσω τον αδελφό μου. Για τους αδύνατους αδελφούς έκανα και εξακολουθώ να κάνω θυσίες των δικαιωμάτων μου. Δεν είμαι Απόστολος έχοντας ίσα δικαιώματα με τους άλλους Αποστόλους; Και η σφραγίδα με την οποία πιστοποιείται επίσημα το αποστολικό μου αξίωμα, με τη χάρη του Κυρίου, είστε εσείς, τους οποίους οδήγησα στον Χριστό.
Ο απόστολος Παύλος στο δεύτερο αυτό τμήμα του ιερού αναγνώσματος μας λέει κάτι πολύ μεγάλο: ότι θα πρέπει για να την αγάπη των αδελφών μας να θυσιάζουμε ακόμη και νόμιμα δικαιώματά μας, προκειμένου να μη σκανδαλίζουμε τους ευαίσθητους αδελφούς μας. Να έχουμε δηλαδή διάκριση αγάπης. Και τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ας αναφέρουμε παραδείγματα για να το κατανοήσουμε. Κάποιοι επειδή είναι άρρωστοι, έχουν οδηγία από τον γιατρό τους να μην τηρούν απολύτως την καθιερωμένη νηστεία αλλά να τρώνε κάποιες τροφές. Διάκριση αγάπης εκ μέρους τους σημαίνει να μην καταλύουν τη νηστεία σε δημόσιους χώρους, διότι ο άλλος δεν ξέρει ότι έχουν λόγους υγείας και τρώνε αρτύσιμες τροφές, και σκανδαλίζεται. Άλλοι πάλι έχουν δικαίωμα να οδηγήσουν κάποιον στο δικαστήριο για μια αδικία που τους έκανε. Δεν κάνουν όμως χρήση του δικαιώματός τους αυτούς για να μη σκανδαλίσουν όσους δεν ξέρουν την αδικία που υπέστησαν. Έχουν άλλοι οδηγία από τον Πνευματικό τους σε κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα να ενεργούν διαφορετικά απ’ ό,τι οι άλλοι. Δεν πρέπει αυτό να το διατυμπανίζουν και να το προτείνουν ως κανόνα ζωής για όλους. Κι έτσι να πληγώνουν τις συνειδήσεις των άλλων.
Καθετί που κάνουμε να σκεφτόμαστε αν θα ωφελήσει τους γύρω μας, ακόμη κι όταν δεν είναι αμαρτωλό. Και να θυσιάζουμε, είπαμε, ακόμη και νόμιμα δικαιώματά μας σε θέματα καθημερινής ζωής και συμπεριφοράς, για την αγάπη των αδελφών μας. Για να μη σκανδαλισθούν οι αδελφοί μας. Αυτό είναι ύψος και πλάτος αγάπης. Αυτό έκανε ο θείος Παύλος, αυτό έκαναν όλοι οι άγιοι. Το ίδιο να κάνουμε κι εμείς.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2013

Όπου κι αν έχεις πέσει, σε περιμένει. Έλα πίσω!


