Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Μαΐου 29, 2014

O Αναληφθείς Χριστός, το σωτήριο χελιδόνι που μας οδηγεί στην Αιώνια Άνοιξη. (Άγ.Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος

Ὅταν τὰ χελιδόνια μένουν ἀπὸ τροφὴ καὶ τὸ κρύο πλησιάζει, ξεκινοῦν τὸ ταξίδι τους γιὰ τὰ θερμὰ κλίματα. Ἐκεῖ θὰ βροῦν πολὺ ἥλιο καὶ ἀρκετὴ τροφή. Ἕνα χελιδόνι πετᾶ μπροστά, δοκιμάζει τὸν ἀέρα καὶ δείχνει τὸ δρόμο. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα χελιδόνια ἀκολουθοῦν τὴν πορεία του.

Ὅταν οἱ ψυχὲς μας μένουν ἀπὸ τροφὴ στὸν ὑλικὸ κόσμο κι ὅταν ἡ κρυάδα τοῦ θανάτουπλησιάζει, τότε τί καλὰ θὰ ἦταν νὰ ὑπῆρχε ἕνα χελιδόνι σὰν κι ἐκεῖνο, νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ τόπο θερμό, ὅπου θὰ βρίσκαμε πολλὴ πνευματικὴ ζέστη καὶ τροφή! 

Ὑπάρχει ἄραγε τέτοιος τόπος; Καὶ μποροῦμε ἄραγε νὰ βροῦμε τέτοιο χελιδόνι;

Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει κανένας πού νὰ μπορεῖ νὰ δώσει ἀξιόπιστη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό. Μόνο ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ μάλιστα μὲ βεβαιότητα. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ παραδείσου πού νοσταλγεῖ ἡ ψυχή μας, τώρα πού ζεῖ στὸ παγωμένο σύθαμπο τῆς ἐπίγειας ὕπαρξής μας. Γνωρίζει ἐπίσης τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο χελιδόνι, τὸ πρῶτο πού πετάει πρὸς τὸν τόπο τῆς νοσταλγίας, τῆς ἐπαγγελίας, πού διαλύει τὸ σκοτάδι, διαπερνᾶ μὲ τὰ δυνατὰ φτερὰ του τὴ βαριὰ ἀτμόσφαιρα ἀνάμεσα σὲ γῆ καὶ οὐρανὸ κι ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὸ σμῆνος πού ἀκολουθεῖ. Κι ἀκόμα ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία στὴ γῆ θὰ σοῦ πεῖ γι’ ἀμέτρητα σμήνη χελιδονιῶν πού ἀκολούθησαν τὸ πρῶτο Χελιδόνι καὶ πέταξαν μαζί Του στὸν εὐλογημένο τόπο, ὅπου ἀφθονοῦν ὅλα τ’ ἀγαθὰ, τὸν τόπο τῆς αἰώνιας ἄνοιξης.

Θὰ ἔχεις ἀντιληφθεῖ πώς μὲ τὸ σωστικὸ αὐτὸ χελιδόνι ἐννοῶ τὸν ἀναληφθέντα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ ἴδιος δὲν εἶπε πώς εἶναι ἡ Ὁδός; Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος στοὺς ἀποστόλους,«πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰωάν. ιδ’ 2, 3); Καὶ πρὶν ἀπ’αὐτὸ δὲν τοὺς εἶχε πεῖ,«κἀγώ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰωάν.ιβ’ 32); 

Ὅλ’ αὐτὰ πού ὁ ἴδιος εἶχε πεῖ, ἄρχισαν νὰ ἐκπληρώνονται λίγες βδομάδες ἀργότερα καὶ συνεχίζουν νὰ ἐκπληρώνονται μέχρι σήμερα καὶ θὰ ἐκπληρώνονται ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ Χριστός, πού ἦταν ἡ ἀρχή τῆς πρώτης δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἔγινε ἀρχή καὶ τῆς δεύτερης δημιουργίας ἢ ἡ εὐλογημένη ἀνακαίνιση τῆς παλιᾶς.

Ἡ ἁμαρτία ἔδεσε τὰ φτερὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῶν ἀπογόνων του κι ἔτσι ἀπομακρύνθηκαν ὅλοι ἀπὸ τὸν Θεό, τοὺς τύφλωσε ὁ ἴδιος πηλὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν πλαστεῖ. Ὁ Χριστός, ὁ πρῶτος Ἀδὰμ καὶ πρῶτος Ἄνθρωπος, ὁ πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀναλήφθηκε μὲ πνευματικὰ φτερὰ στὸν οὐρανό, στὸ θρόνο τῆς αἰώνιας δόξας καὶ δύναμης. Βάδισε τὸ δρόμο πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἄνοιξε ὅλες τὶς πύλες του γιὰ τοὺς πιστοὺς πού ἔχουν ἀνοιγμένα τὰ πνευματικὰ φτερά τους, ὅπως ὁ ἀετὸς ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὰ ἀϊτόπουλα, ὅπως τὸ χελιδόνι πού πετᾶ πρῶτο, ἐπικεφαλῆς, δείχνει στὸ σμῆνος τὸ δρόμο κι ἐκμηδενίζει τὴν ἀντίσταση τοῦ ἀέρα.

«Τὶς δώςῃ μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι και καταπαύσω;» (Ψαλμ. νδ’ 7), ἀναφωνεῖ θλιμμένος ὁ Ψαλμωδὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί; Ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος: «ἡ καρδιά μου ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ’ ἐμέ· φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ’ ἐμέ, καὶ ἐκάλυψέ με σκότος» (Ψαλμ. νδ’ 5,6). Τέτοια τρομερὴ αἴσθηση νεκρικῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας πρέπει νὰ ἐπικρατοῦσε στὶς ἐρημιὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς, σὰν ἐφιάλτης σκοτεινὸς πού βάραινε ὅλο τὸ λογικὸ καὶ δίκαιο κόσμο πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ.

«Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει φτερὰ γιὰ νὰ πετάξω μακριὰ ἀπ’αὐτὴ τὴ ζωή;» πρέπει νὰ ἦταν ἡ ἐρώτηση πού ἔκαναν πολλὲς εὐγενικὲς κι εὐαίσθητες ψυχές. Ἀλλά ποῦ θὰ κατευθυνθεῖς, ἁμαρτωλὴ ἀνθρώπινη ψυχή; Μπορεῖς ἀκόμα νὰ ὀνειρεύεσαι, νὰ νιώθεις τὸν τόπο τῆς θαλπωρῆς καὶ τοῦ φωτὸς ἀπ’ ὅπου ἐξορίστηκες; οἱ πύλες ἔκλεισαν πίσω σου, τὶς προσέχουν τὰ χερουβὶμ μὲ τὰ πύρινα ξίφη τους, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴν προσέγγισή σου. Ἡ ἁμαρτία κόλλησε τὰ φτερά σου, ὄχι τὰ φτερὰ τοῦ πτηνοῦ, μὰ τὰ θεϊκά, κι ἔχεις ἐγκλωβιστεῖ στὴ γῆ. Χρειάζεσαι κάποιον γιὰ νὰ σ’ ἐλευθερώσει πρῶτα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, νὰ σὲ καθαρίσει καὶ νὰ νὰ σὲ βοηθήσει νὰ σταθεῖς ὄρθιος. 

Μετὰ χρειάζεσαι κάποιον νὰ τοποθετήσει νέα φτερά, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ πετάξεις. Μετὰ θὰ χρειαστεῖς κάποιον ἄλλον, κάποιον πολὺ δυνατό, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ παραμερίσουν τὰ χερουβὶμ μὲ τὰ πύρινα ξίφη, ὥστε γιὰ χάρη Του νὰ περάσεις στὴν ἔνδοξη πατρίδα σου. Καὶ τελευταῖο, ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον πού θὰ ζητήσει γιὰ λογαριασμό σου ἔλεος ἀπὸ τὸν Δημιουργό, ὥστε νὰ σὲ δεχτεῖ ξανὰ στὸν τόπο τῆς αἰώνιας πατρίδας.

Αὐτὸς ὁ «κάποιος» ἦταν ἄγνωστος στὸν προχριστιανικὸ κόσμο. 

Αὐτοαποκαλύφτηκε ὡς Κύριος καὶ Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός, Υἱὸς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Ἀπὸ ἀγάπη γιὰ σένα κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, ντύθηκε ἀνθρώπινη σάρκα, φυλακίστηκε γιὰ χάρη σου, ἐπειδὴ ἤσουν φυλακισμένος, ἵδρωσε, κρύωσε, πείνασε καὶ δίψασε, δέχτηκε ἐμπτυσμούς, καρφώθηκε στὸ σταυρό, ἔμεινε στὸν τάφο τρεῖς μέρες, κατέβηκε στὸν Ἅδη γιὰ νὰ καταστρέψει μιὰ φυλακὴ χειρότερη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, πού εἶχε προετοιμαστεῖ γιὰ σένα ὅταν ἡ ψυχή σου θὰ χωριζόταν ἀπὸ τὸ σῶμα. Καί ὅλ’ αὐτὰ γιὰ νὰ σὲ σώσει ἀπὸ ἐκεῖ πού κυλιόσουν στὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας, νὰ σὲ κάνει νὰ σταθεῖς ὄρθιος. Μετὰ ἀναστήθηκε «ἐκ νεκρῶν»γιὰ νὰ δώσει καὶ σὲ σένα φτερά, νὰ πετάξεις στὸν οὐρανό. Τελικὰ ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ γιὰ ν’ ἀνοίξει καὶ γιὰ σένα τὸ δρόμο, νὰ σὲ ὁδηγήσει στὰ σκηνώματα τῶν ἀγγέλων.

Τώρα δὲν ἔχεις λόγο ν’ ἀναστενάζεις μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὅπως ὁ προφητάνακτας Δαβίδ, οὔτε νὰ ἐπιθυμεῖς πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς. Τώρα ἐμφανίστηκε ὁ Ἀετός, πού ἄνοιξε τὰ φτερά Του καὶ σοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο. Τὸ μόνο πού ἔχεις νὰ κάνεις, εἶναι ν’ ἀναπτύξεις τὰ πνευματικὰ φτερὰ πού σοῦ δόθηκαν ὅταν βαφτίστηκες στὸ ὄνομά Του καὶ νὰ ἐπιθυμήσεις μ’ ὅλη σου τὴν ψυχὴ ν’ ἀνεβεῖς ἐκεῖ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Ἴδιος. Ὁ Κύριος ἔκανε τὰ ἐνενήντα ἐννιὰ ἀπὸ τὰ ἑκατὸ βήματα πού χρειάζεσαι γιὰ τὴ σωτηρία σου. Δὲν θὰ προσπαθήσεις νὰ κάνεις τὸ βῆμα πού ἀπέμεινε γιὰ νὰ ἐπιτύχεις τὴ σωτηρία σου, ὅταν μάλιστα «οὕτω γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Β’ Πέτρ.α’ 11);

Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ ἦταν τόσο ἀπρόσμενη στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο ἦταν καὶ στοὺς ἀγγέλους ἡ ἐλευσή Του ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ κι ἡ κατὰ σάρκα γένννησή Του. Ἀλλά καὶ ποιὸ γεγονὸς στὴ ζωή Του δὲν ἀντιπροσωπεύει κάτι μοναδικὸ κι ἀπρόσμενο στὸν κόσμο; Ὅπως οἱ ἄγγελοι παρατηροῦσαν μὲ θαυμασμὸ πῶς ξεχώριζε ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὴν πρώτη δημιουργία καὶ τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν ξηρά, πῶς τοποθέτησε τὰ ἄστρα στὸν οὐράνιο θόλο καὶ πῶς δημιούργησε τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τελικὰ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, δίνοντάς του ψυχὴ ζῶσα, ἔτσι κι ἐμεῖς ὅλοι βλέπουμε μὲ θαυμασμὸ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Σωτήρα μας, ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παναγίας Παρθένου ὡς καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή Του στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἀπὸ μιὰ πρώτη ματιὰ ἦταν ὅλα ἀπρόσμενα, ἀναπάντεχα. Ὅταν ὅμως γίνεται φανερὸ πώς ὑπηρετοῦν τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας μας, ὅλοι οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι πρέπει νὰ κραυγάσουν μὲ χαρὰ καὶ νὰ δοξολογήσουν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Δὲν μπορεῖς ν’ ἀφαιρέσεις κάποιο γεγονὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴ παραμορφώσεις ὁλόκληρο τὸ ἔργο Του, ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ κόψεις τὸ χέρι ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ τὸ πόδι του καὶ νὰ μὴ τὸν παραμορφώσεις, ἤ νὰ βγάλεις ἀπὸ τὸν οὐράνιο θόλο τὸ φεγγάρι ἤ ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ μυριάδες ἄστρα καὶ νὰ μὴν παραμορφώσεις τὴν τάξη καὶ τὸ κάλλος τοῦ οὐρανοῦ. 

