Ομοφυλοφιλία,
ατομικό δικαίωμα
ή ιδεολογία;
Επισκόπου Καρπασίας Χριστοφόρου
Δημοσιεύτηκε στόν Τύπο καί σέ ἄλλα Μέσα
Ἐνημέρωσης ὅτι τόν Μάιο θά
πραγματοποιηθεῖ στή Λευκωσία,
ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Δημάρχου
Λευκωσίας τό λεγόμενο
«Φεστιβάλ Ὑπερηφάνειας»,
Ὁμοφυλοφίλων, Λεσβιῶν, Ἀμφισεξουαλικῶν, Τρανσέξουαλ κ.λπ.
Γιά τό θέμα αὐτό, τῆς Ὁμοφυλοφιλίας, ἔχουν λεχθεῖ καί γραφεῖ
πάρα πολλά.
Ἐξ ἀφορμῆς τῆς πιό πάνω ἐκδήλωσης θά ἤθελα νά ἐκφράσω καί
τίς δικές μου ἀπόψεις, συμβάλλοντας ἔτσι σ’ ἕνα ὑγιή διάλογο
μέ σκοπό τό γενικό καλό.
Τό πρῶτο τό ὁποῖο θά ἤθελα νά σημειώσω εἶναι ὅτι
ὑπάρχει τό ἀναφαίρετο δικαίωμα τοῦ καθενός νά ζεῖ ὅπως θέλει.
Τό δικαίωμα αὐτό δέν μπορεῖ νά τοῦ τό στερήσει κανείς.
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἐδημιούργησε ἐλεύθερους,
μᾶς ἔδωσε τό δικαίωμα τῆς αὐτοδιαχείρησης.
Συνεπῶς, μποροῦμε νά πᾶμε ἐνάντια στόν ἴδιο τόν Θεό,
ἐνάντια στήν ἴδια τή φύση μας, στούς φυσικούς καί πνευματικούς νόμους,
πιστεύοντας ὅτι ἔτσι αὐτοπραγματωνόμαστε καί ἐκπληρώνουμε τόν
προορισμό μας ὡς ἄνθρωποι.
Ταυτόχρονα μέ τό δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς
ἔχουμε καί τήν εὐθύνη, τήν προσωπική, γι’ αὐτή τήν ἐπιλογή
ἀφοῦ εἴμαστε λογικά ὄντα καί ἐλεύθερα ἀποφασίζουμε νά
ἀκολουθήσουμε μία συγκεκριμένη πορεία στή ζωή μας.
Ἡ εὐθύνη καί τά ἀποτελέσματά της, σέ μιά τέτοια περίπτωση
προσωπικῆς ἐπιλογῆς, πού εἶναι κατά πάντα σεβαστή, βαραίνει
προσωπικά καί μόνον ἐκεῖνον πού τήν κάνει.
Φυσικά ἐπειδή εἶναι μέλος μίας εὐρύτερης κοινωνίας
ἀνθρώπων καί ἡ κοινωνία εἶναι προέκταση τοῦ ἑαυτοῦ μας,
βραχυπρόθεσμα ἤ μακροπρόθεσμα ἔχει καί γενικότερες
κοινωνικές ἐπιπτώσεις.
Ὅταν, ὅμως, ἡ προσωπική μας ἐπιλογή, ἡ ὁποία εἶναι
καθαρά ὑποκειμενική ὑπόθεση, γίνεται ἰδεολογία καί καταβάλλεται
προσπάθεια ἐπιβολῆς της, γίνεται κοινωνικά και προσωπικά
ἐπικίνδυνη. Εἶναι δέ ἐπικίνδυνη διότι ἡ ἰδεολογία, ὡς ἰδιοτροπία (ἴδιος τρόπος ζωῆς), προβάλλεται ὡς φυσικός
καί γενικός τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος πρέπει νά γίνει χωρίς
καμία συζήτηση ἀποδεκτός, ἀνεξαρτήτως τῶν συνεπειῶν
πάνω στήν εὐρύτερη κοινωνία (οἰκογένεια, σχολεῖο, δομές κοινωνικές κ.λπ).
