Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2018

ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ.



Ένα περιστατικό από τη ζωή του Χριστού ώς Θείου Βρέφους: όταν ή άγια οικογένεια διέφυγε από το ξίφος τού Ηρώδη, και πορευόταν στην Αίγυπτο, εμφανίστηκαν καθ’ οδόν κάποιοι ληστές, με πρόθεση νά κατακλέψουν τούς οδοιπόρους. Ό δίκαιος Ιωσήφ οδηγούσε το γαϊδουράκι, πάνω στο όποιο ήταν φορτωμένα τά λίγα ύπάρχοντά τους και όπου έπέβαινε ή Ύπεραγία Θεοτόκος, κρατώντας στο στήθος της τον Υιό της. 


Οί ληστές άρπαξαν το γαϊδουράκι με σκοπό νά το οδηγήσουν μακριά, και ένας άπ' αυτούς πλησίασε τη Μητέρα τού Θεού γιά νά δει τί κρατούσε κατάστηθα. Μόλις άντίκρισε τον Χριστό-νήπιο, έξεπλάγη άπό την άσυνήθιστη ομορφιά Του και τότε, μέσα στην έκπληξή του, άναφώνησε: «Και ό Θεός αν έπαιρνε σάρκα ανθρώπινη, δεν θά μπορούσε νά είναι πιο όμορφος άπ’ αυτό το Παιδί!». Κατόπιν ό ληστής πρόσταξε τούς συνεργούς του νά μην άρπάξουν τίποτα άπ’ αυτούς τούς οδοιπόρους.

Έμπλεως ευγνωμοσύνης προς τον γενναιόδωρο αυτό ληστή, ή Παναγία Θεοτόκος τού είπε: «Γνώριζε ότι το Παιδί αυτό
θά σέ άνταμείψει μέ άνταμοιβή μεγάλη, επειδή έσύ σήμερα Τον προστατέυσες». Τριάντα τρία χρόνια αργότερα ό ίδιος άνθρωπος κρεμόταν στον Σταυρό, για τα παραπτώματά του, εσταυρωμένος εκ δεξιών του Σταυρού τού Χριστού. 

Το όνομά του ήταν Δυσμάς και το όνομα τού άλλου, έξ άριστερών, ληστή ήταν Γεστάς. Βλέποντας ό Δυσμάς τον Δεσπότη, τον αθώο και αναμάρτητο Ιησού Χριστό, έσταυρωμένο, μετανόησε γιά κάθε κακό πού είχε κάνει στη ζωή του. Όταν ό Γεστάς βλασφήμησε έναντίον του Κυρίου, ό Δυσμάς Τον υπερασπίστηκε λέγοντας: ούτος δε ούδέν άτοπον έπραξε (Λουκ. 23, 41).


Ό Δυσμάς επομένως ήταν ό σοφός ληστής στον όποιον είπε ό Χριστός μας: αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση έν τω παραδείσω (Λουκ. 23, 43). Ό Κύριος χάρισε τον Παράδεισο σ’ αυτόν πού Τού χάρισε τη ζωή, όταν ήταν Παιδί!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΧΡΙΔΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ/ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.

ΠΗΓΗ

Β΄ Ἡμέρα Χριστουγέννων Ἀνεκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ.

Ἀνεκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ.

Ἄν ἀνοίξουμε, ἀγαπητοί μου, τό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν Γένεση, θά δοῦμε ἐκεῖ πῶς ὁ Θεός μέ τίς συνεχεῖς δημιουργικές ἐπεμβάσεις του ἔκτισε, στόλισε καί διεμόρφωσε τήν γῆ. Ἀνάκτορο, βασιλικό, παλάτι τήν ἔκανε. Αὐτό τό ἀνάκτορο τό ζωγράφισε μέ πολλά καί διάφορα χρώματα. Τό πλαισίωσε μέ κήπους εὐωδιαστούς, πού εἶχαν λουλούδια πολύχρωμα, κρυστάλλινα νερά, μέ ὅλων τῶν εἰδῶν τά ζῶα καί τά πουλιά. Ἔκανε, αὐτό πού λέμε πιό ἁπλά, τόν παράδεισο.
Ὅταν εἶδε ὁ Θεός, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι καλά λίαν, τότε ἔπλασε καί τόν βασιλέα, τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε νά ζεῖ, νά ἀναπαύεται καί νά χαίρεται μέσα στά βασιλικά ἀνάκτορα. Ὅλα ἔγιναν γιά χάρη του. Ὅλα διετέθησαν στήν ὑπηρεσία του, γιά νά εἶναι ἡ ζωή του ὅσο τό δυνατό πιό εὐχάριστη. Μέσα σ᾿ αὐτά τά ἀνάκτορα δέν ὑπῆρχε πόνος, λύπη, ἱδρώτας, κούραση, δάκρυα. Ζοῦσαν οἱ πρωτόπλαστοι ζωή χαρισάμενοι.
Ὅμως ὑπῆρχε κάποιος, πού ζήλεψε, φθόνησε αὐτήν τήν εὐτυχία. Ὁ προαιώνιος ἐχθρός τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, μέ ὕπουλο καί σατανικό τρόπο ἔβαλε δυναμίτη στά θεμέλια καί ἀνατίναξε τά βασιλικά ἀνάκτορα. Ἔντρομοι οἱ βασιλεῖς, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα εἶδαν τό παλάτι τους νά γκρεμίζεται καί νά ἐρειπώνεται.
Μέ ἄλλα λόγια μέ ἀπάτη καί πονηρό τρόπο ὁ διάβολος παρέσυρε τούς πρωτοπλάστους στήν πτώση, τούς ὡδήγησε στήν ἁμαρτία, στήν καταπάτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό τούς ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο καί ἔτσι ἔμειναν ἄστεγοι. Ἔγιναν πλέον δυστυχισμένοι. Γνώρισαν τήν ὁδύνη καί τήν δυστυχία καί ἀντί λουλούδια ὁ δρόμος τους ἦταν γεμᾶτος ἀγκάθια καί τριβόλια.
Ὁ Θεός, σάν στοργικός Πατέρας καί ἄριστος παιδαγωγός, μέσα στήν ἀπελπισία τους ἀνοίγει ἕνα παράθυρο στήν ἐλπίδα. Δέν θά εἶστε γιά πάντα σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση. Ἕνας ἀπόγονος αὐτῆς τῆς γυναίκας θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως, θά καταργήσει τόν διάβολο, θά φέρει τήν λύτρωση σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, γιορτάζουμε καί πανηγυρίζουμε αὐτές τίς ἡμέρες. Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ υἱός τῆς παρθένου γίνεται. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἦλθε εἰς τά ἴδια, στούς δικούς του ἀνθρώπους. Τά ἀνάκτορα πού ὁ ἴδιος ἔκτισε τά βρῆκε ἀνατιναγμένα καί κατεστραμμένα, τίποτε δέν ἦταν ὄρθιο.
Πράγματι, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι, ὅταν ἦρθε ὁ Χριστός στόν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι βρισκόντουσαν στό ἔσχατο σημεῖο καταπτώσεως καί ἐτυραννοῦντο φοβερά ἀπό τούς δαίμονες. Γι᾿ αὐτό ἔχουμε μέσα στά Εὐαγγέλια πολλά θαύματα θεραπείας δαιμονισμένων. Ὅλα λοιπόν κατεστραμμένα εἴτε ὑλικά, εἴτε πνευματικά, κυρίως τό δεύτερο. Γι᾿ αὐτό κανένα σπίτι δέν ὑπῆρχε νά ἀνοίξει τήν πόρτα του στόν Χριστό. Μόνο ὁ σταῦλος ὑπῆρχε. Ἕνα σπήλαιο μέ ζῶα. Καί ὁ Χριστός, χωρίς δισταγμό καί ἐπιφυλάξεις, μπῆκε σ᾿ αὐτόν τόν σταῦλο τῶν ζώων. Ἐκεῖ κατέλυσε καί ἀναπαύθηκε. Αὐτόν χρησιμοποίησε σάν σκάλα, γιά νά κατεβεῖ στήν γῆ. Αὐτό τό σπήλαιο ἔκανε γέφυρα, γιά νά ἔρθει κοντά στούς ἀνθρώπους.
Οἱ ἄνθρωποι, ὅπως διαβάζουμε στήν Ἁγία Γραφή, ὡμοιώθησαν τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί σέ πολλές περιπτώσεις ἔγιναν χειρότεροι ἀπό αὐτά. Ὁ Χριστός προτίμησε νά γεννηθεῖ ἀνάμεσα σέ ζῶα παρά σέ ἀνθρώπους. Θεός ἐν φάτνῃ ἀνακλίνεται. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἡ τροφή τοῦ παντός κόσμου, ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς ἀνακλίνεται μέσα στήν φάτνη, ὥστε τά ζῶα, οἱ ἄνθρωποι, ὅταν θά ἔσκυβαν μέσα στό παχνί, γιά νά πάρουν τήν τροφή τους, ἐκεῖ μέσα θά εὕρισκαν, θά συναντοῦσαν τόν οὐράνιο ἄρτο, τόν Χριστό.
Ἔρχεται λοιπόν ὁ Χριστός στόν κόσμο καί βρίσκει τά πάντα κατεστραμμένα καί διαλυμένα. Καί τί κάνει; Ἀναλαμβάνει τό ἔργο τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἀνακτόρων. Προσπαθεῖ νά τά ἀνακαινίσει. Τριάντα τρία χρόνια ὁ Χριστός αὐτό ἔργο ἔκαμνε. Ἀνέστησε τήν πεσμένη ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔβαλε ἐκεῖ, ὅπου ἦν τό πρότερον. Διαβάζουμε σέ μιά εὐχή τῆς Θείας Λειτουργίας, ἔκανε τά πάντα μέχρι πού μᾶς ἀνέβασε στόν οὐρανό καί μᾶς χάρισε τήν βασιλεία του τήν ἐπουράνια. Μέ τήν ἀνάπλαση καί τήν ἀναδημιουργία ὁ Χριστός μᾶς ἔκανε καλύτερους ἀπό ὅ,τι εἴμασταν, μᾶς ἀνέβασε ψηλότερα καί μᾶς ἔκανε συγκληρονόμους του.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πλέον δέν ἀκοῦμε γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσει, ἀλλά παρ᾿ ὅτι εἶσαι πλασμένος ἀπό γῆ προορίζεσαι γιά τόν οὐρανό. Ὅλα αὐτά τά ὀφείλουμε στόν ἐναθρωπήσαντα Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά ἐξ αἰτίας τῆς φάτνης καί τοῦ σπηλαίου. Δέν εἶναι λοιπόν ψέμα καί ὑπερβολή, ἄν ποῦμε ὅτι ἡ φτωχική φάτνη μᾶς ἐδόξασε, τό ταπεινό σπήλαιο μᾶς ἀνέβασε στούς οὐρανούς.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ὤν, ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος. Ἦρθε, ἀλλά καί πάντοτε ἔρχεται. Ἕνα τροπάριο αὐτῶν τῶν ἡμερῶν λέγει, σπήλαιον εὐτρεπίζου, ἡ παρθένος ἤκει τοῦ τεκεῖν. Ὁ Χριστός ἦρθε καί  ἔρχεται. Γεννήθηκε καί πάντοτε γεννᾶται. Χτυπάει τήν πόρτα καί τῆς δικῆς μας καρδιᾶς.  Ἐπιθυμεῖ νά μπεῖ καί στό δικό μας σπίτι. Θελει νά γεννηθεῖ καί στήν δική μας φάτνη. Θέλει νά μᾶς βγάλει ἀπό τά λιμνάζοντα νερά, νά μᾶς ξεκολλήσει ἀπό τόν βοῦρκο. Θέλει νά μᾶς βοηθήσει νά ἀναγεννηθοῦμε, νά κάνουμε μιά νέα ἀρχή.
Τά Χριστούγεννα ἔγιναν σ᾿ ἕνα κλειστό χῶρο, περιορισμένο καί ἀκάθαρτο, στόν σταῦλο τῆς Βηθλεέμ. Τά  δικά μας Χριστούγεννα νά τά γιορτάσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία, ὄχι σέ κέντρα διακεδάσεως. Μέσα στό σπίτι μας μέ τούς δικούς μας, μέ ὅλους τούς συγγενεῖς, ὄχι μέ ἐκδρομές στήν Εὐρώπη ἤ στήν Ἀσία, ἀνάμεσα σέ ἄπιστους, ἀλλόθρησκους καί αἱρετικούς. Νά γιορτάσουμε μέ καθαρές ψυχές, γιά νά καταδεχθεῖ τό Θεῖο Βρέφος νά ἀναπαυθεῖ καί στήν δική μας φάτνη, στή δική μας καρδιά καί νά μᾶς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ἀνάπαυση. Ἀμήν.-