«Πατέρα, συχώρεσέ με!»
Από εδώ

Είχε πέσει στ’ αλήθεια πολύ χαμηλά. Είχε αμαρτήσει βαριά. Είχε προδώσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη του Πατέρα. Είχε ξεστρατίσει σε άτακτη ζωή. Να ο γκρεμός,  η τελική καταστροφή έχασκε μπροστά του.
Αλλά πώς να γυρίσει πίσω;
Αυτός με τόση αυτοπεποίθηση, όσο και αυθάδεια, είχε απαιτήσει: «πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας »! Πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει! Κι όταν ο φιλόστοργος πατέρας του «διεῖλε», μοίρασε σ’ αυτόν και τον αδελφό του «τόν βίον», την περιουσία, αυτός άρπαξε το μερίδιο του και αμέσως «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Ταξίδεψε σε μακρινή χώρα. Με τι πρόσωπο ν’ αντικρίσει τώρα το πατρικό βλέμμα;
Αλλά ήταν και οι φίλοι του, με τους οποίους «διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας βίο άσωτο. Δε θα τον ειρωνεύονταν, αν τον έβλεπαν ν’ αλλάζει γνώμη;
Ήταν κι εκείνος ο μεγάλος του αδελφός, ο οποίος είχε μείνει στο σπίτι, άψογος, τυπικός απέναντι στον Πατέρα. Τι θα έλεγε, όταν τον έβλεπε να επιστρέφει;
Ποια δικαιολογία άραγε θα μπορούσε να επιστρατεύσει, τι πρόσχημα να βρει, για να γυρίσει πίσω, να ξεφύγει επιτέλους από την αθλιότητα εκείνη, όπου είχε καταντήσει;
Αλλά όχι. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να επιστρέψει. Χωρίς δικαιολογίες και προσχήματα. Τώρα, που ήρθε στα συγκαλά του, πήρε αμετάκλητα και την απόφασή του. Θα επιστρέψει έτσι όπως είναι. Αποτυχημένος, άθλιος, αξιοθρήνητος και ταπεινωμένος. Θα προβάλλει ένα και μόνο επιχείρημα. Τη μετάνοιά του. Θα πει:
«Πάτερ, ἥμαρτον»! Έκανα σφάλμα μεγάλο, που αποστάτησα από σένα! Αμάρτησα βαριά! «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν», λύπησα τον ουράνιο κόσμο, που μπροστά του διέπραξα κακό. «Ἥμαρτον… καί ἐνώπιόν σου»! Σε πότισα φαρμάκι, σε πρόσβαλα, σπίλωσα το όνομά σου! «Πάτερ, ἥμαρτον»!
«Οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου», δεν το αξίζω πια να ονομασθώ γιος σου!
Ούτε ζητώ κάτι τέτοιο. Απλώς, σε παρακαλώ να ευδοκήσεις και να με δεχθείς «ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου», σαν έναν από τους μισθωτούς σου. Να βρίσκομαι στη δούλεψή σου και να εξασφαλίζω ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και πάνω απ’ όλα τη γαλήνη, την εμπιστοσύνη, την αγάπη που βασιλεύουν εδώ μέσα…
Το είπε και το έκανε. «Ἀναστάς ἤλθε πρός τόν πατέρα αὐτοῦ». Σηκώθηκε και ήλθε στον πατέρα του.

Ασφαλώς στο δρόμο η καρδιά του γοργοκτυπούσε από αγωνία. Ήταν τόσο δύσκολο το εγχείρημά του. Ταπεινωμένος, συντετριμμένος, εξουθενωμένος, βάδιζε βυθισμένος στις σκέψεις του, κρατώντας γερά ως οδηγό του και σωσίβιο τον εξομολογητικό λόγο: «Πάτερ, ἥμαρτον».
Αλλά τι βλέπει; Όνειρο μήπως; Ο πατέρας του τον διέκρινε από μακριά και τρέχει προς το μέρος του για να τον συναντήσει, να τον υποδεχθεί θερμά. Έρχεται, πέφτει γεμάτος πόνο και πόθο και ευσπλαχνία «ἐπί τόν τράχηλον αυτοῦ» και τον «καταφιλεῖ», τον πνίγει με ασπασμούς πατρικής αγάπης!
Ο άσωτος γιος όμως δε χάνει τα λόγια του, ούτε ξεθαρρεύει. Με το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή, με δάκρυα καυτά στα μάτια, κράζει σπαραχτικά και ομολογεί: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου»! Είμαι ένοχος, άσωτος, αποστάτης! Είμαι ανάξιος, να λέγομαι γιος σου! Πατέρα μου, συγχώρεσέ με!…
Ο πατέρας δε δίνει απόκριση άλλη από εκείνη, που ήδη έμπρακτα είχε δώσει. Γυρίζει μόνο «πρός τούς δούλους αὐτοῦ» και με φωνή που τη ραγίζει λυγμός χαράς τους παραγγέλνει:
— Φέρετε γρήγορα «τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν»! θέλω να πάρει καινούργια όψη το παιδί μου! Ακόμη, «δότε δακτύλιον εἰς τήν χεῖρα αὐτοῦ», να φαίνεται ότι είναι άρχοντας εδώ μέσα! Και «ὑποδήματα εἰς τούς πόδας» να του βάλετε! Και «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», το θρεφτάρι μας, που το φυλάγουμε για τις μεγάλες γιορτές, τώρα να το σφάξετε και να στρώσετε τραπέζι, για να «εὐφρανθῶμεν»!
Ποια άλλη μέρα θα βρεθεί πιο γιορτινή απ’ αυτή; Ο γιος μου, «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε»! «Ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη»! Ήταν πεθαμένος και ξαναζωντάνεψε και χαμένος και βρέθηκε.
Θα μπορούσε ο άσωτος να βρει πολλές δικαιολογίες, να προσκομίσει πολλά ελαφρυντικά. Θα μπορούσε να πει: «Πατέρα, λάθος έγινε. Ήταν η κακιά ώρα, οι φίλοι που με παρέσυραν, η δύσκολη ηλικία… ήρθαν και αλλεπάλληλες οι αναποδιές… ποιος μπορεί να προβλέψει ένα λιμό; Ατύχησα…»
Αλλά όχι. Ο άσωτος είχε το θάρρος και την τιμιότητα να αναλάβει τις ευθύνες του, να ομολογήσει ξεκάθαρα την ενοχή του, να αντιμετωπίσει κατάματα την πραγματικότητα και τις όποιες συνέπειες των πράξεων του. Είχε τον ηρωισμό να κλάψει, να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να πει το «ήμαρτον».
Κι έτσι σώθηκε. Γιατί είχε διαλέξει το σωστό δρόμο. Το μονό δρόμο του λυτρωμού.

