Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Θεόδωρος Ζήσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Θεόδωρος Ζήσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Απριλίου 03, 2016

Ο Διάλογος των Πατέρων και των Νεομαρτύρων με το Ισλάμ. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς


monemvasia_church_iii.jpg

Είχαμε παραθέσει θέση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με την οποία, όπως είπαμε, κατεδαφίζει ολοκληρωτικά το Ισλάμ, γιατί διαπιστώνει ότι και η πίστι τους και η ζωή τους είναι θεομισείς.
Επειδή δεν επίστευσαν στον Χριστό ως Θεό και αστόχησαν, παραδόθηκαν και εις πάθη ατιμίας. Κατά την πρώτη του επικοινωνία με τους Μουσουλμάνους στη Λάμψακο γράφει ότι πολλοί από αυτούς έδειξαν άγριες διαθέσεις εναντίον του, τον προσέβαλαν και φιλονικούσαν μαζύ του προβάλλοντας την αιχμαλωσία του ως απόδειξη της μη αληθούς πίστεως των Χριστιανών. Προσθέτει μάλιστα ότι τον περιτριγύριζε και πολύ πλήθος Χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδιών, από τους οποίους άλλοι ήθελαν να εξομολογηθούν, άλλοι να ερωτήσουν για διάφορα θέματα της πίστεως, ενώ οι περισσότεροι ζητούσαν να μάθουν την αιτία, για την οποία ο Θεός εγκατέλειψε το Γένος μας, προφανώς επηρεασμένοι από όσα έλεγαν οι Μουσουλμάνοι.
Μερικοί μάλιστα έκλαιγαν από συμπάθεια για την αιχμαλωσία του Αγίου Γρηγορίου. Έμειναν επτά ημέρες στη Λάμψακο και την όγδοη ανεχώρησαν για την πόλη Πηγές. Κατά τη διαδρομή ο ομολογητής Άγιος υπέστη απερίγραπτες ταπεινώσεις και βασανιστήρια, όπως γράφει· «Και τα της οδού ταύτης πάθη βουλομένω μοι καταλέγειν ούτε μέλαν, όσον νυν ευπορώ, ούτε ο χάρτης αρκέσει» (Αυτόθι 9, ΕΠΕ 7,168).
Μετά από τρεις ημέρες έφθασαν στις Πηγές. Ταλαιπωρημένους από την οδοιπορία τους άφησαν να διανυκτερεύσουν στην ύπαιθρο, μολονότι είχε πολύ ψύχος· ήταν Μάρτιος μήνας. Ξεχώρισαν τον Άγιο μαζί με μερικούς μοναχούς· τους εφοβέριζαν με ανήκουστες απειλές, για να αυξήσουν τα ποσόν των λύτρων, τα οποία όμως δεν είχαν να προσφέρουν, για να απελευθερωθούν.
Τελικώς τους φιλοξένησε κάποιος Χριστια­νός και τους περιέθαλψε επί τρεις μήνες στις Πηγές, όπου στην Εκκλησία του Χριστού συγκεντρώνονταν και οι ντόπιοι και οι αιχμάλωτοι, για να ακούσουν την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου.
meteora_3_0.jpg
Μετά την πάροδο τριών μηνών οδηγήθη καν στη Προύσα. Στα περίχωρα της Προύσας σε ένα λοφώδη τόπο, όπου οδηγήθηκαν, διεξήγαγε ο Άγιος Γρηγόριος διάλογο με τον Ισμαήλ, γιο του μεγάλου αμηρά. Μεταξύ άλλων τον ερώτησε ο Ισμαήλ, αν οι Χριστιανοί δεχόμαστε και αγαπούμε τον προφήτη τους Μωάμεθ· «εκείνος ήρετο πάλιν, εισδεχόμεθα και αγαπώμεν και ημείς τον προφήτην αυτών Μεχούμετ» (Αυτόθι 14, ΕΠΕ 7, 172).
Σημερινοί πατριάρχες, αρχιερείς και θεολόγοι δεν χρειάζεται καν να ερωτηθούν, ούτε βέβαια να υποστούν τις ταλαιπωρίες της αιχμαλωσίας του Αγίου Γρηγορίου· σπεύδουν μόνοι τους να απαντήσουν θετικά, όχι ασφαλώς, για να αποφύγουν διώξεις και ταλαιπωρίες, αλλά ως «προοδευτικοί» και παγκοσμιοποιημένοι, για να δείξουν ότι αυτοί έχουν υπερβή όλες τις διακρίσεις, που χωρίζουν τους ανθρώπους, ακόμη και τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, δεν είναι ρατσιστές και φανατικοί, σαν τον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος αμέσως απάντησε χωρίς να σκεφθεί τις οποιεσδήποτε συνέπειες, ότι ούτε τον δεχόμαστε ούτε τον αγαπούμε τον Μωάμεθ.
Όταν ο Ισμαήλ του εζήτησε τον λόγο αυτής της αρνήσεως και απορρίψεως, ο Άγιος Γρηγόριος είπε ότι δεν πιστεύουμε στην διδασκαλία του, απορρίπτουμε την διδασκαλία του, και επομένως για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε να τον δεχθούμε και να τον αγαπήσουμε ως διδάσκαλο και προφήτη· «τω μη πιστεύοντι τοις του διδασκάλου λόγοις ουκ ένι τον διδάσκαλον ως διδάσκαλον αγαπάν» (Αυτόθι 172 -174).
Συνεζήτησαν και επί άλλων θεμάτων κατά την συζήτηση ήταν εμφανής η σκωπτική διάθεση του Ισμαήλ· δεν συμπεριφέρθηκε πάντως άγρια, μολο νότι, όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, «καθάπερ λέγουσιν οι τούτον ειδότες, ούτος εστί των απηνών και κατά Χριστιανών μεμηνότων τα πρώτα» (Αυτόθι 15, ΕΠΕ 7,174).
Στη συνέχεια τους οδήγησαν στην Νικομήδεια ενώπιον του ιδίου του αμηρά Ορχάν, ο οποίος, επειδή εντυπωσιάσθηκε από το ενδιαφέρον του Χριστιανού γιατρού του Ταρωνείτη για τον Άγιο Γρηγόριο, ρώτησε «Τίς ποτε και οίός εστίν ο καλόγερος ούτος;». Όταν του εξήγησε σχετικώς ο ιατρός, ο αμηράς απήντησε ότι έχει και αυτός σοφούς θεολόγους, οι οποίοι θα συζητήσουν μαζύ του. Έστειλε και εκάλεσε αμέσως τους Χιόνες, εξισλαμισθέντες Χριστιανούς, για τους οποίους ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι τί ποτε άλλο δεν είχαν μάθει από τον Σατανά, από το να βλασφημούν και να ασεβούν στο πρόσωπο του Χριστού· «ανθρώπους μηδέν άλλο μελετήσαντας και παρά του Σατανά διδαχθέντας ή βλασφημίαν και αναισχυντίαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον του Θεού Υιόν» (Αυτόθι 17, ΕΠΕ, 7,176).
mones5.jpg
Την ίδια στάση τηρούν απέναντι της θεότητας του Χριστού οι Μουσουλμάνοι όλων των εποχών και οι σημερινοί, που μετέχουν στους διαθρησκειακούς διαλόγους· έγραψε όμως πο τέ κανείς από τους ιδικούς μας διαλεγομένους ότι η πίστη τους αυτή είναι βλασφημία και αναίδεια, διδαγμένη από τον Σατανά;
Τα πρακτικά της συζητήσεως με τους Χιόνες τα διέσωσε ο ιατρός Ταρωνείτης· ο Άγιος Γρηγόριος δεν αναφέρει λεπτομέρει ες από την συζήτηση αυτή γράφοντας Προς την εαυτού Εκκλησίαν· παραπέμπει στην ανάγνωση των πρακτικών που διαδόθηκαν με αντίγραφα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά ο Άγιος Γρηγόριος, διεξάγει στην Νικομήδεια τον δεύτερο διάλογο με τους Μουσουλμά νους, μετά από εκείνον με τον Ισμαήλ.
Είναι πάντως και αυτό χαρακτηριστικό ότι ο ιατρός Ταρωνείτης, που διέσωσε αυτόν τον διάλο γο, χαρακτηρίζει τους Μουσουλμάνους ως «αθέους», δείγμα και αυτό του πόσο ταιριά ζουν οι διάλογοι των Αγίων με τους σημερι νούς διαλόγους, οι οποίοι ξεκινούν από την εκτίμηση ότι έχουμε τον ίδιο Θεό· είναι αδια νόητο στους σημερινούς διαλόγους της διαθρησκειακής διαπλοκής να χαρακτηρισθούν οι Μουσουλμάνοι ως άθεοι. Όμως ο τίτλος του σχετικού έργου γράφει· «Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, συγγραφείσα παρά του ιατρού τού Ταρωνείτου».
Κατά τη συζήτηση εδόθη εν πρώτοις ο λόγος στον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος παρουσίασε τα βασικά θέματα της Χριστιανικής πίστεως, τονίζοντας εκείνα εις τα οποία διαφέρει ο Χριστιανισμός από το Ισλάμ, την διδασκαλία δηλαδή περί Αγίας Τριάδος και περί της θεότητος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, απαντών σε σχετικές ενστάσεις των Μουσουλμάνων.
Ο παριστάμενος στη θέση του αμηρά άρχων Παλαπάνος, γνωρί­ζοντας προφανώς την απάντηση που είχε δώσει ενωρίτερα ο Άγιος Γρηγόριος στον Ισμαήλ υπέβαλε τώρα την ίδια ερώτηση, συμπληρωμένη όμως με κάποια διαπίστωση ελλείψεως αμοιβαιότητας και αλληλοκατανοήσεως με ευθύνη των Χριστιανών, διότι ενώ οι Μουσουλμάνοι δέχονται τον Χριστό, τον τιμούν και τον αγαπούν, όπως και την μη τέρα του, δεν πράττουν το ίδιο και οι Χρι στιανοί για τον Μωάμεθ· «Ο αυθέντης ορίζει σε ειπείν πως ημείς μεν δεχόμεθα τον Χριστόν και αγαπώμεν και τιμώμεν και λέγομεν αυτόν είναι του Θεού Λόγου και πνοήν, έχομεν δε και την μητέρα αυτού πλησίον του Θεού, υμείς ου δέχεσθε τον προφήτην ημών, ουδέ αγαπάτε αυτόν;» (Διάλεξις προς τους αθέους  Χιόνας 13, ΕΠΕ 7, 220-222).
normal_dionisiou5.jpg
            Τώρα και η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι συμπληρωμένη και ολοκληρωμένη σε σχέση με την απάντηση, που έδωσε στον Ισμαήλ. Δεν πιστεύουμε στη διδασκαλία του Μωάμεθ, «δια τούτο ουκ αγαπώμεν ημείς τον Μεχούμετ».
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εδίδαξε ότι θα έλθει πάλιν, για να κρίνει όλον τον κόσμον και μας παρήγγειλε να μη δε χθούμε κανένα άλλον προ της δικής του πα ρουσίας. Έλεγε επίσης προς όσους δεν επίστευαν εις αυτόν, ότι ήλθεν εξ ονόματος του Πατρός και δεν τον εδέχθησαν·        εάν έλθει κάποιος άλλος στο δικό του όνομα, αυτόν θα τον δεχθούν. Είναι σαφής εδώ ο υπαινιγμός ότι ο Μωάμεθ ήταν αυτόκλητος και όχι θεόκλητος, απόστολος του εαυτού του και όχι του Θεού, και όμως τον εδέχθησαν οι Μου σουλμάνοι.
Προσθέτει ο Άγιος Γρηγόριος, για να αιτιολογήσει την εκ μέρους των Χριστιανών απόρριψη του Μωάμεθ, όσα γράφει ο απόστολος Παύλος προς τους Γαλάτας· «Καν άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσηται υμίν παρ' ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Αυτόθι 13, ΕΠΕ 7, 222, Γαλ. 1,8).
Επιτυχέστατες είναι οι απαντήσεις του Αγίου Γρηγορίου στα ερωτήματα, γιατί δεν περιτέμνονται οι Χριστιανοί και γιατί τιμούν τις Άγιες εικόνες, ενώ η Αγία Γραφή απαγο ρεύει κάτι τέτοιο. Και ενώ οι άρχοντες μετά τη συζήτηση χαιρέτησαν με σεβασμό το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και απεχώρησαν, ένας από τους Μουσουλμάνους Χιόνες «προσκαρτερήσας ύβρισε τον μέγαν του Θεού αρχιερέα αισχρώς και ορμήσας επάνω αυτού έδωκεν αυτώ πληγάς κατά κόρρης» (Αυτόθι 16, ΕΠΕ 7, 224). Πόσες ύβρεις και πληγές δέχονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαλόγους, που τολμούν να ισχυρίζον ται ότι μιμούνται τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά;
Από την Νικομήδεια μετέφεραν τον Άγιο Γρηγόριο στην Νίκαια, την ιστορική πόλη των δύο οικουμενικών συνόδων, της πρώτης (325) και της εβδόμης (787). Προβαίνει σε ενδιαφέρουσα σύντομη περιγραφή της πόλεως. Ο ίδιος κατευθύνθηκε στην Ιερά Μονή του Υακίνθου, όπου και εγκατεστάθηκε μόνος, διότι ήδη και τα μέλη της συνοδίας του, οι συναιχμάλωτοί του κληρικοί και μοναχοί, είχαν κα τορθώσει να ελευθερωθούν με καταβολή λύτρων, τα οποία γι' αυτούς ήταν λιγώτερα.
Κάποια μέρα λοιπόν εξήλθε, για περίπατο έξω από την πόλη από την ανατολική πύλη. Συνέπεσε τότε να κηδεύουν οι Μουσουλμάνοι κά ποιον ομόπιστό του· εκ του μακρόθεν παρα κολούθησε τα τελούμενα και ο Άγιος Γρηγόριος. Όταν επέστρεφαν, κάθησαν μαζί με ένα τασιμάνη, ένα Μουσουλμάνο κληρικό δηλαδή, στο μέρος όπου καθόταν και ο Άγιος Γρηγόριος, ο οποίος, αφού ζήτησε κάποιον που να γνωρίζει και τις δύο γλώσσες, με δική του πρωτοβουλία άνοιξε συζήτηση με τον τασιμάνη, πολύ ενδιαφέρουσα.