Κοιτώντας την εικόνα της Γεννήσεως

Στο πλούσιο υμνολόγιο της Εκκλησίας μας, την παραμονή των Χριστουγέννων, ψάλλεται ένα πολύ ωραίο ιδιόμελο, στη διάρκεια της Α΄ Ὥρας, των Βασιλικών Μεγάλων Ωρών.: «Βηθλεέμ ετοιμάζου· ευτρεπιζέσθω η φάτνη· το Σπήλαιον δεχέσθω, η αλήθεια ήλθεν· η σκιά παρέδραμε· και Θεός ανθρώποις, εκ Παρθένου πεφανέρωται, μορφωθείς το καθ᾿ ημάς, και θεώσας το πρόσλημμα. Διο Αδὰμ ανανεούται συν τη Εύα, κράζοντες· Επί γης ευδοκία επεφάνη, σώσαι το γένος ημών». [1]Είναι ποίημα, του Πατριάρχου της Αγίας Πόλεως των Ιεροσολύμων Σωφρονίου, και ψάλλεται σε ήχο πλ. του Δ΄.
Η Βηθλεέμ, απέχει περί τα 20 λεπτά με το αυτοκίνητο, από την Ιερουσαλήμ και σήμερα, είναι υπό Παλαιστινιακό έλεγχο. Στα Εβραϊκά, Βηθλεέμ σημαίνει ψωμόπολη, δηλ. πόλη του ψωμιού. Τότε η Βηθλεέμ, ήταν ένα μικρό ασήμαντο χωριό.
Την ύστερη όμως δόξα αυτού του χωριού, ο Προφήτης Ησαΐας, την είχε προϊδει 700 χρόνια, πρίν λέγοντας: «…και συ Βηθλεέμ, γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα· εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ…»[2], δηλ., και συ Βηθλεέμ, γη του Ιούδα δεν είσαι καθόλου μικρή, γιατί από σένα θα προέλθει ο Ηγούμενος, εκείνος που θα ποιμάνει τον Ισραήλ.
Στην ασήμαντη Βηθλεέμ διάλεξε να γεννηθεί το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Σωτήρας και Λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους ο Χριστός. Από τη μικρή Βηθλεέμ, ξεκίνησε το σχέδιο του Θεού, για τη λύτρωση του ανθρώπου και την επανείσοδό του, στον χαμένο γι’ αυτόν Παράδεισο.
Ση Βηθλεέμ απευθύνεται ο υμνωδός, Παριάρχης Ιεροσολύμων Σοφρώνιος, καλώντας την να ετοιμασθεί. «Βηθλεέμ ετοιμάζου ευτρεπιζέσθω η φάτνη· το Σπήλαιον δεχέσθω»! Καλεί την Βηθλεέμ να ετοιμασθεί και τη φάτνη να ευτρεπισθεί και το σπήλαιο να δεχθεί. Η πρόσκληση, είναι σε ενεστώτα χρόνο και σε έγκληση προστακτική «ετοιμάζου, ευτρεπιζέσθω, δεχέσθω».
Γιατί άραγε σε ενεστώτα; Γιατί η πρόσκληση στο θαύμα της Γεννήσεως, αφορά και στον καθένα και στην καθεμία από μας. Τι οξύμωρο σχήμα αλήθεια!
Πόσο μπορεί μιά φάτνη αλόγων, ένα μαντρί και ένας στάβλος, να στολιστούν και να γίνουν τόπος, για να χωρέσει και να κατακλιθεί εκεί ο ίδιος ο Θεός;
Απορεί και θαυμάζει ο υμνωδός στον όρθρο των Χριστουγέννων: «Ο αχώρητος παντί πως εχωρήθη εν γαστρί; Ο εν κόλποις του Πατρός πώς εν αγκάλαις της Μητρός;» [3] Πώς, Αυτός που δεν χωράει πουθενά χώρεσε στην κοιλιά της Παναγίας; Πώς, Εκείνος που όντας Άχρονος και στους κόλπους του Πατέρα, είναι τώρα στην αγκαλιά της Μητέρας Του, Αειπαρθένου Μαρίας;
Ο υμνωδός της εκκλησίας, μας καλεί όλους στο Ναό. Εκεί με πίστη και κατάνυξη θα ζήσουμε το θαύμα και θα λύσουμε την απορία μας για το μεγάλο γεγονός: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός, ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ μετά των μάγων Ανατολής των Βασιλέων. Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί. Ποιμένες αγραυλούσιν ωδήν επάξιον Δόξα εν Υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι εκ της Παρθένου και Θεοτόκου εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας….». [4]
Ελάτε, να δούμε, ακολουθώντας τον Αστέρα και τους Μάγους, που εγεννήθη ο Χριστός. Ελάτε να ζήσουμε τα αληθινά Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα της προσωπικής μας σωτηρίας. Σ’ αυτή την πρόσκληση όμως πόσοι άραγε ανταποκρίνονται;
Για τους πολλούς, τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή που θ’ αγοράσουμε δώρα, θα φτιάξουμε γλυκά, θα κάνουμε τραπέζια, θα ξενυχτίσουμε στα «ρεβεγιόν».
Μετά απ’ όλα αυτά, όταν οι καμπάνες της εκκλησίας, σημαίνουν χριστούγεννα και καλούν στην εκκλησία, εμείς γυρίζουμε ξενυχτισμένοι κι’ άϋπνοι, μέσα στα άγρια χαράματα, για να πάμε για ύπνο!!!
Προτιμάμε τα εμπορικά Χριστούγεννα με τα δένδρα, τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, τις γαλοπούλες, τα χοιρινά και τα ρεβεγιόν.
Ζούμε έτσι τα εμπορικά Χριστούγενα, που δεν έχουν καμία σχέση με την ταπεινή φάτνη την «Άγια Νύχτα τη χριστουγεννιάτικη» και την προσωπική μας σωτηρία.
Τι όμως έγινε στ’ αλήθεια εκείνη τη «Άγια Νύχτα» της Γεννήσεως;
«Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον ίνα τους υπό νόμον εξαγοράσει ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» [5] όπως γράφει στους Γαλάτες ο Απ. Παύλος.
Εκείνη τη Νύχτα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός! Έγινε σάρκα από τη σάρκα μας «ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» [6] «ο νόμος διά Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού, εγένετο» [7] όπως μοναδικά και θεολογικώτατα περιγράφει ό Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Τον είδαμε με τη δόξα του μονάκριβου Υιού, πλήρη χάριτος και αληθείας, που ήλθε να συμπληρώσει το Νόμο, που είχε δοθεί στο Μωϋσή. [8]
Ο στάβλος των αλόγων ζώων, που διάλεξε να γεννηθεί ο Χριστός μας, είναι από τα δυσωδέστερα σημεία, σ’ ένα ποιμνιοστάστιο!
Σ’ αυτό το σημείο του σταύλου εσπαργανώθη, ο «Αχώρητος Παντί» «ως είδεν ως ηθέλησε και ως ηυδόκησεν» Στο σταύλο και στη Φάτνη των αλόγων «άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται».
Εκεί, στη φάτνη της Βηθλεέμ, ήταν παρών όλος ο κτιστός κόσμος. Εκεί στη φάτνη χώρεσε Εκείνος, που δεν χωράει πουθενά.