Πηγή: Εικόνες θλίψης & απόγνωσης (όχι τυχαία ασφαλώς!)

Πολλοί νέοι σήμερα μπροστά σε κάποιες πτώσεις τους τα χάνουν. Ή απελπίζονται ή προσπαθούν να ξεφύγουν και να ξεχάσουν ή επιστρατεύουν δικαιολογίες και επεξηγήσεις, για να κατοχυρωθούν. Όμως, όλοι αυτοί οι τρόποι — διέξοδοι φυγής — ψευτοβολεύουν και μπαλώνουν τις καταστάσεις. Δε γιατρεύουν, δεν εξιλεώνουν την ψυχή.
Μία είναι η σωστή αντιμετώπιση της ενοχής. Η τίμια αποδοχή της. Και στη συνέχεια η κατανυκτική μετάνοια, η συντριβή, η Εξομολόγηση, η επανόρθωση, η επιστροφή.
«Πάτερ, ήμαρτον»! Έφταιξα, Θεέ μου! Πέφτω στα γόνατα και Σου ζητώ συγγνώμη! Επικαλούμαι ταπεινά το άπειρο έλεός Σου! «Ήμαρτον»!
Όλη η ευθύνη είναι δική μου. Κανείς άλλος δε φταίει. Εγώ προκάλεσα το τραύμα που με βασανίζει, εγώ δημιούργησα την πληγή. Δική μου η ενοχή.
Δε μου φταίξανε οι συνάνθρωποί μου, οι καταστάσεις, ο διάβολος… Εγώ θέλησα και διέπραξα την αμαρτία. Εγώ φταίω. Και δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. «Πάτερ, ήμαρτον»!…
Ω! Μόλις αρθρώσουμε την ευλογημένη αυτή φράση, όλα μεταμορφώνονται, επανορθώνονται, τακτοποιούνται. Θεία χάρη και έλεος φωτίζει την ψυχή. Μας ανακουφίζει. Ενθουσιασμός ιερός μας συνεπαίρνει, να επανορθώσουμε κάθε παλιά εκτροπή, ζημιά, αδικία… να κερδίσουμε το χαμένο δρόμο, το χαμένο χρόνο…
Κι ο στοργικός Πατέρας μας ακούγεται ν’ απαντά: «Ἐνδύσατε αὐτόν τήν στολήν τήν πρώτην»! «Ὁ υἱός μου οὗτος… ἀνέζησε»! Ξαναβρήκε τη ζωή!

***

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2013

Κυριακή ΙΖ Ματθαίου Η θεραπεία της κόρης της Χαναναίας Βοήθησέ με, Κύριε!