Με αφορ­μή τα τελεσθέντα κατά την κηδεία ο διάλογος περιεστράφη γύρω από την σχετική τελετουργία και την μέλλουσα κρίση. Ό Άγιος Γρηγόριος παρετήρησε ότι θα έπρεπε οι ευχές τους, να αναπέμπονται προς τον Χριστό, εφ' όσον όπως και οι ίδιοι, πιστεύουν, κριτής όλων θα έλθει ο Χριστός.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Αβραάμ ο Θεός θα κρίνει την οικουμένη, όπως και σύμφωνα με τον προφή τη Δανιήλ. Επομένως ο Χριστός ως Θεός θα κρίνει την οικουμένη, δεν είναι διαφορετικός από τον Πατέρα κατά την θεότητα, όπως δεν είναι διαφορετικό από τον ήλιο το ηλιακό απαύγασμα.
%C9_%CC_%C3%F1%E7%E3%EF%F1%DF%EF%F5_%CA%E1%EC%F0%E1%ED%E1%F1%E9%FC.jpg
Ο τασιμάνης φάνηκε να δυσανασχετεί. Ανέπτυξε και τις δικές του θέσεις, ενώ εν τω μεταξύ συγκεντρώθηκαν πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι, για να παρακολουθή σουν την συζήτηση. Είπε λοιπόν ότι οι Μουσουλμάνοι δέχονται όλους τους προφήτες και τον Χριστό, πιστεύουν δε και το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι θεϊκή αποκάλυψη, κατήλθεν εξ ουρανού. Στραφείς δε προς τον Άγιο Γρηγόριο τον ερώτησε: «Υμείς δε πως ου δέχεσθε τον ημέτερον προφήτην, ουδέ πι στεύετε τω τούτου βιβλίω, εξ ουρανού και αυτό καταβάντι» (Προς την εαυτού εκκλησίαν 23, ΕΠΕ 7,182-184).
Η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι πλήρης, θαρραλέα και αποφασιστική, όπως θα δούμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση της σχετικής διδασκαλίας των προ αυτού αγίων, ιδιαίτερα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Είναι και αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο των τότε διαθρησκειακών διαλόγων σε σχέση με τους σημερινούς. Τότε ελάμβαναν υπ' όψιν την προηγούμενη πατερική Παράδοση· εστηρίζοντο στους προ αυτών Αγίους Πατέρες, δεν μιλούσαν από κοιλίας, αυτοσχεδιάζοντας και αυτοφωτιζόμενοι.
Λέγει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος, απαντώντας στον τασιμάνη, ότι είναι παλαιότερη συνήθεια να μη δεχόμαστε τίποτε ως αληθές, αν δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες είναι δύο ειδών· το ένα είδος μαρτυρίας είναι τα ίδια τα έργα και τα πράγματα, το άλλο οι μαρτυρίες από αξιόπιστα πρόσωπα. Αναφέρεται στον Μωυσή και στις μαρτυρίες που υπάρχουν γι' αυτόν μέσα στην Αγία Γραφή, όπως και στον Χριστό, ο οποίος «μετά των εξαισίων ων ειργάσατο πολλών και μεγάλων, και παρ' αυτού Μωσέως και των άλλων προφητών μαρτυρείται». Δεν ισχύει το ίδιο και για τον Μωάμεθ, ο οποίος ούτε μαρτυρείται από τους προφήτες ούτε έκανε κάποιο θαύμα αξιόλογο· «Τον δε Μεχούμετ ούτε παρά των προφητών ευρίσκομεν μαρτυρούμενον ούτε τι ξένον ειργασμένον και αξιόλογον προς πίστιν ενάγον. Δια τούτο ου πιστεύομεν αυτώ ουδέ τω παρ' αυτού βιβλίω» (Αυτόθι 23-24. ΕΠΕ 7, 184).
Ο τασιμάνης δυσανασχέτησε· απολογήθη κε όμως προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στο Ευαγγέλιο υπήρχαν μαρτυρίες για τον Μωάμεθ, αλλά τις έσβησαν, τις εξαφάνισαν οι Χρι στιανοί, και ότι δείγμα της θεϊκής ευλογίας και αποδοχής του Μωάμεθ είναι ότι διαρκώς από την ανατολή μέχρι τη δύση, σε όλη δηλαδή την οικουμένη, ο Θεός του χαρίζει νίκες εναντίον των άλλων εθνών· «Αλλά και εξ άκρας ανατολής εξελθών ηλίου, μέχρι και της αυτού δύσεως, ως οράς, νικών κατήντησεν».
Είναι συντριπτική η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου στα επιχειρήματα αυτά του τα σιμάνη. Λέγει εν πρώτοις ότι από το Ευαγγέλιο δεν αποκόπηκε ούτε τροποποιήθηκε το παραμικρό. Υπάρχουν γι' αυτό φρικτές εντο λές· όποιος τολμήσει να αποκόψει κάτι ή να το αλλάξει αποκόπτεται από το Χριστό.
Κανείς Χριστιανός δεν θα τολμούσε να αποκόψει ή να αλλάξει τα θεοχάρακτα λόγια του Χριστού. Άλλωστε και οι πολλές μεταφράσεις του Ευαγγελίου μαρτυρούν γι' αυτό· θα είχε γίνει αντιληπτή η οποιαδήποτε παραχάραξη. Ακόμη και πολλοί αιρετικοί, που συμφωνούν σε μερικά με τους Μουσουλμά νους, δεν έχουν να δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Ευαγγέλιο. Στο Ευαγγέλιο άλλωστε υπάρχουν εμφανώς διδασκαλίες αντίθετες προς την διδασκαλία του Μωάμεθ· πως λοιπόν θα μαρτυρούσε το Ευαγγέλιο για τον Μωάμεθ
thiv56_p6260074.jpg
Επί πλέον δεν υπάρχει στο Ευαγγέλιο τίποτε σχεδόν που να μην έχει προλεχθή από τους προφήτες· αν λοιπόν υπήρχε γραμμένο κάτι για τον Μωάμεθ, θα το είχαν προείπει και οι προφήτες. Αντίθετα μέσα στο Ευαγ γέλιο υπάρχει γραμμένο και όχι σβησμένο ότι «ελεύσονται πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και πολλούς πλανήσουσι». Γι' αυτό και παραγγέλλει: «Μη ούν πλανηθήτε οπίσω αυτών» (Αυτόθι 24-25, σελ. 186).
Είναι βέβαια σωστό ότι ο Μωάμεθ προχώρησε από την Ανατολή μέχρι τη Δύση νικώντας τους άλλους λαούς. Πώς το κα τόρθωσε όμως αυτό; «Πολέμω και μαχαίρα και λεηλασίαις και ανδραποδισμοίς και ανδροκτασίαις ων ουδέν εκ Θεού του αγαθού προηγουμένως εστί, του εξ αρχής ανθρωποκτόνου δε μάλλον προηγούμενον θέλημα».
Και ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Δύση και κατέκτησε την Ανατολή. Και πολλοί άλλοι σε διάφορες εποχές με τα στρατεύμα τα τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα της οικουμένης. Σε κανένα όμως απ' αυτούς δεν εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι τις ψυχές τους, όπως εσείς στον Μωάμεθ. Άλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ο Μωάμεθ τη βία και κολά κευε τις ηδονές, εν τούτοις δεν κατέκτησε και ολόκληρη την οικουμένη.
Αντίθετα η δι δασκαλία του Χριστού, μολονότι απομα κρύνει απ' όλες τις ηδονές της ζωής, εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης, χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, αλλά μάλλον νικώντας την βία που άλλοι ασκούσαν εναντίον της, ώστε πράγματι μόνον αυτή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η νίκη που νίκησε τον κόσμο. Είναι κλασικό απολογητικό κείμενο και αξίζει να το παραθέσουμε «Τι δε και Αλέξανδρος ουκ εκ δύσεως κινήσας την ανατολήν υπηγάγετο πάσαν; Αλλά και άλλοι άλλοτε πολλάκις στρατευσάμενοι πολλοί της οικουμένης επεκράτησαν πάσης. Ουδενί δε τούτων ουδέν γένος τας εαυτών ενεπίστευσαν ψυχάς, ως υμείς τω Μεχούμετ. Καίτοι ούτος, ομού τε βίαν επάγων και τα καθ' ηδονήν προτεινόμε νος, ουδέ μέρος εν όλον της οικουμένης προσηταιρίσατο· η δε του Χριστού διδασκαλία, καίτοι των του βίου σχεδόν απάντων ηδέων απάγουσα, πάντα τε περιέσχε της οικουμέ νης τα πέρατα και μεταξύ των αυτή πολεμούντων κρατεί, μηδεμίαν αύτη βίαν επάγουσα, νικώσα δε μάλλον την αντεπαγομένην βίαν εκάστοτε, ως και ούτω ταύτην είναι την νίκην την τον κόσμον νικήσασαν» (Αυτόθι 28, σελ. 188-190).
Η συντριπτική αυτή και θαραλλέα απάντηση του Αγίου Γρηγορίου εξόργισε τους Τούρκους. Οι παρατυχόντες Χριστιανοί παρατήρησαν τις κακές διαθέσεις τους και με νόημα προέτρεψαν τον Άγιο Γρηγόριο να μετριάσει τους λόγους, ο οποίος πράγματι χαμογελώντας με ιλαρότητα είπε ότι είναι φυσικό να διαφωνούμε, γιατί διαφορετικά θα είχαμε την ίδια πίστη (Αυτόθι).
Ανταπροκρινόμενος στην τελευταία αυτή εξ ανάγκης προκληθείσα συναινετική ατμόσφαιρα κάποιος από τους Τούρκους είπε ότι θα έλθει κάποτε καιρός που θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας: «Έσται ποτέ ότε συμφωνήσομεν αλλήλοις». Στην διαπίστωση αυτή συνεφώνησε και ο Άγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ' οικονομίαν τόπο στην οργή των Τούρκων, και ασφαλώς χωρίς ποτέ να πι στεύει ότι είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι (Αυτόθι).
217630-monastery_large6.jpg
Είναι μάλιστα ευτύχημα ότι το διευκρινίζει αυτό στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος, για να προλάβει τυχόν παρανοήσεις, όπως πράγματι έγινε στον σύγχρονο διαθρησκειακό διάλογο, όπου η φράση αυτή του Αγίου Γρηγορίου, παρερμηνεύθηκε και θεωρήθηκε ότι τάχα συνεφώνησε ο Άγιος Γρηγόριος ότι «θα έλθη ποτέ ο χρόνος καθ' όν θα επέλθη η μεταξύ αυτών (Ορθοδόξων και Ισλάμ) αλληλοκατανόησις», πράγμα που ευχήθηκε να γίνει σύντομα (Βλ. Επίσκεψις 510 (31.10.1994) σελ. 7. Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2000, σελ. 20-21). Με αυτήν την παρερμηνεία οι υποστηρικτές των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων καθησυχά ζουν την συνείδησή τους, ότι τώρα ήλθε η εποχή της αλληλοκατανοήσεως και ότι αυτοί δεν κάνουν τίποτε από το να πραγματοποιούν αυτό που ευχήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος.
Πλανώνται όμως πλάνην οικτράν, διότι στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ότι την συμφωνία αυτή μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ την βλέπει να πραγματοποιείται όχι στο ιστορικό επίπεδο, σε κάποια μελλοντική περίοδο της ιστορίας, άλλα σε υπεριστορικό επίπεδο, μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Ευχήθηκα, λέγει πράγματι να έλθει ο καιρός εκείνος: «Συνεθέμην γαρ μνησθείς της του αποστόλου φωνής, ότι επί "τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός"· τούτο δ' έσται πάντως εν τη Δευτέρα Παρου σία, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Προς την εαυτού εκκλησίαν 29, ΕΠΕ 7, 190).
Ποια σχέση λοιπόν έχουν οι διάλογοι του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος αιχμάλωτος και ταλαιπωρημένος ενώπιον αγρίων και βαρβά ρων συνομιλητών, δεν εδίστασε να ομολογήσει και να μαρτυρήσει ότι το Ισλάμ είναι παν τελώς ξένο προς το Ευαγγέλιο και ο προφή της τους, ο Μωάμεθ, ένας απλός στρατιωτι κός ηγέτης που επεβλήθη με τη στρατιωτική βία και κολακεύοντας τις ανθρώπινες αδυνα μίες, με τους σημερινούς διαλόγους των υποχωρήσεων, των εξισώσεων, όπου λείπει παντελώς η διάθεση ομολογίας και μαρτυρίας;
Τουλάχιστον να σεβόμαστε την αλή­θεια και να μη διαστρέφουμε την ζωή και την διδασκαλία των Αγίων. Να έχουμε το θάρρος να δεχθούμε ότι όσα γίνονται στους διαθρησκειακούς διάλογους είναι άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων, ιδιαί τερα των Μαρτύρων και Νεομαρτύρων.