Εκεί στη φάτνη της μικρής Βηθλεέμ, ταπεινώθηκε νεογέννητο Θείο βρέφος, και βρήκε αχυρένιο παχνί για κατάλυμα, για τη δική μας σωτηρία.
Μπροστά στους Μάγους, τους απλούς αγραυλούντες Ποιμένες, τα άλογα ζώα, σύμβολα της ανθρώπινης άγνοιας, τον Ιωσήφ τον Μνήστορα και τους ψάλλοντες το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» Αγγέλους, γίνεται η προσωπική Θεία Αποκάλυψη! Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο Θεό!.
Εκεί στη φάτνη της Βηθλεέμ η ιστορία χωρίζεται στα δύο. Πρό Χριστού και μετά Χριστόν. Εκεί «ο έχων θρόνον ουρανόν και υποπόδιον την γην», εισήλθε στο χρόνο, «αρχήν λαβών χρονικήν» [9], για να αγιάσει τον χρόνο, τούς κόπους και τον ιδρώτα του ανθρώπου, αλλά και να κάνει τον άνθρωπο μέτοχο της αιωνιότητος.
Παράδοξον Μυστήριον, οικονομείται σήμερον! καινοτομούνται φύσεις, και Θεός άνθρωπος γίνεται· όπερ ην μεμένηκε, και ο ουκ ην προσέλαβεν, ου φυρμόν [10] υπομείνας, ουδέ διαίρεσιν [11].
Καινούργια και ασυνήθιστα γεγονότα στη φύση. Μέγα μυστήριο και πρωτοφανές! Ο Θεός γίνεται άνθρωπος.
Έμεινε όπως ακριβώς ήταν, δηλ. Θεός, και έγινε ότι δεν ήταν, δηλ. άνθρωπος, χωρίς να υποστεί καμία σύγχυση, και ανάμειξη ή διαίρεση. Γεννήθηκε τέλειος άνθρωπος και παρέμεινε Τέλειος Θεός.
Εκεί, στην φάτνη της Βηθλεέμ, μας έδειξε ότι ήλθε, για τον κάθε ταπεινό και καταφρονεμένο «τι γαρ ευτελέστερον σπηλαίου τι δε ταπεινότερον σπαργάνων;» σημειώνει με θαυμαστική απορία ο υμνωδός.
Ήλθε για να μας ξαναβάλει στον χαμένο Παράδεισο. Εκεί στην ταπεινή φάτνη της Βηθλεέμ με τη γέννηση, εγράφη η Καινή Διαθήκη, που σφραγίσθηκε 33 χρόνια αργότερα στο Γολγοθά, με τη σταυρική θυσία.
Η γέννηση του Χριστού που γίνεται κάθε Χρόνο, δεν γιορτάζεται σα γεγονός που έγινε κάποτε, τότε που βασιληάς ήταν ο Ηρώδης ο Τετράρχης, ο σφαγέας των δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων.
Ο Χριστός γεννιέται κάθε χρόνο και σώζει πάντοτε. «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου» βεβαιώνει ο υμνωδός της εκκλησία μας. Ούτε εγεννήθη, ούτε θα γεννηθεί.
«Γεννάται» ιστορικός εδώ ο ενεστώτας. «Η αλήθεια ήλθεν η σκιά παρέδραμε» «Άνθρωπος γίνεται θεός, ίνα θεόν τον Αδάμ απεργάσηται». [12]
Η σκιά και το σκοτάδι, από την ημέρα της εξόδου του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο, καταδυνάστευε το ανθρώπινο γένος. Η αγωνία του ανθρώπου να λυτρωθεί απ’ το σκοτάδι είναι διάχυτη στην αρχαία Ελληνική γραμματεία.
Στην εικόνα της Γεννήσεως, οι αγιογράφοι ζωγραφίζουν αυτό το σκοτάδι με μαύρο χρώμα στο εσωτερικό του σπηλαίου της Γεννήσεως. [13]
Μίλησε, γι’ αυτή τη λύτρωση και την ανάγκη ενός Θεού, χωρίς ανθρώπινα πάθη, ο Σωκράτης. Κατηγορήθηκε ότι εισάγει κενά δαιμόνια, δικάσθηκε και καταδικάσθηκε σε θάνατο, με κώνειο που πλήρωσε ο ίδιος.
Στην τραγωδία του Προμηθέα Δεσμώτη, ο Προμηθέας περιγράφει στην Ιώ [14], όσα την περίμεναν και της είχε αναγγείλει, προκειμένου να την παρηγορήσει, για τα μελλοντικά της βάσανα. Της είπε, ότι ένας από τους απογόνους της, μετά από πολλές γενιές, θα ερχόταν να τον ελευθερώσει και ταυτόχρονα να κλονίσει την εξουσία του Δία [15]. Διάχυτη και διαρκής η προσδοκία των εθνών!
Ιδού τι λέγει ο υμνωδός της Εκκλησίας γι’ αυτή την κατάσταση της προχριστιανικής ανθρωπότητας: «Ιδών ο Κτίστης ολλύμενον, τον άνθρωπον χερσίν, ον εποίησε, κλίνας ουρανούς κατέρχεται, τούτον δε εκ Παρθένου θείας Αγνής, όλον ουσιούται, αληθείᾳ σαρκωθείς…» [16]
Βλέποντας, μας λέγει ο υμνωδός, ο Θεός, τον άνθρωπο, που έφτιαξε με τα χέρια του, να χάνεται, τον λυπήθηκε και κλίνοντας τους ουρανούς, κατεβαίνει και γίνεται ένας απλός άνθρωπος αληθινά.
Παίρνει σάρκα και οστά, από την Παρθένο μητέρα του. όχι συμβολικά. όχι χάνοντας την θεότητά του, αλλά παραμένοντας Θεός γενήθηκε αληθινά σαν άνθρωπος.
Πόσο όμορφα περιγράφει το γεγονός ο ποιητής Γ. Βερίτης:
Τον ερχομό Σου, ώ! πώς τον πρόσμενε
του βράχου ό τραγικός Δεσμώτης,
όσο τα σπλάγχνα τ’ όρνιο εσπάραζε
της αδαπάνητής του νιότης!
Κι ήρθες! Δεν ήρθες μ’ αστροπέλεκα
και με βροντές και καταιγίδα.
Ήρθες σαν αύρα, σαν πνοή, σαν φως,
σαν ορθρινή δροσοσταλίδα. [17]
Βλέποντας ο υμνωδός το φώς του Αστέρα στη Βηθλεέμ, που, σκόρπισε το σκοτάδι, αναφωνεί με δοξολογική απορία: «Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι’ ημάς; έκαστον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων, την ευχαριστίαν σοι προσάγει· οι Άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον Αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι Ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην· ήμείς δε Μητέρα Παρθένον· ο προ αιώνων Θεός ελέησον ημάς». [18]
Τι να σου προσφέρουμε Χριστέ γιατί φάνηκες στη γή ως άνθρωπος για όλους εμάς; Κάθε κτίσμα σου σε ευχαριστεί με τον τρόπο του. Οι Άγγελοι προσφέρουν τον ύμνο «Δόξα εν υψίστοις Θεώ..».
Οι ουρανοί προσφέρουν τον Αστέρα. Οι Μάγοι προσφέρουν τα Δώρα, χρυσό, λίβανο και σμύρνα. Οι ποιμένες αναγγέλλουν το θαύμα. Η γή προσφέρει το Σπήλαιο.
Η έρημος της Ιουδαίας τη φάτνη και οι άνθρωποι την Παρθένο Μητέρα. Ελέησέ μας, ως προ Αιώνων, υπάρχων Θεός.
Ο ποιητής Τέλος Άγρας [19] λυρικά νοσταλγεί και ποιητικά περιγράφει, τη φάτνη και τη Γέννηση, στην άσημη μέχρι τότε, Βηθλεέμ
Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
………………..
Μα κι’ από αγγέλους κι’ από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό – ζεστό φιλί.