Γι’ αὐτὸ μὴ σκέφτεσαι πώς ἴσως «δὲν ἦταν ἀπαραίτητο ν’ ἀναληφθεῖ ὁ Κύριος». Ὅταν μερικοὶ ἀπό τούς Ἰουδαίους ἀναγκάστηκαν νὰ παραδεχτοῦν καὶ νὰ κραυγάσουν πώς «καλῶς πάντα πεποίηκε» (Μάρκ. ζ’ 37), πῶς ἐμεῖς πού βαφτιστήκαμε στὸ ὄνομά Του νὰ μὴν πιστέψουμε πώς ὅλα ὅσα ἔκανε ἦταν καλά; Ὅλα τὰ σχεδίασε καὶ τὰ ἔφτιαξε μὲ μεγάλη σοφία. Καὶ ἡ Ἀνάληψή Του ἦταν καλὰ σχεδιασμένη, μὲ πολλὴ σοφία, ὅπως ἦταν κι ἡ Ἐνσάρκωση, τὸ Βάπτισμα, ἡ Μεταμόρφωση κι ἡ Ἀνάστασή Του. «Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω» (Ἰωάν. ιστ’ 7), εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του.

Βλέπεις πώς ρυθμίζει καὶ κάνει τὰ πάντα γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων; Κάθε λόγος καὶ κάθε πράξη Του ἔχουν ὡς σκοπὸ τους τὸ καλὸ ὅλων μας. Διαφορετικὰ δὲν θὰ εἶχε ἀναληφθεῖ. Ἂς μείνουμε ὅμως στὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάληψης, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὰ δυό του ἒργα: στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.

Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του: «εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ» (Λουκ. κδ’ 46). Ἀπὸ ποιὸν γέγραπται; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸ ἔγραψε, μέσῳ τῶν προφητῶν στὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς Ψαλμούς. Ὁ Κύριος ἐκτιμᾶ τὰ βιβλία αὐτά, στὸ μέτρο πού ἀναφέρονται προφητικὰ σὲ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τοῦ συμβοῦν. Ἐκεῖ εἶχαν γραφεῖ κι ἐκπληρώθηκαν. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ σκιά, ἐδῶ ἡ ζωὴ κι ἡ ἀλήθεια.

«Τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ’ 45). Ἡ «διάνοιξη» τοῦ νοῦ εἶναι θαῦμα ἴσο μὲ ἀνάσταση νεκρῶν, γιατί κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ πέπλο τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψη βρίσκεται στὸ σκοτάδι τοῦ τάφου

Διαβάζει, μὰ δὲν καταλαβαίνει, κοιτάζει, μὰ δὲ βλέπει, ἀφουγκράζεται, μὰ δὲν ἀκούει. Ποιὸς ἄνθρωπος στὴν Ἱερουσαλὴμ εἶχε δεῖ κι εἶχε διαβάσει καλύτερα ἀπό τούς Γραμματεῖς τὰ λόγια τῶν Γραφῶν; Μὰ τὰ προσέξανε τόσο λίγο! Γιατί ὁ Κύριος δὲν τράβηξε τὸν πυκνὸ πέπλο ἀπὸ τὸ νοῦ τους, ὥστε νὰ κατανοήσουν κι αὐτοὶ ὅπως οἱ ἀπόστολοι; Ἐπειδὴ οἱ ἀπόστολοι θέλησαν νὰ γίνει αὐτὸ ἐνῶ οἱ Γραμματεῖς ἀρνήθηκαν. 

Ἐπειδὴ οἱ Γραμματεῖς κι οἱ πρεσβύτεροι εἶπαν ὅτι «οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτωλός ἐστι» καὶ περίμεναν τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν, οἱ ἀπόστολοι ὅμως εἶπαν: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ἰωάν. στ’ 68). Ὁ Θεὸς «διανοίγει τὸ νοῦ» ἐκείνων πού τὸ θέλουν χορηγεῖ τὸ ζῶν ὕδωρ σ’ αὐτοὺς πού διψᾶνε, ἀποκαλύπτεται σὲ ὅσους τὸν ἀναζητοῦν.


O Αναληφθείς Χριστός, το σωτήριο χελιδόνι που μας οδηγεί στην Αιώνια Άνοιξη. (Άγ.Νικόλαος Βελιμίροβιτς) Αέναη επΑνάσταση

«Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει…» Ἄν τὴν Ἁγία Γραφὴ τὴν εἶχαν γράψει συνηθισμένοι ἄνθρωποι, μὲ ἀνθρώπινη ἀντίληψη, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ εἶχε ἀναφερθεῖ στὰ κείμενά τουςΤὰ κείμενα τῶν προφητῶν ὅμως ἦταν ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ὁ Θεός, πού εἶναι πιστὸς στὶς ὑποσχέσεις Του, ἔστειλε τὸ Μονογενῆ Του Υἱό γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὶς προφητεῖες καὶ νὰ τηρήσει τὶς ἐπαγγελίες Του. «Οὕτως ἔδει…» εἶπε Ἐκεῖνος πού βλέπει ὁλόκληρο τὸν κτιστὸ κόσμο, ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη στὴν ἄλλη, ὅπως ὁ ἄνθρωπος βλέπει μιὰ γραμμένη σελίδα πού ἔχει μπροστά του. Κι ὅταν ὁ πάνσοφος λέει πώς «οὕτως ἔδει…» δὲν εἶναι καταγέλαστοι οἱ τυφλοὶ πού λένε πώς δὲν ἦταν ἀπαραίτητο νὰ γίνει ἡ Ἀνάληψή Του; Ἔπρεπε νὰ γίνει. Ὁ Κύριος ἔπρεπε νὰ πάθει στὴν ὥρα Του, νὰ χαρεῖ στὴν αἰωνιότητα. Ἔπρεπε ν’ ἀναστηθεῖ, γιὰ ν’ ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς στὴν αἰώνια ζωή.

«Καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν και ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ» (Λουκ. κδ’ 47). Ὁ Μάρκος στὸ εὐαγγέλιό του ἀναφέρει τὸ ἴδιο μὲ ἄλλα λόγια: «κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μάρκ. ιστ’ 15). Πάσῃ τῇ κτίσεισημαίνει σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους. 

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, στὴν ΙΣΤ΄ ὁμιλία του λέει: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάτι κοινὸ μὲ ὅλη τὴν κτίση. Μὲ τὴν πέτρα ἔχει τὴν ἴδια ὕπαρξη· μὲ τὸ ξύλο, τὴ ζωή· μὲ τὰ ζῶα, τὶς αἰσθήσεις· μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὸ νοῦ… Ἔτσι μὲ τὴν ἔκφραση πάσῃ τῇ κτίσει πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὸν ἄνθρωπο».

Ἂν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν εἶχε πάθει καὶ δὲν εἶχε πεθάνει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ποιὸς ἀπό μᾶς θὰ γνώριζε πώς ἡ ἁμαρτία εἶναι τέτοιο θανατηφόρο δηλητήριο; Ἂν δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, ποιὸς ἀπό μᾶς, πού εἶχε ἀνακαλύψει πόσο φοβερὸ πράγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία, θὰ εἶχε ἐλπίδα; Τότε ἡ μετάνοια θὰ ἦταν ἀνώφελη, ἡ συγχώρηση ἀδύνατη. Ἡ μετάνοια συνδέεται μὲ τὸ πάθος, ἡ συγχώρηση μὲ τὴν ἀνάσταση, μέσω τῆς Θείας χάρης. Μὲ τὴ μετάνοια ὁ παλιὸς ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας πεθαίνει, ὁδηγεῖται στὸν τάφο. Μὲ τὴ συγχώρηση γεννιέται ὁ νέος ἄνθρωπος, στὴν καινούργια ζωή.

Προσέξτε! Ἐδῶ εἶναι οἱ πιὸ χαρμόσυνες εἰδήσεις γιὰ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ξεκινώντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Εἶναι ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὸ δίκαιο Ἰωσὴφ μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α’ 21). Αὐτὰ βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἐμπειρία Ἐκείνου πού ἔπαθε καὶ τὸ δικαίωμα Αὐτοῦ πού νίκησε. Γιατί λέει ὅμως, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ; Γιατί στὴν Ἱερουσαλὴμ ἔγινε ἡ μέγιστη θυσία γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἔλαμψε ἀπὸ τὸν τάφο τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης. Ἂν ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀντιπροσωπεύει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ κάποιο μυστηριώδη τρόπο εἶναι εὐνόητο πώς ἡ μετάνοια κι ἡ ταπείνωση πρέπει νὰ ξεκινήσουν ἀπὸ τὸ νοῦ κι ἀπὸ κεῖ νὰ διαχυθοῦν σ’ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη.

Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ ἔστειλε τὸ σατανᾶ στὴν κόλαση· ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ χώρισε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ἀπὸ τὸν Θεό, ὤθησε τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Γραμματεῖς νὰ σκοτώσουν τὸν Χριστό. Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ εἶναι τὸ πιὸ πρόσφορο ἔδαφος γιὰ ν’ ἀναπτυχθεῖ ἡ ἁμαρτία ὡς τὶς μέρες μας. Ἂν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν γονατίσει μπροστὰ στὸν Χριστό, τὰ γόνατά του δὲν θὰ λυγίσουν. Ὅποιος ξεκίνησε νὰ εἰρηνέψει τὸ νοῦ του μὲ τὴ μετάνοια, ἄρχισε ἤδη νὰ θεραπεύει καὶ τὰ βαθύτερα τραύματά του.

«Ὑμεῖς δὲ ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. κδ’ 48). Μάρτυρες σὲ τί; Μάρτυρες τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, τῆς ἔνδοξης Ἀνάστασής Του. Μάρτυρες τῆς ἀνάγκης γιὰ μετάνοια, μάρτυρες τῆς ἀλήθειας, τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν. 

Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ διώκτης ἄλλαξε κι ἔγινε ἀπόστολοςὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι» (Πράξ. κστ’ 16). 

Κι ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶπε στὸ πρῶτο κήρυγμά του πρὸς τὸ λαὸ μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὐ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες» (Πράξ. β’ 32). 

Λέει ἐπίσης κι ὁ ἀπόστολος κι εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν… ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον» (Α’ Ἰωάν. α’1, 3).