π. Θεόδωρος Ζήσης 

πηγή

Πέμπτη, Μαρτίου 31, 2016

Ξένη προς τον Ορθόδοξη Παράδοση η «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» της Κρήτης

Δυστυχῶς ἡ αἱρετικὴ σπορὰ τοῦ ἐκ Κρήτης καταγομένου μασόνου πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη ἐπιχειρεῖ νὰ βλαστήσει καὶ νὰ καρποφορήσει αἱρέσεις καὶ πλάνες στὴν λεβεντογέννα καὶ ἁγιοτόκο Κρήτη
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.
Ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ προετοιμάζεται ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1920, φαίνεται ὅτι, ἐκτὸς ἀπροόπτου, θὰ πραγματοποιηθεῖ τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 στὴν Κρήτη, ἐνῶ ἀρχικὸς τόπος συγκλήσεως καὶ λειτουργίας της εἶχε ὁρισθῆ ἡ Κωνσταντινούπολη.
Ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔπρεπε νὰ προκαλεῖ χαρὰ εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, διότι ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία εἶχε περιπέσει σὲ συνοδικὴ ἀπραξία καὶ ἀργία, ἐννοεῖται ἐπὶ οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου, διότι τοπικὲς ἢ εὐρύτερες σύνοδοι δὲν ἔπαυσαν νὰ συγκαλοῦνται ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας.
Ἡ σύγκληση, λοιπόν, μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἴτε μετὰ τὴν ἀναγνωρισμένη ἐπισήμως Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 787, εἴτε μετὰ τὶς θεωρούμενες δύο ἄλλες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὴν Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου τοῦ 879 καὶ τὴν Θ´ ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοῦ 1351, θὰ ἀποτελοῦσε πράγματι ἕνα σημαντικὸ ἱστορικὸ γεγονός, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι θὰ ἀπεδείκνυε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὴν διοικητική της διάρθρωση σὲ πολλὲς αὐτοκέφαλες τοπικὲς ἐκκλησίες, ἐπὶ πλέον θὰ τὴν παρουσίαζε ὡς ἕνα ζωντανὸ ὀργανισμό, ποὺ θέλει καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιλύσει ποιμαντικά, δογματικὰ καὶ ἄλλα προβλήματα τῆς ἐποχῆς, καὶ ὄχι ὡς ἕνα μουσειακὸ ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος.
Δὲν ἔλειψαν βέβαια κατὰ τὸν παρελθόντα αἰώνα καὶ κατὰ τὸν παρόντα φλέγοντα θέματα ποὺ ἀπαιτοῦν πανορθόδοξη ἀπόφαση, ὅπως π.χ. τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου, ποὺ διέσπασε τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα καὶ σὲ πανορθόδοξο καὶ σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο, ὅπως καὶ τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς, τὸ ὁποῖο προσβάλλει τὴν βασικὴ ἐκκλησιολογικὴ ἀρχή, κατὰ τὴν ὁποία σὲ κάθε τόπο πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνας μόνον ἐπίσκοπος καὶ ὄχι πολλοί, ὅσες ἐθνότητες δηλαδὴ ὑφίστανται στὸν συγκεκεριμένο τόπο.
Ὁ κατάλογος αὐτὸς τῶν φλεγόντων θεμάτων μπορεῖ νὰ αὐξηθεῖ, σημαντικώτερο δὲ μεταξὺ αὐτῶν εἶναι ἡ συνοδικὴ καταδίκη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί, κατὰ συνέπειαν, ἡ διακοπὴ τῶν ἐν τῇ πράξει ἀποδειχθέντων ὄχι ἁπλῶς ἀνωφελῶν ἀλλὰ ἐπικινδύνων Θεολογικῶν Διαλόγων, ὡς καὶ ἡ ἀποχώρησή μας ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Ἀκόμη καὶ ἂν δεχθεῖ κανεὶς τὸν ἐσφαλμένο ἰσχυρισμὸ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίπτουμε τὸν διάλογο, οὔτε τὴν συμμετοχή μας σὲ διαχριστιανικὰ σώματα, πράγματα ἀμάρτυρα καὶ ἄγνωστα στὴν δισχιλιετὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἀπὸ τὰ οἰκτρὰ καὶ καταστροφικὰ πάντως ἀποτελέσματα καὶ τῶν Διαλόγων καὶ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἔπρεπε νὰ προβληματισθοῦμε ἐν συνόδῳ καὶ νὰ ἐπανααξιολογήσουμε τὴν στάση μας, πολὺ περισσότερο διότι ἤδη δύο αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες, ἡ τῆς Γεωργίας καὶ τῆς Βουλγαρίας, ἔχουν διαχωρίσει τὴν θέση τους, ἀλλὰ καὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα σύνολης τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ἀποτειχίσεις, διακοπὲς μνημοσύνου τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων.
Δυστυχῶς, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δὲν ἐμπνέει καμμία ἐμπιστοσύνη καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἀνθίσει καμμία ἐλπίδα, ὅτι θὰ ἀποτελεῖ αὐθεντικὴ συνέχεια τῶν Ἁγίων καὶ Μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ὅτι θὰ προσπαθήσει, ὅπως ἔπρατταν ἐκεῖνες, νὰ ἐπιλύσει φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα ποὺ θὰ ἀναπαύσουν τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα καὶ θὰ συντελέσουν στὴν ἀποδοχή της.
Ἡ ἴδια ἀρνεῖται νὰ σηκώσει, νὰ βαστάσει τὸ βάρος τῶν εὐθυνῶν της, «τὸ βάρος τῆς ἡμέρας». Δὲν θέλει ἐν πρώτοις τὸν τελευταῖο καιρὸ νὰ θεωρεῖται ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐνῶ ἔτσι τὴν ὁραματίσθηκαν αὐτοὶ ποὺ τὴν ξεκίνησαν, αὐτοὶ ποὺ τὴν προχώρησαν, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ τὴν πολέμησαν. Ἀντιλαμβάνονται φαίνεται οἱ ὑπεύθυνοι ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶ μεγάλες ἀπαιτήσεις μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διότι ἂν ἀνταποκριθοῦν σ᾽ αὐτὲς τὶς ἀπαιτήσεις, θὰ πικράνουν καὶ θὰ δυσαρεστήσουν τοὺς ἰσχυροὺς φίλους των, τοὺς σχεδιαστὰς τῆς «Νέας Ἐποχῆς», ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ πλήξουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀναμειγνύοντάς την μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς θρησκεῖες τοῦ Ἀντιχρίστου. 
Γι᾽ αὐτὸ κάνουν τὸ πᾶν ἡ Σύνοδος νὰ μὴν ἔχει κανένα γνώρισμα τῶν προηγουμένων συνόδων, οὔτε ὡς πρὸς τὴν διάρκεια τῆς προετοιμασίας καὶ τῆς λειτουργίας, οὔτε ὡς πρὸς τὴν ἀναγκαιότητα καὶ τὸ ἐπεῖγον τῶν θεμάτων, οὔτε ὡς πρὸς τὴν συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, οὔτε ὡς πρὸς τὴν συμμετοχὴ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, οὔτε κυρίως ὡς πρὸς τὴν δογματικὴ ὀρθότητα καὶ κανονικὴ ἀκρίβεια τῶν ληφθησομένων ἀποφάσεων. Οἰκοδομοῦν ἕνα μοντέλο, ἕνα πρότυπο συνόδου, ἄγνωστο καὶ ἀμάρτυρο στὴν συνοδικὴ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει ἡ λύση τῶν φλεγόντων θεμάτων στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐσωτερική της ἑνότητα καὶ ἁρμονία. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ ἀπέσυραν τὸ Ἡμερολογιακὸ ἀπὸ τὴν λίστα τῶν θεμάτων, τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ τὰ Δίπτυχα, καὶ δὲν δίνουν λύση στὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς.
Τὸ μόνο θέμα τὸ ὁποῖο ὑποχρεώνονται ἔξωθεν καὶ ἄνωθεν νὰ προχωρήσουν εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ὁ Συγκρητισμός, ὄχι μὲ σκοπὸ τὴν καταδίκη τους, ὅπως ἀπαιτοῦν ἡ αὐθεντικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ὑγιὴς συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μὲ σκοπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πανορθόδοξη ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχή τους, ὥστε οἱ αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ καὶ οἱ ἄλλες νὰ θεωροῦνται «ἐκκλησίες» καὶ τὰ μυστήριά τους σωτηριώδη καὶ ὑποστατά. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀνατροπὴ καὶ ἐπιτυχία τοῦ Διαβόλου στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Τοὺς ἐπιτρέπουν νὰ διαφωνοῦν καὶ νὰ ἐρίζουν στὰ ἄλλα θέματα, νὰ διορθώνουν, νὰ ἀποσύρουν, ὄχι ὅμως εἰς αὐτό.
Αὐταπατῶνται καὶ ματαιοπονοῦν ὅσοι ἐπίσκοποι νομίζουν ὅτι μποροῦν μὲ βελτιώσεις καὶ διορθώσεις νὰ ὀρθοδοξοποιήσουν τὸ βασικὸ κείμενο τῆς Συνόδου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον». Ἡ μόνη ὀρθόδοξη θέση πάνω στὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἦταν ἡ ἀπόφαση γιὰ διακοπὴ τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ποὺ παρήγαγαν τὰ αἱρετικὰ κείμενα τοῦ Βαλαμάντ (1993), τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ τοῦ Πουσάν (2013) καὶ ἡ ἀποχώρηση ἀπὸ τὸ παναιρετικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν Ἐκκλησιῶν Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας.
Δυστυχῶς ἡ αἱρετικὴ σπορὰ τοῦ ἐκ Κρήτης καταγομένου μασόνου πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη ἐπιχειρεῖ νὰ βλαστήσει καὶ νὰ καρποφορήσει αἱρέσεις καὶ πλάνες στὴν λεβεντογέννα καὶ ἁγιοτόκο Κρήτη. Εὐχόμαστε νὰ μὴ συνδεθεῖ τὸ ὄνομα τῆς μεγαλονήσου μὲ μία φιλοπαπικὴ ψευδοσύνοδο, καὶ ἐπανέλθουμε στὴν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας. Ἐπικαλούμαστε γι᾽ αὐτὸ τὶς πρεσβεῖες τῶν ὁμολογητῶν Λατινομάχων Ἁγίων Μ. Φωτίου, Γρηγορίου Παλαμᾶ, Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἀθανασίου Παρίου, Νεκταρίου Πνεταπόλεως, Ἰουστίνου Πόποβιτς, Νικολάου Ἀχρίδος, Παϊσίου Ἁγιορείτου καὶ Φιλοθέου Ζερβάκου.

Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2016

ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΤΡΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΠΟΥ ΕΦΕΡΑΝ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ‘21



 ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΤΡΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
ΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ
ΠΟΥ ΕΦΕΡΑΝ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ‘21
Πρωτ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


    Από αυτήν τη φύτρα τού χριστιανικού βασιλείου εβλάστησαν κατά τον Φώτη Κόντογλου οι Αμαρτωλοί και οι Κλέφτες οι οπλαρχηγοί τού αγώνος στην επανά­σταση τού 1821.
Μνημονεύει κατ’ αρχήν όσα γράφει ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης στο έργο του «Εν­θυμήματα στρατιωτικά»: «Από τα διάφορα ιστορικά και εκκλησιαστικά συγγράμματα και από αυτά τα πράγμα­τα γνωρίζοντες ότι η Ελληνική γλώσσα, ο χαρακτήρ και τα έθιμα τού ελληνικού λαού, μετά την πτώσιν τού Βα­σιλείου μας, εδιατηρήθησαν υπό την επαγρύπνησιν τού Κλήρου μας και των διαφόρων πεπαιδευμένων τού Έ­θνους μας και δια της κοινής ευλαβείας προς την αγίαν ημών Θρησκείαν».
Γράψει ο Κασομούλης πως αρχαίο χειρόγραφο στο μοναστήρι του Κλινοβού, στην επαρχία Ασπροποτάμου, έγραψε πως ο αρχαιότερος και περιφανέστερος από όλους τους αρματολούς ήτανε ο Μεγδάνης ή Μεϊντάνης από την Κοζάνη (1660-1690), την ζωγραφιά τού οποίου, συμπληρώνει ο Κόντογλου, «έβαλαν στην εκκλησία της Κατούνας μαζί με τους άγιους, κι ίσως και τ’ άρματά του. Τις ζωγραφιές των Καπετανέων που σκοτωνόντα­νε για τη λευτεριά συνηθίζανε να τις βάζουνε στις εκκλη­σίες, όπως βρισκότανε η ζωγραφιά τού Αντρούτσου, τού πατέρα τού Οδυσσέα, στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, κι άλλων οπλαρχηγών στην Ήπειρο και σε άλλα μέρη»28.
Αναφέρει στη συνέχεια ο Κασομούλης πολλά ονόμα­τα οπλαρχηγών που ηγήθηκαν στα προεπαναστατικά κινήματα, ανάμεσα στους οποίους μνημονεύει και τον Λάζο από τον Όλυμπο.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στον παπα-Θύμιο τον Βλαχάβα και στον ηρωϊκό του θάνατο, όπως επίσης και στον Νίκο Τσιάρα, ο οποίος ξεμπαρκά­ρισε στο Λιτόχωρο με τριακόσιους άντρες, περικυκλώθηκε όμως από τον τουρκικό στρατό, μα πολέμησε σαν λιοντάρι και στο τέλος τους νίκησε και τους κυνήγησε. Για να επιταχύνει την εκδίωξή τους όρμησε απροφύλακτα εναντίον τους, τον πυροβόλησαν όμως θανάσιμα και τον πλήγωσαν «εις το υπογάστριον και εις τρία άλλα μέρη, ώστε να χυθούν τα έντερά του κατά γης, βαστών αυτά εις τας χείρας του, και επιστρέψας αταράχως εις το πλοιάριον, μετά μίαν ώραν εξεψύχησε. Απέθανεν όντως ηρωϊκώς ο Νίκος Τσιάρας, τριανταέξ ετών, εις το άνθος της ανδρικής του ηλικίας και άφησε την μεγαλυτέραν λύπην προς όλους τους συναδέλφους του, το 1807, περί τον Φεβρουάριον ή Μάρτιον. Άφησε την σύ­ζυγον με μίαν θυγατέραν και ένα υιόν εις τα σπάργανα».
Και κλείνει ο Κόντογλου με τα εξής:
«Τέτοιοι άντρες, απλοί και ταπεινοί που πεθάνανε για της πατρίδος την ελευθερίαν για τού Χριστού την πίστιν την αγίαν με τέτοια απλά και αληθινά λόγια πρέπει να ιστο­ρηθούν»29.


ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: 
«Το αγιασμένο και προδομένο '21»

Πέμπτη, Ιουλίου 09, 2015

ΛΑΤΙΝΟΦΡΑΓΚΙΚΟΣ ΚΑΙ OΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Οἱ βασικὲς διαφορές τους


Πρωτοπρεσβύτερου πατρός Θεόδωρου Ζήση
Καθηγητοῦ Θεολογικῆς ΑΠΘ
Ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία καὶ ἡ ἀνεπηρέαστη ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς ἱστορικούς μας ἔρευνα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ πράγματα, δικαιολογοῦν τὴν ἐπιλογὴ τῶν ὀρθοδόξων τὸν 15ο αἰώνα νὰ προτιμήσουν τὴν τουρκικὴ κατάκτηση ἀπὸ τὴν 
 
δυτικοευρωπαϊκὴ ἕνωση καὶ συμμαχία, ποὺ ἔθετε ὡς ὅρο γιὰ τὴ στρατιωτικὴ βοήθεια τὴν πολιτιστικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἔνταξη στὸν παπισμὸ ἢ μὲ σημερινοὺς ὅρους στὴν Εὐρώπη. Οἱ σημερινοὶ πολιτικοί μας ἡγέται καὶ ἡ πνευματικὴ ἡγεσία στὴν πλειονότητά τους, ὄχι μόνο δὲν κατανοοῦν, ἀλλὰ καὶ ἐπικρίνουν...
ἐκείνη τὴν προβληματική, γιατί ἡ διαφοροποίηση λατινοφραγκικοῦ καὶ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ δὲν ὑπάρχει πλέον καὶ ὅλοι στὴν Ἑλλάδα ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ φοροῦμε φράγκικα, εὐρωπαϊκά. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἡ ἄγρυπνη καὶ φωτισμένη αὐτὴ ἑλληνορθόδοξη συνείδηση, ἡ μεγαλύτερη ἴσως μορφὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετὰ τὴν Ἅλωση, καταλάβαινε καὶ κατανοοῦσε πολὺ καλὰ αὐτὸ ποὺ εἶχε πεῖ τότε, πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση, ὁ Λουκᾶς Νοταρᾶς, τὸ «κρειττότερον ἐστιν ἐν μέσῃ τῇ πόλει ἰδέσθαι φακιόλιον τουρκικὸν ἢ καλύπτραν λατινικήν». Θεωροῦσε εὐνοϊκὴ τὴ ρύθμιση γιὰ τὴ διάσωση τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ ὅτι μᾶς κατέκτησε ὁ Τοῦρκος καὶ ὄχι ὁ Φράγκος. Ἔλεγε: «Τριακοσίους χρόνους μετὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ μας ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν ἅγιον Κωνσταντῖνον καὶ ἐστερέωσε βασίλειον χριστιανικὸν καὶ τὸ εἶχαν Χριστιανοὶ τὸ βασίλειον 1150 χρόνους. Ὕστερον τὸ ἐσήκωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἔφερε τὸν Τοῦρκον καὶ τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ ἰδικόν μας καλόν, καὶ τὸ ἔχει ὁ Τοῦρκος 320 χρόνους. Καὶ διατὶ ἔφερεν ὁ Θεὸς τὸν Τοῦρκον καὶ δὲν ἔφερε ἄλλον γένος; Διὰ ἰδικὸν μας συμφέρον, διότι τὰ ἄλλα ἔθνη θὰ μᾶς ἔβλαπτον εἰς τὴν πίστιν, ὁ δὲ Τοῦρκος ἄσπρα ἅμα τοῦ δώσεις κάμνεις ὅ,τι θέλεις». Ὁ ἅγιος κουβαλοῦσε τότε καὶ ἐξέφραζε ἀνόθευτα καὶ ἀκέραια τὴν παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας· καυχιόταν γιατί ἦταν ὀρθόδοξος καὶ μετέδιδε στὸν λαὸ αὐτή του τὴν καύχηση· «Ὅλαι αἱ πίστεις, ἔλεγε, εἶναι ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι καλὴ καὶ ἁγία, τὸ νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα· νὰ εὐφραίνεσθε ὁποὺ εἶσθε ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ νὰ κλαίετε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικοὺς ὁποὺ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος».