Ο βάρδος της ποίησής μας Κωστής Παλαμάς [20] στο ποίημά του «Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο» περιγράφει επίσης, λυρικά και πολύ παραστατικά, τη ψυχική νοσταλγία, για τη Γέννηση του Χριστού:
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

Στην εποχή της κρίσης των αξιών που βιώνουμε και που, για να μην καταλαβαίνουμε τι ακριβώς λέμε, την ονομάσαμε «οικονομική κρίση», η γέννηση του Θεανθρώπου είναι γεγονός, που ελέγχει και προκαλεί.
Ελέγχει τους σύγχρονους μιμητές του Ηρώδη και τους αθέους της εποχής. Γι’ αυτό και αφαιρείται, απ’ τα βιβλία, απ’ τη ζωή μας απ’ τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια. [21]
Βλέπουμε μία προσπάθεια, χωρίς μέτρο και χωρίς όρια, να βγεί απ’ τη ζωή μας ο Χριστός, στο όνομα της «διαφορετικότητας».
«Διαφορετικότητα», ορισμός εφεύρημα, ακατανόητος και απροσδιόριστος κατά περιεχόμενο, όσων επαγγέλλονται την «πανθρησκεία» και την «παγκοσμιοποίηση».
Πολύ επιτυχημένα ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, την πραγματικότητα αυτή ονόμαζε «κιμαδοποίηση».
Τραγικές υπάρξεις πλανεμένων μειοψηφιών, που όσο τους ελέγχουν τα έργα και η συνείδησή τους, τόσο και παλεύουν να σβήσουν την Γέννηση και την Ανάσταση του Ιησού.
Δεν γνωρίζουν άραγε «ότι ο Θεός φως εστί και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία…» Το γνωρίζουν σίγουρα αλλά «…..πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού υπό του φωτός…» [22]
Γι’ αυτούς όλους θα πεί ο Σοφός Σολομών: «Ακούσατε ουν, βασιλείς, και σύνετε· μάθετε, δικασταί περάτων γης. ενωτίσασθε οι κρατούντες πλήθους και γεγαυρωμένοι [23] επί όχλοις εθνών· ότι εδόθη παρά του Κυρίου η κράτησις υμίν και η δυναστεία παρά Υψίστου, ος εξετάσει υμών τα έργα και τας βουλάς διερευνήσει· ότι υπηρέται όντες της αυτού βασιλείας ουκ εκρίνατε ορθώς, ουδέ εφυλάξατε νόμον, ουδέ κατά την βουλήν του Θεού επορεύθητε. φρικτώς και ταχέως επιστήσεται υμίν, ότι κρίσις απότομος εν τοις υπερέχουσι γίνεται.» [24]
Δηλαδή, σε ελεύθερη απόδοση: Ακούσατε οι βασιλείς και οι άρχοντες και σοβαρευτείτε. Μάθετε οι δικαστές, ανά τα πέρατα της οικουμένης και όσοι υπερήφανα στρέφεσθε εναντίον των εθνών, ότι η εξουσία που έχετε, σας έχει δοθεί από τον Ύψιστο.
Αυτός θα εξετάσει τα έργα, τις σκέψεις, τις επιθυμίες και θελήσεις σας. Και επειδή, όντας υπηρέτες της βασιλείας του Θεού, χάριν του λαού, δεν κρίνατε ορθώς, δεν φυλάξατε τον νόμον, ούτε πολιτευθήκατε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ο Θεός θα στραφεί φρικτά εναντίον σας.
Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι η κρίση των αρχόντων γίνεται απότομα και χωρίς προειδοποίηση. Ξεχνούν, όλοι αυτοί οι άρχοντες, ότι και ο Απόστολος Παύλος υπήρξε φοβερός διώκτης, πριν απ’ αυτούς «εδίωκον την εκκλησίαν του Χριστού και επόρθουν αυτήν, υπέρ τους συνηλικιώτας εν τω γένει μου» [25], όπως ο ίδιος ομολογεί.
Μετά όμως την κατηγορηματική προειδοποίηση-διαβεβαίωση, του ίδιου του Θεού, «σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» [26], έγινε ο Μέγας απόστολος των Εθνών και ιδρυτής της Ελλαδικής εκκλησίας.
Ξεχνούν επίσης, όλοι αυτοί, την περίφημη και κλασική, περί υπάρξεως Θεού και θρησκείας, βεβαίωση, που έγραψε ο Πλούταρχος [27], που δεν ήταν Χριστιανός: «εύροις δ’ αν επιών και πόλεις ατειχίστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, αχρημάτους, νομίσματος μη δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμνασίων• ανιέρου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης ευχαίς μηδέ όρκοις, μηδέ μαντείαις, μηδέ θυσίαις επ’ άγαθοίς ουδείς εστιν, ουδ’ έσται θεατής. Αλλά πόλις αν μοι δοκή μάλλον εδάφους χωρίς, ή πολιτεία της περί Θεού δόξης αναιρεθείσης παντάπασι σύστασιν λαβείν ή λαβούσα τηρήσαι». [28]
Με απλά λόγια: Όπου να πας κι όπου να σταθείς, και όλο τον κόσμο να γυρίσεις, μπορεί ίσως, να βρεις πόλεις και χωριά χωρίς τείχη, χωρίς σχολεία, χωρίς βασιλιάδες, χωρίς κατοίκους, χωρίς χρήματα, χωρίς θέατρα και γυμναστήρια.
Τέτοιες πολιτείες μπορεί να βρεις. Αλλά πόλη άθεη, που να μην έχει ναούς και ιερά, που οι κάτοικοί της να μη προσεύχονται και να μην επικαλούνται το Θεό στα δικαστήρια με όρκους, που να μην κάνουν θυσίες και να ζητούν από το Θεό ευλογίες, κανείς δεν βρήκε ούτε πρόκειται να βρει.
Μου φαίνεται δε πως, ίσως, μπορεί να βρεθεί πόλη χωρίς έδαφος παρά πολιτεία χωρίς θρησκεία και πίστη στο Θεό.
Τέτοια πολιτεία δεν μπορεί να υπάρξει, ή κι αν παρουσιασθεί, ποτέ δεν θα σταθεί. [29]
Σε αντίθεση με όλους αυτούς, πόσο όμορφα και ποιητικά, ζωγραφίζει τη Χριστουγεννιάτικη Άγια Νύχτα, ο Γ. Δροσίνης [30]:
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
– ποιός δεν το ξέρει; –
των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει τ᾿ αστέρι.
Κι όποιος το βρή μεσ᾿ στ᾿ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάση.
Κλείνω αυτές τις λίγες σκέψεις, ως οφειλόμενη δοξολογία και ομολογία, όπως την έγραψε ο πολύ πιστός, μεγάλος Έλληνας, Φώτης Κόντογλου [31]: «Δόξα στο Θεό, που υπάρχει ακόμα κάποιο καταφύγιο για μας, που δεν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε «το μεγαλείο της εποχής μας». Δόξα στο Θεό που υπάρχουν ακόμα κάποιοι τόποι που δεν τους εξήρανε αυτή η φυλλοξήρα που λέγεται σύγχρονος πολιτισμός…… Καλό είναι να υπάρχεις, αλλά να ζεις είναι άλλο πράγμα».
Το «κάποιο» δικό μας «καταφύγιο» είναι η Πίστη μας στο Θαύμα της Γέννησης του Χριστού και της Ανάστασής του. Ζώντας τη Γέννησή του αγωνιζόμαστε, και πρέπει να αγωνιζόμαστε για την «Επί γής Ειρήνη», προσδοκώντας την Ανάσταση, γιατί:
Η Σωτηρία της ψυχής
είναι πολύ μεγάλο πράγμα [32]
1) Ιδιόμελο της Α΄ Ώρας των Βασιλικών Μεγάλων Ωρών.
2) Ματθ. β΄ 1-12
3) Κάθισμα του Όρθρου της εορτής των Χριστουγέννων, Ήχος Δ΄
4) Κάθισμα του Όρθρου της εορτής των Χριστουγέννων. Ήχος Δ΄
5) Γαλ. Δ 4,5
6) Ιωάν. 1,14
7) Ιωάν. 1, 17
8) Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλὰ πληρώσαι. Ματθ. 5 στιχ. 17
9) Στιχηρόν Κεκραγαρίων Εσπερινού 26ης Μαρτίου
10) φύρω: αρχ. αναμειγνύω κάτι ξερό με νερό, ανακατεύω με υγρό
11) Ιωάννου Μοναχού Ήχος πλ. δ’.
12) Μηναία, κε΄ Μαρτίου Ευαγγελισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
13) Φώτης Κόντογλου: «Οι πιο ωραίες εικόνες της Γεννήσεως που αφήσανε οι παληοί ευσεβείς αγιογράφοι μας είναι κατά πρώτον οι ψηφιδωτές του Δαφνιού και του Οσίου Λουκά, έργα εξαίσια για όποιον νοιώθει τη βυζαντινή τέχνη και δεν θέλει σκηνοθεσίες και επιδείξεις κούφιες. Άλλη ωραία εικόνα της Γεννήσεως είναι στην Περίβλεπτο του Μυστρά, ίσως η ωραιότερη, καθώς και άλλη στην Παντάνασσα. Σπουδαία είναι και η Γέννηση στο Καχριέ Τζαμί της Πόλης (αρχαία Μονή της Χώρας), της Υπαπαντής στα Μετέωρα, στα μοναστήρια του Διονυσίου και του Δοχειαρίου στ’ Άγιον Όρος, καθώς και του Αγίου Παύλου, στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, καθώς και στο μοναστήρι του Βαρλαάμ, έργο του Φράγκου Κατελλάνου. Υπάρχουνε κι’ άλλες έμορφες Γεννήσεις σε αρχαία εξωκκλήσια, όλες στον ίδιο τύπο που ιστορήσαμε. Πλήθος Γεννήσεις στολίζουνε τα αρχαία χειρόγραφα, όπως είναι δυο που βρίσκονται στο μοναστήρι των Ιβήρων. Το αμαρτωλό χέρι μου αξιώθηκε να ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σε σανίδι, και δυο σε τοιχογραφία, τη μια στο οικογενειακό παρεκκλήσι του Γ. Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, την άλλη, σε πολύ μεγάλο σχήμα, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι.»