Βοήθησέ με, Κύριε!
Λυπήσου με, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ! Η κόρη μου φρικτά υποφέρει από σκληρό δαιμόνιο! «Κακῶς δαιμονίζεται».
Σπαρακτική ακούστηκε από μακριά η κραυγή. Ήταν μια γυναίκα Χαναναία, που είχε βγει από το χωριό της και με χέρια απλωμένα ικέτευε…
Ο Κύριος, που ακόμα και στον παραμικρό αναστεναγμό έσκυβε πάντα πρόθυμα με καλοσύνη, εδώ ούτε που γύρισε το βλέμμα. Με τη θεϊκή Του σκέψη κάτι άλλο, μεγαλύτερο από μια απλή θεραπεία προγραμμάτιζε. Γι’ αυτό ακριβώς κι εξακολουθούσε ατάραχα να βαδίζει στον απόμερο εκείνο δρόμο κοντά στα «μέρη Τύρου καί Σιδῶνος». Ο όμιλος των μαθητών, που Τον περιστοίχιζε, γέμισε με απορία.
Στο μεταξύ η δύστυχη μάνα επαναλάμβανε την κραυγή της πάλι και πάλι:
— «Υἱέ Δαυΐδ», ρίξε μια ματιά και στο δικό μου πόνο! «Ἐλέησόν με»!
xananaia
Καμιά απόκριση. Ο Κύριος αργά μα σταθερά απομακρυνόταν με φαινομενική αδιαφορία.
Ωστόσο, στις σπαραξικάρδιες εκκλήσεις της Χαναναίας δεν άντεξαν οι μαθητές. Πήραν το θάρρος να παρέμβουν. Κύκλωσαν με αγωνία το Διδάσκαλο τους και «ἠρώτων αὐτόν». τον παρακαλούσαν ένθερμα. Τον πολιορκούσαν.
— «Ἀπόλυσον αὐτήν», Διδάσκαλε. Κάνε της το καλό, να φύγει, «ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν». Δε φαίνεται να σταματήσει τις ικετευτικές κραυγές ξοπίσω μας. Κρίμα είναι…
Κοφτά και σοβαρά τους απάντησε ο Χριστός:
— «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Εγώ αποστολή έχω να περιμαζέψω τα πρόβατα του εκλεκτού λαού. Δεν είναι δυνατόν ν’ ασχολούμαι με άλλους.
Στο μεταξύ όμως, να που τους πρόφθασε τρέχοντας και παρακαλώντας η πονεμένη μάνα. Τους έκοψε το δρόμο, καθώς ρίχτηκε με άπειρη ευλάβεια μπροστά στα πόδια του Κυρίου, και έμεινε εκεί πεσμένη, «προσεκύνει», λέγοντας:
— «Κύριε, βοήθει μοι».
Τι σπαραγμό, στ’ αλήθεια, έκρυβε η μικρή αυτή φράση! Αλλά ο Χριστός μας έμεινε αμετάπειστος στη φαινομενική ψυχρότητά Του.
— Δεν είναι καθόλου σωστό — της είπε — να πάρει κανείς το ψωμί από τα παιδιά του, για να το ρίξει στα σκυλάκια. Εσείς οι Εθνικοί δεν είστε παιδιά του Θεού. Έχετε παραστρατήσει. Επομένως μη ζητάτε τις ίδιες ευλογίες που απολαμβάνει ο λαός Του.
Πάγωσαν όλοι. Καημένη μάνα! Πρέπει να φύγεις άπρακτη κι εξουθενωμένη. Είναι ώρα να αναλυθείς σε κλάμα γοερό ή να ξεσπάσεις σε παράπονα… Αλλά όχι! Η Χαναναία δε λύγισε, δεν προσβλήθηκε, δεν αγανάκτησε από την παιδαγωγία. Με περισσότερη θερμότητα τώρα, με πιο βαθιά ταπείνωση, ευλάβεια και πονεμένη συστολή επέμεινε στο αίτημά της λέγοντας:
— «Ναί, Κύριε». Όπως το λες είναι. «Κυνάρια» είμαστε, όχι παιδιά Σου, και δεν έχουμε δικαιώματα στον «ἄρτον τῶν τέκνων». Κάποια ψίχουλα όμως που πέφτουν από το τραπέζι «τῶν κυρίων», κάποιες ελάχιστες ευλογίες από την πλούσια χάρη Σου, σαν σκυλάκια ταπεινά που τριγυρνούμε παρακλητικά στα πόδια Σου, μπορούμε να ελπίζουμε. Δεν μ μπορούμε;
