Ἁγίου Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας
Γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει οἱ “ἐλέω Θεοῦ” ἄρχοντές μας, νὰ εἶναι συχνὰ ἀνάξιοι; Καὶ ἂν εἶναι “ἐλέω Θεοῦ”, καὶ “τεταγμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ” κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, πῶς γίνεται νὰ εἶναι συχνὰ ἀνάξιοι; Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, μᾶς ἐξηγεῖ…
Ἐρώτησις: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι οἱ ἐξουσίες τοῦ κόσμου ἔχουν ταχθῆ ἀπὸ τὸν Θεό. Πρέπει λοιπὸν νὰ δεχθοῦμε ὅτι κάθε ἄρχοντας ἡ βασιλεὺς ἢ Ἐπίσκοπος προχειρίζεται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό;
Ἀπόκρισις: Ὁ Θεὸς λέει στὸν Νόμο: «Θὰ σᾶς δώσω ἄρχοντας σύμφωνα μὲ τὶς καρδιές σας». Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι οἱ μὲν ἄρχοντες καὶ οἱ βασιλεῖς ποὺ εἶναι ἄξιοι αὐτῆς τῆς τιμῆς προχειρίζονται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἄλλοι πάλι ποὺ εἶναι ἀνάξιοι προχειρίζονται κατὰ παραχώρησιν ἡ καὶ βούλησιν τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνάξιο λαὸ ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀναξιότητος τῶν.
Καὶ ἄκουσε σχετικὰ μερικὲς διηγήσεις.
Ὅταν εἶχε γίνει βασιλεὺς ὁ Φωκᾶς ὁ τύραννος καὶ ἄρχισε ἐκεῖνες τὶς αἱματοχυσίες μὲ τὸν Βονόσο τὸν δήμιο, ὑπῆρχε κάποιος μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολι, ἅγιος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχοντας πολλὴ παρρησία πρὸς….
τὸν Θεό, σὰν νὰ δικαζόταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε μὲ ἁπλότητα: «Κύριε, γιατί ἔκανες τέτοιον βασιλέα;» Καὶ τότε, ἀφοῦ τὸ ἔλεγε αὐτὸ γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, τοῦ ἦλθε φωνὴ ἐκ Θεοῦ ποὺ ἔλεγε: «Διότι δὲν βρῆκα ἄλλον χειρότερο».
Ὑπῆρχε καὶ κάποια ἄλλη πόλις στὴν περιοχὴ τῆς Θηβαΐδος ποὺ ἦταν γεμάτη παρανομία, τῆς ὁποίας οἱ πολίτες διέπρατταν πολλὰ μιαρὰ καὶ ἄτοπα πράγματα. Σ’ αὐτὴν λοιπὸν κάποιος ἄνθρωπος τοῦ ἱπποδρόμου διεφθαρμένος στὸ ἔπακρον ἀπόκτησε ξαφνικὰ κάποια ψευδοκατάνυξι καὶ πῆγε καὶ κουρεύτηκε μοναχὸς καὶ ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἀλλ’ ὅμως καθόλου δὲν σταμάτησε τὶς πονηρὲς πράξεις του. Συνέβη λοιπὸν νὰ πεθάνη ὁ Ἐπίσκοπός της πόλεως αὐτῆς. Τότε παρουσιάσθηκε σὲ κάποιον ἅγιο ἄνθρωπο ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Πήγαινε καὶ προετοίμασε τὴν πόλι, γιὰ νὰ χειροτονήσουν Ἐπίσκοπο τὸν πρώην ἄνθρωπο τοῦ Ἱπποδρόμου». Πῆγε λοιπὸν αὐτὸς καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ παρηγγέλθη. Ἀφοῦ λοιπὸν χειροτονήθηκε ὁ προαναφερθεῖς πρώην ἡ μᾶλλον ἔτι φαυλόβιος, ἄρχισε μὲ τὸν νοῦ του νὰ φαντάζεται ὅτι κάτι εἶναι καὶ νὰ ὑψηλοφρονῆ. Τότε τοῦ παρουσιάσθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Γιατί ὑψηλοφρονεῖς, ἄθλιε; Σοὺ λέω ἀλήθεια ὅτι δὲν ἔγινες Ἐπίσκοπος, ἐπειδὴ ἤσουν ἄξιος γιὰ ἱερωσύνη, ἀλλὰ γιατί αὐτῆς τῆς πόλεως τέτοιος Ἐπίσκοπός της ἄξιζε».
Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἂν ποτὲ δὴς κάποιον ἀνάξιο καὶ πονηρὸ βασιλέα ἡ ἄρχοντα ἡ Ἐπίσκοπο, μὴν ἀπορήσης, μήτε νὰ κατηγορήσης τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μᾶλλον μάθε ἀπ’ αὐτὸ καὶ πίστευε ὅτι παραδιδόμεθα σὲ τέτοιους τυράννους ἐξ αἰτίας τῶν ἀνομιῶν μας, κι ὅμως πάλι δὲν ἀφήνουμε τὰ κακά μας ἔργα.