Γιά παράδειγμα τό γεγονός ὅτι μέ ἔντεχνο τρόπο γίνεται
προσπάθεια νά μεταδωθεῖ ἡ ἰδιοτροπία τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὡς
φυσική, ἀκόμη καί μέσα στά σχολεῖα ἤ νά ποινικοποιηθεῖ ἡ
ἀμφισβήτηση τῆς φυσικότητάς της, δείχνει ὅτι πρόκειται,
γιά ἰδεολογία πού ἐπιδιώκει ἀκόμα καί τήν κατάργηση
ἀναφαίρετων προσωπικῶν δικαιωμάτων, ὅπως εἶναι αὐτό τῆς
ἐλεύθερης ἔκφρασης τοῦ λόγου. (Βλ. Φιλελεύθερος, 8 Μαρτίου 2014,
«σημειώνεται μάλιστα ἀπό τούς διοργανωτές τό γεγονός ὅτι λίγο
πρίν ἀπό τήν ἐπικείμενη νομιμοποίηση τοῦ Συμφώνου Συμβίωσης
καί τήν ποινικοποίηση τῆς ὁμοφοβικῆς ρητορικῆς μίσους,
θεωροῦμε ὅτι ἡ στιγμή εἶναι κατάλληλη γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ μέχρι σήμερα
ἄπιαστου ὀνείρου μας, τή διοργάνωση τοῦ 1ου Φεστιβάλ
Ὑπερηφανείας (Pride) Κύπρου»).
Συνεπῶς, τό πρῶτο τό ὁποῖο θά ἤθελα να σημειώσω εἶναι ὅτι,
κατά τήν ἄποψή μου, τό κίνημα τῶν Ὁμοφυλοφίλων δέν ὑπερασπίζεται
ἁπλῶς τό δικαίωμα τῶν μελῶν του νά ζοῦν σύμφωνα μέ τήν δική
τους ἐπιλογή, ἀλλά ἔχει θέσει ὡς στόχο τήν προβολή καί ἐπιβολή μίας ἰδεολογίας -
ἰδιοτροπίας μέ ἐπικίνδυνες κοινωνικές καί προσωπικές προεκτάσεις.
Αὐτό φαίνεται – διαφαίνεται μέσα ἀπό τά μανιφέστα, διακηρύξεις,
μαζικές ἐκδηλώσεις καί συνασπισμούς. Δέν μπορῶ νά κατανοήσω γιατί
πρέπει νά πορεύονται σέ δημόσιους χώρους μέ τήν ὑποστήριξη δημόσιων
προσώπων καί φορέων προβαίνοντας σέ πράξεις καί ἐκδηλώσεις (δημόσια sic)
πού ἀφοροῦν, ὅπως ἰσχυρίζονται, τήν ἰδιωτική τους ζωή!!!
Μάλλον μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἐάν λάβει κάποιος ὑπόψη του ὅτι
«τό οὐσιαστικό ἰδιοτροπία, ὅπως καί τό ἐπίθετο ἰδιότροπος,
χρησιμοποιεῖται εἰς τήν νέαν ἑλληνικήν γλῶσσαν εὐρέως διά τόν
χαρακτηρισμόν ἀνθρώπων καί τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῶν.
Ἡ ἐτυμολογική παραγωγή τῶν λέξεων τούτων δηλοῖ χαρακτηριστικῶς
τό περιεχόμενόν των («suppositum»). Ὁ ἀντίστοιχος παλαιότερος ὅρος,
ὁ ὁποῖος ἀπαντᾶ καί εἰς τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας πρός δήλωσιν τῆς
ἀρνητικῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν, εἶναι ἡ
λέξις δυστροπία.
Συνώνυμος φαίνεται ὅτι εἶναι περίπου καί ὁ ὅρος δυσβουλία.