Οἱ ἀπόστολοι ἦταν αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ, τῶν θαυμάτων Του κι ὅλων ἐκείνων πού ἔγιναν στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ὅλων αὐτῶν στὰ ὁποῖα θεμελιώθηκε ἡ σωτηρία μας. Ἄκουσαν, εἶδαν, συμμετεῖχαν στὴν Ἀλήθεια. Ἦταν οἱ πρῶτοι πού μπῆκαν στὸ πλοῖο τῆς σωτηρίας, γιὰ νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μπορέσουν νὰ βάλουν κι ἄλλους στὸ πλοῖο γιὰ νὰ τοὺς σώσουν. Ὁ νοῦς τους ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια κι οἱ καρδιὲς τους καθαρίστηκαν ἀπὸ τὰ πάθη. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τούς διαβεβαίωσε γι’ αὐτό: «ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν» (Ἰωάν. ιε’ 3). Κι ἦταν μάρτυρες ὄχι μόνο τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, πού μποροῦσαν νὰ δοῦν, ν’ ἀκούσουν, νὰ ἐρευνήσουν καὶ ν’ ἀγγίξουν σχετικὰ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. 

Ἦταν μάρτυρες καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἀναγέννησης καὶ ἀνακαίνισης τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὸ εὐαγγέλιο δὲν ἀνοίχτηκε μόνο μπροστὰ στὰ μάτια καὶ τ’ αὐτιά τους, ἀλλά καὶ μέσα τους, στὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ τους. Στὰ τρία χρόνια πού ἦταν μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, στὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ τους ἔγινε ὁλόκληρη ἐπανάσταση.
O Αναληφθείς Χριστός, το σωτήριο χελιδόνι που μας οδηγεί στην Αιώνια Άνοιξη. (Άγ.Νικόλαος Βελιμίροβιτς) Αέναη επΑνάσταση

Ἡ ἐπανάσταση αὐτὴ συνίστατο στὴν ὀδυνηρὴ διαδικασία θανάτου τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, καὶ στὴν ἀκόμα πιὸ ὀδυνηρὴ γέννηση μέσα τους τοῦ νέου, τοῦ καινοῦ ἄνθρωπου. Πόσους νεκρικοὺς πόνους δοκίμασε ἡ ψυχὴ τους ὡσότου ἀναγεννηθοῦν, φωτιστοῦν καὶ μπορέσουν τελικὰ ν’ ἀναφωνήσουν: «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Α’ Ἰωάν. γ’ 14); Πόσος χρόνος, πόσος κόπος, πόση ἀμφιβολία, φόβος, ἀγωνία, περιπλάνηση καὶ ἔρευνα, ὥσπου νὰ γίνουν ἀληθινοὶ καὶ πιστοὶ μάρτυρες τῶν σωματικῶν παθῶν, τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καθὼς καὶ τῶν δικῶν τους πνευματικῶν παθῶν, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀνάστασής τους; Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βέβαια οἱ ἀπόστολοι δὲν ἦταν ἀρκετὰ ὥριμοι καὶ πνευματικὰ σταθεροί.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος συνέχισε νὰ τοὺς καθοδηγεῖ σὰν παιδιὰ καὶ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνει τὴ στιγμὴ τοῦ χωρισμοῦ μὲ τὰ λόγια: «Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς» (Ἰωάν. ιδ’ 18). Γι’ αὐτὸ κι ἔμεινε μαζί τους σαράντα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του «οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. α’ 3). Καὶ τελικά τούς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δύναμιν ἐξ ὕψους.

«᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν».(Λουκ. κδ’ 50-51). Τί μεγαλειώδης, τί συγκινητικὴ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴ γῆ! Ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, μὲ θέα τὸ λόφο ὅπου ὁ νεκρὸς Λάζαρος ἀναστήθηκε καὶ ξαναγύρισε στὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, ὁ ἀναστημένος Κύριος ἀναλήφθηκε στὰ ἄπειρα ὕψη τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό, ὄχι στ’ ἄστρα, μὰ πάνω ἀπ’ αὐτά. Δὲν πῆγε κοντὰ στοὺς ἀγγέλους, ἀλλά πάνω ἀπ’ αὐτούς, πάνω ἀπὸ τὶς οὐράνιες δυνάμεις, πάνω ἀπό τούς χοροὺς τῶν ἀθανάτων κι οὐράνιων ὑπάρξεων, πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ παραδείσια ἐνδιαιτήματα τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων.

Ἀναλήφθηκε ψηλά, ἐκεῖ πού δὲν τὸν φτάνουν τὰ μάτια τῶν Χερουβίμ, στὸ θρόνο τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, στὸ μυστικὸ θυσιαστήριο τῆς Ἁγίας καὶ Ζωοποιοῦ Τριάδος. Τὰ μέτρα πού ἒχουν αὐτὰ τὰ ὕψη δὲν ὑπάρχουν στὸ δημιουργημένο κόσμο. Τὸ μόνο συγκρίσιμο μέγεθος ἴσως εἶναι τὸ βάθος ὅπου ἒριξε ἡ ὑπερηφάνεια τὸν Ἑωσφόρο, ὁ ὁποῖος ἀποστάτησε ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ βάθος ὅπου ὁ Ἑωσφόρος θέλει νὰ ρίξει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὸν ἀτέλειωτο αὐτὸ ὄλεθρο. Κι ἀντὶ γιὰ τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου, μᾶς ἀνάστησε στὰ θεία ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Γιὰ δυὸ λόγους μᾶς ἀνάστησε: Πρῶτο ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἀναστήθηκε ὡςἄνθρωπος κατὰ σάρκα, ὅπως εἴμαστε κι ἐμεῖς· καὶ δεύτερο ἐπειδὴ δὲν ἀναστήθηκε γιὰ δική Του χάρη ἀλλά γιά μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο τῆς εἰρήνευσης μὲ τὸν Θεό. Ἀναλήφθηκε μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα Του, ἐκεῖνο πού οἱ ἄνθρωποι εἶχαν σκοτώσει κι εἶχαν θάψει στὴ γῆ. Τοὺς εὐλόγησε μὲ τὰ χέρια Του, πού ἔφεραν τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά.

Εὐλογημένε, πολυεύσπλαχνε Κύριε, πόσο μεγάλο εἶναι τὸ ἒλεός Σου! Ἡ ἱστορία τῆς ἔλευσής Σου στὸν κόσμο ξεκίνησε μὲ εὐλογία καὶ τελειώνει μὲ εὐλογία. Ὅταν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἀνάγγειλε τὴν ἐλευσή Σου στὸν κόσμο, χαιρέτησε τὴν Παναγία Μητέρα Σου μὲ τὰ λόγια: «Χαῖρε, κεχαριτωμένη… εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί!» (Λουκ. α’ 28). Τώρα πού ἀποχαιρετᾶς ἐκείνους πού πίστεψαν σὲ Σένα, ἄνοιξες διάπλατα τὰ χέρια Σου καὶ τοὺς ἔδωσες τὴν εὐλογία Σου. Ὦ, ὑπερευλογημένε! Ὦ, Πηγὴ κάθε εὐλογίας! Εὐλόγησε καί μᾶς, ὅπως εὐλόγησες τοὺς ἀποστόλους Σου!

«Καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν» (Πράξ. α’ 10-11). 

Οἱ δυὸ ἄνθρωποι πού ἦταν ντυμένοι ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, εἶναι δυὸ ἀπὸ τὶς ἀόρατες χορεῖες ἀγγέλων πού συνόδευσαν τὸν Κύριό τους ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ὅπως τὸν εἶχαν συνοδεύσει νωρίτερα ἀπό τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, ὅταν ἔγινε ἡ σύλληψή Του στὴ Ναζαρὲτ κι ἡ Γέννησή Του στὴ Βηθλεέμ. Στὴν Ἀνάληψη δυὸ ἀπ’αὐτοὺς μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔγιναν ὁρατοὶ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ δώσουν ἕνα μήνυμα στοὺς μαθητές.

Τὸ μήνυμα αὐτὸ ἦταν ζωτικῆς σημασίας γι’ αὐτούς, ἀπαραίτητο, γιὰ νὰ μὴ νιώσουν μόνοι τους κι ἐγκαταλελειμμένοι μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Σωτήρα μας· «οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται». Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα πού ἒστειλε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὲς μέσω τῶν δύο ἀγγέλων Του.

Βλέπεις τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα τῆς Ἀνάληψής Του στοὺς οὐρανούς, στὸ θρόνο τῆς δόξας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὸν ἑαυτό Του ἡ μὲ τὴ δόξα Του, μετὰ τὶς ταπεινώσεις πού δέχτηκε, οὔτε ν’ ἀναπαυτεῖ μετὰ τὸ βαρὺ ἔργο πού ἒκανε ὅσο ζοῦσε στὴν ἐπίγεια ζωή, ἀλλά μὲ τοὺς μαθητές Του, πού ἔμειναν πίσω στὴ γῆ. Ἂν καὶ τοὺς εἶχε συμβουλεύσει πολὺ ὁ ἴδιος καὶ τοὺς εἶχε ἐνθαρρύνει, τοὺς στέλνει καὶ τοὺς ἀγγέλους Του γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει περισσότερο καὶ νὰ τοὺς χαροποιήσει. 

Μ’ ὅλο πού εἶχε ὑποσχεθεῖ πώς θὰ τοὺς στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, ἂν καὶ τοὺς εἶχε πεῖ πώς «οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς» (Ἰωάν. ιδ’ 18), ὁ ἴδιος κάνει τώρα στὴν πράξη κάτι περισσότερο ἀπ’ ὅσα εἶχε ὑποσχεθεῖ: τοὺς φανερώνει ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοὺς ὑπηρέτες κι ἀγγελιοφόρους Του, πρῶτον γιά νὰ τοὺς πείσει γιὰ τὴν ἐξουσία Του καὶ δεύτερον γιὰ ν’ ἀνανεώσει μὲ τὰ χείλη τῶν ἀγγέλων τὴν ὑπόσχεσή Του πώς θὰ ἔρθει πάλι κοντά τους.

«Καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης», (Λουκ. κδ’ 52). Προσκύνησαν τὸν Κύριο μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους, σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ καὶ ὑπακοῆς. Ἡ προσκύνησή τους σημαίνει: Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, παντοδύναμε Κύριε! Κι ἔπειτα γύρισαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν στὴν Ἱερουσαλήμ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ πού εἶχαν λάβει. Γύρισαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης, ὄχι μὲ λύπη. Θὰ ἦταν λυπημένοι ἂν ὁ Κύριός τους εἶχε ἀποχωριστεῖ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο. Ὁ ἀποχωρισμὸς αὐτὸς ὅμως γι’ αὐτοὺς ἦταν μιὰ καινούργια καὶ μεγαλειώδης ἀποκάλυψη. Δὲν εἶχε ἐξαφανιστεῖ ἀπὸ μπροστά τους μὲ κάποιο τρόπο γιὰ νὰ πάει ἀπλά κάπου. Ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ μὲ δόξα καὶ δύναμη.

Ἔτσι ἐκπληρώθηκαν κι ἐδῶ τὰ προφητικὰ λόγια Του, ὅπως εἶχαν ἐκπληρωθεῖ στὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Κι ὁ νοῦς τῶν ἀποστόλων ἄνοιξε γιὰ νὰ κατανοήσουν αὐτὰ πού τοὺς εἶχε πεῖ: «Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν εἰμὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὧν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ἰωάν. γ’ 13). Κι ἄλλοτε τοὺς εἶχε πεῖ κάτι μὲ τὴ μορφὴ ἐρώτησης, τότε πού εἶχαν σκανδαλιστεῖ μὲ τὰ λόγια Του γιὰ τὸν ἄρτο πού κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον;» (Ἰωάν. στ’ 62). Κι ἀλλοῦ πάλι: «Ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα» (Ἰωάν. ιστ’ 28).

Τὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας σκορπάει φόβο καὶ σύγχυση στὴν ψυχή. Τὸ φῶς τῆς γνώσης τῆς ἀλήθειας παρέχει χαρά, δημιουργεῖ δύναμη καὶ πίστη. Οἱ μαθητὲς βρίσκονταν σὲ σύγχυση καὶ φόβο ὅταν ὁ Κύριος τούς μιλοῦσε γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ὅταν ὅμως τὸν εἶδαν ζωντανό, ἀναστημένο, εἶχαν χαρὰ μεγάλη. Οἱ μαθητὲς θὰ πρέπει νὰ ξαναβρέθηκαν σὲ σύγχυση καὶ φόβο, ὅταν ὁ Κύριος τούς μίλησε γιὰ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸν ἀποχωρισμό τους. Ὅταν αὐτὸ ὅμως ἔγινε μπροστὰ στὰ μάτια τους, ὅπως τὸ εἶχε προφητέψει, τότε γύρισαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Ὁ φόβος τους ἐξαφανίστηκε, ἡ ἀμφιβολία τους διαλύθηκε, ἡ σύγχυση τοὺς ἐγκατέλειψε. Καὶ τὴ θέση ὅλων αὐτῶν πῆρε ἡ βεβαιότητα, μιὰ θαυμάσια καὶ ὁλοφώτεινη βεβαιότητα. Κι ἀπὸ τὴ βεβαιότητα αὐτὴ προέκυψε δύναμη καὶ χαρά. Βεβαιώθηκαν πώς ὁ Κύριος καὶ Διδάσκαλός τους εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ τώρα ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό. πώς τὸν ἔστειλε ὁ Πατέρας, ἀφοῦ τώρα γύρισε στὸν Πατέρα.

Πώς ἦταν καὶ εἶναι στὴ γῆ, ἀφοῦ ἄγγελοι τὸν συνοδεύουν καὶ κάνουν τὸ θέλημά Του. Μὲ τὴ βεβαιότητα αὐτὴ εἶχε συνδεθεῖ τώρα κι ἡ βέβαιη πίστη τους πώς θὰ ξανὰ ‘ρθει, τώρα ὅμως μὲ δόξα καὶ δύναμη, ὅπως τοὺς εἶχε πεῖ πολλὲς φορές. Κι οἱ ἄγγελοι τώρα ἐπανέλαβαν τὴν ὑπόσχεσή Του. Γι’ αὐτοὺς λοιπὸν δὲν ἔμενε τίποτ’ ἄλλο, παρὰ νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολές Του μὲ ζῆλο καὶ θέρμη. Τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μείνουν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ περιμένουν δύναμιν ἐξ ὕψους. Κι ἐκεῖνοι γύρισαν στὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ μεγάλη καὶ δικαιολογημένη χαρά, ἀλλά καὶ μὲ μεγάλη πίστη πώς ἡ δύναμις ἐξ ὕψους θὰ τοὺς ἐπισκεφτεῖ.

«Καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ Ἱερῷ αἰνοῦντες χαὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεὸν» (Λουκ. κδ’ 53). Σ’ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται πώς συνέχισαν ὅλοι ὁμοθυμαδὸν νὰ προσκαρτεροῦν στὴν προσευχὴ (Πράξ. α’ 14). Μετὰ ἀπ’ ὅλα ὅσα εἶχαν δεῖ κι εἶχαν διδαχτεῖ, δὲν μποροῦσαν νὰ κρατήσουν τὸ νοῦ τους μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, πού ἀναλήφθηκε μπροστὰ στὰ μάτια τους, μὰ πού ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ λόγο εἶχε μπεῖ μέσα στὶς ψυχές τους. Εἶχε ἐνοικήσει στὴν καρδιά τους μὲ δύναμη καὶ δόξα, κι ἐκεῖνοι αἰνοῦσαν διαρκῶς καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Κύριο.

Ὁ Κύριος γύρισε κοντὰ τους πολὺ πιὸ γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι περίμεναν. Δὲν εἶχε ἔρθει ὁρατός, γιὰ νὰ τὸν δοῦν τὰ σωματικὰ μάτια, μὰ εἶχε κατοικήσει μέσα τους, εἶχε μπεῖ στὴν ψυχή τους. Μὰ δὲν εἶχε ἔρθει μόνος Του στὴν ψυχή τους, ἀλλά μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶχε πεῖ γιὰ ὅλους ὅσοι τὸν ἀγαποῦν: «(Ἐγώ) καὶ ὁ πατήρ μου… πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα και μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν» (Ἰωάν. ιδ’ 23). Ἐκεῖνο πού ἔμενε, ἦταν νὰ ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ κατοικήσει μέσα τους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει τέλειους ἄντρες, στοὺς ὁποίους ἀνακαινίζεται ἡ εἰκόνα καὶ ἡ ὁμοίωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ περιμένουν στὴν Ἱερουσαλήμ. Νὰ περιμένουν ὡσότου πραγματοποιηθεῖ.

Δέκα μέρες ἀργότερα κατέβηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ δύναμις ἐξ ὕψους, στὴν πρώτη αὐτὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴν ἐγκαταλείψει ποτὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέχρι σήμερα καὶ μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Αἰνοῦμε κι εὐλογοῦμε τὸν Κύριο, γιατί μὲ τὴν Ἀνάληψή Του φώτισε τὸ νοῦ μας γιὰ νὰ δοῦμε τὸ δρόμο καὶ τὸν προορισμὸ τῆς ζωῆς μας. Αἰνοῦμε κι εὐλογοῦμε τὸν Πατέρα, πού μὲ τὴν ἀγάπη Του ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Υἱό καὶ ἐνοικεῖ, μαζὶ μὲ τὸν Υἱό, σὲ ὅλους ἐκείνους πού ὁμολογοῦν καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές Του. Ἔχουμε διαρκῶς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ στὸ νοῦ μας, τοὺς αἰνοῦμε καὶ τοὺς εὐλογοῦμε ὅπως ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἀναμένουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, νὰ ἔρθει καὶ σέ μᾶς. Περιμένουμε Ἐκεῖνον πού μᾶς ἐπισκιάζει ὅλους στὸ βάπτισμα, ἀλλά ἀποσύρεται ὅταν ἁμαρτάνουμε.

Εἴθε ν’ ἀνακαινιστεῖ μέσα μας ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ οὐράνιος. Εἴθε κι ἐμεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους νὰ αἰνοῦμε καὶ νὰ εὐλογοῦμε τὸν ἀναληφθέντα στοὺς οὐρανοὺς Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα καὶ ὕμνος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀπό τό βιβλίο: Ἀναστάσεως Ἡμέρα,
ἐκδ.Πέτρου Μπότση
ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ( π.Ἀλεξάνδρου Σμέμαν)



Ἕνα ρίγος χαρᾶς διαπερνᾶ τὴ λέξη “ἀνὰληψη”, πού δείχνει μιὰ πρόκληση πρὸς τοὺς ἀποκαλούμενους “νόμους τῆς φύσεως”, πρὸς τὴ διαρκῆ κάθοδο καὶ πτώση· εἶναι μιὰ λέξη πού ἀκυρώνει τοὺς νόμους τῆς βαρύτητας καὶ πτώσης. Ἐδῶ ἀντίθετα τὰ πάντα εἶναι ἐλαφράδα, πέταγμα, μιὰ ἀτέλειωτη ἄνοδος. Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου γιορτάζεται σαράντα μέρες μετὰ τὸ Πάσχα, τὴν Πέμπτη τῆς ἕκτης ἑβδομάδας μετὰ τὴ γιορτὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.

Τὴν Τετάρτη, τὴν παραμονή, ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τὴν ἀποκαλούμενη “Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα”, σὰν νὰ χαιρετᾶ δηλ. τὸ Πάσχα. Ἡ ἀκολουθία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὅπως αὐτὴ τῆς νύχτας τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν ἀπαγγελία ἀκριβῶς τῶν ἴδιων στίχων: “Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ…”, “Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ”. Ὅταν ψάλλει αὐτοὺς τοὺς στίχους ὁ ἱερεύς, κρατᾶ τὴν πασχάλια λαμπάδα καὶ θυμιατίζει ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησία, ἐνῶ σὲ ἀπάντηση ψάλλεται τὸ “Χριστὸς ἀνέστη”. Ἀποχωριζόμαστε τὸ Πάσχα, τὸ “ἀποδίδουμε” στὸ ἑπόμενο ἔτος.

Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθανόμαστε λυπημένοι. Ἀντί ὅμως γιὰ λύπη, μᾶς δίνεται νέα χαρά: ἡ χαρὰ νὰ στοχαζόμαστε καὶ νὰ γιορτάζουμε τὴν Ἀνάληψη. Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὁ Κύριος ἀφοῦ ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες στοὺς μαθητές, «ἐξήγαγε … αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης», (Λουκ. 24, 50-52). “Μετὰ χαρᾶς μεγάλης…”. Ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς μεγάλης χαρᾶς πού ἀντέχει μέχρι σήμερα καὶ ἐκρήγνυται μὲ τέτοια ἐκπληκτικὴ λαμπρότητα τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως; Ἐπειδὴ φαίνεται σὰν ὁ Χριστὸς νὰ ἔφυγε καὶ νὰ ἄφησε μόνους τούς μαθητές· ἦταν μιὰ μέρα χωρισμοῦ. Μπροστά τους βρίσκεται ὁ πολὺ μακρὺς δρόμος τοῦ κηρύγματος, τῶν διωγμῶν, τοῦ πόνου καὶ τοῦ πειρασμοῦ πού γεμίζουν μέχρι ὑπερχείλισης τὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Φαίνεται πώς παρῆλθε ἡ χαρά, ἡ χαρὰ τῆς ἐπίγειας καὶ καθημερινῆς συντροφιᾶς μὲ τόν Χριστό, πώς ἔφθασε στὸ τέλος ἡ προστασία πού παρεῖχε ἡ δύναμη καὶ ἡ θεότητά Του. 


Πόσο σωστὰ ὅμως ἔκανε κάποιος ἱερέας πού ὀνόμασε τὴν ὁμιλία του γιὰ τὴν Ἀνάληψη “χαρὰ τοῦ χωρισμοῦ”! Φυσικὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἑορτάζει τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». (Ματθ. 28, 20), καὶ ὁλόκληρη ἡ χαρὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστης βρίσκεται στὴ συνειδητοποίηση τῆς παρουσίας Του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ὑποσχέθηκε: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20). Δὲν γιορτάζουμε τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τὴν ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς.

Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως ἀποτελεῖ γιορτασμὸ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ οὐρανοῦ στοὺς ἀνθρώπους, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τοῦ νέου καὶ αἰώνιου οἴκου, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τῆς ἀληθινῆς μας πατρίδας. Ἡ ἁμαρτία χώρισε βίαια τὴ γῆ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς ἔκανε γήινους καὶ χοντροκομμένους, προσήλωσε τὸ βλέμμα μας σταθερὰ στὸ ἔδαφος καὶ ἔκανε τὴ ζωὴ μας ἀποκλειστικὰ γεωτροπική. Ἁμαρτία εἶναι ἡ προδοσία τοῦ οὐρανοῦ μέσα στὴν ψυχή. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ μέρα, τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, νιώθουμε τρομοκρατημένοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄρνηση πού γεμίζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπεροψία καὶ περηφάνια ἀναγγέλλει πώς εἶναι μόνο ὑλικός, πώς ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι ὑλικός, καὶ πώς τίποτε δὲν ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὸ ὑλικό. Καὶ γιὰ κάποιο λόγο εἶναι ἀκόμη καὶ χαρούμενος γι’ αὐτό, καὶ μιλᾶ μὲ οἶκτο καὶ συγκατάβαση γι’ αὐτοὺς πού ἀκόμη πιστεύουν σὲ κάποιου εἴδους “οὐρανὸ” σὰν νὰ πρόκειται γιὰ γελωτοποιοὺς ἤ γιὰ ἀγροίκους. Ἐλᾶτε ἀδελφοί, “οὐρανοὶ” εἶναι ἁπλῶς ὁ οὐρανός, εἶναι τόσο ὑλικὸς ὅσο καὶ καθετί ἄλλο··δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, δὲν ὑπῆρξε οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξει. Πεθαίνουμε, ἐξαφανιζόμαστε· ἔτσι στὸ μεταξὺ ἂς κτίσουμε ἕναν ἐπίγειο παράδεισο καὶ ἂς ξεχάσουμε τὶς φαντασίες τῶν παπάδων. Αὐτὸ ἐν συντομία εἶναι τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα καὶ ἡ οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ μας, τῆς ἐπιστήμης μας, τῆς ἰδεολογίας μας. Ἡ πρόοδος καταλήγει στὸ νεκροταφεῖο, μὲ τὴν πρόοδο τῶν σκουληκιῶν ποῦ τρέφονται ἀπὸ τὰ πτώματα. Ἀλλά τί μᾶς προτείνετε, μᾶς ἐρωτοῦν, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ οὐρανὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶτε, στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη; Τέλος πάντων, τίποτε δὲν ὑπάρχει στὸν οὐρανὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶτε.

Ἂς ἀπαντήσει σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας πού ἔζησε δέκα ἔξι αἰῶνες πρίν. Μιλώντας γιὰ τὸν οὐρανό, ἀναφωνεῖ: «Τί ἀνάγκη ἔχω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅταν ἐγώ ὁ ἴδιος θὰ γίνω οὐρανὸς;». Ἂς ἔρθει ἡ ἀπάντηση ἀπό τούς Πατέρες μας πού ὀνόμαζαν τὴν Ἐκκλησία “ἐπίγειο οὐρανό”. Τὸ οὐσιαστικὸ σημεῖο αὐτῶν τῶν δύο ἀπαντήσεων εἶναι τὸ ἑξῆς: οὐρανὸς εἶναι τὸ ὄνομα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης μας ὡς ἀνθρώπινα πλάσματα, οὐρανὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴ γῆ. Ὄχι. Ὁ οὐρανὸς δὲν βρίσκεται κάπου στὸ ἀπώτερο διάστημα πέρα ἀπό τούς πλανῆτες ἤ σὲ κάποιον ἄγνωστο γαλαξία. Οὐρανὸς εἶναι αὐτὸ πού μᾶς ἐπιστρέφει ὁ Χριστός, ὅ,τι χάσαμε μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, μὲ τὶς ἐπίγειες, ἀποκλειστικὰ γήινες, ἐπιστῆμες καὶ ἰδεολογίες, καὶ τώρα εἶναι ἀνοικτός, μᾶς τὸν προσφέρει καὶ μᾶς τὸν ἐπιστρέφει ὁ Χριστός. Οὐρανὸς εἶναι τὸ βασίλειο τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ βασίλειο τῆς ἀλήθειας, τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ὀμορφιᾶς. Οὐρανὸς εἶναι ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ μεταμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς· οὐρανὸς εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ νίκη πάνω στὸ θάνατο, ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φροντίδας· οὐρανὸς εἶναι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἔσχατης ἐπιθυμίας, γιὰ τὴν ὁποία εἰπώθηκε: «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9). Ὅλα αὐτὰ μᾶς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ, μᾶς ἔχουν δοθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι ὁ οὐρανὸς διαπερνᾶ τὴ ζωή μας ἐδῶ καὶ τώρα, ἡ ἴδια ἡ γῆ γίνεται μιὰ ἀντανάκλαση, ἕνα εἴδωλο τῆς οὐράνιας ὀμορφιᾶς. Ποιὸς κατῆλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἐπιστρέψει τὸν οὐρανό; Ὁ Θεός. Ποιὸς ἀνέβηκε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό; Ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει πώς “ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός”. Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ ἀνεβοῦμε στὸν οὐρανό! Αὐτὸ ἀκριβῶς γιορτάζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως! Αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς λαμπρότητας καὶ τῆς ἄρρητης χαρᾶς. Ἂν ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὸν οὐρανό, κι ἂν Τὸν πιστεύουμε καὶ Τὸν ἀγαποῦμε, τότε εἴμαστε κι ἐμεῖς μαζί Του, στὸ δεῖπνο Του, στὴ Βασιλεία Του. Ἂν ἡ ἀνθρωπότητα ἀναληφθεῖ μαζί Του, καὶ δὲν πέσει, τότε θὰ ἀνέβω μαζί Του κι ἐγὼ προσκεκλημένος ἀπ’ Αὐτόν. Καὶ “ἐν Αὐτῷ” μοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ σκοπός, τὸ νόημα καὶ ἡ ἔσχατη χαρὰ τῆς ζωῆς μου. Τὸ καθετί γύρω μας μᾶς τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω. Ἀτενίζω ὅμως τὴ θεϊκὴ σάρκα νὰ ἀνέρχεται στὸν οὐρανό, τὸν Χριστὸ νὰ τραβᾶ πρὸς τὰ πάνω «ἐν φωνῇ σάλπιγγος», καί λέω στόν ἑαυτό μου καί στόν κόσμο: ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἐδῶ εἶναι ἡ ζωή στήν ὁποία ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ ἀπό τήν αἰωνιότητα.

Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν.

29 Μαίου 1453…Η Πόλις εάλω... Το ιστορικό της Άλωσης και της θυσίας


1404 μ.Χ.: Γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
1430 μ.Χ. 29 Μαρτίου:Άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους! 
1437 μ.Χ. 27 Νοεμβρίου: Ο βασιλιάς Ιωάννης Παλαιολόγος (αδερφός του Κωνσταντίνου) πηγαίνει στην Ιταλία για να ζητήσει βοήθεια για τον Τουρκικό Κίνδυνο. Στη θέση του στην Πόλη, μένει ο Κωνσταντίνος. 
1439 μ.Χ. 6 Ιουλίου: ”Άλωση της Ελληνορθόδοξης πίστης” επιχειρείται στην Ιταλία, αφού “υπογράφεται” στη Φλωρεντία η “Ψευδοένωση των εκκλησιών”, από τον αδελφό του Κωνσταντίνου, βασιλέα Ιωάννη Παλαιολόγο… 
Αρνήθηκε τότε να υπογράψει ο μέγας Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, Επίσκοπος Εφέσσου , έχων το αξίωμα του Εξάρχου της Συνόδου και Τοποτηρητού των Ανατολικών Πατριαρχών και ο αδερφός του Ιωάννης, Διάκονος και Αρχιφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας, οΕπίσκοπος Σταυρουπόλεως, Ησαΐας και ο Ιβηρίας που απείχε επίτηδες.

Ο Ελληνορθόδοξος λαός εξοργίζεται δίκαια και χάνει κάθε εμπιστοσύνη στους βασιλείς του… 
Ο δε Πάπας μαθαίνοντας ότι ο Άγιος Μάρκος δεν υπέγραψε, είπε “λοιπόν τίποτα δεν εκάναμε”! 
Ο Πάπας θέλησε την καθαίρεση μάλιστα του Μάρκου, τον προστάτεψε όμως ο βασιλέας Ιωάννης, ο οποίος φαίνεται πως στο βάθος αναγνώριζε το πνευματικό και ηθικό ανάστημα του αγίου πατρός. 
Σημειώνουμε ότι ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν υπέγραψε (αν και παρών) διότι καθώς πλησίαζε η στιγμή που ετοιμαζόταν να βάλει την βαρύνουσα υπογραφή του κ
αι ενώ έτρωγε, πέθανε αιφνιδίως στις 10 Ιουνίου 1439!!! 
Έτσι δεν μπήκε υπογραφή του Οικουμενικού Πατριάρχη…αλλά μόνο του βασιλιά… 
Σημειώνουμε επίσης, ότι ο άλλος αδελφός του βασιλιά Ιωάννη και του Κωνσταντίνου, ο Δημήτριος Παλαιολόγος, έφυγε από τη Φλωρεντία και ...πήγε στη Βενετία για να μην υπογράψει, έχοντας μαζί του τον Γεώργιο Σχολάριο, τον μετέπειτα Πατριάρχη Γεννάδιο. 
1443 μ.Χ.: Σύνοδος των Ορθοδόξων Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στα Ιεροσόλυμα, που καταδικάζει την Ψευδοένωση και τη σύνοδο της Φλωρεντίας, καθώς και όλους τους Λατινόφρονες (Γκραικολατίνους) συμπεριλαμβανομένου του Αυτοκράτορα Ιωάννη και του νεοορισθέντος Λατινόφρονα τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη τον οποίο καθαίρεσε. 
Επίσης και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας αναθεμάτισε την εν Φλωρεντία Σύνοδο. Τον δε Ρώσο Μητροπολίτη Ισίδωρο που συνυπέγραψε τη Ψευδοένωση έκλεισε στη φυλακή. Εκείνος όμως δραπέτευσε και έτρεξε στον Πάπα που τον έκανε Καρδινάλιο Πολωνίας. 
1444 μ.Χ. 10 Νοεμβρίου: Η μάχη της Βάρνας, υπό τον Ιωάννη Ουνυάδη (εθνικός ήρωας των Ούγγρων), καταλήγει σε ήττα των ενωμένων χριστιανικών δυνάμεων. 
Η τελευταία μεγάλη ελπίδα σβήνει μπροστά στη φανατισμένη επέλαση των Οθωμανών. Κυρίως λαμβάνουν μέρος Πολωνοί και Ούγγροι, ενώ εκεί σκοτώνεται και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Βλαδισλάβος Γ΄. Για να πάρει μέρος στη μάχη στέλνεται από το Μυστρά ο Χιλίαρχος Γεώργιος Λασκαρίδης – ο ίδιος δηλαδή ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ , αλλά δεν προλαβαίνει να φτάσει. Κάπου στις Σέρρες μαθαίνει την τρομερή ήττα. 
1448 μ.Χ. 30 Οκτωβρίου: Πεθαίνει ο αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος, σε βαθιά θλίψη, εξ αιτίας της συνεχούς ήττας των Βυζαντινών όπλων, εξ αιτίας επίσης της κοροϊδίας του Πάπα – που δεν του έστειλε καμία απολύτως βοήθεια, παρότι είχε υποσχεθεί στρατιωτική βοήθεια των ηγεμόνων της Δύσεως και είκοσι πολεμικά πλοία για έξι μήνες ή δέκα για ένα χρόνο. Και εξ αιτίας ακόμη για τα όσα ο ίδιος ο Ιωάννης είχε κάνει σε βάρος του Ελληνορθόδοξου λαού. 