Ἂς δοῦμε ὅμως σύντομα ποιές εἶναι οἱ ἀξίες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ σὲ σχέση μὲ τὶς ἀξίες τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ καὶ ἂν ἀληθεύει πράγματι αὐτὸ ποὺ σύγχρονοι εὐρωπαϊσταὶ ἰσχυρίζονται. Στὴν προσπάθειά τους νὰ μᾶς πείσουν οἱ τελευταῖοι ὅτι δὲν διαφέρουν οἱ δύο πολιτισμοὶ προβάλλουν τὴ θέση ὅτι ὁδεύοντας πρὸς τὴν Εὐρώπη, ὁδεύουμε πρὸς τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, συναντοῦμε ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν αὐτοσυνειδησία μας. Εἶναι ὅμως ὁ ἴδιος ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς μὲ τὸν δικό μας, τὸν ὀρθόδοξο πολιτισμό;
Κατ’ ἀρχὴν ἕνα βασικὸ στοιχεῖο ποὺ διαφοροποιεῖ ἀμέσως τοὺς δύο πολιτισμοὺς εἶναι ἡ ὑπερβολικὰ μεγάλη ἀξία ποὺ ἔδωσε ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς στὸν ὀρθὸ λόγο, στὴν ἀνθρώπινη γνώση, στὴν ἐπιστήμη. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Καρόλου κυριάρχησε στὴ Δύση ὁ σχολαστικισμὸς καὶ ὁ ὀρθολογισμός.
Αὐτὸ συνεχίσθηκε καὶ ἐντάθηκε ἀκόμη περισσότερο στὴν περίοδο τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ στὴν περίοδο τοῦ Διαφωτισμοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ὁ πνευματικὸς κόσμος περιορίσθηκε στὴ λογικὴ καὶ στὴν ἐπιστήμη· ὅλα εἶναι νοῦς, ὀρθὸς λόγος, ἐπιστήμη. Ὅ,τι δὲν ἑρμηνεύεται λογικὰ καὶ ἐπιστημονικά, αὐτὸ εἶναι μῦθος, δεισιδαιμονία, δὲν ἀποτελεῖ στοιχεῖο πολιτισμοῦ, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν πολιτισμό. Ἀντίθετα, στὸν δικό μας πολιτισμό, τὸν ὀρθόδοξο, δὲν ἀπορρίπτεται ἡ λογική, ἡ ἀνθρώπινη γνώση, ἡ ἐπιστήμη, ἱεραρχεῖται ὅμως σωστὰ στὴ θέση της, κάτω ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φωτισμὸ καὶ τὴ θεία σοφία. Καὶ εἶναι ἐνδιαφέρον στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ τονίσουμε ὅτι στὴν πόλη μας, τὴν Θεσσαλονίκη, ὑπῆρχε προβληματισμὸς σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἔντονη ἀντιπαράθεση τὸν 14ο αἰώνα κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἡσυχαστικῶν διενέξεων. Ἡ σύγκρουση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ δὲν ἦταν σύγκρουση δύο προσώπων, ἀλλὰ δύο κόσμων, ποὺ προσπαθοῦσαν ὁ καθένας νὰ προβάλει τὸ πρότυπο τῆς ἀνθρώπινης τελειότητας, τὸν ἰδανικὸ ἄνθρωπο. Ὁ Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς ἀντιπροσώπευε καὶ ἐξέφραζε τὸ ἰδανικό της τελειότητος τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος γίνεται τέλειος μὲ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ἐπιστήμη. Ὅταν ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη, δημιούργησε ἀναταραχὴ στοὺς μοναχικοὺς κύκλους, γιατί προβάλλοντας τὸ δυτικὸ οὐμανιστικὸ ἰδεῶδες ἔλεγε περίπου τὰ ἑξῆς: «Τί κάθεστε ἐσεῖς οἱ καλόγεροι καὶ ἀσχολεῖσθε μὲ τὴν ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ καὶ τὶς ἄλλες ἀνοησίες καὶ δὲν στρώνεσθε νὰ μάθετε φιλοσοφία, νὰ διαβάσετε ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς δρόμος γιά νά φθάσετε στήν τελειότητα». Τελειότητα χωρὶς τὴν φιλοσοφία εἶναι ἀδιανόητη γιὰ τὸν Βαρλαὰμ τὸν Καλαβρὸ καὶ τὸν δυτικὸ πολιτισμο. 
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ποὺ ἀνέλαβε νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸν ὀρθόδοξο πολιτισμὸ καὶ νὰ καθησυχάσει τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀνησύχησαν, ἀπάντησε στοὺς συνηγόρους τῶν φιλοσόφων ὅτι ἡ φιλοσοφία καταφέρνει τελικῶς νὰ προσφέρει ὄχι γνώση, ἀλλὰ ἀγωνία καὶ ἄγχος· «οὐ μᾶλλον γνῶσιν ἢ ἀγωνίαν ἐκ τούτων ὑμῖν αὐτοῖς περιποιεῖσθε, ὢ βέλτιστοι». Δὲν ὑπάρχει φιλοσοφικὴ ἄποψη στὴν ὁποία νὰ μπορεῖ κανεὶς μὲ σιγουριὰ νὰ στηριχθεῖ, γιατί σίγουρα κάποιος ἄλλος φιλόσοφος θὰ τὴν ἀνατρέψει, ὅπως ἔδειξαν οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι «διηνεκῶς ἀλλήλους ἀνατρέποντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων ἀνατρεπόμενοι». Ὁ Χριστός, τὸ πρότυπο τῆς χριστιανικῆς τελειότητος, ἦταν ἐντελῶς ἀμαθὴς καὶ ἄπειρος στὴν ἀνθρώπινη γνώση καὶ σοφία. Ἂν ἡ ἀνθρώπινη σοφία ἦταν ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς τελειότητος, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἔλεγε «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, τὰ ὑπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοῖς, τὸν σταυρὸν ἆρον, ἀκολουθεῖν ἐμοὶ προθυμήθητι», ἀλλὰ θὰ ἔλεγε «τῆς ἔξω σοφίας ἐπιλαβοῦ, σπεῦσον πρὸς τὴν τῶν μαθημάτων ἀνάληψιν, περιποίησαι σεαυτῷ τὴν ἐπιστήμην τῶν ὄντων». Θὰ ἐδίδασκε γεωμετρία καὶ ἀστρονομία καὶ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, γιὰ νὰ διώξει τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας. Δὲν θὰ διάλεγε ἀγραμμάτους ψαράδες ὡς μαθητάς, ἀλλὰ φιλοσόφους, οὔτε θὰ δίδασκε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σοφία εἶναι μωρία. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἔχασε τὴν ἀρχέγονη μακαριότητα, γιατί ὑπέκυψε στὸν πειρασμὸ τῆς γνώσεως καὶ δὲν ἀρκέσθηκε στὴ φυλακὴ τῆς καρδίας, στὴ φρούρηση δηλαδὴ καὶ καλλιέργεια τοῦ συναισθηματικοῦ κόσμου, ὅπου φύονται οἱ κακίες καί τά πάθη. 
Τὸ ἀποφασιστικὸ πράγματι στοιχεῖο ποὺ δείχνει τὴν ἀνωτερότητα τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ ἔναντί της ὀρθολογιστικῆς καὶ τεχνοκρατούμενης Εὐρώπης εἶναι ὅτι παράγει ἀνθρώπους ἀπαθεῖς, χωρὶς κακίες καὶ πάθη, ἁγίους, γιατί προϋπόθεση τοῦ θεϊκοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς ἐνεργείας τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ ἀπάθεια. Ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ φιλοσοφία οὔτε τοὺς ἴδιους τοὺς ἐπιστήμονες καὶ φιλοσόφους μπορεῖ νὰ ἀνακαινίσει, καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι γεμάτοι κακίες καὶ πάθη. Δὲν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ κάθαρση καὶ ἡ ἀπάθεια γιὰ νὰ γίνεις σοφὸς καὶ ἐπιστήμων. Γι’ αὐτὸ γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ ἐμπαθεῖς καὶ ἀκαλλιέργητους πνευματικὰ ἐπιστήμονες, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἐπιστημονικὰ καὶ τεχνολογικὰ προηγμένος σύγχρονος πολιτισμός, πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ ὁδηγεῖται στὴν κατάπτωση. 
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποὺ διαφοροποιεῖ τοὺς δύο πολιτισμοὺς εἶναι τὸ ὅτι στὴ Δύση τὸ βάρος πέφτει ὄχι στὰ πνευματικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ στὰ ὑλικά. Ἡ τεχνολογικὴ ἀνάπτυξη χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἄνεση, ἡ εὐημερία, ἡ πολυτέλεια, ἡ σπατάλη, ἡ ἐπίδειξη πλούτου, κατέστρεψαν καὶ ἀφάνισαν τὸ γνήσιο πρόσωπο τοῦ Χριστιανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ πρέπει νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ὀλιγάρκεια, τὴν εὐτέλεια, τὴν λιτότητα, τὴν ἀσκητικότητα, τὴν πενία. Αὐτὸ ποὺ ἰσχύει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς πολιτισμούς· ἂν χάσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ψυχή του, τὴν πνευματική του ὀντότητα, δὲν κερδίζει τίποτε ἔστω καὶ ἂν κατακτήσει ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῆς γής· «τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίση καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;»[1]. 
Ἡ οἰκολογικὴ καταστροφὴ ποὺ μὲ δέος τὴν ἀντιμετωπίζουν οἱ ἐπιστήμονες, εἶναι ἀπόρροια τῆς ὑλιστικῆς κατευθύνσεως τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ δὲν σέβεται τὴ δημιουργία, προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἀνικανοποίητη ὑλιστικὴ βουλιμία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ φυσικὸ περιβάλλον καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας δὲν θὰ ἐκινδύνευαν, ἂν ἀντὶ τοῦ homo oeconomicus, ὁ ὁποῖος δὲν ὀρρωδεῖ πρὸ οὐδενός, προκειμένου νὰ αὐξήσει τὰ κέρδη καὶ νὰ ἀποκτήσει ἀνέσεις, καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἀνθρώπινο τύπο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, κυριαρχοῦσε ὁ homo asceticus, ὁ ἀσκητής, ὁ μοναχός, ὁ λιτοδίαιτος καὶ ὀλιγαρκής, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἀνθρώπινο τύπο τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ. 
Ἡ ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ ἐπίσης διαφοροποιεῖ τοὺς δύο πολιτισμούς. Θὰ ἀναφέρω χαρακτηριστικὲς σκέψεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπου φαίνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέχρι σήμερα, ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολή, βλέπει τὴν παροῦσα ζωὴ ἐσχατολογικά, ζῆ μὲ τὴν πίστη ὅτι ἐδῶ εἴμαστε πάροικοι καὶ παρεπίδημοι, ὅτι «τὸ πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». Σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ ὀργανώσουμε ἐγκόσμια κράτη, νὰ ἐκκοσμικεύσουμε τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἔκανε ἡ Δύση μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, νὰ ἀποκτήσουμε ἀνέσεις καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ νὰ προετοιμασθοῦμε γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Παραθέτω ἕνα χαρακτηριστικὸ κομμάτι ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου Πρὸς τοὺς νέους, ὅπου λέγει ὅτι ὁ Χριστιανὸς αὐτὰ ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἄλλη ζωὴ καὶ δὲν βοηθοῦν στὴν κατάκτησή της, ὅπως εἶναι ὁ πλοῦτος, ἡ καταγωγή, ἡ σωματικὴ δύναμη, οἱ τιμὲς τῶν ἀνθρώπων, τὰ θεωρεῖ περιττὰ καὶ ἄχρηστα, αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ ὅλοι σήμερα, ὅσοι ζοῦμε στὶς χῶρες τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Εὐρώπης καὶ μερικὲς τῆς Ἀνατολῆς, τὰ θεωροῦμε ὡς ἀξιοζήλευτα ἀγαθά· «ἡμεῖς, ὧ παῖδες, οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτε ἀγαθὸν τί νομίζομεν ὅλως, οὔτ’ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. Οὔκουν προγόνων περηφάνειαν, οὐκ ἰσχὺν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἂν εἴποι τις τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ’ ἐπὶ μακρότερον προΐμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Ἃ μὲν οὖν ἂν συντελῆ πρὸς τοῦτο ἡμῖν, ἀγαπᾶν φαμεν, τὰ δ’ οὐκ ἐξικνούμενα πρὸς ἐκεῖνον ὡς οὐδενὸς ἄξια παρορᾶν»[2]. Τὰ ἴδια περίπου λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Τί δεδοίκαμεν εἰπὲ μοι τὸν θάνατον; Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος. Ἀλλ’ ἐξορίαν, εἰπέ μοι; Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. Ἀλλὰ χρημάτων δήμευσιν; Οὐδὲν εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲν ἐξενεγκεῖν δυνάμεθα. Καὶ τὰ φοβερώτερα τοῦ κόσμου ἐμοὶ εὐκαταφρόνητα καὶ τὰ χρηστὰ καταγέλαστα. Οὐ πενίαν δέδοικα, οὐ πλοῦτον ἐπιθυμῶ, οὐ θάνατον φοβοῦμαι, οὐ ζῆσαι εὔχομαι, εἰ μὴ διὰ τὴν ὑμετέραν προκοπήν… Χριστὸς μετ᾽ ἐμοῦ καί τίνα φοβηθήσομαι»[3]. 