Ἐάν οἱ ὅροι ἰδιοτροπία καί δυστροπία εἶναι πράγαματι συνώνυμοι,
τοῦτο θά σημαίνει ὅτι τό «ἴδιον» τῆς ἰδιοτροπίας συμπίπτει μέ τό κακόν
τοῦ τρόπου, τό ὁποῖον ἐκφράζει ὁ ὅρος δυστροπία. Εἰς τήν περίπτωσιν ταύτην,
τό «ἴδιον» καί τό κακόν («δύσ-») θά συμπίπτουν» (Κωνστ. Ε. Παπαπέτρου,
«Ἡ ἰδιοτροπία, ὡς πρόβλημα ὀντολογικῆς ἠθικῆς», Ἀθῆναι 1973, σελ. 5).
Ἔχοντες καί ἐμεῖς τό προσωπικό δικαίωμα, ὄχι τῆς ἐπιβολῆς
μίας ἰδεολογίας - ἰδιοτροπίας προσωπικῆς ἤ ἔστω συλλογικῆς, ἀλλά τῆς
ἔκφρασης τοῦ λόγου – γνώμης - ἄποψης, στή συνέχεια θά ἐπιχειρήσουμε
νά μεταφέρουμε, ὡς Θεολόγος - Ἐπίσκοπος, τήν ἄποψή μας, ἡ ὁποία
ταυτίζεται μέ τήν ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος Χριστοῦ.
Πρίν προχωρήσουμε στήν καθαρά θεολογική προσέγγιση τοῦ θέματος,
θεωρῶ ὅτι θά ἦταν ὀρθό νά σχολιάσουμε κάποιες ἀπόψεις, πού
παρουσιάζονται γιά νά δικαιολογήσουν τήν ὁμοφυλοφιλία.
Κατ’ ἀρχάς γίνεται ἀποδεκτό ἐπιστημονικά ὅτι, μέ βάση τίς
νευροενδοκρινικές μελέτες πού ἔχουν γίνει, δέν ἀποδεικνύεται ὅτι
ἡ τάση αὐτή ὀφείλεται σέ γενετικά ἤ παθολογικά αἴτια. Περισσότερο,
ὑπάρχει ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ὀφείλεται σέ περιβαλλοντικούς λόγους,
σεξουαλικές παρεκκλίσεις, διαταραχές ταυτότητας φύλου ἤ
σεξουαλικές διαταραχές: «Τελικά θά μποροῦσε κανείς νά
πεῖ ὅτι οἱ διάφορες θεωρίες, ψυχολογικές καί βιολογικές, πού
προτάθηκαν γιά τήν ἐξήγηση τῶν αἰτιῶν τῆς ὁμοφυλοφιλίας
δέν ἔχουν ἀποδειχθεῖ ἀκόμη» (βλ. Psychologia.gr, «Διαταραχές»).
Συνεπῶς, ἡ ἄποψη τῆς ἐπιστημονικῆς θεμελίωσης τῆς ἰδεολογίας
τῆς ὁμοφυλοφιλίας δέν τεκμηριώνεται.
Δέν ὑπάρχει στή ζωή μας τρίτο φύλο.
Γι’ αὐτό καί πολλοί ἀπό ψυχολογικές παρεκκλίσεις
καί διαταραχές ταυτότητας φύλου, πού δέν αἰσθάνονται
«καλά» μέ τό φύλο τους (ἴδιος-τρόπος=ἰδιοτροπία) προβαίνουν
σέ ἐγχειρητικές ἐπεμβάσεις ἀλλαγῆς φύλου.
Ἀκόμη προβάλλεται ὁ ἰσχυρισμός ὅτι πάνω ἀπό 1500 εἴδη
ζώων συμπεριφέρονται ὁμοφυλοφιλικά καί κατά συνέπεια αὐτό
δεικνύει ὅτι πρόκειται περί φυσικῆς ἐνέργειας ἤ πράξης.
Ἐδώ θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι τα ζώα ἐνεργοῦν μέ βάση τά ἔνστικτά τους,
ἐνώ οἱ ἄνθρωποι μέ βάση τή λογική τους. Συνεπῶς, θά πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε ἄν θέλουμε νά ἐνεργοῦμε στή ζωή μας ἐνστικτωδῶς
(ζωωδῶς) ἤ λογικά (ἀνθρώπινα).