14) Η Ιώ είναι πρόσωπο που αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία, ερωμένη του Δία. Σύμφωνα με τους σωζόμενους μύθους ήταν θυγατέρα του Ίασου, βασιλέα του Άργους και απογόνου του Ίναχου ή, κατά άλλη εκδοχή, του ιδίου του βασιλέα Ίναχου ή κατά τρίτη τέλος, εκδοχή του Κορίνθιου Πειρήνα, θείου του ήρωα Βελλεροφόντη. Μητέρα της ήταν η Μελία ή η Λευκάνη. Ήταν ιέρεια της Ήρας και έγινε ερωμένη του Δία. Σύμφωνα με τις διάφορες πηγές, η περιπέτειά της άρχισε όταν η Ήρα αντιλήφθηκε την παράνομη σχέση. Τότε ο Ζευς, για να την προστατεύσει από το μένος της συζύγου του, τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα. Η Ήρα όμως υποχρέωσε τον Δία να αρνηθεί, με όρκο (αφροδίσιος όρκος), την παράνομη σχέση του και να της παραδώσει την ωραία αγελάδα, πράγμα που εκείνος αναγκάστηκε να κάνει. Η Ήρα εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της αγελάδας στον πανόπτη Άργο, που αγρυπνούσε εναλλάξ με τα 500 από τα 1.000 μάτια του. Ο Ζευς ανέθεσε στον Ερμή να τερματίσει την κατάσταση και να βοηθήσει τον έρωτά του απελευθερώνοντας την Ιώ. Ο Ερμής αποκοίμισε με τη γοητεία του αυλού όλα τα μάτια του Άργου, και ενώ κοιμόταν τον αποκεφάλισε. Η Ιώ περιπλανήθηκε ως αγελάδα στην περιοχή γύρω από τις Μυκήνες και κατόπιν πέρασε στην Εύβοια. Η Ήρα όμως δεν παραιτήθηκε από την εκδίκησή της και έστειλε έναν οίστρο (μύγα των βοδιών) για να την βασανίζει. Τότε η Ιώ καταδιωκόμενη από τον οίστρο άρχισε να περιπλανάται σε όλη την Ελλάδα. Διέτρεξε την ακτή του Ιονίου πελάγους (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του), έφθασε στην Ιλλυρία, διέσχισε όλη την Σκυθία, έφθασε στον Προμηθέα που ήταν δεμένος στον Καύκασο, διέτρεξε την ακτή του Ευξείνου Πόντου (που εξαιτίας της μετέβαλε την ονομασία της, από Άξενος Πόντος σε Εύξεινος), διήλθε από τον Βόσπορο (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του (βους+πόρος), και τελικά κατέληξε στην Μέμφιδα της Αιγύπτου όπου γέννησε τον Έπαφο, τον γιο της από τον Δία, ο οποίος στο μέλλον θα γινόταν γενάρχης της φυλής των Δαναών.(βλ. Βικιπαίδεια)
15) «Οι Ολύμπιοι το άκουσαν αυτό και έστειλαν τον Ερμή στον Προμηθέα, για να μάθουν, για τι ακριβώς πρόκειται. Ο Ερμής προσπαθεί να κάνει τον Προμηθέα να μιλήσει απειλώντας τον. Ο Προμηθέας αρνείται και το έργο τελειώνει με την πραγματοποίηση των απειλών του Ερμή, ένα είδος κατακλυσμού με κεραυνούς και αστραπές, όπου η γη σχίζεται και καταπίνει τον Προμηθέα κάτω από τα κομμάτια του βουνού στο οποίο τον είχε δέσει στην αρχή ο Ήφαιστος…. Επομένως, σε αυτό τον τελευταίο διάλογο, ο Προμηθέας βεβαιώνει (στ. 958-959) ότι η εξουσία του Δία, η τρίτη κατά σειρά, θα πέσει όπως και οι προηγούμενες, αἴσχιστα και τάχιστα, σύντομα και πολύ άσχημα, ότι η τυραννία του θα τελειώσει.» (Πρβλ. λεπτομερώς κείμενο Βικιπαιδείας αναφερόμενο στο μύθο του Προμηθέα Δεσμώτη).
16) Ο Ειρμός Ωδή α’ Ήχος α’
17) «Δεύτε ίδωμεν πιστοί» (Γ. Βερίτης)
18) Ιδιόμελον Εσπερινού Χριστουγέννων ήχος β»
19) «Είδα χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου». Τέλλος Άγρας (1899-1944): ποιητής και κριτικός (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ευαγγέλου Λ. Ιωάννου) Γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, όπου υπηρετούσε τότε ως σχολάρχης, ο πατέρας του Γεώργιος Ιωάννου. Η μητέρα του λεγόταν Ειρήνη Βλάχου, ενώ ο μικρότερος αδερφός του Χρήστος. Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.ά.)
20) Κωστής Παλαμάς, ποιητής, δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, θεατρικός συγγραφέας και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Πάτρα 13 Ιανουαρίου 1859 και πέθανε στην Αθήνα 27 Φεβρουαρίου 1943. Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά τους έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο ΑθηνώνΑ΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Το ποίημα που εκφώνησε ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, ως Επικήδειο Λόγο, στην κηδεία του Κωστή Παλαμά (28 Φεβρουαρίου 1943) ήταν ένας λόγος αντίστασης και ελευθερίας. Η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο και μετατράπηκε σε παλλαϊκή αντικατοχική εκδήλωση στην Αθήνα.
21) Στο ιστολόγιο «Αντιπληροφόρηση» καταχωρίσθηκε πέρυσι τα Χριστούγεννα η παρακάτω είδηση: «Οι γιορτές πλησιάζουν, αλλά το Πανεπιστήμιο του Τενεσί βάλθηκε να… απαγορεύσει τα Χριστούγεννα, σε μία προσπάθεια «πολιτικής ορθότητας» που φαίνεται να έχει καταβάλει την πανεπιστημιούπολη. Το Γραφείο Διαφορετικότητας και Ένταξης, του Πανεπιστημίου, δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του ένα πλάνο δέκα σημείων, για την αποφυγή αναφορών στη θρησκεία, κατά τη διάρκεια των γιορτών, απευθυνόμενο στο προσωπικό της πανεπιστημιούπολης. Έτσι, είναι επιτρεπτό να «γιορτάσουν και να ενισχύσουν τις εργασιακές σχέσεις και το ομαδικό ηθικό», αλλά- προειδοποιεί το Γραφείο «βεβαιωθείτε ότι το πάρτι των διακοπών που κάνετε δεν είναι ένα καλυμμένο χριστουγεννιάτικο πάρτι».
22) Α’ Ιωαν. 1, 5
23) Αρχ. Ρήμα: γαυριώ (-άω) υπερηφανεύομαι και είμαι ασυγκράτητος εναντίον άλλου (Λεξ. Γ. Μπαμπινιώτης σελ. 402)
24) Σοφία Σολομώντος 6 στιχ. 1-5
25) «Ηούσατε γαρ την εμήν αναστροφήν ποτε εν τω Ιουδαϊσμώ, ότι καθ᾿ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν, και προέκοπτον εν τω Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τω γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων των πατρικών μου παραδόσεων….» (Γαλ. Α΄ 12,13)
26) Παξ..26. στιχ. 24.
27) Πλούταρχος (45 – 120 μ. Χ.) ήταν Έλληνας ιστορικός, βιογράφος και δοκιμιογράφος. Γεννημένος στη μικρή πόλη της Χαιρώνειας, στη Βοιωτία.
28) Προς Κολώτην Επικούρειον §31
29) Πρβλ. ιστολόγιο Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσεως
30) Γεώργιος Δροσίνης: Ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1859, σ’ ένα αρχοντικό της Πλάκας και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1951, στην Κηφισιά.
31) Φώτης Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας το 1895 και πέθανε στην Αθήνα το 1965- Αγιογράφος, Λογοτέχνης, Ὀρθόδοξος και προ πάντων Ἕλληνας.
32) Ελληνική μπαλάντα (1985) με στιχουργό τη Λίνα Νικολακοπούλου και συνθέτη το Σταμάτη Κραουνάκη, τραγουδισμένη από την Άλκηστη Πρωτοψάλτη.