— «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!», αναφώνησε ο Χριστός. Έχεις πίστη αξιοθαύμαστη! Επέμεινες. Δε λύγισες μπροστά σε καμιά δοκιμασία. Λοιπόν «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Ας γίνει όπως ακριβώς το επιθυμείς.
Και πραγματικά. Από εκείνη τη στιγμή, «ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης», γιατρεύτηκε η κόρη της οριστικά.
Είναι χαρακτηριστική και πολύ διδακτική η επιμονή της Χαναναίας. Κυριολεκτικά έκανε μάχη, για να αποσπάσει το έλεος του Χριστού. Αλλά προσέξτε. Αυτή η θερμή επιμονή δεν είχε μέσα της πείσμα, προπέτεια ή εγωισμό. Ήταν συνυφασμένη με ταπείνωση εκπληκτική κι απέραντη αφοσίωση κι εμπιστοσύνη στη θεία φιλοστοργία.
Έκανε πως την αγνοεί ο Χριστός. Δεν αποθαρρύνθηκε, δεν απέκαμε εκείνη. Τον αναζήτησε με ισχυρότερο πόθο. Την ονόμασε «σκυλάκι», ανάξιο λόγου. Δεν παρεξηγήθηκε. Δεν σηκώθηκε να φύγει οργισμένη. Παραδέχτηκε τα υποτιμητικά λόγια και τα μετέτρεψε σε επιχείρημά της. Το χέρι που απλώθηκε να τη διώξει, αυτή το άρπαξε να το φιλήσει, να στηριχθεί και σωθεί απ’ αυτό!
Έτσι κι εμείς. Όταν ζητάμε κάτι από τον Πανάγαθο Θεό, ας το ζητούμε ακούραστα, επίμονα, αλλά και ταπεινά. Όχι με απαιτήσεις και γογγυσμό, αλλά με ευλαβική αποδοχή της θείας παιδαγωγίας.
— «Κύριε, βοήθει μοι», θα πει κάποιος. Μια ξαφνική αρρώστια μου παρουσιάστηκε κι ανησυχώ. Μισόλογα λένε οι γιατροί. Πού να στηριχθώ; Σε Σένα εναποθέτω το καυτό πρόβλημά μου. Σε ικετεύω. Κι αν καθυστερήσεις, κι αν σιωπάς, εγώ θα περιμένω…
— «Κύριε, Υιέ Δαυΐδ» θα φωνάξει άλλος. Έχω αγωνία με τις σπουδές. Ο μεγάλος συναγωνισμός με φοβίζει. Κάποιες αποτυχίες με αποθαρρύνουν. Ωστόσο, θέλω να προχωρήσω. Μη με αφήνεις. Αγωνίζομαι, προσεύχομαι κι ελπίζω… Αν τα «κυνάρια» γεύονται « ἀπό τῶν ψιχίων… τῆς τραπέζης» Σου, πόσο μάλλον τα παιδιά Σου — όσο ανάξια κι αν είναι — μπορούν να ελπίζουν.
— «Ελέησόν με, Κύριε», θ’ ακουσθεί και τρίτος. Σπλαχνίσου με. Το σπίτι μου δοκιμάζεται σκληρά. Τα αδέλφια μου… Οι γονείς μου… Έχουμε άμεση ανάγκη της παρουσίας και της ειρήνης Σου. Γι’ αυτό μ’ εγκαρτέρηση αδιάκοπα Σε ικετεύω, έχοντας την πεποίθηση ότι δεν αδιαφορείς. Όσο κι αν αργείς…
Όταν έτσι επίμονα και ταπεινά προσευχηθούμε, τότε θα μας χαρίσει γενναιόδωρα τις ευλογίες Του ο Χριστός.
Θα μας αξιώσει πρώτα από όλα να Τον έχουμε πλησιάσει και να έχουμε συνδεθεί μαζί Του. Κατόπιν θα μας χαρίσει την ευαρέσκεια, την εύνοια, το θεοτίμητο έπαινό Του. Τέλος, θα ικανοποιήσει και το αίτημά μας. Θα δώσει τη θεοπρεπή εντολή «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...