Ἐπίσης, φέρεται ἀπό πολλούς τό ἐπιχείρημα ὅτι στούς ἀρχαίους
πολιτισμούς ἦταν κοινωνικά ἀποδεκτή ἡ ὁμοφυλοφιλία καί καθιερωμένη
ὡς τρόπος ζωῆς. Αὐτό δέν εἶναι ἀπόλυτα ὀρθό.
Ἡ ἀλήθεια ἔγκειται στό γεγονός, τό ὁποῖο ἐπισημαίνει καί ὁ ἀπόστολος
Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του, ὅτι «αἵ τε γὰρ θήλειαι
αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν, ὁμοίως δὲ
καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν
ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην
κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης
αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες»(Ρωμ. α΄, 26-27).
Τήν ἴδια θέση μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο εἶχαν καί οἱ
ἀρχαῖοι Φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετώπιζαν τό φαινόμενο αὐτό ὡς
παρά φύσιν κατάσταση. Ὁ Πλάτωνας ἀναφέρει:
«Εἶναι λοιπόν κατανοητό ὅτι ἡ φύσις ὠθεῖ τά θηλυκά νά εἶναι σέ
ἐπαφή μέ τά ἀρσενικά ἀπό τή γέννησή τους καί ἡ ἡδονή σέ αὐτά εἶναι
φανερό ὅτι ἔχει δοθεῖ σύμφωνα μέ τήν φύσιν, ἐνώ τῶν ἀρσενικῶν
μέ τά ἀρσενικά καί τῶν θηλυκῶν μέ τά θηλυκά παρά φύσιν» (Νόμοι 636C.
Bλέπε Βικιπαίδεια).
Ὁ δέ Ξενοφώντας στά Ἀπομνημονεύματά του ἀναφέρει τήν ἄποψη
τοῦ Σωκράτη γράφοντας: «Ἀντιθέτως ὅμως ὅταν ἀντελήφθη πώς ὁ
Κριτίας ἦταν ἐρωτευμένος μέ τόν Εὐθύδημο καί ἐπροσπαθοῦσε νά τόν
χρησιμοποιήσει καθώς ἐκείνοι πού ἀπολαμβάνουν τά σώματα ἀφροδισιακά,
τόν ἀπέτρεπεν ὁ Σωκράτης λέγοντας ὅτι καί ἀνάξιο γιά ἐλεύθερον
ἄνθρωπο εἶναι καί ἀνάρμοστο γιά ἕναν ἄνδρα μορφωμένο ἐνάρετα,
ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶς, χάριν τοῦ ὁποίου θέλει νά φαίνεται πώς ἀξίζει πολύ,
νά τόν ζητιανεύει ἱκετεύοντάς νά τόν στηρίξει σέ κάτι πού μάλιστα κάθε
ἄλλο παρά ἀγαθό εἶναι. Ἐπειδή ὁ Κριτίας δέν ἄκουσε αὐτά τά λόγια καί
δέν ἀπομακρυνόταν ἀπό τό σκοπό του, λέγεται ὅτι ὁ Σωκράτης παρουσία
καί πολλῶν ἄλλων καί τοῦ Εὐθύδημου εἶπεν ὅτι τοῦ φαίνεται πώς
ὁ Κριτίας ὑποφέρει ἀπό κάτι πού παθαίνουν οἱ χοίροι, ἀφού
ἐπιθυμεῖ νά τρίβεται στόν Εὐθύδημο ὅπως ἀκριβῶς τρίβονται τά
χοιρίδια στίς πέτρες. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἀκριβῶς ὁ Κριτίας ἐμισοῦσε
τόν Σωκράτη (Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα, Α1130. Βλέπε ό.π.).
Συνεπῶς, εἶναι ἀλήθεια ὅτι στήν ἀρχαία εἰδωλολατρική Ἑλλάδα καί
Ρώμη ἐπικρατοῦσε καί ἴσως νά ἦταν διαδεδομένος τρόπος ζωῆς ἡ
ὁμοφυλοφιλία, ὡς ἐκτροπή πρός τήν ἡδονή καί ὄχι ὡς φυσική κατάσταση.
Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, οἱ καλλιεργημένοι πνευματικά,
βλέποντας αὐτή τήν ἐκτροπή τήν ἐπεσήμαναν καί προσπαθοῦσαν νά τήν
θεραπεύσουν. Ἔτσι, μέ τήν ἔξοδο ἀπό τήν εἰδωλολατρεία (ἀπολυτοποίηση
τῆς ἡδονῆς καί τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ἀνθρώπου) καί τήν ἀνάπτυξη
τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἴδια ἡ κοινωνία
ἀπέβαλε καί θεώρησε ὡς παρά φύσιν κατάσταση τήν ὁμοφυλοφιλία.
Ἄρα ἀπό κοινωνιολογική ἄποψη, ὅλους αὐτούς τούς αἰῶνες, ἡ ἴδια
ἡ κοινωνία μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο στιγμάτιζε ὡς παρά φύσιν
κατάσταση τόν ἴδιον αὐτό τρόπο ζωῆς.
Αὐτό τό ὁποῖο ἐπιχειρεῖται σήμερα εἶναι ἡ ἰδεολογικοποίηση τῆς
ἡδονῆς καί μάλιστα αὐτῆς πού προέρχεται ἀπό παρά φύσιν σχέσεις
καί ἐνέργειες. Ὅπως ἀναφέραμε καί πιό πάνω εἶναι δικαίωμα κάποιου
νά ἀκολουθήσει τόν δικό του προσανατολισμό. Ὅμως δέν μποροῦμε νά
ἀντιληφθοῦμε γιατί ὅλοι πρέπει, ἀκόμη καί διά νομοθεσίας, νά τόν δεχθοῦμε
ὡς ὀρθό ἤ ἀκόμα καί κοινωνικά ὠφέλημο. Μήπως αὐτό ἀποτελεῖ μία σύγχρονη
ἐκτροπή ἀπό τήν πνευματική ὠριμότητα στήν νεο-ειδωλολατρία
(ἀπολυτοποίηση τῶν παθῶν καί ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν);
Ἀπό καθαρά Θεολογική ἄποψη, ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι ἁμαρτία.
Γιά νά κατανοήσουμε τή θέση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ἑρμηνεύσουμε
τά σχετικά χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου, πού ἀναφέρονται σ’ αὐτό τό
θέμα καί γενικά στήν αἰχμαλωσία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά λεγόμενα
σαρκικά πάθη.
Τό πρῶτο χωρίο προέρχεται ἀπό τήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή
του (Ρωμ. α΄, 18-32). Ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἀπ. Παῦλου ξεκινᾶ ἀπό
τό γεγονός τῆς νοητικῆς διαστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος
ἐπειδή δέν μπόρεσε νά νοήσει (κατανοήσει) ὀρθά τόν Θεό,
ἀπολυτοποίησε – θεοποίησε τά φθαρτά καί ὑλικά πράγματα τοῦ
κόσμου αὐτοῦ.
Αὐτό εἶχε καί ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά στραφεῖ ὁ ἄνθρωπος
ἐρωτικά (παθιασμένα) πρός αὐτά, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀδειάσει
ἐσωτερικά ἀπό κάθε ἔννοια πνευματική, ἀνώτερη καί νά ἀγνοεῖ τή
δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Θεο-εγκατάλειψη, ἡ πνευματική ἄγνοια, ἐπιφέρει μέσα
στό κέντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρῶπου ἐπιθυμίες, πού εἶναι στήν
οὐσία τους ἀκαθαρσίες, πού τόν ἀτιμάζουν ὡς προσωπικότητα.
Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος λατρεύει (ὑπηρετεῖ, ποθεῖ, ἐπιδιώκει) τήν κτίση
παρά τόν Κτίσαντα. Τό ἐσωτερικό κενό, πού δημιουργεῖται μέσα στόν
ἄνθρωπο, πού ἀπό τή φύση του εἶναι δημιουργημένος νά βιώνει τήν
ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν καταλαμβάνουν τά «πάθη τῆς ἀτιμίας».
Δηλαδή πρόκειται γιά ἐσωτερικές –ψυχικές-πνευματικές ἀσθένειες
πού διαστρέφουν τήν ἐπιθυμία (ψυχική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου):
«διό καί παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν
αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τά σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς»,
μέ ἀποτέλεσμα νά ἀλλάζει τό φρόνημα καί ὁ τρόπος ζωῆς.