Ο άγνωστος συνταξιδιώτης


Αποτέλεσμα εικόνας για εικονα χριστουγεννων

Χριστουγεννιάτικες στορίες, ἀρ. 17

π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. 2, 13)
Έκοψε το γρήγορο τρεχαλητό του, καθώς στο εξασκημένο αυτί του έφτασε χαρούμενο μουρμουρητό τρεχούμενου νερού. Χώθηκε στα χαμόκλαδα αναζητώντας με λαχτάρα την πηγή.

Ήπιε λαίμαργα, βρέχοντας ηδονικά τα φλογισμένα χείλη του. Γέμισε το απλόχερό του και έριξε το δροσερό νερό στο κάθιδρο, ξαναμμένο πρόσωπό του, ενώ το βλέμμα του αγριεμένο δεν έπαυε στιγμή να στρέφεται πίσω ερευνώντας επίμονα. Πώς έγινε να ξεφυτρώσουν ξαφνικά στην περιοχή του τόσοι στρατιώτες;
Ήταν γνωστός κακοποιός και επικηρυγμένος βέβαια. Ποτέ του δεν ησύχαζε. Μα απόφευγε πάντα τις κακοτοπιές και τα κατάφερνε πολύ καλά να ξεγλιστρά στα επικίνδυνα συναπαντήματα. Από τον φόβο της καταδίωξης ο ύπνος του δεν ήταν ποτέ ήρεμος, βαθύς, ειρηνικός. Ή μήπως να ’ταν τα μαστιγώματα της βαρυφορτωμένης του συνείδησης, που δεν τον άφηναν λεπτό να ησυχάσει;
Μα τί ωστόσο άλλαξε κι ολόκληρος στρατός ερχόταν καταπάνω του; Δεν του είχε ξανασυμβεί να αναμετρηθεί με τόσο πλήθος. Από όσο ήξερε, βρισκόταν μες στη σφαίρα επιρροής του ανελέητου Ηρώδη. Δικό του σχέδιο θα ήταν σίγουρα και τούτη η επιχείρηση. Τον τύλιξε βαθειά ανησυχία. Βάλθηκαν μήπως να τελειώνουν μια και καλή μαζί του;
Ξαναπήρε με βιάση τον ανήφορο, φροντίζοντας να κρύβεται καλά στους θάμνους και τα βράχια. Στη βάση του λοφίσκου χαμηλά, ασπίδες, κράνη και σπαθιά άστραφταν στον μεσημεριάτικο ήλιο. Η φάλαγγα των διωκτών συνέχιζε ακάθεκτη. Μα πώς έγινε μια τέτοια ανατροπή;
Ερχόταν να ληστέψει το μικρό χωριό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο φοβερός ληστής που έτρεμαν οι πάντες στο άκουσμά του. Που δεν ήξερε τί θα πει έλεος για τα θύματά του. Και να που τώρα βρίσκεται κυνηγημένος αναπάντεχα, με ολόκληρο στράτευμα να επελαύνει πίσω του. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να συναντήσει εδώ. Από διώκτης να βρεθεί διωκόμενος. Από θηρευτής θήραμα. Μα πώς βρέθηκαν ξοπίσω του; Πώς τον εντόπισαν, τη στιγμή που φρόντιζε προσεκτικά να μην αφήνει ίχνη πουθενά;
Δρασκέλισε την κορφή του λόφου και λοξοδρόμησε για να παρακάμψει το χωριό που απλωνόταν στην πλαγιά. Στρέφοντας πίσω του ξανά, είδε τους στρατιώτες να κατηφορίζουν και να σκορπίζουν στους δρόμους του οικισμού. Δεν τον πήραν είδηση. Κρύφτηκε πίσω απ’ τον μεγαλύτερο βράχο και σκαρφάλωσε προσεκτικά στην κορφή του. Από εκεί, χωρίς να φαίνεται, είχε την πλήρη εποπτεία της μικρής κοιλάδας.
Θα τον έψαχναν τώρα από σπίτι σε σπίτι. Θα έπαιρνε λιγάκι χρόνο αυτό. Μπορούσε να ανασάνει μια στιγμή. Η πανοπλία του τον βάραινε. Έγειρε στη σκιά του βράχου για μια λιγόλεπτη ανάπαυση. Μα σχεδόν αμέσως δυνατές φωνές ακούστηκαν απ’ το χωριό. Γυναικείες κραυγές και κλάματα παιδιών έσμιξαν με άγριες αντρικές φωνές. Θρήνοι γοεροί υψώθηκαν τελικά από παντού, πνίγοντας σιγά-σιγά ανάμεσά τους κάθε άλλη οχλοβοή.
Τινάχτηκε απορημένος ο ληστής, σκαρφάλωσε στου βράχου την κορφή ξανά. Μα σαν αντίκρυσε το θέαμα μπροστά του, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τί ήταν πάλι τούτο; Απ’ όλες τις γωνιές πετάγονταν τρέχοντας με τα μωρά στην αγκαλιά τρομαγμένες μητέρες. Πίσω τους στρατιώτες με γυμνά σπαθιά τις κυνηγούσαν. Κι όταν τις έφταναν, αντί γι’ αυτές, άρπαζαν και σκότωναν τα νήπια. Μα αυτό κι αν ήταν απίστευτο! Από πότε τα βρέφη έγιναν απειλή για τον Ηρώδη; Ποια επιβουλή διέβλεπε σ’ αυτά για την εξουσία του; Ποιον επικίνδυνο «ύποπτο» καταζητούσε ανάμεσά τους; Κάποιον ίσως μελλοντικό βασιλιά; Αντί να βρει εξήγηση ο ληστής, μπερδεύτηκε περισσότερο. Το μόνο που κατάλαβε ήταν πως η τόση εκστρατεία στόχευε τελικά αλλού. Δεν ήταν αυτός στο στόχαστρο. Προσωρινά τουλάχιστον, μπορούσε να χαλαρώσει.
Απ’ την κρυψώνα του παρακολουθούσε με ασφάλεια την εξέλιξη. Και να! Ερχόταν τώρα προς το μέρος του, τρικλίζοντας μάλλον παρά τρέχοντας, μια έξαλλη μητέρα, με το βρέφος της στην αγκαλιά της. Μα η γριά Ελισάβετ είχε μετρημένες τις δυνάμεις της. Οι στρατιώτες την πλησίαζαν με γρηγοράδα. Κι ερχόντουσαν ίσια καταπάνω του. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Πήδηξε κάτω, πίσω από τον βράχο κι έτρεξε γοργά προς το πλάι, δρασκελίζοντας σκυφτά πέτρες και χαμόκλαδα, να βγει απ’ την ακτίνα καταδίωξης.
Μα καθώς έβλεπε τους στρατιώτες να πλησιάζουν επικίνδυνα την άτυχη μάνα, κάτι σάλεψε μέσα του. Άρπαξε αστραπιαία το τόξο του, πέρασε γρήγορα ένα βέλος και σημάδεψε. Μα στη στιγμή το χαμήλωσε. Τί πήγαινε να κάνει; Τί ελπίδες μπορούσε να έχει απέναντι σε τόσους στρατιώτες; Θα ’ταν σίγουρα αυτοκτονία ν’ αναμετρηθεί με τόσο στράτευμα. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να προδώσει τη θέση του. Ελεεινολόγησε τον εαυτό του. Τί τον έπιασε τώρα; Αυτός, ο φοβερός λήσταρχος που έφαγε κόσμο και κοσμάκη δίχως έλεος, να προδοθεί έτσι, στα καλά καθούμενα, από ανόητα αισθήματα!
-Τα ’χω χάσει για τα καλά! μουρμούρισε ταραγμένος, βρίζοντας με θυμό τον εαυτό του.
Μα ό,τι ακολούθησε τον τάραξε ακόμα περισσότερο. Ο πρώτος στρατιώτης είχε φτάσει σχεδόν την ταλαίπωρη γραία, που σερνόταν αποκαμωμένη από τον τρόμο και την κόπωση. Ο βράχος που προστάτευε νωρίτερα τον ληστή, υψωνόταν βουνό μπροστά της και της έκοβε τον δρόμο. Ο στρατιώτης αμείλικτος άπλωσε το στιβαρό χέρι του να αποσπάσει το τρυφερό βρέφος από τη μητρική αγκαλιά. Στο άλλο χέρι του έσταζε γυμνό το ματωμένο ξίφος του. Ήταν φανερό το τί θα επακολουθούσε. Την ύστατη εκείνη στιγμή η τραγική μάνα ύψωσε χέρια και μάτια ψηλά και έκραξε γεμάτη αγωνία:
-Σώσε μας, Κύριε! Έδωσες υπόσχεση γι’ αυτό το παιδί!
Ο τεράστιος βράχος που έφραζε τον δρόμο της, άνοιξε αυτοστιγμεί στα δυο. Μάνα και γιος βρέθηκαν στην αγκαλιά του και τα δυο του κομμάτια ξανάκλεισαν ακαριαία. Ο στρατιώτης εμβρόντητος έβγαλε δυνατή κραυγή τρόμου και έκαμε άλμα προς τα πίσω, σαν να τον έσπρωξε αόρατη δύναμη. Κοκκάλωσε στον τόπο του κι έμεινε να κοιτάζει ενεός, αδυνατώντας να συλλάβει το τί μόλις παίχτηκε μπροστά του.
Μα και ο ληστής αναπήδησε και τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες τους. Μόνο που δεν σάλεψαν τα λογικά του. Ακούσια στρατιώτης και ληστής, έγιναν ταυτόχρονα αυτόπτες μάρτυρες, ότι ο Ύψιστος την ημέρα εκείνη «επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν Ιούδα» και ήλθε «βοηθός και σκεπαστής εις σωτηρίαν» του αδύναμου βρέφους. Υπακούοντας στην εντολή Εκείνου που είχε τη δύναμη να «οπλοποιήσει την κτίσιν εις άμυναν εχθρών», ο σκληρός γρανίτης θα προστάτευε το εύθραυστο βρέφος. Γιατί το βρέφος της Ελισάβετ μόνο τυχαίο δεν ήταν. Είχε αποστολή. Ήταν ο εκλεκτός του Κυρίου πρόδρομος.