Αὐτὴ ἡ ἐσχατολογικὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς ἔχει τὴν καθαρότερη ἐφαρμογή της στὸν μοναχικὸ βίο, στὰ μοναστήρια, ὅπου οἱ μοναχοὶ προσπαθοῦν νὰ ζήσουν ἀπὸ τώρα ὡς ἄγγελοι τὴ ζωὴ τῶν ἐσχάτων, προγεύονται καὶ προλαμβάνουν τὰ ἔσχατα. Ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ μοναστήρια αὐτὴ ἡ ἐσχατολογικὴ θεώρηση, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ ἡ ἀφοβία μπροστὰ στὸν θάνατο, ἔχουν ἀποτυπωθεῖ ὡς γνωρίσματα τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ρωμηοσύνης ποὺ σιγὰ-σιγὰ τὸν ἐγκαταλείπουμε. Ὑπῆρχε τὸ ρωμαίϊκο φιλότιμο· προκειμένου νὰ κρατήσει ὁ Ρωμηὸς τὴν ἀξιοπρέπειά του, τὴν τιμή του, δὲν λογαρίαζε ὅτι θὰ χάσει τὶς ἀνέσεις καὶ τὰ ἀγαθά του, δὲν φοβόταν, ὅπως ὁ Διγενὴς Ἀκρίτας, νὰ συναντήσει τὸν θάνατο καὶ νὰ μονομαχήσει· αὐτὰ ἦσαν γνωρίσματα «τοῦ Ρωμαϊκοῦ φύλου, τοῦ εὐγενοῦς ἀρχῆθεν, τοῦ καρτερικοῦ, τοῦ ἀνδρικωτάτου, καὶ διὰ πόνων καὶ καρτερίας καὶ τῆς εἰς τὴν ἀρχὴν ὑπακοῆς ἄχρι καὶ θανάτων μυρίων τῆς οἰκουμένης σχεδὸν ἁπάσης ἄρξαντος», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης[4]. 
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποὺ διαφοροποιεῖ τοὺς δύο πολιτισμοὺς εἶναι ἡ ταπείνωση. Μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Γένους μας βγαίνει πράγματι ὅτι ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἶναι ἕνας ἐπηρμένος, ἕνας ἐγωϊστικὸς πολιτισμός, χωρὶς ταπείνωση, ποὺ βλέπει καὶ ἀξιολογεῖ περιφρονητικὰ τοὺς ἄλλους πολιτισμούς. Ἤδη ἐνωρὶς ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διεπίστωσαν τὴν ἔπαρση καὶ τὴ φυσίωση τῶν Δυτικῶν. Ἀντίθετα ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἀνατολῆς εἶναι πολιτισμὸς τῆς ταπείνωσης, τοῦ σταυροῦ, τῆς συγκατάβασης. Θὰ παραθέσω γιὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἕνα συγκινητικὸ κείμενο, γραμμένο ἀπὸ τὸν πολύπαθο καὶ μαρτυρικὸ πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι, ὁ ὁποῖος ἀπαντᾶ στοὺς Δυτικοὺς ποὺ κατηγοροῦσαν τοὺς ὑπόδουλους Ὀρθοδόξους πὼς εἶναι ἀγράμματοι καὶ ἀπολίτιστοι: «Ὅσον πῶς δὲν ἔχομεν σοφίαν καὶ μαθήματα, ἀλήθεια εἶναι. Ἀμὴ ἂς μετρήσουν δύο πράγματα οἱ Λατῖνοι· πρῶτον ὅτι τὸν καιρὸν τὸν παλαιόν, ὅσον ἡ σοφία ἐπολιτεύετο εἰς τὴν Ἑλλάδα, τοὺς Λατίνους οἱ Ἕλληνες εἶχον διὰ βαρβάρους· καὶ τώρα ἂν ἐβαρβαρώθημεν ἡμεῖς καὶ ἐκεῖνοι ἐσοφίσθηκαν, παράδοξον δὲν εἶναι· ἡ πτωχεία καὶ ἡ ἀφαίρεσις τῆς βασιλείας, μᾶς τὸ ἔκαμαν. Δεύτερον ἂς λογιάσουν ὅτι, ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν, ἔχομεν Χάριτι Χριστοῦ σοφία ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε ἤμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς Λατίνους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τὰς σκληραγωγίας, καὶ νὰ σηκώνωμεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνωμεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐὰν εἶχε βασιλεύσει ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, Χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα διακοσίους χρόνους εὑρίσκεται καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν τους καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καὶ σεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν; Τὴν σοφίαν σου δὲν ἠθέλω ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ. Κάλλιον ἦτο νὰ ἔχει τινὰς καὶ τὰ δύο. Δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Πλὴν ἀπὸ τὰ δύο, τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ προτιμῶ»[5]. 
Καὶ τέλος ἕνα πέμπτο χαρακτηριστικό, μολονότι μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπαριθμήσει περισσότερα, εἶναι ἡ ἀπιστία, ἡ ἀθεΐα, ἡ ὁποία ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βολταίρου ἔχει κατασυντρίψει καὶ διαλύσει τὸν πολιτισμὸ τῆς Δύσεως. Χάθηκε ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν οὐράνιο κόσμο, μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὴν Ἐκκλησία. Χάθηκαν καὶ ἐξαφανίσθηκαν οἱ ἀρετές. Ὁ Βολταῖρος παθιασμένος φώναζε: «Τσαλαπατῆστε, γκρεμίστε τὴν Ἐκκλησίαν». Ὁ σκοτεινὸς αὐτὸς Διαφωτισμὸς τῆς ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας δημιούργησε τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, ἡ ὁποία ἐπὶ τέλους, μετὰ ἀπὸ διακόσια χρόνια, ἄρχισε νὰ μελετᾶται κριτικὰ καὶ νὰ διαπιστώνεται ὅτι ἡ πολυδιαφημισθεῖσα Ἐπανάσταση προκάλεσε τοῦ κόσμου τὰ προβλήματα· ἐγκρέμισε ἕναν ὁλόκληρο πνευματικὸ κόσμο καὶ στὸ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δημοκρατίας ἐξέθρεψε τὴν ἀναρχία, τὴν ἀχαλίνωτη ἐλευθερία, τὴν ἔλλειψη σεβασμοῦ στὴν πειθαρχία, τὴν νομιμότητα, τὴν τάξη. Ἔσβησε ἡ πίστη στὸν αἰώνιο κόσμο, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Θεός, καὶ οἱ ἀρετὲς ποὺ πηγάζουν ἀπ’ αὐτόν, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἀπιστία αὐτὴ συνετέλεσαν κατὰ τὸν Κόντογλου, πολλοὶ διανοούμενοι τῆς Δύσεως «δαιμονόψυχοι, ἐλεεινοὶ ἄνθρωποι, ποὺ μισήσανε τὸν Θεό, ὅπως ὁ Βολταῖρος, ὁ Νίτσε, ὁ Φρόϋντ, ὁ Σάρτρ»[6]. 
Ἐπίλογος
Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι λίγα μόνο χαρακτηριστικά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα φαίνεται ὅτι ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει οἱ Ἕλληνες. Οἱ περισσότεροι νομίζουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς δύο πολιτισμούς, ὅτι ὅλοι πολιτιστικὰ εἴμαστε Εὐρωπαῖοι. Μόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν τὴν παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, τοῦ Κυρίλλου Λούκαρι, τῶν ἁγίων της Τουρκοκρατίας, τῶν Κολλυβάδων, τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ Κόντογλου, βλέπουν ὅτι ἀνάμεσα στοὺς δύο πολιτισμοὺς «χάσμα μέγα ἐστήρικται». 
Ἀντιλαμβάνεστε λοιπὸν ποῦ εὑρίσκεται τὸ σημερινό μας χρέος. Χρειάζεται νὰ ὀργανωθεῖ πνευματικὴ σταυροφορία γιὰ νὰ παρουσιασθοῦν αὐτὰ στὸν λαό μας. Γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος πνευματικός, ἔστω καὶ ἂν ἐπιτύχουμε τὰ οἰκονομικὰ καὶ πολιτικὰ ἀνταλλάγματα ποὺ διαρκῶς μᾶς προβάλλουν οἱ εὐρωπαϊστὲς πολιτικοί μας, πρώϊμοι καὶ ὄψιμοι. Μπήκαμε καὶ ἐμεῖς ὅλοι στὸ πολιτικὸ παιχνίδι καὶ ἀκοῦμε συχνὰ καὶ ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι μὲ τὴν ἔνταξή μας στὴν Εὐρώπη ἐξασφαλίζουμε τὴ δημοκρατία, τὴν πολιτικὴ σταθερότητα. Κανεὶς ἀσφαλῶς δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ πλεονεκτήματα. Σκεφθήκαμε ὅμως τὸ τίμημα; Σκεφθήκαμε ὅτι σὲ παρόμοιες περιπτώσεις οἱ Πατέρες μας, ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς ἐκφραστὲς τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ καὶ ποὺ τοὺς τιμοῦμε ὡς ἁγίους, τάχθηκαν ἐναντίον τῆς Εὐρώπης, ἐναντίον τῆς ἑνώσεως, ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς συνέπειες, ἀκόμη καὶ τὴν πολιτικὴ ὑποδούλωση στοὺς Τούρκους; Τὰ ἔθνη δὲν χάνονται, ὅταν ἀπολέσουν τὴν κρατική τους ὑπόσταση, ἀλλὰ ὅταν χάσουν τὸν πολιτισμό, τὴν ψυχή τους. Ἂν λοιπὸν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὸ καθῆκον τῆς ἐπαγρυπνήσεως περνάει εἰς ὅλους μας, γονεῖς καὶ ἐκπαιδευτικούς. Ἡ διάβρωση ἔχει προχωρήσει πολύ, διαρκῶς τὰ πνευματικὰ κάστρα πέφτουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἡ πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἐνοποίησή μας μὲ τὴν Εὐρώπη εἶναι πλέον γεγονός. Δὲν μποροῦμε νὰ γυρίσουμε πίσω. Πολλοὶ αἰσιοδοξοῦν ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία θὰ ἐπιτύχουν καὶ πάλιν ὅ,τι ἐπέτυχαν ἐπὶ Ρωμαιοκρατίας καὶ Τουρκοκρατίας, θὰ ἀποτελέσουν τὴν ζύμη ἢ τὸ ἅλας ποῦ θὰ νοστιμίσει τὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό. Διατηρεῖ ὅμως τὸ ἅλας τῆς Ὀρθοδοξίας τὴ δύναμή του; Καὶ «ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῆ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;». Ἤδη ὑπάρχουν ἐνδείξεις ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι δὲν ὑπολογίζουν ὡς κομμάτι, καὶ μάλιστα τὸ πιὸ ἀξιόλογό της εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Κυριαρχεῖ ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅπως φάνηκε στὸ γνωστὸ βιβλίο τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας ποὺ κυκλοφόρησε καὶ ἐπρόκειτο νὰ διδαχθεῖ στὰ σχολεῖα, καὶ σὲ κάθε περίπτωση ἡ Ὀρθοδοξία, ποὺ ἀποτελεῖ ἀγκάθι γιὰ τὸν ἰσχυρὸ ἀκόμη παπισμό, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς διπλωμάτες καὶ πολιτικοὺς ποὺ ἐπηρεάζει, τὴν ἐξωθεῖ στὸ περιθώριο τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐξελίξεων. Πῶς λοιπὸν ὑποστηρίζουν οἱ εὐρωπαϊσταί μας ὅτι ὁδεύοντας πρὸς τὴν Εὐρώπη ὁδεύουμε πρὸς τὸν ἑαυτό μας, ἐνῷ σίγουρα παίρνουμε τὸν δρόμο τῆς πολιτιστικῆς μας διάβρωσης καὶ ἀφομοίωσης; Μόνον ἂν μείνουμε στὴν Ὀρθοδοξία, στὴν πίστη τῶν πατέρων μας, δὲν θὰ ξεχάσουμε καὶ δὲν θὰ χάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας.

ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014
[1]. Ματθ. 16, 26.
[2]. Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων 2.
[3]. PG 52, 427.
[4]. Ὁμιλία καὶ ἀπολογία ἐν τῷ μέλλειν ἀπέρχεσθαι. Βλ. ἐν D. Balfour, Politico-Historical Works of Symeon archbishop of Thessalonica (1416-17 to 1429), Wien 1979, σελ. 47.
[5]. Βλ. Κ. Σαρδελῆ, Τό Συναξάρι τοῦ Γένους, σελ. 90-91.
[6]. Φ. Κόντογλου, Μυστικά ἄνθη, σελ. 111-112: «Ἡ ἀπιστία εἶναι θρονιασμένη στὴν καρδιά μας… Οἱ ψυχὲς τῶν νέων εἶναι ρημαγμένες ἀπὸ τὰ ἄγρια ἔνστικτα, ποὺ τὰ ἀνεβάσανε στὴν ἐπιφάνεια ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ τάρταρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κάποιοι ἐχθροί του ἀνθρώπου, κάποιοι πνευματικοὶ ἀνθρωποφάγοι, ποὺ ἀνάμεσά τους πρωτοστατεῖ ἕνας τρελλὸς λύκος λεγόμενος Νίτσε, μιὰ μούμια σὰν παληόγρια, λεγόμενη Βολταῖρος, κάποιος ζοχαδιακὸς Φρόϋντ κι ἕνα πλῆθος ἀπὸ τέτοια ὄρνια καὶ κοράκια καὶ νυχτερίδες. Ὅσοι τοὺς θαυμάζανε, ἂς καμαρώσουνε σήμερα τὰ φαρμακερὰ μανιτάρια, ποὺ φυτρώσανε μέσα στὶς καρδιὲς καὶ στὶς ψυχὲς τῆς γαγγραινιασμένης ἀνθρωπότητος». Βλ. ἐπίσης Κ. Καβαρνού, Ἑλλὰς καὶ Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι 1987, σελ. 35, 44, 45.

το είδαμε εδώ
 

Δευτέρα, Απριλίου 27, 2015

Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του




Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ' όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις ομοιότητες. Σ' αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και δραστηριότητα που οι τρεις άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν και η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων. Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.


Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο- απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρύβει η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα. Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.
Ο κίνδυνος του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού ήταν εξ ίσου μεγάλος, μεγαλύτερος μάλιστα ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητος στη θρησκεία και του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου των Δυτικών, που διευκόλυναν την αφομοίωση, ενώ ως προς το αλλόθρησκο Ισλάμ η αίσθηση της διαφοράς και της υπεροχής δημιουργούσε κάποιους φραγμούς και επιφυλάξεις. Έχει καταντήσει κλασική η ρήση του άλλου επίσης μεγάλου διδασκάλου και αγίου της ιδίας εποχής, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με την οποία εξηγεί γιατί επέτρεψε ο Θεός να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, «Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν Χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους (1453+320=1773). Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».
Για να αποφευχθούν πάντως οι εξισλαμισμοί και οι εκλατινισμοί και να μη γίνουν ποτάμι από μικροί χείμμαροι και αφανίσουν το Γένος στην πορεία τους, χρειαζόταν ο φραγμός και οι ρίζες της παιδείας, μετά μάλιστα από το βαθύ σκοτάδι της απαιδευσίας και της αμάθειας των προηγουμένων αιώνων. Ό,τι έκανε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με τις περιοδείες του και την ίδρυση σχολείων σε λαϊκό επίπεδο, έκαναν σε υψηλότερη βαθμίδα οι Κολλυβάδες Άγιοι εκδίδοντας και ερμηνεύοντας κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, βίους και ακολουθίες αγίων, ύμνους της Εκκλησίας, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας και μάλιστα θύραθεν συγγραφέων, αρχαίων Ελλήνων και Δυτικών. Αυτό που προείχε ήταν να φωτισθεί το Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός. Έπρεπε στα σχολεία που άρχισαν να πυκνώνουν, στους δασκάλους, στους μοναχούς, στους κληρικούς να εξασφαλισθεί η δυνατότης να κατανοούν τα ελληνικά κείμενα με τη σχολική παιδεία, αλλά και να τους προσφερθούν τέτοια κείμενα με εκδόσεις, γιατί τα χειρόγραφα εσπάνιζαν, κρυμμένα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες ή συλημένα από επιτηδείους ξένους περιηγητάς.
Μπορεί μάλιστα κανείς να εντοπίσει μέσα στην εντυπωσιακή πράγματι εκπαιδευτική και συγγραφική δραστηριότητά τους και ειδική τάση και δράση απέναντι στον κίνδυνο των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών. Είναι γνωστόν ότι πολλοί από τους Νεομάρτυρες είχαν ως «αλείπτας», ως προπονητάς θα ελέγαμε, οι οποίοι ψυχολογικά τους ετόνωναν και τους εστήριζαν στο δρόμο του μαρτυρίου, Κολλυβάδες αγίους, όπως τον Άγιο Μακάριο και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη. Και είναι βέβαιο πως όσα με παρρησία λέγουν πολλοί Νεομάρτυρες στις απολογίες τους απέναντι των Τούρκων δικαστών, προβάλλοντας την υπεροχή της Χριστιανικής πίστεως απέναντι στην θρησκεία του Μωάμεθ, την οποία υποτιμούν και απορρίπτουν, απηχούν τη διδασκαλία των Κολλυβάδων Αγίων. Πολλούς από τους διαλόγους αυτούς των Νεομαρτύρων με τους Τούρκους δικαστάς, που θυμίζουν τα αρχαία μαρτυρολόγια, διέσωσε ο άγιος Νικόδημος στο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να ερμηνευθούν και τα ειδικά αντιλατινικά έργα του Αγίου Αθανασίου Πάριου «Αντίπαπας», «Ουρανού κρίσις», «Ο Παλαμάς εκείνος», και όσα άλλα σε ειδικά ή μη έργα γράφουν για τις εκτροπές και τις πλάνες των Λατίνων όλοι τους.
Η προσφορά βέβαια των Κολλυβάδων στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού δεν περιορίζεται μόνο στην ενίσχυση της αυτοσυνειδησίας των Ορθοδόξων απέναντι στον διπλό κίνδυνο των επιρροών και αφομοιώσεων από Ανατολή και Δύση, που είναι και αυτή πολύ μεγάλη. Έχει και μία άλλη, εξ ίσου ευρεία διάσταση, στον χώρο της οποίας φάνηκε ότι δεν είχαν τότε τόσο μεγάλη επιτυχία, όχι γιατί η διδασκαλία τους δεν είχε απήχηση, αλλά διότι δυστυχώς ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία που εδημιούργησαν ένα οικουμενικό κράτος με οικουμενική ακτινοβολία, την Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου, που άντεχε και κρατούσε όρθια την ψυχή και το πνεύμα του και κάτω από τη σκληρή δουλεία των κατακτητών, μετά το 1821 δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα.
Το νέο κράτος αποκόπηκε βίαια από την ελληνορθόδοξη παράδοση, εγκατέλειψε την παραδοσιακή ελληνοχριστιανική παιδεία και εστράφη καθοδηγούμενο και κηδεμονευόμενο από τη Δύση εναντίον της Βυζαντινής του κληρονομιάς, των Αγίων και των Πατέρων, των ιερών και όσιων του Γένους.
 Είναι γνωστόν ότι οι Κολλυβάδες Άγιοι ήλθαν σε σύγκρουση, ιδιαίτερα ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, με τους ευρωπαϊστάς και ευρωπαΐζοντας εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι υιοθέτησαν τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, ακόμη και την αθεΐα του Βολταίρου, και προσπάθησαν να στρέψουν την πορεία του νεοελληνικού πολιτισμού προς την κλασική αρχαιότητα, εκθειάζοντας και προβάλλοντας την θύραθεν, την κοσμική σοφία και γνώση και υποτιμώντας ή αγνοώντας την θεία σοφία.
Ο ορθός λόγος, η επιστήμη, η γνώση, η ελευθερία ήσαν οι νέες θεότητες του κηρύγματος του Διαφωτισμού. Ή βυζαντινή σύνθεση, όπου κατορθώθηκε η διάσωση και η ενίσχυση των υγιών στοιχείων του ελληνικού πνεύματος στην υπηρεσία του θείου κηρύγματος της αγάπης, της ταπεινώσεως, της καταλλαγής που απέρρεαν από το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Σταυρού, εγκαταλείφθηκε και υποτιμήθηκε. Ήταν ουσιαστικώς ένας νέος διωγμός εναντίον της Εκκλησίας υπό άλλη μορφή, που συγγενεύει πολύ με την απόπειρα του Ιουλιανού του Παραβάτου τον 4ο αιώνα να αναβιώσει τον ακραιφνή Ελληνισμό εναντίον του Χριστιανισμού και του Βαρλαάμ του Καλαβρού τον 14ο αιώνα να περάσει, μέσα στο ορθόδοξο Βυζάντιο, τον σχολαστικισμό και ορθολογισμό της Δυτικής Αναγέννησης, απορρίπτοντας την δοκιμασμένη μέθοδο φωτισμού και τελειώσεως των Πατέρων της Ανατολής, που έδιναν τα πρωτεία στη θεία σοφία χωρίς να απορρίπτουν την κοσμική, την ανθρώπινη.
Οι Τρεις Ιεράρχαι του 4ου αιώνος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, με την έξοχη ελληνική παιδεία τους, όπως και ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, δεν επέτρεψαν την οπισθοδρόμηση προς ένα νοσηρό κλασικισμό που τοποθετεί το κτιστό πάνω από το άκτιστο, την ανθρώπινη σοφία πάνω από την θεϊκή σοφία, τα άθεα γράμματα πάνω από τα θεωτικά, όπως έλεγε ο όσιος μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος, βλέποντας την εσφαλμένη πορεία που ακολούθησαν μετά το 1821 οι δυτικοτραφείς λόγιοι και κληρικοί υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις των Ευρωπαίων Διαφωτιστών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αγωνισταί του 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι, γαλουχημένοι με το πνεύμα της παραδόσεως των Κολλυβάδων, βρέθηκαν προδομένοι και στο σημείο αυτό. Αγωνίσθηκαν για να απελευθερώσουν σωματικά τους Έλληνες από τους Τούρκους, και είδαν την Ελλάδα να υποδουλώνεται πνευματικά, να παραδίδει την ψυχή, το πνεύμα της στους Ευρωπαίους. Ο εκλατινισμός επανήλθε με τη μορφή του εξευρωπαϊσμού και του εκδυτικισμού. Η Δύση που δεν μπόρεσε ούτε στο ελεύθερο Βυζάντιο με τον Βαρλαάμ Καλαβρό να «διαφωτίσει», δηλαδή να σκοτίσει τους Έλληνες, γιατί αντέδρασε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με το κίνημα του Ησυχασμού, ούτε στην Τουρκοκρα¬τία, λόγω του νέου φιλοκαλικού - ησυχαστικού κινήματος των Κολλυβάδων, επεχείρησε να πάρει τη ρεβάνς μετά το 1821 θέτοντας υπό πνευματική κηδεμονία το νεοελληνικό κράτος, την παιδεία και τον πολιτισμό του. Φαίνεται όμως ότι και πάλι βγαίνει νικημένη. Οι δυσφημισμένοι ακόμη και κατά το όνομα Κολλυβάδες επηρεάζουν τώρα βαθύτατα την ορθόδοξη πίστη και ζωή ως γνήσιοι συνεχιστές της πατερικής ησυχαστικής παραδόσεως. Το Άγιον Όρος που τους εξέθρεψε, όπως και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μπορεί να καυχάται για τους μεγάλους αυτούς διδασκάλους της Ορθοδοξίας και του Γένους.
1. Ό χαρακτηρισμός του κινήματος ως φιλοκαλικής αναγέννησης επεκράτησε μετά τη μελέτη του μητροπολίτου Μαυροβουνίου Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η φιλοκαλική αναγέννησις του ΙΗ' και ΙΘ' αι. και οι πνευματικοί καρποί της, Αθήναι 1984. Δεν παραθέτουμε εδώ τη σχετική με το κίνημα των Κολλυβάδων βιβλιογραφία. Για τους δύο εξ αυτών έγιναν στις ημέρες μας επιστημονικά συνέδρια, ένα για τον Αθανάσιο Πάριο στην Πάρο, τον Σεπτέμβριο του 1998, και ένα για τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη στην Ιερά Μονή Αγίου Νικόδημου στη Γουμένισσα Κιλκίς, τον Σεπτέμβριο του 1999, με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και πλήρη βιβλιογραφική κάλυψη. Εντός του έτους θα κυκλοφορήσουν τα πρακτικά και των δύο συνεδρίων. Στον Άγιο Αθανάσιο Πάριο αναφέρονται επίσης οκτώ εισηγήσεις που έγιναν κατά το επιστημονικό συνέδριο που έγινε στην Πάρο το Σεπτέμβριο του 1996 για την Εκατονταπυλιανή. Τα πρακτικά έχουν εκδοθή από το Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου• Η 'Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου (Πάρος 15-19 Σεπτεμβρίου 1996), Πάρος 1998. 
Θεοδρομία τεύχος 7- Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2000
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...