Συνεπῶς, εἶναι ἁμαρτία διότι ἀπολυτοποιεῖται μία σαρκική ἐπιθυμία,
ἡ ὁποία γίνεται πάθος (ἀρρώστια, κατάσταση) τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο
ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά φθάσει στήν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ
(ἀφοῦ ἤδη ἔχει Θεο-ποιήσει τό σαρκικό πάθος) καί στερεῖται
τῆς ἀφθάρτου δόξης καί ἐμπειρίας τοῦ ὄντος Θεοῦ.
Ἡ ψυχική αὐτή κατάσταση ἔχει, σύμφωνα μέ τον Ἀπ. Παῦλο
ὑπαρξιακά καί ὀντολογικά ἀποτελέσματα πάνω στήν ψυχοσωματική
κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου: «καί καθώς οὐκ ἐδοκίμασαν τόν Θεόν
ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός (λόγῳ τῆς κατάστασης
πού δημιούργησαν διά τοῦ ἰδίου τρόπου ζωῆς) εἰς ἀδόκιμον νοῦν,
ποιεῖν τά μή καθήκοντα, πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ,
πονηρίᾳ, πλεονεξίᾳ, κακίᾳ, μεστούς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου,
κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς,
ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετάς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς,
ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας».
Ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἡδονῆς, ὠς σκοποῦ καί στόχου τῆς ζωῆς ὁδηγεῖ
στήν ὁδύνη.
Ἡ ὀδυνή ἀρχίζει ἐσωτερικά, ἀλλοιώνει τή ψυχική κατάσταση τοῦ
ἀνθρώπου, ὑποφέρει μέσα του (βλέπε ἀθεράπευτα ψυχολογικά προβλήματα)
καί ἡ ἐσωτερική αὐτή κατάσταση μεταφέρεται ὡς πράξη-ἐνέργεια μέσα
στήν κοινωνία μας. Μελετώντας κάποιος προσεκτικά τήν πιό πάνω ψυχική
ἀκτινογραφία τοῦ Ἀποστόλου ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι περιγράφει μέ ἀπόλυτη
ἀκρίβεια, τήν παθολογκή κατάσταση τῆς ἐποχῆς μας. Δέν εἶναι πιστεύω,
τυχαίο τό γεγονός ὅτι πολλοί ὑποστηρίζουν ὅτι τά χειρότερα ἐγκλήματα
εἶναι τά λεγόμενα σεξουαλικά, πού προέρχονται κυρίως ἀπό παρά φύσιν
ἐνέργειες.
Δεύτερον, ἡ ἁμαρτία (πράξη, λόγος, ἐπιθυμία, αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ
πού γίνεται ψυχική κατάσταση) ἀποκλείει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διευκρινίζει ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι
τρία βασικά πράγματα, πού διαμορφώνουν τήν ψυχικήν κατάσταση
τοῦ ἀνθρώπου: Εἰρήνη ἐσωτερική, δικαιοσύνη (δηλαδή ἡ ἐνάρετη ζωή
ἡ ὁποία μᾶς δικαιώνει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ) καί ἁγιασμός (μετοχή τοῦ
ἀνθρώπου στή Χάρη τοῦ Θεοῦ). Ἡ ἀλλοίωση τῆς ἐσωτερικῆς κατάστασης
τοῦ ἀνθρώπου, λόγω τῆς αἰχμαλωσίας ἀπό τά διάφορα πάθη,
ἀποτελεῖ τήν κόλαση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει λόγω
στέρησης τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης καί τοῦ ἁγιασμοῦ.
Γι’ αὐτό καί γράφει μέ βεβαιότητα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
«Μή πλανᾶσθε• οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί,
οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται (ὁμοφυλόφιλοι), οὔτε πλεονέκται,
οὔτε κλέπται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ
οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. στ΄, 1-11).
Τρίτον, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος πρός τούς πιστούς,
οἱ ὁποῖοι ἐβαπτίσθηκαν, τούς ὑπενθυμίζει μία πνευματική πραγματικότητα.