Ο Ηρώδης δεν άργησε να λάβει αναφορά για τα γενόμενα. Κατάλαβε πως το θεόσωστο εκείνο βρέφος δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα. Σχετιζόταν σίγουρα με ό,τι τόσο έντονα απασχολούσε τον ίδιο. Να ήταν άραγε ο «καταζητούμενός» του; Ο μελλοντικός βασιλιάς; Ή μήπως ο κρίκος που θα τον οδηγούσε σ’ αυτόν; Αναζήτησε αμέσως τον πατέρα του. Ο γηραιός προφήτης Ζαχαρίας εκτελούσε στον ναό του Υψίστου την τάξη «της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού». Οι στρατιώτες ζήτησαν να τους αποκαλύψει πού βρίσκεται κρυμμένος ο γιος του. Όμως εκείνος απάντησε πως δεν γνώριζε κάτι, αφού δεν βρισκόταν «εις τον οίκον αυτού, …εν τη ορεινή της Ιουδαίας», αλλά στα Ιεροσόλυμα περιμένοντας να συμπληρωθούν «αι ημέραι της λειτουργίας αυτού». Μα η απάνθρωπη καχυποψία του Ηρώδη δεν κάμφθηκε. Έδωσε εντολή να σφαγιασθεί ο προφήτης, πράγμα που έγινε αμέσως εκεί, στον άγιο τόπο του θείου θυσιαστηρίου. Ο Ζαχαρίας, σε αντίθεση με τον μικρό του γιο, είχε επιτελέσει την αποστολή του. Είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου του.
Άγγελοι του Θεού έφεραν την αγία του ψυχή ενώπιον του θρόνου του Βασιλέως του μεγάλου, της έδωσαν θέση «υποκάτω του θυσιαστηρίου». Εκεί που οι ψυχές όλων «των εσφαγμένων διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου», ντυμένες λευκές στολές, αναπαύονται και περιμένουν «έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως και αυτοί».Μάζεψαν ευλαβικά το αίμα του και το έσμιξαν, μέσα σε ολόχρυση φιάλη, με το «αίμα αγίων και προφητών»,ώστε ενώπιον «του καθημένου επί του θρόνου» να βρίσκεται διαρκώς «παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Άβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου», που μόλις είχε άδικα φονευτεί «μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου».
Τα απρόσμενα γεγονότα συντάραξαν και έριξαν σε βαθειά συλλογή τον ληστή. Γιατί τόσο μένος απέναντι στα άκακα βρέφη; Όσο κι αν έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του, το απλοϊκό του μυαλό δεν μπόρεσε να βρει την άκρη. Γι’ αυτό και έκρινε σωστό να δείξει φρόνηση. Γιατί να διακινδυνεύει σε μέρη τόσο επικίνδυνα; Καλύτερα να βγει από τα όρια της επιρροής του στρατού του Ηρώδη. Και πού αλλού θα εύρισκε καλύτερη ασφάλεια και ησυχία από τις αχανείς ερήμους του νότου, προς Αίγυπτο μεριά, όπου κάθε κατατρεγμένος εύρισκε από αιώνες καταφύγιο!
Ακολουθώντας λοιπόν την πάγια πεπατημένη βρέθηκε να πορεύεται κι αυτός μέρες αργότερα «κατά μεσημβρίαν επί την οδόν την καταβαίνουσαν από Ιερουσαλήμ εις Γάζαν». Στις έρημες καυτές περιοχές με την ελάχιστη βλάστηση, ακόμα και για έναν ρωμαλέο άντρα σαν αυτόν, η πορεία ήταν πάντα επίπονη. Μα ωστόσο ήταν τέλεια εξασκημένος στην κάθε κακουχία. Και γνώριζε να εφοδιάζεται καλά με την απαιτούμενη εφεδρεία. Όσο για τους κακοποιούς που καθ’ οδόν ενέδρευαν, όντας φόβητρο αυτός, αρματωμένος σαν αστακός, τον φοβόντουσαν αντί να τους φοβάται. Δεν περνούσε άλλωστε άγνωστα μέρη. Πολλές φορές είχε αναζητήσει καταφύγιο στις αφιλόξενες εκείνες ερημιές. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Κανόνιζε την πορεία του με βάση τις λιγοστές μα τόσο απαραίτητες πηγές, που γνώριζε καλά τη θέση τους.
Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά μεταβάλλοντας την έρημο σε φλόγα, όταν ο ληστής αραξοβόλησε στην πρώτη δροσερή όαση. Μια πράσινη συστάδα δέντρων έριχνε την πολυπόθητη σκιά της γύρω από την πηγή, που ανέβλυζε πλούσια και ξαναχάριζε τη ζωογόνα φλέβα της στη διψασμένη γη. Δροσίστηκε, πλύθηκε, τίναξε τη σκόνη που είχε σκεπάσει τα ρούχα και την πανοπλία του.
Ξεκουραζόταν ακόμα στην απολαυστική σκιά, όταν στο βάθος του δρόμου παρατήρησε κίνηση. Μια συνοδεία πλησίαζε αργά μέσα στην πνικτική λαύρα της ερήμου. Κρύφτηκε γρήγορα στην πυκνή συστάδα και παραμόνευε προσεκτικά. Η συνοδεία, ιδιαίτερα μικρή -ένας σεβάσμιος πρεσβύτης, ένας μεσόκοπος άντρας, ένα νεαρό κορίτσι πάνω σε γαϊδουράκι με το μωρό της αγκαλιά- ήρθε κατ’ ευθείαν και πέζεψε στην πηγή. Ο ληστής τούς ζύγισε με μια και μόνο ματιά. Ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν να τους βάλει στο χέρι του.
Ο μεσόκοπος, που τον φώναζαν Ιάκωβο και ήταν ο μεγάλος γιος του πρεσβύτη, βοήθησε τη νεαρή μητέρα να κατέβει. Έφερε νερό απ’ την πηγή και τους έδωσε να πιουν, πότισε και το διψασμένο ζώο. Άνοιξε το σακούλι του και έβγαλε τις λιγοστές τους προμήθειες.
-  Ελάτε, πατέρα! είπε μόνο.
Έφαγαν το λιτό φαγητό τους και η νεαρή μητέρα σηκώθηκε. Κατέβηκε στην πηγή και έπλυνε τα σπάργανα του μωρού της. Τα άπλωσε παραπέρα σε μια μεγάλη πέτρα, να στεγνώσουν στον ήλιο. Ο ληστής δεν έχανε κίνηση. Ετοιμαζόταν για την εξόρμησή του. Δεν χαριζόταν σε κανέναν. Η ληστεία ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε για να ζει. Μα καθώς η ανύποπτη κόρη γύρισε προς το μέρος του, αντικρύζοντας το πρόσωπό της ο ληστής, καθηλώθηκε. Εντυπωσιάστηκε βαθιά. Τέτοια μορφή με τόση χάρη δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Το πρόσωπό της, παιδικό σχεδόν, αχτιδοβολούσε παρθενική ανέγγιχτη ομορφιά. Φως υπερκόσμιο ξεχυνόταν, θεϊκό, απ’ το καλοσυνάτο βλέμμα της. Φάνταζε «περιβεβλημένη τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής». Μα ποια ήταν η κόρη αυτή, που έσταζε δροσιά σαν την αυγή;«Η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»;
Η νεαρή μητέρα με ελαφρές κινήσεις πήρε το βρέφος στην αγκαλιά της. Έσκυψε, ακούμπησε απαλά το μάγουλό της στο πρόσωπό του, το φίλησε γλυκά. Βλέποντας το βρέφος και τη γλυκοφιλούσα μητέρα ο ληστής, ξέχασε τα σχέδιά του εντελώς. Έμεινε μόνο να παρατηρεί ασάλευτος, χωρίς αίσθηση τόπου και χρόνου. Το φωτεινό χαμόγελο του βρέφους και η απέραντη αγάπη που αντιφέγγιζε στο παιδικό ακόμα βλέμμα της μάνας, κάτι πρωτόγνωρο γέννησαν μέσα του. Ένοιωσε ανάλαφρος. Μια παραδεισιακή γλυκύτητα εισχώρησε στην καρδιά του, ανοίγοντας βαθειά ρωγμή στη γρανιτένια σκληράδα της. Τα πυκνά κλαδιά τον έκρυβαν κι όμως είχε την αίσθηση πως το βρέφος εκείνο, χωρίς να τον κοιτάζει, τον έβλεπε. Αισθανόταν γυμνός μπρος στο βλέμμα του και ήθελε να κρυφτεί, σαν τον πρωτόπλαστο μες στην Εδέμ μετά την παρακοή. Μα ταυτόχρονα μια έλξη μυστική τον τραβούσε προς το βρέφος και τη μητέρα του. Μια πρωτόφαντη μαγευτική έκσταση, παντελώς άγνωστη μέχρι τότε, αιχμαλώτιζε την καρδιά του.
Διαισθανόταν σχέση μυστική ανάμεσα στο βρέφος αυτό και σε εκείνο που θαυματουργικά σώθηκε απ’ τη σφαγή στην ορεινή της Ιουδαίας. Μυστικό νήμα ένωνε τις ζωές τους με τρόπο ανερμήνευτο. Θαυμαστό εκείνο, μα ετούτο πανθαύμαστο! Εκείνο λύχνος προδρομικός, ετούτο ήλιος ολοφώτεινος! Η βαθειά τους επιρροή αλλοίωνε τώρα και τη δική του ζωή. Η σκέψη του έπαιρνε δρόμους διαφορετικούς. Αυτός που δεν λογάριασε ποτέ την ανθρώπινη ζωή, ένοιωθε, για πρώτη φορά, πως δεν θα μπορούσε ποτέ να βλάψει τη μητέρα τούτη και το βρέφος της. Για πρώτη φορά πλημμύριζε από διάθεση να τους προστατεύσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε την ανάγκη κι ευχήθηκε να ήταν κι αυτός καλός. Ένοιωσε ξαφνικά πως έχει τη δύναμη να αγαπήσει κι αυτός. Και τί παράξενο! Δεν νόμιζε πια αδυναμία την αγάπη. Το να ζει για το καλό, του φαινόταν τώρα υπέροχος σκοπός. Η ζωή του άλλαζε απρόσμενα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του!