1449 μ.Χ. Ιανουαρίου :Στέφεται νέος βασιλέας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Μυστρά, όπου βρισκόταν. Στην Εκκλησία αυτή εργάστηκε, καθάρισε και στερέωσε τις αγιογραφίες – όπως σημειώνει στην “Πονεμένη Ρωμιοσύνη” του – ο ίδιος ο Φώτης Κόντογλου. 
1452 μ.Χ. 12 Δεκεμβρίου:Γίνεται στην Αγία Σοφία το απαράδεκτο “ενωτικό συλλείτουργο” με τον Καρδινάλιο Ισίδωρο ως απεσταλμένο του Πάπα, όπου και ακούγεται το αιρετικό “Φιλιόκβε”, εξοργίζοντας και αναστατώνοντας ολόκληρη τη Βασιλεύουσα! Στη “λειτουργία” παρίσταται με σφιγμένα δόντια ο Κωνσταντίνος, που θεωρεί πως ήταν η εσχάτη, έστω απελπισμένη, ενέργεια να περισώσει την Πόλη, από τους Τούρκους που την κύκλωναν απειλητικά. 
(Τις Πόλεις βέβαια και τους λαούς τους προστατεύει και τους σώζει όπως χιλιάδες φορές είδαμε, ο Θεός. Η ευσέβεια και όχι η ασέβεια! Και η ασέβεια είχε γίνει! ….Στις 12 Δεκεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνα, στην Κωνσταντινούπολη.) 
Αρνείται όμως να παραστεί στο φρικτό “συλλείτουργο” ο πιστός λαός και ο Μέγας Δούκας του Στόλου, ο Λουκάς Νοταράς που προφητικά σχεδόν φωνάζει ”καλύτερα το τουρκικό σαρίκι, παρά η καλύπτρα του Καρδιναλίου” και η Ιστορία τον δικαιώνει, αφού κάτω από το βάρβαρο τουρκικό σαρίκι, με τη βοήθεια του Θεού, πιστοί στα Ιερά και Όσιά μας, κρατηθήκαμε, σταθήκαμε, ισχύσαμε και είμαστε σήμερα ελεύθεροι, όνειρο απλησίαστο για τα χρόνια εκείνα τα τρομερά. 
Είναι όμως και κάποιος άλλος που αρνείται να παραστεί εκείνη τη θλιβερή ημέρα στο “ενωτικό συλλείτουργο”. Ο Πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου, ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ!!! Αν και προσωπικός φίλος του Αυτοκράτορα, λέει το μεγάλο “ΟΧΙ” και δεν παρίσταται, εξοργίζοντας τον Κωνσταντίνο που διατάσει την εξορία του, μαζί με τον Διάκονό του Άγιο Νικόλαο. 
1453 μ.Χ. 7 Απριλίου: Ο Μωχάμετ (Μωάμεθ) Β΄ αρχίζει την πολιορκία της Πόλης με 250.000 στρατό, έναντι 7.000 μόλις υπερασπιστών (5.000 Έλληνες + 2.000 Γενουάτες, Βενετοί κ.α.). 
Η βοήθεια, την οποία προσδοκούσε (μετά το “συλλείτουργο” που είχε κάνει με το μαχαίρι στην καρδιά) ο Παλαιολόγος, δεν ήρθε. Μόνο ο Ιουστινιάνης έφτασε με 700 για να βοηθήσει. Ο Πάπας είχε πετύχει διπλή ΝΙΚΗ. 
Αφού πέτυχε το εξευτελιστικό “συλλείτουργο” ανοίγοντας δρόμο πολλών προς τη Ρώμη, τώρα θα πετύχαινε και την τέλεια υποταγή,αφού χωρίς Βασιλεύουσα, χωρίς Υπερασπιστή, ο Ελληνισμός και η Ελληνορθόδοξη πίστη θα ξεχνιόταν για πάντα…Έτσι νόμισαν πολλοί… Αλλά δεν ήταν αυτό το θέλημα του Θεού…. 
1453 μ.Χ. 18 Απριλίου: Το ελληνικό Πυροβολικό χτυπά με εύστοχη βολή τα πυρομαχικά του τεράστιου κανονιού του Μωάμεθ, με αποτέλεσμα να σκάσει το κανόνι και να σκοτωθεί ο περίφημος κατασκευαστής του Ουρβανός! Ο Ουρβανός, Ούγγρος στην καταγωγή, εργαζόταν για λογαριασμό των Ελλήνων μέσα στην Πόλη αλλά εξαγοράστηκε από τον Μωάμεθ και έφυγε άτιμα για να υπηρετήσει τους αλλόπιστους, φτιάχνοντας το μέγα κανόνι, που χρειάστηκαν 70 ζευγάρια βόδια να το σύρουν και χίλιοι άντρες και που όταν χτυπούσε σείονταν σαν σε ισχυρό σεισμό ο τόπος ολόκληρος! 
1453 μ.Χ. 20 Απριλίου:Συγκλονιστική Ναυμαχία μπροστά στον Κεράτιο, όπου 4 μονάχα ελληνικοί Δρόμωνες ναυμαχούν με 130 τουρκικά πλοία που είχαν πλημμυρίσει το Βόσπορο!!! 
Επικεφαλής των δικών μας ο γενναιότατος Φλαντανελλάς, που δεν δείλιασε ούτε στιγμή μπροστά στα τουρκικά κατάρτια που είχαν γεμίσει απειλητικά τη θάλασσα και ούτε καν πισωγύρισε την πλώρη του! Πρόκειται για μια από τις συγκινητικότερες παλικαριές της Ιστορίας! 
Η Ναυμαχία που ακολουθεί είναι επική! Επικεφαλής των Τούρκων είναι ο Βούλγαρος εξωμότης πλοίαρχος Μπαλτόγλου Σουλεϊμάν Μπέης που με ορμή πετάγεται να τσακίσει τον Φλαντανελλά! Ο λαός σκαρφαλώνει στα θαλάσσια τείχη και παρακολουθεί με αδιάκοπη προσευχή στην Παναγία Βλαχερνών!!! 
“Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΚΑ” φωνάζουν τα πληρώματά μας και ορμούν με πρωτοφανή δύναμη απάνω στα τούρκικα που αρχίζουν να τα τσακίζουν ένα ένα και να τα καίνε! Τρεις ώρες κράτησε η θύελλα του Φλαντανελλά και διέλυσε κυριολεκτικά τον τουρκικό στόλο!!! Από τη λύσσα του ο ίδιος ο Μωχάμετ(Μεχμέτ - Μωάμεθ) σπιρούνισε το άλογό του και χώθηκε βαθιά στη θάλασσα ανήμπορος να σταματήσει την καταστροφή και τον διασυρμό του! “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια…” ακουγόταν από τα θαλασσινά κάστρα και αντηχούσε η ψαλμωδία παντού καθώς χαλάρωνε η ανίκητη αλυσίδα του Κερατίου για να υποδεχθεί τους μεγάλους Ήρωες, αναριγώντας από χαρά και συγκίνηση! 

1453 μ.Χ. 22 προς 23 Απριλίου: Ο Μεχμέτ (Μωάμεθ) δεν το βάζει κάτω και απαντά σχεδόν αστραπιαία μετά από δύο ημέρες, κάνοντας κάτι απίστευτο. Σε μια νύχτα, 22 προς 23 Απριλίου, περνάει πίσω από το Γαλατά, από τη στεριά, 72 ολόκληρα πλοία, σέρνοντάς τα πάνω σε σανίδες αλειμμένες με λίπος και τα ρίχνει μέσα στον Κεράτιο Κόλπο!!! Ευτυχώς οι δικοί μας συνέρχονται γρήγορα και με πυρπολικά αναχαιτίζουν τον τουρκικό στόλο που μπήκε στον Κεράτιο. Τα τουρκικά πλοία έτσι μένουν στην άκρη, από το φόβο της πυρπόλησής τους… 
1453 μ.Χ. 5 Μαΐου: Ένα μικρό γρήγορο πλοιάριο γλιστρά νύχτα προς τον Ελλήσποντο. Ελπίδες ότι δήθεν έρχεται μεγάλη βοήθεια από τον Πάπα και στόλος της Βενετίας, σπρώχνει τον τελευταίο Αυτοκράτορα να στείλει την αποστολή, ώστε να απαντήσει τους Δυτικούς και τους πει να κάνουν φτερά, να βοηθήσουν!.. 
1453 μ.Χ. 18 Μαΐου: Ένας τεράστιος τουρκικός πολιορκητικός Πύργος ξεφυτρώνει μπροστά στα ελληνικά κάστρα της Πόλης, ξεπερνώντας κατά πολύ το ύψος τους, μπαζώνοντας με πέτρες και χώματα την προστατευτική, αμυντική μας τάφρο, ώστε να φτάσει το τείχος και να κατεβάσει τότε την τεράστια πόρτα – καταπέλτη του τρίτου ορόφου, για να πηδήσουν απλά μέσα στην Βασιλεύουσα οι αμέτρητες χιλιάδες φανατισμένοι βάρβαροι της Ανατολής! Ευτυχώς και εδώ ο μέγας ηρωισμός των Ελλήνων καταφέρνει να κάψει με καταδρομική αποστολή μέσα στη νύχτα και αυτό το μεγαθήριο! 
1453 μ.Χ. 22 Μαΐου: Επιστρέφει το ανιχνευτικό πλοιάριο, φέρνοντας την απελπισία. Κανένας! Πουθενά! Μήτε φλάμπουρο δυτικό, μήτε πουλί πετούμενο! ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΒΟΗΘΕΙΑ!!! ΔΕΝ ΕΡΧΟΤΑΝ ΚΑΝΕΙΣ! 
Συννέφιασε το πρόσωπο του Παλαιολόγου και των άλλων αρχόντων. Σφίχτηκε από θυμό! Θυμό για τον εαυτό τους που άσκοπα λοιπόν, τόσο άσκοπα καταδέχτηκαν να μαγαριστεί ο Ελληνισμός με το “συλλείτουργο” που μόνο και η ανάμνηση του οποίου τους έφερνε αναστάτωση στο στομάχι! ΑΔΙΚΑ! Τώρα ένοιωθαν το απέραντο σφάλμα! Τώρα τα μάτια έβλεπαν ολοκάθαρα! Είδαν το δρόμο. 
Είδαν τη γενναιότητα! Πως κράτησαν μόνοι τους σχεδόν ίσα με τότε, τόσες λυσσασμένες επιθέσεις! Πενηνταριές-πενηνταριές χιλιάδες τους ρίχνονταν οι Τούρκοι και αυτοί ακόμα βαστούσαν, σαν από θαύμα τόσο καιρό! …Τώρα, σαν είδαν καθάρια και συλλογίστηκαν σωστά, τώρα δυνάμωσαν πιότερο! Ατσάλι έγιναν οι Ρωμιοί, οι Έλληνες! 
Στη μοναξιά τους δυνάμωσαν, σαν τα δέντρα που είναι σε καθάριο αέρα και όχι σε μολυσμένη πίστη… Γύρεψαν τη συγνώμη του Χριστού, τη συγνώμη του λαού, τη συγνώμη όλων των γενιών των Ελλήνων και αποφάσισαν εκείνο που αργότερα, θα αποφάσιζαν και 2.500.000 Νεομάρτυρες! Τη θυσία! Την τέλεια κάθαρση! 
Γέμισε η ψυχή τους, ηρέμησε. Χάθηκε η αναμονή και η ανυπομονησία. Βασίλεψε η ειρήνη στο μυαλό και την καρδιά τους. Η ειρήνη Εκείνου που νίκησε το θάνατο. Πέταξε ο νους τους στο ληστή και χωρίς να σταθεί έτρεξε στον Πέτρο. Έκλαιγε και η δική τους ψυχή και αναζητούσε τη συγνώμη του Βασιλέως των βασιλέων… Στο βάθος, κάπου, κάποιος αλέκτωρ ακουγόταν για τρίτη κιόλας φορά.. 
Άστραψαν τα μονογράμματα των Παλαιολόγων στο φως των κεριών. Βασιλεύ Βασιλέων Βοήθει Βασιλεύουσα, καθώς ο Κωνσταντίνος γονάτιζε μυστικά, μοναχός του στην Κυρά της Θεοφύλακτης και της έλεγε σιωπηλά το δικό του αβάσταχτο πόνο. Το είχε αποφασισμένο μέσα του και τώρα ακόμα πιο πολύ. Δεν θα έφευγε, αν και μπορούσε, αν και του το πρότειναν πολλοί για να σωθεί το Στέμμα των Ελλήνων και μια μέρα πάλι να ελευθερώσει την Πόλη μας, όπως παλιά με τους Φράγκους. Όχι, αυτός θα έμενε! Ως το τέλος… Ως τρανό παράδειγμα στους αιώνες! 
1453 μ.Χ. 23 Μαΐου: Ο Μωάμεθ, στέλνει πρεσβεία στον Παλαιολόγο, για να πετύχει την παράδοση της Κωνσταντινούπολης που δεν έλεγε να πέσει με τίποτα, αλλά και για να παρατηρήσει την κατάσταση των πολιορκητών από μέσα και να σπείρει αν μπορούσε διχόνοια, αφού έταζε να φύγουν με τα πράγματά τους ανεμπόδιστα όσοι ήθελαν από την Κωνσταντινούπολη και αυτός ο βασιλιάς με τους δικούς του. 
Ο Πορθητής υποσχόταν πως δεν θα πείραζε απολύτως κανέναν! Αλλά αν έμεναν, με το που θα έμπαινε στην Πόλη, θα την κατέστρεφε, θα έσφαζε όλους τους άντρες και θα πουλούσε στα σκλαβοπάζαρα τα γυναικόπαιδα!!!