Μέσα τους ἐνεργεῖ ὀντολογικά ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κατά
συνέπεια τά σώματα τους εἶναι Ναός τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη παρατηρεῖ ὅτι τά σώματα μας δέν τά ἐξουσιάζουμε, γιά νά τά
κάνουμε ὅ,τι θέλουμε, διότι δέν εἶναι αὐτοδημιούργητα.
Τά ἔχουμε ἀπό τόν ἴδιον τόν Θεό. Συνεπῶς, τά σώματά μας,
δέν εἶναι σκεῦος ἡδονῆς καί ἐνδοκοσμικῶν ἀπολαύσεων, ἀλλά
μέσον, ἐργαλεῖον πού μᾶς ὁδηγεῖ στό νά πραγματώσουμε τή φύση μας.
Νά τήν καταστήσουμε γνήσια, αὐθεντική, ἁγία, ὅπου θά συνδοξάζεται
μέσα στή δόξα τοῦ Θεοῦ. «Φεύγετε τήν πορνείαν...ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό
σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ,
καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν, ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς• δοξάσατε δή τόν Θεόν ἐν τῷ
σώματι ὑμῶν καί ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινα ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. στ΄, 14-20).
Ὡς ἐπίλογο τῶν πιό πάνω θέσεων θά ἤθελα νά χρησιμοποιήσω τόν
λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου, ὁ ὁποῖος σεβόμενος τήν ἐλευθερία τοῦ
ἀνθρώπου γράφει: «Πάντα μοι ἔξεστιν» (ὅλα μου ἐπιτρέπονται).
«Ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει» (ὅμως δέν εἶναι ὅλα πρός τό συμφέρον μου).
Ἡ ἰδεολογικοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φιλαυτίας
τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει αἰχμαλωτιστεῖ στά πλοκάμια τῆς σύγχρονης
ἐκκοσμικευμένης – εἰδωλολατρικῆς μαγείας. Ἡ δομή τῆς σύγχρονης
ἐκκοσμικευθεῖσας κοινωνίας μοιάζει περισσότερο μέ τή δομή μίας
μηχανῆς, πού παράγει ἡδονή, παρά ἑνός ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ,
πού δημιουργεῖ προοπτική μέσα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁπότε ὁ μηχανοποιημένος ἄνθρωπος ἀγνοεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι
ἐνέργεια τῆς ἀνθρώπινης βούλησης, πού στήν οὐσία της εἶναι
ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιτελέσει τή φύση του ὡς πρόσωπο
καί ὄχι ὡς μία ἀπλή δυνατότητα, τήν ὁποῖα ἔχει στή φύση του
καί μπορεῖ νά τή χρησιμοποιήσει ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας.
Ἀγνοεῖ ὅτι τό κακό, δηλαδή ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐνέργεια ὄχι κατά φύσιν,
ἀλλά κατά (ἐνάντια) τῆς φύσεως.
Κατά συνέπεια, τό δικαίωμα νά κινηθεῖ κάποιος ἐνάντια στή
φύση του παραμένει ἀναφαίρετο. Μήπως ὅμως πρέπει νά μελετηθεῖ
καί ἡ δυνατότητα τῆς ὑπέρβασης (ὄχι κατάργησης) ἤ καλύτερα τῆς
θεραπείας τῆς φύσεως, ὥστε νά κινεῖται κάποιος φυσικά καί
ὑπέρ φύση καί νά εἶναι ἀναπαυμένος γι’ αὐτό πού κάνει καί
νά μή ζητᾶ δικαίωση μέσῳ διαδηλώσεων
«Ὑπερηφανείας» καί νομοθετικῶν ρυθμίσεων.
Διότι ἐάν μιλοῦμε γιά κάτι τό ὁποῖο εἶναι φυσικό καί
κοινωνικά ἀποδεκτό, τότε γιατί χρειάζονται τά κινήματα
καί οἱ ἀγῶνες φυσικῆς καί κοινωνικῆς θεμελίωσης καί ἀποδοχῆς του;
πηγή το είδαμε εδώ