Η μικρή συνοδεία συνέχισε τον δρόμο της. Βάδιζε για μέρες στους έρημους δρόμους, μα δεν ήταν πια μόνη. Κρυμμένος προσεκτικά πίσω τους, ακολουθούσε ένας άγνωστος συνταξιδιώτης. Ο ληστής τους πήρε κατά πόδι. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς, αυτοανακηρύχτηκε μυστικά προσωπικός τους φρουρός. Γιατί το έκανε; Παραξενευόταν και ο ίδιος. Και τί δεν είδαν όμως τα μάτια του, στην παράξενη τούτη αποστολή του! Τα γεγονότα τον πήγαιναν από έκπληξη σε έκπληξη.
Θηρία τους πλησίαζαν, λέοντες και παρδάλεις, μα αντί να τους κατασπαράξουν, σέρνονταν σαν πιστά σκυλάκια στα πόδια τους, προσκυνούσαν υπάκουα κι έφευγαν. Φοβεροί ληστές πετάγονταν μπροστά τους, μα αντί να τους πειράζουν, γονάτιζαν μπροστά τους ταπεινά και φιλούσαν τα ίχνη τους στο χώμα, χωρίς να αγγίζουν ούτε τρίχα τους. Κι όπου πατούσαν τα ευλογημένα πόδια τους, φύτρωναν αμέσως σε μια ατέλειωτη σειρά πίσω τους ευωδιαστά πολύχρωμα λουλούδια. Πανύψηλοι φοίνικες λύγιζαν τις φορτωμένες τους κορφές, αποθέτοντας μπρος τους ώριμους γλυκύτατους καρπούς. Σε κάθε πηγή που σταματούσαν να δροσιστούν και να ξεκουραστούν, τα δέντρα έγερναν και τους προσκυνούσαν ευλαβικά.
Ο ληστής ακολουθούσε, παρακολουθούσε, αλλοιωνόταν. Κρυβόταν επιδέξια, μα ωστόσο αναρωτιόταν: Συνταξίδευε κρυμμένος μαζί τους, μα τους ήταν άραγε ακόμα άγνωστος; Είχε την αίσθηση πως του μικρού εκείνου βρέφους η ματιά δεν έφευγε από πάνω του, με όση φροντίδα κι αν έκρυβε τον εαυτό του. Πως το γλυκό του χαμόγελο προοριζόταν γι’ αυτόν. Κι όταν στην αγκαλιά της μάνας του κουνούσε στον αέρα τα μικρά του χέρια, νόμιζε πως ένευε προς το μέρος του, πως τον καλούσε μυστικά κοντά του.
Ο χρόνος υποτάχτηκε κι αυτός στην ακατανίκητη επιρροή του μυστηριώδους βρέφους. Οι μέρες του ταξιδιού ανεξήγητα συντομεύτηκαν. Ο ληστής τις μέτραγε, μα δεν κατάλαβε πότε βρέθηκαν κιόλας στα πρόθυρα της Θηβαΐδας, στην Ερμούπολη της Μέσης Αιγύπτου. Η θεϊκή συνοδεία δροσίστηκε για τελευταία φορά κάτω απ’ τη σκιά μιας περσικής τεράστιας μηλιάς, που λύγισε την κορφή της ως τη γη, για να τους υποδεχτεί και αυτή θεοπρεπώς. Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων φάνηκε να έρχεται απ’ τη μεριά της πόλης. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Τί ήθελαν όλοι αυτοί; Ποιες ήταν οι προθέσεις τους; Οχυρώθηκε αθέατος και έπιασε τα όπλα του. Θα υπερασπιζόταν το θεϊκό βρέφος και τηλοχεύουσα κόρη. Δεν φοβόταν πια να πεθάνει γι’ αυτούς.
Μα δεν χρειάστηκε. Οι άνθρωποι ήρθαν να τους αναγγείλουν συνταρακτικά νέα. Είπαν ότι κατάλαβαν τον ερχομό τους, γιατί έγινε στον τόπο τους την προηγούμενη νύχτα μια παράξενη καταστροφή. Τα είδωλα σ’ όλους τους ναούς τους έπεσαν και συντρίφτηκαν με φοβερό πάταγο στη γη. Και το απροσδόκητο αυτό γεγονός μια εξήγηση μόνο μπορούσε να έχει γι’ αυτούς: Πως ήλθε στη χώρα τους ένας μεγάλος, ανίκητος, μοναδικός, αληθινός Θεός. Που εμπρός του οι θεοί-δαιμόνια των εθνών δεν είχαν τόπο να σταθούν. Και οι άνθρωποι αυτοί, λυτρωμένοι πλέον από τη στυγερή καταδυνάστευσή τους, βγήκαν σε αναζήτηση αυτού του παντοδύναμου Θεού. Για να τον υποδεχθούν. Να τον προσκυνήσουν. Να τον κάμουν Θεό τους. Ο φωτισμός της αλήθειας είχε λάμψει ήδη και στη χώρα τους. Κατάλαβαν ότι ζούσαν μέχρι τότε στο σκοτάδι.
Ήταν τα παιδιά εκείνων που πεισματικά, αιώνες πριν, δείχτηκαν απειθάρχητοι στο άγιο θέλημά του και γεύτηκαν την αδέκαστη δικαιοσύνη του, τις δέκα φοβερές πληγές, τη μόνη γλώσσα που μπορούσαν τότε να καταλάβουν. Ο Κύριος «εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ» έκαμε «θαυμάσια μεγάλα» απέναντί τους, μα αυτοί δεν άνοιξαν τα μάτια τους να δούν. Και τελικά ο Κύριος «επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω» της Αιγύπτου, «εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. Επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς».
Μα τώρα ο δυνατός Κύριος, βρέφος μικρό, κυνηγημένο, αδύναμο, επισκέπτεται ξανά τη χώρα τους. Ζητάει προστασία φαινομενικά, μα στην ουσία τούς καλεί σε νέα σχέση μαζί του. Έρχεται αδύναμος, για να ωθήσει την πέτρινη καρδιά τους σε κίνηση αγάπης απέναντί του. Και να, που αυτοί δεν κάνουν το λάθος των πατέρων τους. Αναγνωρίζουν ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος». Και αυτό έγινε αποκλειστικά για χάρη τους. Για να ονομάσει λαό του κι αυτούς, «τον ου λαόν» του.  Αποκρυπτογραφούν στη δική του κίνηση τη γλώσσα της άφατης αγάπης του, που αδυνατούσαν να διαβάσουν οι πατέρες τους.
Η άγνωστη ως τότε προοπτική μιας νέας κτίσης, πάνω στη θέση των αρχαίων πραγμάτων, ανέτελλε ήδη σαγηνευτική, ελπιδοφόρα, υπέροχη, από το βλέμμα του θείου βρέφους. Έβλεπαν τη μητροπάρθενη κόρη να βαστάζει «εν αγκάλαις», χωρίς να φλέγεται, άυλο πυρ, την θεότητα, όπως η άφλεκτος βάτος «πάλαι η εν Σινά». «Νεύματι θεαρχικώ» οδηγημένοι, γνώρισαν όλοι μυστικά και προσκύνησαν «παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».Μια δοξολογική κραυγή υψώθηκε από όλα τα στόματα προς την άχραντη μητέρα του:
-  «Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων! Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων»!
Η ανύμφευτη νύμφη με τον άφθορο τοκετό της τους πρόσφερε σαρκοφόρο τον Θεό, αποδεικνύοντας απάτη, πλάνη, δόλιο ψεύδος τα είδωλα. Η ομορφιά της, πηγάζοντας έσωθεν, φάνταζε απύθμενη θάλασσα,«ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν», όπως η Ερυθρά «πόντω εκάλυψε» τον ιταμό Αιγύπτιο δυνάστη άλλοτε. Στα μάτια τους δεν ήταν πια η εύθραυστη κόρη, αλλά βράχος, η πέτρα που ανέβλυζε ποταμούς «ύδατος ζώντος» για«τους διψώντας την ζωήν», όπως από την άλλη εκείνη πέτρα της ερήμου «ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν» για τον διψασμένο λαό του Θεού. Το ταπεινό της ανάστημα υψωνόταν τώρα πελώριο, νέος πύρινος στύλος «οδηγών τους εν σκότει», «σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Νέα «γη της επαγγελίας» η Θεοτόκος ανέβλυζε «μέλι και γάλα», «τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν», την αθάνατη ζωηφόρα τροφή που διαδέχτηκε «άρτον αγγέλων», το θεόσδοτο μάννα της ερήμου.
Πεσμένος στα γόνατα, προσκυνούσε μαζί τους το θείο βρέφος απ’ την αθέατη κρύπτη του και ο άγνωστος συνταξιδιώτης. Όχι τον ασήμαντο ληστή λοιπόν, αλλά αυτό το βρέφος, τον Βασιλέα των όλων και παντοδύναμο Θεό, κυνηγούσε απεγνωσμένα και ανόητα ο Ηρώδης. Έταξε τότε ο ληστής ενδόμυχα με ζέση, να μην εγκαταλείψει ποτέ τον Βασιλέα του, να συνταξιδεύει ισόβια μαζί του μυστικά. Και τέτοιος άνεμος χαράς τον συνεπήρε, που έλειωνε μέσα του, ριγούσε σαν του
Ἀντιύλη
Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, 481 00  Πρέβεζα
Τηλ. 26820 23075 / 25861 / 697-280.9268
μικρού παιδιού η σκληροτράχηλη καρδιά του.
Έστρεψε γελαστό το βρέφος τη ματιά του στον κρυφό του ακόλουθο, «φως ιλαρόν», αχτιδοβόλο, έπεμψε πάνω του.
Πρώτος, καλόδεχτος στον ουρανό, ακόμα κι ο ληστής που δέχεται με την καρδιά μικρού παιδιού τη Βασιλεία του Θεού!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...