Ο Κωνσταντίνος, ήταν έτοιμος από καιρό, από αιώνες, από χιλιετίες! 
Ορμηνεμένος από το Λεωνίδα, ατσαλωμένος από το χρέος, από την μεγάλη κληρονομιά του Ελληνισμού, που με τα ΟΧΙ μεγάλωσε και με τα ΟΧΙ σκάλισε και σκαλίζει ως τώρα, ως την Κύπρο, ανεξίτηλα τις γρανιτένιες πλάκες της Ιστορίας. 
Κεραυνός χτύπησε τον απεσταλμένο του Μωάμεθ, σαν αντίκρισε την αποφασιστικότητα και την παλικαριά, στη ματιά του βασιλέα μας που με τη φωνή ολάκερου του Ελληνισμού, έδινε την ιστορική απάντησή του, μνημείο ανδρείας & τιμής αιώνιο: 
“Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστίν ουτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”!!! 
Σφίχτηκε η ψυχή του απεσταλμένου των Τούρκων. Τέτοιοι λαοί σκέφτηκε, τέτοιοι άντρες, είναι στ΄αλήθεια ανίκητοι! Ακόμα κι αν ηττηθούν, αυτοί είναι τελικά οι μεγάλοι νικητές της Ιστορίας!… 
1453 μ.Χ. 24 Μαΐου: Ξεκινά μεγάλη λιτανεία με την Εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών, που ξαφνικά καταμεσής των δεήσεων πέφτει κάτω η Εικόνα και δεν σηκώνεται, όσο κι αν πασχίζουν Ιερείς και λαϊκοί, με τις χοντρέ στάλες ίδρωτα αγωνίας στα μέτωπα.! Είναι βαριά η Εικόνα, βαριά… εκείνη που μέχρι πριν την μετέφεραν με άνεση. Με χίλιες προσπάθειες και προσευχές, η Εικόνα σηκώθηκε στο τέλος, όπως θα σηκωνόταν κι ο λαός μας, με μύριους κόπους μετά τόσα χρόνια μαύρης σκλαβιάς… 
1453 μ.Χ. 26 Μαΐου: Απελπισμένος στέκεται ο Μωάμεθ απέναντι. Είχε κάνει τα πάντα! Τα αδύνατα, έκανε δυνατά! Για πρώτη φορά στα χίλια και πλέον χρόνια της Ιστορίας της άπαρτης Πόλης, έσφιξε με τέτοια μαστοριά το λουρί γύρω της. Είχε ξεριζώσει κάθε τι γύρω, είχε ζώσει στεριά και θάλασσα, είχε φτιάξει τα καλύτερα και μεγαλύτερα κανόνια που είδε ο κόσμος, είχε κάνει ως και τη στεριά θάλασσα και πέρασε τα πολεμικά του! Αμέτρητες επιθέσεις! Αμέτρητοι νεκροί! 
Άπαρτη ήταν η Πόλη. Αυτά πάνω κάτω του έλεγαν και οι στρατηγοί του και κυρίως ο Χαλήλ που ήταν…δικός μας… Να λύσει την πολιορκία, γιατί στο τέλος θα έχανε όλο το στρατό, όλη τη δύναμή του… 
Έτοιμος ήταν και εκείνος να το αποφασίσει. Μάταια ήταν όλα. Τρία χρόνια μιας τεράστιας, μελετημένης προετοιμασίας, πενήντα ημέρες σκληρής πολιορκίας και ο Κωνσταντίνος του μηνούσε λέει, πως δεν παρέδιδε την Πόλη και πως ήταν έτοιμος να πεθάνει εκείνος και όλοι οι Ρωμιοί ανά πάσα στιγμή! Τα μάτια των πρεσβευτών του, του είπαν όμως κι άλλα. Πως είναι αλύγιστοι οι Έλληνες. Μέσα στα τείχη στεκόταν ακόμα και αδιάφορα και περιφρονητικά στη θέα της τουρκικής πρεσβείας. Και εκείνος, ο Κωνσταντίνος και όλοι γύρω του, απολύτως άκαμπτοι… Δεν θα έπεφτε η Πόλη, λοιπόν… 
Σκοτείνιασε το πρόσωπό του από τη στεναχώρια. Και χωρίς να το θέλει, συλλογίστηκε τη μάνα του, τη Μάρω, τη χριστιανή Πριγκίπισσα της Σερβίας, που του έλεγε για το Χριστό κρυφά και για τη μεγάλη Πόλη Του, που τη φύλαγε η ίδια η Παναγιά και γι΄ αυτό ήταν άπαρτη… 
Τίναξε αμέσως το κεφάλι του, οργισμένος. Μα πάλι ήρθε η σκέψη. Η μορφή ενός εικονίσματος ερχόταν από τα παιδικά του χρόνια και έπιασε τον εαυτό του να γεμίζει σέβας… Ό,τι και να έκανε λοιπόν ήταν μάταιο! Θα την έλυνε την πολιορκία! Το πήρε απόφαση! Όσο η …, φοβήθηκε να προφέρει το όνομά Της, φυλούσε την Πόλη, ήταν αδύνατο να την πάρει άνθρωπος… 
Ξαφνικά, μια δυνατή φωνή διέκοψε τις αποφάσεις του! Ήταν ένας από τους Στρατηγούς του, που τον καλούσε να βγει από τη πολυτελή σκηνή του. 
“Πολυχρονεμένε μου Σουλτάνε, φώναξε λαχανιασμένος, κοίτα τον κουμπέ της Μεγάλης Εκκλησιάς των Ρωμιών! Κοίτα! “ 

Εκείνος είχε κιόλας βγει και στύλωνε τα μάτια του στον τρούλο της Αγιά- Σοφιάς κι ύστερα κράτησε την ανάσα του για ώρα. Ολόκληρος ο τεράστιος τρούλος, το θαύμα εκείνο της τεχνικής, έκαιγε από αόρατη φωτιά, φλογιζόταν σαν σε καμίνι και η λάμψη του τύφλωνε! Έπειτα, έπειτα το φως ανέβηκε στα ουράνια και ο κουμπές αχνόσβησε σαν το σίδερο που βγαίνει από τη πυροστιά… 
“Είδες αφέντη, έκανε με φανερό καμάρι ο Τούρκος. Ο Θεός τους, εγκαταλείπει τους Ρωμιούς”!!! ”Καλέστε το Πολεμικό μου Συμβούλιο, πρόσταξε όλο χαρά, ανάμικτη με δέος ο Πορθητής. Η πολιορκία θα συνεχιστεί! Η Πόλη θα πέσει! Να ετοιμαστεί Γενική Επίθεση από όλο το ασκέρι”… 
1453 μ.Χ. 28 Μαΐου: Δευτέρα. Μεγάλη λιτανεία πραγματοποιείται στη Βασιλεύουσα με κεφαλή τον Αυτοκράτορα. Όλος ο λαός και ο κλήρος, με δάκρυα στα μάτια, περιδιαβαίνει τα μισογκρεμισμένα τείχη και στο τέλος ο Κωνσταντίνος απευθύνει ψυχωμένο λόγο σε όλους, τους τελευταίους Έλληνες και Φιλέλληνες υπερασπιστές, τονώνοντας το ηθικό τους, στεριώνοντας την απόφαση θανάτου μέσα τους, κάνοντας όλα τα μάτια να δακρύσουν, ανάμεσα στις λαμπάδες και τα θυμιάματα που τύλιγαν τη Θεοσκέπαστη εκείνη τη νύχτα.. Την τελευταία νύχτα της Πόλης μας… 
Ύστερα, για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες, για πρώτη φορά μετά από την ασέβεια της 12ης Δεκεμβρίου, με το παπικό συλλείτουργο, πήγαν να Λειτουργήσουν στην Αγιά Σοφιά, που έμενε αλειτούργητη από τότε…. 
Ελληνορθόδοξη, γνήσια, ευπρόσδεκτη και πραγματική θα ήταν η Λειτουργία αυτή τη φορά. Την τελευταία φορά… 
Μια Λειτουργία Συγνώμης και Εξιλέωσης, μια Λειτουργία Ειρήνης με το Θεό της απέραντης Υπομονής και Αγαθότητος… Με Εκείνον που θυσιάστηκε ο ίδιος, που οδηγήθηκε ως πρόβατο στη σφαγή, όπως θα οδηγούνταν σε λίγο, Θεέ μου, ο λαός της Βασιλεύουσας και όλη η Ορθόδοξη Ρωμιοσύνη… Για να έρθει πάλι κάποτε η ολόλαμπρη, γλυκιά και βεβαία Ανάσταση… 
“Σώσον Κύριε τον λαόν σου…” έβγαινε με θέρμη και πίστη από χιλιάδες στόματα Ελλήνων και Φιλελλήνων! 
Δάκρυσε ο λαός, γονάτισαν όλοι, προσευχήθηκαν οι Ιερείς, έλαμψαν τα καντήλια μπροστά στις χρυσοντυμένες άγιες εικόνες, άστραψε το άγιο Δισκοπότηρο, ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό όλων, η Πόλη όλη έκλαιγε, η Πόλη όλη ήταν στο Γολγοθά, ένοιωθε τη θυσία του Χριστού, πλημμύρισε τις καρδιές η αγάπη για τον Πλάστη, έπεσε στις ψυχές κάθε εμπόδιο, έλιωσε κάθε απιστία, κάηκε από τον ποταμό των καυτών δακρύων κάθε ασέβεια! 
“Συγχώρεσέ με Κύριε”, ψιθύρισε με φόβο και δέος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Κωνσταντίνος ΙΑ’… “Συγχώρεσέ με…και δώσε μου ανδρείο τέλος”… 
Δύο σταγόνες κύλησαν στο μάγουλό του καθώς έκλεινε μέσα του τον ίδιο τον Βασιλέα των βασιλέων…. Και από πίσω του όλοι οι αξιωματικοί και οι αξιωματούχοι, όλος ο λαός, ένα αμέτρητο πλήθος, με άπειρη συγκίνηση και περισσή ευλάβεια, Μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων, λαμβάνοντας αληθώς Σώμα και αληθώς Αίμα του Σωτήρα Χριστού. Στην τελευταία Μεταλαβιά… Στο ύστατο “Μετά Φόβου”… Τη νύχτα της 28ης Μαΐου, στην Αγία του Θεού Σοφία… 
Καθώς έξω, πέρα, στο τουρκικό στρατόπεδο, γινόταν οι τελευταίες προετοιμασίες για την τελική επίθεση, ο τελευταίος φανατισμός για ελεύθερη λεηλασία της σπουδαιότερης, λαμπρότερης και ανίκητης πόλης του κόσμου. Της Πρωτεύουσας του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης! 

1453 μ.Χ. 29 Μαΐου, Τρίτη:Δεν είχε ακόμα ξημερώσει, όταν οι άπιστοι ουρλιάζοντας σα δαιμονισμένοι, ρίχτηκαν και πάλι στους ελάχιστους υπερασπιστές, που αναγκάζονταν να είναι διασπαρμένοι σε όλο το μήκος των τειχών, γιατί οι επιθέσεις εκδηλωνόταν ή μπορούσαν να εκδηλωθούν οπουδήποτε. 
Καθώς οι Τούρκοι ορμούσαν, έβγαιναν ξοπίσω οι τρομεροί γενίτσαροι, τα καημένα αρπαγμένα παιδάκια που τα είχαν μεγαλώσει ως θηρία απάνθρωπα, οι Τούρκοι… 
Οι γενίτσαροι παρακολουθούσαν ποιος Τούρκος στρατιώτης θα πισωγυρίσει και ορμούσαν και τον έσφαζαν μπροστά στους άλλους, ώστε περισσότερο φόβο να έχουν οι Τούρκοι πίσω, παρά εμπρός!… 
Όμως οι λίγοι γενναίοι Έλληνες και Φιλέλληνες, με τον Ιουστινιάνη πρωτοστράτoρα και μπροστάρη τον ίδιο τον Παλαιολόγο, αμύνονταν με ηρωισμό τέτοιο, που δεν έχει όμοιό του στην Ιστορία των λαών! 
Δεν παλεύανε οι Έλληνες με στρατό, αλλά με θηρία φανατισμένα. Και η αντιστοιχία ήταν 1 δικός μας με 35 Τούρκους και Γενίτσαρους! Και βαστούσαμε 58 ημέρες τώρα, θαύμα στ΄ αλήθεια, θαύμα! 
Πανηγύρισαν οι πολιορκημένοι! Είχαν αποκρούσει την πρώτη επίθεση με επιτυχία! Μα ήδη ξεκινούσε δεύτερο κύμα με αλαλαγμούς φοβερούς και σκληράδα θανάτου! Μα ενίσχυση μεγάλη για τους υπερασπιστές σε αυτές τις στιγμές ήταν οι δυναμικοί και φιλικοί ήχοι από τις καμπάνες των Εκκλησιών μας, που δεν έπαυαν να ηχούν και να ενισχύουν τους υπερασπιστές, τους γίγαντες αυτούς… που κανείς δεν έχει τιμήσει ίσα με σήμερα όπως τους πρέπει! Ένα μνημείο (=μνήμη) δεν έχει στηθεί για τη θυσία τους! 
Πλατάγισαν στο αμυδρό φως οι χρυσοκίτρινες σημαίες με το Δικέφαλο αετό στα κάστρα και τους πύργους της Αυτοκρατορίας! Είχαμε πάρει πάλι τη νίκη! 
Αλλά ήταν ασταμάτητοι οι εχθροί. Και ρίχνονταν τρίτη φορά τώρα με την κύρια δύναμή τους στο πιο αδύνατο όπως πάντα σημείο των τειχών. Την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, δίπλα στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου! 
Τώρα ο Μεχμέτης έστελνε ξεκούραστους, τις ειδικές του δυνάμεις, τον επίλεκτο στρατό με συνοδεία δέκα χιλιάδων Γενιτσάρων. Δεν σταμάτησαν τούτη τη φορά. Σύννεφο σκέπασε με τις σαγίτες τα κάστρα, για να μη ξεμυτίσει κεφάλι ρωμέικο, ώστε να στηρίξουν οι άπιστοι σκάλες στατειχιά και να φτάσουν απάνω. Και τόσο ούρλιαζαν και φώναζαν το όνομα του Αλλάχ και του προφήτη του, Μωάμεθ, που είχαν ξεκουφάνει τελείως τους υπερασπιστές, οι οποίοι είχαν όμως βάλσαμο στην καρδιά τους το γλυκύ όνομα του Χριστού. 
Με τόση ορμή ανέβαινε τούτη το επίλεκτο κύμα που έσπαζαν οι σκάλες από τη μανία τους! Με ορμή άφταστη αμύνονταν όμως και οι πολιορκημένοι! Κι όλοι, γυναίκες, παιδιά, βοηθούσαν με κάθε τρόπο να χρησιμεύουν στους στρατιώτες των επάλξεων! 
“Κρατάτε αδερφοί μου! Υποχωρούν”, φώναξε γεμάτος χαρά ο βασιλιάς μας και είδαν όλοι ότι ξεψύχησε η δύναμη και η φωνή των Αγαρηνών και γέμισε δύναμη η ψυχή τους. Μα δεν πρόλαβαν να χαρούν πολύ. 
“Τον Ιουστινιάνη! Χτυπήσαν τον Ιουστινιάνη” φώναξε κάποιος καθώς ο αρχηγός της άμυνας, ο μόνος ξένος που φιλοτιμήθηκε να έρθει να βοηθήσει την Πόλη των Χριστιανών, διπλωνόταν στα δύο, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να μη φωνάξει από τον πόνο, να σταθεί όσο μπορούσε, αλλά δεν μπορούσε! 
“Βασιλέα, γρήγορα το κλειδί της πόρτας” ψιθύρισε στον Κωνσταντίνο που έτρεξε σιμά του.“Πεθαίνω”… Όχι, τώρα γενναίε Ιουστινιάνη. Σε παρακαλώ, μείνε εδώ, αν φύγεις….”...”Πεθαίνω” 
Λιγοψύχησαν οι δικοί του, οι ηρωικοί πολεμιστές του Ιουστινιάνη, βλέποντας τον αρχηγό τους βαριά λαβωμένο και πήγαν να τον ακολουθήσουν… 

Αυτό ήταν…. Χαλάρωσε η άμυνα, στην οποία κάθε πέτρα, κάθε κεραμίδι βυζαντινό, κάθε στρατιώτης, έπαιζε σημαντικότατο ρόλο! Και Θεέ μου! Θεέ μου! Από μια πόρτα, από την Κερκόπορτα….. είχαν μπει λίγοι Τούρκοι και σήκωσαν μία και μοναδική σημαία απάνω στα τειχιάμας! 
Ουρλιαχτά ακούστηκαν, ενός πανικού, που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε, αν έμενε στη θέση του ο Ιουστινιάνη, αν δε λαβωνόταν, αν, αν… 
Με τη δύναμη όλων των γενεών των Ελλήνων ρίχτηκε στη μάχη τώρα ο ίδιος ο τελευταίος βασιλέας μας. Σήκωνε το σπαθί του και όταν το κατέβαζε απλώνονταν σωρός οι Τούρκοι, που βλέποντας πως κάτι συνέβαινε ξανατρέξαν με καινούργια ορμή στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί που πολεμούσε σαν το λιοντάρι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος! Στο πιο αδύναμο μέρος της άμυνας! 
Ο πανικός απλωνόταν, οι στρατιώτες του Ιουστινιάνη έφευγαν αν και απολύτως ζωτικοί για την άμυνα! “Οι Τούρκοι, οι Τούρκοι” ακούγονταν ακόμα πιο πολλές φωνές πανικού, βλέποντας το λυσσασμένο κύμα των Γενιτσάρων να σπάει τις αφύλακτες πια θέσεις των ανδρών του Ιουστινιάνικαι να περικυκλώνει τον Αυτοκράτορα, που πολεμούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, με όλη την πνοή της ανδρείας του! 
“Εάλωωω! Η Πόλις εάλωωωω”! 
Δάκρυα σπαραγμού βγήκαν από τα σωθικά του σαν άκουσε εκείνο το “εάλω”…. Η Πόλη του, ό,τι αγάπησε, αυτό για το οποίο τόσο πάλεψε και ξαγρύπνησε, αυτή για την οποία διέπραξε τη μεγάλη ασέβεια, η Πόλη του Θεέ μου “εάλω”! 
Γύρισε κατάκοπος το κεφάλι του ο Κωνσταντίνος… Ήταν πια ολομόναχος! Όλοι σχεδόν γύρω του είχαν πέσει σαν ήρωες! Ως Έλληνες! 
“Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;” φώναξε με όλη τη δύναμή του καθώς το σπαθί του κατέβαινε με ορμή σε ένα Γενίτσαρο που ούρλιαξε από το πόνο, φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια των σκυλιών! Αστραπή πέρασε από το νου του το αίτημα που είχε ζητήσει από το Χριστό, το βράδυ όταν Μεταλάμβανε και γύρεψε συγχώρηση. 
Και σαν απάντηση ήρθε τότε ένα δυνατό χτύπημα που του έκοψε την ανάσα! Ένας Γενίτσαρος τον είχε λαβώσει πισώπλατα! ”Εάλω η Πόλιςςςς”ακούστηκε μακάβρια η σπαραχτική φωνή. Και όπλισε με τέτοια δύναμη τον βασιλέα, που γύρισε τραυματισμένος και με μια σπαθιά πήρε το κεφάλι του άτιμου που τον χτύπησε! 
Καινούριο κύμα Τούρκων χίμηξε από τα χαλάσματα μέσα! Όσοι είχαν απομείνει πάλευαν τώρα 1με 20! 
Μακάρι να μπορούσε εκεί να είναι όλη η Ελλάδα, όλες οι γενιές, να δουν τι θα πει πατρίδα, να δουν τι θα πει Πίστη, να δουν τι θα πει ΕΛΛΗΝΑΣ!!! 
Μακάρι να ήταν εκεί όλα τα Έθνη, για να ξέρουν, για να τρέμουν από δέος, για να βουρκώνουν τα μάτια τους όταν θα λένε Ελλάδα και Ρωμιοσύνη, όταν θα μιλούν για Κωνσταντινούπολη και για Ιστορία της Ανθρωπότητος! 
Μακάρι να ήταν εκεί όλοι οι Δάσκαλοι, όλοι οι Εκπαιδευτικοί της Ελλάδας και του Κόσμου, για να διδάσκουν στα παιδιά της γης, τον τιτάνιο αγώνα που έδωσε μόνος του ο Ελληνισμός, αιώνες, για να κρατήσει τον Ισλαμισμό και τον Τουρκισμό έξω από την Ευρώπη, μακριά από τη Δύση, για να μπορούν εκείνοι, να είναι σήμερα εφευρέτες και καλλιτέχνες και χορευτές και διανοούμενοι και εύποροι και έμποροι και αφέντες. 
Πάλι σήκωσε το σπαθί ο Κωνσταντίνος! Πάλι πολεμούσε για την Πίστη, όπως είχε πει στον τελευταίο λόγο του και για την Πατρίδα! Ζωτικές αξίες που θα επαναλάμβανε 400 χρόνια αργότερα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης! Γιατί αυτό και το ίδιο είναι τούτο το Γένος στους αιώνες! Μακριά από το Χριστό χάνεται και κοντά Του ξαναγεννιέται! 
Γέμισε ο τόπος τούρκικα σαρίκια! Ένα δόρυ σφενδονίστηκε καταπάνω του και τον ήβρε τον ΗΡΩΑ στο στήθος! Χαλάρωσε η λαβή του! Λύγισαν τα γόνατα! Τα μάτια του έγιναν βαριά! Οι φωνές έπαψαν να ακούγονται! Τα ουρλιαχτά πια δεν τον άγγιζαν! Ο Αετός φτερούγιζε για τα ουράνια! Να βάλει μετάνοια πια μπροστά στον ολόλαμπρο θρόνο του Υψίστου Βασιλέως, να σμίξει με τους παλιούς ήρωες, που τον περίμεναν δακρυσμένοι στα ουράνια, κάτω από το Θρόνο του Κυρίου της Ζωής και της Ανάστασης! 
Είχαν προλάβει με απανωτές τους Πρεσβείες, με μπροστάρισα την ίδια τη Βασίλισσα των Αγγέλων και είχαν αποσπάσει τη μεγάλη και βεβαία υπόσχεσή Του: 

“Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλε δικά σας θα ‘ναι”!!!


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...